τεύχος 6ο /// μάιος 2010

Page 1

διηγήματα - άρθρα - λογοτεχνικές και κινηματογραφικές προτάσεις …

αντί× λόγου

Μπάκη Backy Ζητιάνος

ένα διήγημα του Ευάγγελου Ευθυμίου ένα διήγημα του Θοδωρή Τσαφή

ψ παύλα χ

ένα διήγημα του Αντώνη Γιαννόπουλου

& ποίηση από τον Ανδρέα Τσιάκο

τεύχος έκτο μάιος 2010 ιωάννινα

διανομή δωρεάν

Ευάγγελος Ευθυμίου Αντώνης Γιαννόπουλος Θοδωρής Τσαφής Εύη Μαρκάτη Νικόλαος Φωτιάδης Ελένη Μπάρκα Άννα Νεφέλη Κακουλίδη Ανδρέας Τσιάκος Τζόρτζια Νάστα Τζούλη Νικήτα


Το περιοδικό αναζητά χορηγούς για να ενισχύσουν οικονομικά την προσπάθειά μας.


αντί × λόγου

editorial

πάρχουν δύο τρόποι που μπορεί να δει κάποιος κάτι. Και για να μην είμαι απόλυτος, καλύτερα θα ήταν να πω πως γνωρίζω δύο τρόπους που μπορεί να δει κάποιος κάτι. Ο ένας είναι μέσα από τα μάτια του και ο άλλος είναι μέσα από τη φαντασία του. Φαντασία. Τι θα ήμασταν χωρίς φαντασία; Δεν θα απαντήσω στο ερώτημα φυσικά, γιατί δεν είμαι ο αρμόδιος και δεν γνωρίζω αν θα μπορούσε κάποιος να θεωρηθεί αρμόδιος στο θέμα της φαντασίας πέραν της ίδιας της φύσης. Δηλαδή μόνο η ίδια η φύση θα μπορούσε να γνωρίζει αν κάτι είναι πραγματικά φανταστικό - τι περίεργος όρος- ή αν αυτό όντως υπάρχει κάπου, οπότε είναι υπαρκτό και πραγματικό. Από την άλλη, ας αφήσουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά της και ας επικεντρωθούμε γύρω μας. Να δούμε τα πράγματα από τη δική μας οπτική γωνία. Διότι το δικό μας φανταστικό είναι πιθανόν το πραγματικό κάποιου άλλου ή και το αντίθετο. Για παράδειγμα, όλα τα διηγήματα τα οποία έχουν φιλοξενηθεί μέχρι στιγμής στις σελίδες του περιοδικού αυτού είναι φανταστικές ιστορίες. Ιστορίες δηλαδή που ο εκάστοτε συγγραφέας τους τις έπλασε με το μυαλό του και τις παρουσίασε στο κοινό του περιοδικού. Παρόλα αυτά, κάποιες θα μπορούσαν να είναι αληθινές, κάποιες από αυτές μπορεί να βρήκαν αντίκρισμα σε άτομα που τις διάβασαν. Να βρήκαν στοιχεία από δικά τους βιώματα, τα οποία να τις έκαναν πραγματικές -και δεν εννοώ πραγματοποιήσιμες- έξω δηλαδή από τη σφαίρα της φαντασίας του συγγραφέα. Και για να ξεφύγουμε λίγο από το περιοδικό, με τη φαντασία μας μπορούμε και πλάθουμε ιστορίες πέραν αυτών που μπορούμε να δούμε με τα μάτια μας. Η φαντασία μας είναι βολική. Μας κάνει και ζούμε σε άλλους κόσμους. Και δεν εννοώ μόνο σε μη πραγματικούς, δηλαδή τα άστρα, τη Μέση Γη και τη Βαλχάλα, αλλά έστω και μία στροφή διαφορετική του καθημερινού να πάρουμε, αυτομάτως κάτι δημιουργούμε. Αν σκεφτούμε πως κάτι διαφορετικό θα γινόταν στο επόμενό μας βήμα, αυτομάτως πλέουμε στα πελάγη της φαντασίας μας. Διότι αυτό το «αν» που προανέφερα, αυτό το παιδί της φαντασίας -γιατί περί αυτού πρόκειταιμας κάνει και ταξιδεύουμε. Εμείς που γράφουμε αυτές τις ιστορίες λοιπόν, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να βάζουμε πριν από κάθε μας αρχή αυτό το «αν». Γιατί αυτό το «αν» είναι η αρχή για το φανταστικό. Το οποίο όμως μπορεί να γίνει και πραγματικότητα, αλλά μπορεί και όχι. Αν λοιπόν σκεφτούμε κάτι, αν θελήσουμε να κάνουμε μια αρχή θα ξεκινήσουμε με αυτό το «αν» της φαντασίας μας. Δυστυχώς δεν είναι πάντα στο χέρι μας γίνει πραγματικό. Παρόλα αυτά έχουμε ήδη τραφεί από την ιδέα της πιθανότητας πως μπορεί να υπάρξει, μιας και υπήρξε ήδη στη φαντασία μας. Η φαντασία όμως θέλει προσοχή. Η φαντασία είναι όπλο επικίνδυνο αν δεν γνωρίζεις πώς να το χειριστείς. Δεν πρέπει να φτάσεις σε σημείο που εσύ ο ίδιος να γίνεις υποχείριό της. Διότι η φαντασία είναι δίκοπο μαχαίρι, πλάθει όνειρα, αλλά πλάθει και εφιάλτες. × Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

editorial αντί × λόγου Μάιος 2010 Ιωάννινα

ερασιτεχνικό λογοτεχνικό περιοδικό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα

διανέμεται δωρεάν τυπώνεται σε 1000 αντίτυπα

έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια : Ευάγγελος Ευθυμίου

συντακτική ομάδα : Νικόλαος Φωτιάδης Ευάγγελος Ευθυμίου Τζόρτζια Νάστα Ανδρέας Τσιάκος Άννα Νεφέλη Κακουλίδη Ελένη Μπάρκα Θοδωρής Τσαφής Τζούλη Νικήτα Αντώνης Γιαννόπουλος Εύη Μαρκάτη

διόρθωση : Εύη Μαρκάτη

σχεδιασμός - διαμόρφωση : Ευάγγελος Ευθυμίου Γιώργος Δημητρίου (Gio Dim)

υπεύθυνος διανομής : Αποστόλης Ρουμελιώτης

σύνθεση εξωφύλλου : Γιώργος Δημητρίου (Gio Dim)

δημόσιες σχέσεις : Ξανθή Σπύρου τηλέφωνο επικοινωνίας: +306972978572 e-mail: antiepilogou@yahoo.gr www.myspace.com/antiepilogou facebook group: περιοδικό - αντί x λόγου Το αντί x λόγου μεταδίδει τη δική του ραδιοφωνική εκπομπή, κάθε Σάββατο 14.00-16.00 στη συχνότητα του διαδικτυακού ραδιοφώνου www.mindradio.gr

Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα κείμενά του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοινωνήσει μαζί μας.

3


αντί περιεχομένων

αντί × λόγου

εξώφυλλο Πένα ονομάζεται ένα εργαλείο, το οποίο χρησιμεύει στη γραφή. Αποτελείται από μία στήλη, μέσα στην οποία περιέχεται μελάνι και μία μύτη, η οποία ρυθμίζει την ποσότητα μελανιού που βγαίνει από αυτή. Σήμερα δε χρησιμοποιείται ευρέως και έχει περισσότερο διακοσμητικό χαρακτήρα, καθώς έχει μαζικά αντικατασταθεί από το στυλό.

σελ.16 - η δεσποινίς λαγού Ο Αίσωπος ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, από πολλούς μάλιστα αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξή του. Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι δεν έγραψε μήτε μια λέξη, αλλά όλους τους μύθους τους διηγούταν προφορικά.

σελ.12 - Ο μελαγχολικός θάνατος του Στρειδάκι Στρείδι είναι η κοινή ονομασία μερικών εδώδιμων ειδών του γένους οστρέα (Ostrea) και γρυφαία. Ανήκουν στην οικογένεια οστρεΐδες και στην τάξη των δίθυρων ή ελασματοβραγχίων. Τα στρείδια μπορούν να ζήσουν και 20 χρόνια. Η ηλικία ακμαιότητάς τους κυμαίνεται από τον 4ο μέχρι τον 8ο χρόνο.

4

σελ.6 - Μπάκη Backy Το «θεατρικό αίμα» χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο του αίματος σε μια θεατρική παράσταση ή κινηματογραφικό έργο. Ο Alfred Hitchcock χρησιμοποίησε περίφημα το σιρόπι σοκολάτας Bosco ως πλαστό αίμα στο θρίλερ του «Ψυχώ» το 1960.

σελ.14 - ποίηση Το σουσάμι (ή σησάμι) και τα προϊόντα του αποτελούν τρόφιμα υψηλής θρεπτικής αξίας. Ο σησαμόσπορος, καρπός του φυτού σησάμι, αποτελεί την πρώτη ύλη για την παρασκευή του σουσαμιού, του ταχινιού (πολτοποιημένο σουσάμι) και του χαλβά.

σελ.18 - FACE(book) to FACE(book) Το Facebook είναι ιστοχώρος κοινωνικής δικτύωσης που ξεκίνησε στις 4 Φεβρουαρίου του 2004. Οι χρήστες μπορούν να επικοινωνούν μέσω μηνυμάτων με τις επαφές τους και να τους ειδοποιούν όταν ανανεώνουν τις προσωπικές πληροφορίες τους. Ο Mark Zuckerberg ίδρυσε το Facebook ως μέλος του πανεπιστημίου του Harvard.


αντί × λόγου

αντί περιεχομένων

σελ.20 - Ζητιάνος Οι Kreator είναι ένα γερμανικό thrash metal συγκρότημα από το Essen της Γερμανίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1984. Ξεκίνησαν την καριέρα τους με το όνομα Tormentor. Το συγκρότημα επηρεάζεται κυρίως από τους Venom, Metallica, Mercyful Fate, και Bathory. Το στυλ της μουσικής τους μοιάζει με αυτό των συμπατριωτών τους Destruction και Sodom. Τα τρία συγκροτήματα θεωρούνται η «αγία τριάδα» του γερμανικού thrash metal... μεγάλη η χάρη της.

σελ.26 - Η ψυχή στο στόμα Ο Γιάννης Οικονομίδης γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1967 και σπούδασε κινηματογράφο στην Αθήνα. Έχει σκηνοθετήσει τις ταινίες μικρού μήκους: Σταδιακή βελτίωση του καιρού (1992), Μόνο μυρίζοντας γιασεμί (1994) και Η ζωή που θα ‘θέλες (1995), καθώς και τις μεγάλου μήκους Σπιρτόκουτο (2002) και Η ψυχή στο στόμα (2006).

σελ.28 - ψ παύλα χ H νεαρή μαθητευόμενη πράκτορας του FBI Clarice Starling θα επισκεφθεί τον, χρόνια έγκλειστο ιδιοφυή καννίβαλο, ψυχίατρο Hannibal Lecter με σκοπό να του αποσπάσει πληροφορίες σχετικά με κάποιον κατ' εξακολούθηση δολοφόνο, ο οποίος έχει απαγάγει την κόρη μιας γερουσιαστού. Για να αποσπάσει όμως τις πληροφορίες που θέλει θα πρέπει να του ανοίξει τις πύλες της ψυχής της και να του μιλήσει για τη χειρότερη ανάμνηση των παιδικών της χρόνων.

σελ.34 - Ουδείς αντικαταστατός Για κάποιον υπάλληλο, που ήταν πολύ καιρό στην ίδια υπηρεσία, ο κύριος Κ. άκουσε να διατυπώνουν τον εξής έπαινο: ο υπάλληλος ήταν τόσο καλός, που ήταν αναντικατάστατος. Τι θα πει αναντικατάστατος; ρώτησε εκνευρισμένος ο κύριος Κ.. Θα πει ότι η υπηρεσία δε λειτουργεί χωρίς αυτόν είπαν οι υμνητές του. Μα πώς μπορεί να ‘ναι καλός υπάλληλος, αν η υπηρεσία δε λειτουργεί χωρίς αυτόν; είπε ο κύριος Κ.. Έχει χρόνια σ’ αυτή την υπηρεσία, και θα μπορούσε να την οργανώσει τόσο καλά, ώστε να μην είναι πια αναντικατάστατος. Και τι έκανε τόσον καιρό; Να σας πω εγώ: εκβιασμό έκανε! Ποιος είναι ο αναντικατάστατος; Τι θα πει αναντικατάστατος; ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ κ. ΚΟΫΝΕΡ

του Φωτιάδη Bruce Νικόλαου Πηγές: el.wikipedia.org, en.wikipedia.org, health.ana.gr, zoo.gr

5


διήγημα

αντί × λόγου

Μπάκη Backy

τάρτη.

Όλα ξεκίνησαν κάπως έτσι… Ήταν τα εικοστά όγδοα γενέθλιά μου. Πρώτη Απριλίου. Τε-

Αποφασίσαμε να τα γιορτάσουμε στο μπαρ «Marilyn & Elvis». Ένα από τα αγαπημένα μας στέκια. Τραγούδια 60’s, αφίσες Μάρλον Μπράντο, Τζέιμς Ντιν, Τζέρι Λιούις και Ντιν Μάρτιν, Μπαρτ Λάνκαστερ, Ντορς, Μπιτλς, Μπιτς Μπόις, Φρανκ Σινάτρα. Και φυσικά, δύο τεράστιες αφίσες πίσω από το μπαρ. Μία του Έλβις Πρίσλει και μία της Μέριλιν Μονρό. Αν και Τετάρτη είχε κόσμο. Έτσι είχαμε στριμωχτεί μπροστά από τον ντι τζέι, ανάμεσα από δύο πενηντάρηδες και μια παρέα φοιτήτριες. Το μαγαζί γέμιζε καθημερινά και το γνωρίζαμε. Ήταν ωραίο άτομο το αφεντικό και το συμπαθούσαν όλοι. Έκανε και καλή διαχείριση… οπότε αναμενόμενο. Μόλις είχαμε μπει και εκείνη τη στιγμή ακουγόταν από τα ηχεία το ‘It's All Right’ του Σαμ Κουκ. Στα γενέθλιά μου, όπως πάντα, ήμαστε λίγοι και καλοί. Για την ακρίβεια πολύ λίγοι και καλοί. Τρία άτομα όλοι κι όλοι. Εγώ, ο κολλητός μου ο Νέστορας και ο ξάδερφός μου ο Δημήτρης.

Ο Νέστορας -Νέστωρ τον φωνάζουμε. Ψηλός, γεροδεμένος, με μακρύ μαλλί και αξύριστος σχεδόν πάντα. Τον γνωρίζω από το γυμνάσιο. Η υπεύθυνη καθηγήτρια μας είχε βάλει να κάτσουμε μαζί στο θρανίο την πρώτη μέρα, γιατί μας είδε ήσυχους και πίστεψε πως δε θα μιλάγαμε μεταξύ μας. Τι τράβηξε η καημένη… Την ημέρα των γενεθλίων μου είχε ντυθεί απλά. Όπως δηλαδή και όλες τις υπόλοιπες που είχαν περάσει στη ζωή του. Ποτέ του δεν ντυνόταν επίσημα. Είτε ήταν γιορτές είτε Πάσχα είτε Χριστούγεννα είτε φυσικά η γιορτή του ή τα γενέθλιά του. Είχε το δικό του στιλ. Και στο γάμο του λέει, με τζιν θα πάει. Είμαι σίγουρος πως θα το κάνει. Θα τονίσω όμως πως τη συγκεκριμένη μέρα -μάλλον νύχτα- φορούσε ένα άσπρο τζιν, και ένα παστέλ φουτεράκι. Ο Δημήτρης. Αδύνατος, πολύ αδύνατος. Έχουμε ίδια ηλικία, με διαφορά λίγων μηνών. Γνωριζόμαστε από τότε που αρχίσαμε να έχουμε αναμνήσεις. Μένουμε άλλωστε και σε γειτονικά σπίτια. Με τον Νέστορα γνωρίστηκε την ίδια μέρα που τον γνώρισα κι εγώ. Στο γυμνάσιο δηλαδή. Ο Δημήτρης καθόταν στο θρανίο μπροστά μας. Τι τράβηξε η καημένη η καθηγήτρια… Τη νύχτα εκείνη, αν και είχε ψύχρα φορούσε ένα άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο και λευκή βερμούδα. Άλλωστε τα κόκαλα δεν κρυώνουν…

6


αντί × λόγου

διήγημα

Τέλος εγώ. Το τιμώμενο πρόσωπο. Εμένα με λένε Χαράλαμπο. Δε με φωνάζουν όμως Χαράλαμπο, αλλά Μπάκη. Όχι και πετυχημένο υποκοριστικό θα έλεγα, αλλά έτσι με φωνάζουν από μωρό και εγώ το έχω συνηθίσει πλέον. Βγαίνει από το Χαραλαμπάκη…Στα γενέθλιά μου φορούσα ένα πολύ ωραίο κοστουμάκι που μου είχαν δωρίσει οι γονείς μου το μεσημέρι στο οικογενειακό τραπέζι, όπου παραδοσιακά είχα σβήσει και τα κεράκια -είκοσι οχτώ τον αριθμό- στην τούρτα. Και το χρώμα αυτού… Λευκό. Κατάλευκο. Ακόμα και λευκό λουστρίνι παπούτσι.

Και ναι λοιπόν, στα εικοστά όγδοα γενέθλιά μου ήμασταν και οι τρεις μας, χωρίς καν να έχουμε συνεννοηθεί, ντυμένοι σαν γαλατάδες. Τρία λευκά όντα. Εξωγήινοι από τον πλανήτη Γαλάκτους. Δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει εξαρχής, μιας και τα στιλιστικά δεν είναι το φόρτε μας. Αλλά τη στιγμή που η σερβιτόρα ήρθε να μας πάρει παραγγελία, έκανε ένα σχόλιο για το ντύσιμό μας. Κοιταχτήκαμε και αρχίσαμε να γελάμε. Εκεί άρχισαν και τα αστεία περί εξωγήινων όντων. Κάναμε ηλεκτρονικές φωνές, πυροβολούσαμε με φανταστικά ακτινοπίστολα, μιλούσαμε για παλιές πετυχημένες αποστολές στο αχανές διάστημα και σε αφιλόξενους πλανήτες. Και όσο το ποτό έρεε, η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Πιστεύω πως κάποια στιγμή όλοι οι πελάτες του μαγαζιού κοιτούσαν εμάς καθώς πολεμούσαμε τους κακούς εξωγήινους Καφέδιους, οι οποίοι προσπαθούσαν να μας αιχμαλωτίσουν και να μας αλλάξουν χρώμα. Και γίναμε περισσότερο ‘αντιληπτοί’ στους γύρω μας όταν ξεκινήσαμε να ‘στρατολογούμε’ κόσμο για τις αποστολές μας, να ‘τηλεμεταφερόμαστε’ με ένα δυνατό κρότο που κάναμε με το στόμα μας και να μιλάμε με τον κυβερνήτη του σκάφους μας, τον κύριο Σποτ -εκ του κυρίου Σποκ από το Σταρ Τρεκπου για να του μιλήσεις έπρεπε να βρεις ένα οποιοδήποτε σποτάκι, από τα πολλά φωτιστικά σποτάκια του μαγαζιού που βρίσκονταν στο πάτωμα, και να μιλήσεις σε αυτό για να σε ακούσει. Όλα αυτά σας τα λέω με πάσα σιγουριά, γιατί μπορεί όταν πίνω να μην ελέγχω τον εαυτό μου, αλλά παρόλα αυτά θυμάμαι τα πάντα. Και δυστυχώς αυτό συμβαίνει και στους τρεις μας και έτσι επιβεβαιώνουμε ο ένας τον άλλον για όλα τα τραγικά τα οποία συμβαίνουν κατά τη διάρκεια κάποιου μεθυσιού. Κάποια στιγμή λοιπόν, ‘πολεμούσαμε’ τους ύπουλους εξωγήινους Τσοκολάτους, συμμάχους των Καφέδιους, και δεν μπορούσαμε να μπούμε σε καμία περίπτωση στο οχυρό τους και να ελευθερώσουμε την πριγκίπισσα -ω ναι, είχε και πριγκίπισσα η ιστορία. Οπότε, μετά από μια γρήγορη σύσκεψη κάτω από τα τείχη του εχθρού -δηλαδή το μπαρ- αποφασίσαμε πως για να εισβάλουμε στο οχυρό χρειαζόμασταν τύχη. Και πού θα βρίσκαμε τύχη; Μα φυσικά στο καζίνο. Πληρώνουμε λοιπόν όλη την ‘τροφή’ μας -τα ποτά μας δηλαδή- και παίρνουμε ένα ταξί για το καζίνο.

7


διήγημα

αντί × λόγου

Το ταξί μας άφησε ακριβώς στην είσοδο του καζίνο. Κατεβήκαμε και αρχίσαμε να γελάμε πανηγυρίζοντας που επιτέλους η τύχη ήταν με το μέρος μας και λέγαμε λόγια για να ρίξουμε το ηθικό των Τσοκολάτους. Φυσικά δεν ήταν δυνατό να μας αφήσουν τόσο μεθυσμένους να μπούμε μέσα και έτσι παραπατώντας κατευθυνθήκαμε ασυναίσθητα στην πίσω μεριά του καζίνο. Καθώς το μέρος εκεί είναι ανοιχτό και βρίσκεται εκτός πόλης, μας χτύπησε ο αέρας ενόσω προχωρούσαμε, και συνήλθαμε κάπως. Ξεχάσαμε τα περί εξωγήινων γρήγορα μιας και δεν υπήρχε πιθανότητα να κουβαλήσουμε την τύχη στο σκάφος μας, αν και η αλήθεια ήταν πως βαρεθήκαμε την όλη ιστορία, και έτσι αρχίσαμε το τραγούδι. Φάλτσοι όσο δεν πάει άλλο. Ό,τι πουλί κοιμόταν σε δέντρο σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων, αν δεν αυτοκτόνησε, σίγουρα εγκατέλειψε την περιοχή και δεν θα ξαναγύρισε ποτέ. Κάποια στιγμή, ενώ εγώ είχα προπορευτεί αρκετά, πετάχτηκαν δύο τεράστιοι τύποι από μια πόρτα παρασύροντάς με. Ήταν ψηλοί και φαρδιοί σαν δίφυλλες ντουλάπες. Οι ίδιοι ούτε που κατάλαβαν πως έπεσαν επάνω μου, πάντως εγώ εκσφενδονίστηκα πάνω σε κάτι στοίβες με καρέκλες. Και δεν θα το είχαν συνειδητοποιήσει, αν ο Νέστωρ δεν φώναζε «Μπάκη!;!; Μπάκη!;!; Είσαι καλά;». «Επιτέλους» κάνουν και οι δύο με μια φωνή. Και μας αρπάζουν και τους τρεις και μας βάζουν μέσα στο καζίνο.

Ο ένας τύπος κρατούσε έμενα στην αγκαλιά του σαν να ήμουν μωρό και ο άλλος κρατούσε από το πίσω μέρος του γιακά το Νέστορα και το Δημήτρη και τους έσπρωχνε εμπρός. Πριν καταλάβω τι συμβαίνει, ζαλισμένος από το χτύπημα και το ποτό, βρέθηκα να κρατάω μια κιθάρα στα χέρια και να στέκομαι πάνω σε μια ξύλινη σκηνή. Δεξιά μου, ακριβώς στην ίδια στάση, με μια κιθάρα δηλαδή στο χέρι, βρίσκονταν και ο Νέστωρ με το Δημήτρη. Ξαφνικά ακούμε από κάποια ηχεία: «Κυρίες και κύριοι. Παρακαλώ… Υποδεχτείτε από τη μακρινή Βραζιλία τους βιρτουόζους της κιθάρας, τους μουσικούς με το τεράστιο ταλέντο, τους μουσικούς που θα σας ταξιδέψουν με μοναδικές μελωδίες σε όλον τον κόσμο, τους μοναδικούς… Μπάκι Μπάκι». Τότε η αυλαία τραβιέται στην άκρη και αντικρίζουμε ένα πλήθος ανθρώπων να κάθεται σε μια μεγάλη σάλα. Μας κοίταζαν και μας χειροκροτούσαν. Έχω παγώσει. Η ζάλη εξαφανίζεται με μιας. Κοιτάω γύρω μου και βλέπω πίσω μου ένα τεράστιο πανό να γράφει με τεράστια καλλιγραφικά γράμματα «Backy Backy» και με μικρότερα από κάτω «from Brazil». Στα αριστερά, ένα ειδυλλιακό τοπίο. Ένα κόκκινο ηλιοβασίλεμα, μια τεράστια παραλία με φοίνικες και τρεις ασπροντυμένοι τύποι που κρατούσαν κιθάρες και κοίταζαν τον ήλιο. Καταλαβαίνω αμέσως πως έχει γίνει παρεξήγηση. Κάνω να φύγω από τη σκηνή αλλά στη δεξιά έξοδο στεκόταν ο τύπος που με κουβάλησε ως εκεί. Με αγριοκοιτάει, και ριζώνω αμέσως στο σημείο όπου στέκομαι. Στην αριστερή έξοδο στέκεται ο άλλος ογκώδης τύπος. Κοιτάω έντρομος το κοινό που έχει αρχίσει να σταματά σταδιακά το χειροκρότημα. Στρέφω το βλέμμα μου τότε στο Νέστορα που βρίσκεται δίπλα μου, στη μέση της σκηνής.

8


αντί × λόγου

διήγημα

«Τι κάνουμε;» του ψιθυρίζω πανικόβλητος. «Θα παίξουμε κιθάρα» μου απαντάει με φυσικότητα. «Τρελός είσαι; Δεν ξέρω να παίζω κιθάρα». «Ούτε εγώ» μου αντιγύρισε, σκάζοντάς μου ένα τεράστιο χαμόγελο που με αφήνει να κοιτάω το κενό. Ακούω τότε από τα ηχεία μια χοντρή πομπώδη φωνή να λέει: «Thank you very much! Thank you very very much!» και γυρνάω και βλέπω το Νέστορα με προσποιητή φωνή να μιλάει στον κόσμο στα αγγλικά και να τους χαιρετάει με το ίδιο ηλίθιο χαμόγελο που έσκασε σε εμένα. Με το ένα χέρι κρατούσε την κιθάρα ενώ το άλλο το είχε στην καρδιά και άρχισε να βγάζει ένα λογύδριο στο κοινό, που κάθε πρότασή του ξεκινούσε με τη φράση «I speak to you from the bottom of my heart…». Ξαφνικά ακούγεται ένας δυνατός κρότος. Ο Νέστωρ βγάζει μια κραυγή. Στο στήθος του, μια κόκκινη υγρή κηλίδα αρχίζει να σχηματίζεται και να στάζει στο ξύλινο πάτωμα. Ο Νέστωρ λιποθυμά και πέφτει κάτω.

Το τι ακολούθησε… απερίγραπτο. Χάος. Ο κόσμος άρχισε να ουρλιάζει. Πανικόβλητοι σηκώνονταν και κατευθύνονταν μαζικά προς τις εξόδους της σάλας. Αντικείμενα έσπαγαν, καρέκλες κατρακυλούσαν και σκόνταφταν επάνω τους καλοντυμένες μεσήλικες κυρίες… Η όλη υπόθεση έμοιαζε στα μάτια μου με κινηματογραφική ταινία. Ο σκηνοθέτης έλειπε μονάχα να κάθεται κάπου σε μια σκοτεινή γωνία στη σπαστή ξύλινη καρέκλα του και με το μεταλλικό μεγάλο κώνο να φωνάξει «Κατ… πολύ καλό παιδιά… πάμε μία από την αρχή όμως…». Είχα σαστίσει. Ξαφνικά θυμάμαι το Νέστορα και γυρνάω να τον βοηθήσω. Όμως δεν ήταν εκεί. Υπήρχε απλώς μια τεράστια κηλίδα αίμα στην σκηνή, στο σημείο όπου στεκόταν. Πάγωσα για άλλη μια φορά. Απορώ πώς με τόσο ψυχολογικό πάγωμα που έπαθα την ημέρα εκείνη δεν έπαθα κάποια ψυχολογική ψύξη. Τότε ακούω ένα «Ψιτ… Ψιτ…». Το κεφάλι του Νέστορα μου μιλούσε μέσα από μια καταπακτή στο πίσω μέρος της σκηνής και το χέρι του μου έγνεφε να πλησιάσω προς το μέρος του. Παγώνω. Ξανά. Το ανυπόμονο βλέμμα του Νέστορα όμως, αλλά και οι δύο θηριώδεις μπράβοι που έτρεχαν κατά πάνω μου με έκαναν να βουτήξω κυριολεκτικά στην καταπακτή. Ανοιγόκλεινα το στόμα μου σαν ψάρι έξω από το νερό και κοιτούσα το αιματοβαμμένο στήθος του Νέστορα και το Δημήτρη να χαμογελάει. «Θα σου εξηγήσω μετά. Τώρα τρέχα». Ο Νέστωρ μαντάλωσε την καταπακτή διότι διαφορετικά θα βρισκόμασταν πολύ γρήγορα αντιμέτωποι με τους δύο γορίλες. Και τότε τρέχουμε όλοι μαζί σκυφτοί κάτω από την σκηνή προς οποιαδήποτε έξοδο. Για όπου φύγει…

9


διήγημα

αντί × λόγου

Προσπαθούσαμε να αποφύγουμε τα δοκάρια και οτιδήποτε άλλο βρισκόταν κάτω από τη σκηνή. Τσουβάλια, καλώδια, παλιά σκηνικά, ώσπου φτάσαμε στην έξοδο. Από εκεί, σε ένα διάδρομο χωρίς πόρτες. Πίσω μας τα ουρλιαχτά των κυριών με τα μαργαριταρένια κολιέ και τις μεγάλες καρφίτσες στο πέτο τους. Από διάδρομο σε διάδρομο, προσπερνώντας γκρουμ, καμαριέρες, κρουπιέρηδες, μαγείρους και λοιπούς υπαλλήλους του καζίνο και του ξενοδοχείου του, καταλήγουμε σε μια διασταύρωση που έγραφε «Προς πάρκινγκ αυτοκινήτων». Για κακή μας τύχη όμως, ανοίγει η πόρτα με την πινακίδα, και οι δύο μπράβοι εμφανίζονται λαχανιασμένοι. Μας κοιτάνε για ένα δευτερόλεπτο και μας αρχίζουν στο κυνήγι. Μόνη γρήγορη διέξοδος κάτι σκαλιά που ανεβαίνουν προς τα πάνω. Ξανά τα πόδια στην πλάτη και όσο πιο μακριά από δαύτους. Περνάμε δωμάτια με νούμερα συνεχώς και αλλάζουμε διαδρόμους για να τους μπερδέψουμε. Όμως παρόλα αυτά δε χάνουν τα ίχνη μας και μας ακολουθούν κατά πόδας. Κάποια στιγμή, και ενώ έχουμε ανέβει πολλούς ορόφους, στρίβουμε απότομα σε μια γωνία. Ο Νέστωρ που προπορευόταν πέφτει επάνω σε κάποιον που βρισκόταν ακριβώς πίσω από τη γωνία και βρίσκονται και οι δυο τους στο πάτωμα. Ο τύπος σηκώνεται απότομα και κοιτάει το στήθος του που έχει χτυπήσει με του Νέστορα. Φορά ένα άσπρο σακάκι που έχει γίνει κατακόκκινο. «What the f…» κάνει στον εαυτό του. Γυρίζει νευριασμένος στον πεσμένο Νέστορα και του λέει «You ruin my costume man». Εγώ έχω σταματήσει και τους κοιτώ, αλλά ο φουριόζος Δημήτρης στρίβει τη γωνία, πέφτει πάνω μου, εγώ πάνω στον τύπο και τον ξαναρίχνω κάτω. Εκείνη τη στιγμή, λόγω της φασαρίας, από το κοντινότερο δωμάτιο βγήκαν ανήσυχοι δυο τύποι, επίσης ντυμένοι στα άσπρα, και έτσι επετεύχθη μία μεγάλη συνάντηση των κατοίκων του πλανήτη Γαλάκτους στην Γη. Ένας από αυτούς, αφού κοίταξε το Νέστορα και το φίλο του, στράφηκε έκπληκτος προς έμενα και μου είπε «Hey man, that is my guitar». Κοιτιέμαι και συνειδητοποιώ ότι μέσα στην τρομάρα μου κουβάλησα έως εκείνο το σημείο την κιθάρα που μου έδωσαν να παίξω μουσική. Το μόνο που κατάφερα να του πω ήταν ένα τρεμουλιαστό «sorry» και να ανασηκώσω τους ώμους μου. Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που διαδραματίστηκε αυτή η φάση, οι δύο πιθηκάνθρωποι κατάφεραν και μας πλησίασαν. Ακούσαμε τις κραυγές τους και τη φασαρία που έκαναν και αυτό μας αφύπνισε. Πανικόβλητοι αρχίσαμε να τρέχουμε ξανά, αφήνοντας πίσω τις βρισιές που μας έριχναν οι τρεις τύποι με τα άσπρα. Με το που στρίψαμε βέβαια στο διάδρομο, οι βρισιές μετατράπηκαν για κάποιο λόγο σε αγκομαχητά πόνου.

10


αντί × λόγου

διήγημα

Κατευθυνθήκαμε στο ισόγειο, περάσαμε το γκισέ όπου επικρατούσε πανικός. Έλεγαν ότι έγινε κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα. Βγήκαμε στην κεντρική είσοδο και βρεθήκαμε ανάμεσα από ασθενοφόρα και οχήματα της αστυνομίας. Μπήκαμε σε ένα ταξί και καταλήξαμε σπίτια μας.

Την επόμενη μέρα ακούσαμε πως στο ξενοδοχείο του καζίνο είχε διαδραματιστεί ένα γεγονός που έμοιαζε με αστυνομική ταινία. Κάποιο διάσημο λατινοαμερικάνικο συγκρότημα επρόκειτο να δώσει μουσική παράσταση, αλλά μετά από μια σειρά περίεργων γεγονότων τα τρία μέλη του κατάληξαν στην φυλακή. Περιληπτικά να σας πω πως η τοπική εφημερίδα έγραφε ότι το συγκρότημα πέρα από τις μουσικές του ικανότητες διατηρούσε και μια σπείρα ναρκωτικών. Εκτός από τη συναυλία που θα έδιναν στην πόλη μας, θα πουλούσαν και μια σημαντική ποσότητα κοκαΐνης σε έναν πελάτη τους. Για κάποιο λόγο όμως που δεν είχε γίνει γνωστός, δημιουργήθηκε παρεξήγηση μεταξύ της σπείρας και του πελάτη και έτσι ένα από τα μέλη πυροβολήθηκε, χωρίς όμως να τραυματιστεί σοβαρά. Η σπείρα μετά από τον πυροβολισμό προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά παρά την προσπάθειά της δεν τα κατάφερε και συνελήφθη από την ασφάλεια του καζίνο. Μάλιστα η εφημερίδα είχε στην πρώτη της σελίδα τους δύο μπράβους την ώρα που τους συνέχαιρε ο αρχηγός της αστυνομίας. Εμείς οι τρεις δεν φαινόμασταν πουθενά. Την είχαμε γλιτώσει πολύ πολύ φθηνά. Κι όσον αφορά τον υποτιθέμενο τραυματισμό του Νέστορα, μπορώ να πω ότι η τύχη μας βοήθησε πάρα πολύ. Ο Νέστωρ εκείνο το βράδυ είχε αποφασίσει να μου κάνει μια φάρσα, μιας και ήταν πρωταπριλιά. Κάναμε μικροί τέτοιες φάρσες, αλλά τα τελευταία χρόνια τις είχαμε αφήσει στην άκρη. Παρόλα αυτά ο Νέστωρ είχε εντοπίσει κάπου μια κάψουλα ψεύτικου αίματος, που όταν την πίεζες έσκαγε και γέμιζε τον τόπο με κόκκινη μπογιά. Γι’ αυτό ο Νέστωρ μιλούσε επάνω στην σκηνή με το χέρι στην καρδιά του. Είχε εντοπίσει από πριν στο βάθος ένα γλυπτό το οποίο κρατούσε έναν γιγαντιαίο μεταλλικό δίσκο. Ένας από τους φροντιστές της σκηνής, καθώς μετέφερε κάτι δοκούς, ακούμπησε το δίσκο με αποτέλεσμα εκείνος να αρχίσει να ταλαντεύεται. Η κίνησή του έδειχνε ότι αργά η γρήγορα θα έπεφτε. Έτσι λοιπόν και έγινε. Τη στιγμή που προσέκρουσε στο έδαφος έκανε έναν τρομακτικό θόρυβο. Τότε ο Νέστωρ πίεσε την κάψουλα στο στήθος του και αυτή εξερράγη γεμίζοντάς τον με ‘αίμα’. Η αλήθεια είναι πως όταν μετά το σκέφτηκα, ο θόρυβος που ακούστηκε δεν έμοιαζε καθόλου με πυροβολισμό, παρόλα αυτά σε συνδυασμό με το αίμα στο στήθος του Νέστορα, ο κόσμος έβγαλε τα δικά του συμπεράσματα. Εν κατακλείδι, από αυτή τη ιστορία κέρδισα και κάτι ακόμα. Μια υπέροχη, πανάκριβη, ηλεκτροακουστική κιθάρα. × Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

11


βιβλίο

αντί × λόγου γράφει η Τζόρτζια Νάστα

Τυχαία έπεσε στα χέρια μου πρόσφατα ένα βιβλίο το οποίο μου ήταν παντελώς άγνωστο, αλλά ο συγγραφέας του τύχαινε να είναι ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες του αμερικάνικου κινηματογράφου. Δεν ήταν άλλος από τον Τιμ Μπάρτον, και ο τίτλος του βιβλίου ήταν « Ο Μελαγχολικός Θάνατος του Στρειδάκη και άλλες ιστορίες». Εξεπλάγην, γιατί δεν είχα την παραμικρή ιδέα ότι πέρα από σκηνοθέτης είναι και συγγραφέας βιβλίων. Αφού ξεπέρασα το πρώτο σοκ, πήρα το βιβλίο στα χέρια μου και άρχισα να το περιεργάζομαι. Ήταν ένα μικρό μαύρο βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο και παράξενη εικονογράφηση. Μου φάνηκε απίστευτα ενδιαφέρον κι έτσι αποφάσισα να του ρίξω μια πιο προσεκτική ματιά. Το βιβλίο ήταν μια συλλογή από μικρά ποιήματα για παιδιά, αλλά σίγουρα αυτό που κατάλαβα είναι ότι δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν συνηθισμένα. Αντίθετα, ήταν αράδες γεμάτες μαύρο χιούμορ και περιέγραφαν μακάβριες καταστάσεις τις οποίες βίωναν οι καθόλου συνηθισμένοι ήρωες του βιβλίου. Πρόσωπα όπως ο Κάπτεν Λίγδας και ο Ρούλης ο Τοξικούλης βρίσκονται μπλεγμένοι σε χιουμοριστικές καταστάσεις, οι οποίες καταλήγουν πάντα σε τραγικά φινάλε. Ένα από τα ποιήματα που μου τράβηξε την προσοχή ήταν αυτό που περιέγραφε την ιστορία της ζωής του Στρειδάκη και την τραγική κατάληξή του. Ο Στρειδάκης είναι ο καρπός του έρωτα ενός φαινομενικά φυσιολογικού ζευγαριού. Ειδυλλιακή πρόταση γάμου, ευτυχής κατάληξη της ένωσης των δύο η εγκυμοσύνη, και ύστερα έρχεται η γέννηση του Στρειδάκη σαν επιστέγασμα αυτής της ευτυχίας. Όμως…όμως κάτι δεν πάει καλά με το παιδί…Δεν είναι σαν τα άλλα, τα «φυσιολογικά» παιδιά. Έχει κεφάλι σε σχήμα στρειδιού! Απαρηγόρητοι οι γονείς ψάχνουν να βρουν την αιτία αυτής της δυστυχίας που χτύπησε την πόρτα τους και τους γέμισε πόνο και αμφιβολίες. Η μητέρα αρνείται να δεχτεί την πραγματικότητα, ότι ο Λένι είναι το παιδί τους, και προσπαθεί να βρει μια άκρη ρωτώντας ειδικούς. Όμως κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει τους δύο γονείς, οι οποίοι καταλήγουν να απομακρύνονται σιγά σιγά από το παιδί τους. Ο Λένι δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο την άρνηση των γονιών του, αλλά βιώνει και την απόρριψη από μέρους της κοινωνίας συνολικά. Μοναξιά κυριεύει τον Στρειδάκη, ο οποίος κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό του και περιθωριοποιείται. Ταυτόχρονα η οργή, ο πόνος και η άρνηση των γονιών κλιμακώνεται και αρχίζουν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο για το ποιος πραγματικά φταίει. Ρίχνουν το φταίξιμο για όλα τα συζυγικά τους προβλήματα πάνω στον Στρειδάκη και αναζητούν για άλλη μια φορά τη λύση. Καταλήγουν στο ότι πηγή του κακού είναι το ίδιο τους το παιδί και αποφασίζουν να το ξεφορτωθούν με φρικτό τρόπο, σκοτώνοντάς το. Τραγικό τέλος για ένα πλάσμα άμοιρο ευθυνών. Η κατάληξη; Φυσικά οι γονείς ανακουφισμένοι συνεχίζουν τη ζωή τους και αποφασίζουν να μεγαλώσουν την οικογένειά τους φέρνοντας στον κόσμο ένα άλλο παιδί. Αυτή τη φορά φυσιολογικό…

12


αντί × λόγου

βιβλίο

Διαβάζοντας την ιστορία του Λένι του Στρειδάκη, συνειδητοποιεί κανείς πόσο εύστοχα και εύστροφα περιγράφει ο Μπάρτον μια οικογενειακή κατάσταση την οποία βιώνουν πολλά παιδιά. Φυσικά πίσω από την αλληγορία κρύβεται μια φρικτή πραγματικότητα, αυτή των προβληματικών γονιών και των συμπλεγμάτων που αυτοί δημιουργούν με τη στάση τους στα παιδιά τους. Μπορεί οι γονείς του Στρειδάκη να τον σκότωσαν στο τέλος, όμως υπάρχουν γονείς που «σκοτώνουν» είτε ηθελημένα είτε ακούσια την ψυχή των παιδιών τους. Πληγώνουν τα αισθήματά τους, τα φορτώνουν άσκοπες και ανούσιες ενοχές για πράγματα που δεν αποτελούν φταίξιμο και ευ θύνη τους, περιορίζουν την ελευθερία και τη δημιουργικότητά τους και τελικά παραδίδουν ενήλικες γεμάτους συμπλέγματα κατωτερότητας και αρνητισμό. Γενικότερα, αυτό που συμπερασματικά θα μπορούσε να πει κανείς έχοντας διαβάσει τα ποιήματα της συλλογής αυτής, είναι ότι ο Μπάρτον καταπιάνεται με θέματα της καθημερινότητάς μας και δημιουργεί καταστάσεις φρίκης και μαύρου χιούμορ για να μας περάσει διάφορα μηνύματα σχετικά με τη ζωή μας και πώς τη διαχειριζόμαστε. Όλες οι ιστορίες που περιγράφονται μέσα από τα ποιήματα αυτά είναι καταστάσεις που όλοι μας λίγο πολύ έχουμε ζήσει είτε ως απλοί παρατηρητές είτε άμεσα εμπλεκόμενοι. Τα συναισθήματα που βγαίνουν είναι τόσο έντονα που εύκολα ταυτίζεται κανείς με τους ήρωες και καταλήγει να τους συμπονά, ακόμα και τους πιο μακάβριους από αυτούς. Και όσο δυσοίωνα κι αν είναι κάποια από αυτά τα ποιήματα, πάντα ο Μπάρτον βρίσκει τρόπο να σπάσει αυτή τη φρίκη γράφοντας ιλαρές ατάκες που μας κάνουν να μειδιάσουμε. Προφανής στόχος του είναι να δείξει πως ακόμα και μέσα από τις πιο άσχημες καταστάσεις πάντα ξεπηδά η ελπίδα και η προσμονή για κάτι καλύτερο. Σας συστήνω ανεπιφύλακτα να αναζητήσετε και να διαβάσετε το Μελαγχολικό Θάνατο του Στρειδάκη και όλες τις υπόλοιπες ιστορίες, καθότι είμαι σίγουρη πως θα το αγαπήσετε όπως κι εγώ. Δε θα σας πάρει πάνω από δέκα λεπτά να ολοκληρώσετε την ανάγνωση, αλλά οι σκέψεις τις οποίες θα σας εγείρει σίγουρα θα παραμείνουν στο νου σας λίγο παραπάνω. ×

13


ποίηση

αντί × λόγου

γράφει ο Ανδρέας Τσιάκος

Ο ΝΟΝΟΣ Βαφτίζω τα καινούρια μου σιωπητήρια Βαφτίζω το περιβόλι της κοιλιάς μου Τα τελευταία φαγοπότια Τις τελευταίες αμνησίες . Βαφτίζω τις λέξεις μου στις χορδές των μαχαιριών, Τους τοίχους στο πινέλο των φονιάδων . Βαφτίζω τον ύπνο μου . -Ληξιαρχεία των αιώνων κρατώ το αντικλείδιΒαφτίζω τις παλιές μου αγάπες . Στις μυστικές κάμαρες πριν φωτιστεί με την σκιά η ανάσα μου βαφτίζω την ζωή μου.

ΣΟΥΣΑΜΕΝΙΟΣ Ανοίγω την πόρτα Ξορκίζω τον δρόμο Πετώ τα κλειδιά μου Μετρώ ως το δέκα Κάνω ένα βήμα… Αιώνες μετά Κοιτάω τις πόρτες Δακρύζω απ’ τα γέλια Μετρώ ως το δέκα Κάνω ένα βήμα…

14

άτιτλο Η ομορφιά ξεφυλλίζει ένα βιβλίο Από όστρακο και οδηγεί τρία πανάκριβα παπούτσια . Επισκευάζει ένα δίκλινο θερμοκήπιο Δίπλα από το τελευταίο κύμα Και φυσά τον θυμό της Σ’ ένα ματσάκι πασατέμπο. Λατρεύει να μιλά σε πρώτο ενικό Όταν στα χέρια της φυτρώνουν Κάλυκες μπογιατισμένοι, Όταν με την πρώτη ευκαιρία Δείχνει τη μουχλιασμένη ισορροπία της. Ενοικιάζει λεπτοδείκτες με το σταγονόμετρο Και λούζει τα μαλλιά της με φυσική αφέλεια Μια συνταγή που βρήκε γραμμένη Σ’ ένα θερμόμετρο από πέτρα. -Μετρά τα γάντια της και πάντα Τα βρίσκει μονά Προσφάτως εγκαινίασε ένα ποτάμι Και στα πλάνα της είναι να χτίσει Μια βαρεμάρα στα πόδια των περιοδικών.


ποίηση

αντί × λόγου

Καυγαδίζουμε σαν δάκρυα Στην πλατεία του γέλιου, (Μια δρασκελιά απ’ το άρωμα του αίματος). Ριζώνουμε τις καρέκλες μας Εκεί που το θέατρο της επαρχίας συναντά τους χορηγούς του . Σκάβουμε με τα νύχια ή τα δάχτυλα -πια , η εντολή του νου μπερδεύει τα σταυροδρόμια των νεύρωνΤον νιπτήρα που κοιμόμαστε;

ΣΑΝ ΤΗΝ ΞΥΣΤΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΓΟΜΑ Ευθύς, Μετά την προσωρινή μας επιτυχία Σαλπάραμε, -όπως λένε οι ποιητέςΓια τον μακρύ διάλογο. Λέξεις-ιππόκαμποι μας υποδέχτηκαν Και μολύβια ξύλινα και παράφρονα. Αφού πιάσαμε τραγούδι και σκοπό Μα τι σκοπό -που λένε οι ποιητέςΓράψαμε στις άδειες μας βαλίτσες ένα θούριο : “Θα κυνηγήσουμε αγέλες σκουπιδιών Και καραμέλες στο στόμα παμφάγων εραστών. Σαν σημαίες θα καμαρώνουμε πάνω στο γυμνό σου δρόμο, Που γλίτωσαν κομπάρσοι ανιστόρητοι Γελώντας από τρόμο. -βοσκός στον Αργολικό κάμπο είναι ο θάνατοςΘα κοιταχτούμε βουβοί Όπως κοιτάν οι αλήτες την κορμοστασιά σου Και θα τελειώσουμε τα σύρματα πριν από την γειτονιά σου”.

φωτογραφία από την Εύη Μαρκάτη

Ο ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΣ ΥΠΝΟΣ

Με υπότιτλους στα μάτια μας Πέφτουν τα βλέφαρα .

Ο Ανδρέας Τσιάκος γεννήθηκε το 1979 στο Άργος. Έχει κυκλοφορήσει την ποιητική συλλογή: «Πόσα ποιήματα χωράει ο σάκος;» από τις εκδόσεις «ΧΑΡΑΜΑΔΑ» (2007)

15


αντί × λόγου

πρόσωπα

η δεσποινίς Λαγού… Επάξια διάδοχος του δικού μας Αισώπου; Μια ταλαντούχα παραμυθού; Ανεξάρτητη γυναίκα της εποχής της ή απλώς – όπως την είχαν κάποιοι κατηγορήσει- μια γεροντοκόρη που στα τριάντα της αποφάσισε να γράψει μία από τις διασημότερες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ; Όλα αυτά και πολλά ακόμα ακούγονται, γράφονται και υποστηρίζονται για μία από τις πιο γνωστές και ισχυρές γυναικείες προσωπικότητες στο χώρο της αγγλικής λογοτεχνίας. Η Beatrix Potter, γεννιέται στις 28 Ιουλίου του 1866 στο Λονδίνο της Αγγλίας, σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Μεγαλώνει με τη νταντά της και τους υπηρέτες του σπιτιού, απομονωμένη από τα υπόλοιπα παιδιά, μέσα σε ένα αυστηρό και συντηρητικό περιβάλλον. Μόνη της παρέα είναι τα αμέτρητα ζώα που συγκεντρώνει γύρω της, τα οποία μεγαλώνει με αγάπη και φροντίδα. Βατράχια, κουνέλια, σαλαμάνδρες, κουνάβια, ακόμα και μια κατοικίδια νυχτερίδα ανήκουν στην κατοχή της. Αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με τα δυο της κουνέλια, που αργότερα θα την εμπνεύσουν να γράψει και να εικονογραφήσει την πιο επιτυχημένη ιστορία της. Τα καλοκαίρια της τα περνάει με τους γονείς της στη Σκωτία, κοντά στη λίμνη District. Εκεί, χωρίς να τη διδάξει κάποιος, παρατηρεί, σκιτσογραφεί και ζωγραφίζει όσα της προκαλούν το ενδιαφέρον. Η χλωρίδα και η πανίδα της περιοχής, τα απέραντα τοπία και τα ίδια της τα ζώα είναι μερικά από τα θέματά της. Εξαιρετικά καλή στη ζωγραφική, ελεύθερος νους και με μεγάλη φαντασία, η Beatrix φαίνεται ότι θα ακολουθήσει μονοπάτια άλλα από αυτά που θέλει να της επιβάλει η οικογένειά της. Μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα αποθάρρυνσης απέναντι στη μόρφωση των γυναικών, η Potter θα καταφέρει να εισχωρήσει σε έναν κατά γενική ομολογία «αντρικό» επιστημονικό κλάδο, αυτόν της μηκυτολογίας, χάρη στις εξαίρετες υδατογραφίες μηκύτων που θα παρουσιάσει στα μέλη του.

16

γράφει η Άννα Νεφέλη Κακουλίδη


αντί × λόγου

πρόσωπα

Ώσπου, στις τέσσερις Σεπτεμβρίου του 1893, στα 27 της χρόνια, η Potter γράφει μια εικονογραφημένη ιστορία που έμελλε να την καθιερώσει ως μία από τις πιο αξιοσέβαστες συγγραφείς σήμερα. Η ιστορία, που είχε τη μορφή γράμματος, απευθυνόταν στο μικρό Noel Moore, τον πεντάχρονο γιο της πρώην νονάς της, που ήταν βαριά άρρωστος. «Αγαπητέ μου Νόελ, δεν ξέρω τι να σου γράψω, γι’αυτό θα σου διηθηθώ μια ιστορία για τέσσερα μικρά κουνέλια..» Κάπως έτσι γεννήθηκε ο «Peter Rabbit», μόλο που η έκδοσή του θα αργούσε οχτώ χρόνια από εκείνη τη στιγμή. Το στέλνει σε έξι εκδότες, και μόνο ο Frederik Warne δέχεται να το τυπώσουν. Στα γραφεία του θα γνωρίσει και τον Norman Warne, το γιο του. Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους, και που βρήκε εντελώς αντίθετους τους γονείς της, εξελίσσεται σε έναν αραβώνα. Δυστυχώς, ο Frederik πεθαίνει λίγο πριν το γάμο τους, αφήνοντας την Potter μόνη, αποκομμένη από την οικογένειά της. Η Potter δεν το βάζει κάτω. Ξεκινάει να γράφει και να εικονογραφεί παιδικά βιβλία χωρίς σταματημό. Με τα έσοδα από τις πωλήσεις τους, θα κατορθώσει να ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά από τους γονείς της και να αγοράσει μια μεγάλη φάρμα το Hill Top στη λίμνη District. Στα σαράντα της παντρεύεται έναν τοπικό δικαστή. Οι εκτάσεις γης που αγοράζει γύρω από τη λίμνη αυξάνονται, και σύντομα χτίζει ένα κατάδικό της αγρόκτημα, στο οποίο μπορεί να ασχοληθεί απερίσπαστη με τη μεγάλη της αγάπη, τα ζώα. Καταγίνεται με την κτηνοτροφία και τη γεωργία, ενώ συνεχίζει να γράφει παιδικά βιβλία, με ήρωες τα λατρεμένα της κατοικίδια. Στις 22 Δεκέμβρη του 1943, και αφού εκδώσει είκοσι τρία βιβλία, η Potter θα πεθάνει, αφήνοντας πίσω της μια πληθώρα λογοτεχνικών έργων, που εξακολουθούν να πωλούνται και να μεταφράζονται σε όλες στις γλώσσες, σε κάθε σημείο της γης. ×

17


αντί × λόγου

face

γράφει η Ελένη Μπάρκα

«Έχω 1500 φίλους», «Σου στέλνω ένα δώρο για τη φάρμα σου», «Μπορείς να μου δανείσεις χρήματα για να παίξω poker;», «Έγραψα στον τοίχο της Μαρίας ‘ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ’»…. Όχι, δεν ξύπνησα σήμερα αποφασισμένη να γράψω περίεργες φράσεις.. Απλώς αναπαράγω ό,τι ακούω συχνότερα από φίλους μου που έχουν προφίλ στο face book… Ποτέ δεν μπορούσα να καταλάβω πώς με ένα απλό κλικ φτιάχνεις νέους φίλους… Αρκεί να πατήσεις την εντολή «αποδοχή» στο αίτημα φιλίας κάποιου και αμέσως μπορείς να μοιραστείς μαζί του τις φωτογραφίες σου, τις σκέψεις σου, οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς! Επίσης στο facebook έχεις τη δυνατότητα να αποκτήσεις δική σου φάρμα, δικό σου ενυδρείο, δικό σου εστιατόριο χωρίς να χρειάζεται να ανησυχείς για δάνεια, λογαριασμούς και οικονομική κρίση… Άσε πια και το άλλο: τζογάρεις παίζοντας poker με τις ώρες χωρίς αυτό να επηρεάζει καθόλου τον τραπεζικό σου λογαριασμό… Δε γίνεται να μην αναρωτηθώ γιατί εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο επιλέγουν να μπουν στην ομάδα αυτή που λέγεται «facebook». Γιατί επιλέγουν να φροντίζουν μια φανταστική φάρμα από το να οργανώσουν μια εκδρομή στη φύση; Γιατί προτιμούν να περνάνε ώρες μπροστά σε μια οθόνη, σε ένα εστιατόριο με πολύ καλά γραφικά, αλλά χωρίς μυρωδιές αληθινού φαγητού και χωρίς τον ήχο των μαχαιροπίρουνων ή τις φωνές από τα διπλανά τραπέζια; Γιατί κάνουμε chat πληκτρολογώντας και δεν κανονίζουμε να το κάνουμε πίνοντας καφέ;

18


αντί × λόγου

book

Φυσικά και δεν κρίνω, ούτε κατακρίνω οποιαδήποτε τέτοια “δραστηριότητα”, απλώς προσπαθώ να την καταλάβω… Εγώ είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που προτιμούν στη γιορτή κάποιου να ψάχνουν προκείμενου να βρουν το καταλληλότερο δώρο, το οποίο αργότερα και θα προσφέρουν μαζί με τις ευχές τους… Δε μου αρκεί να ευχηθώ γράφοντας πάνω στον τοίχο του προφίλ του… Ίσως και το facebook να είναι μια φυγή απ’ την καθημερινότητα. Ένα μέσο για να ξεφύγεις από ό,τι σε αγχώνει, σε πιέζει και σε στεναχωρεί. Το διαβατήριο για να ταξιδέψεις σε μια χώρα όπου δε χρειάζεται να έχεις χρήματα, δε χρειάζεται να προσέχεις πώς ντύνεσαι και πώς μιλάς, δε χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα και σε κανέναν… Ίσως, τέλος-τέλος να το κάνεις και επειδή είναι κάτι που το κάνουν όλοι κι εσύ δε θέλεις να νιώθεις εκτός… Έχω ακούσει για ένα ζευγάρι που γνωρίστηκε στο facebook και τώρα ζει ευτυχισμένο… Έχω ακούσει όμως και για μία εργαζόμενη, η οποία δήλωσε ασθένεια στη δουλειά της, ενώ στην πραγματικότητα έκανε ονειρεμένες διακοπές… Και το μυστικό της ήταν ασφαλές μέχρι που ανάρτησε τις φωτογραφίες των διακοπών στο προφίλ της… Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, όπως όλα στη ζωή μας, η νέα αυτή συνήθεια δεν είναι απόλυτα κακή ή απόλυτα καλή… Χρειάζεται μόνο να βρούμε τις ισορροπίες. Ισορροπίες ανάμεσα στο τι είναι ρεαλιστικό και τι όχι, στο τι συμβαίνει πραγματικά και στο τι λαμβάνει χώρα σε ένα επίπεδο φανταστικό, στο ποιος είναι πραγματικός μας φίλος και ποιος είναι διαδικτυακός. Νομίζω συμφωνούμε όλοι πως τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή, την άμεση σχέση που αναπτύσσουμε με το χώρο και τα άτομα γύρω μας. Παρόλα αυτά εμείς δεν είμαστε που αναρωτιόμαστε που πήγαν όλοι οι άνθρωποι; Εμείς δεν είμαστε που φοβόμαστε ότι η αποξένωση κυριαρχεί στην εποχή μας; Εμείς οι ίδιοι όμως υψώνουμε τοίχους, έστω κι αν οι τοίχοι αυτοί είναι οι γνωστοί τοίχοι του προφίλ σου και όχι τοίχοι με την κυριολεκτική έννοια της λέξης… Γιατί λοιπόν χωράμε όλη μας τη ζωή σε μια ιστοσελίδα την ίδια στιγμή που μπορούμε απλά να βγούμε έξω και να τη ζήσουμε; ×

19


αντί × λόγου

διήγημα

Ζητιάνος Προσπαθώ να κρατάω αποστάσεις από τους άλλους ζητιάνους, για αυτό θα ακούσετε να με αποκαλούν κοροϊδευτικά « ο φιλόσοφος». Ναι, είμαι ένας φιλόσοφος με ολόδικό μου πιθάρι - ένα χαρτόκουτο με μια τρύπα στη μία πλευρά του, τοποθετημένο στο τρίτο στενό της Οδού Αμερικής. Η κατάσταση του σημερινού ζητιάνου δε διαφέρει από αυτήν που περιέγραφε κάποτε ο Τζακ Λόντον, ακόμα ψάχνεις στα σκουπίδια των άλλων για τα ρούχα και το φαγητό σου. Περίεργο, αλλά πριν ούτε που φανταζόμουν πόσες χρήσεις έχει ένα πεταμένο τενεκεδάκι ή πόσο χρήσιμη σαν ζακέτα είναι μια εφημερίδα. Όσο για τη γεύση ενός σαπισμένου μήλου αυτή τη συνηθίζεις με τον καιρό. Ως ζητιάνος, τον περισσότερο καιρό είσαι ασθενής. Με άλλα λόγια, είτε πραγματικά υποφέρεις από το χώμα που έφαγες το πρωί είτε γιατί αυτή την εικόνα θέλει να βλέπει ο υπόλοιπος κόσμος, έτσι ώστε να σε λυπηθεί για να σου πετάξει τα ψιλά του. Από το βλέμμα τους και μόνο μπορείς να καταλάβεις πολλά για το χαρακτήρα τους, βλέποντας όμως τα πράγματα από τη θέση μου, δηλαδή έξω από το εμπορικό κέντρο δίπλα από τη μεγάλη πόρτα.

- Να, πάρε για να ζήσεις.(Ελπίζω να με βλέπουν και οι γύρω μου. Κοιτάξτε με τον βοηθάω!) - Ορίστε φτωχέ μου άνθρωπε.( Εντάξει οι αμαρτίες μου συγχωρέθηκαν) - Τι κρίμα δεν έχω καθόλου ψιλά πάνω μου.(Τα χρειάζομαι για να πάρω τσιγάρα) - (Γρήγορα κοίτα αλλού, κάνε πως δεν τον είδες) - Κοίτα χρυσή μου το όμορφο φόρεμα της βιτρίνας. (Καλά γιατί δεν τους μαζεύουν, τι κάνει άραγε η αστυνομία;)

και η ζωή τους συνεχίζεται, η δικιά μου όμως θα σταματήσει σε λίγες ώρες.

Ας πάρω τα πράγματα όμως με τη σειρά. Πρώτα το αδιάφορο παρελθόν μου. Πριν μερικά χρόνια η κατάστασή μου ήταν πολύ διαφορετική. Νοίκιαζα ένα μικρό διαμέρισμα όπου έμενα μαζί με τη γυναίκα μου, προσπαθώντας και οι δύο να βελτιώσουμε την οικονομική μας κατάσταση, έτσι ώστε να αποκτήσουμε ένα παιδί. Ζούσαμε από το μαγαζάκι μας, ένα μικρό αλλά πολύ περιποιημένο παντοπωλείο, αλλά πού να το προσέξει ο κόσμος όταν ένα τετράγωνο πιο κάτω ανοίγει ο ΥΠΕΡΟΛΑΣ Market. Γαμώ τις πολυεθνικές μου! Γαμώ! Έτσι χρεοκοπήσαμε, ξεσπιτωθήκαμε, πεινάσαμε, γκρινιάξαμε, χωρίσαμε. Αβοήθητοι. Οι άνθρωποι έχουν γίνει ψυχροί. Σε μια πόλη όλοι είναι ξένοι, η πόλη διατάζει οι άνθρωποι να υπακούν με σκυμμένα τα κεφάλια.

20


αντί × λόγου

διήγημα

- Μην αισθάνεστε. Βιαστείτε. Μη σκέφτεστε. Βιαστείτε. Υπακούτε τους νόμους. Βιαστείτε. Σας παρακολουθούμε. Βιαστείτε.

Οι δουλειές ήταν λίγες, προσπάθησα αλλά…είτε χρειαζόταν δούλους που μπορούν να δουλεύουν ασταμάτητα για έντεκα ώρες για ψίχουλα είτε ήθελαν άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις, που ούτε πενήντα χρόνια ζωής δεν είναι αρκετά για να τις αποκτήσεις. Άσε που για να μπορέσεις να πάρεις τη θέση πρέπει να περάσεις από κάθε είδους διαλογή και ιατρικούς ελέγχους, και η αμοιβή είναι ένα κομμάτι ψωμί. Τα παράτησα όλα και φόρεσα στα τριανταπέντε μου τα ρούχα ενός ζητιάνου. Ενός ζητιάνου που γυρίζει στους σκουπιδότοπους και κάνει κάθε Δευτέρα μπάνιο στο σιντριβάνι στην Πλατεία της Χαράς. Η ίδια κατάσταση και σήμερα. Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα πήγα στο κτίριο της Πρόνοιας για το καθιερωμένο μεσημεριανό μου γεύμα ή αλλιώς Κοινωνικό Συσσίτιο. Η μεγάλη αίθουσα ήταν γεμάτη από κόσμο που περίμενε στην ουρά, εκτός από τους ζητιάνους και τους άπορους, βλέπεις ακόμα και ολόκληρες οικογένειες μαζί με τα μικρά παιδιά τους. Βλέπετε ο μέσος μισθός ενός υπαλλήλου δεν είναι αρκετός ούτε για τα πιο βασικά. Όλοι μαζί περιμένουν σε μια μεγάλη σειρά για να πάρουν τη μερίδα τους, ένα πιάτο όσπρια μαζί με ένα κομμάτι κρέας. Στην αίθουσα υπήρχε τρομερή φασαρία και κίνηση, όλα τα τραπέζια της τραπεζαρίας ήταν κατειλημμένα, με το δίσκο του συσσιτίου στα χέρια είδα μια άδεια θέση δίπλα στο Νίκκι.

- Νίκκι, φίλε μου τι έκπληξη. Έχεις μέρες να φανείς από δω, πού έμπλεξες πάλι;

Φήμες τον θέλουν να δουλεύει για το Δόκτορα Χ, αλλά προτίμησα να μην τον ρωτήσω.

- Ω! Φιλόσοφε τι κάνεις εδώ; - Τι εννοείς τι κάνω εδώ; Ήρθα για φαγητό όπως συνηθίζω, τι περίεργο υπάρχει σε αυτό; - Υπάρχει μια ανακοίνωση με το όνομά σου…Την είδες; - Όχι.

Από τον πένθιμο τόνο της φωνής του κατάλαβα ότι τα νέα για μένα ήταν άσχημα. Αφήνοντας τη θέση μου κατευθύνθηκα προς την είσοδο του κτιρίου. Δεξιά της κεντρικής εισόδου του κτιρίου της Πρόνοιας υπήρχε ο Πίνακας Ανακοινώσεων, μια τεράστια οθόνη που κάλυπτε όλον τον τοίχο και στην οποία οι Κυβερνητικοί Οργανισμοί πρόβαλλαν τις ανακοινώσεις τους. Κάθε δημόσιο κτίριο είχε και από έναν Πίνακα Ανακοινώσεων. Ο Πίνακας ήταν γεμάτος από ονόματα, δυσκολεύτηκα πολύ να βρω ανάμεσα σε αυτά το δικό μου. Η ανακοίνωση έλεγε:

21


διήγημα

αντί × λόγου

«Κύριε Μπένι Ρ397, σας πληροφορούμε ότι έχετε αξόφλητους δύο συνεχόμενους λογαριασμούς οξυγόνου. Αυτή είναι η τρίτη προειδοποίησή μας. Εάν το ποσό τον 233€ δεν καταβληθεί μέχρι τις 21:00μμ σήμερον θα αναγκαστούμε να διακόψουμε την παροχή οξυγόνου σας. Ο Ε.Υ.Ο2 σας ευχαριστεί.» :56

Πάγωσα. Κοίταξα την ώρα που έγραφε ο Πίνακας: 14:43 . Μου μένανε ακόμα έξι ώρες ζωής. Μήπως έγινε λάθος; Όχι, η ανακοίνωση έλεγε την αλήθεια, όντως είχα ειδοποιηθεί άλλες δύο φορές και αυτή εδώ ήταν η τρίτη. Γονατιστός παρακαλούσα τους περαστικούς να μου δώσουν λεφτά, για να μπορέσω να πληρώσω αυτά τα γαμημένα τα 233 ευρώ, κατάφερα να μαζέψω μόνο το 1/4 από αυτά. Με κίνδυνο να χάσω τη ζωή μου και το σώμα μου να γίνει κομμάτια μοσχευμάτων, κατάφερα να μπω στο πολύ καλά φρουρούμενο οχυρό της «Συνοικίας των Ευγενών». Το αποκομμένο τμήμα της πόλης όπου όλοι οι πλούσιοι εξουσιαστές έχουν βρει καταφύγιο, περιτριγυρισμένοι από ένα τοίχο ύψους εφτά μέτρων και με χιλιάδες αστυνομικούς. Έλπιζα ότι θα έβρισκα εκεί λίγη ανθρωπιά και λίγα ευρώ. Έκανα λάθος, στη «Συνοικία των Ευγενών» τα πράγματα ήταν χειρότερα, ήμουν ένας κυνηγημένος εγκληματίας. Τα κατοικίδιά τους ζουν πολύ καλύτερα από κάθε άνθρωπο της άλλης πλευράς του τείχους. Καθάρματα! Αυτά τα καθάρματα ήταν που είχαν την ιδέα αυτού του νέου νόμου, τη φορολόγηση του οξυγόνου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μέσα μου ποτέ δεν πίστευα ότι θα επιχειρούσαν να εφαρμόσουν κάτι τέτοιο. Τώρα μου μοιάζει με σχέδιο εξόντωσης των κοινωνικών παράσιτων. Μπορεί να πιστεύετε ότι ο σημερινός τρόπος ζωής μου δεν αξίζει τίποτα, ότι αποζητώ ένα σύντομο θάνατο, σε αυτήν την περίπτωση η παραπάνω ανακοίνωση θα φαινόταν σαν η Σωτηρία μου. Ποιος ο λόγος να πληρώσω, και να συνεχιστεί αυτή η άσχημη ζωή μου χωρίς καθόλου ανέσεις και τηλεόραση; ... Θα απαντήσω στην παραπάνω ερώτησή μου με μία άλλη ερώτηση. Πόσοι από σας μπορούν και μιλούν με τα ζώα; Από τότε που κουβαλώ τον τίτλο του ζητιάνου έχω μάθει πολλά πράγματα, τώρα είμαι στο στάδιο της ανακάλυψης αυτών. Τι εννοώ. Ως ζητιάνος, εκτός του ότι επιβιώνεις με πάρα πολύ λίγο φαγητό, αποκτάς και πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο. Για να γεμίσω αυτόν τον πολύ ελεύθερο χρόνο μου, άρχισα να επισκέπτομαι τη βιβλιοθήκη. Χωρίς να το καταλάβω μου έγινε καθημερινή συνήθεια. Απορροφήθηκα τελείως από τα έργα του Altus, του Παράκελσου, του Άλ-Ραζη, του Τσέημπερς του Γουέι Πο Γιάνγκ, του Ηράκλειτου. Ξεχασμένα βιβλία μιας ξεχασμένης τέχνης.

22


αντί × λόγου

διήγημα

Η Βιβλιοθήκη ποτέ δεν είχε κόσμο, βλέπετε οι σημερινοί άνθρωποι προτιμούν τα Super Market. Έτσι μέσα σε αυτό τον ήσυχο απομονωμένο χώρο, προσπαθούσα να καταλάβω, να καταλάβω, να καταλάβω, να μάθω. Αυτά τα σκονισμένα βιβλία έγιναν η ζωή μου. Τώρα, ενώ ένιωθα ότι ήμουν τόσο κοντά, με την ανακοίνωση με καταδικάζουν σε θάνατο. Κάτι πρέπει να κάνω, χρειάζομαι μια άμεση λύση, οι ώρες που μου απομένουν είναι λίγες. Ίσως μια ληστεία ή και φόνος ακόμα να με γλίτωνε από αυτή την πολύ δύσκολη θέση, εξάλλου δεν έχω τίποτε να χάσω. Όμως το ρίσκο είναι μεγάλο. Και αυτό όχι γιατί μπορεί να σκοτωθώ, αλλά γιατί μπορεί να καταλήξω ανταλλακτικό των πλουσίων. Με την υπέρμετρα αυξημένη αστυνόμευση που επικρατεί, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα με συλλάμβαναν πριν ακόμα επιχειρούσα κάτι. Από εκεί και πέρα, το σύνηθες μέλλον κάθε κρατούμενου των αρχών είναι το σώμα του να τεμαχίζεται σε κομμάτια, τα οποία θα αποτελέσουν μοσχεύματα για τους κατοίκους της «Συνοικίας των Ευγενών». Με αυτό τον τρόπο οι «Ευγενείς» έχουν γίνει αθάνατοι, με σκοπό να κυβερνούν για πάντα χωρίς η εξουσία να φύγει ποτέ από τα χέρια τους. Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ 20:13. Με την κραυγή του Petrozza στο Outcaaaaast σφηνωμένη στο μυαλό μου, συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι δεν μπορώ να βρω μέχρι τις 21:00 τα λεφτά. Έτσι επέστρεψα στο χαρτόκουτό μου για να γράψω τα παραπάνω λόγια και να πεθάνω λυπημένος. Μέσα στην λύπη μου και ενώ είχα τελειώσει το σημείωμά μου, μια μύγα ήρθε και μου ψιθύρισε κάτι στο αυτί, ύστερα με δύο βουητά πέταξε προς τον κάδο σκουπιδιών ακριβώς δίπλα μου. Δεν κατάλαβα ολόκληρη τη φράση της, για αυτό σηκώθηκα και έσκυψα μέσα στον κάδο για να την ξαναρωτήσω. Ο κάδος ήταν γεμάτος από σκουπίδια. Είδα ότι είχε παρέα. Ένα ολόκληρο κοπάδι από χοντρές μαύρες μύγες είχε μαζευτεί πάνω από ένα άσπρο πράμα που μύριζε σαν γλυκό φρέσκο μέλι. Το περίεργο αυτό άσπρο πράμα έμοιαζε υπερβολικά με ανθρώπινη παλάμη. Με μια ξαφνική κίνηση της παλάμης οι μύγες πέταξαν μακριά βουίζοντας θυμωμένα. Σαστισμένος είδα την παλάμη να απλώνεται προς το μέρος μου και να με καλεί να την τραβήξω έξω από τον κάδο. Χωρίς να νιώσω φόβο άλλα παρακινούμενος από ένα αίσθημα ανεξήγητης χαράς, άρπαξα την παρατεταμένη παλάμη και την τράβηξα με δύναμη έξω.

23


αντί × λόγου

διήγημα

Το αίσθημα ευφορίας μου μεγάλωνε την ίδια ώρα που κάτω από τα σκουπίδια άρχισε να προβάλει ο κάτοχος της παλάμης. Ήταν ένα λευκό ανθρωπόμορφο πλάσμα με λεπτά άκρα που φορούσε μια περούκα από μαύρα μαλλιά. Το μαύρο παχύ μουστάκι που κάλυπτε το στόμα του ήταν σίγουρα ψεύτικο, ενώ για ρούχα είχε μια άσπρη ιατρική φόρμα. Δεν μπορώ όμως να πω τίποτα για τα μάτια του! Όταν τελικά βγήκε ολόκληρος από τον κάδο και στάθηκε απέναντί μου, ξέσπασα σε ανεξήγητα γέλια που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Χα-χα-χα. Τρανταχτά χαχανητά που θα ζήλευε ακόμα και ο ίδιος ο Άγιος Βασίλης ανήμερα του Πάσχα. Σίγουρα δεν οφειλόταν στην παράξενη εμφάνιση του επισκέπτη μου. Με δύο απαλές ευγενικές κινήσεις του δεξιού χεριού του καθάρισε τη φόρμα του και στη συνέχεια τακτοποίησε τη μαύρη περούκα του. Το γέλιο μου σταμάτησε απότομα όταν άκουσα την ερώτησή του.

- Τι ώρα είναι;

Το ψηλό ρολόι της πλατείας έδειχνε 20:32, του το ‘πα και του χαμογέλασα!

- Έξοχα! Δεν πιστεύω να βιάζεσαι;!!

- Συγγνώμη, αλλά σε λιγότερο από τριάντα λεπτά έχω ένα ραντεβού που δεν μπορώ να το αναβάλω. Τι είσαι;

- Το αποτέλεσμα της σπασμένης ισορροπίας του σημερινού κόσμου.

Όπως το υποψιάσθηκα, η απάντησή του ήταν η ίδια με αυτή που σου ‘δίνε η υπέροχη ευωδιά του, κάτι πολύ κοντά σε λεβάντα. - Ξέρω ότι δε λες όλη την αλήθεια για το πρόσωπό σου, έτσι δεν είναι;!! Η ερώτησή μου συνοδεύτηκε από ένα ηλίθιο μικρό γελάκι. Κάνοντας επιτόπου μια μικρή πιρουέτα που τελείωσε με μια υπόκλιση, απάντησε:

- Πολύ σωστά! Αλλά βλέπεις η ηλιθιότητα κινεί τον κόσμο, πρέπει να ξέρω - τέλος πάντων με λίγα λόγια έχω και δύναμη και γνώση. Και Νερό και Αλάτι. - Βρίσκομαι στο τέλος της αρχής του ταξιδιού ε;

- Μόνο αν εσύ το θέλεις! Α, βλέπω ότι λίγο πριν κάτι έγραφες σε εκείνο το χαρτί. - Scripta Immortalia, τα γραπτά μένουν!

- Έχεις δίκιο! Θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι και εγώ, μπορώ; - Φυσικά! Να πάρε το μολυβί.

- Δε χρειάζεται, θα χρησιμοποιήσω τα δικά σου χέρια.

24


αντί × λόγου

διήγημα

Ενώ προσπαθούσα να καταλάβω τι εννοούσε με την τελευταία του φράση, ένιωσα μια ξαφνική παράλυση των χεριών μου που συνοδευόταν από τόση χαρά, που σχεδόν σιγοτραγουδούσα ένα παλιό τραγούδι των Accept. Screaming just for mercy I am no monster man Knowing makes you guilty Not free of any faults I see a hot, hot fighting On controversial sides To call my mercy killer 'cause I did it right

For love I gave you fading life For love I had to give you up I am no monster man - mercy or crime Dead or alive dead or alive I am no monster man - mercy or crime

Στο χαρτί άρχισε να γράφεται:

« Για σένα που δεν αναζητείς και αναρωτιέσαι ποιος ο λόγος αυτού του κειμένου, μάθε λοιπόν ότι οι ιδέες νεκρώνουν αν δεν γραφούν, ένας κανόνας και του είδους μου.»

Στη συνέχεια παρακολούθησα τα χέρια μου να σχεδιάζουν παράξενα σύμβολα και φόρμουλες που σε ένα μη μυημένο μάτι θα φαίνονταν σαν όμορφες μουτζούρες. Μόλις τα χέρια μου σταμάτησαν, με ρώτησε:

- Τι ώρα είναι;

- Βλέπω ότι το ρολόι δείχνει 20:32.

- Μπορείς τώρα να καταλάβεις τις δυνάμεις μου;!!

Τα σημάδια ήταν παραπάνω από εμφανή, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ καθόλου για να του απαντήσω, με πλατύ χαμόγελο. - Ναι! Μπορώ να μάθω τώρα τι μπορεί να ζητά ένα πλάσμα σαν και σένα από μένα;

- Αχ. Πάντα η μάζα ήταν το πρόβλημα, αν μονάχα μπορούσε να δει τους δυνάστες της και να μου φέρει τα έντερά τους, θα έκαναν μια ωραία σούπα. Δε ζητώ τίποτα από σένα τίποτα - αντιθέτως ήρθα για να σου δώσω κάτι.

Τότε με το αριστερό του χέρι έπιασε και τράβηξε τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού. Προς μεγάλη μου έκπληξη ο αντίχειράς του ξεκόλλησε πολύ απαλά και κρατώντας τον μέσα στην αριστερή του παλάμη, μου ζήτησε να απλώσω τη χούφτα μου. Μια άσπρη σκόνη έπεσε από την παλάμη του και συγκεντρώθηκε στη χούφτα μου. Είχα την αίσθηση ότι όλη η ουσία των βιβλίων της βιβλιοθήκης βρισκόταν μέσα σε αυτήν τη «χρυσή» σκόνη.

- Αυτό ήταν. Πριν φύγω μία τελευταία ερώτηση. Τι ώρα είναι; Γεμάτος χαρά, απάντησα γελαστά. - Δεν ξέρω.

× Θοδωρής Τσαφής

25


αντί × λόγου

ταινία

γράφει η Τζούλη Νικήτα

Η πρόταση ήταν απλή: δες το «Η ψυχή στο στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη. Γνωρίζοντας το στυλ του Οικονομίδη από το «Σπιρτόκουτο» (βραβείο κριτικών κινηματογράφου 44ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) ήμουν προετοιμασμένη για μια καθ’ όλα διαφορετική ταινία. Στην πραγματικότητα αυτή η ταινία είναι δύσκολη, απαιτητική, σκληρή. Αυτή την αίσθηση μου άφησε. Από το πρώτο δευτερόλεπτο σε καθηλώνει. Ο Τάκης, ο πρωταγωνιστής, είναι ένας σαρανταπεντάρης μικροαστός, δουλεύει ως εργάτης σε μια βιοτεχνία φωτιστικών. Είναι παντρεμένος, έχει ένα μωρό, μια πνευματικά διαταραγμένη αδερφή (αν και όλοι οι χαρακτήρες δίνουν την αίσθηση της πνευματικής ανισορροπίας) και έναν γαμπρό άρπαγα και ωφελιμιστή, και ζει σε ένα διαμέρισμα των πολυκατοικιών της εργατικής εστίας. Ο πρωταγωνιστής δέχεται εξαρχής ωμή, εξαντλητική, εξοργιστική για το θεατή ψυχολογική,λεκτική και σωματική βία. Η γυναίκα του τον βρίζει και τον κερατώνει με ό,τι κινείται, το αφεντικό του τον ταπεινώνει έχοντάς τον μετατρέψει σε μασέρ του, ενώ ταυτόχρονα αφήνει υπονοούμενα για την άπιστη γυναίκα του, ο τοκογλύφος τον δέρνει και τον εξευτελίζει και ο γαμπρός του τον πιέζει να αναλάβει την άρρωστη αδερφή του. Ο Τάκης μέσα σ’ όλα αυτά δεν αντιδρά,μένει σιωπηλός, αμέτοχος, παθητικός, όμως καταλαβαίνεις πως μαζεύει, συσσωρεύει και σκέφτεσαι «δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα εκραγεί». Το βλέμμα του Τάκη αποδεικνύει ακριβώς ακριβώς αυτό, πως αντιλαμβάνεται και περιμένει, περιμένει να τελειώσουν όλα ή να βάλει αυτός ένα τέλος. Οι διάλογοι σχεδόν σε απόλυτο ποσοστό είναι βρισιές, όποιος δεν μπορεί να το ξεπεράσει αυτό απλώς δεν μπορεί να παρακολουθήσει την ταινία. Ο Οικονομίδης απευθύνεται στον εκπαιδευμένο θεατή και δεν κάνει μια ταινία - καταγγελία, αλλά μια αποτύπωση. Δίνει, με μια αίσθηση υπερβολής, την πραγματικότητα χωρίς στολίδια και στρογγυλέματα. Δεν είναι μια απλή τομή στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά μια χειρουργική επέμβαση σε απευθείας μετάδοση. Κι όμως, η δυσκολία της ταινίας έγκειται στο ότι ο θεατής μπορεί να ανιχνεύσει τον κάθε χαρακτήρα στην καθημερινότητά του. Άνθρωποι δειλοί, που βασανίζουν τους γύρω τους για να αισθανθούν σημαντικοί, άνθρωποι που χωρίς δισταγμό τραβούν τους πάντες στη μιζέρια τους γιατί τους είναι πιο εύκολο από το να βγουν απ’ αυτή.

26


αντί × λόγου

ταινία

Οι ηθοποιοί, στο σύνολό τους, υπηρετούν τον κάθε χαρακτήρα με επιμονή στη λεπτομέρεια μάλιστα, ο Ερρίκος Λίτσης (Τάκης) είπε σε μια συνέντευξή του πως έκαναν πρόβες για έναν ολόκληρο χρόνο πριν γυρίσουν την ταινία για να είναι έτοιμοι οι ηθοποιοί να ασκήσουν ή να δεχτούν τη βία. Εντυπωσιακή είναι επίσης η αποκαθήλωση της Μαρίας Ναυπλιώτου (Πόπη). Η ηθοποιός που μας έχει συνηθίσει σε πολιτικά ορθούς ρόλους τσαλακώνεται για τον Κύπριο σκηνοθέτη. Αποποιείται το τέλειο προφίλ της και ενσαρκώνει μια τοκογλύφο, αποσπώντας μάλιστα γι’ αυτή της την ερμηνεία το βραβείο Β’ γυναικείου ρόλου στα Κρατικά Βραβεία. Το βραβείο Καλύτερης Ταινίας για το 2006 απέσπασε και η ίδια η ταινία. «Η ψυχή στο στόμα» είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Οικονομίδη – η πρώτη είναι το «Σπιρτόκουτο» – μετά από δύο βραβεία για ταινίες μικρού μήκους στο φεστιβάλ της Δράμας. Ο τολμηρός τρόπος απόδοσης του σεναρίου και η ωμότητα που χαρακτηρίζει ολόκληρη την ταινία ήταν και ο λόγος για τον οποίο αρχικά αποκλείστηκε από τις ελληνικές αίθουσες. Όταν όμως η ταινία επιλέχθηκε από το φεστιβάλ των Καννών για το επίσημο πρόγραμμά του, άρθηκε και το ελληνικό εμπάργκο. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το Φεβρουάριο του 2007 και απέσπασε αμφιλεγόμενα σχόλια - άλλωστε αυτό περιμένει κανείς για μια ακραία ταινία, είτε τη μισείς είτε τη λατρεύεις. Τελικά , «Η ψυχή στο στόμα» είναι μια ακραία ταινία που δεν έχει σκοπό να ψυχαγωγήσει ή να διασκεδάσει, απλώς δείχνει αυτό που όλοι φανταζόμαστε. Οι επαναλαμβανόμενες γεμάτες θυμό λέξεις είναι ικανές να εξοργίσουν , οι ερμηνείες είναι δυνατές και η κάθαρση έρχεται ακριβολογώντας, στο τέλος. Η ταινία απευθύνεται σε θεατές έτοιμους για μια αποκαλυπτική βουτιά, αν ανάμεσα σ’ αυτούς τους θεατές είστε και εσείς, τολμήστε το! ×

«Η ψυχή στο στόμα» Τίτλος: Η ψυχή στο στόμα (μετ. Soul kicking) , Υπότιτλος: ένας άνθρωπος…πολλοί άνθρωποι…η κόλαση!! Είδος: δραματική Παραγωγή: 2005, πρεμιέρα: 22 Φεβρουαρίου 2007 Διάρκεια: 111’ Ηθοποιοί: Ερρίκος Λίτσης, Βαγγέλης Μουρίκης, Μαρία Ναυπλιώτου, Γιάννης Βουλγαράκης, Κώστας Ξυκομηνός Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης Σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης Συνεργάζονται: Λένια Σπυροπούλου και Ερρίκος Λίτσης

27


αντί × λόγου

διήγημα

ψ ΠΑΥΛΑ χ 23 ΜΑΪΟΥ 2009, 2:01 π.μ. ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ Ένας άνδρας με κοστούμι περνάει την κάρτα του από τον αυτόματο ανιχνευτή και η ηλεκτρονική χαλύβδινη πόρτα του ψυχιατρικού ιδρύματος ανοίγει αυτόματα. Καθώς μπαίνει κλείνει ερμητικά πίσω του. Προχωρά στις εγκαταστάσεις του ιδρύματος που μοιάζει απροσπέλαστο. Δεν υπάρχουν παράθυρα ούτε πόρτες. Δεν υπάρχουν ούτε ανελκυστήρες, γι’ αυτό ο ψυχίατρος αναγκάζεται να ανέβει δύο ορόφους με τα πόδια. Περνάει ξανά την κάρτα του σε έναν άλλο αυτόματο ανιχνευτή και ακόμα μια χαλύβδινη πόρτα που γράφει πάνω της «ΤΟΜΕΑΣ Β» ενεργοποιείται και ανοίγει αργά αφήνοντας τον ψυχίατρο να περάσει. Στη ρεσεψιόν συναντά έναν άνδρα ντυμένο με λευκή στολή νοσοκόμου και του κάνει νόημα να τον ακολουθήσει. Εκείνος σηκώνεται και τον ακολουθεί μέχρι που σταματούν έξω από την πόρτα με το λατινικό νούμερο Χ. «Άνοιξέ μου», απαίτησε ο ψυχίατρος. «Καλύτερα να μην μπείτε εκεί μέσα μόνος σας κύριε. Ο συγκεκριμένος ασθενής είναι επικίνδυνος», είπε ο νοσοκόμος. «Πόσο επικίνδυνος δηλαδή μπορεί να είναι ένας πενηντάχρονος δεμένος και ακινητοποιημένος στο κρεβάτι του;», τον ρώτησε ο ψυχίατρος με το κοστούμι. «Πολύ επικίνδυνος. Μπορεί να ακινητοποιήσαμε το σώμα του αλλά όχι και την ψυχή του. Κι ο συγκεκριμένος έχει πολύ σκοτεινή ψυχή». «Πάλι καλά που είμαι ψυχίατρος τότε ε; Είναι δουλειά μου βλέπεις να τα βγάζω πέρα με σκοτεινές ψυχές». «Γιατρέ νομίζω πως δεν καταλαβαίνετε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο συγκεκριμένος ασθενής ισχυρίζεται πως μπορεί να χωρίσει την ψυχή του από το σώμα του». «Το ξέρω. Γι’ αυτό είμαι εδώ άλλωστε και βιάζομαι. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα και σταμάτα να με καθυστερείς». Ο νοσοκόμος υπακούει χωρίς τη θέλησή του και ξεκλειδώνει την πόρτα. Ο ψυχίατρος τον παραμερίζει και μπαίνει βιαστικά μέσα. «Και τώρα κλείσε την πόρτα και φύγε». «Δε νομίζω πως είναι σωστό να σας αφήσω μόνο». «Κλείσε την πόρτα και φύγε τώρα», επαναλαμβάνει περισσότερο επιτακτικά αυτή τη φορά ο ψυχίατρος. «Και φρόντισε να μη μας ενοχλήσει κανείς». Ο νοσοκόμος υπακούει και σε αυτή την εντολή και κλείνει την πόρτα χωρίς να κλειδώσει.

28


αντί × λόγου

διήγημα

23 ΜΑΪΟΥ 2009, 2:12 π.μ. ΚΕΛΙ Χ Ο ψυχίατρος κάθεται σε μια καρέκλα απέναντι από τον ξαπλωμένο και δεμένο στο κρεβάτι του άνδρα κρατώντας στα χέρια του αποτελέσματα εξετάσεων και ένα στιλό. «Πώς αισθάνεστε κύριε…;» «Descartes», γρύλισε εκείνος ακινητοποιημένος όπως ήταν στο κρεβάτι του. «Γιατί ακριβώς νομίζετε πως αυτό είναι το όνομά σας;», ρώτησε ο γιατρός ήρεμος. «Για τον ίδιο λόγο που νομίζω πως εσύ δεν είσαι τίποτα άλλο παρά ένας ακόμα ηλίθιος τρελογιατρός. Άλλος ένας Ψ». «Πότε γεννηθήκατε;», ρώτησε ξανά ο γιατρός με την ίδια ηρεμία. «Το 1596, αν εννοείς πότε γεννήθηκε η ψυχή μου. Όσο για αυτό το σώμα δεν ξέρω, αλλά σίγουρα τα άχρηστα χαρτιά που κρατάς θα λένε κάποια ημερομηνία». «Ακριβώς. Λένε. Λένε 1962. Δεν είναι αλήθεια;», συνέχισε να ρωτά ήρεμα. «Είναι. Αλλά η μισή. Βλέπεις Ψ -μπορώ να σε λέω Ψ έτσι- για να καταλάβεις την πλήρη αλήθεια για τον άνθρωπο, πρέπει να καταλάβεις πως το σώμα του και η ψυχή του είναι διακριτά». «Πολύ ενδιαφέρον. Θα θέλατε να μου εξηγήσετε τι ακριβώς εννοείτε;». «Η ψυχή Ψ είναι μια εντελώς άυλη οντότητα χωρίς επεκτάσεις, ενώ αντιθέτως το σώμα είναι ο ορισμός της υλικής, άβουλης οντότητας. Και τώρα πες μου κύριε Ψ πώς μπορεί αυτές οι δύο τόσο διαφορετικές οντότητες να μην είναι διακριτές;» «Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να συνδέονται όταν η ψυχή ελέγχει τα πόδια μας για να πάμε έναν περίπατο ή τα χέρια μας για να γράψουμε ένα γράμμα». «Ψ θα έπαιρνα όρκο πως γνωρίζεις τον Pierre Gassendi». «Όχι», απάντησε ο γιατρός. «Έχω την αίσθηση ότι μου λες ψέματα. Νομίζω πως ήρθες καλά διαβασμένος. Δεν πειράζει όμως. Ίσως να ήρθε ο καιρός να δώσω επιτέλους μια απάντηση και σε αυτήν την αμφισβήτηση». «Γνωρίζω τη θεωρία του Descartes. Ξέρω πως δεν είναι σωστή». «Δεν είσαι σε θέση να καταρρίψεις τη θεωρία μου. Κανείς δεν είναι. Κι αυτό γιατί δεν μπορείτε να καταλάβετε την ψυχή». «Μπορεί να μην καταλαβαίνουμε την ψυχή ή το σώμα γιατί ακριβώς δεν τα εξετάζουμε σαν μία οντότητα. Το έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό Ο ασθενής άρχισε να γελάει δυνατά. «Καταλαβαίνεις άραγε την ειρωνεία σε αυτά που λες; Πώς μπορεί μια άυλη οντότητα να ενσωματωθεί;»

29


αντί × λόγου

διήγημα

«Μην παίζετε με τις λέξεις. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και άλυτο. Λέτε πως η ψυχή δεν έχει επεκτάσεις, αλλά πως μπορεί να επικοινωνεί με το σώμα αν δεν το κάνει με μια υλική του επέκταση όπως είναι οι νευρώνες; Ή το αντίθετο, πώς μπορεί το μάτι που είναι όργανο του σώματος να μεταδώσει συναισθήματα στην ψυχή;» «Τα λεγόμενά σου μου θυμίζουν την πριγκίπισσα Elizabeth. Ήταν κι αυτή τόσο πεπεισμένη πως είχε καταλάβει την αλήθεια». «Μην υπεκφεύγετε. Απαντήστε στο ερώτημά μου». «Εντάξει, το ότι δε διακρίνω απόλυτα το σώμα από την ψυχή δε σημαίνει απαραίτητα πως δεν είναι διακριτές οντότητες. Ούτε η τεχνολογία ούτε και ο άνθρωπος έχει ωριμάσει αρκετά για να μπορέσει να κατανοήσει τη διάκριση μεταξύ των δύο». «Αυτή είναι μια μοιρολατρική άποψη, δε νομίζετε; Ο Descartes ο ίδιος παραδέχτηκε το 1643 πως δεν μπορεί να διαχωρίσει και να καταλάβει ξεχωριστά την ψυχή από το μυαλό, αφού η ψυχή φαίνεται ξεκάθαρα να έχει υλικές, σωματικές δηλαδή επεκτάσεις». «Αν κατάλαβα καλά αναφέρεστε στο γράμμα μου στην Elizabeth». Ο ψυχίατρος του γνέφει καταφατικά. «Όμως αμφιβάλλω αν κάνατε τον κόπο να διαβάσετε ένα από τα άλλα γράμματα που έστειλα εκείνη τη χρονιά. Ένα γράμμα στο Mersenne. Του ζητούσα να κρατήσει τις αρχές μου κρυφές από τον υπόλοιπο επιστημονικό κόσμο που πίστευε στην αριστοτέλεια φυσική. ‘Ελπιζα πως σταδιακά θα αναγνώριζαν τις αλήθειες μου αντί να τις αντιπαραθέτουν με αυτές του Αριστοτέλη». «Ή από την άλλη ήταν ψεύτικες αλήθειες και ο Descartes το είχε καταλάβει. Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε την εξ απαλών ονύχων αντιμετώπισή του». «Βαριές κουβέντες Ψ. Βαριές κουβέντες για κάποιον που δεν έχει και κάποια ιδιαίτερη σχέση με το πρόβλημα της ψυχής και του σώματος. Προς τι το επίμονο ενδιαφέρον λοιπόν; Πέθανε κάποιος ή απλώς παίζουμε εδώ; Πες μου Ψ. Διάγειρέ μου λίγο το ενδιαφέρον». Ο ψυχίατρος τον κοιτά σαν χαμένος για λίγο. Νιώθει το μυαλό του να αδειάζει. 17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1997, 12:21 π.μ. ΟΔΟΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗ Ο ψυχίατρος περπατά στο πεζοδρόμιο κρατώντας το χέρι μια γυναίκας. Στο βάθος του δρόμου ένα μικρό φορτηγάκι επιταχύνει και παίρνει τη στροφή. Μιλά με τη γυναίκα του γελώντας όταν ξαφνικά εκείνη παγώνει κοιτάζοντας προς το δρόμο. Γυρίζει κι αυτός το βλέμμα προς το δρόμο και βλέπει το μικρό φορτηγάκι να γλιστράει στο δρόμο και έρχεται κατά πάνω τους. Με μια αστραπιαία κίνηση ο ψυχίατρος εκτινάσσεται προς τα πίσω για να αποφύγει το όχημα, κάτι που δεν καταφέρνει να κάνει η γυναίκα που στεκόταν μαζί του. Βλέπει το φορτηγάκι να τη χτυπά και να την πετάει στην άλλη μεριά του πεζοδρομίου κι ύστερα να πέφτει στα προστατευτικά κάγκελα. Τρέχει προς το μέρος της γυναίκας. Κάθεται στο πεζοδρόμιο κρατώντας το σώμα της στα χέρια του. Το μικρό φορτηγάκι αναποδογυρισμένο πια βρίσκεται λίγα μέτρα πιο εκεί. Σειρήνες ακούγονται και κόσμος αρχίζει να μαζεύεται γύρω από το χώρο του ατυχήματος. Ο θόρυβος καλύπτει την αργή ανάσα της γυναίκας που κείτεται αιμόφυρτη στην αγκαλιά του ψυχίατρου.

30


αντί × λόγου

διήγημα

23 ΜΑΪΟΥ 2009, 2:35 π.μ. ΚΕΛΙ Χ «Ψ; Είσαι εδώ;» Ο γιατρός τινάζεται από την ανάμνησή του. «Ναι εδώ είμαι». «Για μια στιγμή νόμιζα πως σε έχασα. Τι συμβαίνει Ψ; Γιατί είσαι εδώ; Τι σε βασανίζει;» «Στο γράμμα του προς την Elizabeth ο Descartes ανέλυε τρεις θεμελιώδεις, τρεις βασικές έννοιες που εμπλέκονται στο πρόβλημα της ψυχής και του σώματος». «Φυσικά. Η έννοια του σώματος, η έννοια της ψυχής και η έννοια της ένωσης αυτών των δύο». «Συνέχισε», είπε ανυπόμονα ο ψυχίατρος. «Η έννοια του σώματος εμπεριέχει την έννοια της μορφής και της κίνησης. Η έννοια της ψυχής είναι αυτή που διαχειρίζεται τη νόηση και τη ροπή της βούλησης. Όσο για την τρίτη έννοια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά». «Πες μου λοιπόν», απαίτησε ο ψυχίατρος. «Η έννοια της ένωσης της ψυχής και του σώματος, Ψ, είναι πολύ περίπλοκη. Μέσα της κρύβεται η εξήγηση της διαδικασίας με την οποία η άυλη ψυχή μπορεί να επηρεάσει το σώμα και πώς το άβουλο σώμα μπορεί να επηρεάσει συναισθηματικά την πνευματικά κυρίαρχη ψυχή». «Δηλαδή ο Descartes είχε άδικο. Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ ψυχής και σώματος, αλλά ένωση». «Πρώτον Ψ, με νευριάζει πολύ που μιλάς για μένα σε τρίτο πρόσωπο ενώ είμαι ακριβώς μπροστά σου και δεύτερον, δε νομίζεις πως θα ήμουν τουλάχιστον αφελής αν κατέρριπτα τον ίδιο μου τον εαυτό;» «Προς το παρόν νομίζω πως είσαι υπερβολικά παράφρων. Αν θες να με πείσεις για το αντίθετο πρέπει να προσπαθήσεις παραπάνω». «Εγώ δε χρειάζεται να προσπαθήσω για τίποτα. Ξέρω ποιος είμαι και ξέρω ποιες είναι οι λύσεις στα προβλήματά μου. Εσύ ξέρεις;» 23 ΜΑΪΟΥ 2009, 1:02 μ.μ. ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΧΕΠΑ, ΔΩΜΑΤΙΟ 212 Ο ψυχίατρος στέκεται όρθιος, βουρκωμένος μπροστά σε μια διασωληνωμένη γυναίκα. Ένας γιατρός μπαίνει μέσα και τον πλησιάζει. «Πρέπει να την αφήσεις να φύγει», του ψιθυρίζει. «Σαν γιατρός το ξέρεις κι εσύ πως δεν υπάρχει κάτι άλλο πια να κάνουμε για να τη βοηθήσουμε». «Μη μιλάς έτσι μπροστά της», του απαντά νευριασμένος ο ψυχίατρος. «Δεν μπορεί να μας ακούσει. Εδώ και δώδεκα χρόνια. Μετά το ατύχημα. Η γυναίκα σου πέθανε, σταμάτα πια να φέρεσαι λες κι είναι ακόμα ζωντανή». «Είναι ζωντανή!», φωνάζει νευριασμένος ο ψυχίατρος. «Είναι κλινικά νεκρή. Πάρ’ το απόφαση. Δεν μπορείς να τη φέρεις πίσω. Τίποτα δεν μπορεί. Το σώμα της δεν αντέχει πια την ταλαιπωρία κι η ψυχή της έχει σταματήσει εδώ και καιρό την προσπάθεια να κρατηθεί. Οι γονείς της συμφώνησαν. Κλείνουμε την υποστήριξη αύριο το πρωί. Καλύτερα να μην είσαι εδώ. Αποχαιρέτησέ τη σήμερα». Ο γιατρός φεύγει βιαστικά και ο ψυχίατρος τον κοιτάζει γεμάτος θυμό και λύπη ανήμπορος να αντιδράσει. Σκύβει πάνω από τη γυναίκα του και την αγκαλιάζει. «Είσαι ζωντανή. Το ξέρω. Η ψυχή σου είναι κάπου εκεί χαμένη. Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να της δείξω ξανά το δρόμο».

31


αντί × λόγου

διήγημα

23 ΜΑΪΟΥ 2009, 2:42 π.μ. ΚΕΛΙ Χ «Γι’ αυτό ακριβώς είμαι εδώ», απαντά ο ψυχίατρος στον ασθενή. Επειδή ξέρω το πρόβλημά μου και…» «Και εγώ είμαι η λύση του. Ε; Αυτό δεν είναι Ψ;» «Είπες πριν πως η έννοια της ένωσης της ψυχής και του μυαλού είναι πιο περίπλοκη από τις έννοιες της ψυχής και του σώματος ξεχωριστά. Είναι και ανώτερη;» «Νόμιζα πως το είχες ήδη καταλάβει αυτό. Φυσικά και είναι ανώτερη. Οι έννοιες που εμπεριέχονται στην ένωση υπερτερούν κατά πολύ. Σκέψου τον τροχό σαν μια έννοια και το τιμόνι σαν μια άλλη. Μεμονωμένα είναι δύο άχρηστοι κύκλοι. Η ένωσή τους όμως μας οδήγησε στην εξαγωγή νέων εννοιών σαφώς ανώτερων όπως το αυτοκίνητο». «Και τι γίνεται στην περίπτωση που στην ένωση της ψυχής και του σώματος προκληθούν επιπλοκές; Υπάρχει τρόπος να επανέλθουν σε ισορροπία;» «Ποιος μίλησε για ισορροπία; Η σχέση ψυχής και σώματος είναι εκ φύσεως ανισόρροπη». «Σταμάτα να μιλάς με γρίφους. Θέλω ευθείες απαντήσεις. «Δεν υπάρχουν Ψ». «Πώς μπορεί το σώμα να διεγείρει μια αναισθητοποιημένη ψυχή; Πώς μπορεί να ενεργοποιήσει ξανά της ένωσή τους;» «Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί να το κάνει. Βλέπεις το μόνο σημαντικό πρόβλημα στη θεωρία μου είναι πώς η επικοινωνία μεταξύ των οντοτήτων επιτυγχάνεται όταν μια προέκταση, μια επιφάνεια της μίας συναντά μια επιφάνεια της άλλης. Το θέμα είναι πως η ψυχή δεν έχει προεκτάσεις άρα ούτε και επιφάνειες οπότε αν δεχτούμε πως επικοινωνεί με το σώμα διαμέσου των αισθήσεων πρέπει αυτομάτως να δεχτούμε επίσης πως την προκαλεί κάποια εξωτερική τρίτη οντότητα». «Και ποια είναι αυτή;» «Θα μπορούσε να είναι ο ίδιος μας ο εαυτός αν φυσικά ελέγχαμε κατά κάποιο τρόπο εμείς αυτά τα συναισθήματα. Θα μπορούσε να είναι ο Θεός όμως τότε δε θα ήταν το σώμα μας η αιτία που νιώθουμε αλλά ο Θεός. Κάτι που σίγουρα θα Τον έκανε μεγάλο απατεώνα». «Εγώ έκανα ήδη ό,τι μπορούσα κι όσο για το Θεό, του χτύπησα πολλές φορές την πόρτα αλλά από ό,τι φαίνεται είναι πολυάσχολος. Δε μου έδωσε και μεγάλη σημασία». «Δεν καταλαβαίνω. Για τι ακριβώς μιλάς Ψ;» «Ποιος είσαι; Ποιος είσαι πραγματικά;» «Τι ερώτηση είναι αυτή; Εσύ ποιος νομίζεις ότι είμαι;» «Είσαι πραγματικά ο Descartes;» «Πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη σου να το πιστέψεις Ψ;»

32


αντί × λόγου

διήγημα

«Κατάφερες πραγματικά να διασώσεις την ψυχή σου μέσα από το φθαρτό σου σώμα; Κατάφερες να την ελέγξεις; Πώς;» «Έλα τώρα Ψ, εσύ περισσότερο από όλους θα έπρεπε να ξέρεις πως η πίστη είναι το μόνο που μπορεί να διασώσει την ψυχή μας». «Εγώ δεν ξέρω αλλά είμαι σίγουρος πως ξέρεις εσύ». «Τι ακριβώς να ξέρω. Εγώ είμαι ένας απλός μαθηματικός. Χώρισα την επιφάνεια σε ψ και χ κι έδωσα στον κόσμο τις συντεταγμένες του. Την ψ-χ του. Καταλαβαίνεις Ψ; Είμαι απλά ένας μαθηματικός». Ο ψυχίατρος σηκώνεται από την καρέκλα του εκνευρισμένος. «Σταμάτα να παίζεις μαζί μου». Πλησιάζει πάνω από τον ασθενή και τον κοιτάζει στα μάτια. «Είπες πως κατάφερες να διακρίνεις την ψυχή από το σώμα. Πώς το έκανες;» Εκείνη τη στιγμή ο ασθενής ελευθερώνει το αριστερό του χέρι το οποίο τόση ώρα προσπαθούσε να ξελύσει και αρπάζει το στυλό του ψυχίατρου. Με μια πολύ επιδέξια κίνηση τον καρφώνει στο λαιμό του και ο ψυχίατρος σωριάζεται στο πάτωμα προσπαθώντας να σταματήσει το αίμα που αναβλύζει από την αρτηρία του. Εν τω μεταξύ ο ασθενής ξελύνει και το δεξί του χέρι και σηκώνεται από το κρεβάτι του. Σκύβει και παίρνει μια κάρτα εισόδου που είναι κρεμασμένη στο πέτο του ψυχιάτρου. «Δεν το είπα εγώ Ψ, ο Descartes το είπε. Εσύ είχες την ανάγκη να πιστέψεις πως ήμουν αυτός κι εγώ είχα την ανάγκη μιας κάρτας. Το μόνο που είχα να κάνω λοιπόν ήταν να διαβάσω τους στοχασμούς του Descartes και να τον παριστάνω ώστε να με μεταφέρουν εδώ. Είχα ακούσει για το ατύχημα της γυναίκας σου και ήμουν σίγουρος πως αν είχα υπομονή και επιμονή ήταν θέμα χρόνου να ερχόσουν εσύ σε μένα. Μετά από τρία χρόνια ηλεκτροσόκ και χάπια αυτή η μέρα ήρθε. Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου. Κι εσύ έπαιξες το σημαντικότερο ρόλο, ακριβώς όπως σου το είπα. Ψ και Χ». Ανοίγει την πόρτα του κελιού Χ προσεκτικά και βγαίνει στο διάδρομο. Ρίχνει μια κλεφτή ματιά προς τη ρεσεψιόν και ο νοσοκόμος φαίνεται να κοιμάται επάνω στην καρέκλα του. Περνάει προσεχτικά από μπροστά του χωρίς να τον καταλάβει. Μπαίνει σε ένα δωματιάκι και αλλάζει φορώντας κι αυτός άσπρα ρούχα νοσοκόμου. Περνάει την κάρτα του ψυχιάτρου από τον ηλεκτρονικό ανιχνευτή και η πόρτα ανοίγει μπροστά του διάπλατα. Με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο βγαίνει από τον ΤΟΜΕΑ Β κι ύστερα από λίγα λεπτά -με το ίδιο αυτάρεσκο χαμόγελο- από τις εγκαταστάσεις του πρότυπου ψυχιατρικού ιδρύματος. Ο ψυχίατρος βρέθηκε νεκρός στο κελί νούμερο Χ το επόμενο πρωί, λίγα λεπτά πριν την τελευταία πνοή της γυναίκας του. × Αντώνης Γιαννόπουλος

33


αντί × λόγου

αντί × λόγου

Ουδείς αντικαταστατός

αφιερωμένο σε όλους

Πόσο θυμώνω...Θυμώνω και δεν ξέρω αν είναι αδυναμία το να οργίζεται κανείς με κάτι ή κινητήρια δύναμη για να αλλάξει αυτό το κάτι. Ε λοιπόν, εγώ θυμώνω όταν ακούω τη φράση «ουδείς αναντικατάστατος». Και στ’ αλήθεια είναι οργή, γιατί την ώρα που την ακούω νιώθω πως τα πάντα, ο άνθρωπος ο ίδιος καταργείται ως μοναδικότητα και ως αποκλειστικότητα μέσα στο σύμπαν. Η τόσο συχνή αυτή φράση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική έκφραση «personne n’ est irremplacable», και παραφρασμένη ως «ο καθένας αντικαθίσταται», δηλώνει πως κανένας δεν είναι τόσο ξεχωριστός που να μη μπορεί να αντικατασταθεί όταν αυτό είναι αναγκαίο. Και εντάξει, είναι πιο αιτιολογημένο όταν αρθρώνεται σε συνθήκες καπιταλισμού όπου κάποιος θέλει να εγκαταλείψει μια επαγγελματική θέση, και ο εργοδότης παρηγορεί τον εαυτό του σκεπτόμενος πως ουδείς αναντικατάστατος. Όμως τι να πω για τις στιγμές της ζωής εκείνες, που κάποιος φεύγει από μια δυαδική σχέση και κάποια φιλικά χείλη προφέρουν προς παρηγοριά του παρατημένου «έλα, τι στεναχωριέσαι, ουδείς αναντικατάστατος» ! Όχι. Αρνούμαι. Ακόμη κι αν αυτός που φεύγει είναι το χειρότερο πλάσμα που υπάρχει στη γη, ακόμα κι αυτός λοιπόν είναι αναντικατάστατος. Γιατί ακόμα και ο άχρηστος είναι χρήσιμος σε κάτι: μας κάνει να βλέπουμε την έννοια της χρησιμότητας, μας ενεργοποιεί. Όλοι μας είμαστε αναντικατάστατοι. Όλοι μας συνθέτουμε μια απόλυτα ξεχωριστή οντότητα, ανεπανάληπτη και μοναδική. Άλλη τέτοια δεν ξανάδε ο κόσμος πριν από μας, ούτε θα ξαναδεί μετά από μας. Και όλοι μας προσφέρουμε κάτι μοναδικό. Έτσι, ποτέ δε θα μπορέσουμε να είμαστε σίγουροι για το πώς θα ήταν τα πράγματα αν αυτός ο ουδείς που αποχωρεί, έμενε. Ας υποθέσουμε το εξής πολύ συχνό, πως κάποια γυναίκα έχει σχέση με κάποιον με τον οποίο για τους χ, ψ λόγους δεν είναι ευτυχισμένη. Η φίλη της για να την πείσει να χωρίσει, της λέει την περιβόητη φράση. Όπερ σημαίνει «όχι μόνο δε θα πονέσεις την απώλειά του, αλλά τη θέση που κάλυπτε αυτός στη ζωή σου και θα την καλύψεις με κάποιον άλλο, αλλά και ο άλλος θα είναι καλύτερος... Μη λυπάσαι, τι νόημα έχει, ΟΥΔΕΙΣ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ». Όχι αγαπητή μου, η λύπη έχει το νόημά της. Η απώλεια μας φέρνει σε μια τροπή τέτοια που ποτέ δε θα ξέραμε πώς θα ήταν η ζωή αν δεν είχε υπάρξει η απώλεια. Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα δυναμικό σύνολο που ολοένα εξελίσσεται και θα μπορούσε να κάνει την έκπληξη. Αλλά ακόμη κι όταν δε θέλουμε να περιμένουμε την έκπληξη, ακόμη κι αν υποστηρίξουμε το δικαίωμά μας να χάσουμε κάτι κεκτημένο, ακόμα κι εκεί δεν κολλάει να πεις «ουδείς αναντικατάστατος»... ...γιατί το καλό που μου κάνεις εσύ κοιτώντας με στα μάτια, δε μου το κάνει άλλος. Μου κάνει καλό, αλλά ένα άλλο καλό. Κι ακόμα, το κακό που μου κάνεις εσύ, δε μου το κάνει άλλος. Μου κάνει ένα άλλο κακό, ακόμη και μηδαμινό ίσως. Γιατί οι μεγάλες και οι μικρές λεπτομέρειες που σε απαρτίζουν, και καθορίζουν κι εμένα, και το ποιος ανθρωπος είμαι μαζί σου, είναι ανεπανάληπτες. Όταν φεύγεις, αφήνεις πίσω σου ένα κενό, που δεν καλύπτεται. Κι αν πω πως στη θέση σου τώρα κάθεται κάποιος που προτιμώ περισσότερο, νομίζω πως κι εκεί σου χρωστάω αυτή τη διευκρίνιση: δεν κάθεται ακριβώς στη θέση σου, η δική σου θέση σου ανήκει για πάντα.

34

× Εύη Μαρκάτη


Ιωάννινα Φ. Τζαβέλα 8, 45333 Τηλ.: 26510-33060 e-mail: info@pediabooks.gr



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.