ΟΠΟΙΑ ΚΙ ΑΝ ΗΤΑΝ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Page 1

Ευτυχία Κανάρη

1

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


2

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ευτυχία Κανάρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982 και μεγάλωσε στη Σαλαμίνα, αφιερώνοντας κάποια έτη διαμονής σε αθηναϊκές γειτονιές. Εργάστηκε πίσω από γραφεία επί επτά χρόνια. Παράλληλα, μαθήτευσε περιστασιακά σε διάφορους τομείς τής τέχνης, όπως ζωγραφική και μουσική, όμως αυτό που δεν εγκατέλειψε ποτέ είναι η συγγραφή. Έχει βραβευτεί για τη συμμετοχή της σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει ολοκληρώσει αρκετές συγγραφικές απόπειρες, όπως το πρώτο της μυθιστόρημα «Θάνατος, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας», ποιητικές συλλογές, διηγήματα και θεατρικά έργα. Ένας από τους επόμενους σημαντικούς της στόχους, είναι η ολοκλήρωση των σπουδών της στη Συμβουλευτική Ψυχολογία.


Ευτυχία Κανάρη

3

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΝΑΡΗ

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου Μυθιστόρημα


4

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ευτυχία Κανάρη, Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου ISBN: 978-618-5147-43-3 Ιούλιος 2015

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Επιμέλεια-Διορθώσεις: Σελιδοποίηση:

Ευτυχία Κανάρη http://www.eftichiakanari.com Ηρακλής Λαμπαδαρίου iraklis.lampadariou@gmail.com Κωνσταντίνα Χαρλαβάνη k.charlavani@gmail.com

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα

Επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Ευτυχία Κανάρη

5

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


6

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Ευτυχία Κανάρη

7

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στη μητέρα μου, που είναι όπως ακριβώς τη χρειαζόταν η ψυχή μου για να εξελιχθεί. (…απ’ όλες τις Μήτρες τού Σύμπαντος, Εσένα θα διάλεγα πάλι για να βγω στο φως…)


8

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Ευτυχία Κανάρη

9

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ευχαριστώ βαθιά όσους μού προκάλεσαν τα κατάλληλα συναισθήματα όλον αυτόν τον καιρό που έγραφα ετούτο το βιβλίο. Χωρίς εκείνους, δεν θα έβρισκα τις λέξεις, κι αν τις έβρισκα, δεν θα έμπαιναν ποτέ τους σε σειρά. Ευχαριστώ την οικογένειά μου, για όσους λόγους τα μέλη της γνωρίζουν πως αξίζουν το ευχαριστώ μου, μα και για όσους ακόμη δεν θα φαντάζονταν ποτέ. Ευχαριστώ τους φίλους μου: τους ήλιους μου! Ευχαριστώ τη Ματίνα Μπραντίτσα, που με βοήθησε να μάθω πώς να βρίσκω τη χαρά. Ή, καλύτερα, πώς να τη δημιουργώ… Ευχαριστώ τη Μαίρη Σκούρα, τη Λογοθεραπεύτρια που προσφέρθηκε να με βοηθήσει να κατανοήσω βαθύτερα την ηρωίδα μου. Ευχαριστώ τον Μπριούστερ, τον αδέσποτο σκύλο που μου κρατούσε συντροφιά τις νύχτες στην ερημική παραλία, καθώς έγραφα τα τελευταία κεφάλαια αυτού τού βιβλίου. Ευχαριστώ τα ανίψια μου Τζωρτζίνα και Ραφαήλ, που μου θύμισαν όσα είχα ξεχάσει κι εγώ από τότε που ντύθηκα ενήλικας… Είμαι ευγνώμων…


10

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αντί εισαγωγής (Προσωπική σημείωση) Το πρώτο τσιγάρο τής ζωής μου το έκανα στα επτά μου χρόνια... Οι γονείς μου έλειπαν από το σπίτι κι εγώ γνώριζα πως πάντοτε στο αριστερό συρτάρι τού επίπλου πλάι στη σόμπα, υπήρχαν μονίμως δυο ή τρία πακέτα Old Navy τού μπαμπά, κάποιες φορές το ένα ανοιγμένο. Πήρα ένα τσιγάρο, το άναψα και το κάπνισα μέχρι τη μέση. Είχα δει τον μπαμπά που κατέβαζε τον καπνό κι έτσι έκανα κι εγώ. Εντυπωσιάστηκα από το γεγονός τού ότι δεν πνίγηκα όπως τα αθώα κορίτσια με το πρώτο τους τσιγάρο στις ταινίες - θα μπορούσα να πω πως ένιωσα και περήφανη! Κακομοίρα!... Μόλις κάπνισα το μισό, χρησιμοποίησα τη στάχτη γι' αυτό που ήθελα να κάνω κι έπειτα το έσβησα με νερό, το τύλιξα σε χαρτοπετσέτα και το πέταξα. Ύστερα το μόνο που είχα ανάγκη να κάνω ήταν να αποσυρθώ σε μια γωνιά και να προσευχηθώ για σωτηρία! Είχα τόσο ζαλιστεί, τόσο αηδιάσει, δυσκολευόμουν να παραμείνω όρθια δίχως να αισθάνομαι ίλιγγο... Το είπα στον πατέρα μου είκοσι τρία χρόνια μετά! Πάνω σε μια συζήτηση σχετικά με τα παιδιά και το κάπνισμα. Μου είπε, γελώντας πια, «Και γιατί δεν μου το είπες τότε, να σου κόψω τα χέρια, δεσποινίς;». Και τι να του εξηγούσα τώρα;... Πως εγώ ήθελα απλώς να σώσω μια πεθαμένη μύγα;… Μου είχε πει η γιαγιά μου πως όταν η μύγα πεθάνει, αν την καλύψεις με στάχτη, ξαναζωντανεύει και συνεχίζει να ζει. Κι εγώ είχα μόλις βρει μια μικρή μυγίτσα μπροστά στην μπαλκονόπορτα, πεσμένη ανάσκελα, ασάλευτη. Την κάλυψα, λοιπόν, με στάχτη από το τσιγάρο που κάπνισα, μα δεν είχα υπομονή να περιμένω να τη δω να ξαναζωντανεύει, καθώς είχα μεγάλη ανάγκη να ξαπλώσω και να κοιμηθώ. Ένιωθα πραγματικά απαίσια... Όταν επέστρεψαν οι γονείς μου, ξύπνησα και πήγα να δω τη μύγα μου! Απογοήτευση... Κάποιος την είχε πατήσει επιχειρώντας να ανοίξει την μπαλκονόπορτα... Δυο συμπεράσματα έχω βγάλει από αυτή την ιστορία: 1. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πραγματικά τις προθέσεις με τις οποίες κάνουν οι άνθρωποι αυτά που κάνουν. (Κι αν τις μάθεις, δεν σημαίνει και πως θα τις κατανοήσεις...)


Ευτυχία Κανάρη

11

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

2. Αν θέλεις να προκαλέσεις την αναγέννηση, δεν αρκεί μονάχα η πίστη σου πως αυτή έρχεται μέσα από τις στάχτες. Πρέπει να ξέρεις πως χρειάζονται αλλαγές, να μην αφήνεις τα πράγματα στο ίδιο σημείο που τα βρήκες, να αλλάζεις θέση!... Α! Κι ένα ακόμη: Κανένα παιδί δεν θα κατανοήσει ποτέ το γιατί οι γονείς να του «κόψουν τα χέρια» επειδή αντέγραψε μια δική τους κακή συνήθεια, αντί να κόψουν οι ίδιοι τη δική τους κακή συνήθεια. Κανένα παιδί... Ποτέ!... Ευτυχώς, ο πατέρας μου έκανε το δεύτερο εν τέλει! Αυτή τη μυγίτσα, βρήκα τον τρόπο τελικά να την αναστήσω... Και θα το κάνω εδώ, μπροστά στα μάτια σου! Ένα παιδί όλα τα μπορεί αν το θελήσει!...

Ευτυχία Κανάρη


12

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

ζωή δεν ξεκινάει πάντοτε με μια σύλληψη ή μια γέννηση, κάποιες φορές μοιάζει να έχει ήδη ξεκινήσει πολύ πιο πριν. Τουλάχιστον με τη δική μου ζωή, αυτό νιώθω πως έγινε. Βγήκα από τον πλακούντα μου και τα βρήκα όλα έτοιμα· μαζί με μια μαμά κι έναν μπαμπά, βρήκα κι ένα αλλόκοτο σενάριο γραμμένο νοερά από εκείνους. Α! Και τη θεία Ντίμη. Η ζωή μου είχε ήδη με κάποιον τρόπο ξεκινήσει πριν καν σφηνωθώ στη μήτρα. Με θέρισαν πριν καν με σπείρουν… Γεννήθηκα σε μια κλινική τής Γαλλίας. Οι γονείς μου ζούσαν εκεί, μαζί με τη θεία Ντίμη, τον δεύτερο χρόνο τού γάμου τους. Μόλις σαράντισα, με φάσκιωσαν με μαλακά γαλλικά κουβερτάκια, με έβαλαν στο αεροπλάνο και με έφεραν πίσω στην Ελλάδα. Για να είμαι ειλικρινής, καθώς μεγάλωνα, όποτε άκουγα αυτή την ιστορία, μέσα μου δεν συμφωνούσα με εκείνο το «πίσω». Για εμένα η Ελλάδα δεν υπήρχε πουθενά πίσω μου. Ήμουν καινούργιο γαλλικό μωρό, η είσοδός μου στην Ελλάδα δεν ήταν επιστροφή, ήταν απλώς ερχομός. Μολαταύτα, η μαμά στις ιστορίες της με ήθελε να «γυρίζω πίσω στην Ελλάδα», οπότε αυτό ας πούμε πως έκανα. Όταν επιστρέψαμε, λοιπόν, άρχισαν σιγά σιγά να έρχονται και τα πλήθη για να γνωρίσουν το καινούργιο μωρό. Μαζεύονταν πάνω από το κεφάλι μου και γινόταν η κούνια μου μια μικρή ζούγκλα. Όχι πως θυμάμαι τίποτε από τότε, όμως είχα την ατυχία έπειτα από λίγα χρόνια να ακούσω όλες τις εξιστορήσεις τής πρώτης μου γνωριμίας με το καθένα από εκείνα τα… ζώα τής ζούγκλας. Όλες είχαν ένα κοινό σημείο: τον πρώτο μορφασμό εκείνων των ζώων. Σκέφτομαι ακόμη πως, εάν μπορούσα τότε, ως βρέφος, να καταλάβω πέντε πράγματα, θα αναρωτιόμουν σίγουρα γιατί όποιου η μούρη ξεπρόβαλλε πάνω από την κούνια μου, γινόταν αμέσως σαν Λάμδα. Λάμδα τα φρύδια, Λάμδα τα χείλη, όλες οι μούρες με μορφασμούς σχήματος Λάμδα – της απογοήτευσης, της λύπησης. Και αν μπορούσα να είχα πράγματι αυτή την απορία, θα μου την είχε απαντήσει εν τέλει ο θείος ο Πασχάλης με τη δική του άποψη που έμαθα αργότερα πως εξέφρασε. –Για δες το, μωρέ! Σαν μύγα είναι το φουκαριάρικο! Αλλά καλύτερα μύγα, παρά μερμήγκι, ε; Δεν θα γίνει δουλάκι το κορίτσι μας, μποέμισσα θα γίνει!


Ευτυχία Κανάρη

13

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βάζω στοίχημα πως εκείνη τη στιγμή η γυναίκα τού θείου Πασχάλη, μάτωσε τη γλώσσα της στην προσπάθειά της να μην πει αυτό που σκεφτόταν: «Ναι, σαν μύγα είναι! Και οι μύγες, καλέ μου, δεν είναι μποέμισσες, είναι βρομιάρες και πάνε στα σκατά…». Η «αγαπημένη» μου η θεία η Λεμονιά. Ένα νεκροταφείο ήταν ο καταπιόνας της, γεμάτο με τις σαπίλες από τις κακίες που συγκρατούσε μέσα στα δόντια. Και κάποιες φορές τα ψοφίμια έβγαιναν άλιωτα και μας έπαιρνε η μπόχα από τις μοχθηρίες που ξεστόμιζε. Σαν μύγα, λοιπόν. Μια ολοκαίνουργια γαλλική μύγα που μπήκε, λες, από ένα ανοιχτό παράθυρο στο σπίτι τής οικογένειας Αράπη. Σαν μύγα… Και έτσι με βαφτίσανε κιόλας. Γιατί ο Διάολος, προφανώς, με βρήκε πολύ ενδιαφέρουσα και βάλθηκε να ασχοληθεί με την αφεντιά μου. Αρχικά πήγε και σκότωσε την αδελφή τού πατέρα μου, τριάντα επτά χρόνια πριν γεννηθώ εγώ. Βέβαια, κάποιος θα πει πως αυτό δεν το έκανε δα και υστερόβουλα για να παίξει μαζί μου. Αλλά εγώ κατά βάθος πιστεύω πως το έκανε! Όλοι όσοι ήταν παρόντες τότε, δεν ξέχασαν ποτέ αυτό που είδαν· το καρότσι να παίρνει τον κατήφορο και να σφηνώνεται κάτω από τις ρόδες τού πούλμαν. Μέσα στην ολοζώντανη γειτονιά, ο πατέρας μου «παρακολουθούσε» μέσα από την κοιλιά τής μάνας του, η μάνα του παρακολουθούσε στο πεζοδρόμιο του μανάβικου τι θα δείξει η ζυγαριά για να πληρώσει, κι ο Διάολος παρακολουθούσε τη βαρετή σκηνή, ώσπου αποφάσισε να βάλει το ποδάρι του και να σπρώξει το καρότσι, έτσι για να την κάνει πιο ενδιαφέρουσα. Τώρα, πώς συνδέεται αυτό το συμβάν με το δράμα τού ονόματός μου; Μόλις του γυάλισα, λοιπόν, του Βελζεβούλη, πήγε κι έβαλε στο μυαλό τού πατέρα μου τη φαεινή ιδέα να μου δώσουν το όνομα της θείας που σφηνώθηκε κάτω από το πούλμαν, μπροστά στη γεμιστή με εκείνον κοιλιά τής μάνας του. –Μυρόπη θα το πούμε το παιδί. Και Μυρόπη με βάφτισαν. Με φωνάζανε Μύρα. Δεν έγινε και τίποτε κακό. Το παλιό ελληνικό σκοτωμένο μωρό, κληροδότησε το όνομά του στο καινούργιο γαλλικό, μυγόμορφο μωρό. Για την ακρίβεια, δεν έγινε και τίποτε κακό μέχρι που άρχισα να μιλάω. Γιατί μετά από αυτό, ήταν που ερχόταν ο Εξαποδός και θρονιαζόταν πλάι μου,


14

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

περιμένοντας να συστηθώ κάθε φορά για να χασκογελάει με το δημιούργημά του. –Πώς σε λένε εσένα, αγάπη μου; –Μύγα. –Και τι θέλεις, Μύρα μου; –Νεγό.

«Αχ, τυχερή θεία Μυρόπη… Εσένα δεν κατάφερε κανένας τρισκατάρατος να σε κοροϊδέψει, ούτε να μιλήσεις πρόλαβες, ούτε κιχ δεν πρόφτασες καλά καλά να κάνεις. Τυχερή θεία Μυρόπη, δεν μπορούσαν να σε λένε κάπως αλλιώς; Αλίκη, Φωτεινή, Ευανθία, οτιδήποτε που να μην έχει “ρο”…»

Λένε πως τα ονόματά μας δεν μας δίνονται τυχαία. Έχουν κάποια σύνδεση με αυτό που είμαστε πραγματικά ή με αυτό που γυρεύουμε. Το πιστεύω. Και σιχαίνομαι τα υποκοριστικά. Δεν μας επιτρέπουν να ερχόμαστε σε καθημερινή επαφή με το ηχόχρωμα και την ουσία τής λέξης που φέρουμε σαν όνομα. Άλλο αν οι γονείς μου επέλεξαν να μου καρφιτσώσουν ένα τέτοιο. Πιστεύω επίσης πως καμιά φορά η μοίρα έρχεται να διορθώσει κάποιες λεπτομέρειες, ώστε να γίνονται τα πράγματα πιο ξεκάθαρα. Έτσι εξηγείται, προφανώς, και η δυσλαλία μου. Το ότι δεν μπορούσα από την αρχή να πω το «ρο», ήρθε να ξεκαθαρίσει και να αναδείξει δυο λέξεις που θα καθόριζαν τη ζωή μου. Το ονοματεπώνυμό μου. Μύρα Αράπη. Ή αλλιώς, στη δική μου «γλώσσα»… Μύγα Αγάπη.


Ευτυχία Κανάρη

15

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

μητέρα μου… Μοιάζω πολύ στη μητέρα μου. Έχουμε τα ίδια χρώματα, τα σκούρα χρώματα της… μύγας. Είναι όμορφη. Κι εγώ ομόρφαινα καθώς μεγάλωνα. Είναι εκπληκτικό το πόσο μπορεί να ομορφύνουν τα άσχημα μωρά σαν μεγαλώσουν. Πώς ένα καρκανιασμένο τριχωτό μυγόφτυμα, με μάτια που καλύπτουν σχεδόν το ένα τρίτο τού προσώπου του, με μαύρες τούφες μαλλιών ακανόνιστα σπαρμένες πάνω στο μαυριδερό κρανίο του, μπορεί να γίνει «μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα, με μεγάλα μάτια, γυαλιστερά σαν πυρακτωμένα καρβουνάκια και μαλλιά σαν κύματα μιας κατάμαυρης θάλασσας»· αυτή ήταν μια περιγραφή από ένα ανεπίδοτο γράμμα κάποιου αγαπημένου μου προσώπου, στο οποίο αναφερόταν σ’ εμένα, αλλά αυτό δεν είναι ακόμη της παρούσης. Εγώ πάλι, ως Μύγα συστηνόμουν, σαν μύγα αισθανόμουν. Πέρα από τα χρώματά της, η μητέρα μου θέλησε να μου κληροδοτήσει και κάποιες εμμονές της. Είχαν κυρίως να κάνουν με την πίστη. Για την ακρίβεια, με την απουσία τής πίστης. Για εκείνη ήταν σχεδόν το ευαγγέλιό της. «Δεν πιστεύουμε στον Θεό, δεν πιστεύουμε στους άντρες, δεν πιστεύουμε στα θαύματα, δεν πιστεύουμε στη μοίρα, δεν πιστεύουμε στον ρομαντισμό, δεν πιστεύουμε στην ίδια την πίστη…» Η μαμά μου έλεγε ψέματα· στα πάντα πίστευε. Κι εγώ συνεχώς έκανα ό,τι μου έλεγε εκείνη και με το παραπάνω. Και σχετικά με το «Ευαγγέλιο της μη πίστης» της, πάλι έκανα ένα βήμα παραπάνω, προσθέτοντας: «Δεν πιστεύουμε στον εαυτό μας». Βλέποντας τη μητέρα μου, μια ζωή αναρωτιόμουν γιατί να υπάρχει αυτό το κάτι που σπρώχνει τους περισσότερους ανθρώπους να θέλουν να αποκτήσουν παιδιά, όταν αυτό δεν συναντά μέσα τους κι εκείνο το άλλο κάτι, που θα τους καθιστούσε ικανούς γονείς. Συχνά σκεφτόμουν πως θα ήταν καλύτερα η μητέρα μου να είχε το δεύτερο κάτι, κι ας ήμουν εγώ ένα τυχαίο συμβάν μιας μεθυσμένης νύχτας κι όχι προϊόν προγραμματισμού. Τώρα πια προσέχω τι σκέφτομαι, καθώς συνειδητοποίησα πως, με έναν παράδοξο τρόπο, ήμουν και τα δύο. Την πονάω τη μητέρα μου. Την αισθάνομαι τόσο πλανεμένη, που σχεδόν μου έρχονται δάκρυα κάποιες φορές σαν τη σκέφτομαι.


16

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μεγάλωσε δίχως πατέρα· εκείνη, η μητέρα της και η αδελφή της – η αγαπημένη μου η θεία Ντίμη. Ο πατέρας τους έφυγε μόλις έσπειρε και το δεύτερο μωρό, τη θεία. Όταν ήμουν μικρή, είχα ακούσει γι’ αυτή την εγκατάλειψη σε κάποια κουβέντα των μεγάλων. Έπειτα ρώτησα τη μαμά μου πού πήγε ο παππούς όταν έφυγε. Εκείνη μού απάντησε «Στα τσακίδια». Έφαγα ένα ολόκληρο απόγευμα ξαπλωμένη πάνω στον γεωγραφικό χάρτη τής Ελλάδας για να βρω τα Τσακίδια. Κάποια στιγμή μού εξήγησαν γιατί δεν μπορούσα να τα βρω, «Γιατί είναι ένα μακρινό μέρος στο εξωτερικό»… Μια μέρα η μαμά μάλωσε άσχημα με τη θεία τη Λεμονιά. Η θεία έφυγε νευριασμένη και κοπάνησε την πόρτα. Η μαμά τής φώναξε από το παράθυρο της κουζίνας «Άντε στα τσακίδια!». Τότε εγώ έτρεξα στην αυλή και φώναξα με ενθουσιασμό στη θεία Λεμονιά «Ααα, θεία, κι ο παππούς μου στο ίδιο μέγος πήγε και είναι στο εξωτεγικό, μην ψάξεις στον χάγτη τής Ελλάδας! Άμα τον βγεις, θα κάνετε παγέα!». Εκείνη, δίχως καν να με κοιτάξει, μουρμούρισε θυμωμένη «Μωρέ, άντε μου στο Διάολο κι εσύ…». Η γιαγιά η Σμαρούλα μεγάλωσε μόνη της τις κόρες της – τη μαμά και τη θεία. Αυτές οι δυο αδελφές είναι η προσωποποίηση της διαστρέβλωσης. Ακολούθησε η καθεμιά τη δική της διαφορετική πορεία, και οι δυο έπειτα από δική τους επιλογή, για να καταλήξουν αργότερα να αισθάνονται ενδόμυχα κι ενοχικά πως ίσως και να έπρεπε να τις είχαν επιλέξει αντίστροφα. Η θεία Ντίμη έζησε τη ζωή της χορεύοντας πάνω στην πίστα τής ελευθερίας. Η μητέρα μου δεν ήξερε να χορεύει, επέλεξε να καθίσει σε μια ήσυχη γωνιά με κρασί και τσιγάρο και να παρακολουθεί τις φιγούρες τής αδελφής της. Και συγχρόνως έκρυβε μέσα της μια λύπηση για τη θεία Ντίμη κι ακόμη πιο μέσα της μια ζήλεια. Τόσο πιο μέσα της, που την κατέτρωγε σιγανά, σιωπηλά, ηδονικά. Η γιαγιά η Σμαρούλα ανέθρεψε και τις δυο κόρες της με την ίδια καραμέλα· «Μόνη σου ό,τι κάμεις, ο άντρας τής ζωής σου θα είσαι εσύ!». Και το αστείο είναι πως την άκουσαν και οι δύο κι έφαγαν τις ίδιες καραμέλες, με διαφορετικό όμως τρόπο. Η μία τη στριφογύρναγε γύρω από τη γλώσσα της ώσπου να γίνει λεπτή σαν φλοίδα και τέλος την κατάπινε, η άλλη την έφερνε δυο-τρεις βόλτες μέσα στα μάγουλά της, ώσπου τη δάγκωνε μέχρι να θρυμματιστεί κι έπειτα έγλυφε τα κολλημένα υπολείμματα από τα δόντια της.


Ευτυχία Κανάρη

17

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το πραγματικό όνομα της θείας, ήταν Κυριακή. Το Ντίμη ήρθε πολύ αργότερα, όταν μετακόμισε στη Γαλλία, όπου το Κυριακή μεταφράστηκε σε Ντιμάνς1 και αυτό με τη σειρά του μετατράπηκε σε Ντίμη. Η θεία Ντίμη ήταν χορεύτρια και δασκάλα χορού. Στο κλασικό μπαλέτο κυρίως, αλλά και σε όποιο άλλο είδος χορού είχε έφεση, ήταν θεσπέσια. Μόλις τελείωσε τις σπουδές της στην Ελλάδα, κι έναν χρόνο περίπου μετά τον θάνατο της γιαγιάς Σμαρούλας, έφυγε στη Γαλλία με κάποιον Ματίς, επίσης χορευτή, που είχε έρθει στην Ελλάδα για διακοπές. Ο πατέρας μου… Γιατί να μην έχω πάρει του πατέρα μου; Η ζωή θα μου φαινόταν σαν φτεράκι ελαφριά, θα έβρισκα πάντοτε τους τρόπους να πραγματοποιήσω άμεσα ακόμη και τα πιο τρελά μου όνειρα, ώσπου μια ωραία μέρα, θα με σκότωνε ένα από αυτά. Ας ήτανε να είχα μοιάσει του πατέρα μου… Οι γονείς μου ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Αλλά ίσως κάπου είχαν βρει τη χρυσή τομή. Η μαμά δεν έφτυνε ποτέ την καραμέλα τής γιαγιάς Σμαρούλας, οπότε προσπαθούσε πάντοτε να περνάει το δικό της, τόσο που κάποιες φορές έμοιαζε σαν να μην υπήρχε ο μπαμπάς. Κάποιες φορές. Ο δε μπαμπάς, το καταλάβαινε όλο αυτό και προτιμούσε να το βλέπει από τη σκοπιά που τον βόλευε. Οπότε άφηνε τη μαμά να πιστεύει πως «διηύθυνε» την οικογένειά μας, κι έτσι του έμενε και χρόνος και ενέργεια για να κάνει όλα αυτά που εκείνος ήθελε πραγματικά. Τον θαύμαζα τον μπαμπά. Ήταν πολύ δραστήριος, με έντονη φαντασία και γελούσε πολύ. Κι αγαπούσε τις ανθισμένες βιολέτες… Παρ’ όλο που η Βιολέτα που αγάπησε περισσότερο απ’ όλες, δεν ήταν και ιδιαίτερα ανθισμένη. Ήταν εργολάβος οικοδομών. Είχε τη δική του κατασκευαστική εταιρεία μαζί με τον αδελφό του, τον θείο Πασχάλη. Η μαμά σπούδασε φαρμακευτική. Μόλις εγώ έγινα ενός έτους, άνοιξε δικό της φαρμακείο. Ο πατέρας μου δεν έβαλε το παραμικρό χρηματικό ποσό σ’αυτή την επιχείρηση, όχι επειδή δεν το ήθελε εκείνος, αλλά εξαιτίας τής καραμέλας τής γιαγιάς Σμαρούλας. Πούλησε, λοιπόν, ένα οικόπεδο που της είχε αφήσει η μητέρα της και άνοιξε το φαρμακείο της.

1

Dimanche (γαλλ.) = Κυριακή


18

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν μου έλειπε τίποτε. Ήμουν μια μικρή γαλλική μυγούλα, με τη μανούλα της, τον μπαμπάκα της, τα ακριβά παιχνίδια της, τα όμορφα ρούχα της, τα γαλλικά δωράκια της, που έστελνε ή έφερνε κάθε τρεις και λίγο η θεία της· όλα τα είχα. Κι επειδή έμαθα από πολύ νωρίς τι σημαίνει να τα έχεις όλα, το επόμενο που έπρεπε να μάθω, ήταν να χάνω… Σε αυτό το μάθημα αρίστευσα…


Ευτυχία Κανάρη

19

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

πρώτη μου λέξη ήταν «Γωγώ». Ίσως επειδή ήταν στα μέτρα μου, όπως έλεγε η μαμά. Η Γωγώ ήταν η γυναίκα που με πρόσεχε όταν λείπανε και οι δυο γονείς μου στις δουλειές τους. Θα μπορούσα να την πω απλώς νταντά και να ξεμπερδεύω με την τυπική περιγραφή, αλλά η μαμά δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. «Η γυναίκα που μας βοηθάει με τη μικρή», την αποκαλούσε στους απέξω. Έπειτα έγινε «η γυναίκα που μας βοηθάει με το σπίτι», όταν εγώ είχα μεγαλώσει αρκετά για να έχω νταντά. Και τέλος, μετά από δεκαοκτώ χρόνια συνύπαρξης, τέσσερα από τα οποία ήταν συμβίωσης, έγινε «η Γωγώ, Θεός συγχωρέσ’ την». Η Γωγώ με αγαπούσε πάρα πολύ. Και για μένα ήταν, μεταξύ άλλων ιδιοτήτων της, η γιαγιά που δεν βρήκα έτοιμη ανάμεσα στον κόσμο που με περίμενε να βγω από την κοιλιά τής μάνας μου. Ήρθε και με βρήκε αυτή έπειτα, όταν η μητέρα μου αποφάσισε να ανοίξει το φαρμακείο. Κι εγώ τόσο πολύ είχα την ανάγκη της μέχρι τότε, που η ψυχή μου άφηνε το βρεφικό μου σωματάκι να κοιμάται στην κούνια και στηνόταν με τις ώρες στο περβάζι και την περίμενε. Όλη μας η οικογένεια την αγαπούσε. Είχε ένα μεγάλο πεπόνι για κεφάλι και ένα τεράστιο αχλάδι για σώμα. Δυο μικρά καστανάκια για να βλέπει τον κόσμο και δυο ροδάκινα μαγουλάκια, που τους χάριζα κάθε βράδυ τα φιλιά τής καληνύχτας. Τα χέρια της μύριζαν εσπεριδοειδή και καρύδα. Πάντοτε γέμιζε το δοχείο με την αντλία πάνω στον νιπτήρα με υγρό κρεμοσάπουνο καρύδα. Και λάτρευε τα μανταρίνια και τα πορτοκάλια· κάθε φορά που έτρωγε κάποιο, έπαιρνε έπειτα τα φλούδια και τα δίπλωνε με την εξωτερική πλευρά τους στραμμένη προς τους καρπούς των χεριών της, ψεκάζοντάς τους έτσι με όλη τη σπιρτάδα και το άρωμα των φλοιών. Η φρουτένια μου η Γωγώ. Δεν την παντρεύτηκε κανείς. Για καλή μου τύχη, γιατί έτσι μπόρεσα και την παντρεύτηκα εγώ. Της έδωσα και γαμήλιο όρκο. Και τον τήρησα φυσικά. Βλέπαμε μια ρομαντική αμερικάνικη ταινία στην τηλεόραση, όταν ήμουν μικρή. Τόσο μικρή, που κάποιες φορές χρειαζόταν η Γωγώ να μου εξηγεί τούς διαλόγους που έχανα. Εκείνη τη στιγμή κάποιο ζευγάρι έδινε τους γαμήλιους όρκους του. Ό,τι έλεγαν ο ένας για τον άλλον, το ένιωθα κι εγώ για τη Γωγώ μου. Οπότε γύρισα, πήρα το χέρι της μέσα στα δικά μου χέρια, όπως ακριβώς


20

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και το ζεύγος στην οθόνη, και φέρνοντας τους όρκους στα μέτρα μας, την παντρεύτηκα. –Γωγώ μου, σ’ αγαπώ πάγα πολύ, θέλω να πεγάσω τη ζωή μου μαζί σου. Να σε φγοντίζω και να με φγοντίζεις και να πηγαίνουμε μαζί βόλτες στην πλατεία, να τγώμε το κέικ σου στον καναπέ, να βλέπουμε τηλεόγαση μαζί, να σε βοηθάω στις δουλειές, να τγαγουδάμε και να φογάμε πολύχγωμες ποδίτσες, να με βοηθάς με τις ασκήσεις μου, να με βοηθάς να μαθαίνω τα ποιήματά μου για τις γιογτές τού σχολείου και να πεγιμένω να έγθεις εσύ για να τα πω. Να σου ζωγαφίζω αγγελάκια για να μη φοβάσαι όταν γυγίζεις σπίτι σου το βγάδυ, να με παίγνεις αγκαλιά όταν κλαίω και να σε παίγνω αγκαλιά όταν μπαίνουν σκουπιδάκια στα μάτια σου. Θέλω να σε παντγευτώ, να γίνεις η σύγωγώς μου, για να ζήσουμε μαζί, μέχγι να μας χωγίσει ο θάνατος! Και αυτό κάναμε. Από εκείνο το βράδυ, μόλις καθάρισε η Γωγώ τα μάτια της από… τα σκουπιδάκια, ήταν παντρεμένη μαζί μου. Την έκανα πολύ ευτυχισμένη. Κι εκείνη ήταν η γλυκιά, φρουτένια μου «σύζυγος», ή αλλιώς, στη γλώσσα μου, «σύγωγως» –η Συγωγώ μου, όπως τη φώναζα έκτοτε– μέχρι που μας χώρισε ο θάνατος. Ήμουν πλέον δεκαεννέα χρονών όταν συνέβη αυτός ο χωρισμός, αλλά η όχι πλέον παιδική ηλικία μου δεν με εμπόδισε να της ζωγραφίσω τρία αγγελάκια για να μη φοβηθεί καθώς θα φεύγει. Είχε καρκίνο στους πνεύμονες. Τους τελευταίους μήνες της, ήταν τις περισσότερες ώρες ξαπλωμένη και εισέπνεε οξυγόνο από ένα μηχάνημα. Είχαμε συζητήσει πολλές φορές για το φευγιό της. Κατά βάθος ήθελα πια να φύγει. Ήθελα να εισπνεύσει παράδεισο… –Συγωγώ μου, ξέγεις πού θα πας άμα μου φύγεις; Είναι ένα μέγος, το «Αγαπομυγάκι», είναι στο εξωτεγικό, γι’ αυτό μην ψάξεις στον χάγτη της Ελλάδας, ναι; Εκεί έχει ένα σωγό μυγούλες, όχι σιχαμένες, πλένουνε όλα τους τα ποδαγάκια με κγεμοσάπουνο καγύδα, φογάνε πολύχγωμες ποδίτσες και μπογούνε και να τγαγουδάνε, ξέγουνε όλα τα αγαπημένα σου τγαγούδια. Α! Το Αγαπομυγάκι είναι γεμάτο με πογτοκαλιές και μανταγινιές, δεν θα σου λείψουνε ποτέ τα αγαπημένα σου φγουτάκια! Και μάντεψε… Στην πόγτα του ψυγείου που θα έχεις στο σπίτι σου εκεί, θα υπάγχουν πάντα ζωγαφιές με αγγελάκια και θα είναι μαγικές! Κάθε φογά που θα φοβάσαι κάτι, θα ξεκολλάνε από το χαγτί και θα έγχονται να σε αγκαλιάζουν. Α! Και κάτι ακόμη, Συγωγώ μου, στο Αγαπομυγάκι δεν υπάγχουν σκουπιδάκια για να μπαίνουν στα μάτια σου. Τέγμα τα σκουπιδάκια! Τέγμα τα δάκγυα!...


Ευτυχία Κανάρη

21

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–«Αραπομυράκι» το είπαμε, αγάπη μου; –Όχι, Συγωγώ μου, όπως το ακούς, «Αγαπομυγάκι»! Μόνο «γάμμα», κανένα «γο»… Η Συγωγώ μου πήρε τη βραδινή πτήση των δέκα και δεκαοκτώ κάποιας Τετάρτης για το Αγαπομυγάκι. Έμεινα χήρα.


22

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

* «Μυρίζεις γλυκά. Σαπούνι, όχι κολόνια. Με ετοίμασες κι εμένα. Με σαπούνισες, με έντυσες κι έπειτα με χτένισες. Τα μαλλιά σου τα μάζεψες πίσω, σε μια ψηλή αλογοουρά που τραβά ελαφρά τα μάτια σου και τα κάνει πιο σκιστά. Εμένα μου τύλιξες σφιχτά γύρω από μια μικρή τουφίτσα στο πλάι, ένα λαστιχάκι με δυο μικρές πλαστικές βιολέτες. Με έχεις σηκώσει στην αγκαλιά σου. Από τον ώμο σου κρέμεται η ψάθινη τσάντα σου. Κατευθύνεσαι προς την πόρτα. Σε κοιτάζω και χαμογελώ. Εσύ είσαι σοβαρή, δεν χαμογελάς. Απλώνω τα χέρια μου σ’ εσένα. Το ένα το τυλίγω γύρω από τον σβέρκο σου και με το άλλο προσπαθώ να αγγίξω το μάγουλό σου. “Μανούλα!”. Τραβάς το κεφάλι σου πίσω. “Κάτσε, μωρέ...”, γκρινιάζεις ενοχλημένη. Φέρνεις το ελεύθερο χέρι σου ψηλά, γραπώνεις το δικό μου που άγγιξε το πρόσωπό σου και μου το τοποθετείς απότομα στο στέρνο μου. Θα ορκιζόμουν πως με απέρριψες. Θα το ορκιζόμουν, με το χέρι στην καρδιά, όπως ακριβώς μου το τοποθέτησες.» *

Έ

νας από τους χειρότερους εφιάλτες μου, ήταν πάντοτε οι σχολικές γιορτές. Εκείνες στις οποίες έπρεπε να σταθώ πάνω σε μια μικρή σκηνή και να περιμένω τις κουρτίνες να τραβηχτούν για να με αποκαλύψουν στα μάτια των γονέων και των λοιπών παρευρισκομένων. Να με εκθέσουν, έτσι γυμνούλα, ετοιμόγεννη, με την ψυχούλα μου να ψήνεται από τον πυρετό και τα πέλματά μου παραδομένα σε ένα τρελό μερμήγκιασμα – τόσο έντονο, που θαρρούσα πως μπορούσα να το ακούσω κιόλας… «Γρίλντι γρίλντι γρίλντι…». Ώσπου να ανοίξει η αυλαία, το βουητό από τα ψιθυρίσματα της αίθουσας όλο κι απομακρυνόταν από τα αφτιά μου και καλυπτόταν από τους ήχους που παρήγαγε το σώμα μου εντός. Άλλους ήχους έκαναν τα μερμηγκιασμένα πέλματά μου, άλλους το στομάχι, άλλους το στήθος, άλλους το κεφάλι μου. Κι όλοι μαζί, ήταν η πιο αρρωστημένη στριγκλιά που είχα ποτέ ακούσει, στην πιο αυξημένη της ένταση.


Ευτυχία Κανάρη

23

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τότε ερχόταν το συρτό «χρρρίντς» που έκαναν οι κρίκοι τής κουρτίνας καθώς σέρνονταν στη σιδερένια ράβδο. Κι έπειτα… τέρμα οι ήχοι. Μόνο παλμοί. Κοιτούσα τον κόσμο που με περίμενε να ξεκινήσω, έπειτα κοιτούσα χάμω, και στα κατώτερα όρια του οπτικού μου πεδίου, αντιλαμβανόμουν το στήθος μου να πάλλεται σύμφωνα με τους χτύπους τής δειλής καρδιάς μου. Και τότε, έβρισκα και πάλι την ακοή μου. Άκουγα τις σφυριές μέσα στο σώμα μου – βίαιες στην αρχή και ύστερα πιο στοργικές, σαν ενθαρρυντικά χτυπήματα στην πλάτη, μα από τη μέσα πλευρά. Με μια γρήγορη ματιά, συναντούσα το βλέμμα τής μητέρας μου και δίπλα το βλέμμα τής Συγωγώς. Έπαιρνα μια βαθιά ανάσα και ξεκινούσε ο τοκετός… Είχα ακούσει κάποτε τη θεία Ντίμη να μιλάει για έναν ηθοποιό που είχε γνωρίσει στη Γαλλία, ο οποίος έλεγε πως για να μην αποσπάται η προσοχή του όταν έπαιζε πάνω στη σκηνή, κοιτούσε πέρα από το κοινό του, πίσω, στο τελευταίο σκοτάδι που μπορούσε να βρει απέναντί του μέσα στο θέατρο. Εγώ δεν μπορούσα να βρω σκοτάδι μέσα στις σχολικές αίθουσες που κάναμε τις εκδηλώσεις μας πρωινιάτικα, οπότε κάρφωνα το βλέμμα μου στον απέναντι τοίχο, τον ονόμαζα «σκοτάδι» και βυθιζόμουν σε αυτόν. Τις αίθουσες στο σχολείο μας τις έβαφαν πράσινες – ένα πράσινο απαλό, βελούδινο, «πράσινο σκουληκί» το λέγαμε εμείς. Και από τότε, το «πράσινο το σκουληκί» ήταν για μένα άμεσα συνδεδεμένο με το βαθύ σκοτάδι. Σιχαινόμουν τις υποκλίσεις στο τέλος. Αλλά ήταν κι αυτές ένα ακόμη «κάτι» που έκανα επειδή έπρεπε – κι ας το σιχαινόμουν. Και είχα μάθει πια, με το πέρασμα των χρόνων, τι να περιμένω όταν κατέβαινα από τη σκηνή. «Αγαπάτε αλλήλους, επί γης ειρήνη. Αγάπα τόν πλησίον σου, ειρήνη υμίν»· στην Τρίτη Δημοτικού, αυτό είχα να πω στο τέλος κι έπειτα να υποκλιθώ. –Μία λεξούλα ήταν, βρε Μύρα. Μία λέξη μόνο με «ρο» σε ολόκληρη την πρόταση, δεν μπορούσες να προσπαθήσεις ούτε για μία λεξούλα στο τέλος; «Ειγήνη», μωρέ παιδί μου; «Ειγήνη»;… Αυτό είχε να πει η μητέρα μου έπειτα. Και μετά το τέλος τής γιορτής, με κρατούσε από τον ώμο καθώς διασχίζαμε τον διάδρομο του σχολείου προς την έξοδο. Και είχε το κεφάλι σκυμμένο, γεμάτο σκέψεις, γεμάτο απογοήτευση – σαν μια υπόκλιση στην Απόρριψη, η οποία χειροκροτούσε παθιασμένα πάντοτε τις απορριπτικές παραστάσεις που έδινε η μητέρα μου επάνω μου. «Μπράβο! Μπράβο, Βιολέτα! Καλά το είπες το απορριπτικό ποίημά σου! Υποκλίσου μου τώρα!...».


24

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Από την άλλη, η Συγωγώ έσκυβε στο αφτί μου διακριτικά και έβρισκε πάντοτε κάτι γλυκό να μου πει. –Τη λέξη «αγαπάτε», κουκλίτσα μου, την είπες θαύμα! Αυτό να θυμάσαι πως έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Από κανέναν άλλο δεν έχω ακούσει τη λέξη «αγάπη» τόσο όμορφα όσο τη λες εσύ!... Πίστεψέ με, μικρούλα μου… Και την πίστευα. Πάντα την πίστευα τη Συγωγώ μου. Κι εκείνη πίστευε σ’ εμένα, πολύ περισσότερο από όσο μπορούσα να πιστέψω εγώ η ίδια στον εαυτό μου. Η μητέρα μου δεν έκρυψε ποτέ τη δυσαρέσκεια που της προκαλούσε η δυσλαλία μου. Όταν ξεκίνησα να μιλάω, όλοι έβρισκαν το «γο» μου χαριτωμένο. Εκείνη πανικοβλήθηκε κι έσπευσε να μου το «διορθώσει όσο ήταν ακόμη στην αρχή του», όπως έλεγε στον πατέρα μου στην προσπάθειά της να του μεταδώσει το μέγεθος της ανησυχίας της. –Είναι δυνατόν να μην ασχοληθώ, Σωκράτη; Και τι να κάνω δηλαδή; Να την αφήσω να μιλάει σαν να ’ταν καμιά Γαλλίδα; Έχουμε την αδερφή μου με το… «γαλλικό αξάν» που κόλλησε δήθεν μου εκεί πάνω, δεν μας χρειάζεται και δεύτερη… –Δεν σου είπα να μην ασχοληθείς, Βιολέτα. Να μην πανικοβάλλεσαι άδικα σου είπα. Είναι τόσο μικρή ακόμη. Τα περισσότερα μωρά έχουν διαταραχές άρθρωσης στην αρχή. Με τον καιρό τις ξεπερνάνε. Κάνε λίγη υπομονή. Μην της φέρεσαι σαν να είναι προβληματική, γιατί στο τέλος θα την πείσεις πως είναι. –Μα είναι. Κι αν δεν κάνουμε κάτι τώρα που είναι στην αρχή του το πρόβλημα, ίσως να παραμείνει μια ζωή προβληματική. Και μια ζωή να συστήνεται ως «Μύγα», το διανοείσαι; Ο ίδιος διάλογος, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις, επαναλαμβανόταν μέσα στα πρώτα χρόνια τής ζωής μου αρκετές φορές, όπου σαν να μην είχαν ανταλλάξει τις απόψεις τους ποτέ πριν, τις ξεστόμιζαν από την αρχή με τον ίδιο πάντοτε εκνευρισμό. Τις περισσότερες φορές κατέληγε να παραιτείται ο μπαμπάς και να αποχωρεί από το δωμάτιο. Και λίγο πριν να βγει από την πόρτα, φρόντιζε να πετάει κάποια ατάκα που ήξερε καλά πως θα εκνεύριζε ακόμη περισσότερο τη μαμά. –Και για να μην ξεχνιόμαστε… Είναι Γαλλίδα! Από τότε που έγινα κιόλας τριών ετών, η μητέρα μου έκανε κάθε τόσο απόπειρες να μου ξεκινήσει λογοθεραπεία. Οι προσπάθειές της συναντούσαν


Ευτυχία Κανάρη

25

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εμπόδια στις αρνητικές γνώμες των ειδικών που με εξέταζαν. Της εξηγούσαν πως δεν συνέτρεχε λόγος να μπω σε αυτή τη διαδικασία πριν ολοκληρώσω τα πέντε μου χρόνια, γιατί μέχρι τότε οι διαταραχές λόγου θεωρούνται φυσιολογικές. Εκείνη επέμενε. Με έτρεχε από παιδιάτρους σε αναπτυξιολόγους, σε λογοπεδικούς και λογοθεραπευτές. Ήμουν ένα ελαττωματικό προϊόν που κάθε τρεις και λίγο το εξέταζαν. Εξέταζαν εάν κινούσα ικανοποιητικά τη γλώσσα και τους μυς τού προσώπου μου, ψαχούλευαν τα δόντια μου και τη γενική μορφολογία τού στόματός μου, εξέταζαν εάν παρουσίαζα προβλήματα σχετικά με τον χρόνο ή τον προσανατολισμό, τη μνήμη μου, τα χρώματα, τους αριθμούς, τη συγκέντρωση… Εξέταζαν… εξέταζαν… εξέταζαν…

«Αχ, μαμά… Από το να με νιώθεις, επέλεξες μόνο να με βλέπεις και να με ακούς. Όμως η όψη και η ομιλία μου δεν ήταν για σένα τα δυνατά μου σημεία. Τις πιο όμορφες λέξεις μου, τις άρθρωνα πάντοτε μέσα στην καρδιά μου. Γιατί ποτέ δεν έψαξες εκεί; Θα αισθανόσουν τόσο περήφανη αν έψαχνες εκεί…»


26

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σ

τα πρώτα γενέθλιά μου, ήρθε από τη Γαλλία η θεία Ντίμη. Και το καθιέρωσε να έρχεται σχεδόν κάθε Νοέμβριο και να μένει μαζί μας για δύο εβδομάδες. Τα γενέθλιά μου πέφτουν την ημέρα τού Αγίου Ιωάννη τού Χρυσοστόμου, στις δεκατρείς Νοεμβρίου. Είναι αυτό που λέμε «δουλειά δεν είχε ο Διάολος…». Γιατί καθόλου ευγενικό δεν ήταν εκ μέρους του να ξεγεννήσει ένα παιδί «προικισμένο» με μια μορφή δυσλαλίας, την ημέρα που γιορτάζεται ένας Άγιος που θεωρείται πως είχε αξεπέραστο χάρισμα στην ομιλία. Μαζί με εμένα που γιόρταζα τη γέννησή μου, λοιπόν, και με τον Άγιο, γιόρταζε το όνομά του κι ο φίλος και συνεργάτης τού μπαμπά, ο Χρύσος. Ο Χρύσος ήταν ένας γόης ετών τριάντα κάτι, δικηγόρος στο επάγγελμα, διαζευγμένος, με ένα παιδί. Δεν ξέρω ποιες από όλες του τις ιδιότητες γοήτευσαν τη θεία Ντίμη, πάντως αυτή η γοητεία κράτησε για χρόνια και έληξε όπως ίσως θα ονειρευόταν η θεία. Μάλιστα, κάποιος θα μπορούσε να πει και πως δεν έληξε ποτέ. Ο Χρύσος ήρθε στο πάρτι των γενεθλίων μου, φέρνοντας μαζί και την τετράχρονη κόρη του, τη Νίκη. Εκεί γνωρίστηκε εκείνος με τη θεία Ντίμη, όπου άρχισαν πάνω από τα κεφάλια τους να σκάνε πυροτεχνήματα, βεγγαλικά, να ανθίζουνε τριαντάφυλλα και ανθούρια και να μπαίνουν πεταλούδες από τα παράθυρα στο τέλος τού φθινοπώρου, να σείεται η γη και να αλλάζουν σχήματα και χρώματα οι τοίχοι, τα έπιπλα, οι άνθρωποι… Ή πιο απλά… ερωτεύτηκαν. Αργότερα εκείνο το βράδυ, ο Χρύσος γύρισε τη Νίκη πίσω στο σπίτι τής μητέρας της και επέστρεψε να πάρει τη θεία Ντίμη, όπου πήγαν να γιορτάσουνε μαζί το όνομά του, τη γνωριμία τους, τον νεογέννητο έρωτά τους και οτιδήποτε άλλο τέλος πάντων είχαν την ανάγκη να γιορτάσουν. Αυτή η γιορτή διήρκεσε δυο μέρες, ώσπου επιτέλους η θεία επέστρεψε στο σπίτι για να παίξει μαζί μου καμιά ώρα, να ξαναετοιμαστεί και να ξαναφύγει για να συνεχίσει τον «εορτασμό» με τον Χρύσο. Όσο πλησίαζε η μέρα που θα έπρεπε η θεία να ξαναφύγει για τη Γαλλία, την έπιανε μαύρη μελαγχολία. Χρόνια αργότερα, η ίδια μου εκμυστηρεύτηκε πως φλέρταρε με τη σκέψη να εγκαταλείψει τη ζωή της στη Γαλλία και να έρθει να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα για να γιορτάσει την υπόλοιπη ζωή της με τον Χρύσο της. Αλλά ας όψεται η καραμέλα τής γιαγιάς Σμαρούλας…


Ευτυχία Κανάρη

27

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πραγματικά αυτός ο έρωτας έμοιαζε με γιορτή. Μια γιορτή που δεν είναι καθημερινή, αλλά γίνεται μία φορά τον χρόνο, που κάποιοι περιμένουν πώς και πώς να φτάσει για να σενιαριστούν, να βάλουν τα καλά τους, να σμίξουν και να τη γιορτάσουν. Κάποιες χρονιές κιόλας, χαιρόντουσαν και τα προεόρτια, όταν ο Χρύσος κατάφερνε να πεταχτεί καμιά εβδομάδα μέσα στο καλοκαίρι στη Γαλλία. Κατά τα άλλα, οι χωριστές ζωές τους παρέμεναν και για τους δύο ελεύθερες από τυπικές δεσμεύσεις και πολιορκούμενες από πόθους, από ανάγκες, από σπατάλες, από ασωτίες…


28

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο

μπαμπάς ήταν πεισματάρης και λάτρευε τα στοιχήματα. Λίγο αν κάποιος τον κοντράριζε ή τον αμφισβητούσε σε κάτι, εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη, έπαιρνε το πονηρό του βλέμμα κι έλεγε «Νομίζεις…». Και όλοι γνώριζαν τότε πως μόλις ξεκινούσε ένα νέο στοίχημα, το οποίο μπορεί και να τελείωνε μετά από χρόνια. Μια Κυριακή, μπήκα στην κουζίνα και βρήκα τη μαμά και τον μπαμπά να διαφωνούν έντονα για κάτι. –Τα δύο τρίτα; Είσαι με τα καλά σου, Σωκράτη; Θα αναλάβετε μια τέτοια δουλειά και ο Πασχάλης θα πάρει τα δύο τρίτα; Ποιανού ιδέα ήταν αυτή; Της Λεμονιάς; –Δική μου. Δεν το έχω πει ακόμη στον Πασχάλη. –Και ούτε και θα το πεις! –Βιολέτα, προσπαθούν να κάνουν παιδί. Κι έχουν προβλήματα, χρειάζονται τα χρήματα περισσότερο απ’ όσο τα χρειαζόμαστε εμείς τώρα. Θυμάσαι πόσο δύσκολα περάσαμε κι εμείς όταν ήμασταν στη θέση τους. Κοιταχτήκανε έντονα στα μάτια για λίγο κι έπειτα η μαμά έσκυψε το κεφάλι πάνω στον πάγκο της κουζίνας και συνέχισε το μαγείρεμα. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν πέρασε το δικό της. Από τις ελάχιστες φορές που δεν επέμεινε μέχρι να το καταφέρει. Ο μπαμπάς πήρε την κούπα με τον καφέ του και προχώρησε προς τη βεράντα. Πριν ανοίξει τη σήτα για να βγει, η μαμά τού μίλησε δίχως να τον κοιτάζει. –Όμως, Σωκράτη, πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβεις επιτέλους πως δεν μπορείς εσύ να σώσεις τον κόσμο… Κι ο μπαμπάς κοντοστάθηκε για μια στιγμή και, επίσης χωρίς να την κοιτάξει, της απάντησε χαμογελώντας. –…Νομίζεις… Όχι μόνο ένα, δύο μωρά κουβαλούσε στην κοιλιά της η θεία η Λεμονιά για τρεις μήνες. Δύο μωρά έκλαψε για τους επόμενους οκτώ. Έπειτα σταμάτησε να κλαίει, για να μπορέσει να πιάσει η δεύτερη εξωσωματική. Κι έπειτα η τρίτη, η τέταρτη και η πέμπτη, ώσπου τελικά έχασε κάθε ελπίδα, μαζί με το τελευταίο, ασχημάτιστο ακόμη μωρό που εγκατέλειψε την κοιλιά της στους δύο μήνες εγκυμοσύνης.


Ευτυχία Κανάρη

29

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η θεία Λεμονιά και ο θείος Πασχάλης παρέμειναν οι δυο τους ως το τέλος, μέσα στο μεγάλο, πολυτελές σπίτι τους. Κι ένα σωρό ανικανοποίητες ψυχούλες γυρνοβολούσαν από δωμάτιο σε δωμάτιο, διαπερνώντας τούς τοίχους, απλώνοντας τα θαμπά μωρουδιακά χεράκια τους στους παραλίγο γονείς τους. –Μαμά…; –Μπαμπά…; Και το σπίτι το διαπερνούσε η παγωνιά. Μέχρι που το μετέτρεψε σε ένα μεγάλο, πολυτελές ψυγείο, μέσα στο οποίο συντηρούνταν η θλίψη, η ερημιά και το παράπονο… –Μπαμπά μου…; –Μανούλα…; Μόλις έκλεισα τα τέσσερά μου χρόνια, έγινα για πρώτη φορά μανούλα! Κι ο μπαμπάς μου ήρωας! Επιστρέφαμε οι δυο μας στο σπίτι με το αυτοκίνητο. Ήταν νωρίς το απόγευμα. Μέσα στο αμάξι ακουγόταν μόνο η βουή τού δρόμου, ο ήχος από το πουκάμισο του μπαμπά καθώς γυρνούσε το τιμόνι και άλλαζε τις ταχύτητες και ο θόρυβος από τα πατατάκια που θρυμματίζονταν μέσα στο στόμα μου. Όλα όμως αντικαταστάθηκαν από τη στριγκλιά των φρένων και το σύρσιμο των λάστιχων στην άσφαλτο. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τίποτε. Έμεινα με το στόμα ορθάνοιχτο, γεμάτο με πολτοποιημένα πατατάκια και με το λαδωμένο χέρι μου στον αέρα. Του μπαμπά το δεξί χέρι βρισκόταν πίσω, στο στέρνο μου, πιέζοντάς με ελαφρά πια προς το κάθισμα, για να μη φύγω μπροστά, παρόλο που ήμουν δεμένη με τη ζώνη. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα από τη στιγμή που σταματήσαμε, ώσπου να το πάρει από πάνω μου. Αφού σιγουρεύτηκε πως ήμουν μια χαρά και αφού κατάφερα να καταπιώ την μπουκιά που γέμιζε το στόμα μου, ο μπαμπάς βγήκε από το αμάξι και πήγε στην μπροστινή πλευρά. Δεν άντεξα, βγήκα κι εγώ. Εκεί, μπροστά από το αυτοκίνητό μας, βρισκόταν, μισοπαράλυτο και κατατρομαγμένο, το παιδί μου. Ένα μικρόσωμο, άσπρο, μαλλιαρό σκυλάκι, πολύ ματωμένο. –Αχ, μπαμπά μου, εμείς το χτυπήσαμε; –Όχι, Μυρούλα μου, είναι από ώρα έτσι. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να πάει ως την άκρη.


30

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ήταν προφανώς από ώρα χτυπημένο από κάποιο αμάξι και τα δυο του ποδαράκια πίσω είχαν σχεδόν παραμορφωθεί. Δεν είχε καταφέρει ούτε να συρθεί ως την άκρη τού δρόμου. –Να το πάμε στον γιατγό; –Ναι, αγάπη μου, αυτό θα κάνουμε. Μου χαμογέλασε κι έπειτα έφερε έναν μουσαμά που είχε στο πορτ μπαγκάζ, τον έστρωσε χάμω και σηκώνοντας σιγά σιγά το σκυλί, το ακούμπησε πάνω εκεί. Έπειτα το τύλιξε με τον μουσαμά, το πήρε στην αγκαλιά του και το τοποθέτησε προσεκτικά στο πίσω κάθισμα. Το σκυλί ήταν τόσο εξαντλημένο, που σχεδόν δεν αντιδρούσε. Ίσα ίσα μια φωνίτσα έβγαζε, σαν άτονο κλάμα που ερχόταν από μακριά. Το πήγαμε στο κτηνιατρείο τής γειτονιάς μας. Ο κτηνίατρος το εξέτασε προσεκτικά και μας ενημέρωσε για την κατάστασή του. Είχε σπάσει και τα δυο του πόδια και είχε χάσει αρκετό αίμα, όμως δεν είχε υποστεί καμία άλλη βλάβη. Χρειάστηκε να το ναρκώσει για να του φτιάξει τα τραύματα. Μας ρώτησε αν ήταν δικό μας. Ο μπαμπάς με κοίταξε έντονα στα μάτια. Δεν ξέρω, ίσως το βλέμμα μου να έλεγε κάτι σαν «σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πες ναι!», γιατί δεν το σκέφτηκε και πολύ. –Ναι, δικό μας. Από σήμερα! Περιμέναμε μέχρι να τελειώσει τη διαδικασία ο κτηνίατρος και μετά καθήσαμε να φτιάξουμε το βιβλιάριο του παιδιού μου. –Μπράβο σας! Του σώσατε τη ζωή. Εάν έμενε κι άλλο εκεί, θα πέθαινε σε λίγες ώρες από αιμορραγία. Πώς θα το ονομάσετε; Δεν είχα ιδέα τι όνομα θα έπρεπε να του δώσουμε. Κοίταξα τον μπαμπά και κούνησα τους ώμους μου. –Εσύ πες, μπαμπά μου, εσύ το έσωσες! –Κόσμο! Τι λες για Κόσμο; Ο γιατρός γέλασε. –Εμ… Νόμιζα πως το είχατε δει… είναι θηλυκό. –Α… Ε τότε θα το πούμε Οικουμένη! Και θα θυμάσαι πως σαν σήμερα σώσαμε την Οικουμένη! Ναι, κορίτσι μου; –Τι είναι Οικουμένη, μπαμπά; –Χμ… Ό,τι είναι ο Κόσμος, αλλά σε κοριτσάκι, Μυρούλα μου!... Κι ο κτηνίατρος έγραψε γελώντας πάνω στο βιβλιάριο «Οικουμένη». Πριν καν αρχίσει να συνέρχεται το παιδί μου, το πήραμε έτσι φασκιωμένο και ζαλισμένο και το πήγαμε στο σπίτι μας.


Ευτυχία Κανάρη

31

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μόλις φτάσαμε, ο μπαμπάς ανέλαβε να το μεταφέρει από το αυτοκίνητο στο σπίτι. Εγώ πετάχτηκα έξω από το αμάξι κι άρχισα τρέχοντας να ψάχνω τη μαμά. –Μαμά! Μανούλα! Μαμά… Ο μπαμπάς έσωσε την Οικουμένη! Βρήκα τη μητέρα μου να κάθεται στον καναπέ και να διαβάζει. Με κοίταξε με όσο περισσότερη απορία ήταν δυνατόν. –Τι λες; –Ο μπαμπάς έσωσε την Οικουμένη! –Α… Μάλιστα… –Ναι! Και τώγα θα την έχουμε στο σπίτι μας! –Θα έχουμε ολόκληρη την Οικουμένη μέσα στο σπίτι μας; –Ε ναι! Είναι λίγο βγόμικη, αλλά θα την καθαγίσουμε. Γέλασε κάπως και άφησε στην άκρη το βιβλίο της. –Μύρα μου, ξέρεις τι είναι η Οικουμένη; –Ναι! Είναι το παιδί μου! Το άσπρο σκυλάκι που έσωσε ο μπαμπάς στον δγόμο! Έλα να τη δεις! Έλα! Βγήκαμε μαζί στην αυλή. Ο μπαμπάς προσπαθούσε να βολέψει την Οικουμένη σε ένα μεγάλο παλιό μαξιλάρι που του έφερε η Συγωγώ, η οποία μόλις με άκουσε από το υπνοδωμάτιο να φωνάζω πως «ο μπαμπάς έσωσε την Οικουμένη», πετάχτηκε έξω να δει τι συμβαίνει. Αφού ο μπαμπάς τούς διηγήθηκε την ιστορία μας, καθίσαμε για λίγο όλοι μας πάνω από το σκυλί και το κοιτούσαμε. Δεν μιλούσε κανείς μας, μόνο χαμογελούσαμε. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ύστερα η μαμά σκούντηξε τον μπαμπά πειραχτικά. –Μετά να σε δω εσένα, που θα πρέπει να ταΐζεις την… Οικουμένη, να καθαρίζεις την… Οικουμένη, να μαζεύεις τα σκατά τής… Οικουμένης από τον κήπο! Γιατί να ξέρεις, εσύ θα ασχολείσαι μαζί της, κύριε Σωκράτη! Ο μπαμπάς γέλασε, την πήρε αγκαλιά και προχώρησαν προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα.. –…Και επίσης, Σωκράτη, βρομάς και σαν την Οικουμένη!... Τις επόμενες μέρες, η σκυλίτσα μου άρχισε να φαίνεται καλύτερα. Κατάφερα επιτέλους να την καθαρίσω μαζί με τη Συγωγώ. Της πήραμε σαμπουάν για σκύλους, ειδικές βούρτσες, ένα κατακόκκινο κολάρο με νικελένια ταμπελίτσα, όπου ο μπαμπάς χάραξε με υπερηφάνεια πάνω το όνομά της, και ένα ασπρόμαυρο λουράκι για να την πηγαίνουμε βόλτες όταν θα μπορούσε πάλι να περπατάει.


32

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η τραυματισμένη Οικουμένη μου. Το πρώτο μου παιδί. Το ματωμένο, το φασκιωμένο, το κατατρομαγμένο… Και κάθε μου απόπειρα σε ολόκληρη τη ζωή μου να αποκτήσω παιδί, είχε το χρώμα και τη μυρωδιά τού αίματος. Καθόμουν σαν τραυματισμένη σκυλίτσα μέσα στη μέση τού δρόμου μου και έγλυφα τις πληγές μου, νιώθοντας πως δεν έχω τη δύναμη να πάω πιο πέρα.


Ευτυχία Κανάρη

33

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

μαμά τα κατάφερε τελικά. Ξεκίνησα λογοθεραπεία.

Η θεία Ντίμη ήρθε στην Ελλάδα για το γνωστό μας ραντεβού τού Νοεμβρίου. Τη λάτρευα τη θεία Ντίμη. Μέσα σε δύο εβδομάδες, κατάφερνε να είναι όσα δεν κατάφερνε η δική μου η μαμά τις υπόλοιπες πενήντα. Τότε βέβαια δεν το αντιλαμβανόμουν έτσι. Απλώς δεν χόρταινα το συναίσθημα της αποδοχής που μου προσέφερε η θεία με κάθε της κίνηση, λέξη, βλέμμα. Οι ζωγραφιές μου της άρεσαν όπως ήταν και δεν μου υποδείκνυε ποτέ τι διορθώσεις θα έπρεπε να κάνω για να είναι «σωστές». Αυτά που έλεγα δεν τα θεωρούσε χαζομάρες και ποτέ δεν μου είπε «σταμάτα πια, δεν μπορώ να σ’ ακούω». Και ποτέ δεν με πίεσε να πω το «ρο». Ούτε και στεκόταν μπροστά στη μούρη μου με μάτια γουρλωμένα να μου λέει αργά και καθαρά «νερρρό, φρρρυγανιά, Μύρρρα…», περιμένοντας ανυπόμονα τη στιγμή που θα αποφάσιζα να τη μιμηθώ τέλεια. Για εκείνη, η ομιλία μου φάνταζε τέλεια. Χαριτωμένη και σκερτσόζικη. –Δες το θετικά, Βιολέτ2! Υπάρχει μια ολόκληρη χώρα που θα την έβρισκε χάρμα! Και συνέχιζε να μου μιλάει κι εκείνη με την επίκτητη γαλλική προφορά της, να μου τα λέει μισά ελληνικά, μισά γαλλικά και να μη βγάζω νόημα. Και η μαμά εκνευριζόταν και της έκανε διαρκώς επιπλήξεις. Αλλά πόσο λάτρευα εκείνο το αίσθημα της αποδοχής, που τρύπωνε από τα αφτιά μου, από τα μάτια μου, από το κάθε κύτταρό μου και πότιζε την ύπαρξή μου ολόκληρη. Δύο εβδομάδες «πότισμα» κάθε χρόνο. Δύο εβδομάδες πλήρους αποδοχής. Λατρεμένη θεία Ντίμη… Ένα απόγευμα, καθώς παίζαμε εγώ και η θεία στο σαλόνι με την Οικουμένη, ένιωσα τόσο γλυκά μαζί της, που –ο Διάολος ο μαύρος με έβαλε– είπα κάτι που σύντομα το μετάνιωσα πικρά. –Θεία Ντίμη, εσύ θα ήθελα να ήσουνα μαμά μου. Γιατί η μαμά μου όλο μου θυμώνει. Ενώ εσύ δεν μου θυμώνεις ποτέ.

2

Violette (γαλλ.) = Βιολέτα


34

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η θεία σοβάρεψε ξαφνικά και κοίταξε προς την πόρτα. Εκεί στεκόταν η μαμά, που μόλις εκείνη τη στιγμή, αυτός –ο Βελζεβούλης πάλι– την είχε βάλει να περνάει απέξω. Και με άκουσε. Κι εγώ για χρόνια νόμιζα πως μου θύμωσε. Γιατί δεν είπε τίποτε εκείνη τη στιγμή, αλλά μετά από κάποιες μέρες, όταν πια είχε φύγει η θεία Ντίμη, με πήγε πάλι σε «αυτούς». Και πάλι ξυλάκια μέσα στο στόμα, πάλι να μου κοιτάνε τα δόντια, πάλι ερωτήσεις, καρτούλες, εξετάσεις, μάτια διερευνητικά, χέρια πάνω στο πρόσωπό μου, χέρια πάνω στην ψυχή μου… Εξετάσεις… εξετάσεις… εξετάσεις… Και χέρια… χέρια… χέρια… Εκείνη τη φορά όμως, δεν της έφεραν αντιρρήσεις. Με έβαλαν σε πρόγραμμα λογοθεραπείας. Κι εγώ μπερδεύτηκα. Γιατί κρυφάκουσα μια μέρα τη μαμά να λέει στον θείο Πασχάλη και στη θεία Λεμονιά «Εκεί θα μάθει να μιλάει σωστά.» και πίστευα πως όλο αυτό ήταν η τιμωρία μου για το λάθος που έκανα τότε στο σαλόνι και είπα εκείνο το πράγμα στη θεία Ντίμη. Που να μου κοβόταν η γλώσσα καλύτερα! Τα πρώτα εκείνα βράδια, πριν κοιμηθώ, γονάτιζα μπροστά στην εικόνα τού Αγίου Χρυσοστόμου και προσευχόμουν. –Άγιε Χγύσο μου, σε παγακαλώ, πες στη μαμά να μη με ξαναπάει σ’ αυτούς. Κι εγώ δεν θα ξαναπώ ποτέ τέτοιο πγάμα. Αλήθεια σου λέω, Άγιε Χγύσο μου. Εγώ την αγαπάω τη μαμά μου… Όμως ο Άγιος Χρύσος δεν ήταν «μέσα» προφανώς και αδίκως τού χτυπούσα την πόρτα. Τον λογοθεραπευτή μου δεν τον χώνευα καθόλου. Ήταν ένας άντρας γύρω στα τριάντα πέντε με σαράντα, είχε στο πρόσωπό του διαρκώς ερεθισμούς από το ξύρισμα, όπου έμοιαζε σαν να τον είχαν τσιμπήσει πουλάκια, και διέθετε δυο σειρές από ολόισια δόντια. Η φωνή του είχε πάντοτε μια σταθερότητα – τόσο αμετάβλητη που με τρόμαζε. Δεν γνώρισα ποτέ άλλοτε κανέναν με τόσο σταθερή ομιλία. Ένιωθα πως ήθελε να με τιμωρήσει για το σφάλμα μου αργά, σταθερά και τυραννικά. Η χειρότερη στιγμή μου, ήταν εκείνη που στεκόταν μπροστά μου και φορούσε τα λευκά λαστιχένια γάντια. Θυμόμουν τον κτηνίατρο της Οικουμένης, ο οποίος μόλις του πήγαμε την πληγωμένη σκυλίτσα μας, φόρεσε


Ευτυχία Κανάρη

35

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αμέσως τα γάντια του για να την εξετάσει. Ήταν όμως τόσο βρόμικη, γεμάτη αίματα και λάσπες, που ήταν αρκετά σιχαμερή. «Σιχαίνεται να με αγγίξει…», σκεφτόμουν. «Πού είναι η μαμά μου; Γιατί με αφήνει μόνη μου με αυτόν;». Άρχιζα να κλαίω. Κάποια στιγμή συνερχόμουν από το κλάμα. Μόνο και μόνο επειδή κουραζόμουν να κλαίω και να περιμένω μάταια τη μητέρα μου να ορμήσει μέσα κει, να με αρπάξει και να με πάρει να φύγουμε. Δεν ήρθε ποτέ. Ερχόταν μόνο στο τέλος. Εκείνος έλεγε ένα σωρό καθησυχαστικές βλακείες με τη γελοία, σταθερή φωνούλα του, που δεν τις άκουγα καν. Έπειτα μου έκανε ερωτήσεις που δεν τις απαντούσα. Είχα «κλειδωθεί». Εντελώς. Εκείνη τη χρονιά ήταν που σιχάθηκα και το μέλι. Ο Ισιοδόντης με ρώτησε αν μου αρέσει το μέλι. Μου άρεσε πολύ. Μου την κατέστρεψε κι αυτή την απόλαυση… Βουτούσε το ξυλάκι του μέσα στο μέλι κι έπειτα το ακουμπούσε σε ένα συγκεκριμένο σημείο στον ουρανίσκο μου. Τότε μού ζητούσε να ακουμπάω την άκρη τής γλώσσας μου πάνω στο σημείο με το μέλι και να λέω αυτά που ήθελε. «Λα, Λε, Λι, Λο, Λου… Ρα, Ρε, Ρι, Ρο, Ρου…» και τέτοια. Δεν έφαγα ποτέ ξανά μέλι. Ούτε και παγωτό ξυλάκι. Ο καταραμένος ο Ισιοδόντης. Ο καταστροφέας των παιδικών μου απολαύσεων. Ο τύραννος της παιδικής μου ψυχούλας, με τα τσιμπήματα των πουλιών στα μάγουλα. Ο σιχασιάρης με τα λαστιχένια γάντια. Ο τιμωρός μου. Τις νύχτες στον ύπνο μου, έβλεπα πως με πονούσε ολόκληρο το κορμί μου. Κι ότι έτρεχα στον καθρέφτη, ξεγυμνωνόμουν κι έβλεπα έντρομη παντού πάνω στο δέρμα μου δαγκωματιές. Μεγάλες, καθαρές δαγκωματιές από ολόισια δόντια. Και, σαν να μην έφταναν αυτά, ο Ισιοδόντης και η μαμά φρόντιζαν να παίρνουμε και δουλειά για το σπίτι. Στο δεύτερο συρτάρι τής κουζίνας, μαζί με τις υφασμάτινες πετσέτες, υπήρχε κι ένα σακουλάκι γεμάτο με ξυλάκια για τις ασκήσεις που την είχε δασκαλέψει αυτός να μου κάνει. Και πώς να φώναζα «Μανούλα μου», όταν η ίδια μου η μανούλα με τραβολογούσε στον Ισιοδόντη για να με τιμωρήσει; Και πώς να φώναζα «Συγωγώ μου», όταν φοβόμουν πως θα θύμωνε χειρότερα η μαμά αν έδειχνα σε μιαν άλλη γυναίκα πάλι μεγαλύτερη εμπιστοσύνη; Φώναξα, λοιπόν, «Μπαμπά μου!».


36

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κι ο μπαμπάς μου, σε αντίθεση με τον Άγιο Χρύσο, άκουσε. Φόρεσε την ηρωική του ενδυμασία, δηλαδή τις ρυτίδες έκφρασης που δήλωναν «τώρα θύμωσα πολύ! Τώρα θα γίνει αυτό που λέω εγώ!» και ανέλαβε τη διάσωσή μου. Έγινε μάχη. Και την κέρδισε ο μπαμπάς. Αυτή τη φορά δεν αποχώρησε σύντομα από το δωμάτιο. Κάθισε εκεί και πάλεψε, μέχρι που κατάφερε να καθαιρέσει τη μαμά και, όταν πια βγήκε από το δωμάτιο, ήταν εκείνος νικητής και τροπαιοφόρος. Το τρόπαιό του ήταν η ελευθερία μου. Τέρμα ο Ισιοδόντης, τέρμα τα ξυλάκια με τα μέλια, οι ερωτήσεις, οι καρτούλες, τα γάντια… Τέρμα η τιμωρία. Η μαμά παραιτήθηκε –επιτέλους– από τις προσπάθειές της να μου διορθώσει το «γο» μου. Και φυσικά όχι με το κεφάλι σκυμμένο. Σαν αντίποινα για την καθαίρεσή της, θεσμοθέτησε έναν τρόπο αντίδρασης, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ πια. Χρόνια αργότερα τον ονόμασα «Κανοτιθεσμό». Όποτε διαφωνούσε με κάτι που ήθελα να κάνω, κατέφευγε πάντοτε στη λύση τού Κανοτιθεσμού. «–Μαμά, λέω να κάνω τη δίαιτα της θείας Ντίμης. –Κάνε ό,τι θες… Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θα υποφέρω; Εσύ θα υποφέρεις…» «–Θα παντγευτώ τον Σίμο. –Κάνε ό,τι θες… Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θα το μετανιώσω; Εσύ θα το μετανιώσεις…» «–Μαμά, τι δώγο θα πάγουμε της Συγωγώς; –Τι χαζομάρες είναι αυτές; Γωγώ τη λένε, πόσες φορές θα σ’ το πω; –Εγώ θέλω να τη φωνάζω Συγωγώ! –Τουλάχιστον, αφού είσαι τόσο ξεροκέφαλη, φρόντιζε να το λες σωστά: η Συγωγώ, της Συγωγούς. –Άπαπα, δεν μου αγέσει καθόλου! Η Συγωγώ, της Συγωγώς! –Αχ, κάνε ό,τι θες… Τι με νοιάζει εμένα; Για σένα θα λένε πως δεν ξέρεις να μιλήσεις… Για μένα θα το λένε;» Έτσι και με τη διακοπή τής λογοθεραπείας. –Κάνε ό,τι θες… Τι με νοιάζει εμένα; Μίλα μια ζωή σαν χαζογαλλίδα… Εμένα θα κοροϊδεύουνε; Εσένα θα κοροϊδεύουνε… Εγώ ό,τι μπορούσα το έκανα… Μαζί με εμένα, χάρηκε κρυφά και η Συγωγώ όταν σταμάτησαν όλα αυτά τα βασανιστήρια. Ένα βράδυ, λίγες ημέρες πριν γίνει η μάχη τού μπαμπά και της μαμάς, η Συγωγώ με έβαλε για ύπνο, έπειτα από αρκετή ώρα που της πήρε να με συνεφέρει από τα κλάματά μου. Και λίγο πριν βγει από το δωμάτιό μου,


Ευτυχία Κανάρη

37

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στάθηκε μπροστά στην εικόνα τού Αγίου Χρυσοστόμου και ψιθύρισε τα «δικά της». Τα «δικά της» ήταν κάποιες εκφράσεις στην καθαρεύουσα που ξεφούρνιζε κάθε τρεις και λίγο και εννοείται πως τις περισσότερες φορές εγώ δεν καταλάβαινα τίποτε. Άλλες τις είχε αποστηθίσει από την Παλαιά Διαθήκη, άλλες από αρχαίες τραγωδίες, από αποφθέγματα μεγάλων φιλοσόφων και γενικώς τα «δικά της» –που δεν ήταν καθόλου δικά της– πήγαζαν από το μεγάλο πάθος της για το διάβασμα βιβλίων γραμμένων στην καθαρεύουσα. Πολλές από αυτές τις φράσεις, μου τις μετέφραζε είτε εκείνη τη στιγμή που τις έλεγε, είτε έπειτα από καιρό, όταν με διάφορες αφορμές προέκυπταν ξανά. Αρκετές φορές κιόλας, μου τις σημείωνε έπειτα και στο ημερολόγιό μου. Σταυροκοπήθηκε, λοιπόν, μπροστά στον Άγιο και ξεφούρνισε ένα από εκείνα τα «δικά της». –«Άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Το επόμενο μεσημέρι μπήκα στην κουζίνα με βαριά καρδιά. Περίμενα να αντικρίσω στο τραπέζι μαγειρεμένα τα απαίσια ροζ θαλασσινά πλασματάκια, με τις κεραίες κατσαρίδας. Προς έκπληξή μου όμως, στα πιάτα ήταν σερβιρισμένοι λαχανοντολμάδες. Η Συγωγώ είχε φτιάξει μια κατσαρόλα με υπέροχους, λαχταριστούς λαχανοντολμάδες. Γούρλωσα τα μάτια μου από ικανοποίηση. –Τι έπαθες, Μυρούλα μου, και χαμογελάς έτσι; –Νόμιζα πως θα τγώγαμε γαγίδες σήμεγα. –Γαρίδες; Γιατί να φτιάξω γαρίδες; Αφού ξέρω πως δεν τις τρως. –Να… άκουσα χθες που έλεγες στον Άγιο Χγύσο για γαγίδες και νόμιζα πως θα τις φάμε σήμεγα. Η Συγωγώ γέλασε, γέλασαν και τα ματάκια της. Κι έπειτα, καθώς έφτασαν στο τραπέζι η μαμά κι ο μπαμπάς, σκέπασε το γέλιο της με ένα φιλί στο μάγουλό μου. –Γλυκό μου παιδί, εσύ... Γλυκό μου κορίτσι… Ένιωσα πως κάποιος εκείνη τη στιγμή νοιάστηκε για το τι δεν θέλω και μου έδωσε εκείνο που ήθελα. Έπειτα από χρόνια, γέλασα πολύ και συγχρόνως συγκινήθηκα, όταν ο καθηγητής των θρησκευτικών παρέδιδε το μάθημα της Μεγάλης Εβδομάδας. –…Και καθώς ο Κύριος έβλεπε τους ανθρώπους να τον σταυρώνουν, αισθάνθηκε την ανάγκη να τους υπερασπιστεί εμπρός στα μάτια τού Πατέρα. Και ψέλλισε τον βαθύ και απροσπέλαστο στην ανθρώπινη κακία λόγο τής


38

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συγγνώμης. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» 3, δηλαδή «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν», και το είπε για κείνους που συνειδητά γίνονταν θεομάχοι και σταύρωναν τη σαρκωμένη αγάπη τού κόσμου.

«Γλυκιά μου Συγωγώ, εσύ… Γλυκιά μου ψυχούλα… Πόσα γέλια μου και πόσα κλάματά μου πόθησα να σκεπάσω με ένα φιλί στο ροδακινένιο σου μάγουλο, να ήξερες… Φρουτένια μου Συγωγώ…»

3

Ευαγγέλιο (Λουκ. ΚΓ' 34)


Ευτυχία Κανάρη

39

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο

μπαμπάς μού έφτιαξε ένα δικό μου σπίτι. Όχι μέσω της εταιρείας του, αλλά μέσω της καρδιάς του… Με τα ίδια του τα χέρια. Με έβαλε να διαλέξω την πιο αγαπημένη μου γωνιά στον κήπο και μου έχτισε μια φωλιά, όλη δική μου. Τότε μού φαινόταν τεράστιο. Στην πραγματικότητα ήταν μια κατασκευή μεγέθους ενάμισι επί ενάμισι, φτιαγμένη από γερά ξύλα. Η σκεπή ήταν κι αυτή ξύλινη, περιμετρικά της κρέμονταν φαρδιά κάθετα σκίαστρα από λεπτότερο ξύλο με κυματιστό τελείωμα. Αυτή στηριζόταν με λεπτές σιδερένιες βέργες που σφήνωναν σε κάτι κρυφές υποδοχές στις τέσσερις γωνίες των τοίχων, μα εκτός από αυτές, στηριζόταν σε μια μεταλλική κολόνα, χωμένη βαθιά στο έδαφος, στο κέντρο τού σπιτιού. Το ύψος τής σκεπής ξεπερνούσε κατά μερικούς πόντους το δικό μου ύψος. Η κολόνα προκτεινόταν και πάνω από τη σκεπή, έφτανε περίπου ως τους ώμους τού μπαμπά, και στο τμήμα της αυτό είχε μεταλλικά δοντάκια να προεξέχουν γύρω γύρω.. –Καλέ μπαμπά, γιατί μου έβαλες αυτή την κολόνα μες στη μέση; –Έκπληξη! Πείραξε κάτι περίεργες βίδες εξωτερικά στις τέσσερις γωνίες τού σπιτιού, κι έπειτα μπήκε γονατιστός στο σπιτάκι και άρχισε να πειράζει την κολόνα. Εγώ στεκόμουν απέξω και περίμενα την έκπληξη. Και, Θεέ μου, ήταν όντως έκπληξη! Ξαφνικά η σκεπούλα άρχισε να κουνιέται. –Μπαμπά… η σκεπή… –Περίμενε… Περίμενε… Η σκεπή άρχισε να ανεβαίνει. Έπειτα σταμάτησε και μετά ανέβηκε κι άλλο. –Πού τη θέλεις, Μυρούλα; Δεν μπορούσα να βγάλω άχνα… Ο μπαμπάς άφησε τη σκεπή στο σημείο που την είχε φτάσει, σκαλωμένη σε κάποια από τα μεταλλικά δοντάκια τής κολώνας, έπειτα βγήκε από το σπιτάκι και έσφιξε ξανά τις τέσσερις βίδες στις εξωτερικές γωνίες. –Δεν σε προλαβαίνω, κοριτσάκι μου… Μεγαλώνεις γρήγορα! Όπου να ’ναι θα ψηλώσεις πάλι και τι; Πώς θα χωράς στο σπίτι σου μετά; Με σκυμμένο το κεφάλι; Μόνο η Οικουμένη θα χωράει τότε! –Μπαμπάκα μου! Μπαμπακούλη μου!... Έπεσα πάνω του με φόρα και τον αγκάλιασα όσο πιο σφιχτά μπορούσα.


40

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το σπιτάκι μου απέξω το βάψαμε ανοιχτό μοβ και μέσα τοποθετήσαμε πολύχρωμες μαξιλάρες πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Γύρω γύρω στο εσωτερικό του, κόλλησα πλαστικά αστεράκια που φωσφόριζαν στο σκοτάδι. Κι ένα πλαστικό φεγγάρι, που φωσφόριζε κι αυτό. Η Συγωγώ μαγεύτηκε όταν μπήκε μέσα και την… ξενάγησα, γονατιστή κι αυτή. –Πω πω! Σαν το Πλανητάριο είναι, αγάπη μου, το σπιτάκι σου! –Τι είναι το τοπλανητάγιο, Συγωγώ; –«Το-Πλανητάριο», ματάκια μου, όχι «το-τοπλανητάριο»! Είναι, ας το πούμε έτσι, ένα τεράστιο σπίτι, που στο ταβάνι του μπορείς να δεις όλους τούς πλανήτες, τα αστεράκια, τα πάντα που υπάρχουν στον ουρανό. Να, όπως φαίνεται, φαντάσου, το δικό σου το σπιτάκι στα μάτια αυτής εδώ της μυγούλας! Και μια φωνούλα σού εξηγεί αυτά που βλέπεις. Να, όπως τώρα μου εξήγησες εσύ πως αυτό είναι το φεγγαράκι σου κι αυτά εδώ τα αστεράκια σου. Η Συγωγώ μού μιλούσε και συγχρόνως προσπαθούσε κουνώντας το χέρι της να διώξει μια ενοχλητική μύγα που είχε εισβάλει στο σπιτάκι μου. –Θα με πας, Συγωγώ, στο Πλανητάγιο; Θα είμαι ήσυχη Μυγούλα εγώ! Δεν θα σε ενοχλώ όπως σε ενοχλεί αυτή εδώ! –Και βέβαια, κοριτσάκι μου! Εσύ ποτέ δεν με ενοχλείς! Ύστερα από εκείνη τη μέρα, κι αφού δεν είχα σταματήσει να μιλάω γι’ αυτό, ο μπαμπάς κάρφωσε έξω από την ξύλινη πορτούλα τού σπιτιού μου μια ταμπελίτσα που έγραφε με κίτρινα γράμματα «ΠΛΑΝΗΤΑΡΙΟ». Τη σκεπή τού ζήτησα να την κατεβάσει πάλι χαμηλά. Ήθελα να χρειάζεται να τον φωνάζω όσο πιο συχνά μπορούσα για να μου ανεβάζει το ταβανάκι μου! –Μπαμπά μου, ψήλωσα… Δεν χωγάω στο σπιτάκι μου… –Τι; Το αστεράκι μου μεγάλωσε και δεν χωράει στον ουρανό του; Πάμε αμέσως να ψηλώσουμε τον ουρανό! Το δικό μου το κοριτσάκι δεν θα έχει ποτέ σκυμμένο το κεφάλι!...

«Αχ, μπαμπάκα μου, μου έφτιαξες ένα σπίτι που να μπορούσε να με χωρά κι όταν θα μεγάλωνα και θα ψήλωνα. Κι εγώ νόμιζα πως όλα τα σπίτια θα ήταν έτσι· και οι αγκαλιές... και οι ψυχές. Μα όσο μεγάλωνα, δεν με χώραγε ούτε το σπίτι, ούτε ο κόσμος όλος, ούτε καν ο εαυτός μου. Γιατί να μην έχουν όλες οι ψυχές ρυθμιζόμενο ταβάνι, να ψηλώνει για να τις χωρά;


Ευτυχία Κανάρη

41

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

»Μπαμπάκα μου, μεγάλωσα… Και δεν χωράει πουθενά η ψυχούλα μου… Με σκυμμένο το κεφάλι στέκομαι…»


42

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο

μπαμπάς ονειρευότανε πολύ. Κι έπειτα έβρισκε τις πιο αγαπημένες του γωνιές μέσα στη ζωή του κι έχτιζε εκεί τα όνειρά του. Κι αν τρομάζω ακόμη όταν ακούω σειρήνα ασθενοφόρου, είναι ακριβώς επειδή ο μπαμπάς ονειρευότανε πολύ… Αγαπούσε να εξερευνά τον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο. Κι έτσι δώρισε στον εαυτό του ένα τηλεσκόπιο κι αργότερα ένα μικροσκόπιο. Κάποιες νύχτες με ξεναγούσε στο δικό του Πλανητάριο, στον πραγματικό ουρανό. Στα αστέρια που αγαπούσε ιδιαίτερα, είχε δώσει παράξενα και κάποιες φορές αστεία ονόματα. Και κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, του προέκυπταν και ιστορίες σχετικά με αυτά. Άλλες φορές πάλι, μου έδειχνε στο μικροσκόπιο πώς φαίνονταν τα χέρια μου όταν ήταν άπλυτα και πώς φαίνονταν πλυμένα. Από τότε, ήταν λες και δυο μικρές καρύδες αντικατέστησαν τα χέρια μου, καθώς όλη την ώρα έτρεχα στο μπάνιο για να τα πλύνω με το υγρό κρεμοσάπουνο καρύδας τής Συγωγώς. Και τι δεν βάζαμε κάτω από εκείνο το μικροσκόπιο! Τρίχες, πέταλα λουλουδιών, οδοντικό νήμα, χνούδια, μούχλα από χαλασμένα φρούτα, σάλια τής Οικουμένης… Ήταν μια από τις λίγες ασχολίες τού μπαμπά που ενθουσίαζαν και τη μαμά. Κάθε φορά που εκείνος έβλεπε κάτι ενδιαφέρον μέσα από το «μαγικό ματάκι», όπως το έλεγα εγώ, το μοιραζόταν και μαζί της. Κι εκείνη κοιτούσε έκθαμβη το δείγμα, έπειτα συζητούσαν οι δυο τους γι’ αυτό και η συζήτηση τις περισσότερες φορές ξέφευγε, μέχρι που κατέληγαν να μιλάνε ενθουσιωδώς για εντελώς άσχετα θέματα από αυτό που είχαν ξεκινήσει να συζητούν. Ήταν από εκείνες τις ελάχιστες φορές που η μαμά ενθουσιαζόταν με κάτι. Γι’ αυτό το λάτρευα εκείνο το μικροσκόπιο με το μαγικό ματάκι, γιατί μας προσέφερε κάποιες δόσεις οικογενειακού ενθουσιασμού. Ανάμεσα στις παράξενες επιθυμίες τού μπαμπά, ήταν και η επιθυμία του να πετάξει. «Να αιωρηθεί πάνω από πολύχρωμα τοπία κι ο αέρας να περνά τα δάχτυλά του βίαια και παιχνιδιάρικα μέσα από τα μαλλιά του, μέσα από τα ρούχα του, μέσα από την ψυχή του…»· αυτή την περιγραφή μού είχε δώσει κάποια φορά καθώς μου εξιστορούσε τις εμπειρίες του. Και η μαμά κουνούσε το κεφάλι της πάνω-κάτω κοροϊδευτικά.


Ευτυχία Κανάρη

43

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γιατί, όπως έκανε πάντοτε, βρήκε με ποιον τρόπο θα έκανε κι αυτή τη φαντασίωσή του πραγματικότητα. Αλεξίπτωτο πλαγιάς. Η μαμά έξαλλη. Μονίμως διαφωνούσε με τις αποφάσεις τού μπαμπά για τέτοια πράγματα. –Έχεις παιδί, Σωκράτη. Έχεις οικογένεια. Δεν μπορείς να κάνεις όλα αυτά τα ριψοκίνδυνα πράγματα που κάνεις κάθε τόσο, χωρίς να σκέφτεσαι τι ρισκάρεις. Μα ο μπαμπάς έκανε ό,τι μπορούσε για να την καθησυχάζει προσωρινά κι έπειτα ακολουθούσε εκείνο που είχε στο μυαλό του. Κι έτσι, τη μια βρισκόταν να πετάει πάνω από πλαγιές και πεδιάδες, την άλλη βρισκόταν κάποιες Κυριακές στην Τρίπολη να τρέχει ιλιγγιωδώς με τη μεγάλου κυβισμού μηχανή του – η οποία, πέρα από το χρηματικό της κόστος, του στοίχισε και μίας εβδομάδας κατεβασμένα μούτρα τής μαμάς. Άλλοτε πάλι έκανε πιο ανώδυνα για τη μαμά πράγματα, όπως διάφορα ακίνδυνα σπορ, για τα οποία δεν ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίζει τις γκρίνιες της. Στα περισσότερα από τα καμώματά του, είχε συμπορευόμενό του τον Χρύσο. Και διπλασιαζόταν έτσι η ανησυχία τής μαμάς. –Δυο θεότρελοι, Παναγιά μου, βολτάρανε εκεί έξω, έπρεπε να ζαλωθώ τον έναν εγώ και τον άλλον η αδελφή μου; Όταν αποφάσισε, πέρα από τον ουρανό, τους δρόμους και τη φύση επί της γης, να εξερευνήσει και τη φύση υπό θαλάσσης, η μαμά έπαψε μια για πάντα να του κάνει μούτρα. Το ασθενοφόρο τον μετέφερε στο νοσοκομείο ήδη νεκρό. «Υποξία» είπαν… Έτσι… με μια βαθιά ανάσα, με μια εισπνοή, που την πήρε δίχως να ξέρει πως ήταν η τελευταία που θα έπαιρνε ποτέ· έτσι βούτηξε στο νερό, έτσι βούτηξε και στη ζωή του όλη ο μπαμπάς μου. Κι αναρωτιέμαι ώρες ώρες μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε, όπως στερήθηκε μέσα στο νερό το οξυγόνο και πέθανε, τι να στερήθηκε άραγε στην κατάδυσή του μέσα στον κόσμο; Υποξία… Κι εγώ ήμουν επτά χρονών όταν έφυγε ο μπαμπάς. Και, όπως έκανα πάντοτε, κάτι παράκουσα – κάτι παρερμήνευσα, κι έτσι για αρκετό καιρό, κάθε που άκουγα κάποιον να λέει «έχω μια υποψία…», η καρδιά μου γινόταν σαν φουντουκάκι μικρή, γιατί νόμιζα πως θα πεθάνει. Όπως ο μπαμπάς, από… υποψία.


44

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μετά τον θάνατο του μπαμπά, έγινε η Συγωγώ η «κολόνα» τού σπιτιού μας. Η μαμά, τον πρώτο καιρό ειδικά, σαν κάπου να ξεχάστηκε, σαν κάπου να βυθίστηκε, σαν κάπου να ξάπλωσε και να έπεσε σε νάρκη. Κι εγώ πήγαινα συχνά και τη χάιδευα ή τη σκουντούσα, αλλά εκείνη άπλωνε το χέρι της ενοχλημένη και με ένα «Κάτσε, μωρέ…» με έδιωχνε. Σαν μύγα… Η θεία Ντίμη ήρθε στην Ελλάδα κι έμεινε μαζί μας για δύο εβδομάδες. Δύο εβδομάδες «πότισμα» και πάλι, μέσα στη μέση τού καλοκαιριού αυτή τη φορά. Όμως, παραδόξως, τότε δεν κατάφερνα να ανθίσω, να φουντώσω, να μοσχομυρίσω. Ήμουν σαν ένα κατσιασμένο ζιζάνιο, φυτρωμένο πλάι σε μια ξεραμένη βιολέτα… Η Συγωγώ ασχολιόταν μαζί μου δέκα φορές περισσότερο από πριν. Με κοιτούσε διαρκώς με ένα βλέμμα συμπονετικό κι όλο με χαϊδολογούσε. Κάπου κάπου πέταγε και μερικά από εκείνα τα «δικά της» και μου έφτιαχνε το κέφι, καθώς νόμιζα πως έλεγε αστείες λέξεις, βγαλμένες από τη φαντασία της, για να με κάνει να γελάω. –«Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». 4 –Τι είναι το σκελέβι, Συγωγώ; –Λέω, αγάπη μου… άλλους σκοπούς έχουν οι άνθρωποι, άλλα παραγγέλνει ο Θεός… Η θεία Ντίμη και η Συγωγώ προσπαθούσαν να βοηθήσουν τη μαμά να συνέλθει. Εκείνη δεν ήθελε κανέναν γύρω της. –Τι μπορώ να κάνω, βρε Γωγώ; Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να βλέπω την αδελφή μου έτσι παραιτημένη… –«Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης»… 5 –Παγντόν; 6 –Λέω… οι άνθρωποι επινόησαν τη θεά τής Τύχης για να δικαιολογήσουν τη δική τους έλλειψη θέλησης… –Ω ναι… Αχά… Ουί…7 Η Συγωγώ αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος τής ενέργειάς της σ’ εμένα. Η αλήθεια είναι πως δεν καταλάβαινα τότε γιατί ανησυχούσε τόσο για μένα. Γιατί ούτε έκλαιγα, ούτε έδειχνα να λυπάμαι, όπως έκανε η μαμά. Το Βιργίλιος, 70-19 π.Χ., Λατίνος ποιητής Δημόκριτος, 470-370 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος 6 Pardon (γαλλ.) = συγγνώμη 7 Oui (γαλλ.) = ναι, μάλιστα 4 5


Ευτυχία Κανάρη

45

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μόνο ανησυχητικό που είχε αρχίσει να παρατηρείται στον χαρακτήρα μου, ήταν μια αυξημένη επιθετικότητα. Σιγά σιγά έσπασα σχεδόν όλα μου τα παιχνίδια. Χάραξα διάφορα σχήματα στο Πλανητάριό μου με ένα κατσαβίδι τού μπαμπά. Έσκισα κάποιες μαξιλάρες και παράχωσα τη γέμισή τους μέσα σε μια χειμωνιάτικη μπλούζα τού μπαμπά, έδεσα από έναν κόμπο σε κάθε μανίκι, έκλεισα και το κάτω μέρος τής μπλούζας με ένα λαστιχάκι των μαλλιών μου και την κρέμασα σαν λάβαρο σε ένα από τα δοντάκια τής μεταλλικής κολόνας στο εσωτερικό τού Πλανητάριου. Η Συγωγώ σκιάχτηκε όταν την είδε. –Τι είναι αυτό το πράμα, βρε βλαστάρι μου; –Ο μπαμπάς είναι. Σε λίγο καιγό θα ψηλώσω πάλι. Ποιος θα μου ανεβάσει τον ουγανό μου; Η Συγωγώ σταυροκοπήθηκε και σύρθηκε έξω από το Πλανητάριο. Με κοίταξε πάλι με εκείνο το βλέμμα τής συμπόνιας και πριν αποχωρήσει, είπε πάλι τα «δικά της». –«Το της ανάγκης, έστ’ αδήριτον σθένος»… 8 –Ποιος θα με δείγει;… –Κανείς δεν θα σε δείρει, αγάπη μου! Λέω… η ανάγκη έχει ανίκητη δύναμη, μεγάλη… Μυρούλα μου, το ξέρω πως έχεις ανάγκη τον μπαμπάκα. Κι αυτό είναι εντάξει. Κι όλα θα είναι εντάξει… Θα δεις… Σε λίγο καιρό από τότε, ψήλωσα κι άλλο. Τις νύχτες στο κρεβάτι μου κουκουλωνόμουν με το σεντόνι και παρακαλούσα το λάβαρό μου να μου ανεβάσει τη σκεπούλα μου. Και τα πρωινά έτρεχα στο Πλανητάριο για να δω αν θα χωρούσα άνετα να μπω. Αλλά απογοητευόμουν μόλις καταλάβαινα πως έπρεπε να μπαίνω με σκυφτό το κεφάλι. Αυτό κράτησε περίπου δύο εβδομάδες. Ώσπου μια μέρα, άρπαξα κρυφά από την κουζίνα το μεγάλο μεταλλικό ψαλίδι, όρμησα στο λάβαρό μου και το σκότωσα… Του έκοψα τα χέρια και το ξεκοίλιασα. Γέμισε το Πλανητάριο με σκόρπια μπαμπάκια και πανιά. Κι εγώ έκλαιγα. Έκλαιγα και φώναζα. –Δεν είσαι ο μπαμπάς μου εσύ… Ο μπαμπάς μου δεν θέλει να μπαίνω στο Πλανητάγιό μου με σκυμμένο το κεφάλι. Ο μπαμπάς μου μ’ αγαπάει. Εσύ δεν είσαι ο μπαμπάς…

8

Αισχύλος, 525-456 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής


46

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τις επόμενες τρεις ημέρες, ανέβασα πυρετό. Η Συγωγώ ξημεροβραδιαζόταν πλάι στο κρεβάτι μου, μου σιγοτραγουδούσε και με χάιδευε. Και πού και πού ξεστόμιζε και τα «δικά της». –«Από μεν ησυχίης και ραθυμίης η δειλίη αύξεται, από δε τής ταλαιπωρίης και των πόνων αι ανδρείαι»... 9 Κοιμήσου, κοριτσάκι μου. Κοιμήσου τώρα. –Τι είπες, Συγωγώ; –Λέω… από την ηρεμία και την τεμπελιά μεγαλώνει η δειλία, από τις ταλαιπωρίες και τον πόνο μεγαλώνει η γενναιότητα, η δύναμη, παιδί μου. –Κι αυτές, όταν μεγαλώνουνε, χωγάνε στο Πλανητάγιό τους; Κι όταν δεν χωγάνε, έχουνε μπαμπά να τους ανεβάζει τη σκεπούλα τους; –Αυτές, κορίτσι μου, για Πλανητάριό τους έχουνε τους ανθρώπους, κατοικούν μέσα στις ψυχές τους. Η δειλία είναι, φαντάσου, σαν κακιά μάγισσα, που κάνει τους ανθρώπους όλο και να μικραίνουν και να ασχημαίνουν αλλά και να έχουν διαρκώς σκυμμένο το κεφάλι. Ενώ η γενναιότητα και η δύναμη, τους κάνουν να στέκονται περήφανοι. Κι έτσι όταν αυτοί οι άνθρωποι ψηλώνουν, ανεβάζουν οι ίδιοι, μόνοι τους τη σκεπούλα τους. Δεν έχουν ανάγκη κανέναν οι άνθρωποι όταν έχουν αυτές τις δυο μέσα στην ψυχή τους. Κοιμήσου, κοριτσάκι μου, και αν στενοχωριέσαι τώρα, να δεις που όταν θα ξυπνήσεις, θα είσαι πιο δυνατή. –Συγωγώ μου, πονάω. –Πού πονάς, αγάπη μου; –Να… εδώ, πονάω όταν αναπνέω. Και στον λαιμό μου πονάω. Νομίζω πως θα σπάσει ο λαιμός μου… Η Συγωγώ με κοίταξε για λίγο κατάματα κι έπειτα σηκώθηκε και πήγε στη βιβλιοθήκη μου. Άνοιξε ένα μικρό κουτάκι που περιείχε τα δαχτυλιδάκια και τα μενταγιόν μου και διάλεξε μια λεπτή αλυσιδίτσα με μια μικρή χρυσή καρδούλα, δώρο τής θείας Ντίμης από τη Γαλλία. Έπειτα έκλεισε το κουτάκι και ήρθε και κάθισε πάλι δίπλα μου στο κρεβάτι. –Ποια είναι η αγαπημένη σου μεριά μέσα στο δωμάτιο αυτό, Μυρούλα; –Να, εκεί δεξιά, στο παγάθυγο. –Ωραία. Ας πούμε τότε πως η χαρά σου είναι εκεί δεξιά και ας πούμε επίσης πως η λύπη σου είναι από την άλλη πλευρά, εκεί αριστερά, στην πόρτα. –Εντάξει. Έπειτα κράτησε την αλυσιδίτσα ψηλά και άφησε τη χρυσή καρδούλα να κρέμεται από κάτω.

9

Ιπποκράτης, 460-377 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ιατρός


Ευτυχία Κανάρη

47

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Πιάσε την καρδούλα, αγάπη μου, και σήκωσέ την όσο ψηλά θέλεις από την αριστερή πλευρά, για να μου δείξεις πόσο πολύ πονάς και στενοχωριέσαι, και κράτησέ την εκεί. Πήρα την καρδούλα και τη σήκωσα μέχρι λίγο πριν τη μέση, αριστερά, προς τη μεριά τής λύπης. Γρήγορα όμως άλλαξα γνώμη και τη σήκωσα λίγο ακόμη. Κι έπειτα ακόμη περισσότερο. –Να… Τόσο… Τόσο πονάω… –Εντάξει. Αν τώρα αφήσεις την καρδούλα να πέσει, θα φτάσει από την άλλη πλευρά, του παραθύρου, εκεί που είναι η χαρά σου. Κράτησε την αλυσιδίτσα σου τεντωμένη και μετά άσε τη να πέσει. Το έκανα. Η καρδούλα έπεσε και ταξίδεψε ως την πλευρά τής χαράς, φτάνοντας στο ίδιο σχεδόν ύψος που ήταν κι από την πλευρά τής λύπης. Κι έπειτα ξαναγύρισε πίσω στη λύπη, αλλά σε μικρότερο ύψος, μετά πάλι στη χαρά και συνέχισε έτσι για αρκετές φορές, ώσπου σταμάτησε και παρέμεινε κρεμασμένη κάθετα, εκεί από όπου είχε ξεκινήσει. –Μη φοβάσαι, αγάπη μου, όταν πονάς. Γιατί είναι έτσι φτιαγμένος ο κόσμος, που όση λύπη χρειαστεί να αντέξεις, άλλη τόση χαρά θα έρθει έπειτα. Και θα γίνεται αυτό μέχρι να βρεις την ισορροπία σου. Ύστερα μου φόρεσε στον λαιμό τη χρυσή καρδούλα. –Αυτή φόρα τη όταν πονάς, για να το θυμάσαι αυτό. Να θυμάσαι το ταξίδι τής καρδούλας σου μια στη λύπη και μια στη χαρά, ώσπου να μπορέσει να ισορροπήσει. Κοιμήσου γλυκά τώρα… «Λύπης πάσης γίγνετ’ ιατρός χρόνος»… 10 Δεν ρώτησα «τι είπες, Συγωγώ;». Ένιωθα πως κατάλαβα. Επαναλαμβάνοντας τις λέξεις, αποκοιμήθηκα. –Λύπη… γιατγός… χγόνος…

10

Δίφιλος / μτφ.: «την κάθε λύπη ο χρόνος τη γιατρεύει»


48

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

Νίκη… Ένα στραβοφτιαγμένο ροδί χαμόγελο κάτω από δυο αψεγάδιαστα, τεράστια, καταγάλανα μάτια. Κι όλα μαζί καρφιτσωμένα πάνω σε ένα πρόσωπο κατάλευκο, ευγενικό. Κάποτε είχα φανταστεί πως η καρδιά της ήταν γεμάτη μικρές τρυπίτσες, όπως η βυσσινιά φόδρα με την οποία είχαν διακοσμήσει γύρω γύρω την εικόνα τής Παναγίας στην εκκλησία τής γειτονιάς μας και καρφίτσωναν πάνω της τα τάματά τους οι πονεμένοι άνθρωποι. Έτσι έκαναν ένα σωρό πονεμένοι άνθρωποι και πάνω στη φόδρα τής καρδιάς τής Νίκης. Έταζαν, καρφίτσωναν και περίμεναν. Και η Νίκη άπλωνε τα χέρια της στα μαλλιά τους και τους έδινε δύναμη. Άπλωνε χαλιά ολόκληρα την ψυχή της για να τους φιλοξενήσει κι αυτοί την πατούσαν με πόδια λερωμένα. Ώσπου ένα ωραίο πρωί, πήρε το ποδοπατημένο, βρομισμένο χαλί της, τύλιξε με αυτό ένα πτώμα και το πέταξε στη θάλασσα. Κι έκτοτε κανείς δεν ξαναείδε ποτέ τη Νίκη που ήξερε. Τη θέση της πήρε μια άλλη. Και η παλιά εκείνη Νίκη, βρίσκεται ακόμη σε κάποιον βυθό, περιτριγυρισμένη από κοραλλένια στολίδια, μακριά από φόδρες διάτρητες και ασημόχρυσες πονεμένες επιθυμίες. Η Νίκη, η κόρη τού Χρύσου. Η Νίκη, η φίλη μου η αδελφική. Η Νίκη, με τη διάτρητη καρδούλα και την ποδοπατημένη ψυχή… Το αγαπημένο μας παιχνίδι όταν ήμασταν παιδιά, ήταν το «τρόμαγμα αυτοκινήτων». Και τώρα ακόμη, θαρρώ πως ηχεί στα αφτιά μου η διαπεραστική φωνή της, καθώς με άρπαζε από το χέρι και σχεδόν με έσερνε έξω από το σπίτι. –Πάμε να τρομάξουμε αυτοκίνητα!... –Να πάγω το καπελίνο μου πγώτα… Και ανεβαίναμε πάνω, στον μεγάλο δρόμο –κρυφά από τους μεγάλους εννοείται– στεκόμασταν στην άκρη τού πεζοδρομίου και όταν η Νίκη έδινε το σύνθημα, τιναζόμασταν ένα βήμα προς την άσφαλτο, σαν να ήμασταν έτοιμες να την περάσουμε τρέχοντας. Ο οδηγός τού αυτοκινήτου που περνούσε εκείνη τη στιγμή, νομίζοντας πως θα πεταγόμασταν στον δρόμο, έκανε έναν απότομο ελιγμό προς τα αριστερά του κι έπειτα συνέχιζε την πορεία του στολίζοντάς μας με διάφορες βλαστήμιες.


Ευτυχία Κανάρη

49

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άλλοτε πάλι, με το σύνθημα της Νίκης πάντοτε, έκανα πως τάχα μου κατά λάθος έπεφτε το ψάθινο κατακόκκινο καπέλο μου στον δρόμο και πεταγόμουν πάλι δήθεν να το πιάσω. Δεν χορταίναμε βρισίδια!... Το σύνθημα το έδινε μονίμως η Νίκη, γιατί εκείνη μπορούσε πάντοτε να υπολογίζει τη σωστή στιγμή που έπρεπε να πεταχτούμε αλλά κυρίως το να μην προλάβαινε να έρχεται κανείς από το αντίθετο ρεύμα όταν θα έκαναν τον απότομο ελιγμό τα τρομαγμένα αυτοκίνητα. –Βουρ! 11 Και δώσ’ του «στολίδια» και βλαστήμιες! Το σύνθημα το είχαμε κλέψει από τη γιαγιά τής Νίκης, τη Δωρονίκη τη Σμυρνιά. Της έλεγε κάποιος πως αγαπάει ένα κορίτσι; «Βουρ!» απαντούσε η Δωρονίκη, «Βουρ μη και σ’ τηνε προλάβει άλλος!». Της έλεγε κάποιος πως βρήκε μιαν άκρη για να βγάλει περισσότερα λεφτά; «Βουρ να σε χαρώ, μπας και ιδείς καμιά προκοπή τού λόγου σου» παρότρυνε η Δωρονίκη. –Βουρ, μπρε κακορίζικο, βουρ και θα σε πάρουνε τα χρόνια και ποιος θα σε νοιαστεί εσένανε έπειτα;… Βουρ και μην κλωτσάς την τύχη σου μια φορά που σου εχτύπησε την πόρτα… Άνοιξε τα στραβά σου και δες τι σου γίνεται... Έτσι επέμενε συγκεκριμένα με την εγγονή της η Σμυρνιά και πολύ το χάρηκε που πέρασε εν τέλει το δικό της. Και βρέθηκε η εγγονή της, η Νίκη μου, ντυμένη νύφη, να κλαίει μέσα στο δωμάτιο της μάνας της, για τον εσφαλμένο γάμο που επρόκειτο να κάνει. Έτσι επέμενε και η μάνα της. Και η καρδούλα τής Νίκης δεν είχε παρά μόνο μια φόδρα διάτρητη για προστασία. Πώς να υψώσει κανείς ανάστημα με απροστάτευτη καρδιά; Ο γάμος τής Νίκης με τον Παύλο, έγινε για να σωθούν τα απομεινάρια τής οικογενειακής της περιουσίας. Ο Παύλος είχε στο όνομά του ξενοδοχειακές επιχειρήσεις σε τρία ελληνικά νησιά και στην Αθήνα. Της Νίκης τής είχε απομείνει υποθηκευμένο το σπίτι που έμενε με τη μάνα και τη γιαγιά της, καθώς κι ένα κτήμα στη Βοιωτία, που πάλευαν με νύχια και με δόντια να το κρατήσουν ανεπηρέαστο από την οικονομική καταστροφή που αντιμετώπιζαν. Και όντως, το σπίτι και το κτήμα σώθηκαν. Η Αριστέα –η μάνα τής Νίκης– και η Σμυρνιά, μπορούσαν πια να ονειρεύονται το υπόλοιπο της ζωής τους πιο ανάλαφρο, πιο ξένοιαστο, ανυποθήκευτο… 11

Vur (τουρκ.) = χτύπα, όρμα


50

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αγνόησαν τότε πως για όλα αυτά έβαλαν ενέχυρο τη Νίκη τους. Την ευγενική, τη συμπονετική και ποδοπατημένη Νίκη τους. Τη Νίκη μου. Την κατατρομαγμένη, την κατατρυπημένη Νίκη μου. Τη Νίκη όλων μας – όλων πλην τού εαυτού της. Όμως το σπίτι και το κτήμα σώθηκαν… Γιατί η Νίκη μας «άνοιξε τα στραβά της και είδε τι της γινόταν»… Ο Παύλος δεν ήταν για τη Νίκη απλώς ένας άνθρωπος που συνέβη να παντρευτεί μαζί του. Ήταν μια κατάσταση, μια συνθήκη, μια κόλαση… Με κάθε ευκαιρία, έβαζε πάνω της την υπογραφή του. Άλλοτε ήταν μώλωπες, εκδορές, τραυματισμοί, άλλες φορές πάλι ήταν απλές μονογραφές του μέσα στα μάτια της. Μονογραφές που τα έκαναν να μοιάζουν θαμπά, θλιμμένα, αρρωστιάρικα, εξαντλημένα. Μονογραφές που τα καθιστούσαν κι αυτά ιδιοκτησία του. Εκείνα τα απομεινάρια τής Νίκης, δεν είχαν καμία σχέση με τη δική μου παιδική φίλη. Εκείνη που ενθουσιασμένη με έσερνε στον μεγάλο δρόμο για να τρομάξουμε αυτοκίνητα. Εκείνη που φώναζε «Βουρ!» και ορμούσαμε. Εκείνη που με αγκάλιαζε όταν πονούσα, σαν να ήταν μάνα μου, κι ας ήταν μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερη από εμένα. Εκείνη που ήξερε πάντοτε τι να πει και τι να κρύψει. Που ήξερε πάντοτε να υπολογίζει σωστά τούς χρόνους και τις αποστάσεις. Κάποτε, σαν άκουσα τη φράση «ο τσαγκάρης δεν έχει παπούτσια να φορέσει», αμέσως σκέφτηκα τη Νίκη. Σαν να έβρισκε για όλους μας από ένα κομμάτι δέρμα όταν νιώθαμε ξυπόλυτοι και μας έφτιαχνε ένα ζευγάρι ζεστά παπούτσια, αλλά τα δικά της πόδια ήταν πάντα γυμνά και ξυλιασμένα. Μια φορά, κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού τρομάγματος αυτοκινήτων, για κάποια λεπτά δεν περνούσε ψυχή από τον μεγάλο δρόμο. Η Νίκη πήγε και κάθισε χάμω, στην άκρη τού πεζοδρομίου και κοιτούσε δεξιά, εκεί όπου χάνονταν τα αυτοκίνητα όταν περνούσαν από μπροστά μας. –Νίκη, γιατί κοιτάς από κει; Αφού από εδώ θα έγθουν… –Από εδώ έρχονται αυτά που τρομάζουμε εμείς. Έχεις σκεφτεί ποτέ πως μπορεί να έρθουν κάποια από αλλού και να τρομάξουν εμάς; Πρέπει να κοιτάμε κι αλλού… Και συχνά πυκνά την έπιανες τη Νίκη να κοιτάει κι αλλού. Όχι με το βλέμμα τής σπιρτάδας που ελέγχει τα πάντα γύρω μην και του ξεφύγει τίποτε, μα με το βλέμμα εκείνου που κάτι περιμένει και κοιτάζει πέρα για να το δει που θα έρχεται.


Ευτυχία Κανάρη

51

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πάντα κάτι περίμενε να έρθει… Και πάντοτε κάτι ερχόταν τελικά. Όλοι οι άλλοι τρομάζαμε, μα εκείνη παρέμενε ψύχραιμη. –Πρέπει να κοιτάμε κι αλλού… Όταν πέθανε ο πατέρας μου, άρχισα κι εγώ να κοιτάζω αλλού. Αλλά δίχως να το καταλαβαίνω, δίχως να το σκέφτομαι. Και όχι επειδή περίμενα κάτι να έρθει. Απλώς κάθε φορά που έβλεπα τη Νίκη μαζί με τον μπαμπά της, έστρεφα το βλέμμα μου αλλού. Δεν άντεχα να τους βλέπω μαζί, καθώς μου θύμιζαν διαρκώς αυτό που είχα χάσει. «Μπαμπάς και κόρη». Μονάχα φωτογραφίες πια για μένα… Σιγά σιγά άρχισα να απομακρύνομαι από εκείνη. Αλλά και πάλι δεν συνειδητοποιούσα τότε τον λόγο για τον οποίο το έκανα, εξάλλου είχα αρχίσει γενικώς να απομακρύνομαι από όλους. Η Νίκη δεν με ρώτησε ποτέ. Ούτε και παραπονέθηκε ποτέ. Κάθε φορά που της έλεγα μια δικαιολογία για να μην κανονίσουμε να τη φέρει ο Χρύσος στο σπίτι μου, μου απαντούσε με μια γλύκα που σχεδόν με πονούσε. –Εντάξει, Μυράκι μου. Τότε, αφού δεν μπορείς να έρθω να παίξουμε, θα κάτσω στο δωμάτιό μου να σου φτιάξω στολίδια από χαρτόνι! Και μου έφτιαχνε στολίδια από χαρτόνι και μου τα έστελνε με τον μπαμπά της όταν έβλεπε πως περνούσαν οι μέρες και δεν συναντιόμασταν. Τα περισσότερα ήταν χρυσαφιά και ασημένια αστέρια και πλανήτες, δεμένα με κλωστή, που μου τα κρεμούσε έπειτα η Συγωγώ από το ταβάνι στο Πλανητάριό μου. Όμως κάποια μέρα τής ζήτησα να μη μου φτιάχνει πια ούτε κι αυτά. –Νίκη, να σου πω κάτι; Έχω ψηλώσει πολύ και η σκεπούλα στο Πλανητάγιό μου είναι πολύ χαμηλή. Κάθε φογά που μπαίνω, τα αστεγάκια σου μπλέκονται στα μαλλιά μου… Δεν θέλω να κγεμάσω άλλα…. –Εντάξει, Μυράκι μου. Τότε θα πω στη μαμά μου να μου πάρει πολύχρωμα χαρτόνια και θα σου φτιάχνω πεταλούδες. Θέλεις πεταλούδες για το δωμάτιό σου; –Δεν θέλω άλλα στολίδια, μωγέ… –Εντάξει, Μυράκι μου… Εντάξει… –Ναι; –Ναι… Πάτησα κι εγώ πάνω στην ψυχή της. Ίσως όχι με βρόμικα πόδια, αλλά τι σημασία είχε; Εκείνη άπλωνε χαλί την ψυχή της κι εγώ έσερνα πάνω του τα δειλόψυχα βήματά μου και τη βεβήλωνα.


52

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Και η γλύκα που μου έδινε σαν απάντηση, με πονούσε. Πάντοτε. –Εντάξει, Μυράκι μου… Εντάξει… –Ναι; –Ναι…


Ευτυχία Κανάρη

53

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

μητέρα μου άρχισε έπειτα από αρκετό καιρό να δείχνει πως σιγά σιγά θα συνερχόταν από τον χαμό τού μπαμπά. Στο ενδιάμεσο, κάθε μου προσπάθεια να την πλησιάσω έβρισκε αντίσταση. Λίγο-πολύ έμοιαζε να έχει εναποθέσει τη φροντίδα για το καθετί που με αφορούσε στη Συγωγώ. Και, ίσως λόγω της σιγουριάς της πως από εκείνη τη γυναίκα δεν θα στερούμουν ποτέ τίποτε, η ψυχική της ανάρρωση όλο και καθυστερούσε. Δεν θυμάμαι αν και τότε το αισθανόμουν έτσι, αλλά τώρα πια, στην ανάμνηση εκείνης τής περιόδου, αισθάνομαι σαν να είχε φύγει σε ταξίδι η μαμά μου κι εγώ να την περίμενα να γυρίσει πίσω. Κι όσο για εκείνη τη μαμά που βρισκόταν τότε ανάμεσά μας, εκείνη που πήγαινε τα πρωινά στη δουλειά χαμογελώντας βεβιασμένα στους πελάτες –αν χαμογελούσε– που κλεινόταν στην κάμαρά της και διάβαζε βιβλία στο ημίφως τις νύχτες για να καταφέρει να νυστάξει και να κοιμηθεί, που μιλούσε ελάχιστα και που δεν χαμογελούσε καθόλου –ούτε καν βεβιασμένα– μέσα στο σπίτι, που αισθανόμουν πως και μόνο η ανάσα μου, που δήλωνε την παρουσία μου, την εκνεύριζε, εκείνη τη μαμά τη συλλογιέμαι πλέον σαν το φάντασμα που στοίχειωνε το σπίτι. Παράδοξο… Πέθανε ο μπαμπάς, μα στην πραγματικότητα το σπίτι στοιχειώθηκε από την ψυχή τής μαμάς… Πολλές απουσίες και πολλά στοιχειά. Ξαφνικά. Βίαια. Τραγικά… Από όλους τούς Νοέμβρηδες της ζωής μου, έναν κυρίως θα τον θυμάμαι πάντοτε με δέος… Είχα τα γενέθλιά μου. Η θεία Ντίμη συνεπής στο ετήσιο ραντεβού μας. Η Συγωγώ σε εγρήγορση για να είναι όλα στην εντέλεια. Η Νίκη ήταν στο σπίτι μου από νωρίς με τον Χρύσο. Η τούρτα μου στο ψυγείο. Η Οικουμένη έτρεχε ξωπίσω μου όπου πήγαινα. Διάφοροι άλλοι συγγενείς και οικογενειακοί φίλοι σαχλαμάριζαν στο σαλόνι. Η μαμά έλειπε. Δεν ήξερε κανείς πού ήταν. Έπρεπε να είχε επιστρέψει από το φαρμακείο ώρα πριν. Περιμέναμε… Η ώρα είχε περάσει και οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να ανησυχούν· εγώ να απογοητεύομαι… «Δεν θα έρθει…», σκεφτόμουν. Πήγα στο δωμάτιό μου, στάθηκα μπροστά στην εικόνα τού Αγίου Χρυσοστόμου, έσφιξα τα χεράκια μου και προσευχήθηκα από μέσα μου. «Άγιε Χρύσο μου, κάνε να μην πάθει καμιά υποψία


54

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

η μαμά μου σαν και τον μπαμπά. Φέρ’ τη μου πίσω κι εγώ σου τ’ ορκίζομαι, δεν θα σε ξαναπαρακαλέσω να την κάνεις να μ’ αγαπάει. Μόνο να μου τη φέρεις πίσω. Σήμερα, που έχω τα γενέθλιά μου. Εγώ την αγαπώ… Φέρ’ τη μου!…» Με τον Άγιο Χρύσο συνήθως δεν τα βρίσκαμε και τόσο καλά στην επικοινωνία. Είχαμε ένα προβληματάκι συνεννόησης. Έτσι κι εκείνο το βράδυ, άκουσε την προσευχή μου, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς κατάλαβε από αυτήν. Κάποια στιγμή, λοιπόν, η πόρτα τού σπιτιού άνοιξε και φανερώθηκε στην είσοδο η μαμά. Λαχτάρησα! –Μανούλα!... Στάθηκε για λίγο εκεί, στηρίζοντας και τα δυο της χέρια στο χερούλι τής πόρτας. –Έχ… Έχω… μια υποψία… –Ωχ όχι… Μανούλα μου… όχι!... Ο λαιμός μου γέμισε ως επάνω με παράπονο. Ήταν σαν να κόντευε να σπάσει. Η μαμά σοβάρεψε απότομα και μπήκε παραπατώντας μέσα στο σπίτι. –Πώ… πώς όχι; Σήμερα δεν είναι; –Τι έχεις, μανούλα; –Ε, είπαμε… Έχω μια υποψία πως ένα μικρό μυγάκι εδώ μέσα έχει τα γενέθλιά του… –Ναι, μαμά μου, εγώ! –Και βέ… και βέβαια εσύ, Μυγάκι μου! Δε… δεν ξέρω εγώ πότε γέννησα το Μυγάκι μου; Η θεία Ντίμη πετάχτηκε γρήγορα κι έτρεξε κοντά της. –Βιολέτα, έχεις πιεί… Πόσο ήπιες; Ω μον Ντιέ! 12 Την άρπαξε από το μπράτσο και σχεδόν την έσπρωχνε προς το μπάνιο. –Λίγο μόνο ήπια. Μην ανησυχείς! –Μεγντ!... 13 Πάμε στο μπάνιο να συνέλθεις, Βιολέτα… Η μαμά την έσπρωξε εκνευρισμένη. –Δεν έχω τίποτε, σου λέω! Και μέσ… μέσα στο σπίτι ΜΟΥ θα μιλάς ελληνικά, ΚΥΡΙΑΚΗ. Ακούς… ΚΥΡΙΑΚΗ; Και δεν θέλω να με βοηθήσεις… ΚΥΡΙΑΚΗ. Τα κα… τα καταφέρνω μια χαρά μόνη μου. Ακούς… ΚΥΡΙΑΚΗ;

12 13

Oh Mon Dieu! (γαλλ.) = Ω, Θεέ μου! Merde (γαλλ.) = σκατά


Ευτυχία Κανάρη

55

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τα μάτια τής θείας Ντίμης είχαν κοκκινίσει σαν μικρές ματωμένες τρυπίτσες και γυάλιζαν από τα δάκρυα που συγκρατούσε. Η ανεξέλεγκτη ειρωνεία τής μαμάς, τη μαστίγωνε αμείλικτα. –Δεν είναι τίποτε, Βιολέτα μου, θα συνέλθεις. Πάμε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου… –Δεν είναι τίποτε; Πώς τολμάς να λες πως δεν είναι τίποτε; Είναι τα γενέθλια της κόρης μου! Εδώ θα μείνω. Γωγώ, φέρε τήν τούρτα. Η Συγωγώ είχε παρασυρθεί από όλο αυτό που συνέβαινε κι έκλαιγε σιωπηλά. Και τα μούτρα όλων μέσα στο σπίτι, είχαν μετατραπεί για ακόμη μία φορά σε Λάμδα· φρύδια Λάμδα, χείλη Λάμδα… Της απογοήτευσης, της λύπησης, του οίκτου… Εγώ από την άλλη, δεν μπορούσα να συγκρατήσω την ευτυχία μου για το καλό που μου έκανε ο άγιος Χρύσος, που μου έφερε πίσω τη μαμά μου. Και που η… υποψία που είχε δεν τη σκότωσε όπως τον μπαμπά μου, οπότε και δεν θα ήμουν αναγκασμένη να δω για ακόμη μια φορά τον Χουσεΐν και τον Ισχούναπελ. Ο Χουσεΐν ήταν ένας Τούρκος που έμενε απέναντι από το νεκροταφείο και δούλευε εκεί, στις ταφές και στις εκταφές. Παράδοξο! Ένας Τούρκος σε χριστιανικό νεκροταφείο. Από πολύ μικρός, που έχασε τους γονείς του εδώ, ανατράφηκε από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Ελλήνων, φίλων τής χαμένης οικογένειας. Και κάποια στιγμή βαφτίστηκε χριστιανός. Λουκά τον είπαν. Όμως δεν ωφέλησε και πολύ αυτό. Χάριν ευκολίας, καμιά φορά δυσκολεύουν τα πράγματα! Κι έτσι, πάντοτε στο «Χουσεΐν» κατέληγαν όλοι. –…Ο Λουκάς… –Ποιος Λουκάς; –Ο Λουκάς, μωρέ, ο Τούρκος. Ο Λουκάς, ο Χουσεΐν ντε… –Α! Ο Χουσεΐν! Έλεγαν πως ήταν πολύ φτωχός και πολύ βλαμμένος. Αλλά τον συμπονούσαν και τον βοηθούσαν όλοι. Κι εκείνος δεν έκανε άλλο από το να χαμογελάει πάντοτε εγκάρδια στους πάντες, με όλα κι όλα τα τρία μπροστινά δόντια που του είχαν απομείνει. Κι έτσι λοιπόν, ο Λουκάς –ο Τούρκος, ο Χουσεΐν– μαζί με τον Ισχούναπελ, το δεύτερο φτυάρι τού νεκροταφείου, είχαν γίνει οι εφιάλτες μου. Τους είχα δει από μικρή να ρίχνουν με τα φτυάρια τους χώματα πάνω στον μπαμπά μου


56

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και σε όποιον άνθρωπο της περιοχής πέθαινε. Αυτό μού έφτανε για να τους απεχθάνομαι. Το πραγματικό όνομα του Ισχούναπελ δεν το έμαθα ποτέ. Ή ίσως απλώς δεν το συγκράτησα. Δεν μου χρειάστηκε αυτή η πληροφορία. Εκείνος ήταν Έλληνας, επίσης βλαμμένος, αλλά λιγότερο από τον Χουσεΐν και επίσης φτωχός, αλλά λιγότερο από τον Χουσεΐν. Επίσης τον συμπονούσαν και τον βοηθούσαν οι γείτονες, αλλά λιγότερο από τον Χουσεΐν. Κι αυτό γιατί εκείνος μπορεί να είχε όλα του τα δόντια στη θέση τους, αλλά μάλλον αυτό δεν του ήταν αρκετό, καθώς κυκλοφορούσε η φήμη πως έκλεβε χρυσά δόντια στις εκταφές. Σε κάθε κηδεία, όταν έφτανε η στιγμή που ο παπα-Μανώλης έλεγε το «χους ην και εις χουν απελεύσητω», εγώ καταλάβαινα πως έλεγε στα «φτυάρια» του να ετοιμαστούν για δράση, γιατί τότε αυτοί οι δυο πλησίαζαν κι άλλο στον λάκκο και έπαιρναν θέση βαρεμένων μάχιμων. Μέσα στο δικό μου αστείο μυαλουδάκι, που όλα τα παρερμήνευε, ο παπαΜανώλης έλεγε «Χουσεΐν και Ισχούναπελ, εύσητω!». Γιατί τον Τούρκο ήξερα πως τον έλεγαν Χουσεΐν, οπότε το υπόλοιπο θα έπρεπε να περιέχει το όνομα του άλλου και την εντολή. Κάθε φορά που ερχόταν για επίσκεψη στο σπίτι μας η θεία η Λεμονιά με τον θείο Πασχάλη, όταν περνούσε η ώρα και άρχιζε να μην τη χωρά ο τόπος, σηκωνόταν, φορούσε το παλτό της και στεκόταν πάνω από τον άντρα της λέγοντας «Εγερθήτω ο κύριος, παρακαλώ!». Κι ο θείος Πασχάλης απαντούσε στο πρόσταγμα με ένα γελαστό, δήθεν ειρωνικό «Μάλιστα, αφεντικό!», σηκωνόταν όρθιος κι ετοιμαζόταν για να αποχωρήσουν. Τι «εγερθήτω», τι «εύσητω», λοιπόν, για μένα και για το φαιδρό μου μυαλουδάκι, ήταν το ίδιο και το αυτό! Είχαν και το ίδιο αποτέλεσμα εξάλλου. Κι έτσι, αυτό που έμενε στη μέση, ήταν το όνομα του άλλου. Ισχούναπελ! Το «ραντεβού» που φοβόμουν, λοιπόν, με τον Χουσεΐν και τον Ισχούναπελ, ένιωσα πως το ματαίωσε ο Άγιος Χρύσος εκείνη τη βραδιά των γενεθλίων μου. Κι αυτό που έζησα αργότερα εκείνο το βράδυ, ήταν ό,τι πιο όμορφο μπορούσα να ζητήσω για τα γενέθλιά μου… Οι περισσότεροι ένιωσαν πολύ άβολα με την κατάσταση της μαμάς, οπότε ζήτησαν συγγνώμη, χαιρέτησαν διακριτικά κι έφυγαν. Είχαν μείνει η θεία Ντίμη φυσικά, που πάλευε να φέρει στα ίσια της την αδελφή της με τίμημα τις προσβολές που δεχόταν από εκείνη, η Συγωγώ, που δεν ήξερε αν έπρεπε να


Ευτυχία Κανάρη

57

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

υπακούσει τη μαμά και να φέρει την τούρτα, ο Χρύσος με τη Νίκη και ο θείος Πασχάλης με τη θεία Λεμονιά. Η μητέρα μου επέμενε «Γωγώ, την τούρτα είπα!», η θεία Ντίμη επέμενε «Πάμε να ξεπλύνεις το πρόσωπό σου…» και εισέπραττε αιχμηρά βλέμματα από τη μαμά, ώσπου έκανε ο θείος Πασχάλης μια κίνηση να σηκωθεί και να επέμβει στο σκηνικό. Η θεία Λεμονιά τον αγριοκοίταξε και ψιθύρισε με τα δόντια της σφιγμένα. –Μην τολμήσεις!... Τι δουλειά έχεις εσύ να ανακατευτείς; –Άσε με, ρε Λεμονιά… Τότε ήταν που θα ορκιζόμουν πως είδα σπίθες και μικρές, ανεπαίσθητες, ίσως για την ώρα εκείνη, αστραπές να ξεπηδούν από τα μάτια τής θείας Λεμονιάς και να καψαλίζουν τις κουρτίνες και τα τραπεζομάντηλα. Τότε που ο θείος Πασχάλης την αγνόησε και πλησίασε στη μαμά και στη θεία Ντίμη. Τράβηξε ήσυχα τη θεία και την απομάκρυνε κι έπειτα έπιασε τη μαμά από τους ώμους. –Βιολέτα μου… έλα, κορίτσι μου, έλα να καθίσεις εδώ στον καναπέ να ηρεμήσεις. Η μητέρα μου έκανε αυτό που της είπε ο θείος Πασχάλης. Τρεκλίζοντας έφτασε ως τον καναπέ και σωριάστηκε άτσαλα. –Εντάξει, Πασχάλη… Εντάξει είμαι… Πάρε τή Λεμονιά και πηγαίνετε… Εντάξει… Η θεία Λεμονιά ήταν ήδη όρθια. Μέχρι να τελειώσει η μαμά τη φράση της, εκείνη είχε κιόλας φτάσει στην πόρτα και κοιτούσε αηδιασμένη. Φυσικά η περίσταση δεν σήκωνε «εγερθήτω ο κύριος». Ο θείος με φίλησε, χαιρέτησε τους υπόλοιπους και πήγε κι εκείνος. –Τηλεφωνήστε μου αν χρειαστεί κάτι… –Δεν θα χρειαστεί τίποτε, μη σκας… Τόση φροντίδα έχει. Ο μόνος λόγος που δεν φοβάται η Βιολέτα να πέσει τόσο χαμηλά, είναι επειδή υπάρχει δίχτυ από κάτω να την κρατήσει… Και τότε, μαζί με αυτά τα λόγια τής θείας Λεμονιάς, ήταν που θα ορκιζόμουν πάλι πως είδα και δυο φαρμακερές σταγόνες να βγαίνουν από την άκρη τού στραβού, ειρωνικού χαμόγελού της και να σταλάζουν κάτω, στα πλακάκια. Κι όλοι γύρισαν και την κοίταξαν, ίσως γιατί τούς πήρε η μπόχα από τις λέξεις που πρώτα είχαν βουτήξει στις σαπισμένες της σκέψεις. Κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της… Παρόλο που κι όταν έφυγε, οι φαρμακερές σταγόνες της θαρρούσες πως βρόμιζαν ακόμη το πάτωμα της εισόδου.


58

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πλησίασα στον καναπέ. Η μαμά καθόταν εκεί, γερμένη στο πλάι, εξαντλημένη, σχεδόν έτοιμη να παραδοθεί στον ύπνο. Πήρα το χέρι της και τυλίχτηκα με αυτό καθώς σφηνώθηκα στην αγκαλιά της. Εκείνη δεν αντέδρασε. Η θεία Ντίμη έκανε μια κίνηση να πλησιάσει, αλλά τη σταμάτησε ο Χρύσος πιάνοντάς την από το μπράτσο. –Έλα, Ντίμη. Μην προσπαθείς άλλο. Άσε τη να ηρεμήσει και σιγά σιγά θα συνέλθει. Η Συγωγώ πλησίασε τη θεία και τον Χρύσο. –Εγώ θα μείνω εδώ απόψε, κορίτσι μου. Πήγαινε αν θέλεις με τον Χρύσο και τη Νίκη, χρειάζεσαι να ηρεμήσεις κι εσύ. Πήγαινε… Έτσι κι έγινε. Ο Χρύσος πήρε τη Νίκη και τη θεία Ντίμη και φύγανε. Έμεινα εγώ, χωμένη στην αγκαλιά τής μαμάς, η οποία είχε πλέον αποκοιμηθεί, και η Συγωγώ, που συμμάζευε το σαλόνι και μας έριχνε κάθε τόσο μουσκεμένες, γυαλιστερές ματιές. Δεν τολμούσα να κουνηθώ. Και που ανοιγόκλεινα τα βλέφαρά μου, ήταν πολύ. Κάθε φορά που η Συγωγώ έκανε κάποιον θόρυβο, τρόμαζα μην ξυπνήσει η μαμά και πάρει το χέρι της από γύρω μου. Όταν η Συγωγώ τελείωσε το συμμάζεμα, ήρθε από πάνω μας και ψιθύρισε. –Αγάπη μου, πρέπει να την ξυπνήσουμε, να πάτε στα κρεβατάκια σας, δεν γίνεται να κοιμηθείτε εδώ όλη νύχτα. Κι όμως… Αφού γινόταν να υπάρχει στο ψυγείο μας μια δική μου τούρτα γενεθλίων, άκοπη, στο χολ τα δώρα μου, ακόμη τυλιγμένα, παντού τριγύρω μου στολίδια που έδειχναν πως είχα γενέθλια, κι εμένα να μη με απασχολεί τίποτε από όλα αυτά, τότε μπορούσε να γίνει και αυτό· να κοιμηθούμε όλη νύχτα στον καναπέ… αγκαλιά. Γιατί μόνο αυτό με απασχολούσε. Γύρισα και κοίταξα τη Συγωγώ και πιστεύω ακόμη πως όλα τα Λάμδα τού κόσμου ήρθαν και αποτυπώθηκαν στο πρόσωπό μου εκείνη τη στιγμή. Τα Λάμδα τής παράκλησης αυτή τη φορά. Και η Συγωγώ τα διάβασε. –Εντάξει, ματάκια μου… Πάω να σας φέρω μια κουβέρτα. Μας σκέπασε κι έπειτα ξάπλωσε κι εκείνη στον απέναντι καναπέ. Σκεπάστηκε με μια μάλλινη κουβέρτα κι αυτή, ψιθύρισε κάτι από τα «δικά της» κι έπειτα σώπασε μέχρι το ξημέρωμα. –«Τοις πάσι χρόνος και καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ουρανόν». 14 –Τι;…, ψιθύρισα. 14

Παλαιά Διαθήκη, Εκκλησιαστής Γ’ 1


Ευτυχία Κανάρη

59

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–…θα σου πω αύριο, αγάπη μου. Κοιμήσου. Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα. Ευτυχισμένη. Γεμάτη. Ευγνωμονώντας τόν Άγιο Χρύσο, ή όλο το αλκοόλ που ρούφηξε η μητέρα μου, κλειδωμένη στο φαρμακείο της, ώστε να καταλήξουμε έπειτα να κοιμόμαστε αγκαλιά. Ή ακόμη και τον μπαμπά μου, που της έλειπε τόσο πολύ και την έκανε να πιει όλο τον Εύξεινο Πόντο... Δεν ξέρω ακριβώς, αισθανόμουν μια τεράστια ευγνωμοσύνη προς οτιδήποτε και οποιονδήποτε έβαλε το χεράκι του ώστε να ζήσω εκείνη την απερίγραπτη νύχτα. Αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά τής μαμάς μου, κρατώντας σφιχτά όλα τα «μου» που εισέπραξα για δώρα γενεθλίων εκείνο το βράδυ από εκείνη. «Το Μυγάκι ΜΟΥ». «Η κόρη ΜΟΥ». Καθώς ξημέρωνε, με ξύπνησε η μυρωδιά τού καφέ και του φρυγανισμένου ψωμιού που ετοίμαζε η Συγωγώ. Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα τη μαμά. Κοιμόταν ακόμη. Χαμογέλασα με ικανοποίηση. Η Συγωγώ αντιλήφθηκε το ξύπνημά μου και πλησίασε στον καναπέ. Άπλωσε το χέρι της στα μαλλιά μου και μου ψιθύρισε. –Καλημέρα, κουκλίτσα μου! –Καλημέγα! Η μανούλα κοιμάται ακόμη. –Πρέπει να την ξυπνήσουμε, καρδούλα μου. –Εγώ! Εγώ! –Εσύ, Μυράκι μου, εσύ! Η Συγωγώ μού χαμογέλασε κι εγώ, επίσης με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά, κοίταξα πάλι τη μαμά. Της χάιδεψα το πρόσωπο απαλά. –Μανούλα μου; Μανούλα; Έκανε έναν περίεργο μορφασμό, με δυσκολία κατάφερε να ανοίξει τα μάτια της. Κοίταξε γύρω της ξαφνιασμένη. Το ηλιόλουστο σαλόνι, τη Συγωγώ όρθια στην κουζίνα, εμένα μέσα στην αγκαλιά της. –Μανούλα; Περίμενα ώσπου να αντιδράσει. Άργησε μερικά δευτερόλεπτα, αρκετά για να με τρομάξουν και να με κάνουν να αναρωτηθώ τι θα έπρεπε να περιμένω. Μα τελικά αντέδρασε. –Μυγάκι; Τι έγινε; –Τίποτε, μανούλα! Κοιμηθήκαμε όλοι στο σαλόνι. –Ποιοι όλοι; –Εγώ, εσύ, η Συγωγώ και η Οικουμένη.


60

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Προσπαθούσε για μερικές στιγμές να καταλάβει κι έπειτα μάλλον άρχισε να θυμάται κάποια πράγματα από την προηγούμενη νύχτα, γιατί το πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση απογοήτευσης. Παρέμεινε ξαπλωμένη, στηρίζοντας το βάρος της στον αγκώνα της και με κοιτούσε. Έπειτα άπλωσε το άλλο της χέρι και μου χάιδεψε την κοιλιά. –Τι λες; Να κάνουμε μπανάκι και μετά να φάμε πρωινό και να ανοίξουμε τα δώρα σου; –Αμέ! Εύσητωωω! –Τι; –Ετοιμάσου! –…Α!... Καλά… Καλά! Η αναπνοή της μύριζε έντονα αλκοόλ, μα δεν με πείραζε. Όλη τη νύχτα μύριζα τις μεθυσμένες εκπνοές της και δεν με πείραζε. Την αγαπούσα όπως κι αν μύριζε. Κι εκείνη τη μέρα, την αγαπούσα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η Συγωγώ με βοήθησε να κάνω μπάνιο κι έπειτα πήγαμε στην κουζίνα και περιμέναμε τη μαμά. –Είσαι καλά, κοριτσάκι μου; –Ναι, Συγωγώ μου! –Την τούρτα σου μπορούμε να την κόψουμε σήμερα, μετά το φαγητό, θέλεις; –Αμέ! –Για όλα υπάρχει ο κατάλληλος καιρός για να πραγματοποιηθούν κάτω από τον ουρανό! –Α! Αυτό είναι από χθες; –Ναι, κορίτσι μου, από χθες… Είσαι τόσο έξυπνη! Ανοίξαμε τα δώρα μου. Το σπουδαιότερο από όλα, ήταν… μία μαμά... Η μητέρα μου. Έκοψε, λες, μόνη της τις σφιχτοδεμένες κορδέλες, από τα μάτια της, από την καρδιά της, ξεντύθηκε από το βαρύ της περιτύλιγμα, στάθηκε μπροστά μου κι εγώ την πήρα αγκαλιά. Από τη νύχτα εκείνων των γενεθλίων μου, είχα και πάλι μια μητέρα, πέρα από μια νταντά κι ένα στοιχειό. Μια μητέρα που μπορούσε λίγο καλύτερα να με δει, να μου μιλήσει, να με ακούσει, να μου χαμογελάσει. Κι ας μην τα έκανε και πάλι συχνά όλα αυτά, τουλάχιστον ήξερα πια ότι μπορούσε να τα κάνει… Κι εγώ κράτησα τον όρκο μου στον Άγιο Χρυσόστομο και δεν τον παρακάλεσα ποτέ ξανά να την κάνει να με αγαπήσει περισσότερο. Ήμουν ικανοποιημένη με το δώρο μου… Βαθιά ικανοποιημένη.


Ευτυχία Κανάρη

61

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

λύση τού Κανοτιθεσμού, άργησε τρεις ολόκληρους μήνες. Μόλις αποφοίτησα από το Λύκειο, πέρασα ολόκληρο το καλοκαίρι μου προσπαθώντας να πείσω τη μαμά να με αφήσει να πάω στη Γαλλία, μαζί με τη θεία Ντίμη, για σπουδές. Ούτε να το ακούσει… –Εγώ καλές τέχνες θέλω να σπουδάσω, ζωγαφική. Υπάγχει καλύτεγη ευκαιγία από το να μένω με τη θεία Ντίμη και να σπουδάζω καλές τέχνες στη Γαλλία; Άλλοι θα σκότωναν για μια τέτοια ευκαιγία… –Εγώ προτιμώ να σκοτώσω εσένα, αλλά στη Γαλλία δεν πας. Τέλος! Κατά το τέλος τού Ιουλίου κατέφθασε και η θεία Ντίμη για «ενισχύσεις». –Αχ, βρε Βιολέτα, σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου τώρα. Το μέλλον τής Μύρας δεν το υπολογίζεις; Θα μένει μαζί μου, θα σπουδάσει καλές τέχνες μέσα σε μια άκρως καλλιτεχνική χώρα, θα δικτυωθεί, θα αποκτήσει εμπειρίες που εδώ ούτε να τις φανταστείς δεν μπορείς… Μην είσαι ξεροκέφαλη… –Τέλος, Κυριακή… Έληξε το θέμα. Η Μύρα στη Γαλλία δεν έρχεται. Πάρτε το απόφαση και οι δυο σας. Τέλος! Όμως δεν ήταν πραγματικά το τέλος. Αυτό ήρθε ένα Αυγουστιάτικο μεσημέρι, όταν ξαφνικά μπήκα στο σπίτι και αντίκρισα τη μαμά και τη θεία Ντίμη στην κουζίνα, με μουσκεμένα μάτια και οι δυο τους, γεμάτα φλόγες. Η μαμά στεκόταν όρθια, με το σώμα της στηριγμένο στα δυο της χέρια που ακουμπούσαν στο τραπέζι, γέρνοντας σχεδόν επιθετικά μπροστά, προς τη θεία, η οποία καθόταν και την κοιτούσε κι αυτή αγριεμένη. Ήταν εμφανές πως τσακωνόντουσαν. Μόλις με είδαν, σώπασαν. Κοιταχτήκαμε έντονα για λίγο και οι τρεις μας. Έπειτα η μαμά έσκυψε το κεφάλι και, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, μας μίλησε κοιτάζοντας χαμηλά, στο τραπέζι. –Εντάξει, λοιπόν. Κάντε ό,τι θέλετε. Δεν με νοιάζει πια. –Τι εννοείς, μαμά; –Εννοώ τράβα και πήγαινε στη Γαλλία με τη θειά σου, να δω τι θα καταλάβεις. Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θα δεινοπαθήσω; Εσύ θα δεινοπαθήσεις… –Δεν θα δεινοπαθήσω, βγε μαμά. Μαζί με τη θεία θα είμαι, σαν μάνα μου θα με πγοσέχει κι εκείνη. Μη μου ανησυχείς, μανούλα μου. Και μη μου κλαις… Πήγα να την αγκαλιάσω, μα εκείνη εκνευρισμένη βγήκε από την κουζίνα. –Θα της περάσει, Μυρούλα μου. Θέλει τον χρόνο της. –Ναι, θεία… Μάλλον… Θέλει τον χγόνο της… Δεν ξέρω πόσο χρόνο ήθελε ακριβώς, γιατί στην πραγματικότητα δεν μου το συγχώρεσε ποτέ που έφυγα για τη Γαλλία.


62

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Με αυτό μου το ταξίδι, ήταν σαν να υπέγραφα συμβόλαιο με τη νέα μου μαμά· τη μαμά τής ειρωνείας, της αμφισβήτησης, της σκληρότητας, της εχθρικότητας κάποιες φορές. Πλέον δεν χρειαζόταν να έχω ανησυχία για το αν θα της άρεσαν ή όχι οι όποιες κινήσεις μου, για το αν θα συμφωνούσε ή θα διαφωνούσε με τις αποφάσεις μου, γιατί πλέον είχα μόνιμα τη σιγουριά πως θα αποδοκίμαζε τα πάντα που θα επέλεγα να κάνω. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθούσα. Προσπαθούσα να είμαι σε όλα καλή. Προσπαθούσα να κερδίσω την εμπιστοσύνη της. Προσπαθούσα να κερδίσω το ενδιαφέρον της, να την κάνω περήφανη. Να γίνω η κόρη που θα ήθελε. Η κόρη που θα μπορούσε να θαυμάσει. Προσπαθούσα… Το διαμέρισμα της θείας ήταν στο Saint Germain, μέσα σε ένα δρομάκι, στη Rue De Bievre. Δεν ήταν ούτε μεγάλο, ούτε και μικρό. Εξωτερικά έδειχνε άχαρο. Φαίνονταν οι δυο μπαλκονόπορτες της πρόσοψης, με τα ξεθωριασμένα άσπρα κουφώματα και τα χαμηλά μαύρα κάγκελα, που απείχαν μόλις κάποιους πόντους από το τζάμι. Το κτήριο ήταν γκρίζο από τα χρόνια και λίγα μέτρα μόνο απέναντι, βρίσκονταν οι μπαλκονόπορτες των γειτόνων. Στο εσωτερικό του όμως, κάθε άλλο παρά άχαρο ήταν. Διακοσμημένο με το τρελό γούστο τής θείας Ντίμης. Είχε δύο σχετικά μικρά υπνοδωμάτια, το ένα το είχε σχεδόν άδειο και το χρησιμοποιούσε για να χορεύει. –Αυτό θα είναι το δωμάτιό σου. Αυτό, ξέρεις, ήταν και το πρώτο σου δωμάτιο! Εδώ κοιμόσουν με τη μαμά και τον μπαμπά μόλις βγήκες από το μαιευτήριο! –Κι εσύ πού θα χογεύεις τώγα, θεία; –Σιγά μη σκάσω γι’ αυτό! Απέναντι στο μικρό παρκάκι! Ή… πάνω στις γέφυρες του Σηκουάνα, ή στην Place de la Concorde ακόμη! Γι’ αυτό ανησυχείς, μωρέ; –Θεία, θα με πας παντού; Θέλω να δω όοοολο το Παρίσι! –Όπου θέλεις! Έχουμε όλο τον χρόνο δικό μας! Το δωμάτιό μου ήταν έντονο ροζ, σχεδόν φούξια, με τις ντουλάπες καλυμένες ολόκληρες με καθρέφτες. Δεν ταίριαζε στην σαφώς πιο ήπια ιδιοσυγκρασία μου, μα δεν θέλησα να μας βάλω στη διαδικασία αλλαγής τού χρώματος. Είχε μια μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον μικρό ήσυχο δρόμο. Τα ξημερώματα το τζάμι γινόταν μούσκεμα από την υγρασία. Στο πλάι τής μπαλκονόπορτας, είχαμε τοποθετήσει ένα στενό μπαούλο με μαύρες μαξιλάρες πάνω του. Όταν δεν με έπιανε ύπνος, το έσερνα μπροστά στην τζαμαρία, καθόμουν εκεί και έφτιαχνα με το δάχτυλό μου σχέδια στο υγρό


Ευτυχία Κανάρη

63

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τζάμι, μέσα από τα οποία κοιτούσα τα αντικρινά παράθυρα, τον δρόμο, το μικρό παρκάκι απέναντι αριστερά, και μια λωρίδα ουρανού που μπορούσα να βλέπω από κει. Κι έπειτα, τα σχέδιά μου έσταζαν, ώσπου το παράθυρό μου γέμιζε δάκρυα. Το άφηνα έτσι δακρυσμένο, άφηνα και την κουρτίνα ανοιχτή και πήγαινα για ύπνο. Η θεία Ντίμη με βοήθησε να βρω τη Σχολή μου. Με τη γλώσσα δεν είχα πρόβλημα, από έξι χρονών έκανα μαθήματα γαλλικών και ήμουν καλή. Και επιτέλους, το «γο» μου πλέον μπορούσε να οργιάζει, δίχως κανένας να το βρίσκει αστείο, κακόηχο ή αταίριαστο με την εικόνα μου. Ο χρόνος, οι συγκυρίες, η μοίρα, τα πάντα ένιωθα πως είχαν δουλέψει υπέρ μου. Κάμποσες φορές, στεκόμουν ακίνητη για λίγο, έκλεινα τα μάτια και αισθανόμουν πως βρισκόμουν εκεί ακριβώς που έπρεπε να βρίσκομαι. Αισθανόμουν ελεύθερη. Δικαιωμένη… Κι άρχισα τότε μέσα στην καρδιά μου να διαγράφω σιγά σιγά με κόκκινο, τη λέξη ΔΕΝ μπροστά από άλλες λέξεις στο «Ευαγγέλιο της μη πίστης» τής μαμάς. Άρχισα να διαμορφώνω το δικό μου Ευαγγέλιο… «Πιστεύουμε στα θαύματα, πιστεύουμε στη μοίρα, πιστεύουμε στην ίδια την πίστη…» Το πρώτο δωμάτιο της ζωής μου, λοιπόν, έγινε το δωμάτιο που θα σχεδίαζα τη νέα μου ζωή. Κάποιες νύχτες, κοιτούσα στο σημείο που μου είχε πει η θεία Ντίμη πως είχαν τοποθετήσει παλιά την κούνια μου, και μέσα μου μιλούσα στον νεογέννητο εαυτό μου, στο βρέφος που κάποτε είχα υπάρξει, σαν να το έβλεπα εκεί, μπροστά μου. «Αχ, γαλλικό μωράκι, ξέρεις γιατί κλαις; Γιατί στέκει πάνω από την κούνια σου αυτός ο Δαίμονας κι ετοιμάζεται να παίξει μαζί σου. Μόλις κιόλας μιλήσεις, θα μπεις σε μπελάδες. Θα γνωρίσεις την απόρριψη από την ίδια σου τη μητέρα, αυτή που τώρα σε νανουρίζει με κανακέματα. Θα αγαπήσεις το μέλι, θα σιχαθείς το μέλι και έτσι θα προχωράει η ζωή σου όλη· θα αγαπάς κι έπειτα θα σιχαίνεσαι. Θα έχεις τα πάντα κι έπειτα θα χάνεις τα πιο σπουδαία. Αλλά μια μέρα, σου το υπόσχομαι, γαλλικό μωράκι, μια μέρα θα γυρίσεις πίσω στο Παρίσι. Και όλα θα μπουν στη θέση τους… Ζήσε και άντεξε για κείνη τη μέρα…».


64

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο

έρωτας ήταν πάντοτε κυρίαρχο στοιχείο μέσα στις ιστορίες τού μπαμπά για τα αστέρια. Κι ας ήμουν πάρα πολύ μικρή, αυτό δεν τον εμπόδιζε να βρίσκει τρόπους να μου αφηγείται παραμύθια για τον έρωτα… –Αυτό εκεί, το πολύ φωτεινό αστέρι, το λένε Λάνα – εμείς θα το λέμε έτσι δηλαδή! Η Λάνα, λοιπόν, ερωτεύτηκε τον Μόνρα. Αλλά δες! Ο Μόνρα είναι πέρα, στην άλλη άκρη τ’ ουρανού. Και την αγαπάει κι αυτός. Κάθε βράδυ, η Λάνα και ο Μόνρα προσπαθούν να λάμπουν όσο μπορούν περισσότερο, για να μπορεί να βλέπει το ένα το άλλο. Όμως αυτό δεν φτάνει. Κι έτσι, ξεκίνησε ο χορός των Λάνρα… –Τι είναι ο χογός των Λάνγα, μπαμπά; –Ο Μόνρα άρχισε να κόβει μικρά κομμάτια από τον εαυτό του και να τα σκορπάει στον ουρανό, προς τη μεριά τής Λάνα. Το ίδιο έκανε κι εκείνη. Εκείνα τα κομμάτια, έγιναν μικρά μικρά αστεράκια και άρχισαν να χορεύουν πάνω στον ουρανό και να μετακινούνται από τη μεριά τού ενός προς τη μεριά τού άλλου. Κι έτσι, αυτός ο υπέροχος ουρανός που βλέπεις εσύ, γεμάτος αστέρια που χορεύουν κάθε βράδυ, είναι η προσπάθεια της Λάνα και του Μόνρα να επικοινωνήσουν και να έρθουν πιο κοντά, μέχρι να ενωθούν. –Ναι, αλλά δεν πονάνε που κόβουνε κομμάτια από τον εαυτό τους για να τα στείλουνε το ένα στο άλλο; –Πονάνε, αγάπη μου. Αυτό είναι ο έρωτας. Ένας υπέροχος χορός από κομμάτια που δημιουργούνται με πόνο, από δυο πλάσματα που θέλουν να ενωθούν. –Και ενώνονται; –Ναι, τα πιο πολλά ενώνονται. Αλλά κάποια δεν μπορούν να μείνουν για πάντα ενωμένα. Κι έτσι, κάθε φορά που βλέπεις ένα αστέρι να πέφτει, είναι επειδή δεν κατάφερε να μείνει ενωμένο με εκείνο που ήθελε. –Και πεθαίνει; –Όχι, Μυράκι μου, σβήνει για λίγο, γίνεται σαν μαύρο καρβουνάκι, γι’ αυτό δεν το βλέπεις μέσα στη νύχτα. Αλλά κάποια στιγμή μπορεί να περάσει από δίπλα του ένα άλλο αστέρι, αναμμένο, και με τη φωτιά του να ξανανάψει το σβησμένο καρβουνάκι. –Και τι γίνεται τότε; –Ένας καινούργιος χορός των Λάνρα, αγάπη μου… Ένας χορός των Λάνρα, στο μπιστρό τής Σχολής. Τέτοιο πράσινο, δεν το φανταζόμουν πως μπορεί να πάει να κρυφτεί πίσω από βλέφαρα. Αργότερα θυμήθηκα πού το είχα ξαναδεί εκείνο το πράσινο… Το


Ευτυχία Κανάρη

65

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«πράσινο το σκουληκί», αυτό που για εμένα ήταν άμεσα συνδεδεμένο με το βαθύ σκοτάδι. Όταν το θυμήθηκα όμως, είχα ήδη μετατραπεί σε ένα σβησμένο, μαύρο καρβουνάκι… Όταν τα πράσινα μάτια τού Φαμπιάν έπεσαν πάνω μου, έπεσαν μαζί και οι τίτλοι τέλους στην ήσυχη κοριτσίστικη ζωή μου. Το ίδιο κιόλας βράδυ, και για τα επόμενα ενενήντα περίπου βράδια, έκοβα μικρά μικρά κομματάκια τού εαυτού μου και του τα έδινα, στην προσπάθειά μου να επικοινωνήσω, να έρθω πιο κοντά του, να ενωθώ μαζί του. Εκείνος ήταν ήδη σπασμένος σε κομμάτια, τα οποία, στη δική του προσπάθεια να με πλησιάσει, εκσφενδονίζονταν πάνω μου βίαια. Μια από την αρχή τσακισμένη σχέση, διάρκειας τριών μηνών, ήταν η είσοδός μου στον κόσμο τής Λάνα και του Μόνρα. Μόνο που αυτά που υπήρχαν ανάμεσα σε εμένα και τον Φαμπιάν, σε τίποτε δεν θύμιζαν τον χορό των Λάνρα και τον υπέροχο ουρανό τού μπαμπά. Ειλικρινά, δεν θυμάμαι πλέον ακριβώς τι ήταν αυτό που πίστευα πως ερωτεύτηκα στον Φαμπιάν. Ως έναν βαθμό μάλιστα, θα έλεγα πως ένιωθα αγάπη για κείνον. Θυμάμαι όμως καθαρά πως μόλις χωρίσαμε, κύκλωσα μέσα στην καρδιά μου με έντονο κόκκινο τη φράση «δεν πιστεύουμε στους άντρες» από το «Ευαγγέλιο της μη πίστης» τής μαμάς. Και το αντέγραψα στο δικό μου Ευαγγέλιο. Ο Φαμπιάν είχε κλείσει τα είκοσι τέσσερα. Ζωγράφιζε τους πιο άγρια όμορφους πίνακες που είχα δει ποτέ μου, έπινε φάρμακα για να μην παθαίνει κρίσεις πανικού και γελούσε σαν να μην υπήρχε αύριο… Τον θαύμαζα όταν ήταν δημιουργικός, τον φοβόμουν όταν ήταν θυμωμένος, τον ποθούσα όταν ήταν στον κόσμο του και τον σιχαινόμουν όταν βεβήλωνε τον δικό μου… Οι γονείς του είχαν ένα μικρό κατάστημα τροφίμων στο κέντρο τού Παρισιού. Εκεί, πάνω σε ένα ξύλινο πατάρι με ένα παλιό στρώμα ριγμένο χάμω και μια γαλάζια μάλλινη κουβέρτα, αποφάσισα να μπω στον «κόσμο των μεγάλων». Ο Φαμπιάν δεν ήταν ο «εκλεκτός». Ούτε και το μέρος ήταν το ιδανικό. Είχα όμως από νωρίς πάρει την απόφαση πως οι ερωτικές σχέσεις δεν έχουν σε τίποτε να κάνουν με «εκλεκτούς» συντρόφους και ιδανικά στρωμένα κρεβάτια τού πάθους. Και πως, αν όλα αυτά όντως υπάρχουν για κάποιους, σίγουρα ανάμεσα σε αυτούς δεν ήμουν κι εγώ.


66

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κι έτσι, ήθελα απλώς να τελειώνει μια για πάντα αυτή η διαδικασία τού φόβου. Ήθελα να γίνουν γνωστά τα άγνωστα, για να πάψουν να με τρομοκρατούν. Μια Κυριακή απόγευμα, λοιπόν, κλειδωθήκαμε στο κλειστό μαγαζί, πήραμε από τα ράφια ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και πλαστικά ποτήρια και μέχρι να νυχτώσει, το είχαμε αδειάσει όλο. Κι όσο ήταν από πάνω μου έπειτα ο Φαμπιάν, σκεφτόμουν «Αυτό είναι; Όλος αυτός ο χορός των Λάνρα, όλη εκείνη η λάμψη, η προσπάθεια για την ένωση, γίνονται για αυτό; Για αυτή την ένωση;». Και μαζί με την ψυχή μου, πονούσε και το σώμα μου. Και του έλεγα πως πονούσα, αλλά εκείνος δεν σταματούσε. Μου δάγκωνε τους ώμους, το στήθος, τον λαιμό. Κουνιόταν από πάνω μου και μούγγριζε σαν ζώο. Τον φόβο μου για το άγνωστο, τον αντικατέστησε μέσα μου ο φόβος για το πλέον γνωστό. Κι όταν πια τελείωσε, τον φόβο τον αντικατέστησε η αηδία. Κοιτούσα έπειτα τον Φαμπιάν κι αναρωτιόμουν ποιος ήταν εκείνος που είχε γραπωθεί πάνω μου λίγο πριν. Δεν μπορεί να ήταν ο ίδιος, το βλέμμα του ήταν τόσο διαφορετικό… Θα ορκιζόμουν πως τα πράσινα μάτια του, όση ώρα βρισκόταν από πάνω μου, ήταν γεμάτα από το πιο πηχτό σκοτάδι. Μείναμε δέκα λεπτά στη σιωπή. Έπειτα ντύθηκα, πήρα τα πράγματά μου και κατέβηκα από το πατάρι. Ο Φαμπιάν μού είπε να περιμένω να μαζέψει και να με πάει έπειτα στο σπίτι. Όσο ήταν ακόμη επάνω, ξεκλείδωσα την πόρτα κι έφυγα. Περπατούσα νευρικά. Ήθελα να κλάψω, αλλά κάτι άλλο μέσα μου δεν μου το επέτρεπε. Κάτι πιο δυνατό, κάτι πιο θυμωμένο. Πήρα ένα ταξί κι έφτασα στο σπίτι. Στάθηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας, έβγαλα τα κλειδιά μου από την τσάντα και, λίγο πριν ανοίξω την πόρτα, έκλεισα τα μάτια και μονολόγησα. –Τι θέλεις, μαμά; Έτσι κι αλλιώς, δεν πιστεύουμε στον γομαντισμό… Το ίδιο βράδυ, είδα στον ύπνο μου τον Φαμπιάν. Φορούσε λαστιχένια γάντια. Βουτούσε ένα ξυλάκι μέσα στο μέλι, το ακουμπούσε στον ουρανίσκο μου και μου ζητούσε να ακουμπάω την άκρη της γλώσσας μου πάνω στο σημείο με το μέλι και να λέω αυτά που ήθελε. «Λα, Λε, Λι, Λο, Λου… Ρα, Ρε, Ρι, Ρο, Ρου…». Κι εγώ τρομαγμένη προσπαθούσα να αποδράσω. Το σώμα μου πονούσε. Ξύπνησα μέσα σε μεγάλη ταραχή. Πήγα μπροστά στον καθρέφτη κι έβγαλα την μπλούζα μου. Αυτή τη φορά, οι δαγκωματιές ήταν αληθινές… Μελανιές στον λαιμό, στους ώμους, στο στήθος μου…


Ευτυχία Κανάρη

67

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Την άλλη μέρα εξήγησα στον Φαμπιάν πως έφυγα έτσι γιατί είχα ανάγκη να γυρίσω πίσω μόνη. Δεν σκοτίστηκε και ιδιαίτερα. Αυτή η άρρωστη σχέση, συνεχιζόταν μόνο επειδή δεν έβρισκα τη δύναμη να τη σταματήσω. Κάποιες φορές όμως, τη δύναμη την αντλούμε από τις μεγάλες συσσωρεύσεις αδυναμίας… Κι έτσι, μου χρειάστηκε ένα χαστούκι κι ένα σώριασμα στο έδαφος για να μαζέψω όλη μου την αδυναμία από κάτω, να σηκωθώ και να φύγω, έχοντας τη δύναμη να μη γυρίσω ποτέ πια πίσω. Σε ένα σκοτεινό μικρό παρκάκι κοντά στη Σχολή, βρήκα τον Φαμπιάν να έχει στριμώξει έναν συμφοιτητή μας και να ετοιμάζεται να του χιμήξει. Κατάλαβα πως μαλώνανε και πήγα να τους χωρίσω. Ώσπου είδα το χέρι τού άλλου να γλιστράει από τον λαιμό τού Φαμπιάν στο στέρνο κι έπειτα να τυλίγεται γύρω από τη μέση του και να τον τραβάει πάνω του. Μέχρι εκείνο το απόγευμα, δεν ήξερα βρισιές στα Γαλλικά. Έπειτα φρόντισα να μάθω πολλές, καθώς συνειδητοποίησα πως στον κόσμο των μεγάλων έχουν σπουδαία χρησιμότητα. Μην ξέροντας, λοιπόν, με τι να τον «στολίσω», άρχισα να φωνάζω ασυναρτησίες, μισές στα ελληνικά, μισές στα γαλλικά. Είχα χάσει τον έλεγχο. Και δεν άργησε να τον χάσει κι ο Φαμπιάν. Μου φώναζε να βγάλω τον σκασμό, αλλά εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω. Ώσπου με πλησίασε απότομα και μου έδωσε ένα δυνατό χαστούκι, με το οποίο βρέθηκα πεσμένη χάμω, στο πλακόστρωτο. Τον έβγαλα τον σκασμό… Όλο μου το Είναι ταρακουνήθηκε με εκείνο το χαστούκι. Και ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που, παίρνοντας τον εαυτό μου μακριά από κει πέρα, του υποσχέθηκα πως άντρες που θα μου προκαλούσαν φόβο, δεν θα είχαν καμιά θέση πλέον στη ζωή μου. Το ίδιο βράδυ, κάθισα στο μπαούλο μπροστά στην τζαμαρία τού δωματίου μου και έκλαψα μέχρι που εξαντλήθηκα. Κρατούσα στη χούφτα μου ένα πλαστικό αστεράκι που ξεκόλλησα από το Πλανητάριό μου πριν φύγω από την Ελλάδα.

«Αχ, γαλλικό μωράκι… έτσι θα προχωράει η ζωή σου όλη. Θα αγαπάς κι έπειτα θα σιχαίνεσαι… »Αχ, μπαμπά μου… το Αστεράκι σου σε ντρόπιασε… Με σκυμμένο το κεφάλι μπήκα στον κόσμο των μεγάλων. Κι εδώ δεν υπάρχουν ρυθμιζόμενα ταβάνια. Είτε


68

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χωράς να σταθείς στο ύψος σου, είτε ζαρώνεις, συρρικνώνεσαι για να χωρέσεις… Τι δεν έμαθα σωστά, μπαμπά μου; Τι δεν κάνω σωστά;…»


Ευτυχία Κανάρη

69

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

ον πρώτο χρόνο που ήμουν στο Παρίσι, αρρώστησε η Συγωγώ. Μόλις έκλεισε η Σχολή για το καλοκαίρι, πήγαμε αμέσως στην Ελλάδα με τη θεία Ντίμη. Η Συγωγώ έμενε πλέον στο σπίτι μας, από τότε που ήμουν δεκαπέντε χρονών. Κι αυτό το γεγονός με καθησύχαζε κάπως όταν έφυγα για τη Γαλλία, ως προς το ότι δεν θα έμενε ολομόναχη η μαμά. Φυσικά δεν χώραγε στη φαντασία μου το ότι θα μπορούσε η Συγωγώ μου να αρρωστήσει έτσι σοβαρά και μάλιστα τόσο σύντομα. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, περνούσα όλη σχεδόν την ημέρα μαζί της. Τις περισσότερες ώρες στο δωμάτιό της, επειδή είχε ανάγκη να είναι συνδεδεμένη με τη συσκευή τού οξυγόνου. Της μιλούσα για το Παρίσι, τη Σχολή μου, τους πίνακές μου. Για τις βόλτες με τη θεία Ντίμη στον Πύργο τού Άιφελ, την Αψίδα τού Θριάμβου, το Τροκαντερό, τη Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, την Πλατεία τής Ομόνοιας, την Όπερα, τις Πυραμίδες τού Λούβρου. Για την Παναγία των Παρισίων, το Πάνθεον, τους Κήπους τού Λουξεμβούργου. Για τους περιπάτους πάνω από τον Σηκουάνα, ή στον Λόφο τής Μονμάρτης. Εκείνη με άκουγε με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου, τα γυαλιστερά, τα κουρασμένα, τα γλυκά της μάτια. Δυο καστανάκια που είχαν αρχίσει να φυραίνουν με τα χρόνια και το έντονο περίγραμμά τους ολοένα και θόλωνε. –Αγαπάς κανένα αγόρι, Μυράκι μου; –Όχι. –Δεν σε ενδιαφέρει κανένας συμμαθητής σου; Κανένας γείτονας; –Όχι. –Δεν πειράζει, μικρή μου. Θα έρθει η στιγμή που θα ερωτευτείς και συ και θα αγαπήσεις κάποιον. Και– –Δεν θέλω. –Τι; Γιατί, κουκλίτσα μου; Η αγάπη είναι τόσο όμορφο συναίσθημα! –Δεν θέλω να εγωτευτώ και να αγαπήσω κανέναν, γιατί ξέγω τι συμβαίνει μετά. Πάντοτε κάτι γίνεται και χάνεις αυτόν που αγαπάς και μένεις μόνος σου, σαν ένα σβησμένο καγβουνάκι. Δεν θέλω να σβήσω για κανέναν, Συγωγώ. –Δεν συμβαίνει πάντοτε αυτό, κουκλίτσα μου. Πολλοί έρωτες κρατούν και για μια ζωή ακόμη. –Ναι, ε; Εγώ δεν έχω δει κανέναν τέτοιο. Αλλά ακόμη κι αν υπάγχει, δεν τον θέλω. Δεν θέλω να έχω κάποιον που να φοβάμαι κάθε μέγα τι θα γίνω αν τον χάσω.


70

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Και αν τον χάσω τελικά, να χάσω μαζί του και τον εαυτό μου. Δεν θέλω να γίνω η μαμά μου… –Δεν θα γίνεις η μαμά σου, Μυρούλα μου. Γιατί είσαι ήδη ο εαυτός σου. Και δεν μπορείς να γίνεις κάποιος άλλος ή να ζήσεις τη ζωή κάποιου άλλου. Έπειτα καθόμασταν για λίγο στη σιωπή, εκείνη για να ξεκουράσει τους πνεύμονές της κι εγώ για να ξεκουράσω το μυαλό μου. Άλλες φορές πάλι, καθόμουν πλάι της και ζωγράφιζα μολυβένια σχέδια κι εκείνη διάβαζε διάφορα από εκείνα τα «δικά της». Κι όταν κουραζόμασταν, ανάβαμε την τηλεόραση και βλέπαμε σαχλαμάρες, ξαπλωμένες στο ίδιο κρεβάτι, με τα χέρια μας ενωμένα. –Εξάλλου εγώ είμαι παντγεμένη μ’ εσένα! Δεν θέλω κανέναν άλλον στη ζωή μου! Μέσα σε μια τέτοια συζήτησή μας περί ερώτων, άκουσα μια από τις πιο συγκινητικές ιστορίες που μου έχει πει η Συγωγώ. –Εσύ, Συγωγώ μου, εγωτεύτηκες ποτέ; –Ερωτεύτηκα… –Αλήθεια; Ποιον; –Τον Διονύση. –Και; –Ο Διονύσης μου, κορίτσι μου, ήταν παραπληγικός. Είχε γεννηθεί με αναπηρία στα κάτω άκρα και με μια ασθενική καρδιά και ήταν καθηλωμένος σε καροτσάκι. Είχε μιαν αδελφή, τη Φιλίτσα, η οποία ήταν η καλύτερή μου φίλη από τότε που ήμασταν παιδιά. Ο Διονύσης με αγαπούσε κι αυτός. Αλλά δεν το έλεγε ποτέ, γιατί πίστευε πως δεν είχε καμία ελπίδα μαζί μου. Ώσπου μια μέρα, είπα εγώ στη Φιλίτσα το μυστικό μου, πως τόσα χρόνια αγαπούσα κρυφά τον αδελφό της κι εκείνη κόντεψε να σκάσει από το κλάμα, καθώς μου εκμυστηρευόταν το μυστικό τού Διονύση, πως έλιωνε κι αυτός από τη μυστική του αγάπη για μένα. –Κι εσένα δεν σε ένοιαζε καθόλου που ήταν ανάπηγος; –Καρδούλα μου, καθόλου. Ίσα ίσα… Ουσιαστικά, αν το σκεφτείς πιο βαθιά, απλώς η δική του αναπηρία, σε σχέση με τις αναπηρίες που κουβαλάμε όλοι εμείς, ήταν εμφανής… –Και τι έγινε; –Τι έγινε… Μέχρι τότε αγαπιόμασταν κρυφά. Από τότε, αγαπιόμασταν φανερά μεταξύ μας και κρυφά από τους άλλους. Ώσπου κάποιος, κάπου, κάπως μας κατάλαβε και το ξεφούρνισε στη μάνα μου. Οι γονείς μου δεν τον ήθελαν, λόγω της αναπηρίας του. Κι έτσι, αφού έφαγα μπόλικο ξύλο, μου απαγόρεψαν να τον βλέπω. Κι αυτόν και τη Φιλίτσα. Με κλείδωσαν στο σπίτι για μέρες. Η μάνα μου μάλιστα,


Ευτυχία Κανάρη

71

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έγραψε ένα γράμμα, προσπαθώντας να αντιγράψει τον γραφικό μου χαρακτήρα από τα τετράδιά μου, όπου υποτίθεται πως με αυτό εγώ έλεγα στον Διονύση ότι το σκέφτηκα καλά και πως δεν ήθελα να τον ξαναδώ, πως ήθελα να ζήσω τη ζωή μου πλάι σε έναν άντρα όρθιο και δυνατό κι όχι σε κάποιον καθηλωμένο σε καροτσάκι. Και του το έστειλε… Ο Διονύσης έπαψε να παίρνει τα φάρμακά του για την καρδιά. Μέσα σε λίγο καιρό πέθανε… –Πέθανε; –Ναι, καρδούλα μου. Κι εγώ πίστευα για πολύ καιρό πως πέθανε πιστεύοντας πως εγώ τον πρόδωσα και τον απέρριψα. Όμως κάποιον καιρό μετά τον θάνατό του, συναντήθηκα τυχαία σε μια πλατεία με τη Φιλίτσα και καθίσαμε για λίγο να μιλήσουμε. Και ξέρεις τι μου είπε; –Τι; –Ότι ο Διονύσης ήξερε πως το γράμμα δεν το είχα στείλει εγώ. Γιατί πάντοτε γελούσε όταν με έβλεπε να γράφω το όμικρον ξεκινώντας το από κάτω και σχηματίζοντας τον κύκλο με τη φορά τού ρολογιού, ενώ στο γράμμα που έλαβε, το κυκλάκι τού όμικρον ξεκινούσε από πάνω και ήταν σχηματισμένο με την αντίθετη φορά, προς τ’ αριστερά. –Και τότε γιατί ήθελε να πεθάνει; –Για να ζήσω εγώ μια φυσιολογική ζωή… Για να παντρευτώ έναν άντρα όρθιο και δυνατό, που να τον εγκρίνουν και οι δικοί μου, και να μην είμαι αναγκασμένη για μια ζωή να φροντίζω έναν ανάπηρο. Γι’ αυτό πέθανε… –Κι εσύ; –Εγώ… Εγώ έκανα για κείνον το ίδιο που έκανε κι αυτός για μένα. Του αφιέρωσα τη ζωή μου… Μέσα μου δεν πέθανε ποτέ. Κι έτσι, μεγαλώσαμε μαζί. –Και δεν αγάπησες ποτέ κανέναν άλλον; –Δεν υπήρχε χώρος, κορίτσι μου… Ο Διονύσης μπόρεσε να διακρίνει από ένα όμικρον ότι το ανίερο εκείνο γράμμα που κρατούσε στα χέρια του δεν ήταν δικό μου. Και δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Έτσι κι εγώ, δεν είχα ποτέ καμία αμφιβολία πως στη δική μου καρδιά υπήρχε χώρος μόνο για εκείνον. Είναι τα σημάδια, αγάπη μου. Να δίνεις πάντοτε προσοχή στα σημάδια…

«Αχ, Διονύση… Άδικα πέθανες, το ξέρεις; Η Γωγώ σου πέρασε τη ζωή της φροντίζοντας ένα τσούρμο από άλλους ανάπηρους, που περνιόνταν για όρθιοι και δυνατοί... Κι εγώ, που την… παντρεύτηκα, μπορεί να μην ήμουν καθηλωμένη σε καροτσάκι και να μη συντηρούσα την καρδιά μου με χάπια, αλλά οι δικές μου αναπηρίες ήταν πιο βαθιές και πιο μεγάλες από τις δικές σου…»


72

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μια Τετάρτη βράδυ, η Συγωγώ έπλυνε τα χέρια της και επέστρεψε κατάκοπη στο κρεβάτι. Είχε τόσο έντονη δύσπνοια και βράσιμο στο στήθος, που η ανάσα της ακουγόταν λες και είχαν καταλάβει το σώμα της πέντε πνεύματα μαζί και μιλούσαν ταυτόχρονα μέσα από κείνη. Πήγα και κάθισα πλάι της. –Βάλε το οξυγόνο, Συγωγώ μου. Θες να σε βοηθήσω; Η αναπνοή της γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Ανάμεσα από τις κουρασμένες της ανάσες, προσπαθούσε να μιλήσει με φωνή βραχνή και υγρά μάτια. Κάτι είπε. Δεν μπόρεσα να καταλάβω λέξη. –Και… ος… επ… πας… α… στος… –Τι λες, Συγωγώ μου; Πήρα τη μάσκα οξυγόνου και πήγα να τη βοηθήσω να την τοποθετήσει στο πρόσωπό της. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και με το χέρι της έσπρωξε το δικό μου χέρι. Επανέλαβε τα λόγια της, αλλά και πάλι μού ήταν αδύνατο να την καταλάβω. –Και… ος… επ… πας… α… στος… –Αχ, δεν σε καταλαβαίνω, Συγωγώ μου… Βάλε το οξυγόνο, σε παγακαλώ… Έπιασε το χέρι μου. Με κοίταξε έντονα. –Λέω… Αυτό ήταν… Με την εκπνοή της, ξεπήδησαν, λες, από τον λαιμό της και τα πέντε πνεύματα, στροβιλίστηκαν για λίγο πάνω από το κεφάλι μου και βγήκαν από το παράθυρο, αφήνοντας πίσω τους έναν επαναλαμβανόμενο απόηχο… «Λέω… Λέω… Λέω…». Όταν το χέρι της χαλάρωσε πάνω στο δικό μου, κατάλαβα πως είχε πια φύγει. Πήρα και τα δυο της χέρια μπροστά στο πρόσωπό μου, τα φιλούσα ξανά και ξανά κι έκλαιγα με αναφιλητά. Δυο μικρές, άψυχες καρύδες… Η φρουτένια μου η Συγωγώ… Την επόμενη μέρα, ο Χουσεΐν και ο Ισχούναπελ γέμιζαν ακόμη έναν λάκκο με χώμα. Επισφραγίζοντας έτσι, με αυτόν τον βάναυσο και βρόμικο τρόπο, τη χηρεία μου…

«Αχ, Συγωγώ μου… Πολύ φοβάμαι ότι έζησες όπως ακριβώς πέθανες… με την αίσθηση πως δεν σε καταλαβαίνουν… »Την υπόλοιπη ζωή μου προσπαθώ να μαντέψω τα τελευταία λόγια σου, αλλά μάλλον δεν θα μάθω ποτέ στ’ αλήθεια τι μου είπες φεύγοντας… Το τελευταίο από εκείνα τα “δικά σου”, έμεινε προφανώς για πάντα δικό σου. Κι εγώ κράτησα δικό


Ευτυχία Κανάρη

73

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μου εκείνο το βλέμμα σου κι εκείνο το “λέω…”, ελπίζοντας πως κάποια νύχτα ίσως έρθεις στ’ όνειρό μου να με βρεις και να μου ξαναπείς εκείνες τις κουβέντες που πάσχισες να μου χαρίσεις πριν φύγεις… Και πως εκείνη τη φορά θα σε καταλάβω… »Αχ, Συγωγώ μου, ήσουν το φως, η ζεστή αγκαλιά. Και το ελαφρύ φίλημα στο τέλος τής ημέρας. Δεν έχω μισήσει τίποτε περισσότερο από το χώμα που σε σκέπασε…»


74

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ό

ταν γυρίσαμε στο Παρίσι, η θεία Ντίμη ανέλαβε την επιχείρηση «Ευδιάθετη Μύρα». Κι αυτή περιείχε μικρές εκδρομές, γεύματα σε όμορφα εστιατόρια της πόλης, επισκέψεις σε εκθέσεις και άλλα καλλιτεχνικά δρώμενα, σινεμά και αμέτρητους περιπάτους. Κάποιος άλλος ίσως και να βαριόταν να τα κάνει όλα αυτά με τη θεία του, όμως σε εμένα είχαν ακριβώς εκείνο το αποτέλεσμα που προορίζονταν να έχουν. Τα απολάμβανα όλα και δεν χόρταινα να περνάω τις ώρες μου με τη θεία Ντίμη. Με όλα αυτά και με τη Σχολή μου παράλληλα, κατάφερνα να ξεχνιέμαι αρκετά, όμως το μυαλό μου δεν έπαυε να γυρνάει πίσω στην Ελλάδα. Να τρυπώνει στο νεκροταφείο και να τριγυρνά πάνω από τον τάφο τής Συγωγώς. Να επιστρέφει στο σπίτι και να χαζεύει το μοναχικό πρόσωπο της μητέρας μου, καθώς εκείνη διάβαζε μέσα στη σιωπή τού δωματίου της. –Θεία, μήπως δεν κάνω καλά που αφήνω τη μαμά μόνη; Μήπως έπγεπε να βγίσκομαι στην Ελλάδα τώγα που έφυγε και η Συγωγώ; –Μυρούλα μου, η μαμά από μικρή ήθελε να περνάει πολύ χρόνο μόνη. Κι όταν βαριόταν ή κουραζόταν έτσι, έβγαινε έξω και μπορούσε να γίνει ως και η ψυχή τής παρέας αν το ήθελε. Το ίδιο θα κάνει και τώρα. Νομίζω πως όσο είναι μόνη της, είναι η επιλογή της αυτή. Και μόλις νιώσει την ανάγκη μιας συντροφιάς, θα τη βρει. Ο δρόμος μας, Μυρούλα μου, κάποια μέρα πρέπει να ξεχωρίσει από τους δρόμους των γονιών μας. Αλλιώς δεν αποκτούμε ποτέ πραγματικά δική μας ταυτότητα. –Θεία μου, αν είχες δικά σου παιδιά, θα άντεχες να τους το πεις αυτό; Θα άντεχες να τα σπγώξεις να ψάξουν τον δγόμο τους έξω από τον δικό σου δγόμο; Εγώ δεν ξέγω αν θα μπογούσα… –Ναι, αγάπη μου, μάλλον θα το άντεχα… Γιατί αυτό που σίγουρα δεν θα άντεχα, θα ήταν να τα βλέπω να περπατάνε στα χνάρια μου… –Γιατί, θεία; Τι έχουνε τα χνάγια σου; Εγώ σε θαυμάζω πολύ! –Εσύ μπορεί, κουκλίτσα μου, αν και η δική μου η μάνα μάλλον το αντίθετο θα σκεφτόταν αν ζούσε!… Τέλος πάντων όμως, το θέμα είναι να φτάσεις στο τέρμα ξέροντας πως αγωνίστηκες πρώτα απ’ όλα για σένα κι όχι γι’ αυτά που θέλανε οι άλλοι για σένα. Να ξέρεις τότε πως οι νίκες και οι ήττες είναι δικές σου, να ξέρεις πως έχεις να λογαριαστείς μόνο με τον εαυτό σου γι’ αυτές. Διαφορετικά, γυρεύεις να μοιραστείς το βάρος των ευθυνών σου με άλλους κι έτσι δεν δυναμώνουν ποτέ πραγματικά τα δικά σου πόδια και οι δικές σου πλάτες.


Ευτυχία Κανάρη

75

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τις ίδιες απόψεις με τη θεία Ντίμη είχε και η φίλη της η Μάη. Επίσης Ελληνίδα που ζούσε χρόνια στο Παρίσι, συγγραφέας, αρκετά μεγαλύτερή της και σε πολλά πράγματα αρκετές βαθμίδες πιο τρελή! Η Μάη είχε μια ελιά στο εσωτερικό τού κάτω βλεφάρου τού δεξιού της ματιού. Στην αρχή μού έκανε τόσο εντύπωση, που την παρατηρούσα διαρκώς. Η ελιά βρισκόταν στη μέση τού βλεφάρου, μπροστά από την κόρη τού ματιού της όταν κοιτούσε ευθεία κι έτσι για να μπορέσει να κοιτάξει κάτι, έστρεφε ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι. Σκεφτόμουν πως αυτή η γυναίκα σε όλη τη ζωή της έμαθε να βλέπει μπροστά από τον κόσμο ένα βουνό. Με διέψευσε. Σύντομα κατάλαβα πως αυτό που έμαθε σε όλη τη ζωή της, ήταν να κοιτάζει πίσω από τα πράγματα. Ήταν ίσως ο πιο αισιόδοξος άνθρωπος που είχα ποτέ γνωρίσει. –Οι μεγαλύτεροι υποκριτές, Μύρα μου, είναι οι απαισιόδοξοι. Καταβροχθίζουν όλη την ελπίδα. Κι ενώ εμείς νομίζουμε πως τη σκοτώνουν, στην πραγματικότητα αυτοί την κρύβουν στα στομάχια τους… –Χμ… Συγγνώμη κιόλας για τον τγόπο μου, αλλά να τη χέσω εγώ την ελπίδα… –Αχά! Μήπως έχουμε και στο τραπέζι μας μια μικρούλα… υποκρίτρια; –Την έχω χάσει την ελπίδα. Δεν με αφογά το να ελπίζω για κάτι, απλώς παγατηγώ τη διαδγομή των πγαγμάτων. –Το μυαλό σου μη χάσεις, μάτια μου! Γιατί θα μείνεις άθεη… Θα έχεις χάσει αυτόν που έφτιαξε τον κόσμο σου… Είχα στ’ αλήθεια φτιάξει εγώ τον κόσμο μου; Γιατί αισθανόμουν πως απλώς τοποθετήθηκα σε αυτόν. Δύο ήταν οι εκδοχές που μπορούσα να σκεφτώ. Ή ότι ήμουν ανίκανη να φτιάξω τον κόσμο μου, γι’ αυτό και η μητέρα μου δεν πίστευε ποτέ πως μπορούσα, ή ότι, αν όντως ο κόσμος μου ήταν δικό μου δημιούργημα, τότε θα πρέπει να ήταν πολύ κακό έργο, αφού εκείνη το απέρριπτε συνέχεια. Όπως και να είχε, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό που περιέγραφε η Μάη, μάλλον ήμουν άθεη… Δεν είχα απλώς χάσει τον δημιουργό τού κόσμου μου αλλά, ακόμη χειρότερα, δεν γνώριζα καν ποιος ήταν, ώστε και να πιστέψω σε αυτόν… Πηγαίναμε συχνά για φαγητό με τη θεία και τη Μάη. Κάποιες φορές έρχονταν μαζί μας κι άλλοι φίλοι τους. Όπως ο Τομά και ο Εμίλ. Ο Τομά ήταν ένας συχνά εκνευριστικός, κατά τη γνώμη μου, κύριος, λίγο μεγαλύτερος από τη θεία Ντίμη, φλύαρος και με κάπως κρύο χιούμορ. Με ενοχλούσε που όποτε με κοίταγε, χαμογελούσε πλατιά, με ενθουσιασμό, λες


76

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και ήμουν μικρό παιδί. Αντίθετα ο Εμίλ, ο νεότερος, ήταν συμπαθέστατος και συνεσταλμένος. Οι δυο τους ήρθαν μαζί μας σε τρία γεύματα εκείνη την περίοδο και σε άλλα δύο ήρθε ο Τομά μόνος του. Ήταν τότε που είχα αρχίσει σιγά σιγά να βαριέμαι τις εξόδους με τη θεία και τις παρέες της και ξεκίνησα να συναναστρέφομαι άτομα πιο κοντινής ηλικίας στη δική μου. –Θεία, σε πειγάζει;… –Χάραξε την πορεία σου εσύ, αγάπη μου. Εγώ εδώ θα είμαι, αλλά όχι για να σε πνίγω. Βρες την ταυτότητά σου…


Ευτυχία Κανάρη

77

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γ

ιόρτασα τα εικοστά γενέθλιά μου στο Παρίσι. Η θεία Ντίμη μού είχε ετοιμάσει μια μεγάλη έκπληξη. Η έκπληξη έφτασε από το αεροδρόμιο το απόγευμα. Χτύπησε το κουδούνι και άνοιξα εγώ. –Βουρ, μικρή μου εικοσάρα! Βουρ! –Νίκη! Νίκη μου! Φιλενάδα μου! Αδελφούλα μου!... Την άρπαξα από την πόρτα και σχεδόν την παρέσυρα χορεύοντας μέσα στο σπίτι. Τον ίδιο περίπου χορό επανέλαβαν και η θεία με τον Χρύσο, ο οποίος μπήκε αμέσως μετά τη Νίκη. Ήμουν τόσο χαρούμενη! Ήρθαν για τέσσερις μέρες. Εκείνες τις τέσσερις μέρες, με τη Νίκη μοιραστήκαμε το κρεβάτι μου, τις βραδινές σοκολάτες, τα μυστικά μας, τις ανησυχίες μας και μερικά κρυφά τσιγάρα, τα οποία καπνίσαμε σχεδόν κρεμασμένες έξω από το παράθυρο του δωματίου μου. Παράλληλα, ο Χρύσος και η θεία Ντίμη, μοιραστήκανε το κρεβάτι τής θείας, κάμποσα βραδινά ποτά, και ό,τι άλλο περιελάμβανε εκείνη η μυστηριακή, παράξενη,γιορτινή σχέση τους. Με τη Νίκη, όσο καιρό εγώ βρισκόμουν στη Γαλλία, αλληλογραφούσαμε. Τα περισσότερα νέα η μία τής άλλης τα γνωρίζαμε. Οπότε τον πιο πολύ χρόνο μας μαζί στο Παρίσι, τον γεμίζαμε με αναλυτικές συζητήσεις σχετικά με όσα ήδη είχαμε αναφέρει στα γράμματά μας. Η Νίκη ήταν φοιτήτρια νοσηλευτικής. Και, ειλικρινά, δεν θα μπορούσα να τη φανταστώ σε κάποια δουλειά που να μην είχε να κάνει με προσφορά βοήθειας και φροντίδας. –Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια, Μυράκι; –Το ιδανικό ή αυτό που φοβάμαι; –Και τα δύο… Της περιέγραψα πως το ιδανικό για εμένα ήταν να γίνω μια πολύ καλή εικονογράφος παιδικών βιβλίων. Να έχω δικό μου ατελιέ στο Παρίσι, να συνεργάζομαι με μεγάλους Εκδοτικούς Οίκους και να βγάζω αρκετά χρήματα, ώστε να μπορώ να ταξιδεύω συνέχεια. Κι όταν θα τα έχω πετύχει όλα αυτά, να κάνω και μια όμορφη οικογένεια. –Αλήθεια; –Ναι, αυτό θα ήθελα… Αλλά υπάγχει και αυτό που φοβάμαι… –Και ποιο είναι αυτό; –Να γυγίσω για πάντα στην Ελλάδα, να μην καταφέγω να δουλέψω πάνω σε αυτό που θέλω, να κάνω μια άσχετη δουλειά που θα μισώ ή να μη δουλεύω


78

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καθόλου, να παντγευτώ κάποιον που στην πγαγματικότητα θα τον απεχθάνομαι και να κάνω παιδιά που δεν θα ξέγω τι στο καλό να τους μάθω για τη ζωή… –Θες να σου πω κάτι ενδιαφέρον που θα μπορούσες να τους μάθεις για τη ζωή; –Για πες! –Να μη φοβούνται κανένα σενάριο. Να είναι προετοιμασμένα για το χειρότερο και προικισμένα για το καλύτερο. Να μην είναι σαν εμάς… –Εσένα ποια είναι τα σενάγιά σου; –Θα δεις… –Εγώ σου είπα όμως… –Θα δεις… –Ποιο φοβάσαι; –Δεν φοβάμαι. –Τότε ούτε κι εσύ είσαι σαν κι εμένα… –Δεν έχω φόβο για τα χειρότερα, αλλά εγώ δεν έχω ούτε και προίκα μέσα μου για τα καλύτερα… Εσύ είσαι αλλιώς, Μυράκι μου! Είσαι αλλιώς… Η Νίκη μου, με τη διάτρητη καρδούλα και την ποδοπατημένη ψυχή… Η απροίκιστη Νίκη μου… Όταν σου λένε «θα δεις», πολλές φορές το δέχεσαι σαν επερχόμενη έκπληξη. Έτσι το αντιλήφθηκα κι εγώ τότε. Όμως εκείνη ήξερε πως, τελειώνοντας αυτή τη συζήτηση με ένα «θα δεις», απλώς με προστάτευε από τα θλιβερά της ενδεχόμενα. Και ναι, είχε φόβο για τα χειρότερα. Αλλά ποιος ανταποκρίνεται έτσι εύκολα στο φλερτ τού φόβου του, όταν ξέρει πως δεν έχει προικισμένη την ψυχή του;

«Αχ, Νίκη μου… Αν ήξερες λίγο πριν γεννηθείς, ποιους σκοπούς έρχεσαι να εξυπηρετήσεις στον κόσμο αυτόν, άραγε θα υπήρχε περίπτωση να επιλέξεις να μη γεννιόσουν ποτέ; »Γλυκιά Νίκη μου, θα την επέλεγες ούτως ή άλλως αυτή τη γέννηση, το ξέρω. Με την αναγέννηση έχεις μονάχα μιαν άρνηση· θα αρνιόσουν να φιλοξενηθείς από οποιανδήποτε μήτρα τού σύμπαντος για δεύτερη φορά μέσα σε αυτή, την ίδια ζωή… »Και πόσο σε πεθύμησα, Νίκη μου!...»


Ευτυχία Κανάρη

79

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Α

πό όταν ήμουν πολύ μικρή ακόμη, δίπλα στο φαρμακείο τής μαμάς είχε το ιατρείο του ο κύριος Παρασκευάς· ένας γοητευτικότατος και αρκετά σοβαρός κύριος, κατά τέσσερα χρόνια μικρότερος από τη μητέρα μου. Μέχρι και λίγο πριν να πάω στο Γυμνάσιο, πίστευα πως η ειδικότητά του ήταν… Περιουολόγος!... Ο κύριος Παρασκευάς πάντα την αγαπούσε τη μαμά. Τα πρώτα χρόνια ήταν διαρκώς όλο πήγαινε-έλα στο φαρμακείο και εκδήλωνε τη μεγάλη του συμπάθεια με διάφορες εξυπηρετήσεις, διευκολύνσεις και χάρες προς τη μαμά. Εκείνη είχε καταλάβει τα πραγματικά του αισθήματα γι’ αυτήν και μάλιστα τα είχε συζητήσει και με τη θεία Ντίμη. Μια εποχή η θεία Ντίμη αντιμετώπισε ένα θέμα υγείας, όπου γέμισε ξαφνικά όλο το σώμα της με κοκκινίλες. Τότε η μαμά τής έκλεισε αμέσως ραντεβού με τον κύριο Παρασκευά. –Και τι γιατρός είναι αυτός, Βιολέτα; –Ο… Παρασκευάς, βρε Κυριακή… –Ααα! Ο… περί ου ο λόγος!... Μάλιστα! Ο… «περί ου ο λόγος», ή αλλιώς, με τα δικά μου δεδομένα, ο Περιουολόγος κύριος Παρασκευάς, προφανώς είχε αναλάβει την οικογενειακή μας φροντίδα· έκανε καλά τη θεία Ντίμη ως… Αλλεργιολόγος που ήταν στην πραγματικότητα, κι έπειτα από χρόνια αποφάσισε να κάνει καλά και τη μαμά! Όταν χάσαμε τον μπαμπά, οι δρόμοι φάνηκαν να άνοιξαν για τον Παρασκευά. Παρ’ όλα αυτά όμως, πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να έρθει η κατάλληλη εποχή για να διεκδικήσει τη μαμά. Ως τότε, δεν έπαψε ποτέ να τη φροντίζει όποτε και όπως μπορούσε και ακόμη και οι σχέσεις του με άλλες γυναίκες, παρέμεναν διακριτικές. Κι έτσι, μόλις μπόρεσε να συμπέσει το να αρχίσει να ενδιαφέρεται η μαμά για κάτι πέρα από τη μοναχικότητά της με το να είναι αδέσμευτος και διαθέσιμος κι ο Περιουολόγος, εκείνος άρχισε να γίνεται όλο και πιο εκδηλωτικός απέναντί της. Εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά, αλλά στο τέλος κέρδισε ο Παρασκευάς! Ήμουν στη Γαλλία όταν Αλλεργιολόγος και Φαρμακοποιός σύναψαν σχέσεις. Και, για να είμαι ειλικρινής, χάρηκα με αυτό το γεγονός. Ήταν σαν να κόπασε κάπως η ανησυχία μου σχετικά με τη μοναξιά τής μαμάς. Η Συγωγώ είχε πια φύγει από τη ζωή, εγώ έλειπα ήδη δυόμισι χρόνια από την Ελλάδα, οπότε στη σκέψη μιας σταθερής συντροφιάς τής μητέρας μου, ένιωθα ήρεμη.


80

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το καλοκαίρι που ακολούθησε έπειτα από τη σύνδεση της μαμάς με τον Παρασκευά, ο οποίος μάλιστα είχε σχεδόν μετοικήσει στο σπίτι μας, αποφασίσαμε –ή μάλλον αποφάσισαν αυτοί κι εγώ απλώς ακολούθησα– να πάμε διακοπές όλοι μαζί. Το νέο ζεύγος, το καθιερωμένο πλέον από χρόνια παράξενο ζεύγος Χρύσος–θεία Ντίμη, εγώ, η Οικουμένη, γριά πια, και μια ευχάριστη έκπληξη για μένα, η Μάη! Η Νίκη είχε ήδη φύγει για μια φιλανθρωπική αποστολή με μια ομάδα εθελοντισμού στην οποία συμμετείχε ενεργά στον ελεύθερο χρόνο της. Πήγαμε για τρεις εβδομάδες στο εξοχικό τού Παρασκευά, ένα όμορφο και μεγάλο σπίτι στο Μάννα τής Σύρου. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τη μαμά πλάι σε έναν άλλον άντρα εκτός τού μπαμπά και, κυρίως, ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα χαρούμενη από τότε που χήρεψε. Τόσο χαρούμενη, που σχεδόν αγνοούσε την παρουσία μου… Η Μάη ήταν διαρκώς η παρέα μου – μάλιστα πολύ ευχάριστη παρέα θα παραδεχτώ! Μαζί πηγαίναμε περιπάτους, όταν τα ζευγάρια επέλεγαν την ησυχία τής σπιτικής αυλής, μαζί ξενυχτούσαμε τα βράδια ως αργά συζητώντας διάφορα, όταν οι υπόλοιποι αποτραβιόντουσαν στα δωμάτιά τους. Μαζί προσπαθούσαμε να «κοιτάζουμε πίσω από τα πράγματα» – εκείνη πίσω από την ελιά του ματιού της κι εγώ πίσω από τα λόγια της· εγώ πίσω από τα στιγμιότυπα κι εκείνη πίσω από τα βλέμματα και τις σιωπές μου… –Μυρούλα, θέλεις να σου πω μια ιστορία; –Αμέ! –Ωραία λοιπόν… Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός. Η μάνα μου είχε δικό της μαγαζί με ρούχα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μέναμε, οι γονείς μου, εγώ και ο μικρός μου αδελφός, ο Φίλιππος. Ο πατέρας μου έλειπε για μεγάλα διαστήματα από το σπίτι. Κι εμείς μπορώ να σου πω πως περνούσαμε πολύ καλά όσο εκείνος ταξίδευε. Κάθε φορά που επέστρεφε από τα ταξίδια του, έπεφτε στο σπίτι μια παράξενη σιωπή. Γιατί όσο κι αν έμενε μαζί μας μέχρι το επόμενο μπάρκο, δεν προλαβαίναμε καν να τον γνωρίσουμε· για μένα και τον αδελφό μου ήταν ένας ξένος που περιφερόταν μια στις τόσες μέσα στο σπίτι μας, έτρωγε το φαγητό μας, πλενόταν στο μπάνιο μας, κοιμόταν με τη μαμά μας και χάλαγε την ωραία ρουτίνα μας με το να απαιτεί απόλυτη ησυχία για να κάθεται στο σαλόνι ή στη βεράντα μας και να γράφει με τις ώρες – ούτε που ξέραμε τότε τι. Και απλώς γνωρίζαμε πως έπρεπε να του έχουμε υποχρέωση επειδή μας έσπειρε σε αυτόν τον κόσμο και έπειτα μας πλήρωνε, μαζί με τη μαμά βέβαια, τους λογαριασμούς, τους γιατρούς μας, τα καινούργια ρούχα και τα


Ευτυχία Κανάρη

81

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πράγματά μας και τις ανακαινίσεις τού σπιτιού. Κάπου βαθιά μέσα μας, είχαμε την εντύπωση πως και η μαμά δεν τον πολυσυμπαθούσε. Όταν πλησίαζε η περίοδος για να επιστρέψει εκείνος από ταξίδι, εκείνη γινόταν πιο κακοδιάθετη, πιο στριφνή, είχε συχνούς πονοκεφάλους και γι’ αυτό ζητούσε να έχει ησυχία το σπίτι. Εγώ κι ο Φίλιππος, καταλαβαίναμε την «ασθένεια» της μαμάς και γινόμασταν αγγελούδια για χάρη της. Μάλιστα η «ασθένειά» της είχε και όνομα! Με ρωτούσε ο αδελφός μου: «Μάη, τι έχει η μαμά και πονάει πάλι το κεφάλι της;» Κι εγώ του απαντούσα: «Σσσς, Φίλιππε! Η μαμά έχει “επισκέπτη”!». Οι γονείς μου, όταν βρίσκονταν μαζί, τις περισσότερες φορές καβγάδιζαν. Ένας, όμως, από τους καβγάδες τους, ο πιο μεγάλος, τους οδήγησε στο διαζύγιο. Εγώ ήμουν τότε εννέα χρονών κι ο αδελφός μου έξι. Δεν καταλάβαμε και πάρα πολλά, να σου πω την αλήθεια. Περισσότερο μας ένοιαζε που δεν θα είχαμε πια τις επισκέψεις εκείνου τού ξένου κάθε τόσο μέσα στο σπίτι μας. Εμείς μείναμε με τη μαμά κι εκείνος συνέχισε να ταξιδεύει. Κι όταν γύριζε πίσω στην Ελλάδα, τον συναντούσαμε κάποιες μέρες στο σπίτι τής γιαγιάς μας. Το μοναδικό πατρικό στοιχείο μέσα στο σπίτι μας πλέον, ήταν οι περιγραφές τής μητέρας μας για τον μπαμπά. Κι έτσι, ενώ μεγαλώσαμε στην ουσία χωρίς μπαμπά, εγώ και ο Φίλιππος για τα περισσότερα χρόνια τής ζωής μας, πιστεύαμε πως μεγαλώσαμε με έναν μπαμπά εγωιστή, ανεύθυνο, αδιάφορο δίχως αισθήματα. Αργήσαμε πολύ να καταλάβουμε πως αυτός ο πατέρας ήταν απλώς μια σκιά μέσα στο σπίτι, φτιαγμένη από τη χροιά τής φωνής τής μητέρας μας. Αργήσαμε πολύ να συνειδητοποιήσουμε πως τον πατέρα μας δεν τον γνωρίσαμε ποτέ πραγματικά, πως δεν του δώσαμε ποτέ μια ευκαιρία. Βέβαια δεν θυμάμαι καν εάν τη διεκδίκησε και ποτέ σοβαρά, αλλά έτσι όπως μας είχε «ποτίσει» η μητέρα μας με τη δική της γνώμη για εκείνον, δεν είμαι σίγουρη για το αν θα του τη δίναμε ακόμη κι αν τη ζητούσε. Θυμάμαι κάποιες φορές, όταν η μάνα μας είχε νεύρα μαζί μας, που μας φώναζε «τέτοια που είστε, βρομόπαιδα, θα καταντήσετε σαν τον πατέρα σας μια μέρα…». Και η ειρωνεία, Μυρούλα μου, ξέρεις ποια είναι; Πως αυτό ακριβώς συνέβη! Ο Φίλιππος κατατάχτηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, κι εγώ έγινα συγγραφέας! Και οι δυο, δίχως να το προγραμματίσουμε συνειδητά, κάναμε ό,τι πιο κοντινό στον πατέρα μας θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ο αδελφός μου περνάει τη ζωή του ταξιδεύοντας –σε άλλη βάση βέβαια, με άλλα δεδομένα, αλλά δεν έχει αυτό σημασία– κι εγώ γράφοντας… Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ήμουν είκοσι δύο χρονών. Πήγαμε στο σπίτι του – εκείνο τής γιαγιάς, στο οποίο έμενε μόνος του πια μετά τον θάνατό της– για να συμμαζέψουμε τα προσωπικά του αντικείμενα. Κι εκεί βρήκα… έναν θησαυρό! Αμέτρητα τετράδια και ημερολόγιά του, διηγήματα, ποιήματα, βιβλία ολόκληρα… Και ξέρεις κάτι, Μυρούλα μου; Τότε ήταν που γνώρισα τον πατέρα μου... Τότε ήταν που έμαθα πως δεν ήταν ένας εγωιστής, ανεύθυνος, αδιάφορος και δίχως


82

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αισθήματα άνθρωπος, αλλά κάποιος που θα ήθελα πολύ να τον γνώριζα καλύτερα εάν θα μπορούσα να είχα ξανά την ευκαιρία. Όσο για τη μάνα μου, δεν είμαι σίγουρη ούτε κι αυτήν εάν τη γνωρίσαμε στ’ αλήθεια βαθιά. Δεν είμαι σίγουρη καν εάν γνώρισε ποτέ η ίδια βαθιά τον εαυτό της. Έχω ξεκαθαρίσει πια πολλά πράγματα μέσα μου και κυρίως το εάν, το πώς και το πόσο μπορούν να με επηρεάζουν οι άλλοι. Ίσως κάποια στιγμή στη ζωή σου, να χρειαστεί κι εσύ να κάνεις το ίδιο, κορίτσι μου. Η ζωή είναι τόσο διαφορετική έτσι… Όταν μπορείς να ρυθμίζεις εσύ την επιρροή που μπορούν να έχουν πάνω σου οι άλλοι, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Κι εσένα, παράδειγμα, βλέποντας πόσο πολύ σε επηρεάζει οποιαδήποτε κίνηση της μητέρας σου, νιώθω την ανάγκη να σου θυμίσω πως όποια κι αν είναι η μητέρα σου και με όποιον τρόπο κι αν αποφασίζει να βιώνει αυτόν της τον ρόλο απέναντί σου, εσύ είσαι ένα διαφορετικό, ξεχωριστό πλάσμα και διαχωρισμένο πλέον από εκείνη, που μπορεί να επιλέξει μόνο του πώς θέλει να βιώνει τον δικό του ρόλο ως κόρη και γενικότερα ως ξεχωριστή προσωπικότητα. Η γλυκύτατη και άκρως ενδιαφέρουσα Μάη… Η Μάη που έμαθε μόνη της να κάνει τις δικές της επιλογές για τη ζωή της· εκείνη που, έχοντας μια ελιά στο εσωτερικό τού ματιού της, επέλεξε να βλέπει τι υπάρχει πίσω από τα πράγματα κι όχι να βλέπει μπροστά από τα πάντα ένα βουνό… Η ξεχωριστή Μάη…


Ευτυχία Κανάρη

83

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

* «Ήμουν πολύ μικρή. Έπαθα μια ίωση και έτρεχα συνεχώς στην τουαλέτα με διάρροια. Ερχόσουν μαζί μου κάθε φορά. Με μια μίξη από δυσανασχέτηση και ανησυχία. Τα αισθανόμουν και τα δυο. Πίστευα πως η δυσανασχέτηση ήταν λόγω της μυρωδιάς… –Βγομάει πολύ, ε; (σε ρώτησα κάποια στιγμή) –Πάντα βρομάνε αυτά… –Συγγνώμη, μανούλα… Ξεθάβω αυτή τη στιγμή, όσο αλλόκοτη κι αν φαίνεται, μόνο και μόνο λόγω της απάντησής σου σε αυτό που σου είπα. Επειδή έχω τόσο ελάχιστες τέτοιες απαντήσεις σου να θυμηθώ… –Δεν με νοιάζει όσο κι αν βρομάνε, γιατί σ’ αγαπάω. –Δηλαδή ούτε και οι πογδές τού μπαμπά σε ενοχλούν; –Ούτε! –Εμένα με ενοχλούν! (σου απάντησα γελώντας δυνατά.) –Κάποτε, όταν θα είσαι μεγάλη, θα είσαι με κάποιον όπως είμαι κι εγώ με τον μπαμπά. Και δεν θα σε ενοχλούν! Επειδή θα τον αγαπάς!... Μάλλον το πήρα λίγο ανάποδα αυτό. Σαν να μου είπες πως θα αγαπήσω εκείνον που δεν θα με ενοχλούν οι πορδές του κι όχι πως δεν θα με ενοχλούν οι πορδές εκείνου που θα αγαπήσω. Κι έτσι, βρέθηκα κάποιες φορές να ζητάω από τους συμμαθητές που μου άρεσαν στο Δημοτικό, να τις αφήνουν μπροστά μου, για να δω ποιανού δεν θα με ενοχλούν και να καταλάβω έτσι ποιον αγαπώ. Κανέναν τους δεν αγάπησα όσο ήμουν μικρό κορίτσι… Κρατάω ζωντανή μέσα στο μυαλό μου αυτή τη… βρομερή αλλά και αστεία συζήτηση, επειδή ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που μου είπες πως με αγαπάς. Και σαν να καρφιτσώθηκε από τότε μέσα μου η αίσθηση πως τα περισσότερα όμορφα πράγματα στη ζωή μου, με έναν περίεργο τρόπο, θα είχαν να κάνουν με βρομιά. Προφανώς, λόγω του ότι πήρα λιγάκι ανάποδα τα λεγόμενά σου, έτσι έγραψα το σενάριο της ζωής μου. Ένα γλοιώδες σενάριο, που έπρεπε να ακολουθώ στην


84

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προσπάθειά μου να βρίσκω την αγάπη. Κι έτσι, σαν μύγα, πήγαινα πάντοτε στα σάπια, στα χαλασμένα, στα βρόμικα…

*

Έ

να πολύ ζεστό μεσημέρι στη Σύρο, αντιλήφθηκα πως έλειπε από την αυλή η Οικουμένη. Σάστισα. Η σκύλα μου ήταν πια πάρα πολύ γερασμένη και αρκετά δυσκίνητη· σκεφτόμουν πως ήταν επικίνδυνο για κείνη να βρίσκεται μόνη της κάπου έξω κι επίσης πως δεν θα μπορούσε στην κατάστασή της να έχει πάει πολύ μακριά. Βγήκα έξω με ένα άδειο μπολ από γιαούρτι κι ένα μπουκαλάκι νερό κι άρχισα να την ψάχνω. –Οικουμένη!… Πού είσαι, κοπέλα μου; Οικουμένη;… Τίποτε. –Εμ, όνομα είναι αυτό που της έδωσες, καλέ μπαμπά; Ένα σωγό συλλαβές δίχως ούτε ένα σίγμα, κάτι τέλος πάντων για να ακούει πιο εύκολα… Οικουμένηηη!… Θα ξεφτιλιστώ σε όλη τη Σύγο! Ολόκληγο το Μάννα θα μιλάει για την παλαβή που έψαχνε στους δγόμους τού νησιού την… οικουμένη… Αχ, βγε μπαμπά!... Αχ, βγε Οικουμένη μου, πού είσαι, κούκλα μου; Οικουμένηηη;… Δρομάκια, σπίτια μοναχικά διάσπαρτα κι ανάμεσα χωράφια με αγριόχορτα. Και ένας ήλιος που όσο περνούσε η ώρα με εξαντλούσε κι όλο και πιο πολύ μονολογούσα. –Αν εγώ έχω γίνει έτσι από τη ζέστη, εσύ πώς θα είσαι, Οικουμένη μου; Τι στο καλό σ’ έπιασε τώγα και μου έφυγες, κοπέλα μου; Οικουμένηηη;... Διψούσα τρομερά. Το μπουκαλάκι με το νερό που είχα μαζί μου ήταν μικρό, αλλά το είχα για τη σκύλα. Το άνοιξα και ήπια ίσα μια γουλιά για να βρέξω το στόμα μου και συνέχισα να ψάχνω. –Οικουμένηηη!… Σκεφτόμουν ότι ήταν αστείο το γεγονός πως και η σκύλα μου ακόμη έκανε τις επιλογές της, ξέχωρα από το αντίκτυπο που θα είχαν στη μάνα της – εμένα δηλαδή! Και τι χρώσταγα να το περάσω τέτοιο ρεζιλίκι που πέρασα στη συνέχεια; Η Οικουμένη είχε επιλέξει τον ίσκιο μιας μεγάλης μουριάς για να απλώσει από κάτω το σαρκίο της. Όταν έφτασα εγώ στο σημείο, μόλις που πρόλαβα να


Ευτυχία Κανάρη

85

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δω έναν νεαρό άντρα με τζιν παντελόνι, άσπρο μπλουζάκι και γαλότσες, να την πλησιάζει. Έβαλα μια φωνή κι έτρεξα προς το μέρος της. –Οικουμένη!… Το χώμα κάτω από το δέντρο έμοιαζε σαν να ήταν γεμάτο με γλίτσα, γλίστρησα κι έπεσα κάτω εκεί με τα μούτρα. Ο άντρας γύρισε και με κοίταξε ξεσπώντας σε γέλια. Σηκώθηκα στα γόνατά μου και κοιτάχτηκα. Ήμουν λερωμένη παντού, λες και είχα κυλιστεί σε βούρκο… Ή μάλλον χειρότερα, σε βούρκο με σκούρο αίμα. Ή ακόμη πιο χάλια, βούρκο με σκούρο αίμα και… και σκατά;… –Μη γελάς! Τι βγομάει έτσι; –Πώς έτσι δηλαδή; –Σκατά! Τι πώς έτσι; Τι ήτανε να το ακούσει κι αυτό; Συνέχισε να γελάει περισσότερο από πριν. Μου μύριζε ένας αχταρμάς από σάπια φρούτα και κόπρανα. –Αχ, ναι… Λυπάμαι, κοπέλα μου… Αλλά έχεις κυλιστεί από την κορφή ως τα νύχια στα σκατά! Και δώσ’ του να γελάει και πάλι. –Τι λες τώγα, είσαι τόσο βλάκας; Και σταμάτα να γελάς! Μου σπας τα νεύγα! Θα με βοηθήσεις να σηκωθώ από αυτό το… το… τι είναι τέλος πάντων αυτό το πγάμα; Ο νεαρός άντρας με πλησίασε, γελώντας ακόμη εννοείται, και μου έδωσε το χέρι του βοηθώντας με να σηκωθώ. –Λιωμένα γινωμένα μούρα είναι, δεσποινίς! Κι εσύ έπεσες μέσα με ορμή, σαν τη μύγα! Τι το ήθελε αυτό τώρα; Άντε να του συστηθώ εγώ έπειτα… Με τη βοήθειά του σηκώθηκα και τίναξα από πάνω μου όσα πολτοποιημένα μούρα μπορούσα. –Ευχαγιστώ… Και τι βγομάει έτσι τέλος πάντων; Ήταν τόσο έντονη η μυρωδιά, που ακόμη διατηρούσα τις αμφιβολίες μου για το αν είχα μόνο πολτό από μούρα πάνω μου. Πριν προλάβει να απαντήσει εκείνος, ακούστηκε πίσω από δυο μεγάλα θαμνόδεντρα, ένα μακρόσυρτο «φρρρ». Έμοιαζε σαν να φυσάει κάποιος τη μύτη του και να τον ακούω εγώ από ηχείο! –Τι είναι αυτό; Ο άντρας με κοίταξε και χαμογέλασε. –Λάνα;


86

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πίσω από τα μεγάλα θαμνόδεντρα ξεπρόβαλε σιγά σιγά το κεφάλι ενός μεγάλου καφέ αλόγου. Ήταν τόσο κοντά μας, που τρόμαξα και τινάχτηκα προς τα πίσω. –Μη φοβάσαι! Είναι δεμένη. Και, για να είμαι ειλικρινής, να τι σου μυρίζει… Μόλις πριν εμφανιστείς εσύ, η Λάνα έκανε την ανάγκη της. –Τι; Εκεί που έπεσα εγώ; –Όχι, μωρέ! Εκεί πίσω… Σταματήσαμε εδώ και την έδεσα στο πίσω δέντρο γιατί ήθελα να δω το σκυλί. Δικό σου είναι; –Ναι… –Και τη φωνάζεις… Οικουμένη; Άρχισε πάλι να γελάει. Ήθελα να τον κλωτσήσω, αλλά δεν ήξερα για τι απ’ όλα πιο πολύ. –Μη γελάς, σε παγακαλώ. Την έχω χάσει εδώ και ώγα, δεν μου το έχει ξανασκάσει ποτέ, δεν ξέγω γιατί το έκανε τώγα… Σήκωσα από κάτω το μπολάκι από το γιαούρτι, το γέμισα με νερό και το έβαλα μπροστά της. Έκανε μια κίνηση να πιει, μα βούτηξε ίσα ίσα μέσα τη γλωσσίτσα της κι έπειτα έγειρε και πάλι το κεφάλι της και το ακούμπησε στο χώμα. Δεν είχε τη δύναμη ούτε για να σηκωθεί στα πόδια της. –Έλα, Οικουμένη μου… Πιες λίγο νεγάκι να συνέλθεις για να πάμε σπίτι … Είσαι εξαντλημένη και βγόμικη… Έλα, κουκλίτσα μου! –Να σου πω κάτι; –Τι; –Δεν θέλει να έρθει… –Τι; Τι λες, καλέ; Έλα Οικουμένη μου, πάμε… –Δεν θα έρθει, κοπέλα μου. Το σκυλί ήρθε εδώ για να πεθάνει. Μάταια προσπαθείς να τη σηκώσεις. –Μα τι λες; –Να είσαι ευχαριστημένη που τη βρήκες πριν πεθάνει κι έτσι μπορεί να φύγει τουλάχιστον με τη χαρά πως βρίσκεται στην αγκαλιά κάποιου που αγαπάει. Κάθε λέξη που μου έλεγε, μου προκαλούσε όλο και μεγαλύτερη οργή. Ήθελα να του βάλω τις φωνές, να του πω να πάρει το κοπράλογό του και να φύγει, να μας αφήσει ήσυχες, να πάψει να μας ενοχλεί. Όμως ήξερα κατά βάθος πως είχε δίκιο… Κάθισα πλάι στον κορμό τής μουριάς και πήρα στα πόδια μου την Οικουμένη. Τη χάιδευα ευγενικά, ήσυχα… Τα χέρια μου, βαμμένα μελανί από τα λιωμένα μούρα που ξεράθηκαν πάνω μου, έμπαιναν στο βρόμικο τρίχωμά


Ευτυχία Κανάρη

87

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της απαλά και συζητούσαν με το δέρμα της. Της εξηγούσαν σιωπηλά πως είναι εντάξει αν θέλει να φύγει… Ο νεαρός άντρας πήγε και κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα παραπέρα και άναψε τσιγάρο. Απέφευγε να μας κοιτάζει, μάλλον από σεβασμό στην ιδιαίτερη στιγμή τού αποχαιρετισμού μας. Καθίσαμε αρκετή ώρα έτσι και οι τρεις μας. Η Οικουμένη είχε αρχίσει πια να ανασαίνει πιο δύσκολα. Θυμήθηκα τη Συγωγώ… Λίγες μέρες πριν από τον χαμό της, καθώς συζητούσαμε για τον θάνατο – γι’ αυτούς που φεύγουν, γι’ αυτούς που μένουν– μου είπε πάλι ένα από κείνα τα «δικά της». –«Καιρός τού τεκείν και καιρός τού αποθανείν, καιρός τού φυτεύσαι και καιρός τού εκτίλαι πεφυτευμένον». 15 –Τι είπες, Συγωγώ μου; –Λέω… υπάρχει ορισμένος καιρός για να συμβεί ο τοκετός, ορισμένος καιρός για να έρθει ο θάνατος, ορισμένος καιρός για να φυτέψεις και ορισμένος καιρός για να μαζέψεις όσα φύτεψες… Τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιον από όλους τούς λόγους που με πλήγωναν έκλαιγα, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Έκλαιγα για όλο τον θάνατο που γνώρισα. Έκλαιγα για όλη τη σιωπή που κράτησα έπειτα από κάθε θάνατο στη ζωή μου. Έκλαιγα για κάθε πρόσωπο πάνω στο οποίο άπλωσα τα χέρια μου και το αποχαιρέτησα για τελευταία φορά… Έτσι όπως καθόμασταν στην ησυχία τού μεσημεριού και συντροφεύαμε την Οικουμένη στις τελευταίες στιγμές της, ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω στον νεαρό που μας κρατούσε συντροφιά. –Η ειγωνεία θες να σου πω ποια είναι; Με κοίταξε με συμπάθεια, περιμένοντας να του πω. –Πως όταν βγέθηκε στον δγόμο μου η Οικουμένη, είχε και πάλι σχεδόν τα ίδια χάλια· ετοιμοθάνατη, δεν μπογούσε να σταθεί στα πόδια της, ανέπνεε με δυσκολία και ήταν πολύ πολύ βγόμικη. Βέβαια, αντί για λιωμένα φγούτα, το σώμα της τότε ήταν γεμάτο αίματα. –Κάποιος λόγος θα υπάρχει ίσως που επέλεξε να φύγει από τη ζωή σου όπως ήρθε. Τα ζώα έχουν έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να λένε «ευχαριστώ»… 15

Παλαιά Διαθήκη, Εκκλησιαστής Β’ 2


88

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Σ’ ευχαγιστώ που μας κάνεις παγέα… –Σταμάτησα γιατί είδα το σκυλί ετοιμοθάνατο και δεν ήθελα να είναι μόνο του. Τώρα που είσαι εσύ εδώ, δεν θέλω να είσαι εσύ μόνη σου όταν θα τελειώσει… Η Οικουμένη έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα στο μπράτσο και το πλευρό μου. Κι εκεί, σίγουρη και ήσυχη, έφυγε… Έμεινα για λίγα λεπτά ακίνητη, με τη νεκρή σκύλα μου χωμένη μέσα στην αγκαλιά μου. Ο νεαρός σηκώθηκε από την πέτρα που καθόταν και κατευθύνθηκε προς το άλογό του. –Πάω να φέρω ό,τι χρειάζεται… Θα με περιμένεις; –Εδώ θα είμαι. Ανέβηκε στο άλογο και ξεκίνησαν. Αμέσως όμως σταμάτησε και ώθησε το άλογο να στραφεί πάλι πίσω. –Πώς σε λένε; –Θα σου πω μετά… –Καλά λοιπόν! Εγώ είμαι ο Σίμος. Κι αυτή, όπως σου είπα, είναι η Λάνα. Έρχομαι σε λίγο.

«Λάνα, βρε μπαμπάκα μου; Λάνα; Ωραία παιχνίδια μού σκαρώνεις για να έχει ενδιαφέρον η ζωή μου! Μου στέλνεις κάποιον να με βοηθήσει, καβάλα σε ένα άλογο που έχει το ίδιο όνομα με το ερωτευμένο σου αστέρι… Αν ήσουν εδώ, θα σε κοιτούσα άγρια και πονηρά κι έπειτα θα ξεσπάγαμε και οι δυο σε γέλια! Άκου Λάνα… Το κοπράλογο!»

Είχαν περάσει γύρω στα είκοσι λεπτά όταν ο Σίμος ξαναγύρισε, με μηχανάκι αυτή τη φορά, φορτωμένος με ένα φτυάρι, τέσσερα μεγάλα μπουκάλια νερό σε μια τσάντα και μια μεγάλη πετσέτα. Ο Σίμος. Σαν βγαλμένος από ταινία, με το καφέ του άλογο, με τα όχι πολύ κοντά καστανά μαλλιά του, ανακατεμένα από τον αέρα, με τα σκούρα καστανά, υγρά μάτια και το τσιγάρο του. Ο Σίμος. Τι σενάριο κι αυτό, Θεέ μου; Να με βλέπει συνέχεια να χάνω τα παιδιά μου…


Ευτυχία Κανάρη

89

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σηκώθηκα με την Οικουμένη στην αγκαλιά μου και βγήκα έξω από τον ίσκιο τής μουριάς. Ακούμπησα το σκυλί σε μια μεγάλη επίπεδη πέτρα. Ο Σίμος ήρθε με τα μπουκάλια και, αφού πρώτα μού έδωσε να πιω, προσπαθήσαμε να την καθαρίσουμε όσο γινόταν από τις λάσπες και τα λιωμένα μούρα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πάρα πολλά. –Η Οικουμένη σου διάλεξε να ντυθεί στα μοβ για την τελευταία της κατοικία… –Η Οικουμένη μου πολλά παγάξενα διάλεξε να κάνει λίγο πγιν πάει στην τελευταία της κατοικία… Έπειτα άπλωσε την πετσέτα χάμω κι εγώ ακούμπησα την Οικουμένη στο κέντρο, την τυλίξαμε κι αργότερα την τοποθετήσαμε μέσα σε μια βαθιά λακκούβα που έσκαψε ο Σίμος κάτω από τον ίσκιο τής μουριάς. Έκοψα ένα κλαδάκι από τα πιο χαμηλά τής μουριάς, γεμάτο φύλλα και γυαλιστερά ώριμα μούρα και το κάρφωσα επάνω στο χώμα με το οποίο ο Σίμος σκέπασε την Οικουμένη. –Σίμο, σ’ ευχαγιστώ πολύ… για όλα… –Να μη στενοχωριέσαι, κοπέλα μου. Χαίρομαι που δεν ήσουν μόνη σου τώρα που έφυγε η Οικουμένη σου… –Μύγα… –Ναι, χαμός γίνεται! –Όχι, εγώ… είμαι η Μύγα… –Έλα, μωρέ, στ’ αστεία σού το είπα προηγουμένως, για να σε πειράξω! –Το όνομά μου λέω… Μύγα… Μην το κάνεις πιο δύσκολο… Με κοίταξε προσπαθώντας να καταλάβει τι του έλεγα. Από το ύφος του εν τέλει φάνηκε πως έκανε τη σύνδεση στο μυαλό του, της λέξης που του είπα με την εμφανή μου αδυναμία να πω το «ρο». –Μοίρα, λοιπόν! –Ναι… Με ύψιλον, όχι με όμικρον γιώτα, όπως σίγουρα θα σκέφτηκες… –Όπως και να γράφεσαι, Μύρα, χαίρομαι πολύ! Μου πρότεινε το χέρι του για χειραψία, όμως όταν πήγα να του δώσω το δικό μου, ήταν τόσο βρόμικο και τόσο μοβ από τα ξεραμένα μούρα, που ντράπηκα να του το απλώσω για ακόμα μία φορά κι έτσι το έκρυψα από ντροπή πίσω μου, αφού το έτριψα στο επίσης λερωμένο παντελόνι μου πρώτα. Εκείνος χαμογέλασε κι έσκυψε προς το μέρος μου, τράβηξε το χέρι μου από τον αγκώνα και ένωσε τις παλάμες μας σε μια γερή χειραψία. –Μόλις έσκαψα το χώμα κι έθαψα ένα μοβ σκυλί, πόσο λες να σε σιχαίνομαι, Μύρα;


90

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μέσα σε εκείνο το συνονθύλευμα από τις ενοχλητικές μυρωδιές των γινωμένων και πολτοποιημένων μούρων και των κοπράνων τής Λάνα, με κάθε κίνηση του Σίμου, έφτανε στη μύτη μου η κολόνια του. Μια ευχάριστη, γλυκόπικρη μυρωδιά, που κάλυπτε για πολύ λίγο όλες τις υπόλοιπες. Σαν μύγα, έπεφτα πάντοτε με ορμή σε οτιδήποτε είχε πια λιώσει και βρομούσε… Όμως δεν έπαψα ποτέ να αναζητάω τις γλυκόπικρες μυρωδιές. Γιατί μεγάλωσα μέσα στα γλυκόπικρα. Κι ας πίστευα για χρόνια πως μέσα στη βρομιά βρίσκεται η πραγματική αγάπη, η καρδιά μου πάντα ήξερε πως η αγάπη έχει μυρωδιά γλυκόπικρη… Γεννήθηκα σαν μύγα, ένιωθα πάντα σαν μύγα, έζησα σαν μύγα… Συστήνομαι σαν Μύγα… «Μύγα Αγάπη…».


Ευτυχία Κανάρη

91

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

ο μεσημέρι που θάψαμε την Οικουμένη, ο Σίμος με γύρισε στο σπίτι με το μηχανάκι κι έφυγε αμέσως μετά τον τετριμμένο διάλογό μας. –Να προσέχεις, Μύρα. –Κι εσύ. Να ’σαι καλά… Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία, κοιμόντουσαν. Η μόνη που ήταν ξύπνια, ήταν η Μάη. Ήταν ξαπλωμένη κάτω από την κληματαριά τής αυλής, έπινε παγωμένο τσάι και διάβαζε. –Τι διαβάζεις; –Τι χάλια είναι αυτά; Τι έπαθες; Άφησε στο τραπέζι το βιβλίο της κι ανασηκώθηκε γέρνοντας το σώμα της προς εμένα. –Μάη… πέθανε η Οικουμένη. Αχ, αυτή η υπέροχη γυναίκα, αντί να αρχίσει να ξεστομίζει ερωτήσεις και στερεότυπες εκφράσεις, σηκώθηκε από την ξαπλώστρα της και με πλησίασε με φανερή την πρόθεσή της να με αγκαλιάσει. Εκεί μπροστά μου, κοντοστάθηκε και με κοίταξε δήθεν προβληματισμένη. –Και… τι ακριβώς είναι αυτό το ξεραμένο μοβάκι πάνω σου; –Λιωμένα και πλέον ξεγαμένα μούγα… –Και… είναι μεταδοτικό; –Ας μην το μάθουμε καλύτεγα! –Έλα δω, βρε! Έλα δω… Γέλασε και σχεδόν με άρπαξε και με έκλεισε στην αγκαλιά της. Μέσα κει έκλαψα για τη νεκρή μου σκύλα, για τη νεκρή μου ιδέα τής οικογένειας, για τη νεκρή μου ιδέα τής ευτυχίας... Μέχρι τα είκοσι ένα μου χρόνια, είχα χάσει τον πατέρα μου και μαζί του την ιδέα τού εαυτού μου ως προστατευόμενου από έναν ήρωα, τη γυναίκα που με μεγάλωσε με αφοσίωση μάνας –τη Συγωγώ μου– και μαζί της την ιδέα που είχαμε χτίσει μαζί, εκείνη των συζυγικών δεσμών. Κι έπειτα τη σκυλίτσα μου και μαζί της την ιδέα τού εαυτού μου ως γονέα. Είχα σκαρώσει μέσα μου ένα θεατρικό έργο με ηθοποιούς τούς αγαπημένους μου και κάθε φορά που κάποιος από αυτούς έφευγε, έχανα και εκείνον μα και τον ρόλο του μέσα στο έργο μου. –Αν ήταν στο χέρι σου, θα τους κρατούσες όλους εδώ, έτσι; Λοιπόν, ευτυχώς που δεν είναι! Έχουμε όλοι να κάνουμε κάποια διαδρομή, Μυράκι μου, και ευτυχώς δεν μπορεί να μας σταματήσει κανείς. Όταν υπάρχει λόγος να φύγουμε από δω, φεύγουμε. Μην κρυφτείς από τον θρήνο που έχεις μέσα σου, αλλά μην ξεχάσεις,


92

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

όταν μπορέσεις, να χαρείς για τα ταξίδια που δεν σταματούν μπροστά στον γήινο εγωισμό. Απομακρύνθηκα λίγο από εκείνη, ώστε να μπορώ να την κοιτάξω στα μάτια. –Εγωισμό; Είναι εγωισμός που αγαπώ κάποιους τόσο πολύ ώστε να πονάει η καγδιά μου όταν φεύγουν; –Δεν ξέρω. Πες μου κάτι άλλο… θεωρείς πως ήταν εγωισμός, ας πούμε, που η μητέρα σου δεν ήθελε να φύγεις για τη Γαλλία, ενώ εσύ ένιωθες πως αυτό ήταν που ήθελες περισσότερο από οτιδήποτε; –Μα εγώ ήθελα πολύ να φύγω. Ποιος όμως θέλει να πεθάνει; –Εσύ ήθελες πολύ να το κάνεις αυτό το ταξίδι. Ποιος δεν θέλει να ταξιδέψει με όποιον τρόπο μπορεί; Η ψυχή, πάντως, δεν κάνει αλλιώς! –Η μαμά όμως δεν μου το συγχώγεσε ποτέ… –Εσύ; Νιώθεις μέσα σου πραγματική συγχώρεση για όλους εκείνους που έφυγαν;… Σώπασα. Δεν ήθελα να απαντήσω τίποτε. –Είδες πόσο δύσκολο μοιάζει, Μυρούλα μου; Αυτό που ζητάς για τον εαυτό σου και κάποιος δυσκολεύεται να σου το δώσει, στην πραγματικότητα κάπου δυσκολεύεσαι να το δώσεις κι εσύ. Κι αν είναι για σένα απαραίτητο να συντηρείς μέσα σου την απογοήτευση και τη θλίψη που σου έχουν προκαλέσει οι αποχωρισμοί σου, είναι ίσως και για τη μητέρα σου απαραίτητο να συντηρεί τη δική της θλίψη και απογοήτευση για όσο αυτό κάτι εξυπηρετεί μέσα της. –Σαν τι δηλαδή; –Δεν ξέρω, αγάπη μου. Ίσως να φοβόμαστε να ελευθερωθούμε, γιατί δεν έχουμε μάθει να ζούμε ελεύθεροι. Και το άγνωστο συνήθως τρομάζει. Οπότε μοιάζει πιο εύκολο να ζούμε θυμωμένοι, απογοητευμένοι, θλιμμένοι, παρά τρομαγμένοι. Ίσως ο θυμός μας για το ότι δεν μπορούν να ζούνε πια κοντά μας αυτοί που αγαπάμε, να είναι πιο προσιτός απ’ όσο η απελευθέρωσή μας από αυτή την ανάγκη. –Εγώ είμαι πολύ θυμωμένη… Γιατί δεν καταλαβαίνω… Πότε έγχεται κάποιος, πότε φεύγει, γιατί; Αν πεθάνω εγώ τώγα, δεν θα θυμώσει η μαμά, η θεία, η Νίκη; Όλοι όσοι μ’ αγαπάνε, δεν θα θυμώσουν πολύ; –Ναι, αγάπη μου, θα θυμώσουμε. Αλλά αυτό που δυσκολευόμαστε να παραδεχτούμε, είναι το ότι θυμώνουμε για τον εαυτό μας, που μένει πίσω με ένα «χωρίς». Κι όχι για εκείνον που έφυγε. Γιατί εκείνος δεν μένει πίσω, προχωράει. Κι όσο δεν γνωρίζουμε προς τα πού προχωράει, θυμώνουμε για αυτό που γνωρίζουμε: για το «εδώ». Για το «εδώ» στο οποίο παραμένουμε εμείς, για το «εδώ» που δεν περιέχει εκείνον που έφυγε.


Ευτυχία Κανάρη

93

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Θέλω να αλλάξω… –Αν θέλεις πραγματικά να αλλάξεις, θα το κάνεις. –Γούχα εννοώ! Να πλυθώ και να φογέσω καθαγά γούχα… –Κι αυτό να το κάνεις! Και μάλιστα αμέσως! Σαν ξινισμένη μαρμελάδα μυρίζεις. Α! Και τελικά ήταν λιγάκι μεταδοτικό απ’ ό,τι βλέπω! Χαμογελάσαμε η μια στην άλλη κι εγώ έκανα μεταβολή και κατευθύνθηκα προς την είσοδο του σπιτιού. Λίγο πριν μπω μέσα, γύρισα και την κοίταξα. –Μάη… Και μέσα μου θέλω να αλλάξω… Δεν είπε τίποτε. Χαμογέλασε και μου έγνεψε θετικά.


94

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

ζίνσενγκ, ροζ πιπέρι και σανδαλόξυλο. Εκείνο το καλοκαίρι μού άφησε την οσμή κυρίως του καρπουζιού, των θαλασσινών, του αγιοκλήματος και φυσικά των γινομένων μούρων. Αλλά στο τέλος του, όλες οι μυρωδιές καλύφθηκαν από τζίνσενγκ, ροζ πιπέρι και σανδαλόξυλο. –Θεία, πότε επιστγέφουμε στη Γαλλία; Το ήπαρ τής μαμάς μου φρόντιζε πάντοτε να εκκρίνει μεγάλες ποσότητες χολής, ώστε να μπορεί να χωνέψει αυτή την έκφραση. Και πάλι όμως, ποτέ δεν έγινε σωστά αυτή η πέψη μέσα της… –Στη Γαλλία, Μύρα, δεν επιστρέφεις, αφού η αφετηρία σου είναι εδώ. Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; Όταν έρχεσαι στην Ελλάδα, τότε επιστρέφεις. –Σιγά, βρε Βιολέτα, αφού εκεί είναι για την ώρα η ζωή της, εκεί αισθάνεται πως επιστρέφει. –Άλλο τι αισθάνεται κι άλλο ποιο είναι το σωστό, Κυριακή. –Ωγαία, αν γωτήσω «πότε θα πάμε στη Γαλλία», τότε μήπως θα πάγω απάντηση; –Στις τέσσερις του Σεπτέμβρη, μωρό μου. Είχα κλείσει εισιτήρια μετ’ επιστροφής. Σε αυτό το «μετ’ επιστροφής», η θεία έριξε μια τσαχπίνικη ματιά στη μαμά και από κείνη πήρε πίσω τρία ανεβοκατεβάσματα του κεφαλιού μαζί με τον κοροϊδευτικό μορφασμό που δήλωνε σιωπηλά «γιατί ασχολούμαι μαζί σας;… Αλλοπαρμένες και οι δυο». Είχαμε πια γυρίσει στο σπίτι μας από τη Σύρο. Η Μάη είχε ήδη επιστρέψει στη Γαλλία –γι’ αυτήν η «επιστροφή» ήταν λέξη αδιαπραγμάτευτη όταν επρόκειτο για το Παρίσι– και μας έμεναν ακόμη σκάρτες δύο εβδομάδες έως τις τέσσερις Σεπτεμβρίου. Η μαμά κι ο Περιουολόγος της επέλεξαν ένα ζεστό βράδυ για μια… οικογενειακή έξοδο για φαγητό. –Ποιος και ποιος θα είναι στο πανηγυγάκι, μαμά; –Δεν είναι πανηγυράκι. Πολύ σνομπ16 δεν έχεις γίνει εσύ εκεί στα Παρίσια; Ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να μπλέξει τα Παρίσια στην κουβέντα, όταν επρόκειτο να με επικρίνει για κάτι.

16

Snob (γαλλ.) = υπερόπτης, ψηλομύτης


Ευτυχία Κανάρη

95

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Θα είμαστε εμείς, η θεία σου με τον Χρύσο, ο αδελφός τού Παρασκευά με την οικογένειά του κι εσύ. –Α! Εγώ πάω μόνη μου στο τέλος; Το «εμείς» δηλαδή σημαίνει εσύ κι ο Παγασκευάς; Μπγάβο! Πολύ σικ17! –Βρε, τράβα να ετοιμαστείς, που μου έμαθες και το «σικ» και μου το πετάς στη μούρη! Ίδια τα μούτρα της σε έχει κάνει η θειά σου. –Εμένα μου αγέσουνε τα μούτγα τής θειάς μου! Τράβηξα, λοιπόν, να ετοιμαστώ. Φόρεσα ένα μαύρο εφαρμοστό φόρεμα και ασημένια πέδιλα με λεπτά λουράκια. Σαν μύγα πάνω σε ασημένιο ιστό αράχνης… Το εστιατόριο ήταν παραθαλάσσιο. Αυτό που δεν γνώριζε η μητέρα μου ώστε να ενημερώσει κι εμένα, ήταν ο ερχομός και της Νίκης μαζί με τον Χρύσο. Η βραδιά μού φάνηκε να σώζεται από τη στιγμή τής άφιξής της. Καθίσαμε δίπλα δίπλα. Πλάι στη Νίκη καθόταν ο Χρύσος με τη θεία Ντίμη και παραπλεύρως η μαμά με τον Παρασκευά. Η οικογένεια του αδελφού του καθυστέρησε αρκετά. Ξεκινήσαμε να παραγγέλνουμε. Αμέσως μετά πήγα στην τουαλέτα να πλύνω τα χέρια μου. Ο νιπτήρας βρισκόταν στο βάθος ενός στενού διαδρόμου και δεξιά κι αριστερά του ήταν οι δυο τουαλέτες – μια ανδρική και μια γυναικεία. Μόλις άρχισα να πλένω τα χέρια μου, άκουσα κάποιον να πλησιάζει. Δεν μπήκε σε κάποια τουαλέτα, παρότι ήταν και οι δυο κενές, κι έτσι υπέθεσα πως ήθελε επίσης να χρησιμοποιήσει τον νιπτήρα. Τότε έφτασε στα ρουθούνια μου ένα δυσάρεστο μίγμα από μυρωδιές: εκείνο μιας ωραίας ανδρικής κολόνιας, ανακατεμένης όμως με κάτι βρομερό. Σκούπισα τα χέρια μου και γύρισα για να φύγω. Έχοντας το βλέμμα μου σκυμμένο, αυτό πέρασε πάνω από τα παπούτσια τού άντρα που στεκόταν πίσω μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο οποίος ήταν προφανές πως ήθελε να τα καθαρίσει από τις ακαθαρσίες που είχε μόλις πατήσει. Προσπερνώντας τον, η κολόνια του μου προκάλεσε μια ευχάριστη διάθεση. –Μυγίτσα;… Η φωνή του ακούστηκε γεμάτη έκπληξη και θετικότητα. «Τι είναι τώρα αυτό;…», πρόλαβα να σκεφτώ αστραπιαία. –Ε, Μυγίτσα! 17

Chic (γαλλ.) = κομψός


96

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γύρισα απότομα και τον κοίταξα. –Σίμο; Τι… τι κάνεις εσύ εδώ; –Πάτησα κάτι σκατά σκύλου στο πεζοδρόμιο μόλις έφτασα, και ήρθα να καθαρίσω τα παπούτσια μου. –Εδώ στην Αθήνα εννοώ… –Α! Εδώ μένω. Στη Σύρο είναι το εξοχικό μας. Εσύ; –Τα ίδια σχεδόν. –Τι; Κι εσύ σκατά πάτησες; –Ούφου… Αμάν μωγέ! –Έλα, κορίτσι μου, πλάκα σου κάνω! Είσαι καλά; –Καλά είμαι. Εσύ; –Μια χαρά. –Ωγαία! Λοιπόν, πάω τώγα, με πεγιμένουν. Χάγηκα που σε συνάντησα! –Κι εγώ. Άντε, να περάσεις καλά. Επέστρεψα στο τραπέζι λιγάκι σαστισμένη από την αναπάντεχη συνάντησή μου με τον Σίμο. Στο μεταξύ ο αδελφός τού Παρασκευά με την οικογένειά του είχε φτάσει. Όλοι είχαν προλάβει να συστηθούν, οπότε ο Παρασκευάς άρχισε να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις και σ’ εμένα. –Μύρα, να σας συστήσω: ο αδελφός μου ο Νικόλας, η σύζυγός του Ελευθερία, ο μικρός Γιαννής και…– –Εμείς γνωριζόμαστε ήδη με τη Μυρούλα! Δίπλα μου πια στεκόταν ο Σίμος, που μόλις είχε διακόψει τον θείο του για να ενημερώσει για τη γνωριμία μας. Ο Παρασκευάς, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, έμοιαζε φανερά απορημένος. –Αλήθεια; Πώς; Ο Σίμος χαμογέλασε σχεδόν πονηρά. –Σε μια… κηδεία. Μεγάλη ιστορία! –Ο Σίμος με βοήθησε στη Σύγο να θάψω την Οικουμένη… Όλα τα πρόσωπα στο τραπέζι πήραν την ίδια έκφραση κατανόησης αλλά και έκπληξης περισσότερο. Το δικό μου έμοιαζε με εκείνο που έχει κάποιος που τον κοροϊδεύουν, μα αισθάνεται υπερβολικό το να αντιδράσει. Η θέση τού Σίμου ήταν δίπλα μου. Και κατά τη διάρκεια του δείπνου, όποτε χρειαζόταν να μου απευθύνει τον λόγο, με αποκαλούσε «Μυγίτσα» και μου τέντωνε τα νεύρα. –Θα το κόψεις αυτό το «Μυγίτσα» επιτέλους;


Ευτυχία Κανάρη

97

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Δεν καταλαβαίνω γιατί σε ενοχλεί πάντως! Σε κάνει να ξεχωρίζεις από τον υπόλοιπο κόσμο για πολλούς και διάφορους λόγους! Κι εξάλλου, ως Μύγα δεν μου συστήθηκες; –Είσαι γελοίος… –Σκατόψυχος, θα μπορούσε κανείς να πει… Οπότε νομίζω θα τα πας πολύ καλά μαζί μου, Μυγίτσα! Οι μύγες δεν μαζεύονται στα σκατά; Ήθελα να μπορούσα να τον χαστουκίσω. Και περισσότερο όχι για το ότι με κορόιδευε, αλλά γιατί κάπου μέσα μου το ένιωθα πως είχε δίκιο· κάτι σε αυτόν με έλκυε, ίσως όπως τα σκατά ελκύουν τις μύγες. Άγνωστο εκείνη τη στιγμή το τι ακριβώς ήταν αυτό το κάτι, μιας και με τη συμπεριφορά του, σε συνδυασμό με την αρνητικότητά μου, κατέληγα να μεταφράζω τα πάντα κυρίως ως απορρίψεις αναμεμειγμένες με κάποιες δόσεις συμπάθειας. Το παράδοξο εκείνο «οικογενειακό» δείπνο, μου άφησε όλες τις αισθήσεις μου γεμάτες. Κυρίως της γεύσης και της όσφρησης. Και η κολόνια τού Σίμου είχε σφηνωθεί στα ρουθούνια μου και με ακολούθησε μέχρι το σπίτι. Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι μου αργότερα, έμοιαζε πραγματικά αδύνατο το να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν ολόκληρη την ιστορία τής γνωριμίας μου με τον Σίμο, σκεφτόμουν την Οικουμένη μου, τη μεγάλη μουριά στη Σύρο, το κύλισμά μου στα λιωμένα μούρα, τη Λάνα, το αυτάρεσκο χαμόγελο του Σίμου, τη βοήθεια που μου προσέφερε, την πρώτη μας μοβ χειραψία, τη μυρωδιά τής κολόνιας του – από τότε μού γαργαλούσε γλυκά τη μύτη… Με έπιασα να χαμογελάω με το όλο σκηνικό. Πόσο με εκνεύριζε αυτός ο άνθρωπος, αλλά επίσης πόσο με έκανε να γελάω. Και πόσο όμορφα μύριζε!... –Μάλιστα! Τζίνσενγκ, γοζ πιπέγι και σανδαλόξυλο… Λύθηκε το μυστήγιο! –Δεν ήξερα πως τα συστατικά τής κολόνιας μου αποτελούσαν μυστήριο για σενα… –Κι όμως… Με έτγωγε η απογία! Μην ξεχνάς πως κάθε φογά κάποια μπόχα κάλυπτε η κολόνια σου! Ούτε που πρόλαβα να συνειδητοποιήσω πότε πρόλαβαν να συμβούν τα γεγονότα· να τηλεφωνήσει ο Σίμος την επόμενη μέρα στο σπίτι, να μου πει μονάχα «στις επτά να είσαι έτοιμη, θα σου κορνάρω για να βγεις» και να το κλείσει, να περάσουν οι ώρες ως τις επτά σαν αστραπή, να σκαρφαλώσω στο μηχανάκι του κι έπειτα να βρίσκομαι στο δωμάτιό του και να περιεργάζομαι τον χώρο του και τα πράγματά του.


98

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ανάμεσα σε αυτά βρήκα και το μπουκάλι τής περιβόητης κολόνιας του, στην πίσω πλευρά τού οποίου αναγράφονταν τα τρία βασικά συστατικά του. Έκτοτε, για μένα η λέξη «γοητεία» απέκτησε το δικό της χαρακτηριστικό άρωμα: τζίνσενγκ, ροζ πιπέρι και σανδαλόξυλο. –Και καλά, δεν μου λες, τόση αναστάτωση και τόσο μυστήγιο για να έγθουμε να κάτσουμε στο δωμάτιό σου; –Είσαι πάντα τόσο στριμμένη και ανυπόμονη; –Δεν ξέγω, μάλλον όχι… Απλώς φαντάστηκα πως κάτι πιο ιδιαίτεγο είχες στο νου σου… –Και πολύ καλά έκανες, Μυγίτσα! –Θα σταματήσεις πια; –Εντάξει, εντάξει, αστειεύομαι! Μυρούλα… Καλύτερα τώρα; –Ε ναι… –Τώρα;… Εκείνη την τελευταία σύντομη ερώτησή του, τη συνόδεψε με μια κίνηση που άλλαξε παντελώς την εικόνα τού δωματίου. Όση ώρα εγώ επεξεργαζόμουν τα πράγματά του, εκείνος πείραζε διάφορα εδώ κι εκεί με σχεδόν μηχανικές κινήσεις· έκλεισε όλα τα στόρια τού δωματίου, έβαλε μια πολύ ιδιαίτερη μελωδία να παίζει και άφησε για το τέλος το ταυτόχρονο πάτημα δύο διακοπτών: εκείνου που έσβηνε τα φώτα κι εκείνου που άναβε… το σύμπαν! Στα πρώτα δευτερόλεπτα, μέχρι να προσαρμοστούν τα μάτια μου και το μυαλό μου στη νέα πραγματικότητα γύρω μου, παραπάτησα και κάθισα άτσαλα στην άκρη τού κρεβατιού. Το μόνο που κατάφερα να ξεστομίσω, ήταν ένα επιφώνημα έκπληξης και ενθουσιασμού. Αισθανόμουν τον Σίμο να χαμογελάει αυτάρεσκα και πάλι με την αντίδρασή μου, αλλά εκείνη τη φορά δεν με ενοχλούσε, άξιζε να νιώθει έτσι! Από διάφορα σημεία τού δωματίου εκπέμπονταν εικόνες τού διαστήματος –άστρα, πλανήτες, νεφελώματα, κομήτες– οι οποίες κινούνταν νωχελικά, η καθεμιά πάνω σε διαφορετικό σημείο τού δωματίου. Κι όλες οι προβολές μαζί δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση πως σχεδόν αιωρούμασταν μέσα στο διάστημα! –Τι μαγεία!... Κοίτα… Κοίτα! Αχ, είναι υπέγοχα!... Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου. Έπειτα από λίγο, όταν τα μάτια μου συνήθισαν στον νέο φωτισμό, μπορούσα να διακρίνω τη φιγούρα τού Σίμου απέναντί μου, να χαμογελάει –λιγότερο αυτάρεσκα ίσως–


Ευτυχία Κανάρη

99

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και να με χαζεύει καθώς έπεφταν πάνω και στους δυο μας διαστημικές προβολές. –Σ’ ευχαγιστώ, Σίμο… –Γιατί με ευχαριστείς, χαζούλα; –Γιατί με έφεγες μέσα στο πγοσωπικό σου Πλανητάγιο… Για μένα αυτό είναι σημαντικό… Δεν είπε τίποτε, κάθισε αναπαυτικά και άναψε τσιγάρο κοιτάζοντας στο «διάστημα». Μετά από λίγη ώρα μιας όμορφης σιωπής κι από τους δυο μας, ο Σίμος άναψε ένα μικρό φωτάκι επάνω στο γραφείο του. –Ελπίζω να μην πιστεύεις πως αυτό ήταν όλο! Ο πραγματικός λόγος που σε απήγαγα από τη βαρεμάρα τού σπιτιού δεν είναι αυτός. Αυτόν τον χρησιμοποίησα για να σε εντυπωσιάσω κι έπειτα να σε έχω του χεριού μου! Πήγα αμέσως να αντιδράσω, αλλά με πρόλαβε. –Αμάν, μωρέ γκρινιάρα! Αστειεύομαι! Σε πειράζω γιατί τσιμπάς! Και άντε, επειδή είμαι καλός, δεν θα αναφερθώ συνειρμικά στο… τσίμπημα της μύγας! Έλα, βρε κορίτσι μου, αμέσως να αρπαχτείς, συνεχώς έτοιμη είσαι! Λοιπόν… τι λες; Πάμε; –Πού να πάμε; –Δεν ξέρεις; –Με δουλεύεις; –Έχεις αρχίσει να με καταλαβαίνεις και πολύ μου αρέσει! Έσβησε τους προτζέκτορες, πήρε τα κλειδιά του και με τράβηξε από το χέρι παίρνοντάς με μαζί του. Ίσα που πρόλαβα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο σβησμένο πια «Πλανητάριό» του. Στη διαδρομή επάνω στο μηχανάκι, είπα να μη χαλάσω τη μαγεία που είχε αρχίσει να δημιουργείται κι έτσι δεν ρώτησα τίποτε για το πού πάμε. Έπειτα από περίπου δέκα λεπτά, σταματήσαμε. Ήμασταν σε έναν στενό δρόμο, σε μια άγνωστη σ’ εμένα γειτονιά, γεμάτη με γκρίζες παλιές πολυκατοικίες και ελάχιστα μαγαζιά. Ο Σίμος πάρκαρε το μηχανάκι έξω από ένα σπίτι με μια στενή σιδερένια πόρτα με τζαμαρία. –Εδώ θα μπούμε; Από σπίτι σε σπίτι πάμε, ε; Κανένα τεγάστιο ενυδγείο με ψαγάκια που φωσφογίζουν να φανταστώ εδώ; Ο Σίμος έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα και με χάιδεψε πειραχτικά στο κεφάλι. –Έλα, αστειεύομαι. Αλλά πώς το έχεις καταφέγει και με έχει πιάσει αγωνία;


100

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Αυτό θα πει πως έχω κερδίσει λίγη έστω από την εμπιστοσύνη σου, κοριτσάκι! Και κάτι μέσα σου, σου λέει πως μπορείς να αφεθείς χωρίς ανησυχία στο μυστήριο… σαν παιδί. Τέλεια! Πέτυχε το σχέδιό μου! –Αχ, να σου πω… Με όλον αυτόν τον αυτοθαυμασμό σου με κάνεις να νιώθω λες και είμαι όντως μια μύγα που πιάστηκε στον ιστό σου κι εσύ η αγάχνη που σκοπεύεις να με καταβγοχθίσεις… Κόψε λιγάκι ταχύτητα, Σιμάκο! –Δεν κινδυνεύεις, κοριτσάκι. Εξάλλου δεν είσαι μύγα στην πραγματικότητα, μυγαλή είσαι, αλλά δεν το ξέρεις ακόμη. –Μυγα-τι; –Μυγαλή. Πάμε μέσα τώρα και θα ’ρθει η στιγμή και γι’ αυτό. Η πόρτα με την τζαμαρία ήταν ξεκλείδωτη και στο κάτω μέρος, ανάμεσα σ’ αυτήν και στη σιδερένια κάσα της, υπήρχε τοποθετημένο ένα μικρό κομμάτι ξύλο, ώστε να παραμένει δυο-τρεις πόντους ανοιχτή. Ο Σίμος την έσπρωξε και με προσκάλεσε μέσα. Βρεθήκαμε σε έναν στενό και μακρύ διάδρομο από μωσαϊκό. Η μυρωδιά πρόδιδε την παλαιότητα του κτηρίου. Καθώς προχωρούσαμε στον διάδρομο, πλησιάζαμε μια βουή από μαζεμένο κόσμο. Ο στενός διάδρομος, αφού προσπεράσαμε την πόρτα ενός ασανσέρ, οδηγούσε στη σκάλα προς τους ορόφους τής πολυκατοικίας και δίπλα σε αυτήν υπήρχε μια σχετικά στενή λευκή πόρτα. Αυτή με τη σειρά της, οδηγούσε σε έναν χώρο που καθόλου δεν ταίριαζε να βρίσκεται εκεί… Στον ακάλυπτο χώρο τής πολυκατοικίας βρισκόταν μια αρκετά ευρύχωρη εσωτερική αυλή. Την είχαν διαμορφώσει εκπληκτικά, με λευκά τραπεζάκια και μαύρες καρέκλες τού σκηνοθέτη, με κρυφούς φωτισμούς και φαναράκια κρεμασμένα τριγύρω, ένα μικρό επιπλάκι που περιείχε ποτά, τοποθετημένο στον έναν τοίχο, να έχει τη χρησιμότητα του μπαρ, μια ξύλινη παλιά βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία σε έναν άλλον και ένα ταλαιπωρημένο πιάνο τοίχου παραδίπλα. Το μπαράκι, η βιβλιοθήκη και το πιάνο ήταν προστατευμένα κάτω από υπόστεγα κι επιπλέον βρίσκονταν δυο επίπεδα πιο πάνω από το υπόλοιπο πάτωμα, σε τσιμεντένιες κατασκευές με δύο σκαλοπάτια, προφανώς για να μην κινδυνεύουν από ενδεχόμενες πλημμύρες εξαιτίας των βροχών. Στο κέντρο τής αυλής δέσποζε ένας γερασμένος αλλά καλοστεκούμενος ψηλός φοίνικας, από τον κορμό τού οποίου κρέμονταν άτακτα με αλυσιδάκια, μικρές ξύλινες πινακίδες με γνωμικά ελλήνων ποιητών, λογοτεχνών και φιλοσόφων. Μαγεύτηκα! –Σίμο, τι είναι εδώ μέσα; Είναι υπέγοχα! –Εδώ είναι η «Αυλή τής Σοφίας», κοριτσάκι. Ο κρυφός μας παράδεισος!


Ευτυχία Κανάρη

101

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Μα είναι όντως ένας μικγός παγάδεισος μέσα σε μια εντελώς άχγωμη γειτονιά, που δεν το πεγιμένει κανείς! Ποιος τον έφτιαξε; –Εμείς, η παρέα μου. Σε αυτή την πολυκατοικία μένουν δύο από τους παιδικούς φίλους μου κι έτσι παίζαμε από μικροί εδώ. Όταν πέθανε, πριν από τέσσερα χρόνια, η κυρα-Σοφία, η μάνα τού ενός από αυτούς, αποφασίσαμε να φτιάξουμε την αυλή προς τιμήν της σαν έναν μικρό παράδεισο τέχνης. Συμφώνησαν όλοι στην πολυκατοικία, έτσι κι αλλιώς η αυλή ήταν παραμελημένη κι ανεκμετάλλευτη. Ήταν άνθρωπος της τέχνης η κυρά-Σοφία. Τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία είναι δικά της, αυτό εκεί είναι το ένα από τα δύο πιάνα της, ήταν δασκάλα μουσικής. Και τις περισσότερες από αυτές τις πινακίδες τις είχε φτιάξει η ίδια και τις είχε κρεμασμένες στο μπαλκόνι της. Ήταν τόσο πολλές σε ένα τόσο δα μπαλκονάκι, που όταν φύσαγε χτυπούσαν η μια πάνω στην άλλη κι έτσι λεπτές που είναι, ακούγονταν σαν τα νερά που κελαρύζουν μέσα σε ένα ποτάμι, όπως έλεγε και η κυρά-Σοφία. «Ακούστε… τα ποτάμια τής Γνώσης! Από τέτοια ποτάμια αξίζει να παρασυρθεί κανείς!...», όλο τέτοια μάς έλεγε. Εμείς φτιάξαμε κι άλλες κι έτσι σχεδόν γέμισε ο κορμός τού φοίνικα! Το βράδυ εκείνο είχαν κανονίσει να παίξουν μουσική κάποιοι φίλοι τού Σίμου. Πιάνο, τσέλο και φλάουτο. –Και η γειτονιά; Δεν θα κάνουν παγάπονα για τη φασαγία; –Φασαρία; Καλά, κάτσε να αρχίσουν και θα δεις! Η γειτονιά κάθε άλλο, γουστάρει κιόλας! Και η γειτονιά είχε κάθε λόγο να γουστάρει τελικά, αφού, όχι μόνο δεν επρόκειτο για φασαρία, αλλά για μια μαγευτική, γαλήνια περιπλάνηση ανάμεσα σε πανέμορφες μελωδίες, που έκαναν τη μικρή εκείνη εσωτερική αυλή να μοιάζει με ένα μεγάλο, πολύχρωμο μουσικό κουτί, κρυμμένο καλά στο βάθος ενός γκρίζου κτηρίου. Ποιος δεν θα ήθελε να το ανακαλύψει; Ο Σίμος έφερε από το μικρό μπαράκι δυο ποτήρια με λευκό κρασί. –Περνάς όμορφα, κοριτσάκι; –Δεν το βάζει ο νους σου πόσο… –Τέλεια! Κατά τη διάρκεια της βραδιάς όλοι του οι φίλοι μαζεύονταν τριγύρω μας. Πειράγματα και γέλια προς τον Σίμο, συστάσεις, χειραψίες και χαμόγελα προς εμένα – το νέο αίμα στον «Κήπο τής Σοφίας». Η βραδιά ήταν πολύ ευχάριστη και κυλούσε γλυκά, όπως ίσως θα κυλούσαν και τα ποτάμια τής Γνώσης τής κυρά-Σοφίας. Κι όπως έλεγε κι εκείνη, «από τέτοια ποτάμια αξίζει να παρασυρθεί κανείς!...».


102

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όταν έφτασε η ώρα να φύγουμε, αφού χαιρετήσαμε τους φίλους και τους γνωστούς του, ο Σίμος με πήρε από το χέρι και με τράβηξε προς τον φοίνικα. –Τον «κύκλο των μηνυμάτων» δεν έκανες, κοριτσάκι. –Τι είναι πάλι αυτό; –Τίποτα περίεργο, κλείνεις τα μάτια σου, περιστρέφεσαι γύρω από τον φοίνικα κι όποτε θέλεις σταματάς και αγγίζεις με το χέρι σου μια πινακίδα στα τυφλά. Αυτό που γράφει, είναι το μήνυμα προς εσένα για κείνη τη στιγμή. Έλα, πάμε! Με κρατούσε από το χέρι κι εγώ έχοντας κλειστά τα μάτια ακολούθησα μια αριστερόστροφη κυκλική τροχιά γύρω από τον φοίνικα. Σταμάτησα και άγγιξα μια πινακίδα με το αριστερό μου χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου και, αντί να κοιτάξω το μήνυμά μου, κοίταξα τον Σίμο κατάματα. Εκείνος διάβασε την πινακίδα μου και χαμογέλασε. –Δεν μου λες, κοριτσάκι, γιατί προχώρησες αριστερόστροφα κι όχι δεξιόστροφα όπως οι δείκτες τού ρολογιού; –Δεξιόστγοφα; Γιατί; Έπγεπε να πάω δεξιόστγοφα; Εγώ αγιστεγόστγοφα ήθελα. Εξάλλου… δεν μου αγέσουν τα γολόγια! Ο Σίμος χαμογέλασε πιο έντονα και φέρνοντας το χέρι του στο πιγούνι μου, έστρεψε το πρόσωπό μου προς την πινακίδα που είχα αγγίξει.

«Εμπρός λοιπόν. Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή. Πιάσε τό ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.» 18 Οδυσσέας Ελύτης. Γελάσαμε και κοιταχτήκαμε συνωμοτικά. –Εσύ; Δεν θα κάνεις τον «κύκλο των μηνυμάτων»; –Δεν προλαβαίνουμε τώρα! Έχουμε τόσα ΠΡΕΠΕΙ να γδάρουμε… Πάμε! Με άρπαξε από το χέρι και φύγαμε από την αυλή σχεδόν τρέχοντας.

σου;

–Κοριτσάκι, τι είναι αυτό που θα έκανε αυτή τη νύχτα την πιο όμορφη της ζωής

–Αυτό που πγόκειται να φάμε τώγα!... Στεκόμασταν μπροστά από μια καντίνα και περιμέναμε να ετοιμαστούν δυο τεράστια σάντουιτς.

18

Απόσπασμα από τον «Μικρό Ναυτίλο»


Ευτυχία Κανάρη

103

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Σίμος, αμέσως μετά την απάντησή μου, με κοίταξε προσποιούμενος ύφος επίπληξης τάχα. –Γιατί έχεις βάλει σαν σκοπό να μου χαγίσεις την πιο όμογφη νύχτα τής ζωής μου; Μου λες; –Δεν ξέρω. Ίσως επειδή κοιτάζοντάς σε κανείς στα μάτια, αισθάνεται ένα τέτοιο χρέος απέναντί σου. Ίσως πάλι μόνο εγώ να το νιώθω αυτό. Δεν ξέρω, αλήθεια, αλλά από την πρώτη στιγμή που σε κοίταξα στα μάτια, βουτηγμένη μέσα στα πολτοποιημένα μούρα, απελπισμένη και κατατρομαγμένη, αυτή την αίσθηση μου έδωσες. Από κείνη τη στιγμή ήξερα πως σου οφείλω κάτι όμορφο. Μη με ρωτήσεις τι και πώς, δεν έχω ιδέα… Λοιπόν; Ονόμασέ το και θα δω τι μπορώ να κάνω! –Και μετά τι; –Τι θες να πεις; Τι μας νοιάζει μετά τι, μωρέ; –Αν κάνουμε αυτήν εδώ την πιο όμογφη νύχτα τής ζωής μου, τι θα έχω να πεγιμένω έπειτα; Θέλω να έχω πάντα κάτι όμογφο να πεγιμένω. Όχι κάτι ομογφότεγο από το πανέμογφο… –Και γι’ αυτό αρνείσαι να– –…δεν αγνούμαι τίποτε! Αλλά μη μου ζητήσεις να επιθυμήσω σκόπιμα τα πεγισσότεγα. Είμαι εντάξει! Είναι εντάξει! –Μάλιστα, κατάλαβα… Αυτό είναι το πρόβλημα λοιπόν! Το εντοπίσαμε. –Ποιο πγόβλημα; Μα μόλις σου είπα πως δεν υπάγχει κανένα πγόβλημα. –Πάμε, κοριτσάκι. Πήραμε τα σάντουιτς σε μια σακούλα και καβαλήσαμε το μηχανάκι. Δεν έκανα την παραμικρή απόπειρα να ρωτήσω πού πάμε. Η ώρα περνούσε κι εμείς ακόμη πηγαίναμε… Ταξιδεύαμε στην παραλιακή Λεωφόρο, έχοντας πια απομακρυνθεί από την Αθήνα. Ο Σίμος φαινόταν πολύ σίγουρος για το πού πηγαίναμε. Εγώ πάλι, είχα αρχίσει να αισθάνομαι μια ανησυχία για την ώρα που περνούσε. Λίγα λεπτά αφότου μπήκαμε στο Λαγονήσι, ανεβήκαμε σε κάτι δρομάκια και κάπου εκεί σταματήσαμε. Το σκοτάδι ήταν πυκνό εκεί μέσα. Παντού τριγύρω δέντρα και ελάχιστα σπίτια που, κρατώντας αισθητές αποστάσεις το ένα από το άλλο, έμοιαζαν να μπορούν να ανασαίνουν ικανοποιητικά σε σχέση με εκείνα τής Αθήνας. Μέσα στη νύχτα το μόνο που ακουγόταν ήταν οι αναπνοές τής φύσης. Η περιοχή έμοιαζε να κοιμάται, παρόλο που ήταν τέλος Αυγούστου. –Φτάσαμε, κοριτσάκι. Κατέβα.


104

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σκέφτηκα πως τόσο που είχα αντέξει ως εκείνη τη στιγμή να μη ρωτήσω, θα ήταν κρίμα να το χαλάσω τελευταία στιγμή. Κατέβηκα από το μηχανάκι μη λέγοντας κουβέντα. Στα χείλη τού Σίμου έμοιαζε να αχνοφαίνεται ένα ελαφρύ μειδίαμα· υπέθεσα πως ήταν λόγω της, σχεδόν διασκεδαστικής για κείνον, προσπάθειάς μου να μη ρωτήσω τόσην ώρα πού πηγαίναμε. Κατευθυνθήκαμε προς τη μακρόστενη καγκελόπορτα ενός σπιτιού. Δεξιά κι αριστερά τής πόρτας, υπήρχαν ψηλές μάντρες με καγκελάκια στο πάνω μέρος τους, τυλιγμένα με πυκνές κληματαριές που εμπόδιζαν την ορατότητα εντός τού κήπου. Ο Σίμος ξεχώρισε μέσα από τα κλειδιά του το κατάλληλο για αυτή την πόρτα και την ξεκλείδωσε. Περπατήσαμε πάνω σε έναν πλακόστρωτο διάδρομο, που αγκαλιαζόταν δεξιά κι αριστερά του από έναν ολάνθιστο και καλά φροντισμένο κήπο. Στην αριστερή πλευρά τού κήπου υπήρχε μια χτιστή ψησταριά. Στο τέλος τού διαδρόμου, τρία μεγάλα σκαλοπάτια οδηγούσαν σε μια ευρύχωρη βεράντα κι αυτή με τη σειρά της κατέληγε στο οίκημα. –Πέρασε, κοριτσάκι. Μετά από σένα! Πέρασα από μπροστά του και πριν να τον προσπεράσω, τον κοίταξα έντονα. Χαμογελούσε με σιγουριά. Το σπίτι ήταν αρκετά ευρύχωρο και σχετικά λιτό, ό,τι έπρεπε για εξοχικό. Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο, βρισκόμασταν στον κυρίως χώρο, το καθιστικό, το οποίο διαχωριζόταν από την κουζίνα δεξιά μόνο με ένα πέτρινο πάσο με τέσσερα ψηλά σκαμπό από κάτω. Απέναντί μας ακριβώς υπήρχε ένα τζάκι και αριστερά του στον ίδιο τοίχο, μια πόρτα που οδηγούσε σε έναν μικρό διάδρομο, από τον οποίο κατευθυνόμασταν στις δυο κρεβατοκάμαρες και στο μπάνιο. –Αυτό, που λες, είναι το εξοχικό μας. Το εντός Αττικής εξοχικό μας, πέρα από αυτό τής Σύρου. Σ’ αρέσει; –Πολύ! Αλλά, βγε Σίμο, κάναμε τόσην ώγα να φτάσουμε… τι ώγα θα φύγουμε και τι ώγα θα γυγίσω σπίτι; Έχω αγχίσει να αγχώνομαι… –Κακώς. Ο Οδυσσέας ήταν σαφέστατος: «πιάσε τό ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι», σου είπε. Έχουμε δουλειά μπροστά μας, κοριτσάκι. Λοιπόν, ξεκινάμε; –Σίμο… Δεν… –Άκουσέ με, ματάκια μου, εγώ δεν συνηθίζω να αφήνω τους σκοπούς μου ανεκπλήρωτους. Κι αν έβαλα σκοπό απόψε να κάνω αυτή τη νύχτα την πιο όμορφη της ζωής σου, θα το κάνω με ή χωρίς τη βοήθειά σου. Λοιπόν, έρχεσαι να βοηθήσεις ή θα με περιμένεις εδώ;


Ευτυχία Κανάρη

105

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Να έγθω πού; –Μέσα, στο υπνοδωμάτιο. –Εντάξει… –Όχι, κοριτσάκι. Δεν θέλω να είναι εντάξει. Όχι απόψε… –Δεν σε καταλαβαίνω, μωγέ… –Το ξέρω! Θα καταλάβεις όμως… Πήγαμε στη μικρή κρεβατοκάμαρα. Αριστερά υπήρχε κολλημένο στον τοίχο ένα μονό κρεβάτι και απέναντι μια εντοιχισμένη ντουλάπα. Πήγε κατευθείαν και άνοιξε το δεξί της φύλλο. Έβγαλε από μέσα δυο διπλωμένα σιδερένια ράντζα και δυο επίσης διπλωμένα λεπτά στρώματα. Έπειτα άνοιξε το αριστερό φύλλο τής ντουλάπας κι έβγαλε σεντόνια και μαξιλαροθήκες. Πέταξε τα τελευταία στον αέρα με προορισμό την αγκαλιά μου και ύστερα πήρε τα δυο μαξιλάρια πάνω από το κρεβάτι και ήρθε και τα ακούμπησε κι αυτά στα χέρια μου. –Κάνε εσύ αυτά τα γυναικεία, να κάνω εγώ τα πιο αντρικά. Πήρε και τα δυο ράντζα στα χέρια του και βγήκε από το δωμάτιο. Εγώ έμεινα πίσω να ντύσω τα μαξιλάρια. Οι κινήσεις μου ήταν αρκετά αργές, μάλλον στην προσπάθειά μου να συνειδητοποιήσω αυτά ακριβώς που συνέβαιναν και παράλληλα να επεξεργαστώ και τον άγνωστο σ’ εμένα χώρο. Στο μεταξύ εκείνος γύρισε ξανά στο δωμάτιο, άρπαξε τα στρώματα και ξαναβγήκε σχεδόν χοροπηδώντας. –Όταν τελειώσεις περίμενέ με εδώ, κοριτσάκι, μην έρθεις έξω. Αυτό και έκανα. Κάθισα στο κρεβάτι με τα σεντόνια αγκαλιά και τα μαξιλάρια δίπλα μου και τον περίμενα. «Τι μου συμβαίνει; Είναι περασμένες δώδεκα, βρίσκομαι σε μια ξένη κρεβατοκάμαρα ενός άγνωστου σπιτιού, με ένα αγόρι που γνωρίζω ελάχιστα, πολύ μακριά από το σπίτι μου και δεν αισθάνομαι καμία ανησυχία; Εγώ; Και ετοιμάζω τα στρωσίδια για τι; Για να κοιμηθούμε; Οι δυο μας, εδώ στην ερημιά; Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά είναι η πρώτη φορά που δεν με νοιάζει. Γιατί δεν με νοιάζει τίποτε όμως; Η μητέρα μου; Γιατί δεν με νοιάζει ούτε η μητέρα μου; Ήξερε πως θα έβγαινα με τον Σίμο. Δεν επιχείρησα καν να την πάρω ένα τηλέφωνο. Μήπως έπρεπε να την είχα πάρει ένα τηλέφωνο; Δεν θέλω να απασχοληθώ άλλο με αυτή τη σκέψη. Εγώ απόψε απλώς… δεν ανησυχώ για τίποτε. Είναι πολύ παράξενο να μην ανησυχείς για τίποτε. Όμορφα είναι! Πολύ όμορφα!... Αλήθεια, τι να είναι αυτό που με κάνει να μην ανησυχώ για τίποτε, να το φορούσα σαν φόδρα πάντοτε κάτω από το δέρμα μου και να νιώθω όπως τώρα;…»


106

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Θα έχεις από μένα ό,τι θέλεις, αρκεί να μου πεις τι σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή! Ο Σίμος στεκόταν στην είσοδο του δωματίου με τα χέρια στις τσέπες, ακουμπώντας με το πλάι στο κούφωμα της πόρτας. –Σκέφτομαι… Είμαι στ’ αλήθεια κάτι άλλο πέγα από… μύγα για σένα; Έστω κι αν πγέπει να είμαι και αγάχνη ακόμη; Γέλασε δυνατά. –Δεν είπαμε πως σήμερα θα γδάρουμε όλα τα ΠΡΕΠΕΙ, κοριτσάκι; Έλα… Έλα μαζί μου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, πήρα εγώ τα στρωσίδια κι εκείνος τα μαξιλάρια και τον ακολούθησα. Προς έκπληξή μου, δεν σταμάτησε στο καθιστικό, προχώρησε έξω από το σπίτι. Μόλις βγήκαμε στη βεράντα, στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε έντονα. –Δεν θέλω να είναι τίποτε εντάξει απόψε. Μου είπες να μη σου ζητήσω να επιθυμήσεις σκόπιμα τα περισσότερα, πως είσαι εντάξει έτσι. Επομένως τα περισσότερα για σένα είναι τα πέρα από το εντάξει… Άρα, ίσως η ομορφότερη νύχτα τής ζωής σου να κρύβεται πίσω από πράγματα στα οποία δεν υπάρχει η τάξη που έχεις συνηθίσει. Όπως σε μια κρεβατοκάμαρα χωρίς τοίχους και ταβάνι ας πούμε… Παραμέρισε και με μια ήσυχη κίνηση του χεριού του με προέτρεψε να κοιτάξω κάτω, στον κήπο. Εκεί είχε ανοίξει τα δυο ράντζα, τα είχε τοποθετήσει ενωμένα στο χώμα, με τα στρώματα πάνω τους. Τριγύρω είχε στολίσει διάσπαρτα γυάλινα σφαιρικά ποτηράκια με κεριά αναμμένα. –Όσο εσύ θα στρώνεις το υπαίθριο κρεβάτι μας, εγώ θα ανάψω το τζάκι μας! –Το… το τζάκι…; Τι είχε στ’ αλήθεια αυτός ο άνθρωπος και κατάφερε μέσα σε μια νύχτα μονάχα να με αφήσει άφωνη τόσο πολλές φορές; Δίχως να πω λέξη παραπάνω, ξεκίνησα να στρώνω τα σεντόνια, καθώς εκείνος επιχειρούσε να ανάψει το… τζάκι, δηλαδή τη χτιστή ψησταριά! Δημιούργησε μια δυνατή φλόγα και την άφησε να σιγοκαίει. Όταν πια ήταν όλα έτοιμα, καθίσαμε αναπαυτικά στο υπαίθριο κρεβάτι μας, φάγαμε τα κρύα πλέον σάντουιτς, ήπιαμε παγωμένες μπύρες που φέραμε από την κουζίνα και καπνίσαμε πολλά τσιγάρα, ψαχουλεύοντας τα αστέρια ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων τού κήπου. Εκεί, κάτω από τον έναστρο ουρανό και μπροστά στις φλόγες από το υπαίθριο τζάκι μας, αφηγήθηκα στον Σίμο την ιστορία τού πατέρα μου για τον χορό των Λάνρα· για τα αστέρια που χορεύουν κάθε βράδυ, στην προσπάθεια της Λάνα και του Μόνρα να επικοινωνήσουν και να έρθουν πιο κοντά, μέχρι να ενωθούν.


Ευτυχία Κανάρη

107

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το ίδιο συνέβη κι εδώ κάτω στη γη εκείνο το βράδυ. Αρχίσαμε και οι δυο να κόβουμε μικρά κομματάκια από τους εαυτούς μας και να τα σκορπάμε ο ένας προς τη μεριά τού άλλου. Αυτά άρχισαν να χορεύουν σαν αμέτρητες μικρές πυγολαμπίδες γύρω μας ώσπου να ενωθούμε, και τότε ενώθηκαν κι εκείνα σε μια φλόγα κοινή… Και ήταν η πρώτη φορά από τότε που ήμουν παιδί, που άρχισα να ψηλώνω, να ψηλώνω πολύ, ψήλωσα τόσο που μπορούσα να βλέπω το υπαίθριο κρεβάτι μας από πολύ ψηλά κι όμως, δεν υπήρχε κανένα ταβάνι να με περιορίζει, καμία χαμηλή σκεπή να με αναγκάζει να στέκομαι με σκυμμένο το κεφάλι… Για πρώτη φορά μοιραζόμουν το Πλανητάριό μου με κάποιον δίχως κανέναν φραγμό. Ο Σίμος τα είχε καταφέρει· έκανε εκείνη τη νύχτα την πιο όμορφη της μέχρι τότε ζωής μου. Λίγο πριν από το ξημέρωμα, βρισκόμουν ξαπλωμένη κάτω από μια λεπτή κουβέρτα, νιώθοντας στο στήθος μου την ανάσα του, καθώς κοιμόταν παραδομένος μέσα στα χέρια μου, που μύριζαν πια ξεθυμασμένο τζίνσενγκ, ροζ πιπέρι και σανδαλόξυλο.

«–Μπαμπά μου, μέσα μου πονάω… Έναν πόνο γλυκό έχω. Μα, γιατί πονάω; –Σου έχω πει, αγάπη μου… Αυτό είναι ο έρωτας. Ένας υπέροχος χορός από κομμάτια που δημιουργούνται με πόνο, από δυο πλάσματα που θέλουν να ενωθούν…»


108

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

ην τετάρτη Σεπτεμβρίου εκείνης τής χρονιάς τη θυμάμαι πάντα ζωηρά. Γενικότερα ολόκληρη εκείνη τη χρονιά… Είχε έντονη τη γεύση τού αποχωρισμού. Μπαίνοντας στο αεροπλάνο με τη θεία Ντίμη, έσφιγγα στην ιδρωμένη μου παλάμη το κλειδί τής αυλόπορτας του εξοχικού τού Σίμου· μου το έδωσε την τελευταία νύχτα που βρεθήκαμε, στο εξοχικό πάλι, πριν να φύγω για τη Γαλλία. –Θα σε περιμένω να ανοίξεις εσύ αυτή την πόρτα ξανά. Εγώ δεν θα ξανάρθω εδώ δίχως εσένα. Είναι απλώς ένα σπίτι χωρίς εσένα, δεν είναι Γαλαξίας. Και σπίτι έχω. Με δυο-τρεις πρίζες ανάβω κι ένα σωρό ψεύτικα αστέρια, αυτά μού αρκούν για να σε περιμένω. Δεν θα ξανάρθω, λοιπόν, μέχρι να ακολουθήσεις το Λιννουνράτα… –Το… το ποιο; –Το ξέρεις, κοριτσάκι, πως σύμφωνα με τη φινλανδική μυθολογία, ο κόσμος δημιουργήθηκε από την έκρηξη ενός αβγού αγριόπαπιας; –Όχι… –Η γη θεωρούνταν επίπεδη και ο ουρανός ήταν το ανώτερο στρώμα τού αβγού, το οποίο στηριζόταν από μια στήλη στον Βόρειο Πόλο, κάτω από τον Πολικό Αστέρα. –Α! Κάπως σαν το Πλανητάγιό μου! –Ναι, κάπως έτσι! Η κίνηση των αστεριών προκαλούνταν από την περιστροφή τού ουράνιου θόλου, ενώ η στήλη τού ουρανού προκαλούσε γύρω από τον Βόρειο Πόλο μια μεγάλη δίνη, μέσα από την οποία έβγαιναν οι ψυχές από τον κόσμο και ταξίδευαν στον κόσμο των νεκρών. –Και αυτό το Λινο… αυτό τέλος πάντων που είπες πγοηγουμένως, τι είναι; –Το Λιννουνράτα είναι το λεγόμενο «μονοπάτι των πουλιών», ο Γαλαξίας στη φινλανδική γλώσσα, που το χρησιμοποιούσαν τα αποδημητικά πουλιά ως οδηγό για να ταξιδέψουν νότια, εκεί όπου βρίσκεται το Λιντουκότο, «το σπίτι των πουλιών» δηλαδή. Εδώ… Σου δίνω το κλειδί τού Λιντουκότο, κοριτσάκι… Πόσο μου θύμισε τις ιστορίες τού πατέρα μου εκείνη η περιγραφή… Κι ας μου έλεγε ο μπαμπάς ό,τι του ερχόταν κάθε φορά στο κεφάλι, είχαν μια δόση αληθοφάνειας οι ιστορίες του, είχαν κάτι που ένιωθα πως μπορούσα να το ζήσω. Όπως και ο μύθος που μου διηγήθηκε ο Σίμος, με το αβγό τής αγριόπαπιας που εξερράγη κι έτσι δημιουργήθηκε ο κόσμος· αν και μύθος, είχε κάτι που εγώ με κάποιον τρόπο το είχα ζήσει στον δικό μου κόσμο… Τα πρώτα χρόνια τής ζωής μου τα έζησα μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, κάτω από έναν έναστρο ουρανό που στηριζόταν σε μια στήλη… Το «κλειδί του Λιντουκότο» επομένως, δεν μπορούσε παρά να είναι η συνέχεια τού δικού μου μύθου.


Ευτυχία Κανάρη

109

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η πτήση μας ήταν αρκετά ευχάριστη, παρά το βάρος που προκαλούσε και στις δυο μας ο αποχωρισμός από τα δυο σημαντικά πρόσωπα που αφήναμε πίσω. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ακριβώς πώς αισθανόταν όλα αυτά τα χρόνια η θεία Ντίμη κάθε φορά που έμπαινε στο αεροπλάνο για τη Γαλλία και αποχωριζόταν τον πολυαγαπημένο της Χρύσο. –Ίδια τα μούτρα μου σε έκανα, όπως θα σου έλεγε και η μάνα σου!, μου είπε πειραχτικά όταν της εξέφρασα αυτή τη σκέψη μου. Με αυτό το αστείο όμως, ήταν επίσης η πρώτη φορά και για μια πιο βαθιά και πιο δραματική συνειδητοποίησή μου… Μεγαλώνοντας γινόμουν ολοένα και περισσότερο το γλυπτό τής οικογένειάς μου. Ένα γλυπτό που το έφτιαξαν ομαδικά οι πρόγονοί μου, ένα γλυπτό που ο καθένας έπλασε, έξυσε, σκάλισε κι από κάποια πλευρά του, αφήνοντας πάνω το δικό του στίγμα. Και ξαφνικά έβλεπα εκείνους σε αυτά που με γοήτευαν, ώσπου τελικά συνειδητοποιούσα πως συνέβαινε αντίστροφα: έψαχνα εκείνους για να γοητευτώ. Έψαχνα την απόρριψη και την αποδοκιμασία που είχα συνηθίσει από τη μητέρα μου και τη συνάντησα στο πρόσωπο κάποιου που, μόλις κιόλας με γνώρισε, με αποδοκίμαζε, έστω και στ’ αστεία, παρέχοντάς μου όμως παράλληλα τη φροντίδα που δεν είχα συνηθίσει να παίρνω από εκείνη. Έψαχνα το βαθύ πνεύμα τού πατέρα μου, την απρόβλεπτη τρέλα του, τις ξεχωριστές ιστορίες του, τις ιδιαίτερες δημιουργίες του και την αγάπη του για τον Γαλαξία, και τα βρήκα στο ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Έψαχνα στα δόντια μου τα υπολείμματα της καραμέλας τής γιαγιάς Σμαρούλας, που αθόρυβα μου κληροδότησαν οι κόρες της, και τη δύναμη της θείας Ντίμης μια να αποχωρίζεται και μια να υποδέχεται τον μεγάλο της έρωτα, και τα βρήκα και τα δυο μέσα στον αγόγγυστο τρόπο με τον οποίο ετοίμασα τις βαλίτσες μου για τη Γαλλία, νιώθοντας συγχρόνως την καρδιά μου να σκίζεται στα δυο που θα άφηνα πίσω μου τον Σίμο. Επιστρέψαμε στο σπίτι μας –κι ας έλεγε η μαμά ό,τι ήθελε, εγώ σαν επιστροφή το ένιωθα– και για τις πρώτες ώρες δεν μπορούσα να σηκώσω στα στήθια μου τη χαρά που βρισκόμουν και πάλι στο σχεδόν φούξια δωμάτιό μου, στη δακρυσμένη από την υγρασία μπαλκονόπορτά μου που έβλεπε στον μικρό ήσυχο δρόμο, στο στενό μπαούλο από κάτω, με τις μαύρες μαξιλάρες… Στο ήσυχο γαλλικό δωμάτιό μου… Στο αγαπημένο μου Saint Germain, στην άχαρη και συγχρόνως γλυκιά, μα και τόσο οικεία μου πια, Rue De Bievre.


110

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Αχ, μαμά… Γιατί σου είναι τόσο δύσκολο να με νιώσεις; Αν ήξερες πόσο ευτυχισμένη αισθάνομαι όταν βρίσκομαι εδώ, δεν θα στεκόσουν μονίμως σε αυτή την ανόητη διαμάχη περί αφετηρίας και επιστροφής και δεν θα χρειαζόταν να με διορθώνεις κάθε φορά. »Αχ, μαμά μου, καμιά φορά βλέπω στον ύπνο μου πως βρίσκω τη φωνή και τα λόγια και σου λέω χαμογελώντας ήρεμα πως εγώ ανήκω εδώ, στη Γαλλία. Εσύ με κοιτάζεις αποδοκιμαστικά κι έπειτα σερβίρεις φαγητό στο τραπέζι, σούπα τις περισσότερες φορές. Κάθομαι να φάω και βλέπω πως πλάι στο πιάτο μου, αντί για κουτάλι, μου έχεις τοποθετήσει ξυλάκια, ίδια με αυτά τής λογοθεραπείας… Δεν μπορώ να φάω αυτό που μου σερβίρεις με τα ξυλάκια τής λογοθεραπείας, μαμά… Κι όμως, προσπαθώ, για να μην προκαλέσω περισσότερο την απόρριψή σου. Και μέσα σε αυτή την αγωνία ξυπνάω. »Μαμά, πολύ φοβάμαι πως θα εξακολουθώ να βλέπω το ίδιο όνειρο μέχρι να καταφέρω να σηκωθώ μέσα μου και να πάρω ένα κουτάλι…»

Αφού ξεκουραστήκαμε κανένα δίωρο από το ταξίδι, τακτοποιήσαμε τις βαλίτσες και τα πράγματά μας κι έπειτα βγήκαμε για φαγητό. Η Μάη μάς περίμενε γεμάτη ενθουσιασμό. –Έμαθα ερωτεύτηκες, μικρή σουσουράδα! –Το πεπγωμένο φυγείν αδύνατον, Μάη μου! –Θύμισέ μου να σου πω δυο κουβέντες γι’ αυτό το πεπρωμένο, μικρή μου. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή τώρα. Έχω να σας δω τόσον καιρό και θέλω να μου πείτε τα πάντα! Φάγαμε, λοιπόν, και της είπαμε τα πάντα – ή, τέλος πάντων, όσα προλάβαμε από αυτά, γιατί στα μισά τού γεύματος ήρθαν ο Τομά και ο Εμίλ στην παρέα μας κι έτσι διακόπηκαν οι αυστηρά γυναικείες μας συζητήσεις. Οι δυο άντρες μάς ρωτούσαν ασταμάτητα για την καλοκαιρινή μας διαμονή στην Ελλάδα, δείχνοντας εμφανώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον στις δικές μου αναφορές. Ο Τομά με κοιτούσε πάντοτε με το ίδιο ενθουσιώδες και συχνά εκνευριστικό για μένα ύφος κι ο Εμίλ με το γνωστό του διακριτικό βλέμμα, φροντίζοντας να ισομοιράζει τον χρόνο που αφιέρωνε στον καθέναν μας για να μας κοιτάξει. Αυτοί οι δυο τελικά ήταν σαν βγαλμένοι από κάποια ταινία. Όποτε τους συναντούσα, ένιωθα την ανάγκη να τους διερευνήσω, να προσπαθήσω να κοιτάξω πίσω από τα χαμόγελά τους για να δω τι υπάρχει εκεί.


Ευτυχία Κανάρη

111

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ίσως αυτή η διάθεσή μου για τέτοιες διερευνήσεις να ήταν ένα επίκτητο λάξευμα στο γλυπτό τού χαρακτήρα μου, που να έγινε σιγά σιγά από τη Μάη. Ίσως πάλι να ήταν κάτι που πάντα υπήρχε στον χαρακτήρα μου, αλλά το συνειδητοποίησα όταν το συνάντησα και σε εκείνη, με τον τρόπο που με κοίταζε πίσω από την ελιά μέσα στο μάτι της. Άρχισα πλέον να δείχνω κι εγώ ενδιαφέρον για τον Τομά και τον Εμίλ, λίγο επειδή αισθανόμουν άβολα που μονοπωλούσα το ενδιαφέρον δίχως να το ανταποδίδω, και λίγο από περιέργεια. Έδειχναν να το απολαμβάνουν. Μου είπαν για την προσωπική τους κατάσταση, για τις δουλειές τους, για κάποια ταξίδια τους, γενικώς μιλήσαμε πολύ. Ο Εμίλ δούλευε για μια αλυσίδα κοσμηματοπωλείων, στη σχεδίαση και την κατασκευή κοσμημάτων, παντρεμένος, χωρισμένος, με δυο μικρούς γιους. Και ο Τομά είχε μια κόρη εκτός γάμου και διατηρούσε ένα μεγάλο υποδηματοποιείο, το οποίο το είχε ξεκινήσει αρχικά φτιάχνοντας κυρίως παπούτσια χορού κι έπειτα επέκτεινε τις δημιουργίες του σε κάθε είδος παπουτσιού. Έτσι γνωρίστηκε και με τη θεία, πολλά χρόνια πριν, καθώς εκείνη πήγαινε σε εκείνον αρχικά για να φτιάχνει τα παπούτσια που χρησιμοποιούσε στον χορό κι έπειτα κι αυτά που φορούσε στην καθημερινότητά της. Και είχε πραγματικά πολλά παπούτσια η θεία Ντίμη! Προφανώς με είχαν συμπαθήσει και οι δυο άντρες πολύ, ώστε καταλήξαμε λίγο πριν τελειώσουμε την κουβέντα μας, να μου τάξουν ο καθένας τους κι από ένα δημιούργημα της τέχνης του. Ο Τομά με ρώτησε τι νούμερο παπούτσια φοράω, για να μου φτιάξει ένα ζευγάρι όπως πίστευε ο ίδιος πως θα μου πήγαινε, και ο Εμίλ μού έταξε την επόμενη φορά που θα συναντιόμασταν να μου είχε κι εκείνος ένα δώρο, αλλά δεν ανέφερε τι θα ήταν αυτό. Ένιωσα για λίγο σαν τη μικρή πριγκίπισσα που σπεύδουν οι αυλικοί της να της προσφέρουν τα δώρα και τις υπηρεσίες τους με ευλάβεια. Ένιωσα λίγο και σαν «το κορίτσι τού μπαμπά» επί δύο· ένας ρόλος που είχα από χρόνια ξεχάσει και τώρα είχα ξαφνικά μπροστά μου δυο μεγαλύτερους άντρες να μου συμπεριφέρονται με τόση θέρμη, η οποία κάπου μέσα μου ερχόταν να καλύψει εκείνη την παλιά μου δίψα για πατρική στοργή.


112

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πατέρα… Εσένα ποτέ δεν σε γνώρισα καλύτερα… Σου έλειψα άραγε; Από τότε που σε αποχωρίστηκα, δεν ήξερα ποια δώρα στη ζωή μου προέρχονταν από σένα… Δεν ήξερα για τι έπρεπε να σε ευχαριστήσω, πατέρα. Αν δεν σε είχα αποχωριστεί! Αν δεν σε είχα αποχωριστεί…»


Ευτυχία Κανάρη

113

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Π

έρασαν οι δυο πρώτες εβδομάδες στο Παρίσι. Και δεν υπήρχε πιο κατάλληλη έκφραση για να περιγράψω αυτό που αισθανόμουν, παρά η φράση «ήρθε η ψυχή μου στη θέση της». Η επιστροφή μου στη Σχολή με έβαλε σε μια δίνη από ευχάριστες, κατά κύριο λόγο, ενασχολήσεις. Ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά και η παραγωγικότητά μου, και ως ποσότητα αλλά και ως ποιότητα, μου απέφερε όλη την προσοχή, την επιβεβαίωση και την αποδοχή των καθηγητών μου, που προφανώς ήταν μεγάλη μου ανάγκη. Κι αυτή την ανάγκη τη διαπίστωνα στην πορεία καθώς, όσο πιο θετικά αποτελέσματα κατάφερνα να έχω με την απόδοσή μου, τόσο περισσότερο προσπαθούσα έπειτα για ακόμη θετικότερα. Κάποιοι άνθρωποι έβλεπαν σ’ εμένα κάτι ξεχωριστό κι αξιοπρόσεκτο και το επικροτούσαν, ωθώντας με να προχωρήσω ακόμη πιο πέρα. Και δεν είχα αρκετές παρόμοιες μνήμες να ανασύρω από τη μέχρι τότε ζωή μου. Ίσως μονάχα με τη Συγωγώ και με τις εβδομάδες «ποτίσματος» από τη θεία Ντίμη. Η αλήθεια είναι πως τον πρώτο καιρό που αναγνωριζόταν η δουλειά μου στις εργασίες μου, κάτι μέσα μου διατηρούσε μια καχύποπτη στάση· περιεργαζόμουν τους καθηγητές μου προσπαθώντας να καταλάβω εάν πίσω από τη θετική και ενθαρρυντική τους στάση βρισκόταν κάποια μορφή ευσπλαχνίας προς εμένα, που να τους έκανε να θέλουν να με βοηθήσουν με συμπονετικά κι ενθαρρυντικά χτυπήματα στην πλάτη. Δεν άργησα να καταλάβω πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να ισχύει. Κυρίως επειδή δεν χρησιμοποιούσαν τέτοιες τεχνικές, παρά ήταν ως και σκληροί κάποιες φορές όταν ήθελαν να παροτρύνουν τους μαθητές τους να κυνηγήσουν την επιτυχία. Αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που με ωθούσε σε τόσο χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης, σε σημείο αυτολύπησης ίσως. Όταν μια μέρα συνέβη κάτι που με σημάδεψε. Επέστρεφα από τη Σχολή στο σπίτι. Ήταν απόγευμα και το κρύο διαπερνούσε το παλτό μου, προκαλώντας μου έναν γλυκό πόνο σε διάφορα σημεία τού σώματος. Παρ’ όλα αυτά, είχα μια έντονη επιθυμία να καθίσω κάπου και να καπνίσω ένα τσιγάρο μέσα στο κρύο. Επέλεξα ένα παγκάκι μιας μικρής πλατείας. Άναψα το τσιγάρο μου και το κάπνιζα με μεγάλη ευχαρίστηση, παρατηρώντας τό πυκνό άσπρο σύννεφο που έβγαινε από τα χείλη μου. Πίσω από το παγκάκι που καθόμουν, σε απόσταση το πολύ δέκα μέτρων, άκουσα κάποια στιγμή δυο ανθρώπους να σταματούν σε ένα σημείο και να


114

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συνομιλούν. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Εκείνη τού έλεγε, με αποφασιστικό τόνο στη φωνή της, πως ήθελε να δοκιμάσει να αλλάξει τελείως τη ζωή της. Εκείνος, πιο δειλά, προσπαθούσε να τη συνετίσει λέγοντάς της πως η πραγματικότητα θα την τσακίσει αν επιχειρήσει να προχωρήσει μόνη. Η γυναίκα ήταν αδύνατο να πειστεί. Έπειτα από ένα μικρό κενό σιωπής, του είπε με ζεστή φωνή «Όταν δεν είσαι μπροστά, κάνω δύσκολα πράγματα, μα δίχως να κουράζομαι. Κι όταν είμαστε μαζί και με βοηθάς εσύ να κάνω το παραμικρό, εξουθενώνομαι. Είναι άδικο και για τους δυο μας, για μένα το να ζω τόσον καιρό με μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου που μου λέει πόσα πράγματα δεν μπορώ να κάνω μόνη μου και για σένα που ζεις τόσον καιρό με τον ανομολόγητο φόβο πως αυτή η φωνή έχει άδικο. Δεν είναι δική μου αυτή η φωνή, είναι η δική σου. Η δική μου ξέρεις τι μου λέει; Πως μπορώ να κάνω χιλιάδες όμορφα πράγματα… μόνη μου. Πρέπει να δοκιμάσουμε και οι δυο μας να δούμε πόσα πράγματα μπορούμε να κάνουμε ο ένας χωρίς τον άλλον. Και οι δυο μας. Γιατί φοβάμαι πως με αυτή τη φωνή που μιλά συνεχώς για περιορισμούς και αδυναμία, μιλάς πρώτα στον εαυτό σου και μετά σ’ εμένα…». Εκεί, πίσω ακριβώς από την πλάτη μου, ένας άντρας και μια γυναίκα έφταναν στον χωρισμό. Η αποφασιστικότητα αλλά και συγχρόνως η ζεστασιά εκείνης και η, εν τέλει, δεκτικότητα εκείνου, έκαναν τα μάτια μου να υγρανθούν. Από σεβασμό στην ιδιαίτερη στιγμή τους, δεν γύρισα να τους κοιτάξω κι ας πέθαινα από την επιθυμία να τους χωρέσω σε μια εικόνα, έστω στιγμιαία, ώστε να μπορέσω κάποια στιγμή να τους αποτυπώσω σε έναν πίνακά μου. Έπειτα από τα λόγια τής γυναίκας, δεν είπε κανείς τους άλλη κουβέντα. Ακούγονταν μονάχα οι υγρές τους μύτες, να υποδηλώνουν ηχητικά την έντονη συγκίνηση. Κι έπειτα, σιωπηλοί ακόμη, συνέχισαν την πορεία τους. Αφού προχώρησαν αρκετά, ώστε να μπορώ να τους βλέπω δίχως να γυρίσω πίσω, έστρεψα το κεφάλι μου αριστερά και τους κοίταξα. Θα έπαιρνα όρκο ακόμη και σήμερα πως αυτός έχει υπάρξει ο πιο σπουδαίος μου πίνακας από όσους έχω ζωγραφίσει σε όλη τη ζωή μου… Ένας άντρας να προχωρά σκυφτός, σπρώχνοντας αργά ένα αναπηρικό καρότσι με μια γυναίκα, της οποίας ο λαιμός θαρρείς και ήταν αταίριαστα μακρύς για το σώμα της. Και παρόλο που εκείνος ωθούσε το καρότσι, εκείνη, αντί να έχει τα χέρια ακουμπισμένα στα χερούλια, άγγιζε τους τροχούς με τα γάντια της, δημιουργώντας τήν ψευδαίσθηση πως ωθεί η ίδια τον εαυτό της. Και μια ιδέα πιο πίσω από τον άντρα, ο ίδιος πάλι, με πιο αχνά χρώματα –διάφανος– με τα


Ευτυχία Κανάρη

115

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χέρια του αδειανά στον αέρα, να κοιτάζει το αναπηρικό αμαξίδιο με την αγαπημένη του να απομακρύνεται. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Αυτοί οι δυο άνθρωποι είχαν μόλις σταματήσει ακριβώς από πίσω μου και μοιράστηκαν εν αγνοία τους μαζί μου τον χωρισμό τους και τις αναπηρίες τους. Και δεν έχουν ιδέα μέχρι και σήμερα –κι ούτε ίσως θα έχουν ποτέ– για τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξαν στη ζωή μου. Προφανώς θα επέστρεψαν στο σπίτι τους, θα οργάνωσαν τα προσωπικά τους σχέδια, θα τράβηξαν ο καθένας τον δρόμο του, ίσως και να μην κατάφεραν να κάνουν και πολλά όμορφα πράγματα ο ένας δίχως τον άλλον, ίσως πάλι και να κατάφεραν τόσο σπουδαία πράγματα που να μην τα βάζει ο δικός μου ο νους, ενδεχομένως και να κατέληξαν ξανά μαζί κάποια στιγμή, ή πάλι μπορεί και να μην ειδώθηκαν ποτέ ξανά από τότε… δεν έχω ιδέα… Αυτό που ξέρω είναι πως από εκείνο το απόγευμα κάτι μέσα μου μετακινήθηκε. Γύρισα σπίτι, η θεία Ντίμη δεν ήταν εκεί. Δίχως καν να βγάλω το παλτό μου, έτρεξα στο δωμάτιό μου, έβγαλα τα γάντια και τα πέταξα στο πάτωμα από τη βιασύνη. Το ίδιο και τις μπότες μου. Βρισκόμουν σε ένταση. Με σχεδόν άτσαλες κι ενθουσιώδεις κινήσεις, μάζεψα στα χέρια μου όσο περισσότερες από τις ζωγραφιές μου μπορούσα και άρχισα να τις σκορπάω στο πάτωμα. Όσες ήταν σε μπλοκ ζωγραφικής, τις αφαιρούσα από αυτά και τις ακουμπούσα κάτω, μαζί με τις άλλες. Όλο μου το δωμάτιο γέμισε με ζωγραφιές, ώσπου άρχισα να προχωράω και προς τον διάδρομο. Γέμισε κι ο μισός διάδρομος όταν πια τα χέρια μου άδειασαν και δεν κρατούσα άλλες για να απλώσω κάτω. Τινάχτηκα προς το δωμάτιο, πατώντας είτε ανάμεσά τους, όπου υπήρχε χώρος, είτε και πάνω τους ακόμη, για να πάω να φέρω κι άλλες. Μόλις έφτασα στην πόρτα και αντίκρισα το πάτωμα του δωματίου γεμάτο με τις ζωγραφιές μου, κοντοστάθηκα. Κόλλησα το σώμα μου στο κούφωμα της πόρτας και κοιτούσα μια μέσα στο δωμάτιο, μια έξω στον διάδρομο. Ήμουν κατενθουσιασμένη. Έβλεπα τις εικόνες που εγώ η ίδια είχα ζωγραφίσει, μα μου έμοιαζε ξαφνικά σαν να τις έβλεπα για πρώτη φορά. Και μου φαίνονταν πραγματικά υπέροχες. Άρχισα να γελάω και να κλαίω συγχρόνως, καθώς επαναλάμβανα ξανά και ξανά την ίδια φράση… «Η δική μου φωνή ξέρεις τι μου λέει; Πως μπορώ να κάνω χιλιάδες όμορφα πράγματα… μόνη μου!…». Δεν έχω ιδέα τι να απέγινε τελικά εκείνο το ζευγάρι. Το μόνο που ξέρω είναι πως οι δυο τους μαζί, με έκαναν να δω κάποιες από τις δικές μου αναπηρίες. Με έκαναν να διαχωρίσω για πρώτη φορά στη ζωή μου κάποιες


116

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

από τις φωνές μέσα στο κεφάλι μου. Να καταλάβω πια πως εκείνη η φωνή που μου έλεγε πόσα πράγματα δεν μπορώ ή δεν πρέπει να κάνω, δεν ήταν η δική μου φωνή. Ήταν της μητέρας μου, ήταν του πατέρα μου, ήταν οποιουδήποτε άλλου, αλλά σίγουρα όχι η πραγματικά δική μου φωνή. Γιατί η δική μου η φωνή μού λέει ακριβώς ό,τι έλεγε και η φωνή εκείνης τής γυναίκας· πως μπορώ μόνη μου να κάνω χιλιάδες όμορφα πράγματα. Και άσχημα. Και ό,τι θέλω, δεν έχει σημασία, αρκεί να το θέλω. Αυτή είναι η δική μου η φωνή. Κι από εκείνο το απόγευμα άρχισα πια να την ακούω, να της δίνω σημασία. Τη νύχτα εκείνη είδα στον ύπνο μου τη μητέρα μου. Καθόμασταν μαζί σε ένα τραπέζι εστιατορίου στο Παρίσι και περιμέναμε να μας σερβίρουν. Γύρισα και της απευθύνθηκα χαμογελώντας αποφασιστικά. –Θέλω να ζήσω μόνιμα εδώ! Με αποδοκίμασε με το ύφος της. Κοίταξε για λίγο γύρω της κι έπειτα μου μίλησε δίχως καν να με κοιτάζει. –Όταν αποφασίσεις να σκέφτεσαι σωστά, θα το συζητήσουμε. Τότε πλησίασε ο σερβιτόρος και ακούμπησε μπροστά μας δυο πιάτα με σούπα. Κοίταξα πλάι στο πιάτο μου, εκεί που έπρεπε να βρίσκεται το κουτάλι μου, βρισκόταν ένα ξυλάκι τής λογοθεραπείας. Έσπρωξα μακριά μου το πιάτο με τη σούπα και του είπα στα γαλλικά «Γιαούρτι με φρούτα και μέλι· αυτό θέλω εγώ. Τη σούπα την παρήγγειλε η μητέρα μου. Κι αν δεν σας είναι κόπος, θα ήθελα κι ένα κουτάλι…». Ο σερβιτόρος ζήτησε συγγνώμη, πήρε το πιάτο μου και πήγε να διορθώσει την παραγγελία. Η μητέρα μου με κοίταξε παραξενεμένη. –Αυτό θα φας; Εσύ δεν μπορείς να το φας το μέλι… –Ποιος ξέγει; Ίσως και να μην το σκέφτομαι σωστά, όμως αυτό που σκέφτομαι είναι πως θέλω να φάω γιαούγτι με φγούτα και μέλι δίχως να το συζητήσω. Ξύπνησα πριν να έρθει η παραγγελία μου. Κι ένιωθα έντονη την ευχαρίστηση καθώς περίμενα να πάρω στα χέρια μου το κουτάλι που μόλις είχα ζητήσει…


Ευτυχία Κανάρη

117

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

ρεις περίπου εβδομάδες έπειτα από την τελευταία μας συνάντηση με τον Τομά και τον Εμίλ, κανονίσαμε να βρεθούμε πάλι όλοι μαζί για φαγητό. Οι δυο άντρες κουβαλούσαν μαζί τους τα δώρα που μου είχαν υποσχεθεί. Ο Εμίλ πρώτος, μου έδωσε ένα τετράγωνο βελούδινο μπλε κουτάκι. Το άνοιξα με ενθουσιασμό και βρήκα μέσα του ένα πολύ ιδιαίτερο ασημένιο μενταγιόν, στο σχήμα ενός υπέροχου και λεπτοδουλεμένου ιστού αράχνης. Τον ρώτησα για ποιον λόγο επέλεξε ιστό αράχνης. Εκείνος χαμογέλασε και μου απάντησε, στα γαλλικά φυσικά, «η θεία σου μας είχε μιλήσει πριν από καιρό για τον ιδιαίτερο τρόπο που προφέρεις το όνομά σου στα ελληνικά, όπου αυτό ακούγεται σαν “μύγα” και αυτή η σύνδεση δεν σου αρέσει καθόλου. Σου έφτιαξα, λοιπόν, έναν ιστό για να γίνεις μια μέρα η αράχνη τού εαυτού σου, ώστε να παγιδέψεις εκείνο που σε στενοχωρεί και να το μετατρέψεις σε τροφή σου για να επιβιώσεις και να αναπτυχθείς». Αισθάνθηκα κάτι περισσότερο από συγκίνηση. Φόρεσα στον λαιμό μου τον ολοκαίνουργιο ιστό μου, σαν να φορούσα ένα βασιλικό στέμμα στο κεφάλι μου. Ευχαρίστησα τον Εμίλ με μια θερμή αγκαλιά και με μια έντονη γυαλάδα μέσα στα μάτια μου. Έπειτα ήρθε η σειρά τού Τομά να μου δώσει το δώρο μου. Πήρα στα χέρια μου το μεγάλο λευκό χαρτονένιο κουτί που μου έδωσε, χαρίζοντάς μου μαζί και το πιο λαμπερό του χαμόγελο. Μέσα στο κουτί υπήρχε ένα ζευγάρι υπέροχες καφέ μπότες, με γούνινη επένδυση. Ξετρελάθηκα! Ήταν ακριβώς στο στιλ μου. Όμως η έκπληξή μου δεν περιορίστηκε σε ένα μόνο κουτί. Μόλις περιεργάστηκα τις καινούργιες μου μπότες και κατάφερα να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους, ο Τομά έβγαλε ακόμη ένα λευκό κουτί από τη μεγάλη τσάντα που είχε φέρει μαζί του, μικρότερο από το πρώτο. Μου το έδωσε κι αυτό. Με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου, άνοιξα το κουτί και αντίκρισα μέσα του ένα ζευγάρι νεανικές μαύρες γόβες. «Είναι υπέροχα και τα δυο, μα είναι υπερβολικά τα δυο ζευγάρια παπούτσια, Τομά», δίστασα εγώ. «Ας πούμε πως θέλω να κάνεις όσο γίνεται περισσότερα σίγουρα και άνετα βήματα στη ζωή σου, κορίτσι μου. Κι έτσι, με δυο ζευγάρια παπούτσια, εξασφαλίζω μεγαλύτερα ποσοστά!», απάντησε εκείνος, με τόση καλοσύνη στο βλέμμα του, που με έκανε να νιώσω ενοχές για την αρχική μου κρίση για εκείνον, εκείνη που τον ήθελε αντιπαθητικό…


118

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αφού του χάρισα κι εκείνου μια ιδιαίτερα θερμή αγκαλιά, περιεργάστηκα και τις καινούργιες μου γόβες με ενθουσιασμό. Παρατήρησα στο εσωτερικό τους την επωνυμία τής επιχείρησης του Τομά, «La terre» 19. Αναφώνησα πως τα περισσότερα από τα αγαπημένα μου παπούτσια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου, ήταν της ίδιας μάρκας. –Μα φυσικά, Μυρούλα μου, από τον Τομά τα προμηθευόμουν πάντοτε και σου τα έφερνα! Με τη δήλωση αυτή τής θείας Ντίμης, ένιωσα μια ξαφνική και πολύ σύντομη ανατριχίλα, καθώς συλλογίστηκα πως όλη μου τη ζωή έκανα βήματα φορώντας παπούτσια φτιαγμένα από τα χέρια ενός ανθρώπου, που δεν σκέφτηκα ποτέ πως θα τον γνώριζα μια μέρα. Και τώρα τον είχα μπροστά μου και μπορούσα να τον ευχαριστήσω, όχι μόνο για τα δυο ζευγάρια παπούτσια που μόλις μου είχε χαρίσει, αλλά και για καθένα από τα πολλά, πραγματικά πολλά ζευγάρια παπούτσια που είχα από παιδί ευχαριστηθεί. Σε εκείνο το χαρούμενο γεύμα δεν είχα πάει ούτε κι εγώ με άδεια χέρια. Είχα πάρει μαζί μου τρεις πίνακές μου σε καμβά, τυλιγμένους σε ρολά. Έδωσα από έναν στους δυο άντρες και τον τρίτο στη Μάη. Ο πίνακας του Τομά απεικόνιζε τα πόδια ενός άντρα κι ενός μικρού κοριτσιού κάτω από ένα παγκάκι, στο οποίο καθόντουσαν πλάι πλάι και απολάμβαναν ένα ηλιοβασίλεμα με θέα τη θάλασσα. «Εσύ και η κόρη σου είστε!», του είπα δειλά, μη γνωρίζοντας ουσιαστικά αν η μεταξύ τους σχέση ταίριαζε με τη δική μου απεικόνιση. «Μα βέβαια! Εγώ και το κοριτσάκι μου! Είναι υπέροχο! Θα το κρεμάσω στο εργαστήρι μου, αφού περνώ τις περισσότερες ώρες μου εκεί, και όταν θα έρχεται θα το βλέπει κι εκείνη και θα χαίρεται!», απάντησε με βλέμμα ζεστό κι ενθουσιώδες. Για τον Εμίλ είχα ζωγραφίσει και πάλι στο ίδιο ύφος, τα χέρια ενός άντρα καθώς έδιναν ώθηση σε έναν μύλο παιδικής χαράς με δυο μικρά αγόρια πάνω. Τα πρόσωπα των παιδιών δεν φαίνονταν, έβγαιναν εκτός τού καμβά, αλλά οι στάσεις των σωμάτων τους μαρτυρούσαν τον ενθουσιασμό τους για το παιχνίδι. «Επίσης εδώ είσαι εσύ με τα παιδάκια σου!», του είπα, λιγότερο διστακτική αυτή τη φορά, μιας και είχα ήδη πάρει τόσο μεγάλη επιβεβαίωση από τον Τομά. Ο Εμίλ δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε τον πίνακά μου προσεκτικά, έπειτα κοίταξε εμένα βαθιά στα μάτια και κούνησε ελαφρώς τα χείλη του κάποιες φορές πριν μιλήσει. «Δεν μου έχουν χαρίσει ποτέ ξανά κάτι

19

La terre (γαλλ.) = η γη


Ευτυχία Κανάρη

119

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τόσο σπουδαίο…», είπε σιγανά και ήσυχα, με έντονη τη συγκίνηση στο βλέμμα του, καθώς έπειτα μου έλεγε ευχαριστώ, παραπάνω από μία φορές. Η Μάη απέκτησε τον πιο ανθισμένο πίνακα που θα μπορούσε! Έναν πίνακα γεμάτο φωτεινά ηλιοτρόπια. Είχα αποσπάσει από τη θεία Ντίμη την πληροφορία πως η Μάη, από όλα τα λουλούδια, λάτρευε τα ηλιοτρόπια. –Μυρούλα μου, θα έδινα το βασίλειό μου για να αποκτήσω αυτόν τον πίνακά σου αν δεν μου τον χάριζες εσύ! –Δεν υπάγχει λόγος όμως! Κγάτησέ το πγος το παγόν το βασίλειό σου! Τη… σημαντική λεπτομέγεια την είδες ή όχι ακόμη; Η Μάη απόρησε και κοίταξε τον πίνακα πιο προσεκτικά. Εκεί, κάτω δεξιά τού πίνακα, πάνω σε ένα μεγάλο ηλιοτρόπιο, ήταν ζωγραφισμένη μια μύγα, μικρή και διακριτική, αλλά αρκετή για να δηλώσει το νόημά της… –Δεν μπορώ να σ’ αγαπήσω περισσότερο, μικρό μου στολίδι! Αδύνατον να σ’ αγαπήσω περισσότερο… –Αδύνατον να σου ζητούσα κάτι τέτοιο, Μάη μου!...

«Αχ, Μάη, αγαπημένη μου Μάη… Εάν γνώριζα τότε πόσο ανάγκη θα σε είχα έπειτα, κι εσένα και την αστείρευτη αγάπη σου, δεν θα ξεστόμιζα εκείνη τη φράση. Γιατί τελικά δεν ήταν αδύνατον… Θα έδινα το βασίλειό μου για να μ’ αγαπούσες όσο περισσότερο γινόταν, αν εσύ δεν μου χάριζες η ίδια όλη την αγάπη σου. Δεν με άφησες ποτέ να σου το ζητήσω, αλλά το ήξερες… Ήσουν η τελευταία μου μάνα· και δεν υπήρχε μέτρο πια μέσα μου για την αγάπη μιας μάνας… Λατρεμένη μου Μάη…»


120

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο

καιρός πέρασε γρήγορα ως την άνοιξη. Εάν δεν υπήρχε ο Σίμος στην Ελλάδα, δεν θα είχα την παραμικρή επιθυμία να μπω στο αεροπλάνο και να πάω ως εκεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στη Γαλλία, μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο και κάπου κάπου στέλναμε και γράμματα ή δέματα ο ένας στον άλλον, όχι όμως με ιδιαίτερη συχνότητα. Το τελευταίο διάστημα μονάχα είχε αραιώσει κατά πολύ η επικοινωνία μας, σχεδόν είχε διακοπεί για την ακρίβεια, γεγονός που μου φαινόταν μάλλον φυσιολογικό λόγω των εξετάσεών μου στη Σχολή αλλά και κάποιων δικών του σημαντικών εκκρεμοτήτων, απ’ ό,τι μου είχε γράψει, που του αποσπούσαν όλο τον χρόνο του και την προσοχή του, για τις οποίες θα μου μιλούσε από κοντά. Το κλειδί τού Λιντουκότο το είχα μονίμως κρεμασμένο μπροστά στο τζάμι τής μπαλκονόπορτας του δωματίου μου. Τις νύχτες, καθώς έσβηνα τα φώτα για να κοιμηθώ, εκείνο λαμπύριζε από το φως τού δρόμου και με νανούριζε μέσα σε μια γλυκιά προσμονή. Έφτασε, λοιπόν, η στιγμή για να ακολουθήσω το Λιννουνράτα…

«Αχ, μπαμπά μου… Γιατί άνθρωποι; Γιατί; Πονάει τόσο η ανθρώπινη υπόσταση… Αγριόπαπιες ήθελα να ήμασταν· αδιάβροχες. Να μη μας βάραινε το νερό, να μη μας διαπερνούσε το κρύο... »Μπαμπά μου, σε έναν κόσμο που δημιουργήθηκε τάχα μου από την έκρηξη ενός αβγού αγριόπαπιας, τι δουλειά έχω εγώ να είμαι άνθρωπος; Μούσκεψε η ψυχή μου από τα δάκρυα και βάρυνε… Βάρυνε και ξεπάγιασε απ’ το κρύο… »Προτιμώ τις δικές σου ιστορίες, μπαμπά. Τουλάχιστον σ’ εκείνες μπορούσα να γίνομαι αστεράκι… Γιατί άνθρωπος; Υποφέρει πολύ ο άνθρωπος…»

Πόσους αποχωρισμούς γεύτηκα εκείνη τη χρονιά… Και για μένα θαρρείς και δεν υπήρχε μεγαλύτερη τιμωρία από το να υποβάλλομαι στο βίωμα των αποχωρισμών. Κι έτσι δεν μπορούσα να συλλάβω με το μυαλό μου για ποια αμαρτήματα τιμωρήθηκα τόσο σκληρά εκείνη την περίοδο. Ήμασταν ήδη τέσσερις μέρες στην Ελλάδα και οι όποιες απόπειρές μου έστω να μιλήσω με τον Σίμο, κατέληγαν άκαρπες. Η μητέρα του με ενημέρωνε στο τηλέφωνο τη μια πως κάτι τού είχε προκύψει, την άλλη πως εκτάκτως χρειάστηκε να φύγει σε ένα μικρό ταξίδι για μια δουλειά με τον πατέρα του,


Ευτυχία Κανάρη

121

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γενικότερα διαρκώς προέκυπτε κάτι σημαντικό που δεν χωρούσε αναβολή και η συνάντησή μας, ή έστω η επικοινωνία μας, ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Εγώ από την πλευρά μου δεν έδειχνα τη δυσαρέσκειά μου, ήμουν άκρως συγκαταβατική, παρόλο που μέσα μου έβραζα. Η αλήθεια είναι πως η λαχτάρα μου να δω τον Σίμο, ήταν ο μόνος ουσιαστικός μαγνήτης μου προς την Ελλάδα εκείνη την εποχή. Εκείνον και τη Νίκη για την ακρίβεια· όλοι οι υπόλοιποι, ακόμη και η μαμά, ένιωθα πως θα ήταν μια χαρά κι αν δεν συναντιόμασταν, το ίδιο κι εγώ ίσως. Και τελικά κατέληξα να έχω βρεθεί σχεδόν με όλους, πλην αυτών που πραγματικά είχα νοσταλγήσει. Και μάλιστα δεν μπορούσα να καταλάβω εάν η αίσθηση που είχα για τις συμπεριφορές εκείνων που συναντούσα, τις οποίες αντιλαμβανόμουν ως περίεργες, ήταν λόγω τού δικού μου αρνητισμού και της δυσαρέσκειας ή αν ήταν όντως παράξενες. Η Νίκη είχε γνωρίσει ένα αγόρι εκείνη την εποχή και είχαν μεταξύ τους ένα φλερτ. Μαζί με εκείνον και την κοινή τους παρέα είχαν πάει μια εξαήμερη εκδρομή, αναχωρώντας τήν ημέρα τής δικής μου άφιξης. Οπότε η συνάντησή μου και με τη φίλη μου, είχε μπει στην αναμονή. Όλη η ζωή μου μπήκε στην αναμονή… Ένα τηλεφώνημα και σηκώθηκε ευθύς η γέφυρα που ένωνε δυο στεριές τής διαδρομής μου, αφήνοντάς με να περιμένω στη μια άκρη, πότε θα ξανακατέβει για να μπορέσω να προχωρήσω… Μα η γέφυρα δεν έλεγε να κατέβει. Κι εγώ περίμενα… Περίμενα… Αγριόπαπια… ας ήμουν αγριόπαπια, να άνοιγα μεμιάς τα φτερά μου και να βρισκόμουν απέναντι. Όμως δεν ήμουν παρά μια μύγα· ποια μύγα αφήνει τον βάλτο για να πετάξει μακριά; Κι εγώ ένιωθα ξαφνικά να βαλτώνω ανεξέλεγκτα… Ο Χουσεΐν –ο Τούρκος, ο Λουκάς– και ο Ισχούναπελ έλαβαν τις θέσεις τους πάνω απ’ τους δυο λάκκους κι άρχισαν να ρίχνουν, με πιο κουρασμένες κινήσεις πια λόγω μεγαλύτερης ηλικίας, μολυσμένα χώματα πάνω απ’ τις δυο κάσες. Επικρατούσε η σιωπή. Αυτή η χαοτική σιωπή που κάνει τις στιγμές σαν κι εκείνη να γίνονται ο χειρότερος πονοκέφαλος, επειδή μέσα τους όλοι θέλουν να ουρλιάξουν και το πνίγουν. Ουρλιάζουν όλοι σιωπηλά. Και όλα αυτά τα ουρλιαχτά είναι που μαζεύονται πάνω από τους τάφους των νεκρών και τους κάνουν τρομακτικούς. Πνιγμένα ουρλιαχτά μες στον αέρα, που αν συγκεντρωθείς και παρατηρήσεις πιο καλά, ίσως μπορείς κάποιες φορές και


122

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να τα δεις, σε μορφή νεφελωμάτων από γκρίζο κι από κόκκινο, λες και βάφτηκαν από το αίμα γδαρμένων λαιμών μιας άλλης διάστασης. Μέσα στη σιωπή, στα βουβά κλάματα, στα πνιγμένα ουρλιαχτά και τα γκριζοκόκκινα νεφελώματα, η φωνή τής μητέρας μου ακούστηκε σαν την πιο ασθενική φωνούλα, σχεδόν σαν παραπονεμένο νιαούρισμα… –Γιατί;… Γιατί;… Κι όμως, εγώ είχα πια κουραστεί να στέκομαι πάνω από χωμάτινους τάφους και να ρωτάω «γιατί». Και στα «γιατί» τής μάνας μου, πλανιόταν μέσα μου ένα αόριστο και πεισματάρικο, σκέτο και θυμωμένο «γιατί έτσι…». Δεν καταλάβαινα τίποτε, δεν γνώριζα τίποτε, σχεδόν δεν ένιωθα τίποτε. Ούτε καν να ουρλιάξω δεν ένιωθα την ανάγκη. Δεν έπνιγα τίποτε… Απλώς βάλτωνα… Βάλτωνα… Όταν βρισκόμασταν στο αεροπλάνο για την Ελλάδα λίγες μέρες πριν με τη θεία Ντίμη και τη Μάη, είχαμε παραδοθεί σε ένα άνευ προηγουμένου γέλιο, καθώς ξεθάβαμε αναμνήσεις από το παρελθόν μας στην Ελλάδα, με τη μαμά, με τον μπαμπά, την Οικουμένη και φυσικά τη Συγωγώ. –Θυμάσαι εσύ, θεία, κανένα από κείνα τα «δικά της»; –Φυσικά και θυμάμαι! Να δεις, πώς το έλεγε εκείνο… Μου το έλεγε συχνά εμένα! Α, ναι… «Οκνείν ίνα έργον οκνείν» 20. «Να διστάζεις εκεί που χρειάζεται να διστάζεις». Αχ, αυτή η Γωγώ! Πόσο καλά μάς ήξερε όλους… Πόσο καλά μάς ήξερε όλους η Συγωγώ μου… Πόση σοφία έκρυβαν πάντοτε εκείνα τα «δικά της». Και που δεν ήταν πραγματικά δικά της αλλά δανεικά, η ουσία ήταν πως τα δανειζόταν με μια ιδιαίτερη σοφία κάθε φορά.

«Αχ, θεία Ντίμη… Λατρεμένη μου θεία Ντίμη… Ποτέ δεν δίστασες για τίποτε. Μια χορευτική φιγούρα ήταν η κάθε σου στιγμή κι εσύ τα έδινες όλα για όλα ώστε να την κάνεις όσο πιο τέλεια γινόταν. Τέλεια για σένα, έμοιαζες να αδιαφορείς για τους άλλους, έμοιαζες να αδιαφορείς για το σωστό και το λάθος… »Λατρεμένη μου θεία Ντίμη, το ότι έμοιαζες να αδιαφορείς για το σωστό και το λάθος, ήταν ένας ακόμη παράγοντας που επηρέασε ολόκληρο το σενάριο της ζωής μου. Και πέρασα πολλά χρόνια από την ενήλικη ζωή μου, συλλογιζόμενη τι θα γινόταν αν είχαν γίνει όλα αλλιώς…

20

Αντιφών, περ. 400 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας δραματικός ποιητής τής Τραγωδίας


Ευτυχία Κανάρη

123

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

»Τώρα πια ξέρω πως ένα σωστό τού χθες, μπορεί να φάνταζε λάθος με το μυαλό τού σήμερα, όπως ακριβώς ένα λάθος τού χθες, μού μοιάζει πλέον σωστό με το μυαλό τού σήμερα… Κι ας πέρασε μια οδυνηρή ζωή ώσπου να το καταλάβω…»

Ο οδηγός τής μηχανής που ακολουθούσε, όντας αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος, μας ενημέρωσε για όσα είδε να διαδραματίζονται μπροστά του κι έπειτα ο ιατροδικαστής για τα αίτια των θανάτων. Εκείνη καθ’ οδόν έβγαλε το κράνος, το πέρασε στον αριστερό βραχίονα, έλυσε τα μαλλιά της, άνοιξε τα χέρια διάπλατα και έστρεψε το πρόσωπό της προς τον ουρανό, μη δίνοντας σημασία στον οδηγό που καθόταν μπροστά της, ο οποίος τής φώναζε προφανώς να φορέσει πάλι το κράνος της. Τότε, πάνω σε μια στροφή, του ξέφυγε ο έλεγχος και πέσανε. Σύρθηκαν πολλά μέτρα, ώσπου εκείνος σφηνώθηκε κάτω από τις προστατευτικές μπάρες και πέθανε ακαριαία από εγκεφαλικό τραύμα κι εκείνη λίγα μέτρα πιο πέρα, πέθανε επίσης ακαριαία σπάζοντας τον αυχένα της. Η θεία Ντίμη και ο Χρύσος της. Ίσως η πιο καρμική σχέση που συνάντησα ποτέ μου. Ξεκίνησε ακαριαία, με το πρώτο κιόλας βλέμμα που αφιέρωσαν ο ένας στον άλλον, και τελείωσε επίσης ακαριαία, ακριβώς την ίδια στιγμή και για τους δυο. Ίσως πολύ απλά επειδή εκείνη λαχτάρησε να νιώσει τον άνεμο μέσα στα μαλλιά της κι εκείνος έσπευσε ταραγμένος να την προστατέψει. Ίσως πάλι επειδή γι’ αυτούς τούς δυο ανθρώπους λες και δεν υπήρξε ποτέ θέμα με τον χρόνο, λες και δεν τους άγγιζε το πέρασμά του, είτε μέσα στη σχέση τους, είτε στην προσωπική τους θεώρηση για τη ζωή και τον άνθρωπο, είτε στην εμφάνισή τους ακόμη, επομένως δίχως όλες αυτές τις επιρροές, το τέλος τους προφανώς δεν είχε τη χροιά τού «πολύ νωρίς» όπως για όλους εμάς. Αρκεί που ήταν μαζί. Αρκεί που έφυγαν μαζί. Μέχρι και σήμερα ακόμη, έχω την αίσθηση πως αυτή η αγάπη, η παράδοξη αγάπη, τελικά δεν έληξε ποτέ. Απλώς κατέληξε με έναν τέλειο συγχρονισμό σε αυτή τη διάσταση, αφήνοντας πίσω τα δυο σώματα που ενώθηκαν από έρωτα, για να συνεχίσει το ταξίδι ανάμεσα στις δυο ψυχές, μέσα σε μια διαφορετική πλέον διάσταση. Και πόσο τούς ζήλεψα βαθιά μέσα μου γι’ αυτό, εκείνη τη στιγμή που τα βρόμικα χώματα σκέπαζαν τα φέρετρά τους που βρίσκονταν σε δυο λάκκους δίπλα δίπλα, κάτω από τα γκριζοκόκκινα νεφελώματα των πνιγμένων ουρλιαχτών των ζωντανών· όλων αυτών που δεν ήξεραν τι θα πει να συντονίζεσαι με έναν άλλον άνθρωπο τόσο απόλυτα, ώστε να νιώθεις πως


124

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μαζί του νικάς τον χρόνο. Είχα την αίσθηση πως όλοι εμείς που στεκόμασταν όρθιοι πάνω από την επιφάνεια της γης, ήμασταν περισσότερο θαμμένοι από εκείνους τους δυο που σκεπάζονταν από το βαρύ χώμα. Η Νίκη στεκόταν πλάι μου, αμίλητη, σχεδόν ανέκφραστη. Τα δάκρυά της κυλούσαν στα μάγουλά της δίχως να κάνει τον κόπο να τα σκουπίσει. Κοιτούσε το φέρετρο του πατέρα της σαν να έβλεπε κάτι εντελώς διαφορετικό. Στ’ αλήθεια εκείνο το βλέμμα της μου θύμισε τον τρόπο που κοιτούσε μικρή, δεξιά στον μεγάλο δρόμο, εκεί που χάνονταν τα αυτοκίνητα, ενώ εμείς περιμέναμε να περάσει κάποιο αμάξι από αριστερά μας για να το τρομάξουμε. Και θυμήθηκα εκείνον τον παράξενο διάλογό μας… –Γιατί κοιτάς από κει; Αφού από εδώ θα έγθουν… –Από εδώ έρχονται αυτά που τρομάζουμε εμείς. Έχεις σκεφτεί ποτέ πως μπορεί να έρθουν κάποια από αλλού και να τρομάξουν εμάς; Πρέπει να κοιτάμε κι αλλού… Πάντα η Νίκη κάτι περίμενε να έρθει… Και πάντοτε κάτι ερχόταν τελικά. Όλοι οι άλλοι τρομάζαμε, μα εκείνη παρέμενε ψύχραιμη. Η Μάη δεν με άφηνε από τα μάτια της. Στεκόταν διαρκώς πλάι μου, συχνά με κρατούσε από τους ώμους κι ένιωθα το χέρι της να τρέμει πάνω μου και να με διαπερνά η οδύνη της σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Όταν τελείωσε η κηδεία και ήμασταν μαζεμένοι όλοι σε ένα μαγαζί για το τραπέζι, τη στιγμή που σερβιρίστηκε η ψαρόσουπα, δεν άντεξα. Είπα στη Μάη πως θα βγω έξω να πάρω αέρα· δεν είχα καμία διάθεση να παραμείνω ούτε λεπτό εκεί μέσα ακούγοντας από τη μια τις τρελές ιστορίες με τη θεία Ντίμη και τον Χρύσο που αναμοχλεύανε όλοι κι από την άλλη το ρούφηγμα της σούπας. Η Μάη μοιραζόταν μαζί μου την ίδια διάθεση κι έτσι βγήκαμε παρέα έξω. Καθίσαμε σε ένα σκαλοπάτι στην είσοδο ενός σπιτιού. Μείναμε αρκετή ώρα σιωπηλές. Η Μάη έβγαλε από την τσάντα της το πακέτο με τα τσιγάρα της και άναψε ένα. Γύρισα και κοίταξα τα χέρια της έντονα. Εκείνη αντιλήφθηκε με την άκρη τού ματιού της το βλέμμα μου πάνω της. Άνοιξε ξανά το πακέτο και, δίχως καν να με κοιτάξει, μου προσέφερε ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα της. Το πήρα και το άναψα δίχως δισταγμό. Εξακολουθήσαμε να παραμένουμε σιωπηλές, μα στ’ αλήθεια πόσο πολλά μπορεί να είπαμε εκείνες τις στιγμές… Κάποια στιγμή η Μάη έσπασε τη σιωπή. Και κατά τη διάρκεια εκείνου τού τσιγάρου, πήρα ένα από τα πιο ουσιαστικά μαθήματα της ζωής μου…


Ευτυχία Κανάρη

125

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Πρέπει να διαλέξεις στρατόπεδο, μικρή μου. Απόψε… Τώρα… Γιατί θα γίνει μάχη. Και πρέπει να έχεις διαλέξει σκοπιά. –Τι μάχη; Ποιο στγατόπεδο; –Διαλέγεις το σώμα ή την ψυχή; –Τι εννοείς, Μάη; –Αν επιλέξεις να επικεντρωθείς στο σώμα, πιθανόν να σε καταβάλει το αίσθημα της αδικίας για το ότι κάτι έξω από αυτό προκαλεί τον θάνατο του. Εάν επιλέξεις να επικεντρωθείς στην ψυχή, τότε αυτή η εντύπωση της παθητικότητας αυτομάτως ακυρώνεται, με την έννοια τού ότι η ψυχή, η οποία προσωρινά κατοικεί οποιοδήποτε σώμα, επιλέγει να φύγει από αυτό τη στιγμή που αυτή θέλει. Δεν μιλούσα. Κάπνιζα το τσιγάρο μου σκεπτική και σχεδόν σαστισμένη. –Την έχεις κάνει ήδη την επιλογή σου, Μυράκι. Μη νομίζεις πως στ’ αλήθεια έχεις να πάρεις κάποιαν απόφαση τώρα και νιώθεις να πιέζεσαι. Μόνο για να σε ταρακουνήσω σου έβαλα σχεδόν το μαχαίρι στον λαιμό! –Μα πώς;… Δεν σε καταλ– –Οι παλμοί τής καρδιάς σου, Μυράκι… Όταν κατέβασαν τις κάσες στους λάκκους, όταν άρχισαν να ρίχνουν τα πρώτα χώματα… Εκεί δοκιμάζονται οι καρδιές, εκεί το ανέκκλητο αποκτά πλέον μια τρομακτική διάσταση. Κι εγώ είχα το χέρι μου στη ράχη σου. Κι ένιωθα την καρδιά σου. Ξέρεις πώς χτυπούσε; –Πώς; –Ήσυχα… Με εμπιστοσύνη… Ούτε ταραγμένα, ούτε νωθρά. Απλά, ήσυχα, σοφά… –Σοφά; Χτυπούσε η καγδιά μου σοφά; Μάη, δεν– –Η μάχη που σου είπα προηγουμένως, θα γίνει. Πάντοτε γίνεται. Είναι η μάχη τού πένθους. Και τη δίνει ο καθένας μόνος του. Εκείνες τις ώρες τής μάχης, προσπάθησε να θυμάσαι αυτό… Να εμπιστεύεσαι τους χτύπους τής καρδιάς σου… Αυτή θα είναι ο πραγματικός σου σύμμαχος. Το μυαλό μέσα σε αυτή τη μάχη είναι ένα σωρό καρακάξες που κρώζουν πάνω από τα αβγά ισχυρών πεποιθήσεων· τρέφονται από αυτά και κρώζουν, αυτό είναι όλο… Η καρδιά σου όμως ξέρει, αυτή να εμπιστεύεσαι σ’ αυτή τη μάχη, Μυράκι…

«Αχ, σοφή μου Μάη… Πάνω στη δύσκολη στιγμή μού προσέφερες τσιγάρο και φωτιά και μια σύμμαχο… Όλη την υπόλοιπη ζωή μου την πέρασα στενά συνδεδεμένη μαζί της. Και ήταν τόσες οι ταραχές που ακολούθησαν, που η μόνη σωτηρία μου έμοιαζε να είναι οι χτύποι τής καρδιάς μου… Απλά, ήσυχα, σοφά… »Αχ, λατρεμένη μου Μάη!... Δεν μου χάρισες μονάχα την καρδιά σου, αλλά και τη δική μου καρδιά…»


126

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

μαμά επέμενε να φύγω μαζί με τη Μάη για τη Γαλλία. –Τι να κάνεις εδώ, Μύρα; Να πας εκεί πάνω, να βρεις τις παρέες σου, να ξεχαστείς. Εδώ θα τριγυρνάμε όλη την ώρα σαν τα φαντάσματα. Να πας μαζί με τη Μάη. Αυτή μπορεί να σε στηρίξει τώρα, εμένα μου είναι αδύνατον να στηρίξω οποιονδήποτε αυτή τη στιγμή… –Μαμά, τι λες; Δεν πάω πουθενά. Θέλω να δω τον Σίμο. Αυτή είναι η μόνη στήγιξη που θέλω αυτή τη στιγμή. Δεν μπογώ να φύγω δίχως να τον δω. Ειδικά τώγα. –Να φύγεις μαζί με τη Μάη, σου λέω! Ποιος Σίμος; Είδες κανέναν Σίμο εσύ όσο είσαι εδώ; –Τι εννοείς; Αφού λείπει με τον πατέγα του, μαμά. Θα πεγιμένω να επιστγέψει. Έχει ένα σωγό υποχγεώσεις και δεν έχει πγολάβει, αυτό είναι όλο. Πγοφανώς δεν θα έχει μάθει καν για ό,τι συνέβη… Δεν χγειάζεται να γίνεσαι τόσο κακιά. –Τι υποχρεώσεις, μωρέ Μύρα; Άντε γιατί θα τ’ ανοίξω το στόμα μου, αφού δεν το ανοίγει αυτός… –Τι… τι εννοείς τώγα; Να το ανοίξει να μου πει τι; Είχαν αρχίσει να μουδιάζουν τα άκρα μου κι ένα βουητό ξεκίνησε να στριγκλίζει σαν μονότονο βιολί μέσα στ’ αφτιά μου. Η μητέρα μου είχε πάρει την πιο δυσερμήνευτη έκφραση που θυμάμαι να έχει ποτέ αποτυπωθεί στο πρόσωπό της. Σηκώθηκε από το σκαμπό που καθόταν πλάι στο πάσο τής κουζίνας, με πλησίασε σέρνοντας μια καρέκλα δίπλα στη δική μου και κάθισε. Κοιτούσε κάτω σαστισμένη για κάποιες στιγμές, μην ξέροντας πώς να μου πει αυτό που είχε να μου πει. Έχωσε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά της κάνοντας μια κίνηση που έμοιαζε σαν την προσπάθεια πέντε λεπτών πλασμάτων να πιαστούν από κάπου. –Λέγε, μαμά… Τι συμβαίνει; –Άκου, Μυράκι… Έτσι όπως έχουν έρθει τα γεγονότα, δεν γίνεται να κάνω αλλιώς. Πρέπει να σου πω κάποια πράγματα. Κάποια μέρα θα καταλάβεις πως δεν γινόταν αλλιώς… –Πες μου… –Ο Σίμος, κορίτσι μου, δεν σε περίμενε όπως περίμενες εσύ να τον δεις. Προχώρησε τη ζωή του χωρίς εσένα. Γνώρισε μια γυναίκα και μέσα σε λίγους μήνες παντρεύτηκαν. Περιμένουν παιδί τώρα. –Μαμά, τι λες; –Λυπάμαι, Μυρούλα μου, έπρεπε να σου το πει εκείνος κι όχι εγώ, αλλά έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, έπρεπε να το μάθεις έστω κι από μένα και να


Ευτυχία Κανάρη

127

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σηκωθείς να φύγεις μαζί με τη Μάη. Καταλαβαίνεις τώρα πως δεν προσπαθώ να σε διώξω τόσην ώρα επειδή δεν σε θέλω εδώ, αλλά επειδή αν μείνεις εδώ, θα έχεις να αντιμετωπίσεις μόνο πένθη. –Μαμά, τι μου λες τώγα; Τι μου λες, μανούλα μου; Τι μου λες; Επαναλάμβανα ξανά και ξανά την ίδια φράση, αδυνατώντας να χωρέσω μέσα μου όλες αυτές τις πληροφορίες που μόλις με είχαν βομβαρδίσει. Έκλαιγα γοερά, σχεδόν ούρλιαζα, χωμένη μέσα στην αγκαλιά τής μητέρας μου. –Μα δεν γίνεται… Ναι μεν έχει γίνει σχεδόν ανύπαγκτη η επικοινωνία μας τους τελευταίους μήνες, αλλά μου είπε πως το κάνει για να μη με αποσπά από το διάβασμά μου και επειδή είχε πολλές εκκγεμότητες που τον βασάνιζαν τελευταία. Θα μου εξηγούσε, έλεγε, από κοντά. Αυτές ήταν οι εκκγεμότητες; Ο γάμος του και το να φτιάξει το παιδικό δωμάτιο; Γιατί; Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Γιατί δεν μου το είπε και με άφησε να ταξιδέψω ως εδώ; Για να έγθω να του ευχηθώ για τον γάμο του; Γιατί; Γιατί;… –Για τον λόγο που σου είπε το έκανε μάλλον, Μυράκι, για να μη σε αποσπάσει από τα διαβάσματά σου. Και ίσως ήθελε να σε αντιμετωπίσει από κοντά για να σου πει κάτι τέτοιο, αλλά μέχρι σήμερα που είσαι εδώ, να μην έχει βρει τη δύναμη να το κάνει. Τώρα μάλιστα που θα έχει μάθει για τον χαμό τής θείας και του Χρύσου, μάλλον δεν θα καταφέρει να βρει το θάρρος. Δεν μπορείς να ξέρεις, κορίτσι μου. Να σου πω… Αύριο το πρωί κλείσε το εισιτήριό σου για τη Γαλλία ώστε να φύγεις μαζί με τη Μάη. Δεν χρειάζεται να τον αντιμετωπίσεις. Ούτε από κοντά, ούτε τηλεφωνικά. Πες στον εαυτό σου πως τελείωσε και προχώρησε σιγά σιγά. Όσο για τον Σίμο, θα τον ενημερώσω εγώ μέσω του Παρασκευά πως γνωρίζεις την αλήθεια και πως δεν θέλεις να σε ξαναενοχλήσει. Εντάξει, κορίτσι μου; Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρω να συνέλθω από τα αναφιλητά και να απαντήσω. Ώσπου τινάχτηκα ξαφνικά από τη θέση μου, σκούπισα άτσαλα τα μάτια μου και με ένα απερίγραπτο πείσμα είπα καθαρά «Εντάξει!...». Σε λίγες μέρες βρισκόμασταν στη Γαλλία. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, στην εικόνα μου που έβλεπα μέσα στη φαντασία μου, είχα τα νύχια βρόμικα, γεμάτα χώμα. Είχα μέσα σε λίγες μόνο μέρες θάψει τόσο σημαντικά κομμάτια τής καρδιάς μου, που απορούσα πλέον από πού παράγονταν οι χτύποι της… Την τελευταία νύχτα πριν φύγω απ’ την Ελλάδα, ξύπνησα με κλάματα. Άρχισα να ψάχνω μανιωδώς στα πράγματά μου για το κουτάκι με τα κοσμήματά μου. Το πήρα και το άνοιξα με ταραχή. Βρήκα την αλυσιδίτσα με τη χρυσή καρδούλα που μου είχε φέρει δώρο η θεία Ντίμη όταν ήμουν μικρή.


128

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τη στιγμή που την κούμπωνα στον λαιμό μου, κάτι άλλο μού τράβηξε την προσοχή μέσα στο κουτάκι… Το κλειδί τού Λιντουκότο… Το πήρα κι έτρεξα στον κήπο. Περνώντας από την κουζίνα, άρπαξα ένα μεγάλο κουτάλι από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα. Βγήκα στον κήπο, γονάτισα σε ένα σημείο ακριβώς δίπλα από το Πλανητάριό μου και άρχισα να σκάβω το χώμα με το κουτάλι. Έσκαβα τόσο γρήγορα, τόσο αγχωμένα, ένιωθα λες και επρόκειτο να μου τελειώσει ο χρόνος… Αφού άνοιξα μια αρκετά βαθιά λακκούβα, έθαψα μέσα το κλειδί και το σκέπασα με το χώμα. Έβαλα από πάνω του και μια μεγάλη στρογγυλή άσπρη πέτρα, από κείνες που είχε η μαμά για να πλαισιώνουν τα παρτέρια της. –Η ταφόπλακα… Τελείωσε. Τελείωσε… Κάθισα πάνω στη σκεπή τού Πλανητάριου για αρκετή ώρα, κοιτάζοντας κάτω, τον «τάφο» που μόλις είχα φτιάξει. Με τα χέρια λερωμένα από τα χώματα, έβγαλα πάλι τη χρυσή καρδούλα από τον λαιμό μου και την κράτησα από την αλυσιδίτσα να κρέμεται. Έπειτα την τέντωσα προς τη μεριά τού σπιτιού και την άφησα να πέσει και να ταξιδέψει προς τη μεριά τού δρόμου. Όσο αυτή ταλαντευόταν πέρα-δώθε ώσπου να ισορροπήσει, άκουγα ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μου τη φωνή τής Συγωγώς… «Μη φοβάσαι, αγάπη μου, όταν πονάς. Γιατί είναι έτσι φτιαγμένος ο κόσμος, που όση λύπη χρειαστεί να αντέξεις, άλλη τόση χαρά θα έρθει έπειτα. Και θα γίνεται αυτό μέχρι να βρεις την ισορροπία σου». Δεν θυμάμαι πόσες φορές έβαλα τη χρυσή καρδούλα να ταξιδέψει μια στη χαρά και μια στη λύπη εκείνη τη νύχτα… Αλλά θυμάμαι πως γυρίζοντας στο δωμάτιό μου, φόρεσα εκείνη την καρδούλα στον λαιμό μου και δεν την έβγαλα για πολύ πολύ καιρό από πάνω μου… «Αυτή φόρα τη όταν πονάς, για να το θυμάσαι αυτό. Να θυμάσαι το ταξίδι τής καρδούλας σου μια στη λύπη και μια στη χαρά, ώσπου να μπορέσει να ισορροπήσει. Κοιμήσου γλυκά τώρα… Λύπης πάσης γίγνετ’ ιατρός χρόνος…».

«Αχ, Συγωγώ μου, πώς τα κατάφερες έτσι και όποτε χρειάζεται κάτι να θάψω, υπάρχει πάντοτε και κάτι δικό σου να ξεθάψω; Ήταν ειρωνεία να μου πεθάνεις από έλλειψη οξυγόνου, όταν εγώ αναπνέω ακόμη μέσα από σένα… Σοφή μου Συγωγώ… »Αχ, μπαμπάκα μου, ποιο ταβάνι, ποιον ουρανό να ρυθμίσω για να με χωράει πια; Δεν θέλω άλλο να παλεύω για να χωράω κάπου… Θέλω να μάθω πώς να χωρέσω τόσο χώμα μέσα μου…


Ευτυχία Κανάρη

129

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

»Φτιάξε μου μια ιστορία, μπαμπά μου, κι έλα μια νύχτα στ’ όνειρό μου να μου τη διηγηθείς. Μόνο φρόντισε να μην έχει ουρανό πάλι μέσα· όσα αγαπάω είναι στη γη – καρφωμένα πάνω και θαμμένα κάτω απ’ αυτήν… Κι εγώ τόσο έχω αιωρηθεί, που ξέχασα να μάθω να περπατάω· σέρνομαι… »Αχ, μαμά… άρπαξα επιτέλους το κουτάλι… Αλλά ήταν για να θάψω την καρδιά μου… Δεν μετράει. Αχ, μαμά μου, πονεμένη μου, κι εσύ, μαμά…»


130

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Π

οιο χέρι γράφει το σενάριο της ζωής μας; Και γιατί αρέσκεται στο να βυθίζεται στα αίματα, στα χώματα, στα δάκρυα για να γράψει;… Καθόμουν πάνω στο στενό μπαούλο με τις μαύρες μαξιλάρες, μπροστά στην τζαμαρία τού δωματίου μου και βούλιαζα –δίχως να το αντιλαμβάνομαι βαθιά– στο άδικο… Η Μάη μού πρότεινε, για τον πρώτο καιρό τουλάχιστον, να πάω να μείνω στο σπίτι της. Δεν φοβόμουν να μείνω μόνη στο σπίτι τής θείας Ντίμης, αλλά δέχτηκα δίχως σκέψη να πάω στη Μάη, κυρίως επειδή είχα ανάγκη την παρουσία της. Έμεινα όμως μια νύχτα στο δικό μου, μέχρι να μαζέψω τα πράγματά μου. Στο «δικό μου»… Πόσο αλλόκοτα ξένο μού έμοιαζε ξαφνικά το σπίτι αυτό, τώρα πια που ήταν πρακτικά πιο ορθό να το αποκαλώ «δικό μου» κι όχι «της θείας Ντίμης» ή «δικό μας», από τη στιγμή μάλιστα που η ίδια μού είχε εκμυστηρευτεί κάποια στιγμή πως είχε από πολύ νωρίς τακτοποιήσει το θέμα αυτό και νομικά. Όμως δεν το ένιωθα δικό μου, τουλάχιστον όχι από τόσο νωρίς. Μου ήταν αδύνατον να μπω στο δωμάτιό της και να πειράξω τα πράγματά της. Έκλεισα την πόρτα τού δωματίου της, την κλείδωσα, και συμπεριφερόμουν σαν να μην υπήρχε στο σπίτι αυτός ο χώρος. Θυμόμουν τα λόγια τής μαμάς για τον Σίμο… «Πες στον εαυτό σου πως τελείωσε και προχώρησε σιγά σιγά». Παράπονο… Πολύ μεγάλο παράπονο. Γιατί να πρέπει να ζω τη ζωή μου λέγοντας διαρκώς στον εαυτό μου «τέλειωσε κι αυτό, τέλειωσε κι εκείνο… Δεν υπάρχει πια αυτός ο άνθρωπος, δεν υπάρχει αυτός ο χώρος, δεν υπάρχει αυτή η αγάπη…». Γιατί να πρέπει να προχωράω έτσι; Υπάρχει κανείς που να έμαθε να περπατάει σωστά με τόσες τελείες; Εκεί που πας να σηκωθείς και να βαδίσεις ίσια μπροστά, νά σου πάλι οι τελείες, οι οποίες σιγά σιγά διογκώνονται, γίνονται σαμαράκια να σκοντάψεις κι έπειτα ολόκληροι τοίχοι. Χτυπιέσαι πάνω τους με μανία, μα δεν μπορείς να τους γκρεμίσεις. Κι έτσι αρχίζεις να κολλάς πάνω τους, να τους σκαρφαλώνεις φιδοσέρνοντας, στην προσπάθειά σου να τους ξεπεράσεις και να πας παραπέρα. Μα υπάρχει κάποιο λάθος σ’ όλο αυτό… Υπάρχει κάποιο λάθος. Ακόμη κι αν περάσεις από την άλλη πλευρά σαν το ερπετό, αν κάνεις να στρέψεις το κεφάλι σου προς τα πίσω, οι τοίχοι που προσπέρασες –εκείνοι που δημιουργήθηκαν από τις διογκωμένες σου τελείες– παραμένουν εκεί, να σου κρύβουν τη θέα προς το παρελθόν· προς την αθωότητα… Γι’ αυτό οι άνθρωποι αποκοβόμαστε τόσο ωμά από την αθωότητά μας όσο μεγαλώνουμε; Επειδή


Ευτυχία Κανάρη

131

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δεν γκρεμίζουμε τα εμπόδια, αλλά τα προσπερνάμε έρποντας πάνω τους και τα αφήνουμε πίσω μας να υπάρχουν; Κάποιο λάθος υπάρχει σε όλο αυτό… Κάπου κάνουμε κάποιο λάθος… Η Μάη είχε για μια ακόμη φορά δίκιο. Η μάχη είχε ήδη ξεκινήσει. Έπρεπε να διαλέξω στρατόπεδο. Να διαλέξω σκοπιά. Θα διάλεγα το σώμα ή την ψυχή; Θα διάλεγα τον σκηνοθετημένο ηθοποιό ή τον ηθοποιό-σεναριογράφοσκηνοθέτη; Οι λέξεις της επισκεπτόντουσαν με όλο και πιο καθαρή φωνή τη σκέψη μου… «…Το μυαλό μέσα σε αυτή τη μάχη είναι ένα σωρό καρακάξες που κρώζουν πάνω από τα αβγά ισχυρών πεποιθήσεων· τρέφονται από αυτά και κρώζουν, αυτό είναι όλο… Η καρδιά σου όμως ξέρει, αυτή να εμπιστεύεσαι σ’ αυτή τη μάχη, Μυράκι…» Κοίταξα στο σημείο που μου είχε πει η θεία Ντίμη πως είχαν τοποθετημένη την κούνια μου όταν γεννήθηκα, και θυμήθηκα εκείνα που έλεγα νοερά στον νεογέννητο εαυτό μου όταν ήρθα να μείνω στη Γαλλία. «Γαλλικό μωράκι, ξέρεις γιατί κλαις; Γιατί στέκει πάνω από την κούνια σου αυτός ο Δαίμονας κι ετοιμάζεται να παίξει μαζί σου. Μόλις κιόλας μιλήσεις, θα μπεις σε μπελάδες. Θα γνωρίσεις την απόρριψη από την ίδια σου τη μητέρα, αυτή που τώρα σε νανουρίζει με κανακέματα. Θα αγαπήσεις το μέλι, θα σιχαθείς το μέλι και έτσι θα προχωράει η ζωή σου όλη· θα αγαπάς κι έπειτα θα σιχαίνεσαι. Θα έχεις τα πάντα κι έπειτα θα χάνεις τα πιο σπουδαία. Αλλά μια μέρα, σου το υπόσχομαι, γαλλικό μωράκι, μια μέρα θα γυρίσεις πίσω στο Παρίσι. Και όλα θα μπουν στη θέση τους… Ζήσε και άντεξε για κείνη τη μέρα…». Κι έπειτα πάλι θυμόμουν τα λόγια μου στις συζητήσεις με τη Συγωγώ… «Δεν θέλω να ερωτευτώ και να αγαπήσω κανέναν, γιατί ξέρω τι συμβαίνει μετά. Πάντοτε κάτι γίνεται και χάνεις αυτόν που αγαπάς και μένεις μόνος σου, σαν ένα σβησμένο καρβουνάκι. Δεν θέλω να σβήσω για κανέναν…». Κι ήταν κι εκείνο το «Ευαγγέλιο της μη πίστης» τής μαμάς κι έπειτα το δικό μου το Ευαγγέλιο, με κοινό παρονομαστή τους το «δεν πιστεύουμε στους άντρες». Όλα ήταν γραμμένα. Το σενάριο υπήρχε ήδη και δεν ήταν άλλο το χέρι που το έγραψε από το δικό μου… «Τι έκανα; Τι κάνω; Δεν ήρθε ποτέ κάτι που να μην ταίριαζε με αυτά που έχω δηλώσει, που έχω φοβηθεί ή που έχω ουσιαστικά αναζητήσει… Το παιχνίδι τής αγάπης το έμαθα με το να αγαπώ κι έπειτα να φτάνω να σιχαίνομαι αυτούς που αγαπώ. Δεν ξέρω πώς είναι να έχω τα πάντα δίχως να χάνω έπειτα τα πιο σπουδαία, αυτό μού συμβαίνει μια ζωή. Έζησα τα ζωή μου σαν μύγα… Πηγαίνω


132

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαρκώς στα σάπια, στα χαλασμένα, στα βρόμικα. Οι άνθρωποι που αγαπώ, συχνά με απορρίπτουν, φεύγουν μακριά μου ή με διώχνουν… σαν μύγα… Κι όσο κι αν θέλω να πιστεύω στους άντρες, κάτι συμβαίνει πάντοτε που επιβεβαιώνει τις πεποιθήσεις τής μαμάς…». Πώς να διαλέξω το υποκινούμενο σώμα, όταν μόλις ανακάλυπτα μέσα από τον πόνο μου τις βουλές τής ψυχής; Παρ’ όλα αυτά, η μάχη τού πένθους είχε όντως ξεκινήσει. Κι όποιο στρατόπεδο κι αν είχε ήδη επιλέξει η καρδιά μου, όπως έλεγε και η Μάη, η μάχη παρέμενε σκληρή… Η ώρα ήταν πέντε και τέταρτο το απόγευμα. Χρειαζόμουν αέρα. Χρειαζόμουν ίσως και καμιά άγνωστη σ’ εμένα ιστορία, από κείνες που δεν ήθελα καθόλου ν’ ακούσω στην κηδεία τής θείας Ντίμης και του Χρύσου. Ντύθηκα γρήγορα και έφυγα από το σπίτι. Δίχως να το σκεφτώ πολύ, ήξερα πού πήγαινα. Ο χώρος μύριζε δέρμα και βενζίνη. Ήταν σχετικά τακτοποιημένος και καθαρός. Γύρω γύρω οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με παπουτσοθήθες των οποίων οι ραφιέρες ήταν γεμάτες έτοιμα υποδήματα. Κάποια από αυτά που δεν χωρούσαν στις ραφιέρες, βρίσκονταν τακτοποιημένα σε σειρές στο πάτωμα. Μονάχα γύρω από τους δυο πάγκους εργασίας επικρατούσε ένας μικρός χαμός από πεταμένα κομματάκια δέρματος, δερματίνης, κομμένα τακούνια και άλλα απομεινάρια από τα υλικά των καινούργιων παπουτσιών. Στον μεγάλο τοίχο απέναντι από την είσοδο υπήρχαν δυο πόρτες. Η δεξιά οδηγούσε στο γραφείο, ήταν εμφανές καθώς διαχώριζε τους δυο χώρους ένα μεγάλο παράθυρο με τζαμαρία. Η άλλη οδηγούσε στην αίθουσα με τα μεγαλύτερα μηχανήματα. Μόλις μπήκα στο εργαστήρι, δεν βρήκα κανέναν εκεί μπροστά, αλλά άκουγα από την αριστερή πόρτα τούς έντονους ήχους ενός μηχανήματος κι έτσι υπέθεσα πως ο Τομά θα ήταν εκεί μέσα και θα δούλευε. Επέλεξα να περάσω στο γραφείο και να τον περιμένω εκεί. Ο πίνακάς μου δέσποζε πάνω από το γραφείο του· χαμογέλασα ελαφρά μόλις τον είδα, καθώς μια γλύκα χαρακτήριζε εκείνο το αίσθημα αποδοχής που μου προκαλούσε η θέση που αμέσως κέρδισε στον χώρο που βρισκόταν καθημερινά ο Τομά. Κάθισα σε μια καρέκλα και περίμενα. Ο ήχος τού μηχανήματος σταμάτησε. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά λιγάκι πιο δυνατά μέσα στο στήθος μου, με κατέλαβε η αμηχανία.


Ευτυχία Κανάρη

133

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Τομά, όπως πολύ σωστά προέβλεψα, κρατώντας ένα ζευγάρι γόβες στα χέρια του, εμφανίστηκε στην μπροστινή αίθουσα. Προχωρώντας αργά και κακοδιάθετα, τις ακούμπησε σε έναν από τους πάγκους εργασίας. Δεν κάθισε στο κάθισμα του πάγκου να συνεχίσει, παρά προχώρησε ως την εξωτερική τζαμαρία, σκούπισε με το πάνω μέρος τού χεριού του το μέτωπό του και στάθηκε να κοιτάζει βαριανασαίνοντας τον κόσμο που περνούσε απέξω. Κοντοστάθηκα στην είσοδο του γραφείου και του μίλησα σιγανά. –Κι εγώ… δυσκολεύομαι πολύ… Η φωνή μου είχε ήδη προλάβει να σπάσει και τα μάτια μου την ακολούθησαν βουρκώνοντας. Ο Τομά τινάχτηκε τρομαγμένος, γύρισε απότομα να δει και μόλις αντιλήφθηκε πως ήμουν εγώ, έμεινε ακίνητος για μερικές στιγμές να με κοιτάζει. Είδαμε ο ένας στα μάτια τού άλλου την ίδια υγρή θλίψη… Έπειτα πλησιάσαμε και, δίχως να πούμε κουβέντα, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και κλάψαμε μαζί. Το υπόλοιπο απόγευμα μας βρήκε σε ένα παγκάκι πάνω στις όχθες τού Σηκουάνα, να κουβεντιάζουμε, να μοιραζόμαστε τις αναμνήσεις μας σχετικά με τη θεία Ντίμη, να δακρύζουμε κι έπειτα πάλι να χαμογελάμε σαν σκεφτόμασταν πόσο θα της άρεσε να μας βλέπει χαμογελαστούς… Μου έκανε τόσο καλό εκείνη η συνάντηση με τον Τομά· με έκανε να αισθανθώ πως κι εκείνος ένιωθε το ίδιο. Το επόμενο πρωί πήγα στη Μάη. Προσπάθησα να πάρω όσο γινόταν λιγότερα πράγματα, κι ας μη γνωρίζαμε για πόσο διάστημα θα έμενα μαζί της, ώστε να μη νιώθω πως της γίνομαι φόρτωμα. Κοιμόμουν στο δωμάτιο του γραφείου της, σε έναν αναπαυτικότατο καναπέ-κρεβάτι. Η ενέργεια στον χώρο αυτόν ήταν τόσο θετική… Όλα εκείνα τα βιβλία, αλλού τα παλιά, αλλού τα πιο καινούργια, όλα εκείνα τα όμορφα μικροαντικείμενα –παράξενοι χαρτοκόπτες, ένα σετ με παλιό μελανοδοχείο και πένα, οι πίνακες στους τοίχους, οι μολυβοθήκες της ακόμη– όλα ήταν διαλεγμένα προσεκτικά, με αρχοντικό γούστο, κι απέπνεαν μιαν αυθεντικότητα, ίδια μ’ αυτή που χαρακτήριζε τη Μάη. Η διαμονή μου μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο έκανε το συμπαγές βάρος μέσα μου να βρίσκει μια διέξοδο, να διασπάται σε μικρότερα κομμάτια και να διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Και κάθε πρωί που ξυπνούσα, η Μάη ερχόταν κι άνοιγε τα παράθυρα, έπαιρνε το ένα μαξιλάρι μου εκείνη, έδινε το άλλο σ’ εμένα και αρχίζαμε να χτυπάμε δυνατά το ένα με το άλλο, σαν να παίζαμε μαξιλαροπόλεμο. Επινόηση δική της· «συντρίβεται η θλίψη έτσι και ταξιδεύει σαν


134

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τη σκόνη απ’ το παράθυρο και οι άσχημες σκέψεις που θρονιάζονται στα μαξιλάρια σου, φεύγουν μακριά! Πόλεμο αυτές; Πόλεμο κι εμείς!». Πολλοί πόλεμοι… Ο πόλεμος του πένθους, ο πόλεμος των θετικών και των αρνητικών σκέψεων, ο πόλεμος της καρδιάς και του μυαλού, ο πόλεμος του σώματος και της ψυχής, ο πόλεμος των βαριών από τα δάκρυα μαξιλαριών… Τις νύχτες πολεμούσα, μεταξύ άλλων, και τη μορφή τού Σίμου, που ερχόταν και θρονιαζόταν στην πολυθρόνα απέναντί μου. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά ακόμη και σήμερα θα μπορούσα να ορκιστώ πως στ’ αλήθεια τον έβλεπα. Καθόταν χαλαρός, με τον αστράγαλο του ενός ποδιού του ακουμπισμένο στο γόνατο του άλλου και τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, με κοιτούσε χαμογελώντας και τα μάτια του μέσα στο ημίφως είχαν κάτι από τα μάτια τού φιδιού. Του μιλούσα, τον ρωτούσα τι συνέβη, πώς, γιατί άφησε τα πράγματα να φτάσουν ως εκεί. Μα δεν μου απαντούσε. Όλο με κοίταζε και χαμογελούσε. «Είναι άδικο, Σίμο…», κλαψούριζα. Έκλεινα τα μάτια μου και τα κρατούσα σφιγμένα για μερικές στιγμές, ευελπιστώντας πως σαν θα τα ξανάνοιγα, εκείνος δεν θα ήταν πια μπροστά μου. Κι όταν τα ξανάνοιγα, εκείνος δεν ήταν πλέον στην πολυθρόνα, καθόταν πλάι στα πόδια μου, στην άκρη τού ανοιχτού καναπέ που ήμουν ξαπλωμένη. Άπλωνα το χέρι μου προς το μέρος του, μα δεν τον έφτανα κι εκείνος ούτε που κουνιόταν· χαμογελούσε, μόνο χαμογελούσε. Έκλεινα πάλι τα μουσκεμένα μάτια μου κι όταν τα άνοιγα ξανά, εκείνος βρισκόταν πια ξαπλωμένος πλάι μου. «Δεν είσαι αληθινός…», μουρμούριζα και γύριζα από την άλλη, τυλιγόμουν σφιχτά με τα σκεπάσματα, κουκουλωνόμουν ως το κεφάλι και πολεμούσα εκείνη τη χίμαιρα προσπαθώντας να επιστρατεύσω άλλοτε τη λογική μου κι άλλοτε οτιδήποτε παράλογο θα μπορούσε να είναι σύμμαχός μου εκείνες τις στιγμές. Αυτό που ονειρευόμουν από παιδί ήταν να γνώριζα έναν άντρα και να ήταν αυτός ο Ένας για μένα, ο Εκλεκτός, ο Μοναδικός, να μην έφτανα στο σημείο να γυρίζω από δω κι από κει άσκοπα, χάνοντας κάθε φορά, μαζί με τους μάταιους έρωτές μου, κι από ένα κομμάτι τού εαυτού μου. Ονειρευόμουν να μοιραστώ όλα μου τα κομμάτια με έναν άνθρωπο, όπως είχε επιλέξει και η μητέρα μου. Όμως με τον θάνατό του ο μπαμπάς μου μού έσπειρε πολλούς φόβους σχετικά με αυτή τη σταθερή επιλογή, τόσους που με έσπρωχναν, δίχως καλά καλά να το καταλαβαίνω, μάλλον προς το άκρο των επιλογών τής θείας Ντίμης. Εκείνες τις νύχτες, λοιπόν, που η οπτασία τού Σίμου έφτανε να κουλουριάζεται πλάι μου στον καναπέ, εγώ της γύριζα την πλάτη και


Ευτυχία Κανάρη

135

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προσπαθούσα να τη διαλύσω με το να συγκεντρώνομαι σε μια επικοινωνία πέραν κάθε λογικής. Προσπαθούσα να συνομιλήσω με τη σκέψη μου με τον Έναν, τον δικό μου σύντροφο, εκείνον που ένιωθα από μικρό παιδί πως υπήρχε εκεί έξω και ωρίμαζε ερχόμενος προς το μέρος μου, τη στιγμή που κι εγώ ωρίμαζα πηγαίνοντας προς το δικό του. Όταν ενώθηκα με τον Σίμο, πίστεψα πως εκείνος ήταν αυτός ο Ένας. Όμως μάλλον έκανα λάθος… «Μ’ ακούς, έτσι δεν είναι; Πότε θα ’ρθεις; Δεν αντέχω άλλο να σκορπίζομαι… Μη χάσεις τον δρόμο σου, μ’ ακούς; Μη μ’ εγκαταλείψεις. Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς… μ’ ακούς;… Δώσε μου ένα σημάδι πως μ’ ακούς, σε παρακαλώ, δώσε μου ένα σημάδι!...». Όμως στο τέλος η οπτασία τού Σίμου νικούσε… Ρουφούσε όλη τη σκέψη μου από τη μάταιη αυτή προσπάθεια επικοινωνίας με τον Έναν και με βύθιζε στο πηχτό Μηδέν. Αποκοιμόμουν κουλουριασμένη στην αγκαλιά του, νιώθοντας τα χέρια του περασμένα στα πλευρά μου, να καταλήγουν στο στήθος μου. Σχεδόν αισθανόμουν τις φύτρες των μαλλιών μου να τρέμουν απαλά πάνω στον αυχένα μου σε κάθε εκπνοή του… Δική του η νίκη και σ’ αυτή τη μάχη. Κι έπειτα έρχονταν οι εφιάλτες. Συχνά μια τεράστια κατάμαυρη, μαλλιαρή αράχνη με αιχμαλώτιζε μέσα στον ιστό της και με στριφογύριζε με τα λεπτά της πόδια, δηλητηριάζοντάς με και παγιδεύοντάς με μέσα στον ιστό που έπλεκε γύρω μου σαν κουκούλι. Όταν πια ένιωθα τρομακτικά εγκλωβισμένη, ξυπνούσα πανικόβλητη και κοιτούσα πίσω μου, εκεί που πριν ήταν ξαπλωμένος ο Σίμος· δεν ήταν κανείς… Ήμουν μόνη. Εγώ και οι εκκωφαντικοί χτύποι τής καρδιάς μου· ο πραγματικός μου σύμμαχος, όπως είχε πει η Μάη… «Να εμπιστεύεσαι τους χτύπους τής καρδιάς σου… Αυτή θα είναι ο πραγματικός σου σύμμαχος… Η καρδιά σου ξέρει, αυτή να εμπιστεύεσαι σ’ αυτή τη μάχη, Μυράκι…». Έχω την αίσθηση πως πάντα βρισκόμουν σε πόλεμο. Ακόμη κι αν κάποιες περιόδους δεν συνέβαινε κάτι δυσάρεστο, εγώ βρισκόμουν σε πόλεμο με τα δυσάρεστα προηγούμενων εποχών, απλώς και μόνο επειδή δεν κατάφερα ποτέ να σκαρώσω μια πραγματική νίκη εναντίον τους.


136

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Π

ολυαγαπημένη μου Μύρα,

μου λείπεις όσο ποτέ άλλοτε. Δεν έχω σε ποιανού τα μάτια μπροστά να κλάψω για να κοιτάξω μέσα τους και να βεβαιωθώ πως όλος αυτός ο πόνος είναι αληθινός. Η συμβίωση με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μέσα σε αυτό το πένθος, γίνεται ολοένα και πιο δυσβάσταχτη. Μέρα με τη μέρα το σπίτι μας ερημώνει και πιο πολύ, πνίγεται στην αφόρητη σιωπή και στον θρήνο… Σχεδόν κοντεύουμε να ξεχάσουμε τη φωνή η μια τής άλλης. Και συμβαίνει κάτι παράξενο· όσο περισσότερο κλαίνε εκείνες, μουρμουρίζουν κρυφά μέσα στη νύχτα, μουλιάζουνε στα δάκρυα και θρηνούν, τόσο εγώ δεν μπορώ να χύσω ούτε ένα δάκρυ. Η τελευταία φορά που με είδες να κλαίω πριν φύγεις, ήταν και η τελευταία που έκλαψα μέχρι σήμερα. Κάποτε προσπαθούσα να καταλάβω πώς αισθανόσουν που είχες χάσει τον πατέρα σου. Τώρα ξέρω. Αλλά και πάλι προηγείσαι τόσα βήματα στον δρόμο αυτό τού πόνου. Ίσως ποτέ δεν θα σε νιώσω πραγματικά, Μυρούλα μου. Τόσο πένθος πού το χώρεσες αλήθεια; Πού το χωράς; Σκέφτομαι μήπως και γι’ αυτό δεν μπορώ να ξεσπάσω· ίσως βαθιά μέσα μου πεισμώνω να φανώ ατρόμητη για να μην προδώσω τον θαυμασμό μου στην αντοχή που έχεις επιδείξει εσύ τόσα χρόνια. Με τον Αλέξη, το παιδί που σου είχα πει πως είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε, έπαψα να επικοινωνώ. Ούτε τα παιδιά απ’ τη Σχολή έχω διάθεση να βλέπω έξω. Έχω κλειστεί στο σπίτι και νιώθω πως όσο περνάει ο καιρός γίνομαι ένα με τους τοίχους και τα έπιπλα. Η μάνα μου και η γιαγιά μου περνούν από δίπλα μου, με ακουμπάνε, στηρίζονται πάνω μου κι όλα αυτά με έναν τρόπο τόσο δεδομένο, σαν να είμαι τοποθετημένη εκεί που πρέπει και να εξυπηρετώ τις δικές τους ανάγκες. Για τις δικές μου ούτε λόγος… Η μόνη μου διέξοδος είναι όταν καταφέρνω να σηκωθώ και να πάω για περίπατο στη θάλασσα. Εκεί δεν υπάρχει πραγματικά κανείς, εκεί έρχεται για λίγο μια γλυκιά λήθη. Ίσως και να σου φανεί παράξενο, αλλά όταν πηγαίνω στη θάλασσα, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, ξεχνάω ακόμη και τον μπαμπά. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να έρθω για λίγο στη Γαλλία, κοντά σου. Αλλά δεν γίνεται. Με τον χαμό τού πατέρα μου, έχουν προκύψει αρκετές δυσκολίες εδώ. Οικονομικές κυρίως. Ο μπαμπάς δεν είχε κάνει καθόλου καλή διαχείριση, όσο κι αν έβγαινε προς τα έξω το αντίθετο. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως όλη αυτή η άνεσή μας δεν ήταν παρά ένα χρέος. Τα μόνα χρήματα που είχε κρατημένα στην άκρη και δεν τα άγγιζε ό,τι κι αν συνέβαινε, ήταν εκείνα που αποταμίευε για μένα. Μη φανταστείς κανένα μεγάλο ποσό. Για τα χρέη που πρέπει να καλυφθούν δεν αξίζει ούτε καν να το αγγίξουμε. Το αμάξι, η μηχανή του και το σκάφος είναι χρεωμένα, δεν μπορούμε να τα πουλήσουμε. Είμαι θυμωμένη μαζί του, Μύρα. Δεν καταλαβαίνω πώς το έκανε όλο αυτό. Πώς χρεώνεσαι τόσο επιπόλαια και μάλιστα


Ευτυχία Κανάρη

137

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

όταν έχεις ανθρώπους πίσω σου και είσαι και τύπος που ζει επικίνδυνα; Δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι σαν αυτό που τελικά συνέβη; Τέλος πάντων, δεν θέλω να σε φορτώνω άλλο με αυτά. Θα τη βρούμε την άκρη, έχουμε κάποια ακίνητα της μητέρας μου στην επαρχία, ίσως πουλώντας αυτά να καταφέρουμε να ξεχρεώσουμε. Κάτι θα γίνει. Για όλα αυτά, λοιπόν, είναι ουσιαστικά και ο θρήνος τής μάνας μου και της γιαγιάς, για την οικονομική μας καταστροφή. Εσύ τις ξέρεις, δεν νομίζω να φαντάστηκες πως πενθούν έτσι τον χαμό τού μπαμπά… Πώς είσαι εσύ, Μυρούλα μου; Μένεις ακόμη στη Μάη, όπως μου είχες πει στο τηλέφωνο; Πολύ σοφά έκανες και πήγες εκεί. Είναι ευλογημένος άνθρωπος η Μάη και η πιο κατάλληλη συντροφιά για σένα μια τέτοια δύσκολη στιγμή. Επίσης πώς είσαι με το θέμα τού Σίμου; Ακόμη δεν έχω καταφέρει να χωνέψω αυτό που συνέβη. Αλλά και τι έχω καταφέρει να χωνέψω τελευταία, εδώ που τα λέμε; Τα πάντα μού έχουν κάτσει στο στομάχι τόσο μα τόσο βαριά… Γράψε μου αν έχεις χρόνο και διάθεση, θα μου δώσεις μεγάλη χαρά να λάβω γράμμα σου. Αχ, Μυράκι μου, και τι δεν θα ’δινα να περνούσα από το σπίτι σου τώρα, να άρπαζες εσύ το κόκκινο ψάθινο καπελίνο σου και να τρέχαμε προς τα πάνω, στον μεγάλο δρόμο, για «τρόμαγμα αυτοκινήτων». Να φώναζα «Βουρ!» και να πεταγόμασταν στον δρόμο ή να σου έπεφτε τάχα μου κατά λάθος το καπελίνο σου στον δρόμο και να ριχνόσουν να το πιάσεις! Κι έπειτα να πεθαίναμε στα γέλια με τους δύστυχους τους τρομαγμένους οδηγούς! Μυράκι μου, ξέρεις πώς νιώθω; Σαν ένας τρομαγμένος οδηγός… Πέρασα στην άλλη την πλευρά πια. Κάποιοι άλλοι έπεσαν στον δρόμο μου και ξέφυγα απ’ την πορεία μου. Μόνο που εγώ δεν μπορώ ούτε καν να βρίσω. Κοιτάζω απ’ τον καθρέφτη και βλέπω πίσω δυο νεκρούς, ποιον να βρίσω; Εύχομαι να μη σε στενοχώρησα με το γράμμα μου, Μυρούλα μου. Συγχώρα με αν το έκανα, αλλά είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να του εκφράσω το πώς αισθάνομαι. Και για να είμαι ειλικρινής, αυτή τη στιγμή που σου τα έγραψα όλα αυτά, αισθάνομαι λιγάκι καλύτερα από πριν. Δώσε τα φιλιά μου στη Μάη! Και να θυμάσαι πως την αντοχή μου σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές, τη χρωστώ σ’ εσένα, μη μου λυγίσεις τώρα, Μυράκι μου. Μην ξεχάσεις τώρα πόσο δυνατή καρδιά έχεις. Σ’ αγαπώ απεριόριστα, Νίκη»


138

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αυτό ήταν το πρώτο γράμμα τής Νίκης από τη στιγμή που επέστρεψα στη Γαλλία, με το οποίο και ξεκινήσαμε να αλληλογραφούμε ουσιαστικά και εντατικά. Αυτή η όμορφη επικοινωνία, αποτελούσε μια ευχάριστη ανάσα και για τις δυο μας, ασχέτως των δυσάρεστων νέων που συχνά εσώκλειαν οι φάκελοι – κυρίως οι δικοί της. Η Νίκη μου δεν ήταν καλά. Τα ακίνητα της μητέρας της στην επαρχία πουλήθηκαν, εκτός από το κτήμα τής Βοιωτίας. Το μεγαλύτερο μέρος τού χρέους καλύφθηκε, μα παρ’ όλα αυτά ακόμη παρέμενε ανεξόφλητο ένα μέρος του και η υποθήκη στο σπίτι που έμεναν οι τρεις γυναίκες, αποτελούσε για τη Νίκη ένα τεράστιο άγχος. Δεν είχε το περιθώριο να περιμένει να βρει κάποια δουλειά στο αντικείμενο που είχε σπουδάσει, χρειαζόταν επειγόντως μια οποιαδήποτε δουλειά. Ξεκίνησε να δουλεύει ως ρεσεψιονίστ σε ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα. Τότε γνώρισε και τον Παύλο, το κατά δεκαοκτώ χρόνια μεγαλύτερο αφεντικό της. Τη δουλειά την κανόνισε η γριά η Σμυρνιά. Τον γνώριζε τον Παύλο ένας Θεός ξέρει από πού –παντού την έχωνε τη μύτη της αυτή– κι έτσι τον παρακάλεσε να πάρει στη δούλεψή του την εγγονή της. Του Παύλου τού γυάλισε η Νίκη μου κι έτσι άρχισε να την πολιορκεί στενά. Εκείνη αδιαφορούσε γι’ αυτόν, ώσπου κάποια στιγμή η πολιορκία έφτασε ως τα τείχη τού σπιτιού της. Παρουσιάστηκε ένα πρωί ο Παύλος στο σπίτι, πρόθυμος να μεταφέρει τη Νίκη στη δουλειά, μιας και δήθεν μου τυχαία περνούσε από τη γειτονιά. Η Αριστέα και η Δωρονίκη έσπευσαν να τον περιποιηθούν με τιμές και τεμενάδες. Και τότε άρχισε το πραγματικό μαρτύριο της Νίκης. Ο Παύλος, προφανώς μόλις αντιλήφθηκε το ξελίγωμα μάνας και γιαγιάς, εξέφρασε με σοβαρό τόνο στις δυο γυναίκες το μέγιστο ενδιαφέρον του για τη νεαρή υπάλληλό του. Κι από κείνη τη στιγμή αυτές δεν άφηναν τη Νίκη σε ησυχία. –Τι περισσότερο θέλεις για να καταλάβεις πως ο Θεός απάντησε στις προσευχές μας και μας έστειλε αυτόν τον άγιο άνθρωπο στον δρόμο μας; Η Αριστέα αποκαλούσε τον δρόμο τής Νίκης «δρόμο τους», λες και θα τον βάδιζαν μαζί.


Ευτυχία Κανάρη

139

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Βουρ, μπρε κακορίζικο, βουρ και θα σε πάρουνε τα χρόνια και ποιος θα σε νοιαστεί εσένανε έπειτα;… Βουρ και μην κλωτσάς την τύχη σου μια φορά που σου εχτύπησε την πόρτα… Άνοιξε τα στραβά σου και δες τι σου γίνεται... Η Σμυρνιά πάλι, αποκαλούσε την πόρτα εκείνη ως «πόρτα σου», ασχέτως εάν στην πραγματικότητα κυριαρχούσε στο μυαλό της ως «πόρτα μας» την οποία τη… χτύπησε η τύχη. Της Νίκης τής ήταν πλέον εξαιρετικά δύσκολο να δείχνει αδιαφορία· με τον επίδοξο γαμπρό όλη μέρα μέσα στα πόδια της να την πολιορκεί και με τις δυο ξεμυαλισμένες προξενήτρες στο σπίτι της να τη ζαλίζουν συνεχώς, ο Παύλος είχε γίνει πλέον το μόνιμο θέμα, ακόμη κι ενώ εκείνη δεν επιθυμούσε καν να ασχοληθεί με αυτό. Σύντομα κατάλαβε πως η μητέρα και η γιαγιά της κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν με μοναδική τους έννοια τον Παύλο. Για την ακρίβεια, τα λεφτά τού Παύλου. Δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να ρωτήσουν τη Νίκη μια φορά εάν την ενδιαφέρει ο Παύλος σαν άντρας και σαν άνθρωπος έστω και λίγο. Το μόνο που υπήρχε για κείνες, ήταν η σωτηρία τους μέσα από το πρίσμα τής σύνδεσης της Νίκης με τον πλούσιο επιχειρηματία. Και, ως γνωστόν, η καρδούλα τής Νίκης δεν είχε παρά μόνο μια φόδρα διάτρητη για προστασία. Πώς να υψώσει κανείς ανάστημα με απροστάτευτη καρδιά; Η Νίκη, με τη διάτρητη καρδούλα και την ποδοπατημένη ψυχή, για μια ακόμη φορά άφησε κατά μέρος τα δικά της συναισθήματα και όνειρα και έκανε ό,τι χρειαζόταν για να ικανοποιήσει τα συναισθήματα και τα όνειρα των άλλων. «Μυρούλα μου, σε παρακαλώ, μην προσπαθήσεις καν να έρθεις από τη Γαλλία για τον γάμο. Φοβάμαι πως εάν σε κοιτάξω για μια στιγμή στα μάτια, θα θελήσω να τα τινάξω όλα στον αέρα. Κι έπειτα τι;…», μου έγραψε. –Να τα τινάξεις όλα στον αέγα, Νίκη μου! Μην το κάνεις… Μην κάνεις αυτόν τον γάμο…, την εκλιπαρούσα στα τηλεφωνήματά μας. –Δεν είσαι σαν κι εμένα εσύ, Μυρούλα μου… Δεν είσαι σαν κι εμένα… Κι έπειτα από τον γάμο, έπαψε να μου γράφει πια συχνά. Ώσπου σιγά σιγά έπαψε εντελώς να μου γράφει.

«Αχ, Νίκη μου! Κατατρομαγμένη μου, λατρεμένη Νίκη μου… Ο κόσμος αυτός δεν ήταν φτιαγμένος για να σε σώσει. Κανένας μας δεν είχε αυτό το χάρισμα· το χάρισμα να μπορεί να σε σώσει από τον εαυτό σου…»


140

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

* «Είμαι πλάι σου. Καθισμένη σε μια ταλαιπωρημένη και άβολη καρέκλα, σε κοιτάζω που κοιτάς για ώρα έξω απ’ το παράθυρο. Δεν βλέπεις τίποτε σπουδαίο, ένα κομμάτι ουρανού ξεθωριασμένο που ταιριάζει με τον τοίχο τού νοσοκομείου. Τα μάτια σου γυαλίζουν, έχεις βουρκώσει. Ο λαιμός σου πάλλεται βουβά καθώς καταπίνεις ήσυχα το κλάμα σου. Η επέμβαση πήγε καλά. Κοιτάζω το σεντόνι πάνω στο στήθος σου, το ασυνήθιστο βαθούλωμα στ’ αριστερά. Καταπίνω κι εγώ μια μπουκιά γεμάτη πίκρα. Είμαι πλάι σου. Μόνη μου. Και αισθάνομαι παντού τον φόβο σου να γεμίζει το δωμάτιο. Φόβος επειδή είμαι μόνη. Αλλά όχι για μένα – για σένα. Για εκείνον. Που δεν ήταν εκεί. Η απόσταση ανάμεσα στο «καθυστέρησε» και στο «δεν θα ’ρθει», έχει αρχίσει να μικραίνει τόσο, που κινδυνεύουν μέσα στο κεφάλι σου να ενωθούν η μια φράση με την άλλη. Να γίνουν μία. Μία, που να σε χτυπά ξανά και ξανά ώσπου να ματώσεις… «Καθυστέρησε, δεν θα ’ρθει…», πόνος. «Καθυστέρησε, δεν θα ’ρθει…», πληγή. «Καθυστέρησε, δεν θα ’ρθει…», αίμα. Ξέρω τι φοβάσαι ακριβώς. Μα ας ήταν να γύριζες μια στιγμή να με κοιτάξεις, μόνο για μια στιγμή. Να με κοιτάξεις που είμαι πλάι σου, μόνη μου. Αλλά σ’ αυτό το «μόνη μου» να βλέπεις την παρουσία μου, όχι την απουσία του. Δεν ξέρω πώς μπορεί να αισθάνεται μια γυναίκα όταν χάνει τον μαστό της. Εσύ ξέρεις. Αυτό που δεν έμαθες ποτέ, είναι πώς αισθάνεται μια γυναίκα όταν χάνει το παιδί της. Άραγε γι’ αυτό ποτέ δεν με κοιτάς σαν να με έχεις; Επειδή είμαι για σένα ένα δεδομένο; –Καθυστέγησε αλλά θα έγθει, μαμά… Ποτέ δεν με κοιτάς όταν δεν με πιστεύεις. Κι έτσι, έχω χάσει άπειρα βλέμματά σου μέσα στα είκοσι τέσσερα χρόνια που παλεύω να σε κάνω να πιστέψεις σ’ εμένα. Καθώς ανοίγει σιγανά η πόρτα και μπαίνει εκείνος, αισθάνομαι την αγωνία σου ολοένα να μεγαλώνει. Βγαίνω από το δωμάτιο. Δεν φοβήθηκες ποτέ να μη σε απορρίψω εγώ. Και δεν κατάλαβα αν ήταν επειδή ποτέ σου δεν αναρωτήθηκες αν θα το μπορούσα, ή επειδή φαντάστηκες πως σίγουρα δεν θα μπορούσα ποτέ.


Ευτυχία Κανάρη

141

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Θα ορκιζόμουν για το δεύτερο. Αφού δεν σε απέρριψα καθώς με μεγάλωνες με μισή καρδιά, δεν θα το κάνω ποτέ, όποιες κι αν είναι οι υπόλοιπες ελλείψεις σου.» *

Τ

ο πιο καθοριστικό καλοκαίρι τής ζωής μου… Ουσιαστικά δεν σκόπευα να επισκεφτώ την Ελλάδα. Η μεγάλη επιθυμία μου να δω επιτέλους τη Νίκη, μαχόταν μέσα μου με τη δυσαρέσκεια που μου προκαλούσε το ενδεχόμενο να βρίσκομαι κοντά στον Σίμο και είτε να μην αντισταθώ και να κάνω κάποια κουτή κι επιπόλαιη κίνηση, είτε να τον συναντήσω οπουδήποτε τυχαία με τη νέα του οικογένεια. Η πληγή μου από αυτή την υπόθεση παρέμενε ανοιχτή και πονούσε έντονα. Από την άλλη, η λαχτάρα για τη Νίκη μου, υπερίσχυε πολλές φορές, αλλά δεν κέρδιζε κιόλας. Είχαμε πάψει να αλληλογραφούμε λίγο πριν το καλοκαίρι. Μάθαινα κάποια νέα της από μερικές αραιές τηλεφωνικές μας επικοινωνίες, αλλά είχε αλλάξει αρκετά, έπειτα από τον ξαφνικό της γάμο με τον Παύλο, λίγους μήνες πριν. Ήθελα τόσο πολύ να τη συναντήσω. Μέσα σε εκείνη τη χρονιά είχε ζήσει τόσο πολλά… Υπέθετα πως και αυτός θα ήταν ένας από τους λόγους που έπαψε να μου γράφει· τι να περιγράψεις μέσα από τα γράμματα για τις τόσο δραματικές αλλαγές τής ζωής σου; Όπως και να είχε, και μιας κι εγώ δυσκολευόμουν τόσο πολύ να αποφασίσω για το ταξίδι αυτό, ένα δυσάρεστο γεγονός ήρθε να με τραβήξει άτσαλα στην Ελλάδα. Η μητέρα μου διαγνώστηκε με καρκίνο στο στήθος και μέσα στο καλοκαίρι επρόκειτο να υποβληθεί σε μαστεκτομή. Πόσο στ’ αλήθεια αντέχουν οι ανθρώπινες ψυχές να λαβώνονται; Αν με ρωτούσε κάποιος τι μπορούσε πλέον να με τρομάξει ή και να με συνθλίψει ακόμη, δεν είχα πλέον κάποια απάντηση να δώσω. Είχα περάσει σε άλλο στάδιο μάλλον· είχα βιώσει τόση τρομάρα, τόση θλίψη, τόσο θρήνο μέσα μου, που ίσως πια αυτό που με τρόμαζε, ήταν αυτό που είχα γίνει. Τότε αντιλαμβανόμουν την κατάστασή μου αυτή ως κατάσταση ψυχρότητας. Αργότερα συνειδητοποίησα πως ήταν ουσιαστικά μια κατάσταση ψυχραιμίας. Κι αυτό με καθησύχασε. Γιατί με πλήγωνε η σκέψη πως η ζωή είχε καταφέρει να με μετατρέψει σε έναν άνθρωπο ψυχρό. Αντιθέτως, την ψυχραιμία την είχα απόλυτη ανάγκη, προφανώς και γι’ αυτό την επιστράτευσα.


142

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η μητέρα μου ήταν εντελώς αποσυντονισμένη. Αρχικά αδυνατούσε να δεχτεί την κατάσταση της ασθένειάς της. Ο Παρασκευάς –μόνιμος πια συγκάτοικος της μαμάς εδώ και καιρό– ήταν εκείνος που σχεδόν την έσερνε στους γιατρούς και τις εξετάσεις. Το πρώτο διάστημα μετά την ανακοίνωση του γιατρού της για απαραίτητη μαστεκτομή και χημειοθεραπεία, εκείνη εκδήλωνε τεράστια άρνηση και για τα δύο. «Προτιμώ να πεθάνω», έλεγε. Ο Παρασκευάς, οι φίλοι τους, ο θείος Πασχάλης, ακόμη και η ξινή η θεία Λεμονιά, έπεσαν όλοι πάνω της να τη μεταπείσουν. Και τα κατάφεραν εν τέλει. Το ραντεβού τής εισαγωγής κλείστηκε για το τέλος Ιουνίου. Εγώ έφτασα στην Ελλάδα λίγες μόνο μέρες πριν τη μεγάλη μέρα. Η μητέρα μου θα τολμούσα να πω πως περισσότερο έδειξε να λυπάται με την άφιξή μου, παρά να χαίρεται. Τότε μού ήταν αδύνατον να καταλάβω πραγματικά το γιατί. Αλλά έρχεται πολλές φορές εκείνη η στιγμή που όλα τα κομμάτια ενός παζλ μπαίνουν στη θέση τους και μπορείς πλέον να δεις ολοκληρωμένη την εικόνα. Αυτή η στιγμή για μένα δεν άργησε πολύ να έρθει… Ένα μεσημέρι βρήκα τη μάνα μου στην κουζίνα, ασάλευτη πάνω από τον νεροχύτη, να κρατά ένα άδειο ποτήρι στο χέρι και να έχει καρφώσει ένα από τα πιο απελπισμένα της βλέμματα σε ένα σημείο στα πλακάκια τού τοίχου. Την πλησίασα και της άγγιξα το μπράτσο. Τινάχτηκε. –Μανούλα μου, καταλαβαίνω την απογοήτευσή σου με όλα αυτά που συμβαίνουν, αλλά μην την αφήσεις να γίνει απελπισία. –Όχι, Μύρα. Δεν καταλαβαίνεις. –Γιατί το λες αυτό; Νομίζεις πως πγέπει να αγωστήσω κι εγώ για να μπογέσω να σε καταλάβω; –Δεν ξέρεις, Μύρα, πώς είναι μια ζωή να χάνεις. –Όχι λες, ε;… Απέφυγε να με κοιτάξει κι έπειτα από μια μικρή σιωπή, που περιείχε μάλλον τη συνειδητοποίηση της λανθασμένης αναφοράς της, συνέχισε. –Αυτό που κυρίως γνώρισα στη ζωή μου, είναι το να χάνω τούς δικούς μου ανθρώπους. Από την αρχή έτσι ήταν… Από τη στιγμή που μας εγκατέλειψε ο πατέρας μου, αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μπορεί να ήμουν μια σταλιά όταν έφυγε και να μη θυμόμουν ποτέ τίποτε από αυτόν, αλλά η απουσία του πλανιόταν στο σπίτι μας πάντα σαν την πιο οδυνηρή παρουσία. Κι όταν έχασα τη μάνα μου ήμουν πολύ νέα. Έπειτα ο πατέρας σου… Θεέ μου… Μετά πέθανε και η Γωγώ, ήταν σαν να έχασα για δεύτερη φορά τη μάνα μου, ίσως και χειρότερα κατά μία έννοια, τέλος πάντων.


Ευτυχία Κανάρη

143

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ύστερα, μόλις έχω αρχίσει να ξαναφτιάχνω τη ζωή μου, χάνεται και η αδελφή μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί όλα αυτά. Πόσος πόνος πια; Και τώρα αυτό… –Αυτό είναι άλλο, μαμά μου. Αυτό είναι μια μάχη που μπογείς να την κεγδίσεις. –Αυτό είναι μια νέα απειλή και αφορμή για να χάσω κι άλλα. –Μαμά… –Θα χάσω τον ένα μου μαστό, Μύρα, αλλά είναι νομίζεις μόνο αυτό; Έπειτα θα έρθουν οι χημειοθεραπείες, θα χάσω τα μαλλιά μου, θα χάσω κιλά, θα έχω ναυτίες, ίσως και δερματικά προβλήματα, στοματικά έλκη, κούραση, αδυναμία… Μια και δυο τα έχω δει όλα αυτά νομίζεις; –Μα θα πεγάσουν όλα αυτά μόλις τελειώσεις τη θεγαπεία, μαμά… –Ναι… θα περάσουν, ο Παρασκευάς όμως πού θα είναι τότε; –Τι λες; Μαμά, τι είναι αυτά που λες; Ο Παγασκευάς σε λατγεύει. Τι πού θα είναι; Ακγιβώς εδώ θα είναι, μαζί σου. –Δεν θα τα αντέξει όλα αυτά, Μύρα. Θα φύγει. Κι ακόμη κι αν θα περάσουν όλες αυτές οι παρενέργειες, εγώ θα είμαι μια γυναίκα κουτσουρεμένη, ακρωτηριασμένη. Κι αυτό δεν πρόκειται να περάσει όπως οι παρενέργειες. Θα φύγει ο Παρασκευάς… –Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις από την αγάπη των άλλων για σένα, μαμά; Μια ζωή αυτό αναγωτιέμαι. Ναι, έχεις χάσει τόσο πολλούς σπουδαίους ανθγώπους από τη ζωή σου, αλλά τελικά αναγωτιέμαι αν κατάλαβες ποτέ πόσο πγαγματικά σ’ αγάπησαν. Εσύ τι νομίζεις δηλαδή; Πως ο Παγασκευάς είναι εδώ μαζί σου μέχγι σήμεγα επειδή έχεις ωγαίο και υγειές στήθος; Γι’ αυτό έκανε υπομονή να σε πεγιμένει τόσα χγόνια ώσπου να του πεις το ναι; Για το στήθος σου; Δεν νομίζω, μαμά. Κι αν δεν είναι μαζί σου για το στήθος σου, τότε γιατί να πάψει να είναι μαζί σου εξαιτίας τής αλλαγής τού στήθους σου; Σύνελθε επιτέλους και δες τι συμβαίνει γύγω σου. Πόσες γυναίκες έχουν την τύχη να αγαπηθούν τόσο πολύ από δυο τόσο αξιόλογους άντγες στη ζωή τους; Και, αλήθεια, αν ζούσε ο μπαμπάς, θα φοβόσουν το ίδιο και για κείνον; Έλεος, μαμά. Γι’ αυτό που είσαι βαθιά και ουσιαστικά σ’ αγαπάμε όλοι μας, καμία ασθένεια και καμία εξωτεγική σου αλλαγή δεν μπογεί να μας κάνει να σ’ αγαπάμε λιγότεγο. Είχα πλέον σηκωθεί όρθια μπροστά της και μιλούσα έντονα, σχεδόν φώναζα. Εκείνη με κοιτούσε με το βλέμμα της γεμάτο δάκρυα. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα «έπρεπε να σου υψώσω τη φωνή για να με κοιτάξεις επιτέλους μέσα στα μάτια;». Για μια μικρή στιγμή. Έπειτα έσκυψα και την αγκάλιασα. Ανταπέδωσε την αγκαλιά, σφίγγοντάς με τόσο δυνατά, που δεν ήθελα να περάσουν τα δευτερόλεπτα και να τελειώσει. Λίγες μέρες μετά την άφιξή μου στην Ελλάδα, η μητέρα μου με βρήκε στον κήπο, να κάθομαι πάνω στη σκεπή τού Πλανητάριου. Μπροστά μου, στο


144

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χώμα, βρισκόταν η λευκή πέτρα που είχα τοποθετήσει ως ταφόπλακα πάνω στο θαμμένο κλειδί τού Λιντουκότο. –Έχει ήλιο. Θα καείς. –Κι άλλο;… Πόσο ακόμη; Μαμά, είχες κανένα νέο από τον Σίμο; –Όχι. Εσύ; Προσπάθησες καθόλου να επικοινωνήσεις μαζί του; –Όχι. –Καλά έκανες. –Έκανα όντως; Σκέφτομαι ώγες ώγες μήπως δεν έπγεπε να φύγω έτσι. Μήπως έπγεπε να τον συναντήσω, να δω τη βέγα στο δάχτυλό του, να μου πει το όνομα της γυναίκας του και τα ονόματα που έχουν σκεφτεί για το παιδί τους. Για να το πιστέψω, μαμά. Γιατί σχεδόν δεν το έχω πιστέψει. Νιώθω λες και από στιγμή σε στιγμή θα επικοινωνήσει μαζί μου και θα μου πει πως όλα αυτά ήταν ένα ψέμα. Ένα ψέμα για να… για να… δεν ξέγω για ποιον λόγο, δεν μπογώ να σκεφτώ. Το μόνο που σκέφτομαι συνέχεια είναι πως ο Σίμος που ήξεγα εγώ δεν θα μου το έκανε ποτέ αυτό. Γιατί πέφτω τόσο έξω συνέχεια, βγε μαμά; Τι είναι αυτό που δεν μπογώ να δω και παγαμυθιάζομαι; –Μυράκι, εάν οι άνθρωποι μπορούσαν να δουν βαθιά τούς συνανθρώπους τους, απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα τους όπως πραγματικά είναι, ίσως και να μην υπήρχε στο λεξιλόγιό μας η λέξη «απογοήτευση». Γιατί θα γοητευόμασταν μόνο από πραγματικές, υπαρκτές και αδιάψευστες πλευρές των άλλων, οι οποίες θα ήταν τότε αρκετά λιγότερες κατά την άποψή μου, οπότε δεν θα φτάναμε κάποτε στην τραγική συνειδητοποίηση πως παραμυθιαστήκαμε, πως αυτά που μας γοήτευσαν ήταν μια ουτοπία. Αλλά αν πιάσεις να μετρήσεις, θα δεις κι από μόνη σου πως προτιμάς όλες εκείνες τις στιγμές που γοητεύτηκες κι ας απογοητεύτηκες έπειτα, παρά να μην είχες νιώσει ποτέ όλα αυτά που ένιωσες κάθε φορά που κάτι δεν μπόρεσες να δεις και παραμυθιάστηκες. –Ωγαία τα λες εσύ! Να σε συμβουλεύομαι συχνότεγα, αλλά να έχεις την ίδια έμπνευση, ναι; –Καμία έμπνευση δεν έχω! Είναι η διαύγεια ενός αρρώστου! –Βγε μαμά… –Αστειεύομαι. Τη Νίκη την είδες; –Για αύγιο έχουμε κανονίσει. Πώς και πώς το πεγιμένω! –Ναι. –Τι ναι; –Ναι, να τη δεις, λέω. Θα χαρεί. Να τη δεις.


Ευτυχία Κανάρη

145

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το ραντεβού μου με τη Νίκη την επόμενη μέρα αναβλήθηκε. Έπρεπε, είπε, να φύγει εκτάκτως με τον άντρα της εκτός Αθηνών για λίγες μέρες. Στενοχωρήθηκα. Γιατί ακόμη και οι πιο απλές χαρές μου να παίρνουν συνεχώς αναβολή; Η μέρα τής εισαγωγής τής μητέρας μου στο νοσοκομείο, έφτασε. Μας πήγε το πρωί με το αυτοκίνητο ο Παρασκευάς και έμεινε μαζί μας μέχρι να τακτοποιηθούμε, καθώς είχε ιατρείο το απόγευμα. Την πρώτη μέρα έγινε ο προεγχειρητικός έλεγχος. Σκόπευα να μείνω στο νοσοκομείο μαζί της από το ίδιο κιόλας βράδυ, είχα ήδη πάρει μαζί μου και τα πράγματά μου θεωρώντας το αυτονόητο, αλλά δεν το ήθελε εκείνη. Κοντέψαμε να τσακωθούμε γι’ αυτό, ώσπου υποχώρησα εν τέλει εγώ, μιας και δεν έβρισκα νόημα στο να επιμείνω παραπάνω εφόσον αυτό τη δυσαρεστούσε. Αργά το απόγευμα μου τηλεφώνησε στο σπίτι. Μου ζήτησε να της πάω το πρωί τον φάκελο με τα χρήματα που είχε ετοιμάσει για να πληρώσει την ιδιωτική κλινική και τον ξέχασε στο σπίτι. –Πού τον έχεις; –Στο τρίτο συρτάρι τής βιβλιοθήκης, μέσα σε ένα μεγάλο ντοσιέ. Μόλις κλείσαμε, πήγα αμέσως στο δωμάτιό της και άνοιξα το τρίτο συρτάρι τής βιβλιοθήκης. Πράγματι βρήκα μέσα, μεταξύ άλλων, ένα μεγάλο ντοσιέ. Το άνοιξα και άρχισα να ψάχνω για τον φάκελο. Ο μοναδικός φάκελος που υπήρχε μέσα στο ντοσιέ, δεν περιείχε χρήματα, αλλά ένα μικρό αντικείμενο. Δεν ήταν σφραγισμένος κι έτσι τον άνοιξα για να δω τι ακριβώς περιείχε. Ένα μικρό κλειδί. Μηχανικά σχεδόν, κοίταξα την πρόσοψη της βιβλιοθήκης. Κανένα συρτάρι και κανένα ντουλαπάκι δεν είχε κλειδαριά, παρά μόνο το πρώτο συρτάρι, παραπάνω από αυτό που είχα ανοίξει. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να βάλω τον φάκελο με το κλειδί πίσω στο ντοσιέ και να συνεχίσω να ψάχνω για τα χρήματα. Η δεύτερη σκέψη μου ήταν να δοκιμάσω εάν το κλειδί όντως ανήκε σε εκείνο το πρώτο συρτάρι. Η τρίτη μου σκέψη ήταν παρόμοια με την πρώτη, εμπλουτισμένη με το δυσάρεστο συναίσθημα που θα είχα εάν κάποιος τολμούσε να παραβιάσει ένα κλειδωμένο δικό μου συρτάρι. Νίκησε η τρίτη. Έριξα το κλειδάκι πίσω στον φάκελο, τον έβαλα στο ντοσιέ, τοποθέτησα το ντοσιέ μέσα στο συρτάρι και συνέχισα να ψάχνω. Πουθενά ο φάκελος με τα χρήματα. Ούτε στο τρίτο συρτάρι, ούτε στο δεύτερο, ούτε στο τέταρτο. «Θα έκανε λάθος. Ή μήπως όχι; Μήπως το έχει στο πρώτο; Και


146

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γι’ αυτό το έχει κλειδωμένο, μα βέβαια, τόσα χρήματα δεν θα τα έριχνε έτσι πρόχειρα σε ένα ξεκλείδωτο συρτάρι. Απλώς πιθανότατα μέσα στο άγχος της θα ξέχασε να μου πει πως στο τρίτο πρέπει να ψάξω το κλειδί του πρώτου όπου έχει τα χρήματα…». Επέστρεψα στον φάκελο με το κλειδάκι. Οι σκέψεις που είχα μόλις κάνει, είχαν πλέον διώξει την ενοχή από την κίνηση που επρόκειτο να κάνω. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και το έστριψα. Ήταν όντως δικό της. Αφού την ξεκλείδωσα, έμεινα ακίνητη για κάποιες στιγμές, μάλλον παζαρεύοντας ακόμη την ενοχή. Πριν καταλήξω σε κάποιο αποτέλεσμα από τα παζαρέματα, τράβηξα το συρτάρι. Ήταν γεμάτο χαρτιά, μεγάλους φακέλους και γράμματα από τη Γαλλία· μια αλληλογραφία ανάμεσα στη μαμά και τη θεία Ντίμη για την οποία δεν γνώριζα ποτέ. Πήρα στα χέρια μου τα γράμματα της θείας Ντίμης και κάθισα στο κρεβάτι. Περνούσα αργά το δάχτυλό μου πάνω από το μελάνι που σχημάτιζε τον γραφικό της χαρακτήρα κι έπειτα πάνω από τα γραμματόσημα. Η θεία Ντίμη λάτρευε να κολλά μονάχη της τα γραμματόσημα στους φακέλους που έστελνε ταχυδρομικώς. Ήταν κάτι που της άρεσε να το κάνει από παιδί. Όποτε πηγαίναμε μαζί στο ταχυδρομείο για να στείλουμε κάτι, τη χάζευα καθώς με παιδικό ενθουσιασμό ζητούσε να της παραδώσουν τα γραμματόσημα για να τα κολλήσει η ίδια κι έπειτα μαζευόταν στην άκρη του γκισέ, τα σάλιωνε χαμογελώντας, τα τοποθετούσε συμμετρικά πάνω στον φάκελο κι έπειτα τα χτυπούσε επιδεικτικά δυνατά αρκετές φορές με πλάγια τη γροθιά της, κοιτάζοντάς με συνωμοτικά. Ήταν μια μικρή ιεροτελεστία που λες και έδινε στον φάκελο με το προσωπικό της περιεχόμενο μια παραπάνω σπουδαιότητα! Καθόμουν, λοιπόν, εκεί, στο κρεβάτι τής μητέρας μου και χάιδευα τα γραμματόσημα πάνω στους φακέλους τής θείας Ντίμης. Και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα καθώς φανταζόμουν για καθέναν από αυτούς τη διαδικασία τής ιεροτελεστίας ώσπου να τους κολληθούν τα γραμματόσημα. Όντως, αυτή η διαδικασία μέσα στη σκέψη μου τούς έδινε μια παραπάνω σπουδαιότητα. Πήρα έναν φάκελο και τον έφερα μπροστά στα χείλη μου. Φίλησα τα γραμματόσημα που πριν κάμποσα χρόνια είχε φέρει μπροστά στα δικά της χείλη εκείνη. Ένα παράπονο με ογκώδη και τερατώδη μορφή ήρθε και θρονιάστηκε δίπλα μου. Κι όταν εγώ δεν άντεξα και ξέσπασα σε λυγμούς, αυτό σηκώθηκε από δίπλα μου και ήρθε και κάθισε πάνω μου. Ήταν άυλο, οπότε πήρε αμέσως


Ευτυχία Κανάρη

147

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τη δική μου μορφή, ενσωματώθηκε μ’ εμένα, απλώθηκε μέσα μου προς όλες τις κατευθύνσεις των ορίων μου, μουδιάζοντάς τα. Ώσπου άρχισα να νιώθω πως δεν είχα πλέον συγκεκριμένα όρια – ούτε κι αυτό. Ένα παράπονο χωρίς όρια… μέσα μου. Τερατώδες… Πρέπει να πέρασαν πολλά λεπτά μ’ εμένα σε αυτή την κατάσταση. Ώσπου αποφάσισα πως έπρεπε να συνεχίσω αυτό που είχα να κάνω, να ψάξω για τα χρήματα της κλινικής. Σκούπισα τα μάτια μου και μάζεψα όλους τούς φακέλους που είχα ακουμπήσει πάνω στα πόδια μου. Έκανα να σηκωθώ και να τους τοποθετήσω πίσω στο συρτάρι, αλλά δεν σηκώθηκα τελικά. Τους ακούμπησα όλους πλάι μου στο κρεβάτι και πήρα στα χέρια μου έναν από αυτούς. Έμεινα για λίγες στιγμές να τον κοιτάζω, μάλλον παζαρεύοντας και πάλι την ενοχή… Ώσπου εν τέλει τον άνοιξα και έβγαλα από μέσα του το γράμμα. Κάθε φορά που μια κρύπτη παραβιάζεται, παραμονεύει ο κίνδυνος να διαταραχθούν οι ισορροπίες τής φύσης· κάποια πεταλούδα να μετατραπεί σε σκουλήκι, να ανθίσει κάποια βιολέτα με έξι γκρίζα πέταλα, κάποια μύγα να κατασπαράξει έναν βάτραχο… Ορισμένα μυστικά είναι σαν βίαιοι στρόβιλοι κλειδωμένοι σε κρυψώνες. Η αποκάλυψή τους μπορεί να κλονίσει και τα πιο γερά θεμέλια… Αργότερα το ίδιο βράδυ, καθόμουν ζαρωμένη στον καναπέ τού καθιστικού και ίσα που ανάσαινα. Είχα πια που έκλαιγα ήδη δυο ώρες, οπότε η κούραση με είχε πλέον αφήσει με μάτια πρησμένα και στεγνά και με το δέρμα μου γκρίζο και στυμμένο. Ξάφνου άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο σπίτι ο Παρασκευάς. –Δεν κοιμάσαι, κορίτσι μου; Τι σου συμβαίνει; Δεν νιώθεις καλά; –Εμ… Αγχωμένη είμαι, Παγασκευά… Θα μου πεγάσει. Να σου πω, η μαμά ξέχασε τα λεφτά τής κλινικής και θέλει να της τα πάω το πγωί. Πού τα έχει; –Ναι, κορίτσι μου, θα σου τα φέρω τώρα, στο τρίτο συρτάρι τής βιβλιοθήκης τού σαλονιού είναι. –Του… του σαλονιού, ε; –Ναι, δεν σου το είπε; –Πώς! Μου το είπε… Απλώς δεν πήγα να τα ψάξω ακόμη… Το επόμενο μεσημέρι με βρήκε καθισμένη έξω από το δωμάτιο του νοσοκομείου, να περιμένω να τελειώσει η επέμβαση και να φέρουν τη μητέρα


148

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μου πίσω στο κρεβάτι της. Ο Παρασκευάς επρόκειτο να έρθει λίγο αργότερα, λόγω κάποιου περιστατικού που του προέκυψε εκτάκτως. Ήμουν σαν χαμένη… Εντελώς άυπνη, με ένα μυαλό που στριφογυρνούσε όλη τη νύχτα κι όλο το πρωί σαν τον κάδο ενός πλυντηρίου και μέσα του αναταράζονταν ένα σωρό μνήμες και γεγονότα μιας ζωής, ένα σωρό συναισθήματα. Χτυπιόντουσαν βίαια στα τοιχώματα του μυαλού μου και, αντί να καθαρίζονται και να ελαφραίνουν, αυτά πληγώνονταν και μάτωναν, ποτίζοντας τις σκέψεις μου με το αίμα τού θυμού και της σιχαμάρας. Ένιωθα πως δεν θα μπορούσα να ελέγξω την οργή μου και φοβόμουν πως μόλις η μητέρα μου θα ανακτούσε τις αισθήσεις της, θα της επιτιθόμουν με ένα πλήθος ερωτημάτων, δίχως να καταφέρνω να βρω τη δύναμη να συγκρατηθώ. Ευτυχώς δεν έγινε έτσι… Το στρίγκλισμα της μεγάλης πόρτας στο βάθος τού διαδρόμου με ξάφνιασε, καθώς ένας άντρας ψηλός, καλοφτιαγμένος και ευδιάθετος την έσπρωξε φέρνοντας μέσα το φορείο, το οποίο το έσερνε στον διάδρομο σφυρίζοντας έναν χαρούμενο σκοπό. Οι φλέβες μου κόντευαν να εκραγούν. Όσο το φορείο πλησίαζε συνοδεία τού χαρούμενου σφυρίγματος, η καρδιά μου χτυπούσε σε ζωηρούς, ακανόνιστους ρυθμούς μέσα στο στήθος μου. Σηκώθηκα όρθια κι ένιωσα μια έντονη ζαλάδα, για κάποια δευτερόλεπτα η εικόνα τού διαδρόμου έσβησε από τα μάτια μου, λες και καλύφθηκε από μια μαύρη κουρτίνα. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρά μου ξανά και ξανά και, ώσπου να επανέλθει η εικόνα στα μάτια μου και η ισορροπία στο σώμα μου, το φορείο είχε φτάσει μπροστά μου. Ο ευδιάθετος άντρας με χαιρέτησε κλείνοντάς μου το μάτι, προφανώς μη θέλοντας να διακόψει το σφύριγμά του για να μιλήσει. Έσπρωξε το φορείο μέσα στο δωμάτιο, τακτοποίησε την ασθενή και τον ορό και αποχώρησε, γνέφοντάς μου και πάλι με ένα κλείσιμο του ματιού. Μείναμε μόνες. Εγώ κι εκείνη. Το δωμάτιο είχε άλλα δύο κρεβάτια, το ένα κενό και το άλλο πιασμένο από μια γυναίκα κοντά στην ηλικία τής μητέρας μου, επίσης χειρουργημένη, η οποία εκείνη τη στιγμή έκανε περίπατο έξω στον διάδρομο με τον συνοδό της. Η μητέρα μου είχε αρχίσει να συνέρχεται. Η έκφραση του προσώπου της με έκανε να ξεχάσω την πρωτύτερη ορμή μου. Είδα αποτυπωμένη πάνω της την πιο τραγική απεικόνιση συναισθημάτων που είχα συναντήσει ποτέ μου. Ο οξύς πόνος που είχε αρχίσει να αισθάνεται μετά την επήρεια της νάρκωσης, της είχε αλλοιώσει τελείως τα χαρακτηριστικά. Είχαν σφιχτεί τόσο έντονα οι


Ευτυχία Κανάρη

149

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μύες του προσώπου της, που έμοιαζε πλέον με κάποιαν άλλη, κάποια ξένη σ’ εμένα. Όμως η καρδιά μου την αναγνώριζε… Και σφίχτηκε κι αυτή μέσα στο στέρνο μου. –…Μαμά;… Δεν αντέδρασε στην προσφώνησή μου. Δυσκολευόταν ίσως ακόμη να αντιληφθεί τον χώρο και την παρουσία μου σε αυτόν. Σκούπισα τα μάγουλά μου και την πλησίασα. –Μαμά… Πονάς; Μην ανησυχείς. Θα σου δώσουν παυσίπονα, κάνε λίγη υπομονή… Άγγιξα το χέρι της και το χάιδευα μέχρι να ηρεμήσει. Σε λίγο μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο, με ενημέρωσε πως όλα είναι μια χαρά και της έκανε μια παυσίπονη ένεση. Τα χείλη τής μητέρας μου ήταν θεόστεγνα. Τα ανοιγόκλεινε με δυσκολία στην προσπάθειά της να ζητήσει νερό. Η νοσοκόμα μού έδωσε ένα πλαστικό σκαφάκι με νερό και ένα ξυλάκι με βαμβάκι τυλιγμένο στην άκρη του. Τι ειρωνεία, έπρεπε να την ξεδιψάσω με ένα ξυλάκι παρόμοιο μ’ εκείνα τής λογοθεραπείας… –Μόνο με αυτό, κι αυτό ελάχιστο, ίσα να δροσιστεί. Έγνεψα καταφατικά κι έπειτα βούτηξα το βαμβάκι στο νερό και το ακούμπησα στα χείλη τής μητέρας μου. Εκείνη ανταποκρίθηκε με άσβεστη δίψα, προσπαθώντας να ρουφήξει κάθε σταγόνα νερού από το βαμβάκι. –Μη γουφάς, δεν κάνει να καταπιείς νεγό. Της μούσκευα τα χείλη κάθε τόσο, κι ας έμοιαζε αυτό να μην αρκεί για να σβήσει τη δίψα της. Μετά από λίγη ώρα η ένεση άρχισε να επιδρά. Το πρόσωπο της μητέρας μου μαλάκωσε, καθώς έμοιαζε να παραδίνεται στην υπνηλία που της προκαλούσε το φάρμακο. Μια ώρα αργότερα, κατά την οποία δεν έπαψα να την κοιτάζω και να σκέφτομαι αδιάκοπα, ξύπνησε. Κοίταξε γύρω της κι έπειτα στράφηκε σ’ εμένα σαστισμένη. –Ο Παρασκευάς;… –Καθυστέγησε αλλά θα έγθει, μαμά… Πήρε το βλέμμα της από πάνω μου και το έστρεψε στο παράθυρο. Δεν έβγαλε άχνα, μέχρι που ήρθε ο Παρασκευάς. Δεν με ξανακοίταξε ούτε για μια στιγμή. Σαν να μην υπήρχα στο δωμάτιο. Σαν να μην υπήρχα γενικώς… Σαν να μην ήμουν καν το παιδί της.


150

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

ανάρρωση της μητέρας μου από το χειρουργείο δεν ήταν πρακτικά δύσκολη. Το σώμα της έδειχνε να ανταποκρίνεται καλά σε κάθε στάδιο. Σε αντίθεση με την ψυχολογική της ανάρρωση, η οποία έμοιαζε διαρκώς να αναστέλλεται και αυτό να σχετίζεται άμεσα με την αναμονή τής χημειοθεραπείας. Ο Παρασκευάς, όπως ακριβώς το είχα προβλέψει, ήταν στο πλάι της και της παρείχε όλη τη φροντίδα και τη στήριξη που είχε ανάγκη. Όμως συχνά αυτό έμοιαζε να μην της φτάνει, η συμπεριφορά της γινόταν πολλές φορές τόσο δύστροπη, που κάποιες στιγμές όντως είχα κι εγώ την ανησυχία μην τυχόν και τελικά φτάσει να μην την αντέχει άλλο και τα βροντήξει. Κάτι τέτοιο, παρ’ όλα αυτά, δεν συνέβη. Η υπομονή του έμοιαζε ακλόνητη και ήταν τότε ακριβώς που ανακάλυψα πως και η επιμονή του στη διατήρηση των ισορροπιών ήταν το μεγάλο ταλέντο του. Εγώ από την άλλη, με την έννοια της ισορροπίας ένιωθα να χάνω σιγά σιγά κάθε επαφή. Τουλάχιστον με την εσωτερική ισορροπία, γιατί όσο για την εξωτερική, κυρίως εκείνη τής συναναστροφής μου με τους άλλους, κατέβαλλα τεράστιες προσπάθειες για να μην την καταστρέψω με μία μόνο κίνηση. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθανόμουν τόσο πολύ μόνη. Ξαφνικά δεν είχα κανέναν σύμμαχο, πουθενά. Μέσα στο σπίτι υπήρχε μια μόνιμη ένταση από όλους, η μητέρα μου, εάν ανέκαθεν είχε μια δύσκολη συμπεριφορά απέναντί μου, με όλη αυτή την περιπέτεια της υγείας της πλέον είχε ξεπεράσει κάθε όριο δυσάρεστης συμπεριφοράς. Εγώ πιεζόμουν αφόρητα για να την αντέξω αλλά και για να μην ξεφύγω καμιά ώρα και ξεσπάσω ξεστομίζοντας όλες τις αλήθειες και τα καλά κρατημένα μυστικά που έπνιγα μέσα μου μόνο και μόνο λόγω της κατάστασής της. Από την άλλη, απέφευγα να βγαίνω συχνά για βόλτες, γιατί με στοίχειωνε ο φόβος μη συναντήσω πουθενά τον Σίμο με τη γυναίκα του. Ένιωθα τόσο νευρική εκείνο τον καιρό, που δεν μου είχα καμία εμπιστοσύνη ως προς τη διαχείριση των συναισθημάτων μου ή τις αντιδράσεις μου κι έτρεμα μην τυχόν και κάνω καμιά ανεξέλεγκτη βλακεία κι αποκτήσω ακόμη μια πληγή να κουβαλάω μέσα μου. Κι έπειτα, η Νίκη εξακολουθούσε να είναι άφαντη, δεν την έβρισκα στο τηλέφωνο κι έτσι υπέθετα πως δεν είχε ακόμη επιστρέψει από το εκτός Αθηνών ταξίδι με τον Παύλο.


Ευτυχία Κανάρη

151

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κόντευα να εκραγώ. Να χάσω τα λογικά μου. Συχνά είχα την ισχυρή επιθυμία να τηλεφωνήσω στη Μάη και να της τα πω όλα. Αλλά κατέληγα πάντοτε να κλαίω με το ακουστικό κρατημένο σφιχτά μέσα στις χούφτες μου, πριν καν ολοκληρώσω τον σχηματισμό τού αριθμού της στη συσκευή τού τηλεφώνου. Τι να της πω; Αυτά τα πράγματα δεν τα συζητάς από το τηλέφωνο… Όταν ερχόταν η στιγμή να μιλήσουμε τελικά, πιάναμε τα περί ανέμων και υδάτων και τα περί της εξέλιξης της υγείας τής μαμάς. Άχνα δεν έβγαζα για τα υπόλοιπα, τα μελανά. Παραδόξως όμως, όταν κλείναμε, ένιωθα ξελαφρωμένη κατά μία έννοια, ίσως επειδή με κάλυπτε η σιγουριά πως αν ήταν δίπλα μου φυσική παρουσία η Μάη, θα της έλεγα τα πάντα κι εκείνη θα με ένιωθε βαθιά. Κι αυτή η σιγουριά είναι πράγματι σπουδαία όταν τη νιώθεις. Ένα μεσημέρι το τηλέφωνο χτύπησε κι εγώ έτρεξα να απαντήσω με την προσμονή να ακούσω επιτέλους τη φωνή τής Νίκης. Και ανταμείφθηκα! –Μυρούλα μου;… –Νίκη μου, κογιτσάκι μου, αγαπημένη μου! Πού είσαι επιτέλους; Δεν αντέχω άλλο, θέλω να σε δω! Πού είσαι; –Εδώ είμαι, Μυρούλα μου. Στο σπίτι. Στην Αθήνα. Η φωνή της ακουγόταν τόσο άτονη, έμοιαζε καταβεβλημένη. Δεν είχε καμία σχέση με τη ζωηράδα που συνήθιζε κάποτε να βγαίνει από το ακουστικό. –Γυγίσατε επιτέλους, αγαπημένη μου; Μα τι έχεις; Κουγασμένη είσαι; –Ναι, γυρίσαμε. Είμαι πολύ κουρασμένη, γι’ αυτό μ’ ακούς έτσι. Μην ανησυχείς. –Πότε να έγθω να σε δω; Θα σκάσω πια! –Αύριο, θέλεις αύριο; –Αύγιο, Νίκη μου! Και το γωτάς; Αύγιο! Επιτέλους! Εκείνο το αύριο, έμοιαζε αφάνταστα μακρινό. Κι όταν αυτό έφτασε, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν το μόνο που έμοιαζε πια μακρινό… Δεν ξέρω ποια ήταν εκείνη που συνάντησα εκείνο το απόγευμα στη θάλασσα, το μόνο που ξέρω σίγουρα είναι πως δεν ήταν η Νίκη… Η Νίκη μου. Το ροδί χαμόγελό της είχε δώσει τη θέση του σε δυο χείλη άτονα, κουρασμένα, που με δυσκολία κατάφερναν να σχηματίσουν ένα μειδίαμα. Τα καταγάλανα μάτια της έμοιαζαν με δυο κενές τρύπες πάνω στο ωχρό της πρόσωπο. Το δέρμα της στεγνό, ρυτίδες που τις έβλεπα για πρώτη φορά είχαν κάνει την εμφάνισή τους, έμοιαζε θαρρούσες χαρακωμένη από τον χρόνο. Και η φωνή της, ίσα που έβγαινε από τον λαιμό της. Λες και δεν είχε καμία


152

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απολύτως διάθεση να μιλήσει. Λες κι ούτε καν μπορούσε να χαρεί που με έβλεπε. –Νίκη μου… ποιος σου το έκανε αυτό; Γιατί μου μαγάθηκες; Γιατί; –Μαράθηκα; Για να μαραθείς, Μυράκι μου, πρέπει να ανθίσεις πρώτα. Εγώ δεν πρόλαβα ούτε καν ν’ ανθίσω... Μείναμε για αρκετή ώρα σιωπηλές να κοιταζόμαστε βαθιά στα μάτια, υγρά και των δύο, σαν να προσπαθούσαμε να πούμε με το βλέμμα τα ανομολόγητα. Φορούσε ένα καφέ φόρεμα, μακρύ μέχρι τη μέση τής γάμπας. Κάθε που φυσούσε ο αέρας, εκείνη το τραβούσε επίμονα προς τα κάτω. Κάποια στιγμή φύσηξε απότομα και σηκώθηκε το φόρεμα μέχρι τον μηρό της. Εκείνη έκανε μια γρήγορη κίνηση να το κατεβάσει, αλλά πρόλαβα και τη σταμάτησα αρπάζοντάς της το χέρι. –Τι έπαθες εδώ, Νίκη; Τι είναι αυτό; –Χτύπησα στον κήπο, δεν με ξέρεις πόσο αδέξια είμαι; Τώρα θα με μάθεις; –Νίκη, δεν μου λες την αλήθεια… Δεν με κοιτάζεις… Εσύ ποτέ δεν κοιτάζεις κάτω όταν μου μιλάς. Τώγα θα σε μάθω; Τι τεγάστια μελανιά είναι αυτή; Γύρισε και με κοίταξε έντονα, έπιασε με το ελεύθερο χέρι της το δικό μου που την είχε ακινητοποιήσει και, καθώς το απομάκρυνε ήρεμα από πάνω της, μου μίλησε κοφτά. –Μην τα σκαλίζεις. Όταν σου λέω κάτι, αυτό είναι. –Μίλησέ μου, Νίκη. Θα κάνω τα πάντα για να σε βοηθήσω, το ξέγεις αυτό… –Δεν χρειάζομαι βοήθεια, Μύρα. Αν θελήσω… θα σ’ τη ζητήσω. Μάζεψα το χέρι μου κι έμεινα να την κοιτάζω αποσβολωμένη. Ποιο ήταν αυτό το κορίτσι; Πού ήταν η Νίκη μου; Γιατί μου έστειλε στη θέση της εκείνη τη μαραμένη κοπέλα; Πού είχε πάει η φίλη μου; Εκείνη που δεν θα δίσταζε να μου μιλήσει για τα βάσανά της και δεν θα δίσταζα κι εγώ να της πω τα δικά μου; Δεν ήμουν απλώς μόνη πια, ήμουν βαθιά συντετριμμένη. Δεν μου είχε απομείνει κανείς… Κι έπειτα, εκείνη η θλιβερή ύπαρξη, ό,τι είχε απομείνει από τη μορφή τού κοριτσιού που ήξερα κάποτε, αδειανή πια από κάθε μορφή ζωντάνιας, με ξέσκιζε μέσα μου, με κατασπάραζε. Γύρισα στο σπίτι το βράδυ με την ψυχή μου γεμάτη χαρακιές. Είχα περάσει το απόγευμά μου πλάι στη θάλασσα με μια ουσιαστικά ξένη κοπέλα, συζητώντας μαζί της για ανούσια θέματα, μετά την έντονη άρνησή της να μιλήσουμε ανοιχτά. Κι αυτό για να αποφύγουμε να αναφερθούμε στη ζοφερή


Ευτυχία Κανάρη

153

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πραγματικότητα. Κι όταν αποχαιρετιστήκαμε, υπήρχε εκείνη η βιασύνη στη φωνή της, σαν να αγωνιούσε να με καληνυχτίσει για να τελειώσει η συνάντηση. Και δεν μου είπε καν «καληνύχτα», μου είπε «αντίο». Κουβάλησα εκείνο το «αντίο» μέχρι το σπίτι, σχεδόν σέρνοντάς το στα πεζοδρόμια· τόσο βαρύ το έλαβα, που μου ήταν αδύνατο να το σηκώσω στις πλάτες μου. Το έσερνα μαζί μου, μα αντί να γδέρνεται και να ματώνει αυτό, γδερνόταν και μάτωνε η ψυχή μου. Την κουβάλησα κι αυτήν αιμόφυρτη ως το σπίτι… Βαριά, μουσκεμένη, κατακόκκινη. Μόνη και συντετριμμένη… Έκλαψα ολόκληρη τη νύχτα σαν ναυαγός επάνω σε μια κουκκίδα τού σύμπαντος. Ένιωθα πως με είχαν εγκαταλείψει ξαφνικά όλοι. Πότε πρόλαβα να προκαλέσω τόσο κακό ώστε να δικαιούμαι να τιμωρηθώ τόσο βαριά; Ήθελα τόσο πολύ να ουρλιάξω… Να ομολογήσω την αποστροφή μου προς όλους και όλα, να γδάρω τον λαιμό μου καταμαρτυρώντας όλα όσα έπνιγα μέσα μου τον τελευταίο καιρό… Νοσταλγούσα το δωμάτιό μου στη Γαλλία, το στενό μου μπαούλο με τις μαύρες μαξιλάρες, που το έσερνα μπροστά στην υγρή τζαμαρία που έβλεπε στον δρόμο… Τα δάκρυα της υγρασίας στο τζάμι, που συντρόφευαν τα δικά μου δάκρυα. Δεν είχα πλέον ούτε μέσα στη μνήμη μου να σταθώ κάπου με ασφάλεια. Όποιον και να συναντούσα μέσα και στις αναμνήσεις μου ακόμη, τον έβλεπα πια υπό το πρίσμα τής ωμής αλήθειας που μέχρι εκείνη την περίοδο αγνοούσα, κι αυτό με έκανε να πικραίνομαι ακόμη περισσότερο. Ίσως τελικά και να μην ήμουν έτοιμη να τα ανοίξω εκείνα τα γράμματα, ίσως και να μην ήταν η σωστή στιγμή για να παραβιάσω εκείνα τα κρυμμένα μυστικά. Πολλές φορές δεν είμαστε προετοιμασμένοι για τέτοιους μανιασμένους στροβίλους. Για κάποιους τέτοιους δε, ενδέχεται και να μην υπάρξουμε ποτέ έτοιμοι. Και τι γίνεται αν δεν το καταλάβουμε εγκαίρως και παραβιάσουμε τις κρυψώνες τους; Προς τα πού μπορούμε να τρέξουμε έπειτα για να προστατευτούμε; Έκλαψα για όλα τα φορτία μαζί, εκείνα που μου φαίνονταν πια τόσο ασήκωτα, τόσο ακατανόητα… Για τα ψέματα μιας ολόκληρης ζωής, για τόσες κουρτίνες μπροστά από το φως, για τόσες ουτοπίες… Για την ανθρώπινη ανεπάρκεια και ευτέλεια. Από πού παίρνουν την εξουσία κάποιοι άνθρωποι να ορίζουν τις ζωές των άλλων, να τις οδηγούν στον πόνο και την καταστροφή; Από πού παίρνουν το δικαίωμα να δηλητηριάζουν και να μαραίνουν έτσι τις ευαίσθητες ψυχές, όπως της Νίκης, όπως τη δική μου;


154

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σηκώθηκα ξαφνικά κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα κι έτρεξα στην κουζίνα. Άρπαξα ένα μεγάλο κουτάλι από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα και βγήκα στον κήπο. Έβγαλα την άσπρη πέτρα πάνω από τον τάφο τού κλειδιού τού Λιντουκότο και, λαχανιασμένη ήδη, άρχισα να σκάβω το χώμα. Ώσπου έφτασα στο κλειδί. Το έβγαλα από το έδαφος και το έσφιξα στην παλάμη μου. Ήταν βρόμικο κι είχε αρχίσει να φθείρεται από την υγρασία, παρ’ όλα αυτά όμως, κάποια σημεία του γυάλιζαν μελαγχολικά κάτω από το φεγγάρι. «Τώρα θα σας τσακίσω εγώ, είναι η σειρά μου, τέρμα οι καλοσύνες… Κανένας σας δεν υπήρξε αληθινός. Όλοι σας μια ψευτιά ήσασταν, μια σαπίλα… Κι εγώ κολλούσα πάνω σας σαν τη μύγα… Τώρα που μου μάθατε τι θα πει να καταστρέφεις, θα σας παρουσιάσω κι εγώ ένα δείγμα τής δουλειάς σας…». Το μόνο που με διαπερνούσε εκείνη τη στιγμή, ήταν η μανία τής εκδίκησης. Κι όσο μεγαλύτερη γινόταν η ορμή μου, τόσο ένιωθα να λιγοστεύει μέσα μου η κούραση. Λες κι έπαιρνα ενέργεια από το μίσος που ένιωθα να με κυριεύει. Το επόμενο πρωί, πήρα ένα κουτάκι δώρου από κόσμημα, καλυμμένο εξωτερικά με κόκκινο βελούδο, τοποθέτησα μέσα το κλειδί, έτσι βρόμικο, λασπωμένο και σκουριασμένο σε κάποια σημεία, και το ταχυδρόμησα στον Σίμο. Το έστειλα στη διεύθυνση του πατρικού του, δίχως το όνομά μου να αναγράφεται πουθενά απέξω, με τη σκέψη πως οι γονείς του θα του παρέδιδαν την αλληλογραφία του όπου κι αν έμενε εκείνος πλέον. Το βρόμικο κλειδί τού Λιντουκότο και μια κάρτα. «Ξεθάβω τον εαυτό μου, βαθιά λερωμένο από τον τάφο που μου έφτιαξες. Η Μύγα έγινε Σκουλήκι. Κι εσύ αποδείχτηκες πολύ σάπιος. Εις το επανιδείν, λοιπόν, Σίμο. Μύρα» Δεν θυμάμαι τι είχα στο μυαλό μου όταν τα έγραφα αυτά, δεν θυμάμαι να είχα καν κάποιο σχέδιο εκδίκησης. Ήθελα ίσως να τον ανησυχήσω για αρχή, να τον κάνω να με έχει στο μυαλό του, να φοβάται ενδεχομένως τις απροσδόκητες αντιδράσεις μιας τρελής με πληγωμένο εγωισμό, οι οποίες ίσως απειλούσαν να διαταράξουν την οικογενειακή του ισορροπία. Να χάσει για λίγο έστω κι αυτός τον ύπνο του για μένα. Ήθελα να με σκέφτεται και πάλι… Και ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσα πλέον να το προκαλέσω αυτό, ήταν ο δύσκολος. Ο βρόμικος. Κι εγώ τον επέλεξα.


Ευτυχία Κανάρη

155

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Θυμόμουν τα λόγια που μου είχε πει η Μάη λίγο καιρό πριν, όταν ξύπνησα ένα πρωί στο σπίτι της φωνάζοντας ταραγμένη από έναν εφιάλτη. Εκείνη κάθισε κοντά μου για να με ηρεμήσει. –Βγίσκομαι κάτω από το χώμα, Μάη, πιο κάτω δεν έχει… Είμαι θαμμένη βαθιά στο χώμα… –Κάποια πράγματα στη ζωή μας, Μυρούλα, κακοφορμίζουν, σαπίζουν. Και μερικές φορές πέφτουμε χαμηλά οι άνθρωποι ή χωνόμαστε στο χώμα, ίσως γιατί κάποια σάπια πρέπει να έχεις γεννηθεί σκουλήκι για να μπορέσεις να τα καταπιείς… Αν νιώθεις πως χρειάζεται να γίνεις και σκουλήκι κάποιες φορές, μην το φοβάσαι, αλλά ποτέ σου να μην ξεχνάς πως και η πεταλούδα από κει ξεκινάει τη μεταμόρφωσή της... Έκανα λάθος. Είχε και πιο κάτω για να πάω. Και πήγα. Νόμιζα πως είχα πλέον μετατραπεί σε σκουλήκι κι άρχισα να σέρνομαι, αφήνοντας πίσω μου ένα γλιτσερό αποτύπωμα, ή χωνόμουν στη γη δημιουργώντας βρομερές τρύπες εδώ κι εκεί. Έκανα λάθος…


156

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Α

ποφάσισα να επισκεφτώ τη Νίκη στο σπίτι της. Όσο κι αν είχα απογοητευτεί από την τελευταία μας συνάντηση, μου ήταν αδύνατον να σκεφτώ πως τέλειωσε εκεί. Πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για να τη βοηθήσω. Εκείνη δεν θα με εγκατέλειπε τόσο εύκολα. Κι έπειτα, το ότι δεν μπορούσε να ζητήσει βοήθεια, ίσως να μη σήμαινε και πως δεν προσευχόταν να μπορέσει κάποιος να τη βοηθήσει. Πήγα στη διεύθυνση που αναγραφόταν πάνω στις επιστολές της· μετά τον γάμο έμενε πια στο σπίτι τού Παύλου. Και παρ’ όλο που μετά τον γάμο τους είχαμε ελάχιστη αλληλογραφία ανταλλάξει, τη διεύθυνσή τους τη θυμόμουν. Το ταξί με άφησε λίγα μέτρα πιο πέρα από το νούμερο εκατόν τέσσερα που έψαχνα. Προχώρησα προς την είσοδο και στάθηκα για λίγο κοιτάζοντας το κτήριο. Πίσω από τη σιδερένια αυλόπορτα, βρισκόταν ένας αρκετά μεγάλος κήπος με ηλικιωμένα δέντρα και πρασινάδες. Το κτήριο ήταν μια τριώροφη πολυκατοικία, περιποιημένη, λευκή με μαύρα κιγκλιδώματα στα μπαλκόνια. Κάθε όροφος ήταν στολισμένος με λουλούδια και αναρριχώμενα φυτά. Όλα ήταν ανθισμένα, εκτός από εκείνα τού τρίτου ορόφου. Εκείνα ήταν αφημένα, μαραμένα, έμοιαζαν να τα σκοτώνει η εγκατάλειψη. «Νίκη μου… Αχ, Νίκη… Τι σου έκαναν…» Άνοιξα τη σιδερένια πόρτα και κατευθύνθηκα προς την κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας. Έψαξα τα ονόματα στα κουδούνια. Βρήκα το ονοματεπώνυμο του Παύλου, μόνο του πάνω στο ταμπελάκι, δίχως το όνομα της Νίκης. «Αφανίστηκες, κοριτσάκι μου…» Πήρα μια βαθιά ανάσα και, κρατώντας την, χτύπησα το κουδούνι. Έπειτα από λίγο, η βαριά και κουρασμένη φωνή τής Νίκης έφτασε από το ηχείο τής εισόδου. –Ναι… Έτσι σκέτο, δίχως καν ερωτηματικό. Ένα στεγνό και ξέπνοο «ναι». –Νίκη μου; Πέρασαν αρκετές στιγμές δίχως καμιά απόκριση. –Νίκη μου, εγώ είμαι, η Μύγα, κογιτσάκι μου. Ακόμη σιωπή… Ώσπου έπειτα από κάποια δευτερόλεπτα ξανάκουσα τη φωνή της. –Τι κάνεις εδώ, Μύρα; –Ήγθα να σε δω… Θα μου ανοίξεις;


Ευτυχία Κανάρη

157

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Μύρα, ξέρεις, δεν είναι κατάλληλη η στιγμή. –Μα… μα γιατί; Τι σου συμβαίνει; Άνοιξέ μου, Νίκη μου, για μια στιγμή μόνο, να σε δω μια στιγμή και θα φύγω. –Καλύτερα να φύγεις, Μύρα. Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ. Σε παρακαλώ, μην έρχεσαι εδώ, δεν θέλω. –Εντάξει, Νίκη μου. Εντάξει. Δεν θέλεις να συναντηθούμε κάπου έξω; –Πήγαινε, Μυράκι, σε παρακαλώ. Και μην έρθεις πάλι εδώ. –Εντάξει… Πότε θα σε ξαναδώ όμως, Νίκη μου; Θέλω να σε δω. Η φωνή της έγινε πλέον απότομη, σχεδόν αυστηρή. –Πήγαινε, Μύρα. Σε παρακαλώ. Η καρδιά μου σκέβρωσε, τσαλακώθηκε. Την ένιωσα να αφανίζεται, να κατοικεί το σώμα μου σκιωδώς, σαν κάτοικος ενός σπιτιού που δεν υπάρχει ούτε καν το όνομά του στο κουδούνι… –Εντάξει, Νίκη μου… Εντάξει… –Ναι; –Ναι… Έφυγα με τα μάτια μου πλημμυρισμένα από τα δάκρυα. Με τις τελευταίες μας λέξεις αποτυπωμένες στο μυαλό μου να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, άρχισαν να ζωντανεύουν και οι παιδικές μας φωνούλες και τα λόγια μας από την εποχή εκείνη που εγώ από πόνο απέφευγα τη Νίκη με διάφορους τρόπους: –Νίκη, να σου πω κάτι; Έχω ψηλώσει πολύ και η σκεπούλα στο Πλανητάγιό μου είναι πολύ χαμηλή. Κάθε φογά που μπαίνω, τα αστεγάκια σου μπλέκονται στα μαλλιά μου… Δεν θέλω να κγεμάσω άλλα…. –Εντάξει, Μυράκι μου. Τότε θα πω στη μαμά μου να μου πάρει πολύχρωμα χαρτόνια και θα σου φτιάχνω πεταλούδες. Θέλεις πεταλούδες; Για το δωμάτιό σου… –Δεν θέλω άλλα στολίδια μωγέ… –Εντάξει, Μυράκι μου… Εντάξει… –Ναι; –Ναι… Κάποτε απομακρυνόμουν από τη Νίκη καθώς βλέποντάς τη μαζί με τον πατέρα της μου θύμιζαν διαρκώς αυτό που είχα χάσει. Αφενός δεν ήθελα να τους βλέπω εγώ μαζί, αφετέρου πονούσα και δεν ήθελα να το βλέπει αυτό εκείνη. Τώρα εκείνη ήθελε να απομακρυνθεί από μένα για παρόμοιους λόγους… Από τη μια δεν ήθελε να βλέπω την κατάσταση στην οποία είχε φτάσει κι από την άλλη, τότε στην επιστολή της σχετικά με τον γάμο το είχε γράψει


158

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξεκάθαρα: «Φοβάμαι πως εάν σε κοιτάξω για μια στιγμή στα μάτια, θα θελήσω να τα τινάξω όλα στον αέρα. Κι έπειτα τι;…». Όταν δεν έχεις τη δύναμη να τα τινάξεις όλα στον αέρα και να διεκδικήσεις αυτά που θέλεις, το τελευταίο που μπορείς να διαχειριστείς είναι κάποιον να σου θυμίζει διαρκώς ό,τι έχεις χάσει… Αφού περπατούσα για πολλή ώρα δίχως συγκεκριμένο προορισμό, αποφάσισα να πάρω ένα ταξί. Καθώς πλησιάζαμε στη διεύθυνση που ζήτησα, οι μνήμες άρχισαν να ζωντανεύουν μπροστά μου σαν ένα νοσταλγικό φιλμάκι από τις στιγμές μου με τη Νίκη. «Πώς τόλμησαν να εξοντώσουν ένα τέτοιο πλάσμα; Γιατί δεν με αφήνεις να σε βοηθήσω, Νίκη μου; Γιατί; Για ποιους τόσο μεγάλη θυσία; Ποιος αξίζει τη ζωή σου για να του τη χαρίζεις έτσι; Γιατί δεν με αφήνεις να είμαι εγώ για σένα; Γιατί πάντα μόνο εσύ για τους άλλους; Γιατί;…». Η αυλόπορτα της μονοκατοικίας ήταν ξεκλείδωτη. Την άνοιξα και μπήκα στον μικρό κήπο. Εκεί όλα τα δέντρα, τα λουλούδια και οι πρασινάδες ήταν στα καλύτερά τους. Περιποιημένα, φρεσκοποτισμένα, κλαδεμένα όπου χρειαζόταν, ο κήπος απέπνεε φροντίδα. Θύμωσα. Στάθηκα μπροστά στην πόρτα με το σαγρέ τζάμι και τα κομψά σιδερένια σχέδια. Στο κουδούνι ήταν γραμμένα τα ονοματεπώνυμα και των δύο γυναικών που κατοικούσαν στο σπίτι, της Δωρονίκης τής Σμυρνιάς και της κόρης της, της Αριστέας. Χτύπησα το κουδούνι επίμονα. Η πόρτα άνοιξε και πρόβαλε στην είσοδο η Αριστέα. Ντυμένη απλά και κομψά, με τα μαλλιά της μαζεμένα σε έναν λιτό κότσο, ο οποίος επέτρεπε στα ροδαλά της μάγουλα και το πλατύ χαμόγελό της να προδίδουν την ευχάριστη κατάσταση και διάθεσή της. –Μυρούλα μου! Τι κάνεις, κορίτσι μου; Πώς κι από δω; Πέρασε μέσα! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Προχώρησα μέσα στο σπίτι όπως μου πρότεινε, δίχως να έχω προλάβει ακόμη να πω ούτε λέξη. Το πρόσωπό μου δεν είχε αλλάξει ούτε μια έκφραση από τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα. Περάσαμε στο σαλόνι. Η Αριστέα, φανερά χαρούμενη με την επίσκεψή μου, δεν σταματούσε να χαμογελάει. Αμφιβάλλω αν είχε καν προσέξει τη δική μου κατήφεια και βλοσυρότητα. Μιλούσε ακατάπαυστα. –Κάθισε, κορίτσι μου. Θα φωνάξω και τη μάνα μου, θα χαρεί που θα σε δει! Πόσο καλά έκανες που ήρθες! Είσαι καιρό στην Ελλάδα; Έμαθα και για την περιπέτεια της μαμάς με την υγεία της, είναι καλά; Πόσο θα μείνεις αυτή τη φορά;…


Ευτυχία Κανάρη

159

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Την κοιτούσα με μια έκφραση παγωμένη. Στεκόμουν ακόμη όρθια μπροστά της, ακίνητη. Όσο εκείνη εξακολουθούσε να χαμογελάει και να φλυαρεί, ήθελα να της πετάξω κάτι βαρύ στο κεφάλι για να το βουλώσει. Τελικά της πέταξα ό,τι πιο βαρύ είχα μέσα μου… –Γιατί την πουλήσατε; Επιτέλους το βούλωσε. Το χαμόγελό της μαράθηκε, τα χείλη της πήραν μια κλίση προς τα κάτω. Έτσι μου ήταν πιο εύκολο να την κοιτάζω χωρίς να ανακατεύομαι. –Γιατί την πουλήσατε, γωτάω… –Ποιαν, κορίτσι μου; –Τη Νίκη, τι ποιαν; Το παιδί σας, το εγγόνι σας. Γιατί; –Δεν σε καταλαβαίνω, Μύρα μου. Τι θες να πεις; Δεν το πουλήσαμε το παιδί μας. Θέλησε να νοικοκυρευτεί και το έκανε. Πού είναι το κακό; Και πού είναι το πούλημα; –Έτσι τις νοικοκυγεύετε εσείς τις δουλειές σας; Τίποτε άλλο δεν είχατε να πουλήσετε για να ξεχγεώσετε; Έπγεπε να πουλήσετε τη Νίκη; –Πρόσεχε τι λες, Μύρα, παιδί μου. Τι σ’ έπιασε τώρα και τα λες αυτά τα πράγματα; –Είστε ευτυχισμένες; Ελπίζω να είστε ευτυχισμένες τουλάχιστον εσείς, για να αξίζει η θυσία της. Γιατί εκείνη –δεν ξέγω αν το έχετε καταλάβει– δεν είναι καθόλου ευτυχισμένη. Βασικά, σε πεγίπτωση που σας διαφεύγει, δεν είναι καν ζωντανή. Ελπίζω να είστε ικανοποιημένες με τον φόνο που διαπγάξατε. Εξοντώσατε το πιο σπουδαίο δώγο που σας δόθηκε ποτέ. Εκείνη τη στιγμή, προφανώς ακούγοντας τις φωνές μου, ήρθε από το δωμάτιό της και η γριά η Σμυρνιά. Με καθόλου χαρά και χαμόγελο δεν με υποδέχτηκε αυτή, καθώς είχε ήδη ακούσει τα λεγόμενά μου και είχε προετοιμάσει τον πιο άγριο μορφασμό της για μένα. –Τι λες, μπρε κακορίζικο; Έρχεσαι μέσα στο σπιτικό μας και μας κατηγοράς για τέτοιες ανομίες; Δεν ντρέπεσαι, μαρή συ, νυφίτσα; Όξω από το σπίτι μου! Όξω, χτικιάρα! –Μαμά, σταμάτα! Πώς του μιλάς έτσι του παιδιού; Πάψε! –Εσύ να σταματήσεις. Όξω, παλιοκόριτσο! Άιντε! –Μαμά, λέω! –Λέαινες να σε φάνε κι εσένα, που ανέχεσαι μέσα στο σπιτικό σου να ακούς αυτές τις βρομιές αντί να την πετάξεις όξω! Σ’ εμένα όμως δεν περνάνε αυτά! Τ’ ακούς;


160

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Αριστέα φαινόταν συγκλονισμένη. Κάτι από τα σκληρά λόγια που άκουσε από το στόμα μου, την είχε επηρεάσει βαθιά. Τα μέχρι πριν από λίγες στιγμές φωτεινά της μάτια, είχαν πλέον μετατραπεί σε δυο θλιβερές τρύπες, όμοιες μ’ αυτές που αφήνει ένα σκουλήκι καθώς τρυπώνει στο χώμα. Η φωνή της έβγαινε πια εξασθενημένη από το στραβοφτιαγμένο, όπως και της Νίκης, στόμα της. –Άκου, κορίτσι μου… Περάσαμε πολύ δύσκολα. Ο Χρύσος –ο Θεός να τον συγχωρέσει– μας έκανε τεράστιο κακό με την επιπολαιότητά του. Μας κατέστρεψε. Δεν το πουλήσαμε το κορίτσι μας… Εμείς το μόνο που θέλαμε ήταν να μη ζήσει την υπόλοιπη ζωή της βουτηγμένη μέσα στα χρέη. Ο Παύλος την αγάπησε και προσφέρθηκε να της χαρίσει τα καλά και τις ανέσεις που της αξίζουν. Κι έτσι έγινε ο γάμος. Όμως αυτό το παιδί αποδείχτηκε μάλλον αχάριστο. Δεν μπορεί να εκτιμήσει όλο αυτό το καλό που της έχει κάνει ο άντρας της, και σ’ εκείνη και στην οικογένειά της. Της έχει προσφέρει τα πάντα κι εκείνη ούτε μια καλή κουβέντα, ούτε ένα χαμόγελο δεν του έχει επιστρέψει ποτέ. Στο κάτω κάτω δεν την εξανάγκασε να τον παντρευτεί, εκείνη μόνη της τη δέχτηκε την πρόταση. Ας μη δεχόταν αν δεν ήθελε. Τότε θα ήταν ευτυχισμένη; Που θα έπρεπε να δουλεύει μια ζωή από δω κι από κει και να μη χαίρεται τίποτε για να ξεχρεώσει τα καμώματα του πατέρα της; Δεν τα καταλαβαίνω αυτά που κάνει τώρα, έχει αφεθεί τελείως, έχει κλειστεί στο σπίτι της, δεν μιλάει σε άνθρωπο… Ζωή είναι αυτή; Κι αυτός ο έρημος ο Παύλος, πόσα να ανεχτεί πια; –Γι’ αυτό τη σπάει στο ξύλο; –Τι λες, κορίτσι μου; Ποιος σου τα λέει αυτά τα αίσχη; –Κανείς, κυγία Αγιστέα. Τα είδα! Με τα μάτια μου την είδα, κακοποιημένη, μελανιασμένη, κατατγομαγμένη. Την είδα! –Αποκλείεται, κορίτσι μου, λάθος θα κάνεις. Αν είχε το παιδί κανένα χτύπημα, δεν σημαίνει πως της το έκανε ο άντρας της. Μια ζωή ήταν αδέξια η Νίκη μου, δεν το θυμάσαι; Όλο μελανιές μού γύριζε σπίτι. Μην τις λέμε τώρα αυτές τις χοντράδες… Κοιτούσα μέσα στα μάτια της και δεν μπορούσα να το πιστέψω… Έμοιαζε τόσο πολύ να τα πιστεύει αυτά που έλεγε. Τόσο πολύ είχε ανάγκη να τα πιστέψει, που το κατάφερε εν τέλει κι έτσι έγιναν όλα αυτά η δική της πραγματικότητα. Όσο για τη γριά, αυτή πολύ καλά έμοιαζε να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που βίωνε η εγγονή της, αλλά λίγο την απασχολούσε μπροστά στα «καλά και τις ανέσεις» που απολάμβαναν οικογενειακώς πουλώντας κυριολεκτικά τη Νίκη.


Ευτυχία Κανάρη

161

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν είχε κανένα νόημα η παραμονή μου για έστω κι ένα λεπτό ακόμη μέσα σ’ εκείνο το σπίτι. Το μόνο που αισθανόμουν πια, ήταν αναγούλα. Για την πλάνη τής μιας και την ευτέλεια της άλλης, για την ανικανότητα και των δυο να συνειδητοποιήσουν τι είχαν κάνει και να βοηθήσουν, έστω και καθυστερημένα, τη Νίκη να κερδίσει πίσω τη ζωή της. –Με αηδιάζετε και οι δυο σας. Ένα ήταν το μεγάλο λάθος σας: που γίνατε μανάδες. Όλα τ’ άλλα ήταν απλώς το αναμενόμενο αποτέλεσμα του να γίνονται μάνες γυναίκες τελείως ανάξιες γι’ αυτό. Πάω να ξεγάσω αλλού, ούτε τον εμετό μου δεν θέλω ν’ αφήσω εδώ μέσα… Σηκώθηκα κι έφυγα, αφήνοντας πίσω μου μια Αριστέα πνιγμένη στο κλάμα και μια Δωρονίκη που μόλις είχε ανοίξει τον οχετό της και μ’ ακολουθούσε ως την έξοδο φωνάζοντας και βρίζοντας, μισά στα ελληνικά και μισά στα τούρκικα. Το βούλωσε μονάχα τη στιγμή που βρόντηξα την αυλόπορτα τόσο δυνατά, που σκέφτηκα για μια στιγμή να κοιτάξω πίσω μου μην έπαθε καμιά ανακοπή. Δεν κοίταξα. Προχώρησα παλεύοντας μέσα μου την ορμή να της ευχηθώ να πάθει κάτι τέτοιο. Κατέληξα πως ούτε γι’ αυτό δεν ήθελα να σπαταλήσω την παραμικρή ενέργεια πάνω της. Στο επόμενο τετράγωνο δεν άντεξα να κρατηθώ άλλο. Όντως έκανα εμετό πάνω από τη σχάρα ενός υπονόμου. Έπειτα κάθισα σ’ ένα πεζούλι παραπέρα και ξέσπασα σε κλάματα. «Κρατήσου, μωρέ Νίκη μου, κρατήσου σε παρακαλώ. Βοήθησέ με να σε βοηθήσω. Μη με κλείνεις απέξω… Κρατήσου!...» Γύρισα στο σπίτι. Μπήκα στον κήπο και προχώρησα κατευθείαν δεξιά, προς το Πλανητάριό μου. Κάθισα πάνω στη σκεπή μέχρι να ηρεμήσω κι έπειτα να μπω στο σπίτι. Το παράθυρο της κουζίνας ήταν ανοιχτό κι από μέσα ακουγόντουσαν οι φωνές τής μητέρας μου και του Παρασκευά που κουβέντιαζαν κι εγώ δεν είχα καμία διάθεση να δώσω εξηγήσεις για την ταραχή μου. Έπειτα από λίγα λεπτά, καθώς άρχισα να ηρεμώ και να συνηθίζω τους ήχους γύρω μου, οι φωνές τους άρχισαν να γίνονται πιο ξεκάθαρες στ’ αφτιά μου. Κατάλαβα πως συζητούσαν για μένα. Σηκώθηκα από το Πλανητάριο και προχώρησα ήσυχα προς το παράθυρο της κουζίνας. Στάθηκα εκεί απέξω όπου πλέον τους άκουγα πεντακάθαρα. –Ίσως ήταν πολύ βαρύ το ψέμα αυτό, Βιολέτα. Για σκέψου. Κι έπειτα, κάποια στιγμή πιθανόν να αποκαλυφθεί. Δεν μένει δα και μακριά ο Σίμος και τέλος πάντων


162

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οικογένειά μου είναι· κάποιος, κάτι, κάπως, μια μέρα πιθανότατα θα το μάθει η Μύρα και τότε τι θα γίνει; –Δεν είχα άλλη επιλογή, τι να της έλεγα; Εγώ πιστεύω πως θα της περάσει. Πιεσμένη είναι, φταίει και που γύρισε εδώ και τα ξαναθυμάται όλα… Θα πάρει πάλι κάποια στιγμή τις αποστάσεις της και σιγά σιγά θα ξεχαστεί. Και πάλι καλά να λες, που δεν έκανε τόσον καιρό καμιά κίνηση. –Την έκανε τώρα όμως. Ο Σίμος δεν έχει ιδέα. Η Ελευθερία άνοιξε το δέμα, είδε πως ήταν από τη Μύρα και μάλιστα με ένα μήνυμα σκληρό κι έτσι αποφάσισαν με τον Νικόλα, λόγω της κατάστασης, να μην το δώσουνε στον γιο τους. –Πώς είναι ο Σίμος τώρα; –Λίγο καλύτερα είναι, ελάχιστα δηλαδή, δεν έχει συνέλθει. Είναι ακόμη κλεισμένος στο σπίτι και κυρίως στον εαυτό του. Ο αδελφός μου είναι πελαγωμένος. Η δε Ελευθερία, ακόμη χειρότερα. –Μάλιστα… –Τι θα κάνουμε, Βιολέτα; Αν θες τη γνώμη μου, εγώ δεν συμφωνώ με το να το αφήσουμε έτσι το θέμα κι όπως πάει. Η Μύρα προφανώς και δεν λέει να το ξεπεράσει κι έπειτα, διαφωνώ κάθετα με το να είναι αναγκασμένη να αποδεχτεί μια σκληρή για κείνη αλήθεια, η οποία είναι στην πραγματικότητα ένα τεράστιο ψέμα. Δεν είναι δίκαιο για κανέναν τους. Και η μικρή έχει περάσει πάρα πολλά κι έχει αποδειχτεί πολύ δυνατό παιδί, ας της λέγαμε την αλήθεια και θα έβρισκε τον τρόπο της αυτή να την αντιμετωπίσει. –Τι λες, Παρασκευά; Μόλις είχε χάσει τη θεία της και ούτε καν η καλύτερη φίλη της δεν μπορούσε να την παρηγορήσει, αφού συγχρόνως έχασε κι αυτή τον πατέρα της. Βίωνε πάλι ξαφνικά ένα τεράστιο πένθος. Τι κριτήριο να είχε; Την ξέρεις τη Μύρα, θα γαντζωνόταν πάνω στη σκέψη πως δεν πρέπει να τον εγκαταλείψει, ασχέτως με το τι επιθυμούσε εκείνος, και θα κατέληγε τελικά να εγκαταλείψει τη δική της τη ζωή. Καλύτερα να τον μισεί, παρά να τον λυπάται. Το μίσος τουλάχιστον προκαλεί κίνητρα, η λύπηση προκαλεί παραίτηση. Τι ήταν όλα αυτά; Για ποιο τεράστιο ψέμα μιλούσαν; Τι συνέβαινε στον Σίμο που εγώ το αγνοούσα; Κι όλα αυτά που γνώριζα για κείνον; Αυτά ήταν το ψέμα; Ένιωθα πια εντελώς εξουθενωμένη, το στομάχι μου είχε δεθεί ένας σφιχτός κόμπος και η πείνα σε συνδυασμό με την αϋπνία των τελευταίων ημερών και την αηδία που αισθανόμουν από το πρωί, ένιωθα να με δηλητηριάζουν. Λες κι εγχεόταν μέσα στο σώμα μου φαρμάκι και με έλιωνε αργά, καθώς το κάψιμο απλωνόταν από το στομάχι σε όλα τα υπόλοιπα ζωτικά μου όργανα.


Ευτυχία Κανάρη

163

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ένιωθα ξαφνικά τόσο μεγάλη οργή για τη μητέρα μου, που ήθελα να εισβάλω μέσα στο σπίτι ουρλιάζοντας και να της επιτεθώ, δίχως να με νοιάζει η κατάσταση της υγείας της. Επιπλέον ένα ψέμα εκ μέρους της. Κι ας μη γνώριζα ακόμη ακριβώς ποιο ήταν, επρόκειτο σίγουρα για κάτι πολύ σημαντικό, κρίνοντας από τα λεγόμενά τους. Ακόμη ένα ψέμα που καθόριζε τη δική μου τη ζωή. Από τη μάνα μου πάλι. Στεκόμουν εκεί έξω σοκαρισμένη κι αναρωτιόμουν αν άραγε μου είχε πει ποτέ μια αλήθεια αυτή η γυναίκα. Και τι σημασία είχε όμως; Τα ψέματά της ήταν που με είχαν καθορίσει… Κι εν τέλει για ποιον λόγο, έπειτα από όλα αυτά, εγώ κρατούσα μέσα μου όλα εκείνα που με έπνιγαν και δεν μιλούσα; Για να την προστατέψω λόγω της περιπέτειάς της; Να μην την ταράξω; Ε και; Εκείνη πότε νοιάστηκε για τη δική μου ισορροπία; Πότε την ενδιέφερε πραγματικά η δική μου εσωτερική περιπέτεια; «Τέρμα τα ψέματα! Τώρα θα ξεκαθαρίσουν όλα. Κι ας γίνει ό,τι θέλει…», σκέφτηκα και πετάχτηκα απότομα από τη θέση που ήμουν καρφωμένη, προχωρώντας προς την είσοδο της κουζίνας. Ο θόρυβος από την πτώση μου ήταν έντονος. Η μάνα μου κι ο Παρασκευάς έτρεξαν να δουν τι συνέβη και με βρήκαν λιπόθυμη στη βεράντα. Όταν πια συνήλθα, βρισκόμουν ξαπλωμένη στον καναπέ τού καθιστικού. Άνοιξα τα μάτια μου και, μόλις ήρθα σε επαφή με την πραγματικότητα, τους κοίταξα και τους δυο αγριεμένα. Εκείνοι έμοιαζαν να μην έχουν αποφασίσει ποιο ύφος ταίριαζε να διατηρήσουν. Προφανώς τα συναισθήματά τους θα ήταν ανάμεσα στην ανησυχία για τη λιποθυμία μου και στην απορία για το αν τους είχα ακούσει. Η μητέρα μου με πλησίασε κι ακούμπησε την παλάμη της στο μέτωπό μου ελέγχοντας τη θερμοκρασία μου. –Τι σου συνέβη, Μύρα; Τι έπαθες; Δεν μιλούσα. Την κοιτούσα και τα μάτια μου με έκαιγαν τόσο, που λίγο ακόμη και θα πετούσαν φωτιές προς το μέρος της. –Έχεις φάει τίποτε; Γιατί λιποθύμησες; Τι σου συνέβη; Πες μου, ζαλίζεσαι τώρα; Εξακολουθούσα να μη μιλάω. Ανασηκώθηκα στον καναπέ κι έριξα μια ματιά τριγύρω. Εντόπισα την τσάντα μου πάνω σε μια καρέκλα. Σηκώθηκα όρθια, άρπαξα την τσάντα και, προσπερνώντας τους, πήγα στο δωμάτιό μου με αρκετά ασταθές και ζαλισμένο βήμα. Χύθηκα στην κυριολεξία πάνω στο κρεβάτι μπρούμυτα, έτσι όπως ήμουν με τα ρούχα. Έμεινα εκεί, κοκκαλωμένη, σαν παιχνίδι που του τέλειωσαν οι μπαταρίες κι έπαψε απότομα να κινείται.


164

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έπειτα από μερικά λεπτά, εμφανίστηκε ο Παρασκευάς μπροστά στην πόρτα τού δωματίου μου, την οποία είχα παρατήσει ανοιχτή. –Μπορώ να μπω; Καμία απόκριση. Καμία κίνηση. Μπήκε δειλά στο δωμάτιο και με πλησίασε. –Τι σου συμβαίνει, κορίτσι μου; Θέλεις να μου πεις; Μήπως μπορούμε κάπως να σε βοηθήσουμε… Ήταν οι τελευταίες λέξεις του που θυμάμαι από κείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω εάν εκείνος συνέχισε να μου μιλά, καθώς βυθίστηκα αμέσως σε έναν βαθύ ύπνο. Η εξάντληση άρχισε να προσφέρει στο κορμί μου μια γλύκα τόσο επιθυμητή, ένα βούλιαγμα, μια σωματική λύτρωση.


Ευτυχία Κανάρη

165

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κ

οιμόμουν συνεχόμενα επί δεκαεπτά ώρες. Για την ακρίβεια, ξύπνησα ενδιάμεσα δυο φορές για ελάχιστες στιγμές, όπου βρήκα στο κομοδίνο μου ένα μπουκάλι νερό και κουλουράκια. Τα κουλουράκια τα αγνόησα, καθώς πάλευαν μέσα στο στομάχι μου η πείνα με την αηδία, ήπια νερό και τις δυο φορές και ξανακοιμήθηκα. Το σώμα μου είχε απορρυθμιστεί εντελώς τις τελευταίες εκείνες μέρες. Μηδαμινός ύπνος κακής ποιότητας, που με έριξε έπειτα σε λήθαργο και οι σχέσεις μου με το φαγητό και το νερό τόσο προβληματικές, που με ξύπνησαν εν τέλει η έντονη πείνα και δίψα. Κατέβηκα στην κουζίνα για να καλύψω τις ανάγκες τού σώματός μου. Ήμουν μόνη. Ήταν νωρίς το πρωί και η μητέρα μου με τον Παρασκευά κοιμόντουσαν ακόμη. Έφτιαξα ένα πλούσιο πρωινό, το οποίο το καταβρόχθισα πολύ αδέξια, λες και είχα να φάω για βδομάδες. Κάλυψα και τη δίψα μου με νερό και χυμό, μέχρι που φούσκωσα τόσο πολύ που ένιωθα τα τοιχώματα στο στομάχι μου να είναι έτοιμα να σχιστούν. Τέτοια πλούσια πρωινά, μονάχα πιο περιποιημένα, μου ετοίμαζε συνήθως η Μάη. Και, παρόλο που ελάχιστα έτρωγα πάντοτε το πρωί, χόρταινα στην ουσία από τις πρωινές μας συζητήσεις. Πόσο πολύ θα την ήθελα κοντά μου και τότε… Σίγουρα θα είχε κάτι σημαντικό να πει για όλα αυτά, το οποίο εμένα δεν μου περνούσε καν από το μυαλό, κάτι που θα με καθησύχαζε και θα με βοηθούσε να σκεφτώ πιο καθαρά. Πάντοτε το έκανε αυτό η Μάη. Αναρωτήθηκα για μια στιγμή εάν άραγε εκείνη θα γνώριζε τα μυστικά εκείνα που έμαθα εγώ λαθραία από τα κρυμμένα γράμματα της θείας Ντίμης. Μα τι αναρωτιόμουν; Και βέβαια γνώριζε. Αλλά για τη Μάη αυτά ήταν οι λεπτομέρειες κι όχι η βάση. «Θα λείψω ως το απόγευμα. Μέχρι να επιστρέψω, έχεις αρκετό χρόνο για να αποφασίσεις ήρεμα από πού θέλεις να ξεκινήσεις να μου μιλάς για τις αλήθειες που μου έχεις κρύψει. Μύρα» Άφησα το σημείωμά μου επάνω στο πάσο τής κουζίνας κι έφυγα. Πριν φύγω κατάφερα να συγκεντρώσω κάποια τηλέφωνα από τις πληροφορίες καταλόγου τα οποία ήθελα να καλέσω, αλλά προτίμησα να τα καλέσω από κάπου αλλού κι όχι από το σπίτι μου. Σε λίγο θα ξυπνούσε η μάνα μου κι ο Παρασκευάς και δεν ήθελα να με βρουν εκεί. Πήγα σε ένα περίπτερο κι έκανα τις τηλεφωνικές μου κλήσεις από κει.


166

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ύστερα από μιάμιση ώρα βρισκόμουν στο γραφείο μιας κοινωνικής λειτουργού που βρήκα έπειτα από τις πρώτες μου προσπάθειες. Ο χώρος ήταν πολύ απλός, ένα μικρό παλιό σπίτι διαμορφωμένο πλέον ως γραφείο. Αλλά από μια ορθάνοιχτη μπαλκονόπορτα έμπαινε τόσο φως, που έμοιαζε θαρρείς σαν να ξεχείλωνε λιγάκι τα στενά όρια του χώρου. Στον τοίχο απέναντι από το μικρό καναπεδάκι που καθόμουν περιμένοντας να συναντήσω την κοινωνική λειτουργό με την οποία είχα συνομιλήσει νωρίτερα, υπήρχε μια αφίσα. Απεικόνιζε ζωγραφισμένα σε μεγάλη διάσταση τα σκοτεινιασμένα μάτια ενός εξαγριωμένου άντρα, μέσα στα οποία καθρεφτιζόταν η μορφή μιας κακοποιημένης γυναίκας πεσμένης κάτω, με το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό της, στην προσπάθειά της να αμυνθεί. Κι από κάτω έγραφε «Δες το με άλλα μάτια. Μη σωπαίνεις. Πες όχι στη βία κατά των γυναικών». Η κοπέλα που αρχικά μού άνοιξε την πόρτα και με οδήγησε στον χώρο αναμονής, επέστρεψε σ’ εμένα λέγοντάς μου με ευγένεια «σε πέντε λεπτάκια το πολύ θα μπορείς να περάσεις» κι αποχώρησε πάλι. Δεν είχα κλείσει ούτε πέντε λεπτά στο χολ τής αναμονής, όταν η διπλή συρόμενη πόρτα με το σαγρέ τζάμι στα αριστερά μου άνοιξε κι εμφανίστηκε μια λεπτή κυρία, μετρίου αναστήματος, με ευγενές παρουσιαστικό κι ένα συμπαθέστατο χαμόγελο στα ελαφρά βαμμένα χείλη της. –Είσαι η Μύρα, έτσι; –Μάλιστα. Καλημέγα κι από κοντά! –Καλημέρα, κορίτσι μου, είμαι η Αποστολία, μαζί μιλήσαμε στο τηλέφωνο νωρίτερα. Πέρασε από δω. Αφού ανταλλάξαμε μια θερμή χειραψία, παραμέρισε δείχνοντάς μου με το χέρι της το εσωτερικό δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν το γραφείο της. Προχώρησα μπροστά της και βρεθήκαμε στον βασικό χώρο τού σπιτιούγραφείου. Ώσπου να τακτοποιηθούμε, εκείνη πίσω από το γραφείο της κι εγώ σε μια από τις δυο καρέκλες μπροστά από αυτό, χάζεψα τριγύρω προσπαθώντας να φανταστώ πώς θα ήταν άραγε διαμορφωμένος αυτός ο χώρος παλιότερα, όταν ακόμη χρησιμοποιούταν ως σπίτι. Πάντοτε μου άρεσε να το κάνω αυτό σε χώρους που άλλοτε ήταν σπίτια κι έπειτα χρησιμοποιούνταν ως επαγγελματικοί χώροι. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχα προλάβει να φανταστώ οικογενειακές στιγμές γύρω από στρωμένο τραπέζι, παιδικές φωνούλες, παιχνίδια σκορπισμένα στο πάτωμα, ακόμη και οικογενειακούς καβγάδες ή οτιδήποτε άλλο στεγάζουν τα σπίτια μας συνήθως.


Ευτυχία Κανάρη

167

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τριγύρω στους τοίχους υπήρχαν αφίσες με το ίδιο θέμα όπως κι εκείνη που είχα δει στο χολ, εκτός από ένα σημείο στο οποίο κρεμόταν ένα μεγάλο κάδρο με μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός ηλικιωμένου ζευγαριού. Η συμπαθέστατη κυρία διάβασε την περιέργεια στα μάτια μου. –Ο παππούς και η γιαγιά μου. Αυτό εδώ ήταν το σπίτι τους. Κατά κάποιον τρόπο δεν μπορούσα να τους… ξεσπιτώσω! –Αλήθεια μου λέτε; –Βέβαια. Και, για να είμαι ειλικρινής, εν μέρει αυτό που κάνουμε εδώ μέσα είναι κάτι σαν τη συνέχεια αυτού που έκαναν κάποτε εκείνοι. –Τι εννοείτε; –Ήταν πολύ ζεστοί και φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι. Αγαπούσαν τους συνανθρώπους τους τόσο πολύ, που το σπίτι τους ήταν ανοιχτό για όλους μέρα και νύχτα. Είχαν πάντοτε κάτι καλό να προσφέρουν, είτε έμπρακτα, είτε υλικά, είτε ως συναισθηματική υποστήριξη. Πολλοί από τους γείτονές τους και τους συγγενείς κατέφευγαν στη φροντίδα τού παππού και της γιαγιάς που βλέπεις στη φωτογραφία. Εκείνα τα χρόνια οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν ακόμη κλειδωμένες, ήταν πιο ανοιχτές και ηλιόλουστες, παρά την ανέχεια, την πείνα και τις τόσες δυσκολίες. Σήμερα πάλι, οι κακουχίες έχουν ελαττωθεί σε σχέση με τότε, τουλάχιστον έχουν κατά πολύ διαφοροποιηθεί, μα οι καρδιές έχουν κλείσει σαν τα στρείδια. Έχεις προσπαθήσει να ανοίξεις κλειστό στρείδι με τα δάχτυλά σου; Την άκουγα με το ίδιο ενδιαφέρον που κάποτε άκουγα τη Συγωγώ να μου διηγείται ιστορίες από το μακρινό παρελθόν· με δέος. –Όχι, δεν έχω πγοσπαθήσει. –Δεν μπορείς! Χρειάζεται μαχαίρι. Ή βράσιμο. Έτσι πια γίναμε και οι άνθρωποι, κλείνουμε τόσο ερμητικά τις καρδιές μας, κρύβοντας μέσα τούς θησαυρούς μας, όπως κρύβεται το μαργαριτάρι μέσα στο κλειστό κέλυφος του στρειδιού. Με τη διαφορά στο ότι η ανθρώπινη καρδιά δεν ανοίγει ούτε με τη βία, ούτε όταν ο άνθρωπος βράζει στο ζουμί του, που λένε. Αντιθέτως, τότε κλείνεται ακόμη περισσότερο κι εκείνο το εσωτερικό του μαργαριτάρι με τον καιρό χάνει τη λάμψη του… Πόσο δίκιο είχε! Και πόσο πολύ με βοηθούσε με όλα αυτά που έλεγε στο να νιώσω άνετα και να της μιλήσω. –Κυγία Αποστολία, γι’ αυτό ήγθα κι εγώ εδώ. Μήπως και μπογέσετε να μου δείξετε τον τγόπο να βοηθήσω ένα θεόκλειστο στγείδι να ανοίξει το κέλυφός του και να βγει πάλι στο φως το πολύτιμο πετγάδι του. –Μάλιστα. Πρόκειται για άλλο άτομο δηλαδή. Να σου είμαι απόλυτα ειλικρινής, χαίρομαι που δεν πρόκειται για σένα. Όχι πως αλλάζει κάτι στον συναγερμό –ένας


168

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άνθρωπος αντιμετωπίζει πρόβλημα– αλλά να… δεν ξέρω πώς να σ’ το περιγράψω, τη στιγμή που σε αντίκρισα, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως δεν ταιριάζεις στο προφίλ. Ε, κι έτσι, κάπως χάρηκα που δεν έπεσα έξω. –Ποιο πγοφίλ; –Το προφίλ των κακοποιημένων γυναικών που έρχονται συνήθως σ’ εμάς. Ξέρεις, Μύρα, κορίτσι μου, δεν είναι πάντοτε εμφανείς οι ενδείξεις σε μια γυναίκα για το ότι ανήκει στη –δυστυχώς θλιβερά μεγάλη– λίστα των κακοποιημένων γυναικών. Τις περισσότερες φορές μη σου πω πως αυτό δεν γίνεται καν αντιληπτό ούτε μέσω του παρουσιαστικού τους, ούτε μέσω της συμπεριφοράς τους. Μαθαίνουν να το καλύπτουν καλά, να το διπλώνουν πολλές φορές μέσα τους για να μπορούν να το κουβαλάνε και συνάμα να επιβιώνουν. Όμως, έπειτα από καιρό, αν συναναστραφείς κάμποσες τέτοιες γυναίκες κι αν μάλιστα έχεις βιώσει πολύ κοντά σου αυτό το ζήτημα, μαθαίνεις πια να διαβάζεις τα μάτια. Και τα δικά σου μάτια έχουν μια παράξενη φλόγα μέσα τους. Τη φλόγα –σε παρακαλώ, μη με παρεξηγήσεις– του αγριμιού, όπως την αποκαλώ εγώ. Και ποιος θρασύδειλος τολμάει να ασκήσει βία σε ένα αγρίμι; –Σίγουγα δεν γεννιόμαστε τέτοια, γινόμαστε στη διαδγομή. Έτσι δεν είναι, κυγία Αποστολία; –Έτσι είναι, κορίτσι μου. Έτσι. Λοιπόν, για πες μου, σε τι μπορώ να σε βοηθήσω; Κάθισα και της εξήγησα την κατάσταση της Νίκης με κάθε γνωστή σ’ εμένα λεπτομέρεια. Εκείνη με άκουγε με ενδιαφέρον και στα μάτια της μπορούσα να διακρίνω πως όσα της περιέγραφα τα είχε ακούσει δεκάδες, ενδεχομένως κι εκατοντάδες φορές πριν. Αυτό από μόνο του ήρθε και με βάρυνε τόσο πολύ, που ένιωθα λες κι είχα καταπιεί υγρό μολύβι. Αφού με άκουσε προσεκτικά, λοιπόν, μου έδωσε ένα σωρό απαραίτητα στοιχεία, τηλέφωνα, ονόματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατάσταση, και κυρίως τις συμβουλές της. –Το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό, κορίτσι μου, όταν σκέφτεσαι την κατάσταση της φίλης σου, είναι το γιατί κάθεται και ανέχεται όλα αυτά και δεν σηκώνεται να φύγει, έτσι δεν είναι; –Φυσικά… –Να ξέρεις, λοιπόν, πως το πρώτο πράγμα που έρχεται στο δικό της το μυαλό κάθε φορά που σκέφτεται να σου μιλήσει, είναι ακριβώς το ίδιο: πως θα αρχίσεις να αναρωτιέσαι γιατί κάθεται και τα ανέχεται όλα αυτά και δεν σηκώνεται να φύγει. Και επιπλέον πως θα αρχίσεις να την παροτρύνεις να το κάνει και πως τότε εκείνη θα αναγκαστεί να προσπαθήσει να σου εξηγήσει γιατί δεν μπορεί να το κάνει, ενώ εσύ δεν θα την καταλαβαίνεις. Στη σκέψη και μόνο όλου αυτού, αισθάνεται να


Ευτυχία Κανάρη

169

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πνίγεται από το γεγονός τού ότι ούτε η καλύτερη φίλη της δεν μπορεί να καταλάβει και ότι χρειάζεται να καταναλώσει πολλή ενέργεια και αντοχές –τις οποίες δεν έχει– για να γίνει κατανοητή η στάση της, οπότε επιλέγει, είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα, να μην μπει καθόλου σε αυτή τη διαδικασία. Νιώθει πως περισσότερα προβλήματα θα της φέρει το να ανοίξει την καρδιά της και να μιλήσει, παρά λύσεις. Και ίσως σε σοκάρω λίγο, αλλά πρέπει να σου πω πως έχει εν μέρει δίκιο. –Μα πώς έχει δίκιο;… –Σου έχει συμβεί ποτέ να έχεις επιλέξει κάτι για τον εαυτό σου και τη ζωή σου και κάποιοι άλλοι γύρω σου να έχουν αντίθετη άποψη και να προσπαθούν να σου την επιβάλουν θεωρώντας πως γνωρίζουν καλύτερα απ’ όσο εσύ ποιο είναι το καλύτερο για σένα; Μου ήρθε κατευθείαν στο μυαλό ολόκληρη εκείνη η περίοδος που προσπαθούσαμε με τη θεία Ντίμη να πείσουμε τη μαμά για τις σπουδές μου στη Γαλλία κι εκείνη ήταν για τόσο μεγάλο διάστημα ανένδοτη. –Ναι, βέβαια, μου έχει συμβεί. –Λίγο-πολύ σε όλους μας έχει συμβεί κάποια στιγμή. Λοιπόν, είτε έγινε τελικά αυτό που ήθελες, είτε όχι, είτε παρέμεινες πιστή σε αυτά που πίστευες τότε σχετικά με αυτό, είτε όχι, δεν έχει σημασία για τη συζήτησή μας. Εγώ αυτό που θέλω από σένα τώρα είναι να θυμηθείς τη μοναξιά που αισθανόσουν τότε, καθώς διαπίστωνες πως κάποιοι άλλοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν αυτό που είχες επιλέξει και προσπαθούσαν να σε πείσουν να κάνεις κάτι ενάντια σ’ αυτό. –Μα… Είναι το ίδιο πγάγμα; Πώς μπογεί να έχει σχέση το ένα με το άλλο; Η Νίκη κακοποιείται. –Η κατάσταση είναι που αλλάζει, Μύρα μου, τα γεγονότα και οι συνθήκες. Αλλά το συναίσθημα είναι το ίδιο. Το ίδιο ακριβώς. Πώς περιμένεις να είναι ευκολότερο για τη Νίκη το να εναντιωθεί στις επιλογές που έχει κάνει η ίδια για τον εαυτό της, επειδή εσύ ή οποιοσδήποτε άλλος κρίνει πως αυτό είναι το σωστό για κείνη; Πώς το προσδοκάς αυτό, όταν έχεις βρεθεί κι εσύ σε αυτή τη θέση; Την κοιτούσα αποσβολωμένη. Χιλιάδες λέξεις σχημάτιζαν φράσεις με ερωτηματικά μέσα στο κεφάλι μου, μα καμία δεν κατέφθανε στη γλώσσα μου. Προσπαθούσα να κατανοήσω αυτά που μου έλεγε. Ήθελα τόσο πολύ να τα κατανοήσω. –Άκουσε, κορίτσι μου, καταλαβαίνω απόλυτα πως για σένα πιθανόν και να είναι ένα σοκ το να ακούς πως όλο αυτό που βιώνει η φίλη σου είναι η δική της επιλογή. Και σίγουρα δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Αλλά είναι βασική μου υποχρέωση, απ’ τη στιγμή που ζητάς τη συμβουλή μου, να σε βοηθήσω να


170

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατανοήσεις κυρίως αυτή την πληροφορία. Ολόκληρη η ζωή μας, οι άνθρωποι που ζούμε μαζί τους, εκείνοι που είναι εμφανές πως τους έχουμε επιλέξει αλλά κι εκείνοι που φαίνεται σαν να έτυχε να βρίσκονται στη ζωή μας, τα βιώματά μας, οι εμφανείς επιλογές μας αλλά και όσα νομίζουμε πως μας συμβαίνουν δίχως να το θέλουμε εμείς, ανήκουν όλα σε ένα καλά σχεδιασμένο έργο, το οποίο το γράφει ο καθένας για τον εαυτό του, σύμφωνα με τα μαθήματα που έχει ανάγκη η ψυχή μας να πάρει όταν ερχόμαστε στη ζωή. Σπουδάζεις, Μύρα μου; –Ναι. –Τι σπουδάζεις; –Ζωγαφική, σκίτσο και εικονογάφηση, στη Γαλλία. –Ω! Υπέροχα! Λοιπόν, δεν ξέρω πώς λειτουργούν τα πράγματα στη Σχολή σου εκεί, αλλά ας υποθέσουμε πως υπάρχουν κάποια μαθήματα επιλογής και μπορείς να διαλέξεις κάποια από αυτά, ας πούμε ένα μόνο, για το παράδειγμά μας. Εσύ επιλέγεις το Α, τη στιγμή όμως που κάποιοι άνθρωποι που σε ξέρουν υποτίθεται καλά, κρίνουν πως είναι πιο σωστό για σένα να επιλέξεις το Β. Επομένως λοιπόν, είτε θα επιμείνεις στη δική σου εσωτερική ανάγκη και επιλογή να πάρεις το μάθημα Α, ερχόμενη αντιμέτωπη με τη διαφωνία των άλλων, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, είτε, αν σε μεταπείσουν εν τέλει να πάρεις το μάθημα Β, θα σε τρώει κάπου μέσα σου εκείνο το αίσθημα πως έχουν παραβιαστεί τα όριά σου. Ενδεχομένως και να μην ησυχάσεις αν δεν καταφέρεις να μάθεις κάποια στιγμή επιτέλους αυτά που επρόκειτο να διδαχτείς στο μάθημα Α. Έτσι συμβαίνει, σε μια πιο πολύπλοκη κλίμακα βέβαια, και με τις ζωές μας ολόκληρες. Η ταλαιπωρημένη ψυχή, Μύρα μου, δεν στερείται στη ζωή την ελεύθερη βούληση, η αγωνία της έχει τη σπουδαιότητα και τη σοφία τής πολυπόθητης γνώσης. Ακόμη και κάποιοι άνθρωποι που τους βλέπεις και, δίχως εσωτερική δυσκολία, τους θεωρείς έρμαια, παίζουν τους ρόλους που έχουν επιλέξει στα έργα που έχουν γράψει ώσπου να οδηγηθούν στη δική τους κάθαρση. Γιατί σου τα λέω όλα αυτά; Γιατί το σημαντικότερο που μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις τη φίλη σου, είναι το να μην κρίνεις εσύ ποιο είναι το πιο σωστό για κείνη, το να μην την κρίνεις γενικότερα. Συνεπώς και να μην την πιέσεις να πάρει αποφάσεις που δεν είναι έτοιμη να πάρει – ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως δεν θα είναι ποτέ έτοιμη να τις πάρει. Αν θέλεις να σε αισθάνεται πραγματικά δίπλα της, πρέπει να γνωρίζεις πως χρειάζεται να αισθάνεται ότι θα είσαι δίπλα της όποια απόφαση κι αν πάρει ή δεν πάρει, όποια στάση κι αν επιλέγει να κρατάει για τον εαυτό της. Μόνο έτσι θα έχεις περισσότερες πιθανότητες να απευθυνθεί σ’ εσένα όταν θα το χρειάζεται. Αλλιώς… θα παραμένει κλειστή σαν στρείδι, εντελώς μόνη μέσα στον κλειστό κόσμο της. Ενημέρωσέ τη για τα δικαιώματά της, για την οργάνωσή μας εδώ, δώσε της όλα τα τηλέφωνα, τα ονόματα και τις διευθύνσεις που


Ευτυχία Κανάρη

171

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σου έδωσα, αυτό θα της προσφέρει μια σημαντική επιλογή στις δύσκολες στιγμές που περνάει, να γνωρίζει πως έχει τη δυνατότητα, αν το θελήσει, να απευθυνθεί σε κάποιους που ξέρουν πώς να τη βοηθήσουν. –Αυτό είναι όλο; Δηλαδή τι; Αυτή είναι όλη η βοήθεια που μπογώ να της πγοσφέγω ως φίλη της; Να της δώσω μεγικά χαγτιά και να την αφήσω στην ουσία να συνεχίσει να κακοποιείται; –Μικρή μου Μύρα, είμαι σίγουρη πως έχεις κατανοήσει μέσα στην καρδιά σου πολύ περισσότερα από αυτά που τόσο απλοϊκά μόλις ανέφερες. Και ναι, αυτό είναι όλο – αυτό το πολύ σπουδαίο που μπορείς να κάνεις για τη φίλη σου. Εξάλλου το ότι βρίσκεσαι εδώ είναι η μισή βοήθεια που ήδη της έχεις προσφέρει. –Αυτό κάνετε κι εσείς εδώ; Δεν μπογείτε να επέμβετε πεγισσότεγο σε τέτοιες πεγιπτώσεις; –Αυτό! Σε πρώτο επίπεδο, αυτό. Όπως σου είπα και στην αρχή, κατά κάποιον τρόπο συνεχίζουμε αυτό που έκαναν ο παππούς και η γιαγιά μου. Φαντάζεσαι τον κυρ Αποστόλη και την κυρία Θεοφανώ –έτσι τούς έλεγαν– να μπαινοβγαίνουν απρόσκλητοι στα σπίτια τού κόσμου και να επεμβαίνουν στις περιπτώσεις που υπήρχε πρόβλημα; Δεν είναι βοήθεια αυτό, πιο πολλούς μπελάδες προκαλεί, παρά λύσεις. Βοήθεια είναι η προσφορά, όχι η ανεξέλεγκτη επέμβαση σε αυτές τις περιπτώσεις. Εξάλλου και ο νόμος δεν μας επιτρέπει κάτι τέτοιο. Όμως από τη στιγμή που θα μας ζητηθεί βοήθεια, εκεί μπορούμε πια να κάνουμε κάτι και σε δεύτερο επίπεδο. Οι ανάγκες των κακοποιημένων γυναικών που έρχονται σ’ εμάς, ποικίλλουν. Κι εδώ προσπαθούμε να βρίσκουμε πάντοτε τους τρόπους για να τις καλύπτουμε. –Καταλαβαίνω, κυγία Αποστολία. Καταλαβαίνω… Κουβεντιάσαμε λίγο ακόμη κι έπειτα έφτασε η στιγμή να αποχωρήσω. Λίγο πριν σηκωθώ από τη θέση μου, η κυρία Αποστολία με κοίταξε με έντονη ζεστασιά και μου μίλησε χαμηλόφωνα. –Ξέρεις, Μύρα μου, έτσι για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε, αν ένας κόκκος άμμου ή ένα μικροσκοπικό σκουλήκι ή σκουπιδάκι μπει μέσα στο όστρακο του στρειδιού, το στρείδι ενοχλείται. Το ξένο σώμα τού προκαλεί ερεθισμό κι έτσι το στρείδι απελευθερώνει μια σκληρή κρυσταλλική ουσία –το μάργαρο ή αλλιώς το σεντέφι– με την οποία καλύπτει το ξένο σώμα, προστατεύοντας το δικό του. Αυτό σκληραίνει με τα διαδοχικά στρώματα του μάργαρου, ώσπου τελικά γίνεται ένα μαργαριτάρι. Κι όσο πιο παχύ είναι το στρώμα τού μάργαρου, τόσο πλουσιότερη είναι η λάμψη τής πέρλας, κάτι που ενισχύει σημαντικά την αξία της. –Αλήθεια; Έτσι γίνονται οι πέγλες; Δεν το ήξεγα. Από έναν κόκκο άμμου ή ένα μικγοσκοπικό σκουλήκι ή σκουπιδάκι; Μαγικό!


172

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Έτσι γίνονται αυτοί οι μικροί θησαυροί, κορίτσι μου! Να το θυμάσαι αυτό όταν κάτι εισχωρεί στην καρδιά σου, είτε αυτό νομίζεις πως είναι κάτι ασήμαντο, όπως ένας κόκκος άμμου, είτε κάτι βρόμικο, όπως ένα σκουλήκι ή ένα σκουπίδι· η καρδιά σου έχει το υλικό για να το μετατρέψει σε κάτι πολύτιμο, να μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Η καρδιά μας έχει το δικό της σεντέφι… Πήρα τα χαρτιά που μου έδωσε η κυρία Αποστολία, τις πολύτιμες συμβουλές της και την καρδιά μου, με όλα τα σκουλήκια, τους κόκκους άμμου και τα σκουπίδια που είχε μαζέψει μέσα της, και πήγα στο σπίτι τής Νίκης. –Σου ζήτησα να μην έρχεσαι εδώ, Μύρα. Γιατί ήρθες πάλι; –Είναι η τελευταία φογά που παγακούω το αίτημά σου, Νίκη μου. Άνοιξέ μου μονάχα αυτή τη φογά και σου υπόσχομαι ότι μπογείς να με εμπιστευτείς πως δεν θα ξανακάνω κάτι που δεν θέλεις. Μονάχα αυτή την τελευταία φογά, θέλω να σου δώσω κάτι κι αμέσως μετά θα φύγω. Επικράτησε μια σιωπή πολλών δευτερολέπτων κι έπειτα ακούστηκε ο ήχος τής πόρτας που μπορούσα πλέον να την ανοίξω. Την έσπρωξα με ορμή και σε λίγες στιγμές βρισκόμουν έξω από το ασανσέρ, στον τρίτο όροφο. Η Νίκη στεκόταν πλάι στην ανοιχτή πόρτα τού σπιτιού. Παρά το γεγονός τού ότι την είχα παρακούσει, πράγμα που εμφανώς τη δυσαρεστούσε, μου χαμογέλασε ζεστά. Έτρεξα και την αγκάλιασα. –Αγαπημένη μου! Λατγεμένη μου Νίκη! Κογιτσάκι μου γλυκό! Πόσο πολύ μου λείπεις! Πόσο πολύ! –Σιγά! Σιγά, Μυρούλα!... Μη με σφίγγεις. Με πονάς. –Δεν σε σφι… Πριν τελειώσω τη φράση μου, κατάλαβα γιατί πονούσε, καθώς προσπαθούσε να ελευθερώσει από τα χέρια μου, τα ήδη χτυπημένα πλευρά της. –Με συγχωγείς, Νίκη μου… Δεν ήθελα να σε πονέσω. Απλώς λαχτάγησα που σε είδα. Με συγχωγείς… –Εντάξει είμαι, έλα μέσα, έλα. Εάν κάποιος μού έδειχνε αυτό το σπίτι πριν από κάποιον καιρό και μου έλεγε πως θα ήταν της Νίκης, δεν θα τον πίστευα. Η Νίκη που ήξερα δεν θα μπορούσε να ζει μέσα σε ένα σπίτι τόσο ψυχρό και τόσο αφρόντιστο. Δεν ήταν βρόμικο, τουλάχιστον όχι σε επίπεδο που να μπορούσα εγώ να το αντιληφθώ με μια ματιά, απλώς δεν ήταν φροντισμένο, δεν είχε κάποιον χαρακτήρα, ή κάποιο χαρακτηριστικό έστω που να ταίριαζε με τον χαρακτήρα τής Νίκης. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο που με απασχολούσε εκείνη τη στιγμή.


Ευτυχία Κανάρη

173

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Καθίσαμε στο σαλόνι. Με κέρασε ένα ποτήρι νερό, αφού αρνήθηκα οτιδήποτε άλλο. –Τι θέλεις να μου δώσεις, Μυρούλα μου; –Αυτά εδώ. Έβγαλα από την τσάντα μου τον φάκελο με τα χαρτιά που είχα προμηθευτεί από την κυρία Αποστολία και τον ακούμπησα στο τραπέζι. –Τι είναι αυτά; –Είναι μια πιθανή διέξοδος. Μια ακόμη επιλογή. Κοίτα, Νίκη, καταλαβαίνω πως έχεις ήδη πολλά μέσα στο κεφάλι σου που αισθάνεσαι πως είναι πολύ δύσκολο να μου τα εξηγήσεις, σ’ εμένα ή σε οποιονδήποτε άλλον. Κι αν ήγθα εδώ σήμεγα να σε βγω, είναι για να σου πω πως δεν χγειάζεται να μου εξηγήσεις τίποτε αν δεν το επιθυμείς, αλλά κι αν το επιθυμήσεις, να ξέγεις πως δεν θα σε κατακγίνω, ούτε για τις επιλογές σου, ούτε για τη στάση σου απέναντι στα πγάγματα. Δεν έχω κανένα δικαίωμα να το κάνω και δεν θα το κάνω. Έκανε μια κίνηση να μου μιλήσει, με τη στάση τού σώματός της και το βλέμμα της να φανερώνουν άμυνα και άρνηση ταυτοχρόνως, αλλά την πρόλαβα πριν ξεκινήσει να μιλά. –Είμαι εδώ, Νίκη, είτε θελήσεις κάτι από μένα, είτε όχι. Είμαι εδώ και είμαι διατεθειμένη να πγοσπαθήσω μαζί σου αν το χγειαστείς, ή και να απέχω από σένα ακόμη, αν αυτό έχεις ανάγκη. Με νοιάζει μονάχα να γνωγίζεις πως υπάγχουν κι άλλες επιλογές πέγα από αυτήν που βιώνεις ήδη, ακόμη κι αν δεν θέλεις να τις χγησιμοποιήσεις. Είναι σημαντικό να ξέγεις πως δεν είσαι πγαγματικά μόνη σου. Υπάγχω εγώ, που θα έδινα και θα έκανα ό,τι μπογείς να φανταστείς για να είσαι καλά, υπάγχουν και αυτοί εδώ οι άνθγωποι, οι οποίοι ξέγουν πολύ καλά τι είναι αυτό που πεγνάς. Εδώ μέσα έχει τηλέφωνα που μπογείς να καλέσεις, διευθύνσεις που μπογείς να πας, ονόματα που μπογείς να αναζητήσεις και υπηγεσίες, μπογούν να σε κατευθύνουν σε διάφογες λύσεις αν ποτέ τούς χγειαστείς. Πήγα ήδη εκεί, συνάντησα την κυγία που ίδγυσε αυτή την ομάδα, είναι ένας υπέγοχος άνθγωπος. Μπογείς να την εμπιστευτείς. Είναι μια ακόμη επιλογή όλα αυτά, Νίκη μου. Είναι σπουδαίο πγάγμα να έχεις μία ακόμη επιλογή. Κι ας μην τη χγησιμοποιήσεις. Αυτά ήθελα να σου δώσω. Και μια αγκαλιά! Και υπόσχομαι πως θα πγοσπαθήσω να μη σε πονέσω αυτή τη φογά, θα είμαι πγοσεκτική. Η Νίκη είχε γουρλώσει τα υπέροχα καταγάλανα μάτια της και με κοιτούσε τόσο βαθιά, που έλεγα μέσα μου πως αν μπορούσα να συγκεντρωθώ περισσότερο, θα κατάφερνα να την ακούσω να μιλά δίχως να ανοίγει καν το στόμα της. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Εγώ παρέμεινα ψύχραιμη και μπορούσα να της χαμογελάω στοργικά. Έγειρα και την αγκάλιασα.


174

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Προσεκτικά, απαλά, ευγενικά… Να μην την πονέσω. Να μην τη διαλύσω. Να μη θρυμματιστεί μέσα στα χέρια μου. Η εύθραυστη, η κατατρομαγμένη Νίκη μου… Η κατατρυπημένη, σαν τη βυσσινιά φόδρα τής εικόνας τής Παναγίας, που καρφίτσωναν πάνω της τα τάματά τους οι πονεμένοι άνθρωποι… Η Νίκη μου με τη διάτρητη καρδούλα και την ποδοπατημένη ψυχή… Η λατρεμένη Νίκη μου. Έφυγα από το σπίτι της αργά το μεσημέρι. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι μου πριν το απόγευμα, καθώς ήθελα να είμαι ακριβής στα λόγια τού σημειώματος που άφησα στη μητέρα μου. Έτσι πήγα στην παραλία. Σωτήρια απόφαση! Εκεί προσπάθησα να χωρέσω μέσα μου τις νέες εξελίξεις. Τη γνωριμία μου με τη σπουδαία κυρία Αποστολία και όλες τις πληροφορίες και τις κουβέντες της, αλλά κυρίως τη συνάντησή μου με τη Νίκη. Έφυγα από το σπίτι της δίνοντάς της την υπόσχεση πως δεν θα ξαναπάω εκεί παρά μόνο αν ποτέ με καλέσει η ίδια. Εκείνη από την άλλη, μου υποσχέθηκε πως θα φυλάξει τον φάκελο που της έδωσα έτσι ώστε να μπορέσει να τον χρησιμοποιήσει εάν ποτέ τής χρειαστεί. Ίσως εκείνη τη στιγμή κατανόησα πιο ουσιαστικά τα λόγια τής κυρίας Αποστολίας σχετικά με τις επιλογές μας… Γιατί η σωστή έκφραση θα ήταν «…έτσι ώστε να μπορέσει να τον χρησιμοποιήσει εάν ποτέ το επιθυμήσει». Θα ομολογήσω πως κάποια από τα λόγια που της είπα, δεν έβγαιναν από μέσα μου με απόλυτη συνειδητότητα και ειλικρίνεια, όπως το ότι δεν θα την κατέκρινα για την επιλογή της να μη ζητήσει βοήθεια για να βγει από το πρόβλημά της. Δεν ήταν αλήθεια. Όχι τη στιγμή που το είπα τουλάχιστον. Γιατί εκείνη τη στιγμή που της τα έλεγα αυτά, ένα μέρος τού εαυτού μου αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να μην αρπάζει την ευκαιρία δίχως δεύτερη σκέψη για να σωθεί. Ένα μικρό μέρος μέσα στο μυαλό μου, που χρειαζόταν τον χρόνο του για να κατανοήσει όλα αυτά που η καρδιά είχε ήδη αφομοιώσει. Εκείνο χρειαζόταν χρόνο, μα αισθανόμουν πως δεν υπήρχε τέτοιο περιθώριο, έπρεπε να πάω αμέσως στη Νίκη να της πω όλα αυτά. Ευχόμουν μονάχα να μην είχαν αποτυπωθεί οι σκέψεις εκείνου τού μικρού μέρους τού μυαλού μου μέσα στα μάτια μου, ώστε να μην τις είχε δει εκείνη. Η Νίκη εκδήλωσε την επιθυμία να πάρει τις αποστάσεις της. Και από μένα. Το σεβάστηκα, όπως σεβάστηκε κάποτε κι εκείνη τη δική μου επιθυμία να πάρω τις αποστάσεις μου από κείνη, κι ας ήμασταν μικρά παιδιά ακόμη τότε. Και η Νίκη, λοιπόν, χρειαζόταν χρόνο. Εγώ εξακολουθούσα να αισθάνομαι πως δεν υπήρχε τέτοιο περιθώριο, αλλά πώς να της το έλεγα όταν


Ευτυχία Κανάρη

175

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πριν από λίγο είχα δηλώσει με πάθος πως δεν έχω δικαίωμα να επέμβω σύμφωνα με τη δική μου κρίση και πως δεν επρόκειτο να το κάνω; Της έδωσα αυτό που ζήτησε. Και ούτε που κατάφερα ποτέ να διακρίνω την πολύ λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο «μετάνιωσα» και στο «δεν το μετάνιωσα». Μέχρι και σήμερα, ακόμη δεν μπορώ να τη διακρίνω…


176

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μ

άλλον είχε δίκιο τελικά ο Σίμος. Όταν έλεγε «δεν είσαι μύγα στην πραγματικότητα, μυγαλή είσαι, αλλά δεν το ξέρεις ακόμη»… Σωστά το είχε διαβάσει μέσα μου. Κι αν δεν ήμουν από πριν μια τέτοια κατά βάθος, τότε μετατρεπόμουν σίγουρα στην πορεία. Όχι σε σκουλήκι, όπως νόμιζα. Σε αράχνη· δηλητηριώδη. Μυγαλή. Μόνο που το δηλητήριό μου επέστρεψε σ’ εμένα. Ισχυρό, με παρέλυσε… Επέστρεψα στο σπίτι το απόγευμα, όπως το είχα δηλώσει. Βρήκα τη μητέρα μου ξαπλωμένη στον καναπέ, να έχει αποκοιμηθεί με ένα βιβλίο πάνω στην κοιλιά της. Δεν με αντιλήφθηκε όταν μπήκα. Πήγα και κάθισα στον αντικρινό καναπέ και την κοιτούσα που κοιμόταν. Ανάμεσα στα φρύδια της σχηματίζονταν δυο γραμμούλες παράλληλες μεταξύ τους, που την αγρίευαν. Πάντοτε τις είχε αυτές τις γραμμούλες όταν κοιμόταν κι όταν θύμωνε. Και πάντοτε αναρωτιόμουν μήπως και δεν ησυχάζει ούτε στον ύπνο της, για να παίρνει τέτοια έκφραση όταν κοιμάται. Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα με εμένα να την κοιτάζω και να συλλογίζομαι διάφορα, όταν ξαφνικά κουνήθηκε και άνοιξε τα μάτια της. Με είδε απέναντί της κι αγριεύτηκε. Έπειτα το βλέμμα της κάπως ηρέμησε. –Πόση ώρα είσαι εδώ; –Έχει σημασία; Έκανε έναν ελαφρώς επικριτικό μορφασμό και κατευθύνθηκε στην κουζίνα για να πιει νερό. Την ακολούθησα και κάθισα στο τραπέζι. –Για να καθόσουν και να διάβαζες βιβλίο, υποθέτω πως θα τακτοποίησες πγώτα τα υπόλοιπα θέματά σου, όπως το από ποιες αλήθειες θέλεις να ξεκινήσεις την κουβέντα μας. Δεν μίλησε. Δεν έδωσε καν σημασία εκείνη τη στιγμή στα λεγόμενά μου. Έπειτα από λίγο ζύγωσε, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε απέναντί μου στο τραπέζι. –Τι θέλεις να μάθεις, Μύρα; –Τι εγώτηση είναι τώγα αυτή; Θέλω να ακούσω από το δικό σου στόμα όλες τις αλήθειες που μου απέκγυπτες τόσα χγόνια. –Τόσα χρόνια; Τι εννοείς; Ξαφνικά πάγωσε. Κατάλαβα αμέσως γιατί. Εκείνη είχε προετοιμαστεί μονάχα για το ενδεχόμενο να είχα ακούσει τη συζήτηση που είχε με τον Παρασκευά σχετικά με τον Σίμο, επομένως το χειρότερο που μπορούσε να φανταστεί ήταν το ότι θα την ανάγκαζα να μου πει την αλήθεια για κείνον,


Ευτυχία Κανάρη

177

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πράγμα όχι και τόσο τραγικό τελικά αφού, όπως είπαν και μεταξύ τους, κάποια μέρα θα το μάθαινα έτσι κι αλλιώς. Εκείνο το «τόσα χρόνια» όμως την τρομοκράτησε πραγματικά. Γιατί κατάλαβε πως δεν αναφερόμουν μονάχα στο θέμα τού Σίμου. –Κοίτα, μαμά, δεν έχω καμία διάθεση να παίξουμε παιχνίδια με τις αλήθειες μας. Θέλω να μου πεις ό,τι πιστεύεις πως δικαιούμαι να ξέγω. Όχι να με ψαγεύεις, να σε ψαγεύω και να μη βγίσκουμε άκγη. Λοιπόν, σ’ ακούω. Τι πιστεύεις πως δικαιούμαι να ξέγω και μου το έχεις αποκγύψει; –Αναφέρεσαι στο θέμα τού Σίμου, έτσι δεν είναι; Πες μου να ξέρω για τι μιλάμε, Μύρα. Δεν τα μπορώ τα μισόλογα. –Ε τότε να μην τα λες άμα δεν τα μπογείς. Μιλάω ΚΑΙ για το θέμα τού Σίμου. Αν εσύ θέλεις να ξεκινήσεις από κει, εγώ είμαι εντάξει μ’ αυτό. –Ωραία, θα σου πω. Επικεντρώθηκε στο θέμα τού Σίμου, ίσως θέλοντας να ξεμπερδεύει με αυτό κερδίζοντας χρόνο ή αποφεύγοντας –λόγω της σημαντικότητας αυτού τού θέματος– τη συζήτηση για οποιανδήποτε άλλη αλήθεια την οποία δεν ήταν έτοιμη να μου πει. –Κοίτα, Μύρα, όταν σου είχα μιλήσει για την εξέλιξη του Σίμου, σου είχα πει πως κάποια μέρα θα καταλάβεις πως δεν γινόταν αλλιώς. Ελπίζω πραγματικά να το καταλάβεις αυτό, γιατί είναι αλήθεια. Δεν γινόταν να σου πω τότε αυτά που συνέβαιναν πραγματικά, γιατί μόνο κακό θα σου έκανε κάτι τέτοιο. –Σ’ ακούω… –Ο Σίμος δεν έχει παντρευτεί, Μύρα. Δεν γνώρισε ποτέ άλλη γυναίκα, συνεπώς δεν υπήρξε ποτέ καμία εγκυμοσύνη, ούτε τίποτε από αυτά που σου είχα πει. Ένιωθα λες και το αίμα άρχισε να φεύγει από τα άκρα μου, αφήνοντας πίσω του ένα μούδιασμα, ένα ενοχλητικό μυρμήγκιασμα. Παρ’ όλα αυτά, δεν έδειχνα καμία αντίδραση, από φόβο μην τυχόν και κάτι γινόταν και δεν μάθαινα τη συνέχεια. –Η αλήθεια είναι πως ο Σίμος είχε ένα ατύχημα. –Τι;… –Θα σου πω… Όταν έλειπες τότε στη Γαλλία, περίπου έναν μήνα πριν έρθεις, ο Σίμος είχε πάει με τον πατέρα του και τον αδελφό του τον Γιαννή στη Σύρο, για να επιβλέψουνε τα κτήματα. Εκεί, λοιπόν, ο Σίμος είχε ένα πολύ άσχημο ατύχημα με το άλογο. –Πό… Πόσο άσχημο δηλαδή; Τα μάτια μου ήδη είχαν γεμίσει με δάκρυα και σπίθες. Δεν ήταν δάκρυα λύπης για όσα άκουγα εκείνη τη στιγμή, ήταν δάκρυα θυμού περισσότερο, για όλα τα


178

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ψέματα που μου είχαν αραδιάσει κι εγώ καθόμουν και πάλευα με αυτά, όταν η αλήθεια ήταν δυο κόσμους μακριά απ’ αυτά. –Πολύ άσχημο. Για έξι μέρες είχε πέσει σε κώμα και στο μεταξύ τα πόδια του ήταν τόσο βαριά χτυπημένα, που εν τέλει αναγκάστηκαν να του ακρωτηριάσουν το ένα. –Παναγία μου! Τι μου λες, μαμά; Τι είναι αυτά που μου λες; Έφερα στο στόμα μου τα δάχτυλά μου και τα δάγκωνα τόσο δυνατά, που ένιωθα πως λίγο ακόμη και τα δόντια μου θα έσκιζαν τη σάρκα μου. –Την αλήθεια σού λέω, κορίτσι μου. Τώρα σού λέω την αλήθεια, δεν γίνεται και διαφορετικά πια. Όταν συνήλθε το παιδί από το κώμα, μόλις συνειδητοποίησε πως δεν είχε πλέον το αριστερό του πόδι, αχ εκεί άρχισε ο Γολγοθάς όλων. Ο Σίμος σταδιακά έπεσε σε κατάθλιψη, δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν ήθελε ούτε να φάει ούτε τίποτε. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο και επέστρεψε στο σπίτι του, η κατάσταση συνεχίστηκε έτσι και μη σου πω και χειρότερα. Στο μεταξύ, το άλλο πόδι του χρειαζόταν φυσικοθεραπείες για να επανέλθει πλήρως, όμως εκείνος αρνιόταν να συνεργαστεί ακόμη και σ’ αυτό. «Τι νόημα έχει να δουλεύει ένα πόδι μόνο του; Πάλι σακάτης δεν θα είμαι; Λες και θα περπατήσω πάλι μόνο με το ένα πόδι…», είπε μια μέρα στη μάνα του και ήταν τόσο θυμωμένος, που τα είπε αυτά ουρλιάζοντας σαν το αγρίμι. Κάποια στιγμή επιχείρησε και μιαν απόπειρα αυτοκτονίας, προσπάθησε να κόψει τις φλέβες του με ένα σπασμένο πλαστικό ποτήρι… Φαντάσου πως του σέρβιραν να πίνει σε πλαστικά ποτήρια ακριβώς για να αποφύγουν κάτι τέτοιο, και είχαν απομακρύνει από το δωμάτιό του οτιδήποτε αιχμηρό, κι όμως εκείνος έσπασε ένα ποτήρι και προσπάθησε να κοπεί με το αιχμηρό πλαστικό. Μπήκε η μάνα του και τον βρήκε να γδέρνεται με μανία. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι αγώνα κάνουν ο Νικόλας και η Ελευθερία για να βοηθήσουν τον γιο τους να συνέλθει. –Γιατί δεν μου το είπες, μαμά; Γιατί μου το έκγυψες; Γιατί; –Αρχικά επειδή εκείνος το ήθελε. –Πώς; Τι εννοείς; Το ζήτησε ο ίδιος; –Ναι. Και με βόλεψε που το έκανε, γιατί ούτε κι εγώ ήθελα να το μάθεις. –Τι είπε δηλαδή; Σε ποιον; –Όταν έγινε το ατύχημα ήταν η περίοδος που είχες ξεκινήσει τις εξετάσεις σου. Ήδη, απ’ ό,τι μου ’χες πει, είχατε αραιώσει την επικοινωνία σας τότε για να μην αποσπάσαι από τα διαβάσματά σου. –Ναι, ώσπου διακόπηκε τελείως η επικοινωνία μας μέχγι που τελείωσα τις εξετάσεις, όπου τότε έλαβα μια πολύ σύντομη επιστολή του. Μου έλεγε πως είχε


Ευτυχία Κανάρη

179

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κάποιες εκκγεμότητες που θα μου τις εξηγούσε μια και καλή από κοντά και λόγω αυτών δεν καταφέγναμε να επικοινωνήσουμε. –Σκόπευε να σου πει ο ίδιος από κοντά πως ήθελε να διακόψετε κάθε επικοινωνία και επαφή. Αλλά όταν έμαθε πως έρχεσαι στην Ελλάδα, έπαθε κρίση πανικού. Δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Κι έτσι φτάσαμε στο σημείο να σκαρώσουμε, οι γονείς του κι εγώ με τον Παρασκευά, όλα αυτά τα απίστευτα ψέματα για να εμποδίσουμε αυτή τη συνάντηση. –Μάλιστα… Μα γιατί; Γιατί να θέλει να διακόψει μαζί μου; –Δεν καταλαβαίνεις, βρε Μύρα; Ο Σίμος δεν μπορούσε να αποδεχτεί ο ίδιος τη νέα του κατάσταση, πώς να περιμένει πως θα μπορούσες εσύ; –Μα εμένα δεν με νοιάζει. Εγώ δεν τον αγαπώ επειδή μπογούσε να πεγπατάει, αλλά για χίλιους δυο άλλους λόγους. Οπότε δεν θα πάψω να τον αγαπώ επειδή τώγα δεν μπογεί. –Αχ, κορίτσι μου, δεν είναι όλα τόσο απλά με τα συναισθήματα. Αυτά που λες τώρα είναι αυτά που φαντάζεσαι πως θα ένιωθες αν συνεχίζατε τη σχέση σας, αν… αν… αν… Η νέα κατάσταση του Σίμου, τού έφερε όλους τούς φόβους του πιο κοντά, τους μεγέθυνε τόσο πολύ μπροστά του, που δεν μπορούσε πια να δει τίποτε άλλο πέρα από αυτούς. Γι’ αυτόν δεν υπήρχε καμία θετική φαντασίωση πλέον. Ούτε ένα «αν» που να μπορεί να φανταστεί θετικά πια. Καταλαβαίνεις; Η αλήθεια είναι πως βαθιά μέσα μου καταλάβαινα… Τα κομμάτια τού παζλ είχαν πλέον μπει στη θέση τους και μπορούσα πια να διακρίνω την εικόνα πιο καθαρά. Καταλάβαινα την αντίδραση του Σίμου μετά από όλα αυτά που του συνέβησαν. Καταλάβαινα και τους λόγους για τους οποίους η μάνα μου δεν χάρηκε, αλλά αντιθέτως έμοιαζε να λυπάται όταν ήρθα στην Ελλάδα για την επέμβασή της. Η ανησυχία της μην τυχόν και συμβεί κάτι σαν αυτό που εν τέλει συνέβη, δεν της άφηνε περιθώρια να χαρεί. Καταλάβαινα πολλά πλέον. Όμως αυτό δεν ήταν ικανό να σταματήσει τα ποτάμια οργής που ξεχύνονταν μέσα στο αίμα μου, στις φλέβες μου, στα σωθικά μου. Είχα μπροστά μου τη μάνα μου, να μου διηγείται όλα αυτά τα τραγικά, να παραδέχεται και να αιτιολογεί τα ψέματά της –ένα μέρος από τα ψέματά της– και να καταλήγει με το ύφος εκείνης που παρ’ όλα αυτά έπραξε σωστά, επειδή «δεν γινόταν αλλιώς». Κι αυτό το ύφος της ήταν που με θύμωνε ακόμη περισσότερο. Ένα μου κομμάτι ήθελε να διακόψουμε εκεί τη συζήτησή μας, για να μπορέσω να αφομοιώσω την πραγματικότητα, να τη χωρέσω μέσα μου. Αν μη τι άλλο, χρειαζόμουν κάποιον χρόνο για να αντικαταστήσω τη μια κατάσταση με την άλλη· τα ψέματα με την αλήθεια. Είχα περάσει τόσο πολύ χρόνο με το


180

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να σκέφτομαι ξανά και ξανά όλη εκείνη την ιστορία με τον υποτιθέμενο γάμο τού Σίμου, που είχαν πια χαραχτεί μέσα μου όλες οι λεπτομέρειες που είχα φανταστεί. Είχαν καρφωθεί στις σάρκες μου σαν τα κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη. Δεν μου ήταν εύκολο να αντικαταστήσω μεμιάς όλες αυτές τις βαθιές χαρακιές με οτιδήποτε άλλο. Όμως αισθανόμουν πως η διαχείριση και η τακτοποίηση των νέων πληροφοριών και συναισθημάτων για τον Σίμο, μπορούσαν να περιμένουν. Γιατί στο μεταξύ υπήρχε ένα ακόμη πιο φλέγον ζήτημα για το οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να συζητήσω με τη μητέρα μου. Και μέχρι εκείνη τη στιγμή ένιωθα πως ήδη είχα περιμένει πάρα πολύ. Δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Η μητέρα μου πιθανόν το διάβασε στα μάτια μου πως σκόπευα να διεκδικήσω περισσότερες αλήθειες. Με κοίταξε κατάματα κάποια στιγμή με ένταση και απορία. Τότε μού ήρθε για λίγο στο μυαλό η κυρία Αποστολία, να μου λέει πως είδε μέσα στα μάτια μου τη φλόγα τού αγριμιού. Κάτι τέτοιο πρέπει να είδε και η μάνα μου και προφασίστηκε μια ξαφνική αδυναμία. –Νιώθω εξουθενωμένη, Όλο αυτό με κατέβαλε. –Πεγισσότεγο από μένα λες; –Δεν ξέρω, Μυράκι μου. Τι να σου πω; –Να μου πεις τι άλλο θεωγείς πως δικαιούμαι να ξέγω κι εσύ μου το έχεις κγύψει. –Δεν υπάρχει κάτι άλλο, Μύρα μου. Αυτά ήταν όλα. Δεν ήταν ήδη πάρα πολλά και πολύ σοβαρά; Τι άλλο γυρεύεις τώρα; Πρέπει να ξαπλώσω, νιώθω πολύ αδύναμη. Θα μιλήσουμε πάλι έπειτα, ναι; Ήδη όσο μου μιλούσε είχε σηκωθεί και κατευθυνόταν προς την κρεβατοκάμαρά της. Η οργή μου ξεχύθηκε από το στόμα μου σαν άδηλο μέχρι εκείνη τη στιγμή μίσος. Σαν δηλητήριο από δάγκωμα δηλητηριώδους αράχνης. Ξαφνικά αδιαφορούσα για την κατάσταση της πρόσφατα χειρουργημένης μητέρας μου. Μόλις είχε κολλήσει στον ιστό μου. Κι εγώ ήθελα να την παγιδεύσω για τα καλά, να τη στριφογυρίσω με τα πόδια μου πλέκοντας γύρω της τα δεσμά μου. Να την εγκλωβίσω. –Θεία! Πάγωσε στο σημείο που την πέτυχε η λέξη μου. Στράφηκε ελαφρώς προς εμένα, πραγματικά αδύναμη αυτή τη φορά. –Έλα μου; Τι λες, Μύρα; –Έπγεπε να έμπαινες στο σαλόνι εκείνο το απόγευμα, να καθόσουν δίπλα μου και να μου έλεγες «έτσι όπως τα είπες είναι, κογιτσάκι μου!». Αλλά δεν το ’κανες!


Ευτυχία Κανάρη

181

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Τι λες; Δεν σε καταλαβαίνω… –Τότε, που πεγνούσες απέξω απ’ το σαλόνι και με άκουσες να λέω στη θεία «θεία Ντίμη, εσύ έπγεπε να ήσουνα μαμά μου. Αφού η μαμά μου όλο μου θυμώνει. Ενώ εσύ δεν μου θυμώνεις ποτέ». Τότε, λέω, έπγεπε να έμπαινες στο σαλόνι, να καθόσουν δίπλα μου και να μου έλεγες «έτσι όπως τα είπες είναι, κογιτσάκι μου!». Γιατί δεν το ’κανες; Γιατί; Η κάτωχρη πλέον γυναίκα που στεκόταν απέναντί μου, πιάστηκε από τον τοίχο και σχεδόν έσυρε το βήμα της μέχρι τον καναπέ, όπου κρατήθηκε από το χερούλι στην προσπάθειά της να μη σωριαστεί ώσπου να καθίσει. Εκείνο το βλέμμα της δεν το ξέχασα ποτέ μου, καθώς ήταν η πρώτη φορά που το αντίκριζα, μαζί και η τελευταία. Ποτέ άλλοτε δεν είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπο εκείνης τής γυναίκας τόση απόγνωση. Ούτε και αποτυπώθηκε ξανά έκτοτε. Λες και το μόνο που φοβόταν τόσο πολύ σε όλη τη ζωή της, ήταν η αποκάλυψη αυτού τού μυστικού της. Κάθισε στον καναπέ και με κοιτούσε αποσβολωμένη. –Γιατί δεν το ’κανες; Γιατί επέμενες να κγατάς τον γόλο τής μητέγας μου, αφού δεν τον ήθελες πγαγματικά; –Ποιος σου είπε ότι δεν τον ήθελα; –Αν τον ήθελες, θα μου φεγόσουν στ’ αλήθεια σαν μάνα, δεν θα με έκανες μια ζωή να αισθάνομαι ως η κόγη που δεν ήθελες να έχεις. –Η κόρη που δεν ήθελα να έχω; Μα τι λες; Έτσι αισθάνεσαι; –Έτσι αισθάνεσαι εσύ, μαμ… δεν ξέγω πώς πγέπει να σε φωνάζω πια… –Έλα εδώ, Μύρα. Έλα εδώ. Τελικά έχουμε πολύ περισσότερα να πούμε απόψε απ’ όσα νόμιζα. Όντως, πλησίασα και κάθισα στον αντικρινό καναπέ. Σκούπισα τα μάτια μου και την κοίταξα με σοβαρότητα, περιμένοντας να ξεκινήσει να μου μιλά για όσα δεν γνώριζα. Κι αυτό ακριβώς έκανε. Δεν την απασχόλησε πώς, από πού είχα μάθει… Ίσως μετά τον χαμό τής θείας Ντίμης και να περίμενε πως θα ήταν θέμα χρόνου να ανακαλύψω την αλήθεια μέσα στα πράγματα του σπιτιού της στη Γαλλία. Πολλά ίσως… Όπως και να είχε, η πραγματικότητα που είχε πλέον να αντιμετωπίσει, ήταν εκεί μπροστά της, απ’ όπου κι αν είχε προέλθει, όπως κι αν είχε προκληθεί. –Όταν παντρευτήκαμε με τον πατέρα σου, προσπαθούσαμε επί έναν χρόνο περίπου να κάνουμε παιδί, μα δεν τα καταφέρναμε. Οι εξετάσεις μας έδειξαν πως το πρόβλημα το είχα εγώ. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τη λύση τής υιοθεσίας. Μόνο αυτή η επιλογή μάς είχε απομείνει. Το σκεφτόμασταν πολύ σοβαρά, αν κι εγώ δεν ήμουν σίγουρη πως ήθελα κάτι τέτοιο ακόμη, δεν μπορούσα να ξεπεράσω την πικρία


182

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μου για την ανικανότητά μου να τεκνοποιήσω. Ο πατέρας σου επέμενε. Ώσπου ξαφνικά λαμβάνω τηλεφώνημα της θείας Κυριακής, είχε μείνει έγκυος από έναν άντρα που διατηρούσαν μια σχέση τότε, τίποτε σοβαρό, και είχε πανικοβληθεί. Δεν ήθελε να το κρατήσει, αλλά και η σκέψη να το ρίξει την τρομοκρατούσε. Τότε το συζητήσαμε με τον πατέρα σου και αποφασίσαμε να της προτείνουμε να κρατήσει το παιδί και να το μεγαλώσουμε εμείς ως δικό μας, μιας κι εμείς δεν μπορούσαμε να αποκτήσουμε δικά μας παιδιά. Στο κάτω κάτω έτσι θα ήταν αίμα μου το παιδί που θα μεγάλωνα, δεν θα ήταν ένα ξένο. Η Κυριακή το δέχτηκε. Και μάλιστα με χαρά. Ήταν η καλύτερη λύση στο δίλημμά της, αν το καλοσκεφτείς. Γιατί και δεν θα αναγκαζόταν να ρίξει το παιδί της, και δεν θα αναγκαζόταν να το μεγαλώσει η ίδια αφού δεν ένιωθε έτοιμη για κάτι τέτοιο, αλλά και δεν θα έχανε την επαφή μαζί του, αφού αυτό θα βρισκόταν υπό την προστασία τής αδελφής της. Έτσι λοιπόν, μόλις το συμφωνήσαμε, σηκωθήκαμε με τον πατέρα σου και πήγαμε αμέσως στη Γαλλία. Μείναμε μαζί με τη θεία Κυριακή καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όπως τα ξέρεις ήδη, στο δωμάτιο που μένεις τώρα εσύ. Μπορεί να μη μεγάλωσες μέσα στη δική μου κοιλιά, αλλά θυμάμαι ακόμη που κάθε βράδυ σχεδόν, η θεία σου καθόταν στο κρεβάτι της και διάβαζε κι εγώ ξάπλωνα πλάι της και ακουμπούσα το αφτί μου στην κοιλιά της, προσπαθώντας να σε ακούσω, να σε νιώσω. Και πηγαίναμε όλοι μαζί στον γιατρό για τις εξετάσεις, κάναμε μαζί περιπάτους, ψωνίζαμε μαζί τα πρώτα σου ρουχαλάκια, τα κουβερτάκια, τις πιπίλες, τις σαλιάρες σου, όλα σου τα πράγματα. Περάσαμε όλη της την εγκυμοσύνη μαζί, τόσο που για μένα και τον πατέρα σου, η αγωνία και το δέος για το μωρό που ερχόταν δεν απείχε πια καθόλου από την αγωνία και το δέος που θα νιώθαμε για ένα πραγματικά δικό μας μωρό. Είχες ήδη γίνει δικό μας… Οι μήνες πέρασαν, έφτασε ο Νοέμβρης και γεννήθηκες. Δεν έχω υπάρξει πιο ευτυχισμένη απ’ όσο ένιωσα όταν γεννήθηκες εσύ… Ούτε και θα ξανανιώσω ποτέ μου, είμαι απόλυτα σίγουρη. Η Κυριακή είχε κατάλληλους γνωστούς κι έτσι τακτοποιήθηκε και το πιστοποιητικό γεννήσεώς σου χωρίς προβλήματα, παρανόμως δηλαδή... Όνομα πατρός: Σωκράτης Αράπης. Όνομα μητρός: Βιολέτα Αράπη. Ήμουν πλέον κι επισήμως η μητέρα σου. Μόλις ανάρρωσε πλήρως η θεία σου κι εσύ ήσουν πια σε θέση να ταξιδέψεις, σε πήραμε και επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Όλοι έρχονταν να μας συγχαρούν για το νέο μας μωράκι και με ρωτούσαν λεπτομέρειες για την εγκυμοσύνη μου, αν ήταν εύκολη, αν είχα προβλήματα… Κι εγώ τους απαντούσα με τη μεγαλύτερη φυσικότητα του κόσμου αναφέροντας κάθε λεπτομέρεια, μιας και τα είχα ζήσει όλα απ’ την πρώτη θέση πλάι στην αδελφή μου. Και το πιο ωραίο απ’ όλα, ήταν πως μου έμοιαζες φοβερά! Καθόλου παράξενο, παιδί τής αδελφής μου ήσουν! Αλλά να… έλεγα μέσα μου «για


Ευτυχία Κανάρη

183

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δες… ήταν για μένα αυτό το παιδί. Με κάποιον παράξενο τρόπο, ήταν εξαρχής δικό μου». –Μα τι λες; Αφού δεν με ήθελες, μαμά. Όλη μου τη ζωή σε θυμάμαι να με απογίπτεις, να με κάνεις πέγα, σαν… σαν μια μύγα… –Μην το λες αυτό, Μύρα μου. Μην το λες αυτό… –Αυτό που έζησα λέω. –Πολλές φορές αυτό που βλέπουμε είναι η κουρτίνα και όχι η ουσία. Η κουρτίνα μπροστά από την ουσία. –Και τι υπάγχει πίσω από την κουγτίνα που βλέπω εγώ όλη μου τη ζωή; Πίσω από την εικόνα τής ανεπάγκειας που μου έδειχνες πάντοτε πως είχα; –Ανεπάρκεια… Αυτό μάλλον. Ανεπάρκεια… Η δική μου ανεπάρκεια όμως, όχι η δική σου… Ξέρεις πώς είναι να μεγαλώνεις το παιδί τής αδελφής σου, σαν να ήταν δικό σου παιδί, και να βλέπεις ολοένα και περισσότερο πως αυτό το παιδί δεν είναι τελικά φτιαγμένο για να είναι δικό σου; Έκανα λάθος, Μύρα, που πίστεψα έστω και για μια στιγμή πως ήσουν για μένα. Πως ήσουν για εδώ… Μεγάλωνες κι εγώ έβλεπα όλο και πιο καθαρά πως κάναμε λάθος. Πως δεν έπρεπε να σε ανταλλάξουμε, Μύρα μου… –Να με… «ανταλλάξετε»; –Ναι, μα αυτό δεν κάναμε; Εμείς πήραμε ένα μωρό, τη στιγμή που δεν μπορούσαμε να κάνουμε ένα δικό μας, και οι πραγματικοί σου γονείς πήραν πίσω την ελευθερία τους, που ξαφνικά είχαν αρχίσει να την παζαρεύουν, και την ηθική τους ησυχία, καθώς έφυγε από πάνω τους το βάρος για οποιαδήποτε άλλη δύσκολη απόφαση σχετικά με την ξαφνική εγκυμοσύνη. Σε θέλαμε, Μύρα μου, όλοι μας σε θέλαμε. Μα να πώς τελικά καταφέραμε να σε κάνουμε να πιστεύεις το αντίθετο… Και κυρίως εγώ. –Μα δεν καταλαβαίνω, αφού πίστευες πως δεν ήμουν για εδώ, γιατί μου έφεγνες τόσες αντιστάσεις όταν ήθελα να πάω στη Γαλλία; –Γιατί φοβόμουν. Φοβόμουν ακόμη κι αυτά που η ίδια εγώ σκεφτόμουν. Φοβόμουν να δεχτώ πως θα πήγαινες εκεί πέρα και θα ήταν όλα καλά κι έτσι αυτομάτως αυτό θα σήμαινε πως εγώ ευθυνόμουν για το ότι εδώ δεν ήσουν. Φοβόμουν για το ότι αν θα ζούσες έπειτα με την Κυριακή, εκείνη θα έφτανε στο σημείο να σου πει την αλήθεια κι εγώ θα μετατρεπόμουν ξαφνικά σε μια παρείσακτη θεία που θα την κατηγορούσες για ό,τι κακό είχες ζήσει ως τότε. Φοβόμουν πως αν σε άφηνα να φύγεις, δεν θα επέστρεφες ποτέ ξανά σ’ εμένα... Γιατί θα καταλάβαινες κι εσύ πως δεν ήσουν φτιαγμένη για να είσαι εδώ… Φοβόμουν γιατί έβλεπα τόσα χρόνια κάτι που με τρομοκρατούσε· έβλεπα την αδελφή μου να είναι πιο «μάνα» απ’ όσο κατάφερνα ίσως εγώ. Και βασανιζόμουν


184

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στη σκέψη πως τελικά ίσως δεν έπρεπε να εναντιωθούμε στη φύση. Ίσως εκείνη έπρεπε να ακολουθήσει τον ρόλο τής μάνας που της δόθηκε εξαρχής, κι εγώ… την επίμονη άρνηση της φύσης να μου επιτρέψει να γίνω μάνα… Μου μιλούσε μέσα από αδιάκοπα δάκρυα. Είχε σκύψει το κεφάλι και η κούραση είχε πάψει πια να μου μοιάζει σαν κάτι που προφασιζόταν για να ξεγλιστρήσει. Το πρόσωπό της ήταν εμφανώς παραδομένο σε μιαν έκφραση ταλαιπωρίας, ψυχικής και σωματικής. Όχι, δεν ήταν αυτό που ήθελα. Δεν ήταν η εξουθένωσή της, η ταλαιπωρία της αυτό που αποζητούσα. Στην ουσία αυτό που αποζητούσα είχε πια συμβεί. Είχα πάρει τις περισσότερες από τις απαντήσεις που είχα ανάγκη να πάρω. Οτιδήποτε περισσότερο, δεν ήμουν καν σίγουρη εάν το είχε κι εκείνη η ίδια ώστε να μου το δώσει. Εξάλλου κι όλο αυτό που συνέβαινε εκείνες τις στιγμές μπροστά μου, ήταν τόσο αταίριαστο με την εικόνα εκείνης τής γυναίκας όπως την ήξερα ως τότε, όπως την ξέραμε όλοι ως τότε. Αυτό που έκανε ξαφνικά, ήταν υπέρβαση τού εαυτού της. Ή, από την άλλη, ίσως και να ήταν η μοναδική φορά στη ζωή της που δεν ήταν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο παρά ο εαυτός της... Σηκώθηκα και της έφερα ένα ποτήρι νερό. Έπειτα της είπα πως είναι καλύτερα να πάμε να ξαπλώσουμε και οι δυο. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Καθυστέρησα επίτηδες μαζεύοντας και πλένοντας τα ποτήρια στον νεροχύτη, ώστε να αποχωρήσει πρώτη προς την κρεβατοκάμαρά της· κάτι μέσα μου δεν ήθελε να την αφήσω πίσω μόνη. Καθόμουν αμίλητη μπροστά στο παράθυρο του δωματίου μου και προσπαθούσα να συλλάβω όλες τις πληροφορίες που είχα δεχτεί μέσα σε μία μονάχα ημέρα. Σχεδόν στεκόμουν απέναντι από τον εαυτό μου και τον περιεργαζόμουν· τα μάτια, τα χείλη, τα χέρια, το δέρμα, τους μυς, οτιδήποτε στη μορφή και στη στάση τού σώματος που να μου έδινε την πληροφορία για το αν ήμουν εντάξει ή όχι. Τι τρομερός μηχανισμός ο ανθρώπινος εγκέφαλος! Είναι στιγμές που νομίζεις πως δεν σου αρκούν οι δυνατότητές του για όσα θέλεις να κάνεις, αλλά είναι και στιγμές που, ενώ θαρρείς πως θα σε εγκαταλείψει, πως δεν θα αντέξει και θα σε αφήσει αδειανό και τρελαμένο, αυτός λειτουργεί σαν την πιο καλοσυντηρημένη και καλογυαλισμένη μηχανή. Έτσι ένιωθα και για τον δικό μου εγκέφαλο εκείνες τις στιγμές. Στην προσπάθειά μου να τακτοποιήσω όλες αυτές τις σκέψεις και τις πληροφορίες, συνειδητοποιούσα πόσο πολλές και βαρυσήμαντες ήταν κι εκεί που κλονιζόταν η εμπιστοσύνη μου στον εαυτό


Ευτυχία Κανάρη

185

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μου για το αν θα κατάφερνα να βρω τις ισορροπίες, παρατηρούσα πως ο εγκέφαλός μου δεν με εγκατέλειπε. Και συνάμα διαπίστωνα με έκπληξη πως κάτι εντός μου σαν να τις γνώριζε τις ισορροπίες. Αρκεί να του έδινα χώρο για να λειτουργήσει. Κάποτε η Συγωγώ, μεταξύ κάποιων απ’ τα «δικά της» που κατά καιρούς της ζητούσα να μου σημειώνει στο ημερολόγιό μου, είχε γράψει: «Δυο τα εναντιώτατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν» 21 και δίπλα τη μετάφραση «Δυο πράγματα είναι αντίθετα στη λήψη σωστής απόφασης, η βιασύνη και η οργή». Κι εγώ είχα τελευταία παρασυρθεί κι από τα δύο. Κάπως έτσι έχασα τις ισορροπίες. Η οργή μου με οδήγησε να γράψω εκείνο το σημείωμα στον Σίμο. Και τώρα στη σκέψη μονάχα πως παραλίγο να φτάσει στα χέρια του, μου ερχόταν εμετός από την αηδία που ένιωθα για τον εαυτό μου. Σκέφτηκα τη μεγάλη αγάπη τής Συγωγώς και του Διονύση. Εκείνος από ένα όμικρον μπόρεσε να διακρίνει ότι το ελεεινό γράμμα που κρατούσε στα χέρια του δεν ήταν δικό της και δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Κι εκείνη δεν είχε ποτέ καμία αμφιβολία πως στη δική της καρδιά υπήρχε χώρος μόνο για εκείνον. Εγώ τι έκανα; Πίστεψα στα αισχρά ψέματα που μου αράδιασαν για τον δικό μου αγαπημένο και αυτό ήταν; «Τόση είναι η αγάπη μου τελικά, Σίμο; Μέχρι εκεί φτάνει; Μέχρι να σου στέλνω βρόμικα και σκουριασμένα κλειδιά κι ελεεινά σημειώματα; Και τα σημάδια; Δεν είχα καθόλου σημάδια να λάβω υπόψη; Η Συγωγώ μού έλεγε να δίνω πάντοτε προσοχή στα σημάδια…»

«Αχ, Συγωγώ μου, πού το κάνω το λάθος; Εσύ δεν θα το έθαβες ποτέ το κλειδί τού Λιντουκότο σου. Εσύ θα άκουγες την καρδιά σου κι εκείνη θα σου έλεγε την αλήθεια. Εμένα η δική μου η καρδιά είναι φτερό στους κυκλώνες. Τη μια αποκοιμιέται στην αγκαλιά μιας χίμαιρας, την άλλη ανταριάζεται και γίνεται θεριό, αγρίμι. Τι αγρίμι δηλαδή; Αηδίες… Δεν υπήρξα ποτέ μου αγρίμι –εσφαλμένα με διάβασε η κυρία Αποστολία– εγώ αυτό που ξέρω μόνο πώς είναι να είσαι μύγα, σκουλήκι και τώρα, για πρώτη φορά, αράχνη. Μια απαίσια δηλητηριώδης αράχνη· μια μυγαλή, που έλεγε κι ο Σίμος. Και πώς τα κατάφερα έτσι, Συγωγώ μου, να φτάσω να παραλύσω εγώ εν τέλει από το ίδιο μου το δηλητήριο…

21

Θουκυδίδης, 460-394 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ιστορικός


186

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

»Αχ, μαμά μου – στα χαρτιά, στα λόγια και στα ψέματα μαμά μου! Πόσες στιγμές τής ζωής μου πέρασα ευχόμενη να ήσουν προγραμματισμένη για ικανή μητέρα κι ας ήμουν εγώ ένα τυχαίο συμβάν μιας μεθυσμένης νύχτας κι όχι προϊόν προγραμματισμού. Μάταια, μαμά μου! Γιατί εσύ παρέμενες πάντα η μητέρα που μπορούσες να είσαι κι εγώ μόλις έμαθα πως υπήρξα και τα δύο – ένα τυχαίο συμβάν για τη θεία Ντίμη κι ένα προϊόν προγραμματισμού για σένα και τον μπαμπά. »Αχ, μπαμπά μου! Μπαμπά μου για τόσο λίγο… Δεν κυλά καν το αίμα σου στις φλέβες μου κι όμως… θα έδινα όλο το αίμα μου για μια σου ιστορία. Θα αποστραγγιζόμουν για ένα παραμύθι σου. Έτσι κι αλλιώς όλες μου οι αλήθειες δεν ήταν παρά αποκυήματα των μυαλών όσων με ανέθρεψαν· όσων με διαχειρίστηκαν… Αχ, μπαμπά μου, ο πιο δικός μου ξένος, υπήρξες εσύ…»


Ευτυχία Κανάρη

187

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Β

ρισκόμουν στον κήπο. Πλησίαζα αργά προς το Πλανητάριό μου. Έφτασα απέξω και συνειδητοποίησα πως ήμουν πλέον τόσο ψηλή, που θα έπρεπε να κουλουριαστώ και να προχωρήσω με τα γόνατα αν ήθελα να μπω μέσα. Το έκανα. Μπήκα μέσα μπουσουλώντας κι αγριεύτηκα με αυτό που αντίκρισα. Το ξύλινο πάτωμα του μπαμπά δεν βρισκόταν πια εκεί· στη θέση του υπήρχε χώμα ανάκατο, που σε διάφορα σημεία σχημάτιζε ωοειδή βουναλάκια, σαν να ήταν διάσπαρτοι τάφοι εδώ κι εκεί. Το μέγεθος του πλανητάριου μέσα δεν είχε καμία σχέση με αυτό που φαινόταν απέξω. Ήταν ευρύχωρο, σαν ένα κανονικό δωμάτιο σπιτιού. Στην πίσω πλευρά ξεχώριζε ένα μικρό παράθυρο, δίχως τζάμι, δίχως τίποτε να το καλύπτει. Μπουσούλησα ως εκεί. Τα πόδια και τα χέρια μου βούλιαζαν στο χώμα σε κάθε μου κίνηση. Μόλις έφτασα εκεί, αντίκρισα το παράδοξο: μια απέραντη θάλασσα απλωνόταν έξω από το Πλανητάριο, μια θάλασσα που όσο βρισκόμουν έξω από αυτό προηγουμένως, δεν την έβλεπα. Τα κύματά της έγλυφαν απαλά τη βάση του κι έπειτα υποχωρούσαν, αποκαλύπτοντας μιαν έκταση με άμμο, μέχρι να επιστρέψουν και πάλι. Κοίταξα πέρα και διέκρινα ένα κόκκινο ψάθινο καπέλο να ταξιδεύει επιπλέοντας πάνω στην επιφάνεια του νερού. Καθώς το βλέμμα μου ακολούθησε ξανά την πορεία των κυμάτων, παρατήρησα πως κάθε φορά που αυτά υποχωρούσαν κι αποκάλυπταν την άμμο, ξεπρόβαλλαν σ’ αυτήν ένα σωρό μικρά βραχάκια καλυμμένα με στρείδια. Ήταν τόσο χαμηλό το παράθυρο, που ήθελα να απλώσω το χέρι μου έξω και να μαζέψω μια χούφτα άμμο ή απλώς να βρέξω τα δάχτυλά μου όταν θα επέστρεφε το κύμα. Όμως το μεγαλύτερο μέρος τού παραθύρου ήταν καλυμμένο με έναν ιστό αράχνης. Με τις ακτίνες τού ήλιου να τον χαϊδεύουν, έμοιαζε λες κι ήταν φτιαγμένος από ασήμι. Δεν ήθελα να διαπεράσω με το χέρι μου εκείνον τον ιστό. Καθώς όμως το ζύγιζα στο μυαλό μου, ένιωσα ένα γαργάλημα στο πόδι μου. Κοίταξα κάτω και είδα πως μικρά γλοιώδη σκουλήκια έβγαιναν από το χώμα και κάποια σκαρφάλωναν πάνω μου. Αηδίασα τόσο πολύ, που ήθελα να βγω έξω τρέχοντας. Όμως πώς να τρέξω έτσι γονατισμένη και σχεδόν κουλουριασμένη όπως έπρεπε να κινούμαι μέσα στο Πλανητάριο; Τελείως μηχανικά, φωνάζοντας, άπλωσα τα χέρια μου προς το ταβάνι για να κρατηθώ, καθώς σιχαινόμουν να αγγίζω και με τα χέρια μου το σκουληκιασμένο χώμα. Τότε έκπληκτη συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε ταβάνι… Κοίταξα ψηλά και αυτό που αντίκρισα ήταν ο πραγματικός ουρανός,


188

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ο καταγάλανος, εκείνος με τα έντομα, τα πουλιά και τα αεροπλάνα να τον διασχίζουν. Το χαμηλό ταβάνι που τόσα χρόνια με εξανάγκαζε να μπαίνω στο Πλανητάριό μου με σκυμμένο το κεφάλι, δεν υπήρχε πια. Κι εγώ τόσην ώρα παρέμενα κουλουριασμένη και γονατιστή μονάχα από συνήθεια. Τίποτε δεν με περιόριζε, παρά μόνο η πεποίθησή μου πως από πάνω μου υπήρχε ένα πολύ χαμηλό ταβάνι. Άκουσα τότε τη φωνή τού πατέρα μου και γύρισα. «Αν σηκωθείς όρθια και πηδήξεις έξω από κει, θα βγεις πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο αν πας να βγεις σκυφτή από την πόρτα που μπήκες…». Στεκόταν ήρεμος και χαμογελαστός έξω από το Πλανητάριο και κρατούσε στο ένα χέρι του την αλυσιδίτσα με την ασημένια καρδούλα τής θείας Ντίμης και με το άλλο σήκωσε το μενταγιόν προς μια κατεύθυνση κι έπειτα το άφησε να πέσει και να αρχίσει να ταλαντεύεται δεξιά κι αριστερά. Μπορούσα να ακούσω τον ήχο τής αλυσιδίτσας καθώς διέσχιζε τον αέρα, μονάχα που ερχόταν στα αφτιά μου σαν ήχος από μαστίγωμα. Το καλοκαίρι τελείωνε. Ο Αύγουστος μου είχε δείξει τα δόντια του – μεγάλα, ίσια και κατάλευκα. Το χρώμα που κάλυπτε τα πάντα, ήταν εκείνο το μπλάβο χρώμα τής μελανιάς· δαγκωματιές παντού, σε όλη μου την ύπαρξη. Έπειτα από τα γεγονότα εκείνου τού καλοκαιριού, σαν να μπήκαν όλες μου οι κινήσεις στον πάγο. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα πως δεν μπορούσα να διαχειριστώ ούτε τις πιο απλές μου ανάγκες. Δεν ήθελα να τρώω, δεν ήθελα να μιλάω με κανέναν, δεν ήθελα να βγαίνω από το σπίτι. Βρισκόμουν συνεχώς κλεισμένη μέσα στο δωμάτιό μου και, παραδόξως, ακόμη κι από κει αισθανόμουν απούσα. Η μάνα μου από τη δική της πλευρά, είχε κι εκείνη κλειστεί στον εαυτό της, αλλά αυτό έμοιαζε να μην μπορεί να με απασχολήσει περισσότερο από το να το παρατηρώ και μόνο. Ο ρόλος τού Παρασκευά ήταν προφανώς πολύ δύσκολος και άβολος. Είχε να αντιμετωπίσει την ανισόρροπη εκείνη κατάσταση μέσα στο σπίτι και για μία ακόμη φορά οφείλω να ομολογήσω πως το έκανε με απαράμιλλη ζέση κι ευαισθησία. Ένα απόγευμα ήρθε να με βρει στο δωμάτιό μου με προφανή τη διάθεσή του να συζητήσουμε. Το χτύπημά του στην πόρτα τού δωματίου, με τράβηξε έξω από το όνειρο που έβλεπα, το οποίο μού άφησε για κάποιες στιγμές ακόμη στον νου τον αταίριαστο ήχο τής αλυσιδίτσας καθώς μαστίγωνε τον αέρα. Η δική μου διάθεση δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια να αισθανθεί άνετα


Ευτυχία Κανάρη

189

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απέναντί μου, αλλά αυτό δεν έδειξε να του στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια προσέγγισής μου. Εκείνο που μου εντυπώθηκε πιο έντονα στο μυαλό μετά τη συζήτησή μας, ήταν η αναφορά του στο γεγονός πως χρειαζόμουν βοήθεια για να συνέλθω και να σταθώ στα πόδια μου. Είχε δίκιο. Ήταν εμφανές ακόμη και σ’ εμένα πως δεν θα μπορούσα να παραμείνω για πολύ ακόμη βουλιαγμένη μέσα σ’ εκείνο τον λήθαργο. Το ίδιο το όνειρο που είχα μόλις δει, μου έκανε ξεκάθαρο το γεγονός αυτό. Υπήρχαν αποφάσεις που έπρεπε να πάρω, κινήσεις και βήματα που έπρεπε να κάνω· ήταν επιτακτική η ανάγκη να σηκωθώ και να προχωρήσω με οποιονδήποτε τρόπο, να βγω από το δωμάτιο, από το σπίτι, από τα όριά μου. Ο Παρασκευάς προσφέρθηκε να με βοηθήσει προτείνοντάς μου να επισκεφτώ κάποιον ειδικό, συγκεκριμένα έναν φίλο του ψυχολόγο. Αρνήθηκα. Ο μοναδικός άνθρωπος που ήθελα να συναντήσω και να αναζητήσω τη βοήθειά του, δεν βρισκόταν πολύ μακριά μου. Το ίδιο απόγευμα, πήρα ένα ταξί και σε λίγη ώρα βρισκόμουν έξω από την πόρτα που είχα τόση ανάγκη να χτυπήσω. Στα λιγότερα από δύο λεπτά που χρειάστηκε να περιμένω στο χολ τής αναμονής, τα σκοτεινιασμένα μάτια τού άντρα στην αφίσα απέναντί μου, με κοιτούσαν εξαγριωμένα. Εγώ επικεντρώθηκα στην αγριότητά τους και στιγμιαία αγνόησα τη γυναίκα στα βάθη τους που προσπαθούσε να αμυνθεί. Έπειτα η συρόμενη πόρτα άνοιξε και φανερώθηκε μπροστά μου η κυρία Αποστολία, με το ελαφρά βαμμένο χαμόγελό της. Κάτι μέσα μου βάφτηκε με ένα απαλό ροδακινί, σαν να πρόλαβε εκείνη να του χαρίσει ένα φιλί. –Κυγία Αποστολία, δεν ήξεγα πού αλλού να πάω. Χγειάζομαι τη βοήθειά σας… Καθίσαμε στο γραφείο της για τις επόμενες δυο ώρες. Της μίλησα για όσο περισσότερα μπορούσα. Της είπα για την οικογενειακή μου κατάσταση και για το μεγάλο μυστικό που μου είχε μόλις πριν λίγο καιρό αποκαλυφθεί, για τους θανάτους που με είχαν στιγματίσει, για την ιστορία τού Σίμου, για τα συναισθήματά μου σχετικά με όλα αυτά, με τους γονείς μου, τη θεία Ντίμη, τον Σίμο, τη Νίκη. Της αφηγήθηκα κι εκείνο το όνειρό μου που είχα δει το ίδιο πρωί. Εκείνη με άκουγε με προσοχή. Αυτό με ανακούφιζε τρομερά. –Αγάπη μου γλυκιά, δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει ή όχι ακόμη, αλλά εσύ έχεις ήδη μέσα σου όλες τις απαντήσεις. Το ότι ήρθες σ’ εμένα ζητώντας τή βοήθειά μου, δεν είναι για να σου δώσω κάποιαν απάντηση που δεν κατέχεις, αλλά για να σε βοηθήσω να διαβάσεις ίσως αυτά που ήδη έχεις γραμμένα μέσα σου.


190

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Όχι μόνο απαντήσεις δεν έχω, αλλά ούτε καν τις σωστές εγωτήσεις καλά καλά… Το μυαλό μου είναι σαν κάδος πλυντηγίου που γυγνά μανιασμένα και ανακατεύει τα πάντα μέσα του. –Ε τότε δεν μας μένει παρά να απλώσουμε την μπουγάδα σου, μικρή μου! Σιγά σιγά θα τα βρούμε όλα – και ερωτήσεις και απαντήσεις και τα πάντα. Κι αν θέλουμε να είμαστε και ακριβείς, το ότι αισθάνεσαι το μυαλό σου σαν κάδο πλυντηρίου σε λειτουργία, σημαίνει πως θέλεις να καθαρίσεις όλα αυτά που υπάρχουν μέσα σου και μάλιστα βρίσκεσαι και εν τω μέσω της διαδικασίας! Όλα με το μέρος σου είναι, να μην ανησυχείς, Μυρούλα μου! Σε όλα να βλέπει κάτι θετικό η κυρία Αποστολία· σε όλα ένα καλό σημάδι. Αυτό είναι χάρισμα ανεκτίμητο και περιέχει μέσα του τόση ευγνωμοσύνη, που δεν μπορώ παρά να το θαυμάζω όταν το συναντώ στους ανθρώπους. Έτσι το θαύμαζα και σ’ εκείνη, σαν ένα δώρο που μου προσφερόταν μέσα από το δικό της πρίσμα. –Το όνειρό σου περιέχει όλες τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις σου, Μύρα μου. Μένει μονάχα να τις αποσυμβολίσεις. Πώς το βλέπω εγώ; Το Πλανητάριό σου –το εσωτερικό σου «σπίτι», ο Κόσμος εντός σου– μεγαλύτερο στο εσωτερικό του απ’ αυτό που δείχνει εξωτερικά. Το πάτωμά του δεν είναι πλέον ξύλινο, δεν έχει καμία σταθερότητα, βουλιάζεις μέσα του σε κάθε σου προσπάθεια να κινηθείς και να προχωρήσεις. Όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα, έχουν κλονιστεί οι βάσεις σου, τα θεμέλια μέσα σου. Ακόμη και τα βουναλάκια που περιγράφεις σαν τάφους, βουλιάζεις μέσα στο χώμα στο οποίο βρίσκονται θαμμένα όσα αγάπησες. Το παράθυρο που κοιτά στη θάλασσα – η θάλασσα θα μπορούσε να είναι η πνευματική σου ελευθερία, η εσωτερική σου δύναμη. Κύματα από αυτήν έρχονται και φεύγουν, αποκαλύπτοντάς σου τα μαγικά στρείδια που συζητούσαμε και την άλλη φορά, τους κρυφούς θησαυρούς τής καρδιάς σου, οι οποίοι δημιουργούνται από τα πιο μικρά κι ασήμαντα πράγματα. Κι εσένα ο βυθός σου είναι γεμάτος από τέτοιους θησαυρούς. Δεν απλώνεις το χέρι σου να αγγίξεις την άμμο τού βυθού σου ή το νερό τής θάλασσάς σου και σίγουρα δεν είναι τυχαίο το ότι σε αποτρέπει εκείνος ο ιστός αράχνης. Πριν από λίγο μου είπες πως αισθάνεσαι σαν μια δηλητηριώδη αράχνη που παρέλυσε από το ίδιο της το δηλητήριο. Τα σκουλήκια επίσης αποσυμβολίζονται ξεκάθαρα, καθώς μάλιστα βγαίνουν μέσα από το χώμα τού παρελθόντος σου και σκαρφαλώνουν πάνω σου. Όσο για το ταβάνι, αγάπη μου γλυκιά, αυτό είναι ίσως το σπουδαιότερο στοιχείο τού ονείρου σου. Αυτή είναι η αρχή τής απελευθέρωσής σου. Η συνειδητοποίηση του ότι το μοναδικό πράγμα που σε αναγκάζει τόσον καιρό να μην μπορείς να σταθείς με το κεφάλι ψηλά, δεν είναι παρά μια πεποίθηση πως υπάρχει κάτι πάνω από σένα που σε περιορίζει. Μα το είδες μόνη σου πως αυτό δεν


Ευτυχία Κανάρη

191

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

υπάρχει, άπλωσες τα χέρια σου για να κρατηθείς, νομίζοντας πως βρίσκεται εκεί, και βρήκες ουρανό, απεραντοσύνη. Δεν υπάρχει τίποτε από πάνω σου, χαρά μου. Όπως σου είπε κι ο πατέρας σου στο όνειρό σου, δεν έχεις παρά να σηκωθείς όρθια και να πηδήξεις έξω από τα όρια εκείνου τού παράξενου σπιτιού, απ’ τη στιγμή που σε τρομάζει ή σε πνίγει. –Και η καγδούλα; –Κι αυτό μέσα από την ιστορία τής νταντάς σου που μου είπες δεν ξεπηδά; Αυτό ίσως δεν χρειάζεται καν να το αποσυμβολίσεις… Τα ταξίδια τής καρδιάς σου πέραδώθε, μια στη χαρά και μια στη λύπη ώσπου να ισορροπήσει. Πού το έχεις τώρα αυτό το μενταγιόν; –Στη Γαλλία. –Ίσως, δεν ξέρω, ένα ενδεχόμενο όμως ίσως και να είναι το ότι μια καλή κίνηση για σένα αυτή την περίοδο θα ήταν το να επιστρέψεις εκεί. Να απομακρυνθείς από τον τόπο που βρίσκεται το παρελθόν που σε βασανίζει, η αμήχανη και φορτισμένη κατάσταση με τη μητέρα σου, ο Σίμος, η Νίκη, όσοι και όσα σε πονάνε. Και να πας να ασχοληθείς με τη Σχολή σου, να ρίξεις εκεί όλη σου την ενέργεια και να κλείσεις αυτόν τον κύκλο που έχεις τόσο όμορφα ξεκινήσει. Κι έπειτα θα το δεις, Μυρούλα μου, όταν κλείνεις έναν κύκλο, κλείνουν σιγά σιγά κι άλλοι κι ανοίγουν νέοι. Μην αφήσεις τον εαυτό σου πίσω, γραπώσου από κάτι που κυλάει και θα το δεις πως οι δρόμοι θα ανοίγουν και θα δημιουργούνται μέσα σου με τον καιρό. Ίσως αυτό να ήθελε να σου πει κι ο πατέρας σου μέσα από την ιστορία που σου φανέρωσε και πάλι, ασχέτως αν αυτή τη φορά ο πατέρας σου δεν είναι παρά ένα κομμάτι καθαρά δικό σου, του εαυτού σου: να ακολουθήσεις την καρδιά σου. Κι αν αυτή βρίσκεται στη Γαλλία, τότε πήγαινε εκεί. Να ακολουθήσω την «καρδιά» μου. Κι αν αυτή βρίσκεται στη Γαλλία, να πάω εκεί. Είχε απόλυτο δίκιο η κυρία Αποστολία… Τις είχα μέσα μου όλες τις ερωτήσεις κι όλες τις απαντήσεις που χρειαζόμουν. Τις τοποθέτησα τεχνηέντως μέσα σε ένα παράξενο όνειρο και ήθελα απλώς μια βοήθεια για να τις αποσυμβολίσω. Ή έστω μια επιβεβαίωση στους αποσυμβολισμούς που ήδη δούλευαν μέσα μου δίχως να το αντιλαμβάνομαι ακόμη. Κάποιες φορές αισθάνεσαι την ανάγκη να ακούσεις από κάποιον άλλον αυτό που ήδη γνωρίζεις, συνήθως λόγω φόβου κι ανασφάλειας. Κι όταν το ακούσεις και μάλιστα από κάποιον που εμπιστεύεσαι, νιώθεις μέσα σου να απλώνεται μια σιγουριά, σαν να ήταν εξαρχής εκεί, δική σου.


192

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Θα γύριζα, λοιπόν, στη Γαλλία. Θα άφηνα για την ώρα πίσω μου όλα όσα με ωθούσαν να βουλιάζω και να αδρανοποιούμαι. Θα πήγαινα να συνεχίσω και να ολοκληρώσω τη Σχολή μου κι έπειτα ποιος γνώριζε; Ποιος θα μπορούσε ποτέ να προβλέψει οτιδήποτε; Δεν είχε νόημα να μείνω στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο ούτε μια εβδομάδα παραπάνω. Ακόμη και η μάνα μου, από την παρουσία μου εκείνη την εποχή και υπό εκείνες τις συνθήκες, δεν αποκόμιζε τίποτε ευεργετικό για την κατάστασή της. Μόνο πίκρα ανταλλάζαμε, ακόμη και μέσα απ’ τις σιωπές μας. Ήταν ολοφάνερο πως χρειαζόμασταν χρόνο για να φτάσουμε να συγχωρέσουμε η μια την άλλη μα και τους εαυτούς μας. Σε έναν μήνα θα ξεκινούσε τη χημειοθεραπεία. Για κάποιες άλλες μάνες και κόρες, αυτό θα ήταν ένας σημαντικός λόγος για να παρακάμψουν όλα τα υπόλοιπα και να παραμείνουν μαζί στη διάρκεια της θεραπείας. Για εμάς ίσχυε μάλλον το αντίθετο ακριβώς… Το καλύτερο και για τις δυο ήταν το να απομακρυνθούμε και να ηρεμήσουμε. Οι σκέψεις γύρω από το αν θα έπρεπε να κάνω οποιαδήποτε κίνηση για να συναντήσω τον Σίμο πριν να φύγω, ήταν ελάχιστες και γρήγορα παρακάμφθηκαν. Κάτι μέσα μου έμοιαζε να γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να γίνει. Οι επόμενες ημέρες μου, λοιπόν, ήταν αφιερωμένες στο να οργανώσω το ταξίδι μου. Να οργανώσω την επιστροφή μου στη Γαλλία. Και πλέον ήταν εντελώς ξεκάθαρο μέσα μου το ότι επρόκειτο πραγματικά για επιστροφή… Εκεί ξεκίνησα, εκεί υπήρξαν οι πραγματικές μου ρίζες, και κάθε μου ταξίδι προς εκεί, ήταν πάντοτε μια επιστροφή. Σωστά το αισθανόμουν τόσα χρόνια κι ας διαφωνούσε κάθετα η μάνα μου, παρόλο που εκείνη γνώριζε.

«Αχ, μάνα! Ο πιο ασφαλής δρόμος για μας, ήταν πάντοτε ο αποχωρισμός. Και πόσο ονειρεύτηκα σε όλη τη ζωή μου να “συναντηθούμε” κάποτε… »Αχ, Νίκη μου! Δεν απόρησα καν για το κόκκινο ψάθινο καπέλο στο όνειρό μου. Γνώριζα καλά τον συμβολισμό του… “Βουρ!”, μου φωνάζουν όλα, “Βουρ!”. Όπως φώναζες κι εσύ στο τρόμαγμα αυτοκινήτων και τάχα μου κατά λάθος έπεφτε το κόκκινο καπελίνο μου στον δρόμο και πεταγόμουν πάλι δήθεν μου να το πιάσω. »Αχ, Νίκη μου αγαπημένη, “Βουρ! Βουρ και μη μου φοβηθείς άλλο!”. Πόσες νύχτες ήρθα μέσα στον ύπνο σου και σου το φώναζα… “Βουρ!”.


Ευτυχία Κανάρη

193

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

»Αχ, μπαμπά μου! Κάποτε σου ζήτησα να μου φτιάξεις μια ιστορία και να έρθεις στ’ όνειρό μου να μου τη διηγηθείς, μα να φροντίσεις να έχει γη αυτή τη φορά μέσα της, γιατί όσα αγαπάω είναι στη γη – καρφωμένα πάνω και θαμμένα κάτω από αυτήν. Το έκανες, μπαμπά μου. Όμως δεν άντεξες να μη βάλεις μέσα και ουρανό! Κάποιον λόγο θα έχεις για να βάζεις πάντοτε ουρανό στις ιστορίες σου. Κάποιον λόγο θα έχεις…»


194

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

Μάη με υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο. Κάποιους ανθρώπους, κλείνοντας τα μάτια σου τούς φαντάζεσαι σαν ένα μαγικό κουκούλι για την ψυχή σου. Ένα ζεστό και ασφαλές περίβλημα που λειτουργεί αντίστροφα από τους νόμους τής φύσης: λες και είναι εκεί για να επιστρέφεις σε αυτό και να κουλουριάζεσαι μέσα του σαν πληγωμένη πεταλούδα που λαχταρά να γίνει χρυσαλλίδα και πάλι για να νιώσει ασφάλεια. Βέβαια εγώ δεν υπήρξα ποτέ μου πεταλούδα· ως κάμπια βγήκα από το κουκούλι μου, ως σκουλήκι. Σαν να με απέβαλε αυτό, σαν να με απέρριψε πριν να προλάβω να μεταμορφωθώ μέσα του. Κάποτε η Συγωγώ, αντί παραμυθιού πριν από τον ύπνο, μου είχε περιγράψει τα τρία στάδια της ύπαρξης της πεταλούδας. –Το πρώτο στάδιο είναι η αχόρταγη κάμπια, που το μόνο που κάνει είναι να τρώει διαρκώς. Το δεύτερο είναι η χρυσαλλίδα, που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να… περιμένει. Κλεισμένη στο κουκούλι της, επεξεργάζεται τα όσα αφομοίωσε ως κάμπια και αναμένει τη μεταμόρφωσή της σε πεταλούδα. Και στο τρίτο στάδιο η χρυσαλλίδα σπάει το κουκούλι της και εμφανίζεται ως πανέμορφη πεταλούδα. Η αρχαία ελληνική ονομασία τής χρυσαλλίδας είναι «νεκύδαλλο», που σημαίνει «περίβλημα νεκρού», μέσα από το οποίο βγαίνει η πεταλούδα ψυχή. Στην ελληνική μυθολογία ο Ύπνος και ο Θάνατος είναι αδέλφια, γι’ αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες ισχυρίζονταν πως όταν κοιμόμαστε είναι σαν να είμαστε χρυσαλλίδες, δηλαδή φαινομενικά νεκροί, αλλά η ψυχή μας, σαν πεταλούδα, είναι ελεύθερη και ενεργητικότατη κατά τη διάρκεια του ύπνου μας. Έτσι ελεύθερη κι ενεργητική κι εσύ, ψυχούλα μου, τώρα που θα αποκοιμηθείς γλυκά, να ταξιδέψεις στα πιο όμορφα μέρη που λαχταράς να πας! Σαν μια υπέροχη πεταλούδα. Έτσι όπως με τύλιξε στα χέρια της η Μάη και με κράτησε σφιχτά, ένιωσα πως ήθελα να παραμείνω για περισσότερο χρόνο μέσα τους, ακίνητη, ακλόνητη, θωρακισμένη. Σαν μια χρυσαλλίδα πια, που επεξεργάζεται τα όσα αφομοίωσε ως κάμπια και αναμένει τη μεταμόρφωσή της σε πεταλούδα. Κι ας ήταν για μένα η Μάη ένα ξένο κουκούλι, όχι το εξαρχής δικό μου. Ήταν, παρ’ όλα αυτά, ό,τι πιο κοντινό είχα σε ασφάλεια. Πήγαμε στο σπίτι μου τα πράγματά μου, σχεδόν τα παρατήσαμε όπως όπως στο χολ και βγήκαμε για φαγητό. Συζητήσαμε για όσα είχαν συμβεί εκείνο το καλοκαίρι. Η Μάη ήταν εμφανές πως είχε πολλά να μου πει, μα για την ώρα είχε επιλέξει τον ρόλο τής ακροάτριας, προφανώς αντιλαμβανόμενη τη δική μου ανάγκη να μιλήσω για όλα αυτά. Σε κάθε πληροφορία που της ανέφερα την οποία γνώριζε ήδη,


Ευτυχία Κανάρη

195

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έκλεινε απαλά τα βλέφαρά της για μια στιγμή, κλίνοντας συνάμα ελαφρώς το κεφάλι της, σαν να δήλωνε σιωπηλά «ξέρω… θα μιλήσουμε γι’ αυτό εκτενέστερα κάποια στιγμή». Κι αυτή η στιγμή ήρθε, λίγο καιρό μετά από την επιστροφή μου στο Παρίσι. Η Μάη το είχε σχεδιάσει άψογα, σαν μια σκηνή από τα προσεγμένα βιβλία της. Η θεατρική παράσταση που είχε επιλέξει και ήταν πραγματικά επίμονη στο να πάμε να τη δούμε, λεγόταν «Je me partage» 22. Αποτελούταν από τρεις ηθοποιούς, ηλικιών περίπου είκοσι, σαράντα πέντε και εβδομήντα αντίστοιχα, οι οποίοι ουσιαστικά υποδύονταν το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικές ηλικίες. Τα τρία μέρη εκείνης τής ανθρώπινης ύπαρξης, συνομιλούσαν μεταξύ τους σε μια, απεγνωσμένη πολλές φορές, προσπάθεια να βρουν τον κατάλληλο τρόπο για να πράξουν σωστά σε κάθε περίσταση· έναν τρόπο που να εξυπηρετεί το καλό και των τριών. Ο νεότερος, άπειρος μεν, αλλά διέθετε πάθος και ενθουσιασμό, ο μεσήλικας διέθετε περισσότερη ωριμότητα και λιγότερο ενθουσιασμό και ο ηλικιωμένος διέθετε πιο σοφή και πεπειραμένη ματιά και περισσότερο από τους άλλους δύο προσγειωμένο και ρεαλιστικό πνεύμα, συνάμα όμως και μια απαξίωση προς τον ενθουσιώδη οίστρο των νεότερων. Αυτά τα τρία κομμάτια τού ίδιου ανθρώπου, έψαχναν τη χρυσή τομή σε κάθε περίσταση, όπως ακριβώς κονταροχτυπιούνται μέσα μας στις περισσότερες σημαντικές μας αποφάσεις οι φόβοι κυρίως μα και όλα τα συναισθήματα γενικότερα που έχουν να κάνουν με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας. Το αποτέλεσμα; Κάθε φορά που ο καθένας από τους τρεις βάσιζε την απόφασή του στις συμβουλές και τις απόψεις των άλλων δύο για κάποιο γεγονός που λάμβανε χώρα στη δική του ηλικία, κατέληγε εγκλωβισμένος σε ένα δυσάρεστο παρόν. Αντιθέτως, σε εκείνον που εμπιστευόταν τα «πνευματικά εργαλεία» που διέθετε ο ίδιος τη στιγμή που συνέβαινε το γεγονός κι έπαιρνε τις αποφάσεις του βασισμένος καθαρά στο «εδώ και τώρα», του επιστρεφόταν ένα αίσθημα ικανοποίησης και εσωτερικής γαλήνης, ακόμη κι αν οι αποφάσεις του επρόκειτο να φέρουν δυσκολίες στο μέλλον. Το μέλλον θα ανήκε στον επόμενο άντρα κάθε φορά για να το διαχειριστεί, με την ετικέτα τού δικού του παρόντος. Το μοναδικό που ανήκε και στους τρεις, ήταν το παρόν τους· το παρελθόν και το μέλλον δεν ήταν ποτέ κανενός η πραγματικότητα, ήταν μονάχα σκέψεις. Κι όπως εν τέλει κατέληξαν να 22

Je me partage (γαλλ.) = μοιράζομαι


196

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συμφωνήσουν και οι τρεις, «οι σκέψεις που διαπερνούν το ανθρώπινο μυαλό, δεν του ανήκουν περισσότερο από όσο ανήκει το οξυγόνο στους πνεύμονες και σε όλα τα κύτταρα που διαπερνά· έρχονται για λίγο, δίνουν την ενέργειά τους και φεύγουν. Κι έπειτα έρχονται άλλες κι άλλες κι άλλες… Αυτό που πραγματικά μας ανήκει, είναι η τέχνη τής πράξης τής στιγμής, όπως και η τέχνη τής αναπνοής…». Βγήκα από το θέατρο κατάπληκτη. Η παράσταση που μόλις είχαμε παρακολουθήσει, είχε καταφέρει να γεμίσει το μυαλό μου με αμέτρητες σκέψεις, την καρδιά μου με ανείπωτα συναισθήματα. Έτσι όμως όπως ήταν όλα ένα κουβάρι ακόμη μέσα μου, ανεπεξέργαστα κι ατακτοποίητα, απλώς στοιβαγμένα ατάσθαλα εδώ κι εκεί, περισσότερο έδιναν την αίσθηση του βάρους παρά της πλήρωσης. Αυτό πρόδιδε κι ο βαθύς αναστεναγμός μου καθώς έκλεινε πίσω μας η μεγάλη πόρτα τής εξόδου τού θεάτρου. Σαν ο φρέσκος δροσερός αέρας που μπήκε στα πνευμόνια μου, να μου υπενθύμισε το απρόσδεκτο παρόν μου, με όλες τις Συμπληγάδες του. –Αυτή η παράσταση, κορίτσι μου, δεν θέλει ύπνο έπειτα. Συζήτηση θέλει, με κρασί! Και, όπως ακριβώς το πρότεινε η Μάη, έτσι το κάναμε. Πήγαμε σε ένα ζεστό και ήσυχο εστιατόριο και παραγγείλαμε κάτι ελαφρύ για να συνοδέψουμε το κόκκινο κρασί μας. Έκτοτε, όποτε συναντώ εκείνο το διαυγές ρουμπινί χρώμα τού κρασιού, ξυπνούν μέσα μου οι δυνατές μνήμες που συνοδεύουν μια βραδιά ξέχειλη από αναλύσεις, αναζητήσεις, απογυμνώσεις… Ήταν προφανές πως η Μάη σκόπευε να προβεί σε σημαντικές αποκαλύψεις. Είχε εκείνο το σταθερό βλέμμα που διατηρεί όταν έχει στο μυαλό της ένα πλάνο, ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Δεν με ενοχλούσε κάτι τέτοιο, αντιθέτως, μου προσέφερε ένα αίσθημα ασφάλειας. Είχα ανέκαθεν εμπιστοσύνη στα σχέδια δράσης της. Ήταν πάντοτε φτιαγμένα με σοφία και σύνεση. Έτσι κι εκείνη τη νύχτα, κομψά, σοφά και συνετά περνούσαμε από τη μια κουβέντα στην άλλη, ώσπου καταλήξαμε στον πυρήνα. Τον πυρωμένο… –Ταυτίστηκες με κάποιον ρόλο από το έργο, Μύρα; –Κατά μία έννοια και με τους τγεις. Αλλά δεν μπογώ να καταλάβω ακόμη αν όντως ταυτίστηκα ή αν απλώς τους κατανόησα και τους τγεις. –Για να διερωτάσαι κάτι τέτοιο, τότε μάλλον θα ’λεγε κανείς πως τους κατανόησες. –Εσύ;


Ευτυχία Κανάρη

197

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Εγώ έχω ήδη υπάρξει οι δύο από τους τρεις, με τον δικό μου τρόπο φυσικά, όπως όλοι μας, και είμαι καθοδόν για τον τρίτο. Όμως ξέρεις κάτι; Ήδη από την εκπνοή τού πρώτου, είχα πάψει πια να κάνω τέτοιους διαλόγους μέσα στο μυαλό μου. Και ξέρεις πόσο απελευθερωτικό μπορεί να είναι αυτό, Μύρα μου; Να μη λογαριάζεις τη γνώμη, όχι μόνο των άλλων, αλλά και του ίδιου σου του εαυτού – του νεότερου και του γηραιότερου από αυτό που είσαι. Μεγάλη νίκη. –Κι αυτό νίκη; Όλα τα μεταφγάζεις σε μάχες και σε πολέμους, ε; –Δεν τα μεταφράζω, στη δική μου τη γλώσσα είναι μάχες και πόλεμοι. Γιατί, εσύ τα αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά; Θαρρώ πως έχεις ήδη πολεμήσει και δώσει αρκετές μάχες για τα είκοσι τέσσερα μόλις χρόνια σου, δεν συμφωνείς; Το χαμόγελο που μόλις πριν λίγες στιγμές είχε παιχνιδίσει στα χείλη μου, σβήστηκε απότομα καθώς συμφώνησα μαζί της. Στην προσπάθειά του να μην γκρεμιστεί, γραπώθηκε από το χείλος τού ποτηριού μου, μέσα από το οποίο αφαιρέθηκε μια γερή γουλιά. –Να… Για παράδειγμα τώρα… Ακούς τη φωνή τού παρελθόντος. Κι αυτό σού λέει πως είναι θλιμμένο, πως δεν μπορεί να χαμογελάσει. Κι εσύ θεωρείς πως έχει τόσο μεγάλη επιρροή πάνω σου, που στη στιγμή μπορεί να σου εξαφανίσει το χαμόγελο. –Μα δεν είναι μονάχα το παγελθόν, Μάη… Και το παγόν το ίδιο θλιμμένο και αγέλαστο είναι, δεν νομίζεις; Με τόσα γεγονότα; –Νομίζω πως κάνεις λάθος, μικρή μου. Ή μπορεί κι εγώ να τα αντιλαμβάνομαι λανθασμένα τα πράγματα, το συζητάμε όμως. Γιατί εγώ αισθάνομαι πως περνάμε μια υπέροχη βραδιά, πήγαμε μαζί θέατρο, είδαμε μια αξιόλογη παράσταση, κάναμε έναν όμορφο περίπατο ώσπου να έρθουμε στο εστιατόριο, τώρα γευόμαστε ένα γευστικότατο ελαφρύ δείπνο και πίνουμε αυτό το έξοχο κρασί, τη στιγμή που μια απαλή μουσική συνοδεύει τις ωραίες συζητήσεις μας. Αν δεν κάνω κάπου λάθος, λοιπόν, νομίζω πως το παρόν μας είναι τουλάχιστον ευδιάθετο και σε καμία περίπτωση δεν είναι θλιμμένο και αγέλαστο. Διαφωνείς; Χαμογέλασα. Φυσικά και δεν διαφωνούσα! Και φυσικά αντιλήφθηκα αμέσως τον στόχο των λεγόμενών της. Εγώ ονόμαζα «παρόν» ολόκληρο το τελευταίο διάστημα μέσα στο οποίο είχαν λάβει χώρα αμέτρητα δυσάρεστα γεγονότα κι έδινα τέτοια διάσταση σε αυτό, που εμπόδιζα τον εαυτό μου να δει πως το πραγματικό παρόν ήταν η κάθε στιγμή που βίωνα εκείνη τη βραδιά, η κάθε όντως όμορφη στιγμή. –Ξέρεις κάτι, κορίτσι μου; Μεγαλύτεροι φονιάδες από το παρελθόν κι από το μέλλον, δεν υπάρχουν. –Φονιάδες;


198

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Φονιάδες. Στυγνοί εγκληματίες. Έχεις ακούσει πολλά εγκλήματα να γίνονται στο όνομα του παρόντος; –Τι εννοείς; –Άλλος σκοτώνει επειδή θεωρεί πως αδικήθηκε στο παρελθόν, άλλος για να γλιτώσει ή να κερδίσει κάτι στο μέλλον, άλλος αυτοκτονεί επειδή δεν αντέχει το βάρος τού παρελθόντος κι άλλος επειδή φοβάται μέχρι θανάτου το δύσκολο μέλλον. Το παρόν είναι απλώς ο χρόνος στον οποίο συμβαίνει το έγκλημα, αλλά οι εγκληματίες είναι πάντοτε το παρελθόν και το μέλλον και οι διαστάσεις που αυτά παίρνουν μέσα στο κεφάλι τού καθενός μας. Αυτό το «εν βρασμώ ψυχής», ουσιαστικά είναι κάτι σαν το «εκτός τόπου και χρόνου». –Μα δεν γίνεται κάποιος να βγίσκεται ψυχή και σώμα στο παγόν και να είναι εν βγασμώ ψυχής; –Θέλεις να κάνουμε μια συμφωνία ώστε να το δούμε στην πράξη; –Δηλαδή; –Δηλαδή να συμφωνήσουμε πως την επόμενη φορά που κάτι θα σε φέρει σε μια τέτοια κατάσταση, αν φυσικά καταφέρεις να το θυμηθείς εκείνη τη στιγμή, να προσπαθήσεις να εστιάσεις στο «εδώ και τώρα» και να παρατηρήσεις τα αποτελέσματα. Αντί να αφήσεις το μυαλό σου να τυραννιέται μέσα στα πώς και στα γιατί που θα έχουν συμβεί ή στις ανησυχίες για όσα θα συμβούν αργότερα, να το συγκεντρώσεις στη στιγμή – σε αυτά που θα έχεις εκείνη τη στιγμή. –Ναι αλλά αν για παγάδειγμα με χτυπήσει αυτοκίνητο και σπάσω το πόδι μου, αν συγκεντγωθώ στο «εδώ και τώγα», αυτό που θα έχω θα είναι ο πόνος, το σπασμένο πόδι μου. Οπότε πάλι θυμωμένη θα είμαι, τι θα καταλάβω; –Ακριβώς όπως το είπες στην αρχή, θα συγκεντρωθείς στο σπάσιμο που θα χρειάζεται φροντίδα και στον πόνο που θα σου δείχνει τα όρια των αντοχών τού τραυματισμένου ποδιού σου. Μόνο αυτά θα σου είναι πραγματικά χρήσιμα για εκείνη τη στιγμή. Ο θυμός σου για τον οδηγό θα έχει να κάνει με το παρελθόν, το αρκετά άμεσο παρελθόν, αλλά, όπως και να ’χει, παρελθόν. Αν για παράδειγμα χτυπήσεις και το κεφάλι σου και χάσεις την προσωρινή μνήμη σου, δεν θα ξέρεις γιατί θα βρίσκεσαι εκεί κάτω τραυματισμένη, δεν θα θυμάσαι πως κάποιος σε χτύπησε με το αμάξι του πριν από λίγο. Επομένως γιατί να έχεις θυμό; Ο άλλος λόγος για τον οποίο μπορεί να θυμώσεις, θα έχει να κάνει με το μέλλον. Που θα τρέχεις στους γιατρούς, που δεν θα μπορείς να περπατήσεις για τον επόμενο καιρό δίχως πατερίτσες, που κάποιες δουλειές σου θα πάνε πίσω, που θα, που θα, που θα και που δεν θα…: Μέλλον. Επί του παρόντος γιατί να έχεις θυμό; –Δηλαδή τι μου λες; Πως αν οι άνθγωποι κατάφεγναν να είναι συνεχώς στο «εδώ και τώγα», δεν θα υπήγχε ο θυμός σαν συναίσθημα;


Ευτυχία Κανάρη

199

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Ω μα και βέβαια δεν υπονοώ κάτι τέτοιο! Θεωρώ τον θυμό ως ένα απίστευτα χρήσιμο συναίσθημα. Αλλά πολλές φορές οι άνθρωποι θυμώνουμε κι από συνήθεια ή για να καλύψουμε άλλα συναισθήματα που δεν θέλουμε να λογαριαστούμε μαζί τους. Κάποιου, για παράδειγμα, μπορεί να του είναι πιο ασφαλές το να θυμώσει παρά το να απελπιστεί ή να λυγίσει, αν αισθάνεται πως έχει να επιλέξει ανάμεσα σε αυτά. Ή πάλι, κάποιος μπορεί θυμώνοντας με τη συμπεριφορά κάποιου άλλου, να καλύπτει τη θλίψη για την ανεπάρκεια που αισθάνεται ο ίδιος για τον εαυτό του. Αλλά τέλος πάντων, το θέμα μας τώρα δεν είναι ο θυμός, είναι οι τρεις ρόλοι τού έργου που παρακολουθήσαμε απόψε. –Α ναι! –Θυμάσαι κάποια στιγμή που σου είχα πει να εμπιστεύεσαι τους χτύπους τής καρδιάς σου; –Πώς δεν το θυμάμαι; –Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Η καρδιά σου ανήκει καθαρά στο παρόν, χτυπώντας μεθοδικά την κάθε στιγμή. Αν πάψει, δεν θα υπάρξει μέλλον. Και δεν υπάρχει τρόπος να μπερδευτεί με το παρελθόν της, αφού είναι απασχολημένη με τη σημαντικότερη δουλειά τού κόσμου: να χτυπά με απαράμιλλη συνέπεια ώστε να ζει και να λειτουργεί σωστά το σώμα. Εκεί που το μυαλό χάνεται σε ένα σωρό ταξίδια σε παρελθόν και μέλλον, η καρδιά παραμένει σταθερή στο παρόν. Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται να την εμπιστεύεσαι. Αυτό που μας λένε μια ζωή «άκου την καρδιά σου», δεν έχει να κάνει με κάποια καρδιά επιστημονικής φαντασίας που μιλάει, αλλά με το κάλεσμα που σου κάνει με τους χτύπους της να επικεντρωθείς στο παρόν. Μόλις ανταποκριθείς σ’ αυτό το κάλεσμα και γειωθείς στο παρόν, συνειδητοποιείς πως τις απαντήσεις στα ερωτήματά σου τις γνωρίζεις. Δεν χρειάζεσαι ούτε τις συμβουλές τού παλιότερου εαυτού σου, ούτε και του φανταστικού γηραιότερου. Ξέρεις τι γίνεται; Μπερδευόμαστε μέσα στις πολυετείς ζωές μας και θεωρούμε πως ένας άνθρωπος χαρακτηρίζεται για ολόκληρο τον βίο του με τα επίθετα που μας έρχονται αμέσως στο μυαλό σαν τον σκεφτούμε. Όμως δεν είναι έτσι. Θα χρειαζόταν ένας θίασος από χιλιάδες ηθοποιούς για να είναι εντελώς ρεαλιστικό το έργο που είδαμε, οι τρεις ρόλοι των βασικών αυτών ηλικιών στη ζωή ενός ενηλίκου, είναι ενδεικτικοί για το θέμα που πραγματεύεται το έργο. Παρ’ όλα αυτά, ένας άνθρωπος αλλάζει στάση, οπτική, σκεπτικό, διάθεση μέρα με τη μέρα, μέσα στην ίδια μέρα κιόλας! Δεν μπορούμε εκ των πραγμάτων να είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που ήμασταν χρόνια πριν. Επομένως και οι αποφάσεις μας του παρελθόντος δεν είναι δίκαιο να κριθούν με την αυστηρότητα που επιτρέπει η χρονική απόσταση από οποιοδήποτε παρόν κι αν τις κοιτάξουμε. –Δεν είναι εύκολο αυτό…


200

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Δεν είναι, όχι. Γιατί η ενοχή είναι το πρώτο μάθημα που παίρνει συνήθως στη ζωή του ένα ανθρώπινο ον. Για να μάθει να συμπεριφέρεται σωστά, το συστήνουν με την ενοχή που προκαλούν οι λανθασμένες συμπεριφορές. Κι αφού βλέπει ξανά και ξανά μπροστά του να επαναλαμβάνεται αυτή η κριτική, την αφομοιώνει και την επαναλαμβάνει έπειτα κι αυτό στον εαυτό του και στους άλλους. Κι έτσι αυτό το παιχνίδι των ενοχών διαιωνίζεται. Σκέψου πόσο πιο ελαφριά θα αισθανόσουν μέσα σου αν δεν είχες να αντιμετωπίσεις τέτοιου είδους κριτική από κανέναν και κυρίως από τον εαυτό σου για τις μέχρι τώρα πράξεις σου. –Καλά… Δεν έχω λόγια να εκφγάσω πώς θα ήταν! –Δεν θα το ήθελες πολύ κάτι τέτοιο; –Φυσικά. –Όλοι μας θα το θέλαμε, Μυρούλα μου. Τις περισσότερες φορές όμως, μετά από καιρό ξεχνάμε κι εμείς οι ίδιοι πως κάναμε αυτό που θεωρούσαμε σωστό στο κάθε παρόν που ζήσαμε. Παρά το κρίνουμε με τις γνώσεις, τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή και τις συνθήκες που υπάρχουν πλέον από τη νέα μας σκοπιά, ενώ γνωρίζουμε πως όλα αυτά είναι αλλιώτικα από εκείνα που υπήρχαν στο παρελθόν. Θα υπερβάλω λιγάκι λέγοντας πως είναι σαν να κατηγορούμε κάποιον για ένα έγκλημα που έκανε κάποιος άλλος. Αλλά αν το σκεφτείς με απόλυτη ωμότητα, δεν απέχει και πολύ. –Ε ναι, έτσι όπως το θέτεις, όντως δεν απέχει και πολύ. –Κοίταξε, Μύρα μου, επειδή τόσην ώρα μιλάω και σου λέω όλα αυτά, θα μπορούσες ίσως και να θεωρήσεις πως προσπαθώ να σε κατευθύνω. Όμως δεν είναι αυτό που θέλω να κάνω. –Τι θέλεις να κάνεις; –Θέλω να σου δείξω κάποια παράθυρα ακόμη κι από κει και πέρα είναι καθαρά δική σου η επιλογή για το αν θα τα ανοίξεις ή όχι. Η επιθυμία μου είναι απλώς να έχεις κι άλλες επιλογές. Αυτό δεν έκανες κι εσύ για να βοηθήσεις τη φίλη σου τη Νίκη; Της προσέφερες ακόμα μία επιλογή, ασχέτως αν θα τη χρησιμοποιήσει ή όχι. Επειδή, λοιπόν, έχει έρθει πλέον η στιγμή να μάθεις κάποιες αλήθειες που θεωρώ πως δικαιούσαι να γνωρίζεις, πιστεύω πως θα σε βοηθούσε περισσότερο το να επικεντρωθείς σε αυτές σαν πληροφορίες επί του παρόντος κι όχι να αναλωθείς στο να κρίνεις τα πώς και τα γιατί που τις δημιούργησαν στο παρελθόν. Κι άλλες αλήθειες; Πραγματικά πόσα πράγματα μπορούν να αποκρύψουν από ένα παιδί και να του ξεφουρνιστούν ξαφνικά μαζεμένα; Κι αν ερωτηθεί έπειτα, ίσως και να μην ξέρει να απαντήσει αν αυτά που το καθόρισαν ήταν τα ψέματα ή οι αλήθειες εν τέλει. –Ποιες αλήθειες;…


Ευτυχία Κανάρη

201

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Θα σου πω, κορίτσι μου, θα σου πω. Είχα πάρει στα χέρια μου μια χαρτοπετσέτα, την είχα ανοίξει και την είχα στριφογυρίσει τόσο πολλές φορές, που είχε γίνει σαν καλαμάκι. Έπειτα άρχισα να τη δένω κόμπους μέχρι που μίκρυνε πολύ το μήκος της, οπότε την άφησα στην άκρη και πήρα μια άλλη. Ήμουν έτοιμη. –Γνωρίζεις πλέον ήδη από τη Βιολέτα πώς έχει η ιστορία με την εγκυμοσύνη τής Ντίμης, τη γέννησή σου, την υιοθεσία σου, όλα αυτά. –Ναι, τα ξέγω. –Αυτό που δεν γνωρίζεις ακόμη είναι μια πλευρά τής ιστορίας αρκετά σημαντική για σένα. –Πες μου, Μάη. –Λοιπόν… Η Ντίμη διατηρούσε μια σχέση κάποιων μηνών με τον βιολογικό σου πατέρα όταν έμεινε έγκυος σ’ εσένα. Δεν ήταν παρ’ όλα αυτά κάτι σοβαρό και γι’ αυτό και δεν κράτησε. Η είδηση της εγκυμοσύνης τούς έφερε μια ώρα αρχύτερα αντιμέτωπους με τη σκέψη πως δεν σκόπευαν να παραμείνουν σ’ αυτή τη σχέση για πολύ ακόμη, οπότε και την έληξαν τότε με ησυχία. –Με ησυχία; Μα είχαν ένα παιδί μαζί. –Ναι, αυτό δεν ακυρωνόταν φυσικά από την επιλογή τους να μην παραμείνουν ζευγάρι. Συμφώνησαν πως κανείς από τους δύο δεν αισθανόταν έτοιμος για κάτι τέτοιο και η απόφαση να υιοθετηθείς από τους θείους σου, πάρθηκε από κοινού κι από τους δύο βιολογικούς γονείς σου. –Μάλιστα… Και μετά; Τι έγινε; –Μετά… παρέμειναν και οι δυο στο πλάι σου με όποιον τρόπο μπορούσε ο καθένας. –Τι εννοείς; Η θεία Ντίμη ήταν πλάι μου. Ο πατέγας μου πού ήταν; –Εδώ ήταν. Εδώ είναι. Και δεν έπαψε ποτέ να νοιάζεται για σένα. Είχε όλα αυτά τα χρόνια μια άριστη επαφή με την Ντίμη, από την οποία μάθαινε όλα τα νέα σου, λάμβανε φωτογραφίες σου, ζωγραφιές σου, χειροτεχνίες σου. Και μέσω της Ντίμης σού έστελνε κι εκείνος δώρα που σου έφτιαχνε ο ίδιος με τα χέρια του. –Ποια δώγα; Τι λες, Μάη; –Λέω, Μυρούλα μου, πως όλα εκείνα τα υπέροχα παπουτσάκια που φορούσες από μικρό κοριτσάκι κι έπειτα στην εφηβεία σου κι ακόμη και σήμερα, αυτές εδώ οι μπότες που φοράς, είναι φτιαγμένες από τα χέρια τού πατέρα σου… Τι ήταν πάλι τούτο; Ο Τομά ήταν ο βιολογικός μου πατέρας; Όλα τώρα έμοιαζαν να εξηγούνται καλύτερα… «La Terre»… Η επωνυμία τής επιχείρησής του, που βρισκόταν πάντοτε φορεμένη στα πόδια μου.


202

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μου πήρε κάποιαν ώρα για να καταφέρω να κάνω όλες τις συνδέσεις και τους συνειρμούς… Το πλατύ, ενθουσιώδες πάντοτε χαμόγελό του όταν με κοιτούσε, λες και ήμουν μικρό παιδί· εκείνο το χαμόγελο που δεν κατανοούσα και που τον πρώτο καιρό με εκνεύριζε. Η αντίδρασή του όταν του χάρισα τον πίνακα με τον πατέρα και την κόρη στο ηλιοβασίλεμα: «Μα βέβαια! Εγώ και το κοριτσάκι μου! Είναι υπέροχο! Θα το κρεμάσω στο εργαστήρι μου, αφού περνώ τις περισσότερες ώρες μου εκεί, και όταν θα έρχεται θα το βλέπει κι εκείνη και θα χαίρεται!». Την αλήθεια μού είπε. Κι όταν πήγα να τον συναντήσω μετά τον χαμό τής θείας Ντίμης, όντως κοιτούσα τον πίνακά μου που δέσποζε πάνω από το γραφείο του και χαιρόμουν. Κι έπειτα ζωντανέψαμε εμείς οι ίδιοι εκείνον τον πίνακα, καθώς βρεθήκαμε να καθόμαστε σε ένα παγκάκι πάνω στις όχθες τού Σηκουάνα, να μιλάμε και να μοιραζόμαστε δάκρυα και χαμόγελα, αφιερωμένα σ’ εκείνη. Πατέρας και κόρη… Πού να το χωρούσε τότε ο νους μου πως βρισκόμουν αγκαλιά με τον πατέρα μου και κλαίγαμε μαζί για τον χαμό τής μάνας μου; Όλα αυτά μού έμοιαζαν με ένα όνειρο και περίμενα πως από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσα… Το θέμα όμως ήταν πως πλέον δεν ένιωθα να πω εάν επρόκειτο για εφιάλτη ή για ένα όνειρο με θετικά στοιχεία… Μέχρι πριν από ελάχιστο καιρό, ήμουν σίγουρη πως όλο αυτό ήταν ένας βασανιστικός εφιάλτης και παρακαλούσα να ξυπνήσω και να είναι όλα όπως πριν. Πλέον όμως δεν ήμουν και τόσο σίγουρη. Υπήρχαν τόσο πολλές ανατροπές, που δυσκολευόμουν να ζυγίσω αντικειμενικά τα θετικά και τα αρνητικά τους. Έπιανα τον εαυτό μου κάποιες στιγμές να βρίσκει τα θετικά περισσότερα, αλλά δίσταζα και να τον εμπιστευτώ… Η μάνα μου δεν ήταν η μάνα μου. Ήταν όμως θεία μου. Έτσι κι αλλιώς δική μου ευχή δεν ήταν αυτή όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι; Επειδή πραγματοποιήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, αυτό δεν την ακύρωνε ως πραγματοποιημένη ευχή μου. Κι έπειτα, αυτή η εξομολόγηση της δύσκολης επί σειρά ετών μάνας μου, εξηγούσε πια τόσο πολλά, τόσα που με βασάνιζαν σε όλη τη μέχρι τότε ζωή μου. Γιατί να προτιμούσα την προηγούμενη, τη γεμάτη απορίες κατάσταση κατά την οποία έστρεφα ενοχικά όλα τα «γιατί» στον εαυτό μου; Όσο για τον χαμό τής θείας Ντίμης, της πραγματικής μου μάνας, τι νόημα είχε αν θα σκεφτόμουν πως έχασα τη λατρεμένη μου θεία ή την επί τόσα χρόνια κρυφή μάνα μου; Η ταμπέλα δεν είχε καμία σημασία. Έχασα την Ντίμη μου. Κι αυτό με πονούσε βαθιά, όποια ιδιότητα κι αν επέλεγα να της προσδώσω.


Ευτυχία Κανάρη

203

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στην ιστορία με τον Σίμο πάλι, και οι δυο περιπτώσεις –του ψέματος και της αλήθειας– περιείχαν πολύ πόνο. Παρ’ όλα αυτά, όφειλα να παραδεχτώ πως το ψέμα ένιωθα να με οδηγεί στην τρέλα λίγο λίγο κι αυτό επειδή δεν μπορούσα να το εξηγήσω, να το αιτιολογήσω μέσα μου. Ιστορία με διττά συναισθήματα· η τραγωδία που ζούσε ο Σίμος δεν μπορούσε να ανέβει σε καμία ζυγαριά μου, όμως όσα ανέβαιναν, έγερναν την πλάστιγγα προς το ότι τίποτε δεν είχε πραγματικά τελειώσει. Και τώρα ο Τομά… Τι παράξενη ιστορία! Να ζεις για πολλά χρόνια δίχως τον πατέρα σου και με μια μητέρα που δεν σε αποδέχεται όπως είσαι, ώσπου να μάθεις πως μητέρα σου είναι η νεκρή πλέον γυναίκα που πάντοτε σε αποδεχόταν όπως ήσουν, και πατέρας σου κάποιος που ζει κοντά σου… Τι παράξενη ιστορία!...

«Αχ, πατέρα! Έζησα τόσα χρόνια από τη ζωή μου πιστεύοντας πως σε λένε Σωκράτη και πως φρόντιζες να μάθω να πετάω ανάμεσα στ’ αστέρια, ώσπου έμαθα πως σε λένε Τομά και πως φρόντιζες πάντοτε να είναι άνετα και σίγουρα τα βήματά μου πάνω στη γη. »Αχ, πατέρα! Πονεμένε μου πατέρα, όπως κι αν σε λένε…»


204

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κ

ατοικώντας και πάλι στο σπίτι τής θείας Ντίμης –το σπίτι μου πλέον– και συνεχίζοντας τη φοίτησή μου στη Σχολή, προσπαθούσα να συνέλθω από τα διαδοχικά σοκ που με βρήκαν το περασμένο καλοκαίρι. Φυσικά και με την αμέριστη στήριξη από τη Μάη. Η μητέρα μου –δεν κατάφερα παρά την αποκάλυψη της αλήθειας να την αποκαλέσω διαφορετικά– ολοκλήρωσε τον κύκλο των χημειοθεραπειών της. Με τον Παρασκευά ως μόνιμο κι ακλόνητο στήριγμά της, κατάφερε να αντεπεξέλθει σ’ εκείνη τη σκληρή και δύσκολη κατάσταση. Οι εντάσεις μεταξύ μας είχαν κάπως καταλαγιάσει, εγώ είχα καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να τιθασεύσω τον αρχικό θυμό μου. Μιλούσαμε αρκετές φορές την εβδομάδα στο τηλέφωνο, κάποιες από τις οποίες έτειναν προς τον τσακωμό, καθώς η ανέκαθεν επικριτική διάθεση της μητέρας μου σε συνδυασμό με την εξουθενωτική θεραπεία της, δημιουργούσαν ένα κλίμα έντασης που ερέθιζε τον δικό μου, αρκετά ευέξαπτο πλέον, χαρακτήρα. Αμέσως σ’ εκείνες τις κλήσεις έβρισκα κάποιαν αφορμή για να κλείνουμε γρήγορα το τηλέφωνο, πριν να οδηγηθούμε σε διαπληκτισμό. Κάποια στιγμή αποφάσισα να ξεκλειδώσω το δωμάτιο της θείας Ντίμης και να πάψω να προσποιούμαι πως δεν υπήρχε αυτός ο χώρος μέσα στο σπίτι. Ένιωθα πως η εξάλειψη αυτής τής άρνησης θα με βοηθούσε να αποβάλω και την άρνησή μου ακόμη να δεχτώ τον θάνατό της. Υπήρχαν βραδιές που μέσα στον ύπνο μου άκουγα θόρυβο και ξυπνούσα με τη σκέψη πως ήταν εκείνη που επέστρεφε από κάποιαν έξοδό της. Άλλες φορές πάλι, τοποθετούσα δυο κούπες στο τραπέζι τής κουζίνας το πρωί και πριν να σερβίρω καφέ στη δεύτερη, κοκκάλωνα για αρκετές στιγμές με τη γυάλινη κανάτα τής καφετιέρας από πάνω της, συνειδητοποιώντας τήν πραγματικότητα. Κάποιες φορές μάλιστα, αφού συνειδητοποιούσα την κατάσταση, επίτηδες σέρβιρα καφέ και στη δεύτερη κούπα κι έπινα δυο γουλιές κι από κει. Καταλάβαινα πως έπρεπε να βρω τη δύναμη και τον τρόπο να αποδεχτώ την απώλειά της. Άρχισα, λοιπόν, να ξεδιαλέγω τα πράγματά της. Θεώρησα πως κάτι τέτοιο θα με έφερνε έντονα αντιμέτωπη με την ωμή πραγματικότητα, μιας και δεν θα υπήρχε ποτέ άλλοτε περίπτωση να πειράξω τα προσωπικά της αντικείμενα, παρά μόνο υπό τη σκιά τού θανάτου της. Καθώς ασχολούμουν με αυτό, αναρωτιόμουν πόσο συχνά οι άνθρωποι σκέφτονται τον επερχόμενο θάνατό τους και κατά πόσο τούς απασχολεί το τι πρόκειται να αφήσουν πίσω. Δεν ξέρω αν τη θεία Ντίμη την απασχόλησε ποτέ


Ευτυχία Κανάρη

205

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κάτι τέτοιο, αλλά πραγματικά όσα άφησε πίσω της πρόδιδαν έναν πολύ ενδιαφέροντα άνθρωπο. Δεν υπήρχε ιδιαίτερη τάξη στα πράγματά της, όμως μια βουτιά μέσα σε αυτά, σε ταξίδευε σε μια ζωή ενθουσιώδη, γεμάτη από τέχνη, από πάθη, από έρωτες, δημιουργικότητα και ποιητικές ασωτίες. Φωτογραφίες, αντικείμενα από τα ταξίδια της, δώρα από αγαπημένους, από φίλους και θαυμαστές της, κάρτες, σημειώσεις. Πράγματα που είχε φτιάξει η ίδια – τις ελάχιστες ίσως φορές που της το επέτρεπε η υπερκινητικότητά της να καθίσει και να φτιάξει κάτι. Εισιτήρια ένα σωρό· από ταξίδια, από παραστάσεις, από συναυλίες, μουσεία, εκθέσεις. Γράμματα από φίλους, από εραστές – στ’ αλήθεια αυτός ο μυθικός έρωτας με τον Χρύσο ήταν πράγματι ανυπέρβλητος, αυθεντικός· δίχως αυτό να σημαίνει πως μέσα στα μεγάλα διαστήματα που μεσολαβούσαν, όπου δεν μπορούσαν να βρεθούν, δεν παραδίδονταν και οι δυο στις σωματικές τους ανάγκες σβήνοντας τους πόθους τους σε ξένα σώματα. Αυτό όμως που δεν έσβησε ποτέ, ήταν ο πόθος τού ενός για τον άλλον. Μόνο ίσως ο πατέρας μου, ο θετός μου πατέρας, θα μπορούσε να χωρέσει έναν τέτοιον έρωτα στις ιστορίες του! Βρήκα και το άλλο μέρος τής αλληλογραφίας που κάποτε αντάλλαζε η θεία Ντίμη με τη μητέρα μου. Τα γράμματα της μητέρας μου ήταν μικρότερα σε έκταση από εκείνα τής θείας Ντίμης που είχα βρει στη βιβλιοθήκη στο πατρικό μου. Ενημέρωνε για τα γενικά νέα μου, δίχως ιδιαίτερα διανθίσματα. Η Μάη είχε απόλυτο δίκιο. Δεν είχε κανένα νόημα να αναλωθώ στα πώς και στα γιατί που οδήγησαν όλους εκείνους τούς ανθρώπους να πάρουν τις αποφάσεις που πήραν στο παρελθόν. Ούτως ή άλλως, κανείς τους δεν υπήρξε ουσιαστικά και πραγματικά ευτυχής με τις αποφάσεις του· αυτό επιβεβαιώνει και όσα ανέφερε η Μάη σχετικά με το ότι δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Η διάθεσή μου εκείνη τη στιγμή ήταν κατά βάθος περισσότερο συμπονετική για κείνους, παρά επικριτική. Οι δύο αδελφές –οι δυο μανάδες μου– έτρεφαν κάποια κρυφή ζήλεια η μια για την άλλη. Ήταν λες και η μια επέλεξε να ζήσει κομμάτια που θα ήθελε η άλλη να της ανήκουν. Έφτασε ίσως η στιγμή που η θεία Ντίμη ζήλευε εκείνο το «μαμά» που απηύθυνα στην αδελφή της, ιδίως όσο έβλεπε πως η φερόμενη ως μητέρα μου δεν μου επέστρεφε τη στοργή και την αποδοχή που είχα ανάγκη. Κι έτσι εκείνη φρόντιζε μέσα από τον ρόλο τής θείας που είχε επιβάλει στον εαυτό της, να καλύπτει όσο περισσότερα κενά μου μπορούσε. Η θετή μου μητέρα από την άλλη, προφανώς ποτέ της δεν κατάφερε να θεραπεύσει μέσα της την πληγή που της προκαλούσε η βιολογική


206

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανικανότητά της να φέρει στον κόσμο ένα παιδί δικό της και του συντρόφου της κι έτσι εγώ, ως θετή κόρη της, δεν βρήκα ποτέ έναν καθαρό χώρο μέσα στην καρδιά της για να υπάρχω δίχως να λερώνομαι από τα μικρόβια αυτής τής ανοιχτής πληγής. Ίσως ενδόμυχα να φθονούσε το κομμάτι εκείνο τής θείας Ντίμης που μπόρεσε να της επιτρέψει να απαρνηθεί το δώρο τής μητρότητας που της χαρίστηκε και να το ανταλλάξει με τον ρόλο τής θείας. Προφανώς τη θεωρούσε υπερβολικά ευνοημένη καθώς, βλέποντάς το από τη δική της οπτική, η θεία Ντίμη ήταν εκείνη που δεν έχασε τίποτε· διατήρησε την άμεση επαφή με το παιδί της, την ελευθερία της, την ηρεμία της από τις σκοτούρες που περιλαμβάνει το μεγάλωμα ενός παιδιού, τον ανεξάρτητο, ασκλάβωτο βίο της. Ενώ εκείνη, η Βιολέτα, τι είχε καταφέρει; Να ανατρέφει ένα παιδί που δεν ήξερε πώς να το αγαπά δίχως να βλέπει σε αυτό να καθρεφτίζεται η δική της ανεπάρκεια. Κι έτσι παραπλανήθηκε κι εκείνη κι εγώ· αυτό που έμοιαζε μια ζωή να είναι το αποτέλεσμα, ήταν ουσιαστικά το ίδιο το αίτιο: η εικόνα που έβλεπε στον καθρέφτη – αυτή τής ανεπαρκούς μητέρας. Όλη αυτή η κρυμμένη ένταση ήταν που είχε αποτυπωθεί στα μάτια και των δυο τους εκείνο το αυγουστιάτικο μεσημέρι, όταν μπήκα στην κουζίνα και τις βρήκα με τα μάτια κλαμένα και φλογισμένα από τον καβγά που είχε μόλις προηγηθεί. Με πόση συμπόνια θυμάμαι πλέον εκείνο τον διάλογο που ακολούθησε ανάμεσα στη μάνα μου κι εμένα… –Εντάξει, λοιπόν. Κάντε ό,τι θέλετε. Δεν με νοιάζει πια. –Τι εννοείς, μαμά; –Εννοώ τράβα και πήγαινε στη Γαλλία με τη θειά σου, να δω τι θα καταλάβεις. Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θα δεινοπαθήσω; Εσύ θα δεινοπαθήσεις… –Δεν θα δεινοπαθήσω, βγε μαμά. Μαζί με τη θεία θα είμαι, σαν μάνα μου θα με πγοσέχει κι εκείνη. Μη μου ανησυχείς, μανούλα μου. Και μη μου κλαις… Με πόση συμπόνια σκέφτομαι τον κρότο που θα έκανε μέσα στο κεφάλι της εκείνο το «σαν μάνα μου θα με προσέχει κι εκείνη»… Οι πατεράδες μου από την άλλη, υπήρξαν μια διαφορετική ιστορία. Για τον αποθανόντα, εκείνο που μπορώ να συμπεράνω από όσα θυμάμαι πριν να τον χάσω, ήταν πως μάλλον η οικογενειακή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ξαφνικά στο σπίτι του μετά από την απόφαση να με υιοθετήσουν, δεν ήταν αυτή που θα είχε φανταστεί. Βρέθηκε σιγά σιγά αντιμέτωπος με μια γυναίκα που αδυνατούσε να αποδεχτεί την πραγματικότητα ως είχε, όπως ακριβώς αδυνατούσε να αποδεχτεί τον ίδιο της


Ευτυχία Κανάρη

207

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τον εαυτό και κατ’ επέκταση το θετό παιδί της, τον σύντροφό της, την αδελφή της ή οποιονδήποτε άλλον. Για τον δε Τομά, ήταν εμφανές στο κάθε βλέμμα του το πόσο βαθιά είχε χαραχτεί μέσα του με τα χρόνια η έλλειψη του παιδιού του. Όλη αυτή η κρυφή σύνδεση που με πολλή φροντίδα διατηρούσε όλα εκείνα τα χρόνια μαζί μου, κάθε άλλο παρά το ότι δεν ήταν έτοιμος για να αποκτήσει παιδί έδειχνε. Ποιος ξέρει; Ίσως και να ακολούθησε τη συναισθηματική γραμμή τής Ντίμης, κι έτσι να έφτασε κι εκείνος στην ίδια απόφαση. Μέσα στα γράμματα που είχε λάβει η θεία Ντίμη από τη μαμά, βρισκόταν και μια επιστολή δίχως γραμματόσημα, ανεπίδοτη, γραμμένη από την ίδια τη θεία Ντίμη. Διαβάζοντάς την κατάλαβα πως την είχε γράψει αρκετά χρόνια αργότερα από τη διακοπή τής αλληλογραφίας τους και ίσως δεν προοριζόταν για τη μητέρα μου· ήταν ένα γράμμα περισσότερο προς τον εαυτό της. «Περνούν τα χρόνια κι εγώ δεν έχω συνηθίσει, δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι, κάθε μέρα σχεδόν, αν έκανα σωστά ή αν έκανα λάθος. Η κόρη μου έχει γίνει ολόκληρη κοπέλα πια, μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα, με μεγάλα μάτια, γυαλιστερά σαν πυρακτωμένα καρβουνάκια και μαλλιά σαν κύματα μιας κατάμαυρης θάλασσας. Η “κόρη μου”… αυτή που πάντοτε θα με αποκαλεί “θεία”. Αναρωτιέμαι, άξιζε τελικά όλο αυτό; Φοβόμουν μη θυσιάσω τη ζωή μου, το μέλλον μου, τα όνειρά μου για να μεγαλώσω ένα παιδί που ήρθε ενώ δεν ένιωθα έτοιμη για κείνο. Μα πώς μου μοιάζει έπειτα από τόσα χρόνια πως τελικά αυτά όλα θυσίασα… Τη ζωή μου μαζί του, το μέλλον μου μαζί του, τα όνειρά μου μαζί του. Άξιζε τελικά; Ακόμη δεν ξέρω. Νομίζω πως αν γυρνούσε ο χρόνος πίσω, πάλι την ίδια απόφαση θα έπαιρνα, κι όμως, γιατί αυτό δεν με ανακουφίζει; Κάποιες φορές μου ’ρχεται να την πάρω αγκαλιά και να της πω όλη την αλήθεια. Μα το ξέρω πως αυτό είναι σίγουρα λάθος. Κι άλλες φορές πάλι αισθάνομαι μέσα μου μια αλλόκοτη σιγουριά πως σωστά έγιναν όλα, πως δεν θα είχα καταφέρει ποτέ να της προσφέρω την ασφάλεια που έχει ανάγκη ένα παιδί. Πως τα σημαντικότερά μου κομμάτια, μέσα από τον ρόλο τής θείας μπορώ να της τα προσφέρω καλύτερα, παρά από αυτόν τής μάνας. Νομίζω πως οι άνθρωποι δεν είμαστε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένοι. Νομίζω πως ερχόμαστε και φεύγουμε με την αίσθηση πως κάτι λείπει, πως κάτι είναι λανθασμένο. Θα ήθελα ν»


208

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η εξομολόγηση της θείας Ντίμης σταματά εκεί. Σαν κάτι ή κάποιος να τη διέκοψε, σαν να μην ήθελε ή να μην μπόρεσε να γράψει άλλα. Ούτε το «-α» από το «να» δεν πρόφτασε να γράψει. Πόσο λυπηρό να μην προλαβαίνεις να φτάσεις σε αυτά που θα ήθελες… Είτε επειδή δεν μπόρεσες, είτε επειδή δεν θέλησες. Και πόσο ταιριασμένος στις σκέψεις τής θείας Ντίμης ήταν εκείνος ο λειψός επίλογος: «Νομίζω πως ερχόμαστε και φεύγουμε με την αίσθηση πως κάτι λείπει, πως κάτι είναι λανθασμένο».

«Αχ, μητέρα! Θετή, βιολογική, παρούσα και απούσα… Πλανεμένη μου, κι εσύ, μάνα!... Με ποιες λέξεις να το πω, για να εκφράσω την αλήθεια του, πως τελικά δεν λείπει τίποτε; Πως οι άνθρωποι έχουμε πάντοτε αυτά ακριβώς που χρειαζόμαστε ώστε να ικανοποιήσουμε τους σκοπούς για τους οποίους ερχόμαστε; Πως ένα λάθος τού χθες μπορεί να φαντάζει σωστό σήμερα, όπως ακριβώς ένα σωστό τού χθες, μπορεί σήμερα να φαντάζει λάθος; Με ποιες κουβέντες να το πω πως όλα έγιναν σοφά, όταν κι εμένα μου πήρε τόσα δάκρυα ώσπου να ξεπλύνω την πλάνη μου και να φτάσω να το δω;…»


Ευτυχία Κανάρη

209

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Π

ήγα και βρήκα τον Τομά στο εργαστήρι του. Ένα απόγευμα, λίγο πριν να κλείσει. Περάσαμε μαζί τις επόμενες ώρες, αρχικά με έναν αμήχανο περίπατο μέχρι να βρούμε τους ρυθμούς μας κι έπειτα τρώγοντας σε ένα ήσυχο εστιατόριο, όπου εκείνος συνήθιζε να πηγαίνει επί πολλά χρόνια, αρκετές φορές κιόλας μαζί με τη θεία Ντίμη. Μου ανέφερε μάλιστα πως πολλά από τα αναμνηστικά που του έφερνε από μένα επιστρέφοντας από την Ελλάδα, του τα έδινε μέσα σ’ εκείνο το εστιατόριο, καθώς τα περισσότερα ραντεβού τους, τα έδιναν εκεί όταν ήθελαν να τα πούνε με ησυχία. Ήταν αρκετά παράξενο για μένα –πιστεύω και για κείνον– να τον έχω απέναντί μου και να συζητάμε υπό το νέο φως που είχε πέσει πάνω στις ζωές μας. Όλη εκείνη η οικειότητα που είχαμε καταφέρει να αποκτήσουμε όλον αυτόν τον καιρό, όσο δηλαδή εγώ τον αντιμετώπιζα ως έναν καλό φίλο τής θείας Ντίμης, είχε δώσει τη θέση της σε μια εμφανή αμηχανία εκ μέρους και των δυο μας. Ένιωθα πως ξαφνικά χρειαζόταν να ξανασυστηθούμε με αυτόν τον άνθρωπο, δίνοντας πλέον ο ένας στον άλλον τα σωστά μας στοιχεία. Είναι άλλα τα στοιχεία που θέλεις να μοιραστείς με τους φίλους ή τους γνωστούς κι άλλα εκείνα που θέλεις να μοιραστείς με τους γονείς σου. Κι εγώ προσπαθούσα να βρω τον τρόπο να περάσω από τη μια θέση στην άλλη. Τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών δεν ήρθαν φυσικά σε εκείνη τη συνάντηση, αλλά εμφανίζονταν σταδιακά μέσα από κάθε μας μελλοντική επαφή. Ο καιρός και η διάθεση και των δυο μας να βρούμε τα όμορφα κομμάτια που σίγουρα φώλιαζαν μέσα στην ιδιόμορφη σχέση μας, όπως φωλιάζουν μέσα σε κάθε σχέση, μετουσίωνε την αμηχανία σε μια καινούργια οικειότητα, πιο εσωτερική ίσως από πριν, πιο ουσιαστική. Η μόνη χάρη που του ζήτησα, ήταν να συμφωνήσει στο να μην πάψω να τον αποκαλώ Τομά. Δεν ήθελα να μπω σε καμία αλλόκοτη διαδικασία να αρχίσω να αναφέρω τα πρόσωπα αυτά της ζωής μου με τις νέες ιδιότητες που μου παρουσιάστηκαν ξαφνικά· η θετή μου μητέρα και εν τέλει θεία μου παρέμεινε «μητέρα» και «μαμά», η βιολογική μου μητέρα παρέμεινε «θεία Ντίμη», ο εκλιπών πατέρας μου παρέμεινε «μπαμπάς» και ο βιολογικός μου πατέρας παρέμεινε «Τομά», μάλιστα με την απόλυτα σύμφωνη γνώμη του. Είχε φτάσει ο Δεκέμβρης. Τα πάντα ήταν στολισμένα, γεμάτα τεχνητό φως, χρώματα και ανταύγειες μελαγχολίας μπροστά στα δικά μου μάτια.


210

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μαζευτήκαμε μια Κυριακή στο σπίτι τού Τομά, εγώ κι εκείνος είχαμε συναντηθεί από νωρίς, πήραμε μαζί το πρωινό μας κι έπειτα βαλθήκαμε να μαγειρεύουμε με τις ώρες ώστε να γευματίσουμε μαζί με τη Μάη και τον Εμίλ. Αφού ολοκληρώσαμε οι δυο μας το μαγείρεμα και το στρώσιμο του τραπεζιού, συνειδητοποιήσαμε πως μας είχε μείνει αρκετή ώρα μέχρι να έρθουν οι άλλοι δύο. Αυτή την ώρα αποφασίσαμε να τη βουτήξουμε στο παρελθόν! Ο Τομά τράβηξε από τη βιβλιοθήκη του ένα μεγάλο πολύχρωμο κουτί και καθίσαμε στον καναπέ τοποθετώντας το ανάμεσά μας. Μέσα σ’ εκείνο το κουτί υπήρχαν κυρίως ένα σωρό παιδικές ζωγραφιές μου και χαρτάκια που έγραφα πάνω τους σαχλαμάρες όταν ήμουν παιδάκι, από κείνα που νόμιζα πως μετά πετιόντουσαν μα η θεία Ντίμη τα μάζευε και είτε τα φύλαγε η ίδια είτε τα χάριζε στον Τομά. Βρήκαμε μικρά πραγματάκια που είχα φτιάξει από χαρτιά, οδοντογλυφίδες, κλωστές, καπάκια από αναψυκτικά ή από κεσεδάκια γιαουρτιού, χαρτοπετσέτες, πετρούλες, ξυλαράκια και διάφορα άλλα υλικά. Γελούσαμε σαν περιεργαζόμασταν καθένα από αυτά τα αντικείμενα, όμως παράλληλα ένιωθα ένα δέος στη σκέψη ενός παιδιού που δημιουργεί διάφορα μικροπράγματα αγνοώντας πως σε ένα βαθύτερο επίπεδο δημιουργεί τα λιθαράκια μιας γέφυρας που συνδέει δυο ανθρώπους, δυο χώρες, δυο κόσμους. Ο Τομά φύλαξε με ευλάβεια και φροντίδα το παραμικρό πραγματάκι που του έδωσε ποτέ η θεία Ντίμη, φροντίζοντας έτσι εκείνη τη μυστική γέφυρα που δίχως να το γνωρίζω μας ένωνε. Ο χτύπος τού κουδουνιού μάς βρήκε μέσα σ’ εκείνη την κατάσταση νοσταλγίας και ανασκαφών εντός τού μεγάλου χαρτόκουτου. Ήταν η Μάη, η οποία τακτοποιήθηκε σύντομα κοντά μας στο καθιστικό και βάλθηκε κι αυτή να περιεργάζεται τα αναμνηστικά. –Από τόσο δα παιδάκι εκφραζόσουν τόσο άνετα με την τέχνη, Μυρούλα μου! Και πού να το φανταζόσουν τότε πως σήμερα θα ήσουν εδώ, στη Γαλλία, και θα τελείωνες τις σπουδές σου στη ζωγραφική. –Όπως λένε μάλλον, το πεπγωμένο φυγείν αδύνατον. –Κάποια στιγμή σού είχα πει να μου θυμίσεις να πούμε δυο κουβέντες γι’ αυτό, μου το θυμίζεις λοιπόν με την τωρινή σου αναφορά και πάλι. Ο Τομά είχε πλέον σηκωθεί και φρόντιζε για τις τελευταίες λεπτομέρειες στο τραπέζι, καθώς και για τη γενική ατμόσφαιρα και τη μουσική, οπότε μιας και συζητούσαμε οι δυο μας, μιλούσαμε πια στα ελληνικά. –Η λέξη «πεπρωμένο» προέρχεται από τη λέξη «πέπρωται», που σημαίνει «έχει προκαθοριστεί από τη μοίρα, είναι προδιαγεγραμμένο». Επίσης συνδέεται και με το


Ευτυχία Κανάρη

211

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σανσκριτικό «pūrdhi» που σημαίνει «δώρο» αλλά και με το λατινικό «porto» που σημαίνει «φέρνω, κομίζω». Η λέξη «μοίρα» πάλι, συνδέεται με τη λέξη «μείρομαι» που σημαίνει «λαμβάνω μερίδιο, μετέχω». Αν θέλουμε να μιλήσουμε στη γλώσσα τής τέχνης σου, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε πως το πεπρωμένο σου είναι τα χαρτιά σου, οι καμβάδες σου, τα χρώματα και τα πινέλα που είναι προκαθορισμένο να σου δοθούν και η μοίρα σου είναι ο πίνακας που εσύ επιλέγεις να ζωγραφίσεις με αυτά τα εργαλεία. Κι ανάλογα με τις πράξεις και τις επιλογές σου, καθορίζονται και τα εργαλεία που σου δίνονται κάθε φορά, καθώς το πεπρωμένο είναι κάτι που ανανεώνεται σύμφωνα με τα γραμμένα τής μοίρας. Γι’ αυτό η σημασία τού πεπρωμένου αναφέρεται ως προκαθορισμένο από τη μοίρα· δεν πρόκειται για κάτι ή για κάποιον έξω από σένα που επιλέγει για τη δική σου ζωή, εσύ η ίδια την επιλέγεις, ουσιαστικά τη δημιουργείς μέρα με τη μέρα. Και ναι, υπό αυτό το πρίσμα, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. –Δεν είναι κάτι σαν κύκλος όλο αυτό που λες; –Λειτουργεί ας το πούμε κυκλικά, δημιουργώντας σημεία επανάληψης, επαναφοράς, με συγκεκριμένους σκοπούς πάντοτε, διαδρομές και κύκλους σημαντικών συναντήσεων με ανθρώπους, γεγονότα και καταστάσεις, με κύριο σκοπό την εξέλιξη. –Και η τύχη; Τι γόλο παίζει η τύχη σε όλα αυτά, αν μου λες πως η μοίγα, το πεπγωμένο, η ζωή μου όλη εξαγτάται από μένα; –Η τύχη… Καταρχάς, για να το πάρουμε και πάλι ετυμολογικά, η λέξη «τύχη» έχει κοινή ρίζα και με τη λέξη «τυγχάνω» και με τη λέξη «τεύχω». Η πρώτη σήμαινε «επιτυγχάνω τον στόχο, φτάνω» αλλά και «συναντώ» κι από την Αρχαιότητα χρησιμοποιείται δηλώνοντας ότι κάτι συμβαίνει από τύχη ή σύμπτωση. «Τεύχω» σημαίνει «κατασκευάζω, ετοιμάζω». Η αρχαία σημασία τής «τύχης» έχει να κάνει με το τυχαίο γεγονός –καλό ή κακό– που είναι πέρα από τον έλεγχο του ανθρώπου· εγώ πάλι προτιμώ να το βλέπω από μια πιο δυναμική θεώρηση, αυτή που σχετίζεται με σημασίες όπως αυτές που ήδη ανέφερα, δηλαδή του «φτιάχνω, ετοιμάζω, κατασκευάζω, επιτυγχάνω τον στόχο, συναντώ»… Όπως θα έχεις καταλάβει γενικότερα, έχω μια αλλεργία σε οτιδήποτε προκαλεί ή προστάζει την παθητικότητα και μου αφαιρεί τη δυνατότητα να αναλάβω τα ηνία και την ευθύνη για τη ζωή μου. Για μένα, Μυρούλα μου, την τύχη τη δημιουργούμε επίσης εμείς, με τη γενικότερη στάση μας απέναντι στα πάντα. –Δεν ξέγω, Μάη… Θέλω τον χγόνο μου για να τα σκεφτώ όλα αυτά που μου λες. Μου μοιάζει δύσκολο το να εφαγμόσω αυτό το σκεπτικό στη μέχγι τώγα ζωή μου, να πιστέψω, δηλαδή, πως όλον ετούτο τον χαμό τον έφτιαξα εγώ…


212

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Εγώ μοιράζομαι τις σκέψεις μου μαζί σου, δίχως να γυρεύω τη συνταύτισή σου, γνωρίζω άλλωστε πως ο τρόπος σκέψης μου δεν είναι συνήθως ο πιο ομαλός δρόμος για να τον διανύσει κανείς. Μου αρκεί πάντοτε αυτό το μοίρασμα μαζί σου και απολαμβάνω τη διάθεσή σου να ζυγίζεις τις πληροφορίες που λαμβάνεις. Τη συζήτησή μας διέκοψε το κουδούνι και σε ελάχιστο χρόνο ο Εμίλ βρισκόταν μαζί μας. Είχα αρκετό καιρό να τον συναντήσω και η χαρά μου ήταν μεγάλη. Παρ’ όλα αυτά, ο ερχομός του και η συγκέντρωση των τεσσάρων μας γύρω από το ίδιο τραπέζι, δεν με πέταξε αμέσως από τις σκέψεις στις οποίες με είχε βάλει η Μάη με τα λεγόμενά της περί πεπρωμένου, μοίρας και τύχης. Είχε την ικανότητα αυτή η γυναίκα πάντοτε να με κάνει να συλλογίζομαι με τρόπους διαφορετικούς από αυτούς που είχα μάθει και συνηθίσει από μικρή. Πολλές φορές σκέφτομαι πως ίσως αυτό που με παρακινούσε να κάνω κάτι τέτοιο, δεν ήταν τα ίδια τα λεγόμενά της εξαρχής, αλλά όλα όσα εξέπεμπε η ίδια και με έκανε να αναρωτιέμαι από πού αντλούσε τις ισορροπίες της. Κάθε φορά, λοιπόν, που καθόμασταν να συζητήσουμε και μου ανέλυε τις σκέψεις της και την οπτική της γύρω από το καθετί, την άκουγα προσεκτικά και συνάμα προσομοίωνα νοερά τον τρόπο σκέψης της στις προσωπικές μου καταστάσεις, προσπαθώντας να καταλάβω αν θα μπορούσε να με βοηθήσει να έχω καλύτερα αποτελέσματα από αυτά που οι δικές μου πεποιθήσεις και τρόποι διαχείρισης μου επέτρεπαν να έχω. Στην εκπνοή, λοιπόν, εκείνου τού γιορτινού κατά τα άλλα μεσημεριού, υπό τους χριστουγεννιάτικους στολισμούς τού Τομά και παραδομένη στη γλυκιά ραστώνη που μου είχε χαρίσει το κρασί, πήρα πολύ σημαντικές αποφάσεις. Έπειτα από την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τού γευστικότατου εν τέλει φαγητού και του γλυκού που καταφέραμε να φτιάξουμε ο Τομά κι εγώ, μεταφερθήκαμε όλοι στο καθιστικό και χυθήκαμε στους καναπέδες, συζητώντας ήσυχα και χαλαρά. Ακριβώς από πάνω μας βρισκόταν ένα φωτιστικό, αποτελούμενο από μια μακριά ράβδο στην οποία ήταν ενσωματωμένοι οι λαμπτήρες μέσα από διακριτικά μεταλλικά σχέδια. Πάνω σε αυτή τη ράβδο, ο Τομά είχε κρεμάσει χριστουγεννιάτικες χρυσές μπάλες. Κάπου εκεί μέσα χάθηκα· ξάπλωσα το σώμα μου πίσω στον καναπέ και χάζευα το μικροσκοπικό χρυσαφί καθρέφτισμά μου μέσα στις γυαλιστερές μπάλες, ώσπου κάποια στιγμή απομονώθηκα ήρεμα από την υπόλοιπη παρέα.


Ευτυχία Κανάρη

213

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Και ήταν εκείνη η μεταφορά, εκείνο το σχήμα λόγου που αποκτούσε μέσα μου μια βαρύτητα ουσιαστική… Έβλεπα τον εαυτό μου κρεμασμένο από ψηλά, μέσα από μια μπάλα Χριστουγέννων. Έτσι, κρεμασμένη από το φωτιστικό τού Τομά, κοίταξα τη ζωή μου από ψηλά και κατάλαβα πως οι υποθέσεις μου στην Ελλάδα ήταν σημαντικοί κύκλοι ανοιχτοί. Τότε πήρα την απόφαση να πάω εκεί, μετά την αποφοίτησή μου, και να προσπαθήσω να τους κλείσω…


214

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

σιδερένια πόρτα με την τζαμαρία ήταν κλειστή. Στην αριστερή πλευρά τής εσοχής τής εισόδου, υπήρχε ο πίνακας με τα κουδούνια. Διάβασα τα ονόματα στα ταμπελάκια. Σε ένα από αυτά ήταν γραμμένο με μικρά καλλιγραφικά γράμματα «η Αυλή τής Σοφίας». Το πίεσα και περίμενα με αμηχανία την εξέλιξη. Σύντομα διέκρινα μέσα από την τζαμαρία μια φιγούρα να πλησιάζει. Η πόρτα άνοιξε και φανερώθηκε μπροστά μου ένας από τους φίλους τού Σίμου, ο Φώτης. Πέρασαν μερικές στιγμές μετά από τις καλησπέρες μας ώσπου να με θυμηθεί. –Μύρα! Τι κάνεις, κορίτσι μου; Πέρασε! Έλα… Αφού με αγκάλιασε ελαφρά, με άρπαξε από το χέρι και σχεδόν με τράβηξε μέσα. Προχωρήσαμε στον στενό διάδρομο με το μωσαϊκό και περνώντας τη μικρή λευκή αυλόπορτα, βρεθήκαμε στην «Αυλή τής Σοφίας». Όλα ήταν όπως τα θυμόμουν. Τα παιδιά φρόντιζαν με πραγματικό ενδιαφέρον να διατηρούν εκείνο τον χώρο περιποιημένο. Ο ψηλός φοίνικας εξακολουθούσε να δεσπόζει στο κέντρο τής αυλής, με τις ξύλινες πινακίδες κρεμασμένες πάνω του από τα αλυσιδάκια τους. Ο Φώτης με οδήγησε στο τραπεζάκι που ήδη καθόταν ο ίδιος και διάβαζε. Μου έκανε νόημα να καθίσω στην καρέκλα του κι έπειτα έφερε άλλη μια, την οποία άνοιξε και κάθισε κι αυτός. –Σε διέκοψα από κάτι σημαντικό, Φώτη; –Μην το συζητάς, καθόμουν εδώ μόνος μου και διάβαζα, αυτό μπορώ να το κάνω όποτε θέλω. Καλά έκανες και ήρθες! Τι γίνεσαι εσύ; Τα νέα σου; Τα νέα μου… Τι να του απαντούσα αν ήθελα να ήμουν απόλυτα ειλικρινής; Επέλεξα να αποφύγω τελείως την απάντηση και να του μιλήσω κατευθείαν για τον λόγο που πήγα εκεί. –Φώτη, με τον Σίμο έχετε επαφή; Αμέσως σκοτείνιασε το πρόσωπό του. –Ο Σίμος… Τι να σου πω, βρε Μύρα, δεν έχω λόγια για να σου περιγράψω πόσο έχω στενοχωρηθεί με όλη αυτή ην κατάσταση. Όλοι μας εδώ… Αλλά τι να σου πω τώρα; Όχι, δεν έχουμε επαφή μαζί του. Έχει κόψει κάθε επικοινωνία. Εγώ στα κρυφά επικοινωνώ με τους γονείς του για να μαθαίνω τι κάνει. Έχει διακόψει την επικοινωνία του με τους πάντες. Και με σένα, έτσι; –Ναι… Μεγάλη ιστογία, εγώ έμαθα πολύ πιο μετά τα αληθινά γεγονότα… –Το ξέρω. Δηλαδή το φαντάζομαι. Τον πρώτο καιρό μετά το ατύχημα, όταν ακόμη δεχόταν τις επισκέψεις μας, μου είχε μιλήσει για σένα. Μου είχε πει πως θα σε περίμενε να γυρίσεις από τη Γαλλία για να σου πει πως δεν ήθελε να συνεχίσετε


Ευτυχία Κανάρη

215

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ούτε τη σχέση σας, ούτε και κανενός είδους επικοινωνία. Κι ως τότε, όσο θα ήσουν εκεί, δεν ήθελε να μάθεις τίποτε για τα γεγονότα. Έπειτα, πολύ σύντομα, άρχισε να αρνείται να δει κι εμάς, ώσπου έφτασε στο σημείο να αποκοπεί τελείως από όλους του τους φίλους. Κάποιοι συνεχίσαμε να τον επισκεπτόμαστε, εγώ εξακολουθώ μέχρι και σήμερα να πηγαίνω στο σπίτι του, αλλά πλέον για να μην ταράζεται, δεν του το λένε οι δικοί του. Απλώς πηγαίνω, βλέπω για λίγο την οικογένειά του, μαθαίνω τα νέα του και φεύγω σαν τον κλέφτη. Δύσκολα, Μύρα, πολύ δύσκολα… –Θέλω να πάω να τον δω… –Μωρέ, να πας, αλλά για το αν θα καταφέρεις να τον δεις, πολύ αμφιβάλλω. –Θα πγοσπαθήσω. Θέλω και να σου ζητήσω μια χάγη. –Τι χάρη; Ό,τι θες… –Θα μου δώσεις μια πινακίδα από τον φοίνικα να του πάω; Ο Φώτης χαμογέλασε – λίγο επειδή το βρήκε χαριτωμένο και ίσως λίγο επειδή το βρήκε αφελές. –Φυσικά! Ξέρεις από τώρα ποια θέλεις ή θα κάνεις τον «κύκλο των μηνυμάτων»; –Θα κάνω έναν κύκλο, αλλά όχι με τα μάτια κλειστά. Δεν ψάχνω κάποια απάντηση για μένα, θέλω να διαλέξω ένα μήνυμα για κείνον. Οπότε θα τα διαβάσω όλα! –Με την ησυχία σου, Μυρούλα. Άντε να βουτήξεις στα… «ποτάμια τής Γνώσης»! Σηκώθηκα χαμογελώντας και προχώρησα προς τον φοίνικα. Στα μισά κοντοστάθηκα και στράφηκα πάλι προς τον Φώτη. –Δική σου μητέγα ήταν η κυγά-Σοφία; –Δική μου… ως βιολογική! Γιατί κατά τα άλλα, όλη η παρέα την ένιωθε σαν μάνα! Αν ζούσε τώρα, θα είχε πάρει μεγάλη πίκρα με το θέμα τού Σίμου… Είχαν μεγάλη αδυναμία ο ένας στον άλλον. Έγνεψα με κατανόηση και προχώρησα προς τον φοίνικα. Μετά από αρκετή ώρα που πέρασα διαβάζοντας όλα τα γνωμικά των ελλήνων ποιητών, των λογοτεχνών και των φιλοσόφων που κρέμονταν από τον κορμό του, διάλεξα μια πινακίδα που βρισκόταν αρκετά πιο ψηλά από το σημείο που έφτανα. Ο Φώτης με είδε που είχα σταθεί και την κοιτούσα επίμονα, οπότε ήρθε δίπλα μου με ένα ψηλό ξύλινο σκαμνί κι ανέβηκε πάνω του για να την ξεκρεμάσει. –Αυτήν εδώ θέλεις; –Ναι!


216

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κατέβηκε από το σκαμνί κρατώντας την πινακίδα στο χέρι του κι ύστερα έφερε ένα κομμάτι πανί και την καθάρισε. Έμεινε στο τέλος να την κοιτάζει χαμογελώντας κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα του σ’ εμένα. –Εύχομαι με όλη μου τη δύναμη να μπορέσεις να τον δεις, Μύρα. –Κι εγώ… Πήρα την πινακίδα, ευχαρίστησα τον Φώτη κι έφυγα. –Να έρχεσαι, Μύρα! Πέρασαν μέρες ώσπου να το πάρω απόφαση. Χρειαζόταν να προετοιμάσω τον εαυτό μου για όλα τα ενδεχόμενα που μπορούσα να φανταστώ. Τα δυο που αισθανόμουν ως χειρότερα, ήταν το ενδεχόμενο να μη με δεχτούν οι γονείς τού Σίμου μετά από το αισχρό δέμα με το βρόμικο κλειδί και το απαίσιο σημείωμα που του είχα στείλει και φυσικά το, μάλλον πιθανότερο απ’ όλα, ενδεχόμενο να μη δεχτεί ο ίδιος να με δει. Όταν πίστεψα πως ένιωθα έτοιμη να σηκώσω όποιο βάρος θα έπεφτε πάνω μου, πήρα την πινακίδα από την «Αυλή τής Σοφίας» και πήγα να τον βρω. Το σενάριο που ήθελε τους γονείς τού Σίμου να με απεχθάνονται έπειτα από την ανόητη πράξη μου, διαψεύστηκε αμέσως με το που πρόβαλε στην πόρτα η μητέρα του και μόλις με αντίκρισε, η συγκίνηση αποτυπώθηκε στο πρόσωπό της. –Κορίτσι μου… –Καλησπέγα, κυγία Ελευθεγία… Πώς είστε; –Πώς να είμαι, παιδί μου; –Μπογώ να… –Πέρασε! Πέρασε μέσα! Καθίσαμε στην κουζίνα. Με ενημέρωσε πως ο Σίμος κοιμόταν. Μου εξιστόρησε τα γεγονότα ολοκληρωμένα. Της ζήτησα συγγνώμη για το δέμα που είχα στείλει, αλλά δεν ήθελε καν να με ακούσει να ζητάω συγγνώμη γι’ αυτό. –Λες να μη σε σκέφτηκα, κορίτσι μου; Λες να μου άρεσε που σε βουτήξαμε σε τόσα ψέματα; Καθόλου δεν μου άρεσε. Αλλά τι θα μπορούσαμε να κάναμε τότε; Καταλαβαίνω τι ένιωθες κι έφτασες να στείλεις αυτό που έστειλες. Ελπίζω να μπορείς κι εσύ να καταλάβεις πως κι εμείς είχαμε να αντιμετωπίσουμε τόσο πολλά, που θεωρήσαμε μαζί με τη μητέρα σου και τον Παρασκευά πως το καλύτερο σ’ εκείνη τη φάση ήταν να σου πούμε αυτά τα ψέματα. –Δεν πειγάζει, κυγία Ελευθεγία. Πέγασε αυτό το στάδιο πια, ας μην το συζητάμε άλλο.


Ευτυχία Κανάρη

217

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Θέλω, κορίτσι μου. Θέλω να το συζητήσω γιατί ακόμη με τρώει μέσα μου κι αυτό. Δεν ένιωθα καθόλου καλά γνωρίζοντας πόσο υπέφερες εσύ κι από την άλλη, δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου το ότι ένας άνθρωπος που είχε καταφέρει να συνδεθεί τόσο βαθιά με το παιδί μου, είχε φτάσει σε σημείο να σκέφτεται τα χειρότερα πλέον γι’ αυτόν. Σε σκεφτόμουν ακόμη και να τον καταριέσαι και το ένιωθα τόσο άδικο. Άδικο και για τους δυο σας. –Δεν τον καταγάστηκα ποτέ μου… Το χειγότεγο που ένιωσα γι’ αυτόν, το έβαλα σ’ εκείνο το κουτί και του το έστειλα και χάγη σ’ εσάς δεν το έλαβε ποτέ. Έπειτα έμαθα την αλήθεια. Όλα αυτά ανήκουν πίσω μας πια, κυγία Ελευθεγία. Το μόνο που έχει σημασία πλέον είναι το τώγα, το σήμεγα. Κι εγώ σήμεγα ήγθα εδώ αποφασισμένη να του δώσω όλη μου την αγάπη κι ας μην είναι έτοιμος να τη δεχτεί. Αν την απογίψει, θα έγθω πάλι και πάλι, ώσπου να πειστώ πως πγαγματικά δεν την έχει ανάγκη. Η ταλαιπωρημένη γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα. Γρήγορα όμως συνετίστηκε, σκούπισε τα δάκρυά της με μια χαρτοπετσέτα και πήρε μια βαθιά ανάσα ώστε να επαναφέρει την πειθαρχία τού εαυτού της. –Όπως σου είπα, κορίτσι μου, κοιμάται. Εάν θέλεις, μπορείς να πας στο δωμάτιό του και να περιμένεις να ξυπνήσει. Σε είκοσι λεπτά από τώρα ούτως ή άλλως θα τον ξυπνούσα για να πάρει το φάρμακό του. Να, πάρε εδώ, αυτό είναι. Νεράκι έχει στο κομοδίνο του. Μου έδωσε το χάπι μέσα σε μια χαρτοπετσέτα και με έσφιξε στους ώμους, σαν να ήθελε να μου δώσει κουράγιο. Πήρα κι εγώ όσο μπορούσα από αυτό και προχώρησα προς το δωμάτιό του. Η μητέρα του δεν με ακολούθησε, με άφησε να πάω μόνη. Έσπρωξα τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα. Πράγματι κοιμόταν. Μόλις είδα το πρόσωπό του, σφίχτηκαν τόσο απότομα όλα τα νεύρα τού κορμιού μου, που νόμιζα πως θα μαρμαρώσω εκεί όπως καθόμουν, όρθια. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι ήταν αυτό που ανέβηκε τόσο γρήγορα από το σώμα στο κεφάλι μου και ξεχύθηκε ευθύς μέσα απ’ τα μάτια μου· ήταν όλη η πικρία που είχε συσσωρευτεί μέσα μου τόσον καιρό και βρήκε ξαφνικά τη διέξοδο μόλις βρέθηκα ξανά μπροστά του ή ήταν εκείνο το κομμάτι μέσα μου που τόσον καιρό αρνιόταν να πιστέψει πως όλα είχαν τελειώσει, που δεν έπαψε ποτέ να ελπίζει κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωσε να δικαιώνεται για όλη αυτή την ελπίδα; Ό,τι από τα δύο και να ήταν, γέμισε τα μάτια μου με τόσο πολλά δάκρυα, που έβλεπα μπροστά μου μια θολή εικόνα πλέον, μια μουτζούρα. Πήγα και κάθισα στη γωνία τού δωματίου, σε μια μικρή πολυθρόνα, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά μου την ξύλινη πινακίδα. Προσπαθούσα να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο, δεν αισθανόμουν ακόμη έτοιμη για να


218

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξυπνήσει. Προσπάθησα να συνέλθω από το κλάμα, σκούπισα με τα χέρια μου τα δάκρυά μου και πήρα πολλές βαθιές ανάσες με τα μάτια μου κλειστά μέχρι να επανέλθω στα φυσιολογικά μου. Μόλις αισθάνθηκα καλύτερα, άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Μέσα στο στομάχι μου άναψαν φλόγες, πυρκαγιές, καθώς συνειδητοποίησα πως εκείνος είχε ήδη ξυπνήσει και με κοιτούσε με τα μάτια του ορθάνοιχτα, προφανώς σαστισμένος. Δεν μίλησε κανείς μας για αρκετές στιγμές, μονάχα κοιταζόμασταν, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο. Κοιταζόμασταν… Παραδομένοι στις εσωτερικές μας φλόγες. –Θα καταλάβω αν μου πεις να φύγω, αλλά σε παγακαλώ, μη μου το πεις… Δεν κούνησε ούτε τα βλέφαρά του, εξακολουθούσε να με κοιτάζει σαν υπνωτισμένος. Εγώ από τη μεριά μου είχα μαρμαρώσει και δεν έκανα καμία κίνηση να σηκωθώ από τη θέση μου για να τον πλησιάσω. Λες και φοβόμουν μην τυχόν και τον τρομάξω. –Σου έφεγα αυτό… Κοίταξα την ξύλινη πινακίδα μέσα στα χέρια μου, αλλά ακόμη δεν την έστρεφα προς το μέρος του, ούτε κι έκανα κάποια κίνηση να του τη δώσω. Με το βλέμμα μου καρφωμένο στην πινακίδα, συνέχισα να του μιλάω. –Σου έφεγα και νέα… Ακολούθησα τόσες φογές το Λιννουνγάτα και το μοναδικό Λιντουκότο που μου έδειξε ήταν πάντοτε όπου ήσουν εσύ… Δεν ξέγω πού αλλού να πάω για να αντέξω τους χειμώνες, όπου είσαι εσύ είναι το σπίτι μου. Οπουδήποτε αλλού είναι απλώς σπίτια αφιλόξενα χωγίς εσένα, δεν είναι Γαλαξίας πουθενά. Γι’ αυτό, σε παγακαλώ, μη μου πεις να φύγω... Το πρόσωπό του ξαφνικά σκλήρυνε. Πήρε το βλέμμα του από πάνω μου κι έστρεψε το κεφάλι από την αντίθετη πλευρά. –Θέλω να φύγεις. Τώρα! –Θα φύγω. Επειδή αυτή τη στιγμή αυτό μου ζητάς, αυτό λες πως θέλεις. Όμως ήγθα εδώ για να σου πω κι αυτά που θέλω εγώ. Αυτά που θέλω εγώ είναι… να αναπνεύσουμε μαζί, να ονειγευτούμε μαζί, να ξαπλώνουμε μαζί, να μαλώνουμε μαζί, να χτίσουμε τα χγόνια μας μαζί, να ζήσουμε τα χγόνια μας μαζί, να πεγπατήσουμε μαζί… Κι αν νομίζεις πως χγειαζόμαστε και τα δυο μας πόδια για να τα κάνουμε όλα αυτά, θα έγχομαι εδώ και θα ξανάγχομαι και θα φύγω όσες φογές κι αν με διώξεις, μέχγι να καταλάβεις πως η δύναμη των ποδιών μου είναι ανούσια αφού μπογεί να με κουβαλάει αδίκως συνέχεια ως εδώ, αλλά η δύναμη της ψυχής είναι αυτή που έχει όλη την ουσία, αφού αυτή ποτέ της δεν κουβάλησε τίποτε άδικα. Δεν μου έδωσε σημασία. Απλώς περίμενε να βγω από το δωμάτιο. Τον πλησίασα και άπλωσα το χέρι μου προς τα μαλλιά του, δίχως να με δει, καθώς


Ευτυχία Κανάρη

219

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είχε τα μάτια του κλειστά και το πρόσωπο ακόμη στραμμένο προς την άλλη πλευρά. Δίχως να τον αγγίξω, πέρασα τα δάχτυλά μου νοερά πάνω από το κεφάλι του. Ύστερα άφησα την ξύλινη πινακίδα πλάι του επάνω στο κρεβάτι και βγήκα από το δωμάτιο. Με δυσκολία μπορούσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Ενημέρωσα τη μητέρα του πως δεν του έδωσα εν τέλει εγώ το χάπι του κι έφυγα γρήγορα, υποσχόμενη πως θα ξανάρθω κάποιαν άλλη στιγμή πάλι. Βγήκα έξω και περπατούσα στον δρόμο σχεδόν με αστάθεια, ώσπου βρήκα ένα παγκάκι και κάθισα για να μπορέσω να βρω την ισορροπία μου και να συνεχίσω. Εκεί, ξέσπασα σε λυγμούς και θα έλεγε κανείς πως αυτή τη φορά ήταν για όλα· και για τη συσσωρευμένη πικρία και για την τρεμάμενη ελπίδα και για τον ξοδεμένο χρόνο και για την αξόδευτη λατρεία και στοργή… Ένιωσα ξαφνικά ένα μούδιασμα σε όλο μου το σώμα και μια εσωτερική αλλόκοτη βοή, σαν να ήθελα να το αφήσω εκεί καθισμένο στο παγκάκι, ένα κορμί βαρύ και κουρασμένο, και να γίνω τόσο ελαφριά που να τρυπώσω και πάλι στο δωμάτιό του δίχως να με καταλάβει και να τυλιχτώ γύρω του. Και ήταν τόσο έντονη αυτή η επιθυμία μου, που ακόμη και μέχρι σήμερα θα μπορούσα να εξομολογηθώ ότι πιστεύω πως αυτό έκανα… Πιστεύω πως επέστρεψα στο δωμάτιό του, δίχως ύλη, δίχως βαρύτητα, κι απλώθηκα παντού. Τυλίχτηκα γύρω του –γύρω από το κεφάλι του, τον λαιμό, τους ώμους, ολόκληρο το κορμί του– έγινα ένα μαζί του. Ήμουν κολλημένη πάνω του και ταυτόχρονα τον κοιτούσα κι από ψηλά· ένας νεαρός άντρας, που του έλειπε το αριστερό του πόδι, ανακαθισμένος στο κρεβάτι του, να κλαίει γοερά κρατώντας μια ξύλινη πινακίδα που πάνω της έγραφε: «Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω! Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.» 23 Νίκος Καζαντζάκης

23

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»


220

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

* «Ο δρόμος προς τη θάλασσα ήταν στρωμένος με αγκάθια. Όχι κάθε φορά που τον περπάτησα στη ζωή μου, μονάχα εκείνο το πικρό απόγευμα. Λες κι είχαν μαζευτεί αχινοί απ’ όλες τις θάλασσες της γης και τον είχαν καλύψει απ’ άκρη σ’ άκρη. Κι εγώ βάδιζα πάνω τους με όλο το βάρος τής ψυχής μου και με τα πόδια μου ολόγυμνα. Όλο και περισσότερα αγκάθια καρφώνονταν στα πέλματά μου. Κάθε μου βήμα ήταν και πιο βαρύ, τα αγκάθια των αχινών χώνονταν πιο βαθιά κάθε φορά. Στο τέλος τής διαδρομής, σχεδόν σερνόμουν πια, οι αχινοί μού έσκιζαν το δέρμα κι έγλυφε η αλμύρα τους τις φρέσκιες πληγές μου και με έκανε να θέλω να ουρλιάξω από τον πόνο. Κοιτούσα πίσω μου κι αντίκριζα μια μαύρη άβυσσο από σπασμένους αχινούς, που γυάλιζε πάνω τους το αίμα μου…» *

Η

μητέρα μου, αφότου συνήλθε πλήρως από την περιπέτεια της υγείας της, μέσα σε λίγο καιρό άρχισε και πάλι το κάπνισμα, το οποίο είχε καταφέρει νωρίτερα να το εγκαταλείψει με απόλυτη πειθαρχία. Ήταν αργά το μεσημέρι, είχα κλείσει λίγο περισσότερο από μισό μήνα στην Ελλάδα και τέσσερις μέρες από την επίσκεψή μου στο σπίτι τού Σίμου. Στο σπίτι είχαμε ήδη ολοκληρώσει το γεύμα μας αρκετά νωρίτερα και πλέον είχαμε διασκορπιστεί ο καθένας στις ασχολίες του. Ο Παρασκευάς έφυγε για το ιατρείο του, εγώ καθόμουν στο δωμάτιό μου και ζωγράφιζα και η μητέρα μου στο καθιστικό, πίστευα πως πιθανότατα θα διάβαζε κάτι ως συνήθως μέχρι το απόγευμα που θα πήγαινε να ανοίξει το φαρμακείο. Όταν όμως πήγα κάποια στιγμή στην κουζίνα, τη βρήκα να κάθεται σκεπτική στο πάσο. Έπινε κρασί και είχε μπροστά της ένα τασάκι κι ένα ανοιχτό κουτί με σπίρτα. Στο αριστερό της χέρι κρατούσε ένα τσιγάρο αναμμένο και με το δεξί έπαιρνε με αργές κινήσεις ένα ένα τα σπίρτα από το σπιρτόκουτο, ακουμπούσε την κεφαλή τους πάνω στην καύτρα τού τσιγάρου και περίμενε να ανάψουν. Έπειτα τα κρατούσε από την άκρη, μέχρι η φλόγα να πλησιάσει το δάχτυλό της και, λίγο πριν φτάσει στο δέρμα της, τα πετούσε στο τασάκι. Επαναλάμβανε ξανά και ξανά την ίδια διαδικασία, προφανώς ώσπου να αδειάσει το σπιρτόκουτο. –Τι κάνεις εκεί, μαμά;


Ευτυχία Κανάρη

221

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Δεν βλέπεις; Καίω σπίρτα. –Ναι, το βλέπω. Είσαι εντάξει; –Σε ανησυχεί κάτι συγκεκριμένο και με ρωτάς; –Απλό ενδιαφέγον. Δεν σε βλέπει κανείς συχνά να… καις σπίγτα! –Είπα να κάνω κάτι διαφορετικό. Τόσα χρόνια ανάβω τα τσιγάρα μου με σπίρτα, τώρα θέλω για αλλαγή να ανάβω τα σπίρτα μου με ένα τσιγάρο. Δεν υπάρχει τίποτε το ανησυχητικό σ’ αυτό. Ένα πνεύμα αλλαγής είναι απλώς. –Ναι, έτσι όπως το θέτεις, δεν έχεις άδικο. –Εσύ; Κάποια αλλαγή; Κάποιο νέο; –Τι αλλαγή; Ακόμη δεν ήγθα. Σκέφτομαι τι να κάνω τώγα που τελείωσα τη Σχολή. Αν θα ασχοληθώ με το μεταπτυχιακό μου τώγα ή πιο μετά. Δεν έχω καταλήξει ακόμη. Νομίζω πως θέλω να ψάξω και για μια δουλειά. –Γιατί δεν ασχολείσαι με το μεταπτυχιακό σου τώρα να τελειώνεις; –Σου είπα, δεν έχω καταλήξει ακόμη. –Ενώ για άλλα κι άλλα κατέληξες, ε; –Τι εννοείς; –Για τον Σίμο λέω. Που πήγες να τον δεις. Μου το είπε ο Παρασκευάς. Η Ελευθερία κι ο Νικόλας χάρηκαν πολύ με την επίσκεψή σου. –Δεν μπογώ να πω το ίδιο και για σένα όμως… –Εγώ γιατί να χαρώ; Που κάνεις αυτό που φοβόμουν; –Ποιο είναι αυτό; –Αυτό είναι το να αφήσεις πίσω τον εαυτό σου και το χτίσιμο του μέλλοντός σου και να τρέχεις να παρακαλάς τον Σίμο να συνέλθει και να σε δεχτεί. Αν είναι δυνατόν! Δεν το βλέπεις πως είναι λάθος απ’ όπου κι αν το πιάσεις; Ή νομίζεις ότι δεν ξέρω πως αν δεν ήταν ο Σίμος δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσεις εδώ άρον άρον μετά την αποφοίτησή σου; –Δεν το σταματάς όλο αυτό; –Εσύ να σταματήσεις να παραμυθιάζεσαι, Μύρα. Αυτή η ιστορία δεν θα σε βγάλει πουθενά, δεν μπορεί να σε εξελίξει, να σε βοηθήσει να προοδεύσεις σε κανέναν τομέα. Πρέπει να ανοίξεις τα μάτια σου και να δεις την πραγματικότητα κι όχι τα ροζ συννεφάκια που έχεις φτιάξει μέσα στο κεφάλι σου. –Σαν τη Σμυγνιά τη Δωγονίκη ακούγεσαι, το ξέγεις; Τα ίδια έλεγε κι αυτή στη Νίκη, «Άνοιξε τα στγαβά σου και δες τι σου γίνεται...», και τα είδαμε, δεν τα είδαμε τα χάλια της; Όλοι είναι ειδήμονες στα λάθη και τα σωστά των άλλων! Δεν νομίζεις πως δεν είσαι σε θέση να μου υποδεικνύεις τι να κάνω και τι όχι; Τουλάχιστον οι δικές μου αποφάσεις έχουν να κάνουν με τη δική μου τη ζωή, δεν αποφασίζω για τις ζωές των άλλων.


222

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Επειδή πήρα τις αποφάσεις που πήρα στο παρελθόν, δεν έχω το δικαίωμα να σε βοηθήσω να δεις την πραγματικότητα στο παρόν; –Έχεις δικαίωμα να πιστεύεις ό,τι θέλεις ως πγαγματικότητα, όχι όμως και να μου την επιβάλλεις. Αν εγώ θέλω να πεγάσω τη ζωή μου με τον Σίμο, μετγάει αυτό που θεωγώ εγώ σωστό κι όχι αυτό που πιστεύεις εσύ. –Κάνε ό,τι θες… Τι με νοιάζει εμένα; Μια ζωή αυτό δεν κάνεις; Εγώ θα καταστρέψω το μέλλον μου; Εσύ θα το καταστρέψεις… Ο Κανοτιθεσμός και πάλι… Πώς αλλιώς θα μπορούσε να λήξει μια τέτοια συζήτηση ανάμεσα σ’ εμένα και τη μάνα μου; Ακούγοντάς τη να μου λέει αυτές τις κουβέντες, θυμήθηκα τη Συγωγώ μου κι ένα από κείνα τα «δικά της» που συνήθιζε να μου το λέει συχνά όταν ασχολούμουν με τα μελλούμενα περισσότερο απ’ όσο με το «τώρα». Και ήθελα να πω εγώ την τελευταία λέξη στον δυσάρεστο διάλογο με τη μητέρα μου. –«Συ δ’ ουκ οίσθα το μέλλον»… 24 –Τι; –Λέω… Το τι θα φέγει το μέλλον δεν το ξέγεις… Ήταν οι τελευταίες μου κουβέντες πριν να φύγω από την κουζίνα και την αφήσω μόνη μέσα στο… «πνεύμα αλλαγής», να ανάβει σπίρτα με το τσιγάρο της. Πήγα στο δωμάτιό μου πολύ θυμωμένη. Ήταν τόση η ένταση μέσα μου, που ένιωθα το αίμα μου να κοχλάζει. Αλλεπάλληλες σκέψεις κατέκλυζαν τον νου μου και οι μύες τού προσώπου μου ολοένα και σφίγγονταν, ώσπου πια αισθανόμουν την έκφρασή μου σκληρή κι αγριεμένη. Είχα θυμό για την απαράδεκτη παρέμβαση της μάνας μου σε ένα τόσο προσωπικό μου ζήτημα και τη χρήση, για ακόμη μια φορά, του Κανοτιθεσμού με τόσο θρασύ και χειριστικό τρόπο. Άκουγα ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου τη φωνή της να λέει «Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θα καταστρέψω το μέλλον μου; Εσύ θα το καταστρέψεις…» και ένιωθα τις φλέβες στους κροτάφους μου να σπαρταρούν. Ο διάλογος εξακολουθούσε να συνεχίζεται μέσα στο μυαλό μου ερήμην της. Εκείνη αράδιαζε αβάσιμους ισχυρισμούς για το μέλλον κι εγώ εναντιωνόμουν με ανώφελες αναφορές στο παρελθόν. Και τότε θυμήθηκα… Η συμφωνία που είχαμε κάνει με τη Μάη ήρθε να με βοηθήσει να ησυχάσω. Σκέφτηκα τα λόγια της καθαρά «…να συμφωνήσουμε πως την 24

Αισχύλος, 525-456 π.Χ. , Αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής


Ευτυχία Κανάρη

223

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επόμενη φορά που κάτι θα σε φέρει εν βρασμώ ψυχής, αν φυσικά καταφέρεις να το θυμηθείς εκείνη τη στιγμή, να προσπαθήσεις να εστιάσεις στο “εδώ και τώρα” και να παρατηρήσεις τα αποτελέσματα. Αντί να αφήσεις το μυαλό σου να τυραννιέται μέσα στα πώς και στα γιατί που θα έχουν συμβεί ή στις ανησυχίες για όσα θα συμβούν αργότερα, να το συγκεντρώσεις στη στιγμή – σε αυτά που θα έχεις εκείνη τη στιγμή…». Τι είχα εκείνη τη στιγμή; Πρακτικά ό,τι είχα και πριν από τον διαπληκτισμό με τη μητέρα μου. Όσα με είχαν φουντώσει έτσι, δεν ήταν παρά μόνο λόγια που εκσφενδονίστηκαν στον αέρα κι από τις δυο μας. Λόγια που χρησιμοποιήθηκαν για διάφορους λόγους, αλλά κανένας από αυτούς δεν είχε να κάνει με την αγάπη. Ήταν ανέκαθεν ολοφάνερο πως με τη μητέρα μου δεν μοιραζόμασταν την ίδια γλώσσα για την αγάπη· αποτελούσε για μας ένα από τα πολλά θέματα για τα οποία δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Όταν όμως δυο άνθρωποι αδυνατούν να συνομιλήσουν και να συνεννοηθούν για ένα θέμα, αυτό δεν ακυρώνει το ίδιο το θέμα για κανέναν από τους δύο. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στους χτύπους τής καρδιάς μου – δεν ήταν καθόλου δύσκολο καθώς εξακολουθούσα να αισθάνομαι τους παλμούς της στους κροτάφους και στον λαιμό μου. Ακολουθώντας αυτούς τούς παλμούς, οδηγήθηκα στην ίδια την καρδιά μου. Τη φαντάστηκα να εργάζεται μεθοδικά, χτυπώντας με συνέπεια ώστε να τροφοδοτεί ολόκληρο το σώμα μου με αίμα για να μπορούν όλα μου τα όργανα να λειτουργούν σωστά. Αν ήταν ένας άλλος άνθρωπος ή μια οποιαδήποτε άλλη οντότητα, θα ήθελα να καθίσω πλάι της και να την ευχαριστήσω για αυτή τη σπουδαία προσφορά της. Οπότε με τη φαντασία μου, έκανα ακριβώς αυτό. Εκείνη με αδιάσπαστη την προσοχή της από τη βαρυσήμαντη εργασία της, μου μεταβίβασε την έννοια τού σκοπού της. Αυτή η έννοια μετατράπηκε μέσα μου σε ερώτηση προς τον εαυτό μου: «Αν είσαι κι εσύ μια καρδιά σε ένα μεγαλύτερο σώμα, έχεις το περιθώριο να δώσεις την προσοχή σου σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το “τώρα”;». Πράγματι, δεν υπάρχει αυτό το περιθώριο. Αν η καρδιά παρεκκλίνει από τον στόχο της και πάψει να εργάζεται «εδώ και τώρα», το σώμα αντιμετωπίζει προβλήματα και αμέσως πεθαίνει. Ο χρόνος είναι που κάνει τη διαφορά, λοιπόν, αφού το ίδιο ισχύει κι όταν οι άνθρωποι παρεκκλίνουμε από τον στόχο μας και ξεφεύγουμε από το «εδώ και τώρα», μονάχα που δεν αντιλαμβανόμαστε εκείνη την αμεσότητα της φθοράς με τον ίδιο τρόπο.


224

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τι είχα εκείνη τη στιγμή, λοιπόν; Είχα ερωτήσεις; Είχα τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μου; Έμοιαζαν όλα κάπως θολά όσο αναρωτιόμουν με τον νου. Όσο βρισκόμουν καθισμένη πλάι στην εικονική καρδιά μου όμως, και κάναμε αυτή τη βουβή συνομιλία, ένιωθα πως όλα βρίσκονταν εκεί ακριβώς που έπρεπε να βρίσκονται, στην κατάσταση ακριβώς που έπρεπε να είναι κι αυτό μού αφαιρούσε κάθε είδους αγωνία ή ανησυχία. Το σώμα μου είχε πλέον ησυχάσει, η θερμοκρασία μου είχε επανέλθει στα φυσιολογικά της επίπεδα, η έκφραση του προσώπου μου ήταν ήρεμη πια. Ο θυμός μου είχε περιέργως μετουσιωθεί. Συλλογίστηκα τη μητέρα μου σαν μια επίσης καρδιά σε ένα μεγαλύτερο σώμα, μέρος τού οποίου ήμουν κι εγώ. Κι όλα βρίσκονταν εκεί ακριβώς που έπρεπε να βρίσκονται, στην κατάσταση ακριβώς που έπρεπε να είναι για να δουλεύει και να εξελίσσεται εκείνο το σώμα. Είναι άλλη η δουλειά που έχει να κάνει η καρδιά κι άλλη αυτή που έχει να κάνει το κάθε όργανο του σώματος ξεχωριστά. Όλα μαζί δουλεύουν με τον ίδιο απώτερο σκοπό, όμως αλίμονο αν μπερδευτεί το ένα με το άλλο. Μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια που μου είχε πει κάποτε η θεία Ντίμη: «Ο δρόμος μας, Μυρούλα μου, κάποια μέρα πρέπει να ξεχωρίσει από τους δρόμους των γονιών μας. Αλλιώς δεν αποκτούμε ποτέ πραγματικά δική μας ταυτότητα. Το θέμα είναι να φτάσεις στο τέρμα ξέροντας πως αγωνίστηκες πρώτα απ’ όλα για σένα κι όχι για τους άλλους. Να ξέρεις πως οι νίκες και οι ήττες είναι δικές σου, να ξέρεις πως έχεις να λογαριαστείς μόνο με τον εαυτό σου γι’ αυτές. Διαφορετικά, γυρεύεις να μοιραστείς το βάρος των ευθυνών σου με άλλους κι έτσι δεν δυναμώνουν ποτέ τα δικά σου πόδια και οι δικές σου πλάτες». Είχε πλέον φτάσει απόγευμα. Η μητέρα μου είχε φύγει για το φαρμακείο. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ένα βασικό λάθος έκανα στον πρωτύτερο διάλογό μου μαζί της… Που είπα πως τα είδαμε τα χάλια τής Νίκης… Τίποτε δεν είχαμε δει ακόμη… Σήκωσα το ακουστικό ανόρεκτα. Στην άλλη άκρη τής γραμμής ήταν η Αριστέα. Έκλαιγε. –Μύρα… Παιδί μου, μήπως είναι μαζί σου η κόρη μου; –Μαζί μου; Όχι. Δεν έχουμε καν επικοινωνήσει για μεγάλο διάστημα. Τι συνέβη; –Την ψάχνουμε, κορίτσι μου, από χθες τη νύχτα. Ξύπνησε ο Παύλος και δεν τη βρήκε στο κρεβάτι, είχε φύγει από το σπίτι. Κι από τότε… άφαντη! Πήγε να αναπηδήσει από μέσα μου ένα ψήγμα ελπίδας, «τον εγκατέλειψε επιτέλους;», μα η επόμενη δήλωσή της πάγωσε την ελπίδα μου αυτή.


Ευτυχία Κανάρη

225

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Δεν πήρε μαζί της ούτε ένα ρούχο, ούτε τσάντα, ούτε πορτοφόλι, τίποτε. Γι’ αυτό τηλεφωνώ σ’ εσένα, κορίτσι μου, δεν ήξερα καν αν είσαι εδώ ή στη Γαλλία, σε πήρα μήπως και είχες εσύ κάποια ιδέα πού βρίσκεται η κόρη μου. –Λυπάμαι, κυγία Αγιστέα… Δεν είχα κανένα νέο της. Αν επικοινωνήσει μαζί μου θα σας τηλεφωνήσω. Σας παγακαλώ να με ειδοποιήσετε κι εσείς αν έχετε κάποιο νέο. Κλείνοντας το τηλέφωνο, απλώθηκε στο σπίτι μα και μέσα μου μια ανεκδιήγητη σιωπή. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με τα συναισθήματά μου· λύπη και φόβος, μα με κυρίευε συγχρόνως μια παράξενη ηρεμία. Δεν είχα την ανάγκη ούτε να κλάψω, ούτε αισθανόμουν να πανικοβάλλομαι. Μονάχα έκλεισα τα μάτια και μονολογούσα από μέσα μου. «Πού είσαι, Νίκη μου; Πού είσαι κοριτσάκι μου γλυκό; Πού πήγες; Συγκεντρώσου, Μύρα! Συγκεντρώσου, σε παρακαλώ. Θα τη βρεις… Κάνε κουράγιο, Νίκη μου! Κάνε κουράγιο και πες μου πού είσαι να έρθω να σε πάρω από κει, να σε πάρω μακριά απ’ όλους τους. Μίλησέ μου, Νίκη μου! Σε παρακαλώ, μίλησέ μου…». Επαναλάμβανα αυτόν τον μονόλογο μέσα στο μυαλό μου, λες και υπήρχε κάποια περίπτωση να με ακούσει εκείνη και να μου απαντήσει. Ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησα απότομα την εσωτερική μου φλυαρία και γούρλωσα τα μάτια. –Μα βέβαια… Φόρεσα τη ζακέτα μου και πήρα μαζί μου άλλη μια. Πετάχτηκα τρέχοντας στον δρόμο. Μου φάνηκε πως δεν είχα διανύσει ποτέ μου μεγαλύτερη απόσταση από αυτήν. Βρήκα ένα ταξί και του ζήτησα επιτακτικά να τρέξει όσο γρηγορότερα μπορούσε. Στη διαδρομή το μόνο που σκεφτόμουν ήταν τα λόγια τής Νίκης σε ένα από τα γράμματα που μου είχε γράψει κάποτε: «Η μόνη μου διέξοδος είναι όταν καταφέρνω να σηκωθώ και να πάω για περίπατο στη θάλασσα. Εκεί δεν υπάρχει πραγματικά κανείς, εκεί έρχεται για λίγο μια γλυκιά λήθη». «Έρχομαι, Νίκη μου! Έρχομαι, κάνε κουράγιο και θα σε πάρω μακριά απ’ όλους τους…» Τη βρήκα καθισμένη στα βότσαλα, στο γνωστό μας σημείο, να κοιτάζει προς τη θάλασσα. Φορούσε ένα λευκό μακρύ νυχτικό, λερωμένο στο τελείωμά του από φύκια ξερά. Παραδίπλα της βρίσκονταν πεταμένες οι παντόφλες της και τα πόδια της ήταν ολόγυμνα. Το δέρμα της ήταν κάτασπρο και παγωμένο. Έτρεξα και την τύλιξα με τη δεύτερη ζακέτα. Έβγαλα και τη δική μου και την έριξα πάνω της κι αυτήν. Δεν κουνήθηκε καν. Σχεδόν δεν ανοιγόκλεινε ούτε τα βλέφαρά της. Μονάχα κοίταζε τη θάλασσα κι ούτε που σάλευε καθόλου το κορμί της ή το πρόσωπό της.


226

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Νίκη μου! Κογιτσάκι μου! Μη στενοχωγιέσαι, αγαπημένη μου, είμαι κοντά σου εγώ τώγα. Θα σε πάγω από δω, θα σε πάγω μακγιά τους, Νίκη μου. Μη μου ανησυχείς… Την είχα αρπάξει στην αγκαλιά μου και την έσφιγγα τόσο δυνατά, δίχως να σκεφτώ μήπως την πίεζα πολύ ή μήπως ήταν κάπου ήδη τραυματισμένη και την πονούσα. Όμως εκείνη δεν ανταποκρινόταν ούτε στον πόνο και την πίεση. Έκλαιγα με το πρόσωπό της στο στέρνο μου και της έλεγα ξανά και ξανά να μη στενοχωριέται και πως θα την έπαιρνα από κει. Δεν είχα καταλάβει… Δεν μπορούσα να αντιληφθώ πως είχε πλέον φύγει από το στάδιο της στενοχώριας, της θλίψης, του πόνου, του φόβου… Αν στεκόμουν ήρεμη για μια στιγμή και κοιτούσα μέσα στα μάτια της, θα το είχα δει… Θα είχα δει πως η Νίκη μου δεν ήταν πια εκεί. Θα είχα δει ίσως και το σώμα της να βυθίζεται στη θάλασσα, τυλιγμένο μέσα στο βρομισμένο από τα ποδοπατήματα χαλί τής ψυχής της, μακριά από φόδρες διάτρητες και ασημόχρυσα τάματα. Ο κάτοικος ενός σπιτιού πάνω από τη θάλασσα, είχε καλέσει ασθενοφόρο. Είχε που την έβλεπε στην παραλία από νωρίς το ξημέρωμα που ξύπνησε εκείνος. Κάποια στιγμή μέσα στη μέρα, βλέποντας πως ήταν ακόμη εκεί καθισμένη στην ίδια στάση, κατέβηκε και την πλησίασε, τη ρωτούσε αν είναι καλά, αν χρειαζόταν κάτι, μα εκείνη δεν σάλευε. Το απόγευμα, λίγο πριν φτάσω εγώ, ξυπνώντας από τον μεσημεριανό του ύπνο, είδε πως δεν είχε κουνηθεί από τη θέση της κι έτσι πλέον κάλεσε βοήθεια. Το ασθενοφόρο ήρθε και μας βρήκε ένα κουβάρι, εκείνη μαρμαρωμένη κι ανέκφραστη κι εμένα σχεδόν σε παράκρουση, να μην την αφήνω από τα χέρια μου. Τη Νίκη μου με τη διάτρητη καρδούλα και την ποδοπατημένη ψυχή… Την εύθραυστη Νίκη μου… Τη λατρεμένη… Την έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική. Δεν ξαναμίλησε ποτέ πια. Ούτε κι επικοινώνησε ποτέ ξανά με οποιονδήποτε τρόπο. Μονάχα στεκόταν ασάλευτη για την υπόλοιπη ζωή της, ανέκφραστη, μαρμαρωμένη, και κοιτούσε σε μια δική της άβυσσο. Όσες φορές κι αν την επισκέφτηκα, δεν κίνησε ούτε το βλέφαρό της. Κι όμως, εγώ δεν δεχόμουν να το πάρω απόφαση. Έπαιρνα κάθε φορά στο χέρι το κόκκινο ψάθινο καπελίνο μου και πήγαινα να τη δω. Το ακουμπούσα στα πόδια της και της διηγούμουν ιστορίες και συζητήσεις μας από τα παλιά.


Ευτυχία Κανάρη

227

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια, Νίκη; –Θα δεις… –Ποιο σενάγιο φοβάσαι; –Δεν φοβάμαι. –Τότε ούτε κι εσύ είσαι σαν κι εμένα… –Δεν έχω φόβο για τα χειρότερα, αλλά εγώ δεν έχω ούτε και προίκα μέσα μου για τα καλύτερα… Εσύ είσαι αλλιώς, Μυράκι μου! Είσαι αλλιώς…

«Αχ, Νίκη μου… Το ήξερες πως είχες έρθει για να σταυρωθείς. Το ήξερες και μου έλεγες μισόλογα. »Με στοίχειωσες, Νίκη. Έρχεσαι στα όνειρά μου με τα ανέκφραστα πλέον, γουρλωμένα, καταγάλανα μάτια σου και απλώνεις γύρω μου παγωνιά. Κι εκεί που κοντεύω να πεθάνω από το κρύο, “Βουρ!” μου ψιθυρίζεις και ξυπνάω. »Σ’ αποθύμησα, Νίκη μου. Κάποια έχει το σώμα σου στην κλινική, κλειδωμένο. Την ίδια στιγμή που εσύ βρίσκεσαι σε κάποιον βυθό, περιτριγυρισμένη από κοραλλένια στολίδια κι έχεις για φύλακές σου γιγαντιαίους αχινούς· να μη σε πλησιάζει κανείς, να μη σε ξαναπονέσει κανείς… Ματώνω κάθε φορά που έρχομαι να σε βρω…»


228

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

α τελευταία γεγονότα με τη Νίκη και τον εγκλεισμό της στην ψυχιατρική κλινική, με κλόνισαν τόσο, που κατέληξα και πάλι να κλειστώ στον εαυτό μου. Περνούσα τις μέρες μου στο δωμάτιό μου, δίχως να ανταλλάζω κουβέντα με κανέναν, τρώγοντας ελάχιστα και σχεδόν μην κάνοντας τίποτε. Τέσσερις μέρες αργότερα όμως, ενώ βρισκόμουν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι μου, με τα χέρια ενωμένα πάνω στο στομάχι μου, θα έπαιρνα όρκο πως αυτό που συνέβη δεν ήταν τίποτε λιγότερο από μια «επίσκεψη» του Σίμου, σαν κι εκείνη που του είχα κάνει κι εγώ με τη φαντασία μου. Ό,τι και να ήταν πάντως –μήνυμα από κείνον ή από τον ίδιο μου τον εαυτό– εμένα κατάφερε να με σηκώσει στα πόδια μου ξανά. Βρισκόμουν ακίνητη στο κρεβάτι μου επί ώρες και παρατηρούσα τους έλικες του ανεμιστήρα οροφής να περιστρέφονται. Τίποτε άλλο, αυτό μονάχα. Κάποιες στιγμές φανταζόμουν πως ήμουν μικροσκοπική, στο μέγεθος της χούφτας μου, πως καθόμουν κουλουριασμένη πάνω σε έναν από τους έλικες κι όσο αυτός περιστρεφόταν, τόσο το μυαλό μου έπαυε να σκέφτεται. Γινόμουν ένα με τον αέρα που αναστάτωνε τα μαλλιά μου κι έμπαινε μέσα στα πνευμόνια μου ταξιδεύοντας σε όλο μου το σώμα. Γινόμουν ήχος· εκείνος ο μονότονος βόμβος μιας παλιάς μηχανής προβολής ταινιών, ενώ τελείωνε η ταινία και τα καρούλια εξακολουθούσαν να περιστρέφονται, καθώς απλωνόταν στον χώρο μονάχα λευκό φως. Γινόμουν λευκό φως, γινόμουν κενό, γινόμουν απουσία. Ξαφνικά ένας οξύς πόνος με πέταξε έξω από αυτή την κατάπαυση. Ήταν μια μυϊκή κράμπα στο αριστερό μου πόδι. Ανασηκώθηκα και προσπάθησα να τραβήξω με το χέρι μου το πέλμα και τα δάχτυλα του ποδιού, θέλοντας να τεντώσω τους μυς που ένιωθα να συστέλλονται. Ύστερα από κάποιες στιγμές η κράμπα πέρασε. Είχα προλάβει να λαχανιάσω από την προσπάθεια να αντέξω τον πόνο. Εξακολουθούσα να κάθομαι εκεί, στην ίδια στάση, λαχανιασμένη, κάνοντας μαλάξεις στο σημείο τού ποδιού μου που μέχρι πριν από λίγο πονούσε αφόρητα. Στο μυαλό μου καρφώθηκε ο Σίμος. Λες και ήρθε χρησιμοποιώντας τη σωματική αναπηρία του να με προστατέψει από τη δική μου αναπηρία, την ψυχική. Λες και είχε έρθει εκεί, μπροστά μου, γύρω μου, μέσα μου, με μια ξύλινη πινακίδα η οποία, με τα λόγια που ήταν γραμμένα πάνω της, προοριζόταν για να μου υπενθυμίσει αυτό που έμοιαζα κι εγώ να ξεχνώ:


Ευτυχία Κανάρη

229

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω! Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.» Μέσα στο στήθος μου απλώθηκε μια θέρμη κι ένα παχύρευστο συναίσθημα, σαν να αντλούσε ξαφνικά μέλι ζεστό η καρδιά μου αντί για αίμα. Αυτό εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε τη λέξη «ΈΝΑ»; Να γίνεσαι δύναμη για τον άλλον κι ο άλλος για σένα, τόσο που να μπορούν τα σώματα να σπρώχνουν ή να εφελκύουν το ένα το άλλο προς την κορυφή τού Γολγοθά τους; Τόσο που τα πνεύματα να μην είναι παρά ο ίδιος ήλιος πάνω από τα κεφάλια των σωμάτων τους; Σηκώθηκα, έκανα μπάνιο, περιποιήθηκα τον εαυτό μου, έφαγα και ξεκίνησα. Ήξερα πλέον τι έπρεπε να κάνω… Στην αυλή τού σπιτιού τού Σίμου συνάντησα τον Γιαννή, τον μικρό του αδελφό. Είχε δημιουργήσει ένα χάος από πέτρες και λάσπες και πάλευε να φτιάξει ένα τοιχάκι, δημιουργώντας έτσι το προσωπικό του οχυρό για να παίζει τα πολεμικά παιχνίδια του. «Για δες…», σκέφτηκα, «αυτό το παιδί από μικρό φτιάχνει μοναχό του το οχυρό του. Εμένα μου το έφτιαξε ο πατέρας μου. Κι έτσι, αφού δεν έμαθα να χτίζω ως παιδί, χρειάζεται να παλέψω για να το μάθω μεγαλώνοντας…». –Γιαννή μου! –Γεια σου, Μύρα! –Γεια! Τι φτιάχνεις εδώ; –Έναν τοίχο. Τον είχα ξαναφτιάξει, αλλά μόνο με πέτρες. Και μου έπεσε. Ο παππούς μου μού είπε πως για να χτίσεις πρέπει να ρίξεις λάσπη. Έφτιαξα κι εγώ λάσπη και θα τον ξαναχτίσω. Να δούμε, θα κρατήσει; –Μάλλον θα σου κγατήσει τώγα με τη λάσπη, Γιαννή. Η μητέγα σου είναι μέσα; –Μέσα είναι, ναι. Η κυρία Ελευθερία με αγκάλιασε θερμά. Είπαμε δυο-τρεις κουβέντες έτσι όρθιες στην κουζίνα κι έπειτα μου έκανε νόημα να πάω να βρω τον Σίμο. Ήταν ξύπνιος. Καθόταν στο κρεβάτι του με την πλάτη ακουμπισμένη στα μαξιλάρια και ψηλάφιζε κάτι μέσα στα χέρια του. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές και το φως στο δωμάτιο λιγοστό, όσο κατάφερνε να τρυπώσει από την πόρτα κι από τα πλαϊνά τής κουρτίνας. Όρμησα μέσα στο δωμάτιο με


230

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αποφασιστικότητα. Πέταξα την τσάντα μου και τη ζακέτα στην πολυθρόνα κι έτρεξα να ανοίξω τις κουρτίνες. –Λοιπόν, σήκω! Πλησίασα στο κρεβάτι του, τράβηξα την κουβέρτα από το στήθος του που την είχε τυλιγμένη και την κατέβασα ως τους γοφούς του. Εκείνος σάστισε. Με κοιτούσε αμήχανα δίχως να ξέρει πώς ακριβώς να αντιδράσει. –Σήκω σου λέω! Πού είναι οι πατεγίτσες σου; Να τες! Σήκω, Σίμο. Δεν σε παγακαλάω, ούτε σου το ζητάω ευγενικά. Αν ήθελες ευγένειες θα φεγόσουν κι εσύ ευγενικά στον εαυτό σου. Σήκω σου λέω! Δεν έκανε ούτε μια κίνηση. Μονάχα με κοιτούσε με τα μάτια γουρλωμένα. –Κοίτα, Σίμο, έχει ήλιο κι εσύ τον κλείνεις απέξω.Ας σε κλείδωνε κάποιος άλλος στα σκοτάδια να έβλεπα, θα σου άγεσε; Θα το δεχόσουν; Ο αδελφός σου χτίζει ένα οχυγό στην αυλή σας. Τ’ ακούς; Χτίζει! Έχει φτιάξει λάσπη, έχει μαζέψει πέτγες και χτίζει το δικό του οχυγό. Ξέγεις τι μου είπε; «Για να χτίσεις», λέει, «πγέπει να γίξεις λάσπη». Του το είπε ο παππούς σας. Τι διάολο; Τον ίδιο παππού έχετε, τα ίδια πγάγματα σας μαθαίνει κι εσύ αντί να φτιάχνεις λάσπη για να χτίσεις, έχεις χωθεί μέσα της ως το κεφάλι. Σήκω, Σίμο! Ένα πόδι είναι… ΈΝΑ ΠΟΔΙ! Μας μάθανε πώς να πεγπατάμε και με τα δύο και νομίζουμε πως αυτό είναι όλο. Μας έμαθε κανείς πώς να πεθαίνουμε; Όχι! Θα το μάθουμε μόνοι μας μια μέγα. Δεν ήγθε ακόμη αυτή η μέγα, Σίμο. Πγώτα θα μάθεις να πεγπατάς με το ένα σου πόδι και μετά θα αποφασίσεις αν θέλεις να πεθάνεις. Έλα, σήκω! Δεν σε λυπάμαι καθόλου. Εξακολουθούσε να με κοιτάζει να του μιλάω δυνατά κάνοντας κινήσεις με νεύρο και δεν έκανε τίποτε απολύτως. Τον κοίταξα στα μάτια κι ένιωσα σαν να συνομιλώ μαζί του δίχως λέξεις, δίχως ήχους. Πήγα από πάνω του κι έσκυψα πλησιάζοντας το πρόσωπό μου στο δικό του, με τρυφερότητα πλέον. –Δεν σε λυπάμαι… Δεν πγόκειται να σε λυπηθώ επειδή έχεις ένα πόδι πια. Εσύ με λυπάσαι για τις δικές μου αναπηγίες; Τι, επειδή εμένα δεν φαίνονται με μια ματιά; Θα βάλουμε ένα τεχνητό πόδι και θα κάνουμε ό,τι χγειάζεται για να πεγπατήσεις πάλι. Εσύ θα έχεις το βοηθητικό σου πόδι κι εμένα κι εγώ θα έχω εσένα. Θα πεγπατήσουμε μαζί, Σίμο, θα βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον με τις ελλείψεις του, με τις αδυναμίες του. Σήμεγα με σήκωσες από το κγεβάτι εσύ, εκεί που βούλιαζα κι εγώ μέσα στη λάσπη, ήγθες και με τγάβηξες εσύ έξω από κει· το ξέγω ότι το ξέγεις. Τώγα είναι η σειγά μου, Σίμο. Σήκω από το κγεβάτι… Σήκωσε το χέρι του ήρεμα κι έτσι όπως είχα ακουμπήσει το δικό μου στο στήθος του, μου το γύρισε ανάποδα κι ακούμπησε κάτι μέσα στη χούφτα μου. –Αυτή ήταν η απάντηση ότι θα ερχόσουν… Είδα που δεν ήρθες ξανά τόσες μέρες κι ανησύχησα. Παρακαλούσα μέσα μου να έρθεις, να μου στείλεις έστω ένα σημάδι


Ευτυχία Κανάρη

231

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πως θ’ αργήσεις ίσως, αλλά πως τελικά θα έρθεις. Και ξεκόλλησε αυτό εδώ το πλαστικό αστεράκι από το ταβάνι κι έπεσε πάνω στο πόδι μου. Και τότε ήξερα πως θα ερχόσουν… Αυτό εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε τη λέξη «ΈΝΑ»; Να γίνεται ο ένας η φωνή τού άλλου, που του φωνάζει «Σήκω!» όταν βουλιάζει; Να γίνεται ο ένας η φωνή τού άλλου, που του φωνάζει «Έλα!» όταν χάνεται; Να μαθαίνει ο ένας τον άλλον νέους τρόπους για να περπατά; Να μαθαίνει ο ένας τον άλλον νέους τρόπους για να αγαπά, να μοιράζεται, να πιστεύει; Ο Σίμος σηκώθηκε από το κρεβάτι του, περπάτησε μαζί μου με τις πατερίτσες ως την αυλή και καθίσαμε εκεί να χαζεύουμε τον Γιαννή να χτίζει το οχυρό του μέχρι το σούρουπο. Δεν πολυμιλούσαμε μεταξύ μας, περισσότερο ανταλλάζαμε ματιές κατά τις οποίες συνεχιζόταν αυτή η βουβή μας συνομιλία. Μοναχά σε κάποια στιγμή μού είπε κάτι, δίχως να πάρει τα μάτια του από τον αδελφό του για να με κοιτάξει. –Δεν ήθελα στ’ αλήθεια να πεθάνω… Να γεννηθώ ξανά ήθελα… Και πάντοτε κάτι πρέπει να πεθάνει για να γεννηθεί κάτι άλλο…


232

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κ

άποιες φορές φτάνει κανείς στη ζωή του να πει «τι άλλο μού έχει μείνει πια για να χάσω;». Μα πάντοτε υπάρχει κάτι για να χάσεις, μέχρι να καταλάβεις ποιος είναι ο σκοπός όλου αυτού· κανείς δεν βρήκε τον εαυτό του δίχως να μάθει πρώτα να χάνει. Η μητέρα μου καθόλου δεν χάρηκε για την επανασύνδεσή μου με τον Σίμο. Όμως, πέρα από το να το αφήσει αυτό να εκδηλωθεί στις εκφράσεις τού προσώπου της, δεν το εξέφρασε με λόγια. Εγώ ζούσα την ευτυχία που ονειρευόμουν. Δεν με ενδιέφεραν οι όποιες ελλείψεις, με ένοιαζε μονάχα η παρουσία τής αγάπης, της θέλησης, της στοργής. Με ένοιαζε που η αφοσίωση στα βαθιά και ειλικρινή συναισθήματα είχε κερδίσει. Ο Σίμος με το πέρασμα του χρόνου ξεμούδιαζε συναισθηματικά όλο και περισσότερο, ώσπου κατάφερνε σιγά σιγά να μπορεί να αφεθεί. Να αφεθεί στη σχέση μας, στα συναισθήματά μου για κείνον, σε όσα ένιωθε αυτός, στη σωματική του κατάσταση… Αφηνόταν όλο και πιο ελεύθερος να νιώσει, να αποδεχτεί, να ζήσει, να γευτεί. Όταν αισθάνθηκε έτοιμος, προχωρήσαμε στη διαδικασία τοποθέτησης προσθετικού μέλους στη θέση τού ακρωτηριασμένου του ποδιού. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Η ψυχολογία του διαρκώς ταλαντευόταν ανάμεσα στη χαρά, που πλέον θα εγκατέλειπε το καροτσάκι του και θα μπορούσε πάλι να περπατά δίχως τις πατερίτσες, και τη θλίψη, καθώς δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει πραγματικά μέσα του το πένθος που τον κατέβαλε μετά το ατύχημα. Με τη στήριξη όλων μας, έφτασε σε ένα αρκετά ικανοποιητικό σημείο, από το οποίο τουλάχιστον μπορούσε να διακρίνει τα όποια θετικά τής έκβασης αυτής τής ιστορίας. Με τον καιρό συνήθισε το καινούργιο τεχνητό πόδι του και σταδιακά έπαψε και να γκρινιάζει ακόμη για την απώλεια του δικού του. Ο θείος Πασχάλης μετά από καιρό τού προσέφερε μια θέση γραφείου στην εταιρεία, με αρκετές ευθύνες μεν, αλλά που δεν τον δυσκόλευε καθόλου σχετικά με τη σωματική κατάστασή του. Όλα έδειχναν να εξελίσσονται θετικά, παρά τις δυσκολίες. Και φυσικά, όταν όλα εξελίσσονται θετικά, είχα πλέον μάθει καλά πως ακολουθούνται από κάτι αρνητικό. Το παράδειγμα της Συγωγώς με το εκκρεμές –την αλυσιδίτσα με τη χρυσή καρδούλα– είχε αποτυπωθεί μέσα μου σαν ένα από τα πιο σπουδαία μαθήματα που έλαβα ποτέ. Και εκείνη την περίοδο, το εκκρεμές έμοιαζε να έχει φτάσει πολύ ψηλά από την πλευρά τής χαράς…


Ευτυχία Κανάρη

233

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τότε ήταν που διδάχτηκα και την αμφισημία κάποιων πραγμάτων μέσα στη ζωή… –Μαμά, με τον Σίμο θα παντγευτούμε… –Τι έκανε, λέει; –Θα παντγευτούμε. Σύντομα. –Και πόσο σύντομα θα το μετανιώσεις; –Γιατί να το μετανιώσω, βγε μαμά; –Μη μου κάνεις τη χαζή, ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ… –Ξέγω και τι εννοείς και πόσο άδικο έχεις. Καλά, δεν έχεις καταλάβει τίποτε τόσον καιγό; Δεν βλέπεις πόσο έχει βελτιωθεί η κατάσταση του Σίμου; Πόσο καλά είμαστε μαζί; Πόσο βοηθάμε ο ένας τον άλλον; –Εγώ αυτό που βλέπω είναι πόσο βοηθάς εσύ τον Σίμο, δεν βλέπω να σε βοηθάει σε κάτι αυτός. Έχεις παρατήσει τις σπουδές σου κι έχεις γίνει η νοσοκόμα του, η ψυχολόγος του, η πατερίτσα του… –Μαμά, τι λες; Καταγχάς τις σπουδές μου τις τελείωσα και κατά δεύτεγον– –Το μεταπτυχιακό που ήθελες να κάνεις, το έκανες; Το έχεις εγκαταλείψει ή όχι; –…Δεν είμαι η πατεγίτσα τού Σίμου, μαμά… Ο Σίμος έχει ό,τι χγειάζεται για να πεγπατάει μόνος του πια. Δεν είναι μαζί μου επειδή θέλει τη βοήθειά μου και τη φγοντίδα μου, αλλά επειδή θέλει εμένα. –Καλά, εσύ θα ξυπνήσεις μια μέρα και θα γκρεμιστείς απότομα από το σύννεφό σου… –Τίποτε δεν σε μαλακώνει εσένα; Τίποτε; –Η ζωή, Μύρα, δεν μας σκληραίνει για να μαλακώνουμε μετά. Σκληραίνουμε για να παραμένουμε σκληροί ώστε να μπορούμε να αντέχουμε. Όχι, αν εννοείς να χάσω κι εγώ τον ρεαλισμό μου, σου το λέω πως όχι, τίποτε δεν με μαλακώνει. –Ούτε και το εγγόνι σου;… –Το ποιο;… –Είμαι τριών εβδομάδων έγκυος, μαμά… Το στόμα τής μητέρας μου φάνηκε να αφυδατώθηκε τόσο γρήγορα, που δυσκολευόταν να ξεκολλήσει τα χείλη της και να μιλήσει. –Μαμά, θα παντγευτώ τον Σίμο. Σύντομα. –Κάνε ό,τι θες… Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θα το μετανιώσω; Εσύ θα το μετανιώσεις… Τα χείλη της εν τέλει ξεκόλλησαν και η γλώσσα της, βουτηγμένη σε σάλιο πικρό, έδωσε την απάντηση του Κανοτιθεσμού για ακόμη μια φορά.


234

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κι έτσι κι έκανα· ό,τι ήθελα. Κι αν όντως ήταν να το μετάνιωνα μετά, καθόλου δεν το λογάριαζα. Εξάλλου τα λόγια τής θείας Ντίμης έρχονταν πάντοτε στη μνήμη μου σαν ένα ακόμη σημαντικό μάθημα ζωής: «Το θέμα είναι να φτάσεις στο τέρμα ξέροντας πως αγωνίστηκες πρώτα απ’ όλα για σένα κι όχι για τους άλλους. Να ξέρεις πως οι νίκες και οι ήττες είναι δικές σου, να ξέρεις πως έχεις να λογαριαστείς μόνο με τον εαυτό σου γι’ αυτές. Διαφορετικά, γυρεύεις να μοιραστείς το βάρος των ευθυνών σου με άλλους κι έτσι δεν δυναμώνουν ποτέ τα δικά σου πόδια και οι δικές σου πλάτες.» Ο γάμος μας έγινε σε κλειστό κύκλο. Ούτε εγώ είχα την επιθυμία να μοιραστώ αυτό το γεγονός με κόσμο που κατά τα άλλα δεν είχα καμία επαφή μαζί του, ούτε κι ο Σίμος ένιωθε άνετα να εκτεθεί σε ανθρώπους που θα καθόντουσαν να παρατηρούν πώς περπατάει και πώς στέκεται με το τεχνητό πόδι του. Εξάλλου οι άνθρωποι που επιθυμούσα πραγματικά να βρίσκονται εκεί σ’ αυτή τη χαρά μου, είτε δεν ήταν πλέον στη ζωή, είτε ήταν απόντες με διαφορετικό τρόπο, όπως η Νίκη, είτε δεν βρίσκονταν στην Ελλάδα, όπως ο Τομά και όπως η Μάη, που δεν κατάφερε να έρθει μιας κι έγιναν όλα πολύ ξαφνικά. Ήμουν δεκαπέντε εβδομάδων έγκυος όταν παντρευτήκαμε. Και δεκαεπτά εβδομάδων όταν απομείναμε και πάλι μονάχα οι δυο μας στο νέο μας σπίτι… Ξύπνησα μια νύχτα στον καναπέ, όπου μας είχε πάρει ο ύπνος καθιστούς βλέποντας ταινία. Το μαξιλάρι από κάτω μου, είχε γίνει μούσκεμα στο αίμα. Είχα πόνους που ολοένα και δυνάμωναν. Πανικοβλήθηκα και, σχεδόν δίχως να κουνηθώ από τη θέση μου, λες και έτσι θα προκαλούσα περισσότερη ζημιά, έγειρα ελαφρά και σκούντηξα τον Σίμο. Εκείνος κοιμόταν βαριά και δεν ξυπνούσε. Δεν ήθελα να χωρέσω στο μυαλό μου τη σκέψη πως το έμβρυο που κυοφορούσα είχε πάψει να αναπτύσσεται μέσα μου, ένιωθα πως αν θα έκανα οποιαδήποτε κίνηση στα πόδια μου, αυτό θα ξεγλιστούσε και θα με εγκατέλειπε. Ήθελα να το κρατήσω σφηνωμένο μέσα μου, νεκρό ή ζωντανό δεν ήθελα να το αφήσω να μου φύγει, δεν ήθελα να το αφήσω να νιώσει πως το αποβάλλω από το σώμα μου. Το ήθελα εντός μου, ακόμη και νεκρό… Άρχισα να κλαίω και να μουρμουρίζω όλο και δυνατότερα το όνομα του Σίμου, μέχρι που ξύπνησε. Για μια ακόμη φορά, ο Σίμος στεκόταν απέναντί μου και με κοιτούσε να κλαίω καθώς έχανα το παιδί μου… Ετούτη τη φορά όμως, το παιδί ήταν και δικό του. Η ψυχραιμία που είχε δείξει στον θάνατο και την «κηδεία» τής Οικουμένης, δεν υπήρχε αυτή τη φορά.


Ευτυχία Κανάρη

235

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αισθανθήκαμε αβοήθητοι κι απελπισμένοι. Τόσο, που μάλλον δεν είχαμε τον τρόπο να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον. Τον επόμενο καιρό ήμασταν τις περισσότερες ώρες σιωπηλοί μέσα στο σπίτι. Ο Σίμος άρχισε να περνάει περισσότερο χρόνο στη δουλειά. Εγώ άρχισα να ζωγραφίζω με τρελούς ρυθμούς. Κάπως έτσι καταφέραμε να απομακρυνθούμε αρκετά, τόσο ώστε να μην μπορούμε πλέον να βρούμε τον τρόπο να συζητήσουμε ήρεμα και να γυρέψουμε από κοινού την ευτυχία που αφήσαμε να ξεγλιστρήσει από μέσα μας, μαζί μ’ εκείνο το πεθαμένο μας έμβρυο. Αδυνατούσα να καταλάβω τι μας είχε συμβεί. Δυο άνθρωποι που είχαν αλληλοστηριχτεί στο παρελθόν και ανταλλάξει τόση δύναμη, πώς ήταν δυνατόν να μην μπορούσαν να βρουν τον τρόπο να το κάνουν πάλι, όταν επρόκειτο για ένα κοινό τους πλέον πρόβλημα; Κάπου στον δρόμο μάς είχε πέσει η θέληση, η στοργή, ίσως και η αγάπη. Η αφοσίωση στα βαθιά και ειλικρινή συναισθήματα έδειχνε τόσο μακρινή πλέον, που η απουσία της κι από τους δυο μας σχεδόν μου προκαλούσε θυμό. Ήθελα να ανοίξω το στόμα μου και να φωνάξω «Τελικά εμείς μόνο γι’ αυτό παντρευτήκαμε;… Επειδή έμεινα έγκυος;». Αλλά πολλές φορές δεν σου πάει η γλώσσα να τις κάνεις αυτές τις ερωτήσεις, ίσως επειδή μέσα σου φωλιάζει ο φόβος για κείνο το αμείλικτο «Ναι…». Αναρωτιόμουν πάντα, σύμφωνα με τις φιλοσοφίες που θέλουν τις ψυχές να επιλέγουν τους γονείς τους και το περιβάλλον που θα γεννηθούν, με ποια κριτήρια επιλέγουν κάποιες ψυχές να «φυτρώσουν» ως γόνοι κάποιων συγκεκριμένων ζευγαριών ή γενικώς ασύνδετων ατόμων που συνευρέθηκαν σεξουαλικά. Κάπως έτσι ένιωσα και μόλις πληροφορήθηκα την επόμενη εγκυμοσύνη μου… «Γιατί ήρθες τώρα εσύ εδώ; Τι ακριβώς διεκδικείς από αυτή την τσαλακωμένη σχέση; Γιατί δεν επέλεξες ένα ζευγάρι υγιές για να “φυτρώσεις”;…». Ακόμη κι όταν κάναμε έρωτα με τον Σίμο, σε τίποτε δεν θύμιζε πια εκείνες τις μαγικές στιγμές που ζούσαμε κάποτε. Κάναμε έρωτα καθαρά από ανάγκη, πολλές φορές σχεδόν διεκπαιρεωτικά. Γι’ αυτό και αναρωτιόμουν όλο και περισσότερο τι να βρήκε σε μια τέτοια συνεύρεση η ψυχούλα εκείνη κι επέλεξε να γονιμοποιηθεί στη δική μου μήτρα. Μάλλον μετά από ένα διάστημα έπεισα τον εαυτό μου πως αυτό το παιδί ερχόταν για να σώσει αυτό που αδυνατούσαμε να σώσουμε εμείς, τη σχέση των γονιών του. Πράγματι, μόλις ξεπέρασα τους τέσσερις μήνες εγκυμοσύνης, κατά τους οποίους συντηρούσαμε κι οι δυο κρυφά τούς ίδιους φόβους για μια πιθανή και


236

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάλι αποβολή –πράγμα που δεν μας επέτρεπε να αισθανόμαστε και να εκδηλώνουμε έντονη χαρά– αρχίσαμε δειλά δειλά να λειτουργούμε περισσότερο σαν ζευγάρι και λιγότερο σαν δυο αποστασιοποιημένοι άνθρωποι που συνέβαινε να ζουν στο ίδιο σπίτι. Ο Σίμος επέστρεψε σιγά σιγά σε ένα πιο φυσιολογικό ωράριο εργασίας, αρχίζοντας να περνά και πάλι περισσότερο χρόνο από πριν στο σπίτι. Κι εγώ ξεκίνησα και πάλι να φροντίζω για περισσότερα πράγματα, που αφορούσαν και τους δυο μας. Και τους τρεις μας για την ακρίβεια. Φτιάξαμε μαζί το παιδικό δωμάτιο· εγώ ζωγράφισα τους τοίχους κι εκείνος το γέμισε με φωτισμούς που πρόβαλλαν άστρα, πλανήτες, νεφελώματα και κομήτες, όπως είχε φτιάξει κάποτε και το δικό του δωμάτιο. Την ημέρα το βλέμμα χανόταν σε λιβάδια, σε ολάνθιστα μονοπάτια και μακρινά καταπράσινα βουνά, σε ουρανούς καταγάλανους γεμάτους πουλιά, σε μια λίμνη με πάπιες και κύκνους και σε μια μεγάλη μουριά που δέσποζε σε έναν από τους ζωγραφισμένους τοίχους – να συμβολίζει μέσα μου τον πόνο τής πρώτης μητρότητας, τον οποίο αισθανόμουν πως ερχόταν πλέον να εξαγνίσει εκείνο το μωρό. Τη νύχτα πάλι, το δωμάτιο μετατρεπόταν σε έναν μαγευτικό γαλαξία, που κινιόταν νωχελικά πάνω στους τοίχους και στο ταβάνι, προκαλώντας μια απερίγραπτη χαλαρότητα. Μια νύχτα, κατά τον έβδομο μήνα τής εγκυμοσύνης μου και όταν όλες οι ετοιμασίες στο παιδικό δωμάτιο είχαν ολοκληρωθεί, ο Σίμος έκανε κάτι που με εξέπληξε ευχάριστα. Ήταν νωρίς το βράδυ κι εγώ έκανα το μπάνιο μου, οπότε εκείνος βρήκε την ευκαιρία να κάνει τις ετοιμασίες του. Αφού τελείωσα με το μπάνιο κι έπειτα ντύθηκα και στέγνωσα τα μαλλιά μου, βγήκα και τον βρήκα να με περιμένει έξω από την πόρτα, κρατώντας στα χέρια του ένα πράσινο τετράγωνο κουτάκι. Χαμογελούσε με νόημα. Χαμογέλασα κι εγώ με παιδικότητα. –Τι; Τι είναι; –Σσσς! Άνοιξέ το… Ζύγωσα και πήρα στα χέρια μου το κουτάκι με ενθουσιασμό. Καθώς το άνοιγα, τον κοιτούσα στα μάτια προσπαθώντας να τον ψυχολογήσω. Το κουτάκι ήταν πλέον ανοιχτό μέσα στα χέρια μου και στο κέντρο του βρισκόταν ένα κλειδί εσωτερικής πόρτας, κρεμασμένο σε ένα ασημένιο αστέρι. –Τι είναι αυτό; –Το κλειδί τού Λιντουκότο, κοριτσάκι… Ξεκινάμε από την αρχή… Φτιάξαμε μαζί ένα καινούργιο «μονοπάτι των πουλιών», ένα ολοκαίνουργιο Λιννουνράτα, που το


Ευτυχία Κανάρη

237

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ακολούθησε ετούτη η ψυχούλα και όπου να ’ναι φτάνει στο Λιντουκότο, στο «σπίτι των πουλιών» που φτιάξαμε με τα χέρια μας! Το να προσπαθήσω να μη δακρύσω ήταν μάταιο. Το εκκρεμές βρισκόταν για μια ακόμη φορά από την πλευρά τής χαράς, φτάνοντας ψηλά, πολύ ψηλά… Ο Σίμος μού σκούπισε τα δάκρυα με τρυφερές κινήσεις κι έπειτα με πήρε από το χέρι και με οδήγησε μπροστά στην πόρτα τού παιδικού δωματίου. Εγώ, βαθιά συγκινημένη, τοποθέτησα το κλειδί στην κλειδαριά και στρίβοντάς το την ξεκλείδωσα. Η επόμενη έκπληξη με περίμενε μέσα στο δωμάτιο. Είχε σπρώξει στην άκρη την κούνια τού παιδιού και είχε τοποθετήσει κολλητά σε έναν τοίχο, ενωμένα μεταξύ τους, δυο ράντζα με στρώματα που τα είχαμε για τον κήπο το καλοκαίρι, όμοια με αυτά στα οποία είχαμε ξαπλώσει στο εξοχικό του την πρώτη μας νύχτα. Τριγύρω είχε ανάψει ένα σωρό κεριά, «Αντί τζακιού!», είπε. Γέλασα δυνατά! Με οδήγησε να καθίσω στο ένα ράντζο, τοποθετώντας στην πλάτη μου μαξιλάρες. Έπειτα έφερε δυο μπουκάλια παγωμένης πορτοκαλάδας, «Αντί μπίρας», είπε. Μου έδωσε να τα κρατάω και τα δύο ώσπου να φέρει και το τελευταίο απαραίτητο για τη βραδιά: το φαγητό. –Εδώ δεν έχει «αντί», έχουμε σάντουιτς! Όπως και τότε, κοριτσάκι!... Αλλά σπιτικά! Φάγαμε, ήπιαμε τις πορτοκαλάδες μας και ξαπλώσαμε εκεί, κάτω από τον έναστρο ουρανό τού δωματίου τού παιδιού μας. Και χαζεύαμε, μέχρι που αποκοιμηθήκαμε αγκαλιά, τον χορό των Λάνρα που είχε δημιουργήσει εκείνος· ένα σωρό αστέρια που χόρευαν στην προσπάθεια της Λάνα και του Μόνρα να επικοινωνήσουν και να έρθουν πιο κοντά, μέχρι να ενωθούν…

«Αχ, μπαμπά μου, γιατί μεγαλώνει μέσα μου ένας πόνος, μαζί με το παιδί μου; Α, ναι… Θα μου πεις “γιατί αυτό είναι ο έρωτας. Ένας υπέροχος χορός από κομμάτια που δημιουργούνται με πόνο, από δυο πλάσματα που θέλουν να ενωθούν…”. Κι όμως, είναι κάτι πιο βαθύ, μπαμπά μου, αυτός ο πόνος. Κάτι αλλιώτικο… Είναι κι εκείνο το εκκρεμές, που βρίσκεται από την πλευρά τής χαράς, μπαμπά. Και φτάνει ψηλά, πολύ ψηλά…».


238

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σ

υνέβαιναν παράξενα πράγματα… Όλοι φέρονταν περίεργα και, όσο κι αν προσπαθούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, δεν τα κατάφερνα. Η μητέρα μου είχε μια αλλόκοτη συμπεριφορά όποτε ερχόταν στο σπίτι μας. Γινόταν όλο και πιο έκδηλος ο εκνευρισμός που της προκαλούσε η παρουσία τού Σίμου. Στην αρχή σκεφτόμουν «Μα καλά, ακόμη δεν το έχει χωνέψει πως επέλεξα να ζήσω τη ζωή μου με αυτόν τον άνθρωπο; Σε δυο μήνες γεννάω το παιδί του κι εκείνη δεν λέει να το πάρει απόφαση;». Σιγά σιγά όμως άρχισα να καταλαβαίνω πως η συμπεριφορά της δεν είχε να κάνει μονάχα με το γεγονός τού ότι δεν τον ήθελε εξαρχής για μένα. Έπειτα άρχισαν κι από τον θείο Πασχάλη τα μισόλογα και οι υπεκφυγές – πράγμα αταίριαστο με τον χαρακτήρα του, που τόσα χρόνια τον γνώριζα καλά. Όποτε του ξεκινούσα κάποια συζήτηση σχετικά με την εταιρεία, άρχιζε ξαφνικά τα «θα δούμε, παιδί μου», τα «κοίτα εσύ να είσαι καλά και να γεννήσεις με το καλό κι όλα τ’ άλλα τα βρίσκουμε» κι άλλα τέτοια. Ο δε Σίμος, έμοιαζε να μην του καίγεται καρφάκι για όλα αυτά. Κι όταν τον ρωτούσα οτιδήποτε σχετικά με αυτές τις περίεργες συμπεριφορές όλων, μου απαντούσε πως δεν καταλάβαινε τι εννοούσα και πως εκείνος δεν είχε αντιληφθεί κάτι. Κατέληγε σε κάποιο αστείο τού τύπου «είναι άνω-κάτω οι ορμόνες σου, κοριτσάκι μου, και τα βλέπεις όλα παράξενα!». Ένα πρωί που ο Σίμος ήταν στη δουλειά, επισκέφθηκα τη θεία τη Λεμονιά. Σχεδόν ξαφνιάστηκε με την επίσκεψή μου, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει ιδιαίτερα. Ήπιαμε μαζί τσάι και κουβεντιάσαμε. –Έχεις άγχος, Μύρα μου, για την εγκυμοσύνη; –Όχι ιδιαίτεγο, θεία. –Μακάρι να μπορούσα να σου πω κι εγώ πέντε πράγματα για όλα αυτά, αλλά βλέπεις, κορίτσι μου, δεν ήτανε γραφτό μου να τα μάθω κι εγώ… Τα λεπτά της δάχτυλα αγκάλιασαν σφιχτά το φλιτζάνι της και καθώς κοίταξε το πρόσωπό της να καθρεφτίζεται με κυματισμούς στην επιφάνεια του τσαγιού, ήταν λες και πλήθυναν οι ρυτίδες της, σαν μικροσκοπικά φιδάκια που βολεύτηκαν στις πτυχές τού δέρματός της. Άπλωσα το χέρι μου πάνω στον καρπό τού δεξιού της χεριού, δίχως να την κοιτάξω, δίχως να της πω τίποτε. Δεν ήθελα να νιώσει πως τη λυπόμουν, γιατί δεν τη λυπόμουν. Αισθανόμουν τον πόνο της, αλλά όχι με λύπηση. Έπειτα από λίγες στιγμές, σήκωσε το φλιτζάνι της για να πιει, απελευθερώνοντας έτσι το χέρι της από το χάδι μου. Αυτή ήταν η θεία η


Ευτυχία Κανάρη

239

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λεμονιά· ένα χάδι μπορούσε να την αποδιοργανώσει τελείως και δεν το επέτρεπε αυτό στον εαυτό της. Σκεφτόμουν πόσο άδικο ήταν για κείνη το να ζηλεύει τόσα χρόνια τη μητέρα μου –τη θετή μου μητέρα– για το ότι εκείνη κατάφερε εν τέλει, έπειτα από τις δικές της προσπάθειες, να μείνει έγκυος στη Γαλλία και να επιστρέψει με ένα μωρό στην αγκαλιά· αυτό πίστευε πάντα. Αυτή την εκδοχή τής ιστορίας γνώριζαν όλοι εδώ στην Ελλάδα και η πραγματικότητα που αποκαλύφθηκε εν τέλει σ’ εμένα, δεν διαδόθηκε ποτέ σε κανέναν τους. Η αλήθεια πως καμιά από τις δύο αυτές γυναίκες δεν έμαθε ποτέ από προσωπική της εμπειρία πέντε πράγματα για τις εγκυμοσύνες. Η αλήθεια πως τα ίδια φαρμακερά φιδάκια φώλιαζαν πάνω στις πτυχές τού δέρματος και των δυο τους, και μέσα στις καρδιές τους· σέρνονταν, σφυρίζοντας βασανιστικά, από τις καρδιές ως τις μήτρες τους, στις οποίες πήγαιναν και κουβαριάζονταν σαν μωρά που τρέφονταν από πικρία και μεγάλωναν… Η αλήθεια πως τα δύο αδέλφια, Σωκράτης και Παρασκευάς, δεν ήτανε γραφτό να αποκτήσουν ποτέ τα δικά τους βιολογικά παιδιά. –Ο Σίμος πώς είναι με την ιδέα τού παιδιού; Το έχει συνειδητοποιήσει καθόλου; Περάσατε και δύσκολα με το πρώτο κι εσείς… –Είναι ενθουσιασμένος, θεία, αλλά δεν νομίζω πως το έχει ακγιβώς συνειδητοποιήσει. Μόλις το δει μπγοστά του νομίζω πως θα καταλάβει τι έχει συμβεί! Ε, είναι κι όλα αυτά που συμβαίνουν τελευταία στην εταιγεία… Όσο να ’ναι τον πγοσγειώνουν σε μια πιο πγακτική πγαγματικότητα… Γύρισε απότομα και με κοίταξε διερευνητικά. –Έλα, βγε θεία, τα ξέγω… Μη με κοιτάς έτσι. –Τα ξέρεις, ε; Κι όλοι τους παίζουν το θέατρό τους για να μη μάθεις κάτι και στενοχωρηθείς στην κατάστασή σου… Ποιος σου τα είπε εσένα; Ο Σίμος; Γιατί αν σου τα είπε ο Σίμος δεν ξέρω και πώς θα σου τα έχει πει. Είναι πολύ ιδιαίτερη η κατάσταση, κορίτσι μου… –Θεία… Δεν μου είπε τίποτε ο Σίμος. Ούτε ο θείος ο Πασχάλης, ούτε η μαμά, ούτε κανείς. Τίποτε δεν ξέγω… Έτσι σου το είπα, για να σε κάνω να μου πεις εσύ την αλήθεια, αφού κανένας δεν μου μιλάει ανοιχτά κι ας καταλαβαίνω εγώ πως κάτι σημαντικό συμβαίνει. Με συγχωγείς που σε γέλασα για λίγο, αλλά ας με καταλάβει κι εμένα κάποιος. Νομίζετε πως με πγοστατεύετε, αλλά δεν σκέφτεται κανείς πως το άγχος που βιώνω είναι ενδεχομένως πιο δύσκολο από την αλήθεια. Λοιπόν; Θα μου πεις; –Αχ, Μύρα! Γιατί μου το κάνεις αυτό;


240

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Δεν θέλω να σε πιέσω, θεία, αλλά τελικά κι εγώ πιέζομαι τόσο πολύ, που δεν ξέγω τι άλλο να κάνω για να μάθω την αλήθεια. Αφού όλοι τους με αντιμετωπίζουν σαν ένα εύθγαυστο κογιτσάκι… Εσύ μπογείς να μου πεις, θεία… –Τι να σου πω, βρε κορίτσι μου; Είναι τόσο δύσκολη η θέση μου, τι να σου πω; –Τι τγέχει ανάμεσα στον Σίμο και στον θείο; Γιατί είμαι σίγουγη πως κάτι μεταξύ τους συμβαίνει και η μαμά απλώς το γνωγίζει και σωπαίνει. –Ε, ναι… Αλλά– –Τι συμβαίνει; –Κοίτα, Μύρα… Ο Πασχάλης έδωσε εξαρχής πολλές και σημαντικές αρμοδιότητες στον Σίμο. Κι εκείνος τις καταφέρνει μια χαρά. –Επομένως;… –Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν ο Σίμος άρχισε να περνάει περισσότερο χρόνο στην εταιρεία και κατ’ επέκταση να ανακατεύεται σε περισσότερα πράγματα από όσα τού είχε αναθέσει ο Πασχάλης. Κάπως έτσι, σκαλίζοντας, ανακάλυψε κάποιες περιπτώσεις από παλιές υποθέσεις όπου φαίνονταν κάπως μπερδεμένες. Αρχικά ενημέρωσε τον Πασχάλη σχετικά κι εκείνος τού ζήτησε να πάψει να ασχολείται με αυτές τις υποθέσεις και να κοιτάζει μονάχα τις δουλειές που του έχουν ανατεθεί. Ο Σίμος τότε πείσμωσε και άρχισε να ψάχνει όλο και περισσότερο. Απευθύνθηκε με αντίγραφα των αρχείων σε δικηγόρο εκτός τής εταιρείας, ώστε να μπορέσει να διαλευκάνει αυτές τις υποθέσεις. –Τι υποθέσεις ήταν αυτές; –Αυτές, Μύρα, ήταν από την εποχή που ζούσε ο πατέρας σου και φυσικά και ο Χρύσος. Ναι μεν πάνε πολλά χρόνια από τότε, όμως υπάρχουν δυο υποθέσεις που σχετίζονται με κρατικές αναθέσεις έργων και στις οποίες οι διαδικασίες δεν υπήρξαν και τόσο νόμιμες… –Τι λες τώγα, θεία; Δηλαδή ο μπαμπάς… Και ο Χγύσος… Και ο θείος ο Πασχ– –Όχι ο θείος σου, Μύρα. Ο Πασχάλης τα έμαθε όλα αυτά πολύ αργότερα, μετά τον θάνατο του πατέρα σου. Όταν ανέλαβε πλέον εξολοκλήρου τη διοίκηση της κατασκευαστικής κι έτσι ο Χρύσος, ως δικηγόρος τής εταιρείας, αναγκάστηκε να τον ενημερώσει πλήρως και γι’ αυτά τα ζητήματα, ώστε να γνωρίζει τι έπρεπε να προσέχει και να προφυλάσσει για να μη βρεθούν εκτεθειμένοι. –Και πώς στο καλό τα πγοφύλαξε, όταν κάποιος Σίμος μπόγεσε μέσα σε τόσο λίγο καιγό να τα ανακαλύψει; –Τον υποτιμάς τον άντρα σου, κορίτσι μου… Ο τόνος της ήταν τόσο φαρμακερός, λες και τόσην ώρα που μιλούσε πιο ουδέτερα, πιεζόταν για να συγκρατήσει το φαρμάκι που είχε ανάγκη να


Ευτυχία Κανάρη

241

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βγάλει. Συνέχισε με το ίδιο ύφος, εκείνο που είχε πάντοτε όταν αναφερόταν στις πονηριές των άλλων. –Τα αρχεία που βρήκε ο Σίμος δεν περιείχαν από μόνα τους κάτι το ύποπτο. Όμως εκείνος ουσιαστικά ήθελε να βρει κάτι. Δεν βρήκε τυχαία ψάχνοντας, έψαχνε για να βρει και βρήκε. –Τι θες να πεις, θεία; –Θέλω να πω πως ο Σίμος είχε βάλει σκοπό όλον αυτόν τον καιρό να βρει κάποια βρομιά, ώστε να μπορεί έπειτα να τη χρησιμοποιήσει για το συμφέρον του. Εκβιαστικά, Μύρα. –Θεία, τι λες τώγα; –Καταλαβαίνεις γιατί όλο αυτό το διάστημα δεν σου μιλάει κανείς για την αλήθεια; Τι να σου πρωτοπεί κάποιος; Πως ο πατέρας σου, μαζί με τον Χρύσο, εμπλεκόταν σε παράνομες υποθέσεις; Πως ο Σίμος, γνωρίζοντας γι’ αυτό τώρα πια, εκβιάζει τον θείο σου; Η μάνα σου τα έμαθε όλα τούτα αναγκαστικά, την ενημέρωσε ο Πασχάλης, ώστε να μην πέσει από τα σύννεφα σε μια ενδεχόμενη αποκάλυψη. Γι’ αυτό και της γυρνάνε τ’ άντερα όταν βλέπει τον άντρα σου. Δεν τον ήθελε που δεν τον ήθελε, τώρα… –Θεία, τι είναι όλα αυτά πάλι; Τι πγέπει να κάνω εγώ τώγα; Ποια είναι η θέση μου; Και βασικά, πώς εκβιάζει ο Σίμος τον θείο; Τι του ζητά; –Ό,τι θέλει μπορεί να του ζητήσει μ’ αυτά που έχει στα χέρια του, κορίτσι μου. Αρχικά έχει αρκεστεί απλώς σε μια σημαντική αήξηση του μισθού του, για την οποία εικάζω πως δεν γνωρίζεις καν, και στο να έχει πρόσβαση σε ό,τι ζητήσει μέσα στην εταιρεία. Αλλά να μου το θυμηθείς, Μύρα, αυτή η κατάσταση δεν θα έχει καλή εξέλιξη. Αυτός ο άνθρωπος έχει βαλθεί να γίνει εκεί μέσα δερβέναγας και όπως πάει σιγά σιγά θα καταστρέψει ό,τι έχουν χτίσει ο θείος σου κι ο πατέρας σου τόσα χρόνια. Ο Πασχάλης είναι να σκάσει. Δεν ξέρει πώς να το διαχειριστεί. Καταλαβαίνεις τι έπαθε; Έβαλε στη δουλειά του τον άντρα τής ανιψιάς του για να τον βοηθήσει –ουσιαστικά για να βοηθήσει εσένα το έκανε– και βρέθηκε να αντιμετωπίζει έναν πόλεμο από αυτόν τον άνθρωπο αντί για ευγνωμοσύνη. –Δεν ξέγω τι να πω… Το κεφάλι μου κοντεύει να εκγαγεί… Συμβαίνουν τόσον καιγό όλα αυτά κι εγώ… Θεία, ποια είναι τώγα εμένα η θέση μου; Τι πγέπει να κάνω με όλα αυτά; Ιδέα δεν έχω… –Αυτό, κορίτσι μου, δεν μπορεί να σου το πει κανένας άλλος. Και πόσο μάλλον εγώ· είμαστε οι σύζυγοι των δυο ανδρών που διαμάχονται, τι να σου πω εγώ; Και να σου είμαι απόλυτα ειλικρινής; Δεν το περίμενα αυτό από τον Σίμο. Μια χαρά παιδί μάς φαινόταν από την αρχή. Και η οικογένειά του επίσης είναι αξιόλογη. Τι να έχει φταίξει; Ποιος το ξέρει; Ίσως όλη αυτή η ιστορία με τον ακρωτηριασμό του να του


242

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έβγαλε στην επιφάνεια όλη του την ανασφάλεια και να τον έχει κάνει τέτοιον άνθρωπο… –Αχ, θεία, να χαγείς… Μην την κάνουμε αυτή την κουβέντα. Σημασία έχει τώγα τι θα κάνουμε. Κοίτα, είμαι πολύ μπεγδεμένη. Θα πάω στο σπίτι να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου και να δω τι θα κάνω. Πάντως… σ’ ευχαγιστώ που μου τα είπες… –Τι με ευχαριστείς, βρε Μύρα; Έτσι κι αλλιώς σχεδόν με ανάγκασες!... Αλλά έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, είναι όπως το είπες: σημασία έχει τώρα τι κάνουμε. Μύρα, είσαι σίγουρη πως είσαι καλά; Δεν θέλεις να καλέσω ένα ταξί και να σε συνοδέψω; –Όχι, εντάξει είμαι, απλώς έχω πονοκέφαλο. Μια χαγά θα είμαι, θα πάγω ταξί και σε λίγη ώγα θα είμαι στο σπίτι. Έτσι ακριβώς έγινε. Μπήκα στο σπίτι με μια αίσθηση πως εγκυμονούσα, όχι μονάχα το παιδί μου, αλλά κι ένα βάρος ασήκωτο, που λες και με ωθούσε να σωριαστώ στο πάτωμα. Έβαλα ένα ποτήρι νερό και κάθισα σε μια καρέκλα τής κουζίνας. Ποια ήταν η θέση μου μέσα σε αυτή την κατάσταση; Δεν ήξερα καν ποια θα ήταν η στάση μου απέναντι στον Σίμο μόλις θα άνοιγε η πόρτα και θα έμπαινε στο σπίτι μας. Υποτίθεται πως με τον σύζυγό μου έπρεπε να με συνδέει μια σχέση εμπιστοσύνης και κοινής πλεύσης, πώς καταλήξαμε να μας χωρίζουν ωκεανοί ολόκληροι, ως και συγκρούσεις συμφερόντων; Ο άντρας μου να εκβιάζει τον θείο μου; Εκείνον που, από τότε που έχασα τον πατέρα μου, έχει διαχειριστεί με τον πιο έντιμο τρόπο το περιουσιακό μας μερίδιο στην εταιρεία; Ο άνθρωπός μου, υποτίθεται, έδειξε δόντια και νύχια σε έναν άνθρωπο που έχει στηρίξει την οικογένειά μου επί σειρά ετών με ακεραιότητα. Κι ακόμη και τότε, ο θείος μου επέλεξε να με προστατέψει από το βάρος αυτό. Αντί να με εμπλέξει στην υπόθεση ή ακόμη και να με επικρίνει, όπως θα έκανε άλλος στη θέση του, για την επιλογή μου να κάνω οικογένεια με κάποιον που απειλεί την ήδη υπάρχουσα οικογένειά μου και την περιουσία της. Ο θείος Πασχάλης δεν ήταν τέτοιος χαρακτήρας. Όμως βρισκόμουν ήδη αντιμέτωπη με το γεγονός πως μάλλον η κρίση μου σχετικά με τους χαρακτήρες των ανθρώπων δεν ήταν και η πιο ορθή… Ο ήχος τού κλειδιού στην πόρτα μού προκάλεσε ταχυπαλμία και μια φλόγα στο στήθος. Όλο σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις κι όμως δεν είχα καταλήξει σε καμία απόφαση σχετικά με το πώς θα διαχειριζόμουν το σοβαρό αυτό θέμα. Όλη αυτή τη σύγχιση, ο Σίμος τη διάβασε στα μάτια μου. –Τι συμβαίνει, κοριτσάκι; Γιατί είναι τόσο αγριεμένο το πρόσωπό σου;


Ευτυχία Κανάρη

243

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Αν σου έλεγα πως κάποιος απειλεί να μας κάνει κακό αν δεν του κάνουμε τα γούστα του, πώς θα αντιδγούσες; Αγρίεψε μεμιάς και το δικό του το βλέμμα. –Γιατί, συμβαίνει κάτι τέτοιο; –Αν συνέβαινε, πώς θα αντιδγούσες; –Δεν σε καταλαβαίνω, Μύρα. Μπορείς να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει, γιατί δεν βγάζω άκρη με τις ερωτήσεις σου; –Βεβαίως. Κάποιος απειλεί να κάνει κακό στην οικογένειά μας. –…Ποια οικογένεια; –Βλέπεις, Σίμο; Από κει ξεκινάνε όλα. –Από πού; Τι λες;… –Από το ότι ποτέ δεν αισθάνθηκες μέλος της οικογένειάς μου, ό,τι κι αν έκαναν κάποιοι άνθγωποί της για σένα – για μας. Σου λέω πως κάποιος απειλεί την οικογένειά μας κι αντί να αναγωτηθείς «ποιος;», αναγωτιέσαι ποια οικογένεια εννοώ λέγοντας «οικογένειά μας». Και να σου είμαι απόλυτα ειλικγινής; Καθόλου δεν θα με πείγαζε αυτό· εσύ εμένα παντγεύτηκες, όχι την οικογένειά μου. Αλλά από το να μην αισθάνεσαι μέλος της μέχγι το να την πολεμάς, η απόσταση είναι τεγάστια, Σίμο. –Μάλιστα… Περί αυτού πρόκειται… Μια έκφραση αναίδειας κατέλαβε το πρόσωπό του και τη στάση τού σώματός του μόλις κατάλαβε για τι μιλούσα. Η αρχική του ανησυχία εξαφανίστηκε κι έδωσε τη θέση της σε μια σιγουριά που με θύμωνε. Έριξε το σακάκι του στην πλάτη μιας καρέκλας και κατευθύνθηκε προς τον νεροχύτη γεμίζοντας ένα ποτήρι με νερό. Στάθηκε εκεί όρθιος πίνοντας χαλαρά το νερό του και με κοιτούσε. –Ποιος σου τα κελάηδησε, για να έχουμε καλό ερώτημα; –Αυτό σε νοιάζει; Σοβαγά μιλάμε τώγα; Θέλεις να μου εξηγήσεις τι έχει συμβεί, Σίμο; –Αφού σου τα είπανε όλα, έτσι δεν είναι; Μπήκα μέσα και σε βρήκα σαν την αγριεμένη γάτα. Θέλεις να σου τα πω κι εγώ τώρα; –Ακγιβώς! Δυσκολεύομαι να τα πιστέψω όλα αυτά και ναι, θέλω να τα ακούσω κι από την πλευγά σου για να μπογέσω να κατανοήσω τι συμβαίνει. –Αυτό που συμβαίνει, Μύρα, είναι πως στην εταιρεία τού μπαμπάκα και του θειού σου υπάρχουν κάποια βρόμικα μυστικά, που εγώ τα ανακάλυψα και αυτό δεν τους άρεσε καθόλου εκεί μέσα. –Τι δεν τους άγεσε; Που τους εκβιάζεις; Γιατί αυτό ούτε σ’ εμένα, ούτε σε κανέναν δεν θα άγεσε.


244

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Έτσι σου είπανε, ε; Μα, τι ρωτάω κι εγώ; Φυσικά κι έτσι σου είπαν! –Εγώ είμαι έτοιμη να ακούσω αυτά που έχεις να μου πεις εσύ. –Η δουλειά μου εκεί μέσα, Μύρα, έχει πολλές ευθύνες. Και τις έχω αναλάβει όλες με άψογα αποτελέσματα. Όταν ανακάλυψα τις λαμογιές τους, το μόνο που είχε να μου πει ο Πασχάλης και ο δικηγόρος τής εταιρείας, ήταν να κοιτάζω τη δουλειά μου. Κι αυτό έκανα… Το μεγαλύτερο μέρος τής δουλειάς μου είναι να φροντίζω να γίνονται σωστά οι διαδικασίες. Και σ’ εκείνες τις δυο υποθέσεις που ανακάλυψα, οι διαδικασίες που είχαν ακολουθηθεί ήταν τελείως παράνομες. Εγώ, λοιπόν, φροντίζω να μην επιτρέψω να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Για να το καταφέρω αυτό, χρειάζεται να υπενθυμίζω στον θείο σου και σε όποιον άλλον εκεί μέσα χρειαστεί, τα λάθη τού παρελθόντος. Αν αυτό ονομάζεται εκβιασμός, τότε μάλλον κάτι έχουν καταλάβει στραβά στην εταιρεία. Αλλά αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα για να το λύσω, είναι δικό τους. –Εάν είναι όλα τόσο απλά και άδολα, όπως τα λες, τότε για ποιον λόγο δεν μου έχεις ποτέ αναφέγει τίποτε από όλα αυτά; –Τι να σου αναφέρω, μωρέ Μύρα κι εσύ; Με δουλεύεις; Από πότε σε ενδιέφεραν εσένα τα ενδοεταιρικά ζητήματα; Δεν θα βρεθώ τώρα και υπόλογος επειδή δεν ερχόμουν να σε ζαλίζω κάθε τόσο με τα θέματα της δουλειάς. –Ούτε και τη μεγάλη αύξηση του μισθού σου θεώγησες σημαντική ώστε να μου την αναφέγεις ποτέ; Γιατί κάτι τέτοιο, αν δεν κάνω λάθος, μας αφογά και τους δυο. –Μάλιστα… Κατάλαβα. Με τα παραπάνω χρήματα που παίρνω από τη δουλειά, Μύρα, σκόπευα να μαζέψω ένα μεγάλο ποσό και να σου κάνω μια σημαντική έκπληξη. Είναι ανέγγιχτο ολόκληρο το ποσό τής αύξησης που έχω πάρει ως τώρα, αυτό σού το λέω για την περίπτωση που πιστεύεις πως τα έχω φάει μόνος μου αυτά τα λεφτά. –Δεν με απασχόλησε κάτι τέτοιο, Σίμο. Το μόνο που πγόλαβε να με απασχολήσει είναι το ότι ο άνθγωπός μου γίχνει λάσπη στα μούτγα τού ανθγώπου που έχει στηγίξει την οικογένειά μου όλα αυτά τα χγόνια. Και στο κάτω κάτω, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, δεν μπογείς να εκβιάζεις τον θείο μου με στοιχεία από τις παγάνομες πγάξεις που έκανε ο αδελφός του εν αγνοία τού ίδιου. –Κι εσύ τι ξέρεις; Φαντάζομαι τώρα τα έμαθες κι εσύ όλα αυτά. Δεν μπορείς να ξέρεις αν ισχύει αυτό που σου ’πανε. –Ο θείος είναι έντιμος άνθγωπος, δεν μπλέκεται με τέτοια πγάγματα… –Κι ο πατέρας σου μέχρι σήμερα τέτοιος δεν ήταν στο μυαλό σου; Αλλά τι λέω; Εδώ αγνοούσες το ότι δεν ήταν καν πατέρας σου. Στο ψέμα των άλλων έχεις μεγαλώσει, κοπέλα μου. Κι ακόμη επιμένεις να πιστεύεις σε έντιμους κι αθώους ανθρώπους;


Ευτυχία Κανάρη

245

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πέταξε με πρωτόγνωρη σκληρότητα τις κουβέντες αυτές κι έπειτα πήρε το σακάκι του και βγήκε από την κουζίνα. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα επέστρεψε για να μου πει την τελευταία του κουβέντα. Ύστερα τον άκουσα στο χολ να αρπάζει τα κλειδιά του και να κλείνει πίσω του θυμωμένα την εξώπορτα. Έμεινα ακίνητη για ώρα στη θέση μου, να ακούω ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου να αντηχούν οι τελευταίες του κουβέντες… –…Κι όσο για τη λάσπη που είπες προηγουμένως, να σου θυμίσω με ποιες κουβέντες με σήκωσες κάποτε στα πόδια μου; «Για να χτίσεις, πρέπει να ρίξεις λάσπη»…

«Αχ, μπαμπά… Τι υλικά μού κληροδοτήσατε για να χτίσω τη ζωή μου; Σκόνη από άστρα και λάσπη… Τι μπορεί κανείς να χτίσει με σκόνη από άστρα και λάσπη; Τι μπορεί, που να αντέχει στον χρόνο και σε όλους τούς καιρούς; Τι μπορεί, που να μην γκρεμίζεται ξανά και ξανά; Τι μπορεί;… »Αχ, μπαμπά, όλα στη ζωή έχουν διπλό πρόσημο. Μια αποβολή, μια εγκυμοσύνη, ένας έρωτας, ένας γάμος. Μια φράση που παροτρύνει κάποιον να χτίσει και κάποιον άλλον να γκρεμίσει. Η λάσπη… Η σκόνη από τα άστρα… Όλα στη ζωή έχουν διπλό πρόσημο, μπαμπά μου…».


246

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κ

αθώς διέσχιζα τον διάδρομο της κλινικής, το μυαλό μου κόντευε να πάρει φωτιά από τις σκέψεις. Σε λίγο καιρό θα γεννούσα. Και τι είχα καταφέρει ως τότε; Να υλοποιήσω το σενάριο που φοβόμουν. Η κατάσταση ανάμεσα σ’ εμένα και τον Σίμο ήταν τεταμένη, σχεδόν με δυσκολία μιλούσαμε ο ένας στον άλλον μέσα στο σπίτι, κι αυτό μονάχα για να συνεννοηθούμε για τα αναγκαία. Απέναντι στους υπόλοιπους ανθρώπους τής οικογένειάς μου, τη μητέρα μου, τον θείο Πασχάλη, τη θεία τη Λεμονιά, ένιωθα αμηχανία. Τι να εξηγούσα και ποιανού το μέρος να έπαιρνα; Ζούσα μαζί με εκείνον που θεωρούσα απαράδεκτο στην όλη ιστορία. Αισθανόμουν αμηχανία και ντροπή. Ο Σίμος δεν έλεγε να αλλάξει στάση απέναντι στον θείο και την εταιρεία. Μάλιστα θεωρούσε τη δική μου αντίδραση παράλογη κι έτσι άλλαξε στάση απέναντι σ’ εμένα. Ο Σίμος… Ο σύζυγός μου, ο πατέρας τού παιδιού που είχα στην κοιλιά μου. Ντροπή αισθανόμουν. Κι απέχθεια. Και αδυναμία… Με το κόκκινο ψάθινο καπελίνο μου ανά χείρας, πλησίαζα στο δωμάτιο της Νίκης. Ήθελα τόσο πολύ να την πάρω αγκαλιά… Ουσιαστικά αυτό που πραγματικά ήθελα ήταν να με πάρει εκείνη αγκαλιά. Αλλά πλέον αυτό έμοιαζε αδύνατον. Θυμήθηκα που μέσα στα διάφορα φυλλάδια που μου είχε δώσει η κυρία Αποστολία, ένα έγραφε, μεταξύ άλλων, πως μια Αμερικανίδα ψυχοθεραπεύτρια έλεγε ότι ο άνθρωπος χρειάζεται τέσσερις αγκαλιές τη μέρα για να επιβιώσει, οκτώ για να συντηρηθεί και δώδεκα για να αναπτυχθεί. Κι εγώ τον τελευταίο καιρό δεν είχα καμία… Μηχανικά τοποθέτησα το καπέλο άτσαλα κάτω από το μπράτσο μου και άπλωσα και τις δυο παλάμες στην κοιλιά μου. «Μωρό μου… Με πόση πίκρα σε ποτίζω κι εσένα; Σ’ αγαπώ τόσο, κι όμως σε πικραίνω… Με συγχωρείς… με συγχωρείς…». Τις σκέψεις μου διέκοψαν απότομα δυο υπάλληλοι της κλινικής, οι οποίοι τραβούσαν μαζί τους μια γυναίκα που βρισκόταν σε κρίση και της είχαν φορέσει ζουρλομανδύα. Τα μανίκια τής άσπρης αυτής ρόμπας ήταν σφιχτοδεμένα στην πλάτη της, αναγκάζοντας τα χέρια της να αγκαλιάζουν το κορμί της. Στάθηκα ακίνητη και παρατηρούσα τη σκηνή αποσβολωμένη. «Λες ένας από τους λόγους που φορούν ζουρλομανδύες σε ψυχασθενείς που παθαίνουν κρίση, να είναι κι αυτός;… Να τους αναγκάζουν να αγκαλιάζουν τον εαυτό τους για να ηρεμήσουν;…».


Ευτυχία Κανάρη

247

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Χάιδεψα πιο έντονα την κοιλιά μου. «Με συγχωρείς, μωρό μου, είχα πραγματικά την ανάγκη να έρθω εδώ σήμερα…». Η γυναίκα οδηγήθηκε σε ένα από τα ακριανά δωμάτια του διαδρόμου. Οι φωνές της εξακολουθούσαν να ακούγονται, πιο μακρινές πια, λες και την έβλεπα προηγουμένως σε όνειρο και τώρα σιγά σιγά ξυπνούσα. Κοίταξα τριγύρω μου για να προσανατολιστώ και πάλι. Το δωμάτιο της Νίκης βρισκόταν στη μεθεπόμενη πόρτα από το σημείο που βρισκόμουν. Χτύπησα την πόρτα. Ίσως τάχα μου μια ελπίδα πως θα μου αποκρινόταν… Φυσικά δεν πήρα καμία απάντηση. Άνοιξα και βρήκα τη Νίκη καθισμένη σε μια καρέκλα, με το βλέμμα της καρφωμένο στον απέναντι τοίχο, μόνιμη εικόνα πλέον. –Νίκη μου… Έτρεξα δίπλα της, ακούμπησα στα πόδια της το κόκκινο καπέλο, έσκυψα ελαφρά και την αγκάλιασα. Η τεράστια κοιλιά μου δεν μου άφηνε το περιθώριο να τη σφιχταγκαλιάσω όπως ήθελα. Καμία αντίδραση από τη μεριά της. Λες και αγκάλιαζα μια κούκλα. –Και τι δεν θα ’δινα να με αγκάλιαζες ξανά, Νίκη μου… Αλήθεια σ’ το λέω… Και τι δεν θα ’δινα για μια αγκαλιά σου… Πήρα κι εγώ μια καρέκλα και κάθισα σχεδόν απέναντί της. Δεν ήθελα να την αναγκάσω να έχει το βλέμμα της καταπάνω μου, αν αυτό ήταν κάτι που δεν επιθυμούσε –κι αν η ικανότητά της να επιθυμεί ήταν ακόμη ζωντανή– οπότε κάθισα λιγάκι πιο αριστερά της. –Νίκη… θα γεννήσω όπου να ’ναι. Και πόσο θα ήθελα να σε είχα εκεί, δίπλα μου. Πώς τα έχουμε κάνει έτσι, κογιτσάκι μου; Καμιά φογά σε σκέφτομαι και νιώθω μια μικγή ζήλεια. Ζήλεια που επέλεξες να χαθείς μέσα στον ωκεανό που ταξιδεύεις κι έτσι γλίτωσες. Μετά όμως συνέγχομαι. Γιατί πήγες κι έπνιξες τη φίλη μου, Νίκη μου; Θα είχαμε η μια την άλλη και θα τη βγίσκαμε τη δύναμη να συνεχίσουμε. Τώγα; Εσύ ανάμεσα στα κογαλλένια στολίδια και τους γιγαντιαίους αχινούς σου κι εγώ... Εγώ πού, Νίκη μου; Ούτε που ξέγω πού πατώ και πού βγίσκομαι πια. Λοιπόν, ξέγεις κάτι; Όλα τα ξέγαμε μάλλον από την αγχή. Θυμάσαι; Όταν μιλούσαμε για τα σενάγια της ζωής μας, εσύ απλώς μου είπες «θα δεις…». Πες μου, αυτό δεν εννοούσες; Αυτό δεν εννοούσες, αγαπημένη μου; Πως μια μέγα θα βουτούσες μέσα στον βυθό τής ύπαγξής σου και δεν θα κολυμπούσες ξανά πγος την επιφάνεια. Και τώγα εγώ σου μιλάω, αλλά δεν ξέγω καν αν με ακούς, Νίκη μου. Κι έχω τόσα να σου πω… Κι εγώ το δικό μου σενάγιο ζω· όχι το ιδανικό, το άλλο, εκείνο που φοβόμουν. Επέστγεψα στην Ελλάδα, δεν δουλεύω πάνω σε αυτό που θέλω, παντγεύτηκα κάποιον που αγάπησα πολύ, αλλά έχω φτάσει σχεδόν στο σημείο να τον


248

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απεχθάνομαι και όπου να ’ναι θα γεννήσω ένα παιδί που δεν έχω ιδέα τι στο καλό να του μάθω για τη ζωή. Θυμάσαι τι με είχες συμβουλέψει; Να του μάθω να είναι πγοετοιμασμένο για το χειγότεγο και πγοικισμένο για το καλύτεγο. Να μην είναι σαν εμάς… Πώς μαθαίνεις ένα παιδί να μην είναι σαν εσένα, Νίκη μου; Ιδέα δεν έχω πώς. Νίκη, μου λείπεις… Όσο τίποτε άλλο κι όσο κανείς αυτή τη στιγμή… Μου λείπεις… Από τα μάτια μου έτρεχαν ποτάμια τα δάκρυα και δεν είχα καν το κουράγιο να αφήσω τα χέρια τής Νίκης για να σκουπίσω τα μάγουλά μου. Συνειδητοποιούσα πάντοτε πως είχα, κάθε φορά που την επισκεπτόμουν, την ελπίδα κάπου μέσα μου πως θα άνοιγε το στόμα της και θα μου έλεγε μια κουβέντα ή θα έστρεφε το βλέμμα της στο δικό μου. Κάτι, κάτι απλό που θα μου έδινε να καταλάβω πως ήταν εκεί, μαζί μου ακόμη. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε ποτέ να σβήσει αυτή η ελπίδα, γιατί αυτό θα σήμαινε πως θα αποδεχόμουν τον θάνατο της Νίκης, κι ας ήταν ακόμη οργανικά ζωντανή. Όμως πραγματικά μού ήταν δύσκολο να αντέξω άλλον θάνατο μέσα μου. Και κυρίως τον δικό της.

«Αχ, Νίκη μου… Ακόμη και ο τρόπος που επέλεξες να φύγεις από τη ζωή σου, ήταν αινιγματικός. Κι όσο εγώ αναρωτιόμουν αν είχες φύγει πραγματικά ή αν απλώς κρυβόσουν για να προστατευτείς, τόσο άκουγα μέσα στο κεφάλι μου τις νύχτες τη φωνή σου να λέει “θα δεις…”. »Να γύριζες, Νίκη μου… Να επέστρεφες. Αυτό ήθελα μονάχα να δω…»


Ευτυχία Κανάρη

249

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Η

ζωή μόνο κατά το όνομα είναι ζωή, και στην πραγματικότητα πόνος». Αυτό μού είχε πει μια μέρα η Συγωγώ αναστενάζοντας, με ένα βλέμμα αποκαρδιωμένο, γεμάτο σύννεφα. Για την ακρίβεια, αυτό ήταν η μετάφραση που μου έδωσε έπειτα, για ένα από κείνα τα «δικά της» που μόλις είχε εκστομίσει. «Βίος γαρ όνομ’ έχει μόνον πόνος γεγώς». 25 Ήταν μια από τις λιγοστές φορές που η Συγωγώ δήλωνε κάτι τόσο απαισιόδοξο. Κι εκείνα τα σύννεφα τα γκρίζα στο πικραμένο εκείνο βλέμμα της, πόσες φορές τα συνάντησα στη ζωή μου… Ολόκληρη σχεδόν η ζωή μου, μόνο κατά το όνομα ήταν ζωή, στην πραγματικότητα ήταν πόνος… Είχε βραδιάσει. Και πριν ακόμη να πέσει το σκοτάδι, ο ουρανός ήταν ήδη σκοτεινός, ολόκληρη τη μέρα ήταν γκρίζος. Ερχόταν μεγάλη μπόρα. Είχα περάσει την ημέρα στο πατρικό μου με τη μητέρα μου και τον Παρασκευά. Κι έπειτα εκείνη ανέλαβε να με γυρίσει στο σπίτι μου. Ο Σίμος δεν είχα ιδέα πού βρισκόταν. Δεν είχαμε μιλήσει καθόλου όλη την ημέρα. Αλλά αυτό δεν ήταν πια παράξενο, γενικώς δεν μιλούσαμε ιδιαίτερα πλέον… Βρήκαμε μέρος να παρκάρουμε και βγήκαμε και οι δυο από το αμάξι, καθώς η μάνα μου πάντοτε με συνόδευε μέχρι την πόρτα τού σπιτιού. Όσο πλησιάζαμε προς το σπίτι, ακούσαμε μια αντρική φωνή να μιλά κοφτά και αγριεμένα, αλλά συγχρόνως και χαμηλόφωνα, πνιχτά, τόσο που δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε. Ανησυχήσαμε. Και πολύ περισσότερο η μητέρα μου, η οποία με έπιασε από το μπράτσο και με τράβηξε στην εσοχή μιας εισόδου πολυκατοικίας από την οποία μόλις περνούσαμε. –Έλα εδώ πέρα… Τι να ’ναι τώρα κι αυτό βραδιάτικα; Εγώ δεν είπα κουβέντα. Ξεπρόβαλα ίσα ίσα το κεφάλι μου από την είσοδο για να εντοπίσω από πού ακριβώς ερχόταν η φωνή. Τότε συνειδητοποίησα πως ήταν δύο οι φωνές που μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο. Κι έπειτα έπαψαν οι φωνές κι ακούστηκαν ήχοι από σαματά, σαν μια σχεδόν σιωπηλή πάλη. Και ήταν εκείνη τη στιγμή που διέκρινα το μπουφάν τού Σίμου… Δυο άντρες τον είχαν αρπάξει και τον έσπρωχναν, προφανώς για να τον μεταφέρουν κάπου πιο απόμερα. Ένιωσα το στήθος μου να φλέγεται και την 25

Ευριπίδης, 480-406 π.Χ. , Αρχαίος Έλληνας τραγικός


250

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καρδιά μου μέσα του να χτυπά τόσο δυνατά, που σχεδόν με ζάλιζε. Δεν σκεφτόμουν καθαρά. Προφανώς δεν σκεφτόμουν καθόλου… Γιατί πετάχτηκα από την εσοχή όπου βρισκόμασταν και βγήκα στον δρόμο φωνάζοντας. –Αφήστε τον! Αφήστε τον σας λέω! Σίμο… Ο Σίμος μόλις με είδε άρχισε να μου φωνάζει να φύγω. Η μητέρα μου έτρεξε να με πλησιάσει για να με τραβήξει μακριά τους. Όμως εγώ, βλέποντας πως τον είχαν στριμώξει και δεν τον άφηναν, πλησίασα κι άλλο. Συνέχισα να τους φωνάζω, ώσπου ο ένας από αυτούς στράφηκε προς το μέρος μου και μου έδωσε μια δυνατή σπρωξιά, με την οποία σωριάστηκα στον δρόμο, λίγα βήματα κοντά τους, μπροστά από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Ήταν τόσο βίαιη η πτώση μου, που σχεδόν με καθήλωσε εκεί, ζαλισμένη. Η μητέρα μου έτρεξε πλάι μου τρομοκρατημένη. Με κράτησε στα χέρια της και με ρωτούσε αν είμαι καλά, αν χτύπησα, πώς νιώθω. Κι έπειτα στράφηκε σ’ αυτούς φωνάζοντας. –Είναι έγκυος, αλήτες! Δεν ντρέπεστε καθόλου; Ξαφνικά ένιωσα αφόρητους πόνους στην κοιλιά μου. Νόμιζα πως χανόμουν… Η πάλη τού Σίμου με τους δυο άντρες συνεχιζόταν, καθώς προσπαθούσε να τους απωθήσει και να έρθει σ’ εμένα που ούρλιαζα. Ώσπου μέσα από τη ζαλάδα, τους πόνους μου και τις φωνές τής μαμάς, τους είδα εν τέλει να τον αφήνουν και να τρέχουν μακριά, προφανώς έχοντας αποσπάσει από κείνον ό,τι ήθελαν να κλέψουν. Εκείνος έμεινε εκεί όρθιος με την πλάτη του στον τοίχο, με τα μαλλιά και τα ρούχα του αναστατωμένα, να με κοιτάζει με τα μάτια του ορθάνοιχτα. Ώσπου κατέρρευσε και σύρθηκε αργά στον τοίχο, πέφτοντας στο έδαφος του πεζοδρομίου. Του φώναζα και συγχρόνως ούρλιαζα από τους πόνους. –Σίμο! Σίμο!… Τι έχεις; Σίμο! Εκείνος έφερε το δεξί του χέρι κάτω από το στήθος του και τότε είδα τη λαβή ενός μαχαιριού να ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα δάχτυλά του. –Σίμο!... Η μάνα μου βρισκόταν σε κατάσταση πανικού. Μια φώναζε σ’ εμένα να σταματήσω να ουρλιάζω και να ηρεμήσω, μια φώναζε στον Σίμο που τον έβλεπε σιγά σιγά να αφήνεται, μια κραύγαζε για βοήθεια. Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στα μπαλκόνια και κάποιοι βγήκαν από τα σπίτια τους και μας περικύκλωσαν. Τους άκουγα να λένε πως σε λίγο θα ερχόταν το ασθενοφόρο. –Μαμά! Χάνω το παιδί μου!... Μαμά!...


Ευτυχία Κανάρη

251

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Σώπα, κορίτσι μου, έρχονται όπου να ’ναι. Κρατήσου όσο μπορείς, σε παρακαλώ… Τίποτε δεν θα πάθει το παιδί… Κρατήσου! Και το τελευταίο που θυμάμαι πριν να λιποθυμήσω, είναι το βλέμμα τού Σίμου. Το τελευταίο του, το τρομοκρατημένο του βλέμμα πριν να σβήσει, καθώς με κοιτούσε, για ακόμη μια φορά, να χάνω το παιδί μου... Το παιδί μας… Την ημέρα τής κηδείας τού Σίμου, ο ουρανός ήταν γεμάτος θυμό· γκρίζο, πυκνό θυμό. Κηδεύτηκε πέντε ημέρες μετά τον θάνατό του, καθώς μεσολάβησαν οι διαδικασίες τής νεκροψίας, αλλά κι επειδή το ζήτησε η μητέρα μου, ώστε να μπορέσω να βγω από την κλινική για να παρευρεθώ στην ταφή. Ο Χουσεΐν… Μόνος του αυτή τη φορά. Εμφανώς κουρασμένος από τα χρόνια που κάθισαν βαριά πάνω του, μα πάντοτε γλυκά χαμογελαστός, ακόμη και στις πιο δακρύβρεχτες κηδείες. Ο Ισχούναπελ, απών. Καλύτερα, δεν τον συμπάθησα ποτέ μου. Ένιωθα πως του άρεσε πολύ αυτό που έκανε, κι ας μη χαμογελούσε όπως ο Χουσεΐν. Έδειχνε να απολαμβάνει ιδιαίτερα να ρίχνει χώμα πάνω από τους νεκρούς. Και από την άλλη, είχα πάντοτε τη σιγουριά πως αν του ζητούσες να φυτέψει ένα λουλούδι σε μια γλάστρα, θα δυσανασχετούσε, σε αντίθεση με τον Χουσεΐν – τον Τούρκο, τον Λουκά. Δεν έριξα ούτε ένα δάκρυ. Δεν μου έβγαινε να κλάψω στην κηδεία κάποιου… ξένου. Γιατί με τίποτε δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό μου πως εκεί μέσα, σ’ εκείνο το φέρετρο βρισκόταν ο Σίμος. Δεν ήταν ο άντρας μου αυτός. Κι εγώ αισθανόμουν άβολα να βρίσκομαι σε μια κηδεία που δεν ήθελα να βρίσκομαι. Η μητέρα τού Σίμου είχε παραδοθεί σε ένα κλάμα σπαρακτικό κι ατέρμονο. Το δέρμα της είχε σκαφτεί, τα μάτια της είχαν γίνει σαν δυο μαύρες τρύπες που οδηγούσαν στο χάος. Ούτε κι εκείνη ήταν η κυρία Ελευθερία… Ο Γιαννής είχε στο πρόσωπό του μια πρωτόγνωρη αγριάδα και τα σουφρωμένα χείλη του είχαν σχεδόν ασπρίσει από την ένταση με την οποία τα έσφιγγε. Ο κύριος Νικόλας, παντελώς ανέκφραστος. Προφανώς ούτε κι εκείνος μπορούσε να καταλάβει για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί. Ούτε τον γιο του έβρισκε εκεί μέσα όπου όλοι πίστευαν πως τον έβλεπαν, ούτε τη σύζυγό του, ούτε τίποτε απ’ όσα γνώριζε. –Χους ην και εις χουν απελεύσητω…


252

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο γερασμένος πια παπα-Μανώλης έδωσε το σήμα. Ο Χουσεΐν ξεκίνησε να ρίχνει χώμα πάνω στο φέρετρο εκείνου τού ξένου, που βρισκόταν πλέον μέσα στον λάκκο. Όλοι μεμιάς σπάραξαν. Εγώ ανέκφραστη. Και ο κύριος Νικόλας. –Μαμά, πγέπει να πάω στην κλινική να δώσω γάλα για το παιδί. –Ναι, Μύρα, εγώ θα σε πάω. Τώρα, θα πάμε μαζί… Ο θυμός τού ουρανού εκδηλώθηκε· άρχισε ξαφνικά να βρέχει δυνατά, το χώμα γινόταν λάσπη. Ο Χουσεΐν εξακολουθούσε να φτυαρίζει και να γεμίζει τον λάκκο εκείνου τού ξένου. Η βροχή δυνάμωνε, ο Χουσεΐν έριχνε λάσπη κι εγώ έχτιζα με αυτήν τη δική μου χίμαιρα. Μια λασπωμένη χίμαιρα, που τρεφόταν με άρνηση…

«–Σίμο… Αυτό εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε τη λέξη “ερείπιο”; Αυτό το γκρεμισμένο, κατεστραμμένο δημιούργημα που είμαι εγώ; Σίμο… Πώς ξαναχτίζονται οι γκρεμισμένοι άνθρωποι;… –Για να χτίσεις, κοριτσάκι, πρέπει να ρίξεις λάσπη…»


Ευτυχία Κανάρη

253

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο

Δαβίδ… Γεννήθηκε πνιγμένος… Οι γιατροί και οι μαίες προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν, ώσπου πήρε επιτέλους την πρώτη του ανάσα και τον έβαλαν κατευθείαν σε θερμοκοιτίδα. Δεν μου τον έδιναν να τον πάρω αγκαλιά μέχρι και τη δεύτερη μέρα. Κι ακόμη και για το γάλα του, μου ζήτησαν να αντλώ με θήλαστρο κάθε τέσσερις ώρες και να τους το δίνω. Ο Δαβίδ μου… Ο μικροσκοπικός, δυνατός, πανέμορφος γιος μου. Γι’ αυτούς τούς λόγους αποφάσισα να του δώσω αυτό το όνομα. Κάποιοι δυσανασχέτησαν: «Ονόμασέ τον Σίμο, για να τιμήσεις τον πατέρα του, ή Σωκράτη, για τον δικό σου πατέρα. Ή Νικόλα, βρε Μύρα… Αλλά Δαβίδ; Από πού κι ως πού;». Δεν με ενδιέφερε η γνώμη κανενός. Κι ούτε υπήρχε ποτέ περίπτωση να δώσω στο παιδί μου κάποιο από τα ονόματα των πεθαμένων μου· ο γιος μου δεν ήθελα να έχει καμία προσωπική σύνδεση με τα χώματα και τις λάσπες μέσα μου. Δεν ήθελα να έχει κοινά χαρακτηριστικά με τίποτε και κανέναν γύρω μου· να ξεκινήσει έναν κόσμο δικό του από την αρχή ήθελα. Να μάθει να πορεύεται, όχι έρποντας όπως εμείς, αλλά σαν ένας εξαίρετος πολεμιστής, σαν ένας ακόμη Δαβίδ… Η Συγωγώ εν τέλει μού είχε μιλήσει για όλα μέσα από κείνα τα «δικά της»… –«Ουκ αν γένοιτο χωρίς εσθλά και κακά αλλ’ εστί της σύγκρασης»… 26 –Τι είναι πάλι ο εστίτης σύγκγουσης; Κι άλλης σύγκγουσης, Συγωγώ; –Όχι σύγκρουσης, αγάπη μου, σύγκρασης. –Α! Και τι είναι ο εστίτης σύγκγασης; –Δώσε μου να σου το γράψω κι αυτό να το έχεις, κορίτσι μου. Και μου το έγραψε κι αυτό, με τη μετάφρασή του στο πλάι: «Δεν γίνεται να είναι χώρια τα καλά και τα κακά, αλλά φαίνονται να είναι κράμα». Φυσικά και είναι κράμα… Ποτέ δεν είχα στη ζωή μου πραγματικά κάποιο κακό, δίχως να έχω συνάμα και κάποιο καλό. Απλώς δεν το έβλεπα πάντοτε τη σωστή στιγμή ώστε να πιαστώ από πάνω του, το αντιλαμβανόμουν αρκετά αργότερα κι έτσι πολλές φορές έμοιαζε σαν να μη μετρούσε. Όμως αυτό δεν ισχύει. Με τέτοια κράματα καλού και κακού ήρθα στον κόσμο, με τέτοια μεγάλωσα, με τέτοια πέρασα όλα τα στάδια της ζωής μου.

26

Ευριπίδης, 480-406 π.Χ. , Αρχαίος Έλληνας τραγικός


254

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ώσπου έφτασα να βρίσκομαι μπροστά στο πιο δραματικό τέτοιο κράμα και να μην μπορώ να βρω τον τρόπο να το διαχειριστώ. Γιατί, παρ’ όλα αυτά, δεν είχα μάθει ποτέ μου με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να συνδυάσει τις λέξεις «υποδέχομαι» και «αποδέχομαι», όταν η μία εχθρεύεται την άλλη πάνω στην ίδια αρένα. Είναι ένα γράμμα μονάχα, ένα διαφορετικό ανάμεσα σε άλλα εννέα που βρίσκονται στην ίδια σειρά, κι όμως… αυτό το ένα κάνει τις λέξεις αυτές τόσο ξένες μεταξύ τους. Την ίδια στιγμή που έφτασα να υποδεχτώ το παιδί μου, έπρεπε να βρω και τον τρόπο να αποδεχτώ τον χαμό τού πατέρα του… Μη γνωρίζοντας πώς θα μπορούσα να το κάνω αυτό, χάθηκα μέσα στην άρνηση. Επέλεξα να αντικρίζω μονάχα το ένα σκέλος, εκείνο τού ερχομού τού γιου μου. Για τον θάνατο, την απώλεια, την απουσία, δεν άφηνα χώρο… –Μύρα, δεν νομίζεις πως είναι καιρός να το πάρεις απόφαση και να μιλήσεις σε κάποιον για αυτό που έχει συμβεί; –Δεν έχει συμβεί τίποτε που να χγειάζεται να μιλήσω σε κάποιον γι’ αυτό, μαμά. –Μύρα, σου μιλάω πολύ σοβαρά, δεν έχεις καν ξεσπάσει για όλο τούτο το φορτίο. Πόσο υγιές νομίζεις πως είναι αυτό; Πρέπει να ξεσπάσεις πια… Να το αποδεχτείς, να κλάψεις, να το ξεστομίσεις, να θρηνήσεις… Θα πάθεις τίποτε, παιδί μου, με το να τα κρατάς όλα αυτά μέσα σου, δεν το καταλαβαίνεις; Το παιδί σου δεν το σκέφτεσαι; –Μαμά, σε παγακαλώ. Μη με ζαλίζεις άλλο. Μια χαγά είμαι κι εγώ και ο Δαβίδ. Τίποτε δεν θα πάθουμε. Δεν αισθάνομαι τίποτε να θγηνήσω, με το ζόγι θγήνος δεν γίνεται. Όλα τγαβούν τον δγόμο τους, τι να κάνουμε τώγα; Ε; Εγώ άλλο θγήνο μέσα μου δεν έχω να βγάλω. Στέγνωσα... Αγκετά δεν έχω πενθήσει όλη μου τη ζωή; Ίσως είχε δίκιο ο Σίμος… «Πάντοτε πγέπει κάτι να πεθάνει για να γεννηθεί κάτι άλλο», είχε πει. Ε… Το ’πε και το ’κανε έτσι ακγιβώς… –Μύρα… –Τι είναι, μωγέ, πια; –Μην κάνεις το ίδιο λάθος, κορίτσι μου… –Ποιο λάθος πάλι; –Αυτό που έκανα εγώ. Και το πλήρωσες κι εσύ ακριβά. –Τι εννοείς; –Μην αφήσεις τη θλίψη σου να πετρώσει, γιατί θα γίνει ολόκληρος τοίχος ανάμεσα σ’ εσένα και στο παιδί σου. Δίπλωνα τα ρούχα εκείνη τη στιγμή, που μόλις είχα μαζέψει από το σχοινί. Με αυτή τη φράση της, πάγωσαν τα άκρα μου κι έμεινα ακίνητη με το


Ευτυχία Κανάρη

255

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βλέμμα μου καρφωμένο σε ένα μωρουδιακό φορμάκι που κρατούσα στα χέρια μου. Αυτό που ήθελα να κάνω δεν είχε καμία σχέση με αυτό που έκανα τελικά. Ήθελα να τα αφήσω όλα στην άκρη και να καθίσω να κάνω αυτή τη συζήτηση μαζί της. Ήταν η πρώτη φορά που ξεστόμιζε κάτι τέτοιο. Ήθελα να αρπάξω αυτή τη φράση της και να την ξεφλουδίσω, να την ψηλαφίσω. Ήθελα σχεδόν να παρακαλέσω τη μητέρα μου να μου μιλήσει κι άλλο γι’ αυτό. Να μου μιλούσε για ώρες, αν ήταν δυνατόν, ώσπου να νιώθαμε επιτέλους αυτόν τον πέτρινο τοίχο ανάμεσά μας να γκρεμίζεται. Όμως όχι… Δεν είπα κουβέντα και συνέχισα να διπλώνω τα ρούχα. Εάν θα έδινα βήμα στη μητέρα μου να εκφράσει περισσότερο αυτόν τον πόνο που είχε μόλις παραδεχτεί, το επόμενο βήμα ίσως θα ήταν να παραδεχτώ και να εκφράσω κι εγώ τον δικό μου κουκουλωμένο πόνο. Όμως δεν ήμουν σε θέση να αποχωριστώ την ασφάλεια της άρνησης. Μα είχε δίκιο… Η θλίψη μέσα μου πέτρωνε. Γινόταν ένα σκληρό, συμπαγές φορτίο που το κουβαλούσα μαζί μου όπου πήγαινα, ό,τι κι αν έκανα. Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο αυτό διογκωνόταν. Εγώ νοιαζόμουν να μην επιτρέψω κι εγώ, όπως έκανε η μάνα μου, να ορθωθεί κανένας τοίχος ανάμεσα σ’ εμένα και στο παιδί μου, αγνοούσα όμως πως με τα υλικά του ο καθένας φτιάχνει διαφορετικά πράγματα. Η μητέρα μου με την πετρωμένη θλίψη της έφτιαξε έναν τοίχο, εγώ πάλι με τη δική μου έφτιαχνα έναν βράχο. Μονάχα που αντί να κάθομαι πάνω του εγώ, θρονιαζόταν αυτός πάνω σ’ εμένα. Ένας βράχος επάνω στο στέρνο μου· δεν μπορούσα μήτε να ανασάνω, μήτε να μιλήσω καλά καλά. Ο Δαβίδ δεν άργησε να αντιδράσει. Ήταν μόλις πέντε μηνών όταν άρχισε ξαφνικά να μην έχει διάθεση να θηλάσει. Είχε έντονη υπνηλία και σύντομα ξεκίνησε να βήχει και να ανασαίνει γρήγορα και βαριά, ενώ το χρώμα του είχε γίνει ιδιαίτερα χλομό. Όλο αυτό κορυφώθηκε με υψηλό πυρετό και ξαφνικά τα χείλη και η γλώσσα του έγιναν μπλε. Τον άρπαξα και πήγαμε κατευθείαν στο νοσοκομείο. «Βρογχιολίτιδα» ήταν η γνωμάτευση του γιατρού. Συχνή, είπε, μορφή λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος που ταλαιπωρεί συνήθως τα μωρά τον πρώτο χρόνο τής ζωής τους. Τι περίμενα; Ο Δαβίδ ήταν ένα πλάσμα που γεννήθηκε πνιγμένο, κάτω από τραγικές συνθήκες. Ήταν ένα συναισθηματικό σφουγγάρι ήδη από τις πρώτες του στιγμές σ’ αυτόν τον κόσμο. Είχε περάσει κοντά εννέα μήνες μέσα σε ένα σώμα που, τους περισσότερους από αυτούς, βίωνε άγχος και θλίψη. Με αποκορύφωμα τις τελευταίες ώρες πριν από τη γέννησή του, όπου κλονίστηκε ολόκληρος ο κόσμος που γνώριζε ως τότε. Τι περίμενα; Πως αυτό το πλάσμα


256

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θα ζούσε τους πρώτους μήνες τής ζωής του κολλημένο πάνω σε μια γυναίκα με έναν βράχο να πιέζει το στέρνο της και δεν θα αρρώσταινε; Συγκλονίστηκα αντικρίζοντας το παιδί μου σε αυτή την κατάσταση. Δεν ήταν παρά ένα μικροσκοπικό ανυπεράσπιστο πλάσμα, το οποίο εγώ έτρεφα τόσον καιρό με δηλητήριο από το στήθος μου… Θύμωσα τόσο πολύ με τον εαυτό μου, επειδή είχα αφήσει εκείνον τον βράχο να μας πλακώσει και τους δυο. Ήθελα να τον κάνω κομμάτια, να τον διαλύσω, για να μπορέσω επιτέλους να πάρω ανάσα. Να αναπνεύσω κι εγώ και το παιδί μου. Αλλά πώς; Δεν είχα ιδέα πώς διαλύεται ένας βράχος φτιαγμένος από θλίψη πετρωμένη… Τις ημέρες που νοσηλευόταν ο Δαβίδ, πέτρωσε το στήθος μου. Πονούσα πολύ. Έκανα πολλές προσπάθειες με ζεστές κομπρέσες, με μασάζ, με θήλαστρο. Σταδιακά το πρόβλημα υποχώρησε, μα σύντομα έπαψα να έχω γάλα κι έτσι σταματήσαμε τον θηλασμό. «Ίσως και καλύτερα…», σκεφτόμουν. «Πικρό θα ’ναι το γάλα από ένα στήθος πικραμένο…».

«Σίμο… Πάλεψα πολύ για να χωρέσω μέσα μου τόσο πολύ χώμα που σκέπασε τη ζωή μου. Κι έπειτα όλες αυτές οι καταιγίδες έκαναν το χώμα λάσπη. Δεν θέλω άλλο να χτίζω με λάσπη από μνήματα… Θέλω να με μάθεις πια να γκρεμίζω, Σίμο, αυτό έχω ανάγκη. Να γκρεμίσω τους θεόρατους βράχους τής πετρωμένης θλίψης. Τι χρειάζεται να κάνω για να έρθεις; Για να έρθεις ξανά σ’ εμένα και να γκρεμίσουμε μαζί αυτόν τον βράχο;… »Τι χρειάζεται να κάνω για να σώσω το παιδί μας από αυτό το βάρος;…»


Ευτυχία Κανάρη

257

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

μητέρα μου την παρακάλεσε να έρθει… Είχα ζητήσει να μην ενημερωθεί νωρίτερα για τίποτε από όσα είχαν συμβεί. Ούτε εκείνη, ούτε ο Τομά. Το μόνο που γνώριζαν ήταν για τη γέννηση του Δαβίδ. Η επικοινωνία μας βασιζόταν τον τελευταίο καιρό σε κάποια σχετικά αραιά τηλεφωνήματα, γεγονός που μου επέτρεπε να μπορώ να παίζω θέατρο στις συνομιλίες μας, μιας και ήταν για τόσο λίγο. Ήξερα καλά πως μόλις η Μάη θα μάθαινε την αλήθεια, θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο και θα ερχόταν να με βρει. Και δεν το ήθελα αυτό… Είχε πάντοτε τον τρόπο αυτή η γυναίκα να με κάνει να αισθάνομαι πως η φροντίδα είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο… Λες και δεν θυσίαζε ποτέ τίποτε για να την προσφέρει, λες κι ερχόταν αβίαστα, σαν μια κίνηση του χεριού απλώς, σαν ένα χάδι· τι χρειάζεται να θυσιάσει κανείς για να προσφέρει ένα χάδι; Κι όμως… Κάποιοι άνθρωποι έχουν τόσο πληγωμένα τα δάχτυλά τους από τα βάρη που έχουν σηκώσει, που ένα χάδι για να το προσφέρουν, τους προκαλεί αβάσταχτο πόνο… Η μάνα μου… Εγώ πλέον… Τόσοι άλλοι… Έτσι όπως είχαν έρθει πια τα πράγματα, η μητέρα μου αποφάσισε να αφουγκραστεί τη βαθύτερη κι ανομολόγητη ανάγκη μου περισσότερο από την επιθυμία μου να αποκρύψω την αλήθεια από τη Μάη. Η μοναδικότητα που χαρακτήριζε τη Μάη, φάνηκε για ακόμη μία φορά, καθώς δεν επέτρεψε καν στον εαυτό της να απασχοληθεί και να με απασχολήσει με ερωτήματα όπως «γιατί δεν μου είπες τίποτε;». Ήρθε κοντά μου με την ωριμότητα και τη σοφία ενός ανθρώπου που γνώριζε ήδη τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα και που το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η φροντίδα τής πληγής. Η σοφή μου η Μάη… Η μοναδική… Έμεινε στο σπίτι μου μ’ εμένα και τον Δαβίδ για δεκατρείς μέρες. Και μέσα σ’ αυτές τις δεκατρείς μέρες, με αναποδογύρισε σαν τσαλακωμένο ρούχο, ξεραμένο στον ήλιο και τον αέρα, που το γυρνάς από την καλή για να το σιδερώσεις… Τις πρώτες μέρες τις περάσαμε σχεδόν μέσα στη σιωπή. Βέβαια μόλις ήρθε, εγώ αισθάνθηκα την ανάγκη να γεμίζω αυτή τη σιωπή με άσκοπες πολυλογίες, άνευ ουσίας τις περισσότερες στιγμές. Της μιλούσα κυρίως για το παιδί, για την εγκυμοσύνη μου, για τις περιπέτειες της υγείας τού Δαβίδ, για τη σχέση τής μάνας μου μαζί του, για τις συνήθειές του… Ώσπου κάποια στιγμή η Μάη με διέκοψε απότομα καθώς μιλούσα.


258

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Θα μείνω, Μυρούλα μου. Θα μείνω αρκετά ώστε να μου τα πει ο ίδιος όλα αυτά με τον τρόπο του. Ήδη μου έχει δείξει τα πρώτα στοιχεία τού χαρακτήρα του. Όπως το ότι προσπαθεί να σε βοηθήσει… –Να με βοηθήσει;… –Ψάχνει να βρει έναν τρόπο με τον οποίο να μπορέσετε να αναπνεύσετε και οι δυο. Εκείνος τη βρήκε την αναπνοή του ξανά, λίγα λεπτά αφότου γεννήθηκε. Όμως δεν του φτάνει αυτό όταν εσύ κρατάς τη δική σου. Ο Δαβίδ έχει ανάγκη τη ροή τού αέρα μέσα κι από τους δυο σας, Μύρα μου. Η σχέση σας δεν είναι απλώς μήτραςγεννήματος, μια σχέση αμιγώς βιολογική. Το παιδί αυτό δεν έχει αντιληφθεί ακόμη με όλες του τις αισθήσεις πως δεν ζει πλέον μέσα από σένα. Τη μια στιγμή ήταν ένα με τα όργανα του σώματός σου, πνίγηκε μέσα σου, και την άλλη ξύπνησε και ξαναζωντάνεψε έξω από αυτό. Με το σώμα του μονάχα γνωρίζει τη διαφορά, που πρέπει να αναπνέει ξέχωρα από σένα, που πρέπει να καταπίνει την τροφή του ξέχωρα από σένα, να λειτουργεί σαν κάτι τελείως ξεχωριστό. Η ψυχή του δεν έχει προλάβει να διαχωριστεί από σένα, καλή μου. Ακόμη αισθάνεται πως όταν ασφυκτιάς εσύ, παθαίνει το ίδιο κι εκείνος. Κι έτσι ψάχνει τους τρόπους για να αναπνεύσετε… Αυτή ίσως είναι η στιγμή όπου είσαι γονιός κι έρχεσαι αντιμέτωπος με την αμείλικτη αλήθεια· εκείνη που σου φανερώνει το μικροσκοπικό σου μέγεθος και τη σκουριά που σε διαβρώνει. Την αλήθεια που σε φέρνει αντιμέτωπο με το «εγώ» σου, το οποίο έχει θεριέψει τόσο ώστε να κρύβει τις πιο αγνές σου πτυχές. Ποιος το έκανε έτσι, που να μπορεί ο άνθρωπος τόσο εύκολα να ξεχνάει τον εσωτερικό του ήλιο και να θεωρεί το μόνιμο σκοτάδι φυσική του κατάσταση; Ποιος το έκανε έτσι, που να νομίζει ο άνθρωπος πως είναι μόνος του, ξεχωριστός από κάθε άλλο ον, αποκομμένος; Μια τέτοια στιγμή είναι που ξεσπά σε λυγμούς κάθε σκοτεινιασμένο κομμάτι μέσα σου και ουρλιάζει από πόνο. Ουρλιάζει για κείνο το «δεν μπορώ» που το σκεπάζει. Και δεν χρειάζεται να πάρει καμιά απόφαση εκείνη τη στιγμή… Μοναχά να εκφράσει εκείνο που για καιρό πνίγει… «Δεν μπορώ!...» Η Μάη ήρθε από πάνω μου και με τύλιξε μέσα στα χέρια της. Βρισκόμουν στο πάτωμα, γονατισμένη και σκεβρή, προσπαθώντας να πάρω αέρα και συγχρόνως να φωνάξω μέσα από το πιο σπαρακτικό κλάμα που βγήκε ποτέ από μέσα μου. –Δεν μπογώ… Δεν μπογώ… Δεν… –Ξέρω, αγάπη μου, ξέρω… Πάρε αναπνοή! Ξέρω… Ανάπνευσε.


Ευτυχία Κανάρη

259

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Από εκείνο το ξέσπασμά μου και μετά, ήταν σαν να είχα κοιταχτεί μέσα στον καθρέφτη· έβλεπα ασχήμια, όμως τουλάχιστον έβλεπα… Ο Τομά μού έστειλε με τη Μάη παπουτσάκια για τον Δαβίδ· μεγαλύτερο νούμερο, για τα πρώτα του βήματα. Και εγώ μα και ο γιος μου στα πρώτα μας βήματα πάνω στη γη, φορέσαμε παπούτσια φτιαγμένα από τα ίδια χέρια, με τη φροντίδα και την αγάπη τού ίδιου ανθρώπου. Και με την ονομασία «La terre» γραμμένη στο εσωτερικό τους. Η ζωή κρύβει συχνά κάποιες πολύ συγκινητικές συγκυρίες. Η Μάη με έπιασε ένα απόγευμα να χαζεύω τα παπουτσάκια και να έχω χαθεί στις σκέψεις μου. Και, διεισδυτική όπως πάντα, βούτηξε σ’ αυτές. –Και οι δυο μας, Μύρα μου, μεγαλώσαμε δίχως πατέρα, θα έλεγε κανείς. Εντάξει, είχαμε και οι δυο… από λίγο, αλλά ουσιαστικά μεγαλώσαμε με την ιδέα τού πατέρα κι όχι με την παρουσία του – για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά. Δεν καταστραφήκαμε όμως. Δεν χαθήκαμε. Μη φοβάσαι, καλή μου, ο Δαβίδ ήξερε πολύ καλά πού ήρθε να… φυτρώσει! Ό,τι χρειάζεται πραγματικά, εσύ το έχεις να του το προσφέρεις. Και το περιβάλλον γύρω του. Κι ό,τι δεν μπορείς να του προσφέρεις, να ξέρεις πως κι αυτό το «δεν» πάλι το χρειάζεται. Θα είναι εντάξει. Αρκεί να το επιτρέψεις κι εσύ, κορίτσι μου. –Να το επιτγέψω; Μα– –Να το επιτρέψεις, ναι. Να επιτρέψεις στον εαυτό σου να βιώσει όλα του τα συναισθήματα με την ένταση που τους αντιστοιχεί. Κι όχι να τα αρνείσαι και να τα φιμώνεις. Και ξέρεις τι θα σε βοηθήσει σ’ αυτό, κορίτσι μου; –Τι;… –Ο Δαβίδ… Ακολούθησέ τον, Μύρα μου. Αυτός γνωρίζει βαθιά. Δεν έχει καλυφθεί η γνώση του από τίποτε επίκτητο ακόμη. Είναι ένας δάσκαλος, μην επιλέξεις να αρνηθείς αυτό το δώρο λόγω του ότι στα μάτια σου είναι ένα μικροσκοπικό μωρό. –Δεν καταλαβαίνω, Μάη… Δεν καταλαβαίνω πώς ακγιβώς εννοείς να τον ακολουθήσω… –Είναι απλό, Μυρούλα μου, και ίσως γι’ αυτό και το προσπερνάμε συνήθως οι άνθρωποι. Ο Δαβίδ όταν χαίρεται, γελάει, δεν σφίγγεται, δεν μαζεύεται, γελάει! Όταν πονάει, κλαίει. Όταν σε ζητάει και αργείς να πας, σπαράζει, νομίζοντας πως τον εγκατέλειψες, πως είναι μόνος. Έχει εκφράσεις για όλα του τα συναισθήματα κι αυτό είναι ένα υγιές κομμάτι τής ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν διαστρεβλώνουμε για διάφορους λόγους αυτούς τούς μηχανισμούς έκφρασης, όταν τους αλλοιώνουμε, η υγεία μας εξασθενεί. Και η ψυχική και η σωματική. Όταν ο άνθρωπος βιώνει ένα


260

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πένθος, αρνούμενος όμως να το αντιμετωπίσει και να το εκφράσει, το πένθος αυτό τον διαβρώνει, τον κατατρώει σιγά σιγά. Ώσπου στο τέλος αυτός ο άνθρωπος γίνεται ο ίδιος πένθος, γίνεται ο σπαραγμός τού σύμπαντος για κάτι που εκλείπει. «Ο σπαραγμός τού σύμπαντος για κάτι που εκλείπει»… Αυτό γινόμουν λίγο λίγο. –Μυρούλα μου, ξέρεις κάτι; Τίποτε δεν συμβαίνει στην τύχη… Ούτε καν το ότι το χαρακτηριστικό σου στην προφορά τού λόγου σε αναγκάζει να συστήνεσαι μια ζωή ως «Μύγα». –Σταμάτα το δούλεμα, Μάη! –Ποτέ δεν σε δουλεύω, κορίτσι μου! –Τώγα το κάνεις όμως… –Ναι, ε; Για να δούμε… Το κάνω; Τι γνωρίζεις για τη μύγα, Μύρα; Μόνο πως είναι έντομο ενοχλητικό που πηγαίνει συνεχώς στα βρόμικα, τρέφεται με ακαθαρσίες και νεκρές σάρκες; –Γιατί, είναι κάτι πεγισσότεγο από αυτό; –Είναι πολύ περισσότερα, αγάπη μου! Είναι ένα αξιοθαύμαστο πλάσμα η μύγα. Καταρχάς είναι ολομετάβολο έντομο, δηλαδή υποβάλλεται σε πλήρη μεταμόρφωση, αφού περνά από τα τέσσερα στάδια του βιολογικού της κύκλου κατά την ανάπτυξή της – αβγό, προνύμφη, νύμφη και ενήλικο έντομο. Όπου σε αυτή, την τελευταία φάση, τα φτερά της ξεδιπλώνονται, επεκτείνονται, στεγνώνουν και σκληραίνουν. Έτσι το ενήλικο αυτό έντομο είναι σε θέση πια να πετάξει! Επομένως εσύ, ως Μύγα, είσαι σε πλεονεκτικότερη θέση από ένα σωρό όντα που δεν έχουν τη δική σου ανάπτυξη και δεν καταφέρνουν κάποια μέρα να πετάξουν! –Έχεις έναν τγόπο όμως να τα λες!... Είσαι αλλόκοτη, το ξέγεις; Και γι’ αυτό σε λατγεύω! –Άσε τις λατρείες σ’ εμένα τώρα, έχεις ένα υπέροχο έντομο να λατρέψεις… –Α… Μάλιστα… –Μη μου ξινίζεις το μούτρο σου, μικρή! Πρέπει να λυθεί αμέσως αυτή η παρεξήγηση που έχει προκύψει ανάμεσα στους ανθρώπους και τις μύγες! Ο Όμηρος, Μυράκι μου, θέλοντας να επαινέσει τον καλύτερο από τους ήρωες, δεν παραβάλλει την ανδρεία του με αυτή τού λιονταριού ή της πάρδαλης ή δεν ξέρω κι εγώ ποιανού δυνατού ζώου, αλλά με την τόλμη και την απτόητη και ακούραστη επιμονή τής μύγας. Δεν της αποδίδει θράσος, αλλά θάρρος! Γιατί ακόμη και διωκόμενη, λέει, δεν δειλιάζει και δεν σταματά, αλλά επανέρχεται και δαγκώνει. Τη θαυμάζει τόσο πολύ τη μύγα ο Όμηρος, που τη θεωρεί σαν κόσμημα της ποίησής του. Την παρομοιάζει με τη μητέρα που αγρυπνά πάνω από το κοιμώμενο βρέφος της… –Αλήθεια λες, Μάη;…


Ευτυχία Κανάρη

261

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Αλήθεια, αγάπη μου… Και εγώ ξέρεις τι βλέπω μέσα σε όλα αυτά; –Τι; –Πως δεν θα υπήρχε ίσως σπουδαιότερο προτέρημα για σένα από το «ελάττωμά» σου που σε ανάγκασε να συστήνεσαι στον κόσμο ως Μύγα! Γιατί είσαι όλα αυτά, Μύρα μου. Είσαι τόσο γενναία και τόσο δυνατή και τολμηρή και απτόητη και θαρραλέα… Είσαι τόσο σπουδαίο πλάσμα, αρκεί μονάχα να επιτρέψεις στον εαυτό σου να το δει. Να διαχωρίσει την επίκτητη γνώση του σχετικά με τον κόσμο του –τον εσωτερικό και τον εξωτερικό– από τη βαθύτερη αρχέγονη γνώση. Εκείνη που σου λέει πως είσαι όλα αυτά τα υπέροχα και σπουδαία! –Πώς τα καταφέγνεις πάντοτε και με μαγεύεις με αυτά που μου λες, Μάη!... Κι εγώ που πάντα πίστευα πως η μύγα δεν είναι παγά μονάχα ένα ενοχλητικό έντομο, που μας ζαλίζει και που πηγαίνει συνεχώς στα σκατά!... –Ενοχλητικό;… Στη μυθολογία, Μύρα μου, η μύγα υπήρξε γυναίκα, μια πολύ όμορφη αλλά φλύαρη γυναίκα, που την έλεγαν Μυία. Αυτή έγινε αντίζηλος της Σελήνης, στον έρωτά της με τον νεαρό Ενδυμίωνα, επειδή συχνά με την αισθηματική της φλυαρία και τα τραγούδια της τον σήκωνε απ’ τον ύπνο. Ώσπου εκείνος αγανάκτησε και η Σελήνη θύμωσε και μεταμόρφωσε τη Μυία σε μύγα. Γι’ αυτό εκείνη, ενθυμούμενη τον Ενδυμίωνα, ενοχλεί τώρα τον ύπνο όσων κοιμούνται, κυρίως των νέων και τρυφερών πλασμάτων. Και το δάγκωμά της και η επιθυμία τού αίματος, δεν σημαίνει αγριότητα, αλλά έρωτα και αγάπη προς τους ανθρώπους, καθώς είναι ο μόνος τρόπος που έχει πλέον με αυτή τη μορφή, ώστε να έρχεται σε άμεση επαφή μαζί τους. –Κοίτα που θα με κάνεις και να τις λυπάμαι τώγα! –Καθόλου να μην τις λυπάσαι, αγάπη μου. Να τις σέβεσαι! Να τις σέβεσαι και να τις εκτιμάς όσο τούς αξίζει… Και να σου πω και το άλλο; Το μαγικό; –Έχει και μαγικό; –Πώς δεν έχει; Στα πάντα υπάρχει κάτι μαγικό… –Για πες το κι αυτό… –Ο Λουκιανός έχει γράψει πως, όταν η μύγα πεθάνει, αν σκεπαστεί με στάχτη, αναζεί και αρχίζει νέα ζωή… –Έλα, δεν μπογεί να συμβαίνει αυτό, Μάη… –Δεν μπορεί λες; Άσε, μη λες τίποτε, κορίτσι μου… Αν πραγματικά επιθυμείς να ισχύει κάτι τέτοιο, δεν μένει παρά να το αποδείξεις εσύ η ίδια. Χρησιμοποίησε τις στάχτες σου με σκοπό, καρδούλα μου· με σκοπό να αναγεννηθείς…


262

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Αχ, Μάη μου… Από σένα βρήκα να κρύψω την αλήθεια μου; Από σένα πήγα να κρύψω την ασχήμια μου; Από τη μόνη που μπορεί να δει την ομορφιά σε οτιδήποτε μέσα στον κόσμο; »Αχ, Μάη μου… Εσύ το ανθισμένο ηλιοτρόπιο κι εγώ η μυγίτσα που ξαποσταίνει πάνω στον ανθό σου. Η μυγίτσα που σέβεσαι κι εκτιμάς και αγαπάς… Η μυγίτσα που της προσφέρεις ένα κίτρινο πέταλο, πάνω στο οποίο να μπορεί να είναι ο εαυτός της· να είναι τόσο σπουδαία και τόσο ξεχωριστή, όσο μόνο ένας μεγάλος ποιητής θα μπορούσε να τη θεωρήσει…»


Ευτυχία Κανάρη

263

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

ελικά θα μπορούσα να πω, δίχως να αισθάνομαι υπερβολική, πως στη ζωή μου αυτή είχα πολλές μητέρες… Ουσιαστικά πολλές και διαφορετικές μητρικές φιγούρες, που όλες έρχονταν με τα δώρα τους στο παιδί –τη μικρή Μύρα– που είχα μέσα μου πάντα. Η Ντίμη – η μητέρα που με κυοφόρησε, έχοντας αποφασίσει πως δεν ήθελε να αναλάβει και την ανατροφή μου. Η ίδια που ερχόταν έπειτα κοντά μου ως «θεία» και πότιζε το χώμα μου με την αποδοχή της και τη βαθιά αγάπη της. Η Βιολέτα – η μητέρα που ανέλαβε να μου συστηθεί ως «μάνα» και να με αναθρέψει, δίχως να μπορεί να συγχωρέσει ποτέ τον εαυτό της για το γεγονός πως επέτρεπε στη σωματική της στειρότητα να επιφέρει και τη συναισθηματική… Μα με αγαπούσε… Με έναν παράξενο, ιδιόμορφο τρόπο, με αγαπούσε πολύ. Η Μάη – η ψυχική μου μητέρα, εκείνη που δεν είχε καμία σχέση με τη γέννησή μου, αλλά ανέλαβε έπειτα ένα έργο σπουδαίο· την αναγέννησή μου… Μα και η κυρία Αποστολία… Εκείνη που με έμαθε να περπατάω… Από την αρχή… Όταν έφτασε πλέον η στιγμή όπου η Μάη έπρεπε να αποχωρήσει, εγώ είχα ήδη περάσει σε ένα στάδιο διαφορετικό από αυτό στο οποίο βρισκόμουν όταν ήρθε να με βρει. Η άρνησή μου να παραδεχτώ πως είχα μπροστά μου έναν δρόμο πένθους να βαδίσω, είχε καταλυθεί. Έβλεπα μπροστά μου πια το θεριό, ολάκερο, τρομακτικό, να φαντάζει άτρωτο, αήττητο… Θύμωσα… Η αλήθεια είναι πως μπροστά στο πρώτο εσωτερικό μου σοκ, ο θυμός μου είχε στοχεύσει λανθασμένα. Αισθανόμουν βαθιά μέσα μου πως ευθυνόταν η Μάη για τη νέα κατάστασή μου, καθώς ήταν εκείνη που ήρθε να ταράξει τα νερά μου και να μου διαλύσει τις άμυνες. Με είχε πιάσει ένα παιδιάστικο παράπονο που έλεγε «Ήρθες και με αναστάτωσες, με έκανες να πέσω στα γόνατα, ένα ψυχολογικό ράκος, και τώρα φεύγεις και μ’ αφήνεις να το περάσω μόνη μου…». Δεν της το εξέφραζα, αλλά η γενικότερη συμπεριφορά μου απέναντί της, είμαι σίγουρη πως της έδινε το ανάλογο μήνυμα. Εκείνη, με το ίδιο πάντοτε μειλίχιο και ώριμο ύφος, εκείνο τής βαθιάς επίγνωσης, έκανε αυτό που θεωρούσε πιο σοφό να κάνει: έφυγε και με άφησε να παλέψω μονάχη μου με τις συνειδητοποιήσεις και τις παραδοχές μου. Αφού είχε φροντίσει όμως πρωτίστως να φυτέψει μέσα μου τον σπόρο τής ουσιαστικής στήριξης· έναν σπόρο που ωρίμαζε στην καρδιά μου αργά, ώσπου να βγάλει αργότερα τα πρώτα βλαστάρια του και να περάσει από το


264

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

υποσυνείδητό μου στη συνείδηση πλέον, η γνώση πως στην πραγματικότητα η Μάη δεν με είχε αφήσει ποτέ μόνη… Εκείνο τον καιρό φυσικά, εγώ δεν μπορούσα να το αισθανθώ έτσι. Το μόνο που αισθανόμουν, ήταν θυμός. Θυμός για τη Μάη, θυμός για τη μάνα μου που κάλεσε τη Μάη, θυμός για τον Σίμο που με «εγκατέλειψε», θυμός για τον Δαβίδ ακόμη, που με το παραμικρό έκλαιγε και δεν μου επέτρεπε λίγες έστω στιγμές ησυχίας… Δεν ήθελα κανέναν κοντά μου. Τους αισθανόμουν όλους εχθρικούς, ένιωθα πως το μόνο που ήθελαν ήταν να μου λένε τι έπρεπε να κάνω, τι έπρεπε να νιώθω, πώς έπρεπε να αντιδρώ και να λειτουργώ. Μια νύχτα βρισκόμουν ξαπλωμένη στον καναπέ και απλώς κοιτούσα τον απέναντι τοίχο, δίχως να κάνω τίποτε άλλο, καμία κίνηση. Προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ κάθε λεπτό ησυχίας που μου επέτρεπε για λίγο ο Δαβίδ, ο οποίος είχε καταφέρει να αποκοιμηθεί έπειτα από πολλή δυσκολία. Ξαπλωμένη εκεί, μονολογούσα μέσα στη σκέψη μου… «Αν υπάρχει Θεός, τότε ίσως και να είναι αυτή εδώ η ησυχία. Γιατί αισθάνομαι δέος μπροστά της. Και σκύβω το κεφάλι, από φόβο μην κάνω κάποιο λάθος και με τιμωρήσει ή με απαρνηθεί. Αν υπάρχει Θεός, ελάχιστα με επισκέπτεται, ελάχιστα με συντρέχει… Σκατά! Κανένας Θεός δεν υπάρχει! Του έχω δώσει χιλιάδες ευκαιρίες κι αυτός τι τις έκανε; Τις σπατάλησε όλες! Τις ξόδεψε λες και θα είχα πάντοτε αποθέματα να του δίνω… Όλοι περνούν απ’ τη ζωή μου, κάνουν το κομμάτι τους και φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους κάθε φορά κι από κάτι. Ε, λοιπόν για Σένανε δεν έχω τίποτε, δεν έχει μείνει τίποτε… Σπαταλήθηκα, το καταλαβαίνεις; Δεν μου επιτρέπεις να υπάρχω, το ίδιο θα κάνω κι εγώ, καθ’ ομοίωσίν σου… Δεν Σου επιτρέπω να υπάρχεις!...». Η Συγωγώ ήρθε ευθύς αμέσως και θρονιάστηκε στο μυαλό μου, σαν μια μάνα που σπεύδει να σου βάλει πιπέρι στο στόμα για τη βλαστήμια που μόλις ξεστόμισες… Να κι άλλη μια μάνα τής ζωής μου, η Συγωγώ· μάνα-μπαλαντέρ για τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια που η μάνα-Βιολέτα δεν άντεχε τον ρόλο της. Και όχι, τούτη η «μάνα» δεν ήταν από αυτές που θα έβαζαν ποτέ πιπέρι στο στόμα τού παιδιού τους. Εκεί κατάλαβα πως ακόμη και για κείνη, τη Συγωγώ μου, ένιωθα θυμό εκείνη την περίοδο, καθώς τη θυμόμουν να μου λέει πάλι ένα από αυτά τα «δικά της» και την αισθανόμουν κι αυτή αντίμαχό μου… «Θεός δε σοι πημ’ ουδέν, αλλ’ αυτός συ σοι». 27 27

Σοφοκλής, 496-406 π.Χ. , Αρχαίος Έλληνας τραγικός


Ευτυχία Κανάρη

265

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν ήθελα να το σκέφτομαι καν, κι όμως, αντηχούσε ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου, λες και έπαιζε μια κασέτα που δεν μπορούσα να βρω το κουμπί να τη σταματήσω… «Δεν είναι ο Θεός η αιτία τής δυστυχίας σου, αλλά εσύ ο ίδιος… Δεν είναι ο Θεός η αιτία τής δυστυχίας σου, αλλά εσύ ο ίδιος… Δεν είναι ο Θεός η αιτία τής δυστυχίας σου, αλλά εσύ ο ίδιος…» Ποιος έχει κρυμμένες τις απαντήσεις στα τυραννικά ερωτήματά μας; Ποιος έχει το σθένος να μας πει, όχι το τι θα έπρεπε, αλλά το τι πραγματικά και ουσιαστικά θα βοηθούσε; Η Μάη μού επισήμανε να επικεντρωθώ στον Δαβίδ, να ακολουθήσω αυτόν τον τόσο μικρό άνθρωπο της ζωής μου και θα με οδηγούσε αυτός στις λύσεις. Είναι προφανώς αυτό που λένε «Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια…». Από μικρό κι από τρελό… …Κι από τρελό… Η Νίκη… Η Νίκη μου. Που όλοι λέγανε πια πως τρελάθηκε… Μα δεν τρελάθηκε, απλώς αποσύρθηκε. Αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια γιατί επέλεξε τον βυθό. Η Νίκη μου… Αυτή είχε όλες τις απαντήσεις… Αυτή. –Στους άλλους το καταλαβαίνω, Νίκη μου… Σε πόνεσαν, σε έγδαγαν… Αλλά σ’ εμένα γιατί; Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ; Γιατί δεν μου γίχνεις μια ματιά; Δεν έχω άλλη φίλη από σένα, Νίκη, κι εσύ κοιτάς πάντοτε τον τοίχο. Γιατί δεν με κοιτάς; Είμαι μόνη μου… Τελείως μόνη μου… Γιατί δεν με κοιτάς; Στεκόμουν για ακόμη μια φορά μπροστά της και με δάκρυα στα μάτια την παρακαλούσα να με βάλει μέσα στο πεδίο τού δικού της κόσμου, για να μπορέσω να επικοινωνήσω μαζί της. Κι ας ήξερα πως δεν είχα καμία ελπίδα… –Νίκη μου, ο Δαβίδ αλλάζει καθημεγινά! Σχεδόν δεν πγολαβαίνω να αφομοιώσω τις αλλαγές του και παγατηγώ νέες! Τα μάτια του είναι τόσο μεγάλα, λες και πγοσπαθεί να χωγέσει όλο τον κόσμο μέσα τους! Θυμάσαι τι μου είχες πει; Να του μάθω να μη φοβάται κανένα σενάγιο. Να είναι πγοετοιμασμένος για το χειγότεγο και πγοικισμένος για το καλύτεγο. Να μην είναι σαν εμάς… Όμως δεν μου είπες πώς θα το κάνω αυτό, Νίκη… Αισθάνομαι τόσο ανάξια μπγοστά του, όπως αισθάνομαι και κωμική μπγοστά σου… Κωμική που έγχομαι και σου μιλάω ασταμάτητα, πιστεύοντας πως ανά πάσα στιγμή θα ανοίξεις το στόμα σου και θα μου πεις αυτό που έχω ανάγκη να ακούσω, αυτό που θα με γιατγέψει, που θα μου


266

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δείξει τον δγόμο που έχω χάσει. Μα δεν μου μιλάς ποτέ… Και νιώθω κωμική και μόνη… Πολύ μόνη… Έφυγα από την ψυχιατρική κλινική με την καρδιά μου μαρμαρωμένη και ίσα που παλλόταν στο κέντρο της κάτι ακόμη ζωντανό. Για μέρες μετά είχα σχεδόν βυθιστεί στη σιωπή. Μιλούσα ελάχιστα, μονάχα όταν ήταν πραγματικά απαραίτητο. Τις στιγμές που ήμουν μόνη με τον Δαβίδ, σπανίως άκουγε τη φωνή μου, πέρα από κάποιες φορές που του σιγομουρμούριζα κάτι για να κοιμηθεί. Σκεφτόμουν πολύ έντονα τη Νίκη. Σχεδόν τη ζήλευα κάποιες φορές. Ζήλευα που εκείνη είχε φτιάξει έτσι τη συνθήκη της, όπου κανείς και τίποτε δεν είχε την ικανότητα να την αναγκάσει να μιλήσει. Κανείς και τίποτε δεν εξαρτιόταν από κείνη ή από τα λόγια της. Τις νύχτες πριν να κοιμηθώ, την έφερνα στο μυαλό μου και προσπαθούσα να επικοινωνήσω μαζί της σε ένα άλλο επίπεδο, υπερβατικό. Την οραματιζόμουν και της μιλούσα με τη σκέψη μου, τη ρωτούσα ό,τι είχα ανάγκη να μου απαντήσει, την εκλιπαρούσα να μου μιλήσει. Μάταια… Ένα βράδυ με τράβηξε ο ύπνος μέσα από ένα τέτοιο φαντασιοκόπημα. Και την είδα στο όνειρό μου. Καθόταν, όπως και στην πραγματικότητα, στο δωμάτιο της κλινικής, ακίνητη, ανέκφραστη και κοιτούσε τον τοίχο. Κι εγώ στεκόμουν απέναντί της με το κόκκινο καπέλο στα πόδια μου και την κοιτούσα, δίχως να της μιλάω. Την κοιτούσα βαθιά μέσα στα μάτια, παρατηρούσα το πρόσωπό της, το δέρμα της, τις ρυτίδες της, όπως θα έκανε ενδεχομένως ένας γλύπτης θέλοντας να φτιάξει την προτομή της. Πίσω από την πλάτη της υπήρχε ένας καθρέφτης, που δεν στερεωνόταν πουθενά, απλώς αιωρούταν στο δωμάτιο. Ξαφνικά ο καθρέφτης άρχισε να ταλαντεύεται ελαφρά κι έτσι μου τράβηξε την προσοχή και τον κοίταξα. Τότε είδα το πιο παράξενο θέαμα. Είδα μέσα του τον εαυτό μου, αλλά τόσο διαφορετικό… Τα μάτια μου από μαύρα γίνονταν σιγά σιγά γαλανά, το χρώμα τού δέρματός μου άρχισε να ανοίγει όλο και περισσότερο, ώσπου έγινε κάτωχρο και πάνω του εμφανίζονταν πολλές λεπτές ρυτίδες. Τα μαλλιά μου θάμπωσαν και γενικότερα κατέληξα να είμαι εντελώς διαφορετική, να μοιάζω μαραμένη… Κατέληξα να μοιάζω της Νίκης, να γίνομαι ολοένα και περισσότερο σαν κι εκείνη… Ενώ η αρχική μου αντίδραση ήταν να ταραχτώ, όσο περνούσαν οι στιγμές αισθανόμουν πως αυτή η αλλαγή μου κατά βάθος με συνέπαιρνε. Ένιωθα να βουλιάζω μέσα στον ίδιο βυθό που είχε βουλιάξει κι εκείνη. Ένιωθα να ηρεμώ, να γίνομαι πιο ελαφριά, πιο ελεύθερη. Ώσπου ξαφνικά όλη αυτή την


Ευτυχία Κανάρη

267

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ηρεμία την τσάκισε η Νίκη, στρέφοντας μονάχα τα μάτια της προς το μέρος μου, δίχως να κουνήσει κανένα άλλο μέλος της. Το βλέμμα της, αντικρίζοντάς με να έχω γίνει ίδια μ’ εκείνη, αγρίεψε, θύμωσε. Και τότε η μορφή της άρχισε να μεταβάλλεται, τα μάτια της άλλαξαν χρώμα, το δέρμα της επίσης, έγινε πιο τραχύ, πιο γερασμένο, τα μαλλιά της πιο αδύναμα. Μετατράπηκε σε ένα πλάσμα κακάσχημο, αποκρουστικό. Μα εγώ τόσο είχα ανάγκη από την ηρεμία που είχα αρχίσει να αισθάνομαι προηγουμένως, καθώς γινόμουν ίδια μ’ εκείνη, που άρχισα και πάλι να αλλάζω μορφή. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και με έβλεπα να γίνομαι και πάλι ίδια, το ίδιο άσχημη και το ίδιο τρομακτική. Τότε τα μάτια της θύμωσαν ακόμη περισσότερο, σκοτείνιασαν. Το κορμί της άρχισε να τρέμει και να μετασχηματίζεται ολόκληρη πλέον. Με μεγάλη μου έκπληξη, είδα μπροστά μου τη μορφή τής Συγωγώς να αντικαθιστά αυτή τής τρομακτικής Νίκης... Τα μάτια μου γέμισαν αμέσως δάκρυα. Η Συγωγώ μου! Έκανα να την αγκαλιάσω, μα εκείνη αποτραβήχτηκε με απέχθεια. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως η μορφή μου, εκείνη η κακάσχημη και τρομακτική παρουσία στην οποία είχα μετατραπεί, ήταν τόσο αποκρουστική που θα απέτρεπε οποιονδήποτε από το να με πλησιάσει. Προσπάθησα να προσεγγίσω ξανά τη Συγωγώ. –Συγωγώ μου, εγώ είμαι! Η Μυγίτσα σου!... Μα εκείνη αποτραβιόταν όλο και περισσότερο. –Συγωγώ μου, μη μ’ απαγνιέσαι κι εσύ… Είμαι δυστυχισμένη… Είμαι πολύ δυστυχισμένη… Και τώγα είσαι εσύ επιτέλους εδώ μα δεν μπογώ να σε αγκαλιάσω… Ποιος Θεός, Συγωγώ μου; Ποιος Θεός;…Ποιος Θεός μπορεί να το κάνει αυτό; Τότε η Συγωγώ γύρισε και με κοίταξε αυστηρά, αρχίζοντας να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά την ίδια φράση, ώσπου ξύπνησα. –Δεν είναι ο Θεός η αιτία τής δυστυχίας σου, αλλά εσύ η ίδια… Δεν είναι ο Θεός η αιτία τής δυστυχίας σου, αλλά εσύ η ίδια… Δεν είναι ο Θεός η αιτία τής δυστυχίας σου, αλλά εσύ η ίδια… Άνοιξα τα μάτια μου ταραγμένη και η πρώτη μου κίνηση ήταν να αγγίξω το πρόσωπό μου. Με ανακούφιση αισθάνθηκα το γνώριμο δικό μου δέρμα κάτω από τα δάχτυλά μου. Συνειδητοποίησα πως κρατούσα την ανάσα μου για κείνες τις πρώτες στιγμές μετά το ξύπνημά μου κι έτσι πήρα πια μια βαθιά αναπνοή. Ήξερα καλά τι ήταν αυτό που μόλις είχα δει… Ήξερα καλά πως η Νίκη επιτέλους μου «μίλησε»· πως εκείνη διαρκώς μου «μιλούσε», μα εγώ αδυνατούσα να την «ακούσω».


268

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Νίκη μου, εκείνη που με είχε συμβουλέψει να μάθω στα παιδιά μου να μη γίνουν σαν εμάς κι εγώ η ανίδεη δεν ήξερα τον τρόπο, εκείνη ήρθε και πάλι, για να μου τον δείξει. Με τις πράξεις του μπορεί κανείς να μάθει κάτι τέτοιο σε ένα παιδί, όχι με τα λόγια. Αν του πεις πως το να γίνει κάποιος άλλος εκτός τού εαυτού του θα τον κάνει δυστυχισμένο, ακόμη κι αν το κατανοήσει θεωρητικά, δεν θα καταφέρει ενδεχομένως να το αποφύγει αν βλέπει εσένα να γίνεσαι κάποιος άλλος εκτός τού εαυτού σου. Αυτό ήρθε να μου πει και η Νίκη μου στο όνειρο εκείνο… «Μη γίνεις σαν εμένα! Γίνε ΕΣΥ!... Εσύ η ίδια είσαι η αιτία τής δυστυχίας σου… Συνεπώς εσύ η ίδια είσαι και η αιτία τής ευτυχίας σου!... Αυτό μάθε στο παιδί σου…». Όταν έχεις μάθει να ακουμπάς διαρκώς την ψυχή σου πάνω στους άλλους, κάθε φορά που αναγκάζεσαι να τους αποχωριστείς, χάνεις κι από μια φλοίδα της. Μια φλοίδα που αποσχίζεται από αυτήν και παραμένει κολλημένη πάνω τους. Κι αυτό το «ΕΓΩ, ο εαυτός μου», πόσο δύσκολο είναι πλέον να το δεις ολοκληρωμένο, με τόσες φλοίδες που του λείπουν, με τόσες εκδορές;…

«Αχ, Νίκη μου!... Πόσα τρελά όνειρα είχαμε κάνει όταν ήμασταν παιδιά… Πού πηγαίνουν όλα αυτά όταν μεγαλώνουν οι άνθρωποι δίχως να τα πραγματοποιούν; Μικραίνουν τα όνειρά τους; Συρρικνώνονται; Αφανίζονται; »Δεν τρελάθηκες, Νίκη μου… Δεν τρελάθηκες. Εάν είχες πραγματοποιήσει τα τρελά σου όνειρα, τότε ίσως θα ήσουν κι εσύ τρελή. Τώρα αφανίστηκες, Νίκη μου… Αφανίστηκες μαζί τους…»


Ευτυχία Κανάρη

269

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μ

έσα στο κέλυφός μου είχαν εισχωρήσει κάθε λογής σκουπίδια, σκουλήκια, κόκκοι άμμου… Μιας μαύρης άμμου, λασπερής. Ο πυρήνας μου είχε τόσο φορτωθεί, τόσο ενοχληθεί, που έκλεισα πια ορμητικά, σφράγισα. Όμως βαθιά μέσα μου πάσχιζε να απελευθερωθεί το σεντέφι μου, μέχρι να καλυφθούν όλα αυτά εντός μου, να σκληρύνουν και να γίνουν το ακριβό μου μαργαριτάρι… Βαθιά μέσα μου… Δίχως καλά καλά να το καταλαβαίνω… Έγινα ο εαυτός μου εν τέλει… Τόσο πένθιμος, τόσο γονατισμένος, τόσο ικέτης για λύτρωση… Η μητέρα μου βρισκόταν όλο και περισσότερο στο σπίτι μου και γινόταν καθημερινά μάρτυρας της βύθισής μου στη σιωπή και στην απραξία. Με έβλεπε ολοένα να αποτραβιέμαι από οτιδήποτε υγιές, από οτιδήποτε χρήσιμο ή ρεαλιστικό. Με έβλεπε να αποτραβιέμαι κι από το ίδιο το παιδί μου… Κι όσο ο Δαβίδ σπάραζε κι εκλιπαρούσε για την αγκαλιά μου, τόσο εγώ δεν άντεχα να ακούω το κλάμα του. –Κάνε τον να σταματήσει, μαμά… Δεν αντέχω άλλο!... –Μωρό είναι, του λείπει η αγκαλιά τής μάνας του, τι θες να κάνει, Μύρα; Τον αγνοείς συνεχώς. Αν δεν ερχόμουν εγώ, τι θα έκανες ήθελα να ήξερα; Θα το άφηνες να πεθάνει από το κλάμα; Ή θα το άφηνες και νηστικό ακόμη; –Κάνε τον να πάψει σου είπα! Και τον έπαιρνε στην αγκαλιά της η μάνα μου και τον κρατούσε με στοργή, τον ησύχαζε, τον νανούριζε με τραγούδια και μουρμουρητά, τον φρόντιζε… Θα έπαιρνα όρκο πως αυτό που έβλεπα στα μάτια της όταν είχε στην αγκαλιά της τον Δαβίδ, δεν το είχα δει ποτέ ξανά σ’ εκείνη· θα ορκιζόμουν πως δεν της το ενέπνευσα ποτέ… Μα και πάλι, αυτή ήταν σκέψη που με απασχόλησε αρκετά αργότερα, όχι τότε. Καθώς το μόνο που ξανοιγόταν μέσα στο μυαλό μου τότε, ήταν μια άβυσσος, ένα βάραθρο που με καλούσε να βουτήξω μέσα του. Καμία λογική, καμία συνάφεια στις σκέψεις… Έγινα ο εαυτός μου… Αφέθηκα, επιτέλους, στο πένθος μου… Μπορεί για μένα όλο αυτό που ακολούθησε να ήταν ένα μεταβατικό στάδιο κι όχι μια μόνιμη έκτοτε κατάσταση, μπορεί να μην έγινα η Νίκη, μα


270

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είναι γεγονός πως αισθάνθηκα κοντά της όσο ποτέ άλλοτε, από τότε που εκείνη βυθίστηκε στη δική της άβυσσο. Μέσα στο μυαλό μου συνομιλούσα μυστικά μαζί της και με τον Σίμο, σαν να ήταν αυτοί οι μοναδικοί παρόντες κι όλοι οι άλλοι κομμάτια τής φαντασίας μου. «Σίμο… Δεν καταλαβαίνει κανένας… Επειδή δεν σε βλέπουν, νομίζουνε πως λείπεις. Αυτό είναι που δεν κατάλαβαν ποτέ τους, τη μυστική επικοινωνία που είχαμε εμείς οι δυο απ’ την αρχή. Ακόμη κι όταν ήμασταν χώρια, ή όταν ήμασταν μαζί και σκορπισμένοι, δεν έπαψα ποτέ να σε αισθάνομαι και δεν έπαψες ποτέ κι εσύ… Έλα και πες μου, αγάπη μου, έλα κι εξήγησέ μου, γιατί δεν άντεξες εκείνη τη μαχαιριά; Γιατί παραδόθηκες έτσι μπροστά στα μάτια μου, μπροστά στο παιδί μας; Πίστεψες πως δεν είχε άλλο πια για μας; Πίστεψες πως έπαψα να σ’ αγαπώ; Πως δεν σε ήθελα πια στη ζωή μου; Πως δεν σε χρειαζόμουν; Τι πίστεψες και υπέκυψες έτσι; Γιατί ό,τι κι αν πίστεψες απ’ αυτά, αγάπη μου, ήταν λάθος! Λάθος!... »Νίκη… Δεν μπορώ να σηκωθώ… Νίκη μου… Δεν θέλω, δεν θέλω να σηκωθώ… Εδώ κάτω, εδώ μέσα, έχω εσένα, έχω τον Σίμο μου… Με σκεπάζει χώμα και νερό βαρύ, μα τουλάχιστον δεν νιώθω μόνη μου. Μην ανησυχείς για μένα, Νίκη μου, έχω υπάρξει και σκουλήκι, το ξέχασες; Είμαι καλύτερα εδώ κάτω, είμαι καλύτερα… Έχω εσάς!...». Η οικογένειά μου δεν ήξερε πλέον τι να κάνει. Είχα αρρωστήσει. Με έντονη πίεση έτρωγα, κι ακόμη και τότε, ελάχιστα. Με πίεση ακόμη έπινα και νερό ή έκανα μπάνιο. Μονάχα καθόμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, με το φως σβηστό και κλειστές τις κουρτίνες· αμίλητη, με τα μάτια είτε σφαλισμένα, είτε καρφωμένα σε ένα σημείο, βυθισμένη στο κενό που λογάριαζα για πραγματικότητά μου. Πραγματικότητα… Έννοια εντελώς υποκειμενική. Αφού ο καθένας τη βιώνει από τη δική του σκοπιά. Για μένα εκείνη η κατάσταση δεν ήταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από την πιο ζωντανή μου πραγματικότητα. Και παραδόξως, αυτό ακριβώς ήταν που με έσωσε… Η μητέρα μου, αφού δοκίμασε χίλιους δυο τρόπους να με συνεφέρει, δίχως αυτοί να φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, έφτασε μέχρι το σημείο να με «απειλεί» πως θα με κλείσει στην κλινική, όπως συνέβη και με τη Νίκη, και πως δεν θα ξανάβλεπα ποτέ πια το παιδί μου. Δεν είναι πως την αγνοούσα, είναι πως δεν την άκουγα καν. Εάν είχα τη δυνατότητα κάτι να ακούσω, αυτό


Ευτυχία Κανάρη

271

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δεν θα ήταν παρά το σπαρακτικό κλάμα τού παιδιού μου· κι όμως, εκεί που είχα βυθιστεί, δεν έφτανε ούτε κι αυτό… «Σίμο, τι χρειάζεται να κάνω για να ανοίξεις μια μέρα την πόρτα και να μπεις πάλι στο σπίτι μας; Τι χρειάζεται για να τους αποδείξεις πως έχω δίκιο για το ότι δεν έφυγες πραγματικά; Σίμο, εσύ μου το είχες πει –θυμάσαι;– εσύ, όταν μου έδωσες το κλειδί τού εξοχικού… “Θα σε περιμένω να ανοίξεις εσύ αυτή την πόρτα ξανά”, είπες, “εγώ δεν θα ξανάρθω εδώ δίχως εσένα. Είναι απλώς ένα σπίτι χωρίς εσένα, δεν είναι Γαλαξίας. Και σπίτι έχω. Με δυο-τρεις πρίζες ανάβω κι ένα σωρό ψεύτικα αστέρια, αυτά μού αρκούν για να σε περιμένω. Δεν θα ξανάρθω, λοιπόν, μέχρι να ακολουθήσεις το Λιννουνράτα…”. Εσύ μου τα είχες πει, Σίμο, και σου τα αντιγυρίζω τώρα. Σπίτι μου είναι όπου είσαι κι εσύ μαζί μου… Εγώ σε είχα πιστέψει. Και γύρισα ξανά σ’ εσένα. Εσύ με πιστεύεις; Με πιστεύεις, αγάπη μου;… Θα έρθεις;…» Και ήρθε… Γιατί ίσως αυτό είναι αγάπη· η πίστη στον άνθρωπό σου πως όταν λείπει δεν αφήνει πίσω του κενό για να χαθείς, μα ένα μυστικό πέρασμα από το οποίο μπορεί να εισέρχεται στον κόσμο σου και να γεμίζει το κενό που εσύ συντηρείς και το ονομάζεις «απουσία».


272

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ά

ρπαξε, στην κυριολεξία, τον Δαβίδ, ο οποίος είχε γίνει μελανός από το κλάμα, μάζεψε νευρικά κάποια πράγματά του που θα χρειαζόταν σίγουρα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του σπιτιού. Εγώ την κοιτούσα, δίχως το σώμα μου να καταφέρνει να εκτελέσει καμία εντολή για οποιαδήποτε κίνηση. Ήμουν ήδη καταρρακωμένη από τον άγριο καβγά μας που είχε μόλις προηγηθεί, τόσο εξουθενωμένη, με τα μάγουλά μου γεμάτα αλμύρα από τα αμέτρητα δάκρυά μου. Και συνάμα έβραζε μέσα μου ο θυμός, ήθελα να ξεσπάσω, να εκραγώ. Μα την έβλεπα να απομακρύνεται με το παιδί μου στην αγκαλιά και δεν έκανα ούτε μια κίνηση… Η πόρτα έκλεισε πίσω της με δύναμη. Το σπαρακτικό κλάμα τού Δαβίδ ολοένα και απομακρυνόταν. Ώσπου έπαψε πια να ακούγεται. Ησυχία… Έμεινα στην ίδια θέση, όρθια, σχεδόν κρεμασμένη από το πουθενά, να κοιτάζω την έξοδο δίχως καμία αντίδραση. Δεν είμαι σίγουρη για το πόσος χρόνος μπορεί να πέρασε από εκείνη τη στιγμή μέχρι που τελικά το σώμα μου άρχισε να αντιδρά. Στο μυαλό μου είχε μείνει η ηχώ από τις τελευταίες λέξεις που ξεφώνισε η μάνα μου… «Ως εδώ ήτανε! Αν δεν σε νοιάζει εσένα να συνέλθεις, εγώ δεν θα κάτσω άλλο να βλέπω το παιδί να κακοποιείται έτσι. Κάνε ό,τι θες… Αλλά να ξέρεις, το παιδί δεν θα σου επιτρέψω να το ξαναπλησιάσεις αν δεν αποφασίσεις να κάνεις κάτι για να βγεις από αυτή την αρρωστημένη κατάσταση. Ως εδώ!...» Ως πού; Ως πού αντέχει να φτάσει η ψυχή, ξεκομμένη από το γήινο σώμα – κι ας το κατοικεί–, ώστε να καταφέρει να εκφράσει ένα λυτρωτικό «θέλω»; Να καταφέρει να επιθυμήσει κάτι και να αρχίσει να συνεργάζεται με το κορμί για να το φτάσει; Ως πού;… Πρώτα λειτούργησε ο λαιμός μου· ένα ασθενικό μουγκρητό, που όσο πήγαινε γινόταν πιο έντονο, αποκτούσε η φωνή μου σώμα, ώσπου σταδιακά έγινε κραυγή. Το στόμα μου άνοιξε διάπλατα για να καταφέρει να ξεράσει όλη αυτή τη βία που ανέβαινε από τα πνευμόνια μου. Το δέρμα τού προσώπου μου πονούσε, έτσι όπως είχε παραμορφωθεί στην προσπάθειά μου να ανοίξω το στόμα όσο περισσότερο μπορούσα, για να καταφέρω να αποφορτιστώ ώστε να μην εκραγεί το κεφάλι μου. Έπειτα ακολούθησαν τα χέρια μου. Οι παλάμες μου ανέβηκαν κι αγκάλιασαν τα μάγουλά μου. Κι άρχισαν να τα πιέζουν, λες και πάσχιζαν τα δάχτυλα να καρφωθούν στο δέρμα τού προσώπου μου και να το ξεσκίσουν.


Ευτυχία Κανάρη

273

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ύστερα τα δάχτυλά μου μπλέχτηκαν μέσα στα μαλλιά μου με απόγνωση και σχεδόν τα τραβούσαν λες και επρόκειτο να τα ξεριζώσουν. Τελευταία ξύπνησαν τα πόδια μου. Ξεκόλλησαν επιτέλους από το πάτωμα και κινήθηκαν ανεξέλεγκτα, άτσαλα, δίχως κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Έμοιαζα να περιστρέφομαι αργά και αδέξια γύρω από τον εαυτό μου, ώσπου κατέληξα να παραπατήσω και να σωριαστώ στο πάτωμα. Από κει που βρισκόμουν, σήκωσα το βλέμμα μου αργά. Δεν είχα συνειδητά σκοπό να γυρέψω κάτι με τα μάτια, μα το υποσυνείδητό μου προφανώς κάτι γύρευε. Και το βρήκε… Στον απέναντι τοίχο, ακριβώς στο σημείο που στράφηκε το βλέμμα μου, είχαμε με τον Σίμο κρεμάσει την ξύλινη πινακίδα με τα λόγια τού Καζαντζάκη, από τον φοίνικα στην «Αυλή τής Σοφίας». Έτσι, για να μας θυμίζει τη στιγμή που οι ψυχές μας αποφάσισαν να σταθούν αγκαλιά με τα «θέλω» τους και να τα κυνηγήσουν. Ανοιγόκλεισα κάποιες φορές τα βλέφαρά μου, για να καθαρίσουν τα μάτια μου από τα δάκρυα, και διάβασα για ακόμη μία φορά… «Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω! Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.» Ο θυμός μου φούντωσε. Και πίσω από αυτόν έβραζε το παράπονο, που μονάχα με την ορμή τού θυμού θα κατάφερνε να εξωτερικευτεί. Σηκώθηκα στα πόδια μου και όρμησα στην πινακίδα. Την τράβηξα τόσο δυνατά, που το αλυσιδάκι από το οποίο κρεμόταν, έσπασε από τη μια πλευρά και κρεμόταν από την άλλη. Την πέταξα με σφοδρότητα στο πάτωμα. Ήθελα να την πετάξω ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι να σπάσει σε χίλια κομμάτια. Μα παρατήρησα κάτι που με πέταξε έξω από αυτή μου τη σκέψη. Η πινακίδα είχε αναπηδήσει στο πάτωμα και είχε ξαναπέσει κάτω, από την ανάποδη πλευρά. Τότε, παραξενεμένη διέκρινα κάτι άσπρο που φαινόταν κολλημένο στην πίσω πλευρά της. Πλησίασα και γονάτισα από πάνω της. Ήταν ένας λευκός φάκελος, κολλημένος με ταινία πάνω στο ξύλο. Η καρδιά μου ξεκίνησε να χτυπά δυνατά, μπορούσα να την ακούσω να σφυροκοπά μέσα στο σώμα μου. «Ο Σίμος…», σκέφτηκα αμέσως. «Μου το είχε αφήσει ο Σίμος μου;…».


274

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ξεκόλλησα τον φάκελο και κατευθύνθηκα σαν υπνωτισμένη προς τον καναπέ. Χύθηκα στην κυριολεξία πάνω του και έσκισα τον φάκελο. Δεν ήταν τα γράμματα του Σίμου αυτά… Δεν ήταν τα γράμματα του Σίμου…

«Μύρα μου, το ήξερα πως σύντομα θα έφτανες να ξεκρεμάσεις αυτή την πινακίδα από τον τοίχο σου. Πιθανόν το έκανες για να την καταστρέψεις… Αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μονάχα η ορμή που σε ώθησε να το κάνεις. Γι’ αυτό κι επέλεξα να χρησιμοποιήσω αυτή την πινακίδα για να σου αφήσω το γράμμα μου· ήθελα να το διαβάσεις ακριβώς τη στιγμή που αυτή η ορμή θα σε κατέκλυζε. Όλα αυτά που σε ώθησαν να ξεκρεμάσεις αυτή την πινακίδα από τον τοίχο σου, είναι όλη σου η δύναμη, Μύρα μου. Αυτήν πασχίζει η ψυχή σου τόσον καιρό να αφυπνίσει. Αυτή είναι που περιμένει κλειδωμένη μέσα στο κάστρο τού καθενός μας, μέχρι να δώσουμε όσες μάχες χρειαστεί για να φτάσουμε σ’ εκείνη και να την ελευθερώσουμε. Είσαι θυμωμένη, Μύρα. Επιτέλους, είσαι και πάλι θυμωμένη! Είναι καιρός πια να καταλάβεις πως κάθε φορά που πνίγεις αυτόν τον θυμό σου, ταΐζεις όλα αυτά που θέλεις να αποδυναμώσεις. Σήκω τώρα από κει που κάθεσαι, κορίτσι μου, πήγαινε μπροστά σε έναν καθρέφτη και κοίταξε τον εαυτό σου κατάματα. Κοίταξέ τον με το πιο θυμωμένο σου βλέμμα και ξεστόμισέ του όλα σου τα παράπονα. Ούρλιαξέ τα, αν έτσι σου βγαίνει. Ό,τι σε κάνει να θέλεις να φωνάξεις «βαρέθηκα!», «κουράστηκα!», «φοβάμαι!», «σιχάθηκα!», όλα όσα νιώθεις να σε κατατρώνε, φτύσε τα στο ίδιο σου το είδωλο, Μύρα. Γιατί εσύ είσαι η μόνη που μπορεί να κάνει κάτι για όλα αυτά που νιώθεις. Και κυρίως γιατί, για να βρίσκεσαι σε αυτή τη θέση, εσύ είσαι η μόνη που δεν έχει κάνει τίποτε για όλα αυτά που νιώθεις… Δεν ευθύνεσαι για τα ψέματα μέσα στα οποία έζησες, δεν ευθύνεσαι για τους θανάτους τούς οποίους βίωσες, δεν ευθύνεσαι για τις επιλογές των άλλων που επηρέασαν άμεσα τη δική σου ζωή, μα έχεις τεράστια ευθύνη για το τι κάνεις ΕΣΥ με όλα αυτά, Μύρα. Αν για κάθε ψέμα που σου επέβαλαν, επιβάλλεις εσύ στον εαυτό σου το δικό σου ψέμα πως είσαι πολύ αδύναμη για να αντιμετωπίσεις την αλήθεια. Αν για κάθε θάνατο που αναγκάστηκες να βιώσεις, καταδικάζεις σε καθημερινό θάνατο τον εαυτό σου, τα συναισθήματά σου μα και τα συναισθήματα του ίδιου σου


Ευτυχία Κανάρη

275

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του παιδιού. Αν για κάθε επιλογή των άλλων η οποία σε στιγμάτισε, επιλέγεις εσύ η ίδια να βουλιάζεις και να αφήνεσαι στην αδράνεια. Όσο θα επιμένεις να κάνεις όλα αυτά, Μύρα μου, και να καρκινοβατείς, θα δίνεις δίκιο σε κάθε αδικία που σε έβλαψε, θα δίνεις δύναμη σε κάθε αδυναμία που σε κυρίευσε. Ώσπου μια μέρα θα κοιταχτείς στον καθρέφτη και θα αντικρίσεις όλους τούς άδικους και τους αδύναμους που γνώρισες, αποτυπωμένους στο δικό σου πρόσωπο... Μύρα, αν κάθεσαι εκεί που κάθεσαι και περιμένεις κάποιον να σου φέρει ένα βάλσαμο ή μια λύση, άδικα περιμένεις. Δεν θα έρθει κανείς. Γιατί απλούστατα, όποιος κι αν έρχεται, δεν μπορείς να τον δεις, δεν μπορείς να τον ακούσεις. Δεν είναι για σένα, γιατί δεν θα σε βρίσκει εκεί. Ο μόνος που μπορείς να δεις και να ακούσεις πλέον, είναι αυτός που σε σήκωσε, σε έφερε μπροστά σ’ αυτή την πινακίδα και σε έκανε να την ξεκρεμάσεις από τον τοίχο. Αν αυτός είναι ο θυμός σου, Μύρα μου, άκουσέ τον. Δες τον. Ακολούθησέ τον να δεις πού θέλει να σε πάει. Γιατί για να σε σήκωσε από εκεί που έχεις βουλιάξει, σημαίνει πως δεν σε θέλει εκεί. Δεν θέλει να πεθάνεις μέσα σε αυτή την αδράνεια. Δεν θέλει να πεθάνεις, δεν θέλει να απουσιάζεις, δεν θέλει να βουλιάζεις. Αν το ήθελε, αν το ήθελες, το πιο εύκολο θα ήταν να συνέχιζες να το κάνεις. Εσύ σηκώθηκες! Το ότι βρήκες αυτό εδώ το γράμμα, σημαίνει ότι κάποιος πίστευε με βεβαιότητα πως θα ερχόσουν να το βρεις. Αυτό το γράμμα, λοιπόν, μπορεί να το γράφω εγώ, μα να ξέρεις πως σου το στέλνει ο εαυτός σου. Εκείνος μού προκάλεσε αυτή τη βεβαιότητα, εκείνος έσπειρε όλες αυτές τις λέξεις μέσα μου για να τις καταγράψω έπειτα και να σου τις επιστρέψω. Εγώ ήρθα, Μύρα, πριν από κάποιον καιρό μα… δεν σε βρήκα εκεί. Ο εαυτός σου όμως σε βρήκε. Και σου έχει και το βάλσαμο και τη λύση. Ακολούθησέ τον, κορίτσι μου. Ακολούθησέ τον. Σ’ αγαπώ πάντα, Μάη» Δεν ξέρω για πόση ώρα παρέμεινα σ’ εκείνη τη θέση, βουλιαγμένη στον καναπέ, ακίνητη, ανέκφραστη, παγωμένη… Μα πάντα θα πιστεύω πως εκείνη η ώρα –όση κι αν ήταν– με καθόρισε. Ήταν το βλέμμα τής Νίκης, το εξαγριωμένο, σ’ εκείνο το όνειρο. Ήταν η φωνή τής Συγωγώς καθώς μου έλεγε ξανά και ξανά πως εγώ ήμουν η αιτία τής δυστυχίας μου. Ήταν η σοβαρότητα της μάνας μου καθώς μου άφηνε το


276

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τελεσίγραφο «ως εδώ!», απομακρύνοντας το παιδί μου από μένα. Ήταν όλα όσα μου έγραφε σ’ εκείνο το γράμμα η Μάη… Ήταν όλα αυτά κι άλλα τόσα. Ήταν ο Σίμος· ξανά ο Σίμος, πάντα ο Σίμος… Όχι φλοίδες – κομμάτια ολόκληρα λες και είχαν αποσχιστεί από την ψυχή μου και είχαν παραμείνει κολλημένα πάνω του. Είχα μείνει ένα ψυχικό λείψανο, γεμάτο εκδορές και συναισθήματα σμπαραλιασμένα, ματωμένα, που κρέμονταν από δω κι από κει. Πάντα ο Σίμος… Κι εγώ είχα καταφέρει αυτό ακριβώς που φοβόμουν από μικρή· είχα γίνει η μαμά μου… Είχα επιτρέψει στον εαυτό μου να έχει κάποιον που να φοβάται κάθε μέρα τι θα γίνει αν τον χάσει. Κι όταν τον έχασα εν τέλει, έχασα μαζί του και τον εαυτό μου. Τα όνειρά μου δεν ήταν ποτέ κάτι απλό σε όλη τη ζωή μου. Ήταν στην πραγματικότητα οι φωνές που με καθοδηγούσαν, είτε χρειαζόταν να μου ψιθυρίσουν, είτε να μου ουρλιάξουν για να τις ακούσω. Εκείνη τη νύχτα, ούρλιαξαν… Φορούσα ένα λευκό φόρεμα, απλό, σαν μια φανέλα μακριά, λερωμένο και σκισμένο σε διάφορα σημεία. Στο σημείο τής κοιλιάς έλειπε ολόκληρο κομμάτι από το ύφασμα. Ήμουν έγκυος, μα με τον πιο παράδοξο και ανατριχιαστικό τρόπο· το μωρό μου κρεμόταν από την εξωτερική πλευρά τού σώματός μου. Κουλουριασμένο, με την αριστερή του πλευρά κολλημένη στην κοιλιά μου, το αισθανόμουν να με βαραίνει και καρδιοχτυπούσα μην τυχόν και αποσυνδεθεί από πάνω μου και πέσει. Κι όμως, το προσωπάκι του δεν εξέφραζε καμιά αγωνία. Τριβόταν πάνω μου απαλά, με τα ματάκια του κλειστά. Δεν ήξερα πώς να το αγγίξω, πώς να το στηρίξω πάνω μου. Δεν αισθανόμουν εμπιστοσύνη σε ό,τι μας συνέδεε, καθώς ένιωθα το βάρος του ολοένα να αυξάνεται. Ήμουν τρομαγμένη. «Τι εγκυμοσύνη είναι αυτή; Τι μου συμβαίνει; Γιατί το μωρό μου δεν είναι μέσα μου;». Έκανα ένα σωρό σκοτεινές κι ανήσυχες σκέψεις, τις οποίες δεν είχα κανέναν για να τις μοιραστώ. Δεν είχα κανέναν για να μου πει πως όλα θα πάνε καλά, πως μπορούσα να πάψω να φοβάμαι. Άρχισα να μουρμουρίζω το όνομα του Σίμου και να τον αναζητώ τριγύρω τρέμοντας. Ώσπου εμφανίστηκε μπροστά μου. –Σίμο… Σίμο μου!... Έκανα μια κίνηση να τον πλησιάσω και να τον αγκαλιάσω, μα εκείνος φάνηκε να δυσανασχετεί και οπισθοχώρησε. –Σίμο… Τι συμβαίνει; Έλα κοντά μου… Τι σου συμβαίνει;…


Ευτυχία Κανάρη

277

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Με κοίταξε αποτροπιασμένος από την εικόνα μου· την εικόνα μιας γυναίκας βρόμικης, ντυμένης με κουρέλια, η οποία εγκυμονούσε ένα παιδί που κρεμόταν έξω από το κορμί της. Προσπάθησα και πάλι να τον πλησιάσω, μα εκείνος σήκωσε απότομα και αυστηρά την παλάμη του γνέφοντάς μου να σταματήσω. –Ως εδώ, Μύρα! Μη με πλησιάζεις άλλο. Ως εδώ!... –Μα, Σίμο μου, τι λες; Τι έπαθες, αγάπη μου; Άσε με να χωθώ επιτέλους στην αγκαλιά σου, σε παγακαλώ, πάγε με κοντά σου να λυτγωθώ επιτέλους… Δεν αντέχω άλλο, Σίμο… –Δεν μπορώ να σ’ αγκαλιάσω με τούτο το μωρό να κρέμεται από την κοιλιά σου… –Μα αυτό είναι το δικό σου το μωγό… Το δικό μας! –Ως εδώ σου λέω, Μύρα! Είχε αρχίσει πλέον να φωνάζει. –Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω; Ως εδώ! –Σίμο… Έκλαιγα με αναφιλητά. –Εάν θέλεις να σε πάρω αγκαλιά, θα πρέπει να πετάξεις αυτό το παιδί που κρέμεται από πάνω σου. –Μα, Σίμο, τι λες; Αν το βγάλω από πάνω μου, θα πεθάνει… –Δεν μπορείς να έχεις και τα δύο, Μύρα. Ή θα μείνεις συνδεδεμένη με αυτό το μωρό κι εγώ θα φύγω, ή για να μείνω μαζί σου θα πρέπει να το αφήσεις. Εσύ θα διαλέξεις. –Εγώ;… Τι να διαλέξω; Τι με βάζεις να διαλέξω, Σίμο; Είναι δυνατόν; Για όνομα του Θεού!... Εκείνος πλέον ούρλιαζε. –Διάλεξε, Μύρα! Διάλεξε! Δεν είναι ο Θεός η αιτία τής δυστυχίας σου, αλλά εσύ η ίδια… Δεν είναι ο Θεός η αιτία τής δυστυχίας σου, αλλά εσύ η ίδια… Δεν είναι ο Θεός η αιτία τής δυστυχίας σου, αλλά εσύ η ίδια… Διάλεξε! Ξύπνησα… Το πρόσωπό μου ήταν υγρό από τα δάκρυα. Αμέσως μόλις άνοιξα τα μάτια μου, έφερα τα χέρια στην κοιλιά μου. Κενό… Έκλαψα με αναφιλητά. –Παιδί μου… Μωρό μου, τι διάλεξα; Δαβίδ μου! Δαβίδ μου!... Έβλεπα ξεκάθαρα πια τι είχα διαλέξει. Είχα διαλέξει να αποσυνδεθώ από το μωρό μου για να κρατήσω τον Σίμο μαζί μου. Είχα διαλέξει τον Σίμο. Πάλι τον Σίμο, πάντα τον Σίμο…


278

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όμως αυτό το παιδί δεν είχε πεθάνει. Προλάβαινα ακόμη να το σώσω και να σώσω κι εμένα, που η ψυχή μου αιμορραγούσε ακατάσχετα από αυτή την απόσχιση, κι ας αρνούμουν να το παραδεχτώ. Ένιωθα έντονη μέσα μου την ύπαρξη μιας ευκαιρίας ακόμη να διαλέξω ξανά. Και, καθώς εγώ είχα να πάρω αυτή την απόφαση και πάλι, συνειδητοποιούσα πως ουσιαστικά δεν μου είχαν αφήσει επιλογές. Η Νίκη, η Συγωγώ, η Μάη, ο Σίμος, η μάνα μου, όλοι αυτοί εντός μου κι εκτός, είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν, με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να με ωθήσουν μονάχα σε μία επιλογή. Ξύπνησα. Είδα. Άκουσα. Διάλεξα…


Ευτυχία Κανάρη

279

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έ

φερε ένα μικρό καφετί χαρτόκουτο και το ακούμπησε πάνω στο γραφείο. Φαινόταν πολυκαιρισμένο. Το κρατούσε με τόση τρυφερότητα, λες και περιείχε κάτι πολύτιμο και εύθραυστο. Στάθηκε για λίγο και με κοίταξε κατάματα. Έπειτα κάθισε πίσω από το γραφείο και με αργές κινήσεις άνοιξε το χαρτόκουτο. –Η Πέτρα… Η Πέτρα, Μύρα μου, ήταν μια κοπέλα που με καθόρισε. Εμένα προσωπικά σαν Αποστολία, και εν συνεχεία το έργο μας εδώ μέσα σ’ αυτή την ομάδα. Όταν γνώρισα την Πέτρα, δεν είχαμε ξεκινήσει τίποτε από αυτά που βλέπεις και γνωρίζεις. Δεν είχε καν γεννηθεί η σκέψη για όλα αυτά καλά καλά. Βρισκόμουν στην Αθήνα, πεζή σε ένα μεγάλο σταυροδρόμι, και περίμενα να ανάψει το φανάρι για να περάσω τον δρόμο. Η Πέτρα βρισκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και περίμενε επίσης να περάσει. Υπήρχε πολύς κόσμος και στη δική μου πλευρά και στη δική της. Όμως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η μια εντόπισε την άλλη μέσα στο πλήθος με το βλέμμα και μείναμε εκεί, με τα μάτια μας διασταυρωμένα, λες και προσπαθούσαμε να διερευνήσουμε κάτι που όλοι οι άλλοι πλάι μας δεν αντιλαμβάνονταν καν. Τα φανάρια άναψαν, οι υπόλοιποι άνθρωποι πέρασαν τον δρόμο και άλλαξαν πεζοδρόμια. Μα εμείς παραμείναμε καρφωμένες στην ίδια θέση, κοιτάζοντας ακόμη η μια την άλλη. Ώσπου, στο επόμενο φανάρι, εγώ πρώτη αποφάσισα να κινηθώ και να διασχίσω τον δρόμο. Πίστευα πως το ίδιο θα έκανε κι εκείνη, μα δεν το έκανε· παρέμεινε εκεί, καρφωμένη στο πεζοδρόμιο. Έφτασα μπροστά της. Δεν ήξερα τι ήταν εκείνο που μας τραβούσε και τις δύο σαν μαγνήτης, μα ένιωθα πως σε αυτό υπήρχε κάποιος βαθύτερος σκοπός. Μόλις, λοιπόν, έφτασα μπροστά της και πήγα να της μιλήσω –δεν θυμάμαι καν τι πήγα να της πω, ίσως απλώς και μόνο να της συστηθώ– το βλέμμα της ατόνησε και ξαφνικά έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. –Τι; Μα γιατί; Τι έπαθε; –Έχω δώσει μια δική μου ερμηνεία για αυτό. Θα σου πω… Να μη σ’ τα πολυλογώ –που μάλλον θα χρειαστεί να πολυλογήσω για να σου μιλήσω γι’ αυτή την ιστορία– πέσαμε πάνω της όσοι βρισκόμασταν τριγύρω, για να τη συνεφέρουμε. Κάποια στιγμή συνήλθε και ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισε ήμουν εγώ. Αισθάνθηκα πως ένιωσε ασφάλεια. Έτσι ξεκίνησε η σύνδεσή μου με την Πέτρα. –Μα δεν μου είπες, τι έπαθε η Πέτγα; Γιατί πιστεύεις εσύ πως λιποθύμησε; –Η Πέτρα, Μύρα, ήταν πάντα μια ύπαρξη διάφανη, έτσι την έζησε όλη τη ζωή της, δίχως να γίνεται ορατή, δίχως να γίνεται αισθητή· υπήρξε κι έζησε ως ανύπαρκτη… Η ιστορία της είναι μια ιστορία με πολύ πόνο, που θα χρειαζόμουν μερόνυχτα για να σου τη διηγηθώ σωστά. Μερόνυχτα εξάλλου χρειάστηκε κι εκείνη


280

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

για να μου την εξιστορήσει. Εν ολίγοις, την ίδια στιγμή που γεννήθηκε η Πέτρα, πέθανε η μητέρα της. Ο πατέρας της ήταν ένας άγριος και βάναυσος άνθρωπος, ο οποίος ποτέ δεν αποδέχτηκε αυτή την «ανταλλαγή». Καθώς σαν ανταλλαγή το αντιλαμβανόταν όλο αυτό – έδωσε μια σύντροφο, την οποία την αγαπούσε, με τον δικό του αρρωστημένο τρόπο που εκείνος αντιλαμβανόταν ως αγάπη, και πήρε ένα μωρό, το οποίο δεν είχε ιδέα πώς να το διαχειριστεί. Έτσι, αυτή η κόρη ουσιαστικά δεν υπήρχε για κείνον. Όχι ως κάτι ευχάριστο τουλάχιστον, αφού ο μόνος λόγος για τον οποίο υπήρχε γι’ αυτόν, ήταν για να την κακοποιεί. –Να την κακοποιεί… πώς; Θέλω να πω…– –Όσο ακραία κι αν σκέφτηκες, έτσι… –Δηλαδή θέλετε να πείτε πως τη… Τη βίασε κιόλας; –Όχι μόνο μία, μα πολλές φορές, Μύρα. Χρόνια… –Μα τι λέτε;… –Ναι, κορίτσι μου… Και δεν είναι μόνο αυτό. Κάποια στιγμή την Πέτρα ο πατέρας της την πάντρεψε με ένα ακόμη απόβρασμα. Εκείνος με τη σειρά του, κακοποιούσε το κορίτσι αυτό, το οποίο υπέμενε όλη αυτή την κτηνωδία ουσιαστικά νιώθοντας πως την άξιζε… Για φαντάσου, δεν είχε γνωρίσει ποτέ της κάποια διαφορετική εκδοχή, ήταν μονίμως ένα πλάσμα διάφανο, το οποίο είχε μάθει να αισθάνεται υπεύθυνο για τον θάνατο της μητέρας της και ακόμη και η ίδια ενδόμυχα ένιωθε πως της άξιζε όλη αυτή η τιμωρία για το κακό που είχε προκαλέσει. Ακόμη και μέσα στον γάμο της, λοιπόν, ο πατέρας της εξακολουθούσε να τη βιάζει, κρυφά κι απ’ τον άντρα της. Κάποια στιγμή η Πέτρα έμεινε έγκυος. Και δεν ήξερε φυσικά ποιανού από τους δύο ήταν το παιδί. Ώσπου το γέννησε και κατάλαβε… Το παιδί –ήταν αγοράκι– είχε ψηλά στον μηρό του, πλάι στα γεννητικά του όργανα, το ίδιο σημάδι που είχε κι ο πατέρας τής Πέτρας σ’ εκείνο το σημείο. Ένα σκούρο σημάδι, σαν μελανιά, στο σχήμα μιας κακοσχηματισμένης ημισελήνου. –Μα θα μπογούσε αυτό να το είχε κληγονομήσει απλώς από τον παππού του, δεν σήμαινε πως το απέκτησε από τον πατέγα του… –Συμφωνώ, κορίτσι μου. Μα αυτή η κοπέλα γνώριζε ένα σημάδι τού πατέρα της, το οποίο δεν έπρεπε να το γνωρίζει, καθώς ήταν σε ένα σημείο τού σώματός του που καμία κόρη δεν έχει λόγο να έχει δει. Και πόσο λογικά πιστεύεις πως άντεχε να σκεφτεί βλέποντας το ίδιο ακριβώς σημάδι στο παιδί της; Η Πέτρα, Μύρα μου, την ημέρα που τη συνάντησα για πρώτη φορά, είχε κάνει κάτι φρικτό… –Τι εννοείτε; Τι είχε κάνει; –Απλώς είχε ανοίξει την πόρτα τού σπιτιού της και είχε φύγει, αφήνοντας στο σπίτι μόνο του το, λίγων μηνών τότε, παιδί της… –Τι;… Μόνο του;


Ευτυχία Κανάρη

281

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Ολομόναχο, πεινασμένο και κλαμένο, το εγκατέλειψε, Μύρα μου… Το τραγικό είναι πως αυτό άργησε να μου το πει. Την Πέτρα, αφού συνήλθε από τη λιποθυμία της, την πήρα μαζί μου στο σπίτι μου, μιας και δεν μου απαντούσε όταν τη ρωτούσα πού ήθελε να τη συνοδέψω, από πού ερχόταν, πού πήγαινε. Την πήρα μαζί μου και τη νύχτα κοιμήθηκε εκεί. Περάσαμε μαζί την επόμενη μέρα, όπου και πάλι δεν ανοιγόταν να μου μιλήσει για τίποτε από όλα αυτά. Κι εγώ ένιωθα την ανάγκη της για σιωπή και απέφευγα να τη ρωτάω επίμονα τις απορίες μου. Αργά την επόμενη νύχτα αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχαμε πέσει για ύπνο και ξαφνικά εκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι της και ήρθε στο δωμάτιό μου. Δίχως καν να ξέρει αν ήμουν ξύπνια ή όχι, άρχισε να μου μιλάει. Εγώ δεν κοιμόμουν. –Και τι σου είπε; –Είπε… «Δεν είναι δικό μου μωρό… Είναι μόνο δικό του. Γι’ αυτό το παράτησα κι έφυγα. Γι’ αυτό τους το άφησα. Δεν είναι δικό μου… Καταλαβαίνεις;». Εγώ σάστισα. Δεν ήξερα τίποτε ακόμη για την ιστορία της, δεν καταλάβαινα τι εννοεί «τους το άφησα» – σε ποιούς; Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να της μιλήσω ήσυχα. Με τα πολλά, φτάσαμε να συζητάμε πια ξεκάθαρα για το θέμα κι έτσι κατάλαβα τι είχε συμβεί. Το αποτέλεσμα, Μύρα, ήταν πως το μωρό δεν επέζησε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι ο άντρας τής Πέτρας, τη νύχτα πια, το μωρό ήταν ήδη από ώρα νεκρό. Είπαν τότε πως είχε… σκάσει. Δεν ξέρω ακριβώς, δεν μπόρεσα να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες. Κι αυτό το έμαθα όταν την επόμενη μέρα πήγα η ίδια στη διεύθυνση που μου έδωσε η Πέτρα για να δω τι είχε συμβεί και έμαθα τα τραγικά νέα από τη γειτόνισσά της. –Μα τι λέτε;… Τι τγαγική ιστογία είναι αυτή;… –Πολύ, κορίτσι μου… Πολύ… –Η Πέτγα τι απέγινε; –Η Πέτρα δεν ξαναγύρισε στο σπίτι της. Την έφερα τις επόμενες μέρες εδώ, σ’ αυτό εδώ το σπίτι, που το κρατούσα κλειστό από τότε που είχαν πεθάνει οι παππούδες μου. Κι ερχόμουν κάθε μέρα και της έφερνα φαγητό και τα απαραίτητα. Πίστευα πως σύντομα θα την αναζητούσαν και σκεφτόμουν πως εδώ θα ήταν ασφαλής για την ώρα. Μη με ρωτήσεις γιατί λειτούργησα έτσι, δεν ξέρω… Δεν θυμάμαι καν τα κριτήριά μου τότε, δεν θυμάμαι πώς πήρα τις όποιες αποφάσεις πήρα… Προσπαθούσα με διάφορους τρόπους να τη βοηθήσω να σταθεί στα πόδια της, να αντιληφθεί πως δεν ήταν ένα διάφανο πλάσμα, να αντιληφθεί τι είχε συμβεί και να πενθήσει γι’ αυτό, να αναλάβει μέσα της την ευθύνη, όπως θα έκανε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο. Όλη της τη ζωή αυτή η ύπαρξη βίωνε τιμωρίες για κάτι που δεν είχε διαπράξει, τώρα ευχόμουν τουλάχιστον, όταν θα την έβρισκε οποιαδήποτε τιμωρία, να γνώριζε τον λόγο. Να αντιλαμβανόταν πως ήταν τουλάχιστον για κάτι


282

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που είχε πραγματικά διαπράξει… Είχα αποφασίσει πως θα στεκόμουν δίπλα της να τη βοηθήσω και να τη στηρίξω όπως δεν το έκανε ποτέ κανένας για κείνη. –Με το μωγό; Πώς αντέδγασε όταν έμαθε πως πέθανε το μωγό της; –Σαν να μην το έμαθε ποτέ… Σαν να μην είχε ποτέ της κανένα μωρό… Δεν έδειχνε να πενθεί, δεν το ανέφερε, δεν υπήρχε καν όλο αυτό μέσα στο βλέμμα της… –Και; Πού είναι τώγα η Πέτγα; –Η Πέτρα… Μια μέρα ήρθα τη γνωστή ώρα να της φέρω φαγητό, μα δεν τη βρήκα εδώ. Τρομοκρατήθηκα. Εκείνες τις μέρες που ζούσε εδώ μέσα, δεν έβγαινε να πάει πουθενά. Βγήκα λοιπόν να την αναζητήσω. Και τη βρήκα… –Πού; –Σε ένα σταυροδρόμι… Ήμασταν και πάλι η μια απέναντι από την άλλη, μόνο που αυτή τη φορά δεν υπήρχε δίπλα μας κόσμος. Περιμέναμε να ανάψει το φανάρι για να περάσουμε τη λεωφόρο. Εγώ αισθανόμουν ανακουφισμένη που την είχα βρει και δεν είχε εξαφανιστεί. Την κοιτούσα και της χαμογελούσα από απέναντι, περιμένοντας να την πλησιάσω. Ώσπου, πριν προλάβει να ανάψει το φανάρι, εκείνη, κοιτάζοντάς με, ξεκόλλησε αποφασιστικά τα πόδια της από το πεζοδρόμιο και πετάχτηκε μπροστά σε ένα αυτοκίνητο που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα… –Τι;… –Έτρεξα από πάνω της. Είχε σμπαραλιαστεί... Βρισκόταν ξαπλωμένη ανάσκελα στην άκρη τού δρόμου, με τα κάτω άκρα της σπασμένα πολύ άσχημα, γυρισμένα σαν να ήταν μιας κούκλας που είχε πεταχτεί βίαια και είχε τσακιστεί. Άνοιξε τα μάτια της και με βρήκε από πάνω της να την κοιτάζω έντρομη. Μου χαμογέλασε με πόνο και… έσβησε. Όπως ήρθε στη ζωή μου, έτσι έφυγε… Μα με ένα χαμόγελο ανακούφισης που κάποιος επιτέλους την είχε «δει», κορίτσι μου… Που το βλέμμα κάποιου δεν τη διαπέρασε σαν να ήταν διάφανη, μα στάθηκε πάνω της και μαγνητίστηκε από το δικό της. Από αυτή τη λαχτάρα πιστεύω εγώ όλα αυτά τα χρόνια πως λιποθύμησε στην πρώτη μας συνάντηση, με αυτή τη λαχτάρα επέλεξε να φύγει… Και στ’ αλήθεια ποιος μπορεί να την αδικήσει, Μύρα μου; Εγώ πάντως δεν μπόρεσα ποτέ μου. Τη συγχωρούσα την ίδια κιόλας στιγμή που εγκατέλειπε το πεζοδρόμιο για να ξεπηδήσει μπροστά στο αυτοκίνητο. Ειλικρινά σου το λέω, τη συγχωρούσα εκείνα ακριβώς τα τραγικά δευτερόλεπτα… Είχα μείνει εμβρόντητη στην εξιστόρηση όλων αυτών των δραματικών γεγονότων. Δεν μπορούσα ούτε να κουνηθώ, ούτε καν να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρά μου καλά καλά. Ξανακοιτούσα εκείνο το δωμάτιο, που τώρα πια βρισκόταν το γραφείο τής κυρίας Αποστολίας, και σκεφτόμουν πως εκεί μέσα είχε ζήσει κάποιες μέρες η Πέτρα· τη φανταζόμουν να κάθεται με τις ώρες στον καναπέ ή να βαδίζει


Ευτυχία Κανάρη

283

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάνω-κάτω μέσα στον χώρο, αμίλητη, βαθιά θλιμμένη, αποκομμένη από τη λογική, χαμένη στη δυστυχία της. Κι έπειτα κοιτούσα την κυρία Αποστολία. Πόσες τραγικές ιστορίες μπορεί να κρύβονται ώρες ώρες πίσω από τα γλυκά, ροδακινί χαμόγελα κάποιων ανθρώπων… Να είναι άραγε η αρετή τής συγχώρεσης που τα κάνει τόσο γαλήνια και γλυκά; Ό,τι κι αν είναι πάντως, κρύβουν πολύ πόνο κάποια τέτοια χαμόγελα. Πολύ πόνο… Η κυρία Αποστολία, αφού πήρε λίγο χρόνο κι εκείνη στη σιωπή μετά την εξιστόρηση όλων αυτών, ασχολήθηκε και πάλι με το μικρό χαρτόκουτο. Έβαλε μέσα ήρεμα το χέρι της και εμφάνισε ένα κομμάτι ύφασμα με το οποίο κάτι ήταν τυλιγμένο. –Αυτά είναι ό,τι μου απέμεινε από την Πέτρα… Το μαντήλι αυτό το έβρεξα με νερό και της δρόσισα το πρόσωπο όταν είχε λιποθυμήσει. Κι έπειτα το κράτησε και τις νύχτες που μου εξιστορούσε τους εφιάλτες της, σκούπιζε μ’ αυτό τα μάτια της… Και μέσα σ’ αυτό έχω τυλιγμένο ετούτο το βότσαλο. Το είχε διαλέξει μέσα από έναν δίσκο με άλλα βότσαλα που είχα στολισμένα στο σαλόνι τού σπιτιού μου, το είχε πάρει μαζί της, και το στριφογύριζε στα δάχτυλά της κάθε φορά καθώς μου μιλούσε. Τα δάκρυά της κι ένα βότσαλο, μια πέτρα, που μάζεψε όλη την ενέργειά της καθώς μου μιλούσε για όλη αυτή τη φρίκη… Αυτό το μαντήλι κι αυτή η πέτρα, Μύρα μου, ήταν η βάση για να ξεκινήσω όλη αυτή την προσπάθεια που κάνουμε εδώ. Κρατώντας στα χέρια μου αυτά εδώ τα πράγματα, ορκίστηκα στον εαυτό μου πως θα ανοίξω ένα παράθυρο, ένα σπίτι, έναν δρόμο, ένα καταφύγιο για όλες τις «Πέτρες» που θα μπορούσαν να τα αναζητήσουν. Ορκίστηκα πως θα αφιερώσω τη ζωή μου και την ενέργειά μου σε κάθε «Πέτρα» που θα μπορούσε να χρειαστεί τη βοήθειά μου. Ο βασικός μου σκοπός είναι να προλαβαίνω τις καταστάσεις πριν αυτές να οδηγούν στον επίλογο της Πέτρας. Μα κι αυτό ακόμη είναι κάτι που δεν είναι στο χέρι μου να το ορίζω. Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του λειτουργίες , με τα δικά του χέρια σηκώνει τα βάρη του κι όσο κι αν εγώ καταφέρνω να παρέχω οποιαδήποτε βοήθεια, οι αποφάσεις δεν μου ανήκουν. –Ναι… το καταλαβαίνω… –Ο λόγος που επέλεξα να σου μιλήσω για όλα αυτά, Μύρα, και να μοιραστώ μαζί σου αυτή την πολύ τραγική ιστορία, είναι για να σου πω το ίδιο πράγμα, κορίτσι μου… Έχεις όλα τα ενδεχόμενα μπροστά σου, ανοιγμένα σαν βεντάλια, σαν τις κάρτες μιας τράπουλας μέσα στα χέρια σου. Η δική σου ιστορία απέχει, ευτυχώς, πολύ από την ιστορία τής Πέτρας. Μα οι επιλογές σου μπορούν να κοστίσουν εξίσου. Τόσο για τη ζωή τού παιδιού σου, όσο φυσικά και για τη δική σου τη ζωή. Δεν θα σου πω εγώ τι να επιλέξεις, τι να κάνεις και προς τα πού να πας. Εγώ θα είμαι μαζί σου


284

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και θα σε στηρίζω, δείχνοντάς σου κι άλλους δρόμους πέρα από τον έναν μονάχα που πιστεύεις πολλές φορές πως έχεις μπροστά σου. Λέγοντάς σου την ιστορία τής Πέτρας, είμαι σίγουρη πως ήδη μέσα σου δημιουργήθηκαν ένα σωρό άλλα παράλληλα σενάρια που θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει την τροπή τής ιστορίας. –Ναι… αλήθεια είναι αυτό… –Η Πέτρα έχει φύγει πια εδώ και χρόνια, Μύρα. Το ίδιο και το παιδί της, έφυγε από αυτή τη ζωή μοναχό του, κλαμένο, απορριγμένο, εγκαταλελειμμένο, έσκασε μην αντέχοντας όλα αυτά. Το δικό σου το παιδί ζει, φροντίζεται από ανθρώπους που το αγαπούν και σε αγαπούν, μα αυτό δεν αρκεί, χρειάζεται τη μητέρα του. Αν πούμε την ιστορία σου σε άλλους, κορίτσι μου, υπάρχουν ένα σωρό σενάρια που θα φανταστούν και θα προτιμήσουν αντί αυτού που έχει ως τώρα συμβεί πραγματικά. Κι εσύ η ίδια, σηκώθηκες σήμερα και ήρθες ως εδώ, μου μίλησες, με εμπιστεύτηκες. Αναζητάς ένα διαφορετικό σενάριο, Μύρα. Γι’ αυτό δεν βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή εκεί που βρισκόσουν χθες και προχθές και παραπροχθές. Έχεις κάνει ένα βήμα – ένα σπουδαίο βήμα, κορίτσι μου. Τα λόγια της με σημάδευαν κατευθείαν στην καρδιά. Τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα και το σώμα μου είχε αφεθεί, είχε παραδοθεί στη χροιά τής φωνής της και στο βλέμμα της. –Κυγία Αποστολία… Δεν ξέγω τι… δεν ξέγω από πού… δεν ξέγω πώς… –Ένα βήμα τη φορά, κορίτσι μου. Θέλω να σου θυμίσω κάτι. Σου είχα πει κάποτε πως μέσα στα μάτια σου υπάρχει μια παράξενη φλόγα, η φλόγα τού αγριμιού. Θέλω να θυμάσαι πως αυτό δεν άλλαξε ποτέ. Εξακολουθείς πάντα να διατηρείς μέσα σου αυτή τη φλόγα. Αυτή σε πυροδότησε και ήρθες ως εδώ, αυτή θα συνεχίσει να σε πυροδοτεί ώστε να πας παρακάτω, Μύρα. Να την εμπιστεύεσαι αυτή τη φλόγα, δεν είναι για να σε κάψει, είναι για να σε πυροδοτεί, για να σου φωτίζει τον δρόμο, για να σε ζεσταίνει, για να σε πηγαίνει παρακάτω· οτιδήποτε, παρά να σε κάνει στάχτη, κορίτσι μου. –Και τι; Πώς μπογώ να καταλάβω ποιο είναι το επόμενο βήμα; Είμαι χαμένη, είμαι βυθισμένη στο σκοτάδι… –Κοίταξε, χαρά μου... Ήδη βλέπεις πως είχες την άποψή σου για την ιστορία τής Πέτρας. Βρήκες μέσα σου άλλα σενάρια, που θα μπορούσαν να είχαν σώσει ενδεχομένως κι αυτήν και το παιδί της. Είσαι ένας πολύ στοργικός άνθρωπος, αυτό δεν αλλάζει επειδή βρέθηκες μέσα στις καταστάσεις που βρέθηκες κι αισθάνεσαι μέσα τους πως έχεις χάσει τον εαυτό σου. Εάν δυσκολεύεσαι να δεις ακόμη ποιο είναι το σενάριο που θα μπορούσε να σώσει εσένα και τον γιο σου, τότε ξεκίνα με το να προσπαθήσεις να κάνεις αυτό που σου βγαίνει πηγαία: σώσε τήν Πέτρα, σώσε τό δικό της το παιδί!


Ευτυχία Κανάρη

285

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Μα… πώς; Τι εννοείτε; –Δεν θέλω να σε κατευθύνω, κορίτσι μου. Όχι αυτό… Γιατί είμαι σίγουρη για σένα, είμαι σίγουρη πως ξέρεις, πως η καρδιά σου έχει φωνή κι εσύ έχεις τον τρόπο να την ακούς. Εμπιστεύομαι εσένα, πως μπορείς να εμπιστευτείς αυτήν. Η καρδιά… Θυμήθηκα τα λόγια που μου είχε πει η Μάη… «Εκεί που το μυαλό χάνεται σε ένα σωρό ταξίδια σε παρελθόν και μέλλον, η καρδιά παραμένει σταθερή στο παρόν. Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται να την εμπιστεύεσαι. Αυτό που μας λένε μια ζωή “άκου την καρδιά σου”, δεν έχει να κάνει με κάποια καρδιά επιστημονικής φαντασίας που μιλάει, αλλά με το κάλεσμα που σου κάνει με τους χτύπους της να επικεντρωθείς στο παρόν. Μόλις ανταποκριθείς σ’ αυτό το κάλεσμα και γειωθείς στο παρόν, συνειδητοποιείς πως τις απαντήσεις στα ερωτήματά σου τις γνωρίζεις». Το μόνο που γνώριζα φεύγοντας εκείνο το μεσημέρι από το γραφείο τής κυρίας Αποστολίας, ήταν πως έπειτα από πολύ καιρό, κατάφερνα επιτέλους να αναπνέω κάπως καλύτερα. Κι αυτό από μόνο του το θεωρούσα σημαντικό. Πήρα μαζί μου τόσες σκέψεις. Πάντοτε μου συνέβαινε αυτό όταν επισκεπτόμουν αυτή τη γυναίκα. Και τι εννοούσε λέγοντάς μου να προσπαθήσω να σώσω την Πέτρα και το δικό της το παιδί; Ποιο σενάριο στ’ αλήθεια θα μπορούσε να τους είχε σώσει και τους δυο; Δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά για την Πέτρα, για το τι θα μπορούσε να την είχε βοηθήσει να μην εγκαταλείψει εκείνο το παιδί. Όμως εκείνο το πλάσμα δεν έπρεπε να εγκαταλειφθεί, σε κανένα σενάριο… Ακόμη κι αν επιζούσε, δεν έπρεπε να αφεθεί μοναχό του στα χέρια εκείνων των δύο φρικτών ατόμων. Αν ήθελα να έσωζα εκείνο το παιδί με ένα οποιοδήποτε άλλο σενάριο, σίγουρα θα κρατούσα τη μάνα του κοντά του κι έπειτα θα έβρισκα έναν τρόπο να τους πάρω και τους δυο τους από κει μέσα. Ναι, αυτό το σενάριο θα έγραφα. Το μωρό και η μάνα έπρεπε να μείνουν ενωμένοι…

«Αχ, κυρία Αποστολία μου… Με το γλυκό ροδακινί σου χαμόγελο… Πόσες πίκρες έχεις πιει κι εσύ μ’ αυτά τα χείλη κι έπειτα τα σχημάτισες πάλι έτσι ώστε να γλυκαίνουν τους ανθρώπους; »Ένα βήμα τη φορά, κυρία Αποστολία μου, ένα βήμα τη φορά με συμβούλεψες να κάνω κι έπειτα στάθηκες πλάι μου και με έμαθες να περπατάω από την αρχή. »Αχ, κυρία Αποστολία μου… Με ένα μαντήλι κι ένα βότσαλο, μου έδειξες έναν ακόμη δρόμο. Κι αναρωτιέμαι από τότε, πόσες γυναίκες έχεις εμπνεύσει να σώσουν


286

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

την Πέτρα και το παιδί της; Πόσες φορές έχει σωθεί αυτή η γυναίκα και πόσες αυτό το μωρό χάρη σ’ εσένα; »Αγαπημένη μου κυρία Αποστολία, σου το χρωστώ που έμαθα πια πως όταν πετρώνεις από τους φόβους σου κι αδυνατείς να μετακινηθείς, το να καταφέρεις να γίνεις για λίγο μια άλλη «Πέτρα», είναι κι αυτό μια μετακίνηση. Μια μετακίνηση που σε πάει απέναντι από τον εαυτό σου, ώστε να μπορέσεις να δεις κι εσύ εκείνη την παράξενη φλόγα μέσα στα μάτια σου – τη φλόγα τού αγριμιού. Και να την πιστέψεις…»


Ευτυχία Κανάρη

287

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

α πρώτα γενέθλια του Δαβίδ τα γιορτάσαμε στο πατρικό μου σπίτι. Ο μεγάλος κήπος ήταν ό,τι καλύτερο για να ξαμοληθούν τα παιδιά και να παίξουν, έχοντας παράλληλα και την επίβλεψη των μεγάλων. Είχαν περάσει κάποιοι μήνες από την επίσκεψή μου εκείνη στην κυρία Αποστολία, κατά την οποία γνώρισα την ιστορία τής Πέτρας. Κι έπειτα ακολούθησαν κι άλλες πολλές. Η επαφή μου μαζί της με βοηθούσε να κάνω πραγματικότητα τη συμβουλή της «ένα βήμα τη φορά». Και με τη στήριξη, την υπομονή και τη γλυκύτητά της, με μάθαινε στην πραγματικότητα να περπατάω από την αρχή… Τον Δαβίδ τον είχα πάρει και πάλι κοντά μου. Η μητέρα μου περνούσε ατέλειωτες ώρες μαζί μας στο σπίτι, προσπαθώντας να καταλάβει εάν άξιζα την εμπιστοσύνη της σχετικά με τη φροντίδα τού μωρού. Για να είμαι ειλικρινής, αυτό με ανακούφιζε· ούτε εγώ ένιωθα σιγουριά κι εμπιστοσύνη στον εαυτό μου γι’ αυτό. Αισθανόμουν ολοένα και πιο ήσυχη και ικανή με το πέρασμα του χρόνου, μα φοβόμουν μην τυχόν και αυτό ήταν κάτι παροδικό. Είναι παράδοξο, μα ακόμη και μέχρι σήμερα αισθάνομαι πως τον γιο μου ξεκίνησα να τον γνωρίζω από εκείνη την εποχή. Ήταν σαν να μη θυμόμουν τίποτε για κείνον από τους πρώτους μήνες τής ζωής του. Η απουσία μου από τον κόσμο του ήταν ουσιαστική… Και για κείνον και για μένα… Το πάρτι των γενεθλίων ήταν το απόγευμα. Το μεσημέρι τής ίδιας μέρας, πήρα στην αγκαλιά μου τον Δαβίδ και βγήκαμε στον κήπο. Περπάτησα αργά, κρατώντας τον στο στήθος μου, ως τη γωνία τού κήπου, στο Πλανητάριο. Το σπιτάκι μου είχε πια παλιώσει, είχε φθαρεί από τα χρόνια και τις εναλλαγές τού καιρού. Τα άλλοτε καλοβαμμένα ξύλα του είχαν θαμπώσει, το μοβ χρώμα στο εξωτερικό του είχε αλλοιωθεί λες και ήταν ένα ξεθωριασμένο μοβ σύννεφο που είχε κατέβει χαμηλά από τον ουρανό. Η δε σκεπούλα, κολλημένη για χρόνια σε ένα σημείο· χρειαζόταν πολύς κόπος για να την ξεκολλήσεις πια. Η μητέρα μου την είχε χαμηλώσει όταν, μεγαλώνοντας εγώ, έπαψα να ασχολούμαι πλέον με το Πλανητάριο, ώστε να μην περνάνε μέσα τα νερά τής βροχής από τα πλαϊνά. Αυτό βέβαια ήταν μια δική της ανησυχία καθαρά, μιας και ο πατέρας μου είχε φροντίσει να φτιάξει ξύλινα προστατευτικά γύρω γύρω από τις άκρες τής στέγης, τα οποία κάλυπταν οπτικά το κενό ανάμεσα στους τοίχους τού σπιτιού και στη σηκωμένη σκεπούλα. Το Πλανητάριό μου έμοιαζε με ένα μικρό περιπτεράκι! Έσκυψα και άνοιξα την πορτούλα. Δεν ανησυχούσα για την κατάστασή του εσωτερικά, μιας και γνώριζα πως η μητέρα μου είχε φροντίσει να το


288

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καθαρίσει καλά για την περίπτωση να ήθελαν τα πιτσιρίκια να παίξουν σ’ αυτό το απόγευμα. Είχε απλώσει στο πάτωμά του μια πράσινη κουρελού και είχε τοποθετήσει γύρω γύρω μικρές πολύχρωμες μαξιλάρες, όπως και τότε που ήμουν παιδί… Τα μάτια μου βούρκωσαν. Κοίταξα τον Δαβίδ και τον ρώτησα αν ήθελε να μπούμε μέσα στο Πλανητάριο. Εκείνος δεν αποκρίθηκε με κάποιον τρόπο, μα καθώς η αντίδρασή του δεν ήταν αρνητική, μπήκαμε ήσυχα μέσα. Το κεφάλι μου, όπως ήμουν καθιστή στο εσωτερικό του, σχεδόν ακουμπούσε στα πλαϊνά τής οροφής, τα οποία ήταν πιο χαμηλά από το κέντρο της. Κοίταξα τους ξύλινους τοίχους, με τα ακατάληπτα σχέδια που είχα κάποτε χαράξει σ’ αυτούς. Προσπαθούσα να μπω για λίγα δευτερόλεπτα έστω, στα τραγικά συναισθήματα εκείνου τού παιδιού που άρπαξε το κατσαβίδι τού πατέρα του και άρχισε να χαρακώνει τους ξύλινους τοίχους τού Πλανητάριού του… Γρήγορα συνειδητοποίησα πως τα συναισθήματα εκείνου τού παιδιού, δεν διέφεραν πολύ από τα συναισθήματα που είχα όλον εκείνον τον χρόνο. Έβαλα τον Δαβίδ μπροστά μου, πάνω σε μια μαξιλάρα, και του μιλούσα σαν να ήταν, όχι μωρό, μα αρκετά μεγάλος ώστε να καταλάβει. –Δαβίδ μου, αυτό εδώ ήταν το Πλανητάγιό μου! Μου το έφτιαξε ο… ο μπαμπάς μου, όταν ήμουν πολύ μικγή. Έχουν γίνει τόσο μα τόσο πολλά από τότε… Δεν έχει νόημα να σου τα πω τώγα αυτά, και μάλιστα τη μέγα των γενεθλίων σου. Κάποια μέγα όμως, θα σου μιλήσω… Κάποια μέγα θα σου πω για όλα αυτά, όταν θα μπογείς να τα καταλάβεις, μωγό μου. Και τότε ελπίζω να μπογέσεις να καταλάβεις κι εμένα… γιατί είμαι αυτή που είμαι, γιατί έκανα όσα έκανα, γιατί σε πίκγανα ακόμη δεν βγήκες στον κόσμο… Και δεν ξέγω αν θα μπογέσεις να με συγχωγέσεις ποτέ, για όλα τα λάθη που έχω κάνει, μα και για όσα θα κάνω. Δεν ξέγω όταν θα ξεστομίζεις τη λέξη «μαμά» τι χγώμα θα της δίνει η φωνούλα σου. Αλήθεια, ξέγεις κάτι; Δεν έπαψα ποτέ να αποκαλώ τη γιαγιά σου «μαμά», ούτε όταν έμαθα πως δεν είναι η πγαγματική μου μαμά, ούτε όταν της θύμωσα πολύ μαθαίνοντας πως τίποτε δεν ήταν όπως πίστευα, ποτέ δεν την αποκάλεσα κάτι άλλο εκτός από «μαμά». Όπως και να ’χει, αυτόν τον γόλο ποθούσε πάντοτε, κι ας μην μπογούσε να τον παίξει με τον καλύτεγο τγόπο. Δεν θα μπογούσα να της τον αφαιγέσω. Κι απ’ την άλλη, χγειαζόμουν κι εγώ μια μαμά, από τόσες μαμάδες που πέγασαν από τη ζωή μου, το ένιωθα αδύνατο να διαλέξω να μείνω δίχως μαμά. Και ξέγεις τι νομίζω, Δαβίδ μου; Νομίζω πως τελικά αυτό ήταν που την έκανε πγαγματική μάνα τη γιαγιά σου… Το ότι παγά τα όσα συνέβησαν, ποτέ δεν της αφαίγεσα το δικαίωμα να είναι μητέγα μου. Κι έκτοτε όλο και πεγισσότεγο στέκεται πλάι μου με έναν τγόπο που ποτέ δεν θα φανταζόμουν. Ίσως –ποιος ξέγει;– αυτό να την τγόμαζε όλα εκείνα τα χγόνια: το


Ευτυχία Κανάρη

289

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ενδεχόμενο να μάθαινα κάποια μέγα την αλήθεια και να αποφάσιζα να γκγεμίσω ό,τι θα είχε χτίσει ως τότε. Κι έτσι δεν έχτιζε – τουλάχιστον όχι γέφυγες, γιατί έχτιζε σίγουγα τοίχους… Δαβίδ μου… μωγό μου, θέλω τόσο πολύ να είμαι κάτι άλλο για σένα από αυτό που είχα εγώ. Μα πγέπει να σου το πω πως δεν έχω ιδέα πώς γίνεται αυτό, ξέγω μόνο πως το θέλω. Και μου λείπει ο μπαμπάς σου… μου λείπει πολύ, μωγό μου… Πώς θα είμαι και μαμά και μπαμπάς σου, όταν χγειάζεται να κοπιάζω τόσο ώσπου να βγω τον εαυτό μου; Δεν έχω ιδέα, Δαβίδ μου… Δεν ξέγω τίποτε απολύτως… Μονάχα πως θέλω να σώσω την Πέτγα και το παιδί της ξέγω, και το παλεύω μέσα από μένα κι από σένα. Το παλεύω… Δεν κατάλαβα πόση ώρα είχε περάσει που καθόμασταν με τον Δαβίδ μέσα στο Πλανητάριο, καθώς είχα παρασυρθεί από τις σκέψεις μου, τις οποίες τις εξέφραζα μιλώντας του κι εκείνος με κοιτούσε σιωπηλός, σαν να μην καταλάβαινε τίποτε και σαν να καταλάβαινε τα πάντα. Εκείνο το ίδιο βλέμμα το διατήρησε σε όλη τη μετέπειτα ζωή του ο Δαβίδ. Και πραγματικά δεν μου άφηνε συνήθως το περιθώριο να σκεφτώ μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Με τα χρόνια κατανόησα πως τα καταλάβαινε πάντοτε όλα, μα με το να αφήνει και την αμφιβολία για το αντίθετο, κέρδιζε χρόνο μέσα στον οποίο ο ίδιος προχωρούσε ένα βήμα πιο πέρα, την ίδια στιγμή που οι άλλοι ακόμη ζύγιζαν τα δεδομένα. Κάπως έτσι ίσως και να συνέβη κι εκείνο το μεσημέρι στο Πλανητάριο… Ίσως εκείνος, μωράκι χρονιάρικο ακόμη, να με είχε ήδη συγχωρέσει, την ίδια στιγμή που εγώ εξακολουθούσα να απασχολούμαι με το αν θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει ή με το αν θα μπορούσα εγώ ποτέ να επανορθώσω. Και ήταν εκείνη η μέρα, η μέρα των πρώτων γενεθλίων τής ζωής του, που έμεινε να μου θυμίζει πάντοτε το πόσο μικροσκοπικός μπορεί να αισθάνεται κάποιος «μεγάλος» μπροστά στο βλέμμα ενός μωρού παιδιού… Ένα βλέμμα που «λέει» τις πιο σημαντικές κουβέντες, την ίδια στιγμή που τα στόματα των ενηλίκων μοιάζουν απλώς να φλυαρούν. Και κάποιον καιρό αργότερα, όταν ο Δαβίδ άρχισε να μιλάει, η λέξη «μαμάνα» που έβγαινε από τα χείλη του, είχε πάντοτε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου! «Μαμάνα»… Μια σύνθεση του «μαμά», από το «πόσο σ’ αγαπάει η μαμά!» που του έλεγα συνέχεια εγώ, και του «μάνα», από το «τι λέει, παιδί μου, η μάνα σου;» που του έλεγε συνέχεια η γιαγιά του! Κι αυτό έκανε πάντοτε ο Δαβίδ: έπαιρνε από παντού τα στοιχεία που του άρεσαν, τα συνέθετε κι έφτιαχνε καινούργια, δικά του!


290

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η εποχή εκείνη τής ζωής μου, δεν ήταν μια περίοδος μετά από το πένθος, ήταν το ίδιο το πένθος… Μα τουλάχιστον ήξερα πλέον με ποιο θηρίο είχα να αναμετρηθώ. Το έβλεπα, το αναγνώριζα, το παραδεχόμουν. Αυτό μού επέτρεπε να βιώνω όλα μου τα συναισθήματα στο πραγματικό μέγεθός τους. Δεν χρειαζόταν να τα πνίγω, ούτε να τα απωθώ ή να τα αρνιέμαι. Ολόκληρη εκείνη η διαδρομή ήταν για μένα ένας Γολγοθάς. Μα δεν τον ανέβηκα ολότελα μονάχη μου... Είχα πλάι μου ανθρώπους που με στήριξαν. Είχα την κυρία Αποστολία, τη Μάη –που έστω κι από απόσταση, η στήριξή της ήταν καταλυτική– τη μητέρα μου και τον Παρασκευά, που στάθηκαν δίπλα μου τότε όσο ποτέ άλλοτε. Μα και την οικογένεια του Σίμου, που στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει το δικό της αβάσταχτο πένθος, στράφηκε στον Δαβίδ και σ’ εμένα, νιώθοντας ίσως έτσι πως βρισκόταν δίπλα σε σημαντικά κομμάτια τού παιδιού που έχασε. Κι όμως… η Μάη είχε δίκιο… Όποιος κι αν έρχεται, δεν μπορείς να τον δεις, δεν μπορείς να τον ακούσεις, δεν είναι για σένα, γιατί δεν σε βρίσκει εκεί· όχι αν δεν αποφασίσεις εσύ να είσαι εκεί, με οποιοδήποτε κόστος. Κι εγώ είχα πλέον αποφασίσει να είμαι εκεί… Είχα αποφασίσει να ψάξω να βρω ένα καλύτερο σενάριο. Είχα αποφασίσει να… σώσω την Πέτρα και το παιδί της. Είχα αποφασίσει… Η Μάη υποστήριζε πάντα πως οι αποφάσεις συμπιέζουν τον χρόνο. –Όταν αποφασίζεις κάτι, δημιουργείται στο μυαλό ένα σχετικό πλάνο. Ακόμη κι αν δεν το γνωρίζεις συνειδητά, ή ακόμη κι αν μοιάζει συγκεχυμένο. Αυτό το πλάνο λειτουργεί σαν μια αόρατη πυξίδα που σε οδηγεί προς κάποια κατεύθυνση. Ή συχνά και σαν μαγνήτης, που έλκει διάφορα προς το μέρος σου. Και από ένα σημείο κι έπειτα, δεν έχει καμία σημασία η απόφαση που είχες πάρει αρχικά, σημασία έχει μονάχα η ροή. Γιατί από τη στιγμή που αποφασίζεις κάτι, τα πράγματα μπαίνουν αυτομάτως σε μια ροή. Όσο σημαντικότερη η απόφαση, τόσο πιο έντονη και η ροή. Κι όσο πιο έντονη η ροή, τόσο πιο συμπιεσμένος ο χρόνος. Όταν βαδίζεις άσκοπα, συχνά ο χρόνος μοιάζει με αιωνιότητα. Όταν βαδίζεις με σκοπό, ο χρόνος κυλά γοργά, πολλές φορές θαρρείς πως δεν σου φτάνει κιόλας… Και είναι μια απόφαση που μπορεί να το κάνει αυτό· μια απόφαση για να ξεκινήσει αυτή η ροή. Η ίδια η απόφαση, ως προορισμός, μπορεί και να μην πραγματοποιηθεί ποτέ, μα θα πραγματοποιηθεί σίγουρα αυτό που πραγματικά είναι για την ψυχή σου προορισμός. Και μέσα σε τέτοια ταξίδια, ο χρόνος συμπιέζεται… Οι αποφάσεις, Μύρα μου, συμπιέζουν τον χρόνο…


Ευτυχία Κανάρη

291

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εγώ είχα αποφασίσει πλέον να αναμετρηθώ με το θηρίο τού πένθους μου. Και η αλήθεια είναι πως εκείνη την εποχή δεν αντιλαμβανόμουν ακριβώς έτσι τα λόγια που μου είχε πει η Μάη σε σχέση με τον… συμπιεσμένο χρόνο. Μα οφείλω, παρ’ όλα αυτά, να ομολογήσω πως, συγκριτικά με την πρωτύτερη αδράνεια στην οποία είχα βυθιστεί, ο χρόνος τουλάχιστον έμοιαζε τότε να κυλάει, κι ας κυλούσε αργά. Ουσιαστικά έφτανα κάθε φορά να καταλαβαίνω πως ο χρόνος είχε διαβεί, βλέποντας τις αλλαγές τού Δαβίδ. Είτε τις αλλαγές στην εμφάνισή του, είτε στην ομιλία του, είτε στις κινήσεις του. Το παιδί μου είχε αρχίσει να γίνεται πλέον για μένα ό,τι ο ήλιος για τον ναυαγό: ένα βιωματικό ημερολόγιο που του φανερώνει το πέρασμα του χρόνου· των λεπτών, των ωρών, των ημερών, των εβδομάδων, των μηνών, των εποχών, των ετών… Ένα σημείο αναφοράς για να μη χάσει την επαφή με την οικουμενική πραγματικότητα. Ο ήλιος μου… Ο μικροσκοπικός μου ο Δαβίδ… Ο γιος μου… Δεν το πίστεψα ποτέ πως ο χρόνος πάντοτε γιατρεύει τις πληγές μας. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο θα υπάρχει κάποιος ήχος, κάποια μυρωδιά, κάποια θέα, κάποιο τραγούδι, κάποια φωτογραφία, κάποια κουβέντα, οτιδήποτε που να μπορεί να μας ξυπνήσει, έστω στιγμιαία, την ανάμνηση ενός πόνου, αυτό πάντοτε θα μου δείχνει πως η πληγή δεν έχει γιατρευτεί απλώς επειδή πέρασε ο χρόνος. Ίσως αυτή η χρονική απόσταση που αναγκαστικά παίρνουμε από την εποχή τού τραύματος, θολώνει την ανάμνηση, εξασθενεί τη μνήμη τού πόνου. Όμως το ίδιο το τραύμα δεν το πιστεύω πως γιατρεύεται τελείως με την πάροδο του χρόνου πάντοτε. –«Χρόνος καθαίρει πάντα γηράσκων ομού», συνήθιζε να λέει η Συγωγώ από κείνα τα «δικά της»… 28 –Έλα μου;… απορούσε η μάνα μου. –Λέω… Καθώς περνάει ο χρόνος, σβήνει μαζί του τα πάντα… –Ναι… Απ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, Γωγώ… Αλήθεια, αυτό μάλλον είχα παραλείψει να το αναφέρω στο «Ευαγγέλιο της μη πίστης» τής μαμάς… «Δεν πιστεύουμε στον χρόνο-γιατρό των πληγών μας»…

«Αχ, Δαβίδ μου… Ναυάγησα, παιδί μου. Ναυάγησα και, μέχρι να το αποδεχτώ, δεν μ’ ένοιαζε αν ήταν μέρα ή αν ήταν νύχτα. Δεν μ’ ένοιαζε αν έβγαινες σαν ήλιος 28

Αισχύλος, 525-456 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής


292

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ή αν κρυβόσουν. Ώσπου κατάλαβα πια πως για να κρατηθώ στη ζωή, έπρεπε να σ’ ακολουθήσω, ν’ ακολουθήσω τον χρόνο που μου φανέρωνες, τις εποχές που δημιουργούσες. »Αχ, Δαβίδ μου… Ήσουν η σωτηρία μου. Ήσουν ο ήλιος που επέλεξα ν’ ακολουθήσω. Αν κάτι τελικά μπορεί να γιατρεύει τις πληγές μας, αυτό εν τέλει πρέπει να είναι ο ήλιος… Εσύ, Δαβίδ μου… Εσύ…»


Ευτυχία Κανάρη

293

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

α βήματά μας πάνω στο μαλακό χώμα ακούγονταν σαν δαγκωματιές σε ένα αφράτο γλυκό. Δεξιά κι αριστερά από τα μονοπάτια τού μεγάλου άλσους, υπήρχε χλόη που απλωνόταν μέχρι τα λοφάκια και περικύκλωνε τα δέντρα και τους θάμνους, σχηματίζοντας ένα τεράστιο καταπράσινο χαλί. Ο Δαβίδ, δύο χρονών πια, προχωρούσε λίγα βήματα μπροστά μας και κάποιες στιγμές χοροπηδούσε από τον ενθουσιασμό του. Εγώ και η κυρία Αποστολία προχωρούσαμε πίσω του και συζητούσαμε ήσυχα, κρατώντας στα χέρια μας από έναν ζεστό καφέ. Είχαμε ξεκινήσει κάποιον καιρό πριν να κάνουμε μια φορά την εβδομάδα περιπάτους στη φύση μαζί. Αυτό με αναζωογονούσε και με ηρεμούσε ιδιαίτερα. Ο Δαβίδ στάθηκε μπροστά από έναν θάμνο, που ολόγυρά του είχαν ανθίσει μοβ αγριολούλουδα. Άπλωσε το χέρι του και άρπαξε ένα από το κοτσάνι. Το τράβηξε άτσαλα κι έτσι, αντί να το κόψει, τα δάχτυλά του γλίστρησαν γύρω από το κοτσάνι και πέρασαν πάνω από το άνθος, παρασέρνοντας τα πέταλά του. Το κοτσάνι έμεινε γυμνό, το αγριολούλουδο κατεστραμμένο. Ο Δαβίδ σάστισε με κάποια απογοήτευση. Έσκυψα δίπλα του και του έδειξα πώς μπορεί να κόψει το λουλούδι δίχως να το τραυματίζει ή να το καταστρέφει. Κόψαμε μερικά κι εκείνος τα κρατούσε σφιχτά στο χέρι του καθ’ όλη τη διάρκεια του περιπάτου μας. Ύστερα από δυο ώρες, φύγαμε από το άλσος και πήγαμε και οι τρεις μαζί στο σπίτι τής μητέρας μου. Μόλις μπήκαμε στον κήπο, ο Δαβίδ πέταξε κάτω τα ταλαιπωρημένα πλέον αγριολούλουδα και έτρεξε σε μια μεγάλη γλάστρα τής γιαγιάς του, γεμάτη με ολάνθιστες βιολέτες. Πριν καλά καλά προλάβω να του πω να μην τις πειράξει, άπλωσε το χέρι του και άρχισε να τις κόβει άτσαλα. Έτρεξα και τον σταμάτησα. –Δαβίδ μου, δεν κόβουμε τα λουλούδια τού κήπου, αγάπη μου… –Σέλω κότσω πάλι! –Θα κόψεις πάλι, Δαβίδ μου, όταν θα ξαναπάμε βόλτα στο άλσος. Δεν κάνει να κόβεις τα λουλουδάκια τής γιαγιάς, γιατί η γιαγιά θα στενοχωγηθεί. Ο Δαβίδ κοίταξε για λίγο τις κομμένες βιολέτες στο χέρι του κι έπειτα τις τοποθέτησε με ευλάβεια πάνω στις υπόλοιπες βιολέτες τής γλάστρας που πρόλαβαν να σωθούν, θέλοντας έτσι να διορθώσει το λάθος του για να μη στενοχωρηθεί η γιαγιά του. Ύστερα έτρεξε μέσα στο σπίτι να τη βρει.


294

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τον κοιτούσα που χοροπηδούσε ενθουσιασμένος και χαμογελούσα. Έπειτα έγειρα πάνω στη γλάστρα και προσπάθησα να την καθαρίσω από τις τσακισμένες και κομμένες βιολέτες. Τις αγαπούσε πολύ τις βιολέτες της η μητέρα μου. Της θύμιζαν τον μπαμπά… Εκείνος τις λάτρευε τις ανθισμένες βιολέτες. Εξάλλου παντρεύτηκε και μία! Κι ας μην ήταν και πολύ ανθισμένη, εκείνος την αγάπησε πολύ. Η κυρία Αποστολία με κοιτούσε σιωπηλή. –Αχ, αν τα δει η μάνα μου, θα λυπηθεί… –Μύρα μου, να θυμάσαι πως τα παιδιά είναι ακριβή στις εσωτερικές τους καταγραφές. Αν μάθεις το παιδί σου να κόβει τα λουλούδια για να τα μαζεύει, θα σου ρημάξει τον κήπο. Κι αν το μάθεις να κόβει τα λουλούδια εκτός από αυτά τού κήπου σου, μπορεί να ρημάξει τους κήπους των άλλων και μάλιστα με μανία εκτόνωσης πολλές φορές. Μπορείς να το μάθεις να τα σέβεται τα λουλούδια… Να το μάθεις να ζητά την άδειά τους για να τα κόψει. Και μην ανησυχείς, να είσαι σίγουρη πως ένα παιδί μπορεί να καταλαβαίνει πότε θα του τη δίνουν. Την κοιτούσα με έντονο προβληματισμό. Αυτό ακριβώς που μου περιέγραφε, προφανώς δεν ήταν μια απλή αναφορά στα λουλούδια και στην επιθυμία μας να τα κόβουμε, μα σε ένα σωρό συμπεριφορές μας που μπορεί να αποβούν καταστροφικές και να ρημάξουν τις σχέσεις μας ή τους άλλους. Και τι είχα μόλις διδάξει στο παιδί μου; Πως κάτι δικό μας είναι σημαντικό, μα κάτι που δεν μας ανήκει είναι εντάξει να το χαλάμε… Μέσα από ευτές τις σκέψεις, εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τη Νίκη. Και κατάλαβα πως εκείνη υπήρξε ακριβώς αυτό… Ένα τρυφερό λουλούδι ανθισμένο σε έναν κήπο, στον οποίο όποιος ήθελε μπορούσε να εισβάλλει και να τον ρημάζει. Και υπήρξαν τόσα χέρια που πέρασαν και του έκοψαν ένα ένα τα ανθάκια του… Άλλες φορές ξέροντας πώς να το κάνουν με τρόπο κι άλλες φορές άτσαλα· τα δάχτυλά τους γλιστρούσαν στο κορμί της και περνούσαν πάνω από το άνθος της, παρασέρνοντας τα όμορφα πέταλά της και αφήνοντάς τη γυμνή και κατεστραμμένη. Ώσπου δεν της έμεινε κανένα άνθος, καμία ομορφιά, μαράθηκε… Το ίδιο και η Πέτρα. Το ίδιο και κάθε άνθρωπος που κάποτε άνθισε και ήρθαν κάποια χέρια και τον ρήμαξαν… Χρειαζόμουν να βρω τα μηνύματα που ήθελα πραγματικά να λάβει το παιδί μου, να βρω τους τρόπους με τους οποίους θα του τα έδινα. Συνειδητοποίησα πως για ένα παιδί, κάτι πολύ απλό μπορεί να είναι ένα απολύτως σημαντικό μήνυμα για τη ζωή του και για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του.


Ευτυχία Κανάρη

295

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τα σβησμένα καρβουνάκια στις ιστορίες τού μπαμπά μου για παράδειγμα… Στον χορό των Λάνρα, όπου τα πιο πολλά αστέρια καταφέρνουν να ενωθούν, μα κάποια δεν μπορούν να μείνουν για πάντα ενωμένα. Θυμήθηκα τον διάλογό μας με τον μπαμπά. –...Κι έτσι κάθε φορά που βλέπεις ένα αστέρι να πέφτει, είναι επειδή δεν κατάφερε να μείνει ενωμένο με εκείνο που ήθελε. –Και πεθαίνει; –Όχι, Μυράκι μου, σβήνει για λίγο, γίνεται σαν μαύρο καρβουνάκι, γι’ αυτό δεν το βλέπεις μέσα στη νύχτα. Αλλά κάποια στιγμή μπορεί να περάσει από δίπλα του ένα άλλο αστέρι, αναμμένο, και με τη φωτιά του να ξανανάψει το σβησμένο καρβουνάκι. –Και τι γίνεται τότε; –Ένας καινούργιος χορός των Λάνρα, αγάπη μου… Πόσο πολύ με καθόρισε αυτή η ιστορία τού μπαμπά… Από ολόκληρη την ιστορία, αυτό που εξαρχής με είχε κεντρίσει και τελικά συγκράτησα πιο έντονα μέσα μου, ήταν τα σβησμένα καρβουνάκια. Κι έτσι ακριβώς τον βίωσα τον έρωτα σε όλη τη ζωή μου· σβήνοντας επειδή δεν κατάφερα να μείνω ενωμένη με εκείνους που ήθελα. Χρειαζόμουν να εστιάσω περισσότερο σε εκείνα που ήθελα να διδάξω στον γιο μου. Χρειαζόμουν να ξεφεύγω από την ευκολία όσων ήδη γνώριζα ή όσων πήγαζαν από αυτά που συνήθιζα να βλέπω γύρω μου και τα αντιμετώπιζα αφιλτράριστα ή φιλτραρισμένα με φθαρμένα φίλτρα. Όλη αυτή η διαδικασία, με προκάλεσε σιγά σιγά να ανανεώσω τα εσωτερικά μου φίλτρα και να προσπαθώ να επεξεργάζομαι με έναν βαθύτερο τρόπο τα πράγματα. Στην προσπάθειά μου να φροντίσω την πνευματική «τροφή» τού παιδιού μου, αυτό που πρωτίστως συνέβαινε ήταν να φροντίζω τη δική μου πνευματική «τροφή». Κι έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν σαν να διδασκόμουν από την αρχή, μαζί με τον Δαβίδ. Άρχισα να γνωρίζω τον κόσμο με πιο αθώα ματιά και πάλι, μα συνάμα και με τη βαρύτητα που ούτως ή άλλως μου έδιναν οι μέχρι τότε εμπειρίες μου. Μέσα στο παιδικό μου ημερολόγιο υπάρχει, μεταξύ άλλων φράσεων σημειωμένων από τη Συγωγώ, και μια που με γυρίζει πάντοτε πίσω, σε μια ιστορία που είχε σταθεί η αφορμή για να μου την εκφράσει κι έπειτα να μου τη σημειώσει κι αυτή, μαζί με τις υπόλοιπες φράσεις από εκείνα τα «δικά της», ώστε να τη θυμάμαι. Γύρισα μια μέρα από το σχολείο και, όπως πάντα, η Συγωγώ με ρώτησε πώς ήταν η μέρα μου. Της ανέφερα τα σημαντικά τής ημέρας, μεταξύ των


296

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οποίων και ένα περιστατικό με έναν συμμαθητή μου. Εκείνο το αγόρι, ο Δήμος, ήταν το πιο ήσυχο παιδί τής τάξης και συγχρόνως από τα πιο μελετηρά. Η γενικότερα συνεσταλμένη και ανεκτική συμπεριφορά του, επέτρεπε στους σκληρούς τής τάξης να του επιτίθενται λεκτικά και να τον χλευάζουν. Εκείνο το πρωί ο δάσκαλός μας είχε κάνει μια ερώτηση στην τάξη, την οποία δεν ήξερε κανένας άλλος να την απαντήσει, παρά μόνο ο Δήμος. Του έδωσε λοιπόν τον λόγο κι έπειτα τον σήκωσε στον πίνακα να γράψει την απάντηση. Μόλις το παιδί την έγραψε, ο δάσκαλος του είπε «κάνε, αγόρι μου, ένα βλήμα πιο κει, ε… ένα… βήμα πιο κει για να το σημειώσουν και οι συμμαθητές σου». Με το που ακούσαμε το σαρδάμ τού δασκάλου, έγινε χαμός! Αναστατώθηκε όλη η τάξη. Αρχίσαμε να αποκαλούμε τον συμμαθητή μας «βλήμα» και να γελάμε μαζί του. Ο δάσκαλος θύμωσε και επέφερε σύντομα την τάξη. Όμως κάποιοι εξακολουθούσαν να πειράζουν το αγόρι και εκτός τάξης. «Κάνε τό βλήμα, Δημάκο! Αφού το κάνεις καλά!», του έλεγαν. Ή αντί για Δήμο, τον φώναζαν Βλήμο. Εκείνος δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα. Έκλαψε τόσο πολύ και τόσο έντονα, που λιποθύμησε… Τον συνέφεραν πολύ γρήγορα οι δάσκαλοι και κάλεσαν τους γονείς του να έρθουν να τον πάρουν στο σπίτι για να ξεκουραστεί. Είχα σοκαριστεί από όλη αυτή την ιστορία. Και ένιωθα τρομερές τύψεις που στην αρχή, μέσα στην τάξη, ήμουν κι εγώ μέσα σ’ αυτούς που φώναζαν και τον κορόιδευαν. Το είπα στη Συγωγώ. Εκείνη, ήρεμη όπως συνήθιζε, άρχισε μια συζήτηση. –Κορίτσι μου, να σε ρωτήσω κάτι; Ξέρεις γιατί το να αποκαλέσεις κάποιον «βλήμα» είναι άσχημο; –Εμμμ… Επειδή είναι χαζός… –Το βλήμα είναι… χαζό; –Εμμμ… ε όχι… Μάλλον όχι… –Κάποιος που τον χτυπάει ένα βλήμα στο κεφάλι ίσως γίνεται χαζός μετά το χτύπημα, μα… δεν είναι ο ίδιος βλήμα! Είναι κάποιος που τον χτύπησε ένα βλήμα και έπαθε κάποια βλάβη. Έτσι δεν είναι; –Εμμμ… ναι. –Επομένως η λέξη «βλήμα» μάλλον είναι λανθασμένη επιλογή εάν θέλετε να πείτε κάποιον χαζό. Και κάποιος που το γνωρίζει αυτό, θα μπορούσε και να θεωρήσει χαζούς εσάς, που χρησιμοποιείτε αυτή τη λέξη και εννοείτε κάτι άσχετο και γελάτε σαν να είστε πιο έξυπνοι από εκείνον τον… χαζό που κοροϊδεύετε. Και να θυμάσαι πάντα πως το βλήμα είναι κάτι που είναι προορισμένο να βρίσκει τον στόχο,


Ευτυχία Κανάρη

297

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εκσφενδονισμένο τις περισσότερες φορές από ένα μυαλό συγκεντρωμένο σε αυτόν. Και κάτι τέτοιο μπορεί να το ζηλέψει κανείς, μα για ποιον λόγο να το κοροϊδέψει; –Συγωγώ μου, δεν το ήξεγα… Δηλαδή το ήξεγα, αλλά δεν το είχα σκεφτεί έτσι… Νόμιζα ότι– –«Ει τις δοκεί ειδέναι τι, ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δει γνώναι»… 29 –Τι λες πάλι, Συγωγώ μου; –Λέω… Αν κάποιος νομίζει ότι γνωρίζει κάτι, δεν το γνωρίζει όπως θα έπρεπε να το γνωρίζει. Έτσι κι εγώ, λοιπόν, όλη μου τη ζωή νόμιζα πως γνώριζα ένα σωρό πράγματα, ώσπου έφτασα να συνειδητοποιήσω πως δεν τα γνώριζα πραγματικά όπως θα έπρεπε να τα γνωρίζω. Κι έτσι μαθήτευσα πλάι στον Δαβίδ μου… Για ακόμη μια φορά αυτό το μικροσκοπικό παιδάκι έγινε το μέσο για μια βαθύτερη γνώση, έγινε ουσιαστικά, με έναν ξεχωριστό και ιδιαίτερο τρόπο, ο δάσκαλος. Όχι ο δάσκαλος που διδάσκει άμεσα τον μαθητή του, αλλά ο δάσκαλος που δίνει στον μαθητή του ευκαιρίες και λόγους για να μάθει. Σύντομα του εξήγησα πως τα λουλούδια έχουν μια ομορφιά που είναι λυπηρό να την καταστρέφουμε πριν να έρθει η ώρα της. Πως κόβοντας ένα λουλούδι που θαυμάσαμε, στερούμε από αυτό τη φυσική του εξέλιξη, η οποία είναι να κάνει τον κύκλο του ώσπου να μαραθεί, και πολύ σύντομα παύουμε να το θαυμάζουμε, καθώς έτσι μαραζώνει και μαραίνεται πολύ πιο γρήγορα. Του αγόρασα μια γλάστρα με βιολέτες, τις οποίες ήταν εκείνος ο κύριος υπεύθυνος για να τις φροντίζει, ώστε να μπορούμε να θαυμάζουμε την ομορφιά τους για όσο το δυνατόν περισσότερο. Και πραγματικά τις νοιάστηκε τόσο πολύ τις «Γιαγιέτες» του –όπως τις αποκαλούσε, μιας και είχαν το όνομα της γιαγιάς του– που τις διατήρησε ζωντανές και ολάνθιστες καθ’ όλη την εποχή τους. Κάποια μέρα, έπειτα από καιρό, σε έναν περίπατό μας στο άλσος μαζί με την κυρία Αποστολία, ο Δαβίδ πλησίασε μια κατακίτρινη πικραλίδα, έσκυψε από πάνω της και άρχισε να της μιλάει. –Λουλουζάκι, μπολώ να σε κότσω; Κι έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σηκώθηκε από κει και ήρθε πλάι μας. –Μαμανούλα μου, ζεν ήσελε να το κότσω το λουλουζάκι! Χαμογέλασα και τα μάτια μου βούρκωσαν από τη συγκίνηση. Έσκυψα και τον φίλησα. 29

Απόστολος Παύλος, Επιστολή προς Κορινθίους Α’ 8:2


298

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Μαμανούλα μου, καις; –Δεν κλαίω, αγάπη μου. Ένα σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι μου… Μπγάβο σου, ψυχή μου, που γώτησες το λουλουδάκι αν ήθελε να το κόψεις! Μπγάβο σου!...

«Αχ, Συγωγώ μου… Γνώριζες τόσο πολλά και δεν είπες ποτέ ότι πραγματικά τα γνώριζες. Τα μάτια σου είχαν πάντοτε εκείνο το διερευνητικό βλέμμα πάνω σε ό,τι κι αν έπεφταν· ήσουν διαρκώς έτοιμη να μάθεις καινούργιες αλήθειες. Ήσουν διαρκώς έτοιμη να με μάθεις καινούργιες αλήθειες… Είχες πάντοτε τις πιο κατάλληλες λέξεις για να μου μιλήσεις, Συγωγώ μου… Και πόσο μου έχει λείψει η φωνή σου, πόσο!... »Άρχισαν να μπαίνουν… σκουπιδάκια και στα δικά μου μάτια, Συγωγώ μου. Και πόσο μου έχουν λείψει τα μάτια σου, πόσο!...»


Ευτυχία Κανάρη

299

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ

ο μαραμένο λουλούδι, αφού έμεινε για πολύ καιρό ακίνητο και ξερό, άρχισε να γίνεται σκόνη επάνω στο στεγνό χώμα. Ώσπου φύσηξε ένας σφοδρός αέρας και το σκόρπισε στον ουρανό…

Η κηδεία τής Νίκης έγινε παρουσία λίγων συγγενών και ακόμη λιγότερων φίλων. Δεν μου έβγαιναν παρά ελάχιστα δάκρυα. Ίσως επειδή την είχα από καιρό θρηνήσει, σε βάθος χρόνου, κι ο θάνατός της ήταν απλώς η κατακλείδα, όχι μόνο της ζωής της, μα και του βαθύτερου πένθους μου για κείνη. Κάπου μέσα μου χαιρόμουν για αυτή τη φυγή της – τη σωματική πια, αφού πνευματικά είχε ήδη φύγει καιρό πριν… Μονάχα τη στιγμή που το φέρετρό της κατέβαινε στο χώμα ξέσπασα σε λυγμούς. Είναι αυτή η στιγμή… Αυτή… Η στιγμή που πραγματικά σού φωνάζει πως είναι η τελευταία που ο αγαπημένος σου άνθρωπος βρίσκεται κοντά σου όντας ορατός. Η στιγμή που ξέρεις πως από κει και πέρα θα έχεις να αναμετρηθείς μονάχα με δυνάμεις μη ορατές, όπως είναι η μνήμη, η σκέψη, η απουσία, τα συναισθήματα, η ψυχή… Είχα τόσο έντονες μέσα μου αυτές τις αναμετρήσεις μου από το πρόσφατο παρελθόν, κι ας είχε η αντίστοιχη στιγμή από την κηδεία τού Σίμου τελείως ξεγλιστρήσει από τη μνήμη μου. Στην κηδεία τής Νίκης βρισκόμουν με όλες τις αισθήσεις μου παρούσα. Με όλο μου το Είναι. Ίδια στην απουσία της, όσο και στην παρουσία… Η Νίκη υπήρξε η μοναδική μου φίλη σε όλη τη ζωή μου. Δεν απέκτησα ποτέ μου άλλους φίλους. Ούτε στην Ελλάδα, μα ούτε και στα χρόνια των σπουδών μου στη Γαλλία. Έκανα ένα σωρό παρέες, γνώρισα ένα σωρό «μανάδες», μα καμία άλλη φίλη εκτός τής Νίκης. Καμία άλλη αδελφή… Ο Παύλος ήρθε στα μισά τής τελετής, κουστουμαρισμένος, αρωματισμένος, «κύριος»… Η έκφραση του προσώπου του ήταν μονίμως η ίδια· παγερή και, θα έλεγε κανείς, αδιάφορη. Εάν κάποιος δεν γνώριζε πως ήταν ο σύζυγός της, θα πίστευε πως ήταν κάποιος γνωστός τής οικογένειας που παρευρέθηκε στην κηδεία από υποχρέωση και μόνο. Από πλευράς μου αυτό με ικανοποιούσε καλύτερα από το να έδειχνε οποιοδήποτε συναίσθημα που ενδεχομένως θα ταίριαζε σε κάποιον σύζυγο. Γιατί εγώ γνώριζα καλά πως αυτός δεν ήταν ο πραγματικός της σύζυγος, μα ο πραγματικός της τύραννος. Κι έτσι το τελευταίο που θα ήθελα ήταν να τον δω να συμπεριφέρεται σαν σύζυγος.


300

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η μάνα τής Νίκης, η κυρία Αριστέα, στα πενήντα τρία της έμοιαζε σαν εβδομήντα χρονών και μάλιστα κακογερασμένη. Διαρκώς μουρμούριζε διάφορα μέσα απ’ τα δόντια της, δεν καταλάβαινα τι, και το δέρμα γύρω από τα μάτια της είχε πια τελείως τσαλακωθεί από το κλάμα της. Ίσως να ήταν επειδή εγώ ήθελα να το δω έτσι, μα η συνολική εικόνα της μου έδινε την εντύπωση πως είχε βαθιά μετανιώσει για όσα υπέστη η Νίκη εξαιτίας της και εξαιτίας τής Δωρονίκης τής Σμυρνιάς. Η Σμυρνιά είχε πεθάνει δυο χρόνια πριν. Κάποιοι είπαν πως δεν άντεξε τον καημό για την κατάρρευση της εγγονής της· εγώ πιστεύω πως δεν άντεξε τη φτώχια, μιας και ο Παύλος, μετά από τον εγκλεισμό τής Νίκης στην κλινική, έπαψε να στηρίζει οικονομικά την οικογένειά της. Επιθυμούσα να τελείωνε γρήγορα όλο αυτό και να επέστρεφα στο σπίτι μου, να αγκάλιαζα το παιδί μου και να προσποιούμουν στον εαυτό μου πως δεν ένιωσα τόση αηδία, μέχρι που τελικά να τον έπειθα. Όπως ήταν φυσικό, ολόκληρη τη νύχτα εκείνη αναπολούσα αδιάκοπα χιλιάδες αναμνήσεις με τη Νίκη. Αναμνήσεις όμορφες αλλά και αναμνήσεις εξαιρετικά επίπονες. Είχα πάρει στα χέρια μου το κόκκινο καπελίνο μου, είχα σερβίρει στον εαυτό μου κατακόκκινο κρασί και τη θυμόμουν. «Βουρ! Βουρ, Νίκη μου! Και να ’ρχεσαι καμιά φορά στα όνειρά μου να μου λες τι βλέπεις από κει που θα βρίσκεσαι. Να μου λες και τι είναι αυτά που δεν βλέπω εγώ εδώ που βρίσκομαι, να με ξυπνάς, Νίκη μου… Το ξέρω πως θα ανταμώσουμε πάλι και τότε δεν θα μπορεί να μπει κανένας πόνος ανάμεσά μας. Θα σε ξαναψάξω, Νίκη μου. Και το ξέρω πως θα με ψάξεις κι εσύ. Θα βρεθούμε ξανά. Βουρ τώρα! Βουρ να μαλακώσει και να ξεκουραστεί η ψυχούλα σου… Βουρ!...». Μέσα στις αναμνήσεις μου με τη Νίκη, συνάντησα κι εκείνη όπου είχε έρθει με τον Χρύσο στη Γαλλία. Θυμήθηκα που με είχε ρωτήσει πώς φανταζόμουν τον εαυτό μου σε δέκα χρόνια. Και η απάντησή μου με ξάφνιασε όταν την έφερα στην επιφάνεια της μνήμης μου. «…να γίνω καλή εικονογράφος παιδικών βιβλίων. Να έχω δικό μου ατελιέ στο Παρίσι, να συνεργάζομαι με μεγάλους Εκδοτικούς Οίκους και να βγάζω αρκετά χρήματα, ώστε να μπορώ να ταξιδεύω συνέχεια. Κι όταν θα τα έχω πετύχει όλα αυτά, να κάνω και μια όμορφη οικογένεια». Χαμογέλασα με μια πικρία και συγχρόνως μια ειρωνεία στα χείλη μου. Η πραγματικότητα είχε, όχι απλώς διαψεύσει, αλλά κατακεραυνώσει τις πιο νεανικές μου επιθυμίες.


Ευτυχία Κανάρη

301

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν είχαν καν περάσει τα δέκα χρόνια κι εγώ είχα επιστρέψει και ζούσα στην Ελλάδα, δεν είχα κάνει επαγγελματικά τίποτε σχετικά με αυτό που είχα σπουδάσει, είχα παντρευτεί, είχα χηρέψει, είχα ήδη ένα παιδί μόνη μου, το οποίο το μεγάλωνα με τη βοήθεια της μητέρας μου και οικονομικά με το μερίδιό μου από την εταιρεία τού πατέρα μου. Ο οποίος πατέρας μου δεν ήταν πραγματικά πατέρας μου, ούτε και η μητέρα μου ήταν πραγματικά μητέρα μου, αλλά η πραγματική μου μητέρα δεν υπήρχε πια και ο πραγματικός μου πατέρας ζούσε στο Παρίσι. Τι είχε συμβεί;… Πού πάνε τα όνειρά μας; Πού πάνε οι επιθυμίες μας; Τι λάθος κάνουμε; Αποκοιμήθηκα αργά, συντροφιά με όλες αυτές τις σκέψεις. Το επόμενο πρωί, σηκώθηκα από το κρεβάτι κι έκανα ένα μπάνιο μέχρι την ώρα που συνήθιζε να ξυπνά ο Δαβίδ. Παρά τη δυσκολία τής προηγούμενης μέρας αλλά και το ότι είχα κοιμηθεί ελάχιστες ώρες, αισθανόμουν σχετικά καλή την ενέργειά μου. Έπειτα ξύπνησε κι ο Δαβίδ. –Καημέλα, μαμανούλα! –Καλημέγα, αγάπη μου! Bonjour! 30 –Μπογιού… Μπογιού… Μπογιού… Μέχρι το απόγευμα είχα παρατηρήσει πως εκείνη τη μέρα διαρκώς ανέφερα στον Δαβίδ γαλλικές λέξεις. Κι εκείνος, ασχέτως αν τις καταλάβαινε ή όχι, τις επαναλάμβανε με τον δικό του χαριτωμένο τρόπο. Τη νύχτα άρχισε να με απασχολεί πιο βαθιά αυτή η σκέψη. Κι αυτή έπειτα με έφερε μπροστά σε μιαν άλλη σκέψη... «Πώς θα μου φαινόταν άραγε η ιδέα να φύγουμε;…». Άφησα αυτούς τούς συλλογισμούς να κατακαθίσουν μέσα μου πριν να τους μοιραστώ με κάποιον. Ύστερα από μερικές μέρες, μου τηλεφώνησε η Μάη. Εκείνη ήταν η πρώτη με την οποία συζήτησα τις σκέψεις μου. –…Κι ο Δαβίδ είναι σε μια καλή ηλικία για ένα τέτοιο βήμα, Μάη. Κοντεύει τγιών ετών, ούτε μωγό είναι πια, μα ούτε και το σχολείο έχει ξεκινήσει ακόμη. Κι έπειτα εγώ… Εδώ δεν με βλέπω να κάνω κάτι σχετικά με αυτό που σπούδασα. Και είναι και το σπίτι, Μάη… Νομίζω πως πια είναι η στιγμή να φύγω από αυτό το σπίτι… –Ξέρεις κάτι, κορίτσι μου; Μόλις μου ανακοίνωσες τη σκέψη σου να έρθεις εδώ με τον Δαβίδ, το πρώτο που σκέφτηκα να σε ρωτήσω ήταν ποια πιστεύεις πως είναι αυτά που σε τραβούν εδώ, στη Γαλλία, και ποια πιστεύεις πως σε κρατούν στην Ελλάδα. Μα τώρα δεν βρίσκω ακριβώς το νόημα αυτής τής ερώτησης, για να είμαι 30

Bonjour (γαλλ.) = καλημέρα


302

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ειλικρινής. Φαίνεται ήδη να έχεις κάνει το ζύγισμά σου και να έχεις καταλήξει στα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας απόφασης. Κάνω λάθος, Μύρα μου; –Τι να σου πω, Μάη; Δεν ξέγω… Αυτό που σίγουγα ξέγω, είναι πως εδώ δεν μου έχει μείνει πλέον τίποτε άλλο παγά η μάνα μου με τον Παγασκευά και η κυγία Αποστολία. Κατά τ’ άλλα, αυτό το μέγος ολοένα με διώχνει. Ίσως και να σου φανεί παγάξενο, μα όσο ζούσε η Νίκη, ακόμη και σ’ αυτή την κατάσταση που ήταν, αποτελούσε κι εκείνη έναν καλό λόγο για να θέλω να είμαι εδώ. Τώγα… Εκεί, στη Γαλλία, νιώθω πως έχω αφήσει ανοιχτούς λογαγιασμούς… Καταλαβαίνεις τι εννοώ; –Αν αισθάνεσαι πως κάπου έχεις αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς, Μύρα, τότε η γνώμη μου είναι πως οφείλεις στον εαυτό σου να πας και να τους κλείσεις. Όμως θα σε συμβούλευα να σιγουρευτείς πρώτα πως έχεις κλείσει πραγματικά τους ανοιχτούς λογαριασμούς σου με το σημείο που ήδη βρίσκεσαι, πριν να το αφήσεις. Αν θα μπεις στο αεροπλάνο με σκοπό να έρθεις να ζήσεις με το παιδί σου εδώ, θα είναι καλό για σένα να είσαι σίγουρη πως δεν έχεις αφήσει εκκρεμότητες στην Ελλάδα που να σε κυνηγούν αργότερα. Τέτοιες εκκρεμότητες, ξέρεις, κυρίως εκείνες συναισθηματικής φύσεως, γίνονται εφιαλτικές όταν αρχίζουν να σε κυνηγάνε. Σε τι είδους εκκρεμότητες αναφερόταν η Μάη; Ξυπνούσα και κοιμόμουν τις επόμενες ημέρες με αυτή τη διερώτηση· είχα κατανοήσει σωστά αυτό που είχε προσπαθήσει να με συμβουλέψει; Σύντομα συνειδητοποίησα πως έκανα ένα λάθος: προσπαθούσα να προσεγγίσω αυτή τη συμβουλή της με τη λογική. Και η λογική μού έλεγε πως προφανώς δεν είχα πλέον εκκρεμότητες στην Ελλάδα. Μια συζήτηση τις επόμενες ημέρες, όμως, παρακινούμενη περισσότερο από συναισθήματα, με έκανε να δω τα πράγματα κάπως πιο ξεκάθαρα. Η μητέρα μου κρατούσε στην αγκαλιά της τον Δαβίδ και τον τάιζε. Ήμασταν στο σπίτι μου, εγώ συμμάζευα τριγύρω. Το βλέμμα της πήρε επάνω σε ένα τραπεζάκι, το κόκκινο ψάθινο καπέλο των παιδικών μου χρόνων. –Το θυμάμαι αυτό το καπελίνο… –Ναι… –Το άρπαζες από τον καλόγερο κάθε φορά που ερχόταν η Νίκη να σε πάρει και τρέχατε έξω στον δρόμο! Αν ήξερα τότε πού πηγαίνατε και τι κάνατε, θα τρώγατε ένα βρομόξυλο!... «Φόβο τού δρόμου» το λέγατε; Πώς μου το έχεις πει; –«Τγόμαγμα αυτοκινήτων»… –«Τρόμαγμα αυτοκινήτων», ναι… Μα πώς σας ήρθε αυτό το πράγμα και το κάνατε; Διανοείσαι πόσο επικίνδυνο ήταν; Αφού δεν σκοτωθήκατε κι αφού δεν πήρατε κανέναν στον λαιμό σας, τι να πω;… Στ’ αλήθεια, διασκεδάζατε μ’ αυτό το πράγμα;


Ευτυχία Κανάρη

303

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Πολύ! Μην το κατακγίνεις, μαμά! Είχε ολόκληγη… φιλοσοφία αυτό το παιχνίδι από πίσω! –Τι φιλοσοφία, με κοροϊδεύεις; Τι φιλοσοφία να βρίσκεται πίσω από το να τρομάζεις τους οδηγούς των διερχόμενων αυτοκινήτων με κίνδυνο να προκαλέσεις ποιος ξέρει πόσο σοβαρό ατύχημα; Τι μου είπε; Δεν μου είπε τίποτε παράξενο. Ήταν τόσο εύλογη η απορία της. Κι όμως, ήταν λες και μου είχε πει κάτι εξωφρενικό. Ένας αλλοπρόσαλλος μεταφραστής εντός μου, είχε κάνει μια αλλόκοτη μετάφραση… Αντέδρασα με θυμό. –Γιατί; Πίσω απ’ όσα κάνατε εσείς, τι φιλοσοφία υπήγχε; –Τι εννοείς;… –Εννοώ πως κάθεσαι και μου λες πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που κάναμε εμείς, επειδή θα μπογούσαμε να πγοκαλέσουμε κανένα ατύχημα, ενώ οι δικές σας οι πγάξεις επί τόσα χγόνια ήταν πγαγματικά οι επικίνδυνες. Τα ψέματά σας, οι πιέσεις σας, οι απαιτήσεις σας… Οι δικές σας πγάξεις πγοκάλεσαν τόσα δυστυχήματα, γι’ αυτό μη μου λες τώγα για το «τγόμαγμα αυτοκινήτων». Για το τγόμαγμα της Νίκης δεν έχει κανείς να πει τίποτε… Ούτε και για το δικό μου. Τίποτε. Και υποτίθεται πως εσείς ήσασταν ενήλικες… Γι’ αυτό μη μου λες γενικώς τίποτε γι’ αυτά που έκανα εγώ με τη Νίκη όταν ήμασταν παιδιά. Η μητέρα μου κατάλαβε πως αυτό το ξέσπασμά μου έκρυβε πολύ θυμό μέσα του, θυμό που για χρόνια δεν είχε εκδηλωθεί. Και, προς έκπληξή μου ίσως, δεν αντέδρασε, παρά με άφησε να πω αυτά που είχα να πω, δίχως να απαντήσει κάτι. Κι όσο με άφησε στη μετέπειτα σιωπή, είχα κι εγώ τον χρόνο μου να συνειδητοποιήσω τον μέχρι τότε ανέκφραστο θυμό μου. Είχα κρυφτεί πίσω από τόσο πολλά… Για τόσο πολύ καιρό. Ακόμη και το ότι δεν είχα πάψει ποτέ να αποκαλώ τη Βιολέτα «μαμά μου» και τον Σωκράτη «μπαμπά μου», στην κρούστα του αυτό το γεγονός μού έλεγε πως είχα συγχωρέσει, πως είχα αφήσει πίσω τον τεράστιο θυμό τού παρελθόντος. Μα προφανώς έκανα λάθος· ή, για να είμαι πιο ακριβής, αρνιόμουν να δω κάτω από την κρούστα… Είδαμε μαζί κάτω από την κρούστα… Κι εγώ και η Βιολέτα. Είναι απίστευτο το πόσα μπορούν να κρατήσουν κρυμμένα οι άνθρωποι κάτω από τέτοιες κρούστες. Όταν, έπειτα από κάποιες μέρες, συζήτησα για πρώτη φορά με τη μητέρα μου τη σκέψη μου να μετακομίσουμε στη Γαλλία εγώ κι ο Δαβίδ, ήταν η στιγμή που κι εκείνη κοίταξε κάτω από τη δική της κρούστα και βρήκε τα δικά της κρυμμένα δύσκολα συναισθήματα.


304

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

–Τι λες τώρα, Μύρα; Τρελάθηκες; Πού θα το πας το παιδί εκεί πέρα; –Γιατί το λες αυτό, μαμά; Πού είναι αυτό το «εκεί πέγα» δηλαδή; Γιατί το λες έτσι λες και είναι στην κόλαση; –Μα με δουλεύεις; Θα πάρεις το μωρό παιδί και θα το πας στη Γαλλία, να κάνετε τι εκεί οι δυο σας μόνοι σας; –Καταγχάς δεν θα είμαστε μόνοι μας! Θα με βοηθάει η Μάη, θα είναι κι ο Τομά… –Θα είναι, νομίζεις, το ίδιο να έχει τη Μάη με το να έχει τη γιαγιά του; –Ε, ούτε για μένα ήταν το ίδιο να έχω τους θείους μου με το να έχω τους γονείς μου, αλλά τι να κάνουμε; Επέζησα! Παγώσαμε και οι δυο μας. Τι είχα μόλις ξεστομίσει πάλι;… Αναρωτήθηκα… συγχωρεί ποτέ πραγματικά ο άνθρωπος; Κι αν ναι, πότε το καταφέρνει; Και πώς; Γιατί εγώ συνδύαζα δυο εντελώς αταίριαστα συναισθήματα μέσα μου όσον αφορούσε στη Βιολέτα. Το ένα ήταν ο θυμός για τα τεράστια ψέματα μέσα στα οποία με μεγάλωνε αλλά και για τη γενικότερη στάση της μέσα σε έναν ρόλο που εκείνη είχε επιλέξει, δίχως όμως να καταφέρνει να τον υπηρετεί σωστά. Το άλλο ήταν η ευγνωμοσύνη… διότι δεν έπαψα ποτέ να της αναγνωρίζω την τεράστια βοήθεια και συμπαράστασή της στην τραγωδία που βίωσα με τον χαμό τού Σίμου. Κι έβλεπα ξαφνικά ο θυμός να υπερισχύει της ευγνωμοσύνης και να ξεστομίζω λέξεις βαριές. Κι εκείνη να μη μιλάει, να μη μου αντιγυρίζει τον θυμό που εκσφενδόνισζα πάνω της. Μονάχα έπειτα από αρκετές στιγμές, η γνωστή λύση τού Κανοτιθεσμού ήρθε και κρεμάστηκε έξω από τα χείλη της. Μα, για πρώτη φορά, εξασθενημένη, άτονη και γεμάτη πόνο. –Κάνε ό,τι θες, Μύρα… Κάνε ό,τι θέλεις… Έπιασα τον εαυτό μου να περιμένει τη συνέχεια, κάτι σαν «…Τι με νοιάζει εμένα; Εσύ θα ταλαιπωρηθείς, εγώ θα ταλαιπωρηθώ;…». Μα αυτή η συνέχεια δεν ειπώθηκε ποτέ. Η φωνή τής Βιολέτας έσβησε στη φράση «κάνε ό,τι θέλεις». Ήταν πλέον ολοφάνερο πως δεν παίζαμε με τους ίδιους όρους, δεν παίζαμε καν το ίδιο παιχνίδι με παλιότερα. Και τι είχε γίνει; Είχα μείνει τόσο πίσω; Και μάλιστα νομίζοντας ακριβώς το αντίθετο, πως είχα προχωρήσει μπροστά; Και η Βιολέτα πού βρισκόταν μέσα σε όλο αυτό; «Τέτοιες εκκρεμότητες, ξέρεις, κυρίως εκείνες συναισθηματικής φύσεως, γίνονται εφιαλτικές όταν αρχίζουν να σε κυνηγάνε…». Ήξερα πως η Μάη είχε δίκιο, για ακόμη μια φορά… Παρ’ όλα αυτά, μερικές φορές κάποια παράθυρα που μπάζουν, απλώς δεν ξέρεις πώς να τα στεγανοποιήσεις…


Ευτυχία Κανάρη

305

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Π

ιστεύω πως ο γονιός είναι ο πιο τραγικός ρόλος μέσα σε αυτό το έργο που ονομάζουμε «Ανθρωπότητα». Είτε οι πράξεις του μοιάζουν να είναι ακούσιες είτε εκούσιες, είτε μοιάζει να έχει επίγνωση των όσων προκαλεί στο παιδί του με τις αποφάσεις και τις πράξεις του, είτε όχι, είναι ένα πλάσμα που βιώνει το δικό του δράμα σε κάθε περίπτωση. Το παιδί βιώνει μια εντελώς διαφορετική ιστορία μέσα από τα ίδια γεγονότα. Ο δικός του ρόλος είναι να «σωθεί» το ίδιο κι όχι να «σώσει» τον γονιό του από το δράμα του· έτσι, τις περισσότερες φορές δεν αντιλαμβάνεται καν αυτό το δράμα. Το ότι πήρα τον Δαβίδ και μετακομίσαμε στη Γαλλία, για μένα έμοιαζε ως η πιο σωστή επιλογή. Από εκείνον δεν μπορούσα ρωτώντας τον να περιμένω μια… σοβαρή απάντηση. Κάθε φορά που τον ρωτούσα σχετικά με αυτό το ταξίδι, εκείνος μού απαντούσε με τον ίδιο τρόπο που αναφερόταν και σε μια βόλτα ως το άλσος. Η πραγματικότητα αποδείχτηκε για κείνον πολύ πιο δύσκολη από ό,τι μια… πολύ μεγάλη βόλτα με αεροπλάνο. Ο μουντός καιρός τού Παρισιού σε σχέση με τον ηλιόλουστο καιρό τής Ελλάδας, τον έκανε συνεχώς να παραπονιέται και να κλαίει. Του έλειπαν αφόρητα στην αρχή οι συγγενείς που είχε συνηθίσει και δεθεί μαζί τους· η «γιαγιά Λολέτα», η «γιαγιά Λετία», ο «παππούς Νικόιας», ο «παππούς Πακεγιάς», ο «τείος Ζαννής»… Το ότι ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει τη γλώσσα στην οποία τού μιλούσαν, ήταν λόγος να δημιουργηθεί μια ξαφνική συστολή στον χαρακτήρα του, που στην Ελλάδα δεν την είχε. Εγώ μέσα μου σκέπαζα όλα αυτά με ένα τεράστιο σεντόνι που έγραφε πάνω «Θα μάθει… Θα συνηθίσει…». Και όντως, δεν άργησε ούτε να μάθει, ούτε να συνηθίσει. Και τη γλώσσα έμαθε σύντομα και τους ανθρώπους – η Μάη και ο Τομά ήταν για κείνον η νέα του γιαγιά κι ο νέος του παππούς, τους οποίους τούς αγάπησε με όλη του την καρδιά. Μόνο τον πρώτο καιρό μείναμε στο σπίτι τής θείας Ντίμης. Είχα αποφασίσει από πριν να φύγουμε για τη Γαλλία, πως δεν θα μέναμε σ’ εκείνο το σπίτι. Κι έτσι, αρκετά σύντομα το νοίκιασα και πήγαμε να μείνουμε σε ένα διαμέρισμα κοντά στη Μάη. Ο Δαβίδ μιλούσε πολύ συχνά στο τηλέφωνο με τους άμεσους συγγενείς μας από την Ελλάδα. Εξακολουθούσε να τους αποκαλεί γιαγιά, παππού και θείο, δεν είχε ξεχάσει την ιδιότητά τους απέναντί του, παρόλο που με τον


306

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καιρό άρχισε να ξεχνάει τις αναμνήσεις του μαζί τους και να χτίζει νέες παρουσίες μέσα στο μυαλό του, με τις φωνές τους από το ακουστικό τού τηλεφώνου, τις φωτογραφίες τους και τα γράμματά τους. Φρόντιζα να μαθαίνει και ελληνικά παράλληλα με τα γαλλικά, ώστε να μη χάσει την επαφή με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Όλο αυτό προκαλούσε μέσα μου μια τάξη και μια αταξία… Κάπου καθησυχαζόμουν που οι νέες εμπειρίες τού Δαβίδ είχαν καλύψει το κενό εκείνο τής μετάβασής του από την Ελλάδα στη Γαλλία, από την άλλη δεν μπορούσα να πάψω να σκέφτομαι πως αυτό το κενό, αυτή η απόσχισή του από όσα αγαπούσε, θα περίμεναν μέσα του μέχρι να βρουν κάποια μέρα το εύφορο έδαφος για να ξεδιπλωθούν με δυσαρέσκεια μπροστά του… Αυτό το λάθος συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά, επαναπαύονται οι μεγάλοι πάνω στο γέλιο τους και στη φυσική τους τάση να ξεπερνάνε τα δυσάρεστα και να προχωράνε, και πιστεύουν πως ό,τι δυσάρεστο καταγράφεται μέσα τους από τις εμπειρίες τους, μπορεί να καλυφθεί από το γέλιο και το παιχνίδι τους και ίσως και να διαγραφεί. Μα δεν λειτουργεί έτσι… Κάθε μέρα στη ζωή ενός παιδιού, είναι μια νέα καταγραφή. Και οι σελίδες δεν σβήνονται για να ξαναγραφτούν. Ακόμη κι αν ξεχαστούν οι καταγραφές, δεν παύουν να έχουν υπάρξει. Κι έτσι, ολόκληρο το βιβλίο τής ζωής ενός ανθρώπου, συνεχίζει να γράφεται επηρεασμένο από εκείνες τις παιδικές σελίδες, δίχως τις περισσότερες φορές να γίνεται αυτό αντιληπτό. Κατά έναν περίεργο τρόπο, λοιπόν, είχε συμβεί το εξής: από τη μια υπήρξε ένα μωράκι που γεννήθηκε στη Γαλλία και μεγάλωσε στην Ελλάδα, δίχως όμως ποτέ να την αισθανθεί πραγματική του πατρίδα, κι από την άλλη ένα άλλο που βίωσε ακριβώς το αντίστροφο· γεννήθηκε στην Ελλάδα και μεγάλωσε στη Γαλλία, δίχως να τη νιώσει ποτέ πραγματικά δική του πατρίδα. Το ένα ήμουν εγώ και το άλλο ο γιος μου. Και ο καθένας μας στην ενήλικη πλέον ζωή του κατέληξε στη γη που τον έκανε να αισθάνεται πιο ολοκληρωμένος και ασφαλής κι όχι απλώς φιλοξενούμενος. Μέχρι να φτάσουμε όμως σ’ αυτό το σημείο, βασανιστήκαμε και οι δυο μας πολύ. Και χρειάστηκε, αρκετά χρόνια μετά, να κοιτάξω βαθιά μέσα στα μάτια τού έφηβου πλέον γιου μου για να διαπιστώσω την απόλυτη τραγικότητα του ρόλου μου ως μητέρας, συνεπώς και του ρόλου κάθε γονιού προς το παιδί του.


Ευτυχία Κανάρη

307

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Την τελευταία μέρα στην Ελλάδα, πριν να μετακομίσουμε μόνιμα στο Παρίσι, φάγαμε στης Βιολέτας και του Παρασκευά, μαζί και με τους γονείς και τον αδελφό τού Σίμου. Ήταν το αποχαιρετιστήριο γεύμα. Στα πρόσωπα όλων υπήρχε ζωγραφισμένη η θλίψη, όλων εκτός από το δικό μου. Εγώ αισθανόμουν τόση χαρά που επιτέλους θα πήγαινα στη Γαλλία, που κάποιες στιγμές η καρδιά μου έλεγες πως θα σταματούσε. Το απόγευμα βρισκόμουν μόνη στην κουζίνα κι έπλενα τα πιάτα. Έπειτα, ένα ένα τα σκούπιζα και τα τοποθετούσα στα ντουλάπια. Τελευταία στέγνωσα τα μαχαιροπίρουνα. Κράτησα μέσα στα δάχτυλά μου ένα μεγάλο κουτάλι και πριν να το τοποθετήσω στο συρτάρι, έμεινα να το χαζεύω και να σκέφτομαι διάφορα… Θυμήθηκα το όνειρο που έβλεπα κάποιες φορές επί πολλά χρόνια, στο οποίο έβρισκα το θάρρος να πω στη Βιολέτα πως εγώ ανήκω στη Γαλλία κι εκείνη με κοίταζε αποδοκιμαστικά κι έπειτα σέρβιρε στο πιάτο μου σούπα, έχοντας τοποθετήσει στο πλάι, αντί για κουτάλι, ξυλάκια, ίδια με αυτά τής λογοθεραπείας… Θυμήθηκα την αγωνία μου με την οποία προσπαθούσα να φάω τη σούπα μου με τα ξυλάκια, ώστε να μην προκαλέσω την απόρριψη της μητέρας μου. Θυμήθηκα τη λαχτάρα μου για να καταφέρω επιτέλους κάποτε να αρπάξω ένα κουτάλι… Το τελευταίο μεγάλο κουτάλι τής Βιολέτας, λοιπόν, δεν το έβαλα μέσα στο συρτάρι. Το έκρυψα στην τσέπη τής ζακέτας μου μέχρι να τελειώσω το μάζεμα της κουζίνας κι αργότερα το τοποθέτησα μέσα σε μια βαλίτσα μου. Κάποιον καιρό μετά, στο νέο μας σπίτι στη Γαλλία, χρησιμοποίησα εκείνο το κουτάλι για να φτιάξω ένα ρολόι τοίχου για την κουζίνα. Έκτοτε, το αν ήταν νωρίς ή αν ήταν αργά κάθε φορά που κοιτούσα το ρολόι τής κουζίνας, για μένα ήταν συνδεδεμένο με μια πολύ ουσιαστική έννοια πλέον: πως είχα επιτέλους αρπάξει το κουτάλι…


308

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η

ευκαιρία μου στον επαγγελματικό τομέα παρουσιάστηκε έπειτα από κάποιο διάστημα. Ο Εκδοτικός Οίκος με τον οποίο συνεργαζόταν επί σειρά ετών η Μάη, άρχισε να εντάσσει σιγά σιγά στις εκδόσεις του και παιδικά παραμύθια. Τα υπόλοιπα ήταν σχετικά εύκολα, η Μάη με σύστησε ως εικονογράφο, παρέδωσα κάποια δείγματα δουλειάς πάνω σε δυο κείμενα που μου υπέδειξαν οι ίδιοι και πήρα τη δουλειά. Όταν άρχισα να αποκτώ κάποιες γνωριμίες στον χώρο των εικαστικών, ξεκίνησα να λαμβάνω μέρος και σε διάφορες εκθέσεις. Αρχικά συμμετείχα σε συλλογικές παρουσιάσεις έργων και αργότερα ήρθε η στιγμή όπου θα παρουσίαζα εξολοκλήρου δική μου δουλειά σε έναν εκθεσιακό χώρο. Η πρώτη προσωπική μου έκθεση είχε τον τίτλο «L’ Inconscient», δηλαδή «Το Ασυνείδητο», και περιελάμβανε απόπειρές μου να ζωγραφίσω τα πιο έντονα όνειρά μου που θυμόμουν ως τότε και που είχαν καθορίσει σημαντικές περιόδους, συναισθήματα και γεγονότα τής ζωής μου. Ανάμεσά τους ήταν εκείνο που έβλεπα ως παιδί, όπου το κορμί μου ήταν γεμάτο με δαγκωματιές από ολόισια δόντια, εκείνο με τη σούπα τής μητέρας μου και τα ξυλάκια τής λογοθεραπείας αντί για κουτάλια, εκείνο με τη Νίκη και το γουρλωμένο καταγάλανο βλέμμα της, καθώς με τύλιγε η παγωνιά, ή εκείνο με τον αιωρούμενο καθρέφτη, όπου η Νίκη πάλι μεταβαλλόταν συνεχώς σε κάτι αποκρουστικό ώστε να πάψω να της μοιάζω… Αυτό με την εγκυμοσύνη έξω από το σώμα μου, αυτό με το Πλανητάριό μου γεμάτο με σκουληκιασμένο χώμα, το μικρό παραθυράκι προς τη θάλασσα, με τον ιστό τής αράχνης, το κόκκινο καπέλο στο νερό, τα βραχάκια με τα στρείδια, το ανύπαρκτο ταβάνι και τη μορφή τού πατέρα μου που κρατούσε το εκκρεμές με την καρδούλα στο χέρι… Καθώς και αυτό με την τεράστια κατάμαυρη, μαλλιαρή αράχνη που με αιχμαλώτιζε μέσα στον ιστό της και με στριφογύριζε με τα λεπτά της πόδια, παγιδεύοντάς με μέσα στον ιστό που έπλεκε γύρω μου σαν κουκούλι. Υπήρχε γενικότερα ένα τεράστιο υλικό ονείρων στο οποίο βασίστηκα ώστε να δημιουργήσω αυτή την έκθεση. Και σε όλη τη διαδικασία του, αυτό το δημιουργικό κατά τα άλλα κομμάτι, ήταν εξαιρετικά επίπονο. Την πρώτη μέρα τής έκθεσης, βρισκόμουν στον χώρο από νωρίς. Είχα αρκετό άγχος, παρόλο που είχα φροντίσει κάθε λεπτομέρεια. Διαρκώς έφερνα το χέρι στον λαιμό μου κι έπαιζα μέσα στα δάχτυλά μου το ασημένιο μενταγιόν που φορούσα. Είχα παραμείνει για αρκετές στιγμές μπροστά από τον πίνακα με την τεράστια μαλλιαρή αράχνη που στριφογύριζε μια ανθρωπόμορφη μύγα


Ευτυχία Κανάρη

309

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανάμεσα στα λεπτά της πόδια και την εγκλώβιζε μέσα στον ιστό της. Θυμόμουν την ψυχολογική μου κατάσταση εκείνη την περίοδο αλλά και τις τόσο διαφορετικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσα τότε… Ώσπου ακούστηκε μια φωνή ακριβώς από πίσω μου, μιλώντας μου στα γαλλικά. –Το ήξερα πως θα τα καταφέρεις! Ξαφνιασμένη γύρισα πίσω μου. Ο άντρας που μου είχε μιλήσει, βρισκόταν τόσο πολύ κοντά μου, που αιφνιδιάστηκα. –Εμίλ!... –Έγινες η αράχνη τού εαυτού σου, λοιπόν! Ήμουν σίγουρος πως θα τα κατάφερνες! Τράφηκες από εκείνη τη «Μύγα», επέζησες και αναπτύχθηκες… Τα συγχαρητήριά μου, κυρία μου! –Ω, Εμίλ!... Τον άκουγα ενθουσιασμένη και δεν μπορούσα να πω κουβέντα. Μονάχα άνοιξα τα χέρια μου και τον αγκάλιασα σφιχτά. Είχα να τον δω πολλά χρόνια. Και πραγματικά πόσο τον είχα πεθυμήσει!... –Πού ήσουν εσύ, Εμίλ; Σε αναζήτησα μα μού έλεγε ο Τομά πως δεν ήσουν εδώ… –Ταξίδευα, κυρίως για δουλειές. Δεν έχω πολλές μέρες που επέστρεψα. Μου είπε ο Τομά για την έκθεσή σου και του ζήτησα να μη σου πει πως είμαι εδώ, ώστε να σου κάνω έκπληξη! –Τι καλά που έκανες, Εμίλ! Χαμογέλασε βαθιά κι έφερε ευγενικά το χέρι του στον λαιμό μου, αγγίζοντας διακριτικά το μενταγιόν που ο ίδιος είχε φιλοτεχνήσει χρόνια πριν. Είχα επιλέξει εκείνη την ημέρα να φορέσω τον ιστό που μου είχε φτιάξει κάποτε ο Εμίλ, καθώς παρατηρούσα πως ο ιστός τής αράχνης αλλά και η ίδια η αράχνη αποτελούσαν συχνά σύμβολα μέσα στα όνειρά μου, συνεπώς και σε αρκετούς πίνακες εκείνης τής έκθεσης. Τον κοίταξα δίχως να πω τίποτε. Τα βλέμματά μας όμως έκαναν ολόκληρη συζήτηση… Έβαλε το χέρι του στην τσέπη τού σακακιού του και έβγαλε ένα μικρό βελούδινο κουτάκι, το οποίο το τοποθέτησε μέσα στη χούφτα μου. –Αυτό είναι για σένα… –Πάλι;… –Ο άνθρωπος που ανεβαίνει τον ανήφορό του κι έπειτα ξεχνάει τη διαδρομή που διένυσε, είναι σαν να μην τη διένυσε. Με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου, έσπευσα να ανοίξω το βελούδινο κουτάκι. Σε ένα λεπτό αλυσιδάκι χειρός, κρεμόταν ένα υπέροχο


310

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λεπτεπίλεπτο κόσμημα, στο σχήμα… μύγας, το οποίο ήταν φτιαχμένο από λευκόχρυσο, καλυμμένο με λεπτομερή καλλιτεχνικά σκαλίσματα. Τα μάτια μου φορτώθηκαν σαν δυο σύννεφα που ετοιμάζονται να βρέξουν. Κοίταξα μια τη χρυσή Μύγα μέσα στο χέρι μου, μια την εγκλωβισμένη Μύγα στον πίνακά μου και μια το βαθύ βλέμμα τού Εμίλ. Τα δάκρυά μου κύλησαν εν τέλει. Ο Εμίλ έγειρε και με αγκάλιασε δίχως να πει τίποτε άλλο. Η έκθεση πήγε πολύ καλά. Κάποιοι πίνακές μου πουλήθηκαν εκείνη την πρώτη μέρα. Και κάποιοι άλλοι μέσα στις επόμενες ημέρες που λειτουργούσε η έκθεση. Όταν πληροφορήθηκα για την πώληση των πρώτων, ένιωσα πολύ παράξενα. Ήταν ιδιαίτερο αρχικά το συναίσθημα τού να αγοράζει κάποιος και να φιλοξενεί στον χώρο του ένα όνειρό μου ή ακόμη περισσότερο έναν εφιάλτη μου. Αυτό στην αρχή, γιατί έπειτα με κέρδισε η ικανοποίηση που μου χάριζε η αποδοχή και η αναγνώριση της δουλειάς μου. Καθώς αποχωρούσαμε από τον εκθεσιακό χώρο εκείνο το βράδυ, στάθηκα στην έξοδο για λίγο, κοίταξα προς τα μέσα και θυμήθηκα έντονα τα λόγια εκείνης τής ανάπηρης γυναίκας που είχα ακούσει κάποτε σ’ εκείνη τη μικρή πλατεία τού Παρισιού να λέει στον μέχρι τότε σύντροφό της: «Η δική μου φωνή ξέρεις τι μου λέει; Πως μπορώ να κάνω χιλιάδες όμορφα πράγματα… μόνη μου!». Και τόσο έντονα είχαν χαραχτεί μέσα μου αυτά τα λόγια, που πλέον στη σκέψη μου τα άκουγα με τη δική μου τη φωνή μέσα από τη δική της την εικόνα. Το ίδιο βράδυ βγήκαμε για φαγητό με τη Μάη, τον Τομά, τον Εμίλ και τον Δαβίδ για να γιορτάσουμε το γεγονός τής έκθεσης. Ήταν η πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, που ένιωσα ευτυχισμένη μέσα στην έννοια της οικογένειας. Δεν είχε καμία σημασία με ποιους μάς συνέδεαν πραγματικοί οικογενειακοί δεσμοί, μα με ποια διάθεση βρισκόμασταν όλοι εμείς εκεί, τι θέλαμε ο ένας από τον άλλον, με ποιον τρόπο αποδεχόμασταν και νοιαζόμασταν ο ένας τον άλλον. Κοιτούσα τους ανθρώπους αυτούς που κάθονταν ολόγυρά μου και αυτόματα η σκέψη μου έκανε τις άμεσες συνδέσεις για το πώς είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι μας. Η γλυκιά μου η θεία Ντίμη… Η αγαπημένη μου θεία Ντίμη, η γυναίκα που με γέννησε, η γυναίκα που με αγάπησε όπως ακριβώς ήμουν… Αυτή η γυναίκα ήταν ο συνδετικός κρίκος τής όμορφης αυτής παρέας σ’ εκείνο το δείπνο.


Ευτυχία Κανάρη

311

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έπειτα πάλι σκεφτόμουν πως αν οι γονείς μου –οι πραγματικοί και οι θετοί γονείς μου– δεν είχαν πάρει τις αποφάσεις που πήραν στο μακρινό παρελθόν, δεν ξέρω αν θα είχα γνωρίσει ή αν θα είχα έρθει τόσο κοντά με κάποιους από τους ανθρώπους που, υπό τις συνθήκες που πραγματικά έζησα, τους αγάπησα πολύ· τη Νίκη, τον Σίμο, την κυρία Αποστολία… Ενδεχομένως και να τους είχα γνωρίσει, μα δεν ξέρω αν θα είχαμε συνδεθεί με τόσο δυνατό και καθοριστικό τρόπο. Αν δεν είχαν πάρει τις αποφάσεις που πήραν για μένα, δεν θα ήμουν η… «Μύγα Αγάπη», μα θα είχα ένα όνομα που τώρα δεν μπορώ καν να φανταστώ ποιο θα ήταν. Θα είχα κατά πάσα πιθανότητα μεγαλώσει στο Παρίσι, θα είχα βαφτιστεί σε πολύ διαφορετικά συναισθηματικά νερά ως προσωπικότητα, συνεπώς άλλα θα αναζητούσα κι έτσι με άλλα θα ερχόμουν αντιμέτωπη σε όλη τη ζωή μου. Πήρα στην αγκαλιά μου τον Δαβίδ και αισθάνθηκα να με κατακλύζει η ευγνωμοσύνη για κάθε στιγμή, απόφαση, τροπή καλή ή κακή, που με είχαν φέρει εκείνη τη στιγμή να τον κρατώ μέσα στα χέρια μου. Και ήταν ξεκάθαρο μέσα μου, έστω για κείνη τη στιγμή, πως εάν θα μπορούσα να είχα την επιλογή, θα ήθελα να είχα το σθένος να επέλεγα τα πράγματα όπως ακριβώς είχαν έρθει. Η Μάη είχε γράψει κάποτε σε κάποιο βιβλίο της μια φανταστική ιστορία, για έναν νεαρό Γάλλο που είχε στην κατοχή του μια μαγική πένα, με την οποία ό,τι έγραφε, γινόταν πραγματικότητα. Αλλά μόνο ό,τι έγραφε ο ίδιος. Αυτή την πένα τού την είχε χαρίσει η μητέρα του μόλις τον είχε φέρει στον κόσμο. Και λίγο πριν να τον εγκαταλείψει στα σκαλοπάτια ενός ορφανοτροφείου, την τοποθέτησε μέσα στο καλάθι με το βρέφος, μαζί με ένα ασημένιο μενταγιόν που έγραφε το όνομά του: Euqitamard Ruetua. Κανείς, ούτε κι ο ίδιος, δεν γνώριζε πως η πένα αυτή είχε τέτοιες μαγικές ιδιότητες. Το αγόρι μεγαλώνοντας έγραφε πάντοτε μ’ αυτή την πένα. Και δεν είχε παρατηρήσει πως ό,τι έγραφε, έπειτα από κάποιον καιρό γινόταν πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, του φαινόταν απολύτως φυσικό, τόσο που δεν μπορούσε πλέον να διαχωρίσει αν ο ίδιος αντέγραφε την ίδια τη ζωή ή αν η ζωή ζωντάνευε τα δικά του γραφόμενα. Οι ιστορίες που έγραφε από παιδί ο Euqitamard Ruetua, ήταν πάντοτε σκοτεινές και τραγικές. Συνεπώς και η ζωή του είχε αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά. Τα βιώματά του ως μικρό παιδάκι ήταν τόσο δύσκολα και στενόχωρα, που οι ιστορίες του γράφονταν έπειτα από τον ίδιο για να


312

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εκτονώσουν αυτό ακριβώς το κλίμα στο οποίο είχε μάθει να ζει. Και κάπως έτσι ο Euqitamard Ruetua είχε μπει σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν μπορούσε να διαφύγει. Κάποτε γνώρισε μια κοπέλα. Και ήταν εκείνη η οποία παρατήρησε εν τέλει πως οι ιστορίες που συνήθιζε να γράφει ο Euqitamard Ruetua επαληθεύονταν από την πραγματικότητα έπειτα. Του πρότεινε, λοιπόν, να αρχίσει να γράφει πιο θετικές ιστορίες. Εκείνος σάστισε, καθώς δεν ήξερε πώς μπορεί να είναι μια εξολοκλήρου θετική ιστορία, αφού ούτε είχε ζήσει κάποια τέτοια ποτέ, ούτε και μπορούσε να τη φανταστεί ώστε να τη γράψει. Η κοπέλα τού είπε πως ο καθένας έχει μέσα του και το θετικό και το αρνητικό, οπότε και μέσα στον ίδιο κρύβονταν σίγουρα ένα σωρό θετικές ιστορίες. Έπρεπε, λοιπόν, να βρούνε έναν τρόπο για να τις ανακαλύψουν κι έπειτα να καθίσει ο νεαρός να τις γράψει με τη μαγική του πένα. Έκαναν πολλές προσπάθειες μαζί, μα δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν τις θετικές ιστορίες μέσα στο αγόρι. Κάθε φορά που εκείνος ξεκινούσε να φαντάζεται και να αφηγείται μια όμορφη ιστορία, πολύ σύντομα εκείνη κατέληγε να γίνεται ζοφερή και θλιβερή. Έτσι, σιγά σιγά έπαψε να γράφει για όσα αγαπούσε, καθώς φοβόταν να μην τα καταστρέψει. Έπαψε να γράφει για τη φίλη του, έπαψε να γράφει για τα χρώματα της αυγής ή του ηλιοβασιλέματος, έπαψε να γράφει για τις μαγευτικές μελωδίες που έρχονταν κάθε απόγευμα από το πολυσύχναστο μπιστρό τής γειτονιάς του, έπαψε να γράφει για το άρωμα των λουλουδιών τού κήπου… έπαψε να γράφει για καθετί όμορφο, θετικό και καλό που συναντούσε. Ώσπου σιγά σιγά έχασε την επιθυμία του να γράφει γενικώς… Κι έπαψε να χρησιμοποιεί τη μαγική του πένα. Τότε, ξαφνικά άρχισαν να συμβαίνουν στη ζωή του παράξενα πράγματα. Για την ακρίβεια, άρχισε η ζωή του να γεμίζει και με όμορφες ιστορίες, πέρα από τις άσχημες. Και οι όμορφες αυτές ιστορίες, συχνά παρέμεναν όμορφες και με την πάροδο του χρόνου. Κάποιες φορές ήταν ευτυχισμένος και κάποιες φορές πολύ θλιμμένος. Κάποιες φορές γελούσε και κάποιες φορές έκλαιγε. Κάποιες φορές περνούσε πολύ όμορφα και κάποιες φορές περνούσε πραγματικά άσχημα. Η φίλη του επιτέλους κατάλαβε ποιο ήταν το μυστικό που γύρευαν τόσον καιρό. Και το μοιράστηκε μαζί του. «Το μυστικό είναι να σκέφτεσαι και αντίστροφα! Δηλαδή… εσύ τόσα χρόνια φαντάζεσαι και γράφεις με τη μαγική σου πένα μόνο αρνητικές ιστορίες κι έτσι βιώνεις μόνο αρνητικές ιστορίες. Εάν μπορούσες να ξεκινήσεις να γράφεις και


Ευτυχία Κανάρη

313

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θετικές ιστορίες, αυτές θα γίνονταν πραγματικότητα. Εάν όμως εσύ μπορούσες να γράφεις με τη μαγική σου πένα και θετικές ιστορίες, για ποιον λόγο να μην έγραφες μόνο τέτοιες ώστε να βιώνεις μόνο τέτοιες; Αν πάλι έγραφες μόνο θετικές ιστορίες, η ζωή σου θα είχε μονάχα χαρές. Μέχρι που θα κατέληγε οποιαδήποτε χαρά να σου ήταν αδιάφορη… Από τότε που έπαψες να προσπαθείς να γράφεις εσύ τις ιστορίες τού μέλλοντος, η ζωή σου άρχισε να περιέχει τόσο αρνητικές ιστορίες, όσο και θετικές, όπως είναι το φυσικό να συμβαίνει. Και μ’ αυτόν τον τρόπο έμαθες επιτέλους πώς είναι να ζεις και μια όμορφη και θετική ιστορία! Τώρα, λοιπόν, μπορείς να φαντάζεσαι και να γράφεις και με τους δύο τρόπους. Μπορείς να φτιάξεις το μέλλον σου όπως ακριβώς το θέλεις! Αρκεί να πάρεις τη μαγική πένα σου και να αρχίσεις να γράφεις! Να γράφεις με τον τρόπο που φυσιολογικά ρέει η ζωή –θετικά κι αρνητικά– κι όχι να γράφεις προσπαθώντας να επηρεάσεις την ισορροπία τής ζωής.» Ο Euqitamard Ruetua σηκώθηκε και πήγε και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Κοιτούσε το είδωλό του έκθαμβος. «Να σκέφτεσαι και αντίστροφα… Μα βέβαια… Όπως το να κοιτάζεις τον εαυτό σου μέσα σε έναν καθρέφτη, είναι ο μόνος τρόπος για να τον δεις σε πραγματικό χρόνο. Και για να γίνει αυτό, η δεξιά σου πλευρά είναι η αριστερή πλευρά αυτού που σε κοιτάζει και η αριστερή σου πλευρά είναι η δεξιά αυτού που σε κοιτάζει… Να σκέφτεσαι και αντίστροφα!» Τότε ο Euqitamard Ruetua παρατήρησε κάτι που τόσα χρόνια που κοιταζόταν στον καθρέφτη, δεν το είχε παρατηρήσει. Το ασημένιο μενταγιόν με το όνομά του, πάνω στον λαιμό τού καθρεφτιζόμενου ειδώλου του, διαβαζόταν ανάποδα από τον ίδιο. Ο νεαρός διάβασε δυνατά: «Auteur Dramatique» 31. Συνειδητοποίησε πως από την αρχή τής ζωής του, αφέθηκε με μοναδική προίκα του ένα συμβολικό όνομα και μια μαγική πένα. Και για να κατανοήσει τη σημασία και των δύο αυτών, συνεπώς και τον σκοπό τής ζωής του, χρειαζόταν απλώς να μάθει να βλέπει και να σκέφτεται και αντίστροφα. Ο νεαρός πήρε στα χέρια του την πένα του και άνοιξε το τετράδιό του, έπειτα από πάρα πολύ καιρό. Η φίλη του έτρεξε πλάι του ενθουσιασμένη, για να διαβάσει τα νέα γραφόμενα που θα διαμόρφωναν την υπόλοιπη ζωή τού φίλου της.

31

Auteur Dramatique (γαλλ.) = Θεατρικός Συγγραφέας


314

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η πένα σχημάτισε πάνω στο χαρτί μία και μοναδική φράση: «Να θυμάμαι πάντοτε να σκέφτομαι και αντίστροφα». Έβαλε τελεία και έκλεισε το τετράδιο. Κι έκτοτε δεν χρησιμοποίησε ποτέ ξανά τη μαγική του πένα. Όταν είχα διαβάσει αυτή την ιστορία, δεν την είχα απόλυτα κατανοήσει. Μα τώρα πια ένιωθα σαν τον Euqitamard Ruetua τη στιγμή που κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε τον εαυτό του, το όνομά του και τη ζωή του όλη αντίστροφα. Μόνο τότε μπόρεσα να κατανοήσω το πώς εκείνος, ενώ μπορούσε να προδιαγράψει με τη μαγική πένα του το μέλλον του, επέλεξε να εξασφαλίσει στον εαυτό του μονάχα την ενθύμηση της προσωπικής του ανακάλυψης και να αφήσει το μέλλον να έρθει με φυσικό τρόπο. Ναι, είχα βιώσει μεγάλες δυσκολίες, καταστάσεις και συναισθήματα που νόμιζα κάθε φορά πως δεν είχα το σθένος να τα αντέξω. Μα να που βρισκόμουν πλέον εκεί, έχοντας επιζήσει όλων αυτών, έχοντας κάνει ένα ένα τα βήματά μου, μικρά και μεγάλα, και είχα φτάσει πλέον να είμαι σίγουρη για ένα πράγμα: πως όχι μονάχα είχα το σθένος για να τα αντέξω όλα αυτά, μα και πως αν χρειαζόταν να επιλέξω να περάσω πάλι από τις ίδιες συμπληγάδες ή να τις αποφύγω ώστε να έχω μια πιο «εύκολη» ζωή, θα επέλεγα τις συμπληγάδες μου… Είχα φτάσει μπροστά στον καθρέφτη και έβλεπα το είδωλό μου… Πραγματικά το «έβλεπα», δεν το κοιτούσα απλώς. Και σκεφτόμουν και αντίστροφα· η στέρηση είχε φτάσει να μου προσφέρει, η απουσία είχε φτάσει να μου εμφανίζει, η απώλεια με είχε οδηγήσει στην εύρεση, το σκοτάδι με είχε φέρει στο φως, η καταστροφή με είχε οδηγήσει στη δημιουργία, ο θάνατος με είχε οδηγήσει στη ζωή… Η κυρία Αποστολία είχε απόλυτο δίκιο… Η καρδιά μας έχει το υλικό για να μετατρέψει οτιδήποτε ενοχλητικό ή βρόμικο εισχωρήσει σε αυτήν, σε κάτι πολύτιμο. Η καρδιά μας έχει το δικό της σεντέφι… Θα επέλεγα τις συμπληγάδες μου… Αρκεί να κατάφερνα να θυμάμαι να σκέφτομαι και αντίστροφα…

«Αχ, Μαμά!... Που δεν έχει καμία σημασία εν τέλει το όνομά σου, ούτε η ζωή σου, ούτε ο θάνατός σου… Που έχει σημασία μονάχα το ότι μπορώ να σε φέρνω στα χείλη μου με δυο συλλαβές. »Αχ, Μαμά! Κάθε φορά που προφέρω αυτές τις συλλαβές, ζεις και Είσαι και αυτό μού φτάνει και πεθαίνεις ως κάθε άλλη έννοια για δυο στιγμές…


Ευτυχία Κανάρη

315

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

»Αχ, Μαμά!... Όπως κι αν σε λέγανε πριν να γίνεις η Μαμά μου… Σύρθηκα και γδάρθηκα ξανά και ξανά μέχρι να καταλάβω πως… όποια κι αν ήταν η μητέρα μου, ήταν αυτή ακριβώς που χρειαζόμουν ώστε να γίνω αυτή ακριβώς που λαχταρούσα… »Αχ, Μαμά… Βιολογική μου, θετή μου, αρνητική μου, θετική μου, παρούσα και απούσα, δική μου Μαμά… Όποια κι αν ήσουν εσύ, πάντοτε υπήρχε κάποιος τρόπος για να σ’ αγαπήσω. Όποια κι αν ήσουν εσύ, με οδηγούσες μυστικά στον εαυτό μου…»


316

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Π

ερπατούσαμε επί ώρα πάνω από τον Σηκουάνα. Είχαμε δειπνήσει παρέα, έπειτα ήπιαμε ένα ποτήρι κρασί σε ένα μικρό και χαριτωμένο μπαράκι και καταλήξαμε σ’ εκείνον τον μακρύ περίπατο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς δεν είχαμε σταματήσει να συζητάμε. Είχα να βγω με κάποιον άντρα πάρα πολύ καιρό. Για την ακρίβεια, από τον χαμό τού Σίμου, δεν είχα απολαύσει τη συντροφιά ενός άντρα, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις επαγγελματικών συναντήσεων. Σε προσωπικό επίπεδο δεν το είχα επιχειρήσει έως τότε. Οι συζητήσεις μας έγιναν σιγά σιγά και πιο προσωπικές. Εκείνος αναφέρθηκε στον πρώτο του γάμο, στις καλές εποχές εκείνης τής συνύπαρξης κι έπειτα στις δυσκολίες έως και τον χωρισμό. Εγώ πάλι ήταν η πρώτη φορά έπειτα από τόσα χρόνια που αναφέρθηκα στην τεράστια ιστορία μου με τον Σίμο. –Είναι παράξενο, μα όταν κάποιος σε κοιτάζει στα μάτια, δεν μπορεί να διακρίνει τόσο πόνο. Πού τον χωράς τόσο πόνο, κορίτσι μου; Δεν ήξερα τι να του απαντήσω σ’ αυτό. Ούτε και σε πολλά άλλα που με ρωτούσε. Κάποια στιγμή με ρώτησε αν σκέφτομαι ακόμη πως ο Σίμος ήταν για μένα ο μοναδικός άντρας με τον οποίο θα μπορούσα να νιώσω τόσο έντονα συναισθήματα. Γέλασα και προσπάθησα να του εξηγήσω πως μετά από τον πρώτο μας χωρισμό με τον Σίμο, τις νύχτες πριν με πάρει ο ύπνος, έκλεινα τα μάτια μου και προσπαθούσα να συνομιλήσω με τον Έναν, τον δικό μου σημαντικό Άλλον. Πως όταν ενώθηκα με τον Σίμο, πίστευα πως εκείνος ήταν αυτός ο Ένας, όμως έπειτα από τον χωρισμό μας ένιωθα πως ίσως είχα κάνει λάθος. Κι έτσι προσπαθούσα και πάλι σε ένα άλλο επίπεδο να έρθω σε επικοινωνία με εκείνον τον Έναν, όπου κι αν βρισκόταν. Και του ψιθύριζα να μου στείλει ένα σημάδι αν μ’ ακούει, ένα σημάδι πως είναι στον δρόμο προς εμένα, πως δεν θα χάσει τον δρόμο του, πως έρχεται. Ώσπου ξαναμπήκε στη ζωή μου ο Σίμος, έγιναν όλα αυτά που έγιναν και έκτοτε δεν ξανασχολήθηκα με τέτοιου είδους επικοινωνίες. –Και σου έδωσε; –Τι; Ποιος; –Αυτός ο Ένας, το σημάδι που ζητούσες… Σου το έδωσε; Δεν απάντησα καν. Γέλασα! Κι εκείνος, διακριτικός, δεν επέμεινε. Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ. Ο Δαβίδ έμεινε με τη Μάη στο σπίτι της κι έτσι δεν με άγχωνε η επιστροφή μου. Αντιθέτως, ένιωθα την ανάγκη να μην


Ευτυχία Κανάρη

317

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τελείωνε εκείνη η βραδιά. Είχα τόσο πολλή ανάγκη αυτή τη συντροφιά, αυτή την επικοινωνία, που ακόμη και το βάδισμά μου ήταν πολύ αργό, λες και κάτι τέτοιο θα καθυστερούσε το πέρασμα του χρόνου. Και ήταν κι εκείνο το άρωμα… Εκείνο το γλυκόπικρο σαγηνευτικό άρωμα που ερχόταν προς το μέρος μου με κάθε του κίνηση. Εισχωρούσε στα ρουθούνια μου και πότιζε έπειτα κάθε κύτταρό μου. Δεν ήθελα να αποχωριστώ ακόμη αυτό το άρωμα… Κάποια στιγμή βρεθήκαμε στη γειτονιά του. Εκείνος μού εξέφρασε ακριβώς το ίδιο συναίσθημα. –Θα μπορούσα να περπατάω μέχρι το πρωί, αρκεί να απέφευγα το τέλος αυτής τής βραδιάς! Αλλά φοβάμαι πως και θα κουραζόμασταν και θα παγώναμε! Γι’ αυτό να σου αντιπροτείνω να πάμε να πιούμε κρασί στη ζέστη τού σπιτιού μου, μιας και βρισκόμαστε δυο τετράγωνα κοντά; Δέχτηκα. Με έντονη ανακούφιση μέσα μου για το ότι μοιραζόμασταν την ίδια επιθυμία να συνεχίσουμε τη βραδιά μας παρέα. Καθώς έστριβε το κλειδί στην κλειδαριά, ένα παιδικό χαμόγελο είχε ξαπλώσει πάνω στα χείλη του. Σκέφτηκα να τον ρωτήσω πού οφειλόταν, μα δεν το έκανα. Άνοιξε την πόρτα, προχώρησε ένα βήμα και στάθηκε στο πλάι, γνέφοντάς μου με το χέρι του να περάσω μέσα. Εκεί, σε έναν ευρύ διάδρομο ανάμεσα στο χολ και στο σαλόνι, με περίμενε μια έκπληξη… –Ο πίνακάς μου!... Βρισκόταν μπροστά μου κρεμασμένος ο πίνακάς μου, εκείνος με την τεράστια κατάμαυρη, μαλλιαρή αράχνη που στριφογύριζε με τα λεπτά της πόδια τη μύγα, παγιδεύοντάς τη μέσα στον ιστό της. –Εσύ ήσουν;… –Ναι, εγώ τον αγόρασα! Μόλις τον είδα, πίστεψα πως δικαιωματικά μού ανήκε! –Γιατί αυτό; –Γιατί… Είναι αυτό που λένε μερικές φορές πως ο εφιάλτης τού ενός μπορεί να είναι το όνειρο του άλλου. Ή αντίστροφα; Τέλος πάντων, γι’ αυτό! Γιατί πάντα αυτό ονειρευόμουν για σένα. Και σου το είχα πει χρόνια πριν… –Εμίλ…

«Αχ, Εμίλ… Καλέ μου Εμίλ!... Δεν το φαντάστηκα ποτέ πριν, ίσως ούτε κι εσύ. Μα ναι, το σημάδι που ζητούσα πριν από χρόνια, το είχα λάβει, κι όμως… δεν το είχα αντιληφθεί.


318

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

»Ζητούσα ένα σημάδι από τον Έναν, τον σημαντικό Άλλον που ένιωθα πως κάποτε θα συναντούσα, ένα σημάδι πως όντως έρχεται σ’ εμένα. Κι έπειτα με έπαιρνε ο ύπνος και βυθιζόμουν στους εφιάλτες μου. Συχνά έβλεπα εκείνη την τεράστια μαλλιαρή αράχνη να με αιχμαλωτίζει μέσα στον ιστό της. Και δεν το σκέφτηκα ποτέ πως αυτός ο εφιάλτης μου ήταν το όνειρό σου για μένα… Δεν το σκέφτηκα ποτέ πως το σημάδι σου μου το είχες ήδη δώσει μαζί μ’ εκείνο τον ασημένιο ιστό που έφτιαξες κάποτε για τον λαιμό μου λέγοντάς μου “…για να γίνεις μια μέρα η αράχνη τού εαυτού σου, ώστε να παγιδέψεις εκείνο που σε στενοχωρεί και να το μετατρέψεις σε τροφή σου για να επιβιώσεις και να αναπτυχθείς”. »Αχ, Εμίλ… Ακριβέ μου Εμίλ… Το μεγαλύτερο δώρο στους ανθρώπους εν τέλει ίσως είναι η άγνοια. Γιατί αν γνωρίζαμε πως ερχόμουν σ’ εσένα κι εσύ σ’ εμένα, ίσως να τα είχαμε κάνει όλα λανθασμένα. Ίσως τότε να τον χάναμε τον δρόμο, ή ίσως πάλι να βιάζαμε τον χρόνο… »Εμίλ… Δεν γνώρισα ποτέ κανέναν τόσο ικανό να πιστέψει πως υπάρχει μεγαλείο σε μια Μύγα που αιχμαλωτίζεται στον ιστό μιας Αράχνης… Και να τις αγαπάει και τις δύο εξίσου, ως μια ακέραια ύπαρξη. »Εμίλ… Η καρδιά μου πάντα ήξερε πως η αγάπη έχει μυρωδιά γλυκόπικρη. Κι όμως, δεν την είχα ποτέ φανταστεί να φοράει το άρωμά σου… Μα να…»


Ευτυχία Κανάρη

319

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

* –Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια, Μυράκι; –Το ιδανικό ή αυτό που φοβάμαι; –Και τα δύο… *

Κ

αι έγινα και τα δύο… Έγινα χιλιάδες πράγματα που φοβόμουν κι έπειτα από πολύ πόνο, πολύ δάκρυ και πολύ τρόμο, έγινα εν τέλει κι άλλα, που θεωρούσα «ιδανικά». Μετά τα τριάντα μου πια, ζούσα μόνιμα στο Παρίσι με την οικογένειά μου – τον γιο μου και τον Εμίλ, σύζυγό μου πλέον. Ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό μου, δουλεύοντας συγχρόνως στον Εκδοτικό Οίκο με τον οποίο συνεργαζόταν και η Μάη. Είχα αποκτήσει σιγά σιγά καλή φήμη ως εικονογράφος παιδικών παραμυθιών, η οποία στη συνέχεια μου άνοιξε κι άλλες πόρτες σε μεγαλύτερους Εκδοτικούς Οίκους. Παράλληλα εργαζόμουν ως ανεξάρτητη ζωγράφος στο δικό μου ατελιέ. Ο Εμίλ είχε πλέον επεκταθεί στον χώρο τού κοσμήματος, έχοντας ένα δικό του μεγάλο χρυσοχοείο στο Παρίσι και συγχρόνως επιχειρώντας συνεργασίες με το εξωτερικό. Το εισόδημά μας μάς επέτρεπε να ζούμε σε ένα πολύ άνετο σπίτι και να ταξιδεύουμε αρκετά συχνά. Κι όμως… Αυτό που πραγματικά θεωρούσα «ιδανικό» στη ζωή μου, δεν είχε να κάνει ούτε με τη δουλειά μου, ούτε με το όνομά μου στον χώρο των εικαστικών, ούτε με τον γάμο, ούτε με την οικονομική άνεση. Αυτό που πραγματικά θεωρούσα «ιδανικό», ήταν να καταφέρω να είμαι μια άψογη μητέρα για το παιδί μου. Και σ’ αυτό απέτυχα· όπως κάθε γονιός. Δεν το πέτυχα, επειδή αυτός ο ρόλος δεν υφίσταται. Μου πήρε χρόνια ώσπου να καταλάβω πως αυτή η τραγική αποτυχία που βιώνει μέσα του κάθε γονέας κάποια στιγμή στην πορεία τού ρόλου του αυτού, δεν είναι ουσιαστικά παρά το εισιτήριο τού παιδιού του για μια δική του επιτυχημένη εξέλιξη. Ένα εισιτήριο που δεν χρησιμοποιούν όλοι πάντοτε στο προσωπικό τους ταξίδι, όμως αυτό υπάρχει. Ο Δαβίδ από την πρώτη κιόλας στιγμή τής σύλληψής του, επωμίστηκε ένα σωρό «βάρη» που δεν αντιστοιχούν σε ένα παιδί. Από το να βελτιώσει με τον ερχομό του τη σχέση των γονιών του, μέχρι να στηρίξει αργότερα τη μητέρα του κατά την κατάρρευσή της μετά τον χαμό τού πατέρα του. Γεννήθηκε ήδη πνιγμένος… Κυριολεκτικά και μεταφορικά.


320

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έπειτα είχε να αντιμετωπίσει τη δική μου απόρριψη, όσο εγώ επέλεγα να ζω μέσα στην ουτοπία και την κατάθλιψή μου. Είναι γεγονός πως δεν ανέλαβα τον ρόλο τού γονέα γνωρίζοντας πώς να είμαι καλή μητέρα, μα κι αν το γνώριζα ακόμη, πάλι δεν ξέρω πώς θα κατάφερνα να είμαι κάτι «σωστό» όταν αισθανόμουν πως βίωνα κάτι τελείως λανθασμένο. Με τον Δαβίδ είχαμε πολύ καλή σχέση τα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να διεκδικήσει πολύ νωρίς, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο, την επιστροφή του στην Ελλάδα. Όσο κι αν με πονούσε η σκέψη τής φυγής του από κοντά μου, δεν μπορούσα να μη θυμάμαι τη δική μου ανάγκη να βρίσκομαι στη χώρα που αισθανόμουν ως πατρίδα μου, παρόλο που είχα μεγαλώσει σε άλλη χώρα. Σε μια συζήτηση κάπως έντονη, λόγω της επιμονής και των δυο μας, ο Δαβίδ μού μίλησε πολύ απότομα, στην ελληνική γλώσσα, σαν να ήθελε έτσι να επισφραγίσει την προσωπική του ταυτότητα. –Εσύ με έμαθες να ζητάω μέχρι και τη συγκατάθεση των λουλουδιών για να τα κόψω ή όχι. Εμένα με ρώτησες που με πήρες από την Ελλάδα και μ’ έφερες εδώ; Όχι! Τον εαυτό σου κοίταξες μόνο! –Φυσικά και σε γώτησα, Δαβίδ, μα ήσουν τόσο δα παιδάκι… –Ε, τώρα δεν είμαι τόσο δα παιδάκι και σου λέω πως δεν θέλω να ζήσω άλλο εδώ. Αυτό μπορείς να το καταλάβεις; Και η αλήθεια είναι πως μπορούσα να το καταλάβω. Και ήταν τότε που χρειάστηκε να κοιτάξω βαθιά μέσα στα μάτια τού γιου μου για να διαπιστώσω την απόλυτη τραγικότητα του ρόλου μου ως μητέρα, συνεπώς και του ρόλου κάθε γονιού προς το παιδί του. Το ίδιο βράδυ, δυσκολεύτηκα πολύ να κοιμηθώ. Αμέτρητες σκέψεις μού τριβέλιζαν το μυαλό. Ανάμεσά τους και πάλι τα λόγια τής Νίκης, αρκετά χρόνια πριν. «Θες να σου πω κάτι ενδιαφέρον που θα μπορούσες να μάθεις στα παιδιά σου για τη ζωή; Να μη φοβούνται κανένα σενάριο. Να είναι προετοιμασμένα για το χειρότερο και προικισμένα για το καλύτερο. Να μην είναι σαν εμάς…» Κι έπειτα άκουγα ξανά και ξανά μέσα στη σκέψη μου να επαναλαμβάνονται οι κουβέντες τού Δαβίδ. «Τον εαυτό σου κοίταξες μόνο!... Τον εαυτό σου κοίταξες μόνο!... Τον εαυτό σου κοίταξες μόνο!...» Το να καταφέρω να είμαι μια άψογη μητέρα για το παιδί μου, ήταν ένα «ιδανικό» που γκρεμιζόταν μέσα στις αλλεπάλληλες εκείνες σκέψεις μου. Και


Ευτυχία Κανάρη

321

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Αφού ο ρόλος τού αψεγάδιαστου, πραγματικά δεν υφίσταται σε καμία σχέση. Αφού η πραγματική έννοια της λέξης «ιδανικό», σηματοδοτεί κάτι που υπάρχει μόνο ως ιδέα… Όταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο στην Αθήνα, το στομάχι μου σφίχτηκε. Είχαμε έρθει πολλές φορές όλα τα προηγούμενα χρόνια στις διακοπές, μα αυτή τη φορά το ότι θα επέστρεφα στη Γαλλία δίχως τον Δαβίδ, με βάραινε ιδιαίτερα. Η πραγματικότητα ήταν πως ο Δαβίδ είχε ένα ώριμα σχεδιασμένο πλάνο. Η βασική του επιθυμία ήταν να σπουδάσει Αρχιτεκτονική και να αναλάβει να δουλέψει στην εταιρεία τού πατέρα μου και του θείου Πασχάλη. Ο θείος Πασχάλης είχε πια μεγαλώσει και κουραστεί, τα επόμενα χρόνια θα έβγαινε στη σύνταξη. Και εκείνος, όπως και ο Δαβίδ, πίστευαν πως ήταν η καλύτερη χρονική στιγμή για να αρχίσει ο ανιψιός του να εισέρχεται σιγά σιγά στην εταιρεία κι έτσι, μέχρι τη στιγμή που θα ολοκλήρωνε τις σπουδές του, θα είχε πάρει και όλες τις απαραίτητες γνώσεις σχετικά με τη διαχείρισή της. Ο θείος Πασχάλης και η θεία Λεμονιά δεν είχαν διαδόχους, ούτε άλλα ανίψια από τη μεριά τής θείας Λεμονιάς· το μερίδιό του στην εταιρεία ο θείος σκόπευε να το κληροδοτήσει στον Δαβίδ μετά τον θάνατό τους, οπότε κάποια μέρα ολόκληρη η εταιρεία θα ερχόταν στα χέρια του. Αυτό ικανοποιούσε εξίσου και τον Δαβίδ με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, αλλά και τον θείο Πασχάλη, καθώς είχε αφιερώσει όλη τη ζωή του σχεδόν για να κουμαντάρει την εταιρεία ουσιαστικά μόνος του, από τότε που έχασε τον αδελφό του, και ήταν μεγάλη του έγνοια το να περάσει σε έμπιστα χέρια ώστε να μην πάνε στράφι οι κόποι του μετά την αποχώρησή του. Παρακολουθώντας τόν τρόπο με τον οποίο ο Δαβίδ είχε αρχίσει να χτίζει το μέλλον του με δυναμισμό και αποφασιστικότητα, ξέχωρα από τις δικές μου επιρροές, συνειδητοποίησα πως εν τέλει ο γιος μου είχε διδαχτεί να μη φοβάται κανένα σενάριο· να είναι προετοιμασμένος για το χειρότερο και προικισμένος για το καλύτερο. Να μην είναι σαν εμένα και τη Νίκη… Και ειλικρινά, δεν κατάλαβα ποτέ αν εγώ, και με ποιον τρόπο ακριβώς, κατάφερα να του μάθω κάτι τέτοιο για τη ζωή. Το μόνο που ήξερα, ήταν πως η Νίκη θα χαμογελούσε πλατιά με το στραβοφτιαγμένο ροδί χαμόγελό της αν μπορούσε να τον δει από μια γωνιά! Έμεινα στην Ελλάδα για δεκατρείς ημέρες.


322

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Βιολέτα ήταν κατενθουσιασμένη με τις αποφάσεις τού εγγονού της και κυρίως για τη διαμονή του μαζί μ’ εκείνη και τον Παρασκευά. Την τελευταία μέρα πριν να φύγω για τη Γαλλία, κάθισα μαζί της στο σαλόνι και ήπιαμε καφέ παρέα. Ήθελα να της πω τόσο πολλά, μα είχαμε πάψει από χρόνια να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας η μια στην άλλη, κι έτσι δίσταζα. Εν τέλει μάζεψα όλο μου το θάρρος και της είπα λίγες κουβέντες. Γιατί, όπως είχε πει πριν από αρκετά χρόνια η Μάη, τέτοιες εκκρεμότητες, κυρίως εκείνες συναισθηματικής φύσεως, γίνονται εφιαλτικές όταν αρχίζουν να σε κυνηγάνε. –Μαμά… Θέλω να σου πω κάτι πγοτού φύγω… –Τι είναι, Μύρα; –Κατάλαβα κάτι σημαντικό μέσα σε όλα αυτά τα χγόνια και θέλω να το μοιγαστώ μαζί σου. –Τι; –Κατάλαβα πως… όποια κι αν ήταν η μητέγα μου, ήταν η ιδανική γι’ αυτό που είχε ανάγκη η ψυχή μου να κατακτήσει… –Εντάξει, όταν θα πάω κάποια μέρα να βρω την Κυριακή, θα της το μεταφέρω! –Της θείας Ντίμης θα της το πω εγώ η ίδια όταν θα την ξανασυναντήσω! Αυτή τη στιγμή θέλω να ευχαγιστήσω τη μάνα που έχω δίπλα μου… Δεν είπε τίποτε. Χαμογέλασε δήθεν με το προηγούμενο αστείο της και προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία της ακουμπώντας το φλιτζάνι της στο πιατάκι, με όσο το δυνατόν σταθερότερα χέρια μπορούσε. Αποφάσισα να της το κάνω πιο εύκολο, εξάλλου είχα ήδη καταφέρει να εκφράσω αυτό που πραγματικά ήθελα να της πω. –Να φάω ένα μπισκοτάκι ακόμη, λες; Πειγάζει που έχω φάει άλλα δέκα; –Κάνε ό,τι θες, παιδάκι μου! Εγώ θα γίνω σαν βαρέλι με πόδια; Εσύ θα γίνεις!... Κοιταχτήκαμε έντονα κι αρχίσαμε να γελάμε και οι δυο μας δυνατά και νευρικά, μέχρι που δυσκολευόμασταν πια να πάρουμε ανάσα. Μέσα από το ασταμάτητο γέλιο μας, πέφταμε η μια πάνω στην άλλη και αλληλοσπρωχνόμασταν στην προσπάθειά μας να ανασάνουμε. Όλο αυτό… προφανώς αντί αγκαλιάς. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που ο… Κανοτιθεσμός μάς έφερε τόσο κοντά αντί να μας απομακρύνει… Την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αποκοιμήθηκα μέσα στο αεροπλάνο. Ονειρεύτηκα τη Συγωγώ μου…


Ευτυχία Κανάρη

323

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ήταν η στιγμή τού θανάτου της. Την ξαναζούσα στον ύπνο μου ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που την είχα βιώσει στην πραγματικότητα. Μονάχα που αυτή τη φορά, ήταν όλα πια ξεκάθαρα… Τα χέρια της μύριζαν καρύδα, καθώς είχε πριν από λίγη ώρα επιστρέψει κατάκοπη στο κρεβάτι από το μπάνιο. Είχε τόσο έντονη δύσπνοια και βράσιμο στο στήθος, που η ανάσα της ακουγόταν λες και είχαν καταλάβει το σώμα της πέντε πνεύματα μαζί και μιλούσαν ταυτόχρονα μέσα από εκείνη. Πήγα και κάθισα πλάι της. –Βάλε το οξυγόνο, Συγωγώ μου. Θες να σε βοηθήσω; Η αναπνοή της γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Ανάμεσα από τις κουρασμένες της ανάσες, προσπαθούσε να μιλήσει με φωνή βραχνή και υγρά μάτια. Κάτι είπε. Δεν μπόρεσα να καταλάβω λέξη. –Και… ος… επ… πας… α… στος… –Τι λες, Συγωγώ μου; Πήρα τη μάσκα οξυγόνου και πήγα να τη βοηθήσω να την τοποθετήσει στο πρόσωπό της. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και με το χέρι της έσπρωξε το δικό μου χέρι. Επανέλαβε τα λόγια της, τα οποία ακούστηκαν καθαρά αυτή τη φορά. –«Καιρός επί πάσιν άριστος»… 32 –Αχ, τι μου λες, Συγωγώ μου;… Βάλε το οξυγόνο, σε παγακαλώ… Έπιασε το χέρι μου. Με κοίταξε έντονα και μου μίλησε με τις δυο τελευταίες της ανάσες. –Λέω… Για όλα τα πράγματα υπάρχει ο σωστός χρόνος…

32

Θέογνις, 6ος αιώνας π.Χ. , Αρχαίος Έλληνας ποιητής


324

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Ευτυχία Κανάρη

325

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας.

Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


326

Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ISBN: 978-618-5147-43-3


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.