τεύχος 13ο /// Μάρτιος 2012

Page 1


διηγήματα, ποίηση, αφιερώματα, βιβλιοπαρουσιάσεις, λογοτεχνικοί σχολιασμοί και άρθρα περί τέχνης, λογοτεχνίας και επικαιρότητας.

Γιάννης Καλπούζος Γιάννης Φιλιππίδης Στέργια Κάββάλου Δημήτρης Κρανιώτης Βασιλική Νευροκοπλή Ζηνοβία Μαρνέζη Ευάγγελος Ευθυμίου Δέσποινα Χατζή Αγιάτη Μπενάρδου Αμαλία Νινιράκη Κυριάκος Χαλκόπουλος Ευρυδίκη Αμανατίδου Ιωάννα Σαμαρά Δημήτρης Α. Δημητριάδης Λένος Χαβάτζας Θάνος Πάσχος Νικόλαος Φωτιάδης Κατερίνα Αξούγκα Γιάννης Πλιώτας Μιχάλης Καλαμαράς Θοδωρής Τσαφής Ελένη Μπάρκα Αγγελική Σχοινά Παναγιώτης Φερεντίνος Σπύρος Βουτσινάς Τζόρτζια Νάστα

ISSN: 1792-5819


Διαβάστε μας και ηλεκτρονικά στο antiepilogou.gr, τον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού μας. Μία λογοτεχνική κοινότητα στην οποία τα μέλη της αρέσκονται να γράφουν λογοτεχνία ή πολύ απλά να την διαβάζουν…

μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία για κάθε αναγνώστη για κάθε συγγραφέα ποιήτη αρθρογράφο



αντί × λόγου

Έ

χοντας περάσει σε μια νέα εποχή -μιλώντας για το περιοδικό και όχι για την χώρα- οι αντιδράσεις και οι κριτικές ήταν πολλές και διαφορετικές. Ευτυχώς, οι περισσότερες ήταν καλοπροαίρετες και υπέρ των αλλαγών που υπέστη το περιοδικό. Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν περισσότερο ήταν το χρώμα και οι εικόνες που το συνοδεύουν και γιατί το συνοδεύουν… Αν και στα προηγούμενα τεύχη είχαμε εικόνες, παρόλα αυτά το ασπρόμαυρο στιλ έδινε διαφορετική αισθητική. Η προσθήκη χρώματος από το δωδέκατο τεύχος και μετά ανέδειξε πολύ περισσότερο την εικόνα με βασικό ερώτημα: Μήπως η εικόνα «επικαλύπτει» το κείμενο και «πατρονάρει» τη φαντασία του αναγνώστη; Το περιοδικό, έχοντας στηθεί με το σκεπτικό να δείξει κάτι διαφορετικό από ό,τι υπάρχει -και λογοτεχνικά, αλλά και εμφανισιακά- αποφασίστηκε να εντάξει την πλούσια εικονογράφηση στο στήσιμο του. Γιατί καταρχήν δεν είναι βιβλίο, αλλά περιοδικό κι από τη στιγμή που είναι περιοδικό, θα έχει εικόνες -κατά το σκεπτικό μας πάντα. Αλλά και γιατί απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, σε «έμπειρους» αναγνώστες, αλλά και σε άτομα τα οποία δε διαβάζουν λογοτεχνία. Είναι μία ανοιχτή πόρτα προς όλους. Και φυσικά, η φωτογραφία και η εικονογράφηση είναι κομμάτια της τέχνης, άρα μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα περιοδικό που εμπεριέχει λογοτεχνία. Θα ήθελα όμως να σταθώ στο αν η εικόνα εν τέλει «επικαλύπτει» το κείμενο και «πατρονάρει» την φαντασία του αναγνώστη και αν ναι, κατά πόσο. Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Πρώτον γιατί δεν υπάρχει πατροναρόμετρο και δεύτερον γιατί εξαρτάται από τον κάθε αναγνώστη. Το μυστικό ίσως βρίσκεται στον τρόπο που διαβάζει ο καθένας. Στο πόσο πολύ οι «εξωτερικοί» παράγοντες του αποσπούν την συγκέντρωση του στο κείμενο. Από τους ήχους που ακούει, από τις εικόνες που περιβάλλουν αυτό που διαβάζει. Και στην τελική ίσως θα πρέπει να ακούσουμε τον Γκαίτε που είπε «Δεν υπάρχει τίποτε πιο τρομακτικό από τη φαντασία,

τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό ISSN: 1792-5819 Τεύχος 13 Μάρτιος 2012 έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια Ευάγγελος Ευθυμίου

συντάκτες Νικόλαος Φωτιάδης Ζηνοβία Μαρνέζη Κατερίνα Αξούγκα Βασιλική Νευροκοπλή Ευρυδίκη Αμανατίδου Τζόρτζια Νάστα Δέσποινα Χατζή Παναγιώτης Φερεντίνος Σπύρος Βουτσινάς Γιάννης Πλιώτας Μιχάλης Καλαμαράς Αμαλία Νινιράκη Στέργια Κάββάλου Δημήτρης Κρανιώτης Γιάννης Καλπούζος Γιάννης Φιλιππίδης Ευάγγελος Ευθυμίου Θοδωρής Τσαφής Ελένη Μπάρκα Αγιάτη Μπενάρδου Κυριάκος Χαλκόπουλος Αγγελική Σχοινά Δημήτρης Α. Δημητριάδης Λένος Χαβάτζας Θάνος Πάσχος Ιωάννα Σαμαρά

διόρθωση Ιωάννα Σαμαρά

εικαστική επιμέλεια

Γιώργος Δημητρίου (~giodim) Ευάγγελος Ευθυμίου

σύνθεση εξωφύλλου Γιώργος Δημητρίου (~giodim)

3

×


editorial

φωτογραφία Μυρτώ Πάντη και από τους χρήστες του deviantart.com και του flickr.com που μοιράζονται τις εικόνες τους με δικαιώματα creative commons Αναφορά Δημιουργού. Jim Bahn, Julianna, naotakem, ehud, Refracted Momentsâ, roblisameehan, woodleywonderworks, John-Morgan, Parker Michael Knight, Chris Potako, larrielou, Shreya, Horia Varlan, oskay, garts1966, AVASKEG (David), Daenerys_mOd, IgorSan, El Bibliomata, HoskingIndustries, p1ddy, jjorogen, Daquella manera, Andrew Mason, AagaardDS, hmental, space1999, VanDammeMaarten.be

επικοινωνία Σαμουήλ 55, Ιωάννινα, 45 333 τηλέφωνο: +30 26510 70258 κινητό: +306972978572 web: www.antiepilogou.gr e-mail: antiepilogou@yahoo.gr facebook.com/antiepilogou

χωρίς γούστο». Οπότε, αν έχεις γούστο, δεν σε αποσπά τίποτα. Όπως και να έχει η ισορροπία μεταξύ εικόνας και λογοτεχνίας υπάρχει και θα βρεθεί, μιας και σκοπό έχει να αναδείξει την τέχνη τους σαν ένα, δίνοντας στον αναγνώστη πάτημα και όχι πατρονάρισμα. Φυσικά η ποιότητα της λογοτεχνίας δε θα θυσιαστεί μπροστά σε αυτή την ισορροπία. Η ποιότητα θα είναι πάντα ψηλά, αλλά και η εικόνα θα είναι εξίσου ψηλά. Θα χρειαστεί να βρεθεί μια χρυσή τομή. Μια τομή που ίσως να λέγεται και «αντί × λόγου». Καλή ανάγνωση. Ιωάννινα, Φεβρουάριος 2012 × Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

ΥΓ. Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα κείμενά του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοινωνήσει μαζί μας.

ενισχύστε την προσπάθεια μας γίνεται συνδρομητής στο αντί × λόγου και κερδίστε

έκπτωση 10% κόστος ετήσιας συνδρομής 4,95 € × 4 = 19,80 € - 10% =

17,80 €

+ συνολικό κόστος μεταφορικών ετήσιας συνδρομής: 3,20 €

Επικοινωνήστε μαζί μας για περισσότερες λεπτομέρειες. άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα

×

4

*Για παραλαβή τεύχους από την έδρα μας τα μεταφορικά είναι δωρεάν. *Στις περιπτώσεις εξωτερικού το κόστος των μεταφορικών μεταβάλλεται αναλόγως.


μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία για κάθε αναγνώστη για κάθε συγγραφέα, ποιήτη, αρθρογράφο


αντί περιεχομένων

μία στήλη για τα περιεχόμενα του Νικόλαου Bruce Φωτιάδη σελ. 8 | Ένα τσαμπί σταφύλι | Ζηνοβία Μαρνέζη Η σχέση ανθρώπου-αμπελιού χάνεται στο βάθος του χρόνου. Για τη διατροφή του ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τα σταφύλια από την εποχή του ορείχαλκου. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο θεός Διόνυσος το έφερε από την Ασία και κατέκτησε σπουδαία θέση στην ζωή της αρχαίας Ελλάδας, που τόσο ο Διόνυσος όσο και οι περίφημες τελετές του συνδέθηκαν αποκλειστικά με το σταφύλι και ένα από τα προϊόντα του, το κρασί. Πηγή: http://www.clickatlife.gr/ Βιβλιοπαρουσιάσεις από τους συντάκτες μας | σελ. 14

σελ. 20 | Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο | Γιάννης Πλιώτας Το «Παλέρμο», γνωστό και ως «Μαφία», είναι ένα mind game που παίζεται με πολλά άτομα (εφτά ή και περισσότερα). Το «Παλέρμο» είναι γνωστό παγκοσμίως με την ονομασία «Werewolf» ή «Mafia». Δημιουργήθηκε την άνοιξη του 1986 από τον Dimma Davidoff. Πηγή: http://universitas.gr/archives/palermo/

σελ. 22 | Όταν λες ebook εννοείς PDF; | Μιχάλης Καλαμαράς Adobe Systems Incorporated είναι Αμερικάνικη πολυεθνική εταιρία πληροφορικής. Ιδρύθηκε το 1982 και τα κεντρικά γραφεία της βρίσκονται στο Σαν Χοσέ, στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Επικεντρώθηκε εξ αρχής στη δημιουργία πολυμεσικών και δημιουργικών εφαρμογών. Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Adobe_Systems

σελ. 24 | Τα τελώνια | Αμαλία Νινιράκη Στην εκκλησιαστική γλώσσα αποτελούν πονηρά πνεύματα που συναντούν καθ΄ οδόν οι ψυχές όταν αποδημούν: «Τα πνεύματα αυτά ανακρίνουν τις ψυχές και των μεν δικαίων τις παραδίδουν στους αγγέλους οι οποίοι και θα τις οδηγήσουν στη συνέχεια στο Παράδεισο, ενώ των αδίκων τις οδηγούν τα ίδια αυτά στον Άδη». Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Τελώνια

×

6

Μία λέξη χίλιες σκέψεις | σελ. 30


Ευάγγελος Ευθυμίου |Μειώνει τα βάσανα και τη φοβία, προσφέρει ψωμί και εργασία | σελ. 32 Η Κατοχή, έφτασε, τα παιδιά μας, για να μπορέσουν να σιτιστούν, χρειάζονται πλέον κουπόνια… και κάπου εκεί έχουν χαθεί και οι Έλληνες… Μην τους είδατε πουθενά; Πηγή: http://www.karidakis.com/?p=629 σελ. 38 | Limitless | Θοδωρής Τσαφής

σελ. 40 | Το κουτί, το μήλο και τα δεινά του Κόσμου | Ελένη Μπάρκα

Αγιάτη Μπενάρδου | Έξοδα ανάγνωσης... | σελ. 42 Το viral marketing αποτελεί μια πολύ αποτελεσματική μέθοδο προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών, η οποία εφαρμόζεται από όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις, άλλοτε αποτελεσματικά και άλλοτε όχι. Με πολύ απλά λόγια μπορούμε να πούμε, πως το viral marketing αποσκοπεί στη δημιουργία «θορύβου» γύρω από την επιχείρηση ή το προϊόν που προωθούμε, ο οποίος επιτυγχάνεται με την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών και την διανομή δωρεάν ποιοτικών πληροφοριών ή εφαρμογών. Πηγή: http://makemoneyonline.gr/viral_marketing.html

Κυριάκος Χαλκόπουλος | Το σκοτάδι | σελ. 46 Το Έσσεξ είναι κομητεία της ανατολικής Αγγλίας. Συνορεύει βόρεια με το Κέιμπριτζσαϊρ, δυτικά με το Χέρτφορντσαϊρ, και νότια με τη Μείζονα περιοχή Λονδίνου, ενώ χωρίζεται μέσω της εκβολής του Τάμεση από το Κεντ. Το Τσέλμσφορντ είναι η πρωτεύουσα του Έσσεξ με πληθυσμό 110.000 κατοίκους, ενώ όλο το Έσσεξ αριθμεί συνολικά πάνω από 1,5 εκατομμύρια κατοίκους. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Έσσεξ σελ. 52 | Ταξιδεύοντας με τα παραμύθια | Αγγελική Σχοινά ποίηση | σελ. 54 Για πολλά χρόνια το μπλουζ καταγραφόταν μόνο από μνήμης, ζωντανά και σε προσωπικό επίπεδο. Γεννήθηκε στο δέλτα του βόρειου Μισισιπή μετά από τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Επηρεασμένο από τις αφρικανικές ρίζες του, μπαλάντες και ρυθμικούς χορούς, (τα τζαμπ απ), εξελίχθηκε σταδιακά σε μουσική για έναν τραγουδιστή, που δημιουργούσε διάλογο ανάμεσα στη φωνή και την κιθάρα του, τραγουδώντας έναν στίχο και απαντώντας οργανικά. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Μπλουζ σελ. 58 | αντί × λόγου | Ιωάννα Σαμαρά

7

×


διήγημα Ζηνοβία Μαρνέζη

Ένα τσαμπί σταφύλι

της Ζηνοβίας Μαρνέζη

Ο

×

8

ήχος τρυπούσε το μυαλό μέσα στον ύπνο του, έψαξε με το χέρι του μέσα στο σκοτάδι να πατήσει το κουμπί το αναθεματισμένο … τα πήρε όλα κάτω… το ποτήρι με το νερό, ένα βιβλίο, το πορτοφόλι, το πορτατίφ… Τρόμαξε να το βρει με τα μάτια θολωμένα απ’ τη νύστα … το ΄ριξε κι αυτό κάτω χωρίς να μπορέσει να το σταματήσει. Έβρισε μέσα απ’ τα δόντια του. Τάχα κάθε πρωί το ίδιο σκηνικό, χρόνια ολόκληρα το ίδιο σκηνικό και δεν μπορεί ακόμα να συνηθίσει τον ήχο απ’ το ξυπνητήρι. Άλλαζε συνεχώς ξυπνητήρια μέχρι να βρει έναν ήχο γλυκό και ανάλαφρο… να μην τον πετάει έτσι βάρβαρα κάθε ξημέρωμα. Μέχρι που κατάλαβε ότι δεν είναι ο ήχος που φταίει, αλλά η δική του η κούραση. Από μικρό παιδί δεν είχε χορτάσει τον ύπνο… Ποτέ δε μπόρεσε να αφήσει τον εαυτό του να χορτάσει τον ύπνο, ακόμα κι όταν δεν τον πίεζε κανείς, ακόμα κι όταν είχε ρεπό ή αργία. Το μυαλό του πάντα άγρυπνο να τρέχει μέσα σε όνειρα και εφιάλτες, μέσα σε δρομάκια σκοτεινά και αδιέξοδα, όνειρα ταλαιπωρίας… έτσι τα έλεγε. Καταδικασμένο το μυαλό του να μη ξεκουραστεί ποτέ. Σηκώθηκε, σκουντουφλώντας στο σκοτάδι, να ανάψει το φως. Κτύπησε το δαχτυλάκι του ποδιού του στο κομοδίνο και έβρισε πάλι. Πέντε η ώρα χαράματα, δεν προλάβαινε να πιει έναν καφέ με την ησυχία του. Να ανοίξει το βλέφαρο, να ξυπνήσει το κουρασμένο του μυαλό. Η κίνηση στους δρόμους θα ήταν ασφυκτική και μέχρι να φτάσει στη δουλειά του να κτυπήσει κάρτα, θα έφτανε πάλι αργοπορημένος. Το αφεντικό δεν το νοιάζει το μποτιλιάρισμα και το χάος των δρόμων. Θέλει συνέπεια και επακριβώς την ώρα της έναρξης… αλλιώς… ξέρεις πόσοι περιμένουν να σου φάνε τη θέση λεβέντη μου. Κολοτούμπες κάνουν για να βρουν τέτοια καλή δουλειά. Σέρνοντας τα πόδια του πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ στα τυφλά, μουρμουρίζοντας ότι ακατάληπτο του ερχόταν στη γλώσσα. Έξω σκοτάδι πυκνό ακόμα… η πόλη ξυπνούσε κι αυτή αργά και ραχάτικα… για να τη στριμώξει ο χρόνος ο ανελέητος και να αρχίσει να τρέχει κι αυτή σαν μουρλή στους δρόμους τους αφιλόξενους, τους αγενείς, τους επικίνδυνους… Τα θολά του μάτια έπεσαν πάνω στο τραπέζι… Τι είναι αυτό; Μέσα σε μια ψάθι-


νη φρουτιέρα, ένα χλωμό φως … ένα κεχριμπαρένιο χοντρόρογο τσαμπί σταφύλι… Έπιανε όλη τη φρουτιέρα με το κάλλος του. Οι ρόγες του πλούσιες και αφράτες, γεμάτες χυμό… λαχταριστό να προκαλεί και να λέει…έλα φάε με…Πάρε την τροφαντή γλυκιά δροσιά μου… Θύμωσε… πως βρέθηκε εδώ αυτό το τσαμπί; Ποιος το έφερε; Αυτός πάντως όχι… Χρόνια έχει να φάει σταφύλια, τα μισεί, τα απεχθάνεται, δεν του αρέσουν, δεν θέλει ούτε να τα βλέπει βρε αδερφέ… Και τώρα να το βλέπει μπροστά του σαν να τον περιγελά. Ποιος μπήκε στο σπίτι του και το άφησε στο τραπέζι του; Εδώ μέσα δεν μπαίνει κανείς, μόνος του μαγκούφης μένει… ούτε κλειδιά έχει δώσει σε κάποιον. Το κοιτάζει απορημένος και τσαντισμένος… κάνει να το πιάσει να το πετάξει στο σκουπιδοτενεκέ. Ο καφές του έβρασε και χύθηκε… απασχολημένος να φτιάξει άλλον, γλύτωσε το τσαμπί που παρέμεινε εκεί να τον προκαλεί περιγελαστικά. Πήρε το φλιτζάνι με τον καινούργιο αχνιστό καφέ του και κάθισε στο τραπέζι να τον πιει, ψάχνοντας τα τσιγάρα του στη τσέπη του μπουφάν που κρεμόταν στον τοίχο. Προσπάθησε να βάλει το μυαλό του σε λειτουργία, γεμίζοντάς το καφεΐνη και νικοτίνη. Μήπως ονειρεύομαι ακόμα; Ποιος το έφερε αυτό εδώ; αναρωτήθηκε. Άπλωσε το χέρι να το αγγίξει, να δει αν είναι αληθινό. Έσφιξε μια τσουπωτή ρόγα στα δάχτυλα και την έλιωσε, γέμισε χυμό το χέρι του. Το μύρισε και μετά το έγλυψε να νιώσει την γεύση του. Τότε… ένα απαλό θρόισμα της κουρτίνας και ένα αεράκι του άγγιξε τα μαλλιά. Αναστατώθηκε… μια γλυκιά παρουσία… μια έννοια, κάτι αόρατο ένιωσε στην κλειστή ατμόσφαιρα της κουζινούλας του. Δεν απόρησε… το δέχτηκε γαλήνια και χαμογέλασε τρυφερά. Έριξε σ’ ένα δεύτερο φλιτζάνι τον καφέ που είχε απομείνει στο μπρίκι και το έβαλε απέναντί του στο τραπέζι. Ξύπνα… άσε τώρα την ξάπλα και την τεμπελιά. Σήκω να προλάβουμε την μέρα πριν βγει ο ήλιος. Το μικρό αγόρι νυσταγμένο υπάκουσε στη διαταγή του πατέρα του. Σκοτάδι ακόμα έξω, κι αυτοί έπρεπε να πάνε για ράντισμα στα αμπέλια τους. Ο καιρός δεν περιμένει τα σταφύλια, θέλουν τακτική φροντίδα, κάθε μέρα σε θέλουν εκεί. Να κόψεις το βλαστάρι, να οργώσεις, να ραντίσεις, να ξεφυλλίσεις, να ρίξεις λίπασμα, να ποτίσεις και…και συνέχεια. Ο μικρός τράβαγε το λάστιχο του ραντιστικού και ο πατέρας του με τη μάνικα έριχνε με πίεση πάνω στα κλήματα το δηλητήριο, για να καταπολεμήσουν τις αρρώστιες των σταφυλιών. Είχε συνηθίσει να αναπνέει αυτά τα δηλητήρια που έπνιγαν τα τη μύτη του μέχρι τα πνευμόνια του. Έλα μη χαζεύεις. Άκουσε τη θυμωμένη φωνή του πατέρα του. Τράβα το λάστιχο από δω… δεν βλέπεις που είμαι; Άντε κουνήσου… πριν βγει ο ήλιος δυο αράδες απομείνανε… άντε να τελειώσουμε παιδί μου. Ο πατέρας με το πρόσωπο σκαμμένο από την κούραση, λαχανιασμένος και αγχωμένος, μοχθούσε να σώσει τη σοδειά του. Να έχει καλό σταφύλι, να

9

×


διήγημα Ζηνοβία Μαρνέζη

×

10

βρει να το πουλήσει σε καλή τιμή. Αυτά τα σταφύλια θα έθρεφαν την οικογένεια του για ένα χρόνο, μέχρι την επόμενη σοδειά. Κι αν η χρονιά ήταν καλή, θα περίσσευε και κάτι, αν όχι… δύσκολα για όλους, με φρικτή οικονομία θα έβγαινε πέρα το εισόδημα. Για τον αγρότη μόνο ο Θεός συντρέχει. Να τον λυπηθεί και να του χαρίσει τον κατάλληλο καιρό, να γίνουν τα προϊόντα του και να πιάσει δυο δεκάρες παραπάνω. Άγχος, κούραση, ιδρώτας και ατέλειωτος μόχθος… πολλές φορές και χωρίς ανταμοιβή. Οι πρώτες ακτίδες πρόλαβαν δειλά και το αχνό φως έδιωξε το σκοτάδι εκείνη τη στιγμή που τέλειωσαν και το ραντιστικό έπαψε πια να μουγκρίζει και να φτύνει το φυτοφάρμακο. Ο πατέρας κάθισε στο καβάλι να ξαποστάσει κι έβγαλε, το θερμός με τον καφέ και το κολατσιό που με φροντίδα είχε φτιάξει η μάνα. Έλα βρε… έλα να φας κάτι μη λέει μετά η μάνα σου πως σ’ αφήνω νηστικό. Το παιδί κάθισε δίπλα του και άρπαξε με όρεξη το ψωμοτύρι του. Ο πατέρας μύριζε ιδρώτα με χώμα και φαρμάκι. Μια μυρωδιά που την έσερνε ποτισμένη μέσα στο πετσί του, που δεν έφευγε ποτέ, ούτε με το πλύσιμο. Τι όμορφη χαραυγή… αλλά ποιος να την απολαύσει. Η κούραση ήταν πιο δυνατή. Βλέπεις; Βλέπεις ποια είναι η ζωή μου; Όταν σε μαλώνω να διαβάζεις αυτά σκέφτομαι. Να μάθεις γράμματα, να σπουδάσεις… Να ξεφύγεις εσύ από δω… Να γίνεις άνθρωπος… Άνθρωπος βρε… Του έριξε χαϊδευτικά μια σφαλιάρα. Έτσι μεγάλωνε , έτσι δεν του έλειπε τίποτα… ό,τι ζητούσε το είχε. Το χειμώνα διάβασμα σκληρό και τα καλοκαίρια στα αμπέλια να βοηθάει τον πατέρα. Ύπνο σαν μικρό παιδί δεν χόρτασε… ο πατέρας του τον πέταγε άγρια κάθε ξημέρωμα, ενώ η μανούλα του πιο τρυφερή ερχόταν και του χάιδευε το κεφαλάκι και με γλυκιά φωνή του έλεγε… σήκω πουλάκι μου… εκείνος γύριζε πλευρό και της έκανε νάζια… ήθελε κι αυτός λίγο τρυφεράδα, τι κι αν ήταν αγόρι… άσε λίγο καλέ μαμά. Κι εκείνη ετοιμόλογη του πέταγε το αγαπημένο της ρητό… γλυκός ο ύπνος το πρωί… γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή… Το παιδί ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Τι σημαίνει αυτό καλέ μαμά. Να όποιος βαριέται να σηκωθεί να δουλέψει δεν θα έχει τη Λαμπρή να πάρει καινούργια ρούχα και φαΐ. Του εξηγούσε με το απλοϊκό μυαλό της. Κουρασμένη κι αυτή απ’ τα γεννοφάσκια της. Έτσι μεγάλωσε με σκληρή δουλειά και προσπάθεια, αλλά με πολύ αγάπη, κρυμμένη αγάπη χωρίς γλυκόλογα, χαϊδέματα και κανακέματα. Ανώριμος να καταλάβει την ιδιαίτερη τύχη του, πολλές φορές την είχε αναθεματίσει, βαρυγκομούσε και γκρίνιαζε. Γιατί να μην έχει για πατέρα απ’ αυτούς τους συγγενείς που έρχονταν από την πρωτεύουσα να παραθερίσουν και να τα έχουν όλα στρωμένα κι έτοιμα; Γιατί να ανέχεται τα κακομαθημένα και μυγιάγγιχτα παιδιά τους που τον έβλεπαν με απαξίωση και οίκτο, όταν γύριζε απ’ το κτήμα, ενώ αυτά λιάζονταν στην παραλία;


Κι ο φιλότιμος μέχρι βλακείας πατέρας του να τους πηγαίνει τα πεσκέσια, να τα τελαράκια με τα καλύτερα σταφύλια, να τα φρέσκα ζαρζαβατικά απ’ το μποστάνι. Ποιος υπολόγιζε το μόχθο αυτών των αγαθών που τα έπαιρναν σαν δεδομένα, σαν έτοιμα χωρίς καμιά κούραση. Ποιος σκέφτηκε τον ιδρώτα του πατέρα να τα καλλιεργεί, να τα φροντίζει με αγάπη και αφοσίωση και να τα προσφέρει με χαρά στους συγγενείς πρωτευουσιάνους. Ζήλευε πολύ μικρός. Νευρίαζε με την αγαθοσύνη του πατέρα του. Να φύγω από δω, να περάσω σε μια σχολή και να φύγω. Να σπουδάσω και να βρω μια δουλειά ό,τι να ναι, μακριά από τα χτήματα μακριά. Και να μην ξαναφάω ποτέ σταφύλι στη ζωή μου. Κι ήρθε ο καιρός και πέρασε στη σχολή. Μηχανολόγος ηλεκτρολόγος στο Πολυτεχνείο. Ο πατέρας του ερχόταν απ’ τις λαϊκές της Αθήνας εκείνη την ημέρα. Μεσημέρι, κουρασμένος και ξαγρυπνισμένος απ’ τα χαράματα στο πόδι. Να φορτώσει στο αγροτικό τα καφάσια με τα σταφύλια του, να οδηγήσει μες την νύχτα για να είναι στο πόστο του έξι ή ώρα το πρωί. Να στήσει τον πάγκο του, να ξεπουλήσει. Να πιάσει φρέσκο χρήμα ζεστό, για το παιδί του. Θα είχε πολλά έξοδα τώρα… αγωνιούσε να δει… πέρασε το καμάρι του; Οδηγούσε… και το ραδιόφωνο έλεγε τα ονόματα των επιτυχόντων. Ήταν στην εθνική οδό, όταν άκουσε το πολυπόθητο. Το όνομα του γιου του… πέρασε… πέρασε, το παιδί του είναι πλέον φοιτητής. Ξέφυγε απ’ τη μοίρα του. Το παιδί του θα γίνει άνθρωπος! Μπήκε σ’ ένα βενζινάδικο και σταμάτησε για να το χωνέψει. Εκεί… στο πάρκιν, άφησε τα δάκρια της χαράς να κυλήσουν χωρίς ντροπή απ’ τα μάτια του. Αυτός ο άντρακλας, που έπιανε με τις χερούκλες του την πέτρα και την έστυβε, έκλαψε… έκλαψε, γιατί οι κόποι του δεν πήγανε χαμένοι. Του βρήκε ένα δωμάτιο με χωλ, κουζίνα και μπάνιο… όχι τίποτα πολυτελείας, ένα αξιοπρεπές διαμέρισμα ήταν, καθαρό και βολικό. Το νοίκιαζε από μια πελάτισσα στη λαϊκή που της πούλαγε σταφύλια. Καλή κυρία και σοβαρή η σπιτονοικοκυρά του. Κάθε Τρίτη ερχόταν κι ο πατέρας στην λαϊκή που γινόταν ακριβώς έξω από την πολυκατοικία. Του κουβάλαγε του κόσμου τα καλούδια και τα σπιτικά φαγητά της μανούλας του… μη πεινάσει το καμάρι της και αδυνατίσει…τώρα που ήταν μακριά της. Κατέβαινε κι αυτός με το πάσο του, ανέμελος και ξένοιαστος φοιτητής… να δει και λίγο τον πατέρα του μήπως και χρειαστεί κάτι. Χρυσάφι πουλάω σήμερααααα, για περάστε να δοκιμάσετεεεεεεε, τέτοια ραζακιά κυρία μου δεν θα βρεις αλλού. Απλωμένα πάνω στον πάγκο του όλων των λογιών τα σταφύλια, κεχριμπαρένιο κέρινο, χρυσή ραζακιά και κατακόκκινη φράουλα, όλα διαλεχτά και ολόφρεσκα. Οι πελάτες συνωστίζονταν μπροστά στο πάγκο, τα έπιαναν, τα ζουλούσαν, γκρίνιαζαν για την τιμή, έφευγαν ή αγόραζαν με χίλια παρακάλια ένα δυο κιλά. Πάρε κυρία μου φράουλα διαλεχτή, να φτιάξεις γλυκό άλλο πράμα. Μέχρι και τη συνταγή τους έδινε… θα την ξεφλουδίσεις μία μια τη ρόγα θα βγάλεις τα κουκουτσάκια και θα τη δέσεις μ’ ένα κιλό ζάχαρη και μετά θα βάλεις άσπρα μυγδαλάκια.

11

×


διήγημα Ζηνοβία Μαρνέζη

×

12

Μπα… πολύ φασαρία… θα πάρω τη ραζακιά να τη φτιάξω χωρίς ξεφλούδισμα. Τόσο νογάγανε οι πρωτευουσιάνες να φτιάξουν γλυκό σταφύλι… μόνο η ποικιλία φράουλα κάνει το γλυκό πετυχημένο, αλλά η ευκολία τους… Η κάθε μια με τη γνώμη της κι αυτός με το χαμόγελο να προσπαθεί να μη στενοχωρήσει τους πελάτες του… γιατί ως γνωστόν έχουν πάντα δίκιο. Κι όταν ξεπουλούσε, του πέρναγε η κούραση και μετρούσε τα λεφτά χαμογελαστός, έβγαζε μερικά από το μάτσο και του τα ‘δινε. Πάρε να έχεις λεφτά, είσαι ολόκληρος άνδρας τώρα, πάρε να έχεις να κερνάς τις κοπελιές, με οικονομία όμως εε; Μη σε πιάσουν και κορόιδο! Κι ήρθε ο καιρός που τα χρόνια δείξανε σκληρά πάνω στο πρόσωπο του πατέρα. Μια μέρα εκεί που τον έβλεπε να μοχθεί και να παρακαλάει… Πάρε… πάρε κυρία μου χρυσάφι χαρίζω σήμερα… δυο κιλά εκατό δραχμές τσάμπα… τσάμπα. Κάτι έσπασε μέσα του… ο άντρακλας ο πατέρας του να εκλιπαρεί να πουλήσει… να εκλιπαρεί… να έχει κλείσει η φωνή του ραγισμένη και βραχνή. Να έχει σηκωθεί απ’ τη μαύρη νύχτα να οδηγήσει μέχρι εδώ και το μεσημέρι να γυρίσει να πάει να κόψει τα αυριανά σταφύλια και πάλι κάθε μέρα ίδια και απαραλάχτη… Μια ατέλειωτη κούραση… Πατέρα δεν χρειάζεται πλέον να τρέχεις στις λαϊκές, δώσ’ τα σ’ ένα έμπορα. Καιρός να ξεκουραστείς… Τι λες; Θα τα πάρει για πενταροδεκάρες ο έμπορας… Δεν τα πάω καλύτερα στο ζαμπόχο;* Εγώ είμαι ακόμα γερός. Τι νομίζεις, ότι γέρασα; Πεισματάρης και περήφανος, νόμιζε πως θα ξοφλούσε έτσι η ζωή του, αν καθόταν επιτέλους να ξεκουραστεί. Άφησε τον καιρό να περνά και σπάνια πήγαινε να τον δει στις λαϊκές, ώσπου τον έπιασε και του μίλησε ένας νεαρός που είχε το διπλανό πάγκο. Δεν πάει καλά ο πατέρας σου… για πρόσεξέ τον κάπου τα χάνει. Ανησύχησε, άρχισε να παρακολουθεί τη συμπεριφορά του. Στην αρχή δεν φαινόταν καθαρά, αλλά άρχισε να ξεχνάει βασικά πράγματα, να μπερδεύει τα λόγια του, να μη μπορεί να φτιάξει μια σωστή πρόταση. Το ύφος του είχε γίνει αφηρημένο κι είχε αποκτήσει το μακάριο βλέμμα ενός παιδιού που δεν έχει καμιά σκοτούρα στο μυαλό. Γελούσε χωρίς λόγο, προσπαθούσε να πει κάτι και οι λέξεις χάνονταν μες τη γλώσσα του ασυνάρτητες χωρίς νόημα. Η διάγνωση σκληρή… αλτσχάιμερ. Η νόσος της εποχής… Αυτή ήταν η ανταμοιβή του αγώνα του… του μόχθου του… του ιδρώτα του που μύριζε χώμα και φυτοφάρμακα. Δέκα χρόνια έζησε έτσι μακάρια στα τελευταία του, δεν τον άγγιζε τίποτα πια ευτυχισμένος μέσα στα σκοτάδια του μυαλού του. Ήταν άνοιξη, όταν τον ειδοποίησε η μάνα πως δεν


έχει πια ζωή ο πατέρας. Είναι ετοιμοθάνατος. Πήγε στο πατρικό του… η αυλή γεμάτη με ανθισμένα γεράνια και πελαργόνια, τριανταφυλλιές και πασχαλιές. Όργιο χρωμάτων και ευωδιών… όπως κάθε χρόνο κάθε άνοιξη. Μάης μήνας! Τα τσαμπάκια στα κλίματα έδεναν το καρπό, αλλά εκείνος δεν θα τα έβλεπε ποτέ ξανά. Ταλαιπωρήθηκε να ξεψυχήσει, όπως ταλαιπωρήθηκε και να ζήσει. Έτσι έφυγε… μέσα στου Μαγιού τις μυρωδιές, την ίδια μέρα που είχε έρθει στη ζωή! Άστα όλα να ρημάξουν είπε στην μάνα του. Εγώ δε θα ασχοληθώ με τα χτήματα, ούτε σταφύλι θα ξαναφάω στη ζωή μου. Έχω καλή δουλειά στο εργοστάσιο, είμαι μηχανολόγος και παίρνω καλά λεφτά. Τα χτήματα δώστα μισακά, μη σε δω να τα δουλέψεις εσύ πάλι! Έτσι δεν ήθελε ο πατέρας; Να σπουδάσω… να γίνω άνθρωπος! Ένα δροσερό φύσημα του χαϊδεύει το πρόσωπο. Ξημέρωσε. Το πρώτο φως τρύπωσε απ’ τις κλειστές γρίλιες. Πως βρέθηκε αυτό το τσαμπί το σταφύλι εδώ; Δεν θυμάται να το αγόρασε αυτός. Ποιος το έφερε; Η κουρτίνα ανέμισε πάλι για λίγο και μετά απόμεινε ακούνητη. Η ατμόσφαιρα έγινε πνιγηρή. Πήρε το τσαμπί και βγήκε στο μπαλκόνι. Κοίταζε τα φώτα στις απέναντι πολυκατοικίες που άναβαν σιγά σιγά. Η πόλη ξυπνούσε, στο ίδιο γρανάζι κάθε μέρα. Δεν τον ένοιαζε που περνούσε η ώρα… Κάθισε σε μια πολυθρόνα και άρχισε να τρώει μία μία τις ρόγες του σταφυλιού… Τα μάτια του έτρεχαν κόμπους κόμπους τα δάκρια… Εκείνα… τα δανεικά του πατέρα του, όταν άκουσε ότι έγινε άνθρωπος…

×

Η

ΖΗΝΟΒΙΑ ΜΑΡΝΕΖΗ γεννήθηκε στην Κόρινθο τον Αύγουστο του 1957 από γονείς Μικρασιατικής καταγωγής. Μεγάλωσε στο Περιγιάλι Κορινθίας , όπου και εξακολουθεί να μένει μέχρι σήμερα με τον σύζυγό της και τα τρία της παιδιά. Έχει τελειώσει το 6ταξιο Γυμνάσιο Βραχατίου Κορινθίας αλλά δεν έκανε άλλες σπουδές. Διαβάζει πολύ από μικρή, ιδιαιτέρως Ελληνική λογοτεχνία και της αρέσει να ταξιδεύει με την φαντασία της , να φτιάχνει δικές της ιστορίες και να γράφει διηγήματα. Το πρώτο βιβλίο της είναι το «Αναίσθητοι και Ονειροπόλοι» , από τις εκδόσεις Λιβάνη. Περιμένει να εκδοθεί το δεύτερο και έχει άλλα δύο μη ολοκληρωμένα ακόμη.

13

×


προτάσεις βιβλίων από τους συντάκτες μας

Νησί από ελαφρόπετρα προτείνει η Κατερίνα Αξούγκα

Ό

ταν έρχεται η στιγμή να συστήσεις μια συλλογή διηγημάτων, ξέρεις πως απευθύνεσαι εξαρχής σ’ ένα περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Κατά την άποψη των εκδοτικών οίκων, αλλά και των βιβλιοπωλών, όσο μικρό είναι το διήγημα άλλο τόσο μικρό είναι το αναγνωστικό του κοινό, πράγμα που πολλές φορές μεταφράζεται και σε μη εμπορεύσιμο είδος! Οι περισσότεροι προτιμούν να χάνονται μέσα σε πολυσέλιδα μυθιστορήματα, πολλές φορές κακής ποιότητας, τύπου αμερικάνικων σεναρίων, εύπεπτα και ευπώλητα, αναζητώντας την απόδραση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέσα από τις ζωές των άλλων. Κι όμως στον Ελληνικό χώρο το διήγημα δεν έπαψε να υφίσταται, τουλάχιστον από το 19ο αιώνα, με ικανότατους μάστορες του είδους του -πρόσφατα τιμήσαμε τον Παπαδιαμάντηχάρη στα φιλολογικά περιοδικά και στις εφημερίδες μέχρι τη δεκαετία του ’60. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «το Μπουκέτο» κατά την προπολεμική περίοδο. Από τη μια λοιπόν η ισχυρή πεποίθηση της αναθέρμανσης του διηγήματος, λόγω της Κρίσης που περνούμε, γιατί κατά την άποψη ειδικών μελετητών πατάει συνήθως σε ρεαλιστική βάση και από την άλλη, η έλλειψη χρόνου και η ανάγκη συντομίας, μας κάνει να ευελπιστούμε στην επιστροφή του. Ίδωμεν! Προσωπικά θα ήθελα από αυτή τη στήλη να προτείνω μία συλλογή διηγημάτων, προδημοσιευμένων και μη, μιας συγγραφέως που υπηρετεί με χαρισματικό τρόπο αυτό το είδος γραφής. Άποψή μου, ότι είναι από τις πιο αξιόλογες σήμερα στη γυναικεία Ελληνική λογοτεχνία. Είναι η Νατάσα Κεσμέτη και το προτεινόμενο βιβλίο της «Νησί από ελαφρόπετρα», εκδ. Αλεξάνδρεια. Η Νατάσα Κεσμέτη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947. Σπούδασε Νομικά και Αγγλική λογοτεχνία. Στα γράμματα πρωτοεμ×

14


φανίστηκε το 1972 με τη δημοσίευση ποιημάτων της, καθώς και με μια συλλογή διηγημάτων «τα 7 της Άρκτου». Έγραψε πολλά μελετήματα για πεζογράφους και ποιητές και συνεργασίες της, ως κριτικός και πεζογράφος, βρίσκονται σε αξιόλογα λογοτεχνικά περιοδικά. Το «Νησί από ελαφρόπετρα» είναι η όγδοη συλλογή διηγημάτων της. Εδώ, σύμφωνα με έμπειρους κριτικούς, η συγγραφέας βρίσκεται στην πιο ώριμη φάση της γραφής της. Οι πρωταγωνιστές, άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας, δεν εξιστορούνται επιδερμικά μέσα από κάποιες προσωπικές τους ιστορίες, αλλά όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο, μέσα από τις πράξεις τους, αυτό που επιζητούν είναι η βαθύτερη δίψα τους για Νόημα. Με ποιητικό τρόπο, άλλοτε θεατρικότητα και ρεαλισμό, στις παραγράφους της ξετυλίγει την ανθρώπινη γεωγραφία, με απόλυτο σεβασμό και τρυφερότητα, αντιμετωπίζοντας τους πρωταγωνιστές της ως πρόσωπα μοναδικά! Εισχωρώντας στην κάθε ιστορία ανακαλύπτεις πλάσματα τόσο πειστικά δοσμένα που λες ότι κάπου τους γνώρισες, πως είναι συγγενείς σου κι έχουν κάτι από τον δικό σου εαυτό. Κι από την άβυσσο του σπλάχνου αναδύεσαι στις κορυφές του στοχασμού, όπως έκαναν αγαπημένοι της συγγραφείς, μεταξύ των οποίων Ντοστογιέφσκι και Γκόγκολ. «Το κάθε τι που ο άνθρωπος των γραμμάτων βλέπει», γράφει ο Γκυ ντε Μωπασάν, «οι χαρές του, οι λύπες του, οι απελπισίες του γίνονται στη στιγμή αντικείμενα της παρατήρησής του. Αναλύει τα πάντα, τις καρδιές, τα πρόσωπα, τις χειρονομίες, τον τόνο της φωνής. Κι όταν υποφέρει, κρατάει σημειώσεις για τον πόνο του, που τον ταξινομεί κι αυτόν στη μνήμη του. Και μοιάζει σα να έχει δύο ψυχές: μία που σημειώνει, εξηγεί, σχολιάζει το κάθε τι που δοκιμάζει η γειτονική της ψυχή, η υπερφυσική ψυχή, η κοινή σε όλους τους ανθρώπους.... γινόμενος ένα αντιφέγγισμα του εαυτού του μαζί κι ένα αντιφέγγισμα των άλλων..» Και η Νατάσα Κεσμέτη μέσα από το προσωπικό στυλ γραφής της, κεντώντας στον καμβά της μνήμες και βιώματα από τις ρίζες της, την Καππαδοκία, φθάνοντας ως τους σημερινούς μετανάστες, αυθεντική συλλέκτρια αποήχων, βγάζει την αλήθεια του κάθε προσώπου, «χυτή σαν άγαλμα» μόνο μέσα από τα καθάρια νερά της μοναξιάς της πένας της. Η γραφή της δεν είναι εύκολη. Απαιτεί προσήλωση και επανάληψη στην ανάγνωση, όμως σε οδηγεί στη λύτρωση! Ίσως η «έξοδος» που ανοίγει η σμίλη της είναι ένας λόγος του Έμερσον που η ίδια αναφέρει: «Αγάπα και θ’ αγαπηθείς» και η Νατάσα Κεσμέτη μας προσκαλεί, μέσα από τη δική της οπτική ματιά, να περπατήσουμε αντάμα με τους ήρωες της και το φιλοσοφημένο στοχασμό της που δεν αφήνει απέξω τις πιο μυστικές πτυχές της ανθρώπινης καρδιάς.

×

15

×


Ο άγγελος της πείνας

προτάσεις βιβλίων από τους συντάκτες μας

προτείνει η Βασιλική Νευροκοπλή

Ο

άγγελος της πείνας θα μπορούσε να είναι ό, τι ακριβώς δε θα θέλαμε να διαβάσουμε, ό, τι θα θέλαμε πάση θυσία να αποφύγουμε. Και όμως, είναι αυτό ακριβώς που μπορεί να μας στηρίξει σήμερα σαν ιδανικός εμψυχωτής. Ίσως, γιατί, αν και “της πείνας”, παραμένει “άγγελος”, σκέφτομαι. Η βαθύτατη ευαισθησία της Μύλερ συμβαδίζει με την ψυχραιμία της πάνω στο λεπτότατο σχοινί του τραγικού. Όλο το κείμενο διακατέχεται από μια αναπάντεχη νηφαλιότητα που ειρηνεύει τον αναγνώστη, ακόμη κι όταν διαβάζει γεγονότα ιδιαίτερης σκληρότητας. Εκεί που το συμβάν είναι βαρύ σα μολύβι, οι λέξεις της γίνονται πανάλαφρα αστραφτερά διαμάντια. Ο χρόνος μεταπηδά από το παρόν στο παρεθλόν, από διαρκείας γίνεται στιγμιαίος, από αιωνιότητα στιγμή. Η Μύλερ ενοποιεί τα πάντα δίχως ίχνος κόμπλεξ. Αυτό, μόνον η ποίηση μπορεί να το κατορθώσει, δίχως να θυσιάσει το νόημα στην έμπνευση ή το αντίθετο. Μήπως, λοιπόν, “Ο άγγελος της πείνας” είναι στην πραγματικότητα ένα μακροσκελές ποίημα; Ένα κατ’ επίφασιν μυθιστόρημα που σεβόμενο τον τρόμο των θνητών μπροστά στην ποίηση, φόρεσε τη μάσκα του πεζού λόγου, για να τρυπώσει υπογείως στην απαρηγόρητη ζωή μας προκειμένου να την παρηγορήσει; Την απάντηση αξίζει να τη δώσει καθένας μόνος του. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Νορβηγικό δάσος

προτείνει η Τζόρτζια Νάστα

Μ

×

16

ία νουβέλα για τον έρωτα, τη μοναξιά και την απώλεια, αυτό είναι το «Νορβηγικό Δάσος». Γραμμένο το 1987 από τον Ιάπωνα συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι, το μυθιστόρημα αυτό μάς λέει την ιστορία του Τόρου Βατανάμπε, ενός νεαρού φοιτητή ο οποίος ζει διχασμένος ανάμεσα σε δύο γυναίκες, την πρώτη του αγάπη, τη Ναόκο, και μια μυστηριώδη κοπέλα που εισβάλλει απρόσμενα στη μουντή και γεμάτη ανούσιες σαρκικές απολαύσεις ζωή του, τη Μιντόρι. Ο Μουρακάμι, μέσα από την ιστορία των τριών νέων, μάς αφηγείται μια ιστορία πάθους και απώλειας, δοσμένη με τον ξεχωριστό τρόπο που μόνο ένας συγγραφέας ανατολίτικης κουλτούρας θα μπορούσε να αποδώσει. Οι ήρωες φυσικά υποφέρουν, προσπαθούν να δώσουν απάντηση σε έντονα υπαρξιακά ερωτήματα, προκαλώντας την εντύπωση πως όλα γίνονται σχεδόν ψυχρά και μηχανικά, χωρίς ιδιαίτερο συναίσθημα, πράγμα κατά βάση άτοπο. Αν ο αναγνώστης ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωες και προσπαθήσει να κατανοήσει τη διαφορετικότητα και το εσωστρεφές της Ιαπωνικής κουλτούρας, τότε θα μπορέσει με βεβαιότητα να συμμεριστεί όλα τα άγχη και τον πόνο των ηρώων και να γίνει κι εκείνος κοινωνός του δράματος. Βαρύ ανάγνωσμα, θα πρότεινα να το διαβάσετε με ανάλαφρη διάθεση. Θα σας κρατήσει συντροφιά ένα ήρεμο, μοναχικό βράδυ ανταμείβοντάς σας με μια περιπλάνηση στους πολύβoους δρόμους του Τόκυο και την ηρεμία της Ιαπωνικής υπαίθρου. Καλό ταξίδι λοιπόν!


Απ’ τα κόκαλα βγλαμένα

προτείνει η Ευριδίκη Αμανατίδου

Α

π’ τα κόκαλα βγαλμένα ή μια μετωπική σύγκρουση με το ελληνικό δημόσιο. Για να παραμείνω στην ορολογία των ατυχημάτων του δρόμου, θα το περιέγραφα σαν καραμπόλα με τραγελαφικά αποτελέσματα. Στραβοτιμονιάζει το Ε.Σ.Υ και εμείς, αυτοί και όλοι οι άλλοι συγκρούονται αλυσιδωτά. Όλα σφάζονται και όλα μαχαιρώνονται πάνω στα χειρουργικά τραπέζια και κάτω από γραφεία διευθυντών, για μία θέση όχι στον ήλιο, αλλά στο ράντζο του ανήλιαγου διαδρόμου. Όνειρα απατηλά και ελπίδες φρούδες, κυριολεκτικά βγαλμένα από τα κόκαλα, καθώς παρακολουθούμε την επιστροφή του κεντρικού ήρωα στην Ελλάδα του Εθνικού συστήματος υγείας, για να αναλάβει τον διορισμό του κάνοντας την ειδικότητα του ορθοπεδικού στο νοσοκομείο των Αγίων Πάντων. Πολλές φορές αναρωτιέται αν εκείνη η σκλήρυνση Καζαμπλάνκας που άκουγε παιδί, το ξεκάρφωμα ισχίου της μίας γιαγιάς και η αεικίνητη μασέλα της άλλης που φάνταζαν τόσο εξωτικά τότε, ήταν αρκετά ώστε να βρεθεί δεμένος με τον όρκο του Ιπποκράτη. Ο Γιώργος Δενδρινός μέσα από το μυθιστόρημά του παρουσιάζει μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας που νοσεί και νοσηλεύεται, απαξιώνει τα μέλη της και πάνω που φτάνεις να πεις ένα «άξιζε άραγε τον κόπο» καταλήγεις με ένα θετικό χαμόγελο, καθώς βλέπεις την ελπίδα και την ανθρωπιά εκεί ακριβώς που δεν τα περιμένεις. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Η αναζήτηση της αλήθειας

προτείνει η Δέσποινα Χατζή

Δ

ε θα ήθελα να σταθώ σ’ ένα καθαρά λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά σ’ ένα βιβλίο που μπορεί να απαλλάξει τόσο τους αναγνώστες, όσο και τους συγγραφείς από διάφορες εσωτερικές συγκρούσεις που βασανίζουν τη σκέψη μας και κατά συνέπεια μας γεννούν τραγικά προβλήματα στην καθημερινή μας ζωή. «Η αναζήτηση της αλήθειας» είναι ένα βιβλίο του Τζ. Κρισναμούρτι. Kάποιοι τον θεωρούν στοχαστή, κάποιοι άλλοι φιλόσοφο, για μένα είναι ένας πνευματικός δάσκαλος. Σ’ αυτό το βιβλίο ο μεταφραστής της διδασκαλίας του -επί σειρά ετών- ο Νίκος Πιλάβιος, έχει επιλέξει με μεγάλη ευαισθησία κάποια κείμενα του Κρισναμούρτι, όπως αποσπάσματα από ομιλίες, συζητήσεις, προσωπικές σημειώσεις κ.λ.π. Κείμενα τα οποία μιλούν για το φόβο, τη μοναξιά, τον έρωτα, το σεξ, το διαλογισμό, τη γιόγκα και δεκάδες ακόμα θέματα που, αν τα διαβάσει κανείς με την καρδιά του, πιθανόν να αρχίσει να βλέπει τη ζωή από μια άλλη οπτική γωνία. Ως εισαγωγή έχει επιλεχθεί ένα κείμενο του παγκόσμια γνωστού συγγραφέα Χένρι Μίλερ, ο οποίος μιλάει για τα βιβλία που τον επηρέασαν ως συγγραφέα, αλλά κυρίως ως άνθρωπο κι ένα απ’ αυτά τα βιβλία είναι του Κρισναμούρτι. «Η αναζήτηση της αλήθειας» κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη τον Οκτώβρη του 2011.

17

×


Περιστροφές Λυχνοσβήστη

προτάσεις βιβλίων από τους συντάκτες μας

ποίηση: προτείνει ο Σπύρος Βουτσινάς

Ο

Αριστοτέλης Πετρουλέας γεννήθηκε στο Εξωχώρι της Μάνης το 1955. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1985 με την ποιητική συλλογή «Περιστροφές Λυχνοσβήστη». Συστήνω λοιπόν και προτείνω το βιβλιαράκι αυτό, αν και ακολούθησαν κι άλλες ποιητικές του δημιουργίες. Παραθέτω ένα ποίημα αυτής. Διαδήλωση. /Είχανε μαζευτεί,/όσες μπόραγαν και περπάταγαν,/από τις ανάπηρες μέρες μου./Μου γυρεύουνε, λέει, σύνταξη./Άκου πράματα./ Ψάχτηκα./Βρήκα το τελευταίο μου δίφραγκο,/ τους το ’δειξα /κι ύστερα το κατάπιε η χαραμάδα. Το συγκεκριμένο ποίημα το επέλεξα, γιατί σήμερα επαληθεύεται η προφητεία του, της πλήρους κατάρρευσης του αξιακού συστήματος της μεταπολίτευσης. Η ποίηση του Αριστοτέλη Πετρουλέα είναι πρωτογενής, σχεδόν σε όλα τα δομικά συστατικά της έμπνευσης και της δημιουργίας και δεν αναγνωρίζεται πουθενά επίδραση από τους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Η ειρωνεία και ο σαρκασμός είναι αυτοτελείς οντότητες της έμπνευσης και δεν υπαγορεύτηκαν από υιοθεσία του Καρυωτακισμού. Το τραχύ ανάγλυφο, που ψηλαφώ στην ανάγνωση των ποιημάτων ως άκουσμα μουσικό, είναι σαν διαπιστωτική αλήθεια που μοιράζεσαι σε μια παρέα φίλων. Καταγράφω την έλλειψη του λυρισμού ως στόχου συγκινησιακής πρόκλησης και προβάλλω την καμουφλαρισμένη τρυφερότητα στην καταιγίδα των ποιημάτων, η οποία προσδιορίζει την ηθική της ποίησης του Αριστοτέλη Πετρουλέα. Κλείνω το σημείωμα μου χωρίς τεχνικά σημεία ανάλυσης, λόγω χωρικού περιορισμού.

Elric

comic: προτείνει ο Παναγιώτης Φερεντίνος

Ο

×

18

Moorcock Michael έχει γράψει αρκετές σειρές βιβλίων με κύριο χαρακτήρα του τον λεγόμενο «Αιώνιο Πρόμαχο» («Eternal Champion»)· έναν επικό ήρωα που δρα σε όλα τα σύμπαντα, αναλαμβάνοντας να παίξει το ρόλο μιας ζυγαριάς ανάμεσα σε εκείνες τις δυνάμεις που απειλούν να προκαλέσουν είτε το χάος, είτε την απόλυτη υποτέλεια στο νόμο ώστε να υπερισχύσει. Απόλυτος στόχος του η παντοτινή επικράτηση της ισορροπίας. Στο παρόν βιβλίο, ο Elric αποτελεί μια έκφραση-ενσάρκωση του Αιώνιου Πρόμαχου, παλεύοντας με την ίδια του τη μοίρα, η οποία τον έφερε στον κόσμο δίνοντάς του ένα σώμα αδύναμο – είναι αλμπίνος. Αυτό το σώμα, για να μπορέσει να κρατηθεί στη ζωή, εξαρτάται από το σπαθί του, την «Καταιγίδα», το οποίο ρουφάει την ζωτική δύναμη όσων ο Elric σκοτώνει στις μάχες του και, μέσω του σπαθιού, δίνεται σ’ αυτόν. Είναι, κατ’ ουσίαν, ένας «αντι-ήρωας» ο οποίος συμβάλει με τον τρόπο του στην παρακμή που έχει φτάσει ο κόσμος του, φέρνοντας τον, τελικά, στο σημείο μηδέν, ώστε να μπορέσει, κάποια στιγμή, η ζυγαριά να ξαναγυρίσει κάπου στη μέση, στο σημείο ισορροπίας, για να γεννηθεί ένας νέος κόσμος. Αυτός ο κόσμος θα συνεχίσει την ιστορία του σύμπαντος, ίσως, αυτή τη φορά, με καλύτερες προοπτικές ή δίχως τα προηγούμενα ελαττώματα του, μέχρι τότε, κόσμου. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Helm.


Δημιουργήστε και διαχειριστείτε το προφίλ σας. Αναρτήστε κείμενα σας. Προσθέστε στα «διαβασμένα» σας κείμενα άλλων μελών δημιουργώντας έτσι την προσωπική σας βιβλιοθήκη. Προσθέστε άλλα μέλη στους φίλους σας. Προωθήστε τις προσωπικές σας ιστοσελίδες και τα blog σας.

μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία, για κάθε αναγνώστη, για κάθε συγγραφέα, ποιήτη, αρθρογράφο


Χαρακτήρες Βιβλία και Ιστορία

μία στήλη για Χαρακτήρες, Βιβλία και Ιστορία

Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο Ή γιατί ο Ja’far ibn Yahya είναι καλύτερος ντετέκτιβ από τον Σέρλοκ Χολμς

του Γιάννη Πλιώτα

Μ

ια μακρινή κραυγή σκίζει την ησυχία της νύχτας. Το φεγγάρι κρύβεται πίσω από σύννεφα. Μέσα σε ένα σκοτεινό στενό ένας άνθρωπος κείτεται νεκρός. Από το στόμα του τρέχει λίγο αίμα, αλλά δεν έχει εμφανή σημάδια από κάποιο χτύπημα. Στην άκρη από το αριστερό του μανίκι υπάρχει ένας φρέσκος λεκές από πράσινη μπογιά. Λίγο παραδίπλα, ένα μισοσβησμένο τσιγάρο ασυνήθιστης μάρκας και ένα τσαλακωμένο κομμάτι από έναν χειρόγραφο χάρτη, τα μόνα στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος. Τι ακριβώς είχε συμβεί;

×

20

Από πολύ παλιά τα αγωνιώδη αστυνομικά μυθιστορήματα κέντριζαν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και ειδικά τα μυστηριώδη “whodunit”, δηλαδή βιβλία που προσπαθούμε να ανακαλύψουμε ποιος είναι ο δολοφόνος. Σε μια τυπική δομή του είδους, συναντάμε μια πολύπλοκη υπόθεση σαν λειψό παζλ και στον αναγνώστη δίνονται στοιχεία, από τα οποία πρέπει να ανακαλύψει ποιος διέπραξε το έγκλημα και για ποιο λόγο. Πιθανοί ύποπτοι και απίθανα κίνητρα υπάρχουν σε αφθονία, ο ένοχος αποκαλύπτεται -όπως αρμόζει- στις τελευταίες σελίδες, ενώ ο πρωταγωνιστής είναι ένας εκκεντρικός, ημι-επαγγελματίας ντετέκτιβ. Και μιας και το έφερε η κουβέντα… Ο Σέρλοκ Χολμς παραμένει δημοφιλής από το 1887, όταν ο Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα (“A study in Scarlet”) με ήρωα τον άκρως εκκεντρικό ερευνητή ανεξιχνίαστων υποθέσεων. Ακολούθησαν τρία ακόμα βιβλία και πενήντα έξι διηγήματα, αμέτρητες μεταφορές σε άλλες μορφές τέχνης, ενώ πολύ πρόσφατα το επίσημο Ίδρυμα Κόναν Ντόυλ έδωσε τις ευλογίες του, για να κυκλοφορήσει το “House of Silk” του Anthony Horowitz, ένα ολοκαίνουργιο βιβλίο που ξαναφέρνει στη ζωή τον δημοφιλή χαρακτήρα. Ο Σέρλοκ δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις και ακόμα και αν δεν σας ικανοποίησε η πρόσφατη αποτύπωση στη μεγάλη οθόνη από τον λάτρη των κανονιοβολισμών Γκάι Ρίτσι, υπάρχει η πολύ καλή μίνι-σειρά που λάνσαρε το 2010 το BBC και αποτυπώνει άψογα την ατμόσφαιρα του Βικτωριανού Λονδίνου (αν και με εντελώς αναπάντεχο τρόπο).


Από τα τέλη του 19ου αιώνα χύθηκε πολύ μελάνι για αίμα που χύθηκε από δολοφόνο και στις μέρες μας οι λογοτεχνικοί ντετέκτιβ γνωρίζουν εκ νέου άνθηση με μια σειρά από Σκανδιναβούς λογοτέχνες να τροφοδοτούν ακατάπαυστα το κοινό με νέα, εξαιρετικά βιβλία. Ένα από αυτά, «Το Κορίτσι με το Τατουάζ» του Στιγκ Λάρσον, εκτός από εξαιρετικά επιτυχημένη ταινία (τόσο στα σουηδικά, όσο και στα αγγλικά πιο πρόσφατα), κατάφερε να πουλήσει εξήντα εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, αποδεικνύοντας ότι το καλό βιβλίο πάντα θα έχει προοπτική. Καθώς γυρίζουν οι σελίδες, ο μονολιθικός σαρανταδυάχρονος Mikael Blomkvist είναι ένας μαχητικός δημοσιογράφος που ξεσκεπάζει σκάνδαλα, ώσπου η φήμη του καταρρακώνεται και καταλήγει στον απομονωμένο βορρά να προσπαθεί να εξιχνιάσει έναν φόνο που συνέβη πριν από τέσσερις δεκαετίες. Παγωμένα χνώτα, αναλύσεις λογικής και χάκινγκ, παίρνουν το λόγο. Ανάμεσα στους δύο παραπάνω ήρωες, έχουν μεσολαβήσει αμέτρητοι, όπως όσους γέννησε η φαντασία της Αγκάθα Κρίστι, ο δικός μας Αστυνόμος Χαρίτος του Μάρκαρη, ή ακόμα και ήρωες για παιδικά βιβλία: ποιος μπορεί να ξεχάσει τους Πέντε Φίλους, τα Πέντε Λαγωνικά και τον Σκύλο, αλλά και τους Μυστικούς Εφτά, όλοι λογοτεχνικά τέκνα της πολυγραφότατης Enid Blyton. Γιατί όμως διαβάζουμε με πάθος αστυνομικές ιστορίες και προσπαθούμε να βρούμε ποιος είναι ο δολοφόνος (ή ποιος έχει διαπράξει κάποιο σοβαρό έγκλημα;) Είναι μια προσπάθεια να ακονίσουμε το μυαλό μας; Είναι η ανάγκη για να πάρουμε δόσεις σασπένς, παραμένοντας στην ασφάλεια του σπιτιού μας; Ή μήπως η ανάγκη μας να αισθανθούμε ήρωες-τιμωροί που θα προστατεύσουμε τους συνανθρώπους μας από το έγκλημα; Κλείνοντας, θέλω να φέρω στο προσκήνιο έναν αφανή ήρωα, τον Ja’far ibn Yahya, ο οποίος ίσως είναι ο πρώτος ήρωας whodunit μυθιστορήματος στην ιστορία της λογοτεχνίας. Και ακόμα κι αν δεν τον αναγνωρίζετε (απολύτως φυσικό), σίγουρα είστε εξοικειωμένοι με το έργο μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Τα «Τρία Μήλα» θεωρούνται το πρώτο αρχετυπικό whodunit και είναι μέρος της αραβικής συλλογής παραμυθιών «Χίλιες και Μία Νύχτες». Γράφτηκε πριν τον 12ο αιώνα και αφηγείται μια παράξενη υπόθεση: ένας ψαράς βρίσκει ένα κλειδωμένο μπαούλο στην κοίτη του ποταμού Τίγρη και το πουλάει στον Χαλίφη. Ο Χαλίφης το ανοίγει και ανακαλύπτει μέσα το τεμαχισμένο πτώμα μίας άγνωστης γυναίκας. Ο Χαλίφης αναστατωμένος διατάζει τον Βεζίρη του, τον Ja’far ibn Yahya, να λύσει το μυστήριο μέσα σε τρεις ημέρες, αλλιώς… θα χάσει το κεφάλι του. Τέλος πάντων, ο Βεζίρης στέκεται αρκετά τυχερός, γιατί αν και δεν καταφέρνει να βρει τον δολοφόνο, λίγο πριν εκτελεστεί παρουσιάζονται δύο άνθρωποι που υποστηρίζουν και οι δύο ότι έχουν σκοτώσει την κοπέλα. Ο Χαλίφης προσωρινά αναστέλλει την εκτέλεση και δίνει άλλες τρεις ημέρες στον πιστό Βεζίρη, για να λύσει το αίνιγμα του και έτσι ξεκινάει ένας ακόμα κύκλος έρευνας. Αν φορέσετε το τουρμπάνι του Ja’far, θα μπορέσετε να βρείτε το δολοφόνο;

×

21

×


ηλεκτρονικός αναγνώστης

μία στήλη για τον Ηλεκτρονικό Αναγνώστη

Όταν λες ebook εννοείς PDF;

του Μιχάλη Καλαμαρά

συντάκτης του blog «Ηλεκτρονικός Αναγνώστης» eAnagnostis.gr

Π

ολλές σελίδες στο internet διαθέτουν, για δωρεάν κατέβασμα, αρχεία PDF με πληροφορίες σχετικές με το περιεχόμενό τους. Ανάλογα με τη σελίδα, κάποιες συνταγές μαγειρικής, ένας οδηγός marketing ή τα αξιοθέατα μιας περιοχής συγκεντρώνονται σε ένα PDF ως ένας εύκολος τρόπος να κατεβάσει κανείς στον υπολογιστή του σχετικά μεγάλο όγκο πληροφοριών. Ενδεικτικό της δυναμικής που αναπτύσσουν τα ηλεκτρονικά βιβλία είναι η μετονομασία όλων αυτών των αρχείων PDF σε «ebook». Είναι όμως το ebook ταυτόσημο με τα αρχεία PDF; Τα αρχεία PDF («Portable Document Format») δημιουργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από την εταιρεία λογισμικού Adobe. Είχαν και έχουν σημαντική διάδοση, καθώς είναι ένας εύκολος και φτηνός τρόπος να ψηφιοποιηθούν ήδη τυπωμένα έγγραφα, ενώ ψηφιακά αρχεία, όπως αυτά που προκύπτουν από επεξεργαστές κειμένου, μπορούν να διανεμηθούν, διατηρώντας σταθερή τη δομή και την εμφάνισή τους, ανεξάρτητα από το πόσο πολύπλοκη είναι. Οι ιδιότητές τους αυτές ήταν σημαντικές, για να διασφαλιστεί ότι ένα έγγραφο που δημιουργείται με ένα πρόγραμμα ή μία από τις εκδόσεις, μπορεί να διαβάζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους υπολογιστές. Αν τα αρχεία PDF δεν ήταν απλώς συρραφή εικόνων, η αναζήτηση στο κείμενο ήταν δυνατή και, αργότερα, εφικτές ήταν και οι σημειώσεις πάνω στο κείμενο. Όμως το πλεονέκτημα του PDF, η ενιαία εμφάνιση σε όλους τους υπολογιστές, είχε και μειονεκτήματα. Καθώς η οθόνη του κάθε υπολογιστή έχει διαφορετικές διαστάσεις, το αποτέλεσμα ήταν σε πολλές περιπτώσεις η κάθε σελίδα απλά να μη χωράει ολόκληρη στην οθόνη. Και τότε ξεκινούσαν τα –αρκετά εκνευριστικά- ζουμ και ανεβοκατεβάσματα της σελίδας με το ποντίκι, για να καταφέρουμε να τη διαβάσουμε.

×

22

Αυτό το πρόβλημα προσπάθησε να λύσει το ηλεκτρονικό βιβλίο από την πρώτη στιγμή. Και, παρόλο που πέρασε από αρκετές φάσεις, σήμερα το ebook είναι συνώνυμο με το ePUB, μια εντελώς διαφορετική μορφή αρχείου από το PDF. Τα ηλεκτρονικά βιβλία σε μορφή ePUB περιλαμβάνουν κείμενο διαρθρωμένο σε κεφάλαια,


όπως δηλαδή και στο τυπωμένο βιβλίο. Δίνουν όμως τη δυνατότητα να προσαρμόσουμε πλήρως το μέγεθος των σελίδων στην οθόνη της συσκευής μας – κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο, αν σκεφτούμε πως τα ebooks διαβάζονται στις εξειδικευμένες συσκευές ανάγνωσης, τους ηλεκτρονικούς αναγνώστες, ή σε tablet PC, όπως το iPad, που έχουν οθόνες πολύ μικρότερες από τους υπολογιστές. Έτσι, στα αρχεία ePUB μπορούμε να αυξήσουμε ή να μεγαλώσουμε το μέγεθος των γραμμάτων, την πυκνότητά τους ή την απόσταση των γραμμών και αυτόματα το βιβλίο μας να επανασελιδοποιηθεί. Μετά τις αλλαγές αυτές δηλαδή και πάλι συνεχίζουμε να επιλέγουμε την επόμενη ή την προηγούμενη σελίδα. Καμία σχέση με το εκνευριστικό ζουμ των PDF και το «ψάξιμο» μέσα στη σελίδα, για να εντοπίσουμε σε ποιο σημείο είχαμε μείνει. Στην εξέλιξή τους μάλιστα, τα ePUB υποστηρίζουν όχι μόνο κείμενο και εικόνες, αλλά όλο και πιο πολύπλοκες διαμορφώσεις του βιβλίου, καθώς και την ενσωμάτωση ήχου, βίντεο και διαδραστικότητας. Το ePUB είναι ένα διεθνές, ανοιχτό πρότυπο και είναι η μορφή που βρίσκουμε τα ηλεκτρονικά βιβλία στα περισσότερα βιβλιοπωλεία σήμερα. Σημαντική εξαίρεση αποτελεί το Amazon, που διαθέτει το δικό του αρχείο για τα ebook, το Mobi, για εφαρμογές και συσκευές Kindle. Οι δυνατότητες πάντως, που ePUB και Mobi δίνουν στους αναγνώστες, είναι αυτή τη στιγμή οι ίδιες. Σήμερα λοιπόν το πρότυπο για τα ηλεκτρονικά βιβλία, η μορφή που πρέπει να έχουν, όταν ένας εκδοτικός οίκος ή ένας μεμονωμένος συγγραφέας τα διαθέτει προς πώληση, είναι το ePUB. Τα PDF δικαιολογούνται ακόμα σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως τα ακαδημαϊκά βιβλία, τα σχολικά εγχειρίδια ή τα παιδικά βιβλία. Καθώς στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά ηλεκτρονικά βιβλία που διατίθενται προς πώληση και είναι σε μορφή PDF, κάθε αναγνώστης θα πρέπει να ελέγχει ποια μορφή έχει το ebook που βλέπει στο βιβλιοπωλείο. Διαφορετικά μπορεί να πιστεύει ότι αγόρασε ένα ePUB, την πιο κατάλληλη μορφή για ηλεκτρονικούς αναγνώστες, tablet PC, ακόμα και κινητά και τελικά να διαπιστώσει ότι το βιβλίο του είναι σε PDF. Ο λόγος βέβαια που αρκετά ηλεκτρονικά βιβλία βγαίνουν ακόμα σε μορφή PDF είναι οικονομικός. Εύκολα, γρήγορα και χωρίς κόστος ένας εκδοτικός οίκος «τραβάει» ένα PDF από το αρχείο του και το ηλεκτρονικό βιβλίο είναι έτοιμο. Για τα ePUB όμως, δεν υπάρχει αυτόματος τρόπος δημιουργίας τους, με αποτέλεσμα να απαιτούν επένδυση και χρόνο. Ο πληθωρισμός των «ebooks» που βλέπουμε αναρτημένα σε σελίδες στο internet είναι συχνά μια απλή μετονομασία αυτού που πριν λίγο καιρό λεγόταν απλά PDF. Καθώς όμως τα περισσότερα από αυτά είναι δωρεάν, μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε με επιείκεια – επιείκεια που δεν μπορεί να επιστρατεύσει ο αναγνώστης στον ίδιο βαθμό, όταν πρόκειται για ηλεκτρονικά βιβλία που αγοράζει.

×

23

×


διήγημα Αμαλία Νινιράκη

Τα τελώνια

της Αμαλίας Νινιράκη

Ν

α σας ζήσει, σερνικό είναι», φώναζε η κυρά Τασώ, η μαμή, καθώς βγήκε από την κάμαρα. Ο Μιχαήλος της έδωσε ένα γερό μπαξίσι με τα μάτια του να λάμπουν από χαρά και τις άκρες από τα τσιγκελωτά μουστάκια να έχουν φτάσει μέχρι τα αυτιά του. Αυτή, με χαμηλωμένο βλέμμα στο δάπεδο από φόβο και σεβασμό στο πρόσωπο του, τα άρπαξε ευχαριστώντας τον και ξαναμπήκε μέσα χώνοντας τα στον κόρφο της. Ρώτησε τη λεχώνα, αν ήθελε κάτι. Η Φωτεινιά δεν της απάντησε. Να της πει τι; Ό,τι ήθελε εδώ και χρόνια, βρίσκονταν ακουμπισμένο στο στήθος της. Τα μάτια της έτρεχαν ασυναίσθητα από χαρά στο μικρό κεφαλάκι του μωρού. Το κοίταζε μαγεμένη να βυζαίνει και αφού αποκοιμήθηκε φώναξε την Τασώ να της φέρει τη ζώνη της Ευαγγελίστριας. Εκείνη την απίθωσε στην ποδιά της. Η Φωτεινιά έκανε το σταυρό της και φίλησε με ευλάβεια τη ζώνη. Της είπε να την πλύνει και να την πάει στην εκκλησιά να λειτουργηθεί πριν τη δώσουν στην κόρη της Κατίνας που είχε δει αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Δέκα αποβολές είχε κάνει η Φωτεινιά, όσα χρόνια ήταν παντρεμένη με το Μιχαήλο. Το μαράζι τους ήταν ότι θα έμεναν άκληροι, ώσπου άκουσαν για εκείνη τη θαματουργή ζώνη. Πούλησαν το λάδι και το στάρι δυο χρόνων, για να την αγοράσουν. Η Φωτεινιά είχε πατήσει τα σαράντα, αλλά με τη βοήθεια της Παναγίας τα κατάφερε. Το μωρό ήταν πολύ ήσυχο. Έκλαιγε μόνο όταν ήθελε να φάει και το πρόσωπο της Φωτεινιάς φωτίζονταν, με τα τραχιά χαρακτηριστικά της να γλυκαίνουν όσο το βύζαινε, ενώ το γάλα έτρεχε σαν ποτάμι λες και είχαν γίνει τα στήθια της δεξαμενή και μάζεψαν το γάλα όλων των παιδιών που είχε χάσει. Αλλά το μωρό, όσο περνούσαν οι μέρες, γίνονταν πιο λιγόφαγο. Ξυπνούσε αραιά για να φάει και η Φωτεινιά, καθώς ένιωθε τα φουσκωμένα στήθια της να πετρώνουν, το ξυπνούσε πολλές φορές με το ζόρι. Όμως και μετά το θηλασμό εξακολουθούσαν να είναι πετρωμένα.

×

24

Ένα πρωινό ξύπνησε το Μιχαήλο από τα κλάματα και τα αναφιλητά της. Ήταν αναμαλλιασμένη και μούσκεμα στον ιδρώτα.« Μη το κοπέλι μου», ούρλιαζε και πήγε τρέχοντας στο κουνάκι του. Όταν το είδε το φίλησε και έκατσε μετά κατάχαμα, βάζοντας τις δυο παλάμες της στο πρόσωπο της και κλαίγοντας με αναφιλητά. Ο Μιχαήλος έντρομος της φώναξε « ίντα ήπαθες μωρή ετρεζάθηκες; θα ξυπνή-


σεις το κοπέλι, οι δαιμόνοι σου δώσανε;» « Μιχαήλο λυπήσου με πρέπει να φωνάξουμε παπά να το βαφτίσουμε είδα ένα πολύ κακό όνειρο και μένα τα ονείρατα μου βγαίνουνε.» « Εσύ δεν κατέχεις ήντα λες. Ο Σήφης γιαγέρνει την άλλη βδομάδα από τη χώρα και εγώ το λόγο μου τον εκρατώ.» Εκείνη τη μέρα έκανε μηχανικά τις δουλειές του σπιτιού κοιτάζοντας κάθε τόσο το κουνάκι του. Το μωρό δεν κατάπινε καθόλου. Αυτό συνεχίστηκε όλη μέρα. Κατά το απόγευμα την έπιασε πανικός, γιατί ήταν σίγουρη ότι ήταν άρρωστο. Ο Μιχαήλος ίσως να αργούσε, γι΄αυτό βγήκε έξω από την πόρτα να φωνάξει βοήθεια. Κάποιος θα την άκουγε από τα γειτονικά σπίτια. Δε μπορούσε να πάει πουθενά, γιατί ήταν λεχώνα ασαράντιστη και ήταν γρουσουζιά να μπαίνει στων ανθρώπων τα σπίτια. Οι φωνές και τα κλάματα της αντιλαλούσαν σε όλο το καλντερίμι. Ένα δυο παιδιά ξεπρόβαλαν και μέσα από τα μπερδεμένα της λόγια κατάλαβαν ότι κάτι συνέβη στο μωρό της. Η κυρά Μαρία μία γειτόνισσα φάνηκε στο κατώφλι της. « Ίντα έχεις μωρέ Φωτεινιά και χαλάς τον κόσμο;» « Το μωρό μου Μαρία», κατάφερε να ψελίσσει. « Που είναι το κοπέλι;» . Η Μαρία με το που το είδε έκανε το σταυρό της και έβγαλε μια κραυγή και η Φωτεινιά το πήρε και το έχωσε στην αγκαλιά της. Σε λίγο πλάκωσαν και άλλες και είδαν τη Μαρία να βγαίνει πανιασμένη έξω από το σπίτι, τους είπε κάτι και αυτές σαν κεραυνοβολημένες δρασκέλισαν την αυλόπορτα και κατέβηκαν πανικόβλητες το καλντερίμι. Ο Μιχαήλος, όπως ερχόταν με το μουλάρι του, τις είδε να σταυροκοπιούνται και να φεύγουν από το σπίτι του τρέχοντας. Μπήκε μέσα αλαφιασμένος και είδε τη Φωτεινιά να ψελλίζει «το γιατρό Μιχαήλο, να φωνάξουμε το γιατρό». Ο Μιχαήλος πλησίασε και είδε το μωρό. Το πρόσωπο του χλόμιασε. Η Φωτεινιά συνέχισε να επαναλαμβάνει τα ίδια. Ο Μιχαήλος έκατσε σε μία καρέκλα έτοιμος να σωριαστεί. «Σώπα» της αγριοφώναξε, «δε θωρείς ότι είναι ποθαμένο»;. «Ο Θεός να λυπηθεί την ψυχή του», ψιθύρισε. Έκανε το σταυρό του και της το άρπαξε με το ζόρι. Η Φωτεινιά λιποθύμησε. Δεν είχε βραδιάσει ακόμα, όταν ο Μιχαήλος πήγε να το θάψει. Οι γυναίκες που τον είδαν να βγαίνει από το σπίτι κρατώντας το μαζί με μία τσάπα, πήραν τα παιδιά τους, που έπαιζαν στο σοκάκι, κάνοντας το σταυρό τους και κλείστηκαν στα σπίτια τους. Ήταν αβάφτιστο, ένα τελώνι που προκαλούσε το φόβο, γιατί θα θαφτόταν αλειτούργητο. Όταν συνήλθε η Φωτεινιά, έριξε κατευθείαν το βλέμμα της στο κουνάκι κάτω από το παραθύρι. Αυτό έλειπε μαζί και το μωρό. Έβγαλε μία κραυγή απόγνωσης που έκανε το σπίτι να σειστεί. Ο Μιχαήλος που καθόταν με τον άγκωνα του στο τραπέζι έχοντας την παλάμη του στο χαμηλωμένο κεφάλι και πίνοντας ρακί την αγριοκοίταξε. Ήξερε ότι δεν ήθελε τα κλάματα και τις φωνές, το ίδιο της είχε κάνει και στις άλλες αποβολές, μόνο που τότε ήταν διαφορετικά τα πράματα. Εκείνα τα μωρά δεν είχαν προλάβει να γεννηθούν και να βυζάξουν από τον κόρφο της. Χάνονταν μέσα στα αίματα του κορμιού της. Όχι ότι δεν τα θρηνούσε, αλλά…. Έβαλε το χέρι στο στόμα της δαγκάνοντας τα δάχτυλα της. Εκείνο που ήθελε ήταν να χτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο, να νιώσει το αίμα να χύνεται από το μυαλό της και να το νεκρώσει. Να σβήσει την εικόνα των μαύρων δαιμόνων με ουρές και κέ-

25

×


διήγημα Αμαλία Νινιράκη

ρατα που είχαν έρθει στο όνειρο που ονειρεύτηκε αποβραδίς να πάρουν το μωρό της. Οι μέρες που ακολούθησαν βρήκαν τη Φωτεινιά ένα πραγματικό ράκος. Κάθε βράδυ έβλεπε το ίδιο όνειρο. Το μωρό της μαύρο, να καίγεται και να φωνάζει «μάνα έλεος». Αλλά και τη μέρα το έλεος αντηχούσε συνέχεια στα αυτιά της, ξεσκίζοντας την καρδιά της. Τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα πάνω στο πετρωμένο στήθος της. Δεν έτρωγε και μαύροι κύκλοι είχαν σχηματισθεί κάτω από τα ρυτιδιασμένα μάτια της. Μόνο λίγο νερό έπινε, για να μπορεί να προσεύχεται και βούβαινε μόνο, όταν ερχόταν ο Μιχαήλος που κάθε βράδυ αργούσε και πιο πολύ. Τον καταλάβαινε από τη μυρωδιά της ρακής που γέμιζε το δωμάτιο με τη βαριά του ανάσα. Και αυτή κουβαριαζόταν αμίλητη και παρακαλούσε να μην κοιμηθεί, γιατί, αν κοιμόταν, έβλεπε τον ίδιο εφιάλτη. Άρχισε να μετράει τις μέρες πότε θα σαράντιζε. Θα πήγαινε στην εκκλησιά να ζητήσει βοήθεια από τον παπά Νικολή, ίσως αυτός να της έλεγε τι θα έπρεπε να κάνει, για να σωθεί η ψυχή του παιδιού της. Όταν βγήκε από το σπίτι το φως του ήλιου την ντάλωνε . Κατέβασε το μαύρο τζεμπέρι κάτω χαμηλά στα μάτια της και ανηφόρισε για το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία. Μπήκε μέσα στην εκκλησία, έκανε το σταυρό της και φίλησε τα εικονίσματα. Γονάτισε και προσευχόταν στην εικόνα της Παναγίας που κρατούσε στην αγκαλιά το βρέφος της, περιμένοντας τον παπά. Ήξερε ότι τέτοια ώρα ξομολογά. Είχε δίκιο. Σε λίγο άκουσε τα βήματα του και χωρίς να σηκωθεί, κλαίγοντας με αναφιλητά, έπεσε στα πόδια του και είπε τι ονειρευόταν κάθε βράδυ. Του έλεγε ότι δεν άντεχε άλλο, του φιλούσε τα πόδια και τον ικέτευε να της δώσει μια αρμηνειά. Αυτός την άκουσε προσεκτικά και αφού την άφησε να τελειώσει της είπε ότι είναι ένα μέρος στο κέντρο της Κρήτης που οι χειτάνηδες δεν τα πειράζουν και αυτά παίζουν ήσυχα στους ουρανούς. Στο άκουσμα των λέξεων αυτών σήκωσε το βλέμμα της στο πρόσωπο του και είδε ότι ήταν ένας άλλος παπάς με κάτασπρα μαλλιά και γένια μακριά που φτάνανε μέχρι τη μέση της κοιλιάς του. Όταν του είπε ότι ήταν θαμμένο, απόκριση δεν πήρε, γιατί ο παπάς έφυγε και αυτή τον ακολούθησε, αλλά όσο κι αν έτρεξε δεν τον έφτασε, γιατί χάθηκε. Είδε τη φιγούρα του να απομακρύνεται πέρα στο μονοπάτι που οδηγούσε στο βουνό. Πήγε στο σπίτι και στο μυαλό της στροβιλιζόταν τα λόγια εκείνου του άγνωστου παπά. Ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από το πετρωμένο στήθος της. Το γάλα δεν είχε φύγει υπήρχε ακόμα και την πονούσε, την πονούσε πολύ… …«Δεν τα πειράζουν οι χειτάνηδες». Εκείνα τα λόγια ηχούσαν σαν βάλσαμο στη μαυρισμένη ψυχή της.

×

26

Όταν ο Μιχαήλος κοιμήθηκε, σηκώθηκε με προσοχή να μην τον ξυπνήσει. Άνοιξε το σύρτη σιγά σιγά , βγήκε έξω και πήρε την τσάπα. Ήξερε ότι τα αβάφτιστα τα έθαφταν σε ένα χωράφι δίπλα στο νεκροταφείο. Από τα ξεραμένα χείλη της έβγαινε σπαστά το πάτερ ημών και τα


πόδια της τρέκλιζαν και ίσα ίσα που την υπάκουαν. Ψηλά στον ουρανό υπήρχε ένα ολόγιομο φεγγάρι. Δίπλα του βρίσκονταν χιλιάδες αστέρια που φώτιζαν με όλη τους τη δύναμη, γενόμενοι με τον τρόπο τους βοηθοί της. Έστρεψε το βλέμμα της ψηλά και με δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκε στην Παναγιά τη βρεφοκρατούσα, να της δώσει δύναμη. Δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Στα τρεμάμενα χέρια της η τσάπα της ξέφευγε αρκετές φορές. Εκτός από το τρέμουλο είχε να αντιμετωπίσει και τον κρύο ιδρώτα που την είχε λούσει. Αυτή όμως ήταν η μοναδική της ευκαιρία να λυτρώσει το σπλάχνο της, αλλά και την ίδια. Συνέχιζε να σκάβει, ώσπου άκουσε το λάλημα των πετεινών. Έπρεπε να κάνει γρήγορα, γιατί σε λίγο ξημέρωνε και αν την έβλεπαν τα πάντα θα χανόταν. Ένιωθε όμως τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Τα αμάθητα χέρια της είχαν γεμίσει ρόζους. Έκατσε αποκαμωμένη, τρέμοντας σε μία γωνιά έτοιμη να λιποθυμήσει. Αυτό που έκανε ήταν σκέτη τρέλα. Το χωράφι ήταν μεγάλο και η φρίκη και ο τρόμος την είχαν κυριεύσει, αφού είχε ήδη βρει κάποια κοκαλάκια άλλων άτυχων παιδιών. Σκέφτηκε και να γυρίσει πίσω βάζοντας στο νου της φοβισμένη το Μιχαήλο. Τότε διέκρινε μία σκιά να βγαίνει από το εκκλησάκι της Αγίας Αναστασίας που βρισκόταν στο νεκροταφείο. Άρχισε να κάνει το σταυρό της και να κλαίει λέγοντας δυνατά το πάτερ ημών. «Εδώ Φωτεινιά, εδώ να σκάψεις». Τον αναγνώρισε σαστισμένη το πρόσωπο του έλαμπε κάτω από το φως του φεγγαριού. Ήταν ο παπάς που είχε δει στην εκκλησιά. Η καρδιά της σκίρτησε. Πήρε την τσάπα και έσκαβε εκεί που της έδειξε. Ενώ όσο εκείνη προσπαθούσε αυτός έψελνε με μία φωνή που πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά της και έδινε δύναμη σε όλα τα μέλη του κορμιού της να συνεχίσουν. Μετά από λίγο άφησε την τσάπα και άρχισε με τα χέρια της να πετά πέρα το φρεσκοσκαμμένο χώμα. Τα δάχτυλα της δούλευαν ασταμάτητα. Βρήκε το μωρό και με την τριχιά της σηκωμένη καθάριζε το χώμα από το σώμα του. Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να ανατέλλει όταν το έβαλε στην αγκαλιά της κλαίγοντας. Η ψαλμωδία διακόπηκε, όταν άκουσε μία κραυγή λίγο πιο πέρα. Γύρισε και είδε μία χωριανή της να φωνάζει και να κατηφορίζει πανικόβλητη, φωνάζοντας βοήθεια προς το χωριό. Ανασηκώθηκε γρήγορα και στράφηκε προς το μέρος του παπά. Τότε τον είδε να φεύγει, του φώναζε, αλλά αυτός δε γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος της. Πήρε το μωρό και άρχισε να τρέχει ξοπίσω του, σε λίγο η Μαριγώ θα το έλεγε σε όλο το χωριό και θα το μάθαινε ο Μιχαήλος. Ο ήλιος έκαιγε ενώ τα μαύρα ρούχα της απορροφούσαν σα σφουγγάρι τις αχτίνες του. Μύγες και σφίγγες της έκαναν ανεπιθύμητη παρέα, κολλούσαν πάνω στο προσωπάκι του μωρού. Αυτή τις έδιωχνε με τα χέρια της και αυτές την εκδικούνταν, τσιμπώντας ό,τι είχε ακάλυπτο πάνω της. Περπατούσε αρκετά μερόνυχτα. Η κατάσταση τη μέρα ήταν αφόρητη. Εκτός από τις μύγες και τις σφίγγες που πλήθαιναν μέρα με τη μέρα ήταν και σκύλοι που την ακολουθούσαν. Ερχόταν από δίπλα της και γάβγιζαν, αλλά το γάβγισμα τους σταματούσε απότομα, όταν άκουγαν το νανούρισμα που έλεγε στο μωρό της, ανακατωμένο με ένα παράξενο μοιρολόι,

27

×


διήγημα Αμαλία Νινιράκη

γεμάτο επικλήσεις στην Παναγία. Έβαζαν την ουρά στα σκέλια κλαίγοντας και έφευγαν μακριά, χωρίς να τους ενοχλήσουν. Όταν έφτασε κάπου που μπορούσε να διακρίνει από τη μία μεριά και από την άλλη αντίκρυ θάλασσα σε ίση απόσταση, ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο της. Κάποιες γυναίκες την είδαν και φώναζαν βοήθεια, κατηφορίζοντας στο χωριό, μη μπορώντας να αντέξουν τη μπόχα. Σε λίγο πλάκωσαν πέντε έξι γεροδεμένοι χωρικοί, δεν πτοήθηκαν από τα παρακάλια και τις επικλήσεις της. Την κτύπησαν αλύπητα με μεγάλες βέργες. Όλα τα μέλη της την πονούσαν και έτρεχαν αίμα. ‘Έχασε τις αισθήσεις της και λιποθύμησε. Όταν άνοιξε τα μάτια της, αισθανόταν αποκαμωμένη με μία έντονη ζάλη, και το πρώτο πράμα που έκανε ήταν να αναζητήσει το μωρό της. Αυτό όμως ήταν άφαντο. Άρχισε να μοιρολογεί σαστισμένη, όταν απέναντι της είδε μία χορταριασμένη εκκλησιά και το Μιχαήλο με το μαντίλι δεμένο στο στόμα του να κρατά το μωρό και να το κατεβάζει προσεκτικά δεμένο με ένα σχοινί, σε μία κρύπτη που υπήρχε δίπλα στην παλιά εκκλησούλα. Έκπληκτη έκανε το σταυρό της.

Ο Μιχαήλος τη Φωτεινιά την έψαχνε από τη μέρα που έφυγε, νόμιζε ότι είχε τρελαθεί, όταν του είπαν ότι είχε ξεθάψει το κοπέλι τους. Είχε νευριάσει τόσο πολύ που θα τη σκότωνε, αν την έπιανε. Όταν ρωτούσε μήπως την είχε δει κανείς, απάντηση δεν έπαιρνε. Μόνο ένας ασπρομάλλης παπάς με μακριά γενειάδα σε ένα χωριό, του είπε ότι την είχε δει και ήξερε ότι έψαχνε μία εκκλησία στο κέντρο της Κρήτης που μέσα σε μία κρύπτη έθαβαν τα αβάφτιστα παιδιά. Η κρύπτη αυτή επικοινωνούσε υπόγεια με τον τάφο ενός παπά που είχε ζητήσει να θαφτεί, για να τα προστατεύει από τους χειτάνηδες και να σώζει τις ψυχές τους πριν από εκατοντάδες χρόνια. Δεν ήξερε αν ήταν μύθος ή όχι αυτό που αναζητούσε η γυναίκα του, αλλά μία έντονη ανατριχίλα τον κυρίεψε, όταν μπήκε μέσα στην παλιά εγκαταλειμμένη εκκλησούλα και σκόνταψε πάνω στον τάφο του παπά. Ο Μιχαήλος έκλεισε την κρύπτη προσεκτικά και έκανε το σταυρό του. Πήγε κοντά στη γυναίκα του χωρίς να βγάλει άχνα τη σήκωσε αγκαλιάζοντας την και την έβαλε πάνω στο μουλάρι. Έσερνε το σχοινί του μουλαριού και ανέβαινε σκυφτός την ανηφόρα, ενώ η Φωτεινιά ένιωθε το στήθος της να ξεπετρώνει καθώς το γάλα έτρεχε ασταμάτητα και έβρεχε το μαύρο φουστάνι της.

×

Η

×

28

ΑΜΑΛΙΑ ΝΙΝΙΡΑΚΗ γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και είναι μαθηματικός. Άρχισε να παίζει με τις λέξεις μετά από σεμινάρια δημιουργικής γραφής το 2008. Το 2009 τα «σαλβάρια» της πήραν το τρίτο Βραβείο σε ένα παγκρήτιο διαγωνισμό. Αισιοδοξεί ότι θα συνεχίσει να ξεκλέβει χρόνο για το παιχνίδι της.


Διαβάστε στη βιβλιοθήκη όλα τα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό, από διηγήματα και ποίηση έως προτάσεις βιβλίων και κινηματογραφικών ταινιών, όπως επίσης και όλα τα κείμενα των μελών της ιστοσελίδας.

μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία, για κάθε αναγνώστη, για κάθε συγγραφέα, ποιήτη, αρθρογράφο


μία στήλη για μία λέξη χίλιες σκέψεις

μία λέξη χίλιες σκέψεις

Πένα Μετανάστευση Έαρ

σχολιάζουν οι συγγραφείς

Γιάννης Καλπούζος

Π

ένα: Το κατάρτι που σαν φωτεινός κονδυλοφόρος γράφει στο σκοτεινό πέλαγος, αυτό που άλλοι λεν μάχη με το ανείπωτο.

Μ

ετανάστευση: Η ελπίδα, η απελπισία και το άγνωστο στα μάτια που ξενιτεύονται, αλλά και η νοσταλγία που προσπερνά τους γκρεμούς και στέκεται στα γλυκοτόπια για όσα μένουν πίσω.

Έ

αρ: Το χνούδι του Μάρτη, το ανάτελμα του ήλιου στο βλέμμα, ο γλυκασμός του Απρίλη, ο φλοίσβος και το φιλί του νερού στην πέτρα, ο χορός των χελιδονιών του Μάη, η νυκτωδία των ψυχών τη Μεγάλη Εβδομάδα, η ζωή που λησμονεί πως εμπρός της καρτερεί ο θάνατος.

Στέργια Κάββαλου

Π

ένα: παιδάκι είμαι, με μεγάλη σάκα. Γέρνω από το βάρος της και κοιτάζω τα λερωμένα πλακάκια. Μου φαίνονται λυπημένα. Κάθε μου βήμα και μια τρίλιζα. Περιμένω να πάει επιτέλους 5, τότε ανοίγει το βιβλιοπωλείο. Στημένη την έχω στον ιδιοκτήτη. Πρόβα κάνω τον διάλογο «Μια πένα θέλω». Μου δίνει μια μπλε. Στο γραφείο πάνω ανοιγμένη κιόλας η πρώτη μου σελίδα.

Μ

ετανάστευση: από το παράθυρο της οδού Paul Bert μπαίνει η φωνή του κασετοφωνημένου ιμάμη, κόκκινα νυφικά και γλυκά από την Αλγερία. Τίποτα δεν μοιάζει με το σπίτι μου. Τα βράδια κλαίω. Κάθε πρωί στη γωνία του δρόμου, ένας γέρος ίδιος με τον πεθαμένο μου παππού. Πουλάει φρέσκια μέντα και με καλημερίζει στα γαλλικά. Μεταφράζω τα λόγια του ανάλογα με την ανάγκη. «Πρέπει να μάθεις να ζεις παντού». Τιμωρία και ευχή.

Έ

αρ: όσοι έχουν γεννηθεί άνοιξη ξέρουν από θάνατο και γιασεμί. Δεν υπάρχει πιο πολεμική εποχή. Δεν υπάρχουν πιο παλαβές μέρες. Σχεδόν ακούω τη Γη να κοχλάζει, ακόμα και ως ακίνητη.

×

30


Δημήτρης Κρανιώτης

Π

ένα: Η θύμηση της πένας, μας μεταφέρει στο παρελθόν, όπου με το μελάνι της αποτύπωνε στον πάπυρο ή στο χαρτί, με γράμματα και σύμβολα, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, θα έλεγα πιο αυθεντικά, πιο αληθινά. Σαν να έρεε το μελάνι της πένας από την καρδιά, από την ψυχή του συγγραφέα. Σήμερα στην εποχή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, η γραφή απρόσωπη πια, έχει χάσει την αμεσότητά της.

Μ

ετανάστευση: Η μετανάστευση, η ξενιτιά, μια επώδυνη φυγή από τις ρίζες για ένα ξένο τόπο, αλλά γεμάτη με όνειρα κι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Με την ψυχή του μετανάστη να ακροβατεί ανάμεσα στο χαμόγελο της αισιοδοξίας για ένα καλύτερο αύριο και στο δάκρυ της μελαγχολίας από τη θύμηση των δικών του ανθρώπων που άφησε πίσω του και τις αναμνήσεις της πατρίδας του που δε θα ξεχάσει ποτέ.

Έ

αρ: «Ω γλυκύ μου έαρ»… Η άνοιξη μας μεθάει με τα αρώματα της πασχαλιάς και των λουλουδιών του Μάη, μας οδηγεί σε μονοπάτια του έρωτα, σε ατμόσφαιρες του νου και της καρδιάς που δεν χορταίνουμε ν’ ανασαίνουμε, χαμογελώντας στο σήμερα, πιστεύοντας στο αύριο, γιορτάζοντας καθημερινά τη ζωή!

Γιάννης Φιλιππίδης

Π

ένα: Η πένα έμελλε να ‘ναι το σύμβολο -όχι το μέσο- που καθρεφτίζει όλους όσους μεταφράζουμε σε λέξεις, όλες τις εξωτερικές προσλαμβάνουσες της τρέχουσας ζωής. Κι από εσωτερική ανάγκη και παρόρμηση, εκπαιδευόμαστε ν’ αποτυπώνουμε τις ταξιδιάρικες μυθιστορίες μας, όσα ονειρευόμαστε σε μορφές βιβλίων, αλατισμένα με συναισθήματα δικά μας, όνειρα, χαρές και φόβους.

Μ

ετανάστευση: Μεταναστεύεις, όταν παύεις να ελπίζεις ότι ο κόσμος γύρω σου, αφήνει τα επαρκή περιθώρια να περπατάς στο μέλλον, έτσι όπως ονειρεύτηκες. Τότε αναζητάς μία πατρίδα ν’ αντέχει, να ‘ναι μια φιλεύσπλαχνη αγκαλιά, να σου χαρίζει ασφάλεια, επιλογές κι εναλλακτικές, το πλεονέκτημα να καταφέρνεις ν’ ανασαίνεις καλύτερα και πιο ελεύθερα.

Έ

αρ: Μεγάλωσα σ’ έναν κάμπο που έβλεπε τις εποχές, ντυνότανε τα χρώματά τους. Σου εμφυσούσε την πεποίθηση ότι είσαι ένα μικρό, αλλά σημαντικό κομμάτι απ’ την εικόνα και συμμετέχεις στη ροή και το πνεύμα των αλλαγών. Και κράτησα την άνοιξη, σαν σκηνικό για ό,τι πιο νεανικό, δραστήριο, εμπνευσμένο ή ερωτικό συμβαίνει μέσα μου ενόσω το ημερολόγιο κυλάει, απογράφοντας στιγμές και φωτεινές διαδρομές.

31

×


διήγημα Εύαγγελος Ευθυμίου

Μειώνει τα βάσανα και τη φοβία, προσφέρει ψωμί και εργασία Lindert die Not, gibt Arbeit und Brot

του Ευάγγελου Ευθυμίου

Τ

×

32

ο κόλλησα! Το κόλλησα!» «Το κόλλησες ψηλά στο κέντρο; Να φαίνεται;» «Ψηλά στο κέντρο! Ψηλά στο κέντρο!» «Έγραψες και με κόκκινα μεγάλα γράμματα πως δίνουμε καλό μεροκάματο;» «Έγραψα! Έγραψα!» «Άντε να δούμε τι θα γίνει… Θέλουμε δύο άτομα για τις παραγγελίες σίγουρα. Κι έτσι όπως πάει, θα χρειαστούμε κι ακόμα ένα για τις παραγγελίες των ξυλοκόπων στο δάσος». «Οι ξυλοκόποι φταίνε… Ναι! Και ο τσαγκάρης…» «Οι ξυλοκόποι μαζεύτηκαν πολλοί. Αυτό είναι καλό! Πολλές παραγγελίες. Απλά πρέπει το συνεργείο τους στην αρχή της πόλης να αφήνει και κανέναν να μπει μέσα και για εμάς. Θέλουμε και εμείς άτομα, όχι μόνο ο δήμαρχος». «Και ο τσαγκάρης…» «Γι’ αυτό μάλλον φταίω εγώ. Τον άρπαξε μέσα από το μαγαζί μας, πριν καν προλάβω να του πω πόσα θα παίρνει. Είχαν αρπάξει οι φρατζόλες στο φούρνο. Να πάρει… Άκουσα όμως πως έρχονται πολλοί από το παραδίπλα χωριό. Είναι οι τελευταίοι άπιστοι από δαύτους. Ήρθαν κι αυτοί να δουν το θαύμα μας». «Τέλος πάντων. Έχω να βγάλω κι εκατό καρβέλια για τους εργάτες στην πλατεία. Θα μου καούν…» «Την μεσημεριανή παραγγελία να πας στο δάσος και να μην ξεχάσεις και τους ηλεκτρολόγους έξω από την πόρτα μας. Θέλω να είναι χορτάτοι. Μην έχουν πρόβλημα οι φανοστάτες αργότερα και δεν βλέπουμε… Και τους κηπουρούς στο πάρκο που κάνουν την δεντροφύτευση. Τρέχα… Και κοίτα μη θέλει τίποτα και η αδερφή σου στον πάγκο μπροστά. Το κουδουνάκι της πόρτας δεν έχει σταματήσει από όταν μπήκες». «Α! Πάρε και μερικά σελίνια και αγόρασε της καμιά σοκολάτα. Σε λίγο αλλάζει ο μήνας. Ξεφορτώσου μερικά, γιατί θα πληρώσουμε κι άλλα κουπόνια και θα κολλάμε όλη μέρα».


«Για την αλήθεια πάρε πολλές σοκολάτες… Να φτιάξουμε και κανένα κέικ». «Τα έλατα αυτά δεν πάνε εκεί… Πρόσεχε που τα ξεφορτώνεις… Ε! Με ακούς; Ε;!» «Που έμπλεξα με δαύτον… Αυτοί οι τύποι από την Βιέννη είναι πολλοί ξεροκέφαλοι, ρε παιδί μου! Κι εκτός αυτού είναι και κουφοί και μουρτζούφληδες. Και που είναι αυτό το ψωμί; Θα πέσουμε κάτω από την πείνα». «Θα έρθει από ώρα σε ώρα το ψωμί. Το παιδί αυτό δεν αργεί ποτέ και ας κάνει χίλια θελήματα τη μέρα. Έχω την εντύπωση πως έχει δίδυμο αδερφό και τα προλαβαίνει. Ή και τρίδυμο… Ή και τετράδυμο». «Έστω…» «Πάρε το συνεργείο των ελάτων και μετέφερε πίσω από τον λόφο αυτά εδώ που ξεφόρτωσε ο κουφός μουρτζούφλης». «Μα το συνεργείο το έστειλες στην εκκλησία για να καθαρίσουν τον περίβολο» «Σωστά… Η ομάδα του δημαρχείου;» «Δεν έχει τελειώσει ακόμα». «Οι νέοι που έφτιαχναν τα παρτέρια στον κεντρικό δρόμο;» «Δεν ήταν μόνο ο κεντρικός… Ήταν και οι παράδρομοι…». «Να πάρει! Άκου… Πήγαινε στο δάσος και τσίμπα μερικούς εργάτες από εκεί. Αυτοί τα κάνουν όλα με βάρδιες. Κάποιοι θα έχουν διάλειμμα τώρα. Πες τους πως δίνω τριπλάσιο μεροκάματο. Πες τους πως εγώ ήμουν εδώ, πριν ο δήμαρχος τυπώσει το νόμισμα και πως ξέρω τι πάει να πει πείνα, γι’ αυτό πληρώνω καλά. Θα το εκτιμήσουν. Κάποιοι θα έρθουν σίγουρα». «Πέρνα κι από τον σιδερά να του παραγγείλεις μερικά ακόμα πριόνια και τσουγκράνες. Πλήρωσε τα του εκείνη την στιγμή και ας γκρινιάζει πως δεν έχει χρόνο να κολλάει κουπόνια. Τι νομίζει δηλαδή; Πώς εμείς έχουμε;» «Πακέταρες τα σφυριά;» «Έχω φτιάξει τέσσερις κούτες για τους εργάτες στη νέα γέφυρα, όμορφα πακεταρισμένα σε ξύλινα κουτιά με καρτελάκι για το που πάνε. Έχω φτιάξει δύο κούτες, επίσης ξύλινες, για τους εργάτες που φτιάχνουν το νέο δικαστήριο, σε μία σακούλα έβαλα μια συμπληρωματική δωδεκάδα για την οδοποιία που ζήτησαν το πρωί και στα μεγάλα κασόνια υπάρχουν τα σφυριά για τα διπλανά χωριά, χωρισμένα ανά εξάδες, έτσι δηλαδή όπως θα έρθουν να φορτώσουν». «Τα χρήματα για το σίδερο;» «Έχω οργανώσει τις πληρωμές για αύριο, που είναι τέλος του μηνός. Θα πληρωθεί με την σειρά του ο προμηθευτής από την Βιέννη, ο φόρος στο δήμο και ο ντόπιος προμηθευτής που μας προμηθεύει με ξύλο και κάρβουνο». «Το όργωμα;» «Πλήρωσα και τον φίλο σου και γείτονα γεωργό εχθές. Ήθελε να ανταλλάξει την εργασία του με δύο ακόμα αλέτρια μιας και προσέλαβε μερικούς βοηθούς για να κουμαντάρουν τα καινούρια του άλογα. Του είπα πως δε γίνεται. Σημείωσα όμως την παραγγελία. Την έχω καταχωρίσει μαζί με τις άλλες, στη σειρά της». «Επιθεώρησα και τη δουλειά του στα χωράφια σου. Πολύ

33

×


διήγημα Ευάγγελος Ευθυμίου

×

34

καλή δουλειά. Έτοιμα για σπορά όλα τους. Θα έχεις καλή συγκομιδή». «Τα ξαδέρφια σου;» «Δεν έχουν φτάσει. Ίσως κάτι θα τους έτυχε». «Πρόβλημα…» «Θα λυθεί σύντομα πιστεύω. Τους ταχυδρόμησα δις. Τους επισήμανα να βιαστούν. Τους επισήμανα και το μεροκάματο». «Να το ξαναεπισημάνεις. Καλός είσαι εσύ, αλλά μόνο για την χαρτούρα. Θέλω χέρια για την φωτιά και για το κουβάλημα. Να το ξαναεπισημάνεις». «Θα έρθουν σίγουρα. Και θα δεις, είναι δυνατά παιδιά και τα παίρνουν εύκολα. Έχουν δουλέψει, όπως σου είπα, και για λίγο σε έναν σιδερά στο χωριό μου». «Γράψε τους ξανά. Και τελείωνε με τις παραδόσεις». «Έξω είναι και ένας από τους κηπουρούς του δήμου». «Δες τι θέλει. Έφτιαξα και δύο αλέτρια. Δώσ’ τα στον φίλο μου. Δώρο από εμένα πες του. Ευχή για τη σοδιά μας που θα έρθει». «Να πεις στα παιδιά στα χωράφια πως αύριο θα κάνουν αυτά τις παραγγελίες. Θα αμειφτούν… Και να ψάξουν κι άτομα για τη συγκομιδή. Μπορεί να μην πλησιάζει ο καιρός, αλλά καλύτερα να είμαστε έτοιμοι από τώρα πάρα να μείνουμε τότε… Τόσοι που είμαστε δεν θα φτάνουμε ούτε για τα μισά». «Έστειλε και δύο αλέτρια είπες; Τι καλός ο γείτονας… Να του ετοιμάσουμε το τραπέζι. Του το χρωστάμε άλλωστε». «Να ετοιμάσεις τα λουκάνικα και την καταπληκτική σου σούπα γυναίκα. Να περάσεις και από τον κρεοπώλη και να πάρεις λίγο μπέικον και ένα κομμάτι χοιρομέρι. Και από τον φούρνο σίγουρα. Κάνει που και που κέικ σοκολάτας. Να του παραγγείλουμε για το τραπέζι. Να κάνεις και εσύ κανένα γλυκό. Ζάχαρη να αγοράσεις μόνο. Να πας και στον μανάβη μας. Μου είπε προχθές, που του πήγα τα χόρτα που είχε παραγγείλει πως θα έφερνε κάτι νόστιμα νότια φρούτα… Αυτά που μας έλεγε ο δάσκαλος προχθές…» «Σύκα; Έτσι νομίζω…» «Τον είδες πόσο ωραία τα έλεγε; Και τα παιδιά πώς χαιρόταν… Εγώ δε μπορώ να αντισταθώ. Μπορεί να μην κατέχω τα βασικά, αλλά μου αρέσει να ακούω. Κάτι πιάνω. Όπως τώρα δα, με τα σύκα που σου είπα». «Και άλλες φορές θυμάμαι για ιστορίες που λέει. Από πολύ παλιά. Από την αρχαία Ελλάδα. Που κάποιοι μπήκαν σε μια πόλη στην κοιλιά ενός ξύλινου αλόγου. Ιδέα ενός πανέξυπνου και πολυμήχανου άρχοντα πολεμιστή. Ονόματα δε θυμάμαι, αλλά σίγουρα θα ήταν σαν τον δήμαρχο μας. Και να δεις που η ιστορία αυτού συνεχίζεται και όλο περνάει από διάφορα, για να γυρίσει σπίτι του. Από τέρατα και όμορφες γυναίκες και από πολλά άλλα. Έκανε είκοσι χρόνια να γυρίσει σπίτι του και το βρήκε και ρημαγμένο». «Η γυναίκα του όμως τον περίμενε πιστή, να στέκεται ανάμεσα από πολλούς γαμπρούς που την εθέλανε». «Μωρέ γυναίκα με ακούς που σου μιλάω;» «Έτοιμο το φαί. Κάτσε να φας». «Τζάμπα σάλιο».


«Τι σάλιο;» «Τον δάσκαλο να πληρώσουμε λέω. Αύριο που θα έρθει. Να του πούμε να μας κάνει και επιπλέον ώρες μάθημα». «Να κάνει στα παιδιά ή σε ‘σένα; Όλο εκεί γύρω τριγυρνάς, όταν τα διαβάζει. Τελικά αυτά θέλεις να γίνουν γραμματικοί ή εσύ; Και να ξέρεις πως τον πλήρωσα χθες τον δάσκαλο». «Ωραία σούπα σήμερα…». «Καλημέρα δεσποινίς». «Καλημέρα δάσκαλε». «Ωραίο σακάκι». «Ευχαριστώ πολύ! Και εσείς φοράτε πολύ ωραία κορδέλα. Δεν την έχω ξαναδεί». «Ευχαριστώ πολύ. Είναι καινούρια. Την αγόρασα εχθές το απόγευμα». «Πηγαίνει πολύ με τα μάτια σας. Το χρώμα του ανοιξιάτικου ουρανού» «Ευχαριστώ ξανά». «Τι θα θέλατε;» «Σοκολάτες». «Πώς; Μα δεν έχουμε σοκολάτες εδώ. Είμαστε φούρνος». «Και αυτά εδώ τι είναι;» «Ωχ! Ο αδερφός μου…» «Ο αδερφός σου είναι; Σαν σοκολάτα μοιάζει…» «Δεν εννοούσα αυτό καλέ. Χε χε! Ο αδερφός μου τις αγόρασε. Μου τις έφερε, γιατί ξέρει πως μου αρέσουν. Το σίγουρο είναι πως ο πατέρας θα του το είπε, αλλά ο αδερφός μου τις έφερε… Αυτό θέλω να πω». «Φαντάζομαι πως δεν είναι τόσο γλυκές, όσο εσείς». «Χε χε…» «Τι θα πάρετε είπατε;» «Σήμερα θα πάρω ζεστά ψωμάκια για όλα τα παιδιά μου. Θα τα γεμίσω με μια πεντανόστιμη σπιτική μαρμελάδα που μου έστειλε η μητέρα μου. Θα ενθουσιαστούν». «Πολύ καλή ιδέα. Ένα κολατσιό στη μέση του μαθήματος. Ένα ξεχωριστό κολατσιό για τα παιδιά σας. Θα το εκτιμήσουν. Είναι πολύ τυχερά τα παιδιά σας που έχουν εσάς δάσκαλο». «Ας είναι καλά το νέο νόμισμα με τα κουπόνια του, που κατάφερα και βρήκα δουλειά από σπίτι σε σπίτι». «Αλλά είστε καλός δάσκαλος το δίχως άλλο. Είμαι σίγουρη». «Και όταν ο δήμαρχος τελειώσει και την ανέγερση του νέου σχολείου θα χρειαστεί δασκάλους. Να δείτε πως θα είστε ο πρώτος που θα προσλάβει. Για να μη σας πω πως θα σας κάνει και διευθυντή». «Είστε πολύ καλή δεσποινίς, αλλά νομίζω πως υπερβάλετε λιγάκι». «Θα το δείτε…Θα το δείτε…Είμαι σίγουρη σας λέω. Το διαισθάνομαι κι εγώ δεν πέφτω ποτέ έξω με τη διαίσθηση μου». «Ορίστε τα ψωμάκια σας. Διαλεγμένα ξεχωριστά για κάθε παιδάκι. Ζεστά και λαχταριστά». «Ευχαριστώ πολύ δεσποινίς. Σας χαιρετώ για την ώρα. Θα τα πούμε σύντομα».

35

×


διήγημα Ευάγγελος Ευθυμίου

×

36

Το Wörgl (Βεργκλ) το 1932, ήταν μια μικρή πόλη 4.500 κατοίκων στην Αυστρία, όπου διεξήχθη ένα καινοτόμο οικονομικό πείραμα. Ήδη η Ευρώπη είχε χτυπηθεί από το κραχ του 1929, και το 1931 που εκλέχτηκε Δήμαρχος ο Michael Untergüggenberger (Μίκαελ Ουντεργκεγκενμπέργκερ) ήδη είχε έλθει η ύφεση με 30% ανεργία και 10% άπορους. Ο νέος δήμαρχος ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτόμυαλος και δραστήριος που κέρδισε την καρδιά των συμπολιτών του, αλλά είχε έναν μακρύ κατάλογο απολύτως απαραίτητων έργων που ήθελε να εκτελέσει. Τα δημοτικά ταμεία όμως ήταν σχεδόν άδεια και οι δημότες ήταν ήδη σε δεινή οικονομική κατάσταση, αντιμετωπίζοντας αρκετοί από αυτούς πρόβλημα επιβίωσης. Καταλάβαινε ότι μία αύξηση της φορολογίας τους, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα δημοτικά έργα, θα οδηγούσε σε περαιτέρω φτώχεια και ύφεση. Είχε μελετήσει όμως το βιβλίο «Η Φυσική Τάξη» του οικονομολόγου Silvio Gesell (Σύλβιο Γκέσελ), ο οποίος πίστευε ότι η αργή κυκλοφορία του χρήματος είναι η κύρια αιτία για την παραπαίουσα οικονομία. Κατ’ αυτόν δηλαδή, όσο περισσότερο χρήμα έχουν και το κυκλοφορούν συνεχώς, όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι, τόσο η κοινωνία θα έχει υγιή ανάπτυξη και ευημερία. Βάζοντας σε εφαρμογή την παραπάνω θεωρία, ξεκίνησε το πρόγραμμα των Δημοτικών του έργων, δίνοντας δουλειά σε πολλούς εργαζόμενους και εργολάβους, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι η πληρωμή τους θα γινόταν με σελίνια (το νόμισμα της Αυστρίας) όχι εκτυπωμένα από την Εθνική Τράπεζα της, αλλά από τον Δήμο του Wörgl. Όντως εκτυπώθηκαν και τέθηκαν σε κυκλοφορία 32.000 σελίνια ως «Γραμμάτια Πιστοποίησης Εργασίας», κάτι σαν ένα δωρεάν χρήμα, διότι δεν είχαν αντίκρισμα σε χρυσό, απλά αναγνώριζαν την παροχή έργου προς την Κοινότητα. Οι άνθρωποι που πήραν αυτά τα νέα σελίνια, μπορούσαν να πληρώσουν τους δημοτικούς τους φόρους, αλλά και να αγοράσουν ψωμί. Ο αρτοποιός παίρνοντας αυτά τα σελίνια μπορούσε να αγοράζει αλεύρι από τον μυλωνά. Ο μυλωνάς αγόραζε σιτάρι από τον γεωργό. Ο γεωργός αγόραζε εργαλεία από τον σιδερά. Ο σιδεράς αγόραζε παπούτσια από τον τσαγκάρη. Ο τσαγκάρης πλήρωνε τον δάσκαλο που έκανε μάθημα στα παιδιά του. Ο δάσκαλος αγόραζε ψωμί στον αρτοποιό. Και ο κύκλος κυκλοφορίας του χρήματος επαναλαμβανότανε συνεχώς και καθημερινά. Ο Δήμαρχος όμως είχε εφαρμόσει μία πρόσθετη μέθοδο για να κάνει το χρήμα να αλλάζει συνεχώς χέρια με μεγάλη ταχύτητα. Τα χρήματα του Wörgl έχαναν το 1% της ονομαστικής τους αξίας κάθε μήνα. Για να αποφευχθεί αυτή η υποτίμηση ο ιδιοκτήτης του γραμματίου το δαπανούσε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ειδάλλως, την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα, έπρεπε να αγοράσει ένα κουπόνι σαν γραμματόσημο, με αξία το 1% της ονομαστικής αξίας και να το κολλήσει στο χαρτονόμισμα. Υπήρχε δηλαδή μία λειτουργία αντίθετη από τον τοκισμό, που επέτρεπε στο χρήμα να κυκλοφορεί συνεχώς. Ο Δήμαρχος φυσικά δε μπορούσε να προσλάβει όλους τους ανέργους της πόλης για τα δημοτικά έργα. Με την αύξηση του κύκλου εργασιών της πόλης όμως, ο αρτοποιός για παράδειγμα δεν προλάβαινε μόνος του να βγάζει τα ψωμιά που του ζητούσαν, υπο-


χρεώθηκε λοιπόν να προσλάβει έναν βοηθό, τον οποίον πλήρωνε με τα σελίνια του Δήμου. Το ίδιο κάνανε και οι υπόλοιποι επαγγελματίες. Οι βοηθοί που προσλήφθηκαν όμως διευρύνανε την αγοραστική δύναμη της πόλης και έτσι οι επαγγελματίες είχαν να αντιμετωπίσουν μία περαιτέρω αύξηση της ζήτησης, σε σημείο που κανένας κάτοικος της πόλης να είναι άνεργος, αλλά αντίθετα να υπάρχουν παντού αγγελίες ζήτησης προσωπικού. Έτσι το σύστημα άρχισε να αποκτάει μία δυναμική μορφή και οι άνεργοι από τα γύρω χωριά πήγαιναν για να δουλέψουν στο Wörgl. Επίσης, οι παραγωγοί από τα γύρω χωριά που είχαν τα προϊόντα τους απούλητα επιτέλους βρήκαν αγοραστές στο Wörgl. Ποτέ στο παρελθόν δεν είδε κανείς τους φορολογούμενους να μη διαμαρτύρονται έντονα κατά την αφαίρεση των χρημάτων τους. Στο Wörgl κανείς δεν διαμαρτύρεται. Αντίθετα, οι φόροι (σε μορφή γραμματίων) καταβάλλονται εκ των προτέρων στον Δήμο. Οι άνθρωποι είναι ενθουσιασμένοι με το πείραμα και διαμαρτύρονται στην Εθνική τους Τράπεζα, η οποία αντιτίθεται στην έκδοση των νέων αυτών χαρτονομισμάτων (των τοπικών γραμματίων). Η Κεντρική Τράπεζα της Αυστρίας πανικοβλήθηκε, στο ενδεχόμενο το πείραμα του Wörgl να επεκταθεί σε όλη την Αυστρία και αποφάσισε να διεκδικήσει τα μονοπωλιακά δικαιώματα της, απαγορεύοντας δωρεάν νομίσματα. Η υπόθεση έφτασε ενώπιον του Αυστριακού Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο επικύρωσε το μονοπωλιακό δικαίωμα της Κεντρικής Τράπεζας για την έκδοση νομίσματος. Έγινε ποινικό αδίκημα η έκδοση «νομίσματος έκτακτης ανάγκης» και το Wörgl γρήγορα επανήλθε στην ανεργία του 30%. Κοινωνική αναταραχή εξαπλώθηκε άμεσα, διότι οι απλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνανε, γιατί η Κυβέρνησή τους και η Δικαιοσύνη, που υποτίθεται ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πολιτών, δεν τους αφήνει να εξασκούν τη δοκιμασμένη λύση που βρήκανε στην αντιμετώπιση της ύφεσης, αλλά τους επιβάλει τα δικά της μέτρα που αποδεδειγμένα, όπως και πριν, τους ξαναβύθισαν στη φτώχεια και την ανέχεια. Το 1938 ο Χίτλερ προχώρησε στην προσάρτηση της Αυστρίας, χωρίς να βρει την παραμικρή πολεμική αντίσταση, με έναν από τους λόγους για αυτό, το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι τον είδαν ως τον οικονομικό και πολιτικό σωτήρα τους. Ακολούθησε ο Πόλεμος, και το πείραμα του Wörgl έμεινε στην Ιστορία.

×

Ο

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ κατάγεται από το Καναλάκι Πρέβεζας και ζει στα Ιωάννινα. Του αρέσει να γράφει διηγήματα και γράφει το «Καναλάκι» με ένα «λ» και όχι με δύο, όπως οι μισοί συγχωριανοί του. Διαβάζει και κόμικ.

37

×


μία στήλη για να μην κρίνεις ποτέ ένα βιβλίο από την ταινία του

πρόταση ταίνιας

Limitless

Ο

του Θοδωρή Τσαφή

νομάζομαι Έντι Μόρα, πριν μερικές μέρες ήμουν ένας συνηθισμένος τύπος στη Νέα Υόρκη. Η ζωή μου εκείνο το διάστημα ήταν μια μεγάλη αποτυχία. Πρώτα ήμουν τελείως άφραγκος, το νοίκι μου το ‘χα απλήρωτο και θα κατέληγα στο δρόμο, δούλευα σαν συγγραφέας και έπρεπε να είχα παραδώσει ήδη το βιβλίο μου στον εκδότη, πράγμα δύσκολο, γιατί δεν το είχα αρχίσει καν. Μετά η γκόμενα μου με παράτησε, δεν άντεχε λέει άλλο την αξιοθρήνητη κατάσταση μου. Τότε όμως συνάντησα έναν παλιό μου γνωστό που μου έδωσε το χάπι και όλα άλλαξαν αμέσως. To NZT-48 (το χάπι δηλαδή) είναι ένα νοοτροπικό ναρκωτικό. Σου ξεκλειδώνει κατά 100% τις δυνάμεις του εγκεφάλου, ενώ ο μέσος άνθρωπος χρησιμοποιεί μόνο το 20%. Δεν με πιστεύετε έτσι; Μια στιγμή τότε να το καταπιώ και θα σας δείξω. Γκκλπ! Οι αισθήσεις μου οξύνονται, οι νευρώνες μου γίνονται μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι ηλεκτροχημικών ερεθισμάτων. Το μεσολόβιο, το δεξί και το αριστερό ημισφαίριο, 100 δισεκατομμύρια νευρώνες, καθένας από τους οποίους δημιουργεί από 1.000-10.000 συνάψεις με γειτονικούς νευρώνες πλημμυρίζουν από πληροφορίες. Μπορώ να μιλάω για πολλές ώρες για οποιοδήποτε θέμα, κάθε τι που έχω ακούσει, διαβάσει ή δει οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μου είναι αρχειοθετημένο και διαθέσιμο να το ανακαλέσω. Μπορώ και μιλάω πολλές ξένες γλώσσες, επειδή έτυχε να ακούσω κάποιον να την μιλά στο δρόμο. Ξέρω κάθε γραμμή των έργων του Σαίξπηρ, επειδή απλά ξεφύλλισα τα βιβλία του κάποτε. Τελείωσα το βιβλίο, που ήταν να παραδώσω, μέσα σε τέσσερις μονό μέρες. Το ανέκδοτο που άκουσα, όταν ήμουν 10 χρονών έλεγε ότι η διαφορά μεταξύ ενός ιρλανδικού γάμου και μιας ιρλανδικής κηδείας είναι ένας μεθυσμένος λιγότερος. Ξαφνικά, γνωρίζω τα πάντα για τα πάντα, μπορώ να κάνω απεριόριστα (limitless) πράγματα. Αυτό είναι υπέροχο. Όλοι μου οι φόβοι και οι συστολές εξαφανίζονται, είμαι γεμάτος αυτοπεποίθηση. Μετά ασχολήθηκα με το χρηματιστήριο και έβγαλα πολλά λεφτά μέσα σε λίγες μέρες. Όμως το κακό είναι ότι η επίδραση του δεν κράτα για πάντα και έτσι πρέπει να αυξήσω τη δόση του ναρκωτικού, πράγμα που μου δημιουργεί κενά μνήμης, πονοκεφάλους, εμετούς. Κάποιοι λένε ότι κανείς δεν αντέχει τόση πνευματική ένταση, χωρίς να καταρρεύσει. Ύστερα υπάρχει και το άλλο πρόβλημα ο Ρώσος μαφιόζος που με κυνηγά και ένας μυστηριώδης τύπος που με παρακολουθεί, δείχνει επικίνδυνος. Υπάρχει κάτι ακόμα πολύ παράξενο, αν πάρω δύο χάπια ταυτόχρονα, τότε φαντάζομαι ότι είμαι ο ηθοποιός Bradley Cooper και πρωταγωνιστώ σε μια ταινία του 2011 με το όνομα Limitless σε σκηνοθεσία Neil Burger. Η ταινία λέει, βασίζεται στο βιβλίο του Alan Glynn με τίτλο The Dark Fields. Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν σταματά την πορεία μου προς Διευθύνοντα σύμβουλο παγκόσμιου κολοσσού ενέργειας ή γιατί όχι ακόμα και Πρόεδρου. Καιρός κάποιος να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη. ×

38

×


Κατεβάστε σε ηλεκτρονική μορφή ή διαβάστε on-line δωρεάν τα τεύχη του περιοδικού μας. μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία, για κάθε αναγνώστη, για κάθε συγγραφέα, ποιήτη, αρθρογράφο


τα Ελενικά

μία στήλη για τα Ελενικά

Το κουτί, το μήλο και τα δεινά του Κόσμου

της Ελένης Μπάρκα

Π

ριν από πολλά - πολλά χρόνια ο Δίας δώρισε στον Επιμηθέα μια γυναίκα με ακαταμάχητη γοητεία και με «προίκα» ένα κουτί … Το όνομά της ήταν «Πανδώρα» , όνομα καθόλου τυχαίο εφόσον οι θεοί την προίκισαν με όλα τα χαρίσματα. Και το κουτί της όμως δεν ήταν ένα απλό κουτί, περιείχε όλα τα κακά, τις συμφορές και τις νόσους. Μέχρι λοιπόν να νικήσει η έμφυτη γυναικεία περιέργεια, όλα στη Γη έβαιναν καλώς… Μετά όμως… Όλα όσα γερνούν τον άνθρωπο γρήγορα, όπως λέει κι ο Ησίοδος, έγιναν μέρος της καθημερινότητας μας και μάς συντροφεύουν πιστά μέχρι και σήμερα. Να μην ξεχνάμε βέβαια ότι μια άλλη γυναίκα με έντονο το στοιχείο της περιέργειας, ευκολόπιστη από τη φύση της – καλοπροαίρετη και ανυποψίαστη κατ’ εμέ- έδωσε στο σύντροφό της ένα μήλο και ο Δημιουργός τους τούς έδειξε αυτοστιγμής την πόρτα της εξόδου απ’ τον Παράδεισο. Νομίζω δε χρειάζεται να αναφέρω το όνομά της. Τι γίνεται λοιπόν με το γυναικείο φύλο; Έχει έρθει στη Γη μόνο για να φέρει μαζί του όλα τα άσχημα; Ή μήπως έχει έρθει για να κάνει την ανθρώπινη ζωή λίγο πιο ενδιαφέρουσα και «πικάντικη»; Όπως και να’ χει όμως, πώς θα ήταν αλήθεια ένας κόσμος… παραδεισένιος; Σίγουρα όλοι θα ήμασταν υγιείς, ευτυχισμένοι, δε θα νιώθαμε μίσος, ζήλια, θυμό και άλλα ευτελή συναισθήματα. Γενιές και γενιές θα ζούσαν χωρίς τη λέξη «πόλεμος» στο λεξιλόγιό τους, δε θα γίνονταν δολοφονίες και εγκληματικές ενέργειες και όλη μας η ζωή θα ήταν σαν ένα ατέλειωτο παραμύθι χωρίς δράκους και κακούς λύκους. Μια ζωή ονειρικά πλασμένη για ανθρώπους ονειρικά πλασμένους…

×

40

Η απορία μου, ωστόσο είναι η εξής: θα μας άρεσε μια τέτοια ζωή; Θέλω να πω: Πώς θα γνωρίζαμε την αξία της υγείας, αν δεν βιώναμε την αρρώστια; Θα είχε νόημα η αγάπη αν δεν υπήρχε το μίσος απέναντι; Ακόμα κι ο πόλεμος υπάρχει για κάποιο λόγο. Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν ήρωες κι ένας κόσμος χωρίς ήρωες θα ήταν ένας κόσμος βαρετός, χωρίς ιδανικά και πρότυπα, χωρίς καλά - καλά ονόματα για τις οδούς… Κι


ύστερα είναι και η επανάσταση! Με τις επαναστάσεις προχωράει μπροστά η ανθρωπότητα και επαναστάσεις γίνονται συνήθως σε περιβάλλον πολέμου και σκλαβιάς. Γενικά, δεν υπάρχει τίποτα κακό που να μην κρύβει μέσα του κάτι θετικό, κάτι προς γνώση και συμμόρφωσή μας. Και δεν το λέω εγώ αυτό. Το είπαν πριν από αρκετούς αιώνες οι πολύ σοφοί πρόγονοί μας, απλά το εξέφρασαν κάπως πιο περίτεχνα. Τραβηγμένη ίσως η άποψή μου, δε λέω, αλλά τραβηγμένο είναι και το γεγονός ότι ένα φρουτάκι μας στέρησε τον Παράδεισο ή ότι ένα κουτάκι (πιθάρι για την ακρίβεια) έκλεινε μέσα του όλα τα δεινά. Και στην τελική είναι πολύ πιθανό η ζωή μας να ήταν αρκετά ανιαρή σε έναν κόσμο που όλα θα δούλευαν ρολόι. Οπότε γιατί να θεωρούμε την Πανδώρα ή την Εύα υπεύθυνες για την ανθρώπινη δυστυχία; Είναι και οι δύο γνωστές για το γεγονός ότι στέρησαν απ’ το ανθρώπινο γένος την ευκαιρία για μια τέλεια ζωή, γεμάτη με όλα τα καλά, αψεγάδιαστη και απαλλαγμένη από συμφορές και πάθη, από αρρώστιες και βία. Αναρωτιέται όμως κανένας αν μια τέτοια ζωή θα ήταν εξίσου θελκτική με την τωρινή; Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οφείλουμε πολλά στις δύο αυτές γυναίκες που έβαλαν το αλατοπίπερο στη συνταγή που το σύμπαν ετοίμασε για μας. Άλλωστε, αν οι Θεοί ήθελαν να μας έχουν στο απυρόβλητο, μακριά από τα άσχημα, δε θα εμπιστεύονταν τη μοίρα μας σε αυτές… Δημιουργήματά τους ήταν και οι δύο, οπότε σίγουρα γνώριζαν καλά πως και περίεργες ήταν και ευκολόπιστες! Δε γίνεται να δίνεις ένα δώρο σε γυναίκα και να της ζητάς να μην το ανοίξει. Είναι δεδομένο πως με την πρώτη ευκαιρία θα σκίσει βιαστικά το περιτύλιγμα για να έχει άμεση πρόσβαση στο περιεχόμενο… Ούτε περιμένεις να αντισταθεί σε ένα ζουμερό, λαχταριστό μήλο, που ως γνωστόν κάνει μέχρι και το γιατρό πέρα! Μάλλον οι Θεοί έψαχναν τελικά άλλοθι για κάτι που ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο. Έπρεπε ίσως το γένος των ανθρώπων να γνωρίσει και την άσχημη πλευρά της ζωής και κάποιος έπρεπε απλά να κάνει τις… «συστάσεις». Έτσι ο Δίας φάνηκε ο καλός, φιλεύσπλαχνος πατέρας των ανθρώπων και η Πανδώρα η ανάξια εκπρόσωπος του είδους, που άνοιξε την πόρτα σε οτιδήποτε μπορούσε να μας βλάψει. Εξάλλου, απ’ τη στιγμή που τα κακά και οι συμφορές υπήρχαν, ήταν ζήτημα χρόνου να ξεπηδήσουν απ’ το -όχι και τόσο καλά σφραγισμένο- κουτάκι τους και να εμφανιστούν στο δρόμο μας. Έτσι, είναι τουλάχιστον θετικό το ότι μάθαμε να ζούμε μ’ αυτά από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δημιουργίας μας.

× 41

×


αφιέρωμα Έξοδα ανάγνωσης...

Έξοδα ανάγνωσης... ένα αφιέρωμα για τις τιμές των βιβλίων στην Ελλάδα

της Αγιάτης Μπενάρδου

συντάκτρια του blog donteverreadme.wordpress.com

Σ

τις 23 Νοεμβρίου 2011, σε μία μάλλον πρόχειρη ανάρτηση στο blog μου, αναφέρθηκα στις εξωφρενικές διαφορές στις τιμές των βιβλίων ανάμεσα σε μεγάλο κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας και στο γνωστό ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο Amazon. Η αφορμή ήταν απλή: Βρέθηκα στον Ελευθερουδάκη της οδού Πανεπιστημίου προκειμένου να αγοράσω ένα βιβλίο, είδα την τιμή και την συνέκρινα επί τόπου, μέσω του κινητού μου τηλεφώνου, με την αντίστοιχη στο Amazon. Η διαφορά ήταν σημαντική. Το Jamie’s Great Britain του διάσημου Άγγλου σεφ Jamie Oliver κόστιζε 43 ευρώ στην Ελλάδα. Στο Amazon μπορούσε κανείς να το αγοράσει με 10 λίρες. Η σχετική ανάρτηση αποτελείτο από φωτογραφίες τραβηγμένες από το κινητό μου τηλέφωνο, από ακόμη περισσότερες συγκρίσεις ανάμεσα σε βιβλία του εν λόγω βιβλιοπωλείου και των τιμών τους στο Amazon, ενώ τα δικά μου σχόλια ήταν ελάχιστα. Λίγες ώρες μετά την ανάρτηση, διαπίστωσα ότι ο αριθμός των σχολίων υπερέβαινε κατά πολύ το συνήθη. Τα δε στατιστικά της ανάρτησης κάλπαζαν. Το ίδιο και τα share στο Facebook. Μέχρι το τέλος της ημέρας δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία: Αυτή ήταν η πρώτη μου ανάρτηση που έγινε viral εντός ελαχίστων ωρών. Τι είχε συμβεί; Και, κυρίως, γιατί;

×

42

Εκτός της ταχύτατης διάδοσή της, εντύπωση μου προξένησε και η ένταση, η οριακή οργή με την οποία κάποιοι αναγνώστες ανταποκρίθηκαν στην ανάρτηση μέσω των σχολίων τους. Τα πρώτα από τα 125 σχόλια που ακολουθούσαν την ανάρτησή μου ήταν σχετικά μετριοπαθή. Κάποιοι αναρωτήθηκαν για το ύψος των εξόδων αποστο-


λής των βιβλίων μέσω Amazon, κάποιοι άλλοι για τις τιμές των ξενόγλωσσων βιβλίων και των κόμιξ στην Ελλάδα. Η συζήτηση, όμως, άναψε γρήγορα. Ένα σχόλιο για τις διαφορές τιμών μεταξύ εγχώριων βιβλιοπωλείων ήταν αρκετό, για να προκαλέσει πλήθος σχετικών σχολίων. Με ενδιαφέρον παρακολουθούσα όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία Αθήνας και Θεσσαλονίκης να παρελαύνουν σε σχετικά με αυτά σχόλια της ανάρτησής μου: Ιανός, Ελευθερουδάκης, Πολιτεία, Πρωτοπορία, Παπασωτηρίου. Η συζήτηση δεν περιορίστηκε, βέβαια, στις τιμές των βιβλίων, αλλά επεκτάθηκε στην ευγένεια των υπαλλήλων, αλλά και στο παράλογο κατά τινάς κόστος των άνευ περιεχομένου πονημάτων Ελλήνων συγγραφέων. Η σπίθα που είχα ρίξει είχε γίνει πυρκαγιά. Η επώνυμη παρέμβαση του κ. Αργύρη Καστανιώτη, ο οποίος, ως γνώστης του χώρου εκ των έσω, σχολίασε την ανάρτησή μου, έδωσε νέο έναυσμα για οξύτατες αντιδράσεις. Οι απαντήσεις που του επεφύλαξαν οι αναγνώστες κυμάνθηκαν. Κάποιες ήταν ευπρεπείς, κάποιες άλλες ακριβείς, κάποιες άδικες και αγενείς. Παρακολουθούσα τον κ. Καστανιώτη να αναφέρεται στα τιράζ, τις πωλήσεις, τη βιβλιοδεσία, και σκεφτόμουν ότι, πραγματικά, τίποτα από όλα αυτά δεν είχα κατά νου όταν έκανα την ανάρτηση. Συνειδητοποιούσα αργά, πλην όμως σταθερά, ότι η ανάρτηση φαινόταν απολύτως αφελής εν όψει όλης αυτής της συζήτησης. Ήταν μία ανάρτηση ενός απλού αναγνώστη, αδαούς περί των εν οίκω του εκδοτικού χώρου. Ένα απλό δημόσιο παράπονο. Στη συζήτηση, εκτός από τον κ. Καστανιώτη, παρενέβη ο κ. Νίκος Αργύρης, από τις εκδόσεις Ίκαρος (ο οποίος, όμως, δε συγκέντρωσε τόσο επιθετικά σχόλια, πιθανώς γιατί οι περισσότεροι δε γνώριζαν ποιος είναι), κομίστες, επικοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι ειδικοί στις ιδιαιτερότητες και τις ιδιοτροπίες της εφοδιαστικής. Εκτός, όμως, της βασικής θεματολογίας (οι τιμές του βιβλίου στην Ελλάδα), η συζήτηση απέκτησε πολλά μυστήρια πλοκάμια: τις τιμές άλλων προϊόντων του Amazon (όπως τα πανωφόρια), το ΠΑΣΟΚ, το γαλλικό ΕΚΕΒΙ. Ήταν ξεκάθαρο: η ανάρτησή μου περί των τιμών του βιβλίου με είχε υπερβεί. Η συζήτηση συνεχίστηκε και την επόμενη ημέρα, όταν έκανα μία νέα ανάρτηση-υστερόγραφο, ως σύντομο σχόλιο στα τεκταινόμενα της προηγουμένης. Θέλοντας απλώς να εκφράσω την έκπληξή μου για την έκταση την οποία είχε λάβει το θέμα των τιμών των βιβλίων, έδωσα λαβή για έναρξη περαιτέρω συζητήσεων, ευτυχώς ευπρεπέστερων, λιγότερο οργισμένων, και, κυρίως, περισσότερο εντός θέματος. Είχαν περάσει σχεδόν τρεις εβδομάδες, όταν με έκπληξη είδα να επανέρχεται το θέμα στη δημόσια συζήτηση: Αυτή τη φορά, ο κ. Γιάννης Μπασκόζος, διευθυντής του περιοδικού «Διαβάζω», δημοσίευσε στο ΒΗΜΑ της Κυριακής, 18 Δεκεμβρίου 2011, άρθρο με τίτλο «Είναι ακριβό το βιβλίο;», με αναφορές στις συζητήσεις οι οποίες είχαν προκύψει τόσο στο δικό μου blog, όσο και σε μία σχετική ανάρτηση στο blog των εκδόσεων Ωκεανίδα της 10ης Οκτωβρίου 2011, στην οποία ο κ. Νίκος Μεγαπάνος ανέλυε λεπτομερώς το κόστος του

43

×


αφιέρωμα Έξοδα ανάγνωσης...

πρώτου τόμου ενός βιβλίο των εκδόσεων. Λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση του κ. Μπασκόζου, στις 24 Δεκεμβρίου 2011, η κ. Λίνα Γιάνναρου, δημοσίευσε στις οικονομικές σελίδες της Καθημερινής άρθρο με τίτλο «Οι καταναλωτές επενδύουν στις διαδικτυακές αγορές». Στο κείμενό της, η κ. Γιάνναρου εστιάζει στις online αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων αναγνωστών, ορμώμενη από την περί ης ο λόγος ανάρτησή μου. Παράλληλα, δε, τα σχόλια συνεχίζονταν ακάθεκτα εκτός blog μου: κατ’ ιδίαν email, κουβέντες με φίλους και συναδέλφους – η κα. Στέλλα Κάσδαγλη μου ζήτησε μέχρι και συνέντευξη για το Cosmpolitan. Τι είχε συμβεί; Και, κυρίως, γιατί; Πέρασαν πάνω από δύο μήνες κι ακόμη να καταλάβω, γιατί αυτή η σπίθα έγινε πυρκαγιά. Στο δικό μου το μυαλό, το μόνο που έκανα είναι να δημοσιεύσω στο προσωπικό μου blog μερικές φωτογραφίες από τις τιμές μερικών βιβλίων, να τις συγκρίνω με τις αντίστοιχες στο Amazon και να εκφράσω την απορία και το παράπονό μου ως καταναλωτής και αναγνώστρια. Δεν είχα και δεν έχω ειδικές γνώσεις της συγκεκριμένης αγοράς, του πώς κινείται, ποιες αξιώσεις και ποιοι περιορισμοί την ορίζουν. Με εντυπωσίασε η ανταπόκριση, οι αντιδράσεις, οι αναδημοσιεύσεις και οι σχολιασμοί. Με τρόμαξε η οργή και τα επί μέρους παραληρήματα. Είμαστε άραγε τόσο έτοιμοι να εκραγούμε; Τόσο αναφλέξιμοι; Με λίγες φωτογραφίες και μερικές γραμμές; Τόσο έτοιμοι να μεταφράσουμε το παράπονο σε καταγγελία; Είμαστε. Γιατί οι τιμές μπορεί να μην είναι υψηλές, είναι όμως άπιαστες. Θα ήταν ωραίο να ήταν αλλιώς τα πράγματα, όμως δεν είναι. Και μέχρι να αλλάξουν, η σπίθα θα γίνεται πυρκαγιά εξ’ αιτίας δύο φωτογραφιών. Ή και μίας.

×

Η

×

44

ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ γεννήθηκε στη Αθήνα. Σπούδασε Αρχαία Ιστορία στο King’s College London, όπου και ολοκλήρωσε τη διδακτορική της διατριβή στην Αρχαιολογία. Συνέχισε τις σπουδές της στην Πολιτιστική Διαχείριση κι Επικοινωνία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει εργαστεί στο Υπουργείο Πολιτισμού, καθώς και σε εθνικά έργα ψηφιοποίησης και τεκμηρίωσης αρχαιολογικών ευρημάτων. Σήμερα εργάζεται στη Μονάδα Ψηφιακής Επιμέλειας του Ερευνητικού Κέντρου «ΑΘΗΝΑ» σε Ευρωπαϊκά έργα που σχετίζονται με τη σύζευξη των ανθρωπιστικών επιστημών και των νέων τεχνολογιών.


Διαβάστε καθημερινά νέα που αφορούν την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα. μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία, για κάθε αναγνώστη, για κάθε συγγραφέα, ποιήτη, αρθρογράφο


διήγημα Κυριάκος Χαλκόπουλος

Το σκοτάδι

του Κυριάκου Χαλκόπουλου

Ν

ομίζω ότι είναι το πιο ταιριαστό, το πιο σωστό πως αυτό το κείμενο γράφεται στα ελληνικά, για να εγκαταλειφτεί όμως σε ένα από τα παγκάκια απέναντι από το δάσος στην άκρη του πανεπιστημίου, όπου ίσως μονάχα κάποια από τις αγγλίδες καθαρίστριες θα το βρει. Μάλλον θα το αντιληφθεί ως ένα σκουπίδι, και θα το ξεφορτωθεί μαζί με τα ξερά φύλλα. Ποτέ, συνεπώς, δε θα διαβαστεί. Και μου φαίνεται αυτό όμορφο.

Και μου φαίνεται όμορφο, όχι μόνο λόγω των ενδεχόμενων επιπλοκών που θα υπήρχαν, αν το κείμενο διαβαζόταν. Αυτές ίσως να μην είναι τόσο αληθινές, καθώς βέβαια δε σκοπεύω να αναγράψω το όνομά μου εδώ, και κατά τα άλλα δε νομίζω ότι μπορώ να εντοπιστώ, ακόμα και αν το κείμενο διαβαστεί από κάποιον που ξέρει ελληνικά και συνεπώς θα καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τα σύμβολά του. Δε νομίζω ότι υπήρχε κάποιος άλλος σε εκείνον τον διάδρομο του πανεπιστημίου εκείνη την ώρα. Δε νομίζω ότι καθώς έφευγα, μέσα στο σκοτάδι, που τελικά έξω με κατάπιε, υπήρχε κανείς που θα με θυμάται. Έτσι δεν κινδυνεύω αληθινά, ακόμα και αν διαβαστεί το κείμενο. Όμως μου φαίνεται όμορφο να μη διαβαστεί, ενώ υπάρχει, ενώ δυνητικά θα μπορούσε- όλες οι προϋποθέσεις γι αυτό υπάρχουν- να διαβαστεί. Και μου φαίνεται έτσι, διότι ήθελα να το γράψω, ήθελα, ακολούθως, να το αφήσω κάπου έξω, αλλά δεν ήθελα να το διαβάσει κανείς, διότι δε θέλω στ αλήθεια κανείς να ξέρει κάτι βαθύ για την ψυχή μου, για την ψυχή που το μαύρο βάθος της το ανακάλυψα το χθεσινό βράδυ. Έτσι θα γράψω εδώ αυτά που θέλω, αφήνοντας μόνο γενικές πληροφορίες για το άτομό μου, όσον αφορά τα στοιχεία εκείνα που θα γινόταν να χρησιμοποιηθούν, για να αναγνωριστώ κάποτε εγώ ως ο συγγραφέας του κειμένου αυτού. Και θα ισχυριστώ ότι είμαι βέβαια ένας φοιτητής του πανεπιστημίου του Έσσεξ, όμως δε θα διευκρινίσω σε ποιόν κλάδο φοιτώ. Δεν έχει και μεγάλη σημασία άλλωστε. Σημασία έχει μόνο αυτό που έκανα το χθεσινό βράδυ. Σημασία έχει μόνο η ζωή μου στην Αγγλία, αλλά κυρίως η ζωή μου πριν να φτάσω εδώ, από την οποία όλα δείχνουν ότι γεννήθηκε η χθεσινή μου πράξη. Είμαι δεκαοκτώ χρονών. Η ανατροφή μου ίσως να μπορούσε να εκτιμηθεί πως θα ήταν απαράλλακτη από εκείνη χιλιάδων άλλων παιδιών, στη μητρική μου πόλη, αν δεν ίσχυε ότι από πολύ μικρή ηλικία είχα εξαιρετικά κακή σχέση με τους γονείς μου. Αλλά την ίδια, και ακόμα χειρότερη, σχέση είχα με τα άλλα παιδιά, που τα μισούσα και τα φοβόμουν. Για την ακρίβεια, όσο το έχω σκεφτεί αυτό από εχθές, φαίνεται ότι δε τα φοβόμουν απλά, αλλά ×

46


αισθανόμουν αληθινό τρόμο απέναντί τους, απέναντι στην σκέψη ότι μπορεί να διακατέχονται από κάποια κακή ορμή, που θα μπορούσε κάποτε να εκδηλωθεί εναντίον μου. Εγώ νομίζω ότι από παλιά προσπαθούσα να συμπεριφέρομαι απέναντί τους με τον πιο ευγενικό τρόπο, με το στόχο να αποτρέψω αυτή την εξέλιξη. Το ίδιο έκανα και στη συνέχεια. Γι αυτό και ένοιωσα αληθινά πολύ άσκημα όταν συνέβη, εδώ, στο πανεπιστήμιο, να γίνω θεατής κάποιας άσκημης σκηνής, να ακούσω κάποια λόγια που με πλήγωσαν, παρόλο που δε στρέφονταν καθόλου εναντίον μου καθαυτά. Σε μία από τις τάξεις που παρακολουθώ υπάρχει και μία φοιτήτρια που είναι παραπληγική. Σίγουρα πίσω στην πατρίδα μου ένα τέτοιο θέαμα είναι ακόμα εξαιρετικά ασυνήθιστο, καθώς αυτά τα δύσμοιρα άτομα εμποδίζονται από χίλιους παράγοντες να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους ως εκείνη τη βαθμίδα. Εδώ όμως σύντομα διαπίστωσα ότι υπήρχαν αρκετά τέτοια, διασκορπισμένα βέβαια σε όλους τους κλάδους. Αυτή η μαθήτρια είναι καθηλωμένη σε ένα καροτσάκι, και βασίζεται στη βοήθεια μιας συμφοιτήτριάς της- αν και δε μπορώ να είμαι σίγουρος αν αυτή είναι μία τέτοια, ή αν αντίθετα αποτελεί κάποιο μέλος του πανεπιστημίου που πληρώνεται γι’ αυτή την εργασία- για να περιφέρεται στις διάφορες αίθουσες. Λοιπόν, αρχικά δεν είχα κάποια ιδιαίτερη εντύπωση γι’ αυτήν. Είχα παρατηρήσει ότι είναι σε καροτσάκι, αλλά δεν την κοίταξα πολύ. Αφορμή για να τη σκεφτώ στάθηκε η προαναφερθείσα κακή σκηνή, που διαδραματίστηκε έξω από μία από τις τάξεις, καθώς περίμενα να αρχίσει το μάθημα. Εκεί έστεκαν δύο άγγλοι συμφοιτητές μου, και συνομιλούσαν χαμογελαστά. Αρχικά, δεν παρατηρούσα αυτή τη συζήτηση, ωστόσο κάποια στιγμή συνέβη να διακρίνω καθαρότερα τι έλεγαν. Και συνειδητοποίησα ότι αναφέρονταν σε εκείνη την παραπληγική φοιτήτρια. Συγκεκριμένα είχε γίνει κάποιο σχόλιο για το ένα από τα πόδια της, που χαρακτηρίστηκε «ατροφικό», και επίσης, με αφορμή αυτή του την ιδιότητα, «αποκρουστικό». Εκείνος που το ισχυριζόταν αυτό είχε πάρει μια έκφραση αηδίας. Ήταν ένας άσκημος άγγλος, ψηλός και παχύς, και θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι έμοιαζε αταίριαστο κάποιος με μία εμφάνιση με τα δικά της ελαττώματα, να εκτιμά ότι είναι σε θέση να αποστραφεί εκείνων κάποιου άλλου. Τούτο όμως παράλληλα με έκανε να ενδιαφερθώ για το θέαμα που υπαινισσόταν, εκείνο το πόδι, και έτσι αποφάσισα να προσπαθήσω να το δω και εγώ. Αξίζει ίσως να αναφερθεί ότι ως τότε είχα δει εκείνη τη φοιτήτρια μόνο από το πάνω μισό μέρος του σώματός της, που έμοιαζε κανονικό, αν όχι σχετικά ευχάριστο στη θέα. Έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια της αναμονής μας για το μάθημα περίμενα στο διάδρομο, φεύγοντας από τον εξωτερικό χώρο όπου είχα ακούσει τους Άγγλους. Η φοιτήτρια θα ερχόταν σίγουρα από εκεί, αφού δεν υπήρχε αλλού τρόπος πρόσβασης, καθώς

47

×


διήγημα Κυριάκος Χαλκόπουλος

×

48

παντού οι απότομες σκάλες εμπόδιζαν τη διέλευση ενός καροτσιού. Και στάθηκα σε εκείνο το διάδρομο, κοιτώντας μπροστά μου. Τελικά την είδα να φαίνεται από την άκρη και το βλέμμα μου χαμήλωσε. Τότε όμως, αισθάνθηκα ξαφνικά να με πλημμυρίζει ένας τεράστιος τρόμος. Αυτό καθώς είχα δει το πόδι της, το αριστερό της πόδι, που ήταν όντως κατά πολύ μικρότερο από το δεξί. Ένοιωθα ότι χάνομαι και όμως η εικόνα πλησίαζε όλο και περισσότερο, παρόλο που με πίεσα να πάρω το βλέμμα μου από εκεί. Χρειάστηκε μία γιγαντιαία προσπάθεια, για να καταφέρω να γυρίσω το σώμα μου και όταν το πέτυχα μπήκα στην τάξη, παρόλο που αρχικά σχεδίαζα να βγω έξω, από εκεί όπου είχα έρθει. Σε όλη τη διάρκεια της τάξης κοιτούσα κατά καιρούς εκείνη τη κοπέλα, το χαμογελαστό της βλέμμα και σκεφτόμουν το μικρό πόδι. Όσο περισσότερο το συλλογιζόμουν, το χαμόγελό της μου έμοιαζε ψεύτικο. Μήπως δεν αντιμετώπιζε καθημερινά με μία έκφραση ολότελα διαφορετική το θέαμα που την ανάμενε, όντας αναπόσπαστο μέλος του σώματός της, λίγο κάτω από εκείνο το ευδιάθετο πρόσωπο; Πώς ήταν δυνατό να κατορθώνει να εμφανίζεται στην τάξη, όταν μετέφερε ένα τέτοιο μέλος; Όλες αυτές οι σκέψεις με αρρώσταιναν, αλλά παραδιδόμουν σε αυτές με μία νοσηρή σχεδόν ικανοποίηση, σα να ήθελα να βουλιάξω όλο και περισσότερο στη θέαση αυτής της ασκήμιας. Σκεφτόμουν, στην αρχή, σε αντιπαραβολή, πόσο τυχερός ήμουν εγώ, με το όμορφο και αρτιμελές σώμα μου. Έπειτα πόσο κολάσιμη τύχη είχαν άλλοι άνθρωποι. Όμως η απόφασή τους να φοιτήσουν σε ένα πανεπιστήμιο, όσο γενναία και αν θεωρούταν, δεν εγκυμονούσε τελικά παρά μόνο τέτοια απειλητικά σχόλια, όπως εκείνα του Άγγλου που είχα κρυφακούσει. Και από την άλλη και τη λυπηρή δική μου συνείδηση για τη μοίρα τους. Τούτα συνέβησαν πριν από οκτώ ημέρες. Το μοναδικό μάθημα που είχαμε κοινό, ευτυχώς για την δική μου υγεία έπειτα από αυτές τις σκέψεις, ήταν εβδομαδιαίο και έτσι μόνο χθες την ξαναείδα. Αλλά αυτή τη φορά με περίμενε ένα ακόμα χειρότερο συναίσθημα. Ένοιωθα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ώρας που ήταν στην ίδια τάξη, κάτι απαίσιο. Αληθινά θυμόμουν πόσο εχθρικά είχα αντιμετωπίσει το σχόλιο εκείνου του Άγγλου, αλλά τώρα πραγματικά σχεδόν εντυπωσιαζόμουν που ήταν σε εκείνον δυνατό να σταθεί απλώς σε αυτό, για να εξωτερικεύσει την αηδία του από το θέαμα εκείνης της φοιτήτριας. Η δική μου αηδία λοιπόν είτε ήταν πολύ μεγαλύτερη, είτε δεν έβρισκε καμία εξωτερίκευση και έκρινα πως μάλλον ίσχυαν αμφότερα αυτά. Ταυτόχρονα ένοιωθα ένοχος που αηδίαζα. Προσπαθούσα με χίλιους τρόπους να μη φαντάζομαι εκείνο το πόδι, αλλά επανερχόταν στη μνήμη μου. Τελικά δεν παρακολουθούσα καθόλου τα λεγόμενα του καθηγητή και μόλις σήμανε η λήξη του μαθήματος, καθηλώθηκα στη θέση μου, περιμένοντας να εγκαταλείψει πρώτα την τάξη εκείνη η κοπέλα. Τώρα εύχομαι να είχα σηκωθεί αμέσως και να είχα φύγει, ίσως ακόμα και τρέχοντας. Θα ήταν ίσως πολύ καλύτερο αυτό. Πάντως θυμάμαι ότι φαινόταν πως και εκείνοι οι δύο Άγγλοι είχαν ένα αντίστοιχο σχέδιο. Ήταν καθισμένοι ακριβώς μπροστά μου και αντάλλασαν από την ώρα που είδαν την κοπέλα διαρκώς πονηρές ματιές. Γιατί να με είχαν πειράξει τόσο πολύ όλα αυτά; Γιατί να σκεφτόμουν διαρκώς την προσπά-


θεια της- τάχα να ήταν αληθινή, τάχα να ήταν έτσι;- όταν ήταν μόνη της, ή με κόσμο, να μην κοιτάζει το πόδι της; Και όμως την σκεφτόμουν και ήταν σα να ζούσα τότε μέσα στο μυαλό της, σα να ήμουν εγώ εκείνη η τρομακτική έγνοια για την εξαφάνιση του ποδιού από την σκέψη της, μία έγνοια πάντοτε παρούσα, που πολεμούσε έναν τεράστιο, επίμονο, αδηφάγο εχθρό. Τελικά η τάξη άδειασε ολότελα, και τελευταία βγήκε και η κοπέλα, με την άλλη που κουνούσε το καρότσι. Περίμενα και άλλο. Το φως έσβησε και για μια στιγμή- για ένα λεπτό, για πέντε;- περίμενα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, αλλά μπορούσα εκεί να ζωγραφίσω στη φαντασία μου ολότελα την απαίσια έκφραση που θα πρέπει να είχε πάρει το πρόσωπό μου. Αργότερα βγήκα και άρχισα να βηματίζω στο διάδρομο, που ήταν έρημος. Περπατούσα κυριολεκτικά σαν χαμένος και μάλιστα έκανα και τη σκέψη μήπως είχα πάρει λάθος δρόμο. Ωστόσο συνέχισα να περπατώ, ώσπου, έπειτα από αρκετή ώρα, έστριψα προς μία κατεύθυνση και εκεί σε μια στιγμή επέστρεψα πίσω από τον τοίχο. Αυτό διότι είχα δει, στην άκρη του διαδρόμου, το καροτσάκι και κατά συνέπεια και την κοπέλα. Συνομιλούσε φαίνεται με την βοηθό της, που για λίγη ώρα τώρα θα την εγκατέλειπε, για κάποιον λόγο που δεν τον κατάλαβα. Άκουσα τη συνομιλία πίσω από τον τοίχο και πραγματικά απορούσα αν οι αισθήσεις μου στον γυμνό διάδρομο είχαν οξυνθεί τόσο πολύ, ή αν απλώς τα φανταζόμουν όλα αυτά! Τελικά άκουσα την άλλη κοπέλα να χαιρετά και μόνο τότε, αποκτώντας κάποια δύναμη από την ανάμνηση ότι το καροτσάκι ήταν γυρισμένο προς την άλλη πλευρά από εκείνη όπου θα εμφανιζόμουν, μπροστά από κάποιες σκάλες, πρόβαλα και εγώ σε εκείνο το διάδρομο. Ήταν τόσο ήρεμα. Περπατούσα προς το μέρος της. Δεν άκουγα τίποτα. «Τώρα θα γυρίσει και θα με δει και θα της χαμογελάσω, πριν να κατέβω τις σκάλες» σκεφτόμουν. Όμως ποτέ δεν γυρνούσε. Έτσι για λίγο σταμάτησα μπροστά της, ενώ ακόμα είχε γυρισμένη την πλάτη της σε εμένα. Όμως σκέφτηκα ότι έτσι όπως είχα σταματήσει θα μπορούσε να τρομάξει αν ξαφνικά γύριζε. Μπροστά μας ήταν οι σκάλες και ένα μεγάλο γυάλινο παράθυρο που έβλεπε κάτω, εκεί όπου ευχόμουν με όλες μου τις δυνάμεις να βρεθώ! Ξαφνικά εκεί κοιτώντας διέκρινα τη βοηθό της, να απομακρύνεται. Και τότε έκλεισα τα μάτια μου. «Είναι γελοίο να υπάρχουν τέτοιοι εδώ. Είναι αποκρουστικό», θυμήθηκα το λόγο του Άγγλου εκείνου, και τα γέλια του φίλου του. Και, ξαφνικά, με έπιασε μια τεράστια επιθυμία, μία επιθυμία αφύσικη, να ξαναδώ εκείνο το πόδι, σα να το είχα ολότελα λησμονήσει. Μα όλα ήταν τρελά εκείνη τη στιγμή, η σιωπηλή παραμονή μου πίσω από την κοπέλα στον διάδρομο όπου ήμασταν μόνοι μας, ότι έκλεισα τα μάτια μου πίσω της, λες και δε μπορούσα να σκεφτώ πως αν γυρνούσε τότε σίγουρα θα τρόμαζε, και, τέλος, χειρότερο όλων ήταν αυτή η παράλογη θέληση να δω εκείνο το πόδι ξανά! Έτσι έσκυψα από πάνω της, όσο μπορούσα πιο ήσυχα, αλλά τότε, σε μια στιγμή, άρχισε να γυρίζει!

49

×


διήγημα Κυριάκος Χαλκόπουλος

Φοβήθηκα. Πώς θα της εξηγούσα τι έκανα εκεί; Μα ποια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να υπάρχει γι αυτό που έκανα πέρα από τη μόνη αληθινή, την τόσο δυσάρεστη; Και σε μια στιγμή, για να εμποδίσω να με δει, δίχως καν σχεδόν να ξέρω τι κάνω, έδωσα μια δυνατή κλωτσιά στο καροτσάκι, και το είδα να γκρεμίζεται στις σκάλες. «Ας μη γυρίσει προς το μέρος μου!» σκεφτόμουν ολοένα, και έπειτα άρχισα να τρέχω μακριά, βέβαιος ότι τώρα κάποιος θα εμφανιζόταν, τραβηγμένος από την κραυγή! Όμως δεν εμφανίστηκε κανείς. Και δεν πρέπει να με είδε εκείνη η κοπέλα. Σε λίγο είχα βγει έξω, περπατούσα στο σκοτάδι, σκοτεινιασμένος, με τη σκέψη στο έγκλημα μου στο βάθος του διαδρόμου. Αυτή είναι η ιστορία μου, αγαπητέ αναγνώστη. Γιατί την έσπρωξα; Αυτό δεν το ξέρω και δεν το ξέρω παρόλο που από τότε το σκέφτηκα τόσο πολύ. Ίσως να ήταν ο φόβος ότι θα με κατηγορήσει ότι την αντιμετώπιζα σαν ένα θέαμα. Ίσως να θεωρούσα ότι δε θα άντεχα το ενοχλημένο βλέμμα της και πως θα ήταν καλύτερα, αληθινά καλύτερα, ακόμα και να αφανιστεί παρά να το δω αυτό. Όπως και να έχει στο επόμενο μάθημα ελπίζω ότι δε θα τη δω. Και όσο και αν γελούν, ή ευχαριστιούνται, εκείνοι οι δύο Άγγλοι με μια τέτοια εξέλιξη, εκείνοι έμειναν μόνο στα φαρμακερά λόγια, ενώ εγώ, που νόμιζα ότι είμαι τόσο πιο ευαίσθητος, ίσως ακόμα και να την τραυμάτισα, ίσως ακόμα- αν και δε θέλω να το σκεφτώ αυτό- να της αφαίρεσα τη ζωή!

×

Ο

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές. Κατόπιν σπούδασε στην Αγγλία και είναι πτυχιούχος της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Έσσεξ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά του έντυπου και του ηλεκτρονικού χώρου. Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη.

×

50



μια φορά κι έναν καιρό

μία στήλη για μια Φορά κι έναν Καιρό...

Ταξιδεύοντας με τα παραμύθια

της Αγγελικής Σχοινά

«Καλημέρα πρίμα πλώρα και στα παλικάρια μ’ όλα Καλησπέρα και του ναύτη Και του μάγειρα που χάφτει»

Κ

ι αν κάθε καράβι μοιάζει να έχει ένα σκοτεινό μύθο γύρω του, κι αν από το παραμυθιακό πλήρωμά του δε λείπει η γάτα, η μαϊμού, ο παπαγάλος, ο νέγρος, ο γάντζος, δε λείπουν οι δεισιδαιμονίες και η αγριότητα, υπάρχει πάντα και μια ρομαντική πλευρά. Τα πλεούμενα είναι συνδεδεμένα με όνειρα, ταξίδια, εξερεύνηση, γνώση, ελευθερία. Είναι συνδεδεμένα με τα παραμύθια τους. Τα καράβια ήταν ένας από τους χώρους αφήγησης παραμυθιών, ιστοριών και μύθων. Έτσι συχνά από το πλήρωμά τους δεν έλειπε και ο παραμυθάς. Ο παραμυθάς που χαιρετούσε με τον παραπάνω χαιρετισμό το κοινό του. Από λιμάνι σε λιμάνι αυτός ο χαιρετισμός διαδόθηκε και καθιερώθηκε και σε πολλούς στεργιανούς, νησιώτες και μη, παραμυθάδες. Κάπως έτσι από στεριά σε θάλασσα κι από θάλασσα σε στεριά, θα μπορούσαμε ρομαντικά να πούμε ότι ταξίδευαν και τα παραμύθια. Η αλήθεια είναι ότι κατά την καταγραφή και μελέτη των παραμυθιών διατυπώθηκαν από τους ερευνητές πολλαπλά ερωτήματα που αφορούσαν στην προέλευση, τη διάδοση, τη μορφή, τη λειτουργία του παραμυθιού. Δημιουργήθηκαν έτσι διάφορες θεωρίες και υποθέσεις από τις οποίες δεν έχει προκύψει μία και μοναδική απάντηση. Μέσα από την παρατήρηση όμως, ένα συμπέρασμα είναι εύκολα επαγόμενο: Κάποια παραμύθια καταφέρνουν και σπάνε τα σύνορα γλώσσας και τόπου και γίνονται πανανθρώπινα, ενώ κάποια άλλα εγκλωβίζονται στα στενά γεωγραφικά πλαίσια του τόπου που τα γέννησε. Κάποια ταξιδεύουν, αλλάζουν πατρίδες με ευκολία, ενσωματώνονται σε βαθμό που η προέλευσή τους χάνεται στα βάθη της ιστορίας και οι εκάστοτε πληθυσμοί που τα δέχονται τα οικειοποιούνται, ενώ άλλα όχι. Γιατί συμβαίνει αυτό και με ποια κριτήρια ένα παραμύθι γίνεται διεθνές, ενώ ένα άλλο παραμένει τοπικό; Η ερώτηση αυτή θα μπορούσε να απαντηθεί κάπως έτσι: ίσως κάποιοι μύθοι, ιστο×

52


ρίες, παραμύθια καταφέρνουν και περικλείουν χαρακτηριστικά, καταστάσεις, επιθυμίες και όνειρα που δεν ταυτίζονται μόνο με κάποια συγκεκριμένη κοινωνία, αλλά αντανακλούν μια βαθύτερη, εσωτερική, εγγενή ανάγκη του ανθρώπινου είδους. Ένα από τα πιο γνωστά, κλασσικά και διευρυμένα σε όλο τον κόσμο παραμύθια είναι πιθανό να γεννήθηκε κάπου στη μεσόγειο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αίγυπτο. Η αναφορά στο μύθο της Ροδώπης. «Η Ροδώπη ήταν μια πανέμορφη Αιγύπτια δούλα. Το αφεντικό της την εκτιμούσε και της χάρισε ένα ζευγάρι στολιστά χρυσά σανδάλια. Οι άλλες δούλες την ζήλευαν, γι’ αυτό της έδιναν τις πιο βαριές δουλειές. Μια μέρα που η Ροδώπη έπλενε στο ποτάμι, ένας αετός της άρπαξε ένα από τα σανδάλια της και το άφησε να πέσει στα πόδια του Βασιλιά. Εκείνος διέταξε να βρουν αυτή που φορούσε το σανδάλι. Έτσι κι έγινε. Την έφεραν μπροστά του και ο βασιλιάς την παντρεύτηκε». (Ο μύθος αυτός παρουσιάζεται σαν πραγματική ιστορία από τον Ηρόδοτο, τον Στράβωνα και τον Αιλιανό. Η εταίρα Ροδώπη ήταν Ελληνίδα γεννημένη στη Θράκη και πήγε στην Αίγυπτο, αφού την αγόρασε ο Χάραξος, αδερφός της ποιήτριας Σαπφούς -6 αι. π.Χ.) Η ομοιότητα με το διεθνές παραμύθι της Σταχτοπούτας είναι εμφανής και μάλλον αδιάψευστη. Ο πυρήνας του παραμυθιού αποδεικνύεται έτσι πολύ παλιός, ενώ μια καταγεγραμμένη παραλλαγή του συναντάμε ήδη από τον 9 αι. μ.Χ. στην Κίνα. Ανεξάρτητα όμως, από το πού γεννήθηκε ή ξαναγεννήθηκε και το πώς διαδόθηκε το παραμύθι της Σταχτοπούτας, αποτελεί πλέον όχι απλά μια διήγηση, αλλά έναν ολόκληρο παραμυθιακό τύπο με διεθνή διάδοση και με πολλές παραλλαγές ανά ήπειρο, μέσα στην ίδια ήπειρο από χώρα σε χώρα, ακόμα και μέσα στην ίδια χώρα από τόπο σε τόπο. Έτσι η Σταχτοπούτα (Cendrillon) του Charles Perrault φορούσε γυάλινα γοβάκια και το ένα της έφυγε, η Σταχτοκάζανο (Ashenputtel) των Grimm φορούσε χρυσές παντόφλες που κόλλησαν στην πίσσα, η Σταχτομπούτα της Λακωνίας χρυσό πασούμι, η Σταχτιερού κεντητό γοβάκι που κόλλησε στο μέλι, η Σταχτομπαμπαλιάρω καθόταν στο σταχτιάλογο και όλες αυτές μαζί με άλλες τόσες, γνωστές και άγνωστες Σταχτοπούτες περίμεναν τον πρίγκιπα να τους φέρει το χαμένο τους γοβάκι και να τους χαρίσει μια καινούργια παραμυθένια ζωή. Και δεν είναι αυτό χαρακτηριστικό πανανθρώπινο; Η αναμονή μιας καινούργιας ζωής; Τα παραμύθια υπόσχονται αυτό που δε μπορεί να υποσχεθεί κανείς. Ταξιδεύουν μέσα σε κολοκύθες, πάνω σε σταχτιάλογα, από καράβι σε καράβι, από στόμα σε στόμα, από τόπο σε τόπο. Τα παραμύθια γίνονται τα ίδια καράβια και μας ταξιδεύουν εκεί που κανείς άλλος δεν μπορεί.

×

53

×


ποίηση

από τον Δημήτρη Α. Δημητριάδη Τα μπλουζ είναι κόκκινα

Τα μπλουζ είναι κόκκινα κατακόκκινα σαν γλιστερό ηλιοβασίλεμα σαν καταραμένο πάθος σαν συνεχή πτώση στα βάθη της ήττας. Όταν τελειώνουν τα συμβάντα κι οι γύρες όταν καταρρέει ο ουρανός των αισθήσεων κι όλα γυμνάζονται τα μπλουζ ακούν στα βάθη το βοριά της παλιάς οιμωγής βλέπουν θαμπά τ’ αλλόκοτα συρσίματα της ορφάνιας θυμούνται φτώχεια αίμα και φόβο σύρματα και προβολές χιαστί. Ερωτοτροπώντας με τη ζάλη της πιο απόκρυφης σκέψης στο παράπονο βουτούν του τελευταίου συναισθήματος διπλώνουν τρυφερά μέσα τους τις κατακλεμμένες ζωές τα ξεριζωμένα χάδια τα χαραγμένα βλέμματα κι ευλαβικά σωπαίνουν. Προσεκτικά κοινωνούν το μυστήριο της οργής χρώματα ύμνοι οσμές τα τυλίγουν ασθμαίνουν γυρνοφέρνουν συσπειρώνονται κι απλώνονται παράφορα ως τα μάκρη κόκκινα ζεστά για να σας πνίξουν.

×

54


Μην έχοντας άλλη επιλογή παρά μονάχα το αίμα Και να. Επιτάφιος κι αναστάσιμος ο ονειρικός τρομοκράτης ταχυδακτυλουργός του αιωνίου φόβου και του θριαμβεύοντος σπαραγμού ξεγραμμένος απ’ τους πάντες κι απ’ τα πάντα ξεχύνεται άνεμος ελευθερωμένος κι ελευθερωτής γεμάτος συνθήματα κομμάτια λιωμένα πάθη κι αρχέγονες προσευχές. Ξεχύνεται χωρίς καμιά προοπτική επιστροφής -πώς να ορίσεις άλλωστε την αφετηρία της ορμής πώς να ξανακλείσεις τον αετό που εφορμά στη θύελλαανοίγοντας πυρ σε δασκάλους εργολάβους και ψυχαναλυτές σ’ εμπόρους ιερείς χρηματιστές και κομματάρχες σε ρουφιάνους και αστυνόμους πυροδοτώντας ιερουργός εμπρηστής τον πηχτό πολτό των είκοσι λεηλατημένων αιώνων δοσμένος ολοκληρωτικά στη δαπάνη του αίματος καταδικασμένος ζωντανός μέσα στο θάνατο αθάνατος.

Ο

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Δράμας και διαμένει στη Θεσσαλονίκη. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά έντυπα («Μανδραγόρας», «iamvos art», «Ο φαρφουλάς» κ.α.) και είναι συνεργάτης των περιοδικών κοινωνικής και πολιτικής έκφρασης «Οι πολίτες», «άρδην» και «manifesto». Κείμενα του μεταφράστηκαν στα Γαλλικά, Ιταλικά και Πολωνικά, ενώ ποιήματα του μελοποιήθηκαν. Βιβλία του: «Χωρίς σύνορα» και «Τα ηχεία του κίνητρου και της υποταγής». Είναι ιδρυτικό μέλος της Λαογραφικής Εταιρίας Ν. Πέλλας και τακτικό μέλος της Ενωτικής Πορείας Συγγραφέων.

55

×


ποίηση

από τον Έλενο Χαβάτζα

Περί Δαρβίνου Κάποια στιγμή το μικρό ψάρι θα ξυπνήσει για να φάει κι αυτό ένα μικρότερο. Βαριεστημένος από πριν με την ιδέα της επιβίωσης, θυμάμαι τις εποχές που φερόμασταν λες και παίζαμε μέσα σε ταινίες. Τώρα στα ημερολόγια γιορτών οι άγιοι τρώνε τα νύχια τους και στους δείκτες πάνω φωλιάζουν άγνωστα πουλιά. Καμιά φορά θα ’θελα ένας να μου δίνει όλες τις απαντήσεις πιο πολύ όμως, στο τέλος της ημέρας ευχαριστημένος στα χέρια μου αν κάποιος αφήσει ένα λουλούδι και τότε νοιάζομαι απ΄την αρχή για το αν έρχεται βροχή ή τα μαύρα σημάδια στον ουρανό μήπως είναι χελιδόνια.

Ο ΕΛΕΝΟΣ ΧΑΒΑΤΖΑΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε στο ΠΤΕΤ Ιωαννίνων και στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής Φλώρινας και ασχολείται με το γράψιμο.

×

56


από τον Θάνο Πάσχο Για τα κρίνα της ζωής Το δάκρυ έπεσε σαν βράχος απ’ τον ουρανό Καταλαβαίνει ο άγγελος τον πόνο των θνητών; Η μοίρα έχασε το δρόμο της και ο ουρανός έστρεψε αλλού τα μάτια να μη βλέπει. Καταλαβαίνει ο άγγελος τα κύματα της ψυχής; Άρχισε να πέφτει η βροχή στα βρώμικα φύλλα του καλοκαιριού να ανοίξουν οι πόροι. Αισθάνεται ο άγγελος την πείνα των λουλουδιών; Ασάλευτη και αδιόρθωτη η μέρα περνάει απ το στενό δρομάκι στη νύχτα να αφήσει τα χρυσαφικά της. Ξαγρυπνώ στον τρυφερό λαιμό σου μακριά από τα αστέρια. Φυσάει τη φλόγα ο άγγελος του ιδρωμένου κεριού για να σε σηκώσω πιο ψηλά από την νύχτα. Όπως παλιά κι ο άγγελος γνωρίζει, πως ο κόσμος γεννήθηκε από την έκρηξη της αιώνιας ήβης. Τι άλλο να’ μεινε από τότε από έναν ολόκληρο ουρανό Πλήρη απόντων και εγκαταλελειμμένων ψυχών. Κι αυτός Γαλανό κομβίο στη σχισμή του χάους. Κατέβηκε ο άγγελος στο λιβάδι της γης για τα κρίνα της ζωής.

Ο ΘΑΝΟΣ ΠΑΣΧΟΣ γεννήθηκε στην Πετρούπολη Αττικής, 21 Οκτωβρίου 1969 και σπούδασε κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρετεί από το 1995 τη μέση εκπαίδευση μέχρι σήμερα ως φιλόλογος. Ασχολείται με τη συγγραφή στίχων απο το 1990 και διατηρεί ιστολόγιο ποίησης και γενικά περί τέχνης στη διεύθυνση http://tha.pblogs.gr Έχει εκδώσει στο διαδίκτυο δύο ψηφιακές συλλογές, με τους τίτλους «Ζω ονειρεύομενος, αγάπη», «Υπέρπυρα ρόδα».

57

×


αντί

×

αντί

λόγου

×

λόγου

Ο ψυχοφθόρος μας εαυτός

της Ιωάννας Σαμαρά

Σ

×

58

ας έχει τύχει ποτέ να βρεθείτε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι; Είμαι σίγουρη πως ναι… Νιώθεις σαν να στέκεσαι θεατής μπροστά στην ίδια σου τη ζωή και εύχεσαι να είχες ένα μικρό θαυματουργό κουμπάκι fast forword, ώστε να μη μπεις στον κόπο να αποφασίσεις. Μήπως επίσης σας έχει τύχει να δειλιάζετε μπροστά στην ανάγκη μιας απόφασης; Είμαι σίγουρη πως ναι… Νιώθεις σαν να φοβάσαι τον ίδιο τον φόβο… Φοβάμαι πως θα φοβάμαι σε όλη μου τη ζωή. Γιατί να μπαίνω στη διαδικασία να αποφασίζω, μιας και ο φόβος θα παραμένει πάντα μέσα μου; Εκεί… «στυλοβάτης» της αυταπάρνησης μου. Έπειτα έρχεται η αυτολύπηση, αποτρόπαια εγκληματική. Μας παγιδεύει, μας αποδυναμώνει, μας απελπίζει. Όμως δεν υπάρχει χειρότερος εγωιστής από αυτόν που λυπάται τον εαυτό του. Προσποιείται ταπεινότητα, όμως γίνεται τελικά θιασώτης του τιποτισμού. Δεν έχω τίποτα… είμαι ένα τίποτα… λυπηθείτε με… προσέξτε με… το αξίζω! Κι αν δεν είναι αυτό εγωισμός, τότε τι είναι; Εγωισμός είναι να ψάχνεις λύσεις και ερείσματα σε άλλους. Οι γονείς , οι φίλοι, οι αγαπημένοι μας δεν είναι τα δεκανίκια μας. Είναι οι αξίες της ζωής μας. Αυτοί και τα ελαττώματα τους. Αλλά πείτε μου κάτι ακόμα… Σας έχει τύχει ποτέ να θέλετε να «διορθώσετε» τους άλλους; Είμαι σίγουρη πως ναι… Όμως κανένα δε μπορούμε να διορθώσουμε, παρά μονάχα τον εαυτό μας. Ίσως αν εμείς αλλάξουμε, να αλλάξει και ο άλλος μέσα από τα μάτια μας. Η οπτική μας αλλάζει, όχι οι άνθρωποι . Και όλα αυτά, η αναποφασιστικότητα, ο φόβος, η αυτολύπηση, ο εγωισμός ξέρετε από πού πηγάζουν; Από τη σκλαβιά μας, από την εξάρτηση μας, από την προσπάθεια μας να γίνουμε αρεστοί σε όλους. Ασθένεια είναι αυτή. Δεν ξέρω για σας, εγώ έπασχα φριχτά. «Ατελοφοβία» τη λένε οι επιστήμονες. Φοβία ότι δε θα είμαστε τέλειοι, με αποτέλεσμα την απόρριψη των αγαπημένων μας. Όμως ξέρετε κάτι; Τελικά συνειδητοποίησα πως η λύση της ψυχοφθοράς μου είναι μία. Η αυτογνωσία. Αυτογνωσία είναι να παραδεχτεί κανείς τις πραγματικές του επιθυμίες. Ακόμα κι αν ντρέπεται γι’ αυτές, ακόμα κι αν του φαίνονται φρικαλέες, επαίσχυντες, κατακριτέες οφείλει να τις δει. Και δε λέω απαραιτήτως να τις πράξει. Όμως, έχοντας επίγνωση των επιθυμιών μας, γινόμαστε εμείς κύριοι του εαυτού μας και βρίσκουμε τη δύναμη να κάνουμε την καλύτερη επιλογή και επιτέλους να αποφασίσουμε! Άλλωστε σταυροδρόμια υπάρχουν πολλά… Η επιλογή είναι που μας δυναμώνει και μας κάνει μοναδικούς. Γιατί ναι! Μοναδικοί είμαστε όλοι μας, μοναδικοί και ανεπανάληπτοι!

×



αντιπρόσωπος


‘‘Μάλλον οι Θεοί έψαχναν τελικά άλλοθι για κάτι που ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο. Έπρεπε ίσως το γένος των ανθρώπων να γνωρίσει και την άσχημη πλευρά της ζωής και κάποιος έπρεπε απλά να κάνει τις… «συστάσεις». [...] Εξάλλου, απ’ τη στιγμή που τα κακά και οι συμφορές υπήρχαν, ήταν ζήτημα χρόνου να ξεπηδήσουν απ’ το -όχι και τόσο καλά σφραγισμένο- κουτάκι τους και να εμφανιστούν στο δρόμο μας. Έτσι, είναι τουλάχιστον θετικό το ότι μάθαμε να ζούμε μ’ αυτά από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δημιουργίας μας.’’ Ελένη Μπάρκα τα Ελενικά σελ. 40


Άνοιξη... με τον ερχομό της ξαναγεννιέται η ζωή που πεθαίνει το χειμώνα, η φύση ερωτεύεται και οργιάζει. Ανοίγουν τα παράθυρα, το καθαρό αναζωογονητικό αεράκι εισβάλλει, για να παρασύρει μαζί του τη μυρωδιά της κλεισούρας και της χειμωνιάς. Στις αυλές στήνονται τα τραπεζάκια και οι πολυθρόνες για να υποδεχτούν τα σώματα τα κουρασμένα και μουδιασμένα από το χειμωνιάτικο καθισιό. Αυτή είναι η καλύτερη ώρα, για να ταξιδέψετε μαζί μας, καθώς «πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο». Σε ένα «Νησί από ελαφρόπετρα» από καράβι σε καράβι, από στόμα σε στόμα, από τόπο σε τόπο και «ταξιδεύοντας με τα παραμύθια», να σκάψετε στις σελίδες του περιοδικού μας για την «αναζήτηση της αλήθειας» κι ας έχει απλωθεί «το σκοτάδι». Στην μαγική σας περιπέτεια «ίσως» συναντήσετε «τα τελώνια» που φοβερίζουν τις ψυχές των θνητών με τις αμαρτίες τους ή τον «Elric», τον επικό ήρωα που δρα σε όλα τα σύμπαντα. «Πώς να τους παραβλέψεις;» τόσους κινδύνους; Μη λυγίσετε όμως... σκάψτε πιο βαθιά στις σελίδες μας και για άλλους κρυμμένους θησαυρούς. «Ένα τσαμπί σταφύλια» μπορεί να είναι το αντίδοτο και να «μειώνει τα βάσανα και τη φοβία» ή «το κουτί, το μήλο και τα δεινά του κόσμου» ίσως σας δώσουν τις απαντήσεις που επιθυμείτε για «τα κρίνα της ζωής» και «μην έχοντας άλλη επιλογή παρά μονάχα το αίμα» να νιώσετε τελικά πως άξιζε αυτό το μαγικό ταξίδι στις χάρτινες ηπείρους του «αντί × λόγου».

τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό www.antiepilogou.gr www.facebook.com/antiepilogou antiepilogou@yahoo.gr


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.