τεύχος 8ο /// δεκέμβριος 2010

Page 1



αντί × λόγου

editorial

ροσφάτως αποκτήσαμε ιστοσελίδα, έστω και αν ακόμα είναι υπό κατασκευή, το θέμα είναι πως αποκτήσαμε ιστοσελίδα. Πληροφοριακά αναφέρω πως είναι η www.antiepilogou.gr. Στη σελίδα αυτή λοιπόν σκοπεύουμε να ανεβάσουμε τα παλαιότερα τεύχη μας και όχι μόνο. Να δημιουργήσουμε μια κοινότητα όπου ο καθένας να μπορεί να ανεβάζει λογοτεχνικά κείμενα, να δέχεται σχόλια και να γνωρίζει άλλους εκκολαπτόμενους ή και μεστούς λογοτέχνες. Κάτι σαν λογοτεχνικό forum ή δημοθοινία αν το προτιμάτε ελληνιστί. Τουλάχιστον αυτά κι άλλα πολλά σκοπεύουμε κι έχουμε στο μυαλό να πραγματοποιήσουμε. Το μέλλον θα δείξει αν θα συμβεί. Αυτό στο οποίο θέλω να σταθώ όμως είναι άλλο. Όταν μαθεύτηκε πως θα δημιουργηθεί διαδικτυακός χώρος, μια πρόταση άρχισε να σιγοψιθυρίζεται στα αυτιά μας. Μια πρόταση που προϋπήρχε από τα πρώτα μας τεύχη και βρήκε ξανά την ευκαιρία να αναδυθεί. Συναρτήσει των μόνιμων οικονομικών προβλημάτων που έχουμε, η πρόταση ήταν η εξής: να σταματήσουμε να εκδίδουμε το περιοδικό και να στρέψουμε όλη μας την προσοχή στην ιστοσελίδα. Εν ολίγοις μας έλεγαν «σταματήστε να τυπώνετε και ξεκινήστε τις αναρτήσεις». Αυτό που απαντήσαμε και θα συνεχίζουμε να απαντάμε για όσο μπορούμε κι έχουμε τη δυνατότητα είναι ένα μεγάλο ΟΧΙ. Ε όχι λοιπόν. Δε θα σταματήσουμε να τυπώνουμε. Μπορεί να δημιουργήσαμε μια ιστοσελίδα, μπορεί να διατηρούμε κάποιους άλλους χώρους στο ίντερνετ, όπως το myspace και το facebook, μπορεί ο κόσμος της τεχνολογίας να σου προσφέρει μυριάδες εργαλεία για να δημοσιεύεις κείμενα, αλλά όλα αυτά υπάρχουν για να υποστηρίζουν το περιοδικό. Όχι για να το σταματήσουν. Μα πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να συγκρίνουμε την έντυπη μορφή ενός κειμένου με την ηλεκτρονική του μορφή; Πες μου εσύ αναγνώστη που κρατάς στα χέρια σου αυτό το έντυπο. Συγκρίνεις την ανάγνωσή του αυτή τη στιγμή που το διαβάζεις με μια πιθανή άλλη ανάγνωση μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή; Θεωρείς την αίσθηση ίδια; Δεν το νομίζω… Οι διαφορές είναι πάμπολλες. Δε χρειάζεται πιστεύω να τις αναφέρω. Το αποτέλεσμα πάντως είναι πως η έντυπη μορφή είναι μακράν ανώτερη από την ηλεκτρονική. Τουλάχιστον αυτό πιστεύουμε εμείς εδώ. Και εκτός αυτού, έχει αναρωτηθεί ποτέ κανένας πώς είναι να συγγράφεις ένα κείμενο περιμένοντας να το δεις τυπωμένο, να χαϊδέψεις το χαρτί, να μυρίσεις το μελάνι, να ακούσεις τον ήχο της αλλαγής σελίδων του εντύπου; Φαντάζεστε όλα αυτά να αντικατασταθούν με την πληκτρολόγηση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης σε έναν browser; Να πω κι άλλα; Όχι. Απλώς σκεφτείτε το και σκεφτείτε και εμάς. Θα σας αποχαιρετήσω και θα τελειώσω με μια φράση που έγραψε το 2005 στους New York Times ο δημοσιογράφος A. O. Scott. «Το να αναλαμβάνει κανείς στον καιρό του Internet και της υπερπληροφόρησης τη δέσμευση να εκδίδει ένα μικρό λογοτεχνικό περιοδικό, είναι μια πράξη διαμαρτυρίας απέναντι στην τυραννία της επικαιρότητας. Είναι ένα μανιφέστο επιστροφής στους αργούς ρυθμούς, στο στοχασμό, στην υπομονή και στην έκταση». Καλή ανάγνωση.

× Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

editorial

αντί × λόγου Δεκέμβριος 2010 Ιωάννινα ISSN: 1792-5819 τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα διανέμεται δωρεάν τυπώνεται σε 1000 αντίτυπα έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια : Ευάγγελος Ευθυμίου συντάκτες - συνεργάτες : Νικόλαος Φωτιάδης Γεώργιος Τζιτζικάκης Μυρτώ Πάντη Πέτρος Καππάς Τζόρτζια Νάστα Άντρι Αντωνίου Γιάννης Πλιώτας Ευάγγελος Ευθυμίου Τζούλι Νικήτα Άννα Νεφέλη Κακουλίδη Ελένη Μπάρκα Εύη Μαρκάτη διόρθωση : Εύη Μαρκάτη σχεδιασμός - διαμόρφωση : Γιώργος Δημητρίου (Gio Dim) Ευάγγελος Ευθυμίου υπεύθυνος διανομής : Αποστόλης Ρουμελιώτης σύνθεση εξωφύλλου : Γιώργος Δημητρίου (Gio Dim) τηλέφωνο επικοινωνίας: +306972978572 www.antiepilogou.gr e-mail: antiepilogou@yahoo.gr www.myspace.com/antiepilogou facebook: λογοτεχνικό περιοδικό αντί x λόγου Το αντί x λόγου μεταδίδει τη δική του ραδιοφωνική εκπομπή, κάθε Σάββατο 14.00-16.00 στη συχνότητα του διαδικτυακού ραδιοφώνου www.mindradio.gr

ΥΓ. Για όσους διαβάζουν το παρόν κείμενο στην ηλεκτρονική του μορφή, θα τους πρότεινα να προμηθευτούν την έντυπή του.

Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα κείμενά του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοινωνήσει μαζί μας.

3


αντί περιεχομένων

αντί × λόγου

σελ.18 - Καπετάν Μιχάλης ή Φραπές Σκέτος; Η δημιουργία του φραπέ ήταν τυχαία. Κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης στη Θεσσαλονίκη το 1957, ο αντιπρόσωπος της ελβετικής εταιρίας Νεστλέ στην Ελλάδα Γιάννης Δρίτσας παρουσίαζε ένα νέο προϊόν για παιδιά, ένα σοκολατούχο ρόφημα που παρασκευαζόταν στιγμιαία αναμιγνύοντάς το με γάλα και χτυπώντας το με σέικερ. Ο Δημήτριος Βακόνδιος, υπάλληλος του Δρίτσα, συνήθιζε να πίνει Nescaf é που ήταν στιγμιαίος καφές και παρασκευαζόταν από τη Νεστλέ. Σε ένα διάλειμμα που έκανε κατά τη διάρκεια της έκθεσης θέλησε να πιει καφέ, αλλά επειδή δεν έβρισκε ζεστό νερό, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το σέικερ για να φτιάξει τον καφέ του με κρύο νερό. Έβαλε καφέ, ζάχαρη και νερό, τα κούνησε και δημιούργησε τον πρώτο καφέ φραπέ της ιστορίας. Μετά από χρόνια δήλωνε ότι δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πώς ένα απλό πείραμα τον οδήγησε στην εφεύρεση του διασημότερου ροφήματος στην Ελλάδα..

4

σελ.6 - Φόβος Ο φόβος είναι ένα βασικό αίσθημα του ανθρώπου που προκαλείται από τη συνειδητοποίηση ενός πραγματικού ή πλασματικού κινδύνου ή απειλής. Είναι ένας μηχανισμός προστατευτικού χαρακτήρα, μια φυσιολογική αμυντική αντίδραση του οργανισμού, για την οποία δεν απαιτείται συνειδητή σκέψη. Επίσης, η φοβία είναι ένας επίμονος και παράλογος φόβος κάποιου συγκεκριμένου αντικειμένου ή κατάστασης.

σελ.12 - Στον αστερισμό του Ταύρου Ταύρος (Λατινικά: Τaurus, συντομογραφία: Tau) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Ο Ταύρος βρίσκεται βόρεια του ουράνιου ισημερινού και τα τρία κυριότερα αστέρια του σχηματίζουν ένα τρίγωνο. Είναι βόρειος αστερισμός του Ζωδιακού Κύκλου.

σελ.14 - ποίηση Επί του παρόντος ο χρόνος νοείται ως θεμελιώδης ποσότητα και όπως οι άλλες θεμελιώδεις ποσότητες –χώρος και μάζα- καθορίζεται μέσω της μέτρησης. Συνεπώς είναι μέγεθος. Επίσης επί του παρόντος, η στερεότυπη χρονική μονάδα, το συμβατικό δευτερόλεπτο, ορίζεται ως η διάρκεια 9 192 631 770 περιόδων της ακτινοβολίας που αντιστοιχεί στη μετάβαση μεταξύ των δύο ανωτέρων επιπέδων της κατάστασης ελαχίστης ενέργειας του ατόμου.

σελ.16 – Σκέψεις κάτω από το γκι Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι το γκι είναι αυτά τα κλαδιά με τα καταπράσινα κατσαρά γεμάτα μυτερές ακίδες φύλλα και τους κόκκινους μικρούς καρπούς, που πωλούνται στα ανθοπωλεία και τις λαϊκές αγορές αυτές τις γιορτινές ημέρες. Αυτό το πανέμορφο φυτό - Ilex aguifolium η Λατινική του ονομασία - είναι το «Όϋ» όπως το ονομάζουν οι ξένοι ή το «αρκουδοπούρναρο» όπως λέγεται στην πατρίδα μας.


αντί × λόγου

αντί περιεχομένων

σελ.32 - επτά θανάσιμα αμαρτήματα Οι αριθμοί τον κτιρίων στην πρώτη σκηνή ξεκινούν με το ψηφίο 7. Η παράδοση του μακάβριου πακέτου στο τέλος της ταινίας προγραμματίστηκε στις 7 η ώρα. Ο Μιλς πυροβολεί τον Ντο συνολικά επτά φορές. Οι παραγωγοί σκόπευαν το όνομα του Κέβιν Σπέισι να μπει πρώτο στην αρχή της ταινίας, ωστόσο ο ίδιος επέμενε να παραλειφθεί εντελώς το όνομά του από τους τίτλους αρχής, για να ξαφνιαστεί το κοινό με την ταυτότητα του δολοφόνου. Για αποζημίωση, εμφανίζεται πρώτος στους τίτλους τέλους. Για τον ίδιο λόγο ο Σπέισι δεν έλαβε μέρος στην εκστρατεία προώθησης της ταινίας, δεν έκανε δημόσιες εμφανίσεις και δεν έδωσε συνεντεύξεις. Παρόλο που αποτελεί έναν από τους τρομακτικότερους και πιο σαδιστικούς δολοφόνους της ιστορίας του κινηματογράφου, ο Τζον Ντο δε σκοτώνει κανέναν μπροστά στα μάτια του θεατή.

σελ.20 - Η Αριάδνη και ο λαβύρινθος των κυδωνιών Το φρούτο ήταν γνωστό στους Ακκάδιους, οι οποίοι το έλεγαν supurgillu στα αραβικά (safarjal = κυδώνια/πληθυντικός). Το σημερινό του όνομα προήλθε από το quoyn (14ος αι.), μέσω της αρχαίας γαλλικής λέξης cooin, από το λατινικό cydonium malum, που επίσης προήλθε από το κυδώνιον μήλον. Ο καρπός ήταν επίσης γνωστός στους Ρωμαίους.

σελ.26 - Boy A Ο Jonathan Trigell είναι Βρετανός συγγραφέας, γεννημένος το 1974. Το πρώτο του μυθιστόρημα (Boy A) κέρδισε τα βραβεία John Llewellyn Rhys το 2004, Waverton Good Read και το εναρκτήριο της Παγκόσμιας Ημέρας Βιβλίου το 2008. Ο Trigell εξέδωσε το δεύτερο του βιβλίο (Cham) τον Οκτώβριο του 2007, ενώ προετοιμάζει ήδη το τρίτο του βιβλίο, με τίτλο Genesis.

σελ.28 - Όνειρα Η καλλιέργεια του οπίου ξεκινά από τη Νεολιθική εποχή. Οι Σουμέριοι, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι Άραβες έκαναν εκτενή χρήση του οπίου, που τότε ήταν το πιο διαδεδομένο παυσίπονο, επιτρέποντας ακόμη την πραγματοποίηση διαφόρων μικρών εγχειρήσεων. Το όπιο σε συνδυασμό με κώνειο χρησιμοποιούταν για να αποφέρει άμεσο και ανώδυνο θάνατο. Η χρήση του ακατέργαστου οπίου συνεχίστηκε έως τον 19ο αι.

σελ.34 - Η Αν-άγκη «Ο Μεξικανός Huan Vera, έχοντας γλιτώσει από 4 σοβαρά σιδηροδρομικά δυστυχήματα, σκοτώθηκε από ένα παιδικό τρενάκι στις αρχές του 1994, αφού ενώ προσπαθούσε να στήσει τον παιδικό σιδηρόδρομο του γιου του, έπαθε ηλεκτροπληξία. Όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει...

του Φωτιάδη Bruce Νικόλαου Πηγές: el.wikipedia.org, en.wikipedia.org, kaleidoskopio.org, panosz.wordpress.com

5


αντί × λόγου

διήγημα

Φόβος Η αίσθηση του να πετάς! Αφήνεις τη γη πίσω σου, βγαίνουν φτερά που είχαν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην ψυχή σου και κείνη πετά πια μακριά της! Κατά την απογείωσή σου ένα κύμα ευφορίας έρχεται να σε τυλίξει και να σε πάρει σε ένα άλλο, υψηλότερο επίπεδο, σε κάτι θεϊκό, κάτι που πριν δεν μπορούσες να αγγίξεις. Πολλές είναι οι φορές που δε νιώθεις να σε ενοχλεί ο θάνατός σου και η σκέψη του, ίσως επειδή νιώθεις να είναι μακριά σου. Τον επικαλείσαι πολύ συχνά όταν απογοητεύεσαι. Θλίβεσαι όμως λίγο στη σκέψη, μήπως και δε νοιαστούνε πολλοί για να κλάψουν σαν χαθείς και αυτό είναι που σε κάνει να πεθαίνεις κάθε μέρα από δέκα φορές. Το αεροπλάνο άφησε τον αεροδιάδρομο με τα πορτοκαλί φωτάκια πίσω του. Οι τουρμπίνες πήραν αυτό το βαρύ μεταλλικό πουλί μακριά από το έδαφος. Μέσα του εμείς. Φαγωμένοι από κείνο, άσχημα καθισμένοι, σφηνωμένοι στα μπλε καθίσματά μας και στριμωγμένοι. Στο λίγο ύψος που έχει πάρει φαίνονται πια τα άλλα προσγειωμένα αεροπλάνα, να μοιάζουνε μ’ εκείνα τα παιδικά μας, τα πλαστικά, τα μεταλλικά που παίζαμε στα πάρκα κρατώντας τα, σχεδιάζαμε πτήσεις μαγικές και σχεδόν πάντα καταστροφικές. Στο αρκετό ύψος που είχε ανέβει ήδη το όχημά μας, μπορούσες να διακρίνεις τους δήμους που περνούσε, τα σπίτια που δε φαίνονταν καθαρά η δομή τους τώρα, παρά μόνο σαν οικοδομικό τετράγωνο ξεχώριζαν από τους δρόμους. Οι δρόμοι με τη σειρά τους, φωτισμένοι, τη νύχτα που ταξιδεύουμε, φαίνονται σαν κίτρινα σκουλήκια που τυλίγονται, καταπίνουν και αρχίζουν να χωνεύουν τα αυτοκίνητα που κινούνται μέσα τους. Όλα μου φαντάζουν, μου μοιάζουν τόσο ψεύτικα! Σαν τα πλαστικά κομμάτια που μικροί μας αγόραζε ο μπαμπάς από τα παιχνιδάδικα, για να φτιάξουμε στην αυλή της γιαγιάς, κάποια Κυριακή, τις πόλεις που είχαμε στο νου μας και μέσα να ρίξουμε τα αυτοκινητάκια, τα ανθρωπάκια και τους εαυτούς μας στη συνέχεια, σαν τους ήρωες και τελικούς νικητές του παιχνιδιού μας. Αφήναμε τον ένα τόπο μετά τον άλλο. Το ύψος μας μεγάλωνε και το ίδιο και εκείνος ο ερεθιστικός φόβος που σε τοποθετεί στο σημείο της αβεβαιότητας! Να μην είσαι σίγουρος απόλυτα για τη συνέχεια της πτήσης, του ταξιδιού... της ζωής σου. Φόβος! Το πιο αρχέγονο συναίσθημα του ανθρώπου! Πριν βγούμε από τις σπηλιές μας για να κατακτήσουμε τον κόσμο ετούτο που τώρα μέσα του πετάμε, φοβόμαστε! Ή έστω, σαν πράξαμε το προπατορικό αμάρτημα, γεμάτοι αβεβαιότητα και φόβο εκδιωχθήκαμε από τον παράδεισο και ξοφλήσαμε το όνειρο, που σίγουρα μέσα του δε θα μας αφαιρούσε το δικαίωμα να πετάμε κι εμείς! Στο μέσο ύψος που μπορούσαμε να φτάσουμε, έχω χάσει πια την οπτική επαφή με τη γη, μα μπορώ να μονολογώ υποθετικά πως είναι από κάτω μου. Αποφεύγω να μιλήσω για τη στιγμή που έχασα από τα μάτια μου το έδαφος και τα σπίτια, τα φώτα, τα αυτοκίνητα, τους δρόμους. Υπήρξαν μερικά δευτερολέπτα που το μεθυστικό, παχύ εκείνο στρώμα των συννέφων, με έκανε να απορήσω και ελαφρά να τρομοκρατηθώ για αυτή την ομίχλη που τύλιξε εμένα και το αεροπλάνο.

6


αντί × λόγου

διήγημα

Το σύννεφο έμοιαζε να μιλάει! Έμοιαζε με τον καπνό που μυστηριωδώς φυσά στο πρόσωπό σου μια ώριμη γυναίκα, που τυχαία συνάντησες σε κάποιο μπαρ, ένα Σαββάτο βράδυ μοναχικό. Το ίδιο ανεξήγητο ύφος έχει και τούτο το σύννεφο! Σε φοβίζει, σε προβληματίζει γλυκά και μαγικά για τη συνέχεια, όπως ακριβώς και ο καπνός, συνοδευόμενος από τις πονηρές κινήσεις εκείνης της γυναίκας. Δεν ξέρεις τι θα γίνει, πού θα καταλήξει! Να απογειωθεί ή να προσγειωθεί, από ή μέσα στη ζωή σου! Είναι όπως ακριβώς και το απρόσμενο ξαφνικό καλοκαίρι με τις διακοπές του! Μπαίνει στη ζωή σου και φεύγει ένας χειμώνας πίσω σου πάντα πιο βαρύς από τους προηγούμενους. Κοιτάζεις πίσω κι όσο κι αν θες να χαρείς για σένα, για τα όσα κατάφερες, δεν μπορείς και οπλίζεις απλώς τον εαυτό σου με κουράγιο να δεχτεί κι αυτόν τον φόβο και την αβεβαιότητα και πάλι, για το περιορισμένο παρελθόν αλλά κι αβέβαιο μέλλον σου. Γεμάτος όμως ελπίδα από το ζεστό ήλιο που σε φωτίζει, ξεκινάς για να γευτείς και το καλοκαίρι αυτό, να βουτήξεις στα ζεστά νερά κάποιας θάλασσας γνωστής ή στα άδυτα σκέλια μιας γυναίκας που γνώρισες, άγνωστης! Πνίγεις έτσι μαζί με τη χειμωνιάτικη μιζέρια σου και λίγο τις έγνοιες σου και εξαγοράζεις μια ελπίδα, πως θα αναδυθείς ύστερα αγκαλιά με τη χαρά σου και θα καταφέρεις να επιβιώσεις για άλλον ένα χειμώνα βαρύ και μελαγχολικό όπως κι οι προηγούμενοι της ζωής σου στην πόλη. Κι αν δεν τα καταφέρεις καλά και σωστά κι αν βάλεις τον εαυτό σου για άλλη μια φορά στη μοναξιά και την απομόνωση… τότε θα πεις «Δεν πειράζει!» στον εαυτό σου, γιατί τελικά από την αρχή φοβόσουνα και ήσουν αβέβαιος για το αν τελικά θα τα καταφέρεις, για το τι εν τέλει θα συμβεί! Ταξίδευα νύχτα και όταν άφηναν τα μάτια μου τη γη για να ατενίσουν το μαύρο χρώμα του ωκεανού που ακολουθούσε από κάτω μου, απλώς έμενε να δεχτώ να με αγκαλιάσει στο μυστήριό του και να με καλωσορίσει γλυκά, για να με καταβροχθίσει ύστερα ανυποψίαστος σαν θα ’μουν και να με πετάξει μέσα στα ανεξερεύνητα σπλάχνα του. Η νύχτα έσβηνε την πλούσια ομορφιά του πονηρού ωκεανού και ήμαστε ήδη πολύ ψηλά για να γοητευθώ ρομαντικά από το σεληνόφως που καθρεπτιζόταν στο θαλασσινό νερό κάποιας ακρογιαλιάς. Απλώς φαινότανε μαύρο. Το πιο βαθύ μαύρο που ποτέ σου συνάντησες. Ένα μαύρο που ερεθίζει τη σκέψη σου να σκεφτεί πως ίσως σε αυτά τα νερά να σβήνεται η μαυρίλα της κόλασης. Τόσο πυκνό που αφοσιωμένος μέσα στη σκοτεινιά του, ανοίγεις και κλείνεις τα μάτια σου, δίχως να αλλάζει το τοπίο σταλιά. Δίχως να ανοιγοκλείνει η κόρη του ματιού σου, να τρεμοπαίζεις τα βλέφαρά σου για να σιγουρευτείς και να καταλήγεις πως έχεις όντως τα μάτια σου ανοιχτά και κοιτάζεις έξω για να θαυμάσεις τον πιο όμορφο σκούρο πίνακα που έχεις δει ποτέ σου. Αρκετά γρήγορα, τόσο ώστε ο φόβος να μη χαθεί απόλυτα, μα να παραμεριστεί για να σκεπαστεί, ήρθε εκείνο το σύννεφο που αν και θολό δίνει ένα πιο ανοιχτό χρώμα στην όρασή σου. Ένα λευκό που γκριζάρει στο μαύρο φόντο του ωκεανού πίσω του, μα καταφέρνει να σε πείσει πως από μέσα του πηγάζει και ξεχύνεται η γαλήνη, το θεϊκό εκείνο στοιχείο της λευκότητας του παραδείσου. Σε λίγη ώρα γίνεται τόσο πυκνό που τυλίγει εσένα, το παράθυρο του αεροπλάνου και γρήγορα τους περισσοτέρους από εκείνους τους φόβους για τη βέβαιη αβεβαιότητα που είχες πριν για το ύψος που πετάς. Τα αντικαθιστά όλα τώρα πια με μια ακόμη πιο υποχθόνια και ύπουλη φοβία για τη θολότητα των συννέφων, για το τι κρύβεται μέσα τους και για το αν τελικά σε βοηθάνε ή προσπαθούν να σε ξεγελάσουνε για να σε πνίξουνε στην άυλη υπόστασή τους.

7


διήγημα

αντί × λόγου

Ανεβήκαμε ακόμη πιο ψηλά, στο μέγιστο ύψος που θα μπορούσαμε να φτάσουμε. Είχαμε από ώρα αφήσει το έδαφος και είχαμε περάσει και το ατελείωτο πλάτος του βαθύ ωκεανού και του σκούρου του χρώματος, υψωθήκαμε ακόμη πιο ψηλά από εκείνα τα αβέβαια και ύπουλα σύννεφα. Τώρα είμαστε πάνω από όλα δίχως να βλέπουμε τίποτα πια ή καλύτερα βλέποντας, μα δίχως να ξεχωρίζουμε και να ξέρουμε τι κοιτάμε. «Θα προσγειωθούμε; Θα συνεχιστεί η πτήση; Θα γυρίσουμε πίσω από κει που φύγαμε; Θα πεθάνουμε; Θα επιβιώσουμε;» Τίποτα! Άγνοια! Ερωτήματα που δεν τολμούσαν να βγουν από τα χείλη για να ακουστούν δυνατά. «Πού είναι η γη; Είναι όντως από κάτω μας με τα φώτα της σβηστά; Ξεφύγαμε του ωκεανού ή μήπως μας ξεγέλασε και κρύφτηκε οπτικά για να επιστρέψει δυνατότερος και να μας κυριέψει και πάλι μαζί με τους φόβους μας;» Ξαφνικά συνειδητοποιώ πως μιλώ στον πληθυντικό εδώ και αρκετή ώρα, μα στην ουσία δε μιλώ, κάνω σκέψεις και μάλιστα είμαι και μόνος μου. Γυρίζω το κεφάλι μου για πρώτη φορά μες στο ταξίδι μου. Παίρνω το βλέμμα από το παράθυρο του αεροπλάνου και κινώ χαλαρά τον αυχένα μου που τον νιώθω πιασμένο. Στο ανοιγοκλείσιμο των ματιών μου κοιτώ μέσα σε ένα άδειο αεροπλάνο! Σε μια μοναχική πτήση! Είμαι μόνος! Ο φόβος τώρα έρχεται δυνατότερος, διπλάσιος να μου στεγνώσει το λαρύγγι. Ακούω τη μηχανή του ιπτάμενου οχήματός μου να λειτουργεί, γυρίζω ξαφνικά στο παράθυρο και βλέπω πως όντως κινούμαι. Το τοπίο έξω είναι κατάμαυρο, μα το καταλαβαίνω πως κινούμαι. «Πού είναι όλοι; Πού πήγανε;» αναρωτιέμαι φοβισμένος. Τολμώ να προσπαθήσω να ανοίξω τη ζώνη που είχα δέσει για ασφάλεια και δεν μπορώ! Δεν τα καταφέρνω! «Μα... τι συμβαίνει;» Επάνω στη μάχη μου να αποδεσμευτώ, συνειδητοποιώ πως δε θυμάμαι πότε ανέβηκα σε αυτό το αεροπλάνο, δε θυμάμαι πού πηγαίνω, ποιον θα συναντήσω εκεί και γιατί! Παραξενεύομαι γιατί θυμάμαι πολλά ταξίδια να υπάρχουν στις αναμνήσεις μου, στις σκέψεις μου. Θυμάμαι τα πάντα, όμως με ποιον ταξίδευα; Ήμουν και σε εκείνα τα ταξίδια μόνος; Είχα… - ή όχι!Έχω γυναίκα; Έχω παιδιά; Ή εκτός από ετούτο το μοναχικό ιπτάμενο παιχνίδι είμαι και στη ζωή μου ολομόναχος; Ηρεμώ πίσω στο κάθισμά μου και γυρίζω και πάλι το βλέμμα μου στο παράθυρο. Ξαφνικά διαισθάνομαι μια βουή, νιώθω μια έντονη ανατάραξη και έναν ήχο συνοδευόμενο από ένα ιδρωμένο στην ατμόσφαιρα αίσθημα πανικού... Φοβάμαι! Ακούω φωνές, κραυγές! Στρέφω το κεφάλι μου και βλέπω το αεροπλάνο γεμάτο! Στα μπροστινά καθίσματα κάθονται δυο γονείς με τα παιδιά τους και ουρλιάζουν κλαίγοντας! Πίσω μου βρίσκεται ένας γέρος αναίσθητος και μια γριούλα δίπλα του σπαράζοντας προσπαθεί να τον συνεφέρει. Στην ίδια ευθεία με το κάθισμά μου και λίγο πιο πέρα, βρίσκονται καθισμένοι τρεις άνδρες με κουστούμι. Έχουν χλωμιάσει και κρατούν δυνατά τα χερούλια από τα καθίσματά τους, τόσο που οι άκρες των δαχτύλων τους έχουν ασπρίσει στις ρώγες, μαζί με τα πρόσωπά τους. Τρίζουν τόσο δυνατά τα δόντια τους από το φόβο, που τα ακούω να θρυμματίζουν το σμάλτο τους.

8


αντί × λόγου

διήγημα

Με μια γρήγορη ματιά καταλαβαίνω πως σε όλα επικρατεί πανικός, κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μιαν υποτιθέμενη ηρεμία και οι περισσότεροι κλαίνε. Συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχουν αεροσυνοδοί, τα φώτα του αεροπλάνου δεν αναβοσβήνουν, ούτε κάποια ένδειξη δείχνει τον επερχόμενο κίνδυνο για τη σύγκρουση ίσως που ακολουθεί, και το θάνατο. Τότε ή δεν υπάρχει κίνδυνος ή μας έχουν παγιδεύσει μέσα σε αυτό το μηχάνημα για να μας οδηγήσουν εσκεμμένα στο χαμό! Οι μάσκες οξυγόνου πάνω από τα κεφάλια μας δεν έχουν πέσει! Σκύβω βάζοντας τα χέρια μου κάτω από το κάθισμα μα δε βρίσκω το σωσίβιο που θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί τώρα, όσο παράδοξο κι αν είναι σαν ελπίδα, ένα σωσίβιο ενώ πέφτεις, εγώ θα το ήθελα εκεί! «Μας παγιδεύσανε! Μα... γιατί; Τι να κάνω;» Στρέφομαι προς τα κει που νομίζω ότι είναι πιο ατέλειωτος ο ουρανός και ψάχνω Το Θεό. Κάνω το σταυρό μου, Του ζητώ βοήθεια και κλείνω τα μάτια μου. Δίπλα μου δεν κάθεται κανείς, δεν παραξενεύτηκα μόνο, αλλά τρομοκρατήθηκα όταν ένιωσα κάποιον, ‘κάτι’, να μου πιάνει το χέρι! Άνοιξα απότομα τα μάτια μου, κοίταξα αριστερά μου και... τίποτα! Συνέχιζα να νιώθω όμως αυτό το ‘κάτι’ να μου σφίγγει το χέρι, το έβλεπα να πιέζεται και να μαζεύει το δέρμα μου σε ρυτίδες, χάζευα την αόρατη δύναμη που μου στρίμωχνε τα δάχτυλα μέσα στην παλάμη μου. Κλείνω τα μάτια μισολιπόθυμος πια, και βαριά, πολύ αργά αρχίζω να τα ανοίγω και πάλι. Η όρασή μου καλύπτεται από τη μαυρίλα εκείνη που είχε ο ωκεανός λίγο πιο πριν, το χρώμα όμως σιγά σιγά πια ανοίγει και τώρα νιώθω τα μάτια μου πιο ανοιχτά μα ακόμη κοιτώ μέσα από κάτι θολό. Ένα θολό, λευκό χρώμα, όπως ακριβώς κι εκείνο το ύπουλο σύννεφο που με τύλιξε μαζί με το αεροπλάνο πριν μερικές στιγμές θαρρώ. Αρχίζουν όλα αργά μα σταθερά να ξεθολώνουν και να γίνονται ξεκάθαρα. Τώρα έχω πλήρη όραση! Κοιτώ δεξιά μου, βρίσκεται η κόρη μου η Ελένη. Κοιτώ αριστερά μου, κάθεται ο γιος μου ο Μάνος. Κοιτώ απέναντί μου κι είναι η γυναίκα μου η Μαίρη. Τα θυμάμαι όλα! Είμαι εβδομήντα δύο χρονών και η γυναίκα μου είναι πέντε χρόνια νεότερή μου. Τα παιδιά μου έχουν πατήσει τα σαράντα τους και έχω και δυο εγγόνια από το καθένα. Είμαι ευτυχισμένος γιατί τώρα που γνωρίζω, τώρα δε φοβάμαι πια. Τουλάχιστον όχι τόσο όσο πριν! Βρίσκομαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Το χέρι που ένιωθα πριν να σφίγγει το δικό μου, ήταν του γιου μου. Με επανέφερε στην πραγματικότητα, άφησα τώρα πια το αεροπλάνο όπου ήμουν επιβάτης. Με λένε Βασίλη. Ήμουν ηλεκτρολόγος και εδώ και αρκετά χρόνια είμαι συνταξιούχος. Δεν ανησυχώ για τα παιδιά μου, γνωρίζω πως έχουν αποκατασταθεί, σταθήκανε τυχερά στη ζωή τους, ευτυχώς αυτά. Εδώ και αρκετό καιρό πάσχω και βασανίζομαι από καρκίνο. Δε φοβάμαι όπως στο αεροπλάνο, αλλά πονώ... Έχει φτάσει στην τελική μορφή του και το αντίστροφο, χρονικά, ταξίδι εκείνου του αεροπλάνου, μάλλον δεν αργεί για να ξεκινήσει και να γίνει η πραγματικότητά μου. Την έζησα όμως τη ζωή μου, δε στεναχωριέμαι... Καιρός... καιρός πια και για μένα να φύγω, όσο σκληρός κι αν είμαι με τον εαυτό μου, πάντα ήμουν ρεαλιστής.

9


διήγημα

αντί × λόγου

Οι σκέψεις μου αυτές γίνανε σε δευτερόλεπτα και πριν να δουν τα ανοιχτά μου μάτια και να μιλήσω στην οικογένειά μου. Είχα κάποτε κι άλλο ένα παιδί, μια πρώτη γυναίκα. Τους έχασα όμως σε ένα αεροπορικό δυστύχημα. Ίσως... Ίσως για αυτό το υποσυνείδητό μου με τοποθέτησε να δω το τέλος μου σαν μια πτήση. Τους λάτρευα! Όταν χαθήκαν, χάθηκε κι ένα μέρος μου. Η απουσία τους δεν μπόρεσε να καλυφθεί ποτέ, το κενό παρέμενε κι ας μπορούσα να το κρύβω καλά. Αυτό όμως πονούσε και φαινότανε, ακόμη και μέσα στην τόση αγάπη της δεύτερης οικογένειάς μου, εκείνο ξεπηδούσε σε στιγμές μοναχικές μου και με σιγόκαιγε. Νιώθω έντονα κάποιους πόνους να γυροφέρνουν στο κορμί μου αυτή την κωλαρρώστεια. Η Ελένη μου κοιμάται, ο Μάνος είναι σκυφτός και σκεπτικός και η γυναίκα μου η Μαίρη μάλλον ηρεμεί τα μάτια της, έχοντάς τα κλειστά, όπως πάντοτε έκανε. Θα είναι εδώ αρκετή ώρα, δε θυμάμαι πότε μπήκα στο νοσοκομείο, δεν ξέρω τι θα πρέπει να κάνω! Το τέλος να έρθει θέλω. Να το φέρω γρήγορα θέλω και να μην πονώ άλλο. Να γυρίσω στο ταξίδι μου ή μήπως να περιμένω κάμποσο καιρό την ελπίδα; Νιώθω τόσο... μα τόσο κουρασμένος για να κάνω κάτι τέτοιο Θεέ μου. Σφίγγω το χέρι του γιου μου κι εκείνος σηκώνει το κεφάλι του. Τον κοιτώ βαθιά μέσα στα μάτια του και βλέπω τα μάτια μου μέσα στο χρώμα τους. - Πατέρα... - Θέλω να γυρίσω στο ταξίδι γιε μου! Σε αγαπώ αλλά άσε με να φύγω... Ήρθε η ώρα για κείνο το ταξίδι που ζητώ, για να με λυτρώσει από τους πόνους... Αργά κλείνω τα βλέφαρα και προλαβαίνω να δω τα δικά του που βουρκώνουν και τον ακούω να μου ψιθυρίζει «Καλό ταξίδι πατέρα...». Γνωρίζω πως κάποτε θα καταλάβει, ίσως και ήδη να το έχει κάνει. Μου αφήνει το χέρι και το νιώθω. Δεν πονώ πια. Στο άνοιγμα των ματιών μου βρίσκομαι και πάλι στο αεροπλάνο κοιτάζοντας και πάλι έξω από το παράθυρο. Είναι μέρα! Οι αναταράξεις έχουν σταματήσει και φαίνεται η πτήση να είναι η καλύτερη γιατί γυρνώντας το κεφάλι μου στο εσωτερικό, όλοι είναι χαμογελαστοί, δεμένοι με τη ζώνη τους και με καλωσορίζουνε με νεύματα στον κόσμο και τη διάστασή τους. Όλοι οι φίλοι μου που έχουν πεθάνει βρίσκονται εδώ! Και δεν είναι παράξενο ή παράδοξο αυτό για μένα σαν το βλέπω! Είναι η παραδεισένια ομορφιά μου! Ήρθανε να με πάρουνε και να ταξιδέψουμε μαζί για να με πάρουνε στη συντροφιά τους. Όμως... Όμως νιώθω και πάλι το χέρι μου ξαφνικά να πιέζεται και συνοφρυώνομαι. Ρίχνω κομπιασμένος μια ματιά δίπλα μου και τους βλέπω στο κάθισμα! Η Αφροδίτη, η πρώτη μου γυναίκα, και ο Νικολάκης μου. Ο πρωτότοκός μου και η όμορφη γυναίκα μου μού σφίγγουν το χέρι και με καλωσορίζουνε με το χαμόγελό τους κι αυτοί, πιο ζωντανοί από ποτέ! - Καλώς όρισες, Βασίλη μου! Σε περιμέναμε καιρό. Νικόλα... Δώσε φιλάκι στον μπαμπά! Πηδά στην αγκαλιά μου και με φιλά! Με αγκαλιάζει σαν να μη θέλει ποτέ του να με χάσει ξανά και σαν να μην ξέρει για το αν θα φύγω και πάλι. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως αγκαλιάζω και πάλι, πως αγγίξω ξανά το γιο μου.

10


αντί × λόγου

ζει.

διήγημα

Μου χαμογελά σαν βλέπει τα μουσκεμένα μάγουλα μου και μου ψιθυρί-

- Μπαμπά...Μου έλειψες...Σε αγαπώ... Με φιλάει και με σφίγγει και νιώθω πια γεμάτος και ολοκληρωμένος! Πιο γεμάτος από ποτέ. Ευτυχισμένος απόλυτα, όπως ήμουν και πριν τους χάσω, όπως τότε μαζί τους, κι όπως ποτέ ξανά δεν είχα βρει τον τρόπο να νιώσω όσα χρόνια ύστερα κι όσο όμορφα κι αν έζησα. Τι πιο γλυκό από το να είσαι με εκείνους που ποθείς και θέλεις, κι ας έχεις αφήσει τη ζωντάνια του σώματος πίσω σου. Είναι η ζωή της ψυχής σου που μετρά! Αυτή πάντα θα φωτίζει και θα φωτίζεται ανεξίτηλα στις όμορφες στιγμές του σύμπαντος! Αγκαλιάζω το Νικόλα μου σφιχτά. Δακρυσμένος μα δίχως πόνο! Τον φιλάω, γυρίζω προς την Αφροδίτη και την κοιτώ στα πανέμορφά της μάτια πριν τη φιλήσω. Δεν έχει αλλάξει σταλιά από τότε που την είδα τελευταία φορά ζωντανή, μόνο που τώρα πια μοιάζει πιο όμορφη και πιο αγγελική από ποτέ. Τους χαμογελάω! Δε φοβάμαι πια! Δεν έχω εκείνη τη βέβαιη αβεβαιότητα! Χαμογελαστός και πλήρης δείχνω τα σύννεφα στο γιο μου, τη γη κάτω μου, τον όμορφο γυαλιστερό ωκεανό στο φως της λαμπερής ημέρας και κάπου ανάμεσα στον αιθέρα, διακρίνω τη δεύτερη οικογένειά μου που με αποχαιρετά χαμογελαστή και με κατανόηση. - Εκεί ψηλά πάμε; Ρωτώ το Νικόλα μου και εκείνος μου γνέφει το ‘ναι’, χαμογελαστός, αγκαλιάζοντάς με σφιχτότερα. -... Ας τελειώσουμε λοιπόν αυτό το ταξίδι! Δίχως φόβο τώρα πια! × Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης

Το διήγημα «Φόβος» είναι από το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα Γεώργιου Ελ. Τζιτζικάκη με διηγήματα και τίτλο Ένα γέλιο... που έκλαιγε’ (2005). Παραχωρείται και αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα, αφού έχει επεξεργαστεί από τον ίδιο με κάποιες νέες προσθήκες, αγάπη και χαμόγελο, αποκλειστικά για τους αναγνώστες του ‘αντί x λόγου’. Η ενασχόληση του Γεώργιου Ελ. Τζιτζικάκη με τη συγγραφή ξεκινά από τα εφηβικά του χρόνια. Στα δεκαεπτά του λαμβάνει μέρος στον Πρώτο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας και κερδίζει το Γ’ Βραβείο από την «Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών» για το διήγημά του «Ο Ζητιάνος». Το πρώτο βιβλίο του λέγεται ‘Σιωπή... η δυνατότερη κραυγή’ (2000) και μόλις εκδόθηκε το τρίτο του βιβλίο από τις εκδόσεις Ιωλκός με τίτλο ‘Να μην ξεχάσω να ξυπνήσω’(μυθιστόρημα). Έργα του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά ανά την Ελλάδα καθώς και σε διαδικτυακούς τόπους. Οι προσωπικές ιστοσελίδες του συγγραφέα είναι : Tzitzikakis Books στο Facebook, www.myspace.com/tzitzikakisgiorgos, www.iolcos.gr

11


αντί × λόγου

βιβλίο

γράφει η Μυρτώ Πάντη

Στον αστερισμό του Ταύρου παρακαλώ. Αν είσαι από αυτούς που στον έρωτα μπορούν και δίνουν, συγχαρητήρια, οι γονείς σου σε έχουν μεγαλώσει σωστά. Αν είσαι από αυτούς που μόνο παίρνουν χωρίς να τους απασχολεί ιδιαίτερα το να δίνουν κιόλας, είσαι τυχερός, σε ζηλεύω, αλλά κατά πάσα πιθανότητα στην επόμενη ζωή να ξαναγεννηθείς ως κατσαρίδα. Αν από την άλλη είσαι από αυτούς που ξέρουν να δίνουν, ξέρουν και να παίρνουν, good for you, περπατάς στο σωστό μονοπάτι. Εγώ πάλι είμαι από αυτούς που ανήκουν στην κατηγορία ΔΞ/ΔΑ και ακολουθούν τις πλάγιες οδούς. Προφανώς και θα βρισκόμουν σε πλάνη αν έλεγα ότι μπορώ να δώσω ορισμό αυτού που λέμε «έρωτας». Για την αποφυγή λοιπόν κακών κριτικών και αποδοκιμασιών, το μόνο που επιχείρησα να κάνω ήταν μια μικρή κατηγοριοποίηση των σχέσεων... Ξεκινάμε λοιπόν με τις ‘Συμβατικές Σχέσεις’- δύο άνθρωποι γνωρίζονται, ερωτεύονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά. Συμβατική η επισφράγιση του συναισθήματος μεν, οικουμενικά συμπαθητική δε. Λένε επίσης ότι με αυτή έχεις ελπίδες να ευτυχήσεις. Συνεχίζουμε με τις ‘Σχέσεις Μετ’ Εμποδίων ’- άλλον θες, με άλλον τα’ χεις, τα’ χει και αυτός με άλλη, γίνεται το θαύμα και τα βρίσκετε, μπορεί και όχι όμως, και πάλι τα ίδια, και εσύ παρακαλάς για ένα “αλληλούια”. Για happy ending δεν μπορώ να εγγυηθώ. Φτάνουμε λοιπόν στην τρίτη κατηγορία, εκείνο το είδος σχέσεων που είναι άξιο να ειπωθούν πολλά για χάρη του, να γραφτούν ωδές, τραγούδια, ποιήματα, βιβλία. Οι ‘Άνευ Όρων Σχέσεις’. Εκεί όπου τον έρωτα τον ακολουθείς τυφλά, τον υπακούς. Μπορείς γι’ αυτόν να εγκαταλείψεις από μια δουλειά, μέχρι και ολόκληρη την κοσμοθεωρία σου. Αν έχεις. Το συναίσθημα αυτό δε σαμποτάρεται από λεπτομέρειες όπως ‘κατάλληλες συνθήκες’, εποχή, φύλο… Σου χτυπάει την πόρτα και αν ανοίξεις, έσο έτοιμος να χάσεις και το σπίτι ολόκληρο λέγοντας επιπλέον ένα ειλικρινές «Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ». Τι γίνεται όμως αν όταν το καταλάβεις είναι αργά; Χμ, τότε… Έρωτας 0 - Μαρτύριο 1. Το μαρτύριο αυτό παίρνει τη μορφή γιγάντιων ερωτηματικών και ατελείωτης εσωτερικής φλυαρίας για το πώς θα είχαν έρθει τα πράγματα αν είχες καταλάβει νωρίτερα, αν είχες φερθεί διαφορετικά. Το κεφάλι σου μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι φλίπερ. Φαντάσου μια σιδερένια μπάλα να σου χτυπάει τα τοιχώματα του κρανίου σου από μέσα. Κάπως έτσι πονάνε τα ερωτηματικά αυτά. Και εσύ απλώς πασχίζεις να μη “χάσεις τη μπάλα”.

12


αντί × λόγου

βιβλίο

Υπάρχουν ευτυχώς και άνθρωποι που έμαθαν να ζουν με το μαρτύριο αυτό, για χάρη του έρωτα. Είναι η εξιλέωσή τους που άργησαν, που είχαν τα μάτια τους κλειστά και δεν κατάλαβαν... Και ο κύκλος των χαμένων ερωτήσεων συνεχίζεται. Μπορεί ένας έρωτας να βιώνεται από ένα μόνο άτομο σε όλο του το μεγαλείο; Μπορεί να τον βιώνει ο καθένας από τους δύο σε διαφορετικό χρόνο και πάλι αυτός να είναι καθολικός; Μπορεί. Θα σε βασανίσει, ίσως σε βασανίζει για πάντα. Ίσως πάλι να υποφέρεις μόνο μέχρι τη στιγμή που είσαι έτοιμος να τον αποδεχτείς και να τον υποδεχτείς. Να τον υποδεχτείς στην καινούργια σου ζωή, η οποία είναι καινούργια γιατί η παλιά σου ζωή δεν μπορούσε να χωρέσει έναν τέτοιο έρωτα. Οπότε δε σου έμεινε επιλογή και άλλαξες τη ζωή για να μη χαλάσεις τον έρωτα. Δε σου έμεινε επιλογή. Σε βάλανε σε μια διαδικασία. Ένιωσες αναγκασμένος να μπεις. Αν και κατά βάθος το ήθελες. Αλλά ήταν νωρίς για να το ξέρεις.. Λοιπόν πάντα με γοήτευαν οι εσωτερικές αναζητήσεις και οι ατέλειωτες φιλοσοφικές συζητήσεις περί έρωτος. Δηλαδή όχι ακριβώς πάντα. Σίγουρα όμως από εκείνη τη μεταβατική περίοδο όπου άρχισα να βλέπω τους συμμαθητές μου σαν κάτι παραπάνω από χρήσιμους συμπαίκτες για να κερδίζω στα ομαδικά παιχνίδια. Οι παραπάνω τάσεις μου προς αυτού του είδους τις αναζητήσεις όμως αναζωπυρώθηκαν για τα καλά, όταν πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο πολύ διαφορετικό απ’ όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα. Η ανάγνωσή του με έκανε να αρχίσω πάλι να αναρωτιέμαι για το μεγαλείο του συναισθήματος, τις θυσίες που κάνει κάποιος για τον έρωτα, τις ψυχολογικές διακυμάνσεις και την ολοκλήρωση που αποζητά μέσα από αυτόν, με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο, μοναδικό. Γενναιόδωρη τροφή για σκέψη δίνει πιστεύω και το παρακάτω απόσπασμα... «… Μάλιστα, είπε. Και μέσα του αναδύθηκε η λέξη όμηρος. Όμηρος εθελοντής; Αιχμάλωτος. Όμηρος και αιχμάλωτος. Είμαι αλλά δε φεύγω. Δε δραπετεύω εγώ. Δεν το σκάω. Δε μου επιτρέπεται. Μου το επιτρέπουν. Μου το επιτρέπει. Αλλά δε μου το επιτρέπω». Πρόκειται για το βιβλίο του Παύλου Μάτεσι ‘Αλδεβαράν’ (Αλδεβαράν ονόμασαν οι Άραβες τον πλέον λαμπερό αστέρα στον αστερισμό του Ταύρου), όπου όλα αυτά παίρνουν μορφή, χρώμα, χαρακτήρα. Ρεαλιστικές περιγραφές, έξυπνη πλοκή, ανατρεπτικές απόψεις και άκρως ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Ένα βιβλίο που από τη στιγμή που αρχίζεις την ανάγνωση, σου απαγορεύεται να σταματήσεις αν δε φτάσεις στο τέλος. Η ταχύτητα των εξελίξεων σε συνεπαίρνει, λες και το κουβάρι της ιστορίας το ξετυλίγει λυσσασμένη γάτα… Μια ιστορία που συγκινεί και τελικά σε αφήνει να αναρωτιέσαι αν είσαι ρηχός, αδύναμος, ή απλώς τυχερός που οι πρωταγωνιστές είναι άλλοι και όχι εσύ.

×

13


αντί × λόγου

ποίηση

ΛΥΤΡΩΣΗ

γράφει ο Πέτρος Καππάς

Όλα γύρω σου γυρίζουν, έκανες να σηκωθείς, ξανάπεφτες. Ο Χρόνος είχε σταματήσει. Και εσύ στη μέση του πουθενά, ψυχή μετέωρη που παλεύει απεγνωσμένα. Είναι και αυτές οι φωνές γύρω σου, αδιάκοπες, δυνατές. Δίχως να καταλαβαίνεις τι λένε. Μόνο θες να τρέξεις, να τρέξεις, να φύγεις.

ΑΝΙΣΗ ΠΑΛΗ

Θες να φωνάξεις βοήθεια μα η φωνή σου πνίγεται μες στους λυγμούς.

Παλεύεις λυσσασμένη να νικήσεις το αναπόφευκτο, μάταια.

Απλώνεις το χέρι να βρεις μιαν αγάπη μα όσοι υπάρχουν γύρω σου σαπίζουν.

Μην κουράζεσαι, κάνε υπομονή. Όταν σε λεηλατήσει, κοίτα το στα μάτια. Κάτσε δίπλα του, πες του ένα καλό λόγο.

Νιώθεις την τρέλα να σε πλησιάζει, οι φωνές να σβήνουν, τα χρώματα να χάνονται.

Είναι καλύτερα και για τους δυο σας, θα δεις.

Τυλίγεσαι στην απελπισία σου, κολυμπάς στις λίμνες των δακρύων σου να ξεφύγεις. Ένα χέρι σε πιάνει από τον ώμο. Χαμογελάς, Υπάρχεις.

ΗΞΕΡΕΣ Ένας κρότος δυνατός σαν να σε ξύπνησε απότομα. Σταμάτησες να δεις, να καταλάβεις τι έκανες. Δεν έψαξες, δε ρώτησες, ήξερες! Ύστερα φορτώθηκες ό,τι σου έμεινε και συνέχισες .

14


αντί × λόγου

ποίηση

ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΕ ΚΟΙΤΟΥΣΕΣ Σε κοιτούσα να ξεμακραίνεις ανήμπορος να κάνω τίποτε. Μονάχα άπλωνα το χέρι, και έκανα να πω μια κουβέντα. Στάλες χοντρές δάκρυα κυλούσανε σε όλο μου το κορμί. Μια πέτρα βαριά στο στήθος μου έπνιγε κάθε ήχο. Και εσύ με κοιτούσες με μάτια μεγάλα, χαμογελαστά, σαν να μου έλεγες “δεν πειράζει, καταλαβαίνω”. Ήξερα, είχες δίκιο, δεν μπορούσα . Και ένα μαχαίρι μου 'σκιζε την ψυχή χίλια κομμάτια.

Σ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ό,τι στου χρόνου το διάβα δεν αντέχει, σαπίζει, χάνεται. Όποιος χώρο στην ψυχή του για αγάπη δεν έχει, μικρός, ανύπαρκτος αισθάνεται. Ο πόνος στη ράχη μας φορτώνεται, και μας βαραίνει. Μα η χαρά μάς κλείνει το μάτι, στη γωνιά περιμένει. Ο ήλιος τη γαλήνια θάλασσα χρυσώνει. Η αύρα την ψυχή λευτερώνει. Ένας άνεμος αλήτης της ζωής σου το πηδάλιο παίρνει. Δε μιλάει, στα μάτια σε κοιτάει, χαμογελάει.

ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ Ένας καθρέφτης σπασμένος, ένας κόσμος ρημαγμένος. Δυο μάτια σπασμένα, από το παρελθόν κομματιασμένα. Ένα μυαλό θολό, μπερδεμένο, στα σκοτάδια χαμένο. Παιδιά του σήμερα, που εχθές μεγαλώνουν.

15 φωτογραφία από την Τζόρτζια Νάστα


αντί × λόγου

σκέψεις κάτω γράφει η Άντρη Αντωνίου

Σκέψεις κάτω από το γκι Είναι και πάλι αυτή η εποχή του χρόνου. Η εποχή όπου όλα φοράνε τα γιορτινά τους. Το κλίμα της ρουτίνας αντικαθίσταται, ή τουλάχιστον οφείλει να αντικατασταθεί, από το χαρούμενο εορταστικό πνεύμα. Όλα μοιάζουν τέλεια. Φώτα, χρώματα, μελωδίες είναι εκεί να σου θυμίζουν ανά πάσα στιγμή πως δεν επιτρέπεται να είσαι κατσούφης και μίζερος. Ήρθαν τα Χριστούγεννα, η γιορτή της χαράς και της ξεγνοιασιάς, κι αν δε θέλεις να μείνεις εκτός, οφείλεις να φορέσεις το χαμόγελο της ευτυχίας και να συναθροιστείς με τις μάζες που γλεντοκοπούν. Είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα; Μπορούν λίγα φώτα και μερικά πολύχρωμα πακέτα να εξαφανίσουν ως διά μαγείας όλα μας τα προβλήματα; Περνάμε δύσκολους καιρούς. Τα ζόρια της καθημερινότητας είναι τόσα πολλά που μετά βίας μας αφήνουν να πάρουμε ανάσα. Όλοι μας πιέζουν και απαιτούν από εμάς: το χρόνο μας, την προσοχή μας, την ενεργητικότητά μας. Πόσο εύκολο είναι να μας κάνει μια γιορτή να τα αφήσουμε όλα πίσω έστω και για λίγο; Να ξεχάσουμε ότι απολυθήκαμε από τη δουλειά, ότι χάσαμε κάποιον που αγαπάμε, ότι βιώνουμε μια απέραντη μοναξιά; Χριστούγεννα. Γιορτή χαράς και ευφορίας ή γιορτή μεγέθυνσης της μελαγχολίας και των κενών της ζωής μας; Είναι γεγονός. Ό,τι και να σε βασανίζει αντέχεται ευκολότερα μια καθημερινή συνηθισμένη μέρα παρά μια μέρα γιορτής και χαράς. Αν νιώθεις όμως πως όλοι γύρω σου γλεντούν και είναι ευτυχισμένοι, πώς να αντέξεις τη δική σου μιζέρια; Όσο κι αν συνήθισες να γευματίζεις χωρίς παρέα, σίγουρα δεν μπορείς να καθίσεις μόνος στο χριστουγεννιάτικό τραπέζι χωρίς να νιώσεις το λιγότερο δυστυχής και αποτυχημένος. Είμαστε καταδικασμένοι λοιπόν αυτές τις μέρες ή μπορούμε με κάποιο τρόπο να ελαχιστοποιήσουμε την αρνητική επίδραση των γιορτών στην ψυχολογία μας; Υπάρχει τρόπος να βρούμε την πραγματική χαρά πίσω από την πλασματική χρυσόσκονη της εποχής μας; Δεν ξέρω γιατί, αλλά καθώς σκέφτομαι όλα αυτά, μου έρχονται στο μυαλό ήρωες βιβλίων που διάβασα στην παιδική μου ηλικία. Ίσως να είναι απλοϊκό να γυρεύεις λύσεις σε παραμύθια, μα απ’ την άλλη στα παραμύθια δεν κρύβονται οι μεγαλύτερες αλήθειες και τα πιο σοφά διδάγματα;

16


αντί × λόγου

από το γκι

Ας πούμε ο σκληρόκαρδος και τσιγκούνης Σκρουτζ του Καρόλου Ντίκενς. Ο Σκρουτζ ζούσε προσκυνώντας ένα μόνο θεό, το χρήμα. Μέχρι που μια παραμονή Χριστουγέννων τρία φαντάσματα τον βοηθούν να ξεπεράσει την ανικανότητα του να αγαπήσει και να προσφέρει. Ανοίγοντας την καρδιά του, καταφέρνει να προσπεράσει τη μιζέρια και τη θλίψη που περιβάλλει κάθε πτυχή της ζωής του. Η άχρωμη, άδεια και ανούσια ζωή του γεμίζει από την ικανοποίηση και τη χαρά της προσφοράς και της συνύπαρξης. Αλλά και ο μπάρμπα-Πανώφ του Λέοντος Τολστόι, στη δύση της ζωής τους κι έχοντας χάσει πλέον τα αγαπημένα του πρόσωπα, ζει μόνος και δυστυχισμένος, μη έχοντας κάτι να προσμένει. Ώσπου εκείνα τα Χριστούγεννα, που περιμένοντας τον Ιησού να τον επισκεφθεί, ανοίγει το σπιτικό του σε κάποιους μοναχικούς περαστικούς και μοιράζεται μαζί τους τα λιγοστά υπάρχοντά του και τη μεγάλη μοναξιά του. Κι είναι τόση η χαρά του στο τέλος της ημέρας που θέλει να ξεχυθεί στους δρόμους να χορέψει. Κι ο Εγωιστής Γίγαντας του Όσκαρ Γουάιλντ, καλυμμένος πίσω από το σκληρό προσωπείο του, ζει αρνούμενος τη χαρά της συνύπαρξης. Μοιάζει η ζωή του μ’ ένα ξερό τοπίο παγωμένου χειμώνα, μέχρι τη μέρα που η αγάπη κάποιων μικρών παιδιών κάνει τον κήπο και την καρδιά του ν’ ανθίσουν και δίνει σε όλα νόημα ξανά. Αγάπη. Ίσως τελικά να είναι τόσο απλό. Ίσως μόνο αυτό να χρειάζεται για να μπορέσουν τα Χριστούγεννα να γίνουν και πάλι μια πολύχρωμη γιορτή χαράς, όπως τότε που ήμασταν παιδιά. Αγάπη και προσφορά. Ας μην έχουμε μονάχα έγνοια τι θα καταφέρουμε να ψωνίσουμε, πόσο θα φάμε και πού θα γλεντήσουμε. Ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο στο διπλανό μας. Ίσως κάποιος εκεί έξω να ζει μια μεγαλύτερη μοναξιά και δυστυχία από αυτή που νομίζουμε ότι ζούμε εμείς. Κάποιος εκεί έξω μπορεί να μας έχει πραγματική ανάγκη. Ταμπουρωμένοι στους φόβους και στα θέλω μας, δεν κάνουμε τον κόπο να σταματήσουμε για λίγο και να κοιτάξουμε γύρω μας. Ίσως έχουμε τη δύναμη να κάνουμε τη διαφορά στη ζωή κάποιου άλλου. Και ποιος ξέρει; Αν δεν ήταν όλοι απασχολημένοι με τα δικά τους εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς σε μια μεγαλούπολη, αν είχαν τα μάτια και τις καρδιές τους ανοικτά, ίσως να μην πέθαινε απ’ την πείνα και το κρύο ένα μικρό κοριτσάκι, μόνο και αβοήθητο, προσπαθώντας να πουλήσει σπίρτα. Αγάπη λοιπόν. Ίσως τούτη να είναι η λύση στα προσωπικά μας αδιέξοδα. Άλλωστε δεν είναι αυτό που ήθελε να μας πει κι Εκείνος με την ενανθρώπισή του μια νύχτα στη Βηθλεέμ;

×

17


Καπετάν Μιχάλης

αντί × λόγου

γράφει ο Γιάννης Πλιώτας

Κάθε βιβλίο έχει την εποχή του, λίγα μπορούν να διεκδικήσουν τον τίτλο του κλασικού. Και κάθε βιβλίο είναι προορισμένο να προκαλέσει διαφορετικά συναισθήματα στον αναγνώστη, αναλόγως της ηλικίας και των εμπειριών του. Συζητώντας με τη φίλη μου Δέσποινα τις προάλλες, συμφωνήσαμε στις παραπάνω προτάσεις, τόσο πολύ που παραλίγο να εκδώσουμε και ένα μίνι μανιφέστο. Κατόπιν τις γενικεύσαμε, φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι στη χώρα μας η ανάγνωση σκοτώνεται σε μικρή ηλικία. Αν μεγαλώσει, ποιος ξέρει σε τι μπελάδες θα μπορούσε να μας βάλει όλους μας. Η κουβέντα ξεκίνησε με αφορμή ότι σε μια τάξη γυμνασίου, η φιλόλογος ανέθεσε στα παιδιά να διαβάσουν τον Καπετάν Μιχάλη και κατόπιν να τον αναλύσουν. Ναι, αυτόν. Για τον ίδιο Καπετάν Μιχάλη μιλάμε. Του Καζαντζάκη. Μην ανησυχήσετε όμως αν εσείς δεν τον έχετε διαβάσει. Ούτε εγώ τον έχω διαβάσει. Ζούμε σε μια χώρα όπου η αναλογία αναγνωστών προς συγγραφέων σε λίγα χρόνια θα τείνει στη μονάδα και επίσης σε μια χώρα όπου η μόνη ευκαιρία να διαβάσεις μια γραμμή από Σαραμάγκου ή Θέμελη είναι στο status κάποιου φίλου στο facebook (δεν είναι καθόλου κακό βέβαια αυτό, το αντίθετο). Στην ίδια χώρα λοιπόν, δάσκαλοι, καθηγητές και γονείς καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να εκμηδενίσουν την όποια όρεξη των μαθητών για ανάγνωση. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί γιατί πλέον στην Ελλάδα έχουν εξαφανιστεί οι αναγνώστες ποίησης. Μήπως φταίει ο τρόπος εκπαίδευσης; Εμένα προσωπικά από τα κείμενα όλων των τάξεων, μου έχει μείνει στο μυαλό μόνο το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» και αυτό ίσως εκ παραδρομής ο εγκέφαλος ξέχασε να το διαγράψει. Πόσους σας έχει βασανίσει η ερώτηση-παγίδα: «Τι ήθελε να πει ο ποιητής;» Προφανώς κάτι θα ήθελε να πει, αλλά επειδή θα ‘χει πεθάνει εδώ και δεκαετίες και κανείς δε σκέφτηκε να καταψύξει το μυαλό του για να το μελετήσουμε στο μέλλον, η ερώτηση μάλλον θα αρχειοθετηθεί ως αναπάντητη. Νόημα και αξία το γραπτό αποκτά μέσω των αναγνωστών. Δεν έχει τόσο σημασία τι σκεφτόταν ο συγγραφέας, σημασία έχει ποιο μήνυμα έφτασε στον κάθε ξεχωριστό αναγνώστη.

18


αντί × λόγου

φραπές σκέτος

Παρόλα αυτά, ας εξετάσουμε και μία ακόμα πιο “εναλλακτική” άποψη: τελικά η ανάγνωση όντως χρησιμεύει σε κάτι; Σίγουρα μπορώ να σκεφτώ αρκετούς ανθρώπους (και φίλους μου) οι οποίοι κάποτε, στο σχολείο, τσακώθηκαν άσχημα μαζί της, αντάλλαξαν βαριά λόγια και αποφάσισαν να την εκδικηθούν αγνοώντας την επιδεικτικά. Αυτοί δε θα κέρδιζαν κάτι διαβάζοντας ένα βιβλίο, η ζωή τους δε θα μεταβαλλόταν ιδιαίτερα, μιας και είναι πλήρης ήδη. Γι’ αυτούς το διάβασμα θα ήταν μια ουδέτερη πράξη σαν να έτρωγαν ένα cheesecake ή σαν να άκουγαν ένα αδιάφορο τραγούδι στο ραδιόφωνο. Ή ακόμα και σαν να άκουγαν το cheese cake ή να έτρωγαν το τραγούδι. Μια πράξη χωρίς αντίκρυσμα. Εσείς όμως για να διαβάζετε αυτές τις σειρές, σημαίνει ότι ανήκετε στην άλλη κατηγορία. Στους “άλλους”. Τους “αλλιώτικους”. Σ’ αυτούς που κάνουν τον κόπο να το ανοίξουν το ριμάδι το βιβλίο, να το ξεφυλλίσουν, να βυθιστούν και λίγο πιο βαθιά απ’ το εξώφυλλο. Σε εσάς απευθύνεται αυτό το ανοιχτό γράμμα διαμαρτυρίας· μάλλον όχι διαμαρτυρίας, γκρίνιας καλύτερα, αν και είναι λίγο οξύμωρο. Για να έχετε φτάσει ως εδώ, σας κατάφερα να διαβάσετε λίγο ακόμα στη ζωή σας, για την ακρίβεια 514 λέξεις παραπάνω. Και τι μ’ αυτό, θα αναρωτηθείτε. Στάλα στον ωκεανό, τίποτα δεν είναι, αλλά μερικές φορές οι στάλες κάνουν τις ιδέες να κυλούν. Και αφού εσείς ήδη διαβάζετε, λοξοκοιτάω και παραδίπλα. Ναι για εσάς μιλάω, τους «άλλους-άλλους». Τους παραδίπλα. Όσους σήκωσαν το φρύδι τους δύσπιστα. Εσάς που δεν καταπίνετε δύο και τρία βιβλία το μήνα, αλλά έχετε διάθεση να βρείτε κάτι που να σας κεντρίζει το ενδιαφέρον, κάτι διαφορετικό από εκείνη την ορθογώνια συσκευή παραγωγής βλακείας. Ανοίξατε το αντί x λόγου από φοιτητική περιέργεια. Ωραία. Ενώ περιμένετε στη στάση, είστε στριμωγμένοι στο λεωφορείο, αράζετε στο κυλικείο, βρεθήκατε στη συνέλευση (και φυσικά βαρεθήκατε), πήζετε στο μάθημα. Δεν υπάρχει λόγος να εξορίζετε όμορφα πράγματα απ’ την καθημερινότητά σας. Λογοτεχνία δεν είναι ο δάσκαλος με το χάρακα στο χέρι, ούτε το να μάθετε ένα ποίημα απ’ έξω επειδή έτσι. Λογοτεχνία είναι το σύνθημα γραμμένο σε τοίχο: «Εγώ κληρονόμος πουλιών, πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω». Και λογοτεχνία είναι να κατεβάσεις στο iphone και στο htc την Αντιζωή του Φίλιπ Ροθ ή τις Αλήθειες των Άλλων του Νίκου Θέμελη. Και από μαγκιά να διαβάζεις δυο σελίδες όποτε βρίσκεις χρόνο. Ναι, στο ημίχρονο του αγώνα, στο διάλειμμα του τίτσου και στην ουρά πριν παραγγείλεις φραπέ μέτριο. Γιατί όχι; Και φτάσαμε τις 726 λέξεις. Σας κλείνω το μάτι. Διαβάστε.

×

19


διήγημα

αντί × λόγου

Η Αριάδνη και ο λαβύρινθος των κυδωνιών Παραμέρισε τις φλούδες με το αριστερό της χέρι ενώ ταυτόχρονα έριξε με το δεξί το καθαρισμένο κυδώνι στη λεκάνη. Το τρίτο στη σειρά. Το φρεσκοκομμένο διέφερε αισθητά από τα προηγούμενα δύο που είχαν μαυρίσει από την αναμονή και την οξείδωση. Τα κοίταξε. Τρία κυδώνια σε σαράντα λεπτά δεν ήταν κάποιο μεγάλο επίτευγμα. Ίσως κάποιο μεγάλο αρνητικό επίτευγμα αλλά σίγουρα όχι κάτι σπουδαίο. Κάθε Σεπτέμβρη όμως δεν επαναλαμβανόταν το ίδιο; Πήρε το επόμενο και με το μαχαίρι άρχισε να ξεγυμνώνει την κιτρινωπή του σάρκα. Με κάθε κοπή του όμως σκάλιζε και τη μνήμη της. Η αλήθεια είναι πως λειτουργούσε περισσότερο ως σκαπανέας αναμνήσεων παρά ως μαχαίρι. Ένας αιχμηρός σκαπανέας που ξεφλούδιζε απαλά τη μνήμη της μαζί με τη φλούδα του κυδωνιού. Κάθε κομμένη φλούδα και μια γλυκιά ανάμνηση. Η διαδικασία αυτή τη γυρνούσε πολλά χρόνια πίσω. Στα καλοκαίρια στο χωριό. Μικρή παιδούλα, να τρέχει με τα αγόρια και να κυλιέται στα χώματα σαν σωστό αγοροκόριτσο. Με το που πατούσε το πόδι της, τέλη Ιούνη, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού έως ότου αρχές Σεπτέμβρη να τη σύρουν οι γονείς της με το ζόρι στο αυτοκίνητο, οι λάσπες στο πρόσωπό της δεν την εγκατέλειπαν. Έμοιαζε μονίμως με Αφρικανό ιθαγενή. Προσπαθούσε πάντα να αποδείξει πως είναι καλύτερη από τ’ αγόρια. Να σκαρφαλώσει αυτή στο πιο ψηλό σημείο του δέντρου, να σκάψει αυτή το βαθύτερο λάκκο, να χτυπήσει αυτή τα περισσότερα σπουργίτια με τη σφεντόνα, να σηκώσει αυτή τα περισσότερα μέτρα σούζα με το ποδήλατο. Ακόμα και όταν βάλανε διαγωνισμό για το ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, αυτή ήθελε να προσπαθήσει. Έγινε ρεζίλι. Για τέσσερις μέρες δε βγήκε από το σπίτι. Τα παιδιά που σήμερα είναι άντρες το συζητάνε ακόμα και την πειράζουν όταν σπάνια πλέον τη συναντούν. Παρόλα αυτά δεν πτοήθηκε. Μια ήττα δε θα έφερνε την καταστροφή. Άλλωστε δεν ήταν φτιαγμένη για τέτοιους φτηνούς διαγωνισμούς. Εκείνη ήθελε να κατακτήσει τα μεγάλα πράγματα. Ήθελε να μαζέψει τη βροχή πριν πέσει από τα σύννεφα και να παγιδεύσει τον άνεμο του κάμπου στις χούφτες της. Απλώς αναζητούσε την κατάλληλη ευκαιρία. Νέες φλούδες σκόρπιες τριγύρω. Άλλο ένα κυδώνι στη λεκάνη. Πόσες ακόμα αναμνήσεις; Το χωριό, κάθε καλοκαίρι, κάθε νέο καλοκαίρι σου πρόσφερε και νέα πράγματα. Λες και τα κρατούσε μυστικά τον προηγούμενο καιρό και τα αποκάλυπτε ξαφνικά για να μην το βαρεθείς. Έτσι λοιπόν αποκαλύφθηκε και η συνωμοσία των αγοριών. Το γνώριζαν από πάντα αλλά δεν της το μαρτυρούσαν. Φοβόνταν ίσως ότι θα τους ντρόπιαζε. Είχε και το όνομα του μύθου… Του μύθου της. Τον είχαν ακούσει πάμπολλες φορές από την ίδια, από τη φίλη τους. Την Αριάδνη. Ήταν αρχές φθινοπώρου λίγες μέρες πριν τους εγκαταλείψει. Είχε μόλις βραδιάσει και είχαν μαζευτεί στην αγαπημένη τους αλάνα, στην άκρη στα πεζούλια, κάτω από τη μοναδική λάμπα του δρόμου που φώτιζε - οι άλλες μυστηριωδώς είχαν σπάσει από κάποια σφεντόνα. Στεκόταν στο κέντρο και τους εξιστορούσε ξανά με ένα δικό της λυρικό τρόπο το μύθο που τόσο αγαπούσε. Αυτή τη φορά προσθέτοντας στοιχεία της σύγχρονης ζωής.

20


αντί × λόγου

διήγημα

Τους έλεγε πως ο πατέρας της ο Μίνωας ήταν πολύ πλούσιος. Είχε σπίτια πισίνες, αυτοκίνητα, εξοχικά. Αλλά ήταν και κάπως κακός κι έκανε ό,τι ήθελε. Εκείνη είχε γνωρίσει έναν πανέμορφο άντρα που οδηγούσε τη φεράρι της εποχής. Το όνομα αυτού… Θησέας. Οι δυο τους αγαπηθήκανε παράφορα με την πρώτη ματιά και πήγαν βόλτα με τη φεράρι του. Συνεχίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, στο σημείο του Μινώταυρου, του λαβύρινθου και του μίτου, ο Αργύρης, ένα νεαρό αγόρι του χωριού που είχε προστεθεί στην παρέα πρόσφατα, είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ με την ιστορία μιας και την άκουγε πρώτη φορά που του ξέφυγε μια φράση. «Πω! Τι χαμός εκεί μέσα στο λαβύρινθο, σαν τις κυδωνιές στο Σβούζι θα ήταν που έχουν και Μινώταυρο». Οι άλλοι τον κοίταξαν τρομαγμένοι και κάποια «σουτ» και «σώπα» ακούστηκαν. Κυδωνιές; Ποιες κυδωνιές; Και τι Μινώταυρος ήταν αυτός; Ερωτήσεις που έμεναν αναπάντητες. Τα παιδιά δε μαρτυρούσαν τίποτα, δε βγάζανε άχνα. Είχαν ξαφνικά πιει το αμίλητο νερό. Ο αρχηγός τους ο Γιαννιός ήθελε να θολώσει τα νερά χωρίς επιτυχία. Τους μυρίστηκε όμως εκείνη. Στο Σβούζι δεν πήγαιναν παρά σπάνια. Μόνο απέξω περνούσαν και στα γρήγορα. Δεν είχε καταλάβει ποτέ το γιατί και ήρθε η στιγμή να το μάθει. Μετά από πιέσεις το μυστικό αποκαλύφθηκε. Στην πίσω μεριά του λόφου, σε όλη την πλαγιά, υπήρχαν κυδωνιές. Αμέτρητες κυδωνιές. Ένα δάσος από κυδωνιές. Κι αυτό το δάσος ανήκε στο τέρας του δάσους. Όταν άκουσε για τέρας γέλασε με την ψυχή της. Τα αγόρια όμως ήταν σοβαρά και την κοιτούσαν με βλέμμα διαπεραστικό κατηγορώντας τη σιωπηλά που τους κορόιδευε και περίπαιζε τα γεγονότα. Σταμάτησε και τους αντίκρισε έναν έναν στα μάτια. Σοβαρολογούσαν. Ζήτησε να μάθει όλη την ιστορία τότε. Ο Γιαννιός, με τη βοήθεια του δίδυμου αδερφού του Κωστή, της είπε για το τέρας του λόφου Σβούζι. Υπήρχε χρόνια αυτό το δάσος. Από την εποχή της προ-προ-προγιαγιάς τους. Τόσο παλιό ήταν. Τα δέντρα εκεί βγάζαν καρπούς κίτρινους σαν να έχουν πυρετό. Άρρωστους. «Καταραμένο» έλεγε συνεχώς ο Κωστής, «καταραμένο πράμα». Είχαν πάει κάποτε να δοκιμάσουν τα κυδώνια και τους είχε μουδιάσει το στόμα. Δεν μπορούσαν να μιλήσουν. «Το τέρας φυλάει καλά την περιουσία του», είπε ο Γιαννιός, «ακόμα κι τα φρούτα έχει δηλητηριάσει». Ο Λάμπρος, ο πιο μικρός της παρέας, ρώτησε τι ήταν το κυδώνι. Ευτυχώς, γιατί ούτε η Αριάδνη γνώριζε αλλά δεν ήθελε να το δείξει. «Ήταν αχλάδια κάποτε κι αυτό το τέρας τα έκανε έτσι» είπε ο Κωστής. «Τα δηλητηρίασε σας λέω». Τους είπε πως προσπάθησε να μπει μέσα στο δάσος μια φορά, αλλά ήταν τόσο «περίεργο και μπερδευτικό» που δεν μπορούσε να βγει μετά. Σαν το λαβύρινθο του Μίνωα. Ευτυχώς οι φωνές του Γιαννιού τον έσωσαν. Φώναζε απ’ έξω συνεχώς και κατάφερε έτσι να βρει τον δρόμο και να βγει. «Σώθηκα από θαύμα, γιατί το τέρας παραμόνευε. Το άκουγα που ούρλιαζε από μακριά». Είπαν πως ο Μινώταυρος τους είχε καταλάβει και πλησίαζε. Άκουγαν τα κλαδιά που έσπαγε στο πέρασμά του και τα βαριά του βήματα τράνταζαν το έδαφος καθώς έτρεχε να τους προλάβει. Σιώπησαν κι οι δυο τους για μια στιγμή ηλεκτρίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την ατμόσφαιρα. Γνώριζαν και αυτοί να διηγούνται ιστορίες. Τα παιδιά μαζεύτηκαν ακόμα περισσότερο στις θέσεις τους. Ακόμα και η Αριάδνη σκιάχτηκε κάπως και δάγκωσε τη γλώσσα της για να μην το δείξει. Αυτός ο Μινώταυρος, αυτό το τέρας του δάσους των κυδωνιών, ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Έτσι υποστήριζαν τα δίδυμα και όλα τα παιδιά συμφώνησαν. Ένα τέρας ψηλό, δυνατό και άγριο που κρατούσε ένα μεγάλο άσπρο ρόπαλο και γυρόφερνε στο δάσος του για να βρει τους εισβολείς και να τους σκοτώσει. Την ώρα που έδυε ο ήλιος, αν πήγαινες εκεί κοντά θα άκουγες τα ουρλιαχτά του. Κανείς δεν τολμά να πλησιάσει τέτοιες ώρες εκεί. Όλοι το φοβούνται, ακόμα και οι μεγάλοι.

21


διήγημα

αντί × λόγου

Πολλοί λέγανε πως στην καλύβα του είχε βαζάκια με κομματάκια ανθρώπινου κρέατος πνιγμένα μέσα στο αίμα. Κάθε μέρα άνοιγε από ένα και το έτρωγε. Ράφια ολόκληρα από βαζάκια. Τότε της ήρθε η ιδέα. Αυτό ήταν, να η ευκαιρία που περίμενε. Σηκώθηκε απότομα τρομάζοντάς τους όλους χωρίς να το θέλει. «Εγώ είμαι αυτή» αναφώνησε και όλοι την κοίταξαν με απορία μέσα στην τρομάρα τους. «Εγώ είμαι αυτή που θα πλησιάσω την καλύβα του Μινώταυρου. Και όχι μόνο θα πλησιάσω, αλλά θα φέρω και αποδείξεις. Θα φέρω ένα από τα βαζάκια του. Θα φέρω ένα βαζάκι γεμάτο ανθρώπινο κρέας» και κοίταξε όλα τα παιδιά υπεροπτικά. Επικράτησε μια στιγμή σιγής και ύστερα… όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Ήταν η σειρά τους να το κάνουν. Η Αριάδνη, να πάει έως την καλύβα του Μινώταυρου και μάλιστα να φέρει και ένα βαζάκι πίσω! Το καλύτερο ανέκδοτο που είχαν ακούσει. Το μόνο που είπε εκείνη ήταν «Θα το δείτε… Αύριο το σούρουπο». Κράτησε το καθαρισμένο κυδώνι στα χέρια της. «Το σούρουπο…» σιγοψιθύρισε και χαμογέλασε ρίχνοντας ασυναίσθητα το βλέμμα της για λίγες στιγμές στις φλούδες του, και συνέχισε το καθάρισμα. Το απόγευμα της επομένης ήταν έτοιμη. Ο κολλητός της ο Παναγιώτης, που ήταν και λιγάκι ερωτευμένος μαζί της, την περίμενε έξω από το σπίτι. Προσπαθούσε να την πείσει να μην το κάνει. Οι άλλοι απλώς δεν πίστευαν πως θα το τολμήσει και δεν ασχολήθηκαν. Το είχε πάρει όμως απόφαση. Πήρε την παλιά σχολική της τσάντα, τη φόρτωσε με τα απαραίτητα και καβάλησε το ποδήλατό της. Αναλογίστηκε για λίγο τι πήγαινε να κάνει. Δε φοβήθηκε. Χαμογέλασε μόνο και κοίταξε μπροστά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκανε σινιάλο στον Παναγιώτη και ξεκίνησαν μαζί για το Σβούζι. Όταν έφτασαν στους πρόποδες τους λόφου, ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει αρκετά. Ο Παναγιώτης προσπαθούσε σε όλο το δρόμο να την πείσει να γυρίσει. Μάταια όμως. Του ζήτησε απλώς να κάνει αυτό που είχαν συμφωνήσει στη διαδρομή. Εκείνος της έδειξε από πού έπρεπε να μπει στο δάσος και υποσχέθηκε ξανά πως θα περιμένει ένα δεκάλεπτο ως μάρτυρας για να αποδείξει πως δε βγήκε από αυτό αμέσως. Ιώδη χρώματα είχαν κατακλύσει τον ουρανό και εκείνη στεκόταν μπροστά απ’ την πρώτη κυδωνιά. Στο μυαλό της ανέτρεξε το μύθο του Θησέα. Από τη στιγμή που τον γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά ήταν πεπεισμένη πως θα πετύχαινε το στόχο της. Άνοιξε την τσάντα και έβγαλε ένα φακό κι ένα τεράστιο κουβάρι. Τα εκατοντάδες πασουμάκια της ήταν υπεραρκετά, δε χρειαζόταν άλλα, ούτε κασκόλ ούτε γάντια ούτε τίποτα. Είχε κλέψει όλο το μαλλί πλεξίματος της γιαγιάς της και είχε δημιουργήσει έναν πολύχρωμο μίτο. Θα τον χρησιμοποιούσε όπως και ο Θησέας για να μπορέσει να βρει το δρόμο να γυρίσει. Τον έδεσε στο δέντρο, έκλεισε το μάτι στον Παναγιώτη και ξεκίνησε το ταξίδι στο λαβύρινθο. Ήταν όντως ένα άτακτο και πυκνό δάσος από κυδωνιές. Ο τρόμος παραμόνευε παντού. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τίποτα παρά μόνο πώς να φτάσει όσο πιο βαθιά γινόταν και πώς να μη σκοντάψει στο διάβα της. Κάποια στιγμή άκουσε ένα ουρλιαχτό. Πάγωσε. Στάθηκε ακίνητη και αφουγκράστηκε, αλλά τίποτα άλλο δεν ακούστηκε. Μόνο μια κουκουβάγια από μακριά. Έβγαλε από την τσάντα της μία σοκολάτα και μάσησε ένα κομματάκι. Ένιωσε καλύτερα και προχώρησε. Ο μίτος της συνέχιζε να ξετυλίγεται πίσω της. Πλησίαζε. Όλο και πλησίαζε. Δεν γνώριζε πού αλλά το διαισθανόταν πως πλησίαζε κάπου. Ύστερα από ώρα περιπλάνησης αυτό το κάπου πήρε πραγματικές διαστάσεις. Ήταν ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι.

22


αντί × λόγου

διήγημα

Σοκαρίστηκε. Ήταν πανέμορφο. Αν και είχε νυχτώσει για τα καλά, το φεγγάρι ήταν πολύ δυνατό και φώτιζε όλο τον περίγυρο. Περίμενε να αντικρύσει μια καλύβα ή μια σπηλιά, αλλά αντί αυτών βρήκε ένα παλιό αρχοντικό. «Παγίδα» σκέφτηκε αμέσως. «Παγίδα θα είναι για να τραβάει τους επισκέπτες στο άντρο του ο Μινώταυρος». Αποφάσισε να φέρει το γύρο του περίβολου για να ελέγξει το μέρος. Ο μίτος συνέχιζε να ξετυλίγεται. Τότε το ουρλιαχτό ακούστηκε ξανά. Πολύ κοντά αυτή τη φορά. Μέσα από το δάσος των κυδωνιών ακριβώς πίσω της. Πανικοβλήθηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να τρέξει προς το σπίτι ή να μπει μέσα στο δάσος από εκεί που προερχόταν το ουρλιαχτό; Τελικά έκανε κάτι ενδιάμεσο. Έτρεξε τυχαία προς μια κατεύθυνση, εκεί που έμοιαζε πως ήταν ένα πηγάδι. Διέκρινε με την άκρη του ματιού της ένα τεράστιο ον να τρέχει κατά πάνω της. Δεν ήταν μόνο του. Στο βάθος μια θηριώδης σκιά προχωρούσε κι αυτή προς το μέρος της. Συνέβησαν τότε δύο περιστατικά. Το πρώτο ον όρμησε ψηλά της και την έριξε κάτω και είδε στιγμιαία το δεύτερο να μπλέκει τα πόδια του στο μίτο που τραβούσε και να σκοντάφτει πέφτοντας και εκείνο κάτω. Μετά έχασε τις αισθήσεις της. Χαμογέλασε. Τα κυδώνια στη λεκάνη έγιναν έξι. Την περίμεναν πολλά ακόμα. Χαμογέλασε ξανά και άρπαξε το επόμενο. Άνοιξε τα μάτια της. Αντίκρυσε γκρίζο. Δεν είχε αντίληψη του περιβάλλοντος γύρω της. Όλα ήταν ακόμα θολά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της αρκετές φορές. Όταν καθάρισε το βλέμμα της είδε μπροστά της έναν τοίχο. Ήταν από πέτρα. Συνήλθε στη στιγμή. Βρισκόταν στο άντρο του τέρατος. Άραγε σε κάποιο μπουντρούμι; Ένιωσε κάτι υγρό στο μάγουλό της. Γύρισε απότομα να κοιτάξει. Έβγαλε μια κραυγή και μαζεύτηκε στην άκρη. Κοφτερά δόντια με μια υγρή γλώσσα να προεξέχει ανάμεσά τους την κοιτούσαν. «Μας κατατρόμαξες κοριτσάκι» ακούστηκε κάπου από το βάθος του δωματίου μια φωνή. «Και εμένα και τον Ιβάν». Ο Ιβάν, ένας καυκάσιος ποιμενικός με παχύ τρίχωμα, την παρατηρούσε επίμονα με τη γλώσσα του να κρέμεται και να στάζει σάλια. «Δεν κυκλοφορούν τα κοριτσάκια βραδιάτικα μέσα στο δάσος. Και αυτό το κουβάρι σου. Αχ! Κόντεψε να μας σπάσει κανένα χέρι». Ο Ιβάν γαύγισε σαν να συμφωνούσε και τα σάλια του πετάχτηκαν και έβρεξαν στο πρόσωπό της. »Σε μυρίστηκε καθώς γυρνούσαμε από την απογευματινή μας βόλτα. Έτρεξε μπροστά και θέλησε να παίξει. Μη σε τρομάζει η εμφάνισή του. Είναι καλόψυχος και ήσυχος πολύ. Εγώ ακολουθούσα. Χωρίς τον Ιβάν όμως δεν μπόρεσα να καταλάβω το κουβάρι σου και σκόνταψα πάνω του. Αλήθεια, τι το ήθελες το κουβάρι; Όπως και να έχει με κατατρόμαξες όταν σε βρήκα αναίσθητη στο έδαφος. Ευτυχώς είχες απλώς λιποθυμήσει. Σε έφερα εδώ και να’ μαστε λοιπόν». Δε μιλούσε. Είχε τρομοκρατηθεί. Προσπαθούσε να εντοπίσει τον κάτοχο της φωνής, αλλά με το λιγοστό φως της φωτιάς που έβγαινε από το τζάκι της ήταν δύσκολο. Πρέπει να βρισκόταν καθιστός πίσω από τη γυρισμένη πολυθρόνα στο βάθος, γιατί είδε στο μπράτσο της κάτι να σαλεύει. Είχε δίκιο. Σηκώθηκε. Ήταν τεράστιος. Έφτανε σχεδόν ως το ταβάνι. Κινήθηκε αργά σε μια στοίβα από κούτσουρα. Άρπαξε δύο και με την ίδια νωχελική ταχύτητα κατευθύνθηκε προς το τζάκι και τα έριξε μέσα. Η φλόγα του αναδεύτηκε και δυνάμωσε στη στιγμή. Το δωμάτιο φωτίστηκε κάτω από τον τσιριχτό ήχο των ξερών κούτσουρων. «Θα είναι καλύτερα για σένα τώρα» είπε και γύρισε προς το μέρος της να την αντικρύσει. Εκείνη ούρλιαξε από τρόμο. Τα μάτια του δεν είχαν κόρες. Ήταν ολόασπρα.

23


διήγημα

αντί × λόγου

Ο Ιβάν γαύγισε ξανά και σάλια πετάχτηκαν. Δεν έδειξε να εκπλήσσεται με την αντίδρασή της, μονάχα χαμογέλασε. «Θα με φας;» τον ρώτησε. Αυτός με φυσικότητα της είπε «Όχι». «Θα με κάνεις κομματάκια και θα με βάλεις σε βαζάκι;» ξαναρώτησε. Αυτή τη φορά δεν είπε τίποτα. Κατευθύνθηκε δεξιά και άνοιξε μια πόρτα. Ακούστηκαν ντουλάπια να ανοιγοκλείνουν και γυαλικά να μετακινούνται. Ξαναγύρισε κρατώντας ένα πιατάκι. Την πλησίασε και της το έδωσε. Το κρεβάτι όπου στεκόταν ήταν χαμηλό και το χέρι του βρισκόταν ψηλά, έτσι δεν μπορούσε να δει το περιεχόμενό του. Το πήρε στα χέρια της. Άλλη μια τσιριχτή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της και το πιάτο έπεσε μπροστά της σκορπίζοντας το περιεχόμενο τριγύρω. Ήταν κοκκινωπά κομματάκια πνιγμένα σε ένα εξίσου κοκκινωπό πηχτό υγρό. Ο Ιβάν με ένα πήδο ανέβηκε πάνω στο κρεβάτι και το τράνταξε για τα καλά. Το αναπάντεχο τράνταγμα την έκανε να σταματήσει να ουρλιάζει. Είδε το τεράστιο σκυλί να πέφτει μπροστά στα πόδια της και να γλείφει το κοκκινωπό υγρό. «Ιβάν! Αμέσως κάτω». Ο Ιβάν κλαψούρισε και έβγαλε ένα μικρό ουρλιαχτό, δεν άκουσε όμως το αφεντικό του και συνέχισε να γεύεται το αναποδογυρισμένο περιεχόμενο. «Είπα αμέσως κάτω. Δεν σου έχω πει ότι δεν κάνει να τρως γλυκά;». Έτεινε τα χέρια του μπροστά και άρχισε να ψαχουλεύει στον αέρα για να βρει το σκυλί. Το άρπαξε από το κολάρο του και το κατέβασε. Το κρεβάτι ταλαντεύτηκε και τα πίσω πόδια του εκσφενδόνισαν κατά λάθος υγρό στο πρόσωπο και στα χείλη της Αριάδνης. Το γεύτηκε άθελά της. Ήταν όντως γλυκό. Πολύ γλυκό. Και νόστιμο. «Κάτσε ήσυχα εδώ» είπε στο σκυλί επιτακτικά και το έβαλε να καθίσει μπροστά από την καρέκλα του. Ύστερα κάθισε και εκείνος. «Τι είναι αυτό κύριε Μινώταυρε;» ρώτησε η Αριάδνη και έδειξε τα κόκκινα κομματάκια. Ένα τρανταχτό γέλιο βγήκε από το στόμα του. Όταν σταμάτησε να γελάει τη ρώτησε εκείνος με τη σειρά του. «Σε τρομάζει και εσένα η μαμά σου με το Μινώταυρο του Σβούζι;» «Όχι κύριε Μινώταυρε, όχι. Η μαμά μου πιστεύω δε σας γνωρίζει καθόλου και δηλαδή ούτε η γιαγιά μου ή ο παππούς μου, μου, μου έχουν πει κάτι για εσάς. Βλέπετε δηλαδή δεν είμαι από εδώ. Δηλαδή από εδώ είμαι αλλά δεν είμαι εδώ. Δηλαδή να εδώ είμαι τώρα αλλά δηλαδή μένω αλλού και έρχομαι μόνο το καλοκαίρι και οι φίλοι μου δηλαδή που είναι και αυτοί εδώ το καλοκαίρι μου είπαν για εσάς κύριε Μινώταυρε και να δηλαδή από εκεί σας ξέρω και δηλαδή μόλις εχθές σας πρωτάκουσα. Και κάντε μου μια χάρη, μη με φάτε ούτε να με κάνετε κομματάκια και να με βάλετε σε βαζάκι». Εκείνος γέλασε ξανά με την ψυχή του. «Πώς σε λένε κοριτσάκι;» ρώτησε στο τέλος. «Με λένε Αριάδνη». «Αριάδνη; Δηλαδή Αριάγνη, δηλαδή άρι και αγνή που δηλαδή σημαίνει πολύ αγνή. Δηλαδή που λες και εσύ δηλαδή» και γέλασε ξανά. «Αποκλείεται όμως να με πρωτάκουσες εχθές. Εσύ; Η Αριάδνη; Η κόρη του Μίνωα;». «Όχι κύριε Μινώταυρε. Όχι. Το Μινώταυρο και το Μίνωα δηλαδή τον γνωρίζω από μωρό παιδί. Να σας πω και την ιστορία δηλαδή για να δείτε. Τον παλιό Μινώταυρο τον ξέρω, για εσάς άκουσα εχθές πρώτη φορά. Καταλάβατε δηλαδή κύριε Μινώταυρε;». «Το όνομά μου είναι Θησέας» είπε εκείνος με χαμόγελο. «Θησέας;» είπε με έκπληξη η Αριάδνη. «Μα πώς γίνεται;» «Αν θέλει ο κόσμος… Από Θησέα σε κάνουν εύκολα Μινώταυρο ξέρεις…». Σιώπησε και χασκογέλασε λιγάκι. Η Αριάδνη άρχισε να καταλαβαίνει πως τα πράγματα δεν ήταν όπως έδειχναν και πιθανόν όχι και τόσο επικίνδυνα όσο νόμιζε στη αρχή. Ήρθε η ώρα των ερωτήσεων. «Δηλαδή; Πώς σε κάνουν;».

24


αντί × λόγου

διήγημα

«Χα! Να και ένα δηλαδή που πραγματικά κολλάει» είπε ο Θησέας και ο Ιβάν γαύγισε δείχνοντας για ακόμα μια φορά πως συμφωνεί. «Είσαι μικρή για να καταλάβεις τον κόσμο και πώς αυτός σε φέρνει γύρω. Ο κόσμος είναι σαν το κυδώνι ξέρεις. Στυφός και άνοστος. Αλλά αν τον μαγειρέψεις έτσι όπως πρέπει και όπως του ταιριάζει, τότε γίνεται πολύ πολύ νόστιμος. Σήκω να σου δείξω». Αυτός σηκώθηκε και πήγε αργά σε μια γωνία. Πήρε ένα λευκό μπαστούνι και χάιδεψε τον Ιβάν που τον ακολουθούσε συνεχώς. «Έλα, δεν πρόκειται να σε φάω. Μη φοβάσαι. Ο Θησέας είμαι, όχι ο Μινώταυρος». Κανένας κίνδυνος. Ήταν σίγουρα ένας Θησέας. Το διαισθανόταν. Τον ακολούθησε. Μπήκαν στο δεύτερο δωμάτιο και από εκεί στην εξώπορτα. Εκείνος χτυπούσε συνεχώς το μπαστούνι του στο έδαφος. Ο Ιβάν πάντα δίπλα του. Βγήκαν στην αυλή με το φεγγάρι ακριβώς από πάνω τους να λάμπει. «Αυτή είναι η περιουσία μου» είπε και έδειξε με το μπαστούνι του τον περίγυρο. «Αυτό το δάσος. Αυτές οι κυδωνιές. Περνάνε γενιές ολόκληρες από πατέρα σε γιο, ή από Μινώταυρο σε Μινώταυρο» είπε με νόημα. «Μια μέρα θα τα πάρει όλα αυτά ο γιος μου. Μέχρι τότε όμως εγώ θα εκμεταλλεύομαι το γλυκό μυστικό τους. Πάμε πάλι μέσα». Προχώρησε προς κάτι ντουλάπια. Άνοιξε ένα το οποίο ήταν γεμάτο με βαζάκια. Βαζάκια με κόκκινα κομματάκια σε κόκκινο πηχτό υγρό. «Ορίστε το μυστικό». Άρπαξε ένα στα χέρια του. «Άνοιξέ το και πρόσεξε μη το χύσεις κι αυτή τη φορά» της είπε αστειευόμενος. Το πήρε στα χέρια της. Το κοίταξε καλά πρώτα από έξω και ύστερα το άνοιξε με δισταγμό. Ένα ποπ ακούστηκε και ένα υπέροχο άρωμα ξεχύθηκε από μέσα του. Έβαλε το δάχτυλο μέσα στο βάζο και το έβγαλε γεμάτο σιρόπι. Το έβαλε στο στόμα της. Υπέροχο. Άρπαξε ένα κομματάκι και το έβαλε και αυτό στο στόμα της. Εξίσου υπέροχο. Προσπάθησε να πιάσει κι άλλα. Ο Θησέας της έδωσε ένα κουταλάκι. Έφαγε μισό βάζο. Εκείνος απλώς άκουγε τους ήχους των χειλιών της όταν μασούσε και τα «μιαμ» που έκανε σε κάθε κουταλιά. Της έδειξε το γρήγορο δρόμο για να φτάσει πίσω στο ποδήλατο. Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να πάει σπίτι γρήγορα για να μην ανησυχούν οι δικοί της. Η τσάντα τώρα ήταν γεμάτη από βαζάκια. Υποσχέθηκε να ξαναγυρίσει σύντομα. Άλλωστε η Αριάδνη με τον Θησέα έπρεπε να βρίσκονται συχνά. Το επόμενο πρωί τη βρήκε νικήτρια. Τα παιδιά με το που είδαν τα βαζάκια σοκαρίστηκαν. Κάποια έτρεξαν τρομαγμένα, άλλα έχασαν τη μιλιά τους και ο Παναγιώτης τη χειροκροτούσε επιβεβαιώνοντας σε όλους ότι όντως είχε πάει στο δάσος του Μινώταυρου. Στο τέλος έμειναν μόνο οι καλοί και φάγανε γλυκό κυδώνι μέχρι να σκάσουν. Ακόμα ένα κυδώνι στη λεκάνη. Αναμνήσεις ατελείωτες. Φλούδα και ανάμνηση. Δεν κουραζόταν ποτέ να καθαρίζει και να ετοιμάζει γλυκό κυδώνι. Άλλωστε δεν το βαριέσαι να το τρως ποτέ. Πάντα θα σου αρέσει η γεύση του όποτε και αν το δοκιμάσεις. Τα αλλά γλυκά του κουταλιού είναι εποχιακά. Σαν τους περισσότερους ανθρώπους. × Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

25


αντί × λόγου

ταινία

γράφει η Τζούλι Νικήτα

Η επιλογή μιας ταινίας ως πρόταση δεν είναι όλες τις χρονικές περιόδους μια εύκολη υπόθεση. Στην προσπάθειά μου να επιτύχω μια σχετική συνάφεια μεταξύ της εποχής, της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και του θέματος της ταινίας που προτείνεται, κατέληξα στην ταινία "Boy A". Η ταινία είναι μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του βιβλίου του Jonathan Trigell και προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες το 2008. Το σενάριο υπογράφει ο Mark O' Rowe και η σκηνοθεσία είναι του John Crowley. Στο Boy A παρακολουθούμε τη ζωή ενός 24χρονου άνδρα που αποφυλακίζεται από τις φυλακές ανηλίκων, αφού εξέτισε την ποινή του για μια δολοφονία που διέπραξε όταν ήταν παιδί. Ο Eric με το στενότερο φίλο του Phillip, σε ηλικία 10 ετών, δολοφόνησαν άγρια ένα συνομήλικό τους κορίτσι. Στο δικαστήριο βάσει του νόμου δεν αναφέρονταν τα ονόματα των ανήλικων δραστών και έτσι καταδικάστηκαν αποκαλούμενοι "Boy A" και "Boy Β" σε δεκατετραετή φυλάκιση. Η ταινία ξεκινά από την ημέρα που ο ήρωας αποφυλακίζεται. Ο επόπτης του, Terry, του λέει εξαρχής πως πρέπει να θεωρήσει την προηγούμενη προσωπικότητά του νεκρή, πως πρέπει να ξεχάσει το παρελθόν του ως μη γενόμενο, να διαλέξει ένα νέο όνομα και να ξεκινήσει από το μηδέν. Το περιστατικό της δολοφονίας δίνεται σταδιακά από το σκηνοθέτη, ο οποίος χρησιμοποιεί σε καίρια σημεία κάποιες αναδρομές, και έτσι ο θεατής παρακολουθεί χωρίς απορίες και σκοτεινά σημεία την εξέλιξη της προσπάθειας του πρωταγωνιστή. Ο πρωταγωνιστής επιλέγει το όνομα Jack Barridge και με τη βοήθεια του επόπτη του βρίσκει δουλειά και στέγη και δειλά ξεκινά μια σχέση με μια κοπέλα. Κύρια φροντίδα του Jack είναι να μην αποκαλυφθεί το παρελθόν του και κινδυνεύσει έτσι η εύθραυστη ζωή που προσπαθεί να ξεκινήσει. Ο ήρωας είναι συμπαθής, σημειώνει πολύ μεγάλη πρόοδο προσπαθώντας να προσαρμοστεί και να επανενταχθεί στην κοινωνία. Σε όλους τους τομείς της ζωής του πετυχαίνει να δημιουργήσει ένα σχετικά ισορροπημένο περιβάλλον. Αυτό όμως διαρκεί λίγο. Μετά την αποκάλυψη της ταυτότητάς του, όλες οι σχέσεις του καταρρέουν και το προσωπείο της κοινωνίας πέφτει.

26


αντί × λόγου

ταινία

Στην ταινία, που αρχικά γυρίστηκε για την τηλεόραση, συμμετέχει μικρός αριθμός ηθοποιών, δεν υπάρχουν εφέ ή πολυσύνθετα σκηνικά, ούτε και ακριβά εξωτερικά γυρίσματα, και αυτό συμβαίνει γιατί απλώς δεν τα χρειάζεται. Οι εξαιρετικές ερμηνείες κυρίως του πρωταγωνιστή Andrew Garfield, αλλά και όλων των ηθοποιών, η εκπληκτική φωτογραφία και η δυναμική σκηνοθετική ματιά του John Crowley αποδίδουν με αμεσότητα το μήνυμα αυτής της ταινίας. Η ιστορία δεν εμπεριέχει λανθάνοντα μηνύματα, δεν εκτυλίσσονται διφορούμενοι διάλογοι, δεν υπάρχουν μυστήρια και γρίφοι. Τα πάντα δίνονται στο θεατή αυτούσια. Όλα τα στοιχεία, τα δεδομένα, οι οπτικές, οι αντιδράσεις διατυπώνονται ρητώς από το πρώτο καρέ και αυτή είναι ίσως και η δυσκολία την οποία ο θεατής καλείται να αντιμετωπίσει. Πρέπει να πάρει θέση, να αποφασίσει, να επιλέξει. Το Boy A είναι μια ταινία που αποδίδει την οπτική του θύτη. Του σωφρονισμένου, του έτοιμου για την κοινωνία θύτη. Ποια είναι η στάση της κοινωνίας απέναντι στην "επιτυχία" της δομής, των θεσμών, των σκοπών των συστημάτων της, και τελικά, πόσο ειλικρινείς και υπεύθυνοι είμαστε όλοι μας όταν η θεωρία περνά στην πράξη; Στο Βoy A δίνονται οι συμπεριφορές και οι επιλογές των ανθρώπων ανεξαρτήτως του ρόλου που κατέχουν στη ζωή του πρωταγωνιστή και καταδεικνύεται απερίφραστα η "υποκρισία" που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες χωρίς διάκριση στη χρονική περίοδο. Μήπως η αληθινή πρόθεση της κοινωνίας είναι απλώς να κρατήσει μακριά τους παρεκκλίνοντες; Μήπως τα συστήματα είναι αποτελεσματικά μέχρι εκεί που απομονώνουν, και αν ναι, τότε ποια είναι η δική μας στάση, ποιος ο ρόλος και ποια η ευθύνη μας; Αν είστε έτοιμοι να αντιμετωπίσετε τόσο ρεαλιστικά ερωτήματα για τον εαυτό σας, για τους ανθρώπους, για τις κοινωνικές δομές, τότε το Βoy A αποτελεί αλάνθαστη επιλογή.

×

Τίτλος: Boy A Σκηνοθέτης: John Crowley Σενάριο: Mark O' Rowe Συγγραφέας: Jonathan Trigell Διευθυντής φωτογραφίας: Robert Hardy Πρωταγωνιστούν: Andrew Garfield, Peter Mullan, Katie Lyons, Shaun Evans Διάρκεια: 100'

27


αντί × λόγου

διήγημα

Πρώτο Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι. Το αγόρι ονειρεύτηκε πως ήταν πιλότος. Πετούσε με ένα πλοίο ντυμένο ολόκληρο με φτερά χήνας και πούπουλα κλωσσόπουλων. Το δεξί του μάτι ήταν τυφλό- μάλλον γι’ αυτό φορούσε ένα μαύρο στρογγυλό κομμάτι ύφασμα πάνω του. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε μια κοφτερή σπάθα για να τρομάζει αυτούς που δεν το ήξεραν. Κάποτε το αγόρι έφτασε σε μια πολιτεία. Στην πολιτεία του «δεν ξέρω, δε θυμάμαι, κι αν θυμηθώ αμέσως θα ξεχάσω». Έψαξε να βρει τρόφιμα, αλλά κανένας δε θυμόταν πού βρισκόντουσαν. Θέλησε να πιει νερό αλλά κανείς δεν ήξερε πού ήταν η πηγή. Οι άνθρωποι, τα ζώα, ο ήλιος και τα σύννεφα περιφέρονταν -χωρίς να ξέρουν ή να θυμούνται πού πήγαιναν και τι ήθελαν, ποιος ήταν ο προορισμός τους. Το αγόρι κοιτούσε τα αδιάφορα, βαριεστημένα πρόσωπά τους. Τους μίλησε για τα βιβλία, τους χάρτες τους γεωφυσικούς, για τα μαθηματικά και τις τηγανιτές πατάτες. Όλοι το άκουγαν με προσοχή. Κι ας μην ήξεραν, ας μη θυμόντουσαν, κι ας ξεχνούσαν για ποιο πράγμα μιλούσε. Όταν το αγόρι αποφάσισε πως η πολιτεία αυτή ήταν πολύ ανώριμη - ή πολύ γερασμένη - για τα γούστα του και θέλησε να φύγει, μια γυναίκα το τράβηξε από το μανίκι. «Πάρε με μαζί σου» του είπε. «Πάρε με, θέλω να θυμηθώ». Το αγόρι την πήρε, και την έβαλε να διπλώνει και να ξεδιπλώνει τα πανιά του πλοίου του. Όταν ο ήλιος έπεσε, η γυναίκα ξέχασε να τα ξεδιπλώσει. Κι όταν ανέτειλε, ξέχασε να τα διπλώσει. Κάποτε βρέθηκαν σε μια χώρα κίτρινη. Καναρινιά ήταν τα βουνά και οι λόφοι, λεμονί οι δρόμοι της, πορτοκαλοκίτρινα τα σπίτια, μα η γυναίκα ξεχνούσε συνέχεια το χρώμα τους. «Κίτρινο!» της φώναζε το αγόρι. «Νιώσε το, πιάστο, μύριστο!». Ο δήμαρχος τους δέχτηκε με επισημότητα, θαυμασμό και φόβο. Ούτε το αγόρι ούτε η γυναίκα ήταν κίτρινοι όπως ήταν αυτός, οι συμπολίτες του, η γυναίκα και τα εφτά παιδιά του.

28


αντί × λόγου

διήγημα

Τους επέτρεψε να φτιάξουν σαπουνόφουσκες στην κεντρική πλατεία, τους έπλεξε ένα δακρύβρεχτο εγκώμιο για τη ματαιότητα του κόκκινου χρώματος, και ύστερα τους πρότεινε να γίνουν οι επίσημοι θεοί της χώρας. «Εγώ;» είπε το αγόρι. «Εμείς;» είπε η γυναίκα. «Εσείς!» φώναξαν οι δρόμοι, τα σπίτια, τα βουνά κ αι οι άνθρωποι, χαζεύοντας τα λευκά τους χέρια και τα χρωματιστά τους ρούχα. Η χώρα αυτή πέθανε προτού προλάβει να μεγαλώσει, σκέφτηκε το αγόρι. Και έφυγε. Το ταξίδι συνεχίστηκε, και η γυναίκα δε θυμόταν. Στιγμές κοιτούσε αμήχανα το αγόρι και το ρωτούσε ποιος ήταν. Μα εκείνο έκανε υπομονή. Ούριοι άνεμοι φυσούσαν το πλοίο και τα πούπουλα το έσκαγαν μαζί τους ξεκολλώντας από τα σκαριά, την καρίνα, την κουπαστή. Το αγόρι κράδαινε τη σπάθα του και τα μάλωνε, αλλά τα φτερά τον ήξεραν πολύ καλά για να τρομάξουν. Πέρασαν χώρες άλλες, μικρά νησιά, ξεχασμένους πλανήτες, ακολούθησαν μια γαλάζια φάλαινα μέχρι την Τρίτη Αφρική. Πουθενά δε σταμάτησαν. Ώσπου, ξαφνικά και αναπάντεχα, σαν γλίστρα πάνω σε μπανανόφλουδα, ήρθε το τέλος. Δεν ήταν μαύρο, όπως το περίμενε, ούτε θλιβερό. Δεν είχε μυτερές προεξοχές, ούτε σου άφηνε πικράδα στο στόμα. Ήταν πιο πολύ... κενό. Μύριζε σαν την αγαπημένη του καραμέλα βουτύρου και ήταν απαλό σαν πάπλωμα. Η γυναίκα κατέβηκε πρώτη κοιτώντας το - και η ευγνωμοσύνη είχε χαράξει μια βαθιά ρυτίδα στο μέτωπό της. Άπλωσε τα χέρια της και αγκάλιασε όλη τη γλυκάδα του κόσμου. «Θυμάμαι... Θυμάμαι!» μουρμούρισε, ενώ η λήθη γύρω της σκέπαζε σιγά σιγά τα πάντα. «Τι θυμάσαι;» ρώτησε το αγόρι. «Ότι το τέλος... δεν είναι παρά μόνο η αρχή!» Το γέλιο της αντιλάλησε στις τρυφερές γωνιές, δόνησε κάθε σκουριασμένη χορδή. Κουρασμένο, το αγόρι ξάπλωσε στο κενό. Είδε τη γυναίκα να εξαφανίζεται. Κοιμήθηκε, και το όνειρο τελείωσε.

29


αντί × λόγου

διήγημα

Δεύτερο «Είμαι φοβερά απογοητευμένος από την ανικανότητά σου να αισθανθείς» ψιθύρισε μέσα στη νύχτα η φωνή. Ήταν πριν ή αφού αποκοιμήθηκε. Δεν έχει σημασία. Βρέθηκε μέσα στα χόρτα, μέσα στα λουλούδια. Γαλάζιες ιτιές φύτρωναν γύρω της. Μπροστά της, απλωνόταν μια πελώρια πεδιάδα, και στην άκρη της, έστεκε μόνο του ένα σπίτι. Ο καπνός που έβγαινε από τις χαραμάδες του είχε το χρώμα της σκουριάς. Ένας άντρας, όχι μεγαλύτερος από σένα, έτρεχε μακριά του. Στο βλέμμα του καθρεφτιζόταν η απόγνωση. Εκείνη τον παρατηρούσε, περίεργη και φοβισμένη. Κρατούσε μια παπαρούνα στο στόμα της και τη μασούσε καλά, απολαμβάνοντας την αίσθηση των πετάλων που διαλύονταν πάνω στα δόντια της. Ο άνθρωπος εξακολουθούσε να τρέχει. Το σπίτι παρέμενε πεισματικά ακίνητο, πεισματικά μόνο του. Πεισματικά κοντά του. Ο άνθρωπος κάποτε κουράστηκε. Σταμάτησε να τρέχει, κάθισε κατάχαμα, έκρυψε το κεφάλι του στις χούφτες του και βάλθηκε να κλαίει. Έκλαιγε σαν παιδί, σαν μωρό. Εκείνη παραξενεύτηκε. Ξαφνικά ήθελε να τον αγκαλιάσει, να τον προστατέψει. Κινήθηκε προς το μέρος του, μα, λίγο πριν τον ακουμπήσει, ο άνθρωπος διαλύθηκε σε χιλιάδες πολύχρωμα περιστέρια. Τα χάζεψε να φτερουγίζουν ολόγυρά της, να αντανακλούν πάνω στα φτερά τους το τελευταίο φως του ήλιου. Όμορφα, όμορφα, όμορφα... Κι ύστερα, κάποιο παιδί άρχισε να ουρλιάζει. Σχεδόν μπορούσε να το δει, μέσα στο συνονθύλευμα από φτερά, ράμφη, ουρές, μέσα στα πολύχρωμα πούπουλα. Οι χορδές του πάλλονταν, η φωνή του ήταν έντονη, τσιριχτή, έκανε τα αυτιά της να πονάνε! «Τι θέλεις;» του φώναξε. «ΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΩ!» ούρλιαξε εκείνο. Πήρε μια ανάσα, ίσως για να του απαντήσει, ή για να ουρλιάξει κι εκείνη το ίδιο δυνατά. Ό,τι κι αν ήθελε δεν πρόλαβε να το κάνει πράξη. Έπεσε στην τρύπα. Στην τρύπα τη χαοτική. Δεν είχε από πού να πιαστεί. Ούτε ανάσα δεν μπορούσε να πάρει. Το στόμα της ήταν μισάνοιχτο καθώς επαναλάμβανε ασταμάτητα τη λέξη «χαοτική». Ασταμάτητα. Γλιστρούσε μέσα στην τρύπα, είχε αφεθεί στην ατέλειωτη σημασία της. Ήθελε να φωνάξει «βοήθεια», «παιδί», «κουράστηκα», «ανάσα», μα το στόμα της ήταν κολλημένο στην ίδια λέξη. Ξάφνου ο άνθρωπος εμφανίστηκε πλάι της. Τώρα έμοιαζε περισσότερο με μωρό, και χνούδι φύτρωνε στο μικρό κεφάλι του. «Η μόνη διέξοδος από την πτώση...» ξεκίνησε να λέει. «Χαοτική» επανέλαβε εκείνη. «... είναι η ίδια η πτώση...» «Χαοτική». «... η πτώση στην ανασφάλεια».

30


αντί × λόγου

διήγημα

Ύστερα ξέχασε τα πάντα. Ένα ουρλιαχτό βουβό, μια αναγούλα. Σκίστηκε στα δύο σχεδόν. Τα μάτια της έγιναν μικροσκοπικά, το στόμα της βάθυνε σαν πηγάδι, έγινε ένα στόμα τεράστιο, ένα στόμα που τελικά την κατάπιε. Τότε ο αέρας μύρισε υγρασία, και μια ζέστη διέτρεξε το άδειο σαν τσόφλι κορμί της. Τόλμησε να κοιτάξει γύρω της. Το σκοτάδι της τρύπας είχε εξαφανιστεί. Η πτώση της είχε τελειώσει. Βρισκόταν σε ένα δάσος με παμπάλαιες, ροζισμένες κακές Σκέψεις. Τα κλαδιά τους έφταναν ως τον ουρανό, και οι κορμοί τους ήταν χοντροί σαν κολώνες. Σκέψεις ντροπής, θλίψης, θυμού, πίκρας, σκέψεις ατίμωσης, και ενοχής φύτρωναν εκεί. Οι Σκέψεις της μελαγχολίας ήταν μικρές ακόμα, ίσα που φύτρωναν τα πράσινα βλαστάρια τους. Ήταν εκεί όμως. Ήταν πολλές. Ξεκίνησε να περπατάει. Αργά, διστακτικά, σαν να μην ήθελε να φύγει. Ιστοί από αράχνες κολλούσαν στο πρόσωπό της, κλαδιά μπλέκονταν στα χέρια της. «Φτάσε στην πιο παλιά, στην πιο μεγάλη» είπε η φωνή μέσα στο όνειρο ή στην πραγματικότητα. Δεν άργησε να τη βρει. Οι ρίζες της ήταν τεράστιες, καρφωμένες στη γη του μυαλού της. Τα κλαδιά της χάνονταν στα σύννεφα. Ήταν το ψέμα. Ψέματα ΣΤΟΝ εαυτό της ήταν ο κορμός του. Ψέματα ΓΙΑ τον εαυτό της ήταν τα παρακλάδια του. Ψέματα σε συγγενείς τα κλαδιά, σε φίλους, ΣΕ κάποιον που αγάπησε, ψέματα ΓΙΑ κάποιον που αγάπησε, ψέματα, ψέματα, ψέματα που ανέβαιναν, διακλαδίζονταν σε μικρότερους κλαδίσκους, δημιουργούσαν νέους... Τα άκουγε να ψιθυρίζουν τα ψέματά της, τα ψέματα που η ίδια είχε ξεστομίσει, αυτά που η ίδια σκεφτόταν. «Ανέβα». Ανέβηκε. Ανέβηκε ψηλά. Έφτασε μέχρι τα σύννεφα, στηριγμένη στην καλοζωισμένη κακή της Σκέψη. Και τώρα; «Πες μία αλήθεια». Μία αλήθεια... «Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ιδέα ποια είμαι». Κρακ. «Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι να δω την αλήθεια μου». Κρακ κρακ. «Η αλήθεια είναι πως τα ψέματα είναι η μεγαλύτερή μου ευτυχία». Κρακ κρακ κρακ. Το δέντρο σκίστηκε στα δυο. Τα φύλλα του μαράθηκαν και έπεσαν στη γη. Κι εκείνη έπεσε πάλι, αλλά τώρα χαμογελούσε. Τα χέρια της έτρεμαν, τα πόδια της χόρευαν. Της φάνηκε πως είδε τον άνθρωπο να κουνάει επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Κι ύστερα ξύπνησε. × Άννα Νεφέλη Κακουλίδη

31


αντί × λόγου

επτά

γράφει η Ελένη Μπάρκα

Ο Πάπας Γρηγόριος Α, κατά τη διάρκεια της θητείας του (590-604 μ.Χ.), έκανε μια καταγραφή των επτά μεγαλύτερων αμαρτημάτων. Ο Ευάγριος, επίσκοπος Κων/πολης (370 μ.Χ.), έκανε ακριβώς το ίδιο με σκοπό να κάνει γνωστό σε όλους τους Χριστιανούς τι ακριβώς θα πρέπει να αποφύγουν προκειμένου να κερδίσουν μια θέση στον Παράδεισο. Πολλοί ζωγράφοι, συγγραφείς, ποιητές και σκηνοθέτες εμπνεύστηκαν από τις λίστες αυτές. Πολλοί άνθρωποι επηρεάστηκαν, πολλοί προβληματίστηκαν και πολλοί απλώς αδιαφόρησαν… Το γεγονός, ωστόσο, είναι ένα: αρκετούς αιώνες πριν από εμάς καταγράφονται, καταδικάζονται και χαρακτηρίζονται ως «θανάσιμες» συμπεριφορές, οι οποίες σίγουρα μόνο άγνωστες δεν είναι σε εμάς. Σύμφωνα με την Εκκλησία, η αλαζονεία θεωρείται η μητέρα όλων των αμαρτιών. Το να θεωρεί, δηλαδή, κάποιος τον εαυτό του ανώτερο από τους υπόλοιπους είναι κάτι που μπορεί να του στερήσει τις χαρές της μεταθανάτιας ζωής στο πλευρό του Δημιουργού του και να τον ρίξει απευθείας στα «καζάνια» της Κολάσεως. Το ίδιο ακριβώς θα πάθουμε αν τεμπελιάζουμε, αν είμαστε λαίμαργοι και φιλάργυροι, αν κάποιος άλλος άνθρωπος μας προκαλέσει ζήλεια, λαγνεία ή οργή… Το μόνο λοιπόν που μπορώ να σκεφτώ πια είναι πως είμαστε όλοι καταδικασμένοι… Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι δεν έχει νιώσει έστω και μια φορά κάτι απ’ όλα αυτά; Ή - φευ! - ότι δεν τα έχει νιώσει όλα αυτά; Συγχαρητήρια, μόλις κερδίσατε μια θέση στην Κόλαση… Υπάρχει, βέβαια, σωτηρία. Η εξομολόγηση! Εν είδει διευκρίνισης στη λίστα, προστίθεται η πληροφορία ότι «διαγράφεται» απ’ το «χριστιανικό» μας μητρώο οποιοδήποτε από τα ανωτέρω αμαρτήματα έχει αποκαλυφθεί στο ιερό μυστήριο της εξομολόγησης. Δε θέλω να φανώ δηκτική και επικριτική απέναντι στα όσα έχουν λεχθεί ανά τους αιώνες από, αναμφισβήτητα, πεφωτισμένους ανθρώπους της Εκκλησίας μας, αλλά δεν μπορώ και να μην αναρωτηθώ: Είναι δυνατόν ένας απλός άνθρωπος, ένας άνθρωπος με πάθη και αδυναμίες, να μην υποπέσει σε κάποια από αυτές τις αμαρτίες;

32


αντί × λόγου

επτά

Δε γίνεται να μη νιώσεις ζήλεια για κάποιον που τα έχει καταφέρει καλύτερα από σένα στη ζωή του. Δε γίνεται να μην οργιστείς, όταν νιώσεις πως αδικείσαι. Δεν μπορείς να μη γευτείς τη λαγνεία, όταν είσαι νέος κι ερωτευμένος. Ναι, θα φανείς λαίμαργος μπροστά σε πολλά πιάτα και θα χρειαστεί και να αγαπήσεις τα λεφτά, αν θες όντως να κάνεις κάτι για να πας τη ζωή σου μπροστά. Κι αν πράγματι καταφέρει κανείς να κρατηθεί μακριά απ’ όλα αυτά, τότε τι μένει; Μήπως τελικά η ουσία της ανθρώπινης φύσης είναι αυτή; Η ανυπακοή σ’ ό,τι προσπαθεί να σε βάλει σ’ ένα «καλούπι», σε όλες τις νόρμες που σου λένε πώς πρέπει να φέρεσαι, να μιλάς, να ζεις... Κι αν χαρακτηρίζεσαι από τις συμπεριφορές και τον τρόπο ζωής σου είναι τόσο τραγικό να σε θεωρούν τεμπέλη; Να σε βλέπουν σαν κάποιον που δε διστάζει να χαίρεται τις χαρές του έρωτα χωρίς να θεωρεί τη λαγνεία αμαρτία; Και γιατί να μη φερθείς αλαζονικά όταν νιώσεις ότι τα κατάφερες καλύτερα απ’ τους άλλους σε κάποιον τομέα; Δεν αξίζεις μερικές στιγμές έπαρσης στα τόσα χρόνια που θα ζήσεις; Κανείς δεν μπορεί να ακυρώνει και να ποινικοποιεί συμπεριφορές σαν κι αυτές, οι οποίες φαινομενικά δε βλάπτουν κανέναν. Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα αποτέλεσαν θαυμάσια έμπνευση για το Δάντη στη «Θεία Κωμωδία» του, ήταν πρωτότυπο θέμα για εκείνη την ταινία που όλες εμείς χαζεύαμε τον Brad Pitt να υποδύεται τον οξύθυμο αστυνομικό, αλλά μέχρι εκεί… Στον πραγματικό κόσμο η λίστα των αμαρτημάτων δεν έχει ουσία, δεν έχει βάση, ούτε ρεαλισμό… Πρόκειται για κάτι που γράφτηκε πολύ καιρό πριν, αναφέρεται σε μια τελείως διαφορετική κοινωνία απ’ τη δική μας. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει πως σήμερα δεν μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο πρότυπο ανθρώπου. Και στο κάτω κάτω δεν χρειάζεται να υπάρξει. Σκεφτείτε πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος αν είχαμε κάνει όλοι μας σημαία τη λίστα με τα θανάσιμα αμαρτήματα… Μπορεί βέβαια και να ήταν καλύτερος, αλλά σίγουρα δε θα ήταν το ίδιο ενδιαφέρων…

×

33


αντί × λόγου

αντί × λόγου

Η Αν-άγκη

Ένα τρένο που ταξιδεύει διεθνώς εκτροχιάζεται. Το ατύχημα καταλήγει με τους μισούς επιβάτες τραυματισμένους. Ο δημοσιογράφος βρίσκεται στο σταθμό απ’ όπου ξεκίνησε το τρένο. Μιλά με ένα ζευγάρι που ευλογεί το Θεό που τους έκανε να ξεχάσουν τα διαβατήριά τους στο σπίτι και να μην μπορέσουν τελικά να ταξιδέψουν. «Αν είχαν τα διαβατήριά τους μαζί τους, τώρα θα απειλούνταν η ζωή τους». Δε θέλω να ακυρώσω την τεράστια ανακούφιση και ευγνωμοσύνη που θα νιώθαμε πιστεύω όλοι σε μια τέτοια κατάσταση. Αυτό που θέλω πολύ απλοϊκά από δω να πω είναι πως από φιλολογική διαστροφή, πιάνω λίγο τις γλώσσες στα πράσα: εκεί πάνω που προσπαθούν να παρηγορήσουν όποιους τις μιλούν, που θέτουν σε εφαρμογή τεχνάσματα για να μαλακώσουν τη φρίκη, γιατί - ακόμα κι αν μοιάζω ξιπασμένη - θέλω να τις κρίνω γιατί είμαι άνθρωπος και οι γλώσσες υπάρχουν μόνο επειδή υπάρχουν άνθρωποι. Και φαίνεται πως οι άνθρωποι, οποτεδήποτε και οπουδήποτε κι αν ζούμε, φτιάχνουμε τους λεγόμενους ‘υποθετικούς λόγους’. Αυτούς που ανήκουν στο είδος: ‘το απραγματοποίητο στο παρελθόν’. Το ζευγάρι ξέχασε τα διαβατήριά του πάνω στον πάγκο της κουζίνας, αλλά το πόσες παράμετροι μπορεί να ενορχηστρώθηκαν για ένα τέτοιο φινάλε είναι τρελό να το ξέρουμε: από το ποιος και γιατί μπορεί να τηλεφώνησε ξαφνικά και να διέκοψε τη διαδικασία τοποθέτησής τους στις βαλίτσες, μέχρι ένα παιδικό τραύμα στο κεφάλι του κατόχου τους που τον έκανε έναν ξεχασιάρη ενήλικα. Πώς μπορούμε όμως ποτέ να είμαστε βέβαιοι πως αν έφταναν στην αποβάθρα με τα απαραίτητα ανά χείρας το ατύχημα θα γινόταν; Ποιος μας λέει πως όλα θα κυλούσαν στον ίδιο χρόνο και τελικά το τρένο θα ταξίδευε την ίδια κριβώς στιγμή κάτω από τις ίδιες συνθήκες που συντέλεσαν στον εκτροχιασμό του; Ποιος ξέρει ότι η παραμικρή αλλαγή που προκαλούν δύο άτομα επιπλέον είναι ανίκανη να επηρεάσει ένα ολόκληρο γεγονός; Σίγουρα αυτά τα ταξίδια είναι χορογραφημένα με ακρίβεια και στο χώρο και στο χρόνο, όμως πώς γίνεται να είμαστε τόσο απόλυτα σίγουροι ότι όλα κινούνται ρολόι όταν εμπλέκονται άνθρωποι; «Αν δεν είχα ξεχάσει το εισιτήριο, θα...», «Αν του είχα πει την αλήθεια, θα με καταλάβαινε», «Αν είχες ξεκινήσει νωρίτερα, θα προλάβαινες», «Αν είχαμε αποκτήσει μεγαλύτερη περιουσία, θα ήμασταν καλύτερα», «Αν είχε διαβάσει, θα πέρναγε»... Άπειρες προτάσεις, άπειρες ανάγκες για μια βεβαιότητα που δεν είναι αναμφίβολη. Η μόνη βεβαιότητα είναι η ανθρώπινη ανάγκη να δαμάσει το απρόβλεπτο, να εκμηδενίσει την επιρροή του αγνώστου. Έτσι ίσως παρηγορεί τα λάθη, δικαιολογεί πράξεις και παραλείψεις, καθησυχάζει ότι όλα πήγαν όπως έπρεπε, επιρρίπτει και μεταθέτει ευθύνες. Δεν έχουν εγκυρότητα οι υποθετικές προτάσεις. Είναι δε απόλυτα εξαρτημένες από τις κύριες προτάσεις, αυτές τις μικρές μας βεβαιότητες, με τις οποίες πάνε πακέτο. Και παρότι ξέρουμε την αδυναμία τους, τις κρατάμε στη ζωή αρθρώνοντάς τις κάθε μέρα, συχνά γνωρίζοντας ότι ξεγελιόμαστε. Νομίζω λοιπόν ότι ποτέ δεν είμαστε πραγματικοί γνώστες του τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν... Όλο το συντακτικό φαινόμενο το δημιουργεί μια ανάγκη, και δεν υπάρχει πιο αποστομωτικό πράγμα από την Ανάγκη.

34

Υπάρχουν όμως οι στιγμές όπου η αλήθεια ομολογείται μ’ όλο της το βάρος και την ευθύνη, χωρίς παρηγοριά, καθαρό παράπονο, σαν αυτό του Ελύτη: «Εδώ στου δρόμου τα μισάέφτασε η ώρα να το πω-άλλα είναι εκείνα που αγαπώ-γι' αλλού, γι' αλλού ξεκίνησα- Στ' αληθινά, στα ψεύτικα-το λέω και τ' ομολογώ-σα να 'μουν άλλος κι όχι εγώ-μες στη ζωή πορεύτηκα». Πόσο λυτρωτικό είναι όταν η Ανάγκη κάνει λίγο πίσω καθώς συνειδητοποιεί ότι όσα ‘αν’ και να πει, τίποτα από όσα έγιναν δε θα μπορέσει να αλλάξει. × Εύη Μαρκάτη


Ιωάννινα Φ. Τζαβέλα 8, 45333 Τηλ.: 26510-36050 e-mail: info@pediabooks.gr


www.terracom.gr τηλ. 26510-94333


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.