τεύχος 15ο /// Σεπτέμβριος 2012

Page 1


διηγήματα, ποίηση, αφιερώματα, βιβλιοπαρουσιάσεις, λογοτεχνικοί σχολιασμοί και άρθρα περί τέχνης, λογοτεχνίας και επικαιρότητας.

Θανάσης Χειμωνάς Στάθης Κομνηνός Μάρω Λεονάρδου Έκτορας Δέλτα Ευαγγελία Ευσταθίου Διονύσης Λεϊμονής Ευάγγελος Ευθυμίου Ιωάννα Σαμαρά Δημήτρης Νίκου Θοδωρής Τσαφής Αγγελική Σχοινά Έκτορας Ιωάννου Μιχάλης Καλαμαράς Νικόλαος Φωτιάδης Μανώλης Μεσσήνης Δημήτρης Αρμένος Ελένη Μπάρκα Μιχάλης Λαζανάς Τ.Π. Καπανίκος Μαρία Προδρόμου Μαρία Αννίτσου

ISSN: 1792-5819


Διαβάστε μας και ηλεκτρονικά στο antiepilogou.gr, τον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού μας. Μία λογοτεχνική κοινότητα στην οποία τα μέλη της αρέσκονται να γράφουν λογοτεχνία ή πολύ απλά να την διαβάζουν…

μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία για κάθε αναγνώστη για κάθε συγγραφέα ποιήτη αρθρογράφο



Α

πόσπασμα από το editorial του πρώτου μας τεύχους: «Θα ξεκινήσω με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν από τέσσερα χρόνια περίπου. Θα μπορούσα να μη σας το πω, αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντί σας. Λοιπόν... Το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας είναι το πρώτο τεύχος του περιοδικού αντί x λόγου που επιτέλους είναι χειροπιαστό και δε βρίσκεται μονάχα στη λαβυρινθώδη φαντασία μου». Οπότε λέω να ξεκινήσω με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν από τέσσερα χρόνια περίπου -αρχή του αντί x λόγου- ή και πριν από οχτώ -αρχή του κομ-εξ, που δεν το γνωρίζεται πιθανά. Λοιπόν… Το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας είναι το δεκατοπέμπτο και τελευταίο τεύχος του περιοδικού αντί x λόγου. Ο λόγος που σταματάμε την έντυπη είναι καθαρά ένας. Ο οικονομικός. Δεν χρειάζεται όμως να μοιρολογούμε. Υπάρχουν σχέδια για το μέλλον και θα σας τα αναλύσω παρακάτω. Προς το παρόν, ας επιστρέψουμε λιγάκι στο παρελθόν. Απόσπασμα από το editorial του πρώτου μας τεύχους: «Προσπαθώντας να εξηγήσω και σε μένα τον ίδιο το λόγο που δημιουργήθηκε αυτό το περιοδικό, θα ξετυλίξω τις σκέψεις μου. Δημιουργώντας, προσπαθούμε να μεταφέρουμε κάτι σε κάποιον και αυτό που δημιουργούμε είναι αυτό που θέλουμε να του πούμε. Οπότε η δημιουργία του περιοδικού είναι μια μορφή προσέγγισής μας προς εσάς και τα περιεχόμενά του είναι το μέσο αυτής της επικοινωνίας». Αυτά τα χρόνια, μέσα από αυτά τα δεκαπέντε τεύχη προσπαθήσαμε να κάνουμε αυτό που περιγράφω παραπάνω. Ελπίζουμε να καταφέραμε κάτι. Εμείς όλοι πάντως το κάναμε με πολύ μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση και μέσα από το ταξίδι αυτό μάθαμε πολλά νέα πράγματα και γνωρίσαμε πολύ κόσμο. Το περιοδικό από τέσσερα, πέντε άτομα που ξεκίνησε έφτασε να έχουν περάσει από τις σελίδες του πάνω από εβδομήντα άτομα. Δεν θα πω πολλά περισσότερα για το παρελθόν για το τέλος του εντύπου, αλλά για την συνέχεια του. Η ιστοσελίδα μας θα είναι πλέον ο τρόπος επικοινωνίας μας. Αλλά δεν θα είναι μονάχα δικός μας. Θα ανήκει στον καθένα. Αυτή την στιγμή βρίσκεται σε ένα πρώιμο στάδιο, που ναι μεν ο καθένας μπορεί να αναρτεί ελεύθερα τα κείμενα του, αλλά μέχρι εκεί. Στο προσεχές μέλλον θα μετατραπεί σε μία λογοτεχνική πύλη που εκτός από νέα, εξελίξεις και ό,τι άλλο σχετικό στον χώρο της λογοτεχνίας θα περιέχει και διαδραστικές εφαρμογές μεταξύ των χρηστών. Πέρα από το να μπορεί ο καθένας να ανεβάζει δικά του κείμενα, θα μπορεί να τα διαδώσει στο αναγνωστικό κοινό με εύκολο τρόπο, θα μπορεί να συνομιλεί και σχολιάζει με άλλους συγγραφείς και αναγνώστες λέγοντας την γνώμη του, θα μπορεί

αντί × λόγου

τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό ISSN: 1792-5819 Τεύχος 15 Σεπτέμβριος Δεκέμβριος 2012 έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια Ευάγγελος Ευθυμίου

συντάκτες Νικόλαος Φωτιάδης Δημήτρης Νίκου Διονύσης Λεϊμονής Μαρία Προδρόμου Μανώλης Μεσσήνης Μαρία Αννίτσου Μιχάλης Καλαμαράς Θοδωρής Τσαφής Θανάσης Χειμωνάς Μάρω Λεονάρδου Έκτορας Δέλτα Ευαγγελία Ευσταθίου Ευάγγελος Ευθυμίου Δημήτρης Αρμένος Ελένη Μπάρκα Στάθης Κομνηνός Έκτορας Ιωάννου Μιχάλης Λαζανάς Τ.Π. Καπανίκος Ιωάννα Σαμαρά Αγγελική Σχοινά

διόρθωση Ιωάννα Σαμαρά

εικαστική επιμέλεια Ευάγγελος Ευθυμίου

σύνθεση εξωφύλλου Γιώργος Δημητρίου (~giodim)

3

×


editorial

φωτογραφία Μαλλιωτάκης Πέτρος και από τους χρήστες του deviantart.com και του flickr.com που μοιράζονται τις εικόνες τους με δικαιώματα creative commons Αναφορά Δημιουργού. Adriano Agulló, Brian in Cleveland, china.sixty4, Gezze Bro, walan, Cea, mitchell3417, da_flow19, Marine Corps Archives & Special Collections, Josh Pesavento, Nat Tarbox, Renaud Camus, Toonikun

επικοινωνία Σαμουήλ 55, Ιωάννινα, 45 333 τηλέφωνο: +30 26510 70258 κινητό: +306972978572 web: www.antiepilogou.gr e-mail: antiepilogou@yahoo.gr facebook.com/antiepilogou

να αλληλεπιδρά με άλλους νέους και παλιούς συγγραφείς έτσι ώστε να βελτιώνεται το γράψιμο του, θα μπορεί να προωθεί ηλεκτρονικές και έντυπες δουλειές του. Αντίστοιχα και για τον κάθε αναγνώστη, που θα μπορεί να βρίσκει κείμενα του δικού του αναγνωστικού ενδιαφέροντος και στιλ εύκολα και γρήγορα. Αυτά και άλλα πολλά πρόκειται να συμβούν… Όπως είπε κάποτε και ο Ρέι Μπράντμπερι, «Δεν προσπαθώ να προβλέψω το μέλλον. Προσπαθώ να το επινοήσω». Το μέλλον είναι στα χέρια μας και θέλουμε να το φανταζόμαστε καλύτερο από το παρόν μας. Θα μας βρείτε στο μέλλον λοιπόν… Τέλος, θα κλείσω με ένα ακόμα απόσπασμα από το editorial του πρώτου μας τεύχους: «Εν τέλει θέλω να σας ευχαριστήσω και μόνο που ξεχωρίσατε και διαλέξατε αυτό το περιοδικό για να το ξεφυλλίσετε» Για όλα αυτά τα χρόνια… Ιωάννινα, Σεπτέμβριος 2012 × Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

ΥΓ1. Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα κείμενά του, μπορεί να δημιουργήσει τον δικό του λογαριαμό στην ιστοσελίδα του περιοδικού μας: www.antiepilogou.gr ΥΓ2. Ο διαδυκτιακός τόπος του περιοδικού com-x (κομ-εξ) που αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου είναι: www.comx.gr

Παλαιότερα τεύχη πακέτο 3 τευχών Δεκέμβριος 2011 έως Ιούνιος 2012 αγοράστε το πακέτο των τριών τευχών στην προνομιακή τιμή των

10,95 € άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα

δωρεάν μεταφορικά. Επικοινωνήστε μαζί μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

*Στις περιπτώσεις εξωτερικού θα επιβαρίνεται ο παραλήπτης με το ανάλογο κόστος μεταφορικών.

×

4


μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία για κάθε αναγνώστη για κάθε συγγραφέα, ποιήτη, αρθρογράφο


αντί περιεχομένων

μία στήλη για τα περιεχόμενα του Νικόλαου Bruce Φωτιάδη σελ. 8 | Λευκές σελίδες | Δημήτρης Νίκου Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η πιο κοινή μορφή άνοιας. Είναι μια ασθένεια μη θεραπεύσιμη, εκφυλιστική και θανατηφόρα η οποία περιγράφηκε αρχικά από το Γερμανό ψυχίατρο και νευροπαθολόγο Αλοΐσιο Αλτσχάιμερ το 1906 (εξ ου και το όνομα). Γενικά εντοπίζεται στους ανθρώπους πάνω από 65 ετών, αν και το λιγότερο συχνά, πρόωρο Αλτσχάιμερ μπορεί να εμφανιστεί πολύ νωρίτερα, ίσως και πριν τα 50. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Νόσος_Άλτσχάιμερ

Βιβλιοπαρουσιάσεις | σελ. 14 Πρόταση ταινίας | σελ. 17 σελ. 18 | Τα βιβλία σε συνέχειες στην ψηφιακή εποχή | Μιχάλης Καλαμαράς Η Amazon.com Inc είναι εταιρεία, η μεγαλύτερη στον κόσμο από την άποψη του κύκλου εργασιών από την πώληση αγαθών και υπηρεσιών μέσω του Διαδικτύου και μια από τις πρώτες που βασίστηκε στο Διαδίκτυο για την παροχή των υπηρεσιών της με γνώμονα τις πραγματικές πωλήσεις καταναλωτικών αγαθών. Έδρα της είναι το Σιάτλ (Ουάσινγκτον). Πηγή: http://el.wiktionary.org/wiki/Amazon.com

σελ. 20 | The Seine at Herblay | Θοδωρής Τσαφής O αναρχισμός (αγγλικά: anarchism, ισπανικά: anarquismο) είναι ένα ιδεολογικό πολιτικό και κοινωνικό κίνημα. Ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη αρχή (=εξουσία) και το στερητικό α. Στην κυριολεξία αναρχία σημαίνει «χωρίς εξουσία» και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των αναρχικών κινημάτων είναι το αίτημά τους για κατάργηση του κράτους, το οποίο βλέπουν ως βασικό καταπιεστικό παράγοντα περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου ή / και της κοινωνίας. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Αναρχισμός Μία λέξη χίλιες σκέψεις | σελ. 26

σελ. 28 | Σκιές στο Λονδίνο | Ευάγγελος Ευθυμίου Οι πρώτοι κάτοικοι των νησιών Κιριμπάτι ήταν οι Μικρονήσιοι. Τα νησιά ανακαλύφθηκαν το 1765 από τον Άγγλο θαλασσοπόρο Τζον Μπάιρον, ενώ από το 1892 έγιναν βρετανικό προτεκτοράτο. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο τα νησιά κατελήφθησαν από τους Ιάπωνες και απελευθερώθηκαν το 1943 από τους Συμμάχους μετά τη μάχη της Ταράουας. Το Κιριμπάτι απέκτησε την ανεξαρτησία του στις 12 Ιουλίου του 1979. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Αυτοκτονίες_στην_Ελλάδα ×

6


σελ. 34 | Μια φιλία γύρω από ένα βάζο | Ελένη Μπάρκα 3 Ιανουαρίου 1982 - Ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου απολύει τον υφυπουργό Εξωτερικών Ασημάκη Φωτήλα, ενώ εκείνος βρισκόταν στις Βρυξέλλες. 11 Ιανουαρίου 1982 - Ο Στιβ Ντέιβις γράφει ιστορία, όταν κάνει το πρώτο μεγαλύτερο σερί (147) κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής κάλυψης snooker (αμερικανικό μπιλιάρδο). 25 Ιουνίου 1982 Καταργείται το εν χρω κούρεμα στον ελληνικό στρατό. 23 Αυγούστου 1982 - Αναγνωρίζεται η Εθνική Αντίσταση. 15 Σεπτεμβρίου 1982 - Αεροσκάφος F-84F Thunderstreak της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας συντρίβεται σε κατοικημένη περιοχή της Λάρισας, σκοτώνοντας τρεις πολίτες στο έδαφος από τα συντρίμμια. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/1982

σελ. 36 | Η μοίρα της περιπλάνησης | Στάθης Κομνηνός Αστική τάξη ονομάζεται η κοινωνική τάξη η οποία αποτελείται από ανθρώπους που ασχολούνται κυρίως με τον δευτερογενή και τριτογενή τομέα οικονομικής παραγωγής. Η αστική τάξη στη σύγχρονη μορφή της δημιουργήθηκε από τη βιομηχανική επανάσταση του 18ου αιώνα. Στη σοσιαλιστική ορολογία ο όρος αστική τάξη ταυτίζεται συνήθως με τον όρο μπουρζουαζία, υποδηλώνοντας την άρχουσα τάξη μίας καπιταλιστικής κοινωνίας. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Αστική_τάξη

σελ. 42 | Ο ήρωας και η εποχή του | Έκτορας Ιωάννου Ο Γιάννης Μαρής (αληθινό όνομα Ιωάννης ή Γιάννης Τσιριμώκος, του Δημοσθένη, 1916-1979) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έγραψε δεκάδες βιβλία και σενάρια για τον κινηματογράφο και θεωρείται ο πατέρας του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Γιάννης_Μαρής

σελ. 44 | ποίηση

σελ. 48 | Φθινοπωρώντας | Αγγελική Σχοινά Οι Αρχαίοι Έλληνες έπιναν το κρασί αναμειγνύοντας το με νερό, σε αναλογία συνήθως 1:3 (ένα μέρος οίνου προς τρία μέρη νερού). Διέθεταν ειδικά σκεύη τόσο για την ανάμειξη (κρατήρες) όσο και για την ψύξη του. Η πόση κρασιού που δεν είχε αναμειχθεί με νερό («άκρατος οίνος») θεωρείτο βαρβαρότητα και συνηθιζόταν μόνο από αρρώστους ή κατά τη διάρκεια ταξιδιών ως τονωτικό. Διαδεδομένη ήταν ακόμα η κατανάλωση κρασιού με μέλι, καθώς και η χρήση μυρωδικών. Η προσθήκη αψίνθου στο κρασί ήταν επίσης γνωστή μέθοδος (αποδίδεται στον Ιπποκράτη και αναφέρεται ως «Ιπποκράτειος Οίνος») όπως και η προσθήκη ρητίνης. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Κρασί

σελ. 50 | UBUNTU | Ιωάννα Σαμαρά

7

×


διήγημα Δημήτρης Νίκου

Λευκές σελίδες

του Δημήτρη Νίκου

εμπνευσμένο από τη νουβέλα “Λευκές νύχτες” του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

Τ

έλος.

Πάντα τον τρομάζει αυτή η στιγμή. Ξανά και ξανά, κάθε φορά που έρχεται. Τέλος μετά το τέλος, τέλος δίχως τέλος έχοντας ήδη απολέσει την αρχή. Την ώρα που αφήνει πίσω του έναν ολάκερο κόσμο, γυρίζοντας την τελευταία σελίδα, αντικρίζοντας αυτό το ανατριχιαστικό μπεζ ή λευκό κενό προτού μετά κλείσει και το οπισθόφυλλο. Ωκεανός απέραντος, χωρίς την ελπίδα στεριάς να τον περιμένει κάπου. Τέλος. Σαν χυδαία βρισιά τη διαβάζει αυτή τη λέξη. Τρέμει από αγανάκτηση, ξεφυσά από θυμό. Τι πάει να πει τέλος; Πώς έτσι απλά ακυρώνει μια λέξη τόσο μικρή τον κόσμο και τη ζωή κάποιων ηρώων; Πώς ελαφρά τη καρδία τούς κλείνεις την πόρτα προς την πραγματικότητα, την ώρα που ένας αναγνώστης, ένας αληθινός άνθρωπος έξω απ’ το χαρτί που οι ήρωες αυτοί είναι τοποθετημένοι να κινούνται, έχει εγκαταλείψει τον κόσμο της πραγματικότητας για να μπει με αγάπη και προθυμία στον δικό τους; Είναι άδικο, αναθεματισμένοι συγγραφείς! “Σε λίγο δε θα θυμάμαι τίποτα, θα έχουν χαθεί όλα...”, μονολογεί, όπως και τόσες άλλες φορές, με το πρόσωπό του να έχει πάλι κοκκινίσει, όχι τώρα από θυμό, μα από θλίψη, μαγεμένος καθρέφτης μιας παράξενης δυστυχίας που τον κυνηγά. Αυτό το τέλος τον αφήνει μετέωρο, να πέφτει σε μια τάφρο, άδεια από εικόνες, έστω τις τρομερές αυτές εικόνες της πτώσης από ύψος μεγάλο. Αισθάνεται καταραμένος και δε μπορεί να κατανοήσει γιατί. Καταδίκη στο μαύρο, στο άδειο, στο μη υπαρκτό. Γυρίζει το ογκώδες βιβλίο και κοιτάζει το εξώφυλλο, αφήνοντας ζεστά δάκρυα να τρέξουν στα μάγουλά του. Όμορφο εξώφυλλο, σκέφτεται, μα η εικόνα έχει ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει στα μάτια του. Από έγχρωμη γίνεται ασπρόμαυρη κι από ασπρόμαυρη, αόρατη, σαν ποτέ να μην υπήρξε, χρόνος που μετράει αλλόκοτα προς τα πίσω.

×

8

Ήδη, με το ζόρι θυμάται κάποια από τα ονόματα των ηρώων, δυσκολότερα τις τοποθεσίες και πολύ γενικά την πλοκή. Ποιος έκανε τι... ποιος κατέληξε πού... κενό. Έτσι από παλιά, σχεδόν από τότε που θυμάται


τον εαυτό του. Διάβαζε ελληνική μυθολογία, ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, ένα ιστορικό βιβλίο ή ένα τρυφερό αφήγημα, μα σαν το βιβλίο τελείωνε, μετά από λίγο δε μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Σαν να μην το διάβασε ποτέ ή χειρότερα, σαν το βιβλίο απλά να μην υπήρξε. Δε μπορούσε να το εξηγήσει. Στο σχολείο ήταν απλά μια μειονεξία που έκανε κιόλας τους δασκάλους να του φέρονται με διακριτικότητα, τότε τον βόλευε, το απολάμβανε κιόλας. Με τα χρόνια όμως, η απλή μειονεξία έγινε κόλαση. Είχε ένα σύστημα να καταλαβαίνει ποια βιβλία είχε διαβάσει και ποια όχι. Όσα είχε διαβάσει, τα τακτοποιούσε κανονικά στη βιβλιοθήκη του, μια μεγάλη, όμορφη βιβλιοθήκη από βαρύ σκούρο ξύλο που πάντα μύριζε σαν αγορασμένη τώρα. Τα πιο καινούρια που ακόμα δεν είχε προλάβει να διαβάσει, τα άφηνε σε ένα μικρό κομοδίνο ακριβώς απέναντι απ’ τη βιβλιοθήκη αυτή. Μερικές φορές έκανε λάθος και αγόραζε ξανά βιβλία που ήδη είχε. Δε θυμόταν ότι τα είχε ξαναπάρει, ούτε όταν τα διάβαζε, το καταλάβαινε μονάχα όταν ερχόταν η ώρα που θα έκαναν αυτό το πέρασμα από το κομοδίνο, σε κάποιο ράφι απέναντι. Έτσι, τώρα, παίρνει κι αυτό το βιβλίο και το βάζει στην βιβλιοθήκη του, με την όρθια ράχη να του προτείνει έναν τίτλο που ήδη του φαίνεται καινούριος. Τα χέρια του καίνε, καθώς ο θυμός στεγνώνει απότομα τα δάκρυα στο πρόσωπό του. Ανοίγει την μπαλκονόπορτα από ανάγκη να πάρει μια μεγάλη, βαθιά ανάσα. Τον βαραίνει στο στήθος, σαν τοξική εισπνοή, ακόμα και η εικόνα της βιβλιοθήκης που στέκει κοντά του γεμάτη βιβλία, μνημείο, θαρρείς, μιας αναπηρίας αόρατης και ψυχικά θανατηφόρας. Έχει νυχτώσει εδώ και κάμποση ώρα. Κάνει κρύο, μα δεν τον πειράζει. Κρατιέται με δύναμη από τα κάγκελα του μπαλκονιού κοιτώντας αγχωμένα τον δρόμο από κάτω, τις πολυκατοικίες αντίκρυ, τους λιγοστούς περαστικούς που ανυποψίαστοι για την κραυγή που δεν ακούγεται λίγα μέτρα πάνω απ’ τα κεφάλια τους, περνούν και απομακρύνονται. Στιγμές μετά, αφήνει τα κάγκελα σπρώχνοντας με νεύρο τον εαυτό του προς τα μέσα. Αρπάζει βιαστικά ένα μπουφάν και τα κλειδιά του και φεύγει, ενώ ο κρότος της πόρτας που έκλεισε δυνατά αντήχησε από πάνω ως κάτω, σε όλο το ήσυχο κλιμακοστάσιο. Βγήκε στο δρόμο και άφησε τον εαυτό του να περπατά, όπως κάνει πολλά βράδια, μόνος του, δίχως συγκεκριμένο συνήθως προορισμό, ακολουθώντας ασήμαντα έως αθέατα σημάδια, διαφορετικά κάθε φορά, που συλλαμβάνει το μάτι του και του διαγράφουν πορεία. Είναι αυτές οι άσκοπες περιπλανήσεις, δίχως την πίεση της οποιασδήποτε υποχρέωσης εκεί που πηγαίνει ή εκεί που πρέπει μετά να γυρίσει, που λειτουργούν συνήθως θεραπευτικά στις συχνές παρόμοιες δυσθυμίες του. Και η νύχτα, αυτή η παντοδύναμη μάγισσα που παραμορφώνει, ομορφαίνει στην δική του αντίληψη τα πάντα, κρύβοντας τα περιττά, τα αχρείαστα με τον απαλό μαύρο της μανδύα. Απολάμβανε να περπατά τη νύχτα. Εκείνες τις ώρες η πόλη γινόταν η μόνιμη αγαπημένη κι ερωμένη του. Την είδε κατηφορίζοντας τη μεγάλη λεωφόρο που

9

×


διήγημα Δημήτρης Νίκου

βγάζει στη θάλασσα. Περπατούσε αργά, εξερευνητικά. Στην αρχή ψεύτικη, σαν πρωταγωνίστρια ρομαντικής παράστασης σε παλιό πίνακα, σαν οπτασία, σχηματίστηκε έπειτα ολοζώντανη παρουσία. Άνοιξε το βήμα του• θέλησε να την πλησιάσει, να δει αυτή τη γυναίκα από πιο κοντά. Το λευκό της φόρεμα, βγαλμένο από εποχή αλλοτινή, αγκάλιαζε τέλεια το καλλίγραμμο κορμί της και έλαμπε μες στο σκοτάδι ανεμίζοντας απαλά, σαν να χόρευε με τον ψυχρό βραδινό αέρα ένα ρομαντικό, ξεχασμένο βαλς ή έναν παραισθησιακό χορό ερωτικής αποπλάνησης. Τα μαλλιά της, μαύρα και μακριά, στεφάνωναν γύρω το πρόσωπό της, μαζεμένα από πίσω σε περιποιημένο, αρχοντικό κότσο. Και στα χέρια της, κρατούσε ένα μεγάλο μαύρο καπέλο, με λίγα γκρι και καφέ φτερά που παιχνίδιζε αφηρημένα με τα δάχτυλά της. Όσο την πλησίαζε χαϊδεύοντας αδηφάγα με τα μάτια του τις θελκτικές καμπύλες της, ένιωθε μια περίεργη παραίτηση να σχηματίζει γύρω του ένα νοητό κουκούλι άχρονου παρόντος. Δεν ήξερε, δεν καταλάβαινε, μονάχα πλησίαζε και αφηνόταν. Εκείνη, αντιλήφθηκε αμέσως την παρουσία του και στιγμές αργότερα, σταμάτησε. Γύρισε αργά το κεφάλι και το στήθος κοιτάζοντάς τον με τα βαθιά μαύρα της μάτια, αφήνοντας συνάμα μια υποψία χαμόγελου να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Ήταν τόσο όμορφη... τόσο όμορφη!

×

10

“Ήρθατε; Ελάτε κοντά μου”, του είπε θηλυκά, σαγηνευτικά. “Σε μένα μιλάτε;” απάντησε εκείνος αμήχανα, με αντιστάσεις όμως που είχαν ήδη ακυρωθεί. “Ναι, σε σας”, του χαμογέλασε εκείνη χαμηλώνοντας ελαφρά τα μάτια, “ελάτε κοντά μου, σας περίμενα”. “Νομίζω σας γνωρίζω, όμως... δεν... δεν είμαι σίγουρος”, την κοιτούσε σχεδόν μεθυσμένος. “Μα, φυσικά με γνωρίζετε. Σας είπα, σας περίμενα. Εσείς με φέρατε εδώ”. “Εγώ;” ξαφνιάστηκε εκείνος. “Ναι, εσείς”, του είπε η γυναίκα κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά του, “εσείς με καλέσατε, κύριέ μου”. “Μα πώς; Από πού;” έκανε αυτός σαστισμένος. “Δε θυμάστε;” “Σας τ’ ορκίζομαι, όχι” και έλεγε την αλήθεια. “Ω, δεν πειράζει, δεν είναι δα και τόσο σημαντικό”, του χαμογέλασε ξανά εκείνη, “μη δίνετε σημασία στις λεπτομέρειες, τώρα είμαστε εδώ, μαζί”. Την κοιτούσε γοητευμένος. “Μα, ελάτε κοντά μου επιτέλους”, του έτεινε γεμάτη αυτοπεποίθηση το αριστερό της χέρι, που έντυνε ένα ψιλό, λευκό γάντι. “Φοβάμαι μόνη. Είναι παράξενος αυτός ο κόσμος σας εδώ, τον φοβάμαι λίγο, έχει τόση φασαρία, ακόμα και τώρα τη νύχτα, δε μπορώ να ακούσω τα πουλιά, τον αέρα, τα φύλλα των δέντρων που παιχνιδίζουν, τίποτα δεν ακούγεται... τόση φασαρία στον κόσμο σας”.


Την έπιασε απ’ το χέρι και από το πουθενά, σαν κάποιος να άναψε ένα αόρατο ραδιόφωνο, όμορφη απαλή μουσική άρχισε να ταξιδεύει στον αέρα. Τα σπίτια, τα δέντρα, ο δρόμος, πάνω ο ουρανός κι η θάλασσα στο βάθος, όλα τριγύρω τους πήραν την υφή, το νοσταλγικό χρώμα και το άρωμα παλιάς καρτ ποστάλ μιας πόλης βόρειας, μυθιστορηματικής, που κρατά με φροντίδα στο γέρικο χαρτί της αγαπημένες πολύτιμες αναμνήσεις. Ρομαντικές μελωδίες φτερούγιζαν σαν πουλιά από πάνω τους. Ακολούθησαν, παραδομένοι στις προσταγές ενός αόρατου μαέστρου που διηύθυνε αποκλειστικά για εκείνους. Αέρινα βήματα, λες και είχαν αρχίσει να υπερυψώνονται, το βάρος του πραγματικού κόσμου είχε φύγει πια από πάνω τους. Χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα, σαν πλάσματα μιας ονειρεμένης χώρας, με σίγουρες κινήσεις εκείνη, πιο φοβισμένα στην αρχή, μετά απελευθερωμένος όλο και πιο πολύ εκείνος. “Όμορφα που χορεύετε”, του είπε για να τον ενθαρρύνει, “και τι όμορφη, απαλή που είναι η καμπαρτίνα σας”. “Μα, δε φοράω καμπαρτίνα”, απόρησε εκείνος. “Ω, σας παρακαλώ”, έκανε αμέσως εκείνη, “μην κοιτάτε με τα μάτια σας, όχι με τα μάτια... κλείστε τα, όλα θα είναι πιο όμορφα έτσι”. Της δόθηκε. Του δόθηκε. Δόθηκαν κι οι δυο στις στιγμές που ζούσαν, μοναδικές σαν την όψη που είχαν πάρει τα πάντα εκείνη τη νύχτα. Μουσική και έρωτας. Τα ρούχα είχαν χαθεί μες στα κορμιά τους και τα κορμιά το ένα μέσα στο άλλο, είχαν γίνει ένα, όπως με πάθος ερωτοτροπούσαν κι η φαντασία με την πραγματικότητα. Αυτός την κάλεσε; Δεν είχε σημασία. Δε θυμόταν τίποτα. Μα, τίποτα δεν είχε σημασία. Μονάχα η στιγμή, η κάθε στιγμή, αυτή που ρουφούσαν κι έφευγε κι η άλλη που αμέσως ερχόταν. Το κορμί της λύγιζε στα χέρια του καθώς με τα δάχτυλα αναζητούσε εκείνος νέα μυστικά μονοπάτια πάνω της. Όλα να τα περπατήσει, όλα να τα γευθεί. “Πείτε μου τ’ όνομά σας”, της ψιθύρισε με την ανάσα του να αναζητά τον λοβό του αριστερού της αυτιού. “Σσσς... ακούστε τη μουσική, πόσο όμορφη είναι αυτή η μουσική”, του απάντησε σφίγγοντάς τον περισσότερο στην αγκαλιά της. Πλάι στο διακριτικό κύμα, με βήματα που χάνονταν στην απαλή αμμουδιά τούς βρήκε το χάραμα, οι πρώτες γλυκές μπλε πινελιές της νέας μέρας. Η όμορφη γυναίκα με το αριστοκρατικό λευκό φόρεμα στάθηκε λίγο και κοίταξε γύρω της, το δρόμο, τη θάλασσα, τον ουρανό, έπειτα το πρόσωπό του, εγκλωβισμένο ακόμα στη μαγεία των μαύρων ματιών της, που ακολουθούσε παντού, σαν πιστός υπηρέτης. “Πρέπει να φύγω”, του είπε απότομα. “Όχι...”, ψέλλισε εκείνος, κοιτάζοντάς την ικετευτικά. “Πρέπει. Ξημερώνει”, του χαμογέλασε, ενώ τραβήχτηκε κάπως από πλάι του. “Μα, ούτε το όνομά σας δε μου είπατε”, της παραπονέθηκε. “Δε μπορώ να σας το πω, δε χρειάζεται άλλωστε”, επέμεινε εκεί-

11

×


διήγημα Δημήτρης Νίκου

νη, καθώς διόρθωνε το φόρεμά της στο στήθος και τη μέση. “Συγχωρέστε με που δε μπορώ να μείνω”. “Πείτε μου, τουλάχιστον, θα σας ξαναδώ;” ξανά ικετευτικά, μετά από μερικές αμήχανες, κουρασμένες ανάσες. Η γυναίκα είχε ήδη αρχίσει να περπατά, να απομακρύνεται σιγά-σιγά, να χάνεται, σαν η εικόνα της να λιώνει αργά μέσα στο ημιφωτισμένο ακόμα τοπίο. “Στο χέρι σας είναι... να το θυμάστε αυτό, στο χέρι σας είναι” του χαμογέλασε πάλι και του έστειλε από μακριά ένα φιλί φέρνοντας κομψά στο στόμα το δεξί της χέρι. Περπατούσε μελαγχολικός κοιτώντας συνέχεια κάτω. Όσο κι αν το προσπαθούσε, του ήταν αδύνατον να διώξει από το μυαλό του την εικόνα αυτής της γυναίκας, να σβήσει από τα χέρια του το άρωμά της, από το λαιμό του τις ανάσες της και τα ψιθυριστά λόγια. Ο κρύος αέρας επέμενε δροσίζοντας το πρόσωπό του που ακόμα έκαιγε, όμως η πόλη είχε πια αρχίσει να φωτίζεται από τις πρώτες ακτίνες που προετοίμαζαν τον ουρανό να υποδεχθεί τον νεαρό ήλιο απ’ την ανατολή. Πλησίαζε στο διαμέρισμά του, σαν κατάδικος σε τόπο καταναγκαστικών έργων. Αισθανόταν ταυτόχρονα έναν τραχύ, ανεπεξέργαστο θυμό, αλλά και μια περίεργη αρχέγονη ηδονή, ένα κοκτέιλ παρανοϊκού θανατηφόρου έρωτα που έκανε το αίμα του να βράζει. Έρωτας... μονολόγησε. Αυτός είναι λοιπόν ο έρωτας; Ένα ανεπαίσθητο φευγαλέο άγγιγμα, ένα στροβίλισμα, ένα παιχνίδι του χρόνου με το αιώνιο, ένας αργός αισθαντικός χορός του τώρα με το πάντα; Αυτός είναι ο έρωτας; Γι’ αυτόν τον έρωτα όλα γράφονται, όλα λέγονται και όλα τραγουδιούνται; Ποτέ δεν το ένιωσε όπως απόψε. Μπήκε στο διαμέρισμά του και έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα με την πλάτη ακουμπισμένος στην κλειστή πόρτα. Τι ήταν αυτό που είχε ζήσει; Πάλευαν οι όμορφες στιγμές να μην κλειστούν ακόμα στο υγρό σεντούκι της μνήμης. Η καρδιά του χτυπούσε ακόμα δυνατά καθώς το απαλό άγγιγμα της γοητευτικής γυναίκας χάρασε ακόμα κρυφά μονοπάτια επάνω του. Λίγο πιο πέρα, μπροστά απ’ τη μεγάλη βιβλιοθήκη του, βρισκόταν πεσμένο κάτω, ανοιχτό ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο. Μεμιάς σάστισε. Πλησίασε σχεδόν με τρόμο, λες και είχε να κάνει με κάτι μαγεμένο. Σήκωσε το βαρύ, παλιό βιβλίο και διάβασε στον τίτλο ένα ξένο γυναικείο όνομα που δε θυμόταν. Το βιβλίο όμως είχε πέσει απ’ την βιβλιοθήκη του, είδε και το κενό σε κάποιο από τα πάνω ράφια, εκεί που τοποθετεί όλα αυτά τα παλιά βιβλία, άρα κάποτε σίγουρα το είχε διαβάσει, σκέφτηκε αμέσως. Γύρισε ξανά τον τόμο για να δει τις σελίδες στις οποίες είχε από μόνο του ανοίξει όταν έπεσε. Οι σελίδες ήταν άδειες, λευκές, δεν υπήρχε τυπωμένο τίποτα, λες και τα γράμματα, οι φράσεις θέλησαν να δραπετεύσουν από τη φυλάκη του κιτρινισμένου απ’ τα χρόνια χαρτιού και να φύγουν, να ζήσουν κι αυτές όσα στους αναγνώστες τούς χαρίζουν. Μονάχα αυτές οι δύο σελίδες. Να ήταν άραγε το βιβλίο κάποιο κακέκτυπο; Το είχε παρατηρήσει όταν το διάβαζε; Μάταιος κόπος, δε

×

12


θυμόταν τίποτα! Ζαλισμένος κάπως και με τη αυτή δροσερή γλυκιά νάρκη των μικρών ωρών να γίνεται όλο και πιο επιθετική, τοποθέτησε το βιβλίο ξανά στη θέση του και πήγε με αργά βήματα στο κρεβάτι. Έπρεπε, επιτέλους, να κοιμηθεί. Ξάπλωσε και άνοιξε τα μάτια του. Είχε πια ξημερώσει.

×

Ο

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΥ γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου και ζει. Ολοκλήρωσε σπουδές ηχοληψίας και παράλληλα αρθρογραφεί από το 2005 σε εξειδικευμένα έντυπα και στο διαδίκτυο. Λογοτεχνικά κείμενά του, πεζογραφίας και ποίησης, έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Από τις Εκδόσεις Ίαμβος, κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο, η νουβέλα “Βόλτα στο Φεγγάρι”. Είναι δημιουργός του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο vivliodeiktis.blogspot.com Διατηρεί το ιστολόγιο dimitris-nikou.blogspot.com

13

×


Από Αύγουστο σε Αύγουστο

προτάσεις βιβλίων

προτείνει o Διονύσης Λεϊμονής

Λ

ίγο πριν τις καλοκαιρινές διακοπές μιας γιατρού με πολλές υποχρεώσεις συμβαίνει το αναπάντεχο. Κι έτσι η θύμηση της ταξιδεύει σε απρόσμενα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόνΑναδρομές σε ανατροπές μιας ζωής που μπορεί να σκοτεινιάσουν τις ηλιόλουστες μέρες. Από Αύγουστο σε Αύγουστο η ζωή γράφει τα δικά της σενάρια υπό την υψηλή εποπτεία Εκείνου κι εμείς ανεβαίνουμε ασθμαίνοντας τον Γολγοθά μας κάνοντας κατά το ανθρωπίνως δυνατό αυτό που μας υπαγορεύει η συνείδησή μας. Γιάννης, Ντουζόν, Χρύσω, ήταν τα δώρα της ζωής για τους οικείους τους, για το κοινωνικό τους μικρόκοσμο, δώρα-καρποί αγάπης, έρωτα, τιμήματα μια ιδανικής κατά το δυνατόν σχέσης, δεσμού ανθρώπων. Ανάλογες σχέσεις περιγράφει η Ελευθερία Κρικέλη στο βιβλίο της αυτό, μεταφέροντας μας στο κλίμα μιας οικογένειας που ξέρει να χαίρεται τη ζωή απολαμβάνοντας ακόμα και τις μικροχαρές της, χορταίνοντας κάθε μέρα από τη γάργαρη πηγή της αγάπης. Τελικά, η επιλογή του να δωρίσεις τη ζωή προκύπτει από τη βίωση μιας πρότερης ευτυχίας και από τη συναίσθηση ότι η ευτυχία ,η αγάπη, η καλοσύνη πρέπει να κονταροχτυπιούνται με τον εγωισμό, τη μικρότητα και το φόβο. Ένα ρόλο παίζει ο καθένας στη σκηνή παραδέχεται η Ελευθερία Κρικέλη, ένα ρόλο δραματικό συχνά, αλλά η ηθοποιία του καθενός από εμάς, η ερμηνεία μας επί σκηνής είναι αυτή που θα ξεσηκώσει το φιλοθεάμον κοινό, για να ξεσπάσει σε χειροκρότημα- νίκη της δύναμης έναντι στην αδυναμία και τη φθορά.

× ×

14


Μπελαδομαγνήτης

προτείνει η Μαρία Προδρόμου

Έ

χουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ήμουν δέκα ετών. Διαβάζοντας όμως τον «Μπελαδομαγνήτη», ένιωσα να ξαναζώ εκείνα τα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, λίγο πριν την εφηβεία, όταν ακόμα και το πιο ασήμαντο γεγονός αποκτούσε μεγεθυμένες διαστάσεις βιβλικής καταστροφής στο μυαλό μου και με έκανε να αντιδρώ με τον πιο αλλόκοτο τρόπο. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Η Μυρτώ είναι ένα δεκάχρονο κορίτσι σαν όλα τ’ άλλα. Ζει με τη μαμά, τον μπαμπά, τον πεντάχρονο αδελφό της τον Ορέστη και το σκύλο της τον Τζακ. Με την πρώτη ματιά, θα έλεγε κανείς πως η ζωή της είναι ήρεμη και τακτοποιημένη. Τα πράγματα όμως δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Η Μυρτώ έχει ένα σωρό ζόρια στο κεφάλι της. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να βρει ένα τρόπο να κάνει τον Ορέστη να πάψει να χώνει τη μύτη του στη ζωή της και να της κάνει τον βίο αβίωτο. Ύστερα πρέπει να ανακαλύψει ποιος είναι ο μυστηριώδης εισβολέας με τον οποίο θα χρειαστεί να μοιραστεί το δωμάτιό της, να καταφέρει να κουμαντάρει τον τρελάρα σκύλο της, να κάνει το γείτονά της τον Ιάκωβο να την προσέξει, και πάνω από όλα να μπορέσει έστω και για μια μέρα να μείνει μακριά από μπελάδες και φασαρίες. Τα γεγονότα που θα διαδραματιστούν θα δημιουργήσουν το απόλυτο πανδαιμόνιο στη γειτονιά της Μυρτώς, θα φέρουν τα πάνω κάτω στη ζωή της και θα την κάνουν να αντιληφθεί το μεγαλείο και τη δύναμη της φιλίας. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και σε χρόνο ενεστώτα, πράγμα που σε κάνει να εισχωρείς με ευκολία στο κεφάλι και την ψυχοσύνθεση της ηρωίδας. Το διάβασα μέσα σε λίγες ώρες, καρδιοχτυπώντας σε πολλά σημεία και γελώντας με την ψυχή μου σε άλλα. Θα το πρότεινα ανεπιφύλακτα σε παιδιά από εννιά ετών και πάνω αλλά και σε όσους μεγάλους αισθάνονται ακόμα παιδιά!

×

15

×


προτάσεις βιβλίων

Η μνήμη των γυμνών λέξεων

προτείνει ο Μανώλης Μεσσήνης

Μ

ε τη βοήθεια μιας γλώσσας που διαφέρει από τη γλώσσα της καθημερινότητας και της επιστήμης, η ποιητική της Ελένης Νανοπούλου αποδεικνύει πως η Ποίηση είναι η τέχνη των άπειρων δυνατοτή-

των. Από το πρώτο της κιόλας έργο, «Ολόγραμμα, εκ. Δρόμων 2009», η ποιήτρια δείχνει κάτω από ποιες συνθήκες ένας στίχος δύναται να είναι ποιητικός. Το νέο της έργο, «η μνήμη των γυμνών λέξεων», επιχειρεί τη διάνοια του αναγνώστη, δεικνύοντας του τις ιδιορρυθμίες της φαντασίας ως μια νέα πραγματικότητα· όχι μια νέα φαντασία, αλλά μια νέα πραγματικότητα· όχι μια μεταφυσική καθορισμένη αντίληψη, αλλά μια νέα αντιληπτική ικανότητα. “Αγνοώ τα περιγράμματά μου μόνο αγγίζω λέξεις αναδιπλώνω την όραση στην ακοή μ’ανοίγονται απλόχερα μυρωδιά χαρτιά και λέξεις […]”

Ο νους της ποιήτριας, υπονομεύοντας την αφηγηματική αυταπάτη, δείχνει ν’αναζητά τη φύση της γλώσσας, να δημιουργεί της δική της πραγματικότητα· οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται προς ανεύρεση μιας ταυτότητας, αλλά για ν’αποδώσουν μια ταυτότητα. Σκέψη, λοιπόν, διερμηνευτική και σύγχρονα αφαιρετική η δική της, που φθάνει σε μια σοφή σε βάθος διερεύνηση και σύνθεση με πλαστικές ικανότητες. Το ύφος δε της ποιήτριας δεν έχει τίποτα κοινό μ’ εκείνον τον συνήθη κατακερματισμένο κι εξαρθρωμένο λόγο· ανέγγιχτη από κάθε είδος ασυναρτησίας, δημιουργεί την καλή ποίηση με πάθος. Κι αυτό το πάθος είναι που μας κάνει ποιητές, όταν έχουμε το δαιμόνιο, το ταλέντο, που είναι αποτέλεσμα εσωτερικής διεργασίας και επεξεργασίας και αναπλαστικής ικανότητας. «Η μνήμη των γυμνών λέξεων» με υποβλητική μουσικότητα και αρτιότητα τεχνική, μ’έναν παλμό ψυχικό ξεχωρίζει κι επιβάλλεται, με πνευματικές αξιώσεις. Η Ελένη Νανοπούλου εξωτερικεύει τους στοχασμούς της, επιτρέποντας στον αναγνώστη μια ανάσα μέσω της ποιητικής πράξης, μια φρεσκάδα στη ματιά. ×

16

×


Perfect Sense

προτείνει η Μαρία Αννίτσου

πρόταση ταινίας

Τ

ι θα γινόταν άραγε εάν όλα αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα σταματούσαν να ισχύουν; Ποια θα ήταν η αντίδραση του παγκόσμιου συνόλου εάν οι αισθήσεις μας, μας εγκατέλειπαν οριστικά και αμετάκλητα; Σίγουρα τα παραπάνω είναι ερωτήματα που δε μας έχουν απασχολήσει ποτέ, σε αντίθεση με τον σεναριογράφο Kim Fupz Aakeson, ο οποίος μέσα από την ταινία Perfect Sense (Η αίσθηση του έρωτα), σε σκηνοθεσία του David Mackenzie, προσπαθεί να εξυψώσει και να αναδείξει το αίσθημα της αγάπης και αντιμετωπίζει τον έρωτα ως μία έκτη αίσθηση που θα κυριαρχήσει καταργώντας όλες τις υπόλοιπες. Η Σούζαν (Eva Green) είναι επιδημιολόγος και ο Μάικλ (Ewan McGregor) ένας σεφ που εργάζεται στο εστιατόριο της γειτονιάς της. Η μοίρα θα τους φέρει κοντά την πιο κρίσιμη στιγμή για την επιβίωση της ανθρωπότητας. Μια πανδημία σβήνει τις αισθήσεις μία προς μία με μόνη προειδοποίηση ένα σημάδι μαζικής υστερικής συμπεριφοράς, ανάλογο με το είδος της αίσθησης που χάνεται. Περιέργεια, σοκ, απορία, πανικός, χάος, επιβίωση. Μέσα σε αυτές τις εφιαλτικές στιγμές, σε έναν κόσμο που καταρρέει, γεννιέται μια αγάπη. Δύο άνθρωποι συνδέονται, προσπαθώντας να παραμερίσουν τη σκιά του χάους που απλώνεται απειλητικά γύρω τους. Το στοιχείο της υπερβολής είναι οπωσδήποτε πολύ έντονο σε αυτή την ταινία που αρχικά πραγματεύεται τη ματαιότητα της καθημερινότητας ορισμένων ανθρώπων που πορεύονται βυθισμένοι στην εσωτερική μοναξιά, με μόνο όπλο τον εγωισμό τους σε έναν κόσμο που λειτουργεί ρολόι. Δεδομένα που ξαφνικά ανατρέπονται κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες και τη στιγμή που όσα έμοιαζαν να είναι σημαντικά, πλέον δεν έχουν καμία αξία δίνοντας τους τη δυνατότητα να ανακαλύψουν την ουσία, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και τι είναι αυτό που μπορεί να τους κρατήσει στη ζωή. Τη συντροφικότητα, την αλληλοϋποστήριξη, τον έρωτα. Το σενάριο είναι σίγουρα πρωτότυπο και φιλοδοξεί να προβληματίσει. Το κατά πόσο το καταφέρνει είναι υποκειμενικό ζήτημα, που για του λόγου το αληθές βρίσκει πρόσφορο έδαφος στους ρομαντικούς και αθεράπευτα ονειροπόλους.

×

17

×


ηλεκτρονικός αναγνώστης

μία στήλη για τον Ηλεκτρονικό Αναγνώστη

Τα βιβλία σε συνέχειες στην ψηφιακή εποχή

του Μιχάλη Καλαμαρά

συντάκτη του blog «Ηλεκτρονικός Αναγνώστης» eAnagnostis.gr

Τ

ο Amazon δεν είναι μόνο βιβλιοπωλείο και κατασκευαστής συσκευών ανάγνωσης, αλλά είναι επίσης εκδότης βιβλίων. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, παρουσιάζοντας τη νέα γενιά συσκευών Kindle, πρόσθεσε μια νέα κατηγορία e-books στον εκδοτικό του οίκο Amazon Publishing. Είναι τα Kindle Serials, μυθιστορήματα σε ηλεκτρονική μορφή που εκδίδονται σε συνέχειες. Ο αναγνώστης τα αγοράζει μια φορά και παραλαμβάνει το πρώτο κεφάλαιο, ενώ τα επόμενα κεφάλαια παραδίδονται χωρίς επιπλέον χρέωση. Στην περιγραφή του e-book αναφέρονται ο εκτιμώμενος αριθμός των κεφαλαίων και ο ρυθμός παράδοσής τους, συνήθως ανά μία ή δύο εβδομάδες ή ένα μήνα. Η παράδοση γίνεται αυτόματα. Κάθε φορά κατεβαίνει στη συσκευή ή την εφαρμογή Kindle το νέο κεφάλαιο, ενσωματώνεται στα προηγούμενα ως ένα e-book χωρίς να πειραχτούν σημειώσεις, υπογραμμίσεις και σελιδοδείκτες που έχουν οριστεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής, υπάρχει ειδικό θέμα για το κάθε e-book στα forum της Amazon όπου οι αναγνώστες καταθέτουν γνώμες και σχόλια και αλληλεπιδρούν με το συγγραφέα. Τα πρώτα Kindle Serials κοστίζουν $1.99 Το Amazon χρησιμοποιεί για τα Kindle Serials ορολογία που παραπέμπει σε τηλεοπτικά σήριαλ. Αυτό το είδος e-book ονομάζεται «σήριαλ» και κάθε νέο κεφάλαιο (ή ενότητες κεφαλαίων) «επεισόδιο».

×

18

Η ιδέα δεν είναι καινούργια. Με πρωτοπόρο τονΤσαρλς Ντίκενς, που δημοσίευε σε εβδομαδιαίες συνέχειες τα μυθιστορήματά του, το 19ο αιώνα ήταν συνηθισμένη η έκδοση μυθιστορημάτων σε συνέχειες, είτε σε ανεξάρτητα τεύχη, είτε σε εφημερίδες και περιοδικά. Η έκδοση σε τεύχη μοίραζε το κόστος της απόκτησης ενός μυθιστορήματος και επέτρεπε στο συγγραφέα να προσαρμόζει την ιστορία του ανάλογα με τις αντιδράσεις των αναγνωστών και να τη συνεχίζει ή όχι ανάλογα με την επιτυχία τους. Ένα ελληνικό παράδειγμα είναι οι ιστορίες του Γιάννη Μαρή με τον αστυνόμο Μπέκα που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 να δη-


μοσιεύονται σε συνέχεια στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Οικογένεια». Το internet έδωσε νέες δυνατότητες για τα βιβλία σε συνέχειες και με έντονη αλληλεπίδραση από τους αναγνώστες. Από τα γράμματα στο συγγραφέα ή το περιοδικό και την εφημερίδα και τις -αναγκαστικά περιορισμένες - προσωπικές συζητήσεις με αυτόν, περνάμε στη συνεχή, άμεση επικοινωνία με σχόλια στα forum και τα site, κριτικές στα blogs, μηνύματα στα κοινωνικά δίκτυα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» της Ε. Λ. Τζέιμς και το «Μετρό 2033» Ντμίτρι Γκλουχόφσκι, που ξεκίνησαν να γράφονται σταδιακά σε forum και συνεχίστηκαν στα προσωπικά site των συγγραφέων, πάντα σε συνεχή διάλογο με τους αναγνώστες για την εξέλιξη των ιστοριών και τις λεπτομέρειες του κειμένου. Αντίστοιχα, το Φεβρουάριο του 2012 ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Φεβρουάριος» γράφοντας και ανεβάζοντας στο site του βιβλίου ένα κεφάλαιο την ημέρα. Καθώς κάθε κεφάλαιο γραφόταν την ημέρα της έκδοσής του δε δημοσιευόταν μόνο σε συνέχειες, αλλά επηρεαζόταν από την επικαιρότητα και τα σχόλια των αναγνωστών. Το Amazon πηγαίνει όλα αυτά ένα βήμα παραπέρα. Αφενός, δίνει τη δυνατότητα να αγοράσεις στην αρχή και μία μόνο φορά το e-book και σου παραδίδει αυτόματα κάθε κεφάλαιο μόλις είναι έτοιμο. Πολύ διαφορετικό και πολύ πιο εύκολο από το να πηγαίνεις εσύ κάθε φορά σε ένα site ή ένα forum ή, πολύ περισσότερο, να αγοράζεις χωριστά ένα κεφάλαιο ή μια ενότητα κεφαλαίων. Αφετέρου, προωθεί και οργανώνει τη συζήτηση με το συγγραφέα μέσα από τα -εκτενέστατα και δημοφιλή- forum του. Το Amazon δεν είναι ακριβώς το πρώτο που κάνει κάτι τέτοιο. Το βιβλιοπωλείο και εκδοτικός οίκος Byliner ξεκίνησε μια αντίστοιχη προσπάθεια με τη συγγραφέα Margaret Atwood. Όμως το Amazon είναι σίγουρο ότι θα φέρει την ιδέα των e-book serials σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Τα Kindle Serials είναι η τελευταία από μια σειρά εκδοτικές προσπάθειες του Amazon. Το βιβλιοπωλείο έχει μπει δυναμικά στο χώρο των εκδόσεων, τόσο με την ιδιόκτητη πλατφόρμα αυτοέκδοσης για συγγραφείς, το Kindle Direct Publishing, όσο και με το δικό του πλήρη εκδοτικό οίκο Amazon Publishing, που δε βγάζει μόνο e-books, αλλά και θα τυπώνει τα βιβλία του. Περισσότεροι από 180.000 τίτλοι e-books έχουν εκδοθεί από τους συγγραφείς τους στο Kindle Direct Publishing και 27 από αυτά έχουν φτάσει στο Top 100 των επί πληρωμή e-books στο Amazon. Παράλληλα, το Amazon πειραματίζεται με νέες μορφές ψηφιακών εκδόσεων ή την αναβάπτισή παλιότερων μορφών στην ψηφιακή εποχή. Πέρα τα Kindle Serials, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα Kindle Singles, ιστορίες και δοκίμια από 5.000 έως 35.000 λέξεις και τιμή έως $2.99, κείμενα δηλαδή που θα ήταν πολύ μεγάλα για μια εφημερίδα και ένα περιοδικό και πολύ μικρά για να εκδοθούν σε ένα πλήρες e-book. Μέχρι σήμερα έχουν πουληθεί 3,5 εκατομμύρια e-books και 35 από αυτά έχουν φτάσει στο Top 50 των επί πληρωμή e-books στο Amazon.

×

19

×


The Seine at Herblay

διήγημα Θοδωρής Τσαφής

του Θοδωρή Τσαφή

Κ

×

20

άθε ειδικός πάνω στην τέχνη της ζωγραφικής, άλλα ακόμα και κάθε απλός θαυμαστής ενός πίνακα, ναι ακόμα και αυτός που έχει ρίξει απλώς μια ματιά σε ένα πίνακα σε κάποιο περιοδικό θα συμφωνήσει, ίσως χωρίς να το γνωρίζει, ότι μια από τις ευτυχέστερες στιγμές στην ιστορία της τέχνης της ζωγραφικής ήταν το κίνημα του Νέοιμπρεσιονισμού. Μετά από περίοδο ρεαλισμού, όπου οι πίνακες ήταν μια πιστή αποτύπωση της φύσης, πραγμάτων και ανθρώπων με τρομερή λεπτομέρεια σε σημείο που να διακρίνεται καθαρά μια τρίχα ή μια ρυτίδα, σαν την εικόνα που βλέπει κάνεις έξω από το παράθυρο του, ήρθε η επανάσταση του Νέο-ιμπρεσιονισμού. Οι πίνακες αποκτούν ζωντάνια, λάμψη, ενεργητικότητα, πλουτίζουν με ζωηράδα, γίνονται φωτεινότεροι, γεμάτοι χρώματα, πάλλονται από δονήσεις ουράνιας έντασης. Πια δεν έχουν την όραση του ματιού, άλλα την όραση του ονείρου. Ο Νέο-ιμπρεσιονισμός έχει αλλάξει τη τεχνοτροπίας της ζωγραφικής οι πίνακες μοιάζουν σαν μικρά ψηφιδωτά. Το πινέλο του Νέοιμπρεσιονιστή ζωγράφου αντί να βάφει χτυπάει πάνω στον καμβά αφήνοντας κουκίδες, πολλές κουκίδες πότε μικρές πότε μεγαλύτερες, από διάφορα χρώματα. Στο σύνολο τους όμως αυτές δημιουργούν την εικόνα του πίνακα, μια εικόνα με ρευστά περιγράμματα των μορφών. Το αποτέλεσμα τονώνεται από τις διαφορές της χρωματικής κλίμακας επειδή δίπλα από τις φωτεινές κουκίδες υπάρχουν σκουρόχρωμες τελείες, κάνοντας έτσι πιο έντονή την ανοιχτόχρωμη επιφάνεια που είναι αυτή που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα. Νονός αυτού του ζωγραφικού κινήματος ήταν ένας κριτικός τέχνης, χρησιμοποίησε τη λέξη «Νέο-ιμπρεσιονισμός» για να περιγράψει τις δουλειές του Seurant και των ομοϊδεατών του. Ένας ομοϊδεάτης ήταν και ο Μαξιμιλιάν Λούς (Maximilien Luce) με ένα εξαιρετικό ζωγραφικό έργο. Η ιστορία της τέχνης όμως τον έχει αδικήσει. Βλέπετε ο Λούς ήταν ένας δηλωμένος αναρχικός, πίστευε δηλαδή σε κάποια μορφή κοινωνικής αναρχίας. Εκείνη την εποχή, μα όπως και σήμερα η αναρχία είχε πολλά πρόσωπα, δεν θα μπορούσε βεβαία να είναι αλλιώς. Κοινό τους γνώρισμα όμως ήταν η προτεραιότητα στον άνθρωπο και στις ανάγκες του, πάρα στο συμφέρον. Για αυτές του τις ιδέες ο Λούς εκδιώχτηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και μετά το καλλιτεχνικό του έργο υποβαθμίστηκε. Η αντιπροσωπευτικότερη Νέο-ιμπρεσιονιστική δουλεία του Λούς είναι ο πίνακας του με τίτλο «The Seine at Herblay». Μια άποψη του Σηκουάνα από τους λόφους του Χερμπλο στο δήλη. Χωρίζοντας τον στη μέση έβαλε στην μια μεριά τον Σηκουάνα και στην άλλη το λοφώδες τοπίο, προσέχοντας οι τόνοι σκιάς και φωτός να είναι ισορροπημένοι. Είναι ζωγραφισμένος με μικρές κουκίδες, χωρίς να αναμιγνύει τα χρώματα στην παλέτα ή στον καμβά. Διαχωρίζοντας τους τόνους, οι μικρές κουκκίδες


καθαρού χρώματος σχηματοποιούν την εικόνα στα μάτια του θεατή, δημιουργώντας αρμονικές και παλλόμενες μάζες χρώματος. Ο Λους έστηνε αντιθέσεις πάνω στον καμβά δουλεύοντας κάποιες περιοχές του με πυκνά τοποθετημένες κηλίδες χρώματος, ενώ σε άλλες διαχώριζε τις κηλίδες με λευκά διαστήματα. Όπως και σε άλλα έργα του το βασικότερο χρώμα που χρησιμοποίει είναι το βιολετή, μοβ σε διάφορες αποχρώσεις και οι φωτεινές επιφάνειες χρωματίζονται με χρωματικές κλίμακες ανάμεσα στο κίτρινο και στο πράσινο. Αυτό δίνει στο έργο ένα ζωηρό δυναμισμό. Ένα τοπίο ζωγραφισμένο με τόσο όμορφο τρόπο. Ο Λούς έφτιαξε έναν πίνακα που αποπνέει ζεστασιά και λάμψη. Ο «The Seine at Herblay» εδώ και μια βδομάδα εκτίθεται στην γκαλερί TzorTzatos στην Αθήνα. Σε μια πολυθεματική έκθεση με έργα πολλών καλλιτεχνών, όπου εκτός από πίνακες εκτίθενται γλυπτά, χαρακτικά, κατασκευές μοντέρνας τέχνης, φωτογραφίες και λίγες αντίκες. Τη γκαλερί TzorTzatos επέλεξε και ο παλαίμαχος βουλευτής - πρώην υπουργός, με το πολύ ευκολομνημόνευτο όνομα Λάμπρος Φωτεινός για να παρουσιάσει το δικό του έργο. Δηλαδή ένα βιβλίο με τη βιογραφία του γραμμένο από τον ίδιο. Με τίτλο «Ναύτες, Γιατροί, Αστυνομικοί». Η παρουσίαση ήταν προγραμματισμένη για της εφτά, άλλα ο κόσμος άρχισε να μαζεύετε από πολύ νωρίς. Ίσως για να θαυμάσει τα έργα τέχνης ή για να δοκιμάσει όλα τα πιάτα του μπουφέ. Υπήρχαν αρκετοί καλεσμένοι στην εκδήλωση, άλλα και κάμποσοι άλλοι που πέρασαν να θαυμάσουν απλά την έκθεση χωρίς να δείχνουν ενοχλημένοι από το γεγονός. Η μεγάλη αίθουσα της γκαλερί είχε τροποποιηθεί για να φιλοξενήσει την παρουσίαση. Στη μία της άκρη απέναντι από την κύρια είσοδο της αίθουσας υπήρχε μια μικρή εξέδρα ίσα-ίσα να χωρά τρεις καρέκλες με τους ομιλητές της παρουσίασης. Μπροστά από της καρέκλες ήταν ένας πάγκος γεμάτος με βιβλία, όλα με τον τίτλο «Ναύτες, Γιατροί, Αστυνομικοί» και τη λαμπερή φάτσα του Λάμπρου Φωτεινού στο εξώφυλλο. Μπροστά από την εξέδρα ήταν τοποθετημένες σειρές από καρέκλες. Οι τοίχοι της μεγάλης αυτής αίθουσας ήταν γεμάτοι με πίνακες ανάμεσα τους και ο πίνακα του Λους. Τα αγάλματα και άλλα εκθέματα ήταν στημένα στην ίδια αίθουσα, άλλα σε προσεκτικά μετρημένες αποστάσεις. Οι καλεσμένοι με το που έμπαιναν στο κτίριο της γκαλερί βρισκόταν σε έναν ευρύχωρο προθάλαμο που οδηγούσε στην είσοδο της μεγάλης αίθουσας, στο τέλος του προθάλαμου υπήρχε ο μπουφές. Δίπλα από τον μπουφέ ήταν η πόρτα της μεγάλης αίθουσας. Από κρυφά ηχεία πίσω από τους τοίχους ακουγόταν κλασσική μουσική σε χαμηλή ένταση. Οι περισσότεροι παραβρισκόμενοι ήταν μαζεμένοι σε πηγαδάκια και συζητούσαν. Κάποιοι περιφερόταν ανάμεσα στα εκθέματα και κοντοστεκόταν, για να τα θαυμάσουν και κάποιοι άλλοι έπιναν σιωπηλοί την σαμπάνια τους περιμένοντας να τελειώσει αυτή η βαρετή μέρα. Ανάμεσα τους πολλά σημαντικά πρόσωπα της πολιτικής σκηνής, παλιοί συνάδερφοι και συνεργάτες του Φωτεινού, μερικοί εφοπλιστές και εκδότες, δημοσιογράφοι και ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της υψηλής κοινωνίας. Όλοι τους αντιπαθέστατοι. Ο τηλεδημοσιογράφος Στέφανος Καραγιαννόπουλος και ο κύριος Τζορτζάτος, πολύ καλοί φίλοι του Φωτεινού, θα προλόγιζαν την παρουσίαση. Ο πρώτος είχε φέρει και ένα τηλεοπτικό συνεργείο για να καλύψει την βραδιά. Οι συζητήσεις και οι κουβέντες που γέμιζαν την ατμόσφαιρα μέχρι να αρχίσει η παρουσίαση, ξεχείλιζαν από υπεροψία, εγωπάθεια και υπερβολή. Κάποιος πολιτικός διηγιόταν για τους θαρραλέους και έξυπνους

21

×


διήγημα Θοδωρής Τσαφής

×

22

χειρισμούς του και τις διπλωματικές του ικανότητες. Δυο εκδότες διαφορετικών εφημερίδων κανόνιζαν το κοινό αυριανό εξώφυλλο. Ένας επιχειρηματίας έλεγε που ξόδεψε τα χρήματα που έβγαλε από το χρηματιστήριο. Μια καλοντυμένη κυρία έδειχνε σε άλλες το διαμαντένιο κολιέ του σκύλου της. Μια άλλη έδειχνε τον πίνακα που θα έβαζε στο μπάνιο της. Τέτοιες εκδηλώσεις της ανθρώπινης ματαιοδοξίας τιμωρούνται από τη Νέμεση. Έτσι συνήθως συμβαίνει στις αρχαίες τραγωδίες, το χέρι του Θεού βγαίνει από ένα σύννεφο και αστράφτει ένα χαστούκι στον υβριστή, μετά εξαφανίζεται. Αυτήν την στιγμή ο Θεός φτύνει τις παλάμες του δεν αποκλείεται να κάνει την εμφάνιση του εδώ σήμερα. Λίγο μετά τις εφτά οι τρεις ομιλητές ανέβηκαν στην μικρή εξέδρα, ενώ ο κόσμος άρχισε να συσπειρώνεται μπροστά από αυτήν. Όταν το φωτάκι τις κάμερας άναψε η παρουσίαση ξεκίνησε. Πρώτα το λόγο πήρε ο οικοδεσπότης, χαιρέτησε τους παραβρισκόμενους, ευχαρίστησε τον καλό του φίλο που διάλεξε τη γκαλερί και τον συγχάρηκε για το εξαιρετικό του βιβλίο. Δηλαδή σύνολο καμιά εικοσαριά «μπράβο» και άλλα τόσα «συγχαρητήρια». Δεν παρέλειψε να εγκωμιάσει και την γκαλερί του που έχει τα καλύτερα έργα στις καλύτερες τιμές. Ο Καραγιαννόπουλος μετά συνέχισε τις ευχαριστίες και τα εύγε. Περιέγραψε το πολιτικό προφίλ και έργο του Φωτεινού, χρησιμοποιώντας πομπώδες εκφράσεις διατηρώντας την σοβαροφάνεια του, όμως. Δηλαδή καμία εικοσαριά «σπουδαίος άνθρωπος» και άλλα τόσα «μεγάλος πολιτικός». Δεν παρέλειψε βέβαια να αναφερθεί και στο κανάλι του, το μοναδικό με έγκυρη ενημέρωση και αντικειμενικότητα. Όταν ήρθε η σειρά του Φωτεινού να μιλήσει ανταπέδωσε τις ευχαριστίες και τις μοίρασε και στους παραβρισκόμενους. Ύστερα άρχισε την αναφορά στο βιβλίο του ξεκινώντας από τον τίτλο του. Μια αναφορά όπως είπε στα τρία υπουργία που υπηρέτησε στο διάστημα μια τετραετίας, στο υπουργείο ναυτιλίας, στο υπουργείο υγείας και στο υπουργεία δημόσιας τάξης. Είπε για τις αρετές και για το δύσκολο έργο του πολιτικού, τις κρίσιμες αποφάσεις που πήρε, τον αγώνα για τον κάθε πολίτη και πέταξε μερικά οικονομικά νούμερα, δείκτες και ποσοστά. Μετά διάλεξε ένα από τα βιβλία του με σκοπό να διαβάσει ένα απόσπασμα στο κοινό. Με το που το άνοιξε όμως διαπίστωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στην αρχή λίγοι ήταν αυτοί που έδωσαν σημασία, στη μυρωδιά. Πρώτοι την αντιλήφθηκαν όσοι βρισκόταν κοντά στον πόρτα τις αίθουσας, μύτη-μύτη προχώρησε μέχρι τις μπροστινές θέσεις και γέμισε όλο το χώρο. Ήταν μια ανυπόφορη μυρωδιά σαν κάποιος να είχε ψεκάσει το μέρος με αεροζόλ σε ποσότητα, όμως που στέλνει τέσσερις χιλιάδες κατσαρίδες στο θάλαμο αερίων. Ή λες και κάποιο φορτηγό άδειασε τσουβάλια από λίπασμα. Κάποιοι άρχισαν να νιώθουν ζαλάδα και κάποιοι άλλοι πονοκέφαλο και όλοι μαζί δυσφορία για την ανεξήγητη μυρωδιά. Τότε ήταν που ο Φωτεινός έπιασε ένα από τα βιβλία του με σκοπό να διαβάσει ένα απόσπασμα για να ανακαλύψει έντρομος ότι το βιβλίο περιείχε μόνο λευκές σελίδες, τετρακόσιες κενές σελίδες ανάμεσα σε εξώφυλλο οπισθόφυλλο. Αμέσως διάλεξε ένα δεύτερο βιβλίο και μετά ένα τρίτο και μετά ένα ακόμα. Τίποτα, ούτε ίχνος από λέξη και γράμματα μόνο άδειες σελίδες. Το δικό του σαστισμένο βλέμμα ανταμώθηκε με το βλέμμα τον άλλον δύο δεξιά και αριστερά του. Ταυτόχρονα και οι τρεις προσπάθησαν να εξηγήσουν το πράγμα, τους σταμάτησε όμως ο σαματάς από τον προθάλαμο. Ταυτόχρονα όλοι οι παραβρισκόμενοι γύρισαν τα κεφάλια τους προς την πόρτα της μεγάλης αίθουσας. Από τον προθάλαμο ακουγόταν πολλές φωνές πολλές κραυγές λίγες τσιρίδες και κάνα δυο σπασίματα. Οι γυναίκες έσφιξαν το μπράτσο των συνοδών τους, ενώ οι συνοδοί ένοιωσαν την άμεση ανάγκη για τουαλέτα, περιμένοντας να


δουν τη θα μπει από την πόρτα. Πρώτα εισέβαλε η σαλάτα από το μπουφέ, ακλούθησαν κάτι καναπεδάκια και ένας κροκόδειλος. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή άνοιξε το στόμα του νωχελικά δείχνοντας τα ακανόνιστα σουβλερά του δόντια. Μετά με τρομερή σβελτάδα κουνώντας εναλλάξ πόδια κεφάλι ούρα σαν σαύρα σε λάρτζ έκδοση κατευθύνθηκε προς ένα μαρμάρινο σύμπλεγμα που έδειχνε τον Λαοκόωνα να συζητά με τους γιούς του. Πανικός και κραυγές στο πέρασμα του ανοίγοντας του χώρο. Χώρο για να γεμίσουν και αυτοί που ακλουθούσαν τον κροκόδειλο. Μαζί με τον κροκόδειλο εισέβαλε και μια ομάδα γύρο στα δεκαπέντε με είκοσι νεαρά άτομα. Κυρίως μαυροφορεμένα, μερικοί με κράνη μοτοσυκλέτας, με φουλάρια και κουκούλες. Κρατώντας μαδέρια, λοστούς, σπρέι και καναπεδάκια. Τους έχετε δει στα κανάλια ανάμεσα σε καπνούς με κάτι ονόματα όπως «γνωστοί άγνωστοι», «συνήθεις ύποπτοι», «μπαχαλάκιδες», «αστυνομικοί σε διατεταγμένη υπηρεσία» και άλλα τέτοια. Ένας από αυτούς με ακάλυπτο πρόσωπο, μαύρα γένια, δερμάτινο μπουφάν και σχισμένο τζιν παντελόνι έδειξε προς το μέρος του Φωτεινού. Φώναξε ένα πρωτόγονο παράγγελμα «Ούύύγκάαα» που μεταφράζετε «Δεν μ’ αρέσει η κοινωνία πού έχετε δημιουργήσει, έχω σοβαρές αντιρρήσεις σε έννοιες όπως κράτος, θεσμοί, νόμοι, αρχές. Αντίδραση. Γενική καταστροφή, σπάσε, κάψε, πάρε, βάρα» Το ματς άρχισε με την ομάδα των γηπεδούχων, σεκιουριτάδες, προσωπικό της γκαλερί και παραβρισκόμενοι που το λέγε η καρδιά τους και οι φιλοξενούμενοι, μαυροφορεμένοι και κροκόδειλος. Μέσα σε λίγα λεπτά φάνηκε ότι στόχος των εισβολέων ήταν κυρίως τα εκθέματα της γκαλερί και όχι οι άνθρωποι, με εξαίρεση τους δημοσιογράφους. Συνέβησαν βεβαία αρκετές συμπλοκές και χειροδικίες, χωρίς όμως να εμποδίσουν την ορμή των εισβολέων. Έτσι πολλά γλυπτά έχασαν τα κεφάλια τους, κάποια πιο τυχερά μόνο τα χέρια τους και κάποια άλλα που δεν ήταν ξεκάθαρο τι αναπαριστούσαν έχασαν τμήματα μα κάνεις δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά. Αρκετοί πίνακες δεχτήκαν μια καλλιτεχνική παρέμβαση ή αλλιώς μια μίξη με την τέχνη του γκράφιτι. Ο κροκόδειλος φάνηκε να δείχνει ενδιαφέρον στο τμήμα τις μοντέρνας τέχνης, επειδή μάλλον το ήταν πιο νόστιμο. Τα πράγματα είχαν αγριέψει όταν ο πρωτόγονος τύπος με το δερμάτινο και το τζιν ανέβηκε στην εξέδρα κρατώντας τον πίνακα του Λούς έτοιμος να τον κάνει κολάρο σε κάποιον από τους τρείς. Προτίμησε όμως να πάρει μερικά από τα βιβλία και να τα συνδυάσει με μία φωτοβολίδα που είχε μαζί του. Η φωτιά και ο καπνός ενεργοποίησαν το αυτόματο σύστημα πυρόσβεσης και μαζί με την τεχνίτη βροχή ενεργοποιήθηκε και η σειρήνα. Μόνο στο κροκόδειλος άρεσε αυτή η αλλαγή του καιρού. Άλλα δεν ήταν σειρήνα της πυροσβεστική που ακουγόταν άλλα η σειρήνα της αστυνομίας, που είχε ειδοποιηθεί εδώ και λίγη ώρα. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος για την αστυνομία να ηρεμήσει τα πράγματα. Τελικά συνέλαβε δεκατρία άτομα με τον κροκόδειλο όμως να έχει εξαφανιστεί την στιγμή που άρχισε η τεχνητή βροχή, όπως είπαν μερικά άτομα. Αργότερα στον αστυνομικό τμήμα οι αστυνομικοί ήταν προβληματισμένοι. Όλοι οι συλληφθέντες είπαν ότι ακολούθησαν έναν «δικό τους» άγνωστο σε αυτούς άτομο, που τους είπε για την εκδήλωση και τους έπεισε με την πραγματικά αριστοτεχνική του γλώσσα. Ανεξήγητος ήταν και ο κροκόδειλος. Ενώ όλοι έλεγα και επέμεναν για την παρουσία του κροκόδειλου αυτός δεν βρέθηκε πουθενά άλλα ούτε και η κάμερα κατέγραψε τέτοιο πλάσμα. Το τρομερότερο από όλα όμως ήταν το βίντεο που δείχνει τον υποτιθέμενο αρχηγό τους να βάζει φωτιά στα βιβλία. Γιατί όταν το άτομο με τον δερμάτινο μπουφάν και το

23

×


διήγημα Θοδωρής Τσαφής

×

24

τζιν γυρίζει και κοιτάζει την κάμερα είναι ίδιος με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη σαν δίδυμος αδελφός του. Η ώρα κοντεύει μεσάνυχτα και ένας συνηθισμένος καλοντυμένος τύπος γυρίζει στο σπίτι του. Στην εξώπορτα κοντοστέκεται για λίγο κοιτάζει το ρολόι του και μετά στον ουρανό την πανσέληνο. Μπαίνει μέσα, αφήνει τα κλειδιά και κάνει ένα γρήγορο μπάνιο. Μετά λάμποντας από καθαριότητα φόρα ένα παλιό δερμάτινο μπουφάν, ένα φθαρμένο τζίν και τα πιο ταλαιπωρημένα αθλητικά παπούτσια που είχε. Μετά ξεκλείδωσε την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο του σπιτιού του. Στο υπόγειο υπήρχε ένα μεγάλο άνετο δωμάτιο. Υπήρχε ένα μεγάλο βαρύ ξύλινο γραφείο και ένας φορητός υπολογιστής πάνω του, δύο βυσσινί δερμάτινες πολυθρόνες, ένα μπαράκι στη γωνία με παρά πολλών ειδών ποτά από όλο τον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος των τοίχων ήταν καλυμμένο με ξύλινες βιβλιοθήκες με τόνους από βιβλία. Τα περισσότερα ήταν παλιά και δυσεύρετα, όχι κάτι από τα συνηθισμένα λογοτεχνικά αναγνώσματα. Σε προθήκες με τζάμι ήταν τοποθετημένα και παρά πολλά παράξενα συλλεκτικά αντικείμενα που μόνο ένας ειδικός μπορούσε να εξηγήσει το ρόλο τους. Κρεμασμένοι στον τοίχο μαζί με διάφορα διακοσμητικά ήταν και πολλοί πινάκες που μπορεί και να ήταν αυθεντικοί. Σίγουρα μερικοί από αυτοί ήταν του Βαν Γκονγκ, του Σεζάν, του Σινιάκ, του Λωτρέκ και άλλων πινελιστών. Όλος ο χώρος ήταν πολύ προσεγμένος με διάφορους κρυφούς φωτισμούς και δημιουργούσε ένα αίσθημα καλαισθησίας και άνεσης. Υπήρχε και μία άλλη πόρτα στο υπόγειο που από μέσα της ακουγόταν φωνές και σαματάς λες και κάποια διαδήλωση των «αγανακτισμένων» περνούσε από πίσω της. Ο άνδρας πλησίασε το μπαράκι. Έβαλε ένα χάπι στο στόμα του και το έριξε κάτω με μια γουλιά ποτό. Ύστερα στάθηκε μπροστά από ένα άδειο σημείο του τοίχου, ιδανικός χώρος για έναν ακόμα πίνακα ζωγραφικής. Χάζεψε για λίγο σκεφτικός και μετά έκλεισε τα μάτια του χωρίς όμως να μετακινηθεί. Ύστερα μπήκε μέσα στο άλλο δωμάτιο που ακουγόταν οι φωνές. Το άλλο δωμάτιο ήταν κατασκότεινο. Η μοναδική πηγή φωτός ήταν τέσσερα κεριά που σχημάτιζαν τετράγωνο. Η φωνές προέρχονταν από ένα φορητό ραδιόφωνο που είχε στην επανάληψη ένα cd με ηχογραφημένες διαδηλώσεις. Όταν αποφάσισε ότι ο χώρος έχει φορτιστεί αρκετά το έκλεισε και μπήκε στον κύκλο. Αν και δεν φαινόταν καλά στο σκοτάδι, όλο το δωμάτιο και κυρίως το πάτωμα ήταν ζωγραφισμένο με διάφορα σχήματα. Στο πάτωμα ζωγραφισμένος με κιμωλία και αλάτι ένας κύκλος με σφραγίδες, ιδεοσχήματα και sigil και στους τοίχους πολλά ανθεμίδια, σπινθήρια και ερέβεια. Μετά από τρεις ώρες επικλήσεως πνευμάτων, ψαλμούς και χορό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ο άνδρας σταμάτησε, για να διαλογιστεί. Όπως γίνετε σε αυτές τις περιπτώσεις αναφέρθηκαν πολλά εβραϊκά ονόματα μεταξύ άλλων του Armadiel, Laziel, Massar, των γόνων του Αζάθοθ, του χάους, καθώς και μερικών πλανητών. Γιατί κάθε τέτοιο πνεύμα ως γνωστόν, από τα Γριμόρια τύπου τσελεμεντέ, έχει και μια τεράστια ακολουθία από Πρίγκιπες, Δούκες και υπηρέτες, αλλιώς δεν θα ήταν κάνα σημαντικό πνεύμα ε; Τα κεριά είχαν σχεδόν τελειώσει και το σκοτάδι τώρα ήταν πυκνότερο, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Για μια στιγμή το κερί που βρισκόταν στο βορρά τρεμόπαιξε. Ο άνδρας δεν κουνήθηκε. Ίσως και να ήταν η φαντασία του ή το αποτέλεσμα της πολύωρης απομόνωσης, γιατί από το βορρά ερχόταν ένα μικρό σχεδόν ανεπαίσθητο βούισμα, ένα χαμηλό μουρμουρητό κάτι σαν βζζζ. Πάλι ο άνδρας δεν κουνήθηκε. Το βούισμα συνήχησε και άρχισε να κάνει κύκλους-κύκλους σαν να πετά μια παχιά μύγα


στο δωμάτιο. Ο αέρας του δωματίου άρχισε να μυρίζει οξύτητα σαν καμένο σπίρτο ή θείο. Ο άνδρας σηκώθηκε. Πλησίασε το πρόσωπο του στα όρια του κύκλου και έσφιξε τα μάτια του για να μπορέσει να δει καλύτερα. Άξαφνα ήταν πρόσωπο με πρόσωπο με ένα κεφάλι τεράστιας μύγας. Το πρόσωπο της μύγας ξανατραβήχτηκε στις σκιές. Με δυνατή φωνή ο άνδρας επανέλαβε «Διατάζω σοι να εμφανιστής, σε διατάζω! Έλα μπρός. Όχι με αυτή την μορφή, έλα μπρος!» και ξανά «Σε διατάζω! Έλα μπρός. Όχι με αυτή την μορφή, έλα μπρος!». Μέσα από το σκοτάδι στο λιγοστό φως εμφανίστηκε μια τρομακτική φιγούρα. Ένα τέρας με ανθρώπινα λεπτά χέρια και πόδια με δέρμα καλυμμένο από μικρά μαύρα αγκάθια σαν αυτά των κάκτων, τεράστια μάτια και φτερά μύγας. Μια τρομερή απαίσια φωνή απάντησε: «Είναι πολύ οι πνιγμένοι μες στης θάλασσας τον πάτο. Όλοι τους καταραμένοι από μένα εκεί κάτω. Με κάλεσαν οι χαζοί να τους γίνει η ευχή, μα σαν ανταμοιβή τους καρφώθηκε καρφί». Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του ο άνδρας διέταξε πάλι «Ο αφέντης σου δίνει εντολή να αλλάξεις μορφή! ‘Η θα βρεθείς κλεισμένος σε μονή». Το πλάσμα έκανε ένα βήμα πίσω στο σκοτάδι αμέσως ξαναβγήκε ξανά στο φώς με την μορφή του Μιχάλη Χατζηγιάννη. Είπε αυτήν την φόρα με κανονική φωνή: «Ποιό είναι το θέλημα σου;». «Θα με βοηθήσεις να πάρω έναν πίνακα και μετά είσαι ελεύθερος». «Εύκολο πράγμα για μένα αυτό. Μόνο που μαζί προκαλώ και πανικό. Στην φύση μου και αυτό. Και σαν αντάλλαγμα τι θα έχω εγώ; Μήπως το παραδοσιακό, μια ψυχή μια ζωή ένα μωρό;» είπε τραγουδιστά ξεφεύγοντας από το κλασσικό ρεπερτόριο του Χατζηγιάννη. «Ανόητο πλάσμα. Μπορώ να σου δώσω πολλά περισσότερα, όταν περάσω στην άλλη μεριά». Αυτό φάνηκε να το ικανοποιεί «Μην ξεχάσεις λοιπόν στην άλλη μεριά να πεις μερικά καλά λόγια για μένα και για την βοήθεια μου. Η συμφωνία έκλεισε». Ο Χατζηγιάννης γύρισε την πλάτη του και χάθηκε στο σκοτάδι τραγουδώντας ένα αγγλικό στιχάκι. The Armadiel has come to dance the dance, To spread his hands and challenge chance.

×

Θ

ΟΔΩΡΗΣ ΤΣΑΦΗΣ. Η βάση του είναι η Κοζάνη από κει κάνει εξορμήσεις σε άλλους τόπους, χρόνους και σε σελίδες βιβλίων. Αγαπημένος του συγγραφέας είναι ο Φίλιπ Ντίκ. Έχει δει εφτά φορές την ταινία «οι επτά σαμουράι». Ξεχωρίζει τους ανθρώπους με βάση την ευγένια και την καλοσύνη τους. Πιστεύει ακράδαντα στην τηλεκίνηση.

25

×


μία στήλη για μία λέξη χίλιες σκέψεις

μία λέξη χίλιες σκέψεις

Θρανίο Ειρμός Δόση

σχολιάζουν οι συγγραφείς

Θανάσης Χειμωνάς

Θ

ρανίο: Είναι παράξενο. Το σχολείο το μισούσα. Ήμουν κακός μαθητής, με προβληματικές σχέσεις με την πλειοψηφία των συμμαθητών μου και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αδυνατώ να καταλάβω γιατί τη νοσταλγώ εκείνη την εποχή.

Ε

ιρμός: Μου πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να τον ξεχωρίζω από τον συρμό. Ακόμη και σήμερα ανακαλύπτω καμιά φορά τον εαυτό μου να σκέφτεται πριν χρησιμοποιήσει κάποια από τις δύο λέξεις. Όπως με την ψήφο που συχνά ξεχνώ πως είναι γένους θηλυκού.

Δ

όση: Παλιότερα άκουγες τη λέξη και το μυαλό σου πήγαινε στα ναρκωτικά. Σήμερα, πάει στην οικονομική κρίση. Προφανώς δεν πρόκειται για κάτι καλό...

Μάρω Λεονάρδου

Θ

ρανίο: Όταν ήταν ακόμη σκούρο πράσινο, παλιό και με ξεφτισμένο το χρώμα, χιλιογραμμένο… πήγαινα δημοτικό, φορούσα ποδιά με το σήμα του σχολείου στο λευκό γιακά… η δασκάλα της πρώτης δημοτικού λεγόταν Χρυσούλα, κι εγώ φόραγα χοντρά γυαλιά μυωπίας και είχα κοτσιδάκια… «είμαι σα γριά», έλεγα ξανά και ξανά στην καλύτερη μου φίλη.

Ε

ιρμός: Ειρμός και συνειρμός…. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που διαθέτουν ειρμό στα λεγόμενά τους και κάνουν συνειρμούς στις σκέψεις τους… Δύσκολο, σπάνιο, αριστοτεχνικό… όταν υπάρχει.

Δ

όση: Δε χρωστάω καμιά! Ακόμη….χαχαχαχα…! Λίγο αγχωτικό, ίσως όμως και ανακουφιστικό… σχέση χρημάτων-ανθρώπων… θα ‘πρεπε να μην υπάρχει. Τουλάχιστον με τη μορφή εξουσίας που υπάρχει σήμερα.

×

26


Ευαγγελία Ευσταθίου

Θ

ρανίο: Το πρώτο σκαλοπάτι της γνώσης μετά τους γονείς. Τα πρώτα καρδιοχτύπια, οι πρώτοι μικροί φόβοι, οι πρώτες γεύσεις εξωοικογενειακής επιτυχίας ή αποτυχίας. Σ’ αυτό το παραλληλόγραμμο κομμάτι ξύλου εδράζονται τα πρώτα αληθινά βήματα της ζωής και μαζί με τα χέρια που τρέχουν εναγωνίως στο χαρτί, διαμορφώνονται τελεσίδικα χαρακτήρες και συνειδήσεις.

Ε

ιρμός: Ροή σκέψεων προς μία κατεύθυνση που σκοπό έχει την επίλυση νοητικών προβληματισμών ή την αποτύπωσή τους στο χαρτί. Προσωπικά, η λέξη «ειρμός» είναι συνυφασμένη με τη δημιουργία. Όταν οι ακολουθίες κυλούν αβίαστα, το αποτέλεσμα είναι ένα συγγραφικό συνονθύλευμα εικόνων και γεγονότων που όλα μαζί ολοκληρώνουν την πρωταρχική ιδέα του μύθου.

Δ

όση: Κομμάτι, τμήμα του όλου που συνηθέστερος στόχος του είναι η αποφόρτιση απ’ την απευθείας αντιμετώπιση του συνόλου. Κάποτε η λέξη αυτή λειτουργούσε ανακουφιστικά για τους περισσότερους από μας. Σήμερα, έχει λάβει αποκλειστικά αρνητική χροιά, αφού συνδέεται στενά με θυσίες προσωπικές, οικονομικές, κοινωνικές προκειμένου να τελεσφορήσει η απόκτησή της ή η καταβολή της.

Έκτορας Δέλτα

Θ

ρανίο: «Θέλο να μαθο γράματα. Για να μαθο το Γιατί». Αυτή η σκαλισμένη φράση πάνω στο παλιό ξύλινο θρανίο της Δευτέρας Δημοτικού, θα στοιχειώνει για πάντα τη ψυχή μου. Λες και σκαλίστηκε μέσα μου. Ακόμα θυμάμαι την απόγνωση στο πρόσωπο του μικρό συμμαθητή μου, όταν με δάκρυα και οργή τη σκάλιζε... Μία μόνο μέρα, μετά από την κηδεία της Μητέρας του.

Ε

ιρμός: Κρατώ σφιχτά δεμένους σε φιλντισένιους πασσάλους, τον Ειρμό και τη Λογική, μπροστά από την πανύψηλη γυάλινη Πύλη που οδηγεί στη Χώρα των Ατέρμονων ονείρων μου. Εκεί να μένουν, ανήμποροι να διαβούν το κατώφλι του μαγικού μου κόσμου.

Δ

όση: Η συνταγή της γιαγιάς μου, για μία όμορφη Ζωή. Υλικά που θα χρειαστούν: Μία Δόση Αλήθειας. Μία Δόση Φόβου. Δύο Δόσεις Όνειρα. Μία Δόση Συγχώρεση. Και Τρείς Δόσεις Αγάπη.

27

×


Σκιές στο Λονδίνο

διήγημα Ευάγγελος Ευθυμίου

μία από τις περίεργες ιστορίες του Τζώναθαν Σάντερμιλλ του Ευάγγελου Ευθυμίου

Τ

ι κι αν φυσούσε μανιασμένα, τι κι αν τα φύλλα των δέντρων χόρευαν, τι κι αν τα παντζούρια κροτάλιζαν με κακία στους περαστικούς -οι οποίοι ήταν το λιγότερο, λίγοι- ο Τζώναθαν Σάντερμιλλ συνέχισε τον βραδινό του περίπατο με χαρά. Λάτρευε να περπατά μέσα στον δυνατό άνεμο. Του δημιουργούσε την αίσθηση πως πετά. Θυμάται τον μικρό Τζώναθαν, να ανοίγει τα χέρια του και να περιμένει αποφασισμένος, μα και φοβισμένος συνάμα την στιγμή, όπου μια ριπή ανέμου τόσο δυνατή -όπως το παιδικό του μυαλό νόμιζε- θα τον παρέσερνε ψηλά σαν φτερό. Αναλογίστηκε, πώς ένα τόσο αθώο παιδικό παιχνίδι, κρύβει μια τόσο μεγάλη κωδικοποίηση. Ο άνεμος παρασέρνει την πραγματικότητα σκέφτηκε, φέρνει το παράξενο, το τόσο αγαπητό και οικείο στον ίδιο. Ούτε έβρεχε, ούτε τσουχτερό κρύο έκανε. «Τσουχτερό κρύο αύριο στο φθινοπωρινό Λονδίνο, με μεγάλη πιθανότητα βροχής». Το χτεσινό δελτίο καιρού πήγε στα σκουπίδια… Έτσι εκείνος βάδιζε στο πλακόστρωτό της Τέιμα Ονόριο Στριτ με του λίγους περαστικούς αντάμα, απολαμβάνοντας τις νότες του ανέμου. Μονάχα οι ρόδες ενός βιαστικού μόνιππου και τα πέταλα του αλόγου του απορύθμισαν στιγμιαία τη μελωδία. Μα παρ’ όλες τις άσχετες σκέψεις του, αυτό που γυρνούσε έντονα στο μυαλό του ήταν εκείνη η περίεργη γκρίζα μορφή που είχε δει το προηγούμενο βράδυ στην ταράτσα του κτηρίου της Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας. Μπορεί να ήταν ψεύτικη… Μα όχι! Δεν μπορεί να ήταν ψεύτικη, θολή μα όχι ψεύτικη… Εξάλλου την παρατηρούσε τουλάχιστον για πέντε με δέκα λεπτά. Ναι την παρατηρούσε σίγουρα, όμως αυτή -ή αυτό τέλος πάντων- τι παρατηρούσε; Ή μήπως κάτι αναζητούσε; Η σκέψη τον έκανε να ανατριχιάσει. Τι μπορεί να αναζητεί ένας φαινομενικά φουσκωτός γκρίζος μανδύας στην ταράτσα ενός κτηρίου στη μέση του Λονδίνου; Ο Τζώναθαν μπήκε και πάλι σε διαδικασία αμφισβήτησης. Αδυνατούσε να το συλλάβει. Η συνείδηση δεν κατανοεί το παράλογο. Δεν έχουμε συνείδηση του παραλόγου. Το μυαλό θέλει λογικές παραστάσεις, για να αποδοθεί σωστά μια εμπειρία μέσω και των αισθήσεων. Το γρασίδι όταν ξαπλώνουμε πάνω του είναι δροσερό, μαλακό, πράσινο και μυρίζει φρεσκάδα. Το παράλογο όμως δεν «διατίθεται» προς κατανόηση. Γι’ αυτό και αργότερα το μυαλό αμφισβητεί τις ίδιες του τις αισθήσεις. Αν μου επιβεβαίωνε κάποιος ότι το γρασίδι που ξαπλώσω αλλάξει ξαφνικά χρώμα, βγάλει ήχο από εκατομμύρια μικροσκοπικά στόματα και με αγκαλιάσει όπως μία ερωμένη, όλα θα συγχυστούν στο κεφάλι μου. Θα εκραγούν. Τίποτα δεν θα είναι ξεκάθαρο και σίγουρο. Γι’ αυτό η εμπειρία του παραλόγου είναι κάτι το μη εγκεφαλικό, είναι κάτι το βιωματικό.

×

28

Είχε αρχίσει να βραδιάζει για τα καλά και ο Τζώναθαν τριγυρνούσε ζαλισμένος μέσα στον αέρα και τις σκέψεις του. Αποφάσισε να πάει στο διαμέρισμά του και να πιει τέιον, ίσως και να ανοίξει το γράμμα που έλαβε το πρωί. Δεν είδε καν τον αποστολέα, αν και πιθανόν ερχόταν από τον


υπέργηρο θείο του. Δύο χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα στο Λονδίνο. Η δουλειά του πήγαινε αρκετά καλά, οι επιμέλειες και οι μεταφράσεις βιβλίων στην εποχή μας δεν σταματάνε ποτέ, σκέφτηκε. Από όταν έφτασε στο Λονδίνο ως και τώρα είχε κάνει ήδη εφτά και είχε αρκετές προτάσεις για δουλειά ακόμα. Στα σχέδια του ήταν «Ο Τύμβος», το «Πέρα από το Τείχος του Ύπνου» και μερικά άλλα που έπρεπε να μεταφραστούν στα Γαλλικά, ενός Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ. Έφτασε κουρασμένος στο διαμέρισμά του και άνοιξε το ραδιόφωνο, έβαλε νερό να βράζει και έβγαλε το καφέ παλτό του και το ασορτί καπέλο. Το δωμάτιο θέλει ένα καλό ξεσκόνισμα, σκέφτηκε και καθώς περίμενε το νερό, βγήκε έξω στο μπαλκόνι να κοιτάξει τους σπανίως στεγνούς δρόμους του Λονδίνου. Μια σκοτεινή ύπαρξη πέρασε με μανία από μπροστά του και πριν προλάβει να προφυλαχθεί, εκείνη χάθηκε στο μαύρο ουρανό. Αφού ξεπέρασε το σοκ και ανέκτησε την αναπνοή του, έβρισε με ανακούφιση το μεγάλο πουλί και προσπάθησε να το εντοπίσει. Κοιτώντας πάνω, το βλέμμα του τράβηξε μια απροσδιόριστη μορφή που ο αέρας έκανε τον μανδύα της να ανεμίζει. Στεκόταν ακριβώς στην βορειοδυτική γωνία της ταράτσας της Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας. Αυτή την φορά σίγουρα ήταν εκεί. Ήταν εκεί πάνω, στο κέντρο του Λονδίνου, μόνη και αόρατη και κανείς άλλος δεν την έβλεπε επειδή όλοι περπατούν με σκυμμένο κεφάλι σα να δηλώνουν υποταγή σε κάποιον φανταστικό αφέντη. Καθώς ο Τζώναθαν είχε απορροφηθεί από την όψη της, η μορφή γύρισε το κεφάλι και στράφηκε προς την κατεύθυνση του. Μη έχοντας σκεφτεί ότι η γκρίζα σκιά μπορεί να τον αντιληφθεί από τέτοια απόσταση, ο Τζώναθαν ήρθε αντιμέτωπος με το πρόσωπό της. Πλησίασε τόσο κοντά κι απότομα, σα να τον ρουφούσε μια δίνη. Το πρόσωπο της έμοιαζε σαν ένα βαθύ σκοτεινό πηγάδι, σαν το κενό που μας τραβά πριν κοιμηθούμε. Τρομαγμένος τινάχθηκε από τη θέα του προσώπου και σκόνταψε σε μια στοίβα από βιβλία. Η πτώση τον ανέσυρε σα φυσαλίδα από τον πάτο του ωκεανού. Σηκώθηκε και στάθηκε με την πλάτη στον τοίχο δίπλα από το παράθυρο. Προσπαθούσε να προφυλαχτεί χωρίς να γνωρίζει από τι… Ίσως από μια σφαίρα, μια σφαίρα όχι υλική αλλά πνευματική, μια σφαίρα που χτυπούσε κατευθείαν το κέντρο της νοητικής του διαύγειας. Οι παλμοί του κορυφώθηκαν, η ένταση ήταν μεγάλη. Ήθελε να κοιτάξει μα η λογική του έλεγε να σταθεί ακίνητος, ο φόβος τον είχε ριζώσει. Ως πότε θα στεκόταν έτσι; Εδώ είχε να κάνει με κάτι πέρα από την λογική. Άρα χρειαζόταν να δράσει παράλογα… Γύρισε βίαια το κορμί του προς το παράθυρο για να νικήσει τον φόβο του και έριξε μονομιάς το βλέμμα του στη βορειοδυτική πλευρά της ταράτσας. Η σκιά ήταν εκεί αλλά δεν ήταν μόνη της. Υπήρχε και άλλη μία πανομοιότυπη σκιά. Απομακρύνονταν από το αέτωμα και κατευθύνονταν προς τα πίσω, μακριά από το οπτικό του πεδίο. Ξύπνησε κάθιδρος. Η ανάσα του κοφτή και γρήγορη. Τι ώρα ήταν; Πιθανόν πολύ πρωί αν έκρινε από τις ακτίνες του ήλιου που διαπερνούσαν δειλά τις βαριές κουρτίνες. Το μυαλό του ήταν θολό και αισθανόταν το δωμάτιο να γυρίζει ελαφρά. Λες και είχε δει έναν τρομαχτικότατο εφιάλτη. Δεν θυμόταν όμως να είδε κάποιο όνειρο. Ο ύπνος του μονάχα με ύπνος δεν έμοιαζε. Ούτε ξεκουράστηκε, ούτε ονειρεύτηκε. Ανασηκώθηκε και έψαξε τις παντόφλες και τη ρόμπα του. Ένας δυνατός σκέτος καφές από το αραβικό χαρμάνι της περιοχής του Αλ Χεϊζάζ που είχε προμηθευτεί πριν λίγους μήνες θα του έκαναν καλό. Πρέπει να είχε περισσέψει λιγάκι, έτσι θυμόταν. Χρειαζόταν να σκεφτεί, να δράσει, να αντιμετωπίσει όλα όσα αντίκρισε χθες βράδυ. Ο καφές έφτανε ίσα ίσα για ένα φλιτζάνι. Του ήταν αρκετό. Με την πρώτη γουλιά ένιωσε το μυαλό του καθαρότερο, τους παλμούς του να ηρεμούν και το δωμάτιο έπαψε να γυρίζει. Αυτές οι σκιές… Ήταν υπαρκτές. Πλέον ήταν εκατό τις εκατό σίγουρος πως ήταν υπαρκτές. Τι ήταν όμως; Για ποιον λόγο έγιναν… δύο; Μήπως εξ αρχής ήταν δύο; Αυτό σημαίνει πως μπορεί να είναι και περισσότερες… Επίσης, πώς είναι δυνατόν να τον αντιλήφτηκαν από τόσο μακρινή απόσταση; Και η επήρεια που του ασκούσαν… Αυτή η βγαλμένη από τα βάθη της κολάσε-

29

×


διήγημα Ευάγγελος Ευθυμίου

×

30

ως καθηλωτική επήρεια. Σαν τον φακίρη που μαγεύει με τον αυλό του την κόμπρα. Έτσι αισθάνθηκε. Σα να είχε παραλύσει ολοκληρωτικά και τα μέλη του να τα κινούσε εκείνο. Εκείνο το πρόσωπο… Που τον ρουφούσε προς το μέρος του. Ήθελε να μιλήσει στον Ζιλ Φοινίξ, τον μέντορα του. Αυτός θα είχε απαντήσεις. Αλλά όπως ο ίδιος τον είχε ενημερώσει στο τελευταίο του γράμμα, είχε ταξιδέψει στο Κιριμπάτι -ή Κιρ-ι-μπας όπως προφέρεται στην αρχαία γκιλμπερτιανή γλώσσα- και στην ατόλλη Ταράουα, για να παρακολουθήσει κρυφές αρχέγονες τελετές του ειρηνικού στα νησιά που πρώτα αυτά βλέπουν τον ήλιο κι ύστερα ο υπόλοιπος κόσμος. Οι απαντήσεις όμως έπρεπε να βρεθούν. Ήπιε μια γουλιά από το αρωματισμένο με την ηρεμία της ερήμου ρόφημα και σκέφτηκε πως έπρεπε να προμηθευτεί λίγο ακόμα από αυτόν τον τόσο ευεργετικό καφέ. Μπορεί ο Ζιλ να βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά, αλλά και ο Γουίλοουμπυ Κουκ μπορούσε να τον κατευθύνει -με τον τρόπο του- σε αυτό τον λαβύρινθο ανερμήνευτων γεγονότων, παραλόγου και τρόμου… Ο Τζώναθαν δεν νοσταλγούσε συχνά μιας και θεωρούσε την νοσταλγία συνώνυμη με το ψέμα. Σε βοηθούσε να ανασύρεις την αφρόκρεμα του παρελθόντος, τα πολύ καλά κι ευχάριστα σημεία μόνο. Νοσταλγώντας δημιουργούσες μία αυταπάτη. Το μπορντό κιόσκι έξω από το διαμέρισμα του Γουίλοουμπυ όμως, του θύμιζε την πατρίδα. Ένα παρόμοιο βρισκόταν κοντά στο σπίτι του εκεί. Αν και η καταγωγή του Βρετανική, ο Τζώναθαν γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι. Στην προφορά του δεν το εντόπιζες εύκολα. Ακουγόταν περισσότερο Ουαλική… Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Γουίλοουμπυ Κουκ τον συμπάθησε εξ αρχής. Από τα βόρεια της Ουαλίας η δική του καταγωγή και από το νησάκι Χόλιχεντ -εξού και το παρατσούκλι του «ιερό κεφάλι». Πάρα την συμπάθεια, ο Ουαλός φίλος του δεν του επέτρεψε την επιμέλεια του βιβλίου του. Το είχε δηλώσει… Δεν θα το ενέκρινε σε κανέναν όσο κι αν ο πεισματάρικος εκδοτικός τους οίκος του έστελνε συνεχώς επιμελητές. Δεν δεχόταν να πειραχτεί ούτε κατά ένα γράμμα -«ούτε κατά ένα σύμβολο» έλεγε ο ίδιος- η γραφή του. Ο εκδοτικός, όσο και αν ήθελε να τυπώσει το πρώτο βιβλίο του Γουίλοουμπυ -κυρίως λόγο των γνωριμιών του και του μεγάλου κύκλου του και όχι του περιεχομένου του βιβλίου- δεν μπορούσε να το πράξει στην κατάσταση που βρισκόταν. Το χαρακτήριζε «χαοτικό». Αντίθετα, ο Γουίλοουμπυ το χαρακτήριζε «μαγικό». Ο Τζώναθαν ήταν ο πρώτος επιμελητής -και ο μόνος- που συμπάθησε και είχε την τύχη να μην τον διαολοστείλει. Δεν τον είδε σαν επιμελητή, αλλά ως έναν φέρελπι νέο κι έναν καινούριο φίλο. Στο πρόσωπο του Γουίλοουμπυ ο Τζώναθαν είδε έναν μύστη της καθημερινότητας. Έναν μύστη που με θρησκευτική ευλάβεια έφτιαχνε το καθημερινό του τσάι στο ταϊλανδέζικο σερβίτσιο του, που μελετούσε τα «κρυφά» άρθρα της εφημερίδας και διάβαζε πίσω από τις λέξεις, που ακόμα και την καλημέρα την πρόφερε με τον ίδιο τρόπο που ο ταχυδακτυλουργός προσφωνεί το επόμενο τρικ του. Σαν η λέξη να έκρυβε κάτι παραπάνω πέρα από μια ευχή καλής ημέρας… Η αλήθεια ήταν πως ο Γουίλοουμπυ Κουκ γνώριζε πολύ περισσότερα από αυτά που εντέχνως κάλυπτε με το εκκεντρικό του στιλ και ο κύκλος του ήταν όντος πολύ μεγάλος και εκλεκτός. Διέσχισε την ανοιχτή στοά με τις άσπρες και μαύρες πλάκες στρωμένες σαν σκακιέρα και τα γνώριμα σημεία κροτάλισαν κάτω από τα λουστρίνια του. Ανέβηκε την στριφογυριστή, μεταλλική σκάλα έως τον δεύτερο όροφο, επέλεξε την δεξιά θύρα και στην συνέχεια, μετά από μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, περπάτησε τον ξύλινο εσωτερικό διάδρομο της πολυκατοικίας. Έτσι, έφτασε πάνω δεξιά από την είσοδο της στοάς όπου μέσα από το παράθυρο αντίκρισε αφ’ υψηλού το μπορντό κιόσκι. Πίσω από την πόρτα το διαμέρισμα περί-


μενε απόλυτα ήσυχο. Δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά μιας και οι κινήσεις του Γουίλοουμπυ θύμιζαν πατήματα γάτας. Αθόρυβες και μυστήριες. Χτύπησε την πόρτα και ο Γουίλοουμπυ έδωσε εντολή να περάσει χωρίς να ρωτήσει ποιος είναι. Βούλιαζε στην βελούδινη πολυθρόνα του σταυροπόδι, με τις παντόφλες να μισοχάσκουν νωχελικά από τις πατούσες του. Το τσάι άχνιζε στο τραπεζάκι και η ορθάνοιχτη εφημερίδα έκρυβε το πρόσωπο του. Καλημέρισε τον Τζώναθαν με τον χαρακτηριστικό του τρόπο και στην συνέχεια με στόμφο ακούστηκε να λέει πίσω από την εφημερίδα «Κάτι είδες στην Τράπεζα Αγαθών και έχεις απορίες». Πώς γνώριζε χωρίς να κατεβάσει την εφημερίδα και δει τον επισκέπτη ότι ήταν ο Τζώναθαν και κυρίως…Διάβασε την σκέψη του; Πολλά περίμενε από τον Γουίλοουμπυ, αλλά όχι κι αυτό… Ο Τζώναθαν έστεκε αποσβολωμένος στην είσοδο και κοιτούσε την εφημερίδα που κάλυπτε τον πρόσωπο του. Τα μεγάλα γράμματα και ο πομπώδης τίτλος τράβηξαν την προσοχή του. «Σχιζοφρένια στην Τράπεζα Αγαθών». Μέσα στο βάθος των σκέψεων του δεν έριξε ούτε μια γρήγορη ματιά στις πρωινές εφημερίδες. Έγραφαν για κάποιο σοβαρό περιστατικό στην Τράπεζα Αγαθών Αγγλίας. Ο Γουίλοουμπυ τον είχε δει να πλησιάζει στο διαμέρισμα του από το παράθυρο και αφού γνώριζε που διαμένει έκανε την υπόθεση πως κάτι είδε. Είχε προφανώς πέσει μέσα. Κρέμασε την κάπα και το καπέλο του στους ασημένιους γάντζους πίσω από την πόρτα και πέρασε στο καθιστικό με τις επιτραπέζιες βιτρίνες που οι προθήκες τους ήταν γεμάτες από πορσελάνες Ταϊλάνδης. Δέχτηκε ένα φλιτζάνι από φίνα πορσελάνη με ζεστό τσάι και ύστερα από μια σύντομη τυπική κουβέντα για το διάστημα που είχαν να ιδωθούν ο Τζώναθαν πέρασε στο θέμα. Περιέγραψε και τις δύο «συναντήσεις» του με τις σκιές με όσες περισσότερες λεπτομέρειες. Ο Γουίλοουμπυ τον άκουγε ανέκφραστος και χωρίς διακοπές. Μετά το πέρας της διήγησης έδωσε την εφημερίδα στον Τζώναθαν και τον παρέπεμψε στο σχετικό άρθρο. Ο συντάκτης του ανέφερε πως κάποιος Ρώσος μεγιστάνας ονόματι Ανατόλι Σερντιούκοφ είχε βρεθεί τις πρώτες πρωινές ώρες από τους φύλακες της τράπεζας σε κατάσταση παραληρήματος. Το πρωί της προηγουμένης είχε επισκεφτεί την τράπεζα και είχε δηλώσει πως θα απέσυρε από τις αποθήκες της όλες τις καταθέσεις του. Την στιγμή που τον βρήκανε ήταν όχι απλά χλωμός αλλά κάτασπρος σαν φάντασμα και ούρλιαζε ασυναρτησίες. Τα μάτια του είχαν ασπρίσει επίσης με την κόρη των ματιών να έχει χαθεί από τον βολβό και το στόμα του γεμάτο από αφρούς και σάλια. Έπειτα από λίγη ώρα έπεσε σε κώμα. Το πώς είχε εισβάλει εντός της Τράπεζας δεν είχε γίνει μέχρι εκείνη την ώρα γνωστό. Η αναφορά της αστυνομίας έγραφε πως έπασχε από μία άγνωστη μορφή σχιζοφρένιας που έμοιαζε με λύσσα. Ο Γουίλοουμπυ πήρε την εφημερίδα από τα χέρια του Τζώναθαν και την δίπλωσε. Κοίταξε σκεπτόμενος πρώτα το ταβάνι και στην συνέχεια το πάτωμα. Έπειτα έξω από το παράθυρο. «Κάποιος κάποτε είχε πει» ξεκίνησε να λέει «πως ο άνθρωπος αποτελείται από ένα σύνολο χημικών ενώσεων. Απλούστερα θα μπορούσες να τον παρομοιάσεις με ένα καλοζημωμένο κέικ. Για να τον πλάσεις θα χρειαζόσουνα τόσο νερό όσο χωράει ένα δοχείο πέντε λίτρων, τόσο λίπος όσο για να κάνουμε εφτά κομμάτια σαπούνι, τόσο σίδερο που ίσα θα έφτανε να φτιάξουμε ένα μέτριο καρφί, τόση ζάχαρη όση για να γλυκάνουμε εφτά κούπες τσάι, τόσο ασβέστη όσο για να ασπρίσουμε το μικρό μας μπαλκόνι, τόσο φώσφορο όσο για να βουτήξουμε τις κεφαλές δύο χιλιάδων σπίρτων, τόσο μαγνήσιο όσο μια δόση καθαρκτικών αλάτων, τόση ποτάσα όση για να προξενήσουμε έκρηξη σε έναν πυροσβεστικό κρουνό και τόσο θειάφι όσο για να απαλλάξουμε ένα σκυλί από τους ψύλλους του». »Αν όλα αυτά τάχα είναι ο άνθρωπος, τότε θα σου έλεγα πως τα μόνο ανθρώπινα υλικά των σκιών που έχουν παραμείνει στην υπόσταση τους είναι μονάχα θειάφι και ποτάσα. Λέω έχουν παραμείνει, γιατί αυτές οι σκιές ήσαν κάποτε άνθρωποι…». Κρυβόταν για ώρες κάτω από τον γκρίζο μουσαμά. Ο αέρας στον εξώστη του πύργου της παλιάς βιοτεχνίας παπουτσιών ήταν πιο κρύος και πιο δυνατός από το έδαφος. Τουλάχιστον, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες μέρες, δεν έπεφτε σταγόνα από τον κατά τα άλλα μονίμως γκρίζο ουρανό. Ήταν λες και κάτι κρατούσε την βροχή στα σωθικά των σύννεφων και δεν τα άφηνε να ξεσπάσουν. «Άλλο ένα δελτίο

31

×


διήγημα Ευάγγελος Ευθυμίου

×

32

καιρού στα σκουπίδια» σκέφτηκε ο Τζώναθαν. Κοίταξε μέσα από το μπρούτζινο κιάλι. Πρώτα τον ουρανό και ύστερα απέναντι. Φαντάζονταν τον εαυτό του πειρατή που ήθελε να κουρσέψει τα μυστικά της ταράτσας της Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας. Τι και αν ο Γουίλοουμπυ τον είχε συμβουλέψει να μην το κάνει, εκείνος το είχε πάρει απόφαση. Ο Γουίλοουμπυ τον είχε πληροφορήσει πως είχε ακούσει για τις σκιές στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά όχι στο Λονδίνο. Είχε πληροφορίες πως είχαν εμφανιστεί στην Βιέννη και στο Βουκουρέστι. Κατάφερε να μάθει για την υπόσταση τους, αλλά δεν μπόρεσε να μάθει τίποτα για το έργο τους, γιατί κανείς δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό. Ούτε καν οι έμπιστοι του κύκλου του. Είχε αποφανθεί να μην ασχοληθεί περεταίρω. Ο Τζώναθαν όμως ένιωθε πως έπρεπε να θρέψει την ακόρεστη περιέργεια του. Έπρεπε να μάθει… Να μάθει πως δημιουργήθηκαν αυτές οι σκιές. Ήταν όμως η περιέργεια του που τον έσπρωξε στην ταράτσα του γειτονικού κτηρίου της Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας ή μια έμφυτη αρχέγονη έλξη προς το άγνωστο; Ήξερε πως ήθελε να το δει. Τι ήταν αυτό δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αλλά ήθελε να το δει και να το ζήσει. Στο μυαλό του ήρθαν ξανά οι σκέψεις των προηγούμενων ήμερων. «Η εμπειρία του παραλόγου είναι κάτι το μη εγκεφαλικό, είναι κάτι το βιωματικό». Να λοιπόν, τρεις μέρες μετά το περιστατικό με τον Ρώσο μεγιστάνα βρισκόταν εδώ. Τρόμαζε. Τρόμαζε γι’ αυτό που θα αντίκριζε, τρόμαζε από τις προειδοποιήσεις του Γουίλοουμπυ Κουκ, τρόμαζε από τα νεότερα που έμαθαν για το άβουλο σώμα του Ανατόλι Σερντιούκοφ. Το σώμα του Σερντιούκοφ βρισκόταν στο μητροπολιτικό νοσοκομείο του Λονδίνου φρουρούμενο από προσωπική και αστυνομική φρουρά. Το χρώμα του είχε παραμείνει λευκό και δεν έδειχνε κανένα σημάδι βελτίωσης. Ακόμα και το αίμα του είχε αλλάξει χρώμα, είχε πάρει μια ροζαλή απόχρωση, σαν το χρώμα του άνθους της Κουτσουπιάς, το δέντρο του Ιούδα. Το τρομακτικότερο όλων όμως ήταν πως το σώμα του δεν έριχνε σκιά. Η νοσοκόμα που τον επιτηρούσε το αντιλήφθηκε το ίδιο βράδυ που τον μεταφέρανε εκεί. Προσπάθησε να τον γυρίσει στο πλάι για να του κάνει μια σειρά ενέσεων και πρόσεξε πως τα φώτα του δωματίου δεν επηρέαζαν το σώμα του. Ήταν λες και τον διαπερνούσαν. Ακόμα και την επόμενη μέρα το πρωί υπό το φως του ήλιου. Σα να ήταν γυάλινος. Το θέμα του ρώσου δεν είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις μετά το πρώτο πρωινό. Άραγε τώρα ήταν η σειρά του Βούλγαρου ζωγράφου; Είχε μαθευτεί πως ο Πλάμεν Κράστεφ απέσυρε όλους του πίνακες του από την τράπεζα την σημερινή ημέρα. Αν είχαν υποθέσει σωστά σε συνδυασμό με τις πληροφορίες από τα παρόμοια περιστατικά σε Βιέννη και Βουκουρέστι τότε υπήρχε μεγάλη πιθανότητα εμφάνισης των σκιών. Τόση ώρα όμως, το μόνο που έβλεπε ο Τζώναθαν ήταν ο χρόνος που περνούσε και το κρύο να δυναμώνει. Παρατηρούσε τα χνώτα του που ταξίδευαν στιγμιαία στον άνεμο και έπειτα εξαφανίζονταν. Η μύτη του είχε μουδιάσει και δεν την αισθανόταν. Ρουφούσε όμως με βία το οξυγόνο μιας και η ανυπομονησία του να δει το οτιδήποτε ήταν ασυγκράτητη. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις μυρίζει και περισσότερο η καπνιά. Τα φουγάρα του Λονδίνου είναι ο εξουσιαστής της ατμόσφαιράς και τα αέρια απόβλητα των καμινιών κάνουν πάρτι εκεί ψηλά. Χαρακτηριστική η μυρωδιά τους ακόμα και για έναν φρέσκο επισκέπτη του Λονδίνου. Μόνο που τώρα δα άρχισε να νιώθει κάτι διαφορετικό. Η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει, είχε γίνει πιο καυστική και αυτό που μύριζε ήταν… Ναι, ήταν σίγουρα θειάφι. Έφερε το κιάλι στο δεξί του μάτι και σάρωσε την επιφάνεια της ταράτσας. Τα φώτα του δρόμου, αν και όχι αρκετά δυνατά, σταματούσαν σε ένα εμπόδιο. Σταματούσαν σε μία σκιά στην γωνία της ταράτσας της


Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας. Η σκιά δεν έδειχνε να τον έχει αντιληφθεί. Δεν μετακινούταν. Στεκόταν ακριβώς στην γωνία της ταράτσας φορώντας κάτι σαν μανδύα ή κάπα που κυμάτιζε και κοιτούσε το κενό. Ο άνεμος φυσούσε προς το μέρος της και δεν μπορούσε να πιάσει κάποιον ήχο από αυτήν. Ξάφνου φάνηκε σα να φουσκώνει. Ο Τζώναθαν έριξε ασυνείδητα το βάρος του μπροστά για να πλησιάσει προς το μέρος της. Το κιγκλίδωμα που στηριζόταν δεν έδειχνε και τόσο σταθερό. Το αγνόησε πλήρως. Οι χτύποι της καρδιάς του είχαν κορυφωθεί. Η περιέργεια του είχε διώξει τον φόβο και το μόνο που ήθελε ήταν να δει τη συνέχεια. Στο βάθος κινήθηκε μία ανθρώπινη φιγούρα. Ήταν σίγουρα άνθρωπος. Είχε τα σωστά χαρακτηριστικά. Όμως η κίνηση της δεν ήταν ανθρώπινη. Έμοιαζε με κίνηση μαριονέτας. Το σκοτάδι δεν τον άφηνε να δει κάτι παραπάνω και ο άνεμος δεν τον άφηνε να ακούσει. Αυτό που έμοιαζε με άνθρωπο γονάτισε και η σκιά συνέχιζε να φουσκώνει μέχρι που κάποια εξογκώματα άρχισαν να προβάλουν από το περίγραμμα της. Δεν ήταν ευδιάκριτα, αλλά σίγουρα ήταν εξογκώματα που μεγάλωναν. Τότε ένα δεύτερο κεφάλι φάνηκε να ξεπροβάλει από την σκιά. Ο Τζώναθαν δεν το πίστευε, η σκιά χωρίζονταν στα δύο. Γεννούσε μία δεύτερη σκιά από την ίδια της την υπόσταση. Μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλι του. Εντόπισε τον Τζώναθαν να την παρατηρεί. Το ακανόνιστο της προσωπείο έστρεψε προς το φακό από το κιάλι. Ο Τζώναθαν έβλεπε μέσα της μόνο γκρίζο. Γκρίζο, ατελείωτο γκρίζο. Στην συνέχεια ένας στρόβιλος να τον ρουφάει. Χανόταν μέσα του, ένιωθε να αδειάζει, να ταξιδεύει. Περνούσε μέσα από το κύλινδρο του κιαλιού και μεταφερόταν σε έναν άλλο κόσμο. Η σκιά τον γνώριζε, τον αναζητούσε. Αναζητούσε εκείνον… Οι μύες του άρχισαν να συσπώνται και όλο του το σώμα να τρέμει. Έριχνε το βάρος του όλο και πιο μπροστά έως ότου το κιγκλίδωμα που στηριζόταν υποχώρησε. Το κιάλι γλίστρησε από τα χέρια του και βρέθηκε αργότερα σε κομμάτια εβδομήντα μέτρα πιο κάτω, στις πλάκες του πεζοδρομίου. Ο Τζώναθαν ξύπνησε από τις ψιλές σταγόνες τις βροχής που καρφίτσωναν το πρόσωπο του. Κοίταξε γύρω του και το μόνο που έβλεπε ήταν σύννεφα. Από πάνω του κρεμόταν ένα σπασμένο κιγκλίδωμα. Το περβάζι ίσα που τον χωρούσε. Σκέφτηκε πως το ουγγρικό τοκάι που είχε αγοράσει -και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ξαναπιεί- ήταν υπεύθυνο για την κατάσταση του. Μια επίσκεψη στον Γουίλοουμπυ δεν θα ήταν κακή, είχε καιρό να τον συναντήσει. Πρώτα θα περνούσε από το σπίτι να αλλάξει. Ήταν μούσκεμα. «Αυτή η βροχή δεν έχει σταματήσει εδώ και μέρες» μονολόγησε. Στον δρόμο του αγόρασε και μία εφημερίδα από έναν νεαρό εφημεριδοπώλη που διαλαλούσε τα νέα της ημέρας. «Διαβάστε κύριοι. Βούλγαρος ζωγράφος γκρεμίζεται από την οροφή της Τράπεζας Αγαθών».

×

Ο χαρακτήρας του Τζώναθαν Σάντερμιλλ δημιουργήθηκε από τον Δημήτρη Αρμένο, όπου αρκετά σημεία των δύο πρώτων σελίδων της ιστορίας αυτής είναι γραμμένα από τον ίδιο. Η πρώτη ιστορία του Τζώναθαν, που χρονολογικά τοποθετείται έπειτα από την παρούσα ιστορία, γράφτηκε για το φοιτητικό περιοδικό κομ-εξ και δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2004. Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ: http://www.comx.gr/teuxos5-4.html

Ο

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ κατάγεται από το Καναλάκι Πρέβεζας και ζει στα Ιωάννινα. Του αρέσει να γράφει διηγήματα και έχει τερματήσει το ηλεκτρονικό παιγνίδι Wonder Boy 1 και 3 στο Sega Master System, αλλά ποτέ το 2. Διαβάζει και κόμικ.

33

×


τα Ελενικά

μία στήλη για τα Ελενικά

Μια φιλία γύρω από ένα βάζο

της Ελένης Μπάρκα

Κ

αλοκαίρι του 1982 και πέντε φίλοι κάνουν τις διακοπές τους κάπου στη νότια Καλιφόρνια. Αποφασίζουν λοιπόν να βγάλουν μια αναμνηστική φωτογραφία καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι πάρκου. Μάλιστα ο ένας κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα βάζο. Εκείνη τη στιγμή έδωσαν την υπόσχεση να συναντιούνται κάθε πέντε χρόνια στο ίδιο μέρος και να βγάζουν φωτογραφία με την ίδια ακριβώς πόζα. 30 ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη λήψη – πιστοί στην υπόσχεση που έδωσαν- δημοσιεύουν την πιο πρόσφατη φωτογραφία τους. Και πράγματι, το μόνο που φαίνεται να αλλάζει είναι η ηλικία των πέντε φιλών. Το τοπίο, το βάζο, οι εκφράσεις των προσώπων, η στάση του σώματος είναι ακριβώς όπως ήταν εκείνο το πρώτο καλοκαίρι. Η συγκεκριμένη παρέα λοιπόν επέλεξε αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο για να αποδείξει ότι η φιλία που συνδέει τα μέλη της αντέχει στο πέρασμα του χρόνου. Το πέτυχε όμως; Χωρίς να θέλω να φανώ παραδόπιστη, δεν είμαι σίγουρη ότι με έπεισαν. Θέλω να πω, το να ανανεώνεις μια φωτογραφία ανά πενταετία κάνει το γεγονός να μοιάζει σπανιότερο ακόμα κι από μια συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η ποιότητα της σχέσης τους κρίνεται απ’ την καθημερινότητά τους, απ’ την τριβή που αναπόφευκτα προκαλεί η ρουτίνα σε καθετί που συμβαίνει ανάμεσα σε πρόσωπα. Αυτό που κάνει μια φιλία ανθεκτική στο χρόνο είναι τα απλά ή σύνθετα προβλήματα που ο άλλος σε βοηθάει να αντιμετωπίσεις, είναι οι σκέψεις που μοιράζεσαι αβίαστα, είναι τα συναισθήματα που βιώνεις χωρίς το φόβο ότι δε θα βρεις ανταπόκριση. Δυστυχώς οι πέντε φίλοι αρκέστηκαν στην απλή δημοσίευση των φωτογραφιών παραλείποντας τις λεπτομέρειες για την ουσία της σχέσης τους όλο αυτό το διάστημα. Άραγε να μιλάνε τακτικά στο τηλέφωνο; Να αφιερώνουν μια μέρα της εβδομάδας αποκλειστικά σ’ αυτούς και τη φιλία τους αφήνοντας στην άκρη οικογενειακά ή επαγγελματικά ×

34


ζητήματα; Να πηγαίνουν μαζί γήπεδο; Nα γίνονται κάπου- κάπου παιδιά κάνοντας πράγματα χαριτωμένα μεν, αλλά παράταιρα της ηλικίας τους; Δε δυσκολεύομαι καθόλου να φανταστώ κάποιους από αυτούς να παρατηρούν βαριεστημένα στο ημερολόγιο ότι η ημερομηνία για την επόμενη λήψη πλησιάζει. Για κάποιον αυτή η «παράδοση» μπορεί να φαντάζει λίγο παράλογη πια, καθώς αφήνει για χάρη της τις δουλείες του και τις τόσες υποχρεώσεις του μόνο και μόνο για να φωτογραφηθεί με ένα βάζο! Για κάποιον άλλο η φωτογραφία αυτή μπορεί πλέον να μην είναι τίποτε άλλο από ένα έγχρωμο χαρτί που δείχνει απροκάλυπτα το πόσο έχουν γεράσει. Βέβαια, μια πιο καλοπροαίρετη εκδοχή θέλει τους πέντε φίλους να περιμένουν πώς και πώς αυτή τη στιγμή. Να μετράνε αντίστροφα τις μέρες μέχρι τη συνάντηση τους. Η καλοπροαίρετη εκδοχή θέλει τη παρέα να συνδυάζει τη φωτογράφηση με ένα απίθανο τριήμερο ξεγνοιασιάς, χαλάρωσης και διασκέδασης. Ένα διάλειμμα απ’ την καθημερινότητα, όπου οι πρωταγωνιστές της ιστορίας συναντιούνται και προσπαθούν να καλύψουν το διάστημα που μεσολάβησε. Ίσως πάλι η φωτογραφία αυτή να είναι μόνο μια απ’ τις εκατοντάδες που έχουν βγάλει τόσα χρόνια. Ίσως οι στιγμές που μοιράζονται είναι πάρα πολλές, καθώς είναι πιθανό η καθημερινότητα του ενός να είναι γεμάτη από την παρουσία των υπολοίπων τεσσάρων. Έτσι, σκεπτόμενη ακόμα πιο καλοπροαίρετα, η φιλία τους να είναι στην ουσία μια σχέση αδελφική και η συγκεκριμένη φωτογραφία με το βάζο να είναι απλά ένα είδος τελετουργίας που κάνουν για την πλάκα τους. Μπορεί αυτό που τους συνδέει τελικά να μην είναι μια δυνατή φιλία, αλλά μια δυνατή συνήθεια. Μπορεί το προκαθορισμένο ραντεβού τους να μην τους προκαλεί πια τον ίδιο ενθουσιασμό. Μπορεί το κίνητρο τους να είναι ο καθαρός αντρικός εγωισμός που τους υπαγορεύει να μείνουν πιστοί στην υπόσχεση που έδωσαν. Μπορεί όμως και όχι… Βαριεστημένα ή με ενθουσιασμό, με λαχτάρα ή από συνήθεια, υποκινούμενοι από αγνά κίνητρα ή όχι, η συμφωνία τους δεν έχει χαλάσει ακόμα. Και μάλλον αυτό έχει σημασία. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι προσπαθούν να πετύχουν κάτι πολύ ιδιαίτερο και γλυκό. Κάτι που αποφάσισαν να μοιραστούν με όλο τον κόσμο και κάτι που, αν μη τι άλλο, δείχνει πώς ο χρόνος αφήνει τα ίχνη του πάνω σε ανθρώπους και ανθρώπινες σχέσεις.

×

35

×


διήγημα Στάθης Κομνηνός

Η μοίρα της περιπλάνησης

του Στάθη Κομνηνού

Η μοίρα της περιπλάνησης ή η περιπλάνηση ως μοίρα μια στάση, 4 Ιστορίες, μια Έξοδος… ίσως ένα δράμα…

×

36

«Στάσου. Δες μια στιγμή. Αυτές οι ξιφομαχούσες φωνές από πού έρχονται ; Τις φέρνει μαζί του το νερό, πάντα. Ψάξε να το βρεις. Είναι το ΟΛΟΝ. Αλλιώς Ζωή.». Αντιλάλησε η φωνή μέσα του και ο δρομέας κοκάλωσε. Έτρεχε και σκεφτόταν ολόκληρη ζωή. Και όταν δεν σκεφτόταν έτρεχε. Άλλοτε σκεφτόταν δίχως να τρέχει. Ή έτσι του φαινόταν. Στάθηκε και έφερε το βλέμμα του γύρω. Πώς δεν το είχε δει ; Μπρος στα πόδια του ένα ποτάμι ! Συλλογίσθηκε :«Ξιφομαχία! Βέβαια. Δύο όχθες. Αντίθετες. Το κέρας της μιας ολόισα καταπάνω σ’ εκείνο της άλλης.».Κύλησε μια στιγμή και, ακίνητος τώρα, άρχισε να κωπηλατεί τη σκέψη του. «Συνδέονται δύο πλευρές ; Πώς; Τί συνδέει ορκισμένους εχθρούς;». Δύσκολο το αυτονόητο. Δύσκολη και η ματιά. Η απλή θέαση. «Τί συνδέει τις όχθες ;». Ξαφνικά, σκίρτησε από άγρια χαρά. «Το προφανές. Αυτό τις συνδέει. Το αυτονόητο. Το θεατό ! Το ίδιο το ποτάμι !». Συνέχισε :«πήραν τα πρόσημα των τόπων τους, των… θέσεών τους, των κεράτων τους, σε ΑΝΑΦΟΡΑ προς αυτό! Ω, έχουν αρθρωθεί από την ίδια τη γλώσσα του». Σκεφτόταν πως, ουσιαστικά, και με θέα μιαν αντικειμενική ευθεία, το νήμα της συνδέει τις δύο όχθες, καθώς τις βρέχει το ίδιο νερό. Ανάβλυσε στα σπλάγχνα του μια καυτή απορία : «Μα ποιό όμως νερό ; Πώς λέγεται ο ποταμός ;» Ακουγόταν πως το ποτάμι εκείνο έχει πολλά ονόματα. Κάποια πιο ηχηρά από άλλα. Ίσως και πιο ενδιαφέροντα. Αυτός άκουσε ένα :«η ανθρώπινη συνθήκη… στον Κόσμο». Κι ένα άλλο, πιο αχνά :«Το Πρόβλημα». Και σκέφτηκε χαρούμενα, «Α, να ένας ισχυρός δεσμός. Ας μείνουμε ενωμένοι για πάντα σ αυτό. Βέβαια. Οι όχθες συνουσιάζονται. Έστω ακραία. Διαφωνούν πάνω στο ίδιο πρόβλημα : το ποτάμι. Είναι συνδεδεμένες εξαρχής. Η καθεμιά με την αντίπαλή της. A priori. Τις… γεννά το ίδιο Πρόβλημα. Το ίδιο Πρόβλημα συνέχει τις… «διαφορές» τους. Αυτό τις… βάφτισε στα αντίθετα πρόσημα που διασαλπίζουν.». Πέρασε άλλη μια στιγμή. Ανατρίχιασε. «Τις ενώνει ακόμη και το τέλος του : η Λύση ! Ενική, κατά πάσα πιθανότητα, και για τα δύο στρατόπεδα. Αν πάλι πληθυντική : το ίδιο κοινή! Αν πάλι ενική για το ένα κέρας και πληθυντική για το άλλο : το ΙΔΙΟ. Καθότι το ΕΙΝΑΙ της ανάλλαχτο και όμοιο : ΛΥΣΗ.». Ωστόσο, είναι φανερό : κάτι τον ανησυχεί. Το βλέμμα του ακόμη ταραγμένο. Ολοφάνερο : τον καίει η αρμονία. Την διεκδικεί στο ΟΛΟΝ. Μα ναι, το ένιωσε ! «Μπορεί όλη αυτή η… ενικότητα να κατενθουσιάζει, αλλά συνιστώ αυτοσυγκράτηση. Είμαι χαρούμενος πολύ: πρέπει να γιορτάζουμε τις διαφορές μας. Ποιές ; θά’ λεγε κανείς. Μα, εκείνες του Περιεχομένου σ’ όλα τα παραπάνω. Αυτό τα διαφοροποιεί, αυτό τα οξύνει… μη παύοντας, πάντα, να ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ (!) ως αυτό τούτο, ενωτικό, ενικό, και έτσι ΚΟΙΝΗ μοίρα.». Ξαπόστασε μέσα του μια στιγμή. Κομμάτι γαληνεμένος. Μ’ άξαφνα πάλι τινάχτηκε.«Πού γιορτάζει, σκέφτηκε, κανείς ; Ποιός είναι ο τόπος της γιορτής ;».Ανήσυχος, έστρεψε ολόγυρα το κεφάλι. Ανέβασε το βλέμμα του ύστερα πάνω στον γαλάζιο θόλο. Κι άφησε το βλέμμα του, με μια βίαιη κι απότομη κίνηση του αυχένα, να βυθιστεί ίσαμε την καρδιά του εδάφους. Αυτό ήταν. Το είχε βρει. «Μα ναι. Ο τόπος της γιορτής είναι ο ίδιος ο πηλός. Ο ένας. Ό


ίδιος. Ο άνθρωπος. Όσες μορφές κι αν πάρει. Όσες κι αν έχει. Ο πηλός - μ αυτή την τόσο κοινή διαφορετική ΜΟΡΦΗ, την τόσο κοινότοπη αντινομική μοίρα. Τα πόδια του τα έβρεχε το ποταμίσιο ρεύμα. Διάφανο. Μια κατάδροση συμφωνία χρωμάτων, απλωμένων σε μιαν ασημένια ροή. Όλα σαν πρώτη μέρα. Ασφαλή. Απλά. Αδιάφορα. Σαν λήθη. Σαν τίποτα. Σαν ειρηνικό μηδέν. Σαν θαύμα φιλήσυχο. Σαν υπόσχεση χωρίς διαπιστευτήρια, όπως μια αύρα. Μα περίεργο πράγμα, δεν το ένιωθε. Αισθανόταν μόνο έδαφος. Θά’ παιρνε όρκο βαρύ γι αυτό. Τα σωθικά του τά’ τρωγε κάτι αβόλευτο. Μια επιθυμία να τα ανακατώσει όλα, να τα ανασηκώσει, κάτι ΑΛΛΟ να δει, κάτι ΑΛΛΟ ν’ αγγίξει, κάπως να χώσει το χέρι του παντού, κάτι να στήσει, μα ναι,ναι να στήσει, δικό του ολότελα, κατάδικό του, μέσα σ’ όλα αυτά, κάτι που αυτά ολόγυρα δεν το είχαν και τό’ χε αυτός μόνος. Ένιωθε μόνο όχθες, έβλεπε μόνο απορίες, μετρούσε σύνορα, κοινά εδάφη. Θαρρούσε, πίστευε βαθιά, πως είναι καταμόναχος. Κι άξαφνα διέκρινε σκιές, που λεπτό-λεπτό έπαιρναν σάρκα, έβγαζαν φωνές. Τεντώθηκε. Προσπάθησε να ακούσει. Δύο δεκάχρονα αγόρια κοιτάζονταν και με χάσματα σιωπών άρθρωναν δυο κουβέντες. Ω, ναι ! ποτέ δεν ήταν μόνος. Πώς το φαντάστηκε ; Τώρα θυμήθηκε. Γύρισαν στο νου του οι φωνές της πόλης του, οι μυρωδιές, τα παιδικά του χρόνια. Πώς έφτασε ως εδώ ; Πόσο ξεμάκρυνε ; Πού είχε έλθει; Σκοτείνιασε το βλέμμα του. Σκεφτόταν τώρα και πονούσε. Τό’ νιωθε βαθιά και μονολόγησε :«Μάς γαλουχεί παντοτινά η έλλειψη. Λειψοί ζούμε. Και μέσα απ’αυτόν τον καθρέφτη της λειψής κατάστασής μας κοιτάμε τον Κόσμο! Και κρίνουμε!». Άφησε μια στιγμή να διαβεί και : «Το παιδί ΕΙΝΑΙ πριν απ’ όλα.». Κύλησε μικρή σιωπή. «Και ΜΕΤΑ απ’ όλα», συμπλήρωσε καταφάσκοντας στην ίδια του τη σκέψη. -Πώς σε λένε ; -Μιχάλη. -Εσένα; -Πάρη. Κοιτάζονται. Σαν ποτάμι τους χωρίζουν πολλές συνοικίες. Ένα ολόκληρο πολυσύμπαν. Πώς να ακουμπήσει ο ένας το χέρι του άλλου ; Ωστόσο ΜΙΛΟΥΝ. Διαλέγονται. Ευτυχώς δεν γίνεται αλλιώς. Όλοι είναι ΕΝΑΣ στη φωνή. Τους ενώνει ο ΛΟΓΟΣ. Κι ευτυχώς η φωνή, ο Λόγος, φτάνει μακριά. Αναρωτήθηκε τι λένε. Έστησε αυτί. -Πού μένεις; -Στο Πέραμα. Είμαι(;) γιός του Παντελή του λιμενεργάτη. -Εσύ; -Στη Δροσιά. Είμαι(;) γιός του Κωνσταντίνου του βιομηχάνου. Τό’ βλεπε καθαρά. Κάτι ακαθόριστο έκαιγε τα δυο αγόρια από καιρό και τώρα, στο βλέμμα του ενός στο άλλο, ξεπήδησε σα λάβα ακατάσχετη, γεμάτη καημό απ’ την κλεισούρα της Απορίας, από το στρίμωγμα στον Εαυτό, από τη ολοσκότεινη ρίζα αυτού του Εαυτού που λαχταρά το Όλον, που’ ναι φουρτουνιασμένο μέσα στις όχθες του, στα κάγκελά του, στο αναγκαίο… υποκείμενό του… Μονολόγησε ψιθυριστά, με μια πίκρα πού’ μοιαζε πολυκαιρισμένη : «Αχ ζωή, να επιμένεις να δείχνεις την μεγαλοσύνη σου στην ικανότητά σου να χωράς στην πιο άθλια κλεισούρα ! Αχ δερβενοζωή !»,είπε κι έστησε πάλι αυτί. -Πώς ΕΙΝΑΙ ένα μεγάλο σπίτι ; δεν ξέρω… -Πώς ΕΙΝΑΙ ένα μικρό ; δεν ξέρω… -Πώς ΕΙΝΑΙ η ασφάλεια ; δεν ξέρω… -Πώς ΕΙΝΑΙ η ανασφάλεια ; δεν ξέρω… -Πώς ΕΙΝΑΙ να νομίζεις πως δεν φοβάσαι; -Πώς ΕΙΝΑΙ να φοβάσαι; Κοιτάχτηκαν κάπως έντονα. Σιώπησαν μια στιγμή. Σαν να αναλογίζονταν κάτι. Σαν να έβλεπαν να δημιουργείται εκείνη τη στιγμή, τώρα δα, μπροστά τους ένα …Φως! -Πώς ΕΙΝΑΙ να παίζεις στο σπίτι ; δεν ξέρω… -Πώς ΕΙΝΑΙ να παίζεις έξω ; δεν ξέρω…

37

×


διήγημα Στάθης Κομνηνός

×

38

-Πώς ΕΙΝΑΙ να μην μετράς τις μπουκιές; δεν ξέρω… -Πώς ΕΙΝΑΙ να τις μετράς ; δεν ξέρω… -Πώς ΓΙΝΕΤΑΙ να παίζεις με πολλά παιχνίδια; δεν ξέρω… -Πώς ΓΙΝΕΤΑΙ να παίζεις με λίγα ; δεν ξέρω… Μια απότομη παύση έγινε. Κι έπειτα σαν να ξεπήδησε με τον ίδιο τρόπο, απότομα, μια ΚΟΙΝΗ πίκρα, μια ΚΟΙΝΗ συναίσθηση, μια ΚΟΙΝΗ μοίρα, που τους έδενε καρδιά με καρδιά κι είπαν, -Μου λείπει η θέση σου. Δεν θα τη μάθω ποτέ. -Κι εμένα η δική σου. Ούτε κι εγώ. Με μια δυσφορία σκέφτηκαν βουβά την ίδια σκέψη : «-Όχι η όχθη σου. Όχι. Η κατάσταση που αντιπροσωπεύει. Αυτήν εννοώ. Αυτή μου λείπει. Δίχως αυτήν Πώς θα με μάθω ; Πώς θα σε νιώσω ; Πώς θα σμίξει το βλέμμα μας ; » Με μια φωνή ψέλλισαν με τρόμο, -Και ΠΩΣ θα ΓΙΝΟΥΜΕ άνθρωποι ; Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια. Με ΜΙΑ φωνή συνέχισαν, -Άνθρωποι. Δηλαδή, Ολόκληροι. Όχι μισοί. Ούτε λειψοί. Κύλησε άλλη μια στιγμή και με ΜΙΑ φωνή κατέληξαν, -Ειλικρινά Δεν ξέρω. Ένα χαμόγελο άρχισε να στρώνει τις γραμμές του στα δύο τους πρόσωπα. Κοιτάχτηκαν με νόημα. Ω ναι, έμοιαζε με παιχνίδι όλο τούτο. Με καλοστημένη φάρσα. Και αυτοί, αυτά τα δύο Παιδιά ήταν πανέτοιμα να την μυκτηρίσουν. Κοιτάζονταν ολόισα στα μάτια κι ήταν λες κι έδιναν, πάνω απ΄ τις όχθες, πάνω από το πολυσύμπαν που τους χώριζε, τα χέρια στην κοινή κοροϊδία για το… δράμα του ποταμού. -Πολλά Πώς μάς ενώνουν. Πολύ λιγότερα γιατί και ακόμη λιγότερα τί. Όλα τα Πώς μάς ενώνουν. Το ίδιο και τα γιατί. Τί να πω ;… Λες και τα… πρόσωπά μας πλάστηκαν από τη μια μόνο πλευρά, από τη μια τους όχθη, και την άλλη μισή τη συμπληρώνει, τη… σώζει, το πρόσωπο του Άλλου. Η αντίπερα όχθη. Χαχαχα! Λες κι είμαστε… ανάπηροι, ανάπηροι ΑΝΘΡΩΠΟΙ και όχι σκέτες όχθες, και την υγεία μας την κρατά στα χέρια του ο Άλλος. Κάτι ρίγησε μέσα του κι αποζήτησε να κάτσει. Να νιώσει τη γη. Να κάτσει πάνω της. Λύγισε τα γόνατα κι έφερε το δεξί του χέρι για να στηριχθεί στο χώμα. Μια αρχαία αγαλλίαση τον πλημμύρισε στο άγγιγμα. Τόσο που χορτάριασε και μύρισε χώμα η σκέψη του και, ξαπλώνοντας στο χώμα, μονολόγησε ηδονικά : «Απ’ την πλευρά της μονομέρειας είμαστε όλοι ΕΝΑ. Απ’ τη μεριά της έλλειψης, της απορίας. Της Άγνοιας. Της αγωνίας προπαντός. ΚΟΙΝΗ η …κατάστασή μας. Η ανθρώπινη κατάσταση. Κι από τις δυο της όχθες. Ω ναι, όλες οι καταστάσεις ΕΙΝΑΙ ενικές. Ενικές μέσα στη διαφορετικότητά τους, καθότι ΕΙΝΑΙ καταστάσεις. Δηλαδή, υφίστασθαι τι… ενικώς. Ω Θεέ μου τί θα απογίνουμε ; Πώς θα διαβούμε ; Ο καθένας έχει τους μύες εκείνους που λείπουν στον άλλον.». Η φούχτα του άδραξε μια μπάλα χώμα. Την έσφιξε δυνατά. Έτσι που τα νύχια του να χαράξουν βαθιά το δέρμα του και να το πληγώσουν. «Χωρίς ποτάμι δεν μιλά κανείς. Δεν διαλέγεται. Διότι δεν θά’ χει …όχθες. Δεν θά’ χει ..στίγμα. Η … όχθη συστήνει τον …Διάλογο ! Πώς να προχωρά κανείς δίχως ΚΕΝΟ χώρο, δίχως ποτάμι ; » αντιγύρισε απότομα τη σκέψη του, έχοντας ήδη κάνει την πρώτη κίνηση να σταθεί και πάλι στα πόδια του, να σηκωθεί όρθιος και να ξανακοιτάξει. Το χώμα γλιστρούσε ήδη από τη φούχτα του στο έδαφος. Το μάτι του λοξά, ήδη αντικατόπτριζε το γαλάζιο θόλο. Η σκέψη του ακατάσχετη μέχρι να σταθεί όρθιος συνέχισε, κάνοντας αλλεπάλληλες σπονδές σε στροφές κι αντιστροφές :«Όμως το γνωρίζειν είναι κινητικό. Επιθυμεί την άγευστη σ’ αυτό ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. Ο κόσμος γυρίζει και ο γύρος αυτός σημαίνει αντίθετους πόλους. Κι οι πόλοι είναι επώδυνο πράγμα. Όπως όλο το σώμα της Γνώσης. Ελεητικό ωστόσο. Μα, παραμένει χάραγμα στο νου αυτή η ενικότητα του Πώς και του Γιατί, ο κοινός αυτός ποταμός που γεφυρώνει δύο όχθες. Που γεφυρώνει δυο μισά. Κοινά, μα την αλήθεια, μέσα στο… ήμισύ τους !».


Άπλωσε το χέρι στον κορμό του δέντρου να στηριχθεί. Ζαλιζόταν κάπως, εκεί που σηκωνόταν για να δει τα δυο αγόρια πάλι, και τώρα τά’ βλεπε λάβρους νέους, στον ανθό της νιότης, είκοσι χρονώ λεβέντες κι απόρησε κομμάτι τρομαγμένος. Τι συνέβαινε ; Πούθε ξεφύτρωσαν αυτοί οι πολεμιστές ; Πώς στήθηκαν ολομέτωποι ο ένας αντικρύ στον άλλον ; Ποιός τους έστησε εκεί ; Προσπάθησε ν’ ακούσει. -Τα μέσα παραγωγής ΚΑΤΑΚΤΟΥΝΤΑΙ. -Απάτη ! Ανήκουν στο λαό. Κατάκτηση σημαίνει ιδιοποίηση, ΛΗΣΤΕΙΑ ! -Απάτη ! Ανήκουν στην Ιδιωτική πρωτοβουλία, που κάνει τον κόσμο να κινείται. -Αιματορουφήχτρες ! Ο λαός θα κατακτήσει και θα ιδιοποιηθεί τα μέσα παραγωγής. Του ανήκουν. -Ατάλαντοι κηφήνες του ταλέντου των ριψοκίνδυνων της πρωτοβουλίας ! Πού είδατε γραμμένο σε ΠΟΙΟΝ ανήκει η φύση ; Πού θα ήσασταν χωρίς εργοδότες ; Ποιός έστησε τη δουλειά που κάνετε, τα νωθρά σας μυαλά μήπως ; Ποιός τη συνέλαβε, ποιός τη σχεδίασε, ποιός την αξιοποίησε, ποιός ΜΟΡΦΩΣΕ την αρτιότερη ΙΔΕΑ της ; Πώς θα ισοπεδώσετε το χάρισμα, το προσόν της οργάνωσης, της διεύθυνσης, της σύλληψης, του επιτελικού μυαλού ; Ω, άβουλα, ετεροκίνητα ΟΝΤΑ ! -Ο κλεμμένος μας ιδρώτας και η απλήρωτη εργασία μας είναι τα θεμέλια της… πρωτοβουλίας σας, κλέφτες, κλέφτες, κλέφτες ! Οι… «ιδέες» σας γεννιούνται από τα ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ, και στα χέρια μας ΑΝΗΚΟΥΝ τα πάντα. -Οι …ιδιοκτήτες που μάχονται την …ιδιοκτησία ! Χαχαχαχα. -Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε ! -Πρωτοπόροι της πρωτοβουλίας αντισταθείτε ! -Δικτάτορες της αξίας της εργασίας ! -Δικτάτορες της θέλησης του ατόμου ! Ποιός θα μου πει τι και πώς να πράξω με τα αρχικά ελάχιστα χρήματά μου, που επιθυμώ να τα κάνω παραγωγή γάλακτος όπου θα δουλεύετε εσείς και θα πίνουν τα παιδιά σας; -Και ποιός σου είπε πως θα αγοράζεις την εργατική μου δύναμη όσο ακριβώς φτάνει για τη συντήρησή μου και τη διαιώνιση του είδους των σκλάβων που θα γεννώ για σένα ; Ατομικιστικό γουρούνι ! Είμαστε η τελευταία επανάσταση ! Είναι γνωστοί πια οι νόμοι του Κόσμου και η τελική του κατάληξη. -Η τελευταία πριν την επόμενη, χαχαχαχαχα. Καμιά επανάσταση δεν είναι η τελευταία. Άσε που οι επαναστάσεις είναι οι …«σαρκοφάγοι» των επαναστατών. ΕΙΣΑΙ ήδη γαλονάτος επαναστάτης, καημένε. -Λόγια της αντίδρασης ! Είναι πια γνωστοί οι νόμοι που χτίζουν τη σκλαβιά μας. Κι οι σκλάβοι θα …σκλαβώσουν τους «νομοθέτες»! -Οι προνομιούχοι των… επαναστάσεων! Χαχαχαχα, ποιός σας βάφτισε αλήθεια ; Κάποιος αστός φιλόσοφος μήπως ; Χαχαχαχαχα -Η άνοδος της αστικής τάξης ήταν μια ιστορική αναγκαιότητα. Το ίδιο είναι και η εξαφάνισή της. Που θα την πραγματώσουμε! -Συλλογικοποιείτε την ατομική σας ανικανότητα, ώστε με τη δύναμη των …πολλών, των… μπολσεβίκων, της απρόσωπης πλειονότητας να εκμηδενίσετε το ιδιαίτερο χάρισμα. Η αφετηρία ΕΙΝΑΙ… αταξική ΚΑΙ άνιση. Τα παράπονά σας στον διοργανωτή! -Και ποιός σου είπε πως το ιδιαίτερο χάρισμα πρέπει να ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ανεξέλεγκτο ; Ακριβώς γι αυτό του πρέπει έλεγχος, παρέμβαση και περιορισμός. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΕ τις ικανότητές σου, γιατί ΑΝ δεν θέλεις θα στο επιβάλλομε εμείς ! Αλλιώς θα γίνεις ο νεκροθάφτης του εαυτού σου. Δεν ζεις ΜΟΝΟΣ στον Κόσμο. Δεν είναι laissezfaire ο κόσμος. Δεν είναι ανεξέλεγκτος. Κινείται σε ΟΡΙΑ. -Ανόητε, και με τον περιορισμό ή την δικτατορική επιβολή, στοχάστηκες ποτέ πόσα και τι χάνεις ; Πόση ανάπτυξη πάει του βρόντου. Πόση καινοτομία. -Αν είναι να γυρίσει τούτη η… «ανάπτυξη» και να μου γίνει

39

×


διήγημα Στάθης Κομνηνός

×

40

θηλιά ας πάει στα τσακίδια. -Μα εσύ νοιάζεσαι για τη συσσώρευση πλούτου. -Όχι όμως στα χέρια ενός. ΕΜΕΙΣ είμαστε οι αληθινοί παραγωγοί. Εσείς διευθύνετε μόνο. -Η διεύθυνση, ανόητε, παράγει… την παραγωγή! -«Διευθύνετε» μονάχα το έκτρωμα που φτάξατε για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Θεός σας ΕΙΝΑΙ το κέρδος, το χρήμα, όχι η αποκλειστική ικανοποίηση πραγματικών αναγκών. Χ>Ε>Χ ! Λήσταρχε ! -Και ποιός ορίζει ποιά είναι και πόση η …ικανοποίηση των αναγκών ; Βρήκες φαίνεται τα όρια μέσα σου… χαχαχαχα. Αποφάνθηκες πως δεν κουβαλάς το… άπειρο ! Ανόητε, λέξεις, λέξεις κούφιες :κεφάλαιο, χρήμα…! Κατέχω διότι δραστηριοποιώ το χρήμα, καταπιεστή της δεξιότητας. -Μου έχεις κλέψει τα μέσα με τα οποία μπορώ να δημιουργήσω και μετά με ληστεύεις επ’ Άπειρο, αυτό ξέρω εγώ. -Ας τά’ χες κάνει… δικά σου. Σχεδόν ακίνητος σαν άγαλμα ένιωθε βιτσιές στο μυαλό και το σώμα του αυτόν τον αντιρρητικό. Προσπάθησε να αγγίξει και πάλι το χώμα, μα ήταν τώρα αδύνατον. Ένιωθε αργά πια για κάτι τέτοιο. Σαν νά’ χε βίαια ξεκόψει απ΄ αυτό κι εκείνο πια του σε αντίποινα τού αντιστεκόταν. Οι φωνές, οι μύδροι λέξεων συνεχίζονταν. Λες και ξεβράζονταν από την άβυσσο. -Η αξία δεν αποτιμάται ΚΑΘΕΑΥΤΗ ποτέ ! Η ανθρώπινη εργασία ΕΙΝΑΙ ακοστολόγητη, ά-τιμη ! Χαχα, το κλέψιμο, λοιπόν, υπάρχει a priori. Τα παράπονά σου στον Δημιουργό. -Συμβατικά, συμβατικά ! Με κάποια σύμβαση μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της εκμετάλλευσης. Αυτό καίει. -Όλα ΕΙΝΑΙ αυθαίρετα. Μας δένουν αξιώματα !Δεν υφίσταται μέσος όρος στην αξία, δεν ΕΙΝΑΙ αντικειμενική ουδεμία ΤΙΜΗ. Η τιμή είναι μια ΟΥΣΙΑ που δεν την ξέρει ΚΑΝΕΙΣ. Άγνωστη. Σε τούτο τον κοσμάκη ΔΕΝ θα μάθει ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ ποιός ΕΙΝΑΙ ο κλέφτης. Ποτέ! -Φτάνει πια με το ναρκωτικό αυτό ! Τάχατες πως όλος ο πόνος ΕΙΝΑΙ φυσικός. Πως εσείς όλοι λυπάστε βαθιά γι αυτό, μα δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Πως η εκμετάλλευση είναι η «φυσική» τάξη των πραγμάτων. Ο φετιχισμός της προσφοράς και της ζήτησης ! -Δεν κοιτάτε ελόγου σας το φετιχισμό της «εργατικής δύναμης» που άλλο δεν είναι από υποταγή των κοινωνιών στην προγραμματική και βίαιη κυριαρχία των μετρίων ; -Τα χέρια μου, η εργατική μου δύναμη δεν εμπορευματοποιούνται. -Τα πάντα ΕΙΝΑΙ προϊόν, εμπόρευμα. Ακόμη κι η βασιλεία των ουρανών. -Μου ληστεύεις το χρόνο με τα.. «εμπορεύματά» σου. Παράγω περισσότερο απ’ ο,τι χρειάζομαι και αυτό μου το επιβάλλεις, ληστή! -Με ποιό δικαίωμα θαρρείς πως γεννήθηκα ΓΙΑ ΣΕΝΑ ; Οφείλω να στήσω την οικονομία για να συντηρηθείς εσύ; Αν μπορείς, λοιπόν, χτίστην μόνος σου ! Ο επιπλέον χρόνος σου πληρώνει την ίδια τη ζωή, όπως ΕΙΝΑΙ φτιαγμένη. -Το πλεονάζον οφείλει να ΜΟΙΡΑΖΕΤΑΙ. Αν δεν έκανε μια βίαιη κίνηση πιέζοντας τα μηλίγγια του αυτός ο διάλογος θα συνεχιζόταν επ’ άπειρον. Εκεί οι φωνές πάγωσαν, έμειναν ακίνητες και εκκρεμείς. Η κουρασμένη σκέψη του, σαν μια πληγή ανοιχτή κατάφερε, αδύναμα, να συντάξει δυό προτάσεις. «Μπορεί να γίνει να ΕΙΣΑΙ ό,τι είσαι χωρίς την αυταρέσκεια και την αίσθηση της κατοχής; Μπορεί να γίνει να ΕΙΣΑΙ ό,τι Δεν είσαι με την αίσθηση αυτής της κατοχής; Ψηλαφητά, ολοζώντανα, ρεαλιστικά ; Μπορούμε να ανταλλάζουμε… αέρα ; Οτιδήποτε άλλο κατασκευάζει συρματοπλέγματα. Τί ΕΙΝΑΙ σύμφυτα άδικο σε μιαν αθώα ενέργεια ; Είμαστε ΚΟΙΝΑ μισοί.». Ξάφνου, ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Γελούσε άγρια, τραχιά. Και το γέλιο του λες και ξεπηδούσε από την πηγή κάποιας πληγής, και σαν να εκδικιόταν αυτήν την πληγή με το ίδιο του το γέλιο, γελούσε μανιασμένα, χαιρέκακα, σαν να τη


δολοφονούσε σχεδόν! «Μα ναι, ναι, ναι, αυτός τούτος ο διάλογος, αυτή η ίδια η αντίθεση, σαν ριζωμένος αξερίζωτα πόλεμος -πώς αλλιώς άλλωστε-, ΕΙΝΑΙ η επαφή, ο ΚΟΙΝΟΣ τόπος, η συνομιλία, η επικοινωνία… Ένα παίγνιο, που α-νόητα ίσως, ΓΙΝΕΤΑΙ για να…». Δεν έβρισκε να συμπληρώσει τη φράση. Απόμεινε όπως ΟΛΑ τ’ άλλα μισή στο στόμα του, μισή στ’ άδυτα της σκέψης του, μισή στο τρυφερό φύλλωμα της καρδιάς του. «Μιλούμε περισσότερο και ασταμάτητα για τις διαφωνίες μας, παρά για όσα συμφωνούμε ! Αυτές τούτες μάς οδηγούν σε τούτο το ματοβαμμένο ΟΜΙΛΕΙΝ, ωστόσο, μα την αλήθεια, ΟΜΙΛΕΙΝ. Η γέφυρα που ενώνει τραγικά τις όχθες πάνω από τον ποταμό είναι τούτος ο διάλογος.». Τίναξε, ξαφνικά, το σώμα του σαν να απεχθανόταν τόσο αυτή του τη σκέψη, όσο και τον εαυτό του που την έκανε. «Όχι, όχι. Υπάρχει μια αδικία, ένας πόνος, μια ευθύνη, μια σιωπή ασάλευτη, ένας προδότης, ένα κλάμα βαθύ, ένα κατακρεουργημένο όνειρο, ένα καταπατημένο δικαίωμα, μια μαστιγωμένη αξιοπρέπεια, ένας ιδρώτας ξεπουλημένος, μια σκέψη περιφρονημένη, μια επιθυμία βάναυσα περιφραγμένη, μάτια στανικά εμποδισμένα να βλέπουν, μανάδες που γέννησαν ΠΑΙΔΙΑ, μια λησμονιά ένοχη, μια λησμονιά αθώα, μια μνήμη απάνθρωπη, μια μνήμη φιλάνθρωπη κι εργατική… που ΠΡΕΠΕΙ να ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΙ αντικειμενικά. Κάποιος αγοράζει φτηνά και κάποιος πουλά μέσα στην ατίμωση. Η χαρά …ΕΙΝΑΙ ανάπηρη!… Είναι διπλής όψεως, μα ο άνθρωπος ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΣ !.. Ω, πρέπει να υπάρχουν οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ φωτός και σκότους. Πρέπει κάποια όχθη να τιμωρείται επειδή ασελγεί στην άλλη. Πρέπει ο ΠΟΤΑΜΟΣ, ναι ο ποταμός ο ίδιος, να δηλώνει ΣΑΦΩΣ ποιός ο ένοχος, ποιά όχθη τερατουργεί και βασανίζει. Να υποδεικνύει ως κριτής τις όχθες. Οχι, όχι, δεν μπορεί να τα συμφύρει όλα, να τα αθωώνει με μια βαθύτερη σκέψη, να τα παρασέρνει στο διάβα του ΜΑΖΙ, να τα κυλά αξεδιάλυτα. Δεν έχει αυτό το δικαίωμα ο ποταμός απέναντι στις ίδιες τις όχθες ! Πρέπει κάτι να δικαιώνεται και κάτι να τιμωρείται ! ΠΟΥ αναγνωρίζονται αυτά ; ΠΟΙΟΣ ο τόπος της αναγνώρισης ; ΠΟΤΕ έρχεται αυτή η ΣΤΙΓΜΗ ; ΠΩΣ ; ΤΙ περιεχόμενο έχει ;». Τα ερωτήματα αυτά ένιωσε να τον τυλίγουν σαν νά’ ταν τα παιδικά του σπάργανα. Αισθάνθηκε οικειότητα μέσα τους. Άφησε τη σκέψη του να κοιτά ασάλευτη κάτι σα βάραθρο κι ένιωσε πως αγαπά πεισματικά κι ανένδοτα ΟΛΟ τον κόσμο. Όλο τον ποταμίσιο αυτόν τόπο. Και πως η αγάπη του αυτή ΕΙΝΑΙ σκληρή σα θάνατος. Και γι αυτό θέλει να σκοτώνει τ’ άδικο και την ασχήμια ΟΠΟΥ τη βρει. Να υπερασπίζεται κάποια όχθη μέχρι θανάτου, αφήνοντας τον αέρα της ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ να περνά ασταμάτητα από το διάτρητο ερωτηματικά ΣΩΜΑ του. Λύγισε τα γόνατα να αδράξει μια φούχτα χώμα, μα στάθηκε αδύνατον.

×

Ο

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ σπούδασε κλασική φιλολογία. Είναι Πτυχιούχος αρμονίας και αντίστιξης (υπό τον καθηγητή Σπύρο Γαρδικιώτη) και Απόφοιτος της μουσικής σχολής του Σίμωνος Καρά «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ». Έχει παράλληλη συμμετοχή σε μουσικολογικές έρευνες και μουσικές εμφανίσεις.

41

×


Χαρακτήρες Βιβλία και Ιστορία

μία στήλη για Χαρακτήρες, Βιβλία και Ιστορία

Ο ήρωας και η εποχή του

του Έκτορα Ιωάννου

Τ

ο αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι μία ιδιαίτερη κατηγορία, που όπως και παγκόσμια, έτσι και στη χώρα μας, έχει ένα πιστό, σχεδόν φανατισμένο κοινό. Φυσικά οι αναγνώστες των συγκεκριμένων βιβλίων, δεν αρκούνται μονάχα σ’ αυτά αλλά συνήθως, παρακολουθούν και κάθε είδους ταινία που περιέχει ανάλογα στοιχεία. Προσωπικά, το πρώτο όνομα ήρωα που μου έρχεται στο μυαλό είναι αυτό του Σέρλοκ Χολμς, δημιούργημα του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Μια μυστηριώδης φιγούρα που πάντοτε κατάφερνε να φέρει στο φως, κάθε είδους ανεξιχνίαστη για τους άλλους υπόθεση. Ο Σέρλοκ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «προχωρημένος» για την εποχή του και περιέχει όλα αυτά τα στοιχεία, που καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα θρύλο, γύρω από το όνομά του. Πάντοτε προσέχει την εμφάνισή του και είναι καλοντυμένος, παθιάζεται με τις υποθέσεις του, χρησιμοποιεί ιδιαίτερες μεθόδους, κάνοντας ακόμα και πειράματα μέσα στο σπίτι του στην Μπέικερ Στριτ, γνωρίζει πυγμαχία και είναι εξαιρετικός ξιφομάχος. Το περίστροφό του, σπάνια βγαίνει από τη θήκη του, ενώ κατά κύριο λόγο προτιμά να εξουδετερώνει τους αντιπάλους με το ραβδί του. Φυσικά όπως ένας οποιοσδήποτε καθημερινός άνθρωπος έχει κι αυτός τα ελαττώματά του. Λόγου χάριν είναι ιδιαίτερα ακατάστατος, προξενώντας την οργή της ιδιοκτήτριας του σπιτιού που ζει με τον φίλο και βοηθό του τον Δρ. Γουάτσον. Αυτό το τελευταίο σημείο είναι και κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, στην αρχική σύλληψη ενός ήρωα αυτού του είδους και έχει να κάνει με την αληθοφάνεια μιας κατάστασης. Πρόσφατα, είχα μία συζήτηση με δύο γνωστούς μου , που υπηρετούσαν στο τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής. Μιλώντας μαζί τους, μου το ξεκαθάρισαν ότι οι αστυνομικοί της δράσης, είτε βρίσκονται σε ηλικία κάτω των 30 ετών ή σε διαφορετική περίπτωση δεν είναι οικογενειάρχες, πράγμα απόλυτα λογικό γιατί ένας «μυστικός», δε θα ήθελε, παράλληλα με τη δική του ζωή να θέσει σε κίνδυνο και αυτές των αγαπημένων του προσώπων.

×

42

Κάπου εδώ λοιπόν, ταυτόχρονα με την αντίθεση των προσώπων που θα αναλύσω, κάνει την εμφάνισή του στη σκέψη μου, ένας σύγχρονος ήρωας... ο αστυνόμος Χαρίτος του κύριου Πέτρου Μάρκαρη. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ακριβώς ανάποδο από τον Σέρλοκ Χολμς. Καταρχήν δε διαθέτει την ευφυΐα του, δε χρησιμοποιεί προχωρημένες μεθόδους (μάλιστα τις αμφισβητεί ιδιαίτερα σε κάθε περίσταση) και είναι οικογενειάρχης. Περισσότερο θυμίζει έναν Έλληνα δημόσιο υπάλληλο, μεσήλικα κιόλας, που εννοείται ότι δεν είναι δυνατόν να πρωταγωνιστεί σε σκηνές δράσεις, θυμίζοντας έναν


«πιστολά», όπως αυτούς που μας έχουν παρουσιάσει οι σύγχρονες ταινίες του κινηματογράφου. Πρόκειται για έναν αστυνομικό παλαιάς κοπής, που διακρίνεται πάνω απ’ όλα για το ήθος και την εντιμότητά του. Με λίγα λόγια δε διαθέτει κανένα από τα στοιχεία, που θα έκαναν ελκυστικό έναν ήρωα αυτού του είδους. Παρ’ όλ’ αυτά, αναλύοντας εξονυχιστικά όλες τις λεπτομέρειες και με μοναδικό του όπλο τη σκληρή δουλειά , καταφέρνει να φέρει σε πέρας κάθε υπόθεση που παρουσιάζεται στο δρόμο του, περιγράφοντας παράλληλα τη σύγχρονη Ελλάδα, αυτή της οικονομικής κρίσης με τα μύρια προβλήματά της. Διαβάζοντας την Τριλογία της Κρίσης του κύριου Μάρκαρη, κατάφερα να δω κι εγώ τα πράγματα εντελώς διαφορετικά απ’ ότι τα είχα συνηθίσει μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια γιατί με τις καταστάσεις που παρουσιάζει, ανταποκρίθηκε στα προσωπικά βιώματα που έχω σαν Έλληνας πολίτης.....με λίγα λόγια ήρθε πολύ κοντά στη δική μου καθημερινότητα. Εδώ βρίσκεται και η διαφορά στη σύλληψη των αστυνομικών ηρώων. Ο Σέρλοκ ήταν, είναι και θα είναι για πάντα ένας θρύλος σε αυτή την κατηγορία, όμως είναι ο ήρωας μιας άλλης κοινωνίας, που έμαθε από τότε και το συνέχισε και στην πορεία, το να δημιουργεί υπερήρωες. Είμαι σχεδόν βέβαιος, πως αν ο Σέρλοκ δημιουργείτο τώρα που μιλάμε, θα ήταν ένας ντετέκτιβ, εξοπλισμένος με κάθε είδους γκάτζετ, έχοντας στη διάθεσή του και όλες τις σύγχρονες μεθόδους, που θα τον βοηθούσαν στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Ο Χαρίτος πάλι, παρόλο που δρα στο σήμερα, φαντάζει πιο παλιομοδίτης, ακόμα κι από τον Σέρλοκ εκείνης της εποχής, όμως απευθύνεται και σε ένα άλλο είδος αστυνομικής λογοτεχνίας. Αυτό που ξεπέρασε το στάδιο της επίλυσης του γρίφου, πίσω από το οποίο κρύβεται ο εγκληματίας και προχώρησε στην περιγραφή κοινωνικών καταστάσεων της εποχής του και τελικά δεν έγινε αποδεκτός μονάχα από το κοινό της χώρας μας, αλλά απέκτησε ένθερμους αναγνώστες και στο εξωτερικό. Τελειώνοντας, θα εξομολογηθώ το μικρό, δικό μου απωθημένο. Θα μου άρεσε κάποτε, να διαβάσω για έναν ήρωα που θα είναι όπως ο υπαστυνόμος Φρανκ Μπούλλιτ, ο οποίος ενσαρκώθηκε στην οθόνη από τον Στιβ Μακ Κουίν. Ο συγκεκριμένος, διακρίνεται από κάτι που είναι απόλυτα αναγκαίο σε κάθε αστυνομικό αυτού του είδους,: ο χαρακτήρας του διαθέτει ένα σκοτεινό στοιχείο, πράγμα που τον κάνει έντονα γοητευτικό και θα τον ήθελα να εμφανίζεται μπροστά μου... με γραπτό λόγο.

×

43

×


ποίηση

από τον Μιχάλη Λαζανά Μπρούτζινοι σωτήρες Οι μπρούτζινοι σωτήρες της γενιάς μας, έφταναν με τους μεταξένιους τους χιτώνες κάθε που φθινοπώριαζε στη γειτονιά. Ένα χαμόγελο γυάλινο δένανε προσεχτικά κόμπο στη γραβάτα τους. Γέμιζαν με ξύλινους πάτους τα τρύπια τους παπούτσια για να μοιάζουν ψηλότεροι από τις σκιές μας. Κι είχανε χτίσει στον πιο κάτω δρόμο τον παράδεισο που μας στέρησε η νύχτα. Μονάχα όταν τους έσφιγγες το χέρι σου άφηναν ένα σκονισμένο αποτύπωμα. Εμείς προσμέναμε τις καταιγίδες για να ξεπλυθούμε από κάθε άγγιγμα. Κι έβρεχε πολύ σ’ αυτά τα μέρη τα υπόγεια. Στα κουρασμένα καφενεία αποκοιμόνταν όσοι περίμεναν να τους σώσουν εκείνοι. Κάποιοι άλλοι άπιστοι κρατούσαν συλλογή με τα αποκόμματα των τραμ της πρώτης αυγής. Μα έπρεπε να πιστέψουμε πως ο κόσμος γυρίζει και πως οι μεγάλες λιακάδες θα σταθούν στο κατώφλι μας. Κι όσο πιο πολύ πιστεύαμε τόσο περισσότερη σκόνη τυλιγόταν στο κορμί . Το περιστέρι που επέστρεψε από τον κάτω δρόμο είδε μόνο γκρίζα γιαπιά και ραγισμένα θεμέλια. Μα ‘κείνοι συνέχιζαν να φορούν στο κεφάλι το στεφάνι με τα μάλλινα αγκάθια και τα διψασμένα αρώματα, φορτωμένοι με τα κρίματα των ονείρων μας. Αμετανόητες παραβολές μας χάριζαν για παιδιά που παίζανε ξέγνοιαστα σε πλατείες και για λουλούδια που χρωμάτιζαν τα μπαλκόνια μας. Κι όμως εμείς συνεχίζαμε να πιστεύουμε στις καταιγίδες, και στα ουράνια τόξα που θα ανθίζαν στα ετοιμόρροπα παραθύρια. Πιστεύαμε και ζούσαμε.

φωτογραφία φόντου από τον Πέτρο Μαλλιωτάκη ×

44


Η αλήθεια μας Μισή αλήθεια λέγανε τα συνθήματα στους τοίχους. Άλλη μισή είχε κρυφτεί κάπου στ’ αστέρια . Εκεί ψηλά που στέλνεις τη ματιά σου κι όλο κοιτάς δειλά μήπως σε πρόσεξε κανείς. Δεν έπρεπε να ξέρουν οι καιροί πόσο μακριά μπορούμε να κοιτάξουμε πριν φέξει. Κι είναι το φως τόσο πολύ τα μεσημέρια που σε θαμπώνει και ξεβάφει τα τραγούδια. Μα σαν βραδιάζει ζωντανεύουνε οι δρόμοι και ξαγρυπνούν για να ακούν τα βήματά μας να ανεβαίνουν ρυθμικά στους ουρανούς. Μες την παλάμη μας ένα γυάλινο όνειρο κρατάμε. Το σφίγγουμε πολύ , ίσαμε να ματώσουμε. Μετά μ’ αυτό το θυμωμένο αίμα ξεπλένουμε τις προσευχές μας. Κι ανασαίνουμε. Κι αναζητούμε. Και προχωράμε. Ερειπωμένο μυστικό τούτες οι διαδρομές που ‘χαν προσεχτικά φυλάξει τα βλέμματά μας για να μην ραγίζουν. Κι εμείς όλοι εμείς ψηλαφίζουμε τα λόγια μας στους τοίχους κι ύστερα ταξιδεύουμε στα αστέρια. Εμείς μονάχα εμείς που τις νύχτες ζούμε αληθινά και τις μέρες χαμογελούμε ψεύτικα.

Ο

ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΑΖΑΝΑΣ γεννήθηκε το 1987 στα Ιωάννινα όπου και συνεχίζει να διαμένει. Είναι απόφοιτος του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Οι λογοτεχνικές και ποιητικές του αναζητήσεις ξεκίνησαν από αρκετά νεαρή ηλικία, γράφοντας τους πρώτους στίχους του. Μέχρι σήμερα αρκετά από τα ποιήματα του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά φόρουμ στο διαδύκτιο. Έχει γράψει επίσης διηγήματα και κάποια θεατρικά κείμενα.

45

×


ποίηση

από τον Τ. Π. Καπανίκο

Μικροί αδέσποτοι ήχοι Είναι κάποιοι μικροί αδέσποτοι ήχοι που φτάνουν απροσδόκητοι στ’ αυτιά μας μικρά ασήμαντα όνειρα μικρές ασήμαντες θλίψεις δειλές κινήσεις ασχημάτιστες, δειλών χειλέων. Για μια στιγμή ηχούν κι ύστερα χάνονται σε επιτάφια επιγράμματα και μοιρολόγια

Δεν απολογούμαι Για προδοσίες, φόνους και ληστείες δεν απολογούμαι. Άνθρωπος είμαι και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο. Μόνο για κείνη την στιγμή που δίστασα ανάμεσα στο είτε και το είτε για κείνη την στιγμή που με ορίζει.

Ο Τ. Π. ΚΑΠΑΝΙΚΟΣ κατάγεται από την Κρήτη και γράφει ποιήματα.

×

46

φωτογραφία φόντου από τον Πέτρο Μαλλιωτάκη


από την Ιωάννα Σαμαρά

Έξοδος ζωής Ξεσκονίζω τις μνήμες και αραχνιάζουν τα όνειρα... Πασπαλίζω λέξεις και ξεκλειδώνουν ταξίδια Σέρνω δρόμους κι ανταμώνω πεταλούδες Έξοδο ψάχνω και ανακαλύπτω αχνές ρωγμές Ξαπόστασε μια στάλα ψυχή μου Επιτέλους πάρε βαθιά ανάσα Συνέχισε...

Ευτυχία Κλειδωμένες μνήμες στο ερμάρι του χρόνου. Μια μια τις ανασύρω… Μετρημένες ανάσες μια μια. Χαμογέλασε τόσες φορές η ζωή; Τελικά ευτυχία εστί κλειδωμένα παρελθόντα χείλη .

Παζλ Σε ξορκίζω σαν κακό ριζικό και συνεχίζεις να επιστρέφεις πάντα σαν ρακοσυλλέκτης της ύπαρξης μου Δώσε μου πίσω τα κομμάτια μου και κρατήσου μακριά! Λερώνω....

Η ΙΩΑΝΝΑ ΣΑΜΑΡΑ παθιάζεται με ό,τι κάνει, αλλά δυστυχώς μόνο για λίγο. Λατρεύει τα δέντρα, τα χρώματα, τη νύχτα. Αν είχε τη δύναμη να επηρεάσει τον ήλιο… θα τα έφερνε, έτσι ώστε μόνο να δύει. Της αρέσουν οι βουτιές από ψηλά και είναι σίγουρο πως κάποτε θα πετάξει με αλεξίπτωτο.

φωτογραφία φόντου από τον Πέτρο Μαλλιωτάκη

47

×


μια φορά κι έναν καιρό

μία στήλη για μια Φορά κι έναν Καιρό...

Φθινοπωρώντας

της Αγγελικής Σχοινά

Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, Τον Οκτώβρη τα κουδούνια, Τον Νοέμβρη παραμύθια…

Τ

α φρούτα φθίνουν, τα φύλλα αλλάζουν χρώμα κι ο Σεπτέμβρης, ο τρυγητής, ο χρονογράφος, καταφθάνει να δροσίσει την πλάση, να ποτίσει το διψασμένο χώμα, να απελευθερώσει μυρωδιές κι αρώματα σαν αυτά του μούστου. Σεπτέμβρης, από το λατινικό septem, γιατί σύμφωνα με το Ρωμαϊκό ημερολόγιο, ήταν ο έβδομος μήνας του χρόνου. Χρονογράφος, γιατί σύμφωνα με το Βυζαντινό ημερολόγιο, ήταν ο πρώτος μήνας του χρόνου, ο μήνας που ο χάρος έγραφε αυτούς που θα πεθάνουν. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας γιορτάζεται ακόμα η «αρχιχρονιά», η πρώτη μέρα του φθινοπώρου με τα σταφύλια κυρίαρχα σύμβολα σε κάθε εορταστική έκφραση, ενώ όλη η Ελλάδα γιορτάζει τον ερχομό του μούστου με πανηγύρια, μουσταλευριές, σταφιδόπιτες. Και το κρασί ζυμώνεται, βράζει, μέσα σε ξύλινα βαρέλια σφραγισμένα με κερί, σε δροσερές μεριές μέχρι να ‘ρθει ο Οκτώβρης, ο Αϊ-Δημητριάτης, ο βροχάρης, ο σποριάς, μέχρι να κατέβουν οι βοσκοί από τα βουνά στους κάμπους, να ακούγονται παντού τα κουδούνια, τα φυλαχτά των ζώων. Τότε ανοίγουν τα βαρέλια, δοκιμάζονται τα καινούρια κρασιά που πίνονται ανέρωτα γιατί «μήνας που ‘χει ρο, το κρασί δίχως νερό», τότε γίνονται τα δεμάτια, σπέρνονται τα σιτηρά και βγαίνουν τα χοντρά στρωσίδια για το χειμώνα που κοντοζυγώνει. Όταν όλα είναι σχεδόν έτοιμα και έχουν φύγει οι τελευταίες αναλαμπές του καλοκαιριού, έχει έρθει ο Νοέμβρης, ο μεθυστής, να αναγγείλει τον επικείμενο χειμώνα, να ξεκουράσει τους ανθρώπους από τις γεωργικές δουλειές και τα μαζέματα. Να τους καλέσει γύρω από τη φωτιά, να τους γαληνέψει, να τους ταξιδέψει και να τους μαγέψει με παραμύθια.

×

48

Κάθε λογής παραμύθια, μα πάνω απ’ όλα παραμύθια για το νερό που πέφτει φρέσκο στη γη, τους ποταμούς, τους καταρράκτες και τις νεράιδες, τις μαγικές αυτές οντότητες που ανέκαθεν διέγειραν τη φαντασία των ανθρώπων. Οι


νεράιδες σύμφωνα με τη λαϊκή μας παράδοση μοιάζουν υδάτινες φιγούρες, ζουν σε νεραϊδοσπηλιές, νεραϊδόβρυσες, πηγές, βουνά, δάση. Αγαπούν τον καλλωπισμό, λούζονται σε ποτάμια, καταρράκτες, λίμνες και παρουσιάζουν κοινά στοιχεία και χαρακτηριστικά με τις νύμφες των αρχαίων Ελλήνων σε βαθμό που η λέξη «νεράιδα» πιθανολογείται ως παράφραση της λέξης «Νηρηίδα». Ο όρος Νηρηίδες παρουσιάζεται στον Όμηρο και στον Ησίοδο και αφορά στις νύμφες των ωκεανών, τις κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας που ζούσαν στο βυθό και προσωποποιούσαν τις καταστάσεις της θάλασσας. Οι νεράιδες των λαϊκών παραμυθιών όμως μπορούν να ταυτιστούν καλύτερα με τις νύμφες των γλυκών νερών, τις λεγόμενες Ναϊάδες. Σήμερα στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας τις συναντάμε με διαφορετικά ονόματα: Νεράισσες, Αιθέριες, Καλομοίρες, Ξωνέρια, Καλούδες, Ανεμικές, Ξωτικά, Αερικά, Νύμφες, Σειρήνες, Ξιοθιές, Νηρηίδες, Σαμαντίβα, Φάτα, Αναράδινες. Όποιο κι αν είναι όμως το όνομά τους το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για πλάσματα εξωτικά, μυθικά και παράξενα, ούτε απαραίτητα καλά μα ούτε κακά. Ικανά να αποπλανήσουν, να τρελάνουν, να εκδικηθούν ενώ την ίδια στιγμή να προσφέρουν λύσεις σε προβλήματα, απαλλαγή από τη θλίψη, σοφία ή και επιστροφή στην παιδικότητα. Απεχθάνονται οποιαδήποτε παρέμβαση στη ζωή τους την οποία και τιμωρούν. Κινούνται συνήθως σε χώρους κυκλικούς (αλώνια, λίμνες, στέρνες). Τραγουδούν, χορεύουν, καλούν λυράρηδες, μουσικούς και όσους τραγουδούν να τις διασκεδάσουν και να τους κρατήσουν ρυθμό. Ο χορός τους αφήνει κυκλικά χνάρια σύμφωνα με τις παραδόσεις πολλών λαών ενώ η εμφάνισή τους συνοδεύεται από έναν οξύ ήχο που θυμίζει βιολιά, κλαρίνα ή λύρα. Παρουσιάζονται με μακριά μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια συνήθως πράσινα, φορούν αραχνοΰφαντα πέπλα με λευκό μαντήλι και τις βλέπουν μόνο οι σαββατογεννημένοι και οι ελαφρόισκιοτοι. Συμβολίζουν την περιπαιχτική, ερωτική, μαγική πλευρά της θηλυκότητας, της γυναικείας σεξουαλικότητας ιδανικής και τρομαχτικής, αφού κλέβουν τα φιλιά των αντρών ενώ εκείνοι δεν μπορούν ποτέ να τις αποκτήσουν, εκτός αν κλέψουν κάτι δικό τους, συνήθως το μαντίλι τους. Τότε μόνο, οι νεράιδες παντρεύονται ανθρώπους και μοιάζουν με γυναίκες κανονικές, πάντα όμως ψάχνουν το μαντίλι τους κι αν ποτέ το βρουν τους παρατάνε και σαν τον άνεμο εξαφανίζονται. Σύμφωνα με τους μύθους οι νεράιδες παντρεύονται νεράιδους όμως πολυπληθέστερες και πιο πλούσιες είναι οι διηγήσεις που περιγράφουν ζευγάρωμα νεράιδας με άνθρωπο: βοσκό, χωρικό, μουσικό ή νυχτοπερπατητή. Τα παιδιά τους κυκλοφορούν ανάμεσά μας κι αν πάτε σε κανένα χωριό στην Πελοπόννησο θα σας πουν πως το νεραϊδόσογο υπάρχει, θα σας δώσουν ονόματα, θα σας πουν ακόμα πως να τους ξεχωρίζετε κι αν τύχει να έχετε μακριά ίσια μαλλιά, ανοιχτά μάτια και μυτερά γόνατα, θα φτύσουν τον κόρφο τους μπροστά σας…

×

49

×


αντί

×

λόγου

αντί

×

λόγου

UBUNTU

της Ιωάννας Σαμαρά

Δ

ιάβασα πρόσφατα για το πείραμα που πραγματοποίησε ένας ανθρωπολόγος. Παρότρυνε τα παιδιά μιας αφρικανικής φυλής να κάνουν έναν αγώνα δρόμου με έπαθλο για τον νικητή ένα καλάθι ζουμερά φρούτα. Όταν τους έδωσε το σινιάλο για να τρέξουν, πιάστηκαν χέρι χέρι και ξεκίνησαν να τρέχουν όλα μαζί. Ύστερα κάθισαν σ’ έναν κύκλο, για να φάνε τα φρούτα. Το ίδιο πείραμα επαναλήφθηκε και σε ένα ελληνικό σχολείο, μόνο που το έπαθλο αυτή τη φορά ήταν ένα καλάθι γεμάτο με gadgets γνωστής πολυεθνικής. Μάχη πραγματική ακολούθησε. Όταν δόθηκε το σινιάλο για να τρέξουν, έπεσαν αγκωνιές, τρικλοποδιές, μπουνιές και τελικά το πιο μεγαλόσωμο παιδάκι έφτασε πρώτο και πήρε το έπαθλο. Το περιστατικό αυτό μας βάζει σε σκέψεις και γεννά την ανάγκη -νομίζω- επαναπροσδιορισμού της έννοιας «πολιτισμός». Τείνουμε να ταυτίζουμε την έννοια του πολιτισμού με την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, παραγκωνίζοντας το πνεύμα, τις αξίες, τα ιδανικά. Παρόλο που τα φρούτα για τα παιδιά της φυλής σήμαιναν μια ακόμα μέρα ζωής, ακολούθησαν το δόγμα «υπάρχω, γιατί υπάρχουμε». Στον Δυτικό «πολιτισμό» κυριαρχεί το δόγμα «υπάρχω για να ζω σε βάρος των υπολοίπων, συγγενών, συμμαθητών, ντόπιων ή ξένων και το βρίσκω απολύτως φυσικό»... Το αντίδοτο στο δόγμα αυτό πιθανότατα να είναι ένας κοινός κώδικας αξιών ικανών να καθοδηγούν τη σκέψη τη συμπεριφορά και τις επιλογές μας. Δανείζομαι ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μπουραντά «Όλα σου τα ‘μαθα, μα ξέχασα μια λέξη». «Χρειαζόμαστε όνειρο και νόημα ζωής. Είναι αναγκαίο να έχουμε στόχους, εστίαση σ’ αυτούς, πειθαρχία και μέθοδο σκέψης και δράσης. Χρειαζόμαστε επιπλέον πρωτότυπη και δημιουργική σκέψη, σφαιρική αντίληψη, ικανότητα να βλέπουμε τα πράγματα από το μπαλκόνι, έξω από τα στερεότυπα. Πρέπει να μάθουμε να ακούμε την εσωτερική μας φωνή και να γινόμαστε παρατηρητές του εαυτού μας, έχοντας αυτοπεποίθηση και τόλμη». Τότε ίσως και εμείς οι πολιτισμένοι να αναφωνήσουμε σαν τα παιδιά της Αφρικής “UBUNTU”, που σημαίνει «δεν μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι, αν έστω ένας από εμάς είναι στενοχωρημένος». Και ίσως τότε να αξίζουμε να καλούμαστε άνθρωποι. ×

50

×



Δημιουργήστε και διαχειριστείτε το προφίλ σας. Αναρτήστε κείμενα σας. Προσθέστε στα «διαβασμένα» σας κείμενα άλλων μελών δημιουργώντας έτσι την προσωπική σας βιβλιοθήκη. Προσθέστε άλλα μέλη στους φίλους σας. Προωθήστε τις προσωπικές σας ιστοσελίδες και τα blog σας.

μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία για κάθε αναγνώστη για κάθε συγγραφέα ποιήτη αρθρογράφο


‘‘Πρόσφατα, είχα μία συζήτηση με δύο γνωστούς μου, που υπηρετούσαν στο τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής. Μιλώντας μαζί τους, μου το ξεκαθάρισαν ότι οι αστυνομικοί της δράσης, είτε βρίσκονται σε ηλικία κάτω των 30 ετών ή σε διαφορετική περίπτωση δεν είναι οικογενειάρχες, πράγμα απόλυτα λογικό γιατί ένας «μυστικός», δε θα ήθελε, παράλληλα με τη δική του ζωή να θέσει σε κίνδυνο και αυτές των αγαπημένων του προσώπων.’’ Έκτορας Ιωάννου Χαρακτηρισμοί σελ. 42


«Φθινωπωρώντας» λοιπόν, κι εμείς ξεφυλλίζουμε βιβλία που προτείνουν οι κριτικοί μας, για να αποφύγουμε τους «Μπελαδομαγνήτες» που επιβάλλει η εποχή και εμμένουμε «Από Αύγουστο σε Αύγουστο» να βουτάμε στη «Μνήμη των γυμνών λέξεων». Προτείνουμε αστυνομικά μυθιστορήματα για τις βροχερές μέρες μιας και ο κάθε αστυνομικός «Ήρωας» έχει «και την εποχή του». Ξεναγούμαστε στον κόσμο της συγγραφής , καθώς «Η μοίρα της περιπλάνησης» κυλά στις φλέβες μας και οι «Λευκές σελίδες» του περιοδικού γεμίζουν με δράση, αποκαλύπτοντας «Σκιές στο Λονδίνο», στο «Herblay», αλλά συνάμα και κόσμους μαγικούς γεμάτους νεράιδες και ξωτικά. Με «δόση» χιούμορ και με πλεόνασμα αλήθειας άνθρωποι των γραμμάτων μοιράζονται μαζί μας «μία σκέψη, χίλιες λέξεις» και έτσι χάνοντας για λίγο τον «ειρμό» μας, επιστρέφουμε στα «θρανία» , αναζητώντας τη χαμένη αθωότητα της νιότης. «Μικροί αδέσποτοι ήχοι» φτάνουν στα αυτιά μας από μολύβια που χορεύουν ρυθμικά, καθώς οι ποιητές μας γράφουν για «Την αλήθεια μας» και μικρά κομμάτια «παζλ» συμπληρώνουν τη γοητεία της λογοτεχνικής πένας. Χαρούμενοι για την έλευση του φθινοπώρου που μας πλημμυρίζει με τις γεύσεις, τα αρώματα, τα χρώματα της δημιουργίας, αναφωνούμε “UBUNTU” , μιας και ένα ακόμα τεύχος μας ολοκληρώθηκε. Καλή ανάγνωση!

τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό www.antiepilogou.gr www.facebook.com/antiepilogou antiepilogou@yahoo.gr


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.