τεύχος 3ο /// μάρτιος 2009

Page 1

Ευάγγελος Ευθυμίου Αντώνης Γιαννόπουλος Θοδωρής Τσαφής Εύη Μαρκάτη Νίκος Φωτιάδης Κώστας Πάτρας Ελένη Μπάρκα



αντί × λόγου

editorial

editorial

Και να λοιπόν που είμαστε πάλι εδώ. Επιμένουμε. Όχι γιατί ο επιμένων νικά -εντάξει και γι’ αυτό- αλλά κυρίως γιατί μας αρέσει. Μας αρέσει να επιμένουμε; Όχι τόσο. Μας αρέσει αυτό που κάνουμε, μας αρέσει να γράφουμε ιστορίες και κείμενα, μας αρέσει η δημιουργία του εξωφύλλου, η επιμέλεια του περιοδικού, η αναμονή της εκτύπωσης του τεύχους, το να μοιράζουμε το τεύχος, το να αγωνιούμε για τις αντιδράσεις των αναγνωστών. Μας αρέσει, και δεν πρόκειται να παρατήσουμε την προσπάθεια αυτή. Μονάχα, όπως είπα και στο δεύτερο τεύχος, η συχνότητα θα είναι μικρή - το κόστος για τις τσέπες μας είναι αρκετά μεγάλο. Σε αυτό το σημείο φυσικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τους χορηγούς μας, διότι έκριναν πως αξίζει να στηρίξουν το περιοδικό μας για να συνεχίζει να κυκλοφορεί. Έτσι, ο καθένας με τη δική του προσφορά ξεχωριστά, μας στήριξε, και όλοι μαζί κάλυψαν ένα μέρος του κόστους των εξόδων που χρειάζεται για την εκτύπωση του τεύχους. Και όσον αφορά τους χορηγούς, θα ήθελα να ευχαριστήσω ξεχωριστά έναν άνθρωπο που μπήκε στην παρέα και ανέλαβε το πιο δύσκολο πόστο του περιοδικού κατ’ εμέ. Αυτό του υπεύθυνου marketing. Είναι ο Βασίλης Στέφος και χωρίς αυτόν το περιοδικό θα είχε καθυστερήσει κι άλλο την έκδοσή του. Τέλος, ελπίζουμε να σας αρέσουμε. Κάθε κείμενό μας και κάθε δημιουργία μας είναι ένα ξεχωριστό παιδί για εμάς και το αγαπάμε όπως η μητέρα το παιδί της, αλλά ακούμε και την κριτική πάνω σε αυτό, όπως ακούει ένα παιδί της πρώτης δημοτικού τη δασκάλα του. Θέλει δηλαδή να μάθει από αυτή. Γι’ αυτό, ερωτήσεις, παρατηρήσεις, αντιρρήσεις και οποιεσδήποτε άλλες ρήσεις σε σχέση με το περιοδικό θα ήταν χαρά να φτάσουν σ’ εμάς. Καλή ανάγνωση.

αντί × λόγου Μάρτιος 2009 Ιωάννινα ερασιτεχνικό λογοτεχνικό περιοδικό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα διανέμεται δωρεάν έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια : Ευάγγελος Ευθυμίου συντακτική ομάδα : Νικόλαος Φωτιάδης Εύη Μαρκάτη Αντώνης Γιαννόπουλος Ελένη Μπάρκα Θοδωρής Τσαφής Κώστας Πάτρας διόρθωση : Εύη Μαρκάτη υπεύθυνος marketing: Βασίλης Στέφος υπεύθυνος διανομής : Αποστόλης Ρουμελιώτης

τηλέφωνο επικοινωνίας: +306972978572 e-mail: antiepilogou@yahoo.gr

Ευάγγελος Ευθυμίου

Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα διηγήματα του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοινωνήσει μαζί μας.

ΥΓ. η sold out team συνεχίζει να διαβάζει αντί × λόγου και την ευχαριστούμε θερμά...

3


αντί × λόγου

σαν περιεχόμενα

σελ.6 - Το άλσος της φαντασίας Το Setter είναι μια ράτσα κυνηγόσκυλου που χρησιμοποιείται συχνότερα για κυνήγι ορτυκιού, φασιανού, και αγριόγαλου. Παίρνει το όνομά του από τη διακριτική θέση ’’σκύβω’’ (set). Τα περισσότερα Setter γεννιούνται με μια φυσική ροπή στο κυνήγι. Τα σκυλιά που παρουσιάζουν ενθουσιασμό για τα πουλιά ονομάζονται και birdy, και οι εκπαιδευτές αναζητούν κουτάβια που παρουσιάζουν αυτό το ιδιαίτερο γνώρισμα. Η εκπαίδευσή τους γίνεται συνήθως με εξημερωμένα περιστέρια.

σελ.12 – φωτογραφία Η κούνια είναι ένα κάθισμα που κρέμεται, το οποίο βρίσκεται συνήθως σε παιδικές χαρές, σε τσίρκα για ακροβασία, ή σε βεράντες για χαλάρωση. Το κάθισμα της κούνιας μπορεί να είναι δεμένο με αλυσίδα ή με σκοινί. Από τη στιγμή που η κούνια κινείται, συνεχίζει να ταλαντεύεται σαν εκκρεμές μέχρι κάποια εξωτερική παρέμβαση ή έλξη να την κάνει να σταματήσει.

σελ.13 – φωτογραφία Το θυροτηλέφωνο είναι ένα ηλεκτρονικό σύστημα επικοινωνιών προορισμένο για περιορισμένο ιδιωτικό διάλογο. Χρησιμοποιείται ακόμη για την κατεύθυνση, τη συνεργασία ή τις ανακοινώσεις. Οι ενδοσυνεννοήσεις μπορούν να είναι φορητές ή τοποθετημένες μόνιμα σε κτίρια και οχήματα.

σελ.14 - Η νύχτα της 13ης Απριλίου

σελ. 18 Ο Γεώργιος Σεφέρης γεννήθηκε στα Βουρλά, κοντά στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Το 1914 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση του. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι από το 1918 ως το 1925, μελετώντας νομικά στη Σορβόννη. Το 1922 η Σμύρνη κατελήφθη από τους Τούρκους. Ο Σεφέρης δεν την επισκέφτηκε έως το 1950. Η αίσθηση της εξορίας από το σπίτι της παιδικής ηλικίας του, διαπνέει ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του.

-Sex on the Beach

Υλικά: 1 μεζούρα σναπς ροδάκινο, 1 μεζούρα βότκα, χυμός πορτοκάλι, χυμός cranberry, μια ιδέα χυμός λεμόνι, 5 παγάκια, 1 φέτα πορτοκάλι. Ετοιμασία: Θρυμματίζουμε τον πάγο και τον βάζουμε στο σέικερ. Χτυπάμε με τον πάγο τη βότκα και το χυμό λεμόνι. Σερβίρουμε σε ποτήρι high-ball. Συμπληρώνουμε με χυμό πορτοκάλι και cranberry. Γαρνίρουμε με φέτα πορτοκάλι.

4


αντί × λόγου

σαν περιεχόμενα

σελ.22 - Those haunting eyes Το YouTube ( www.youtube.com ) είναι ένας ιστοχώρος, όπου οι χρήστες μπορούν να φορτώσουν, να δουν και να μοιραστούν βιντεοκλίπ. Το YouTube δημιουργήθηκε το Φεβρουάριο του 2005 από τρεις πρώην υπαλλήλους της PayPal. Η υπηρεσία, η οποία εδρεύει στο San Bruno της Καλιφόρνια, χρησιμοποιεί την τεχνολογία Adobe Flash Video για να αναπαράγει μια ευρεία ποικιλία βιντεοκλίπ, προϊόντα κυρίως των χρηστών του ιστοχώρου, συμπεριλαμβανομένων κινηματογραφικών τρέιλερ, τηλεοπτικών προγραμμάτων και μουσικών βίντεο, καθώς επίσης και ερασιτεχνικού περιεχομένου. Τον Οκτώβριο του 2006, η Google ανήγγειλε ότι είχε φθάσει σε συμφωνία για την απόκτηση της επιχείρησης για 1.65 δισεκατομμύριο αμερικάνικα δολάρια σε μετοχές της Google. Η διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2006.

σελ.24 - Ξέρω ότι δεν υπάρχει επιλογή... Ακολουθώ Το One Canada Square (επίσης γνωστό ως πύργος Canary Wharf) είναι ένας ουρανοξύστης στην περιοχή Canary Wharf του Λονδίνου. Είναι το πιο ψηλό κτίριο στο Ηνωμένο Βασίλειο με 244 μέτρα επάνω από τη στάθμη της θάλασσας, ή 235 μέτρα επάνω από το έδαφος. Είναι το έβδομο πιο ψηλό κτίριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και το ενδέκατο πιο ψηλό κτίριο στην Ευρώπη.

σελ.32 - Αγνή φαντασίωση – Άστατη φιλοδοξία «Στο μάκρος 25 αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα». Οδυσσέας Ελύτης.

σελ.30 - Ο άρχοντας των μυγών Ο Sir William Gerald Golding (19 Σεπτεμβρίου 1911 - 19 Ιουνίου 1993) ήταν Βρετανός μυθιστοριογράφος, ποιητής και βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας. Έγινε γνωστός με τo μυθιστόρημα Lord of the Flies. Του απονεμήθηκε επίσης το βραβείο Booker λογοτεχνίας το 1980, για το μυθιστόρημα Rites of Passage, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας To the Ends of the Earth. www.darklyrics.com/lyrics/ironmaiden/ thexfactor.html#2

σελ.34 - Σκέψεις εν ώρα κούρας ομορφιάς Τα ιατρικά γάντια είναι ιατρικά εργαλεία ασφαλείας, τα οποία εξασφαλίζουν την προστασία των ασθενών από έκθεση σε μολυσματικούς παράγοντες. Επίσης προστατεύουν τους προσφέροντες ιατρικές υπηρεσίες από τη μετάδοση ασθενειών μέσω της επαφής με τα σωματικά υγρά των ασθενών. Τα ιατρικά γάντια κατασκευάζονται από λατέξ και λιπαίνονται με σκόνη από άμυλο καλαμποκιού, το οποίο τα καθιστά πιο εύκολα στη χρήση.

του Φωτιάδη Bruce Νικόλαου Πηγές: www.wikipedia.com , www.hungry.gr

5


αντί × λόγου

διήγημα

Το άλσος της φαντασίας Ο Μπόμπι, το σκυλί του κυρ-Νίκου του μανάβη, το είχε σκάσει για άλλη μια φορά από την αυλή του. Ήταν ένα Σέττερ, μεγάλο σε ηλικία, το οποίο γαύγιζε όχι και πολύ συχνά και χαιρόταν να τριγυρνά ελεύθερο και να παίζει. Ο κυρ-Νίκος παλαιότερα, όταν είχε βαρεθεί για μια περίοδο την κηπουρική, πήγαινε μαζί του για κυνήγι. Αυτή η περίοδος όμως δε διήρκεσε για πολύ -μιας και ο Κυρ Νίκος κατάλαβε πως είναι έξω από τα νερά του- και έτσι ο Μπόμπι τα τελευταία χρόνια περιφερόταν συχνά πυκνά ανάμεσα από την αυλή του και το γειτονικό άλσος. Δίπλα από το σπίτι του κυρ-Νίκου έμενε ο Παντελής με την οικογένειά του. Ο Παντελής ήταν ένα μικρό αγόρι που πήγαινε στην τετάρτη δημοτικού και εκείνη την μέρα, κατά τα τέλη της άνοιξης, είχε μαζευτεί με τους φίλους του - το Γρηγόρη, το Γιάννη και το μικρόσωμο Πέτρο - σπίτι του για να παίξουν. Φυσικά, τίποτα δεν τους κρατούσε μέσα αν η μέρα ήταν ηλιόλουστη και έτσι και οι τέσσερίς τους αποφάσισαν να κατεβούν την εξωτερική σκάλα του σπιτιού του Παντελή έως την αυλή. «Τι θα κάνουμε σήμερα;» ρώτησε ο Γρηγόρης. «Έχει ωραία μέρα πάλι». «Μπορούμε να πάμε για μπάλα στην αλάνα δίπλα από το σχολείο» πρότεινε ο Γιάννης. «Θα είναι εκεί και τα τριτάκια. Πάμε να τους μάθουμε άλλη μια φορά πώς μπαίνει η μπάλα στα δίχτυα» «Αφού δεν έχουμε δίχτυα στην αλάνα… τι λες…» πετάχτηκε ο Γρηγόρης. «Εγώ, που κάθισα μια μέρα με τον μπαμπά μου και είδαμε αθλητικά, άκουσα πως έτσι το λένε οι μεγάλοι. Εντάξει; Είναι κάτι σαν… σαν… σαν…» «Παροιμία;» «Όχι παροιμία ρε, αλλά κάτι τέτοιο». «Καλύτερα να πάμε από την πλατεία πρώτα» είπε ο Παντελής, ο οποίος βρισκόταν για άλλη μια φορά καβάλα στη μηχανή του μπαμπά του που ήταν παρκαρισμένη στην άκρη της σκάλας. «Μπορεί να είναι και κάποιος εκεί». «Ναι, αλλά μπορεί όμωθ να είναι αυτοί οι βλάκεθ ρε Παντελή, από το άλλο δημοτικό, που δε μου αρέθουν καθόλου» παραπονέθηκε ο Πέτρος. «Ε σιγά… Κι αν είναι; Δε θα μας κάνουν και τίποτα. Το πήρανε το μάθημά τους την προηγούμενη φορά». «Χα χα, ναι ναι» γέλασε ο Πέτρος πονηρά κοιτώντας το πάτωμα. «Πάμε, πάμε» είπε και προχώρησε πρώτος τρέχοντας. Βγαίνοντας οι άλλοι από την αυλόπορτα τον βλέπουν κοκαλωμένο να κοιτάει τον φράχτη του γείτονα. Τότε εκείνος γυρνάει απότομα και απευθυνόμενος στον Παντελή του λέει: «Θόργκοθ, τι έγινε εδώ;» Στο άκουσμα του ονόματος σταματάνε και οι τρεις και αλλάζει αμέσως το ύφος στο πρόσωπό τους και η στάση στο σώμα τους. «Γρήγορα, κρυφτείτε κάτω από αυτούς τους βράχους» έδωσε αμέσως εντολή ο Παντελής και όλοι τους κάθισαν σκυφτοί κολλητά στην άκρη της μάντρας. «Τι είδες Γκέντεν, πολυμήχανε νάνε και με φώναξες;» Ο Πέτρος κοίταξε και τους τρεις τους κατάματα. Γνώριζε πως ήξεραν τι θα τους πει, αλλά παρόλα αυτά περίμεναν με ανυπομονησία τη δήλωσή του.

6


αντί × λόγου

διήγημα

«Γενναίε Θόργκοθ έχω άθχημα νέα. Το τέραθ Μπουγκ δραπέτευθε κθανά από τη φυλακή του» Ο Παντελής, αν και χάρηκε πολύ με τα νέα αυτά προσπάθησε να δείξει λυπημένος. «Μην στενοχωριέσαι Γκέντεν. Η ομάδα μας θα το αντιμετωπίσει για ακόμη μία φορά. Έτσι δεν είναι; Έτσι δεν είναι Φάενφαρ; Έτσι δεν είναι Μο;». «Έτσι είναι!» φώναξαν και οι τρεις τους με μια φωνή σηκώνοντας τις γροθιές τους ψηλά στον αέρα. «Πρέπει όμως να ετοιμαστούμε πρώτα και να μη χάνουμε χρόνο. Φάενφαρ, γοργοπόδαρε, εσύ που κατάγεσαι από τη μεγάλη γενιά των ξωτικών του Βόρειου δάσους και που τα μάτια βλέπουν σαν αυτά των μεγάλων αετών που ζούνε στα Ασημένια βουνά. Εσύ λοιπόν πήγαινε να φέρεις τα όπλα μας που είναι κρυμμένα στο μυστικό μας οπλοστάσιο. Και κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς». Και ο Γρηγόρης φεύγει τρέχοντας προς το σπίτι του Παντελή. Και εκεί, κάτω από τη σκάλα, σκεπασμένα με ένα μουσαμά βρισκόταν μια μαγκούρα, ένα σκουπόξυλο, ένα κυρτό κλαδί δέντρου και ένας παλιός πλάστης. Τα αρπάζει αμέσως με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του και τρέχει γρήγορα πίσω στους άλλους. Φτάνοντας, πιάνει τη μαγκούρα και τη δίνει στον Παντελή. «Ορίστε άχροντα… άρχοντα Θόργκοθ το σπαθί σου. Το θηλυκό… θρυλικό Αστέρι της Ανατολής. Το σπαθί των Βασιλέων, που περνάει από πατέρα σε γιο γενιές ολόκληρες και που άξια κρατάς χρόνια τώρα υρπεραψί… υπεραψί… υπεραψίζοντας… υπερασπίζοντάς μας». Στη συνέχεια στρέφεται στο Γιάννη και του δίνει το σκουπόξυλο. «Και για εσένα σοφέ Μο, μεγάλε μάγε και υπεραψιστή της αλήθειας, για εσένα φέρνω το ραβδί σου, το Φωτιστή». Ο Γιάννης αρπάζει με χαρά το σκουπόξυλο και το σηκώνει στον αέρα. Ο Πέτρος δεν μπορούσε να περιμένει άλλο και αρπάζει από το χέρι του Γρηγόρη τον πλάστη. «Φέρ’ το εδώ αυτό φλύαρο κθωτικό. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο τα λόγια θου. Ούτε εγώ, ούτε ο Μπλαθτ, ο κοφτερόθ πέλεκύθ μου» και κοίταξε τον πλάστη με μάτια λαμπερά σαν να είχε μπροστά του έναν ολόκληρο θησαυρό. Ο Γρηγόρης φυσικά γέλασε γιατί περίμενε την αντίδραση του Πέτρου και σκοπίμως τον άφησε τελευταίο. Όμως δε σταμάτησε να μιλά. Ήθελε να παρουσιάσει και το δικό του όπλο. «Και φυσικά» είπε κοιτώντας με την ίδια έξαψη σαν των υπολοίπων το κλαδί που είχε απομείνει στα χέρια του «το Μάτι. Το τόξο μου. Το τόξο που φαχ… φτιαχ… φτιάχτηκε από την αρχαία γενιά των ξωτικών του Βόρειου Δάσους και που μονάχα ξωτικό μπορεί να το κρατήσει και να σοχ… στοχ… στοχεύσει με αυτό». «Τώρα που έχουμε τα όπλα μας δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα» είπε ο Παντελής «και πρέπει αμέσως να ξεκινήσουμε την απόστολή μας, αλλά πρώτα να βρούμε προς τα πού πρέπει να πάμε». Στρέφεται προς το Γιάννη και του λέει. «Μάγε Μο, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις». Ο Γιάννης με την άκρη του σκουπόξυλου διέγραψε ένα νοητό κύκλο πάνω στο πεζοδρόμιο και στάθηκε στο κέντρο του κλείνοντας τα μάτια. Άρχισε τότε να μουρμουράει κάτι λόγια και στο τέλος είπε,

7


διήγημα

αντί × λόγου

«Το Μπουγκ βρίσκεται στο δάσος της σκιάς. Έχει κρυφτεί ανάμεσα στα δέντρα περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί στα γειτονικά χωριά. Πρέπει να βιαστούμε, γιατί βλέπω πως γρήγορα μαζεύει δυνάμεις. Ο κοντινότερος δρόμος προς το δάσος είναι και ο πιο δύσκολος. Θα χρειαστεί να περπατήσουμε ως το τέρμα το μονοπάτι των φόβων, στη συνέχεια να διασχίσουμε τη μαύρη πηγή και τέλος να μπούμε στο δάσος της σκιάς». «Δύσκολος δρόμος» είπε ο Παντελής «αλλά ήρωες του κόσμου του Ιώαν δεν πρέπει να σας τρομάζει τίποτα. Τα πάντα στηρίζονται πάνω μας. Πρέπει να δείξουμε αυτό που πραγματικά είμαστε, πρέπει να υπερασπίσουμε όσους πιστεύουν σε εμάς, πρέπει να τιμωρήσουμε το κακό. Γι’ αυτό λοιπόν ακολουθήστε με στη νίκη». Αυτά είπε ο Παντελής και κατέβηκε το πεζοδρόμιο, πέρασε στην άλλη μεριά του δρόμου και κατευθύνθηκε αριστερά προς το άλσος. Οι άλλοι αναφώνησαν ένα δυνατό «Ναι» και τον ακολούθησαν.

Προχωρούσαν αργά επάνω στο πεζοδρόμιο με τον Παντελή να προπορεύεται και το Γρηγόρη στην οπισθοφυλακή. Κοιτούσαν συνεχώς τριγύρω τους ανιχνεύοντας τον περίγυρό τους. Κάποια στιγμή ο Παντελής σταματάει και κοιτάζει μπροστά του. Το πεζοδρόμιο στο σημείο εκείνο ήταν κατεστραμμένο και οι περισσότερες πλάκες που το σχημάτιζαν έλειπαν. «Προσέξτε» λέει στους υπόλοιπους «τα βράχια σε αυτό το σημείο είναι πολύ επικίνδυνα. Μπορεί κάποιο από αυτά να υποχωρήσει. Κοιτάξτε εδώ» και δείχνει μία μοναχική πλάκα. Πλησιάζει επιφυλακτικά και με την άκρη της μαγκούρας σπρώχνει σιγά σιγά την πλάκα. Εκείνη υποχωρεί και από κάτω της εμφανίζονται μικρά έντομα που είχαν βρει καταφύγιο στη σκιά της. «Πίσω γρήγορα» τους φωνάζει και κάνει μερικά βήματα παρασέρνοντας του υπόλοιπους με τα χέρια του. «Μικροί δράκοι βρίσκονται κάτω από αυτό τον βράχο. Μονάχα ένα τσίμπημά τους μπορεί να μας σκοτώσει. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για τα πάντα». «Και τώρα τι κάνουμε;» είπε ο Γρηγόρης. «Θόργκοθ, προτείνω να αποφύγουμε την οδό αυτή και να πάμε από το γύρο» λέει ο Γιάννης. «Θα είμαστε ασφαλείς από τα θανατηφόρα τσιμπήματα των μικρούτσικων αυτών διαβόλων». «Μπορεί να αποφύγουμε τους μικρούθικουθ δράκουθ, αλλά τότε θα πέθουμε πάνω στα γιγαντιαία θηρία της μακρόθτενηθ κοιλάδαθ» είπε ο Πέτρος. «Δεν κθέρω αν θα ήταν το θωθτό να αλλάκθουμε τον αρχικό μαθ δρόμο». «Μπορούμε να περιμένουμε στην άκρη της μακρόστενης κοιλάδας και όταν σιγουρευτούμε πως κανένα από τα γιγαντιαία θηρία δε βρίσκεται κοντά, θα τρέξουμε γρήγορα ως την άλλη άκρη των βράχων. Αλλά για να είμαστε σίγουροι ότι τίποτα δε βρίσκεται στον ορίζοντα θα πρέπει ο Φάενφαρ να ανέβει κάπου ψηλότερα και με τα αετίσια μάτια του να ελέγξει την περίμετρο». «Ναι. Έτθι θα είναι θίγουρα πιο αθφαλέθ» είπε ο Πέτρος. «Πού όμωθ να ανεβεί;». «Προγουμένως ανάμεσα στα βράχια είδα ένα ύψωμα. Αν γυρίσουμε λιγάκι πίσω πιστεύω θα κραταφ… κραταφέρω… μπορέσω να το ανέβω και να δω την περιοχή» είπε ο Γρηγόρης. «Τότε ας βιαστούμε» είπε ο Παντελής και κατευθύνθηκε προς τα πίσω, από εκεί που είχαν έρθει.

8


αντί × λόγου

διήγημα

Κάποια στιγμή λίγο πιο πίσω, στην άκρη του πεζοδρομίου βρισκόταν ένας κάδος απορριμμάτων με το καπάκι του κλειστό. «Να ο λόφος που είδα. Είναι ένα βωρμερό… βρωμερό μερος γεμάτο λάψες… λάσπες, αλλά κάνει για τη δουλειά μας». «Ανέβα τότε πάνω και έλεγξε το τοπίο. Εμείς θα είμαστε εδώ κάτω σε θέσεις επιφυλακής για να σε προστατεύσουμε σε περίπτωση που χρειαστεί». Ο Γρηγόρης άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω στον κάδο και οι άλλοι τρεις στάθηκαν τριγύρω από αυτόν, κοιτώντας σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Όταν, τέλος, ανέβηκε στάθηκε στα γόνατά του και έβαλε την παλάμη του πάνω από τα μάτια για να κάνει σκιά, «Τι βλέπεις;» ρώτησε ο Παντελής. «Δεν βλέπω κάτι τώρα, αλλά ας πρεριμ… περιμένουμε λίγο ακόμα. Ίσως κάτι να παραφυλάει». Και αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, ο Γρηγόρης φώναξε «Γήργορα όλοι πίσω από τον λόφο! Ένα γιγαντιαίο θηρίο πηλσιάζει! Και είναι παργματικά γιγαντιαίο!». Όλοι τότε, με τρομαγμένα πρόσωπα, στηρίζονται από τη μεριά του πεζοδρομίου με την πλάτη τους στον κάδο. Ξαφνικά το έδαφος άρχισε να σείεται και ο μεταλλικός κάδος έκανε ένα δυνατό συνεχόμενο θόρυβο από το τράνταγμα. Τα παιδιά κάθονταν κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο περιμένοντας να περάσει το γιγαντιαίο θηρίο, το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα φορτηγό που περνούσε από το δρόμο και που με το βάρος του έκανε την άσφαλτο να τρέμει. Όταν άρχισε να απομακρύνεται, ο Παντελής φώναξε στους υπόλοιπους «Γρήγορα! Δεν πρέπει να το ρισκάρουμε άλλο και να μείνουμε εδώ. Τρέξτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε μέχρι την άλλη μεριά τον βράχων!». Και με μια απότομη κίνηση, όλοι τους άρχισαν να τρέχουν στην άκρη του δρόμου, δίπλα από το πεζοδρόμιο. Όταν πέρασαν το χαλασμένο του κομμάτι, ανέβηκαν ξανά επάνω και συνέχισαν να τρέχουν μέχρι ένα παγκάκι που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά. Πρώτος έφτασε ο Γρηγόρης και κάθισε βγάζοντας μια ανάσα ανακούφισης. Στη συνέχεια έφτασαν ο Παντελής και ο Πέτρος και τέλος ο Γιάννης, ο οποίος λαχάνιαζε πολύ περισσότερο από τους άλλους. «Ουφ, δεν είναι αυτά μέρη για έναν γέρο μάγο» είπε. «Σίγουρα θα πάω από αυτά τα τρεχαλητά που κάνουμε και όχι από κάποιο σπαθί ή ξόρκι μέσα στο πεδίο της μάχης». «Κάνε κουράγιο Μο και ξεκουράσου. Για τώρα είμαστε ασφαλείς ανάμεσα σε αυτούς τους κορμούς δέντρων» του είπε ο Παντελής που καθόταν δίπλα του. «Ας πάρουμε όλοι μας κάποιες ανάσες που τις χρειαζόμαστε, γιατί μπορεί να διασχίσαμε το μονοπάτι των φόβων χωρίς να πάθουμε τίποτα, αλλά μπροστά μας βρίσκεται η μαύρη πηγή. Η πηγή που μαγεύει όλους τους περαστικούς και τους φυλακίζει στην αγκαλιά της». Ύστερα από πέντε λεπτά, σηκώθηκε ο ίδιος πρώτος από το παγκάκι και λέει στους υπόλοιπους «Ήρθε η ώρα. Ετοιμαστείτε». Σηκώθηκαν όλοι, άρπαξαν τα όπλα τους που τα είχαν αφήσει στο έδαφος και συνέχισαν την πορεία τους προς το άλσος. Ύστερα από δυο τρία λεπτά περπάτημα, ο Παντελής σταμάτησε και σήκωσε ψηλά το χέρι του, κάνοντας νόημα και στους άλλους να σταματήσουν. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών του και τους ξαναέκανε νόημα για να κατευθυνθούν δεξιά, σε μια ανοιχτή αυλή ενός σπιτιού. Ξάπλωσαν μπρούμυτα στο γρασίδι και κοίταξαν ευθεία προς τα κάτω, μιας και ο δρόμος άρχιζε να γίνεται κατηφορικός.

9


διήγημα

αντί × λόγου

«Κοιτάξτε» είπε ο Παντελής. «Εκεί είναι. Εκεί είναι η μαύρη πηγή. Και όπως το περιμέναμε. Έχει φυλακισμένους στην αγκαλιά της κάποιους άτυχους περαστικούς και τυχοδιώκτες που δεν γνώριζαν για αυτήν. Πες μας Φάενφαρ, βλέπεις τίποτα παραπάνω που δεν μπορούμε να διακρίνουμε εμείς;» «Βλέπω έξι άτυχους να βιρσκ… βρίσκονται πολύ κοντά της και μου μοιάζουν πολύ αδύναμοι για να ξεφύγουν. Και βλέπω και άλλους δύο να τους κρατάει στο στόμα της και να είναι έτοιμη να τους καστατά… κατασραρά… κατασραράξει… φάει». Στο τέρμα της κατηφόρας βρισκόταν ένα σιντριβάνι και, μιας και η μέρα ήταν αρκετά ζεστή, είχαν μαζευτεί τριγύρω του αρκετά άτομα για να αναζητήσουν λίγη δροσιά. Δυο γεροντάκια κάθονταν σε ένα από τα παγκάκια που κύκλωναν το σιντριβάνι και μια οικογένεια με τα δυο της παιδιά σε ένα διπλανό. Στο πεζούλι που σχημάτιζε τον πέτρινο κύκλο της λεκάνης του σιντριβανιού καθόταν και χαζολογούσε ένα νεαρό ζευγαράκι. Όλοι τους κάθισαν για λίγο σιωπηλοί. Ύστερα μίλησε πάλι πρώτος ο Παντελής. «Μπορεί η αποστολή μας να είναι να βρούμε και να φυλακίσουμε το τέρας Μπουγκ, αλλά εγώ δεν μπορώ να βλέπω τους συνανθρώπους μας να βρίσκονται ένα βήμα πριν το θάνατο. Η καρδιά μου και η τιμή μου δε με αφήνουν να κάθομαι εδώ χωρίς να κάνω τίποτα. Και το ίδιο πιστεύω πως νιώθετε και εσείς». «Το ίδιο νιώθουμε και εμείθ γενναίε Θόργκοθ. Τα ίδια ακριβώθ πράγματα λένε και η δική μαθ καρδιά και τιμή» είπε ο Πέτρος. «Πεθ μαθ λοιπόν, τι πρέπει να κάνουμε;». «Λέω να δώσουμε ένα καλό μάθημα σε αυτήν την πηγή. Ένα τέτοιο μάθημα, ώστε να μην ξαναπροσπαθήσει να φυλακίσει τους άτυχους περαστικούς. Γι’ αυτό λοιπόν ετοιμάστε τα όπλα σας. Θα κατεβούμε σε μάχη». Και αμέσως μετά άρχισαν να κατεβαίνουν την κατηφόρα κρατώντας ο καθένας το «όπλο» του στον αέρα και φωνάζοντας «Δύναμη!». Όταν τα γεροντάκια άκουσαν τις φωνές γύρισαν προς το μέρος των παιδιών και φανερά ανήσυχος ο ένας λέει στο διπλανό του «Πάλι αυτά τα παιδιά, κουνήσου να φύγουμε πριν μας κάνουν μούσκεμα». Και σηκώθηκαν για να απομακρυνθούν από την περίμετρο του σιντριβανιού. Οι υπόλοιποι όμως έμειναν να κοιτάζουν ένα τσούρμο παιδιά που φώναζαν «Δύναμη» και που πλησίαζαν προς το μέρος τους κρατώντας κλαδιά και σκουπόξυλα. Παγωμένοι καθώς ήταν από την έκπληξη δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν πριν εκείνα πλησιάσουν το σιντριβάνι. Και φτάνοντας, άρχισαν να χτυπούν με τα αντικείμενα που κρατούσαν το νερό, φωνάζοντας κραυγές σαν «Φάε αυτήν μαύρη πηγή» και «Άσε ελεύθερους τους άτυχους περαστικούς αν θέλεις να ζήσεις». Όπως ήταν αναμενόμενο, το νερό που εκτόξευαν τα χτυπήματα πεταγόταν παντού τριγύρω και κατάβρεξε και το ζευγαράκι που στεκόταν πάνω στο σιντριβάνι, αλλά και την οικογένεια που βρισκόταν λίγα μετρα μακριά. Εκείνοι, για να προφυλαχτούν από το νερό, σηκώθηκαν γρήγορα από εκεί που κάθονταν και έτρεξαν μακριά, όπως είχαν κάνει πριν από λίγο τα δυο γεροντάκια, για να μη βραχούν χειρότερα. Με το που τα παιδιά είδαν τους ανθρώπους γύρω να φεύγουν άρχισαν να φωνάζουν «Ζήτω! Τους ελευθερώσαμε όλους! Ζήτω! Η μαύρη πηγή υποχώρησε και αναγνώρισε την ανωτερότητά μας». Και κατέβηκαν από το πεζούλι για να σταθούν σε έναν κύκλο με κάτι τεράστια χαμόγελα καρφωμένα στο πρόσωπό τους.

10


αντί × λόγου

διήγημα

«Μπράβο μαχητές» είπε ο Παντελής «καταφέραμε να περάσουμε το δίκαιο και να καταπλακώσουμε το κακό. Τα σημάδια της μάχης βρίσκονται ακόμα πάνω μας» και δείχνει τα νερά που είχαν καταβρέξει παντού και τους ίδιους «και αυτά είναι η απόδειξη της γενναιότητάς μας. Ένα ζήτω για τη νίκη μας». «Ζήτω!» φώναξαν όλοι μαζί. «Και τώρα πάμε όλοι μέσα στο δάσος της σκιάς για να αιχμαλωτίσουμε το τέρας Μπουγκ. Πάμε να δείξουμε σε αυτή τη μύξα πως δεν μπορεί να κυκλοφορεί έτσι ελεύθερη και πως πρέπει να πληρώσει για τα εγκλήματα της». Και μπήκαν μέσα στο άλσος οπλισμένοι με χαρά και φαντασία για να βρούνε το σκυλί του κυρ-Νίκου του μανάβη. Είχαν απλωθεί και οι τέσσερεις ανάμεσα στα δέντρα περιμένοντας να ανακαλύψουν ένα στοιχείο που θα τους οδηγούσε στον Μπόμπι. Προχωρούσαν με πολλή προσοχή και δεν τους ανησυχούσαν καθόλου τα βρεγμένα ρούχα τους. «Οποιαδήποτε κίνηση και να δείτε να την αναφέρετε» είπε ψιθυριστά ο Παντελής, αλλά τόσο ώστε να τον ακούσουν οι υπόλοιποι. Στο πέρασμά τους κάποια σπουργίτια φτερούγισαν μακριά. «Ο τόποθ εδώ είναι γεμάτοθ νυχτερίδεθ βρυκόλακεθ» είπε ο Πέτρος καθώς τα παρατήρησε να πετούν μακριά. «Φύγετε μακριά μας δαίμονεθ» είπε φωναχτά και έτεινε τον πλάστη που κρατούσε προς το μέρος τους. Εκείνη τη στιγμή, πάνω στην προσπάθειά του να διώξει τα σπουργίτια, δεν πρόσεξε πως μερικά δέντρα πιο πέρα βρισκόταν ο Μπόμπι, και πως με του που ο σκύλος άκουσε τις φωνές του όρμησε κατά πάνω του για να παίξει -μιας και γνώριζε τα παιδιά από τις προηγούμενες περιπέτειές τους. Ο Πέτρος δεν πρόλαβε να αντιδράσει καθόλου. Ούτε καν είδε τον Μπόμπι να τρέχει προς αυτόν. Και ο σκύλος με τη φόρα που είχε δε δυσκολεύτηκε να ρίξει κάτω το μικροκαμωμένο Πέτρο, και έτσι βρήκε την ευκαιρία για να αρχίσει να τον γλείφει στο πρόσωπο. «Βοήθεια!» άρχισε να φωνάζει ο Πέτρος «Θώθτε με!». Αμέσως οι άλλοι έτρεξαν κατά πάνω του και έδιωξαν λίγα μέτρα μακριά το σκύλο ο οποίος συνέχιζε να χοροπηδάει όλο χαρά. Μπροστά από τον πεσμένο Πέτρο στάθηκε ο Παντελής και ο Γρηγόρης, ενώ από πάνω του έσκυψε ο Γιάννης. «Σε πλήγωσε πολύ σοβαρά» του είπε «και εκτός αυτού έφτυσε πάνω σου το φαρμακερό του δηλητήριο». Ο Πέτρος έβηξε επιτηδευμένα και στη συνέχεια με προσποιητή δυσκολία είπε «Κάνε κάτι Μο, κάνε κάτι για να με κάνειθ καλά και να μπορέθω να θηκωθώ και να πάρω την εκδίκηθή μου». «Μην κουνιέσαι» του λέει «Εδώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Πρέπει να σε μεταφέρουμε μακριά». Τότε, από την άκρη του άλσους ακούγεται μια φωνή. «Παντελή! Είστε εδώ;» Ήταν η μαμά του Παντελή, που έψαχνε την παρέα των παιδιών. Ο Παντελής κοιτάζει απογοητευμένος το έδαφος, στεναχωρημένος που του έκοψαν το παιχνίδι και φωνάζει ένα μακρόσυρτο «Εδωωωωώ». «Ελάτε σπίτι καλέ. Τι κάνετε εδώ μέσα στα δέντρα πάλι; Ο μπαμπάς σου αγόρασε παγωτά για όλους και νοίκιασε και τον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» για να δείτε». «Τον άρχοντα;;;» είπαν όλοι μαζί με μια φωνή και έτρεξαν προς το μέρος της μαμάς του Παντελή αφήνοντας τον Μπόμπι πίσω τους να παίζει με ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι. -- Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

11


αντί × λόγου

φωτογραφία

η χαλάρωση του φωτογράφου… (εναλλακτικό εξώφυλλο) του Ευάγγελου Ευθυμίου

12


αντί × λόγου

φωτογραφία

Τσέχικα ονόματα που δεν ξέρω να διαβάσω, κάδρο φωτογραφίας που δεν μπορώ να πετύχω.

της Εύης Μαρκάτη

13


αντί × λόγου

διήγημα

Η νύχτα της 13ης Απριλίου Η νύχτα της 13ης Απριλίου μας ισοπέδωσε σαν θανατηφόρα αλήθεια. Μας τσάκισε και πληγωμένους μας γκρέμισε στην άβυσσο του σήμερα. Όπως κάθε βράδυ, έτσι κι εκείνο το βράδυ περπατούσαμε κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, έχοντας πλεγμένα σφιχτά τα δάχτυλά μας. Έτσι που δεν ξεχώριζαν ποια είναι ποιου. Εγώ βάδιζα, σχεδόν πάντα, με κάπως σκυμμένο το κεφάλι, ενώ εκείνη αγέρωχα ατένιζε το δρόμο μπροστά μας. Ποτέ δεν είχα προσέξει, μέχρι σήμερα, πως το βάδισμά μου είχε έναν αρκετά περίεργο εναρμονισμό με το χώρο. Κάθε βήμα μου φρόντιζα ασυναίσθητα να πατά στο κέντρο των τετραγώνων του πεζοδρομίου. Ποτέ δεν πατούσα τις ανάγλυφες γραμμές που τα σχημάτιζαν, λες και ποιος ξέρει τι θα γινόταν. Παρατήρησα τα δικά της βήματα. Πατούσε τις γραμμές. Η πόλη, πριν το σημερινό χαλάζι, είχε να δει χαλάζι γύρω στα 9 χρόνια. Φυσικό επακόλουθο οι λασπωμένοι δρόμοι και η άνοδος της θερμοκρασίας. Η νύχτα ζεστή και βρώμικη παλλόταν κάτω από τις ήσυχες ζωές μας. Κι εμείς τη σεργιανίζαμε… Χανόμασταν στο σκοτάδι σαν δυο σκιές έξω από τους κανόνες του κόσμου. Σκιές υπάκουες στο φως και το σκοτάδι. Πήραμε την παραλιακή λεωφόρο και κατεβήκαμε προς την αμμουδιά. Κόντευε δύο μετά τα μεσάνυχτα. Η απόλυτη γαλήνη βασίλευε στην έρημη παραλία. Βγάλαμε παπούτσια και ρούχα και ξαπλώσαμε γυμνοί ο ένας δίπλα στον άλλο. Αν και Απρίλης, η άμμος ήταν λιγάκι κρύα. Το γυμνό σώμα της Αγγελικής με ζέσταινε και με συνέπαιρνε ταυτόχρονα. Έγειρε το κεφάλι της και τα στήθη της στο στήθος μου και ψιθύρισε. «Μ’ αγαπάς;» «Αφού το ξέρεις βρε μωρό μου, γιατί ρωτάς», είπα εγώ. «Μ’ αρέσει να τ’ ακούω». «Σ’ αγαπώ πολύ». «Και θα έκανες τα πάντα για μένα;» ρώτησε παιχνιδιάρικα θέλοντας απεγνωσμένα να με κάνει να πω αυτό που ήθελε να ακούσει. «Τα πάντα», αποκρίθηκα συγκαταβατικά στο παιχνίδι της θέλοντας να δω την κατάληξη που θα είχε.

14


αντί × λόγου

διήγημα

«Εντάξει λοιπόν», μου είπε. «Ήρθε η ώρα να μου αποδείξεις πόσο μ’ αγαπάς». Σηκώθηκε και τρέχοντας βούτηξε στη θάλασσα. Μετά τη βουτιά της αναδύθηκε και άρχισε να μου φωνάζει. «Αν μ’ αγαπάς έλα μέσα». Μου την είχε σκάσει άσχημα. Εγώ δε συμπαθώ τη θάλασσα τον Αύγουστο και θα κολυμπήσω Απρίλη μηνα, μες στα κρύα; σκέφτηκα. Η Αγγελική συνέχισε να μου γνέφει να μπω φωνάζοντας : «Κύριε Τοπάλη, πρέπει να τηρήσετε την υπόσχεση που μου δώσατε. Ένας άντρας ποτέ δεν πατά το λόγο του». Και έπειτα άρχισε να τραγουδά ρυθμικά αυτοσχεδιάζοντας.

Είσαι ένα μικρό ψαράκι. Έλα μέσα στο νεράκι. Άκου αυτό το τραγουδάκι κι έλα μέσα στο νεράκι. Ήταν πάντα τόσο αυθόρμητη, τόσο γεμάτη ζωή. Σαν δεκαεξάχρονο κοριτσάκι. Με μακριά, ξανθά, φουντωτά μαλλιά κι ένα χαμόγελο ολόλευκο. Μερικές φορές δεν μπορούσε να βάλει γλώσσα μέσα. Μιλούσε ασταμάτητα και σου έφτιαχνε το κέφι όσο θλιμμένος και μόνος αν ένιωθες. «Μωρό μου, το ξέρεις πως σιχαίνομαι τη θαλασσα», απάντησα μετά τις μικρές μου σκέψεις. «Μα μου το είχες υποσχεθεί πως το πρώτο μπάνιο φέτος θα το κάναμε μαζί». «Πότε το υποσχέθηκα αυτό;», ρώτησα δήθεν προβληματισμένος. «Πριν δυο βδομάδες ρε μωρό μου, στα γενέθλια του Νίκου», απάντησε η Αγγελική με ευφράδεια και φωνή που ξεχείλιζε από νάζι. «Ναι, αλλά ο Νίκος γιορτάζει 1η Απριλίου». «Ε και;», αποκρίθηκε τελείως απορημένη και μισοβυθισμένη. «Είπα ψέματα, αφού ήταν πρωταπριλιά», της φώναξα και έτρεξα, χωρίς να το πολυσκέφτομαι, προς τη θάλασσα. Μόλις μπήκα στο νερό ένιωσα ένα κρύο και άγριο ράπισμα σε όλο μου το κορμί. Με ένα περίεργο τρόπο κολύμπησα και βρέθηκα κοντά στην Αγγελική. Άνοιξε τα χέρια της φτιάχνοντας μια αγκαλιά, όμως όταν βρέθηκα μέσα της με γράπωσε και με βύθισε

15


διήγημα

στον πάτο. Ανταπέδωσα πιάνοντάς της τα πόδια και πετάγοντάς την στον αέρα. Έσκασε στη επιφάνεια του νερού, καθώς εγώ έβγαινα στην επιφάνεια. Έτριψα τα μάτια μου που έτσουζαν από το αλάτι και τίναξα πίσω τα μαλλιά μου. Κοίταξα προς την Αγγελική. Το ανασάλεμα της επιφάνειας είχε κοπάσει μετά τη βουτιά της, όμως αυτή δεν είχε ακόμη φανεί. Η σκοτεινή θάλασσα άρχισε ξαφνικά να με τρομάζει. Πανικοβλήθηκα. Περπατούσα αργά, λόγω της αντίστασης του νερού, κοιτώντας προσεκτικά γύρω. Κατάφερα να πλέξω δυο κουβέντες στα χείλη μου : «Αγγελική;» … «Αγγελική, δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Αρκετά με τρομοκράτησες». Η ησυχία ήταν απόλυτη. Ήθελα να ουρλιάξω, να πιω όλη τη θάλασσα και να χαθεί για πάντα. Κάτι ήξερα κι από μικρός τη μισούσα. Κι εκεί γυμνός στη μέση του πουθενά, στη μέση μιας άγριας και σκοτεινής θάλασσας, στη μέση μιας αδυσώπητης και σκοτεινής νύχτας, για πρώτη φορά ένιωσα να μην υπάρχω. Κάτι γλοιώδες, αλλά συνάμα απαλό τυλίχθηκε γύρω από το πόδι μου. Ένιωθα ένα διεγερτικό γαργαλητό να ταλανίζεται στη βουβωνική μου χώρα. Το κορμί μου άρχισε να μουδιάζει. Κοίταξα τα δάχτυλά μου που είχαν μελανιάσει από το κρύο κι άγγιξα τα χείλη μου που είχαν πρηστεί. Το γαργαλητό άρχισε να γίνεται δυνατότερο. Το απολάμβανα. Δύο χέρια αρπάχτηκαν από τους βρεγμένους μου ώμους και δυο πόδια αναρριχήθηκαν γύρω από τα δικά μου καρφώνοντας στο τέλος τις φτέρνες τους στη μέση μου. Τα μάτια της Αγγελικής με κοιτούσαν λάγνα και αθώα. Κόλλησε το στόμα της στο λαιμό μου φιλώντας απαλά το δέρμα μου. Αγκάλιασα τους γοφούς της και μπήκα μέσα της. Το σώμα της ταλαντευόταν στο ύψος της θάλασσας. Τα στήθη μας σαν ένα σώμα αντάλλασσαν αισθήσεις και ερωτικά χρώματα. Ο παλμός του κύματος και ο ήχος του νερού έμοιαζαν να είναι ο παλμός του έρωτά μας και ο ήχος της ηδονής μας. Παραδομένοι τελείως στη μεθυστική αυτή πλάνη, τελειώσαμε καγχάζοντας ιδρωμένοι. Βγήκαμε στην αμμουδιά και πέσαμε ξεροί στην άμμο, που μετά το κρύο ράπισμα της θάλασσας έμοιαζε αρκετά ζεστή. Ήμασταν ευτυχισμένοι. Αγαπιό-

16

αντί × λόγου


αντί × λόγου

διήγημα

μασταν κι ήταν αρκετό. Άραγε ήταν; Η ανασφάλεια με έπνιγε. «Αγγελική;» «Πες μου». «Θα σου κάνω μια σοβαρή ερώτηση, θέλω όμως να μου απαντήσεις ειλικρινά. Το υπόσχεσαι;» «Τι είναι αγάπη μου, με τρομάζεις». «Το υπόσχεσαι;» συνέχισα επιτακτικά εγώ. «Το υπόσχομαι και θα τηρήσω την υπόσχεσή μου, όπως κι εσύ βούτηξες μαζί μου. Λοιπόν, τι θες να με ρωτήσεις;» «Να, δηλαδή… μπορεί να σου φανεί χαζό αλλά μη γελάσεις. Θέλω να σε ρωτήσω, ειλικρινά, αγαπάς τον Πέτρο ή τον κ. Τοπάλη;» «Τι εννοείς μωρό μου, δε σε καταλαβαίνω…» «Αγαπάς έμενα ή τα λεφτά του πατέρα μου;» είπα με μια ανάσα και γεμάτος ενοχές. Η Αγγελική έδειξε ξαφνικά πολύ σοκαρισμένη. Και πώς να μην ήταν άλλωστε. Έσπευσα να διορθώσω την γκάφα μου, αλλά εκείνη με διέκοψε απότομα με αρκετή διάθεση να απαντήσει. «Ομολογώ πως με ξαφνιάζει κάπως η ερώτησή σου, αλλά μιας και υποσχέθηκα να απαντήσω με ειλικρίνεια θα το κάνω. Είναι αλήθεια πως όταν σε πρωτογνώρισα με συνάρπασε το πόσο εύκολα ξόδευες. Τα ακριβά σου δώρα, οι πολύκροτες έξοδοί σου και η πολυτέλεια στη ζωή σου, ήταν σίγουρα κάτι που μου κέντρισε το ενδιαφέρον και με έσπρωξε να ασχοληθώ μαζί σου». Κόντευα να πέσω από τα σύννεφα. Ούτε λίγο ούτε πολύ παραδεχόταν πως ήρθε κοντά μου για τα λεφτά. Είχε το θράσος να μου το λέει κατάμουτρα. Ένιωθα τις φλέβες μου να βράζουν και τα μηλίγγια μου να χτυπάνε σαν τρελά. Εκείνη συνέχιζε. «Έπειτα όταν γνωριστήκαμε και «δεσμευτήκαμε», δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου με τα δώρα που μου έκανες, τα ταξίδια που με πήγες. Δεν αρνούμαι πως ο πλούτος που μου πρόσφερες απλόχερα, άρχισε να μ’ αρέσει και κάποιες φορές να μου γίνεται απαραίτητος». Ήθελα να την πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Το είχε παρατραβήξει το σκοινί, δεν ανέπνεα. «Όμως, ποτέ μέσα στα τρία και κάτι χρόνια που είμαστε μαζί δεν ένιωσα πιο όμορφα από όσο ένιωσα σήμερα. Σήμερα, που κάναμε μια καθημερινή

…συνέχεια στην σελίδα 20

17


πρόσωπα

αντί × λόγου

Γράφει η Ελένη Μπάρκα

-Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις; χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς μακριὰ ἀπ' τὸν τόπο τὸ δικό σου.

Είναι αλήθεια ότι ως Έλληνες έχουμε την «πολυτέλεια» να υπερηφανευόμαστε για τη λογοτεχνική μας παράδοση. Παρασυρμένη από αυτή την περηφάνια πέρασα αρκετό καιρό προσπαθώντας να αποφασίσω για ποιον από τους μεγάλους μας λογοτέχνες να μιλήσω στο παρθενικό μου άρθρο σ’ αυτό το -Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο· περιοδικό. Ώσπου η λύση ήρθε μέσα από τα θέματα του πολύ τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση πρόσφατου Διαγωνισμού του ΑΣΕΠ φιλολόγων. κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια Με μεγάλη μου χαρά είδα ότι επιλέχτηκε για την ενότητα της διδακτικής ένα από τα ωραιότερα γραπτά κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ μνημεία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας γραμμένο από έναν ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι από τους κορυφαίους παγκοσμίως ποιητές. Αναφέρομαι στον κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους «Γυρισμό του ξενιτεμένου» του Γιώργου Σεφέρη. κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς Ο μικρασιατικής καταγωγής Γιώργος Σεφεριάδης, όπως ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος. είναι το πραγματικό του όνομα, αποτυπώνει στο ποίημα αυτό με μοναδικό τρόπο και απαράμιλλη γλαφυρότητα την εικόνα -Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου της Ελλάδας του 1938, μιας Ελλάδας δοκιμασμένης, μιας σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις· Ελλάδας ταλαιπωρημένης από τις συνεχείς πολιτικές ανατροπές, μιας Ελλάδας στο κατώφλι του Β’ Παγκοσμίου θ' ἀνηφορίσουμε μαζὶ Πολέμου. στὰ γνώριμά σου μονοπάτια Ο ξενιτεμένος γυρίζει στην πατρίδα του διαπιστώνοντας θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ ότι το ψηλό του σπίτι έχει μετατραπεί σε στάνη, ο κήπος του κάτω ἀπ' τὸ θόλο τῶν πλατάνων έχει μαραθεί, το πράσινο, που υπήρχε σε αφθονία γύρω του, σιγά-σιγὰ θὰ 'ρθοῦν κοντά σου τώρα πια δεν υπάρχει. Εικόνα ερήμωσης και μαρασμού τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου. επικρατεί γύρω του και τον πνίγει. Όχι! Δεν είναι αυτή η ανάμνηση που είχε από την παλιά του γειτονιά…Δεν είναι -Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι αυτό το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, το περιβάλλον το οποίο νοσταλγούσε όσο έλειπε στην ξενιτιά…Όχι! Αυτός μὲ τ' ἀψηλὰ τὰ παραθύρια θυμόταν ανθρώπους περήφανους, ανθρώπους αγέρωχους και σκοτεινιασμένα ἀπ' τὸν κισσὸ όχι ανθρωπάκια σκυμμένα που προσεύχονται συνέχεια για γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα κάτι καλύτερο… ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός. Οι συνεχείς διαβεβαιώσεις του Ποιητή, η αισιοδοξία που Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ' αὐτὴ τὴ στάνη; προσπαθεί να του μεταδώσει και η σιγουριά του ότι σιγά-σιγά θα προσαρμοστεί ξανά στα ελληνικά δεδομένα δε φαίνεται να οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω καταλαγιάζουν το αίσθημα ανασφάλειας, θλίψης και βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους απογοήτευσης που κατακλύζει τον Ξενιτεμένο. Αυτό το χαμόσπιτο, λοιπόν, με τον κατεστραμμένο κήπο, λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους. με τους ανθρώπους που προσεύχονται ανήμποροι, δεν είναι τίποτα άλλο από την Ελλάδα και τους πολίτες της. Ο Ξενιτεμένος δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός ότι επέστρεψε σε μια Ελλάδα που δε θυμίζει σε τίποτα τη χώρα την οποία είχε αφήσει πίσω του. Βρίσκει ένα έθνος αφημένο στη δικτατορία Μεταξά, ένα λαό εξαθλιωμένο οικονομικά και ψυχικά, ένα κράτος – φάντασμα.

18


αντί × λόγου

-Παλιέ μου φίλε δὲ μ' ἀκοῦς; σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν. -Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου; σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι νὰ καταλάβω τί μου λὲς ὅσο μιλᾶς τ' ἀνάστημά σου ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα. -Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις ἡ νοσταλγία σοῦ ἔχει πλάσει μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους ἔξω ἀπ' τὴ γῆς κι ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους. -Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος παράξενο πῶς χαμηλώνουν ὅλα τριγύρω κάθε τόσο ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα. Ἀθήνα, ἄνοιξη '38

πρόσωπα

Πρόκειται για μια αλήθεια, στην οποία αδυνατεί να προσαρμοστεί, για μια πραγματικότητα που είναι πολύ «έξω» από αυτό που βίωσε στο εξωτερικό τα χρόνια του ξενιτεμού του. Ανακαλύπτει ότι το «νόστιμον ήμαρ» δεν είναι παρά μια ουτοπία, μια νοσταλγία που διαψεύστηκε μερικά μόλις λεπτά μετά την άφιξή του στην πολυαγαπημένη του πατρίδα. Ποιος είναι όμως ο Ξενιτεμένος; Δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Ποιητή. Δεν πρόκειται για έναν διάλογο ανάμεσα στον Ποιητή και στον φίλο του που επέστρεψε από την ξενιτιά, αλλά για τον ίδιο το Σεφέρη, ο οποίος προβαίνει σε ένα διάλογο ψυχής με τον εαυτό του. Ας μη ξεχνάμε πως ο ποιητής διετέλεσε πολλά χρόνια διπλωμάτης. Ως εκ τούτου, ταξίδευε συνεχώς και ζούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός Ελλάδας και σίγουρα ακόμα πιο εκτός από τη σκληρή Ελληνική πραγματικότητα. Αυτή λοιπόν η επιστροφή, εκείνη τη δεδομένη ιστορική περίοδο, η απότομη προσγείωση στην ελληνική αλήθεια, στην ελληνική πραγματικότητα έδωσε στο Σεφέρη την αφορμή να συνθέσει το συγκεκριμένο έργο. Είχε συνηθίσει να ζει διαφορετικά, να ζει «εύκολα», χωρίς να χρειάζεται να προσεύχεται καθημερινά για το καλύτερο που δε λέει να’ρθει, για την ελπίδα που φαίνεται να ξέχασε την πάλαι ποτέ ένδοξη Ελλάδα, για την αλλαγή εκείνη που θα ξανακάνει τη στάνη σπίτι με ψηλά παράθυρα, που θα κάνει τα γύρω δέντρα να ξαναφυτρώσουν και να προστατεύσουν ξανά με τον ίσκιο τους το «σπιτικό» μας. Προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι όλα θα φτιάξουν, ότι θα μάθει να ζει και μ’ αυτόν τον τρόπο. Ψάχνει απεγνωσμένα μια αχτίδα φωτός, ένα μονοπάτι οπτιμισμού. Ζητάει από τον εαυτό του μια σανίδα σωτηρίας. Και ο άλλος του εαυτός, αυτός που προσπαθεί να τον βοηθήσει να προσαρμοστεί, κάνει φιλότιμες προσπάθειες να τα παρουσιάσει όλα πιο ρόδινα. Στο τέλος όμως εγκαταλείπει, η στάση του σώματος, που όλο και χαμηλώνει προς το έδαφος, τον προδίδει. Προδίδει την ανάγκη του για παραίτηση. Το ίδιο του το σώμα τώρα φαίνεται να «μιμείται» την πορεία της πατρίδας του, που όλο σκύβει και χαμηλώνει. Μιας πατρίδας που έχει χαμηλώσει τόσο πολύ που δε μας χωράει όρθιους, μόνο σκυφτούς, γονατιστούς να προσευχόμαστε. Μέσα, λοιπόν, από αυτόν τον εξαιρετικό συμβολισμό, με τη χρήση απλής γλώσσας και λιτών σχημάτων περνάει το μήνυμά του. Εκφράζεται τόσο καίρια που μάταια θα προσπαθήσει κανείς να βρει άλλες φράσεις να αποδώσουν καλύτερα αυτό που προσπαθεί να πει. Κλείνοντας, παραθέτω κάτι ακόμα, γραμμένο από τον ίδιο το Σεφέρη, το οποίο συνοψίζει σε λίγες μόνο γραμμές το μεγαλείο της σεφερικής ποίησης και αποδεικνύει πόσο συνεπής ήταν πάντα στο μήνυμα που στόχευε να μεταδώσει μέσα από τα έργα του.

19


διήγημα

βόλτα στην παραλία. Σήμερα, που ξεπέρασες τον εαυτό σου για να μου δείξεις την αγάπη σου. Σήμερα, που μου έκανες έρωτα χωρίς κανόνες και όρια. Ούτε και το πιο ακριβό κόσμημα δε φτάνει σε λάμψη, ούτε και το πιο εξωτικό μέρος δε φτάνει σε ομορφιά, ούτε και η πιο ακριβοπληρωμένη στιγμή δε φτάνει σε μοναδικότητα το σήμερα που έζησα δίπλα σου». Με κομμάτιασε. Αυτά τα λόγια της ήταν αρκετά για την αγαπάω για το υπόλοιπο και της επόμενής μου ζωής. Πήγε τέσσερις το πρωί. Φορέσαμε τα ρούχα μας και ανεβήκαμε πάλι στην παραλιακή. Η Αγγελική έτρεχε μπροστά και μου φώναζε. «Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ πολύ». Την ίδια στιγμή ένα μαύρο αυτοκίνητο εμφανίστηκε με μεγάλη ταχύτητα στην παραλιακή οδό. Η Αγγελική έχοντας πλάτη στο δρόμο, παραπάτησε στο πεζοδρόμιο κι ο οδηγός του μαύρου οχήματος έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στα μπούτια της γκόμενας δίπλα του και το μυαλό του πνιγμένο στο αλκοόλ, καρφώθηκε πάνω της. Η Αγγελική πετάχτηκε πέντε μέτρα από το αμάξι, που είχε φρενάρει μπροστά μου. Έτρεξα από πάνω της. Αιμόφυρτη στην άσφαλτο ψυχορραγούσε, ενώ ο τύπος με την μαύρη κούρσα προσπαθούσε να στηριχτεί όρθιος βγαίνοντας από το αμάξι. Την άρπαξα στα χέρια μου και ρίχνοντας μια βίαιη σπρωξιά στον καριόλη τον οδηγό, μπήκα στο αμάξι του και ξεκίνησα για νοσοκομείο. Αυτή τη φορά πραγματικός πανικός με είχε καταβάλει. Η κατάσταση ήταν σοβαρή. Δεν ήταν ένα παιχνίδι της Αγγελικής, ήταν ένα παιχνίδι της μοίρας. Ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου. Για καλή μου τύχη πέτυχα με τη μία το εφημερεύον νοσοκομείο. Μπαίνοντας στην είσοδο άρχισα να φωνάζω πως κουβαλάω έναν τραυματία σε σοβαρή κατάσταση. Δύο νεαροί τραυματιοφορείς με ένα φορείο με βρήκαν στην είσοδο του κεντρικού κτιρίου. Την πήραν. Μάλλον για το χειρουργείο. Δεν είπαν. Πήρα από το κινητό μου τον πατέρα μου τηλέφωνο. Του εξήγησα τι συνέβη. Ταράχτηκε και προς στιγμήν τα έχασε. Τον έβαλα να μου υποσχεθεί πως θα βάλει λυτούς και δεμένους να σώσουν την Αγγελική. Ορκίστηκε. Ώρα πέντε το πρωί. Το άδειο νοσοκομείο γέμι-

20

αντί × λόγου


αντί × λόγου

διήγημα

σε από γιατρούς και νοσοκόμες μετά τα τηλέφωνα του πατέρα μου. Κι ακόμη τηλεφωνεί εδώ δίπλα μου από το κινητό του. Η μάνα μου συντετριμμένη στέκει πλάι στους γονείς της Αγγελικής που σπαράζουν. Εγώ δεν τολμώ να σκεφτώ. Θα τρελαθώ. Γιατροί φέρνουν βόλτα πάνω κάτω τους διαδρόμους. Η πόρτα του χειρουργείου ανοιγοκλείνει σχεδόν ασταμάτητα. Τι γίνεται; ρωτάμε τους γιατρούς που περνάνε. Δεν απαντά κανείς. Ο πατέρας μου πιάνει έναν από το γιακά και τον στριμώχνει. «Λυπάμαι κύριοι, η κοπέλα δεν τα κατάφερε». Ξαφνικά η αίθουσα αναμονής έγινε ένα τεράστιο, λευκό κι απρόσωπο δωμάτιο που εκτεινόταν ως τους τέσσερις ορίζοντες. Όλοι γύρω ήταν τόσο μακριά. Το μόνο που έβλεπα ήταν οι κάτασπροι τοίχοι του νοσοκομείου. Ούτε κι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου δεν μπορεί να γλιτώσει από το θάνατο. § Μετά από ένα μήνα σε κώμα ξύπνησα στο δωμάτιο μιας κλινικής στην Αγγλία. Δεν ξαναμίλησα για την Αγγελική, μα ακόμη και τώρα τη θυμάμαι.

Γιαννόπουλος Αντώνιος

21


ταινία

αντί × λόγου

«THOSE HAUNTING EYES» Σκεφτείτε πόσες μέρες έχει ένας χρόνος. Πόσες μέρες έχουν έξι χρόνια μαζί. Σκεφτείται μία φωτογραφία την ημέρα για έξι σχεδόν χρόνια. 11 Ιανουαρίου 2000 μέχρι 31 Ιουλίου 2006. Έχουμε 2356 μερες. 2356 φωτογραφίες. Στο Υoutube υπάρχει μια ταινία που έχει παίξει 11.753.342 φορές μέχρι αυτήν ακριβώς τη στιγμή και λέγεται «Everyday». Είναι μια ταινία μικρού μηκους, διαρκεί 5 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα και είναι από τα πιο περίεργα πράγματα που έχω ποτέ μου δει. Με μια υπέροχη πιανιστική υπόκρουση από την Carly Comando, τρέχουν οι 2356 φωτογραφίες, 6 ανά δευτερόλεπτο, του αμερικανού φωτογράφου Noah Kalina – φωτογραφίες του εαυτού του, τις οποίες τράβαγε ο ίδιος καθημερινά και ανελλιπώς για 6 χρόνια. Η εικόνα τρέχει πάρα πολύ γρήγορα, η μουσική είναι καταιγιστική και μόνο ένα μένει απαράλλαχτο. Ο ίδιος. Μέσα σε αυτό το διάστημα έχει φυσικά αλλάξει μαλλιά, ρούχα, backgrounds, αλλά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς η έκφραση και το βλέμμα του είναι ολόιδια κάθε στιγμή, σε βαθμό που να νομίζει κανείς ότι με κάποιο κόλπο της τεχνολογίας συμβαίνει όλο αυτό, ότι στην πραγματικότητα η φωτογραφία του προσώπου υπήρξε μία και μοναδική. Στο κέντρο του κάδρου, με την ίδια ματιά κοιτά απευθείας το φακό και ο πίσω χώρος αλλάζει μανιασμένα, σχεδόν μοιάζει να κινείται κυκλικά, σε ένα κύκλο όπου το κέντρο είναι ο νεαρός άντρας. Ανέγγιχτος από τα σημάδια του χρόνου και με την ίδια πάντα εμμονή. Να σε κοιτά κατάματα.

έργο του φωτογράφου Noah Kalina

22

Φοβάμαι πως είναι πιθανό να πέσει κανείς στην παγίδα της βαρεμάρας. Ή να θυμώσει νιώθοντας ότι βλέπει κάτι εξωφρενικά αλλόκοτο. Αξίζει όμως να μείνει μέχρι το τέλος. Ζαλισμένη κι εγώ από την ιλλιγγιώδη εναλλαγή, εντελώς συνεπαρμένη από τη μελαγχολία της πράξης αυτής, κάποιες στιγμές τον είδα (ή είχα την ανάγκη να τον δω) να μειδιά ανεπαίσθητα, ή να συνοφρυώνεται ελαφρώς. Δεν άλλαζε όμως κάτι. Τα μάτια του ήταν αυτά που με υπνώτισαν, και με τρόμαξαν, και περνώντας τα λεπτά με άφηναν ανήμπορη να αντιδράσω σαν να τον είχα μπροστά μου. Ήταν πολύ σκληρό όλο αυτό. Κι όταν είδα και την τελευταία φωτογραφία, έμεινα να κοιτώ την οθόνη μη μπορώντας να σκεφτώ κάτι καν. Τα λόγια κάποιου που σχολίασε το βίντεο άρθρωσαν προς στιγμήν και τη δική μου σκέψη : «Those eyes, those haunting eyes»


αντί × λόγου

ταινία

Τώρα δεν μπορώ να βρω, μα ούτε και θέλω, το λόγο αυτής της δημιουργίας. Ούτε και θα αναλύσω εδώ μια άποψη για το αν αυτό είναι τέχνη ή όχι, με αφορμή τις μεγάλες συζητήσεις που προέκυψαν μετά τη δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου έργου, αλλά και άλλων δημιουργιών της νέας γενιάς. Θα πω μόνο πως με έκανε να μείνω άναυδη η αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο εκείνο και σε όσα συνέβαιναν πίσω από αυτόν. Το θάρρος του να συρράψει τις τοσες εικόνες του σε ένα μοντάζ, επομένως να δει τοσες πολλές φορές το είδωλό του. Η έκφραση, η μη – έκφρασή του. Και ο αμείλικτος χρόνος που, αν υπάρχει, σε έναν απολογισμό μοιάζει με μια ανάσα, με ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών... Άραγε, όσο περνά ο χρόνος, μας αλλάζει ή όχι; Αλλάζουμε οι ανθρωποι; Ή μήπως όσοι δεν αλλάζουν έχουν κάποιο πρόβλημα; Αλλάζω; Ζω; Αυτό που είδα μου άρεσε και με μαγνήτισε. Μπήκα στον πειρασμό να το διακόψω, μα έμεινα. Άραγε γιατί πρέπει πάντα να καλοπιάνουμε τους εαυτούς μας με πράγματα που μας αρέσουν, μας βολεύουν ή δε μας φέρνουν σε συναισθηματική αμηχανία; Δεν έχω καμιά απάντηση. Έχω όμως ερωτήσεις μετά από το «Εveryday»... Αυτό πιστεύω είναι καλό. Εύη Μαρκάτη

www.youtube.com/watch?v=6B26asyGKDo www.noahkalina.com

23


διήγημα

αντί × λόγου

''Ξέρω ότι δεν υπάρχει επιλογή... Ακολουθώ'' Ο Ουΐλιαμ Ντερβ έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος τη θυελλώδη νύχτα μέσα από το σπασμένο παράθυρο του ψηλότερου κτιρίου του Λονδίνου. Κάπου 200 ορόφους πιο κάτω βρισκόταν το σώμα του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Είχε μερικά λεπτά ακόμα μέχρι να απόφασίσει. Ο δυνατός κρύος αέρας που έμπαινε με ορμή στο δωμάτιο δεν τον βοηθούσε καθόλου σε αυτό. Είδε ότι ο πράσινος σάκος του Κένεθ βρισκόταν πεσμένος δίπλα του, δεν είχε προλάβει. Πίσω από το μεγάλο γραφείο ο Κένεθ Μπράνι έκλεισε το βιβλίο και το τοποθέτησε σε κάποιο κενό της τεράστιας βιβλιοθήκης. Το Λονδίνο ήταν το ίδιο πνιγμένο από φώτα, κτίρια και ανθρώπους. «Λοιπόν αποφάσισες;» η φωνή ήταν του Κένεθ. Το ταξίδι βέβαια είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. O Ουΐλιαμ Ντερβ ήταν ορφανός, όλη του τη ζωή την είχε περάσει στην ίδια πόλη. Από πολύ μικρός δούλευε ως πεταλωτής αλόγων στην αυλή του Βασιλιά. Ήταν πολύ καλός στην τέχνη του, ο Βασιλιάς πάντα εμπιστευόταν σε αυτόν τα πιο εκλεκτά του άλογα. Ο Ουΐλιαμ ήταν ικανοποιημένος από αυτήν την κατάσταση και δεν τον ένοιαζε που δεν έβγαζε σχεδόν καθόλου χρήματα από αυτό, αρκεί που ο Βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος μαζί του. Εκείνη την εποχή το Βασίλειο γνώριζε μέρες δόξας. Οι πόλεμοι με τα γειτονικά Βασίλεια είχαν τελειώσει, το εμπόριο ανθούσε, κάθε αγρότης είχε ένα κομμάτι γης να καλλιεργεί μαζί με ένα κάρο, όλοι οι δράκοι εκτός από έναν είχαν σκοτωθεί. Γενικά όλοι εκεί ήταν για κάποιο λόγο χαρούμενοι. Μια μέρα όμως ο Ουΐλιαμ πληροφορήθηκε από έναν υπηρέτη ότι δεν τον χρειάζονταν άλλο στους στάβλους και ότι θα έπρεπε να φύγει από την πόλη. Ο Ουΐλιαμ τα χάσε. Προσπάθησε να μάθει το λόγο που τον διώχναν, μα όλοι του φέρονταν επιθετικά, κανείς δεν ήθελε να του μιλήσει. Δοκίμασε να πάει ακόμα και στον ίδιο τον Βασιλιά, μα βρήκε μπροστά του τις λόγχες των φρουρών που εκτελούσαν τις διαταγές του. Έψαξε τότε να βρει κάποια άλλη δουλειά στην πόλη, όμως και εδώ συνάντησε την ίδια αντίδραση. Όλοι τον απέφευγαν. Ένας φρουρός του είπε ότι εκεί δε θα έβρισκε δουλειά και ότι το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να φύγει από την πόλη. Έτσι ένα πρωί, μην έχοντας άλλη επιλογή, μάζεψε σε ένα τσουβάλι τα λιγοστά υπάρχοντά του και πέρασε τα κατακόκκινα τείχη της πόλης. Μετά από ώρες περπάτημα βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι, όπου ο δρόμος χωριζόταν στα δύο. Εκεί, πάνω σε ένα κομμένο κορμό δέντρου καθόταν ένας παράξενος τύπος. «Καιρός ήταν να φανείς» είπε ο παράξενος τύπος μόλις είδε τον Ουΐλιαμ. Μετά από αυτό ο Ουΐλιαμ έπιασε την κουβέντα μαζί του. Έμαθε ότι το όνομά του ξένου ήταν Κένεθ Μπράνι και ότι περίμενε εκεί ένα ξεχωριστό άτομο που θα δεχόταν να έρθει μαζί του. Όταν ο Ουΐλιαμ τον ρώτησε ποιος ήταν ο προορισμός του, ο Κένεθ απάντησε ότι πήγαινε στο Λονδίνο και ότι σκόπευε να αλλάξει τον Κόσμο. «Και πώς θα το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο Ουΐλιαμ. Τότε ο Κένεθ έβγαλε από έναν πράσινο σάκο πολλά χαρτιά, σημειώσεις, πάπυρους και μερικά βιβλία και τα άπλωσε μπροστά του.

24


αντί × λόγου

διήγημα

«Και πώς θα το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο Ουΐλιαμ. Τότε ο Κένεθ έβγαλε από έναν πράσινο σάκο πολλά χαρτιά, σημειώσεις, πάπυρους και μερικά βιβλία και τα άπλωσε μπροστά του. Ο παράξενος Κένεθ άρχισε να μιλά. «Όπως ξέρεις ο Κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπινο πόνο. Πόλεμοι, πείνα, φόνοι, σκοτωμοί, αδικίες, φτώχεια, ανεργία, σεισμοί, πυρκαγιές, αρρώστιες, επιδημίες. Η λίστα είναι ατέλειωτη. Οι άνθρωποι του Κόσμου υποφέρουν λόγω αυτών. Δεν άντεχα άλλο. Βλέπεις νοιάζομαι πολύ για το συνάνθρωπό μου, έτσι άρχισα να αναζητώ το λόγο που συμβαίνουν όλα αυτά. Πολλά χρόνια ερευνούσα και παρατηρούσα τα γεγονότα. Πάντα όλες οι έρευνές μου κατέληγαν σε ένα άτομο, τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ.» Σ 'εκείνο το σημείο ο Κένεθ έδειξε στον Ουΐλιαμ τα απλωμένα στον δρόμο χαρτιά. Έκπληκτος ο Ουΐλιαμ είδε ότι ο Κένεθ είχε δίκιο (χρειάστηκε να του δείξει βέβαια μερικά πράγματα για την μαγεία και για τους χορούς που κάνουν οι πέτρες). Είδε ότι σε κάθε γνωστό πόλεμο ήταν μπλεγμένο το όνομα του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Κάθε ανθρώπινος φόνος γινόταν λόγω εντολής του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Οι Βασιλιάδες και οι Άρχοντες ορίζονταν από τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Οι επιδημίες ξεσπούσαν όταν ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ το ήθελε. Πίσω από κάθε κακό βρισκόταν και το όνομα Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Ο Ουΐλιαμ τότε ανέφερε τον δικό του διωγμό από την πόλη. Ο Κένεθ συμβουλεύτηκε το σημειωματάριό του και είπε ότι : εκείνο το διάστημα στην πόλη, βρισκόταν ως φιλοξενούμενος του Βασιλιά ο Βαρόνος Άξιλ, ο οποίος ήταν συμμέτοχος σε ένα μεγάλο εμπορικό-ναυτικό κατάστημα που ανήκε στον Δούκα Ζακ-Φινίξ. Ο Δούκας Ζακ-Φινίξ είχε αγοράσει πρόσφατα από τον Τσάρ Αλεξάντρ Λοβόφ τρία νησιά στον Ατλαντικό Ωκεανό, ενώ παλιά ο Τσαρ Αλεξάντρ Λοβόφ είχε κάνει δώρο στον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ δώδεκα χρυσωρυχεία και εφτά αδαμαντορυχεία που βρίσκονταν στα βόρεια της περιοχής του. Ο Ουΐλιαμ τότε θυμήθηκε ότι ένα πρωί του έφεραν να πεταλώσει το άλογο του Βαρόνου Άξιλ και ότι είχε κάνει ένα μικρό σχόλιο για την κακή κατάσταση του ταλαίπωρου αλόγου. «Τα τελευταία χρόνια ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ μένει στο ψηλότερο κτίριο του Λονδίνου. Από εκεί δίνει τις εντολές του. Θα σταματήσω το Κακό που κάνει στους ανθρώπους, πάω να τον σκοτώσω. Έλα μαζί μου, πρέπει να μπει ένα τέλος σε αυτό.» είπε ο Κένεθ. Η συζήτηση που ακολούθησε κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Ο Κένεθ μιλούσε με υπερβολική ζεστασιά και με κάθε ευκαιρία τονιζε την ανάγκη για βοήθεια και ενδιαφέρον προς το συνάνθρωπο. «Όταν μπορείς να βοηθήσεις έναν συνάνθρωπό σου, τότε δεν πρέπει να το σκεφτείς καθόλου. Πρέπει να γίνεται αντανακλαστικά, όπως όταν σε χτυπά κάποιος στο νεύρο του ποδιού». Ο Ουΐλιαμ τον άκουγε με προσοχή, λίγα είχε να πει αυτός, εξάλλου μια ζωή δεν ήταν παρά μόνο ένας απλός πεταλωτής. Ο Ουΐλιαμ Ντερβ δέχτηκε την πρόταση του Κένεθ σκεπτόμενος ότι θα μάθαινε πολλά πράγματα δίπλα του. «Όμως Ουΐλιαμ να ξέρεις ότι θα είναι ένα δύσκολο και μακρινό ταξίδι, που μπορεί να διαρκέσει πάρα πολλά χρόνια, θα στερηθούμε πολλά πράγματα». Όμως ο Ουΐλιαμ Ντερβ είχε πάρει την απόφασή του. Αυτός και ο Κένεθ θα άλλαζαν τον Κόσμο. Έτσι ξεκίνησαν για το Λονδίνο. Τα μόνα πράγματα που κουβαλούσαν μαζί τους ήταν ο πράσινος σάκος του Κένεθ και το τσου-

25


διήγημα

αντί × λόγου

βάλι του Ουΐλιαμ. Κάθε μέρα περπατούσαν για πολλές ώρες, ταυτόχρονα ο Κένεθ εξηγούσε στον Ουΐλιαμ τις σκοτεινές επιρροές του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Ουΐλιαμ ανάφερε διάφορα γεγονότα που θυμόταν και ο Κένεθ τα συνέδεε με τον τρόπο του με τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Για φαγητό τρώγανε κυρίως καρπούς και κάπου κάπου κυνηγούσαν ή ψάρευαν. Όταν στον δρόμο τους τύχαινε να συναντήσουν άλλους ανθρώπους ο Κένεθ ρωτούσε για τα νέα της Περιοχής και των Αρχόντων της. Μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, από κάθε πόλη που περνούσαν, ο Κένεθ έπαιρνε πάντα εφημερίδες και τις διάβαζε με πολλή προσοχή, έπειτα κρατούσε αποκόμματα από αυτές ή σημείωνε κάτι στα τετράδιά του. Μια μέρα ο Ουΐλιαμ διάβασε σε μια εφημερίδα ότι οι άνθρωποι τώρα θα μετακινούνταν πολύ πιο γρήγορα, λόγω μιας μηχανής που λειτουργούσε με ατμό και κινούνταν πάνω σε ράγες. Η πρώτη μεταφορική γραμμή τρένου (έτσι ονόμαζαν τη μηχανή) ξεκίνησε από το Λονδίνο. Αργότερα θα μάθαινε ότι τα εργοστάσια του Λονδίνου λειτουργούσαν με την ίδια ακριβώς μηχανή. Η εφημερίδες τότε έγραφαν για το ξημέρωμα μιας Νέας Εποχής, πιο άνετης για τον άνθρωπο. Αργότερα το πετρέλαιο και η βενζίνη θα αντικαθιστούσαν τον ατμό. Μετά, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, οι εφημερίδες άρχισαν να γράφουν για Επαναστάσεις και Εξεγέρσεις, σε χώρες όπως Γαλλία, η Ισπανία και η Ρωσία. Όταν όμως ο Ουΐλιαμ ρώτησε τον Κένεθ για αυτά τα γεγονότα, ο Κένεθ του έδειξε μια φωτογραφία ενός πολύ ψηλού ασπρομάλλη άντρα, που ήταν ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ, και του εξήγησε ποιος έδωσε τις πολιτικές ιδέες και τα χρήματα για να ξεκινήσουν όλες αυτές οι Επαναστάσεις / Εξεγέρσεις. Οι εφημερίδες βέβαια έγραφαν ότι αυτές γίνονταν και πάλι για το Καλό του ανθρώπου. Μετά τις Επαναστάσεις/Εξεγέρσεις, όλος ο κόσμος συγκλονίστηκε από αριθμημένους Πολέμους μεταξύ χωρών. Και πάλι η φωτογραφία του πολύ ψηλού ασπρομάλλη άντρα εμφανιζόταν στο παρασκήνιο των γεγονότων. Τότε ο Ουΐλιαμ κλαίγοντας με βαθύ πόνο για τον χαμό τόσων πολλών ανθρώπων, ζήτησε από τον Κένεθ να του πει με ποιο τρόπο θα σταματούσε έναν τόσο παντοδύναμο ανδρα. Ο Κένεθ νιώθοντας τον πόνο του Ουΐλιαμ άνοιξε τον πράσινο σάκο του, έψαξε για λίγο στις διπλανές θήκες και τελικά έβγαλε μια ξύλινη μπλε σβούρα. Η σβούρα είχε δύο γραμμές που ήταν χαραγμένες κάθετα στον άξονα της. Εκεί τύλιγες το νήμα. Η μπλε σβούρα ήταν πλημμυρισμένη από τις ευωδιές της Γης. Ο Κένεθ είπε: «Αυτή εδώ είναι το όπλο μας, είναι φτιαγμένη από τα όνειρα, τελείως αγνή, ένα παιχνίδι των παιδιών». Χαμογέλασε. «Θα σου δείξω πώς τη χρησιμοποιούν». Η σβούρα δρούσε μέσω μιας παράξενης τελετουργικής διαδικασίας. Και είχε αποτέλεσμα μόνο όταν αυτή γινόταν σε σημείο που δεν την έβλεπε κανείς. Ο Κένεθ ξανάβαλε την μπλε σβούρα μέσα στο πράσινο σάκο του. Κάποτε οι εφημερίδες σταμάτησαν να γράφουν για τους Πολέμους και άρχισαν να δείχνουν ψηφιακές εικόνες από την ζωή. Όλες ήταν καλλωπισμένες, φανταχτερές, λαμπερές, μα και τόσο ψεύτικες, υποκριτικές, παραπλανητικές. Προϊόντα της Νέας Τάξης Πραγμάτων, κατασκευασμένες από τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Όσο το ταξίδι τους συνεχιζόταν και η ιστορία γραφόταν από το χέρι του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ, τόσο το μίσος τους για αυτόν μεγάλωνε.

26


αντί × λόγου

διήγημα

Κάποτε οι δυο τους έφτασαν στο Λονδίνο. Από τους γύρω λόφους είδαν τα σπίτια, τον Τάμεση και τις κινήσεις των βιαστικών ανθρώπων. Ακριβώς στο κέντρο του Λονδίνου ξεχώριζε ένα πανύψηλο κτίριο καλυμμένο από γυαλί, με μια γυάλινη πυραμίδα στην κορυφή του. Εκεί έμενε ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Από κει μπορούσε να παρατηρεί και να παρακολουθεί όλο το Λονδίνο, ακόμα και το πιο σκοτεινό στενό δρομάκι. Ο Κένεθ έβγαλε από τον πράσινο σάκο έναν οικοδομικό χάρτη του κτιρίου και είπε στον Ουΐλιαμ : «Θα μπούμε από αυτήν εδώ την πίσω πόρτα η οποία οδηγεί κατευθείαν στο γραφείο του». Του έδειξε για ποια μιλούσε. «Είναι αιώνες τώρα ξεχασμένη και πολύ λίγα άτομα γνωρίζουν για αυτήν. Θα πάμε τη νύχτα» . Στα μέσα της νύχτας ο Ουΐλιαμ και ο Κένεθ βρίσκονταν μπροστά από την πόρτα. Είχαν διασχίσει την πόλη πολύ προσεκτικά και με την ίδια προσοχή άνοιξαν την πόρτα. Ο διάδρομος ήταν άδειος. Ο Κένεθ προχώρησε μπροστά και έψαξε για παγίδες. Έκανε ένα νεύμα στον Ουΐλιαμ για να τον ακολουθήσει. «Μου φαίνεται παράξενο που είναι αφύλαχτος» είπε ο Κένεθ. Ο διάδρομος ήταν γεμάτος σκόνη και ιστούς αράχνης, φαινόταν ότι είχε πολύ καιρό να περάσει άνθρωπος από εκεί. Ο Ουΐλιαμ άναψε ένα φακό. Περπάτησαν για πολλές ώρες ώσπου έφτασαν σε μια μικρή ξύλινη πόρτα. Με προσοχή ο Κένεθ άνοιξε την πόρτα και βρέθηκαν σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο που στην αριστερή πλευρά του είχε παράθυρα, μέρος της γυάλινης τζαμαρίας του κτιρίου. Το φως των αστεριών γέμιζε το δωμάτιο. Οι άλλες τρεις πλευρές του δωματίου αποτελούσαν μέρος μιας τεράστιας βιβλιοθήκης σε σχήμα Π. Το δωμάτιο είχε στα δεξιά ακόμη μία μεγάλη πόρτα, ενώ στην απέναντι πλευρά του δωματίου υπήρχε ένα γραφείο με μια αναμμένη λάμπα πάνω του. Το φως της λάμπας φώτιζε έναν πολύ ψηλό ασπρομάλλη άντρα. Ήταν ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Καθόταν στο γραφείο και διάβαζε ένα από τα χαμένα βιβλία του Ηράκλειτου. «Ήρθε το τέλος της Βασιλείας σου, Λάμπλεϊ παλιοκάθαρμα» φώναξε ο Κένεθ και αμέσως έβαλε το χέρι του στον πράσινο σάκο. Ο Ουΐλιαμ ετοιμάστηκε να ορμήξει. Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ ατάραχος σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Κύριοι, αποδέχομαι όλες τις κατηγόριες που μου προσάπτετε. Παρακαλώ. Ζητάω μόνο λίγα λεπτά να εξηγήσω τους λόγους μου. Θα μου το επιτρέψετε;» Ο Κένεθ και ο Ουΐλιαμ πάγωσαν. Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ φαινόταν τελείως ακίνδυνος. Ο Κένεθ απάντησε σε έναν πολύ ειρωνικό τόνο: «Από πότε η Προσωποποίηση του Κακού σε αυτόν τον Κόσμο ικετεύει; Το ίδιο έκαναν σε σένα χιλιάδες γενιές ανθρώπων, το μόνο που τους πρόσφερες ήταν ο Θάνατος». Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ χαμογέλασε. «Κύριοι, βλέπω πως δεν έχετε καταλάβει κάποια πράγματα. Επιτρέψτε μου λοιπόν. Καταρχάς παρόλο που ο χαρακτηρισμός σας ''Προσωποποίηση του Κάκου'' με κολακεύει, δεν είμαι παρά ένας εκμεταλλευτής της υπάρχουσας, εδώ κάτω, κατάστασης. Ένα όργανο του Κακού με πολύ περιορισμένες δυνατότητες». Το χέρι του Κένεθ βρήκε αυτό που έψαχνε μέσα στον σάκο. Χρειαζόταν να κερδίσει ακόμα λίγο χρόνο. «Πόσο περιορισμένες μπορεί να είναι οι δυνατότητές σου βρωμιάρη, όταν όλος ο κόσμος έχει κατακλυστεί από το Κακό σου!» «Εκεί ακριβώς βρίσκεται το κλειδί αγαπητέ!» Με αργά βήματα ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ πλησίασε στο παράθυρο. «Το Κακό υπήρ-

27


διήγημα

αντί × λόγου

χε σε αυτά τα επίπεδα πάντα. Αυτή είναι η καλά κρυμμένη αλήθεια». «ΕΙΣΑΙ ΨΕΥΤΗΣ» φώναξε ο Ουΐλιαμ και με σφιγμένες τις γροθιές πήγε προς το μέρος του. Ο Κένεθ όμως τον συγκράτησε. «Περίμενε λίγο Ουΐλιαμ» είπε. Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ κάγχασε: «Αυτό που δε γνωρίζετε εσείς οι άνθρωποι είναι ότι όλος ο κόσμος που ζείτε είναι δημιούργημα του Κακού». Γύρισε την πλάτη του και κοίταξε κάτω το φωτισμένο Λονδίνο. «Αυτόν που αποκαλείτε εσείς Θεό είναι ένα αιμοδιψές πλάσμα που λατρεύει τον πόνο. Αυτός δημιούργησε τη Γη και τον άνθρωπο, αυτή είναι η αλήθεια. Εγώ είμαι ένα μικρό όργανό του». Μετά από μερικά λεπτά σιωπής ο Κένεθ θολωμένος είπε : «Δε σε πιστεύω παλιοκαθίκι. Τα λες αυτά για να μας μπερδέψεις, να μας αποθαρρύνεις. Τόσα χρόνια εξουσίας πάνω στο ανθρώπινο γένος σε 'καναν να πιστεύεις ότι είσαι άτρωτος». Το κακό με τη σβούρα ήταν ότι ο Λάμπλεϊ έπρεπε να κοιτάξει στα μάτια αυτόν που την γύριζε, έτσι μόνο θα ήταν αποτελεσματική. Εκείνη όμως την στιγμή ο Λάμπλεϊ κοίταζε έξω από το παράθυρο. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να του τραβήξει την προσοχή. «Γιατί τότε υπάρχει και Καλό σε αυτόν τον δημιουργημένο από το Κακό Κόσμο;» ρώτησε ο Κένεθ. «Είναι απλό κύριοι, θα σας το εξηγήσω έτσι: Το Κακό δημιούργησε αυτόν τον Κόσμο. ΤΟ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΥΓΙΗ ΑΥΤΟΝ ΚΑΚΟ ΚΟΣΜΟ. Το Καλό είναι παράσιτο, μια ελεγχόμενη από μας επιδημία». Καμία αντίδραση από τους άλλους. «Όμως εσείς οι άνθρωποι χρειάζεστε πάντα αποδείξεις, έτσι δεν είναι; Ξέρετε, δεν είστε οι μόνοι που ήρθαν εδώ. Υπήρχαν και άλλοι πριν από σας και θα συνεχίσουν να έρχονται. Όλοι για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Γι' αυτό άλλωστε αφήνω αφύλαχτο αυτόν τον μαγικό διάδρομο, από όπου ήρθατε και εσείς. Όλοι βέβαια απέτυχαν. Αρκετά όμως, ορίστε οι αποδείξεις σας». Γύρισε προς το μέρος που στεκόταν οι δυο τους και κοίταξε στα μάτια τον Κένεθ. Τώρα, σκέφτηκε ο Κένεθ όταν είδε δύο διαπεραστικές λάμψεις που σιγά-σιγά έγινα ένα με τα αστέρια, ένα μέρος του νυχτερινού ουρανού. Το αγόρι κράτησε ζεστά το χέρι της, επιτέλους μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Οι δυο τους καθόταν σε ένα παγκάκι του πάρκου, ήταν άνοιξη. Το κορίτσι κρατούσε ένα βιολετί βιβλίο, οι σελίδες του οποίου ήταν από ροδοπέταλα. Έκοψε ένα ροδοπέταλο από το βιβλίο και με αυτό χάιδεψε τρυφερά τα χείλια του αγοριού, κι ύστερα, με τον ίδιο τρόπο που τα χάιδεψε, τον φίλησε. «Μη σταματάς, σ' αγαπώ. Πάντα μαζί». «Και εγώ σ' αγαπώ» είπε το αγόρι και με τα χέρια του παραμέρισε τα μαύρα μαλλιά της. Έφερε απαλά το μέτωπό της στα χείλη του, την φίλησε και το στόμα του γέμισε αίμα. Ένα μεταλλικό κομμάτι ήταν καρφωμένο στη θέση που βρισκόταν το δεξί μάτι του κοριτσιού, το μέταλλο είχε διαπεράσει το κρανίο και από την πληγή πεταγόταν ζεστό αίμα. «Αν μονάχα αυτός ο ασυνείδητος πρόσεχε λίγο στο δρόμο, δε θα σου συνέβαινε αυτό». Το κορίτσι έκλεισε το ένα της μάτι και είπε «Κρίμα που θα διαμελιστείς από μια νάρκη στον ερχόμενο πόλεμο και δεν θα μπορέσεις να δεις το γιο μας». Το αγόρι μάζεψε τα σκορπισμένα έντερά του και με το μοναδικό του τώρα χέρι, σκούπισε το γεμάτο αίματα πρόσωπο του κοριτσιού. «Ο γιος μας θα γεννηθεί νεκρός, όταν θα λεηλατεί ο εχθρός την πόλη. Λόγω της κοιλιάς σου δε θα καταφέρεις να ξεφύγεις. Θα σε πιάσουν». Το κορίτσι τώρα θήλαζε το νεκρό παιδί της. Ο Κένεθ είδε στο πρόσωπό του ότι αυτός ήταν ο ασυνείδητος οδηγός,

28


αντί × λόγου

διήγημα

η ανθρώπινη νάρκη, ο βιαστής εχθρός. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι να σταματήσει όλα αυτά, η ιστορία συνεχιζόταν, παρακάτω ακολουθούσαν πολύ πιο τρομαχτικά πράγματα. Τρελαίνεται. Πτώμαπτώμα τρελαίνεται. Μακάβριες λεπτομέρειες που δεν τις ελέγχει. Τον τρελαίνουν, παρακαλεί να σταματήσουν, δεν μπορεί. Κι άλλα πτώματα, κι άλλος πόνος. Φωνές του λένε να πηδήξει. «Πήδα». Ίσως να είναι η σωτηρία του, ίσως σταματήσουν. «Πήδα». Ο Ουΐλιαμ είδε τα μάτια του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ να καρφώνουν τον Κένεθ. Μια παράξενη δύναμη υπνώτισε και αυτόν. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Είδε να πέφτει από τα χέρια του Κένεθ ο σάκος. Η σβούρα βρισκόταν ακόμα μέσα. Μετά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του είδε τον Κένεθ να ψηλώνει. Μόλις σταμάτησε, τα μαλλιά του Κένεθ άρχισαν να ασπρίζουν, το πρόσωπό του να αλλάζει και να αντικαθίσταται από το μισητό πρόσωπο του Λάμπλεϊ. Όμως είχε μια έκφραση τρομερού πόνου. Με ένα ξαφνικό πέταγμα ο αλλαγμένος Κένεθ έσπασε το παράθυρο, έπεσε στο κενό. Γύρισε το βλέμμα του στον Λάμπλεϊ. Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ είχε πάρει το πρόσωπο και το σώμα του Κένεθ. Μαζί με ένα διεστραμμένο χαμόγελο. «Τι.... τι έκανες στον Κένεθ μπάσταρδε» ούρλιαξε ο Ουΐλιαμ. Ατάραχος ο αλλαγμένος Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ πλησίασε στο γραφείο. «Όπως είπα, η φύση του ανθρώπου είναι κακή, ο ανθρωπος πάντα θα καταστρέφει την ευτυχία του άλλου». «Στον φίλο σου έδειξα λίγη από την Κοσμική Συνείδηση. Ένα μέρος του εαυτού μου. Δεν άντεξε βλέπω την αλήθεια. Αγαπητέ, έτσι είναι τα πράγματα στον Κόσμο, το Κακό σε βρίσκει παντού. Το Καλό αντιθέτως...» άφησε εσκεμμένα έναν μικρό αναστεναγμό. «Όσο για σένα σου δίνω μερικά λεπτά να επιλέξεις. Ανάμεσα σε ένα Πανανθρώπινο Ενδιαφέρον για το Καλό άγνωστων σε σένα ανθρώπων ή σε μια αποδοχή της αλήθειας, πράγμα που σημαίνει και τη στράτευσή σου σε αυτήν». Κοίταξε το βιβλίο που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. «...Διάλεξε» είπε.

ΤΕΛΟΣ

Το διήγημα “Ξέρω ότι δεν υπάρχει επιλογή… Ακολουθώ” γράφτηκε από τον Θοδωρή Τσαφή και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2005 στο 9ο τεύχος του περιοδικού Com-X (Κομ-εξ). www.comx.gr

29


βιβλίο

αντί × λόγου

Πού να το ήξερε ο Ουίλιαμ όταν έγραφε τον ’’Άρχοντα των Μυγών’’ πως ένας άσημος ως τότε συγγραφέας θα γινόταν τόσο γρήγορα γνωστός και θα μνημονευόταν ακόμη κι από εμένα! Έναν άλλο άσημο. Αρθρογράφο αυτού του περιοδικού που αισίως έκλεισε τα τρία. Το περιοδικό, όχι ο αρθρογράφος. Ο Ουίλιαμ Γκόλντινγκ λοιπόν και το βιβλίο του ’’Άρχοντας των Μυγών’’ που κυκλοφόρησε το 1954 παρακαλώ και φυσικά στην Αγγλία, είναι η σημερινή μου πρόταση. Αν και ήθελα να πω αυτήν την πρόταση: το αγιόκλημα του θερινού εσπερινού ευωδίασε τον άνεμο. Αλλά ας μην ξεφύγω τόσο. Το βιβλίο λοιπόν που σας προτείνω σήμερα είναι ένα ταξίδι στο άγνωστο. Μια διαδρομή στην πρωτόγονη εξέλιξη και στον αρχέγονο πολιτισμό του ανθρώπου. Τώρα θα μου πείτε βέβαια, και οι μύγες στον τίτλο που κολλάν. Θα καταλάβετε παρακάτω. Το βιβλίο είναι μια πρωτότυπη και ρηξικέλευθη ματιά στην αγωνία του ανθρώπου για επιβίωση, στον ανταγωνισμό, στην ανάπτυξη πολιτισμού, αλλά και στον αιώνιο πόλεμο μεταξύ του καλού και του κακού. Του βίαιου και του ειρηνικού. Του άγριου και του σοφού. Του αίματος και της αρετής. Καθαρά αλληγορικός ο Ουίλιαμ Γκόλντινγκ με τη βοήθεια του γνωστού ποιητή Έλιοτ καταφέρνει να εκδώσει το μυθιστόρημα στην Αγγλία. Το μεγάλο μπαμ γίνεται ωστόσο δύο χρόνια μετά στην Αμερική, όταν κυκλοφορεί και κάνει πάταγο επηρεάζοντας την κοινή γνώμη και προκαλώντας τεράστια αίσθηση, κυρίως στη νεολαία. Εγώ θα το χαρακτήριζα ως ένα πολύ αναρχικό και άναρχο συνάμα μυθιστόρημα. Μια ειρωνική ματιά στα ειδυλλιακά τοπία των μαγευτικών νησιών και των κοραλλένιων βυθών. Ένας έμμεσος αλλά ευθύς τρόπος να καταδείξει τη βασική αρχή που μέχρι σήμερα ο αχόρταγος ανθρωπος φαίνεται να πιστεύει και να προσκυνά ακατάπαυστα. Θάνατός σου η ζωή μου. Θάνατός σου. Ζωή μου. Ζωή μου. Μου.

30


αντί × λόγου

βιβλίο

Για τους τηλεορασάκηδες το βιβλίο θα θυμίσει Lost και για τους βιβλιοφάγους θα γίνει προσκέφαλο για τουλάχιστον ένα πενταήμερο ή μάλλον πεντόνυχτο. Με λίγα λόγια η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται σε ένα έρημο νησί, όπου ένα αεροπορικό δυστύχημα αναγκάζει μια ομάδα παιδιών που επέζησαν να το αποικίσει. Όχι όχι. Μην πάει μακριά το μυαλό σας. Δεν υπάρχουν οι Άλλοι εκεί όπως στο παρατραβηγμένο τηλεοπτικό πρόγραμμα Lost, αλλά αυτό που υπάρχει είναι παρθένα φύση. Άγρια και επικίνδυνη ζούγκλα. Τα παιδιά προσπαθούν να επιβιώσουν σχηματίζοντας ομάδα και τηρώντας αρχές και ηθικές που τους έμαθαν οι ενήλικες να τηρούν. Κι όπως είναι φυσικό σε μια τόσο τεταμένη και ακραία κατάσταση, έχθρες και διαφωνίες ενδυναμώνονται και γίνονται άλυτα προβλήματα. Οι ηθικοί φραγμοί καταρρέουν και η ομάδα των παιδιών αρχίζει να λειτουργεί με το νόμο της φύσης. Το νόμο της επιβίωσης αλλά και το φρικτό νόμο του ισχυρού. Ο δυνατός παύει να νοιάζεται τον αδύνατο και τον καταδυναστεύει. Ο αρχηγός θέλει να γίνει όλο και πιο δυνατός. Όλο και πιο ισχυρός. Όλο και πιο διάσημος. Και για να το πετύχει γίνεται όλο και πιο βίαιος. Πιο απόλυτος. Πιο πρωτόγονος. Ή απλά πιο αδίστακτος, όπως άλλωστε και οι σημερινοί αρχηγοί που μας καταδυναστεύουν. Ή μήπως όχι; Η γουρουνοκεφαλή. Τα σπασμένα γυαλιά. Το ακόντιο με τις δύο ακονισμένες άκρες. Τα χυμένα μυαλά στα βράχια. Λίγα από τα σύμβολα που θα συναντήσετε στο βιβλίο και θα σας κάνουν να αναρωτηθείτε το πραγματικό τους νόημα. Το μυθιστόρημα μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί μια μικρογραφία ακόμα και της σημερινής εποχής του ανθρώπου που είχε και πάντα θα έχει την ίδια απαρέγκλιτη πορεία. Επιβίωση - Ακμή Παρακμή - Επιβίωση. Ένα κυκλικό απαράβατο μοτίβο για κάθε ανθρώπινη κοινωνία είτε αυτή τη γνωρίσαμε μόνο μέσα από τα ιστορικά βιβλία είτε τη ζούμε. *Για τους λάτρεις των ταινιών υπάρχει και η τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου από το γνωστό σκηνοθέτη Πίτερ Μπρούκ. Γιαννόπουλος Αντώνης

31


αντί × λόγου

αγνή φαντασίωση

Αγνή φαντασίωση, άστατη φιλοδοξία Η απορία για το άγνωστο “κρεμόταν” για μέρες. Ξεκινήσαμε σχεδόν σπασμωδικά, ροή ασύνδετη, συνεπαρμένη από νοσταλγία και φανταστικά σύνδρομα. «Θα σταματούσα για το τίποτα» μου είπες ψιθυριστά, όμως στη θέα της παλλόμενης λάμψης, το ξαφνιασμένο σου βλέμμα διαπερνά η χαρά. Παράδοξη στιγμή, σαν μια ανάκρουση ανεξέλεγκτη, μυστηριακό σύμπλεγμα… και μια λάμψη που διστάζει να ξεχυθεί. Παρατηρώντας τους παρατηρητές σιωπώ μυσταγωγικά, γιατί γνωρίζω πως κοιτάζουν σκωπτικά. Περπάτησα με τη φήμη στην πάροδο των αναμνήσεων και ποτέ δεν βρήκα το δρόμο, το παρόν μου κατρακύλησε απ’ την κορυφή αποζητώντας μελλοντική αύρα καθάριας πραότητας. Τα λόγια σου ξαναζωντάνεψαν «Θα σταματούσα για το τίποτα…» μαζί με την αφήγηση για τα αδιαπέραστα όνειρά σου: «Κάποια μέρα θα με βρεις παγιδευμένη σε “άπιαστα” τοπία, ξύπνα με την αυγή και ρώτησέ με πού βρισκόμουν. Άφησε να περάσω τα όρια της ήσυχης ζωής μας περνώντας απ’ τη διάβαση της φαντασίας. Οι στιγμές είναι ήδη παρελθόν και μένει ένας συσσωρευμένος πόθος ανεκπλήρωτων ορέξεων. Η ανέμελή σου φύση παραδίδεται, η νύχτα δεν μπορεί να είναι η ίδια και το απίθανο είναι πιθανό να συμβεί. Η γιορτή που επινόησα, μοιάζει με χρυσή ευκαιρία, ικανοποίηση για κάθε επιθυμία.»

32


αντί × λόγου

άστατη φιλοδοξία

Ακούω την αλλαγμένη σου πλευρά… Αγνή φαντασίωση, άστατη φιλοδοξία. Αναγνωρίζω το χρώμα σου, Αναγνωρίζω τη φωνή σου, Αναγνωρίζω πως δεν έχω άλλη επιλογή. Είμαι φίλος σου και δολοφόνος για το καλό σου, μα έχω το χαμόγελο που δεν “κολλάει” μ’ αυτά. Υποθέτω πως είδες τις σπίθες να πετάγονται… βαθιά.

Κι ιλιγγιώδης ταχύτητα μοιάζει με τέλεια συνομωσία που με ωθεί

Κουράστηκα να βλέπω τους καπνούς, θέλω να πλησιάσω πιο κοντά, διακρίνω φως στην άκρη του τούνελ μα η αίσθησή μου με γελά… Η αθωότητα χρησιμοποιείται επανειλημμένα στο τέλος ενός σκηνοθετημένου παιχνιδιού και οι τριγμοί είναι αναπόφευκτοι, κάτι που δεν μπορείς να αγνοήσεις. Ξέρεις… δεν είμαι στο άγνωστο Απέδρασα… από ένα εξαιρετικό “δέσιμο” Απέδρασα… Σε ένα παράξενο κράτημα χωρίς βαρύτητα προβάλλω στον αέρα, απ’ τα σκοτεινά περάσματα διασχίζω τις σκιές. Κι ανάσα του πρωινού με κάνει να ξεχνιέμαι. Γλυκόπικρες σκέψεις μένουν αναλλοίωτες ξυπνώντας άδολα ένστικτα και ανάγκες χαράς. Κώστας Πάτρας

33


αντί × λόγου

αντί × λόγου

αντί ×× λόγου λόγου αντί Σκέψεις εν ώρα κούρας ομορφιάς Κάθε φορά που βάζει κρύο απότομα, έχω ένα πρόβλημα. Σκίζεται το δέρμα στα χέρια μου. Στην αρχή λίγο τραχύ και μετά σαν να ’χει βαθιές χαρακιές και αιμορραγεί. Πονάει και μελανιάζει και είναι βέβαια αντιαισθητικό. Το ήξερα καιρό το κόλπο, αλλά απόψε είπα να το δοκιμάσω: κρέμα και πλαστικά γάντια μιας χρήσης, μέσα στο σπίτι, για όσο αντέξω. Αν δεν είσαι χειρουργός ή γιατρός, ή αν δεν το απαιτεί η εργασία που θέλεις να κάνεις, είναι περίεργο ξαφνικά να απομακρύνεσαι από την υφή των πραγμάτων. Ό, τι και να αγγίζω το νιώθω απόμακρο απότομα, και γύρω από τη μύτη μου ένα σύννεφο αποστειρωμένης πλαστικίλας με υπνωτίζει. Πεινάω...Πάω να πλύνω ένα μήλο με τα γάντια. Η πράξη μοιάζει αμαρτωλή – άραγε αν υπήρχαν γάντια από αρχής κόσμου θα την είχε γλιτώσει του παραδείσου η Εύα; Παραλογίζομαι, αδυνατώ να αγγίξω τα μαλλιά μου, ανατριχιάζω, άξαφνα αδυνατώ να πράξω όσα έπραττα μια ώρα πριν. Απομακρύνομαι σιγά σιγά από τη νόρμα της ζωής μου... Σκέφτομαι πως τα χέρια όπως και το πρόσωπό μας είναι το μέρος του εαυτού μας που εκθέτουμε στους άλλους πιο συχνά και πιο μη-ενοχικά από όλα τα άλλα του μέρη. Γι’ αυτό δε μας σοκάρει η γύμνια τους, αντίθετα η απόκρυψή τους μας δίνει αυτόματα ένα ρόλο ή μια αλλόκοτη εξουσία : του σωτήρα – βλέπε γιατρός – ή του αφανιστή – βλέπε δολοφόνος! Άρα κάτι πολύ σπουδαίο ή κάτι πολύ ύποπτο κάνουμε με τα πλαστικά γάντια. Κάτι πολύ αλτρουιστικό ή κάτι πολύ απάνθρωπο κάνουμε καλύπτοντας τη γύμνια των χεριών μας. Κάτι πολύ άγιο ή κάτι πολύ μεμπτό. Αν αυτή τη στιγμή που φορώ τα πλαστικά γάντια σκέφτομαι όλες τις διστακτικές χειραψίες που αντάλλαξα με ανθρώπους, όλα τα λουλούδια που εγωιστικά έκοψα, όλους της ζωής μου τους λεκέδες που αγχωμένα έπλυνα, όλους τους σπόρους που δεν έριξα στη γη, όλα τα φιλιά που δεν έστειλα από μακριά, όλα αυτά που ήταν δίπλα και δεν άγγιξα, τότε τα καλυμμένα μου χέρια που γλιστρούν πρωτόγνωρα γράφοντας στο πληκτρολόγιο κάνουν ένα τεράστιο καλό. Στερώντας μου την άμεση επαφή με τα πράγματα, με φέρνουν ασφυκτικά κοντά στην ανάγκη μου για αυτά. Κι αν γράφω με καλυμμένα χέρια, γράφω πιο διαφανής από ποτέ. Για όσο αντέξω. Εύη Μαρκάτη

34




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.