τεύχος 1ο /// σεπτέμβριος 2008

Page 1


Κενό... γιατί; ...όµως στην τελευταία σελίδα θα διαβάσετε ορισµένους λόγους για να το γεµίσετε εσείς.


αντί × λόγου

σαν περιεχόµενα

σελ.4 . . . . . . . . . . . . . . . .

editorial

Στη ρωµαϊκή µυθολογία, Cupid (λατινικό cupido) είναι ο Θεός της ερωτικής αγάπης και της οµορφιάς. Εξισώνεται µε τον ελληνικό θεό Έρωτα, και άλλο ένα από τα λατινικά ονόµατά του είναι Amor. Ο Cupid εµφανίζεται συχνά πυροβολώντας µε το τόξο του για να εµπνεύσει τη ροµαντική αγάπη.

σελ.12 . . . . . . . . . . . . . . . .

• • • • • • • • • • • •

. . . . . . . . . . σελ.5

Ποιήµατα (Poems), 1952 Έρεβος (Erebus), 1956 Ερήµην (In absentia), 1958 Επί τα ίχνη (On the trail), 1963 Το λίγο του κόσµου (The Little of the World),1971 Το Τελευταίο Σώµα µου (My last body), 1981 Χαίρε ποτέ (Farewell Never),1988 Η εφηβεία της Λήθης (Lethe's Adolescense), 1996 Eνός λεπτού µαζί (One Minute's Together), 1998 Ήχος αποµακρύνσεων (Departure's Sound), 2001 Χλόη θερµοκηπίου (Glass-house lawn), 2005 Μεταφερθήκαµε παραπλεύρως (We moved next door), 2007

∆ιώχτηκε από το σπίτι του σε ηλικία οκτώ ετών, όταν η µητέρα του διαπίστωσε πως κακοποιούσε τη µικρότερη αδελφή του. Τον µάζεψε ένας παιδόφιλος ο οποίος και τον βίασε. Μέχρι το 1978 υπολογίζεται πως είχε σκοτώσει πάνω από 100 κοπέλες στο Περού. ∆ιέφυγε στο Εκουαδόρ, όπου σκότωνε, κατά µέσο όρο, τρία κορίτσια την εβδοµάδα επειδή ήταν “πιο τρυφερά και αθώα”. Το 1980 συνελήφθη και οµολόγησε. Αρχικά οι . . . . . . . . . . . σελ.14 αστυνοµικοί δεν πίστευαν τον αριθµό των δολοφονιών που παραδέχτηκε, αλλά σύντοµα τα ευρήµατα τους έπεισαν ότι βρίσκονταν µπροστά στον πλέον “παραγωγικό” δολοφόνο όλων των εποχών. Καταδικάστηκε σε ισόβια. Pedro Alonso Lopez, 600+ δολοφονίες.

σελ.16 . . . . . . . . . . . . . . . .

Ένα από τα πρώτα δείγµατα του τηλεχειρισµού αναπτύχθηκε το 1893 από το Σέρβο φυσικό (εφευρέτη, µηχανικό κτλ) Nikola Tesla (10 Ιουλίου 1856 – 7 Ιανουαρίου 1943), και ονοµάστηκε ’’µέθοδος συσκευής για τον µηχανικό έλεγχο κινούµενων οχηµάτων’’.

Άλλος ένας από τους αγαπηµένους ηθοποιούς – συνεργάτες του Tim Burton είναι και ο Crlistopher Walken, και για όποιον δεν τον ξέρει, είναι ο συµπαθητικός αυτός «κυριούλης» µε τα τροχισµένα δόντια, ο οποίος πρωταγωνιστεί στον ’’Ακέφαλο Καβαλάρη’’ (1998). Επίσης έχει παίξει και στο ’’Batman Returns’’ (1992).

σελ.24 . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . σελ.22

1777η συγκέντρωση του συµβουλίου... χµµµ... έτος 1777 µ.χ. 3 Ιανουαρίου 1777, Αµερικανική επανάσταση, Ο Αµερικανός στρατηγός και µετέπειτα πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ George Washington (22 Φεβρουαρίου 1732 – 14 ∆εκεµβρίου 1799) νικάει τον Βρετανό στρατηγό Charles Cornwallis στη µάχη του Princeton.

Όνειρο είναι η βίωση µίας σειράς εικόνων, ήχων, ιδεών, συναισθηµάτων και άλλων αισθήσεων κατά την διάρκεια του ύπνου, κυρίως κατά τη φάση REM. Το περιεχόµενο των ονείρων είναι συχνά αδύνατο ή έστω απίθανο να συµβεί στην φυσική πραγµατικότητα, και είναι πέρα από τον έλεγχο αυτού που το βιώνει.

. . . . . . . . . . . . . . . . σελ.26 Πηγές: www.wikipedia.com, eglima.wordpress.com

Φωτιάδης Bruce Νικόλαος

αντί × λόγου ερασιτεχνικό λογοτεχνικό περιοδικό µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα διανέµεται δωρεάν έκδοση, αρχισυνταξία, επιµέλεια: Ευάγγελος Ευθυµίου συντακτική οµάδα: Νικόλαος Φωτιάδης, Εύη Μαρκάτη, Θοδωρής Τσαφής, Αντώνης Γιαννόπουλος κοµικογραφία: Ψαµµάθος διόρθωση: Εύη Μαρκάτη τηλέφωνο επικοινωνίας: +306972978572 e-mail: antiepilogou@yahoo.gr ευχαριστούµε την κυρία Νέσση που µας παραχώρησε τον χώρο για την φωτογράφιση. Επίσης ευχαριστούµε τη χορεύτρια ∆ήµητρα Τσινταβή που πόζαρε µαζί µας για τις ανάγκες του εξωφύλλου.

3


editorial

αντί × λόγου

Θα ξεκινήσω με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν από τέσσερα χρόνια περίπου. Θα μπορούσα να μη σας το πω αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντί σας. Λοιπόν... Το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας είναι το πρώτο τεύχος του περιοδικού αντί × λόγου που επιτέλους είναι χειροπιαστό και δε βρίσκεται μονάχα στη λαβυρινθώδη φαντασία μου. Θα του ευχηθώ ‐εγώ πρώτος‐ καλή τύχη και καλή συνέχεια. § Προσπαθώντας να εξηγήσω και σε εμένα τον ίδιο το λόγο που δημιουργήθηκε αυτό το περιοδικό θα ξετυλίξω τις σκέψεις μου. Δημιουργώντας, προσπαθούμε να μεταφέρουμε κάτι σε κάποιον και αυτό που δημιουργούμε είναι αυτό που θέλουμε να του πούμε. Οπότε η δημιουρ‐ γία του περιοδικού είναι μια μορφή προσέγγισής μας προς εσάς και τα περιεχόμενά του είναι το μέσο αυτής της επικοινωνίας. Μου αρέσει να γράφω, όπως και όλων των συντακτών του περιοδικού. Αλλά αυτό δε φτάνει. Το να γράφεις και κανείς να μη διαβάζει αυτό που γράφεις είναι σαν να θέλεις να αποκλείσεις τον εαυτό σου από το σύνολο. Σαν να μιλάς σε ένα ακροατήριο και κανείς να μη σε ακούει, αλλά όχι γιατί κάθεσαι στο κεντρικό έδρανο και αυτά που λες είναι αδιάφορα ‐αντιθέτως αυτά που λες έχουν μεγάλη σημασία για εσένα‐ όμως εσύ στέκεσαι με γυρισμένη την πλάτη πίσω από το κοινό και τα ψιθυρίζεις σε μία από τις γωνίες της αίθουσας. Δεν το θέλω αυτό, ούτε εγώ ούτε οι συντάκτες. § Θέλουμε όλοι στην ομάδα να μεταφέρουμε τα συναισθήματά μας, τις αγωνίες μας, τις ιδέες μας με κάποιον τρόπο και σε εσάς. Εκμεταλλευόμενοι λοιπόν τη δημιουργία έστω και σαν ορισμό, τη μετατρέ‐ πουμε σε μια μορφή επικοινωνίας και μέσω των κειμένων μας δομούμε μια γέφυρα, περιμένοντας να συναντηθούμε πάνω της μαζί σας. Διαβάζοντας τα κείμενά μας δίνετε υπόσταση στη δημιουργία και από ορισμός η δημιουργία τελικά πραγματώνεται. Γίνετε πράξη για την οποία δημιουργήθηκε η ίδια η δημιουργία. Επικοινωνία και την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων. § Αν συναντηθούμε, ακόμη και διαφωνώντας, τότε η κριτική σας, όποια κι αν είναι αυτή, θα είναι απόλυτα αποδεκτή και θα χαρούμε να την ακούσουμε και να σας απαντή‐ σουμε αξιοποιώντας έτσι τη γέφυρα μας. § Εν τέλει θέλω να σας ευχαριστήσω και μόνο που ξεχωρίσατε και διαλέξατε αυτό το περιοδικό για να το ξεφυλλίσετε. Καλή ανάγνωση, Ευάγγελος Ευθυμίου

4


διήγηµα

αντί × λόγου

Μπάζα Μια ιστορία από τη ζωή του Φαίδωνα. «Πριν πενήντα δύο χρόνια, δούλευα για ένα πρακτορείο διανοµής τύπου. Ήµουν οδηγός σε ένα από τα µικρά µαύρα φορτηγάκια τους που στο πλάι είχαν το λογότυπo του πρακτορείου, τη λευκή ερµίνα -το τι σήµαινε και για ποιο λόγο την είχαν επιλέξει δεν έµαθα ποτέ µου. Είχα εγκατασταθεί στην πόλη πριν λίγους µήνες και είχα αποκτήσει όσο πιο γρήγορα µπορούσα την επαγγελµατική άδεια οδήγησης. Και λίγες µέρες αργότερα στάθηκα τυχερός, µιας και µου παρουσιάστηκε µια θέση εργασίας και φυσικά την άρπαξα. Έτσι, κάθε ξηµέρωµα, φορούσα το χαρακτηριστικό καπελάκι του πρακτορείου και περπατούσα για µισή ώρα µέχρι την αφετηρία. Από εκεί ξεκινούσαν τα φορτηγάκια την εξάπλωσή τους στην πόλη, καλύπτοντας και το πιο αποµακρυσµένο σηµείο της. Από την κορυφή της άνω πόλης µέχρι το λιµάνι και από τα δυτικά υποβαθµισµένα προάστια µέχρι τις ανατολικές γειτονιές των πλουσίων. ∆εν υπήρχε µέρος που να έµενε εκτός διανοµής, µια και το πρακτορείο ήταν σχετικά νέο και προσπαθούσε να αποκτήσει καλή φήµη. Στις αρχές ήµουν πολύ χαρούµενος. Είχα δουλειά η οποία µου έδινε τη δυνατότητα να µεταφέρω γνώση και πληροφορίες σε αυτούς που διψούσαν για αυτές. Ένιωθα σαν κοµµάτι κάποιου οργανισµού, σαν ένα αντίσωµα όπου έτρεφα µε την εργασία µου όλα τα κύτταρα-ανθρώπους του οργανισµού-πόλης και τα διατηρούσα φρέσκα και υγιή. Θυµάµαι χαρακτηριστικά πολλά γεροντάκια να περιµένουν από νωρίς το πρωί την εφηµερίδα τους και µαζί τους τα εγγονάκια τους να περιµένουν κι αυτά µε τη σειρά τους τα αγαπηµένα τους καρτουνίστικα περιοδικά. Οι µεν για να διαβάσουν τα όσα τραγικά συνέβαιναν ανά τον κόσµο, οι δε για να δουν τις εικόνες των σούπερ ηρώων να πολεµάνε και να συνθλίβουν το κακό. Και προς το τέλος της βάρδιας µου, που και που, πετύχαινα τις νοικοκυρές που είχαν βγει στα µπαλκόνια τους ή στις εισόδους των σπιτιών τους, συζητώντας για τα τεκταινόµενα της γειτονιάς και τις ζωές των τότε διάσηµων, περιµένοντας από εµάς το τελευταίο τεύχος του αγαπηµένου τους περιοδικού. Όµως ούτε εγώ άφηνα τις πληροφορίες να περάσουν ανέγγιχτες. Στο γυρισµό, πάντα κάτι περίσσευε, είτε γιατί είχε παραπέσει, είτε γιατί είχε φθαρεί είτε γιατί είχε γίνει λάθος στη µεταφορά, είτε γιατί είχε επιστραφεί. Και πλέον, µετά από τόσα χρόνια, µπορώ να οµολογήσω, πως σε ολίγες περιπτώσεις άρπαζα λίγη «γνώση» κάτω από το σακάκι µου -µιας και το µεροκάµατό µου δε µου έφτανε να αγοράζω όλα όσα ήθελα. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν το έκανα

5


διήγηµα

µε πρόθεση να κλέψω -άλλωστε κάθε φόρα είχα τύψεις µετά την πράξη µουαλλά µε την έννοια του ότι, όπως όλοι έτσι και εγώ, πίστευα πως είχα δικαίωµα στην ενηµέρωση και στη γνώση. Ύστερα από λίγο καιρό όµως η εικόνα άρχισε να αλλάζει άρδην. Ίσως ο λόγος να ήταν η ρουτίνα. Κάθε µέρα πήγαινα µε τα πόδια στη δουλειά, φόρτωνα τα πακέτα, ακολουθούσα το σχεδιασµένο δροµολόγιο και τηρούσα πιστά τις εντολές του δύστροπου υπεύθυνου. Ίσως πάλι να ήταν ο συνάδελφός µου που µεταφέραµε µαζί τα πακέτα. Ένας µεσήλικας που δε χαµογελούσε ποτέ του και δε µιλούσε ποτέ, για τίποτα. Μονάχα δυο τρεις λέξεις πρόφερε και αυτές είχαν να κάνουν µε το περιεχόµενο της δουλειάς. «Εδώ αφήνουµε µόνο εφηµερίδες», «Μη ξεχάσεις το νέο περιοδικό για την µόδα», «Στρίψε δεξιά στην επόµενη στροφή». Και δε µε πείραζαν αυτά που έλεγε, διότι σχεδόν πάντα τα γνώριζα, αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. ∆εν έµοιαζε πως ήθελε να βοηθήσει, δεν έµοιαζε καν πως ήθελε να µου τα υπενθυµίσει, αλλά πως τα ξεστόµιζε µε το ζόρι και πως κατά κάποιον τρόπο αναγκαζόταν. Επί προσωπικού δεν γνώριζα τίποτε γι’ αυτόν, παρά µονάχα το όνοµά του. Μου είχε πει ότι λεγόταν Γιάννης και είχα δει στην καρτέλα εργασίας του και το επίθετό του. ∆ε µου είχε πει καν ούτε αυτό. Εν τέλει συνειδητοποίησα πως δε µου ταίριαζε η συγκεκριµένη δουλειά. Όµως παρέµενα εκεί από ανάγκη. Είχα εγκλωβιστεί και αυτό µου έκανε κακό. Μετατρεπόµουν και εγώ σε έναν άνθρωπο της πόλης. Στην αρχή δεν µπορούσα να τον εντοπίσω αυτόν τον τύπο ανθρώπου, γιατί δεν τον γνώριζα. Αλλά µε τον καιρό άρχισα να τον βλέπω όχι µόνο στη θέση του συνοδηγού, αλλά και στους δρόµους, στα µπαλκόνια και στις εισόδους των σπιτιών, στα ψιλικατζίδικα και στα περίπτερα που αφήναµε τον τύπο. Έκανε την παρουσία του αισθητή όλο και περισσότερο και µε πλησίαζε µε τον τρόπο του διαρκώς. Ώσπου από ένα σηµείο και ύστερα τον έβλεπα και στον καθρέφτη όταν αντίκριζα το είδωλό µου. Και κάθε βράδυ πάλευα να τον διώξω. Και όταν έφτασε ο χειµώνας -είχα ξεκινήσει καλοκαίρι τη δουλειά- η ζεστασιά του ήλιου έφυγε και αυτό µε βοήθησε να δω το πραγµατικό πρόσωπο της πόλης όπου ζούσα. Γνώριζα από µικρός πως οι άνθρωποι είναι δεµένοι µε τα σπίτια τους. Τους αρέσει να περνάνε αρκετό χρόνο µέσα σε αυτά. Και στο χωριό αυτή η θαλπωρή είναι περισσότερο ευδιάκριτη. Στην πόλη όµως είναι διαφορετικά. Στο χωριό όσες ώρες και να µείνεις σπίτι, µπορείς οποιαδήποτε στιγµή να ανοίξεις το παράθυρο και να γεµίσεις ενέργεια, ενώ στην πόλη αυτό δεν είναι εφικτό. Προσπαθούσα να εντοπίσω για ποιο λόγο τις Κυριακές που έβγαινα στο µικροσκοπικό µπαλκόνι του σπιτιού µου δεν µπορούσα να ηρεµήσω. ‘Ήταν γιατί παντού γύρω µου ένιωθα την πίεση των άλλων ανθρώπων και παράλληλα και την αδιαφορία τους. Ένιωθα το βάρος του µπετόν να µε πλακώνει και µια περίεργη αίσθηση να καταβάλλει το κορµί και ακόµα περισσότερο την ψυχή µου. ∆εν µπορούσα να ανασάνω. ∆οκίµασα πολλές φορές να τρέξω αλλά δε µπορούσα λες και µονίµως να έσερνα µια σιδερένια µπάλα σαν παλιός κατάδικος. Μια µπάλα φτιαγµένη από κατάθλιψη, εσωστρέφεια και φόβο. Άρχιζα να υποπτεύοµαι πως δεν ήταν φυσιολογικά όλα αυτά. Είχε αναπτυχθεί κάτι πάνω από την πόλη που σε έκλεινε στο σπίτι σου και έτρεφε τη

6

αντί × λόγου


αντί × λόγου

διήγηµα

µοναξιά σου. Αυτό το «Κάτι» είχε σπρώξει τους ανθρώπους της πόλης στη µοναχικότητα και τους είχε φυλακίσει στα σπίτια τους. Αλλά αυτό το κάτι δε συναντιόταν µε τους ανθρώπους µόνο µέσα στους τέσσερις τοίχους. Το κουβαλούσαν και τις λιγοστές φορές που έβγαιναν στο δρόµο. Βρισκόταν τελικά παντού. Στα πεζοδρόµια, στις πλατείες, στα πάρκα, στις λάµπες του δρόµου που έριχναν νωχελικά το χλωµό, αρρωστηµένο τους φως στα πόδια µας. Ακόµα και στα νωθρά κλαριά των δέντρων και στο άτονο τραγούδι των αστικών πουλιών, που ποτέ δεν τα βλέπεις αλλά ακούς τον ήχο τους. ∆ιέκρινα πλέον πως οι άνθρωποι έµεναν όντως µέσα στα σπίτια τους. Στην αρχή, µονάχα µια µέρα, που φαινοµενικά δεν είναι τίποτα -αν και είναι όµως µία ολόκληρη µέρα. Στη συνέχεια δύο και τρεις και έπειτα φθάνουν τη µία βδοµάδα πολύ γρήγορα. Προφασίζονται δικαιολογίες για να λείπουν από τη δουλειά τους, αδιαθεσίες ή και βαριές αρρώστιες. Τρώνε έτοιµο φαγητό και ύστερα περνάνε στις κονσέρβες και στην ξηρά τροφή. Κάποιοι φτάνουν σε σηµείο να µιλάνε στο κενό, να ψιθυρίζουν λόγια σε παλιές φωτογραφίες ή ακόµα και στα έπιπλα και στους τοίχους. Ίσως εκεί να οφείλεται η αίσθηση της ανθρώπινης παρουσίας που πολλές φορές νιώθει κάποιος όταν µπαίνει για πρώτη φορά σε ένα άδειο από έπιπλα σπίτι που όµως παλαιότερα έχει κατοικηθεί. Την τελευταία µέρα µου στη δουλειά -που δεν είχε προγραµµατιστεί να είναι η τελευταία, αλλά το συγκεκριµένο περιστατικό µε έκανε να παραιτηθώ- βίωσα την αλλαγή που είχε υποστεί ένας συνάνθρωπός µου. Μια αλλαγή που ο χαρακτηρισµός «τροµακτική» της αντιστοιχεί όχι µόνο µεταφορικά, ως προς το µέγεθός της, αλλά και ως προς το ότι ήταν πράγµατι τροµακτικό αυτό που αντίκρισα. Τόσο πολύ, που ακόµα και µετά από τόσα χρόνια προσπαθώ να πείσω τον εαυτό µου ότι δεν υπήρξε αυτός ο σχεδόν άνθρωπος που συνάντησα εκείνο το πρωινό.

Παρακοιµόµουνα συχνά εκείνη την περίοδο, πιθανόν γιατί δεν άντεχα άλλο να νιώθω το «Κάτι» γύρω µου ή γιατί άρχιζε να καταβάλλει και εµένα τον ίδιο και ήθελε να µε κρατήσει σπίτι. Εκείνο το πρωινό όµως κάθισα κάτω από τα σκεπάσµατα περισσότερο από τα προηγούµενα πρωινά και για να γλιτώσω λίγο από το χρόνο που είχα χάσει, αποφάσισα να συντοµεύσω την απόσταση περνώντας ανάµεσα από ένα συγκρότηµα πολυκατοικιών. Πρόσεξα ανάµεσά τους ένα µικρό στενάκι, που δεν είχα παρατηρήσει παλαιότερα, και όπου σε µια µυστήρια σύµπτωση εκείνη τη στιγµή ο ήλιος κατάφερε να περάσει τις φωτεινές ακτίνες του από το παχύ στρώµα των γκρίζων σύννεφων και να εξοντώσει τις βαριές σκιές που έριχναν οι γύρω πολυκατοικίες πάνω του. Έτσι το στενάκι µετατράπηκε από σκοτεινή στοά σε φωτεινό µονοπάτι. Η λαµπερή πανδαισία δε µου τράβηξε εκείνη τη στιγµή την προσοχή, αλλά την αντιλήφθηκα λίγες στιγµές αργότερα. Σκεφτόµουν µονάχα τον δρόµο µου και ότι αν διέσχιζα το στενάκι θα µε έβγαζε στο σηµείο που υπολόγιζα, αφού στο βά-

7


διήγηµα

θος έβλεπα γνωστά κτίρια. Μπαίνοντας στο στενό, ο ήλιος συνέχιζε µυστηριωδώς να φωτίζει το συγκεκριµένο σηµείο. Τότε ήταν που πρόσεξα πως η εικόνα είχε αλλάξει γύρω µου και σταµάτησα το τρέξιµο µετατρέποντάς το σε ένα γρήγορο βάδισµα. Αν και συνέχιζα να προχωρώ, το τοπίο δεν έδειχνε να µετακινείται µε την ίδια ταχύτητα, αλλά ακολουθούσε µια δική του, αργή και οκνή. Μετακινούταν λες και ο δρόµος που πατούσα να ήτανε κυλιόµενος, κυλώντας όµως προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μάλιστα το στενό δεν ήταν παρά λίγων µέτρων και φυσιολογικά θα έπρεπε να το είχα διασχίσει σε δέκα µε δώδεκα δευτερόλεπτα, σύµφωνα µε την ταχύτητα που διατηρούσα. Ίσως αυτή η αίσθηση να δηµιουργήθηκε από την αλλαγή της φωτεινότητας ή το ότι επιβράδυνα λιγάκι απότοµα να µε ζάλισε. Ακόµα και σήµερα όµως πιστεύω πως κάτι άλλο είχε µπερδευτεί στον ιστό των νόµων της φύσεως και τον είχε ταρακουνήσει για τα καλά. Σταµάτησα και κοίταξα ψηλά το φως λαχανιασµένος από την κούραση. Αυτή η κίνηση µε έκανε να αισθανθώ πολύ όµορφα και η κούρασή µου εξαφανίστηκε σε µια στιγµή. Στάθηκα για πολλή ώρα, µε το κεφάλι στραµµένο προς τον ήλιο για να λουστώ τη ζεστασιά του. Η ώρα περνούσε αλλά δε µε ένοιαζε. Μετά από αρκετή ώρα -που δε µπορώ να υπολογίσω πόση- το φως προχώρησε από το στενό, αφήνοντάς το στο σκοτάδι του και µετακινήθηκε µε γρήγορη ταχύτητα µπροστά, σαν κάποιος να το οδηγούσε µε ένα προβολέα. Πρόσεξα µέσα στη θολή µου ζάλη πως το φως σταµάτησε λίγα µέτρα πιο µπροστά. Όχι όµως ακριβώς µπροστά µου, αλλά µπροστά και προς τα δεξιά, αποκαλύπτοντας ένα άνοιγµα όπου πριν µετακινηθεί το φως δε διακρινόταν τίποτα και το στενό έµοιαζε µονοκόµµατο. Από εκεί που στεκόµουν όµως δεν µπορούσα να δω πόσο µεγάλος ήταν ο χώρος και αποφάσισα να προχωρήσω. Άλλωστε ο δρόµος µου ήταν προς αυτή την κατεύθυνση. Και το φως ήταν προς αυτήν την κατεύθυνση και µε τραβούσε όπως το έντοµο η ηλεκτρική λάµπα µια καλοκαιριάτικη νύχτα. Όµως δεν ήταν ούτε καλοκαίρι ούτε νύχτα, µονάχα εγώ προχωρούσα σαν άβουλο έντοµο. Όταν έφτασα στο άνοιγµα, παρά την υπνηλία µου, εξεπλάγην, γιατί ήταν πολύ πλατύ και στο κέντρο του ορθωνόταν ένα µισογκρεµισµένο κτίριο παλιάς αρχιτεκτονικής. Και φωτισµένο όπως ήταν έδειχνε σαν ξένο σώµα που καλυπτόταν από τις πίσω όψεις των πολυκατοικιών. Έµεινα να το κοιτάζω µαγνητισµένος. Το ισόγειό του ήταν ανασηκωµένο και είχε και έναν ακόµα όροφο. Πιθανόν να είχε και σοφίτα αλλά το µεγαλύτερο µέρος της σκεπής του είχε καταρρεύσει και δεν µπορούσα να το εξακριβώσω µε σιγουριά από εκεί που στεκόµουν. Και τα µπαλκόνια του είχαν καταρρεύσει επίσης ολοκληρωτικά και βρίσκονταν µαζί µε τα κοντόχοντρα κολονάκια τους στο έδαφος, γύρω από τα θεµέλια του σπιτιού. Από τους τοίχους είχαν πέσει οι σοβάδες και ξεπρόβαλλαν τα τούβλα, όµως ένα αναρριχητικό φυτό κάλυπτε τη γύµνια τους, δίνοντάς τους µια σκούρα πράσινη όψη. Τα παράθυρα, που και αυτά ξεπρόβαλλαν ελάχιστα πίσω από το φυτό, δεν είχαν καν τα κουφώµατά τους. Μονάχα η κεντρική πόρτα έδειχνε να είναι σε καλή κατάσταση, µιας και έστεκε φαινοµενικά ανέγγιχτη από το χρόνο.

8

αντί × λόγου


αντί × λόγου

διήγηµα

Μπροστά από αυτήν κατέβαινε µια πέτρινη σκάλα και στα οχτώ σκαλοπάτια της είχαν αποµείνει λίγα κοµµάτια µαρµάρου για να θυµίζουν την παλιά αίγλη της. Στη βάση της, δεξιά και αριστερά, εκεί που τερµάτιζε το στηθαίο, έστεκαν δυο δίδυµα στρουµπουλά αγγελάκια από πέτρα, σκεπασµένα µε λειχήνες. Είχαν κοµµατιαστεί και αυτά όπως και το κτίριο, αλλά πιθανόν ήταν Έρωτες, µιας και το ένα διατηρούσε ακόµα ένα χέρι µε ένα τόξο. Το πιο επιβλητικό όµως απ’ όλα ήταν µια παράσταση από ανθρώπους σκαλισµένη πάνω σε µια πέτρινη πλάκα, που βρισκόταν ψηλά στην οροφή του σπιτιού, ακριβώς πάνω από την εξώπορτα. Ήταν ένα ρωµαϊκό συµπόσιο που απολάµβαναν τέσσερα άτοµα. Και οι τέσσερις ήταν ευδιάθετοι και ξαπλωµένοι σε ανάκλιντρα µπροστά από ένα τραπέζι. Μονάχα που το τραπέζι δεν είχε φαγητά, ούτε καν πιάτα και κούπες. Ήταν γεµάτο µε κάτι ορθογώνια αντικείµενα, που δεν µπορούσα να καταλάβω τι είναι, που και οι παρευρισκόµενοι κρατούσαν στα χέρια τους από ένα και κοµµάτια αυτών υπήρχαν και στο πάτωµα. Παρατηρώντας τις λεπτοµέρειες του σπιτιού, ασυναίσθητα έκανα βήµατα προς το µέρος του, ώσπου έφτασα ακριβώς στη βάση της σκάλας. Κοίταξα τον δεξιό Έρωτα. Ήταν αυτός που του είχε αποµείνει το ένα του χέρι µε το τόξο. Κοίταξα τα µάτια του που ήτανε πράσινα από τις λειχήνες και έπειτα έψαξα για το άλλο του χέρι στην βάση της σκάλας αλλά δεν είδα τίποτα. Από τη γάµπα του έλειπε ένα µικρό κοµµάτι και στη θέση του υπήρχε ένα σηµάδι, το οποίο δεν είχε καλυφθεί από τα βρύα, και έµοιαζε σαν κάποιος να το είχε δαγκώσει. ∆εν έδωσα σηµασία -τα πάντα γύρω µου ήταν σε αποσύνθεση- και ανέβηκα τα σκαλοπάτια, όχι µόνο λόγω της έλξης που µου προκαλούσε το οικοδόµηµα, αλλά και γιατί το ήθελα αυτή την φορά. Στάθηκα µπροστά από την πόρτα, που ήταν κλειστή και όντως σε καλή κατάσταση. Παρατήρησα το χώρο γύρω της και είδα πως υπήρχε κάτι δίπλα στον τοίχο, που είχε καλυφτεί από το αναρριχόµενο φυτό. Παραµέρισα τα φύλλα µε το χέρι µου και είδα πως ήταν µια µαρµάρινη πλάκα η οποία είχε χαραγµένη πάνω της την οδό και το αριθµό του σπιτιού. Έγραφε «Οδός Λουξ Λα» και από κάτω τον αριθµό ένα. «Λουξ Λα;» αναρωτήθηκα. Το όνοµα µου έκανε εντύπωση και προσπάθησα να σκεφτώ αν αναφερόταν κάπου ή αν σηµαίνει κάτι. ∆εν τα κατάφερα και στράφηκα προς την πόρτα. Έπιασα το µπρούτζινο χερούλι της και την έσπρωξα ελάχιστα. Άνοιξε αµέσως χωρίς αντίσταση και κανένα τρίξιµο δεν ακούστηκε από τους µεγάλους σιδερένιους µεντεσέδες της. Λες και χρησιµοποιούταν συχνά. Της έριξα µια µατιά από πάνω ως κάτω µήπως µπορέσω να βρω το λόγο που είχε

9


διήγηµα

διατηρηθεί σε αυτήν την καλή κατάσταση. Αλλά ένας νέος κόσµος είχε µόλις αποκαλυφθεί πίσω της και έτσι δε στάθηκα σχεδόν καθόλου στο κατώφλι του σπιτιού αλλά προχώρησα εντός του. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την όψη του. Το έδαφος ήταν καλυµµένο µε κεραµίδια και ξύλα από την οροφή, η οποία είχε καταρρεύσει ολοκληρωτικά και σε συνδυασµό µε τη βροχή που πλέον έπεφτε ελεύθερη, διάφορα φυτά είχαν αναπτυχθεί τριγύρω. Το πάτωµα του σπιτιού θύµιζε εγκαταλελειµµένο λατοµείο. Μου ήταν δύσκολο να αντιληφθώ την εσωτερική διαρρύθµιση του σπιτιού, µιας και οι εσώτοιχοι είχαν καταστραφεί και αυτοί σχεδόν ολοκληρωτικά. Μπορούσα όµως να διακρίνω τα αποµεινάρια µιας σκάλας στο βάθος. Σκέφτηκα πως σίγουρα όταν το σπίτι βρισκόταν στην ακµή του, θα ήταν πολύ εντυπωσιακή. Είχε δύο αρχές, µία δεξιά και µία αριστερά, οι οποίες ενώνονταν στον πρώτο όροφο διαγράφοντας µια κυκλική αντίστροφη πορεία. Στις άκρες κάποιων σκαλοπατιών υπήρχαν µαρµάρινες βάσεις πιθανόν από τα κολονάκια που κάποτε σχηµάτιζαν τα κάγκελα. Ανάµεσα στον κύκλο που σχηµάτιζαν οι δυο άκρες της σκάλας βρισκόταν µια µικρή κατασκευή, σαν λεκάνη, που ήταν γεµάτη από παλιά υλικά οικοδόµησης και που πιθανόν κάποτε να ήταν µια εσωτερική λιµνούλα ή ένα σιντριβάνι. Πίσω από την κατασκευή βρισκόταν ένας τοίχος, ο οποίος µε την πρώτη µατιά φαινόταν κενός και γκρίζος. Το µόνο που υπήρχε πάνω του ήταν ένα ντουβάρι που στηριζόταν ανορθόδοξα στην αριστερή του γωνία. Αλλά όταν τον πρόσεξα περισσότερο κατάλαβα ότι πάνω του ήταν σχεδιασµένο κάτι. Ήταν µια προσωπογραφία, και πλησίασα για να την επεξεργαστώ καλύτερα. Στάθηκα δίπλα από το ντουβάρι για να µελετήσω τις λεπτοµέρειες της εικόνας. Με τον καιρό είχε χάσει τα χρώµατα της, αλλά και όταν πρωτοσχεδιάστηκε δε θα πρέπει να είχε ιδιαίτερα φωτεινά χρώµατα πάνω της· ήταν ένα πορτραίτο φαγιούµ. Παρουσίαζε ένα πολύ αδύνατο άνδρα, ασθενικό και µε αραιό µουστάκι. Είχε όµως ένα πολύ βλοσυρό ύφος. Κοιτούσε υπεροπτικά προς τη µεγάλη σάλα που διέσχισα και προς την είσοδο του σπιτιού. Έλεγχε όποιον έµπαινε στο σπίτι. Και ένιωθα το βλέµµα του εκείνη τη στιγµή να διαπερνά εξεταστικά και εµένα. Με θυµάµαι να συνεχίζω να παρατηρώ την εικόνα. Ξαφνικά, ακούω µια φωνή να φτάνει στα αυτιά µου και να λέει «Στα νιάτα µου δεν ήµουν και τόσο ζωντανός». Τροµαγµένος κάνω ένα βήµα πίσω και σκοντάφτω στα συντρίµµια που υπήρχαν στο παλιό σιντριβάνι και σωριάζοµαι πάνω τους. Ανακάθοµαι και παίρνω δυο βαθιές ανάσες περιµένοντας µέχρι να συνέλθω από τη ζαλάδα της τροµάρας και της πτώσης. Η φωνή ακούγεται ψιθυριστή ακριβώς δίπλα στο αυτί µου και προσπαθώ να εντοπίσω από πού ήρθε. Φωνάζω -όχι και πολύ δυνατά- αν είναι κανείς εκεί. ∆εν παίρνω καµία απάντηση. Ηρεµώ λιγάκι και πιθανολογώ ότι ήταν ήχος της φαντασίας µου. Τότε όµως ακούω πάλι την ίδια φωνή, από µπροστά µου αυτή τη φορά, να λέει «Σήκω πάνω, σίγουρα πεινάς. Πλησίασε να σε φιλέψω κάτι». Είναι υπαρκτή, αλλά συνεχίζω να µην µπορώ να εντοπίσω την πηγή της. Εστιάζω την προσοχή µου στο πορτραίτο του τοίχου, µη µπορώντας να το διανοηθώ αλλά το

10

αντί × λόγου


αντί × λόγου

διήγηµα

πιο πιθανό είναι να έρχεται από εκεί. Είναι η µόνη ανθρώπινη παρουσία µέσα στα χαλάσµατα. Και τη δεδοµένη στιγµή ο τρόµος εµφανίζεται µπροστά µου µε την µορφή των συντριµµιών του κτιρίου. Το ντουβάρι που βρίσκεται δίπλα µου κινείται. Σκόνη αρχίζει να αιωρείται στην ατµόσφαιρα γύρω του και µικρά πετραδάκια ξεκολλούν από πάνω του και πέφτουν στο έδαφος. Συνάµα όµως, αρχίζει να µεταµορφώνεται σε µια ανθρώπινη φιγούρα η οποία όλο και πιο καθαρά δείχνει να σκύβει προς το µέρος µου και να απλώνει ένα άκρο της. «Σήκω» λέει, «έχω φαΐ, πολύ φαΐ». Κοιτάζω πετρωµένος την τσιµεντένια µορφή µη µπορώντας να αντιληφθώ την παρουσία της. Μοιάζει ελάχιστα µε άνθρωπο και µετά βίας ξεπροβάλλουν τα άκρα του, και όµως, µπορεί και µιλάει. Θέλω να κλείσω τα µάτια µου, να µη βλέπω, αλλά δεν µπορώ, µε αποτέλεσµα να αρχίζουν να δακρύζουν. «∆άκρυα;» πρόφερε τότε. «Έχω πολλά χρόνια να δω. Ίσως δώσουν καλύτερη γεύση στο φαγητό µας». Και µετακινείται ξανά και αρπάζει την άκρη ενός σκαλοπατιού και την αποκολλά, προξενώντας έναν απότοµο, δυνατό θόρυβο που σκίζει την ηρεµία του σπιτιού. Με αργές κινήσεις το τείνει προς το µέρος µου και λέει «Ορίστε, δοκίµασε. Μη διστάζεις. Ήµουν και εγώ διστακτικός στην αρχή». Τότε καταλαβαίνω. Με τη λέξη «φαΐ» εννοεί τα αποµεινάρια του σπιτιού. Η ιδέα και µόνο µε ξυπνάει και έτσι ανάσκελα πεσµένος όπως βρίσκοµαι, κινούµαι, σπρώχνοντας µε τα χέρια και τα πόδια προς τα πίσω. Όταν η µορφή βλέπει πως αποµακρύνοµαι, αλλάζει συµπεριφορά. Εκεί που υποθέτω πώς είναι το πρόσωπό της, βλέπω πως έχει αγριέψει γιατί µια υποψία φρυδιών να έχει σµίξει πάνω από κάτι κενές κόγχες. Συνεχίζω να αποµακρύνοµαι και η µορφή αρχίζει να κάνει βαριά και αργά βήµατα προς το µέρος µου. «Πού πας;» λέει άγρια και µε δυνατότερη φωνή. «∆οκίµασε το φαγητό µου τώρα. Τώρα! Άκουσες;!;!;!». Πετάγοµαι αµέσως όρθιος και αρχίζω να τρέχω προς την έξοδο. Άκουγα πίσω µου κραυγές να µε διατάζουν να γυρίσω… Τις άκουγα κι όταν διέσχιζα το κατώφλι, τις άκουγα κι όταν βρέθηκα στην αυλή, τις άκουγα ακόµα κι όταν βγήκα στον κεντρικό δρόµο. Τις άκουγα µέσα στο κεφάλι µου µέχρις ότου έφτασα στη δουλειά µου, λαχανιασµένος και άσπρος σαν το λογότυπό µας, την ερµίνα. ∆ε σταµάτησα να τις ακούω για ώρες. ∆ήλωσα παραίτηση χωρίς εξηγήσεις. Μετά από δυο µέρες πήρα το πλοίο για µακριά. Ήθελα να πάω πολύ µακριά». Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

11


προτείνουµε

αντί × λόγου

Εκτελούνται µεταφορές... Αναπαράγοντας µέσα µου λέξεις σκόρπιες, και κοµµατιάζοντας το λόγο κατά το κακό φιλολογικό συνήθειο που φέρω, µοιράζοµαι µαζί σας µια απορία µου. Γιατί υπάρχουν οι παροµοιώσεις και οι µεταφορές; Αυτά τα πρώτα πρώτα σχήµατα λόγου που µας µαθαίνουν στο σχολείο ως τα κατεξοχήν λογοτεχνικά τεχνάσµατα, αν θελήσουµε να τα αποδεσµεύσουµε από τις σελίδες των βιβλίων και να τα δούµε ως κάτι υπαρκτό και ζωντανό µέσα στην καθηµερινότητα, δε θα’ χουµε αναλάβει δα και µια τόσο δύσκολη αποστολή. Η ζωή µας σφύζει από παροµοιώσεις και µεταφορές, όλα, οι εκφράσεις, οι παροιµίες, οι διαφηµίσεις, οι ανάγκες για επικοινωνία που προκύπτουν συνεχώς, µας οδηγούν σε αυτές. Κι όπως όλα τα πράγµατα, έτσι και την παροµοίωση και τη µεταφορά δε µπορεί, κάποια ανάγκη θα τις γέννησε. Οι δυο λοιπόν αυτές τεχνικές µου δίνουν την εντύπωση πως µαρτυρούν σαν καταδότες την αδυναµία του ανθρώπου να φτιάξει εύκολα νέες έννοιες, σαν να πρέπει συνεχώς κάθε νέα εικόνα να θυµίζει µια παλιά, ιδωµένη, για να µπορέσει να την καταλάβει. Σαν να µη µπορούµε να βρούµε έναν ορισµό για τις νέες καταστάσεις και να ανατρέχουµε συνεχώς στις παλιές, σαν να στερεύει το µυαλό µας, σαν να µη γίνεται να φτιαχτούν νέες λέξεις που θα περικλείουν κάθε νέο νόηµα, σαν να πρέπει πάντα να υπάρχει ένα σηµείο αναφοράς µε το βιωµένο παρελθόν µας. Να, κι εγώ τώρα ενδίδω στην παροµοίωση λέγοντας ήδη τέσσερις φορές τη λέξη «σαν»… Σε αυτή τη µη ευγενική σκέψη για τον άνθρωπο έρχεται να µε αποστοµώσει η ποίηση. Μη ξέροντας τι θα µου επιφυλάξει πάλι, στρέφοµαι σε αυτήν ενστικτωδώς. Ανοίγω τα Ποιήµατα της Κικής ∆ηµουλά και διαβάζω το ‘‘Βαθεία Αύλαξ’’. Η ποιήτρια λέει καληνύχτα σε κάποιον µετά από τις βασανιστικές υποχρεώσεις µιας Κυριακής. Πουθενά όµως ως το τέλος δε µιλά σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, στο εσύ. Ώσπου η τελευταία στροφή έρχεται τραγική να περιγράψει χωρίς λόγια πολλά την ανθρώπινη µοναξιά.

…Καληνύχτα. Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο. Ένα σκληρό χαµόγελο στο πρόσωπο του κόσµου. Με κούρασε πολύ το πρόσωπο του κόσµου. Κι εσύ να είσαι ένα ποτήρι στο πάνω πάνω ράφι που δεν φτάνω. 12


αντί × λόγου

προτείνουµε

Κι εσύ είσαι ένα ποτήρι στο πάνω ράφι που δε φτάνω… Εσύ ένα ποτήρι… Μα να, να γιατί είναι αδύνατον να ζήσουµε χωρίς τη µεταφορά. Γιατί ο άνθρωπος είναι µια ύπαρξη που δε ζει µέσα στην ασυνέχεια. Από τους πριν από τον Όµηρο ποιητές µέχρι τον καθένα µας, στο σήµερα, στο τώρα, όλοι έχουµε τη ροπή προς το Όλον. Και το όλον είναι το παρελθόν, το παρόν και το µέλλον, το σώµα µας, τα αντικείµενα και τα µη χειροπιαστά πράγµατα που µας περιβάλλουν, να βρίσκονται σε µια άριστη συµφωνική συνύπαρξη, έτσι που τίποτε που να µας αφορά να µην είναι ξεκοµµένο. Το όλον έρχεται και µας συναντά από µόνο του στις πιο ακραίες στιγµές µας, στην εκστατική χαρά και στον αβάσταχτο πόνο. Τότε όλα ισορροπούν, τότε όλα γίνονται ένα και ολόκληρο. Τις υπόλοιπες στιγµές υπάρχει µόνο η ροπή. Κι έτσι αναρωτιέµαι πώς, πώς αλλιώς να δήλωνε πιστότερα τον πόνο της απουσίας η ποιήτρια, παρά µε το να χαρακτηρίσει τον απόντα ως ένα ποτήρι τοποθετηµένο ψηλά; Η ίδια παρουσιάζεται σαν ένα µικρό ευάλωτο παιδί που προσπαθεί να κάνει ό,τι οι µεγάλοι και τεντώνει το µικρό χεράκι του να πιάσει το αµετακίνητο και σκονισµένο ποθητό αντικείµενο. Να πιάσει το άπιαστο. Κι εγώ, µουδιασµένη από την εικόνα αυτή, παίρνω πίσω όλα όσα σκέφτηκα για τον άνθρωπο, ότι τάχα είναι αδύναµος να πει ξεκάθαρα ή µε νέους τρόπους όλα όσα νιώθει. Όταν κάποιος λείπει, και η απουσία του γεµίζει το χώρο µε απουσία, κι απουσία, κι άλλη απουσία, όταν η απουσία του τον κάνει να πάρει τη µορφή και την υφή των αντικειµένων, ποια δύναµη να µας µείνει να αντισταθούµε στο παράλογο; Ποια λογική θα νοιαστεί να αναζητήσει νέες λέξεις; Αντίθετα, ο µηχανισµός της µνήµης συχνά θα ανατρέξει σε αυτό που είναι καταχωνιασµένο µέσα µας και θα µας µ ε τ α φ έ ρ ε ι εντός του. Όχι όµως από έλλειψη έµπνευσης ή από αυτό που περιγράφουµε ως ‘‘στερεύουν τα λόγια’’, µα από καθαρή επαφή µε το όλον : όταν Όλα µα Όλα έχουν παρασυρθεί σε έναν αδιάσπαστο ρυθµικό χορό, όταν τίποτε δεν παραλλάσσεται ούτε λιγάκι µα ούτε και έχει τη διάθεση να παρεκκλίνει. Είναι το όλον που βιώνει ο ερωτευµένος που όλα τα βλέπει ρόδινα, και το ίδιο ακριβώς που συµβαίνει σε έναν καταθλιπτικό που όλα τα νιώθει ανούσια. Και το ίδιο που περιγράφεται στο έργο αυτό : το άφταστο ποτήρι της ∆ηµουλά, ο µακρινός άνθρωπός της, η µοναξιά της, ο καθηµερινός της αγώνας να φτάσει ως εκεί που έχει ανάγκη -σε ένα εκεί που στέκεται κάθε στιγµή απέναντί της τραγικά προκλητικό, όπως το ποτήριαυτή η σπουδαία ποιητική µεταφορά είναι που µου δίνει την απάντηση : Ο άνθρωπος χρησιµοποιεί τη µεταφορά και την παροµοίωση όχι γιατί δεν έχει τι να πει και αρπάζει κάτι έτοιµο από αυτά που ήδη ξέρει. Ο άνθρωπος, στις πιο ακραίες διαδροµές του, καταφέρνει να ενώσει του κόσµου τα κοµµάτια και φτιάχνει το Ολόκληρο.

Εύη Μαρκάτη

^ Το ποίηµα ‘‘Βαθεία Αύλαξ’’ ανήκει στην ποιητική συλλογή της Κικής ∆ηµουλά ‘‘Το λίγο του κόσµου’’ , 1971.

13


στραβό κάδρο

αντί × λόγου

Το κακό τέρας της λίµνης

Το αστικό ήταν σχεδόν άδειο. Το αγοράκι καθόταν στο κάθισµα κοντά στο παράθυρο δίπλα στη µαµά του. Το αστικό έκανε λιγότερο από µισή ώρα για να διασχίσει τα Γιάννενα, όµως αυτή τη φορά οι δρόµοι ήταν γεµάτοι αυτοκίνητα. Η µαµά του διάβαζε ήσυχα ήσυχα ένα βιβλίο και απαντούσε αδιάφορα στις ερωτήσεις του µικρού, χωρίς να σηκώνει τα µάτια από το βιβλίο. «Κοίτα! Είµαστε δίπλα από τη λίµνη» είπε το αγοράκι. «Μπράβο» είπε η µαµά. «Να και µια πάπια» ξανάπε το αγοράκι. «Πολύ ωραία» ξανάπε η µαµά. «Έχουµε πολύ δρόµο ακόµα;» ρώτησε το αγοράκι. «Κοντεύουµε» απάντησε η µαµά. Ύστερα το αγοράκι έβγαλε από την τσέπη του ένα γλειφιτζούρι και ξανακοίταξε από το παράθυρο. «Είδα ένα τέρας να βγαίνει από τη λίµνη» είπε. «Ήταν ένα µεγάλο και άσχηµο κακό τέρας». «Μπράβο» είπε η µαµά. «Ήταν πελώριο το κακό τέρας και ήρθε και µου είπε “Θα σε φάω” κι εγώ του είπα “Μωρέ τι µας λες” και το κυνήγησα εγώ το παλιοτέρας». Εκείνη τη στιγµή το αστικό σταµάτησε σε µια στάση και από την ανοιχτή πίσω πόρτα µπήκε ένας κύριος µε ένα αναµµένο τσιγάρο στο στόµα . Προχώρησε στο διάδροµο και πήγε και κάθισε πίσω από το αγοράκι. «∆εν κάνει να καπνίζουµε» είπε ο µικρός γυρίζοντας προς τον κύριο. «Μα όλοι οι άντρες καπνίζουν τσιγάρο. Μια µέρα θα καπνίσεις και ‘συ». «Εγώ είµαι άντρας» είπε ο µικρός. «Πόσο χρονών είσαι;» ρώτησε ο κύριος. Το παιδί, ακούγοντας ξανά την αιώνια ερώτηση, είπε «Εικοσιεφτά, τριακόσια πενινταογδόντα».

14


αντί × λόγου

στραβό κάδρο

Η µητέρα του σήκωσε για µια στιγµή τα µάτια από το βιβλίο και χωρίς να κοιτάξει πίσω της απάντησε «Πέντε». «Αλήθεια, εικοσιεφτά;» είπε ο άντρας. «Μαµά σου είναι;» «Ναι». «Πώς σε λένε;» ρώτησε ο άντρας. «Κύριο Καραµαλή» είπε. «Βαγγέλη» είπε η µαµά του. «Έχεις αδέρφια Βαγγέλη;» ρώτησε ο άντρας. «Είχα µια αδερφή, αλλά δεν την ήθελα και την πούλησα» είπε ο µικρός και ξανάρχισε να γλείφει το γλειφιτζούρι του. «Και εγώ είχα µια αδερφή όπως εσύ» άρχισε να λέει ο άντρας, «που ήταν πολύ καλή και όµορφη και την αγαπούσα πολύ, πάρα πολύ. Και ξέρεις τι έκανα;» Ο µικρός κούνησε έντονα µε ενδιαφέρον το κεφάλι του και ρούφηξε µε πάθος το γλειφιτζούρι του. «Της αγόρασα ένα ποδήλατο και µια κούκλα κι ένα εκατοµµύριο γλειφιτζούρια» είπε ο κύριος, «και µετά την αγκάλιασα και την έπιασα από το λαιµό και την έσφιγγα και την έσφιγγα, ώσπου πέθανε!». Ο µικρός κρατούσε την ανάσα του και πριν η µητέρα του προλάβει να πει κάτι ο κύριος συνέχισε. «Και µετά την πήρα και της έκοψα το κεφάλι και τα χέρια και τα πόδια και τα µαλλιά. Και την κοπάνησα µε µια πέτρα και την σκότωσα!» «Για σταµατήστε µια στιγµή κύριε» είπε η µητέρα, γυρνώντας θυµωµένα. Μα ο άντρας συνέχισε «Και πήρα το κεφάλι της και έκοψα την µύτη και τα αυτιά και την γλώσσα µε ένα ψαλίδι». «Την έκανες όλη κοµµατάκια;» είπε ο µικρός µε ανοιχτό το στόµα. «Ναι, µετά πήρα τα κοµµάτια και τα έριξα στη λίµνη και τα έφαγαν τα ψάρια». Η µητέρα σηκώθηκε και γύρισε στον άντρα φωνάζοντας «Μα τι του λέτε;» Ο άντρας δεν έδωσε σηµασία στις φωνές της γυναίκας. Πάτησε ήρεµα το κουµπί για την επόµενη στάση και κοιτάζοντας το µικρό του είπε «Θα κάνω και τη µαµά σου κοµµατάκια». Ο µικρός έβαλε τα γέλια. «Η µαµά µου θα σε φάει». Ο κύριος γέλασε, γέλασε και το παιδί και έπειτα ο κύριος είπε στη µαµά «Με συγχωρείτε», την προσπέρασε και βγήκε από το αστικό. «Θα κάτσουµε κι άλλο σε αυτό το παλιοαστικό;» ρώτησε το αγόρι. «Κοντεύουµε» απάντησε η µαµά. «∆ε µου λες, αλήθεια την έκανε κοµµάτια την αδερφή του ο κύριος;» ρώτησε. «Σε κορόιδευε» είπε η µαµά. «Μπορεί» είπε ο µικρός. Ξαναγύρισε µε το γλειφιτζούρι στη θέση του, βολεύτηκε και στράφηκε πάλι προς το παράθυρο. «Μπορεί αυτός να ήταν ένα τέρας της λίµνης».

Θοδωρής Τσαφής

15


διήγηµα Ήταν αργά µετά τα µεσάνυχτα όταν ο ∆ηµήτρης έκλεισε την τηλεόραση και άφησε τον εαυτό του να αποκοιµηθεί στον καναπέ. Εκείνη η νύχτα ήταν άλλη µια βαρετή και ανούσια σπατάλη χρόνου. Ξενυχτούσε συχνά για ώρες µπροστά στη φωτεινή, πολύχρωµη αλλά και άψυχη οθόνη, χωρίς να νοιάζεται για το πρωινό της επόµενης µέρας ή για τα µάτια του που έλιωναν από την ακτινοβολία. Ο ∆ηµήτρης είναι εδώ και πέντε χρόνια φοιτητής πληροφορικής, παρόλα αυτά από υπολογιστές δεν ξέρει γρι. Όχι πως πάτησε και ποτέ το πόδι του στο πανεπιστήµιο. Ούτε πού κοντά πέφτει δεν ξέρει. Ο πατέρας του, εξαίρετος χειρουργός, και η µητέρα του, διάσηµη σχεδιάστρια µόδας, τον ζούσαν και το είχαν πάρει απόφαση πως θα συνέχιζαν να το κάνουν για αρκετό καιρό ακόµα. Θα τον ζούσαν όσο αυτός ρεµπέλιαζε µπροστά σε µια τηλεόραση που το µόνο που του πρόσφερε ήταν ακτινοβολία και έναν άβολο ύπνο. Το κεφάλι του είχε τώρα γείρει στο ένα µπράτσο του καναπέ και τα πόδια του σε διαγώνια ευθυγράµµιση απλώνονταν στο απέναντι µπράτσο. Το κορµί του έµοιαζε µε φυσαρµόνικα αδέξιου µουζικάντη που προσπαθούσε να υπακούσει στα άγαρµπα ακόρντα του. Το στόµα του έχασκε στο άπειρο κι ένας αχός ροχαλητού τρεµοσφύριζε στο λάρυγγα. Ντουπ. Ένας υπόκωφος ήχος ακούστηκε στο δωµάτιο. Το δεξί χέρι του ∆ηµήτρη κρεµόταν λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος, ενώ το µαύρο τηλεχειριστήριο µε τα αστεία κουµπάκια κείτονταν κοµµατιασµένο στο πάτωµα. Συνηθισµένο φαινόµενο. Το επόµενο πρωί όταν ξυπνούσε, το απόγευµα δηλαδή, θα πήγαινε στα είδη ηλεκτρικών να πάρει καινούριο και θα είχε το γνωστό και βαρετό διάλογο µε τον πωλητή.

αντί × λόγου

ΟΣΑ ΕΚΑΝΕ Ο Κ. LE BLOND ΕΝΩ ΚΟΙΜΟΣΟΥΝ

-Γεια σας κ. ∆ηµήτρη. -Γεια σου Βαγγέλη. -Για το τηλεκοντρόλ πάλι; -Ναι, για το τηλεχειριστήριο. -Έχουµε κάτι καινούριες παραλαβές σε πασπαρτού, καταπληκτικές! Θέλετε να ρίξετε µια µατιά; -Όχι ευχαριστώ, θέλω απλώς το τηλεκοντρόλ της δικής µου τηλεόρασης. -Όπως επιθυµείτε κ. ∆ηµήτρη, ορίστε.

Θα το άρπαζε, θα πλήρωνε και θα έφευγε. Τουλάχιστον η τηλεόραση δεν κατάφερε να τον κάνει ηλίθιο καταναλωτή. Αγόραζε ακριβώς αυτό που χρειαζόταν και τίποτα παραπάνω. Είναι άραγε κατά βάθος όλοι οι σηµερινοί εικοσιπεντάρηδες έτσι; Αποχαυνωµένοι από ένα µανιακό πάθος χωρίς επιστροφή; Σαν κατάρα που έπληξε την εποχή µας; Όπως κι αν έχει απόψε, κάτι µοιάζει να πλησιάζει το ∆ηµήτρη. Κάτι που θα φέρει ένα τέλος στο λυσσασµένο πάθος του. Αυτό που έχει να κάνει είναι απλώς να περιµένει ήσυχος στον καφέ, ξύλινο καναπέ του.

16


αντί × λόγου

διήγηµα

Ο κ. Vincent περπατούσε την οδό Παγγαίου, φορώντας µια εκρού καµπαρτίνα και µαύρα δερµάτινα παπούτσια. Κανείς δεν είχε καταλάβει τι γυρεύει ένας Γάλλος επιθεωρητής σ’ αυτά τα µέρη, όµως έτσι κι αλλιώς στη ζωή δεν είναι όλα εξηγήσιµα.

Η σκυθρωπή σκιά του Γάλλου έµοιαζε σαν από µυστικιστικό διήγηµα. Χόρευε το στενό της Αµαρουσίου σαν ξερόφυλλο στο φθινοπωρινό αγέρι και ταυτόχρονα ακτινοβολούσε µια τεράστια απειλή. Μια αύρα περίεργη.

Βάδιζε αδιάκοπα στο πεζοδρόµιο προσπερνώντας παραγκωνισµένα πρόσωπα και είχες την εντύπωση πως αδιαφορούσε τελείως για τον προορισµό του. Όµως εκείνος ήξερε περισσότερα. Ήταν ο πολυσύνθετος ανεξερεύνητος εαυτός όλων µας. Του δικού σας, του δικού µου, του ∆ηµήτρη.

17


διήγηµα

Το χέρι του ∆ηµήτρη τινάχτηκε απότοµα στον αέρα που ολοένα και πάγωνε. Αιτία η ανοιχτή µπαλκονόπορτα που είχε ξεχάσει από το µεσηµέρι. Οι µύες του είχαν χαλαρώσει πλήρως και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν ρυθµικά πάνω στα µάτια. Κι ενώ το στόµα του ήταν εδώ και πολλή ώρα ανοιχτό, κανένα έντοµο, ευτυχώς για εκείνον, δεν προσπάθησε να εισβάλει στη στοµατική του κοιλότητα. Από το άνοιγµα της µπαλκονόπορτας ο αέρας έµπαινε σέρνοντας ένα µουδιασµένο βουητό. Το ρεύµα του αέρα έµοιαζε µε τον παλµικό βόµβο του βηµατοδότη. Χρονοµετρηµένος και ψυχρός. Η εστία του ήταν καρσί στον καναπέ που κοιµόταν ο ∆ηµήτρης. Τα πόδια του είχαν ξυλιάσει. Κάθε λίγο και λιγάκι έτριβε ασυναίσθητα µέσα στο λήθαργο το πέλµα του και η τριβή ξεγελούσε το κρύο. Ο λαιµός και οι ώµοι του είχαν πιαστεί τελείως από τον άβολο τρόπο που αποκοιµήθηκε, κι όπως πήγαινε, και αν δεν έπαιρνε απόφαση να ξεκουράσει πραγµατικά το σώµα του, θα καταντούσε ξύλινη µαριονέτα σετ µε τον καναπέ του και το τραπεζάκι της τηλεόρασης. Ταρακούνησε τους ώµους του µε µια απότοµη κίνηση της πλάτης. Έστριψε το σβέρκο του όσο ήταν δυνατό πάνω στο χοντροκοµµένο χέρι του καναπέ. Μισοξύπνιος και µισοκοιµισµένος άλλαξε πλευρό. Η αναπνοή του τώρα άφηνε τα χνώτα της πάνω στο κάλυµµα του επίπλου. Η αλλαγή αυτή εξέθεσε στις επικίνδυνες βλέψεις του αέρα τη µέση του, που µέχρι τώρα απολάµβανε τη ζεστή αγκαλιά του καναπέ. Η αυριανή µέρα ίσως τον έβρισκε στο φυσιοθεραπευτή µε δυο µετακινηµένους σπόνδυλους και ψύξη. Αγκάλιασε τον καναπέ και συνέχισε νωχελικά τον ύπνο του.

18

αντί × λόγου


αντί × λόγου

διήγηµα

Τρεις το πρωί. Ο επιθεωρητής κοντοστάθηκε στη γωνία Ρούσβελτ και Μέγγινας και έσφιξε την καµπαρτίνα του. Το κρύο δυνάµωνε και το σκοτάδι πύκνωνε. Ένιωθε σουβλιές κάτω στα νεφρά και ραπίσµατα ψύχους στο πρόσωπό του. Για µια στιγµή τα δόντια του κροτάλισαν αλλά νευριασµένος τα «κούµπωσε» απότοµα το ένα πάνω στο άλλο. Απεχθανόταν τις αδυναµίες και τις κακές συνήθειες.

Στην πραγµατικότητα ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος. Η δουλειά του όµως και η σκληρή κοινωνία, του είχαν διδάξει έναν αδίσταχτο κυνισµό που τον έδειχνε αδιάλλακτο πραγµατιστή.

Συνέχισε το δρόµο του κατεβαίνοντας την οδό Μέγγινας. Μπροστά του δειλά δειλά εµφανιζόταν το ποτάµι. Στα αφτιά του σφύριξε ο µακρόσυρτος ήχος της ροής του. Τα λιγοστά σύννεφα ατµού πάνω από το ποτάµι, αν και δε σχηµάτιζαν ένα αρκετά πυκνό στρώµα ώστε να χαρακτηριστούν οµίχλη, προσέθεταν στην εικόνα ένα τόνο φιλµ νουάρ. Το µόνο που έµενε κρυφό ήταν το κακό που έπρεπε αυτή τη φορά να αντιµετωπίσει ο ήρωας. Ήταν καλά κρυµµένο µέσα στο µυαλό του Γάλλου επιθεωρητή. Του ήρωα. Ή µήπως ήταν αντίθετοι οι ρόλοι; Θα µπορούσε άραγε ο επιθεωρητής Vincent να ήταν όχι ο ήρωας, αλλά ο εχθρός του ήρωα σε αυτήν την περίεργη αστυνοµική ιστορία; Μη γελιέστε.

19


διήγηµα

Το παραπληγικό γέλιο που αντηχούσε στο δωµάτιο δεν ήταν τίποτε άλλο από το τελείως λοξό ροχαλητό του ∆ηµήτρη. Η εισπνοή έµοιαζε µε πειραγµένο χαχανητό και η εκπνοή… αφήστε το καλύτερα.

Ο καναπές είχε βουλιάξει από τα αγκοµαχητά και τις «λαβές» του βυθισµένου σε ύπνο. Ο ίδιος είχε αποτραβήξει το ύφασµα που έντυνε τον καναπέ του και το είχε τυλίξει αδέξια - ή και αρκετά επιδέξια αν σκεφτώ πως το έκανε ενώ ροχάλιζε σαν νταλίκα - στην πλάτη του. Τουλάχιστον θα έσβηνε από τα ραντεβού της ηµέρας εκείνο στο φυσιοθεραπευτή.

Μετά από πέντε ώρες βασανιστικού ύπνου, το στόµα του είχε στεγνώσει. Έβγαλε έξω τη γλώσσα του και τη πέρασε από τη µια άκρη των χειλιών του στην άλλη. Η επιθυµία της δίψας είχε κι αυτή προσωρινά καταπολεµηθεί.

Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου άρχισαν σιγά σιγά να τρυπώνουν στο σαλόνι. Κόντευε εφτά. Οι κουρτίνες στο παράθυρο του σαλονιού ήταν συνήθως κλειστές, µα τώρα ήταν ορθάνοιχτες από χθες, σαν άλλη µια δαιµόνια σύµπτωση, αφού ο ∆ηµήτρης είχε ξεχάσει να τις τραβήξει. Το φως αντανακλούσε ύπουλα πάνω στο πρόσωπό του, προσπαθώντας να τον αποσπάσει από τον ύπνο του. Σήκωσε τον αγκώνα του και µε τη µέσα µεριά της κλείδωσής του σκέπασε τα µάτια του. Πώς µπορούσε ακόµη να κοιµάται µετά από όλη αυτήν την ταλαιπωρία;

20

αντί × λόγου


διήγηµα

Ο κ. Vincent Le Blond ατένιζε τις όχθες του ποταµού ακουµπισµένος στο σιδερένιο κιγκλίδωµα της γέφυρας. Το µυαλό του πετούσε καθώς χάζευε τα σπουργίτια που αναπηδούσαν στο οδόστρωµα της γέφυρας ψάχνοντας για λίγα ψίχουλα. Ο θόρυβος του ποταµού τον ηρεµούσε. Τόσο, που προς στιγµήν ήθελε να ξεχάσει τα πιστεύω του και να αφήσει πίσω τη ζωή του, για χατίρι µιας φιλήσυχης και ξέγνοιαστης ζωής ενός αγρότη κάπου στην επαρχία της Γαλλίας. Ξεκούµπωσε το παλτό του και ανασήκωσε τους ώµους του παίρνοντας µια βαθιά ανάσα. Ο ήλιος είχε σχεδόν ανατείλει και του τύφλωνε το πρόσωπο. Παρόλα αυτά η αντανάκλασή του στην επιφάνεια του ποταµού ήταν πανέµορφη. Η ασηµί µπερέτα που ξεπρόβαλε πίσω από την εκρού καµπαρτίνα του διέλυσε το γλυκό του ονειροπόληµα. Τινάχτηκε απότοµα και γρήγορα γρήγορα έκρυψε το όπλο. Προσπέρασε τη γέφυρα και συνέχισε να διασχίζει την οδό Μέγγινας. Έριχνε κλεφτές µατιές γύρω του. Πήγαινε τώρα αντίθετα στη φορά του ποταµού σε έναν άδειο πεζόδροµο. Το χάραµα ήταν γλυκό και επικίνδυνο. Έστριψε αριστερά στο σοκάκι της Βοσπόρου. Ήταν υγρό και ακόµη σκοτεινό, µιας κι οι πολυκατοικίες ορθώνονταν σαν πελώριοι τσιµεντένιοι γίγαντες στα πλαϊνά του. Ο επιθεωρητής αναρωτήθηκε πώς άραγε, αν όχι µε ένα σχέδιο αυτοκαταστροφής, θα µπορούσαν όλα αυτά τα κτίρια να δώσουν τη θέση τους κάποια στιγµή σε νέα, υπερσύγχρονης και εξελιγµένης τεχνολογίας, συγκροτήµατα. ∆ε βαριέσαι, σκέφτηκε. Μήπως και ποιος θα ζει µέχρι να γίνει αυτό για να απαντήσει. Μια µοτοσικλέτα µεγάλου κυβισµού εµφανίστηκε στη Βοσπόρου από έναν κάθετο δρόµο. Το γκάζι της µούγκριζε άγρια µέσα στην απόλυτη ησυχία της αυγής. Ο αναβάτης ανέπτυξε απότοµα ταχύτητα και µε έναν παράτολµο ελιγµό πέρασε στο αντίθετο ρεύµα, όπου βάδιζε ο Γάλλος επιθεωρητής. Μετά από µερικά µέτρα ο µοτοσικλετιστής, που φορούσε ένα µαύρο κράνος και ένα ξεφτισµένο τζιν ασορτί µε το ναυτικό του t-shirt, φρενάρισε σπινιάροντας µπροστά στο Le Blond. Εκείνος προς στιγµήν τα έχασε. Ανασυγκροτώντας σε κλάσµατα δευτερολέπτου τη σκέψη του έκανε να αρπάξει την µπερέτα. Και τότε, άκουσε ένα διακριτικό πυροβολισµό καθώς η σφαίρα διαπέρασε το σιγαστήρα. Κι ύστερα η βίαιη επιτάχυνση της µηχανής. Το λευκό του πουκάµισο έβαψε. Έσκυψε το βλέµµα του πάνω στο τρυπηµένο του στήθος και άγγιξε την πληγή. Κι όπως λύγισε και έπεσε νεκρός στην άσφαλτο, για µια στιγµή, άστραψε µέσα στις σκοτεινές κόρες των µατιών του η λάµψη στο βλέµµα του ∆ηµήτρη.

Απόσπασµα άρθρου σηµερινής εφηµερίδας Νεκρός στο διαµέρισµά του βρέθηκε ο φοιτητής ∆ηµήτρης Σεβαστιάδης, γιος του γνωστού χειρουργού Παύλου Σεβαστιάδη. Η αστυνοµική αναφορά µιλά για θάνατο κατά την ώρα του βραδινού ύπνου µετά από καρδιακό επεισόδιο. Αίσθηση προκάλεσε το γεγονός και στους κύκλους της µόδας όπου…

~ Γιαννόπουλος Αντώνης

21


προτείνουµε

αντί × λόγου

Είµαι σίγουρος πως όλοι έχετε ακούσει κάποια στιγµή την έκφραση µε το µισογεµάτο ή το µισοάδειο ποτήρι αντίστοιχα. Αλήθεια εσείς από ποια σκοπιά βλέπετε το ποτήρι; Στην εποχή µας ολοένα και περισσότεροι επιδίδονται στην υιοθεσία της πεσιµιστικής πλευράς αυτής της έκφρασης. Το κίνηµα των έµο, αν και για να είµαι ειλικρινής περισσότερο για µούφα µου κάνει, είναι η κυριότερη έκφραση της σηµερινής αυτής απαισιοδοξίας. Από που πηγάζει όµως αυτή η άρνηση για ζωή; Και γιατί το σκοτάδι είναι τόσο γοητευτικό; Επειδή φυσικά το φως είναι τόσο βαρετό και τα δυο τους είναι από τη φύση τους αντίθετα για την ανθρώπινη υπόσταση. Το σκοτάδι έχει τη δύναµη του κρυφού, µπορεί να υποτάξει και να εξάψει ταυτόχρονα τη φαντασία µας. Κι είναι αυτή η φαντασία που µπορεί να κάνει τα πάντα. Είναι όµως για καλό ή µήπως για κάτι πολύ κακό και σκοτεινό; Αυτό πραγµατεύεται ο Τιµ Μπάρτον στη νέα του ταινία που δυστυχώς για εµάς τους θαυµαστές του δε θα βγει νωρίτερα από το 2009. Η ταινία που έχει τίτλο Frankenweenie έχει ως κεντρικό ήρωα ένα µικρό αγόρι τον Βίνσεντ Μαλόι που ονειρεύεται ή ίσως και να είναι ο Βίνσεντ Πράις, ένας τρελός επιστήµονας που ζει σε µια στοιχειωµένη έπαυλη µε ένα σκυλί ζόµπι, τον Αµπερκρόµπι, και ένα προσωπικό µουσείο κέρινων οµοιωµάτων µε τελευταίο έκθεµα τη θεία του. Οι σκοτεινές σκέψεις του επτάχρονου αγοριού και η µανία του µε τις τροµακτικές ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε τον ταλαντεύουν ανάµεσα στον κόσµο του πραγµατικού και του φανταστικού µηδενίζοντας τελείως την ύπαρξη της διάστασης του χώρου. Ο Βίνσεντ, και µαζί του και εµείς, δεν ξέρει πια αν είναι στον κήπο της µητέρας του ή µπροστά στον τάφο της αγαπηµένης του γυναίκας. Παραληρεί σε ένα ατελείωτο σκοτεινό όνειρο που µπορεί όµως να είναι και η πιο ζοφερή πραγµατικότητα.

22

Η ταινία µας κάνει να προβληµατιστούµε και να αναζητήσουµε µέσα µας το σκοτεινό κοµµάτι του εαυτού µας. Να προσπαθούµε να το αντιµετωπίσουµε, να το τιθασεύσουµε και να βγούµε νικητές. Γιατί όλοι κρύβουµε µια µαύρη φύση µέσα µας. Μια άλλη, σκοτεινή πτυχή του εαυτού µας που δεν αναδιπλώνεται παρά µόνο όταν τριγυρνάµε στις σκιές. Στα ηµίφωτα της ζωής που βασανιστικά καραδοκούν σε κάθε βήµα µας. Κι είναι σκληρή η δοκιµασία και ο θρίαµβος υπέρ του σκοτεινού του εαυτού µας και τα µόνα όπλα που έχουµε είναι η αισιοδοξία µας και η θέληση για ένα πιο φωτεινό µέλλον.


Ας επιστρέψουµε όµως στην πολυαναµενόµενη, τουλάχιστον για µένα, ταινία του Τιµ Μπάρτον. Ο Βίνσεντ Μαλόι (αριστερά) είναι ο Βίνσεντ Πράις (δεξιά) ή µήπως είναι το αντίθετο ή µήπως τίποτα από τα δύο. Ίσως όµως τελικά να είναι και τα δύο µαζί. Το ιλαρό εφτάχρονο αγόρι και ο διαβολικός, εκκεντρικός επιστήµονας σε ένα σχήµα. Γιν και Γιανγκ. Η αιώνια µάχη ανάµεσα στο κακό και το καλό µέσα στην ίδια µας την ύπαρξη. Εν εµοί. Ο εχθρός που κρύβεται µέσα µας. Η µάχη αυτή είναι ακόµα πιο σκληρή για τον µικρό Βίνσεντ που δεν έχει κανένα συµπαραστάτη, καθώς όλοι του λένε πως απλά φαντάζεται αυτόν τον κύριο Βίνσεντ Πράις. Κι όµως ο µικρός ξέρει πως ότι και να κάνει το πνεύµα του ζοφερού Πράις που τον έχει κυριέψει θα παλεύει να βγει στην επιφάνεια. Άραγε θα τα καταφέρει; Η ταινία φυσικά δεν έχει κυκλοφορήσει ακόµα αλλά ένα µικρό φιλµάκι του Τιµ Μπάρτον µε τον Βίνσεντ Μαλόι είχε κυκλοφορήσει το 1982 κάνοντας µεγάλη επιτυχία. Στην συνέχεια γυρίστηκε και τηλεοπτική σειρά η οποία όµως απέτυχε παταγωδώς και ο κύριος λόγος ήταν πως ο Τιµ Μπάρτον δε συµµετείχε και απλώς δανείστηκαν την ιδέα του. Το πρώτο φιλµάκι του Τιµ Μπάρτον γυρίστηκε µε την τεχνοτροπία της πλαστελίνης κάτι που φαίνεται και στις φωτογραφίες. Το σίριαλ που ακολούθησε γυρίστηκε όµως µε κανονικούς ηθοποιούς. ∆εν µπόρεσα να βρω στοιχεία για το πως θα γυριστεί αυτή η νέα εκδοχή ούτε και περισσότερες πληροφορίες για τους ηθοποιούς που θα παίξουν ή θα δανείσουν τις φωνές τους. Κάτι µου λέει όµως πως θα δούµε ή θα ακούσουµε πάλι τον Τζόνι Ντεπ σε πρωταγωνιστικό ρόλο και γιατί όχι άλλωστε, τα πήγε θαυµάσια και στον Μπαρµπέρη αλλά και στη Νεκρή Νύφη µαζί µε την Έλενα Μπόεµ Κάρτερ, τη γυναίκα του Τιµ Μπάρτον -που πιθανώς να παίξει κι αυτή. Μακάρι να έπαιρνα κι εγώ ένα ρολάκι, τα αγγλικά µου άλλωστε είναι άριστα. Λες; Αυτά προς το παρών αγαπητοί µου κινηµατογραφόφιλοι. Για περισσότερα γύρω από την ταινία µη διστάσετε να επικοινωνήσετε µαζί µας ή να επισκεφθείτε τις παρακάτω σελίδες…

http://www.imdb.com/title/tt1142977/ http://www.youtube.com/watch?v=fxQcBKUPm8o Εις το επανιδείν λοιπόν και να θυµάστε πως κανένας εχθρός δεν είναι µεγαλύτερος από τον ίδιο µας τον εαυτό.

Γιαννόπουλος Αντώνης

23


κόµικ

αντί × λόγου

Αγαπητά µέλη, εξυπνόσοφα όντα των κόσµων του πλανήτη γη!

Καλώς ορίσατε, όσοι ορίσατε, στην 1777η συγκέντρωση του συµβουλίου µας!

Σκοπός της συνάντησης αυτής είναι να διερευνηθεί, και αν είναι εύκολο, να απαντηθεί, το ερώτηµα...

∆ιακόπτω για να επισηµάνω πως εύκολο θα είναι, αν και µόνο αν θα είναι εφικτό, εποµένως αν είναι εφικτό να απαντηθεί το ερώτηµα... Πάντα έλεγα πως µια εκφωνήτρια εξυπνότερη θα ωφελούσε σε χρόνο.

Συγχωρέστε µε. Έλεγα λοιπόν να διερευνηθεί και αν είναι εφικτό να απαντηθεί το εξής ερώτηµα: «Η ζωή είναι περισσότερο πικρή ή περισσότερο µικρή;» Ας αρχίσει η ανάλυση. Ορίστε Λόρδε Ρκίλινταρ…

Όνοµα: Υρανίας Επρετόρουξ Θέση: 9 Είδος: Μινώταυρος

1. Η ζωή είναι περισσότερο µικρή δηλαδή δεν είναι µεγάλη. 2. Η ζωή είναι περισσότερο πικρή, -Πολλοί δεν έχουν την δυνατότητα να γευτούν το πικρό. -Πολλοί αρέσκονται στο να γεύονται το πικρό. -Πολλοί απεχθάνονται την γεύση του πικρού. -Πολλοί υποµένουν την γεύση του πικρού και ας µην αρέσκονται σε αυτή... Από τα (1) και (2) συµπεραίνω µονάχα ότι η ζωή δεν είναι τόσο πικρή όσο και µικρή...

24

Όνοµα: Λόρδος Ρκίλινταρ Θέση: 16 Είδος: Γνόµος

Κόµισσα Άνδουρµπλαντ... Κάθε αρχή έχει και τέλος. Για κάθε ον λοιπόν υπάρχει και τέλος. Με την θέλησή του ή όχι, αθάνατο σε διάρκεια ή όχι, προλαβαίνοντας να γευτεί το πικρό ή όχι... Κάποτε θα τελειώσει! Το κάποτε έρχεται όµως νωρίς... Όνοµα: Κόµισσα Άνδουρµπλαντ Θέση: 6 Είδος: Βαµπίρ


Πάντως «µικρό» εντελώς σχετικό. «Πικρό» µη σχετικό. Η ερώτηση έχει οπωσδήποτε απάντηση!

Όνοµα: Ιζαχµάτ Βαβέλ ο 2ος Θέση: 3 Είδος: Τζίνι (απελευθερωµένο)

Εγώ λεω η ζωή είναι περισσότερο... γενικότερα...

Όνοµα: Ρέγκεφαρ Μακµάρ Θέση: 4 Είδος: ∆ρυίδης

Η ζωή είναι πικρή µεν, αλλά θα είναι και γλυκειά, ξινή... Αν η ζωή είναι µικρή δεν θα είναι λοιπόν µεγάλη, και αν δεν είναι µεγάλη, δεν θα είναι µικρή. Είναι πιο «βαρύ» να είναι µικρή.

Όνοµα: Γουίνκι Γουίβερµπιπ Θέση: 13 Είδος: Νεραιδικό

Κύριε Παπαπέτρος…

κόµικ

Ευχαριστώ. Λοιπόν. Γνωρίζουµε ότι η απάντηση στο ερώτηµα «Τι είναι η ζωή;» είναι 42. Αν υπάρχει λύση και αν η λύση είναι ή η µία ή η άλλη τότε θα έχουµε την 1.(√15,98)/eco121→∞ 2.(lim(11)+ 123,99)≤den19+⅞ Η πρώτη εκδοχή απορρίπτεται µετά από τις πράξεις· και ισχύει η δεύτερη ίση µε 11888! Αυτά. Όνοµα: Κέβιν Παπαπέτρος, Θέση: 12 Είδος: Άνθρωπος

Η ζωή είναι πικρή, γλυκειά, ..., αλµυρή, ξινή και άγευστη στον ίδιο βαθµό, είναι όµως όλα αυτά! Θα είναι µεγάλη εφόσον έχουµε ζήσει κάθε πικρή, γλυκειά, ... και άγευστη πλευρά της µέχρι να «χορτάσουµε». Τα γήινα σκεπτόµενα όντα όµως είναι «αχόρταγα». Συνεπώς η ζωή είναι περισσότερο µικρή. Όνοµα: Έρνεβερ γιος του Ερµίλιον Θέση: 2 Είδος: Ανότερο ξωτικό / (1,80-1,90)m

Η οµόφωνη προφανώς απάντηση του συµβουλίου µας στο ερώτηµα: «Η ζωή είναι περισσότερο πικρή ή περισσότερο µικρή;» είναι: Η ζωή είναι περισσότερο µικρή.

Άλλη µια συγκέντρωση φτάνει στο τέλος της. Άλλη µια ακόµη πρόταση θα καταγραφεί στο βιβλίο του Ψαµµαθού. Αναµονή λοιπόν ως την επόµενη συγκέντρωση του συµβουλίου µας... Με την ελπίδα ότι περισσότερα µέλη θα παρευρεθούν... εις το επανιδείν!

Όνοµα: Βαλθάνια Θέση: 1 Είδος: Μπένε Ελίµ

Όνοµα: Έλαϊν Ρίβερλάϊτ Θέση: Εκφωνήτρια της τάξης (2,30 – 2,60)m Είδος: Νεραίδα (χωρίς φτερά)

25


αντί × λόγου

αντί × λόγου

Σκέφτομαι όλους εσάς που κρατάτε στα χέρια σας το έντυπο αυτό. Σκέφτομαι πώς κάθεται ο καθένας σας, ποια κλίση έχει πάρει το κεφάλι σας, ποιο χέρι αγγίζει τις σελίδες, αν τα δάχτυλα ξεκουράζονται πάνω στο χαρτί. Σκέφτομαι τις πιθανές βολικές θέσεις που έχετε πάρει για να διαβάσετε. Σκέφτομαι δυο πόδια βαριά χυμένα. Και μια μικρή ρυτίδα γλυκιά πάνω από ένα μέτωπο. Αυτές οι μικρές καθημερινές κινήσεις, οι συνήθεις, οι ασύνειδες, οι δικές μας, που μοιάζουν με μια χτεσινή ή μια αυριανή, αλλά είναι μοναδικές και δε θα ’ναι ποτέ πανομοιότυπες, είναι ένας χορός. Αν με κάποιο τρόπο συμφωνούσαμε να συγκεντρωθούμε όλοι σε ένα κοινό χώρο και να αναπαραγάγουμε τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε τώρα, εγώ να γράφω καθισμένη σταυροπόδι μπροστά από την οθόνη, εσείς ακριβώς όπως έχετε θέσει τον εαυτό σας στο χώρο κι ένας άνθρωπος δίπλα μας που περνά και φεύγει, να ’ρχόταν κι αυτός, θα είχαμε μια χορογραφία. Θα είχαμε έναν χορό από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το παρελθόν θα ’ταν οι θέσεις μας στο χώρο. Το παρόν θα ’ταν το συναίσθημά μας τη στιγμή που θα ’μασταν εκεί, το φως, η μυρωδιά, τα ρούχα μας. Το μέλλον θα ’ταν ο κάθε επόμενος καρδιακός μας χτύπος. Δε μπορώ να μη σας ονειρευτώ, αν έχω έστω κι ένα μικρό δικαίωμα να φτιάξω με σας, μη γνωρίζοντάς σας, μια μικρή χορογραφία. Αλλά μήπως αυτό δεν είναι κι η ζωή; Μια συνύπαρξη όλων μας στο χώρο, είτε είναι ευχάριστη είτε όχι, όπου ο καθένας μας φέρει ένα παρελθόν, ένα παρόν και μια δυναμική για το μέλλον, πάντα με ρυθμό; Ίσως τα ξαναπούμε μέσα σε μια επόμενη φαντασία, μια χορογραφία, μια ζωή. Σας ευχαριστώ από καρδιάς. Εύη Μαρκάτη

26


Περί Χορηγών Γλωσσολογικά οι ρίζες της λέξης ‘’χορηγία’’ εντοπίζονται στο αρχαίο ρήµα ‘’χορηγέω’’, του οποίου η αρχική σηµασία ήταν ‘’προσφέρω / καλύπτω τα έξοδα του θεατρικού χορού’’. Η χορηγία δηλαδή ξεκίνησε στην αρχαία αθηναϊκή πολιτεία ως µια λειτουργία κατά την οποία οι πλουσιότεροι πολίτες αναλάµβαναν τα έξοδα του χορού σε δραµατικές παραστάσεις. Κάθε φυλή διάλεγε κάποιον από τους πλούσιους πολίτες της, ο οποίος θα αναλάµβανε να χρηµατοδοτήσει το χορό στο θέατρο και το µόνο που έπαιρνε ως αντάλλαγµα ήταν ένα βραβείο αν το έργο κέρδιζε το δραµατικό αγώνα. Επίσης, ο χορηγός επιβαρυνόταν µε τις δαπάνες της συµµετοχής της φυλής στην ποµπή των Παναθηναίων ή άλλων θρησκευτικών τελετών (Ανθεστήρια, Μικρά ή κατ’ αγρούς ∆ιονύσια...). Επειδή οι δαπάνες ήταν µεγάλες, πολλές φορές τη χορηγία αναλάµβαναν δύο ή περισσότερα πρόσωπα συγχρόνως (συγχορηγοί). Βέβαια µε τον καιρό, ο όρος χορηγία απέκτησε ευρύτερη σηµασία, αυτή της παροχής των χρηµάτων που απαιτούνταν για την πραγµατοποίηση κάποιου κοινωφελούς δηµόσιου έργου, πολιτιστικού, αθλητικού ή αµυντικού χαρακτήρα. Στην αρχαία Ελλάδα και ειδικά στην αθηναϊκή ∆ηµοκρατία, οι οικονοµικοί κανόνες είχαν ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Πρόοδος δε σήµαινε επίτευξη προσωπικών στόχων, αλλά συνολική αναβάθµιση της ζωής της κοινωνίας και της οικονοµίας. Η κυρίαρχη αντίληψη δηλαδή των αρχαίων για τη γενικότερη ανάπτυξη ήταν η δραστηριοποίηση κάθε ατόµου µέσα στην κοινωνία, η πλήρης αποφυγή της απόλυτης φτώχειας αλλά και του υπέρµετρου πλουτισµού και φυσικά η επένδυση του πλεονάσµατος σε "αγαθά κύρους". Αγαθά τα οποία αυτός που θα τα χρηµατοδοτούσε θα τον βοηθούσαν να ενισχύσει το κύρος του. Γενικότερα οι χορηγοί ήταν περήφανοι για την προσφορά τους, διότι έχαιραν της αναγνώρισης των συµπολιτών τους. Οι χορηγίες στην αρχαία Ελλάδα εποµένως αποτελούσαν για τους πλούσιους πολίτες της µια δηµόσια υποχρέωση, για την οποία σπανίως δυσανασχετούσαν. Βέβαια, όταν δεν υπήρχαν οικειοθελείς χορηγοί ορίζονταν από το ∆ήµο µε κριτήριο τον πλούτο που διέθετε ο καθένας. Οι χορηγίες ήταν µια ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση, που σκοπό και στόχο είχε τη συνεισφορά του κάθε πολίτη σε προσδιορισµένες υπηρεσίες στην πόλη. Σ’ ένα από τα χαρακτηριστικότερα κείµενα της αρχαίας ελληνικής διανόησης, τον "Επιτάφιο", ο Περικλής είναι σαφέστατος: "Αγαπάµε το ωραίο στην απλότητα, αγαπάµε τα γράµµατα, χωρίς όµως να γινόµαστε µαλθακοί. Τον πλούτο πιο πολύ τον έχουµε ως ευκαιρία για έργα, παρά ως αφορµή για καύχηµα". Μαζί του φαίνεται να συµφωνεί και ο Πίνδαρος, ο οποίος αναφέρει: "∆εν µου αρέσει να κρατώ κρυµµένο σε ένα ανάκτορο ένα µεγάλο πλούτο αλλά µάλλον να απολαύσω τα αγαθά µου και να αποκοµίσω από αυτά κύρος, βοηθώντας τους φίλους µου". Τεράστιες συλλογές έργων τέχνης, εκδόσεις, ιστορικά αρχεία, διοργανώσεις συνεδριών ή αθλητικών γεγονότων, υποστήριξη θεατρικών ή κινηµατογραφικών παραγωγών είναι ανάµεσα στις χορηγίες - "επενδύσεις" που επιλέγουν να κάνουν σήµερα µεγάλοι επιχειρηµατικοί οργανισµοί. Χωρίς κανείς να τους υποχρεώνει αλλά αποκοµίζοντας οι ίδιοι πολλά και άµεσα εξαργυρώσιµα οφέλη, διάφοροι πολυεθνικοί αλλά και εγχώριοι οικονοµικοί παράγοντες γίνονται χορηγοί πολιτισµού ολοένα και πιο συχνά και πιο δυναµικά. Οι σύγχρονες χορηγίες είναι για τις επιχειρήσεις µια πολύ καλή ευκαιρία αλλά και πρόκληση να αποδείξουν ότι ενδιαφέρονται για τα κοινά. Η όποια χορηγία σήµερα µαρτυρεί την υποστήριξη του φορέα της στο εκάστοτε προϊόν, γεγονός ή οτιδήποτε χρήζει οικονοµικής ενίσχυσης. Αλλά στις µέρες µας ο χορηγός δεν απολαµβάνει µόνο τη χαρά της βοηθείας σε κάποιον που την έχει ανάγκη. Οι σύγχρονες χορηγίες αποτελούν µια εναλλακτική µορφή διαφηµιστικής καµπάνιας. Το όνοµα του χορηγού ακούγεται πάντα και έχει το ίδιο αποτέλεσµα – ίσως και καλύτερο – από αυτό που έχει ένα απλό διαφηµιστικό µήνυµα.


Κενό... γιατί; ...όµως στην πίσω σελίδα θα διαβάσετε ορισµένους λόγους για να το γεµίσετε εσείς.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.