Ergastiri Ideon

Page 1

Ιστορίες δημιουργικής γραφής Εργαστήρι Ιδεών 6+1 παιδιά διαφορετικών ηλικιών δημοτικού δημιουργούν τις δικές τους ιστορίες από εικόνες φανταστικών θρύλων. Καλός Αγωγός



Κάποτε ζούσε ένα κοριτσάκι στη Χώρα της Χαράς. Εκεί όλοι οι κάτοικοι χαίρονταν συνέχεια. Ένα πρωί, το κοριτσάκι η Άννα πήγε σε ένα ποταμάκι και απολάμβανε τη μουσική των πουλιών. Μια στιγμή, όμως, η Άννα ένιωσε να πετάει. Κοίταξε γύρω της, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Μόλις πάτησε το πόδι της στη γη, είδε πως ήταν μέσα σε μια σταγόνα βροχής. Το άλλο πρωί κατάλαβε πως την είχαν απαγάγει κάτι φαντάσματα. Αυτά τα φαντάσματα τα γνώριζε πολύ καλά, ήταν τα Φαντάσματα της Κακίας. Η Άννα, όταν είδε πως έφυγαν τα φαντάσματα, έστειλε το κατοικίδιό της, ένα σαλιγκαράκι, που το είχε ονομάσει Άκη, να βρει τους φίλους της. Μόλις ο Άκης τους βρήκε τους είπε τι είχε συμβεί. Τα δυο αδέλφια το άκουσαν προσεκτικά και φοβήθηκαν πως θα έπρεπε να περάσουν μέσα από το τρομακτικό τούνελ. Αλλά, πιο πολύ, φοβήθηκαν μην είχε πάθει κάτι η Άννα. Κατά το απόγευμα, τα δύο αδέλφια πήγαν να προσευχηθούν στο Τυχερό Άγαλμα. Το άλλο πρωί, μόλις πέρασαν μπροστά από το Τυχερό Άγαλμα, είδαν ένα γράμμα κι ένα μαγικό λουλούδι. Το γράμμα έγραφε πως αν έλεγαν τη μαγική λέξη «χρυσή σκάλα», θα έβρισκαν μια σκάλα που θα οδηγούσε στο κρυσφήγετο των κακών φαντασμάτων. Έτσι κι έγινε. Μόλις είπαν τα αδέλφια τη μαγική λέξη, έφτασαν μπροστά σε μια σκάλα. Μόλις ανέβηκαν τη σκάλα, βρέθηκαν μπροστά σε ένα κατεστραμμένο καράβι. Μετά από λίγο κατάλαβαν πως εκεί, μάλλον, ήταν η κρυψώνα των κακών φαντασμάτων. Αφού βρήκαν μια μικρή τρυπούλα, μπήκαν μέσα. Μετά από πολλή ώρα ψάξιμο, βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη σταγόνα, που μέσα της ήταν η Άννα. Το κοριτσάκι βρήκε μια πρόκα στο πάτωμα και μ’ αυτήν προσπάθησε να τρυπήσει τη σταγόνα. Μετά από πολλή ώρα τα κατάφερε τελικά. Το Τυχερό Άγαλμα σήκωσε ψηλά το καράβι κια έβαλε ένα φάρο για να βγάζει φως κι έτσι να τυφλώνει τα φαντάσματα, ώστε να αποδράσουν τα παιδιά.



Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό

χωριό,

ζούσε

ένας

άνθρωπος με τα δυο του παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Το αγόρι το έλεγαν Φάνο και το κορίτσι Νότα. Πέρασαν

τα

χρόνια

και

ο

άνθρωπος πέθανε και άφησε τα παιδιά μόνα τους. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει πια και ο καθένας είχε τη δική του δουλειά. Ο Φάνος δούλευε στο τσίρκο και η Νότα τραγουδούσε όπερα και έπαιζε βιόλα. Εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά σε αυτό το μικρό χωριό, έγινε μια μεγάλη καταστροφή και τα παιδιά αναγκάστηκαν να φύγουν και να πάνε σε ένα ακόμα πιο μακρινό μέρος, όπου ζούσε ένας καλός φίλος του μπαμπά τους. Αυτός ο άνθρωπος δούλευε ολημερίς και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με το Φάνο και τη Νότα. Τα δυο αδέλφια ρώτησαν το φίλο του μπαμπά τους, αν μπορούν να έρθουν στη δουλειά του. Ο άνθρωπος δεν τους είπε τι δουλειά έκανε και δεν ήθελε να τους το πει, γιατί ήταν νεκροθάφτης.


Ο Φάνος, σαν άνδρας πια, έκανε πως δε φοβόταν, αλλά μόλις πήγε το έβαλε στα πόδια.

Τα δυο αδέλφια όλη μέρα έβλεπαν ειδήσεις. Μια στιγμή, μαθαίνουν ότι μπορούν να επιστρέψουν στο χωριό τους. Δεν έχασαν χρόνο, μάζεψαν τις βαλίτσες τους και γύρισαν πίσω στο χωριό τους. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.



Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας ξύλινος άνθρωπος, που ζούσε σε ένα μεγάλο κάστρο. Επειδή ήταν καλοκαίρι και δεν άντεχε τον ήλιο, δεν έβγαινε καθόλου έξω.

Έξω υπήρχε ένα μεγάλο ξύλο. Ήταν πολύ μεγάλο και είχε χρυσές σκάλες. Ένα σαλιγκάρι τριγύριζε συνέχεια στα δέντρα, στα γρασίδια, στα σπίτια και όπου έβρισκε τεράστια ξύλα και χρυσά αντικείμενα, γιατί λάτρευε το χρυσό χρώμα.

Αποφάσισε, λοιπόν, να ανέβει σ’ αυτή τη χρυσή ξύλινη σκάλα. Αφού έφτασε στο τέλος της σκάλας είδε έναν κόσμο γεμάτο χρυσαφένια αντικείμενα και κάτι πολύ παράξενο: ένα δέντρο ερωτευμένο!


Περίμενε την κυρία Δεντρίνα με ένα μπουκέτο πολύχρωμα λουλούδια στο χέρι, για να μη φύγει από κοντά του, γιατί την αγαπούσε ο καημένος. Το σαλιγκάρι πήρε ένα λουλούδι από το μπουκέτο, γιατί πίστευε ότι ένα από αυτά τα λουλούδια της αγάπης, θα μπορούσε να θεραπεύσει

την

ξύλινη

καρδιά

του

ανθρώπου. Το λουλούδι ακούμπησε την καρδιά του ξύλινου

ανθρώπου

και

τότε

μεταμορφώθηκε σε αληθινό άνθρωπο.

αυτός



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια έγκυος γυναίκα, που ετοιμαζόταν να γεννήσει.

Αυτή η γυναίκα γέννησε ένα θαύμα! Γέννησε όμορφα λουλούδια μες στην ερημιά κι έπειτα ρίζωσε κι έγινε η ίδια ένα δέντρο.


Μια μέρα άνοιξε ο ουρανός και έβρεξε και η γυναίκα ξαναέγινε άνθρωπος. Το μόνο πράγμα που δεν έγινε στη μεταμόρφωση, ήταν πως δεν ήταν πια μεγάλη και πως ήταν μέσα σε μια στάλα νερού. Όταν έφτασε στο έδαφος, βρέθηκε στην Αυγολούπολη, μια πόλη γεμάτη αυγά. Εκεί πέρα, γνώρισε ένα ποντικάκι που το έλεγαν Ρατατούη και ένα γατάκι που το έλεγαν Χιονάτη. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.



Μια φορά ήταν ένα μοναχικό λουλούδι, που ζούσε στην άκρη του κόσμου.

Κάθε χρόνο έφευγε και ένα πέταλό του, που ταξίδευε τον κόσμο και μετά έπεφτε απαλά στη γη.

Ήταν ένα λουλουδάκι Που έλεγε ένα ποιηματάκι Στην άκρη του κόσμου ζούσε Κι όλη μέρα τραγουδούσε.


Μετά από μερικά χρόνια, φύτρωνε ένα ολόιδιο λουλούδι από τα πέταλα που ταξίδευαν.

Ένα πέταλο φεύγει μακριά Και τον κόσμο χαιρετά Τη γη αγγίζει και ριζώνει Και ολόιδιο φυτρώνει.


Τελικά, επειδή ένας άνθρωπος άρρωστος χρειαζόταν να πιει το χυμό του λουλουδιού, το έκοψαν, αλλά αυτό ξαναφύτρωσε μετά από μερικά χρόνια.

Πλησιάζει ένα ψαλίδι Το κοτσάνι του θερίζει Μετά από χρόνια αρκετά Βγαίνει από τη γη ξανά.



Μια φορά κι έναν καιρό, μια γοργόνα, η Λούνα, ζούσε μέσα σε μια λίμνη της Νέας Υόρκης και όνειρό της ήταν να ταξιδέψει

σε

όλο

τον

κόσμο. Καθόταν στη λίμνη και ονειρευόταν μπορούσε

πώς να

θα

είναι

ο

κόσμος. Να είχε, άραγε, φυσαλίδες για ουρανό και φύκια για χορτάρι; Μια μέρα, η Λούνα το πήρε απόφαση, θα έβγαινε έξω. Μα πώς θα μπορούσε μια γοργόνα σαν κι αυτή να επιβιώσει σε έναν τέτοιο κόσμο; Καθώς κολυμπούσε, είδε στο βυθό ένα λυχνάρι. Το έτριψε και βγήκε ένα τζίνι. «Είσαι ο αφέντης μου», της είπε το τζίνι. «Έχεις τρεις ευχές». «Εύχομαι να έχω πόδια!», ήταν η πρώτη ευχή της Λούνα.


Τότε το τζίνι, με ένα χτύπημα των δακτύλων του, έδωσε δυο πόδια στη Λούνα. Η δεύτερη ευχή της Λούνα ήταν: «Θέλω να γυρίσω τον κόσμο!». Εκείνη τη στιγμή η Λούνα βρέθηκε μακριά στην Αραβία. Η τρίτη της ευχή ήταν να κυριαρχήσει στον κόσμο. Ήταν μια πολύ όμορφη και καλή βασίλισσα.

Έπαιζε τον κόσμο στα χέρια της. Ζούσε σε ένα κάστρο και η ζωή της ήταν αρμονική. Η ιστορία της έγινε ξακουστή παντού.



Πριν από καιρό, όταν πάνω στη Γη υπήρχαν μόνο ζώα και θεοί, ο θεός Ήλιος αποφάσισε να χτίσει τις πυραμίδες

στην

Αίγυπτο

και

την

περίφημη

Αλεξάνδρεια με τον ωραίο της φάρο και τα πανέμορφα καράβια της. Έτσι κι έγινε. Πήρε χρυσαφένιες ηλιαχτίδες και ψιλή άμμο, τα ανακάτεψε, τα έβαλε στη χούφτα του και τα έριχνε σαν από χωνί στην απέραντη έρημο. Όταν

πια

είχε

τελειώσει

με

το

χτίσιμο,

αναρωτιόταν τι ζωντανούς οργανισμούς θα βάλει σε κάθε περιοχή. Έτσι, διέταξε όποια μορφή ζωής υπήρχε στον κόσμο αυτό και στους υπόλοιπους πλανήτες να έρθουν μπροστά του κι έτσι κι έγινε. Όλοι οι ήρωες και όλα τα ζώα παρουσιάστηκαν εμπρός του.

Ο θεός Ήλιος δεν αδίκησε κανέναν. Έπραξε δίκαια και

έδωσε

Αλεξάνδρειας

τη

θάλασσα

στους

και

φτωχούς

το

φάρο

της

πειρατές,

τις

πυραμίδες στους πλούσιους και την έρημο και τα δάση στα ζώα και στους ιθαγενείς.


Στο τέλος, όλοι γλεντούσανε και πίνανε και τρώγανε και ευχαριστούσαν το θεό Ήλιο για τα τόσο καλά και όμορφα σπίτια που τους έδωσε.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.