Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ

Page 1

Κώστας Τσουρής

Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ


[2]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Κώστας Τσουρής γεννήθηκε στην Καβάλα το 1952. Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο της ίδιας πόλης (1970). Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1971– 1974). Διδακτορικό δίπλωμα έλαβε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1988). Εργάστηκε από το 1977 στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού. Διορίστηκε ως Επιμελητής των Αρχαιοτήτων το 1979 μετά από εισαγωγικό διαγωνισμό το Φεβρουάριο του 1979. Υπηρέτησε στην 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Ιωάννινα – Ήπειρος, Αιτωλοακαρνανία, Κέρκυρα και Λευκάδα) και στη 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Καβάλα – Ανατολική Μακεδονία και Θράκη). Πραγματοποίησε σωστικές ή συστηματικές ανασκαφές στα Γιάννενα, την Άρτα, τον Παράδεισο Νέστου, τους Φιλίππους, τις Σέρρες, την Καβάλα, τα Φέραι, το Ορμένιο και το Διδυμότειχο. Συμμετείχε ή διηύθυνε αναστηλωτικές επεμβάσεις στην Καβάλα, τον Παράδεισο Νέστου, την Κομοτηνή, τα Φέρραι, το Διδυμότειχο και το Πύθιο. Από το 2004 μέχρι σήμερα εργάζεται ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Διδάσκει Βυζαντινή Αρχαιολογία, Βυζαντινή Ιστορία, Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο, Μνημειακή Τοπογραφία και Στοιχεία Ελληνικών Επιγραφών 4ου – 19ου αιώνα. Ασχολήθηκε επιστημονικά με ζητήματα ναοδομίας 5ου – 14ου αιώνα, καθημερινής ζωής στο Βυζάντιο 9ου – 15ου αιώνα και φρουριακής αρχιτεκτονικής στο Βυζάντιο 9ου – 15ου. Δημοσίευε σειρά μελετών, εισηγήσεων, ανακοινώσεων, λημμάτων και εκθέσεων εργασιών και συμμετείχε σε συλλογικούς τόμους σχετικούς με τα ανωτέρω ζητήματα.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[3]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΟΥΡΗΣ

Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ


[4]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κώστας Τσουρής, Η οχύρωση του Διδυμοτείχου ISBN: 978-618-5147-67-9 Σεπτέμβριος 2015

Σελιδοποίηση:

Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, μπορείτε να διαβάσετε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[5]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


[6]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[7]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σε ποιαν άλλην; And I am not in danger: only near to death. Τ. S. Eliot, Murder in the Cathedral, London 1968, σ.75.


[8]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[9]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ..............................................................................................................................................11 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...................................................................................................15 ΕΙΣΑΓΩΓΗ................................................................................................................................................29 ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ – ΟΡΟΛΟΓΙΑ – ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ......................................................................... 33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ Η ΘΕΣΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ, Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ..................................................................... 37 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ Η ΟΧΥΡΩΣΗ ................................................................................................................................ 57 ΟΝΟΜΑΤΑ.......................................................................................................................................................... 57 ΑΜΥΝΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ...................................................................................................................................... 59 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ .................................................................................................................................. 62 Η ΟΧΥΡΩΣΗ ....................................................................................................................................................... 63

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ................................................................................ 115 Γ.I. Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ............................................................................................................................. 115 Γ.IΙ. ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΟΧΥΡΩΣΗΣ ...................................................................................................................... 140 Γ.III. ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΕΣ ......................................................................................................................................... 201 Γ.ΙV. ΟΧΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΥΔΡΕΥΣΗ – ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗ............................................................................................ 204

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ........................................................................................................................ 211 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ........................................... 265 ΕΠΙΜΕΤΡΟ ............................................................................................................................................277 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΘΕΣΕΩΝ ΟΧΥΡΩΣΕΩΝ ..................................................................................................... 283


[10]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[11]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μέχρι τη δεκαετία του 1960 η ιστορία και οι αρχαιότητες του Διδυμοτείχου ήταν γνωστά από τα δημοσιεύματα περιηγητών, ιστορικών και τοπικών λογίων. Οι αρμόδιες δημόσιες Υπηρεσίες δραστηριοποιήθηκαν για πρώτη φορά ποικιλοτρόπως στο Διδυμότειχο κατά τα εξηκοστά έτη του 20ου αιώνος. Ο κύριος στόχος αυτής της δραστηριότητος ήταν ο εντοπισμός, η αποκάλυψη, η διαφύλαξη, η προστασία και η συντήρηση της οχύρωσης και άλλων αρχαιοτήτων του Διδυμοτείχου. Με την οχύρωση ασχολήθηκαν κατ’ αρχάς η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια η ΙΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων (Κομοτηνή), από το 1974 μέχρι το 2006 η 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Καβάλα), από το 2006 η 15η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και πρόσφατα, από το 2014, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Έβρου. Η συστηματική και αποτελεσματική μέριμνα για τις αρχαιότητες της πόλης του Διδυμοτείχου στην πραγματικότητα άρχισε με την ίδρυση Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στην Καβάλα. Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της πολυετούς δραστηριότητος είναι πλέον ορατά εδώ και χρόνια. Για πρώτη φορά ανέβηκα στο κάστρο του Διδυμοτείχου τον Ιανουάριο του 1975, όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία στην Κυανή Διδυμοτείχου. Μετά από δύο και μισό χρόνια άρχισα να εργάζομαι στον Έβρο ως επιστημονικός βοηθός στη 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Καβάλα), με αρμοδιότητα τότε την Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, και έτσι είχα τη δυνατότητα να επισκέπτομαι συχνά το κάστρο. Από το 1983 και μέχρι το 2004 εργάστηκα ως αρχαιολόγος στην ίδια Εφορεία και ασχολήθηκα σε διαφορετικό βαθμό κατά περιόδους με το κάστρο του Διδυμοτείχου και από ποικίλες θέσεις ευθύνης. Συμμετείχα σε ανασκαφικές έρευνες ή ανέσκαψα ο ίδιος εκκλησιαστικά και κοσμικά αρχιτεκτονικά λείψανα στον βυζαντινό οικισμό του κάστρου. Τέλος πραγματοποίησα ανασκαφικές έρευνες σε διάφορα σημεία της οχύρωσης και συνεργάστηκα στο έργο της αποκάλυψης και συντήρησης τμημάτων της με τον Α. Μπακιρτζή, αρχιτέκτονα μηχανικό, και τον Α. Γουρίδη, πολιτικό μηχανικό – αρχαιολόγο. Παράλληλες δραστηριότητες ανέπτυξαν την ίδια περίοδο και άλλοι συνάδελφοι της ίδιας Εφορείας. Αρχίζοντας αυτή τη δραστηριότητα σχεδίαζα να αποκαλύψω και να μελετήσω επιστημονικά καίριες περιοχές της οχύρωσης. Με την πάροδο των χρόνων αντιλήφθηκα ότι δεν θα έφερνα σε πέρας αυτό το έργο, όπως το σχεδίαζα εγώ, και έτσι αποφάσισα να προχωρήσω πλέον στη δημοσίευση των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η προσωπική έρευνα.


[12]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι εργασίες και οι έρευνες στο Διδυμότειχο χρηματοδοτήθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού (ΠΔΕ και Τακτικός Προϋπολογισμός), το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και τον Δήμο Διδυμοτείχου. Η τεκμηρίωση πραγματοποιήθηκε σε μακρό χρονικό διάστημα και οι δαπάνες της καλύφθηκαν επίσης από τους ανωτέρω φορείς. Στην τελική φάση της ολοκλήρωσης της τεκμηρίωσης ο επιστημονικός φορέας, στον οποίο υπηρετώ την τελευταία δεκαετία, δεν βρήκε τρόπο να συμμετάσχει στις απαραίτητες δαπάνες. Εν τέλει τις δαπάνες κάλυψε η ευγενική χορηγία των εταιριών «Υ ΛΥΣΕΙΣ ΤΕΧΝΙΚΗ Ο.Ε., Μελέτες Τοπογραφίας» (Καβάλα), «Geopsis, G.I.S. · Χαρτογραφία · Γεωπληροφορική» και «Στ. Στουρνάρας, Εκδόσεις και Αρχαιολογική και Τουριστική Φωτογραφία» και ακόμη τριών φίλων, ιδιωτών, οι οποίοι ζήτησαν να μην αναφερθούν εδώ. Οι ανωτέρω εκπόνησαν τοπογραφικά διαγράμματα, χάρτες, φωτογραφίες και σχέδια χωρίς αμοιβή. Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται εδώ προέρχονται κυρίως από το Φωτογραφικό Αρχείο της άλλοτε 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Καβάλα) και της άλλοτε ΙΘ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων (Κομοτηνή) το προσωπικό μου αρχείο και αρχεία τρίτων. Την περίοδο 1997–2002 πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη φωτογράφηση της οχύρωσης από τον Στ. Στουρνάρα στο πλαίσιο και με δαπάνες του έργου «Προστασία – συντήρηση – ανάδειξη βυζαντινών τειχών και μνημείων Διδυμοτείχου Ν. Έβρου. Υποέργο 01» της συντήρησης των τειχών, το οποίο είχε ενταχθεί στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης (Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 1994–1999). Η τοπογράφηση του κάστρου άρχισε το 2001 από τους τοπογράφους μηχανικούς Α. Τσανάκα και Δ. Τασσόπουλο και πάλι στο πλαίσιο και με δαπάνες του ιδίου έργου. Έμεινε ημιτελής και ολοκληρώθηκε από τους ίδιους μελετητές το 2013. Αποτυπώσεις των λειψάνων που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφικών ερευνών ή συστηματικών ερευνών για λεπτομέρειες της οχυρώσεως προέρχονται από το αρχείο της 12ης ΕΒΑ και οφείλονται στη σχεδιάστρια Φ. Κοντάκου. Τα σχέδια του πύργου Π12 εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα μηχανικό Χρ. Τοκαμάνη, τα σχέδια των πύργων Π1–Π4 και της πύλης ΠΛ1 αναπαράγουν τα σχέδια της αποτύπωσης που πραγματοποιήθηκε από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων το 1974, ενώ τα σχέδια των άλλων πύργων και πυλών εκπονήθηκαν από τη σχεδιάστρια Ε. Νικολέττου το 2012–2014 με βάση το τοπογραφικό 2001/2013 και επιτόπιες μετρήσεις. Τα σχέδια του πύργου Π16 οφείλονται στον καθηγητή Γ. Φουστέρη. Οφείλω σε όλους θερμότατες ευχαριστίες. Στη διάρκεια των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στην οχύρωση του Διδυμοτείχου είχα τη συνεχή βοήθεια, κατανόηση και συμπαράσταση –υποχρέωση αξεπλήρωτη– του


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[13]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Α. Πανδρευμένου, τότε Διευθυντή Σχεδιασμού και Ανάπτυξης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και όλων των Δημάρχων Διδυμοτείχου, ιδίως όμως των Ι. Νικολαΐδη, Eυ. Παπατσαρούχα και Χρ. Τοκαμάνη. Χρωστώ σε όλους θερμότατες ευχαριστίες. H παρούσα εργασία οφείλει πολλά σε πολλούς. Πριν από όλους αναφέρω τον καθηγητή Χ. Μπούρα, ο οποίος το 1999 μου ανέθεσε να εισηγηθώ στο 19ο Συμπόσιο της ΧΑΕ το θέμα «Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά οχυρωματικά έργα χωρίς οικιστικό προορισμό» με αποτέλεσμα να εκτραπούν τα επιστημονικά μου ενδιαφέροντα, ανεπιστρεπτί πλέον, σχεδόν αποκλειστικά στο πεδίο των φρουριακών ερευνών. Ο καθηγητής Μ. Κορρές ήταν από την αρχή της επιστημονικής μου σταδιοδρομίας, από τα χρόνια της επέμβασης στο Πύθιο, ακούραστος και υπομονετικός δάσκαλος, με βοήθησε κάθε φορά που ζήτησα τη βοήθειά του και κυρίως αποτέλεσε για μένα λαμπρό υπόδειγμα επιστήμονα. Ο καθηγητής Γ. Βελένης από τα χρόνια της διδακτορικής διατριβής μου μέχρι σήμερα συζήτησε πάντα μαζί μου τα προβλήματα των ερευνών μου υποδεικνύοντας λύσεις στα αδιέξοδά μου και δεν έπαυσε να ανοίγει δρόμους στις επιστημονικές μου αναζητήσεις. Ο καθηγητής Τ. Κόλλιας διεύρυνε την ιστορική οπτική μου και κυρίως μου έδειξε μονοπάτια της ιστορικής έρευνας, που ποτέ δεν είχα περπατήσει. Στις συζητήσεις που είχα με την Αικ. Ασδραχά κατάλαβα τι σημαίνει στην πράξη δημοκρατική και ανυστερόβουλη επιστημονική έρευνα. Εκφράζω σε όλους τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις συζητήσεις που είχα ατέλειωτα χρόνια με τον συνάδελφο Ν. Ζήκο, βαθύ και σεμνό γνώστη της φρουριακής αρχιτεκτονικής, της μνημειακής τοπογραφίας και των βυζαντινών πηγών: πάντοτε, ακόμη και όταν υποστηρίζαμε διαμετρικά αντίθετες απόψεις, αισθανόμουν ότι το κέρδος για την επιστημονική μου κατάρτιση ήταν ανεπανάληπτο. Για όλα αυτά και για τα 25 χρόνια που περάσαμε μαζί κάτω από την ίδια επιστημονική και εργασιακή στέγη, τη 12η ΕΒΑ, του εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου. Με τον φίλο Α. Γουρίδη, πολιτικό μηχανικό και αρχαιολόγο, επί 20 σχεδόν χρόνια, είχα αδιάκοπες επιστημονικές συζητήσεις πάνω στα προβλήματα που θέτουν η μελέτη της οχύρωσης, των ανασκαφών και της ιστορίας του Διδυμοτείοχυ. Εξ άλλου συνεργαστήκαμε συστηματικά στις εργασίες αποκάλυψης, συντήρησης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων της πόλης. Την εργασία αυτή άρχισα να σχεδιάζω με τον συχωρεμένο συνάδελφο Α. Μπρίκα, με τον οποίο συνεργάστηκα στο έργο της αποκατάστασης του φρουρίου του Πυθίου από το 1996 μέχρι τον απροσδόκητο θάνατό του, τον Ιούλιο του 2005. Οι θεοί δεν άφησαν να τη συνεχίσουμε και να την ολοκληρώσουμε μαζί.


[14]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι προϊστάμενοι των, κατά καιρούς, αρμοδίων ΕΒΑ, 12ης Ν. Ζήκος (2004–2007), και 15ης Δ. Μακροπούλου (2006–2010) και Ι. Κανονίδης (2011–2014), συμπαραστάθηκαν σε όλα τα στάδια της συλλογής και επεξεργασίας του υλικού. H προϊσταμένη (2012–2014) του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών, Α. Στρατή, φίλη και αγαπητή συνάδελφος στη 12η ΕΒΑ μέχρι το 1994 και στη συνέχεια στο ΥΠΠΟ και την έρευνα των βυζαντινών αρχαιοτήτων της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης, μου έκανε την τιμή να συμπεριλάβει την εργασία μου στις σχεδιαζόμενες εκδόσεις του Ινστιτούτου, συνεργασία που έμεινε στον αέρα μετά τις πρόσφατες περιπέτειες της πατρίδας μας. Κατά την εκπόνηση της εργασίας η A. Baygo (Κωνσταντινούπολη / Μόναχο), ο Κ. Παπαναστάσης (Μόναχο), ο Φ. Κοτζαγεώργης, η Σ. Τάνου, η Σ. Ακριβοπούλου και η Φ. Καραγιάννη (Θεσσαλονίκη), ο Μ. Λυχούνας και ο Τ. Ουλκέρογλου (Καβάλα), η Κ. Κορρέ, η Α. Καββαδία, η Ό. Καραγιώργου και ο Δ. Αθανασούλης (Αθήνα), η Ε. Πάντου (Σπάρτη), η Χρ. Τσιγωνάκη (Ρέθεμνο), η Β. Σιθιακάκη και η Κ. Μυλοποταμιτάκη (Ηράκλειο), η Β. Παπαδοπούλου (Γιάννενα – Άρτα), μου προμήθευσαν εργασίες τους, μου έστειλαν πολυάριθμα δημοσιεύματα που αδυνατούσα να εντοπίσω, μου εξασφάλισαν εποπτικό υλικό (χάρτες, τοπογραφικά, σχέδια, φωτογραφίες) ή, τελευταίο και πιο σπουδαίο, σε μακρές συζητήσεις μου έδωσαν επιστημονικές πληροφορίες και διευκρίνισαν ζητήματα περίπλοκα ή σκοτεινά για μένα. Σε όλους οφείλω θερμότατες ευχαριστίες. Χωρίς τη βοήθειά τους η εργασία αυτή θα ήταν πολύ φτωχή. Στις «Εκδόσεις Σαΐτα» και τον Ηρ. Λαμπαδαρίου προσωπικά, που ανέλαβαν να εκδώσουν το βιβλίο αυτό στην παρούσα μορφή χρωστώ βαθιά ευγνωμοσύνη. Τελειώνοντας θυμούμαι τα παιδιά μου, Λευτέρη-Φωτεινό, Αντιγόνη-Βιλελμίνη και Αλέξανδρο, σήμερα ξενητεμένα και τα τρία, που από την παιδική τους ηλικία διέτρεξαν μαζί μου τις οχυρώσεις της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Μέχρι τη τελευταία λέξη αυτού του κειμένου με βοήθησαν με κάθε τρόπο που περνούσε από το χέρι τους. Αφιερώνω το βιβλίο αυτό στη σύντροφό μου στο δρόμο της ζωής και της επιστήμης: τα χρόνια που περάσαμε μαζί, μου έδωσαν το κουράγιο να φτάσω μέχρι εδώ.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[15]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Αχειλαρά, Μυτιλήνη = — Λ. , Το κάστρο της Μυτιλήνης, Αθήνα 1999. Ahunbay, Rumeli Hisar = — Z., Rumeli Hisar, Τουρκία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 166– 169. Ahunbay, Yedikule = — Z., Yedikule. Κωνσταντινούπολη, Τουρκία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 196–197. Ακροπολίτης = — Γεώργιος, Χρονικὴ συγγραφή, στο: A. Heisenberg (εκδ.), Georgii Acropolitae opera [Bibliotheca Teubneriana], τ. 1, Stuttgart 21978, σ. 1–189. Andrews Κ., Castles of the Morea, Princeton, New Jersey 1953. Ανδριανάκης, Χανιά = — Μ., Η πρωτοβυζαντινή Ακρόπολη των Χανίων, στο: Δαμούλος, Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο, σ. 75–90. Ανδρούδης Π., Ο μεσοβυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου (Karagedik Kilise) στην κοιλάδα του Περιστρέμματος (Belişırma) της Καππαδοκίας, Βυζαντινά 28 (2008), σ. 161–179. Ανδρουλιδάκη – Ευγενίδου, Μονεμβασία = — Α. – — Δ., Συγκρότηση και εξέλιξη του οικισμού, στο: Δ. Ευγενίδου (γεν. επιμ. ύλης), Μονεμβασία. Αντικείμενα – περιβάλλον – ιστορία – η Αρχαιολογική Συλλογή, Αθήνα 2010, σ. 61– 65. Ανωνύμος, Περὶ Στρατηγίας = Ανωνύμος, Περὶ Στρατηγίας, εκδ. G. Dennis, Three Byzantine Military Treatises [CFHB 25], Washington, D.C. 1985. Αρβανιτόπουλος, Μυστράς = — Στ., Η πόλη του Μυστρά: όψεις της οργάνωσης και λειτουργίας ενός υστεροβυζαντινού αστικού συνόλου με βάση τις πηγές και τα κοσμικά κτίσματα, Διδ. Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2004. Αρβανιτόπουλος, Οχυρωματική = — Στ., Η οχυρωματική τέχνη στον Ελλαδικό χώρο από την παλαιοχριστιανική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο, στο: Ζαφειροπούλου Ντ. (επιμ.), Κάστρων περίπλους, Αθήνα 2008, σ. 20–43. Asdracha C., Inscriptions byzantines de la Thrace orientale et de l’ île d’ Imbros (XIIe–XVe siècles), ΑΔ 43 (1988), σ. 219–291. Asdracha, Rhodopes = — C., La région des Rhodopes aux XIIIe et XIVe siècles. Étude de Géographie Historique, Αthen 1976. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions = — C. – — Ch., Inscriptions byzantines de Thrace, ΑΔ 35 (1980), Μελέτες, σ. 241–282. Αθανασούλης – Ράλλη, Γλαρέντζα = — Αθανασούλης Δ. – Ράλλη Α. (επιμ.), Γλαρέντζα, Clarence, Αθήνα 2005.

Μπακαλάκης Γ., Αρχαιολογικαί έρευναι εν Θράκη, ΑΔ 17 (1961/62), Χρονικά, σ. 260. Μπακαλάκης Γ., Αρχαιολογικά προβλήματα του Νομού Έβρου, στο: Η ιστορική, αρχαιολογική και λαογραφική έρευνα για τη Θράκη, Συμπόσιο Ξάνθη – Κομοτηνή – Αλεξανδρούπολη 5–9 Δεκεμβρίου 1985, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 196–202. Μπακαλάκης, Θράκη = — Γ., Αρχαιολογικές έρευνες στη Θράκη 1958/60, Θεσσαλονίκη 1961.


[16]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μπακιρτζής, Πόρτο Λάγο = — Χ., Αρχαιολογικές έρευνες στο Πόρτο Λάγο (Θράκη), στο: Fondation Europeenne de la Science, Activite Byzantine, Rapports des missions effectuees en 1982, σ. 5–27. Μπακιρτζής, Β. Αιγαίο = — Χ., Αρχαιολογικές έρευνες στις ακτές του Βορείου Αιγαίου (Ανακτορόπολις και Πύργος Απολλωνίας), Fondation Européenne de la Science, Activité Byzantine, Rapports des Missions effectuées en 1983, τ. Ι, σ. 4–9. Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη = — Χ., Βυζαντινή Θράκη. 330–1453, στο: Θράκη, έκδ. Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, Αθήνα 1994, σ. 151–209. Bakirtzis, Thrace = — Ch., Western Thrace in the Early Christian and Byzantine Periods: Results of Archaeological Research and the Prospects, 1973–1987, ByzForsch 14 (1989), σ. 41–58. Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη = — Χ. – — Τριαντάφυλλος Δ., Θράκη, (Πολιτιστικοί οδηγοί Α΄, έκδ. Κοινωφελούς Ιδρύματος ΕΤΒΑ – Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού – ΕΟΜΜΕΧ), Αθήνα 1988. Barnes – Whittow, Mastaura = — H. – — M., The Oxford University / British Institute of Archaeology at Anakara survey of medieval castles of Anatolia (1992). Mastaura Kalesi: A preliminary report, AnStud XLIII (1993), σ. 117–135. Beaudry N., κ. ά., Byllis (Albanie), BCH 126 (2002), 2. Études, rapports et chroniques, σ. 559–684. Belting Η., Mango C., Mouriki D., The Mosaics and Frescoes of St. Mary Pammakaristos (Fethiye Camii) at Istanbul, Washington D.C., 1978. Boiadzhiev, Matochina = — St., Matochina, Βουλγαρία, Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 162–165. Boiadzhiev, Shumen = — St., Shumen, Βουλγαρία, Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 86–87. Bon, Acrocorinth = — A., The Medieval Fortifications of Acrocorinth, στο: Carpenter R. – Bon A., The Defenses of Acrocorinth and the Lower Town (Corinth IIIII), Cambridge, Massachusetts 1936, σ. 128–281. Bouras, Daphni = — Ch., The Daphni Monastic Complex Reconsidered, στο: Ševčenco Ι. – Hutter Ι. (εκδ.), Αετός. Studies in Honour of Cyril Mango, Stuttgart, Leipsig 1998, σ. 1–14. Μπρίκας – Τσουρής, Διδυμότειχο = — Α. – — Κ., Η οχύρωση του Διδυμοτείχου, 19ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα, 7, 8 και 9 Μαΐου 1999, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 1999, σ. 82–83. Bryer – Winfield, Pontos = — A. – — D., The Byzantine monuments and topography of the Pontos [DOS 20], Washington DC 1985. Βuchwald, Laskarid Architecture = — Η., Laskarid Architecture, JÖB 28 (1979) σ. 261–296.

Χωνιάτης Νικήτας, Χρονικὴ διήγησις, I. A. van Dieten (εκδ.), Nicetae Choniatae Historia [CFHB XI/1], Berlin, N. York 1975. Χριστοφίδου Α. – Παπανικολάου Α., Συμβολή στην οικοδομική ιστορία του καθολικού της Νέας Μονής Χίου. Νεότερα στοιχεία, ΔΧΑΕ περ. 4, τ. 28 (2007) σ. 41–54.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[17]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Chronica regia Coloniensis (Annales Maximi Coloniensi), G. Waits (εκδ.) (Scriptores rerum germanicarum [in usum scholarum ex Monumentis Germaniae historicis regusi]), Hannover 1880. Χρονικὸν τοῦ Μορέως, έκδ. J. Schmitt, London 1904. Χρυσοστόμου Α., Αρχαία Έδεσσα = — Αρχαία Έδεσσα, Έδεσσα 2008. Χρυσοστόμου A., Έδεσσα. Oχύρωση = —, Αρχαία Έδεσσα. Η οχύρωση, Έδεσσα 2014. Χρυσοστόμου A., Τείχος = —, Το τείχος της Έδεσσας, ΑΕΜΘ 1 (1987), σ. 161–172. Ćurčić Sl., Ακροπόλεις, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 191. Ćurčić Sl., Αρχιτεκτονική στην εποχή της ανασφάλειας, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 19– 51. Ćurčić, Architecture = — Sl., Architecture in the Balkans from Diocletian to Süleyman the Magnificent, New Haven – London 2010. Ćurčić, Εισαγωγή = — Sl., Αρχιτεκτονική στην εποχή της ανασφάλειας. Εισαγωγή στην κοσμική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια, 1300–1500, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 19– 51. Ćurčić Sl., Late Medieval Fortified Palaces in the Balkans: Security and Survival, Μνημείο και Περιβάλλον 6 (2000), σ. 11–48. Ćurčić, Πύργος Μιλούτιν = — Sl., Πύργος του βασιλιά Μιλούτιν. ΄Αθως, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 216–217. Ćurčić Sl. – Anadol K., Πύργος του Γαλατά. Κωνσταντινούπολη, Τουρκία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 228–229. Crow, Amida = — J., Amida and Tropaeum Trajani: Comparison of Late Antique Fortress Cities on the Lower Danube and Mesopotamia, στο: Proceedings of the British Academy 141 (2007), σ. 435–455. Crow, Urbanism = — J., Fortifications and urbanism in late antiquity: Thessaloniki and other eastern cities, στο: L. Lavan (εκδ.), Recent research in late-antique urbanism [JRA, suppl. ser. No 42], Portsmouth, Rhode Island 2001, σ. 89–105. Crow – Hill, Amastris = — J. – — St., The byzantine fortifications of Amastris in Paphlagonia, AnatStud XLV (1995), σ. 251–265. Cvetkov B., Vodosnabdjavane na Melnishkata krepost (βουλγ. με γαλλ. περίληψη), Arkheologija, 22.2 (1980), σ. 39–46. Cvetkov B., Vodosnabditelni sborbženija, στο: Μеlnik, τ. 1, Sofia 1989, σ. 105–112.

Δαδάκη, Σέρρες = — Στ., Η βυζαντινή οχύρωση των Σερρών, στο: Μ. Παρχαρίδου (επιμ.), Διεθνές Συνέδριο, Οι Σέρρες η περιοχή τους από την αρχαία στη μεταβυζαντινή κοινωνία, Σέρρες 29 Σεπ. – 3 Οκτ. 1993, Πρακτικά, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 175–196. Δαδάκη – Λυχούνας – Τσουρής, Φίλιπποι, = — Στ. – — Μ. – — Κ, Οχυρώσεις στις παρυφές της ευρύτερης πεδιάδας των Φιλίππων, στο: Χ. Φαράκλας (εποπτεία έκδ.), Δ΄ Επιστημονική συνάντηση


[18]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Η Δράμα και η περιοχή της, ιστορία και πολιτισμός», Δράμα 16–19 Μαΐου 2002, επιμ. Χ. Φαράκλας, Δράμα 2006, σ. 117–136. Δαμούλος, Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο = — Π. (επιμ.), Διεθνές Συνέδριο «Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο και ο Μεσαιωνικός Οικισμός Αναβάτου Χίου», Χίος, 26–28 Σεπτεμβρίου 2008, Πρακτικά, Χίος 2012. Dintchev, Fortresses = — V., The fortresses of Thrace and Dacia in the early Byzantine period, στο: Α. Poulter (εκδ.), The transition to Late Antiquity on Danube and beyond, Proceedings of the British Academy 141, Oxford 2007, σ. 479–545. Δούκας, Βυζαντινὴ Ἱστορία, I. Bekker (εκδ.), Bonn 1834. Δουκατά, Μαρώνεια = — Δεμερτζή Σ., Παληόχωρα Μαρωνείας. Η ανασκαφή της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και του μεσοβυζαντινού οικισμού, Καβάλα 2008. Džingov G. – Balkanska A. – Josifova M., Kaliakra, τ. 1, Krepostnoe Stroiteljstvu, Sofia 1990.

Ευγενίδου, Χρυσή = — Δ., Το κάστρο της Χρυσής και το θέμα των Μογλενών, στο: «Αμητός», Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Μ. Ανδρόνικο, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 325–341. Ευγενίδου, Κάστρα = — Δ., Κάστρα Μακεδονίας και Θράκης, Βυζαντινή Καστροκτισία, Αθήνα 1997. Ευγενίδου, Σέρβια και Μογλενά = — Δ., Ανασκαφές στη βυζαντινή Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, Σέρβια και Μογλενά, ΑΕΜΘ 1 (1987), σ. 63–69. Ευθυμίου, Διδυμότειχον = –– Π., Το Διδυμότειχον κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ΑΘΛΓΘ 22 (1957), σ. 349–378.

Foss, Kütahya = — Cl., Survey of the medieval castles of Anatolia I. Kütahya [The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph No 7 (BAR Intern. S. 261)], Oxford 1985. Foss, Lydia = — Cl., Late Byzantine fortifications in Lydia, JÖB 28 (1979), σ. 297–320. Foss – Winfield, Fortifications = — Cl. – — D., Byzantine Fortifications. An Introduction, Pretoria 1986. Φουντούκου, Θεσσαλονίκη = — M., Παρατηρήσεις στο αμυντικό σύστημα των τειχών της Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη 1 (1985), σ. 111–157. Frantz, Athens = — Α., Late antiquity: A.D. 267–700 (The Athenian Agora, τ. XXIV), Princeton, New Jersey, 1988.

Γεωργοπούλου, Πάτρα = — Βέρρα Μ., Η πρώτη οικοδομική φάση του κάστρου της Πάτρας, στο: Π. Θέμελης – Β. Κόντη (επιστημ. επιμ.), Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία. Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο [Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών – Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών / ΕΙΕ], Αθήνα 2002, σ. 161–173. Γεωργοπούλου-Μελαδίνη Μ., Χαλκίς: Ανασκαφή οικοπέδου Σ. Σιλβέστρου, ΑΑΑ VI.1 (1973), σ. 66–69. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο = — Φ., Διδυμότειχο. Ιστορία ενός βυζαντινού οχυρού, Αθήνα 1989.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[19]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γκιολές – Δαμούλος Τηγάνι = — Ν. – — Π., Οι οχυρώσεις στο Βυζαντινό Κάστρο της Μαΐνης στο Τηγάνι της Μέσα Μάνης, στο: Δαμούλος, Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο, σ. 187–194. Γούναρης, Τείχη = — Γ., Τα τείχη της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1976. Γούναρης – Γούναρη, Φίλιπποι = — Γ. – — Ε., Φίλιπποι. Αρχαιολογικός οδηγός, Θεσσαλονίκη 2004. Γουρίδης, Διδυμότειχο = — Α., Το ιστορικό Διδυμότειχο. Συμβολή στην ιστορία και την τοπογραφία της πόλεως του Διδυμοτείχου, Διδυμότειχο 1999. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2 = — Α., Διδυμότειχο, μία άγνωστη πρωτεύουσα, Κομοτηνή 2006. Γουρίδης, Μονογράμματα = — A., Παρατηρήσεις επί των μονογραμμάτων των πύργων του Διδυμοτειχου, ByzForsch XXX (2011), σ. 695–724. Γρηγορᾶς = Γρηγορᾶς Νικηφόρος, Ῥωμαϊκή ἱστορία, L. Schopen (εκδ.), Nicephori Gregorae, Byzantina historia [CSHB], τ. 2, Bonn 1829–1830. Gregory, East. Frontier = — Sh., Roman Military Architecture on the Eastern Frontier, from AD 200–600, τ. 1–3, Amsterdam 1995–1996. Gregory, Corinth, = — Τ., The Late Roman Wall at Corinth, Hesperia 48 (1979), σ. 264–280. Gregory Τ., The Hexamilion and the fortress, Princeton 1993.

Harrison, Amorium 1990 = — R. M. – κ. ά., Amorium excavations 1990: the third preliminary report, AnatSt 41 (1991), σ. 215–229. Hoddinot, Bulgaria = — R., Bulgaria in Antiquity. An archaeological introduction, London, Tonbridge 1975 Hunger Η., Βυζαντινή λογοτεχνία, τ. Β΄, Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση, Αθήνα 1992.

İnalcık Η., An economic and social history oh the Ottoman Empire, τ. I, 1300–1600, Cambridge 1994. Ivanov, Abritus, = — R., Abritus / Abrittus, στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman Cities in Bulgaria, Sofia 2012, σ. 155–197. Ivanov, Augusta Traiana = — R., Augusta Traiana / Beroe, στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman Cities in Bulgaria, Sofia 2012, σ. 467–491. Ivanov, Durostorum = — R., Durostorum – castra, canabae, municipium, vici, στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman Cities in Bulgaria, Sofia 2012, σ. 45–108. Ivanov, Nicopolis ad Istrum = — R., Nicopolis ad Haemum / Nicopolis ad Istrum, στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman Cities in Bulgaria, Sofia 2012, σ. 109–153. Ivanov, Oescus = — R., Colonia Ulpia Oescensium, στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman Cities in Bulgaria, Sofia 2012, σ. 1–43. Ivanov, Defence system = — R., The defence system along the Lower Danube between Dorticum and Durostorum from Augustus to Mauricius [Βουλγαρικά], Sofia 1999. Ivanov – Ivanov, Nikopolis = — Τ. – — R., Nikopolis ad Istrum, τ. Ι, Sofia 1994. Ivanov – Ivanov , Oescus = — Ivanov T. – Ivanov R., Ulpia Oescus, τ. Ι, Sofia 1998.


[20]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ivison, Amorium = — Ε., Amorium in the Byzantine Dark Ages (seventh to ninth centuries), στο: J. Henning (εκδ.), Post-Roman Towns, Trade and Settlement in Europe and Byzantium, Vol. 2 Byzantium, Pliska, and the Balkans [W. Brandes, A. Demandt, H. Krasser, H. Leppin, P. von Möllendorff (εκδ.), Millennium Studies in the culture and history of the first millennium C.E., Volume 5/2] Berlin, New York, 2007, σ. 25–59.

Johnson, Fortifications = — S., Late Roman Fortifications, London 1983.

Κακούρης, Ανακτορόπολη = — Ι., Ανακτορόπολη. Ιστορικές πληροφορίες και αρχαιολογικά δεδομένα, στο: Η Καβάλα και η περιοχή της, Α΄ Τοπικό Συμπόσιο (Καβάλα, 18–20/4/1977), Θεσσαλονίκη 1980, σ. 249–262. Kaltchev, Augusta Trajana = — K., Das Befestigungsystem von Augusta Trajana – Beroe (heute Stara Zagora) im 2.–6. Jh. u. Z., Archaeologia Bulgaria II, 3 (1998), σ. 88–107. Καντακουζηνός Ιωάννης, L. Schopen (εκδ.), Ioannis Cantacuzeni Historiarum libri IV [CSHB], τ. 3, Bonnae 1832, 1831,1832. Κάππας Μ., Η εφαρμογή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου στη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Το παράδειγμα του απλού τετρακιόνιου / τετράστυλου [Διδ. διατριβή], τ. 2, Θεσσαλονίκη 2008. Καραγιάννη, Οικισμοί = — Φλ., Οι βυζαντινοί οικισμοί στη Μακεδονία μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα (4ος–15ος), Θεσσαλονίκη 2010. Karagiorgou, Demetrias and Thebes = = — O., Demetrias and Thebes: the fortunes and misfortunes of two Thessalian port cities in late antiquity, στο: L. Lavan (εκδ.), Recent Researche in Late-Antique urbanisme, JRA, Supplementary Series 42, Portsmouth, Rhode Island 2001, σ. 183–215. Karaiskaj Gj., La forteresse de Durrës au Moyen Age (αλβ. με γαλλ. περίλ.), Monumentet 13 (1977), σ. 29– 53. Karaiskaj, Μπεράτι = — G., Οι οχυρώσεις στο Μπεράτι, Αλβανία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 114–115. Karaiskaj Gj. – Baçe A., La forteresse de Durrëes et les autres fortifications environnantes pendant la basse antiquité, (αλβ. με γαλλ. περίλ.), Monumentet 9 (1975), σ. 3–33. Karnapp, Resafa = — W., Die Stadtmauer von Resafa in Syrien (Denkmäler Antiker Architectur, Band 11), Berlin 1976. Katsarova, Pautalia = — V., Pautalia στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman Cities in Bulgaria, Sofia 2012, σ. 261– 287. Κεκαυμένος = Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, B. Wassiliewsky – V. Jernstedt (έκδ)., Cecaumeni Strategicon et incerti scriptoris de officiis regiis libellus, Petropoli 1896. Kirilov Ch., The reduction of the fortified city area in late antiquity: some reflections on the end of the ‘antique city’ in the lands of the Eastern Roman Empire, στο: J. Henning (εκδ.), Post-


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[21]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Roman Towns, Trade and Settlement in Europe and Byzantium, Vol. 2 Byzantium, Pliska, and the Balkans [W. Brandes, A. Demandt, H. Krasser, H. Leppin, P. von Möllendorff (εκδ.), Millennium Studies in the culture and history of the first millennium C.E., , Volume 5/2] Berlin, New York, 2007, σ. 3–24. Κόλλιας, Ρόδος = — Η., Η παλαιοχριστιανική και βυζαντινή Ρόδος. Η αντίσταση μιας ελληνιστικής πόλης, στο: Ευ. Κυπραίου – Ντ. Ζαφειροπούλου (επιμ. κειμένων), Ρόδος 2400 χρόνια. Η πόλη της Ρόδου από την ίδρυσή της μέχρι την κατάληψη από τους Τούρκους (1523), Πρακτικά, τ. Β΄, Αθήνα 2000, σ. 299–308. Κονιόρδος Β. – Ωραιόπουλος Φ., Επταπύργιο. Θεσσαλονίκη, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 192–195. Korres, Pythion = — M., The Architecture of the Pythion Castle, ByzForsch 14 (1989), σ. 275–278. Κορρές, Θολοδομικά = — Μ., Θολοδομικά ζητήματα στο φρούριον του Πυθίου, στο: ΘΥΜΙΑΜΑ στη μνήμη της Λασκαρίνας Μπούρα, Αθήνα 1994, σ. 143–148. Κορρές – Μπακιρτζής, Πύθιο = — Μ. – — Χ., Το φρούριο του Πυθίου, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 158–161. Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική = Ćurčić Sl. – Xατζητρύφωνος E. (επιμ.), Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300–1500, Κατάλογος εκθέσεως, Θεσσαλονίκη 1997. Κουκούλη-Χρυσανθάκη – Μπακιρτζής, Φίλιπποι = — Χ. – — Χ., Φίλιπποι, Αθήνα 1995. Kουρίνου Ε., Σπάρτη. Συμβολή στη μνημειακή τοπογραφία της, Αθήνα 2000. Kovačević, Stari Bar = — M., Stari Bar, Γιουγκοσλαβία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 88– 91. Κreiser K., Edirne im 17. Jahrhundert nach Evliyâ Çelebî [Islamkundliche Untersuchungen 33], Freiburg 1975. Κυριακίδης Στ., Βυζαντιναί μελέται ΙV. Το Βολερόν, Θεσσαλονίκη 1937–1939. Κυριαζόπουλος, Θράκη = — Xρ., Η Θράκη κατά τους 10ο–12ο αιώνες, Θεσσαλονίκη 2000. Λαμπουσιάδης, Αδριανούπολις = — Γ., Περί των τειχών της Αδριανουπόλεως, με εισαγωγή και σχόλια Θανάση Παπαζώτου, Κομοτηνή 22007, σ. 31–62. Λαμπουσιάδης Γ., Οδοιπορικόν επί των ημερών της Ελλ. Κατοχής της Aν. Θράκης, Θρακικά 2 (1929), σ. 87–93. Lawrence, Fortification = — A. W., A Skeletal History of Byzantine Fortification, BSA 78 (1983), σ. 171– 227. Λέων Διάκονος, Ιστορία, στο: C. Hase (εκδ.), Leonis Diaconi Caloënsis, Ιστορία, Bonn 1828. Λουκοπούλου Λ. – Ζουρνατζή Α. – Παρισάκη Μ.-Γ. – Ψωμά Σ., Επιγραφές της Θράκης του Αιγαίου, Αθήναι 2005. Λούπου, Μυτιλήνη = — A.-X., Κάστρο Μυτιλήνης. Το μνημείο στους αιώνες και η ανάδειξή του, Μυτιλήνη 2007. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Κάστρο Πλαταμώνα = — Αικ., Το κάστρο του Πλαταμώνα, Ελλάς, στο: Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική, σ. 106–109. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας = — Αικ., Το κάστρο του Πλαταμώνα, Αθήνα 2006.


[22]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Lowry Η., The shaping of the Ottoman Balkans, Istabul 2010.

Madzharov, Diocletianopolis = — M., Diocletianopolis, στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman Cities in Bulgaria, Sofia 2012, σ. 439–466. Μαλλούχου – Tufano, Καβάλα = — Φ. – — S., Η ακρόπολη της Καβάλας, στο: Η Καβάλα και η περιοχή της, Α΄ Τοπικό Συμπόσιο (Καβάλα, 18–20/4/1977), Θεσσαλονίκη 1980, σ. 341–359. Μαμαλούκος Στ., Η αρχιτεκτονική του καθολικού, στο: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου. Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, τ. 1, Άγιον Όρος 1996, σ. 176. Μαμαλούκος, Χίος = — Στ., Οι οχυρώσεις του Κάστρου της Χίου από τον 7ο ως τον 19ο αιώνα στα πλαίσια της εξέλιξης της οχυρωματικής τέχνης στην περιοχή του Αιγαίου, στο: Δαμούλος, Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο, σ. 299–312. Μαμαλούκος, Λιβαδειά = — Στ., Παρατηρήσεις στην οικοδομική ιστορία και την αρχιτεκτονική των οχυρώσεων του Κάστρου της Λιβαδειάς, ΔΧΑΕ 33 (2012), σ. 7–20. Μανάκας, Διδυμότειχον = — Δ., Συλλογή αφηγήσεων, θρύλων, παραδόσεων και ιστορικών γεγονότων Διδυμοτείχου, Θρακικά 37 (1963), σ. 12–93. Mango C., Byzantine Architecture, New York 1976. Μανούσου-Ντέλλα, Ρόδος = — Κ., Μεσαιωνική Ρόδος. Από το Βυζαντινό Κάστρο στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, στο: Δαμούλος, Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο, σ. 313– 330. Μαρίνου, Οχύρωση = — Γ., Η οχύρωση της πόλης, στο: Στ. Σίνος (επιμ.), Τα μνημεία του Μυστρά. Το έργο της Επιτροπής Αναστήλωσης Μνημείων Μυστρά, Αθήνα 2009, σ. 79–112. Μαρίνου, Συγκρότηση = — Γ., Η πολεοδομική συγκρότηση του οικισμού στο: Στ. Σίνος (επιμ.), Τα μνημεία του Μυστρά. Το έργο της Επιτροπής Αναστήλωσης Μνημείων Μυστρά, Αθήνα 2009, σ. 55–78. Μαρκή, Κίτρος = — Ε., Κίτρος. Μια πόλη – κάστρο της βυζαντινής περιφέρειας. Αρχαιολογική και ιστορική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2001. Μάτσας – Μπακιρτζής, Σαμοθράκη = — Δ. – — Α., Σαμοθράκη. Μικρός πολιτιστικός οδηγός, Αθήνα 1998. Μαζαράκης, Φονιάς = — Α., Ο Πύργος του Φονιά. Σαμοθράκη, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 226–227. Meyer-Plath – Schneider, Landmauer = — B. – — A. M., Die Landmauer von Konstantinopel II [Archäologisches Institut des Deutschen Reiches, Denkmäler antiker Architektur, τ. 8], Berlin 1943. Miljković-Pepek, Prilep = — P., Οχυρώσεις Markovi Kuli – Prilep, Π.Γ.Δ.Μ., στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 118–121. Morganstern, Dereağzı = — J. (εκδ.), The Fort at Dereağzı and other material remains in its vicinity: from Antiquity to the Middle Ages, Tübingen 1993. Moutsopoulos N., Buru-Kale. Une forteresse byzantine en ruines inconnue sur les du lac de Bistonie en Thrace Occidentale, ΙΒΙ Bulletin 42 (1984), σ. 101–110.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[23]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μουτσόπουλος, Ηράκλεια Σιντική = — Ν., Ηράκλεια Σιντική, στο: Φίλια Έπη, Δ΄, Αθήναι 1990, σ. 135– 207. Μουτσόπουλος, Καρύταινα = — Ν., Ο πύργος της Καρύταινας, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 214–215. Moutsopoulos, Pensées et observations = — N., Pensées et observations à l’ occasion des fouilles archéologiques recentes à la grande Laure aux pieds de Tzarevetz à Veliko Tirnovo. Tours rondes et passages souterrains aux fortifications médiévales, Balkan Studies 26 (1985), σ. 3–9. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ = — Ν., Το βυζαντινό κάστρο της Μυγδονικής Ρεντίνας. Η οχύρωση και η ύδρευση του οικισμού, Αθήνα 2001. Μουτσόπουλος, Ζίχνα = — Ν., Το βυζαντινό κάστρο της Ζίχνας, ΕΕΠΣΑΠΘ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Ι΄ (1986), σ. 161–338. Müller-Wiener, Burgen = — W., Burgen der Kreuzritter im Heiligen Land, auf Zypern und in der Ägäis, München, Berlin 1966. Müller-Wiener, Jonien = — W., Mittelalterliche Befestigungen im Südliche Jonien, IstMitt 11 (1961), σ. 5–122. Müller-Wiener, Milet = — W., Das Theaterkastell von Milet, IstMitt 17 (1967), σ. 279–290.

Nescović, Smederevo = — J., Smederevo, στο: Ν. Jocović – J. Nescović, Το οχυρό του Smederevo, Γιουγκοσλαβία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 133–135. Nescović, Ακρόπολη Smederevo = — J., Η ακρόπολη Smederevo, Γιουγκοσλαβία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 208–211. Nicol D., Από την άλωση ως την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1204–1261), ΙΕΕ, τ. Θ΄, σ. 76–106. Nicol D., The Byzantine Family of Kantakouzenos (Cantacuzenos) ca 1100–1460, Washington D. C., 1968. Nicoll, Fortifications = — D., Ottoman fortifications 1300–1710, Oxford 2010. Νικηφόρου βασιλέως, Περὶ παραδρομῆς πολέμου, έκδ. C. B. Hase [CSHB], Leonis Diaconi Caloënsis, Historiae libri decem et liber De Velitatione Bellica, Bonn 1828. Νικολαΐδης, Αδριανού = — Ν., Η Αδριανού μας, τ. Ι, Κείμενο, τ. ΙΙ, Λεύκωμα, Αθήνα 1993.

Ousterhout R., Constantinople, Bithynia, and Regional Developments in Later Palaeologan Architecture, στο: Sl. Ćurčić – D. Mouriki (εκδ.), The Twilight of Byzantium, Princeton 1991, σ. 75–110. Ousterhout, “Recessed Brick” Technique = — R., Observations on the “Recessed Brick” Technique during the Palaeologan Period, ΑΔ 39 (1984), Μελέτες, σ. 163–170. Ousterhout R., The Palaeologan Architecture of Didymoteicho, ByzForsch, XIV (1989), σ. 429–443. Ousterhout – Bakirtzis, Evros = — R. – — Ch., The Byzantine Monuments of the Evros/Meriç River Valley, Thessaloniki 2007. Özgüven B., Kilid-ül-Bahir. Δαρδανέλλια, Τουρκία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 170–173.


[24]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ovčarov D., Protejhizmata v sistemata na rannovizantijskite ukreplenija po našite zemi, Arheologija XV4 (1973), σ. 11–23.

Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο = — Σ., Διδυμότειχο, ιστορία – μνημεία – πολιτισμός, Διδυμότειχο 1990. Παπαδοπούλου, Ρωγοί = — Β., Το κάστρο των Ρωγών, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 102–103. Παπαδοπούλου, Ιωάννινα = — Β., Κάστρο Ιωαννίνων. Η ιστορία των οχυρώσεων και του οικισμού, στο: Β. Παπαδοπούλου (επιμ.), Το κάστρο των Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2009, σ. 36–103. Παπάγγελος Ι. – Θεοχαρίδης Πλ., O πύργος της Γαλάτιστας, στο: Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική, σ. 222–223. Ε. Παπαθανασίου, Τα βυζαντινά μνημεία της Θράκης, στο: Α. Αγγελόπουλος (επιμ.), Θράκη. Ιστορία – πολιτισμός – τέχνη, τ. Β΄, Παιδεία – λαογραφία – τέχνη, Αθήνα 2011, σ. 46–85. Παπαζώτος, Σχόλια = — Θ., Σχόλια, στο: Γ. Λαμπουσιάδης, Περί των τειχών της Αδριανουπόλεως. Εισαγωγή και σχόλια Θανάση Παπαζώτου, Κομοτηνή 22007, σ. 63–86. Παπαζώτος Α., Προανασκαφικές έρευνες στο Παπίκιον όρος, Θρακική Επετηρίδα 1 (1980), σ. 113–139. Parsons A., Klepsydra and the paved court of the Pythion, Hesperia 12 (1943), σ. 250–251. Πασαδαίος Α., Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των βυζαντινών κτηρίων της Κωνσταντινουπόλεως, εν Αθήναις 1973, πίν. 34–38. Παζαράς Θ., (επιστ. επιμ.), Οι πύργοι του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 2002. Πέννας Χ., Μοσυνόπολη, ΑΔ 30 (1975), Χρονικά, σ. 311–312. Πέννας Χ., Μοσυνόπολη, ΑΔ31 (1976), Χρονικά, σ. 338–340. Πεντάζος Ε., Αρχαιολογικαί έρευναι εν Θράκη, ΠΑΕ 1971, σ. 97–118. Πέτκος, Βέροια = — Α., Τα τείχη της Βέροιας (προανασκαφική επισκόπηση), στο: Μνήμη Μανόλη Ανδρόνικου (Παράρτημα Μακεδονικών, αριθ. 6), Θεσσαλονίκη 1997, σ. 263–276. Πέτκος – Καλταπανίδου-Πυροβέτση, Σέρβια = — Α. – — Β., Σέρβια, μια βυζαντινή πόλη-κάστρο, Βέροια 2009. Πετράκος, Μυτιλήνη = — Β., Το κάστρον της Μυτιλήνης, ΑΔ 31 (1976), Μελέται, σ. 152–165. Πλάτων Ν., Συμβολή εις το τοπωνυμικόν, την τοπογραφίαν και την ιστορίαν των πόλεων και φρουρίων της Κρήτης. Α΄. Τα τείχη του Χάνδακος κατά την δευτέραν Βυζαντινήν περίοδον, Κρητικά Χρονικά 1 (1947), σ. 239–248. Popović, Belgrade, = — M., The fortress of Belgrade, Beograd 22006. Popović, Βελιγράδι = — Μ., Οι οχυρώσεις του Βελιγραδίου, Γιουγκοσλαβία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 128–131. Poulter A. (εκδ.), The transition to late Antiquity: On the Danube and Beyond, Proceedings of the British Academy 141, Oxford, 2007. Poulter A., Nicopolis ad Istrum: A Roman, Late Roman, and early Byzantine city. Excavations 1985–1992, JRStudies 1995, Monograph No 8, London 1995.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[25]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Poulter, Transition = — Α., The transition to Late Antiquity on the lower Danube: the city, a fort and the countryside, στο: Α. Poulter (εκδ.), The transition to Late Antiquity on Danube and beyond, Proceedings of the British Academy 141, Oxford 2007, σ. 58–69. Preshlenov, Mesambria = — Η., Mesambria Pontica in orbis Romanus, στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman Cities in Bulgaria, Sofia 2012, Ivanov, Bulgaria, σ. 493–536. Pringle, Byz. Africa = — D., The Defence of Byzantine Africa from Justinian to the Arab Conquest [BAR Int. S. 99, I], Oxford 1981. Προκόπιος, Περὶ κτισμάτων, έκδ. Loeb. Provost, Philippi = — S., City walls and urban area in late-antique Macedonia: the case of Philippi, στο: L. Lavan (εκδ.), Recent Researche in Late-Antique urbanisme, JRA, Supplementary Series 42, Portsmouth, Rhode Island 2001, σ. 123–135. Provost, Philippes = — S., Remarques sur la topographie de Philippes à l’ époque Byzantine (Xe–XIVe siècles), στο: Ν. Ρουδομέτωφ (επιμ.), Η Καβάλα και τα Βαλκάνια από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών (Καβάλα, 20–23 Σεπτεμβρίου 2001), τ. Α΄, Καβάλα 2004, σ. 193–231.

Saradi, City = — Η., The Byzantine city in the sixth century, Αθήνα 2006. Sayger C. – Desarnod A., Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’ empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris 1830. Schneider – Karnapp, Iznik = — A. M. – — W., Die Stadtmauer von Iznik (Nicaea), IstForsh 9, Berlin 1938. Simić, Maglič = — G., Το οχυρό του Maglič, Γιουγκοσλαβία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 124–127. Simić, Manasija = — G., Ο πύργος της Μονής Manasija, Γιουγκοσλαβία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 236–239. Σκαρλατίδου Ε., Διδυμότειχο, ΑΔ 36 (1981), Χρονικά, σ. 353–354. Σκαρλατίδου Ε., Διδυμότειχο (Πλωτινόπολη), ΑΔ 35 (1980), Χρονικά, σ. 431–432. Σκυλίτζης Ιωάννης, Σύνοψις Ἱστοριών, I. Thurn (εκδ.) [CFHB 5], Berolini – Novi Eboraci, 1973. Smith D. – Crow J., The Hellenistic and Byzantine defences of Tocra (Taucheira), Libyan Studies 29 (1998), σ. 35–82. Sodini, Transformation of cities = — J. P., The transformation of cities in Late Antiquity within the provinces of Macedonia and Epirus, στο: Α. Poulter (εκδ.), The transition to Late Antiquity on Danube and beyond, Proceedings of the British Academy 141, Oxford 2007, σ. 318, 320. Soustal, Thrakien = — P., Thrakien (Thrākien, Rodopē und Aimimontos) [TIB 6], Wien 1991. Σπαθάρης Ι., Η Δυτική Θράκη κατά τον Εβλιγιά Τσελεπήν περιηγητήν του XVII αιώνος, Θρακικά 4 (1933), σ. 119–120. Στεφανίδου, Δίον = — Τιβερίου Θ., Ανασκαφή Δίου τ. 1, Η οχύρωση [Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικά Εργαστήρια Δίου], Θεσσαλονίκη 1998.


[26]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στρατή Α. – Τσουρής Κ., Σωστική ανασκαφή στο οικόπεδο της οδού Ι. Δραγούμη 21 στις Σέρρες, Μανεδονικά ΚΗ΄ (1992), σ. 325–354. Συθιακάκη Β. – Κανάκη Ε. – Μπιλμέζη Χ., Οι παλαιότερες οχυρώσεις του Ηρακλείου: μια διαφορετική προσέγγιση με βάση τα νεότερα ανασκαφικά δεδομένα, στο Αρχαιολογικό Έργο στη Κρήτη, υπό έκδοση. Συνεχιστής Θεοφάνους = — Οἱ μετὰ Θεοφάνην, Bekker I. (εκδ.), 1838, σ. 1–481, (έκδ. Βόννης).

Tafrali, Thessalonique = — O., Topographie de Thessalonique, Paris 1913. Τάνου, Πύργοι = — Σ., Τυπολογία βυζαντινών πύργων σε οχυρωματικούς περιβόλους του βορειοελλαδικού χώρου, Θεσσαλονίκη 2005 (αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία). Τανούλας Τ., Τα Προπύλαια της Αθηναϊκής Ακρόπολης κατά τον Μεσαίωνα [Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθ. 165], Αθήνα 1997. Τανούλας Τ., «Το πολυτιμότερο στολίδι του κόσμου» στο στέμμα της Αραγωνίας: η Αθηναϊκή Ακρόπολη υπό Καταλανική κυριαρχία (1311–1388), στο: Η Καταλανο-αραγωνική κυριαρχία στον Ελλαδικό χώρο, χωρίς εκδότη, Ινστιτούτο Θερβάντες Αθήνας, Αθήνα 2012, σ. 23–65. Θεοχαρίδης, Κολιτσού = — Πλ., Πύργος του Καλετζή (Κολιτσού). Άθως, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 218–219. Θεοχαρίδης, Μαριανά = — Πλ., Ο Πύργος στα Μαριανά. Χαλκιδική, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 220–221. Θεοχαρίδου, Τείχη Θεσσαλονίκης = — Κ., Συμβολή στη μελέτη της πρώιμης ιστορίας των ανατολικών τειχών της Θεσσαλονίκης, στο: ΘΥΜΙΑΜΑ στη μνήμη της Λασκαρίνας Μπούρα, Αθήνα 1994, σ. 309–315. Θεοχαροπούλου Ε., Συμβολή στη μελέτη των σταυροειδών εγγεγραμμέναν ναών της Κρήτης από τον 10ο μέχρι τον 13ο αιώνα [Διδ. διατριβή], Αθήνα 2000. Θεοκλίεβα-Στοΐτσεβα, Μεσημβρία = — Ε., Η τοπογραφία της Μεσημβρίας του Ευξείνου Πόντου από τον 4ο έως τις αρχές του 7ου αιώνα, Αλεξανδρούπολη 2009. Θράκη = Θράκη, έκδ. Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, Αθήνα 1994. Topalilov, Philippopolis = — Ι., Philippopolis, στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman Cities in Bulgaria, Sofia 2012, σ. 363–437. Torbatov, Zaldapa = — S., Kǎsnoantičnijat grad Zaldapa (The late antique city of Zaldapa), Sofia 2000. Τούρτα, Γυναικόκαστρο = — Α., Γυναικόκαστρο, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 110– 113. Travlos, Post-Herulian wall, στο: Frantz, Athens, σ. 125–141. Τραυλός, Εξέλιξις = — Ι., Η πολεοδομική εξέλιξις των αρχαίων Αθηνών, Αθήναι 1960. Τσιλιπάκου, Σέρβια = — Α., Σέρβια. Μια βυζαντινή καστροπολιτεία, Αθήνα 2002. Τσουρής, Διδυμότειχο = — Κ., Νέα ευρήματα από το Διδυμότειχο, ΑΑΑ ΧΧΙΙ (1989), σ. 89–109. Τσουρής, Δράμα, = — K., Παρατηρήσεις στη χρονολόγηση της οχυρώσεως της Δράμας, στο: Γ΄ Επιστημονική συνάντηση «Η Δράμα και η περιοχή της, ιστορία και πολιτισμός», Δράμα 21–24 Μαΐου 1998, επιμ. Χ. Φαράκλας, Δράμα 2002, σ. 115–118.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[27]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τσουρής, Έρευνα = — Κ., Έκθεση ανασκαφικής έρευνας στο Διδυμότειχο, ΑΑΑ ΧΧ (1987), σ. 43–65. Τσουρής, Oργάνωση ακτών = — Κ., Η αμυντική οργάνωση των Θρακικών και Μακεδονικών ακτών από τον 9ο μέχρι τον 15ο αιώνα, στο: Δαμούλος, Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο, σ. 561–588. Τσουρής, Ιωάννινα = — Κ., Η βυζαντινή οχύρωση των Ιωαννίνων, ΗΧ 25 (1983), σ. 133–157. Τσουρής, Καβάλα = — K., Νεάπολις – Χριστούπολις – Καβάλα. Διορθώσεις – προσθήκες – παρατηρήσεις στην οχύρωση και την ύδρευση, ΑΔ 53 (1998), Μελέτες, σ. 387–454. Τσουρής, Οχυρωματικά έργα = — Κ., Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά οχυρωματικά έργα χωρίς οικιστικό προορισμό, 19ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα, 7, 8 και 9 Μαΐου 1999, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 1999, σ. 109–110. Τσουρής, Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών = — Κ., Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών υδάτων (9ος–15ος) αιώνας, ΒυζΣείμ 22 (2012), σ. 293–339. Τσουρής, Πυλί = — Κ., Το κάστρο στο Παλιό Πυλί της Κω και ο όσιος Χριστόδουλος ο Λατρηνός, στο: Γ. Κοκκορού-Αλευρά – Α. Α. Λαιμού – Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά, (επιμ.), Α΄ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Ιστορία – Αρχαιολογία – Λαογραφία της Κω από την Αρχαιότητα μέχρι την Τουρκοκρατία» (Κως, 2–4 Μαΐου 1997), Πρακτικά [Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Σειρά Δημοσιευμάτων Περιοδικού «Αρχαιογνωσία» αρ. 1], Αθήνα 2001, σ. 365–378. Τσουρής, Σπάρτη = — Κ., Βυζαντινές επεμβάσεις στην οχύρωση της Σπάρτης, στο: Πρακτικά Συνεδρίου «Οχυρωματική αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο (5ος–15ος αιώνας)» [25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων], Αρχαία Κόρινθος 2007, υπό έκδοση. Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος = — Κ. – — Α., Βυζαντινές οχυρώσεις στον Έβρο. Ι. Μεσημβρία – Ποταμός – Άβας – Τραϊανούπολις – Φέρες, Βυζαντινά 26 (2006), σ. 153–209. Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο = — Κ. – — Α., Το φρούριο του Πυθίου και το έργο της αποκαταστάσεώς του, Καβάλα 2002.

Vălov V., Vodosnabdjavaneto na srednovekovnite bulgarski gradove i kreposti (VII–XIV v.), Arkheologija 19.1 (1977), σ. 14–30. Βασιλειάδης, Κομοτηνή = — Γ., Το κάστρο της Κομοτηνής: αρχιτεκτονική ανάλυση και τεκμηρίωση, ByzForsch XXX (2011), σ. 139–154. Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή = — Γ. – — Ε., Το Κάστρο της Κομοτηνής, Κομοτηνή 2005. Βελένης, Ερμηνεία = — Γ., Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη 1984. Βελένης, Θεσσαλονίκη = — Γ., Τα τείχη της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1998. Villehardouin, La conquête de Constantinople, εκδ. E. Faral, τ. 2, Paris 1939. Vitti, Θεσσαλονίκη = — Μ., Η πολεοδομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της έως τον Γαλέριο, Αθήνα 1996.


[28]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Vocotopoulos, Concealed Course Technique = — P., Concealed Course Technique: Further Examples and a few Remarks, JÖB 28 (1979), σ. 247–253. Βοκοτόπουλος Π., Η βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στην Χερσόνησο του Αίμου τον 10ο αιώνα, στο: Β΄ Διεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση: Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος και η εποχή του, Δελφοί, 22–26 Ιουλίου 1987, Αθήνα 1989, σ. 185–216. Π. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Θεσσαλονίκη 21992. Vocotopoulos P., The Role of Constantinopolitan Architecture during the Middle and Late Byzantine Period, JÖB 31/2 (1981) σ. 551–573. Βογιατζής Σ., Νεώτερα στοιχεία για την οικοδομική ιστορία του Καθολικού της Νέας Μονής Χίου, ΔΧΑΕ, περ. 4, τ. 14 (1987–1988), σ. 159–172. Βογιατζής, Οθωμανοκρατία = — Γ., Η πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη. ΄Αμεσες δημογραφικές συνέπειες, Θεσσαλονίκη 1998.

Ξυγγόπουλος, Σέρβια = — Α., Τα μνημεία των Σερβίων, Αθήναι 1957. Ξυγγόπουλος, Σέρραι = — Α., ΄Ερευναι εις τα βυζαντινά μνημεία των Σερρών, Θεσσαλονίκη 1965.

Yossifova M., The ancient Tyrisis and the early Byzantine Acre (Akre) (The settlement at cape Kaliakra), στο: R. Ivanov (εκδ.), Roman and early Byzantine settlements in Bulgaria, τ. ΙΙΙ, Ivray, Sofia, 2008, σ. 159–161.

Ζήκος, Μάκρη = — Ν., Βυζαντινή Μάκρη, στο: Ν. Ζήκος – Ντ. Καλλιντζή – Π. Τσατσοπούλου, Μεσημβρία/Ζώνη, Μάκρη, χ. έ., Αθήνα. Ζήκος, Μαξιμιανούπολις = — Ν., Μαξιμιανούπολις – Μοσυνόπολις. Ανασκαφή περίκεντρου ναού, Καβάλα 2008. Ζήκος Ν., Ο λεγόμενος πύργος της Απολλωνίας και ο κτήτωρ του, στο: «Δώρον», Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Νίκο Νικονάνο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 57–67. Ζήκος, Στρυμώνας = — Ν., Βυζαντινοί πύργοι στο κάτω τμήμα της κοιλάδας του Στρυμόνα, στο: Μ. Παραχαρίδου (επιμ.), Διεθνές Συνέδριο «Οι Σέρρες και η περιοχή τους. Από την αρχαία στη μεταβυζαντινή κοινωνία», (Σέρρες 29/9–3/10/93), Πρακτικά, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 311–338. Ζιρώ Δ., Η κύρια είσοδος του ιερού της Ελευσίνος, Αθήναι 1991.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[29]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η φρουριακή αρχιτεκτονική δεν είναι πεδίο της έρευνας που γοητεύει ιδιαίτερα τους Έλληνες βυζαντινολόγους. Ωστόσο η σχετική τρέχουσα επιστημονική παραγωγή αρχίζει σταδιακά και αποκτά υπολογίσιμο όγκο. Τα προβλήματα, ωστόσο, προς την κατεύθυνση μιας πρώτης σύνθεσης αναγνωρίζονται λίγο – πολύ σε όλες τις σχετικές έρευνες. Δεν έχουν αποσαφηνιστεί το πλαίσιο και η μέθοδος έρευνας, ενώ όσες προτάσεις έχουν διατυπωθεί δεν είναι κοινά αποδεκτές. Δεν έχουν αντιμετωπισθεί κάτω από μια συνολική οπτική η αμυντική οργάνωση γεωγραφικών ενοτήτων διαφορετικής έκτασης κατά περίπτωση ούτε το σύνολο της οχυρωματικής δραστηριότητος σε διάφορες χρονικές περιόδους, με άλλα λόγια δεν έχει ερευνηθεί η χωροταξία των οχυρώσεων μέσα στο χρόνο. Με εξαίρεση σημαντικά, ευρέως γνωστά ή ευδιάκριτα οχυρωματικά έργα, δεν έχει αναγνωρισθεί η λειτουργία κατά περιόδους μεγάλου αριθμού οχυρώσεων. Δεν έχουν καθιερωθεί κοινά αποδεκτά κριτήρια χρονολόγησης, τα οποία θα είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε μεγάλα σύνολα. Μέχρι σήμερα οι ερευνητές των βυζαντινών οχυρώσεων χρησιμοποιούν ποικίλα κριτήρια, άνισης αξίας, ανάλογα με τα προβλήματα που εμφανίζει κάθε περίπτωση και –το κυριότερο– ανάλογα με τους στόχους της έρευνας, τους οποίους έχει θέσει έκαστος. Ορισμένοι υπερτονίζουν την σημασία των ιστορικών πληροφοριών, τις οποίες χρησιμοποιούν συστηματικά αποδίδοντας τους καθολική ισχύ. Το συνηθέστερο παράδειγμα αποτελούν οι ειδήσεις των ιστορικών κειμένων για την καταστροφή και την ανοικοδόμηση οχυρώσεων. Το πρώτο ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο μελετητής, όταν διαθέτει ιστορικές πληροφορίες, είναι το μέγεθος της καταστροφής και της ανακατασκευής: πόσο μήκος της οχύρωσης, ποια τμήματά της (τείχη, πύλες, πύργοι) και τί ύψος αυτών καταστράφηκε ή ανοικοδομήθηκε. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ορατά τμήματα των οχυρώσεων δεν δίνουν απαντήσεις, με άλλα λόγια η έρευνα επιφανείας δεν επαρκεί και απαιτείται ανασκαφή. Τότε αρχίζει ο φαύλος κύκλος της εξεύρεσης πόρων. Η χρηματοδότηση είναι σχεδόν πάντα μόνον η αρχή των δυσχερειών και ακολουθεί ο χορός των γνωστών προβλημάτων που συνοδεύουν το υλικό προϊόν της ανασκαφικής έρευνας (συντήρηση, αποθήκευση, φύλαξη ες αεί) και την τεκμηρίωσή του (φωτογράφηση, σχεδίαση, αρχαιολογική τεκμηρίωση). Μακρόπνοα προγράμματα και συνεργασίες ιδρυμάτων μοιάζουν να είναι για την Ελλάδα άπιαστο όνειρο και η συνέπεια είναι ότι οι ενδιαφερόμενοι ερευνητές αποθαρρύνονται από παρόμοιες έρευνες ή αναγκάζονται να προσαρμόσουν τις απαιτήσεις της εργασίας στις δυνατότητες που παρέχει η


[30]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επιφανειακή έρευνα. Βεβαίως υπάρχει η ενδιάμεση λύση των λεγομένων ερευνητικών τομών, οι οποίες όμως δίνουν απαντήσεις –και αυτές όχι απαραιτήτως πάντοτε– περιορισμένης ισχύος ή δεν δίνουν πάντοτε. Δεν έχει ορισθεί το σύνολο των ερωτημάτων στα οποία καλούνται να απαντήσουν οι σχετικές έρευνες. Kάθε καινούργια έρευνα συμβάλλει με το δικό της τρόπο στην επίλυση όλων αυτών των προβλημάτων, αλλά νομίζω ότι είμαστε ακόμη μακριά από θεμελιώδεις συνθετικές εργασίες. Μια σειρά εργασιών εξαντλεί τα ενδιαφέροντά της σε ιστορικά ή τοπογραφικά προβλήματα (εντοπισμός και ταύτιση). Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα κάποιοι άλλοι προσθέτουν ορισμένες διαστάσεις και στοιχειώδεις πληροφορίες για τους τύπους και τις μορφές. Άλλες εργασίες δίνουν βάρος στην αρχιτεκτονική αφήνοντας κατά μέρος όλες τις άλλες προσεγγίσεις. Μπροστά στο δραματικό κενό της έρευνας και την απουσία βασικών πληροφοριών κάθε συνεισφορά είναι πολύτιμη, αλλά ο ενδιαφερόμενος μένει πάντοτε με κάποια –τουλάχιστον– απορία όταν, αναπόφευκτα, συγκρίνει τον όγκο και την ποιότητα των δημοσιευμάτων που αφορούν στην ιστορία της θρησκευτικής τέχνης και αρχιτεκτονικής με εκείνα που έχουν ως αντικείμενο οχυρώσεις. Τα ζητήματα σύγχρονης ορολογίας φαίνεται να μην απασχολούν τους ερευνητές, ενώ το χάος των βυζαντινών όρων μόλις έχει αρχίσει να τους ενδιαφέρει. Συνθετικές προσεγγίσεις –έστω και με περιορισμένο τοπικά ή χρονικά αντικείμενο– αποτελούν καθοριστικές συμβολές, γιατί η οπτική τους είναι ευρύτερη από την αντίστοιχη των εργασιών που ασχολούνται με μεμονωμένα φρουριακά έργα. Τα ερωτήματα που θέτουν οι οποιασδήποτε έκτασης συνθέσεις είναι συνήθως καινούρια, όπως καινούριες είναι και οι αντίστοιχες απαντήσεις. Πάντως προς το παρόν λείπουν από την επιστημονική παραγωγή ευρύτερες ή ειδικότερες συνθέσεις. Όλα τα ανωτέρω προβλήματα επηρέασαν την εργασία αυτή: πολλά δεν ξεπεράστηκαν, άλλα απλώς επισημάνθηκαν ή θίχτηκαν ανεπαρκώς, ενώ λιγοστά αντιμετωπίστηκαν ή απαντήθηκαν. Συνοψίζοντας το προϊόν από τις μέχρι τώρα έρευνές μου θεώρησα απαραίτητο να οργανώσω την παρούσα εργασία προσπαθώντας να ασχοληθώ με τα ακόλουθα ζητήματα: ιστορικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη θέση, την περιοχή που την περιβάλλει άμεσα και την ευρύτερη περιοχή· πληροφορίες πηγών για την οχύρωση του Διδυμοτείχου και ειδήσεις περιηγητών· ένταξη της οχύρωσης σε ευρύτερο χρονικό και γεωγραφικό πλαίσιο· σχολαστική εξέταση της προγενέστερης βιβλιογραφίας· τοπογραφικά ζητήματα· λεπτομερής περιγραφή της οχύρωσης, των μερών και των τμημάτων των μερών που την αποτελούν· συγκρίσεις με άλλες οχυρώσεις· ιστορία της οχύρωσης· λειτουργία.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[31]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στη Σαχάρα που κυριαρχεί στην Ελλάδα στον τομέα των φρουριακών ερευνών, υπάρχουν μια σειρά από αφετηριακές έρευνες. Στον Ν. Μουτσόπουλο χρωστά η έρευνα πολλές και σημαντικές εργασίες για μεμονωμένα κάστρα, για οχυρώσεις ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών και για ειδικά ζητήματα φρουριακών μελετών. Τα βιβλία της Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου για το Δίο και του Γ. Βελένη για τη Θεσσαλονίκη είναι υποδείγματα για κάθε νέα δημοσίευση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δημοσίευση της οχύρωσης της Έδεσσας, που ετοίμασε η Α. Χρυσοστόμου. Δίπλα στις μονογραφίες ξεχωρίζουν: 1. το Συμπόσιο που οργάνωσε στην Αθήνα η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία το 1999 με αντικείμενο «Τα κάστρα και οι οχυρώσεις στο Βυζάντιο πριν από την εμφάνιση των τηλεβόλων», του οποίου τα Πρακτικά δεν δημοσιεύθηκαν συνολικά, 2. τα Πρακτικά του Συνεδρίου που οργάνωσε το 2008 στη Χίο η 3η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Χίος) με θέμα «Η οχυρωματική αρχιτεκτονική στο Αιγαίο και ο μεσαιωνικός οικισμός Αναβάτου Χίου» (δημοσιεύθηκαν το 2012) και 3. τα αναμενόμενα πρακτικά του Συνεδρίου που οργάνωσαν η 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών το 2007 στο Λουτράκι με αντικείμενο την «Οχυρωματική αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο (5ος – 15ος αιώνας)». Σειρά μεμονωμένων εργασιών, άνισης ποιότητας, διαφορετικών ενδιαφερόντων και ποικίλων προσανατολισμών, δημοσιεύονται εξ άλλου σε διάφορα ελληνικά και ξένα περιοδικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ουσιώδεις και επαρκείς συμβολές. Οφείλω εδώ να αναφερθώ σε ένα άλλο σχετικό πρόβλημα: μετά τη μαζική εισβολή των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη χρηματοδότηση των αρχαιολογικών έργων, εμφανίστηκε μια καθόλου ευκαταφρόνητη σειρά δημοσιευμάτων προβολής των έργων. Στη κλίμακα της ποιότητας καταλαμβάνουν όλα τα σκαλοπάτια, από το χαμηλότερο –που είναι απλές παρουσιάσεις ή περιγραφές με ικανοποιητική φωτογραφική τεκμηρίωση– μέχρι το ψηλότερο –που είναι παρουσιάσεις με επιστημονικές προδιαγραφές και αποτελούν πρώτη επιστημονική προσέγγιση–. Κατ’ αρχάς όλο αυτό το υλικό είναι ευπρόσδεκτο, αρκεί να μην λησμονιέται η απαραίτητη συνέχεια, που είναι η επιστημονική διαπραγμάτευση. Πάντως μένουν οι ωραίες έγχρωμες φωτογραφίες, για τις οποίες εν γένει διαχέεται μία υψηλή περηφάνια. Δίπλα στην προβολή των έργων στέκονται μια σειρά εκθέσεων, εκπαιδευτικών, ευκαιριακών ή επαιτιακών εκδόσεων και εκλαϊκευτικών δημοσιευμάτων. Η ποιότητά τους επίσης ποικίλει. Συνήθως δεν συνεισφέρουν τίποτε απολύτως στην έρευνα και στη χειρότερη περίπτωση αναπαράγουν και διαιωνίζουν σοβαρά λάθη. Φυσικά και εδώ υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Βασικό πρόβλημα όλων αυτών των δημοσιευμάτων είναι η έλλειψη


[32]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προδιαγραφών συστηματικής επιστημονικής εργασίας, η απουσία βιβλιογραφίας και υποσημειώσεων και –σχεδόν νομοτελειακά– τα περισσότερα μένουν χωρίς συνέχεια. Ελπίζω και εύχομαι η γενιά των επιστημόνων που ακολουθεί τη δική μου να αφήσει πίσω της αυτό το παρελθόν και να δώσει στην επιστημονική κοινότητα τη λαμπρή επιστημονική παραγωγή που αξίζουν οι βυζαντινές οχυρώσεις. Διαφορετική εικόνα εμφανίζουν τα δημοσιεύματα των ξένων αρχαιολόγων για οχυρώσεις που σώθηκαν στην ελληνική επικράτεια και πολύ περισσότερο στις ευρωπαϊκές, ασιατικές και αφρικανικές περιοχές, στις οποίες άπλωσαν την εξουσία τους η πρεσβύτερη και η νέα Ρώμη. Οι ξενόγλωσσες έρευνες που αφορούν στις οχυρώσεις του ελληνικού χώρου οφείλονται σχεδόν πάντα στις ξένες Αρχαιολογικές σχολές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα (Ακροκόρινθος, Αθήνα, Εξαμίλιον τείχος). Ειδικά συνέδρια, αφιερώματα, σειρές, προγράμματα και μεμονωμένες εργασίες προωθούν συστηματικά και αποτελούν πολύτιμο βοήθημα στις φρουριακές έρευνες. H βιβλιογραφία εν γένει είναι ιδιαζόντως εκτεταμένη και εδώ περιορίζομαι να αναφέρω βιβλία, τα οποία θεωρώ υποδειγματικά: τις δημοσιεύσεις των οχύρωσης της Σεργιούπολης (Resafa) από τον W. Karnapp, του Περγάμου από τον Μ. Klinkott και του Εξαμιλίου τείχους του Ισθμού της Κορίνθου από τον T. Gregory. Ξεχωριστή θέση στην ιστορία των σχετικών ερευνών κατέχουν οι δημοσιεύσεις του γερμανού αρχιτέκτονα W. Müller-Wiener για την Συροπαλαιστίνη, τη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. Σημαντικό πρόβλημα στη μελέτη της οχύρωσης του Διδυμοτείχου αποτελεί η χρήση και η αξιολόγηση των ειδήσεων ιστορικών, χρονογράφων και περιηγητών, οι οποίες αναφέρονται αμέσως ή εμμέσως σε αυτήν. Στο οικείο κεφάλαιο συζητώνται τα προβλήματα που αναφύονται από κάθε αναφορά, αλλά εδώ πρέπει να τονισθεί ότι εν τέλει τα κείμενα δεν θα προσφέρουν ποτέ στην έρευνα σαφή και ακριβή εικόνα της έκτασης των επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν στην οχύρωση, του μεγέθους και του είδους των καταστροφών που αυτή υπέστη καθώς επίσης και της σχέσης των περιπετειών της πόλης με τις τύχες της οχύρωσης. Τα ενδιαφέροντα και οι μέθοδοι των ιστορικών του Μεσαίωνα –απολύτως αναμενόμενο άλλωστε– … δεν συμπίπτουν με τα αντίστοιχα των συγχρόνων βυζαντινολόγων. Μόνον μετά από πολυετείς και συστηματικές ανασκαφικές έρευνες θα είναι σε θέση η έρευνα να ελέγξει και να αξιολογήσει τις αναφορές των κειμένων. Προς το παρόν περιορίζεται σε γενικές μόνον εκτιμήσεις και πρωτίστως εντοπίζει τα προβλήματα. Προβλήματα, επίσης, αντιμετώπισα με την προγενέστερη βιβλιογραφία: συχνά δεν είναι δυνατόν μετά από την παρέλευση δεκαετιών να ελεγχθούν οι πληροφορίες των δημοσιευμάτων· αρκετές φορές δεν είναι σαφές τι ακριβώς εννοεί κάποιος ερευνητής καθώς η ορολογία ταλαντεύεται ανάμεσα σε πληθώρα εναλλακτικών προτάσεων


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[33]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανάλογα με τις εποχές, την κατάρτιση και την ειδίκευση του ερευνητή· άλλες πάλι φορές έχουν χαθεί κτιστές κατασκευές ή αγνοείται η τύχη κινητών ευρημάτων· και, τέλος, σπάνια τα δημοσιεύματα συνοδεύονται από ικανοποιητική φωτογραφική ή σχεδιαστική τεκμηρίωση, εξαιρετικά δύσκολη εξ άλλου μέχρι τη όγδοη δεκαετία του 20ου αιώνος. Το αυξανόμενο, αργά αλλά σταθερά, ενδιαφέρον των Ελλήνων ερευνητών επιτρέπει να ελπίσει κανείς ότι στη διάρκεια της νέας γενιάς που κυριαρχεί τώρα στο στερέωμα των βυζαντινών σπουδών στην Ελλάδα, θα εμφανιστούν εξαιρετικά αποτελέσματα στον τομέα της φρουριακής αρχιτεκτονικής. ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ – ΟΡΟΛΟΓΙΑ – ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Χρονολογία: Με τον όρο κ.χ. (common era) δηλώνω την ισχύουσα κοινή χρονολογία (τη λεγόμενη μ.Χ. ή A.D. ή σωτήριον έτος). Όλες οι χρονολογίες του κειμένου ανήκουν στην περίοδο αυτή και επομένως η διευκρίνιση παραλείπεται. Χρονολόγηση πριν από την κ.χ. αναφέρεται πάντοτε συντομογραφία «πριν από την κ.χ.» ή «προ κ.χ.» (π.Χ.). Μεγέθη λίθων: Mε τον όρο μικροί λίθοι νοούνται οι λίθοι που έχουν τέτοιο μέγεθος ώστε να μπορεί ένας οικοδόμος να μεταφέρει περισσότερους από τρεις – τέσσερις σε ένα καλάθι. Δυο – τρεις περίπου λίθοι που μπορούν να μεταφερθούν μαζί θεωρούνται μεσαίοι. Mεγάλος λίθος είναι αυτός που μεταφέρεται στα χέρια ενός ή δύο αντρών και ογκώδεις λίθοι είναι αυτοί που απαιτείται για τη μεταφορά τους κάποια –έστω στοιχειώδης– μηχανική υποστήριξη. Σημεία ορίζοντα: Στο Τοπογρ. 1 δηλώνονται τα σημεία του ορίζοντα, που χρησιμοποιούνται στο κείμενο. Προσβασιμότητα: Στο κείμενο γίνεται συνεχής χρήση των όρων προσπελάσιμος, βατός ή προσιτός. Για επίλεκτες μονάδες ή μεμονωμένους στρατιώτες τίποτε δεν είναι απροσπέλαστο, ακόμη και η πιο απόκρημνη πλαγιά. Για την τελευταία χρησιμοποιούνται τα επίθετα απρόσιτος ή απροσπέλαστος· ο γκρεμός πάνω από τον Ερυθροπόταμο είναι απρόσιτος. Ένα υποτυπώδες μονοπάτι στο οποίο είναι δυνατό να κινηθούν σε φάλαγγα κατ’ άνδρα πάνω – κάτω 30 στρατιώτες είναι αρκετό για να εξασφαλίσει την πρόσβαση σε μια στρατιωτική πύλη, ανοιγμένη σε απομακρυσμένη περιοχή και σε απότομη πλαγιά: εδώ αναφέρομαι σε δυσπρόσιτες ή δύσβατες περιοχές. Ο δρόμος που επιτρέπει την απρόσκοπτη, μαζική κυκλοφορία ανθρώπων (πολιτών ή


[34]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στρατιωτικών σωμάτων), ζώων και τροχοφόρων χαρακτηρίζεται ως βατός σε κάθε είδους κυκλοφορία και η πύλη στο άκρο του εύκολα προσιτή ή προσπελάσιμη. Γεωμορφολογία: Με τον όρο πεδινή νοείται έκταση σε πεδιάδα, όχι απαραιτήτως απολύτως επίπεδη, αλλά εν γένει ομαλή. Το ανάγλυφο του κάμπου της Μακεδονίας, όπου υπάρχουν εκτάσεις απολύτως επίπεδες και εκτάσεις με χαμηλούς λόφους, είναι πεδινό. Συχνότητες και έκταση: τα επίθετα σπάνιος, λίγος, πολύς, συχνός, εκτεταμένος και τα παρόμοια απηχούν τις εκτιμήσεις του γράφοντος. Οπωσδήποτε αφορούν σε συσχετισμούς σε συγκεκριμένες περιόδους και περιοχές. Περίοδοι–Τομές: Η Ελληνιστική περίοδος αρχίζει από την ανάρρηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τελειώνει στην κατάλυση των ελληνιστικών βασιλείων κατά περίπτωση. Για την ελληνική χερσόνησο το τέλος είναι η μάχη της Πύδνας (168 προ κ.χ.), για το βασίλειο των Ατταλιδών ο θάνατος του τελευταίου βασιλιά του Περγάμου (133 προ κ.χ.), για το βασίλειο των Σελευκιδών η μετατροπή των εδαφών τους σε ρωμαϊκή επαρχία (63 προ κ.χ.), για το βασίλειο των Λαγιδών η αυτοκτονία της Κλεοπάτρας (30 προ κ.χ.). Αυτοκρατορικοί αιώνες = 1ος, 2ος, 3ος αιώνες κ.χ. Τετραρχίες = εννοώ το καθεστώς συγκυριαρχίας περισσότερων του ενός, αποκλειστικού, ηγεμόνα, που εγκαινιάστηκε από τον Διοκλητιανό. Αρχίζει με την πρώτη τετραρχία του Διοκλητιανού (286) και τελειώνει οριστικά με την μονοκρατορία του Κωνσταντίνου (324). Προτιμώ για το τέλος της αρχαιότητας το έτος 642 (παράδοση της Αλεξάνδρειας στο χαλιφάτο), γιατί αποτελεί την αρχή μιας διαδικασίας που είναι παγιωμένη μέχρι σήμερα, δηλαδή της διαίρεσης της μεσογειακής λεκάνης ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς και δύο θρησκείες. Είναι αυτονόητο ότι οι λοιπές προτάσεις που έχει διατυπώσει η σύγχρονη ιστορική έρευνα έχουν ίση αξία. Η επιλογή του 642 ας θεωρηθεί σύμβαση. Προσπάθησα, αλλά δεν το πέτυχα σε όλες τις περιπτώσεις, να αποφύγω –όσο ήταν δυνατό– όρους φορτισμένους με αμφισβητήσεις και διαμάχες, όπως «παρακμή», «σκοτεινοί αιώνες» ή «μεταβατική περίοδος». Στο κείμενο μου έχουν συμβατικό περιεχόμενο. Σκοτεινοί αιώνες ή μεταβατική περίοδος: 642–843. Μεσοβυζαντινή περίοδος: 843–1204.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[35]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Υστεροβυζαντινή περίοδος: 1204–1453. Στην πραγματικότητα η υστεροβυζαντινή περίοδος τελειώνει σε κάθε τόπο το έτος, κατά το οποίο χάθηκε οριστικά για τη βυζαντινή κυριαρχία και περιήλθε αμετάκλητα σε ξένη (λατινική ή τουρκική). Όπου θεώρησα σκόπιμο, κατέφυγα σε αναμφισβήτητα γεγονότα, όπως η κατάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι αλώσεις της Κωνσταντινούπολης, η μάχη του Μαντζικέρτ ή η πτώση της Βάρεως. Σύμβολα και συντομογραφίες: Στην εργασία αυτή χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα σύμβολα και συντομογραφίες. μ = μήκος π = πάχος πλ = πλάτος ύ = ύψος δ = διάμετρος μέγ. = μέγιστο ελ. = ελάχιστο διάστ. = διάσταση Π (αγγλ. T) = πύργος ΠΛ (αγγλ. G) = πύλη Τ (αγγλ. W) = τείχος Τα μεταπύργια διαστήματα (τμήματα τείχους) δηλώνονται με το σύμβολο Τ (aggl. W) και ορίζονται από δύο πύργους Π. Σε ορισμένες περιπτώσεις ορίζονται από έναν πύργο Π και μία πύλη ΠΛ, πράγμα που αναφέρεται ρητά: π.χ. Τ3–4 = μεταπύργιο διάστημα από τον πύργο Π3 μέχρι τον πύργο Π4. Μεταπύργιο Π15–ΠΛ6 = μεταπύργιο διάστημα από τον πύργο Π15 μέχρι την πύλη ΠΛ6. Συντομογραφίες χωρών: Αλβανία AL Βουλγαρία BG Ελλάδα GR FYROM MK Ιορδανία JO Ιράκ ΙQ Ισραήλ IL Ιταλία ΙΤ Κόσοβο ΚΟ Κροατία HR


[36]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κύπρος CY Μαυροβούνιο ΜΕ Moλδαβία ΜD Ουγγαρία HU Oυκρανία UA Παλαιστίνη PS Ρουμανία RO Ρωσσική Oμοσπονδία RU Σερβία RS Συρία SY Τουρκία ΤR


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[37]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κεφάλαιο Α΄ Η ΘΕΣΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ, Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ Η ΘΕΣΗ. To πέτρωμα του λόφου του Διδυμοτείχου είναι ασβεστόλιθος (ιζηματογενές πέτρωμα) της ανώτερης ηωκαίνου εποχής. Παρουσιάζει έντονη καρστικοποίηση (κοιλώματα, σπήλαια, ανοίγματα), εμφανίζει ρηγματώσεις και αποσαρθρώσεις και λαξεύεται εύκολα. Ο λόφος περιβάλλεται από αλουβιακές αποθέσεις (προσχώσεις κοίτης ποταμών). Το Διδυμότειχο βρίσκεται στην αιγαιακή ή δυτική Θράκη, δηλαδή την περιοχή που ορίζουν οι ποταμοί Νέστος και Έβρος, η οροσειρά της Ροδόπης και το Θρακικό πέλαγος (Χάρτες 1 και 2). Κάτω από αυστηρή επιστημονική οπτική διαπιστώνεται εύκολα ότι το Θρακικό πέλαγος και η κορυφογραμμή της Ροδόπης είναι φυσικά όρια, ενώ τα δύο ποτάμια είναι φυσικά, που κατά διαστήματα καθίστανται και πολιτικά: ο Νέστος ήδη από την εποχή του Μακεδονικού βασιλείου ήταν συνήθως το πολιτικό όριο ανάμεσα στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ ο Έβρος έγινε κρατικό όριο κατά τον 20ο αιώνα. Η γεωγραφική πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Η πεδιάδα της Ροδόπης εκτείνεται από τις ανατολικές απολήξεις της οροσειράς της Ροδόπης (η οποία προσεγγίζει τον Έβρο σε διάφορα σημεία του κάτω ρου του, όπως η περιοχή ανάμεσα στο Σουφλί και το Διδυμότειχο) μέχρι τις ανατολικές παρυφές του Συμβόλου (περιοχή Ακοντίσματος), περιλαμβάνει δηλαδή το μακεδονικό τμήμα της πεδιάδας του Νέστου (από τον ποταμό μέχρι το Ακόντισμα), ενώ δεν περιλαμβάνει την πεδιάδα της δυτικής όχθης του Έβρου. Η πεδιάδα του κάτω ρου του Έβρου αποτελείται από μία πεδινή ζώνη εκατέρωθεν του ποταμού, στενότερη στα δυτικά και πλατύτερη στα ανατολικά, με λιγοστούς χαμηλούς λόφους στα δυτικά και περισσότερους στα ανατολικά. Το βόρειο άκρο αυτής της ζώνης ορίζεται από τη συμβολή των ποταμών Έβρου, Άρδα και Τόνζου. Το Διδυμότειχο βρίσκεται κοντά στον Έβρο, 2,5χλμ από τη δυτική όχθη του, πάνω στην όχθη του παραπόταμού του, του Ερυθροποτάμου. Αν η Αδριανούπολη βρίσκεται πάνω – κάτω στη καρδιά της Θράκης, το Διδυμότειχο βρίσκεται μόλις 36χλμ νοτίως αυτής. Είναι η πιο κοντινή οχυρωμένη πόλη στην Αδριανούπολη. Η θέση της Θράκης στο σημείο επαφής της Ευρωπαϊκής και της Ασιατικής ηπείρου καθόρισε σε κάποιο μεγάλο βαθμό την ιστορία της. Βρισκόταν ανάμεσα στον Δούναβι και τον Βόσπορο, ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τον Βόσπορο, ήταν ο τελευταίος σταθμός πριν από το πέρασμα από την Ευρώπη στην Ασία και ο πρώτος στην Ευρώπη μετά το πέρασμα από την Ασία και τέλος αποτελούσε την ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης από τη στιγμή που αυτή ιδρύθηκε. Είναι εύλογο ότι όλες οι


[38]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μεγάλες ειρηνικές και πολεμικές κινήσεις προς και από την πρωτεύουσα πραγματοποιήθηκαν επί των μεγάλων οδικών αξόνων που οδηγούσαν σε ή ξεκινούσαν από αυτήν. Είναι επίσης επόμενο ότι οι κινήσεις δεν περιορίστηκαν αυστηρά στους άξονες, αλλά επεκτάθηκαν σε μία στενή ή πλατύτερη ζώνη εκατέρωθεν αυτών. Οι άξονες που κατέληγαν στην πρωτεύουσα ήταν η Βασιλική (Via Regia) και η Εγνατία οδός. Η πρώτη διέσχιζε λοξά τις σημερινές βόρεια και ανατολική Θράκη, ενώ η δυτική Θράκη μόλις που γειτόνευε με τον άξονα μόνον στην περιοχή της Αδριανούπολης· από την άλλη μεριά η Εγνατία διέσχιζε οριζόντια τη σημερινή δυτική Θράκη και το ανατολικό άκρο της όδευε μέσα στην ανατολική Θράκη αφήνοντας μακριά τη βόρεια. Σε σχέση με το παραπάνω οδικό δίκτυο των ρωμαϊκών και των βυζαντινών αιώνων, το Διδυμότειχο βρίσκεται 47χλμ βορείως της Εγνατίας οδού (η απόσταση μετριέται από τη διασταύρωση του μεγάλου δρόμου με τον Έβρο) και περίπου 42χλμ δυτικώς της Βασιλικής οδού, η οποία μετά τη Φιλιππούπολη συναντούσε την Αδριανούπολη και στη συνέχεια κατευθυνόταν προς την Αρκαδιούπολη. Επομένως για τις κινήσεις από τα δυτικά προς τα ανατολικά ή το αντίστροφο και για τις κινήσεις από τα ΒΔ προς τα ΝΑ δεν βρισκόταν μεν πάνω στους βασικούς άξονες, αλλά δεν ήταν και πολύ μακριά από αυτούς. Το ζήτημα πάντοτε παρέμενε ο λόγος για τον οποίο κρινόταν σημαντικό ή απαραίτητο να ξεστρατίσει κανείς από την Εγνατία ή τη Βασιλική Οδό για να κατευθυνθεί προς το Διδυμότειχο. Πάντως η πόλη βρισκόταν στις παρυφές του μεγάλου πεδίου της ανατολικής Θράκης: όποιος αποφάσιζε να στραφεί προς το κάστρο έπρεπε να ξεστρατίσει –έστω για λίγο– από τον βασικό άξονα. Σε σχέση με το τοπικό οδικό δίκτυο το Διδυμότειχο βρισκόταν πάνω ή δίπλα στον κάθετο οδικό ή ποτάμιο άξονα που οδηγούσε από την ακτή του Θρακικού στην Αδριανούπολη. Ένας δρόμος ξεκινούσε από την Τραϊανούπολη, σταθμό στην Εγνατία οδό, ακολουθούσε τη δυτική όχθη του Έβρου και έφθανε στην Αδριανούπολη για να συνεχίσει προς τις μεγάλες πόλεις της βόρειας Θράκης. Ένας άλλος δρόμος, με αφετηρία την Αίνο, όδευε κοντά στην ανατολική όχθη με τον ίδιο προορισμό, την Αδριανούπολη. Ο Έβρος, πλωτός για τα πλοία της εποχής, αποτελούσε τον υγρό δρόμο από το Θρακικό και πάλι προς τον ίδιο προορισμό. Η Μονή της Βήρας και το Διδυμότειχο βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από την όχθη και επομένως ήταν δυνατό για εμπορικά, πολεμικά και μεταγωγικά πλοία να μεταφέρουν από τη θάλασσα στους ανωτέρω προορισμούς εμπορεύματα, προμήθειες και στρατιωτικό προσωπικό. Από την άποψη αυτή η πόλη ήταν σε κάποιες περιπτώσεις προορισμός, ενώ σε άλλες ήταν ενδιάμεσος σταθμός στο δρόμο για τους σημαντικούς προορισμούς της Θρακικής ενδοχώρας. Επιπλέον μικρά σκάφη μπορούσαν από τον Έβρο να αναπλεύσουν τον παραπόταμό του, τον Ερυθροπόταμο, και να φτάσουν μέχρι τα τείχη του κάστρου.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[39]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο τέλος της ελληνιστικής περιόδου στη δυτική Θράκη (Ροδόπη) οι σημαντικότερες εγκαταστάσεις βρίσκονταν στην ακτή του Θρακικού πελάγους: τα Άβδηρα, η Μαρώνεια, η Δίκαια, η Στρύμη, η Μεσημβρία / Ζώνη, η Αίνος, όλες αρχαίες ελληνικές αποικίες. Από τον 1ο μέχρι τον 4ο αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ίδρυσε σειρά πόλεων και δευτερευουσών εγκαταστάσεων κατά μήκος της Εγνατίας οδού, καθώς φαίνεται στη θέση αρχαιότερων, ήσσονος σημασίας, εγκαταστάσεων ή σταθμών του οδικού δικτύου, σχεδόν αφήνοντας στο περιθώριο τα μορφώματα της ακτής. Στη διασταύρωση του μεγάλου δρόμου με τον Νέστο ποταμό και στη δυτική όχθη του ιδρύθηκε η Τόπειρος (1ος αι.)· στο κέντρο περίπου της πεδιάδας της Ροδόπης η Μαξιμιανούπολη (4ος αι.)· το κάστρο της Κομοτηνής στη διασταύρωση της Εγνατίας με ρεματιά που έτρεχε σχεδόν δίπλα σε αυτό (βασιλεία Θεοδοσίου του Β΄ [408–450])· στις υπώρειες της Ροδόπης τη Γρατιανούπολη (ίσως 4ος αι.)· κοντά στην ακτή του Θρακικού η Μάκρη (πιθανώς στους αυτοκρατορικούς αιώνες)· κοντά στο δέλτα του Έβρου η Τραϊανούπολη (2ος αι.)· στη δυτική όχθη του Έβρου, λίγο ψηλότερα από το μέσο του κάτω ρου του, η Πλωτινόπολη (2ος αι.), η οποία ανήκε στον Αιμίμοντο· και περίπου στη συμβολή Έβρου, Άρδα και Τόνζου η Αδριανούπολη (2ος αι.), επίσης στον Αιμίμοντο. Κατά τον 5ο και 6ο αιώνα στο υφιστάμενο δίκτυο ο Αναστάσιος ο Α΄ (491–518) προσέθεσε την Αναστασιούπολη, ενώ ο Ιουστινιανός ο Α΄ (527–565) μετέφερε την Πλωτινόπολη από το λόφο της Αγίας Πέτρας στο ύψωμα του Διδυμοτείχου. Στο εσωτερικό της βόρειας Θράκης (Θράκη) η Φιλιππούπολη, η σημαντικότερη πόλη της περιοχής, ιδρύθηκε από τον Φίλιππο τον Β΄ (359–336), ενώ Ρωμαίοι αυτοκράτορες με τη σειρά τους ίδρυσαν στην ίδια περιοχή σημαντικές πόλεις (Αυγούστα Τραϊανή, Διοκλητιανόπολη). Στην ακτή του Ευξείνου Πόντου (Αιμίμοντος) κυριαρχούσαν αρχαίες ελληνικές αποικίες (Μεσημβρία, Αγχίαλος, Σωζόπολη). Στην ανατολική Θράκη (Ευρώπη), τέλος, ιδιαίτερη σημασία είχαν οι πόλεις της Προποντίδας (Καλλίπολη, Ηράκλεια Πέρινθος), ενώ στο εσωτερικό ξεχώριζαν η Αρκαδιόπολη και η Βιζύη. Κατά τον 9ο αιώνα εμφανίστηκαν η Ξάνθεια, οι Πόροι και ο οχυρωμένος οικισμός της Μάκρης. Τα μεσοβυζαντινά μορφώματα άλλαξαν τα αρχαία ονόματά τους: τα Άβδηρα ονομάστηκαν Πολύστυλον, η Αναστασιούπολη Περιθεώριον, η Μαξιμιανούπολη Μοσυνόπολη, η Πλωτινόπολη Διδυμότειχο. Δεν είναι γνωστό πως ονομαζόταν η διάδοχος της Τοπείρου. Στις εγκαταστάσεις αυτές προστέθηκαν ο οικισμός που σχηματίστηκε γύρω από τη Μονή της Κοσμοσώτειρας μετά από το 1152, οι οικισμοί των φρουρίων του Άβαντα και του Ποταμού (13ος–14ος αι.), ενώ δεν είναι γνωστό αν ο οικισμός του Πυθίου άρχισε να σχηματίζεται ταυτόχρονα με την ανοικοδόμηση του φρουρίου ή μετά από την κατάληψή του από τους Τούρκους.


[40]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

H ΙΣΤΟΡΙΑ1. Η Θράκη έγινε ρωμαϊκή επαρχία το 46, ο αιώνας των Αντωνίνων υπήρξε μάλλον ειρηνικός, αλλά μετά τα μέσα του 3ου το σύνορο του Δουνάβεως δεν παρείχε πλέον ασφάλεια στις βόρειες επαρχίες της χερσονήσου του Αίμου2. Οι βάρβαροι λαοί που έρχονταν από το Βορρά το πέρασαν επανειλημμένα λεηλατώντας, καταστρέφοντας και ερημώνοντας πόλεις και ύπαιθρο. Οι επιδρομές αυτές λάμβαναν χώραν κυρίως στις ΒΑ και βόρειες περιοχές της Θράκης (δηλαδή νοτίως του Δουνάβεως), ενώ σπάνια επεκτείνονταν και νοτιότερα μέχρι την οροσειρά της Ροδόπης (δηλαδή στη σημερινή βόρεια Θράκη), αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν έφθασαν στις περιοχές νοτίως της οροσειράς αυτής (δηλαδή στη σημερινή δυτική Θράκη). Η νοτιότερη πόλη που δοκίμασε τις συνέπειες των επιδρομών ήταν η Φιλιππούπολη (250). Το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα βαρβαρικά φύλα άρχισαν και πάλι να περνούν το σύνορο. Το 378 οι Γότθοι συνέτριψαν τις Ρωμαϊκές λεγεώνες στην Αδριανούπολη και στη μάχη σκοτώθηκε ο Ουάλης, αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Το 395 οι Βησιγότθοι του Αλάριχου λεηλατώντας τη Θράκη έφτασαν στις πύλες της Κωνσταντινούπολης, στη συνέχεια διέσχισαν τη δυτική Θράκη και κατευθύνθηκαν προς τη Μακεδονία. Οι δυνάμεις του Γαϊνά, Γότθου στρατηγού της αυτοκρατορίας, κατά τη σύγκρουσή τους με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις το 400 δεν μπόρεσαν να καταλάβουν καμμία θρακική πόλη. Το 396 έλαβαν χώραν στη Θράκη επιδρομές των Ούννων, οι οποίοι το 443 κατέλαβαν τη Σερδική, τη Φιλιππούπολη και την Αρκαδιούπολη. Το 478 οι δύο Θευδέριχοι ερήμωσαν τις περιοχές της ανατολικής Θράκης και του ανατολικού (του παρευξεινείου) τμήματος της βόρειας Θράκης (Ευρώπη και Αιμίμοντος). Ο Θευδέριχος ο Αμαλός με τους Οστρογότθους του επέδραμε το 486 και 487 στη Θράκη λεηλατώντας τον τόπο μέχρι την πρωτεύουσα. Η αυτοκρατορία παραχώρησε την Ιταλία στους Οστρογότθους και η αναχώρησή τους το 488 ήταν η τελευταία πράξη στη μακρά περίοδο των γοτθικών επιδρομών στη χερσόνησο του Αίμου. Συνοψίζοντας την Το διάγραμμα στηρίζεται κυρίως στα βιβλία του Γιαννόπουλου, Διδυμότειχο, Asdracha, Rhodopes και όσον αφορά στην περίοδο της τουρκικής κατάκτησης στο βιβλίο του Βογιατζή, Οθωμανοκρατία. 2 Για την ιστορία της περιόδου από τον 1ο μέχρι τον 6ο αιώνα αντλώ από τα ακόλουθα έργα: Μ. Rostovtzeff, Ρωμαϊκή ιστορία (μετάφρ. Ι. Τουλουμάκος), Αθήνα 1984· Δ. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία 324–1071, εν Αθήναις 1972, σ. 31–105· Ά. Αβραμέα, Ο Ελληνισμός κατά τη Ρωμαιοκρατία. Θράκη και G. Alföldy, Η μεταμόρφωση του Ρωμαϊκού κράτους. Η εξωτερική απειλή, στο: ΙΕΕ, τ. ΣΤ΄, Αθήναι 1976, αντίστοιχα σ. 202-207 και σ. 588–591· Π. Αθανασιάδη-Fowden, O μέγας αιών (324–391), Τ. Λουγγής, Το ανατολικό χριστιανικό κράτος (395–518) και R. Browning, O αιώνας του Ιουστινιανού στο: ΙΕΕ, τ. Ζ΄, Αθήναι 1978, αντίστοιχα σ. 30–91, 92–149, 150–221· από την άποψη που ενδιαφέρει αυτήν την εργασία ιδιαίτερα επιτυχημένη είναι η σύνοψη του Ι. Τουράτσογλου, Η Ελλάς και τα Βαλκάνια πριν από τα τέλη της αρχαιότητος, Αθήνα 2006, σ. 17–33. 1


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[41]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ιστορία δυόμισι αιώνων σημειώνω ότι η βόρεια και ανατολική Θράκη δοκιμάστηκαν άγρια από επανειλημμένες επιδρομές γερμανικών φύλων, ενώ οι επιδρομές αυτές στη δυτική Θράκη (Ροδόπη) ήταν μικρότερης διάρκειας και οι συνέπειές τους μάλλον δεν ήταν δραματικές Οπωσδήποτε οι πηγές δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές όσον αφορά στην τελευταία ή τα γεγονότα που συνέβησαν σε αυτήν δεν συγκλόνιζαν τους ιστορικούς όσο η άλωση και καταστροφή πόλεων της τάξης της Φιλιππούπολης και της Αρκαδιούπολης ή η εμφάνιση βαρβάρων μπροστά στα τείχη της πρωτεύουσας. Βαρβαρική, ίσως ουννική, εισβολή στις βόρειες επαρχίες της Βαλκανικής επαναλήφθηκε το 528. Βουλγαρική επιδρομή με τις συνακόλουθες λεηλασίες και αιχμαλωσίες έλαβε χώραν το 541, οπότε ένα σώμα κατέβηκε την κοιλάδα του Έβρου μέχρι τη θρακική Χερσόνησο και ένα άλλο προχώρησε μέχρι τα τείχη της πρωτεύουσας. Οι επιδρομείς αποχώρησαν αποκομίζοντας λεία και αιχμαλώτους χωρίς, καθώς φαίνεται, η αυτοκρατορική κυβέρνηση να αντιληφθεί το μέγεθος της νέας απειλής. Άντες εισέβαλαν στη Θράκη το 544. Σλαβική επιδρομή το 549 έφθασε μέχρι τον Νέστο ποταμό, ενώ το 551 αποκρούσθηκε κοντά στο Μακρό Τείχος του Αναστασίου. Δύο επιδρομές Κουτρίγουρων το 559 έφθασαν μέχρι τη Θρακική χερσόνησο η μία και μέχρι την Κωνσταντινούπολη η άλλη. Ουννική επιδρομή το 562 προωθήθηκε μέχρι τις ακτές του Θρακικού πελάγους. Σλαβική εισβολή το 584 και αβαρικές το 585 και 591 διέσχισαν την ανατολική Θράκη και έφθασαν μέχρι την περιοχή της πρωτεύουσας. Από το 602 σλαβικά φύλα περνούσαν τον Δούναβη και λεηλατούσαν τις βόρειες περιοχές της Βαλκανικής πλημυρίζοντας τις επαρχίες μέχρι τη Θεσσαλονίκη και τη Θράκη. Το 622/623 οι Άβαροι εισέβαλαν στο έδαφος της Αυτοκρατορίας και λεηλάτησαν τη θρακική ύπαιθρο. Το καλακαίρι του 626 οι Άβαροι, μετά από λιγοήμερη άκαρπη πολιορκία της Θεσσαλονίκης, επιτέθηκαν επανειλημένα στη Βασιλεύουσα από στεριά και θάλασσα. Όλες οι επιχειρήσεις απέτυχαν, ενώ οι Περσικές δυνάμεις, που βρίσκονταν στην ασιατική ακτή για να συμμετάσχουν στην πολιορκία, υπέστησαν βαριά πλήγματα και απώλειες. Οι Άβαροι εγκατέλειψαν την πολιορκία και καταδιωκόμενοι από βυζαντινό στράτευμα υποχώρησαν προς το βόρειο σύνορο. Από τον 4ο μέχρι τον 7ο αιώνα η Θράκη (dioecesis Thraciae) ανήκε διοικητικά στην υπαρχία της Ανατολής (praefectura praetorio per Orientem). Με την εισαγωγή του θεσμού των θεμάτων μετά τον 7ο αιώνα τα θρακικά εδάφη μοιράζονταν κατά περιόδους σε διάφορα θέματα3, μερικά από τα οποία περιελάμβαναν –σε ορισμένες περιπτώσεις– και εδάφη της Μακεδονίας4. Πρώτη αναφορά Θρακώου θ.: 680/685· πρώτη αναφορά θ. Μακεδονίας: 802· στα τέλη του 9ου αιώνα τα θρακικά εδάφη μοιράζονταν στο θ. Θράκης, το θ. Μακεδονίας και το θ. Στρυμόνος· επί Βασιλείου του Β΄: 3


[42]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το σημαντικότερο γεγονός για την ιστορία των Βαλκανίων από τον 7ο αιώνα και μετά ήταν η εγκαθίδρυση του βουλγαρικού κράτους το 680/681 στην περιοχή μεταξύ Αίμου και εκβολών του Δουνάβεως. Ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ (741–775) εξεστράτευσε επανειλημμένως εναντίον των Βουλγάρων από τη στεριά (διά της Θράκης) και τη θάλασσα. Καταστροφικά αποτελέσματα είχε η εκστρατεία που πραγματοποίησε προς τον Αίμο το 792 ο Κωνσταντίνος ο Ϛ΄ (780–797). Μετά την επιδημία της πανώλους του 746–747 ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ εγκατέστησε στη Θράκη Σύρους και Αρμενίους αιρετικούς και ανοικοδόμησε θρακικά κάστρα, ενώ ο Νικηφόρος ο Α΄ διέταξε να εγκατασταθούν χριστιανικοί πληθυσμοί ἐπὶ τὰς Σκλαυινίας (809/10), όρος που ίσως περιλαμβάνει και περιοχές της Θράκης5. Από τον 9ο αιώνα και μετά οι σχέσεις με το Βουλγαρικό κράτος βρέθηκαν στο κέντρο της αυτοκρατορικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Οι βουλγαρικές επιδρομές του 9ου, 10ου και των δύο πρώτων δεκαετιών του 11ου αιώνα και η βυζαντινή αντεπίθεση, ακολούθησαν στη Θράκη σε γενικές γραμμές τον άξονα της Βασιλικής οδού, δίπλα στην οποία βρισκόταν ο κάτω ρους του Έβρου και το Διδυμότειχο. Οι δύο όχθες του Έβρου υπέστησαν καταστροφικά πλήγματα. Ο Νικηφόρος ο Α΄ (802–811) κατέλαβε την πρωτεύουσα των Βουλγάρων, Πλίσκα, αλλά στη συνέχεια ο στρατός του εξοντώθηκε και ο ίδιος μαζί. Στη συνέχεια ο Κρούμος (803–814) προέλασε μέχρι τη Βασιλεύουσα και κατέλαβε την Αδριανούπολη και λίγο μετά νίκησε εκ νέου το βυζαντινό στρατό κοντά στην Αδριανούπολη (813). Στη διάρκεια των συγκρούσεων αυτών οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Μεσημβρία και σε άλλη περίσταση προήλασαν μέχρι την Αρκαδιούπολη λεηλατώντας, καταστρέφοντας, αιχμαλωτίζοντας και απάγοντας πληθυσμούς (813). Ο Συμεών (893–927) επανέλαβε τον πόλεμο κατά του Βυζαντίου, εισέβαλε επανειλημμένως στη Θράκη προκαλώντας βαριές καταστροφές και έφθασε μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης: το 896 νίκησε το Βυζαντινό στρατό στο Βουλγαρόφυγο της Αδριανούπολης· το 913 εισέβαλε στη Θράκη και έφθασε μέχρι τα τείχη της θ. Θράκης και Μακεδονίας, θ. Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης, θ. Φιλιππουπόλεως, Βερόης, Μόρας και Αχριδώς· επί Αλεξίου του Α΄: θ. Θράκης και Μακεδονίας, θ. Αγχιάλου, θ. Αδριανουπόλεως και Διδυμοτείχου, θ. Φιλιππουπόλεως, Βερόης, Μόρας και Αχριδώς· επί των δύο Ανδρονίκων: θ. Θράκης και Μακεδονίας, Θ. Μεσημβρίας, θ. Αδριανουπόλεως και Διδυμοτείχου, θ. Μόρας, θ. Αχριδός, θ. Στενημάχου και Τσεπαίνης, θ. Βολερού και Στρυμόνος. 4 Στα τέλη του 9ου αιώνα το θ. Στρυμόνος· επί Βασιλείου του Β΄: θ. Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης· επί Αλεξίου του Α΄: θ. Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης· επί των δύο Ανδρονίκων: θ. Βολερού και Στρυμόνος. 5 Για την ιστορία της περιόδου από τον 7ο μέχρι τον 14ο αιώνα αντλώ από τα ακόλουθα έργα: Δ. Ζακυθηνός, ό. π., σ. 121-519· ΙΕΕ, τ. ΣΤ΄, Αθήναι 1976· ΙΕΕ, τ. Ζ΄, Αθήναι 1978· ΙΕΕ, τ. Η΄, Αθήναι 1979· ΙΕΕ, τ. Θ΄, Αθήναι 1979· Βογιατζής, Οθωμανοκρατία.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[43]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πρωτεύουσας· το 914 παραδόθηκε η Αδριανούπολη, η οποία εν συνεχεία ανακατελήφθη από τους Βυζαντινούς, ενώ δηώθηκε η Θράκη· το 917 τη βαριά ήττα των αυτοκρατορικών στρατευμάτων στην Αγχίαλο ακολούθησε λεηλασία της Θράκης· μετά το 920/1 οι Βούλγαροι πραγματοποίησαν επί τριετία δηώσεις στη Θράκη και κατέλαβαν τη Βιζύη μετά από πενταετή πολιορκία· το 922 έκαψαν τα ανάκτορα των Πηγών και το 923 κατέλαβαν εκ νέου την Αδριανούπολη· τέλος το 924 λεηλατώντας τη Θράκη έφθασαν μέχρι τα τείχη της Βασιλεύουσας πόλης. Στον κύκλο των εισβολών στην ανατολική Θράκη μπήκαν, επίσης, οι Ρώς του Κιέβου: μετά την επέμβασή του στη Βουλγαρία o Σβιατοσλάβος προήλασε μέχρι την Αρκαδιούπολη, όπου το 970 νικήθηκε από τους βυζαντινούς και υποχώρησε. Ο σκληροτράχηλος αγώνας του Βασιλείου του Β΄ κατά των Κομητόπουλων δεν επεκτάθηκε ποτέ στη δυτική Θράκη. Την ίδια περίοδο ο ίδιος αυτοκράτορας δύο φορές εγκατέστησε στο Βολερό κατοίκους των Βοδενών. Κινήσεις βυζαντινών στρατευμάτων φαίνεται ότι έλαβαν χώραν, επίσης, επί της Εγνατίας οδού στη διάρκεια της τελευταίας φάσης της βυζαντινοβουλγαρικής σύγκρουσης. Ο Βασίλειος ο Β΄ ο Βουλγαροκτόνος ξεχειμώνιαζε περιστασιακά στη Μοσυνόπολη· στην ίδια πόλη, την Αδριανούπολη και τις Σέρρες ο Βασίλειος δέχθηκε την υποταγή Βουλγάρων αξιωματούχων μετά την οριστική καταστολή της επανάσταση των Κομητόπουλων. Ο Μιχαήλ ο Δ΄ ο Παφλαγών (1034–1041) κινούμενος προς τη Θεσσαλονίκη στάθμευσε στη Μοσυνόπολη, όπου, επίσης, ο Αλέξιος ο Α΄ (1081– 1118) οργάνωσε την επιχείρηση μεταστροφής των Παυλικιανών της βόρειας Θράκης. Σταυροφορικές δυνάμεις με προορισμό την Παλαιστίνη βάδισαν επί της Εγνατίας και της Βασιλικής οδού. Οι Γερμανοί της Γ΄ Σταυροφορίας κατέλαβαν τη Φιλιππούπολη, την Αδριανούπολη και το Διδυμότειχο (1189). Επί της Εγνατίας κινήθηκαν και οι Νορμανδοί κατά την τέταρτη εισβολή τους στο Βυζάντιο: ηττήθηκαν (1185) από τον στρατηγό Αλέξιο Βρανά στη Μοσυνόπολη. Στην ίδια πόλη ζήτησαν καταφύγιο (1203 και 1204) δύο από τους τελευταίους βυζαντινούς αυτοκράτορες πριν από τη Φραγκοκρατία. Στα τελευταία χρόνια του 12ου αιώνα ο Βούλγαρος άρχοντας Ιβάνκο ίδρυσε βραχύβια ηγεμονία στη Ροδόπη με έδρα τη Φιλιππούπολη, που επεκτάθηκε προς τα Άβδηρα και το Παγγαίο, και επέδραμε μέχρι την κοιλάδα του Έβρου. Ο Ιβάνκο συνελήφθη το 1200 και η ηγεμονία του διαλύθηκε. Η Φραγκοκρατία δεν διήρκεσε πολύ. Ο Βούλγαρος τσάρος Ιωάννης (1197–1207) επέδραμε στη Θράκη και κατέστρεψε μια σειρά πόλεων, οι περισσότερες από τις οποίες γνώρισαν μια ραγδαία παρακμή και μερικές αφανίστηκαν μέχρι την τουρκική κατάκτηση. Οι Λατίνοι εκδιώχθηκαν, αρχικά το 1206 από σύμπραξη Ελλήνων αριστοκρατών και Βουλγάρων και ακολούθως τα Θρακικά εδάφη μοιράζονταν


[44]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανάμεσα στους Ασσανίδες του Τυρνόβου και τους Λασκαρίδες της Νικαίας, μέχρι το 1242, οπότε ο Ιωάννης ο Γ΄ ο Βατάτζης (1222–1254) άρχισε να αποκαθιστά τη βυζαντινή κυριαρχία μέχρι τη βόρεια Θράκη. Κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα η Θράκη εν γένει και η πεδιάδα του κάτω ρου του Έβρου υπέστησαν τις επιδρομές και τις λεηλασίες από εισβολείς προερχόμενους από το βορρά και το νότο: Κουμάνοι επιδρομείς από τον Δούναβη ερήμωσαν το 1237 την ύπαιθρο μέχρι την Αίνο· ο Μιχαήλ Ασέν (1246–1256) έστειλε το 1256 Κουμάνους στην περιοχή του Διδυμοτείχου, που νίκησαν τις βυζαντινές δυνάμεις· ο Κωνσταντίνος Tich (1257–1277) εισέβαλε στη Θράκη το 1265 μαζί με Τατάρους της Χρυσής Ορδής ερημώνοντας τον κάτω Έβρο· ταταρικές εισβολές επαναλήφθηκαν το 1271 και το 1285· καταλανικές επιχειρήσεις το 1304–1307 που επεκτάθηκαν μέχρι το Διδυμότειχο είχαν συνέπεια την καταστροφή και την ερήμωση του τόπου· κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου σχεδόν κάθε χρόνο Τάταροι πραγματοποιούσαν επιδρομές μέχρι την Αδριανούπολη και το Διδυμότειχο· το 1324, εκτός από τους Τατάρους, ο Μιχαήλ Šišman (1323–1330) εισέβαλε μέχρι τη Βήρα και την Τραϊανούπολη· το 1329 Τούρκοι επέδραμαν μέχρι τη Βήρα και την Τραϊανούπολη· το 1335 τουρκική εισβολή έφθασε μέχρι το Διδυμότειχο· τουρκικές λεηλασίες στα παράλια του Έβρου και της Ροδόπης έλαβαν χώραν το 1341. Μετά την έναρξη του δευτέρου εμφυλίου πολέμου τουρκικές δυνάμεις των ηγεμονιών της Προύσας, του Αϊδινίου και του Σαρουχάν, αλλά και ανεξάρτητοι Τούρκοι πολεμιστές λεηλατούσαν και κατέστρεφαν τον τόπο. Συνέπειες των συνεχών καταστροφών ήταν η ερήμωση της υπαίθρου και η συγκέντρωση αγροτικών πληθυσμών στις οχυρωμένες εγκαταστάσεις. Το 1301 ο Ανδρόνικος ο Β΄ ο Παλαιολόγος (1282–1328) επέβαλε δυσβάστακτη φορολογία στους αγροτικούς πληθυσμούς της Θράκης, η οποία λίγο αργότερα δοκιμάστηκε από άγριες λεηλασίες των Καταλανών (1304–1307), πρώην μισθοφόρων του αυτοκράτορα. Οι εμφύλιοι πόλεμοι, ανάμεσα στους δύο Ανδρόνικους κατ’ αρχάς και ανάμεσα στον Ιωάννη τον Καντακουζηνό και την αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης στη συνέχεια, είχαν καταστροφικές συνέπειες για τη Θράκη. Αποσάθρωσαν την αγροτική οικονομία και αφάνισαν τους αγροτικούς οικισμούς· ενέπλεξαν τους Βουλγάρους και τους Σέρβους στις συγκρούσεις· και, εν τέλει, έφεραν τις δυνάμεις των σελτζούκων και των οθωμανών της Μικράς Ασίας στα εδάφη της Θράκης. Μέχρι την έναρξη της τουρκικής κατάκτησης τα θρακικά εδάφη αναδιανέμονταν διαρκώς ανάμεσα στους ηγέτες των αντιμαχομένων παρατάξεων. Το 1354 έπεσε η Καλλίπολη στους Τούρκους και μέσα σε είκοσι χρόνια ολόκληρη η Θράκη (με εξαίρεση μερικές παράλιες πόλεις της Προποντίδας και του Ευξείνου) είχε περιέλθει σε τουρκική κυριαρχία. Όταν παγιώθηκε η Οθωμανική κυριαρχία στη


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[45]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ροδόπη ελάχιστοι βυζαντινοί οικισμοί εξακολουθούσαν να έχουν κάποιον υπολογίσιμο πληθυσμό: η Ξάνθεια, το Περιθεώριον, τα Κουμουτζηνά, η Γρατιανούπολη, η Μάκρη, η Βήρα, το Διδυμότειχον, η Τζερνομιάνου πόλη. Η τύχη λιγοστών βυζαντινών εγκαταστάσεων με άγνωστη ονομασία αγνοείται, αλλά το πιθανότερο είναι ότι αφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την τουρκική κατάκτηση. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις εγκαταστάσεις εξέχουσα θέση κατείχαν οι πόλεις της Φιλιππούπολης –στη βόρεια Θράκη– και της Αδριανούπολης –στην ανατολική–. Από το διάγραμμα της ιστορίας, που προηγήθηκε, οφείλω να εξάρω μερικά σημεία: πρώτον ότι μέχρι τον 12ο αιώνα η ιστορία της δυτικής Θράκης δεν εμφανίζει γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας, παρά μόνον περιστασιακά, και οι σχετικές ειδήσεις είναι πενιχρές· δεύτερον ότι οι σημαντικές πολεμικές επιχειρήσεις λαμβάνουν χώραν κατά την ίδια περίοδο κυρίως στην ανατολική και βόρεια Θράκη και δευτερευόντως στη δυτική· τρίτον ότι στην ίδια περίοδο τα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της Θράκης εν γένει είναι οι εχθρικές εισβολές και η βυζαντινή αντεπίθεση· τέταρτον τα γεγονότα και οι πληροφορίες αυξάνονται δραματικά κατά τον 13ο και 14ο αιώνα. Το τελευταίο γεγονός δεν οφείλεται στην μεγέθυνση της σημασίας του τόπου, αλλά αποκλειστικά στην απώλεια των σημαντικών μικρασιατικών εδαφών. Με άλλα λόγια η σκηνή της ιστορίας μετατοπίστηκε κατ’ ανάγκην στη Θράκη και προϊόντος του χρόνου περιορίστηκε στην ανατολική και τη δυτική. Αυτές ήταν οι τελευταίες συνοριακές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Συνοψίζοντας: η σημασία της Θράκης γενικά και της δυτικής ειδικά οφείλεται στη γεωγραφική θέση και στην αγροτική παραγωγή· από τον 3ο μέχρι τον 12ο αιώνα η δυτική Θράκη είχε μικρότερη σημασία από την ανατολική και τη βόρεια, κυρίως γιατί αυτές αποτελούσαν το θέατρο σημαντικών πολεμικών επιχειρήσεων· η δυτική όχθη του κάτω Έβρου σε κάποιο βαθμό υφίστατο, πιθανώς, τις συνέπειες των γεγονότων που ελάμβαναν χώραν ανατολικά και βόρεια· η δυτική Θράκη ήρθε στο επίκεντρο της βυζαντινής ιστορίας από το 1200 μέχρι το 1370, οπότε ο χώρος αυτός σταδιακά κατέστη συνοριακός. Η εκκλησία της δυτικής Θράκης μέχρι τον 8ο αιώνα ήταν οργανωμένη κυρίως με τη μητρόπολη Τραϊανούπολης με μόνη εξαίρεση το Διδυμότειχο που ανήκε στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Αδριανούπολης. Από τον 9ο αιώνα μέχρι τον 12ο στην μητρόπολη Τραϊανούπολης υπέκειντο οι επισκοπές Διδυμοτείχου, Μάκρης, Μοσυνούπολης Περιθεωρίου, Πόρων, Ξανθείας, Πολυστύλου, ενώ η Μαρώνεια ήταν αρχιεπισκοπή. Η εδαφική συρρίκνωση του κράτους έφερε αλλαγές στην εκκλησιαστική διοίκηση: από τον 12ο αιώνα και μετά ανυψώθηκαν σε αρχιεπισκοπές και στη συνέχεια σε μητροπόλεις ή κατ’ ευθείαν σε μητροπόλεις οι επισκοπές Διδυμοτείχου, Μάκρης, Μαρώνειας, Περιθεωρίου και Ξανθείας. Την εποχή της τουρκικής κατάκτησης η


[46]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μητρόπολη Τραϊανούπολης πρακτικά δεν είχε πια υπολογίσιμες ενορίες, η μητρόπολη Μάκρης είχε αφανιστεί, η μητρόπολη Περιθεωρίου συγχωνεύθηκε με τη μητρόπολη Ξανθείας, η επισκοπή Πολυστύλου δόθηκε στον Μαρωνείας και ακολούθως μάλλον καταργήθηκε και η μητρόπολη Διδυμοτείχου από το β΄ μισό του 14ου μέχρι το α΄ μισό του 16ου είδε μόνον έναν μητροπολίτη για δύο χρόνια. Η θλιβερή ιστορία της σταδιακής καταστροφής του εκκλησιαστικού οργανισμού αποτελεί σοβαρή ένδειξη για τον δραματικό περιορισμό των ενοριών και του ποιμνίου τους και βέβαια για τον εκμηδενισμό των εκκλησιαστικών εισοδημάτων. Το μεγάλο μοναστικό κέντρο της περιοχής στις νότιες υπώρειες της Ροδόπης, το Παπίκιον όρος, άκμασε ανάμεσα στον 10ο και τον 12ο αιώνα, παράκμασε και αφανίστηκε μάλλον κατά τον 14ο. Το μοναστήρι της Βήρας, ίδρυμα του 1152, παράκμασε μετά τα μέσα του 14ου αιώνα και έσβησε πριν από την Οθωμανική κατάκτηση. Τον 14ο αιώνα χάθηκαν από τον χάρτη όλες οι μονές της δυτικής Θράκης, άλλες πριν από την οθωμανική κατάκτηση, άλλες εξ αιτίας της. Εκτός από τους δύο μεγάλους δρόμους υπήρχαν μερικοί μικρότεροι που οδηγούσαν από την πεδιάδα του Βολερού στη βόρεια Θράκη. Η ιστορία του Διδυμοτείχου εντάσσεται απολύτως στο ανωτέρω πλαίσιο. Τα γεγονότα που έλαβαν χώραν στην πόλη και στην περιοχή που την περιβάλλει άμεσα είναι, επιγραμματικά, τα ακόλουθα6. Ο Ιουστινιανός ο Α΄ (527–565) οικοδόμησε τα τείχη της Πλωτινόπολης. 787: η επισκοπή Πλωτινοπόλεως αναφέρθηκε στα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου για τελέυταία φορά. 813: ο Κρούμος λεηλάτησε τη Θράκη, κατέλαβε και κατέστρεψε κάστρα. 879/880: η επισκοπή Διδυμοτείχου αναφέρθηκε στα πρακτικά της Συνόδου του 879 για πρώτη φορά. 896–924: ο Συμεών λεηλάτησε κατά περιόδους τη Θράκη. Τέλη 10ου αιώνα: εξορίσθηκε στο Διδυμότειχο ο Βάρδας Σκληρός. 1189: η πόλη κατελήφθη από τους πολεμιστές της Γ΄ Σταυροφορίας. 1204: μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης κατελήφθη από τις δυνάμεις του Βονιφατίου (στη συνέχεια βασιλιά στη Θεσσαλονίκη), αλλά τελικά περιήλθε στον Βαλδουίνο (λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης). 1205: η ελληνική αριστοκρατία του Διδυμοτείχου σε συνεργασία με τον τσάρο των Βουλγάρων Ιωάννη εξεδίωξε τους Λατίνους και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της πόλεως. Το διάγραμμα στηρίζεται κυρίως στα βιβλία του Γιαννόπουλου, Διδυμότειχο, της Asdracha, Rhodopes και όσον αφορά στην περίοδο της τουρκικής κατακτήσεως στο βιβλίο του Βογιατζή, Οθωμανοκρατία. 6


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[47]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1206: ο τσάρος Ιωάννης πολιόρκησε την πόλη (Ιούνιος). 1206: ο Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως παρέδωσε το Διδυμότειχο στον Θεόδωρο Βρανά, ως τιμαριούχο της Λατινικής αυτοκρατορίας. 1206: πέθανε στην πόλη ο εξόριστος ορθόδοξος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, Ιωάννης ο Ι΄ ο Καματηρός (Ιούνιος). 1206: ο Βούλγαρος τσάρος, Ιωάννης, κατέλαβε την πόλη (Αύγουστος). 1206: οι Λατίνοι σκέφτονταν να ανοικοδομήσουν τα τείχη. 1225: ο Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός Δούκας, δεσπότης της Ηπείρου, αυτοκράτορας στη Θεσσαλονίκη, κατέλαβε την πόλη. 1230–1246: περιήλθε στην κυριαρχία του Βουλγαρικού βασιλείου (τσάρος Ιωάννης Ασέν ο Β΄). 1246: κατελήφθη από τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας της Νικαίας (αυτοκράτορας Ιωάννης ο Γ΄ ο Δούκας ο Βατάτζης). 1305: κατέφυγε στην πόλη τραυματισμένος, μετά τη μάχη της Άπρω, ο Μιχαήλ ο Θ΄ ο Παλαιολόγος (1294–1320). 1321–1328: κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, αλλά και σε ενδιάμεσα διαστήματα, εγκαταστάθηκε στο Διδυμότειχο ο Ανδρόνικος ο Γ΄ ο Παλαιολόγος. 1322: φυλακίστηκε εδώ ο δεσπότης Κωνσταντίνος. 1328: εκτοπίστηκε εδώ ο Θεόδωρος ο Μετοχίτης. 1328–1334: μέλη της οικογενείας του Ιωάννη Καντακουζηνού και του Ανδρονίκου του Γ΄ βρίσκονταν επί μακρόν στο Διδυμότειχο. 1341: ο Ανδρόνικος ο Γ΄ και η οικογένειά του στο Διδυμότειχο. 1341: μετά το θάνατο του Ανδρονίκου του Γ΄ ο Ιωάννης ο ς΄ ο Καντακουζηνός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο και το κατέστησε έδρα του. 1342: ο Καντακουζηνός αναχώρησε για τις δυτικές επαρχίες αφήνοντας στο Διδυμότειχο την οικογένειά του και στρατιωτική δύναμη. 1342: ο «Δήμος» του Διδυμοτείχου εξεγέρθηκε κατά των ανθρώπων του Καντακουζηνού (Αύγουστος). Οι εξεγερμένοι νικήθηκαν, διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους και οι εγκαταστάσεις τους κατεδαφίστηκαν. 1342: ο Απόκαυκος πολιόρκησε την πόλη, αλλά εγκατέλειψε την προσπάθεια, όταν έσπευσαν σε βοήθεια της πόλης βουλγαρικά στρατεύματα. 1342: οι Βούλγαροι πολιόρκησαν την πόλη (φθινόπωρο). 1343: ο Ουμούρ εμφανίστηκε προ του Διδυμοτείχου, οι Βούλγαροι αποσύρθηκαν και ο Ουμούρ αποχώρησε (πρώτοι μήνες). 1343/1344: ο Καντακουζηνός και ο Ουμούρ έφθασαν στην πόλη (χειμώνας). 1344: ο Απόκαυκος πολιόρκησε την πόλη. Η πολιορκία απέτυχε. 1345: το Διδυμότειχο κατέστη ορμητήριο του Καντακουζηνού.


[48]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1347–1348: επιδημία πανώλους ερήμωσε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μετά το 1347: στην πόλη εξορίστηκε ο πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας. 1352: περιήλθε στον Ιωάννη τον Ε΄ τον Παλαιολόγο. 1354: περιήλθε οριστικά στους Παλαιολόγους. 1360/1361: παραδόθηκε σε ανεξάρτητους Τούρκους πολεμιστές. ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ. Oι αναφορές των ιστορικών στο Διδυμότειχο δεν είναι σπάνιες. Στην απόλυτη πλειοψηφία τους τα κείμενα αυτά αναφέρονται στα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώραν στην πόλη και την άμεση ή ευρύτερη περιοχή της χωρίς να παρέχουν πληροφορίες για το χώρο και τη δόμησή του. Αμέσως και εμμέσως μας πληροφορούν για την οχυρότητα της πόλεως και για τη στρατηγική σημασία της. Προσωπικότητες και στρατεύματα κυκλοφορούν σε έναν τόπο, για τη δόμηση του οποίου, κατά κανόνα, δεν γίνεται καμμία αναφορά. Ωστόσο, αν εντοπίζονται μερικές σποραδικές ειδήσεις για κτίσματα, αυτές δεν αφορούν σχεδόν ποτέ στην οχύρωση της πόλης. Οι τελευταίες είναι ελάχιστες και παρέχουν, συνήθως, έμμεσες πληροφορίες για την ιστορία της οχύρωσης. 1. Ο Προκόπιος στο Περὶ κτισμάτων αναφέρεται στην οχύρωση της Πλωτινόπολης από τον Ιουστινιανό τον Α΄ (527–565): Καὶ ὅσα δὲ αὐτῷ ὀχυρώματα εἴργασται ἀμφί τε τὴν ἄλλην Θράκην καὶ τὴν νῦν καλουμένην Αἰμίμοντον, ἐγὼ δηλώσω. πρῶτα μὲν Φιλιππουπόλεως καὶ Βεροίας, ἔτι μέντοι Ἀδριανουπόλεως καὶ Πλωτινουπόλεως τά τε ἐνδέοντα καὶ καταπεπονηκότα σπουδῇ τῇ πάσῃ ᾠκοδομήσατο· ἐπεὶ αὐτὰς ἐπιμαχωτάτας ξυνέβαινεν εἶναι, καίπερ ἔθνεσι γειτονούσας βαρβάρων πολλοῖς. Προκόπιος, Περὶ κτισμάτων, Δ΄. ια΄. 18–19, έκδ. LOEB, Procopius, Buildings, σ. 307–308. 2. 1189. Δύο σταυροφόροι ανέβηκαν στο τείχος, μπήκαν στην πόλη και στη συνέχεια άνοιξαν την πύλη από όπου οι πολιορκητές όρμησαν στο εσωτερικό. Αλανοί μισθοφόροι των Βυζαντινών προέβαλαν αντίσταση σε ψηλό πύργο, που βρισκόταν το εσωτερικό του κάστρου. Chronica regia Coloniensi (Annales Maximi Coloniensi), εκδ. G. Waitz (Scriptores rerum germanicarum [in usum scholarum ex Monumentis Germaniae historicis regusi]), Hannover 1880, σ. 147. 3. Ο Νικήτας Χωνιάτης παρέχει την πληροφορία ότι ο Βονιφάτιος οχύρωσε την πόλη: ἀμέλει τοι καὶ κατειληφὼς τὸ Διδυμότειχον καὶ παντοίως αὐτὸ κρατυνόμενος, ἐπὶ δὲ τὰς Θρακίας πόλεις ἀναστατῶν πλὴν τῆς Ὀρεστιάδος (ταύτην γὰρ ἀντιπαρήρχετο πλεῖστον ὅσον τὸ ἐκ Βαλδουίνου στέγουσαν ὁπλομάχον) …


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[49]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Νικήτας Χωνιάτης, εκδ. I. A. van Dieten, Nicetae Choniatae Historia [CFHB XI/1], Berlin, N. York 1975, σ. 599.15–18. 4. Σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη ο βούλγαρος τσάρος Ιωάννης (1197–1207) πολιόρκησε το Διδυμότειχο τον Ιούνιο του 1206 και προσπάθησε να εκτρέψει τον ποταμό που περιέρρεε την πόλη: περὶ τοίνυν τὸ Διδυμότειχον καταστρατοπεδευσάμενος καὶ τὸ χωρίον ὁρῶν ὑπερδέξιον χαλεπόν τε καὶ ἄπορον αἱρεθῆναι μεταφέρειν τὸν ποταμὸν Εὗρον ἐπεβάλετο, περικλώμενον τῷ φρουρίῳ καὶ διὰ καθόδων τοῖς πολλοῖς ἀγνώστων τοὺς ἔνδον ποτίζοντα. καὶ μηχανὰς περιστήσας τὸ τεῖχος ἔτυπτεν, ἐν οἷσπερ εἴκαζε μὴ πάμπαν εἶναι τοῖς προσβάλλουσιν ἀκατάσειστον, οὔτε μὴν προεκλύοιντο τὰ διαφιέμενα τῶν λίθων βάρη τῷ διαστήματι. Νικήτας Χωνιάτης, εκδ. I. A. van Dieten, Nicetae Choniatae Historia [CFHB XI/1], Berlin, N. York 1975, σ. 632.22–24. 5. Ο Geoffroi Villehardouin αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της ανωτέρω πολιορκίας τα πετροβόλα μηχανήματα του Ιωάννη γκρέμισαν τα τείχη σε τέσσερα μέρη και οι άντρες του κατάφεραν δύο φορές να ανέβουν σε αυτά: .. les pierriers de Johannisse ont abattu la muraille en quatre endroits, et ses gens ont été deux fois sur les murs. Villehardouin, La conquête de Constantinople, εκδ. E. Faral, τ. 2, Paris 1939, σ. 243 § 428. 6. O ίδιος ιστορικός παραδίδει ότι ο τσάρος Ιωάννης τον Αύγουστο του ιδίου έτους κατέλαβε την πόλη και την κατεδάφισε: Ὁ δέ γε Ἐρρῆς βασιλεύσας ἐπεὶ πύθοιτο παρὰ τῶν εἰς Ὀρεστιάδα καταλειφθέντων ὁμογενῶν Σκυθῶν αὖθις καὶ Βλάχων ἐξιέναι στρατεύματα καὶ τὸ μὲν Διδυμότειχον καθελεῖν, αὐτὴν δέ τὴν ἐξ Ἀδριανοῦ καλουμένην ὑπονοθεύειν … Νικήτας Χωνιάτης, εκδ. I. A. van Dieten, Nicetae Choniatae Historia [CFHB XI/1], Berlin, N. York 1975, σ. 645.89–646.92. 7. Ο Geoffroi Villehardouin περιγράφει την καταστροφή του Διδυμοτείχου από τον ίδιο τσάρο: Et le Varnas n’ avait pas relevé des defenses du Dimot ce que Johannisse en avait abattu avec ses pierriers et ses mangonneaux, et il l’ avait pauvrement occupé. Et Johannisse chevaucha vers le Dimot, le pris et l’ abattit, et renversa les murs jusqu’ à terre. Villehardouin, La conquête de Constantinople, εκδ. E. Faral, τ. 2, Paris 1939, σ. 257 § 442. 8. Ο αυτοκράτορας Ερρίκος και οι Λατίνοι ευγενείς εξέτασαν τη δυνατότητα ανοικοδόμησης της οχύρωσης μετά την καταστροφή του 1206 και διαπίστωσαν ότι αυτή η ανοικοδόμηση αυτή δεν ήταν εφικτή:


[50]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Alors l’ empereur Henri … chevaucha jusqu’ à la cite du Dimot, pour savoir comment elle était abattue et si on la pourrait relever, et il se logea devant la ville et vit, lui et ses barons, qu’ il n’ y avait pas lieu, en tel état, de la relever. Villehardouin, La conquête de Constantinople, εκδ. E. Faral, τ. 2, Paris 1939, σ. 263, 265 § 449. 9. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός αναφέρει ότι το 1342 έδωσε εντολή να ανοιχθεί τάφρος γύρω από την πόλη: ἔτι γὰρ Καντακουζηνοῦ τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν εἰς τὴν ἑσπέραν ἐκστρατείαν παρασκευαζομένου, ἐδόκει δεῖν διὰ τὸν πόλεμον περὶ τὴν ἒξω συνοικίαν τάφρον περιελαύνειν, ἳνα μὴ ραδία ἡ εἲσοδος τοῖς πολεμίοις εἲη, εἲ ποτε ἐσβάλοιεν. διανεμημένης δὲ τῆς τάφρου κατὰ φατρίας παντὶ τῷ δήμῳ, ὥστε ἀνορύττειν, καὶ τοῖς ἐν τῷ κλήρῳ τῆς ἐκκλησίας πᾶσι παρείχετο μερίς. Δυσχεραινόντων δὲ ἐκείνων διὰ τὸ πονεῖν καὶ προσαγγελλόντων τῷ μητροπολίτῃ τοὺς ἐπὶ τὰ ἔργα ἀναγκάζοντας, «οὐδὲν μὲν» εἶπεν ἐκεῖνος «τὰ τοιαῦτα πρὸς τὸν πόλεμον λυσιτελήσει. μετ’ οὐ πολύ γὰρ ὃ περιποιοῦνται χωρίον πρὸς λαχανισμὸν ἐπιτηδείως ἔξειν. τοῦ δὲ μὴ δοκεῖν αὐτοὺς τοῦ κοινῇ λυσιτελοῦντος ἀμελεῖν, ἐκέλευε τὰ ἐπιτεταγμένα πράττειν. Ιωάννης Κανατακουζηνός, ΙΙ 37, Ioannes Kantacuzenus, εκδ. L. Schopen, Ioannis Cantacuzeni historiarum libri IV [CSHB]. Bonn 1831, βιβλ. ΙΙΙ, 48, τ. II, σ. 289.9–21. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. Μάλλον δεν θα διαπιστώσει ποτέ η έρευνα τι ακριβώς ήταν το Διδυμότειχο για τους κατοίκους του και για τους κατοίκους της Θράκης στις διάφορες εποχές. Η εικόνα που έχει διαμορφωθεί απηχεί τις απόψεις του επίσημου Βυζαντίου, δηλαδή του εκκλησιαστικού μηχανισμού, της κρατικής οργάνωσης (διοίκηση και άμυνα) και βέβαια της άρχουσας διανόησης. Πάντως προσώρας η έρευνα διαθέτει περισσότερα ερωτηματικά από απαντήσεις. Μέχρι το 600 η ύπαρξη επισκοπής Πλωτινόπολης, η οποία δραστηριοποιούνταν στο λόφο του κάστρου και όχι στα ερείπια της Πλωτινόπολης, δείχνει ότι για την οργανωμένη εκκλησία το μόρφωμα καταλεγόταν στο σύνολο των οικισμών που το κράτος αντιλαμβανόταν ως πόλεις, με όποιο περιεχόμενο έδινε το ίδιο στον όρο. Τι σχέση, όμως, είχε ο οικισμός του κάστρου με την πόλη της Αγίας Πέτρας ή με τις άλλες πόλεις της ίδιας εποχής; Από το ένα μόρφωμα στο άλλο μεταφέρθηκαν το διοικητικό καθεστώς, ο πληθυσμός, οι δραστηριότητες και οι λειτουργίες, όλα μαζί ή σταδιακά; Ο «όρος» που χαρακτηρίζει το Διδυμότειχο «κάστρον» τι σημαίνει για την ιστορία του οικισμού; Παρά τη εκτεταμένη φιλολογία για τη χρήση εν γένει του όρου στους 7ο, 8ο


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[51]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και 9ο αιώνες είναι μάλλον δύσκολο να έχουμε εικόνα για τη μορφή, την έκταση και τις λειτουργίες του οικισμού. Η πόλη ήταν επισκοπή το 787 (Πλωτινοπόλεως) και το 879 (Διδυμοτείχου). Αλλά τι σχέση είχε ο οικισμός του 787 με αυτόν του 879; Επί του παρόντος νομίζω ότι σχεδόν αδύνατο να δοθεί οποιαδήποτε απάντηση στο ερώτημα. Η αναβάθμιση της επισκοπής σε αρχιεπισκοπή και εν συνεχεία σε μητρόπολη (12ος και 13ος αιώνας) είναι σαφές ότι δεν αντανακλούσε αναβάθμιση της πόλης. Προέκυψε από τη σταδιακή αποψίλωση του οικουμενικού θρόνου από τις μητροπόλεις και επισκοπές της Μικράς Ασίας και τον αφανισμό των μητροπόλεων και επισκοπών της Βαλκανικής. Όπως επισημαίνεται στη συνέχεια, κατά τον 13ο και 14ο αιώνα ο οικισμός συρρικνωνόταν σταδιακά. Στις αρχές του 13ου αιώνα ο Ιωαννίτζης κυριάρχησε στη Θράκη και κατέστρεψε τις πόλεις της. Για τον Γεώργιο Ακροπολίτη πόλεις ήταν η Αδριανούπολη, η Φιλιππούπολη, η Μοσυνόπολη και η Τραϊανούπολη, αλλά και η ασήμαντη Μάκρη7. Στην ομάδα αυτή εντασσόταν το Διδυμότειχο. Πολίχνιον χαρακτηρίζεται από τον Νικηφόρο Γρηγορά, που φαίνεται να σημαίνει περισσότερο κάστρο και λιγότερο ακρόπολη8. Αλλά ο ιστορικός χρησιμοποιεί τον όρο γιατί ήταν κάστρο, γιατί στην πραγματικότητα η πόλη είχε απομείνει πλέον μόνον μία ακρόπολη ή γιατί το βραχώδες ύψωμα του έδινε την εντύπωση ακρόπολης; Η εικόνα που έχω σχηματίσει για το υστεροβυζαντινό Διδυμότειχο, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, είναι σε γενικές γραμμές η ακόλουθη: μέσα στην οχύρωση είχαν αναπτυχθεί περιοχές κατοικίας και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, ενώ στην ακρόπολη είχαν εγκατασταθεί οι διοικητές του κάστρου ή η αυτοκρατορική οικογένεια. Εγκαταστάσεις κατοικίας και εκκλησιαστικές (αδιευκρίνιστης έκτασης) υπήρχαν έξω από τα τείχη. Σύμφωνα με τις πηγές μέσα στην οχύρωση έμενε η κυρίαρχη τάξη (αξιωματούχοι, φεουδαρχία και στρατός), οι άρχοντες, ενώ έξω από τα τείχη ο λαός (αγρότες και βιοτέχνες), ο δήμος9. Με κριτήρια το εμβαδόν, τις εγκαταστάσεις (όπως εμφανίζονται στις ανασκαφές), τις ειδήσεις των πηγών και τη διοικητική τάξη (κρατική και εκκλησιαστική) έχω την άποψη ότι το Διδυμότειχο στην υστεροβυζαντινή περίοδο συγκαταλεγόταν στην ομάδα των οικιστικών μορφωμάτων, τα οποία εκείνη την εποχή θεωρούνταν «πόλεις» και είχε την ίδια λειτουργία με αυτά.

Ακροπολίτης, 13, σ. 25.18–26.3. Γρηγορᾶς, VIII, 11, Z, τ. Ι, , σ. 357.9–10. 9 Asdracha, Rhodopes, σ. 134. 7 8


[52]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ. Στο λόφο του Καλέ και στο άμεσο περιβάλλον του σώθηκαν μάλλον λιγοστά βυζαντινά μνημεία, εκτός από την ίδια την οχύρωση. Στα πόδια του λόφου ανασκάφηκαν λείψανα εγκατάστασης μισολαξευμένης στο βράχο – μισοκτισμένης, άγνωστου προορισμού –πάντως όχι εκκλησιαστικού–, 5ου ή 6ου αιώνα10, όπως επίσης και υπόσκαφα, υπόγεια διαμερίσματα μάλλον κατοικιών. Κάπως μακρύτερα, στη θέση Άγιος Βλάσιος ανασκάφηκαν μερικώς τα ερείπια μεσοβυζαντινής εκκλησίας11. Λιγοστά, επίσης, είναι τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά λείψανα, που ερευνήθηκαν μέσα στο κάστρο. Το βόρειο τμήμα του οικισμού, η περιοχή βορείως της πύλης ΠΛ4 και μέχρι τον γκρεμό πάνω από τον πύργο Π16, πάνω – κάτω το ένα τέταρτο έως το ένα πέμπτο της οχυρωμένης έκτασης, φαίνεται ότι δεν κατοικούνταν: ήταν η περιοχή που έβλεπε ήλιο τις λιγότερες ώρες της μέρας, η περισσότερο εκτεθειμένη στους βοριάδες και επομένως η πιο κρύα του κάστρου. Τον οικισμό διασχίζουν σήμερα δρόμοι, στους οποίους μπορεί κανείς να αναγνωρίζει βυζαντινή καταγωγή. Εκτός αυτών εντοπίστηκαν δρόμοι με βεβαιότητα υστεροβυζαντινοί ή παλαιότεροι. Είχαν άνισο πλάτος, ήταν στο μεγαλύτερο μήκος τους στενοί –όσο βέβαια στάθηκε δυνατό να ερευνηθεί–, παρακολουθούσαν τις υψομετρικές καμπύλες του υψώματος και επομένως δεν ήταν ευθύγραμμοι. Διαμορφώνονταν –κυρίως– ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού, μερικές φορές περνούσαν πάνω από υπόγεια παρακείμενων σπιτιών, ήταν λαξευμένοι στο βράχο και, όπου ήταν ανάγκη, οι ανωμαλίες του βράχου εξομαλύνονταν με χώμα και χτιστά κράσπεδα. Ένας από αυτούς είχε πέρατα στις δύο κύριες πύλες (ΠΛ1 και ΠΛ10) του κάστρου· ο δρόμος ήταν χαραγμένος περίπου ένα οικοδομικό «τετράγωνο» μέσα από το τείχος της νότιας πλευράς, δηλαδή στην ζώνη όπου άρχιζε η απότομη πλαγιά. Η ζώνη ανάμεσα στο δρόμο και το νότιο τείχος (τα οικοδομικά «τετράγωνα» δηλαδή) αποτελούσε τη μοναδική περιοχή του οικισμού που ήταν σχεδόν επίπεδη. Λίγο μετά την περιοχή, όπου βρίσκεται ο Άγιος Αθανάσιος, από τον δρόμο έφευγε ένα κλαδί και κατευθυνόταν προς την περιοχή του Αγίου Γεωργίου της Αρμενικής Κοινότητας. Ένας άλλος δρόμος έμπαινε στο κάστρο από την πύλη ΠΛ4, προχωρούσε προς τα νότια, πάντα παρακολουθώντας τις υψομετρικές καμπύλες, σχεδόν παράλληλα προς το τείχος, πάλι σε μια λίγο – πολύ επίπεδη ζώνη διαμορφωμένη από τις επιχώσεις που γέμισαν το πρανές πίσω από το τείχος. Είναι πιθανό ότι ο δρόμος αυτός διακλαδιζόταν στις πρώτες λίγες δεκάδες μέτρα του και το ένα σκέλος του κατευθυνόταν προς την ακρόπολη.

10 11

Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 76. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 76.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[53]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εκτός από αυτούς τους κύριους δρόμους υπήρχαν άλλοι δευτερεύοντες: ήταν στενοί (με πλ 1–2μ), με άνισο πλάτος, μερικές φορές ήταν αδιέξοδοι, κάποτε είχαν στον άξονά τους ρηχή εκβάθυνση για να τρέχουν τα όμβρια ύδατα και τα αστικά λύματα12. Οι αδιέξοδοι δρόμοι είχαν μικρό μήκος. Δεν είναι πολλοί οι δρόμοι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν βυζαντινοί και δεν φαίνεται να συγκροτούσαν ένα οργανωμένο δίκτυο. Μάλλον ανοίχτηκαν όταν ανοικοδομούνταν τα γειτονικά σπίτια και για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους. Μέχρι σήμερα δεν εντοπίστηκαν ανοιχτοί χώροι, οιασδήποτε μορφής, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πλατείες. Οργανωμένα νεκροταφεία δεν έχουν εντοπισθεί. Ταφές πραγματοποιούνταν στα τρία εκκλησιαστικά κτίσματα (μέσα και γύρω από αυτά) και στο πρανές μπροστά από τα μεταπύργια Τ9–10, Τ10–11 και Τ11–12 μάλλον τυχαία, χωρίς κάποια οργάνωση. Ίσως είναι βιαστική παρατήρηση, αλλά οι ανασκαμμένοι χώροι, τα σπίτια, οι εκκλησίες, οι χώροι ταφών και οι δρόμοι δεν δείχνουν κάποιο είδος σχεδιασμού. Αν θεωρήσει κανείς ότι τα μοναστήρια ανήκουν στη σφαίρα του δημοσίου ενδιαφέροντος, τότε η θέση των δύο μοναστηριών δείχνει προνομιακή κατάληψη γης: και τα δύο βρίσκονται κοντά σε πύλες και δίπλα σε κύριους δρόμους, σε θέσεις σχετικά ομαλές, πολύ εύκολα προσβάσιμες. Πίσω από τους πύργους Π2 και Π3 ανασκάφηκαν (μάλλον το 1974) και εν συνεχεία καταχώθηκαν τα λείψανα κοσμικού κτιρίου –άγνωστου κατά τα άλλα– προορισμού, 5ου ή 6ου αιώνα. Είναι άγνωστη η σχέση που είχε το, μάλλον μεγάλο, αυτό κτίριο με την οχύρωση. Για το κτίσμα αυτό δεν υπάρχει καμμία είδηση εκτός από μια σειρά φωτογραφίες. Τα ευρήματα των ανασκαφικών ερευνών δείχνουν ότι ο οικισμός του κάστρου ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα είχε αρχίσει να συρρικνώνεται· στη διάρκεια των κοινωνικών αναστατώσεων των μέσων του επόμενου αιώνα είχε καταστραφεί η συνοικία (ή οι συνοικίες) έξω από την οχύρωση· στα μέσα του ίδιου αιώνα ο Καντακουζηνός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας σε μια εκκλησία που βρισκόταν σε μια ερειπωμένη ή μισοεγκαταλελειμμένη γειτονιά· και τέλος η γειτονιά στο βόρειο άκρο του οικισμού στα μέσα του 14ου αιώνα ήταν ήδη κατεστραμμένη και σε διαδικασία κατάχωσης.

Στις βυζαντινές πόλεις από τον 9ο μέχρι τον 15ο αιώνα δεν κατασκευάστηκαν αποχετευτικά συστήματα πόλεις και τα σπίτια συνήθως δεν διέθεταν χώρους υγιεινής. Μέρος των οικειακών λυμάτων απορρίπτονταν στους δρόμους, από όπου οι κλίσεις των υψωμάτων, άλλα υγρά απορρίμμματα και οι βροχές τα οδηγούσαν σε περιοχές με μεγάλες επιχώσεις ή στις υδρορρόες που ανοίγονταν στα τείχη. 12


[54]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δίπλα στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου διατηρείται ό,τι περισώθηκε από ταφικό παρεκκλήσιο του α΄ μισού του 14ου αιώνος13. Είναι πολύ πιθανό ότι πρόκειται για τη βόρεια στοά μιας εκκλησίας με περίστωο· ήταν καμαροσκέπαστη, στο ανατολικό πέρας της διαμορφωνόταν ιδιαίτερο διαμέρισμα στο τύπο του συνεπτυγμένου εγγεγραμμένου σταυροεοδούς με αψίδα στην ανατολική πλευρά, ενώ στις μακρές πλευρές είχε αψιδώματα με λαξευτούς τάφους· το κάτω μέρος ήταν λαξευμένο στο βράχο, αλλά η ανωδομή ήταν κτιστή. Το κτίριο εξωτερικά ήταν διαμορφωμένο με αψιδώματα και κόγχες. Η αρχιτεκτονική του προσγράφεται στις παραδόσεις της πρωτεύουσας και του αμέσου περιβάλλοντός της. Κάτω από τη στοά είχαν λαξευτεί δύο ταφικές κρύπτες καλυμμένες με ημικυλινδρικές, πλινθόκτιστες καμάρες. Έξω από τη βόρεια πλευρά του κτιρίου σώζονται ένας πιθώνας, ο μεγαλύτερος του κάστρου, μια δεξαμενή και ένα διαμέρισμα άγνωστου προορισμού, όλα λαξευμένα στο βράχο. Στο χώρο έξω από το κτίριο υπήρχαν αρκετές ταφές. Πρόκειται για τα απομεινάρια μεγάλου μοναστηριακού συγκροτήματος. Σε μικρή απόσταση από αυτό ανεσκάφη η πρώτη στάθμη ναΐσκου του α΄ μισού του 14ου αιώνος14. Το κτίσμα ήταν μονόχωρο και είχε στις μακρές πλευρές αψιδώματα, στα οποία είχαν λαξευτεί τάφοι. Στη δυτική στενή πλευρά υπήρχε λαξευμένο μεγάλο ξεροπήγαδο. Κοντά στις Σαραϊόπορτες (ΠΛ4) σώθηκε ερειπωμένο το ταφικό παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης, της ιδίας περιόδου με τα άλλα δύο15. Ήταν μονόχωρο, καμαρoσκέπαστο. Εξωτερικά ήταν διαρθρωμένο με αψιδώματα και αβαθείς κόγχες. Απηχεί την παλαιολόγεια αρχιτεκτονική της θρακικής περιφέρειας. Λίγο ψηλότερα βρέθηκε υπόγεια δεξαμενή16 και στην περιφέρεια του υψώματος σχεδόν δίπλα στον Ερυθροπόταμο υπάρχουν τα λείψανα μιας άλλης μεγάλης δεξαμενής εν μέρει κτιστής και εν μέρει λαξευμένης στο βράχο. Στην κορυφή του υψώματος, όπου άλλοτε βρισκόταν η ακρόπολη, έχουν εντοπισθεί δεξαμενές και άλλα υπόγεια διαμερίσματα, μάλλον βυζαντινής περιόδου17. R. Ousterhout, Constantinople, Bithynia, and Regional Developments in Later Palaeologan Architecture, στο: The Twilight of Byzantium (Sl. Ćurčić – D. Mouriki εκδ.), Princeton 1991, σ. 81, εικ. 13–14. R. Ousterhout, The Palaeologan Architecture of Didymoteicho, ByzForsch, XIV (1989), σ. 435–437. 14 Κ. Τσουρής – Ε. Παπαθεοφάνους-Τσουρή, Παλαιολόγειο «μονύδριο» στο κάστρο Διδυμοτείχου, ΑΔ 44– 46 (1987–1991) Μελέτες, σ. 163–178. 15 R. Ousterhout, Constantinople, Bithynia, and Regional Developments in Later Palaeologan Architecture, στο: Sl. Ćurčić – D. Mouriki (εκδ.), The Twilight of Byzantium, Princeton 1991, εικ. 15. R. Ousterhout, The Palaeologan Architecture of Didymoteicho, Byzantinische Forschungen, XIV (1989), σ. 432. 16 Γουρίδης, Διδυμότειχο, εικ. σ. 126. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 102, εικ. 100. 17 Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 68–69. 13


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[55]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο βόρειο άκρο του ερειπωμένου σήμερα οικισμού έχουν ανασκαφεί λαξευμένα στο βράχο τα υπόγεια βυζαντινών σπιτιών που εγκαταλείφθηκαν και καταχώθηκαν κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο18. Τέτοια υπόγεια, λαξευμένα πάντα στο βράχο, συναντώνται σε όλη την έκταση του λόφου, κυρίως στη νότια και τη δυτική πλευρά του. Σώζουν υποδοχές πίθων, μικρές δεξαμενές, γούρνες, ερμάρια και κάποια λαξεύματα αδιευκρίνιστου προορισμού. Τα σπίτια απλώνονταν βαθμιδωτά στην πλαγιά, ήταν σε γενικές γραμμές μικρά, είχαν υπόγειο ή ημιυπόγειο και μία στάθμη ακόμη, ήταν χτισμένα με πέτρες κι συνδετικό υλικό χωματόλασπη και ήταν καλυμμένα με ξυλοστέγη με κεραμίδια. Το υπόγειο ήταν δυνατό να έχει ξεχωριστή είσοδο ή / και επικοινωνία με την υπερκείμενη στάθμη. Υπολογίζω ότι η ανώτερη στάθμη (χώρος κατοικίας) είχε έναν ή το πολύ δύο χώρους. Όλα δείχνουν κατασκευές μάλλον φτωχικές. Έξω από το τείχος Τ10–11 και σε επαφή με αυτό ανασκάφηκε μακρόστενο κτίσμα, που οικοδομήθηκε, εγκαταλείφθηκε και καταχώθηκε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Είχε διαμερίσματα στη σειρά και ο προορισμός του ήταν, πιθανώς, στρατιωτικός.

18

Προκαταρκτικές αναφορές δημοσιεύθηκαν στα Χρονικά του ΑΔ από τον τ. 40 (1985) κ.ε.


[56]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[57]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κεφάλαιο Β΄ Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΟΝΟΜΑΤΑ Οι πρώτες έρευνες για το Διδυμότειχο είχαν τοπογραφικό ή λαογραφικό αντικείμενο και όσες από αυτές αναφέρθηκαν στα μνημεία του το έκαναν μέσα από αυτό το πρίσμα. Σχεδόν συγχρόνως ή στη συνέχεια ερευνήθηκε, ειδικότερα πια, η ιστορία της βυζαντινής πόλεως και της περιοχής της. Τα ενδιαφέροντα των ερευνητών του παρελθόντος της πόλης επεκτάθηκαν στα μνημεία της από τα εικοστά έτη του 20ου αιώνος και μετά. Η βιβλιογραφία που ενδιαφέρει την παρούσα εργασία, ανεξάρτητα από την επιστημονική της αξίας, ήταν στο μεγαλύτερό της μέρος πρωτότυπη. Ορισμένα δημοσιεύματα ήταν συνθετικά και αναπόφευκτα επανέρχονταν σε κάποια συζητημένα ήδη ζητήματα. Οι συνθέσεις αυτές κατά κανόνα παρουσίαζαν σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα για την πόλη και τα μνημεία της και από την άποψη αυτήν αποτέλεσαν συμβολές στην ιστορία του Διδυμοτείχου. Δεν έλειψαν, τέλος, δημοσιεύματα τα οποία δεν συνεισέφεραν απολύτως τίποτε νέο στην έρευνα, απλώς επανέλαβαν ήδη γνωστά πράγματα, κάποτε με παρανοήσεις ή ανοησίες. Είναι αυτονόητο ότι στα τελευταία αποφεύγω οποιαδήποτε παραπομπή. Οι παλαιότερες δημοσιεύσεις για την πόλη επιχείρησαν να τοποθετήσουν στο χώρο την Πλωτινόπολη και το Διδυμότειχο και να διευκρινίσουν τη μεταξύ τους σχέση19. Η συζήτηση επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα μάλλον άσκοπα: εκείνο που έχει σημασία να αποσαφηνισθεί είναι η τύχη της Πλωτινόπολης στα τέλη της αρχαιότητας και αυτό μπορεί να το κάνει μόνον η αρχαιολογική έρευνα. Για τον μελετητή της οχύρωσης του Διδυμοτείχου μικρή σημασία έχει, κατά τη γνώμη μου, η ιστορία και οι δικαιοδοσίες των επισκοπών Πλωτινόπολης και Διδυμοτείχου ή η εμφάνιση και ο αφανισμός του ενός ή του άλλου ονόματος. Μετά από τριάντα χρόνια έρευνας στον Καλέ του Διδυμοτείχου εξακολουθώ να πιστεύω ότι το πρώτιστο καθήκον της αρχαιολογικής επιστήμης είναι να διαπιστώσει τι εκπροσωπούσαν οι οικισμοί των δύο υψωμάτων σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Στα δημοσιεύματα για το κάστρο και την οχύρωσή του αναφέρομαι κατ’ επανάληψη στην εργασία αυτή (ιδίως στο κεφάλαιο για τη χρονολόγηση) και εδώ περιορίζομαι σε σύντομη αναφορά στα πιο αξιόλογα από αυτά. Ο Π. Ευθυμίου στο άρθρο «Το Διδυμότειχον κατά τους βυζαντινούς χρόνους», ΑΘΛΓΘ 22 (1957), σ. 349–378 έδωσε το καλύτερο μέχρι τότε διάγραμμα της ιστορίας και των μνημείων. 19

Τη βιβλιογραφία και τον προβληματισμό παραθέτει ο Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 89–90.


[58]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Δ. Μανάκας στο άρθρο «Συλλογή αφηγήσεων, θρύλων, παραδόσεων και ιστορικών γεγονότων του Διδυμοτείχου», Θρακικά 37 (1963), σ. 12–93 συγκέντρωσε πληροφορίες για την ιστορία της πόλης και τα μνημεία της. Στα «Χρονικά» του «Αρχαιολογικού Δελτίου» από το 1961 και εξής δημοσιεύονται ειδήσεις για ανασκαφικές και νέες επιφανειακές έρευνες στο κάστρο του Διδυμοτείχου, για εργασίες συντήρησης, καθαρισμού και διαμόρφωσης που πραγματοποιήθηκαν στην οχύρωση. Το βιβλίο του Φ. Γιαννόπουλου, «Διδυμότειχο. Ιστορία ενός βυζαντινού οχυρού», Αθήνα 1989, ανακεφαλαίωσε όλες τις ειδήσεις για την ιστορία της πόλεως. Σε γενικές γραμμές είναι αξιόπιστο βοήθημα όσον αφορά την ιστορία. Οι αναφορές στην οχύρωση μάλλον δεν συνεισφέρουν ιδιαίτερα στην έρευνα. Ο Χ. Μπακιρτζής σε διάφορες εργασίες του αναφέρθηκε στην οχύρωση του Διδυμοτείχου, πρότεινε χρονολογήσεις τμημάτων της και ταυτίσεις μερών της. Οι R. Ousterhout και Ch. Bakirtzis στο βιβλίο τους «The Byzantine Monuments of the Evros/Meriç River Valley, Thessaloniki 2007» περιέλαβαν το Διδυμότειχο και τα μνημεία του. Το 1991 δημοσίευσα στα ΑΑΑ ΧΧ (1987), σ. 43–65, την εργασία «Έκθεση ανασκαφικής έρευνας στο Διδυμότειχο», όπου μεταξύ άλλων διατυπώνονται υποθέσεις για τη διαμόρφωση της περιοχής, η οποία εκτεινόταν μπροστά από την πύλη ΠΛ1. Ακολούθησε το 1995 το άρθρο «Νέα ευρήματα από το Διδυμότειχο», ΑΑΑ ΧΧΙΙ (1989), σ. 89–110, όπου πρότεινα για πρώτη φορά σύντομο, αλλά ολοκληρωμένο, σχήμα της ιστορίας της οχυρώσεως, προχώρησα σε σειρά παρατηρήσεων σχετικών με τους πύργους, τις πύλες, τα τείχη και τις τοιχοποιίες τους και διαμόρφωσα χρονολογική κατάταξη. H πρώτη συστηματική, αλλά συνοπτική, προσέγγιση της οχύρωσης του Διδυμοτείχου πραγματοποιήθηκε στην ανακοίνωση με τίτλο «Η οχύρωση του Διδυμοτείχου» του γράφοντος και του Α. Μπρίκα στο 19ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Πρόγραμμα και Περιλήψεις ανακοινώσεων, Αθήνα, 7, 8 και 9 Μαΐου 1999, Αθήνα 1999, 109–110. Το κείμενο της ανακοίνωσης στο μεγαλύτερο μέρος του δημοσιεύθηκε στο άρθρο «Νεάπολις – Χριστούπολις – Καβάλα. Διορθώσεις – προσθήκες – παρατηρήσεις στην οχύρωση και την ύδρευση» ΑΔ 53 (1998), Μελέτες, σ. 423–424, 430–431, 435, 437–438, 439–440, 451. Στην εργασία αυτή παρουσιάστηκαν οι τοιχοδομίες και οι μορφές των πύργων, προτάθηκαν χρονολογήσεις και σχολιάστηκαν οι πληροφορίες των επιγραφών και των ιστορικών κειμένων. Τα περισσότερα από τα συμπεράσματα της παρούσας δημοσίευσης δεν απέχουν πολύ από τις προτάσεις της εργασίας εκείνης.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[59]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

H E. Παπαθωμά στην εργασία της «Διδυμότειχο: η γέννηση και ο ρόλος του στη βυζαντινή ιστορία από τον 6ο ως τον 14ο αι.», Βυζαντινός Δόμος 10–11 (1999–2000), σ. 267–287 επανέλαβε τα γνωστά για την ιστορία της πόλης και την οχύρωσή της. Το βιβλίο του Α. Γουρίδη «Το Ιστορικό Διδυμότειχο», Διδυμότειχο 1999 είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο που έχει αντικείμενο αποκλειστικά την ιστορία και τα μνημεία της πόλης. Πρόκειται για συνθετικό έργο, το οποίο ασχολήθηκε με το Διδυμότειχο από την προϊστορική περίοδο μέχρι τον 20ο αιώνα. Στο βιβλίο αυτό έγινε έγκυρη, συνοπτική μεν συνολική δε, αναφορά στην οχύρωση. Όσον αφορά στην τελευταία, σε γενικές γραμμές, ο συγγραφέας δεν απομακρύνθηκε από τα μέχρι τότε κοινά αποδεκτά. Ακολούθησαν και άλλα δημοσιεύματα του ιδίου λίγο – πολύ στο ίδιο πνεύμα. ΑΜΥΝΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Ο λόφος του Διδυμοτείχου υψώνεται δίπλα στον παραπόταμο του Έβρου, Ερυθροπόταμο, σε σχετικά μικρή απόσταση από τη συμβολή τους. Το βραχώδες ύψωμα έχει ακανόνιστο σχήμα, περίπου ωοειδές. Ο μεγάλη άξονας φτάνει περίπου τα 500μ, ενώ ο μικρός σχεδόν τα μισά. Στα ΒΒΔ και ΔΔΒ ο Ερυθροπόταμος κυλά πολύ κοντά στα κράσπεδα του βράχου, ενώ η υπόλοιπη περίμετρός του περιβάλλεται από την πεδιάδα του Έβρου. Η περιφέρεια του υψώματος είναι εξαιρετικά απότομη και σε μεγάλο μέρος σχεδόν απροσπέλαστη. Η νότια πλευρά είναι σχεδόν κατακόρυφα κομμένη στο βράχο. Η βόρεια εμφανίζει ανώμαλη διαμόρφωση, αλλά είναι σχεδόν απροσπέλαστη. Η ΒΒΑ, ΑΑΒ και ΑΑΝ παρουσιάζει μεν μεγάλη κλίση, μειούμενη σταδιακά προς τα νότια, είναι όμως ευκολότερα προσπελάσιμη από τη νότια πλευρά. Το απόκρημνο βόρειο άκρο του εξάρματος είναι ψηλότερο από τον υπόλοιπο λόφο και επίσης απροσπέλαστο. Η οχύρωση, που προστάτευε το ύψωμα, παρακολουθούσε τη διαμόρφωση του εδάφους και υψωνόταν περίπου στα άκρα του εξάρματος (Τοπογ. 1–8). Σε δύο περιοχές η οχύρωση απομακρυνόταν από το ύψωμα. Στα βόρεια αναπτυσσόταν στον επίπεδο χώρο ανάμεσα στο κράσπεδο του βράχου και το ρείθρο του Ερυθροποτάμου, παρακολουθούσε το ρείθρο του και διαμόρφωνε μία μακρόστενη, περίπου τετράπλευρη επέκταση της οχύρωσης μήκους 250μ και μέσου πλάτους 35–40μ, δηλαδή έκτασης περίπου 0,80–1ha (Τοπογρ. 1, 2, 5, 8). Στο ΝΑ άκρο σχηματιζόταν μία σχεδόν τετράπλευρη προεξοχή περίπου 150μ με πλάτος περίπου 100μ, η οποία κατηφόριζε ελαφρά προς τα πεδινά, δηλαδή προς την κάτω πόλη (Τοπογρ. 1, 2, 3 και Σχ. 10). Πρόκειται για σχετικά ομαλή προέκταση του υψώματος, την πιο ομαλή περιοχή του κάστρου. Το χαμηλότερο σημείο της οχύρωσης, 35μ, βρισκόταν στην περιοχή του πύργου Π1 (θεμέλιο), το ψηλότερο, 80μ, στην περιοχή του πύργου Π12, ενώ οι περιοχές των πύργων Π15 και Π20 βρίσκονταν σε υψόμετρο 65μ και 40μ αντίστοιχα.


[60]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι τρεις κύριες πύλες (ΠΛ1, ΠΛ4 και ΠΛ10) και μία στρατιωτική (ΠΛ6) ανοίγονταν σε σημεία που μοίραζαν την περίμετρο του λόφου σε τέσσερα περίπου ίσα τμήματα (Τοπογρ. 2). Οι δύο βρίσκονταν στο μέσον περίπου της νότιας και βόρειας πλευράς και οι άλλες δύο στο βόρειο και νότιο άκρο. Μόνον μία από το σύνολο των πυλών, μεταγενέστερη, η ΠΛ7, ανοιγόταν στο πεδινό τμήμα της οχύρωσης δίπλα στον Ερυθροπόταμο. Οι άλλες τρεις ανοίγονταν σε σημεία τα οποία είναι μεν δυσπρόσιτα, αλλά με τη βοήθεια τεχνιτών διαμορφώσεων καθίσταντο ευκολότερα προσπελάσιμα από την υπόλοιπη οχύρωση. Η μοναδική σωζόμενη πυλίδα, αποκλειστικά στρατιωτικού προορισμού, η πύλη ΠΛ6, βρισκόταν στο άκρο της οχύρωσης της βόρειας πλευράς και ανοιγόταν σε εξαιρερτικά απότομη περιοχή. Οι πύργοι υψώθηκαν κυρίως στη ΒΒΑ, ΑΑΒ και ΑΑΝ πλευρά, η οποία ήταν δυνατόν να προσβληθεί ευκολότερα από τις υπόλοιπες. Αν μετρήσω από την κύρια πύλη του κάστρου (ΠΛ1), χωρίς να περιλαμβάνω τους πύργους που την πλαισίωναν, εδώ κτίστηκαν δώδεκα πύργοι. Στη νότια πλευρά είναι εξαιρετικά αραιοί. Αν μετρήσω από τον γωνιακό πύργο Π1 μέχρι την ποτάμια οχύρωση εδώ κτίστηκαν επτά πύργοι, μαζί με τον πύργο Π1, περιλαμβανομένων, επίσης, των πύργων Π20 και Π21 που πλαισίωναν την πύλη ΠΛ10. Το προτείχισμα προστάτευε την πλευρά ανάμεσα στις πύλες ΠΛ1 και ΠΛ6 γιατί αυτή είναι, όπως επισημαίνεται συχνά στην εργασία αυτή, η πλέον ευπρόσβλητη, ενώ δεν εντοπίσθηκε στην υπόλοιπη περίμετρο, δεδομένου ότι αυτή ήταν απρόσβλητη από τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η τάφρος ανοίχθηκε στα πεδινά, στη βόρεια και ανατολική πλευρά του λόφου, δηλαδή αύξαινε την οχυρότητα της πλευράς. Στη βόρεια και ΒΔ πλευρά ρόλο τάφρου, και μάλιστα ιδιαίτερα αποτελεσματικής, έπαιζε ο Ερυθροπόταμος. Η ακρόπολη βρισκόταν στην ψηλότερη περιοχή του λόφου, σε ύψος 105–109μ, – επιλογή υποχρεωτικά αυτονόητη για τη λειτουργία κάθε ακρόπολης– και περίπου στο μέσο της οχυρωμένης έκτασης –επιλογή που δεν επέτρεπε πάντοτε και απαραιτήτως η μορφολογία του εδάφους– και ήταν παντελώς ανεξάρτητη από το εξωτερικό τείχος. Τείχος, πύλες και πύργοι υψώνονταν σχεδόν πάντοτε στη θέση προγενέστερων, με περιορισμένες εξαιρέσεις20. Είναι πιθανό ότι στη διάρκεια ορισμένων περιόδων κάποια τμήματα της οχύρωσης είχαν αφεθεί μισοερειπωμένα ή μισοκαταχωμένα21. Η πορεία του τείχους υπαγορεύθηκε από τη μορφολογία του εδάφους και τις επιλογές των χρηστών του υψώματος. Από το ΝΑ μέχρι το βόρειο άκρο του υψώματος, προχωρώντας προς τα βόρεια κατά μήκος της δυτικής πλευράς του, ο βράχος είναι κομμένος σχεδόν κάθετα, επομένως η ανοικοδόμηση του τείχους στο άκρο του 20 21

Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 93–95. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 95.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[61]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πρόσφερε πρόσθετο πλεονέκτημα στην οχύρωση: πολλαπλασίαζε την οχυρότητα, αυξάνοντας πρακτικά το ύψος τειχών και πύργων. Στο βόρειο άκρο ο βράχος υψωνόταν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σημείο της περιφέρειας του υψώματος και είχε τέτοια κλίση ώστε να καθίσταται σχεδόν περιττή η ανέγερση οχύρωσης στο σημείο αυτό. Αν αθετούσαν τη γραμμή αυτή, η οχύρωση όφειλε να μετακινηθεί μπροστά και έξω από αυτή, στην πεδινή έκταση, δίπλα στον Ερυθροπόταμο, πράγμα που θα συνεπαγόταν την απώλεια της ισχύος της γραμμής άμυνας. Στην περιοχή κάτω από το απόκρημνο πέρας του λόφου στα ΒΔ, το ύψωμα προσεγγίζει τον Ερυθροπόταμο περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της περιμέτρου της οχυρωμένης έκτασης. Εδώ η οχύρωση αναπτύχθηκε, όχι βέβαια από την εποχή της α΄ φάσης της, αλλά μεταγενέστερα, στην όχθη του ποταμού με προφανή σκοπό να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη και αβλαβή προσέγγιση του υδάτινου ρεύματος. Στη ΒΑ πλευρά, όπου οι κλίσεις είναι μεν μεγάλες, αλλά δεν απαγορεύουν την άνοδο, η επιλογή της θέσης του τείχους ήταν στην απόλυτη διάκριση της αρχής που αποφάσισε την ανοικοδόμηση: το τείχος μπορούσε να κατασκευαστεί ψηλότερα ή χαμηλότερα, άρα η περικλειόμενη έκταση να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη και αντιστοίχως η αμυντική ισχύς του να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη. Επελέγη μια μέση γραμμή. Αυτή η λίγο – πολύ αυτονόητη προσέγγιση των δεδομένων της γεωμορφολογίας κρίθηκε απαραίτητη για να προχωρήσω σε μια σοβαρή εκτίμηση. Αν ερμηνεύω σωστά τα ανωτέρω δεδομένα, η επιλογή της συγκεκριμένης πορείας ικανοποιούσε αφ’ ενός μεν τις απαιτήσεις της περιόδου για την ανοικοδόμηση οχύρωσης αφ’ ετέρου δε το σχεδιασμό του προγράμματος ανοικοδόμησης. Με άλλα λόγια: όποιος αποφάσισε να οχυρώσει τη συγκεκριμένη έκταση, είχε υπ’ όψιν του συγκεκριμένη λειτουργία και προορισμό για το οικιστικό μόρφωμα που επρόκειτο να αναπτυχθεί σε αυτήν. Επομένως ο ίδιος αξιωματούχος –εκτός από τις δυνατότητες της δεδομένης χρονικής περίστασης (οικονομικές, τεχνικές, οργανωτικές και άλλες)– είχε μάλλον ξεκάθαρη εικόνα για το εμβαδόν του χώρου που έπρεπε να οχυρωθεί και για το μέγιστο αριθμό πληθυσμού που μπορούσε να καταφύγει στην οχύρωση. Εξετάζοντας ειδικότερα την όδευση της οχύρωσης, επισημαίνω τις ακόλουθες λεπτομέρειες (Τοπογρ. 2). Το τείχος από τον Π1 μέχρι τον Π4 ακολουθούσε ευθύγραμμη πορεία: η γραμμή αυτή έτεμνε σχεδόν κάθετα την πρόσβαση από τα πεδινά προς το ύψωμα. Στην περιοχή αυτή ανοιγόταν η κύρια είσοδος του κάστρου. Στη συνέχεια, χωρώντας προς το βόρειο άκρο του υψώματος (περνώντας από την πύλη ΠΛ4), η όδευση παρακολουθούσε εν πολλοίς τις υψομετρικές καμπύλες. Η πρόσβαση (ο δρόμος δηλαδή) ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει τις τελευταίες για να αποφύγει την απότομη ευθεία άνοδο από τα πεδινά. Στην πλευρά αυτή της οχύρωσης


[62]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανοίγονταν άλλες δύο είσοδοι. Σχεδόν στο βόρειο άκρο η οχύρωση διακοπτόταν 10μ βόρεια της πύλης ΠΛ6 και άρχιζε πάλι 80μ βόρεια του πύργου Π20. Στο ενδιάμεσο διάστημα ο βράχος ήταν ανοχύρωτος. Η οχύρωση υψωνόταν και πάλι στα πεδινά, όπου παρακολουθούσε τον Ερυθροπόταμο. Η ποτάμια οχύρωση κτίστηκε έξι αιώνες μετά την πρώτη φάση του χερσαίου τείχους. Στη μεταγενέστερη ποτάμια οχύρωση ανοιγόταν άλλη μία είσοδος, η πύλη ΠΛ7. Στη συνέχεια το τείχος όδευε κατά μήκος της όχθης μέχρι το σημείο που ο παρακείμενος βράχος καθίστατο χαμηλότερος και λιγότερο απότομος και εδώ (υποθέτω ότι) στρεφόταν και πάλι προς το βράχο. Για το τμήμα από τον πύργο Π16 μέχρι το προηγούμενο σημείο, της στροφής δηλαδή του ποτάμιου τείχους προς το βράχο, γίνεται ακολούθως ειδική συζήτηση. Συνεχίζοντας προς τη ΝΑ γωνία η οχύρωση παρακολουθούσε τις εξαιρετικά απότομες υψομετρικές καμπύλες και σχεδόν καθόταν πάνω στο φρύδι του βράχου. Στο λιγότερο απότομο και μόνο προσπελάσιμο σημείο της τελευταίας αυτής πορείας ανοίγεται άλλη μία είσοδος, η πύλη ΠΛ10. Οι πύλες ΠΛ1, ΠΛ4, ΠΛ6 και ΠΛ10 χώριζαν την περίμετρο του υψώματος σε τέσσερα περίπου ίσα τμήματα. Η περιοχή ανάμεσα στον πύργο Π4 και και την πυλίδα ΠΛ6 προστατεύθηκε με την πιο βαριά οχύρωση: εδώ υψώθηκαν οι περισσότεροι πύργοι, τα μεταπύργια διαστήματα είναι τα μικρότερα22 και κατασκευάστηκε προτείχισμα. Αν ερμηνεύω σωστά ιστορικές πληροφορίες και τοπογραφικά δεδομένα, μπροστά από την ίδια περιοχή ανοίχτηκε στα πεδινά τάφρος23. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Οι παλαιότερες αναφορές ερευνητών στην οχύρωση του Διδυμοτείχου οφείλονται στον Π. Ευθυμίου και τον Δ. Μανάκα, ενώ οι νεότερες στον Α. Γουρίδη και αν ο σύγχρονος ερευνητής εμπιστευθεί τις πληροφορίες τους, δεν θα βρεθεί μακριά από την πραγματικότητα του παρελθόντος της πόλης. Ο Δ. Μανάκας ονομάζει «καλέπορτες» (δηλαδή καστρόπορτες), όλες τις πύλες, όπως και ήταν. Δεν πρόκειται για όνομα αλλά για χαρακτηρισμό: σημαίνει απλώς ότι ήταν πύλες που οδηγούσαν στο εσωτερικό της οχυρωμένης πόλης24. Ο ίδιος παραδίδει ότι η λαϊκή ονομασία για την πύλη ΠΛ6 και για την φερόμενη ως πύλη στο σημείο, όπου διαμορφώνεται στο άκρο του υψώματος εν μέρει κτιστή και εν μέρει λαξευτή κάθοδος στην περιοχή κοντά και πάνω από τον πύργο 18, ήταν «νερόπορτες», γιατί «αύται πλησιέστερον του ποταμού ευρισκόμεναι Βλ. στη συνέχεια Πύργοι, Μεταπύργια. Στη συνέχεια. 24 Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 28–29. 22 23


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[63]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εξυπηρέτουν τους πολιορκουμένους δια την υδροληψίαν»25. Είναι επίσης προφανές ότι δεν πρόκειται για τα ονόματα των πυλών, αλλά για χαρακτηρισμό, που αναφέρεται στη θέση και τη λειτουργία των πυλών. Είναι σαφές ότι ο Δ. Μανάκας αντλεί από τις τοπικές παραδόσεις: τα ονόματα που μεταφέρει στις εργασίες του ήταν στα χείλη του ίδιου, των συγχρόνων του και των άμεσων προγόνων τους. Αρκεί να εξετάσει κανείς – αν βέβαια είναι εφικτό– πότε πρόκειται για λαϊκή και πότε για λόγια παράδοση. Ο Α. Γουρίδης, που ανέπτυξε από την δεκαετία του 1980 σημαντική και συστηματική επιστημονική δραστηριότητα με αντικείμενο τα μνημεία της πόλης, συνήθως δεν αναφέρει τις πηγές του26. Από την τουρκική κυριαρχία και μετά επικράτησαν τα ονόματα «πύλη της αγοράς» για την πύλη ΠΛ1 και τη διάδοχό της, πύλη ΠΛ2, και «πύλη της γέφυρας» για την πύλη ΠΛ9. Η πύλη ΠΛ4 στις τοπικές παραδόσεις ήταν γνωστή ως «πύλη του ανακτόρου», καθώς εξασφάλιζε τη συντομότερη πρόσβαση στην ακρόπολη. Ίδιες παραδόσεις ονόμαζαν τον πύργο Π1 «πύργο της βασιλοπούλας» και το πύργο Π15 «κεχρί». Για τον τελευταίο η σχετική παράδοση θεωρεί ότι χρησίμευε ως αποθήκη κεχριού, αλλά νομίζω ότι είναι κάπως απομακρυσμένος για αποθήκη δημητριακών. Ο πύργος Π16 λεγόταν «πεντάζωνο», ελληνική απόδοση του τουρκικού «μπες κουσάκ», όνομα που χρώσταγε σε χαρακτηριστικό της τοιχοποιίας του. Στη χρήση του για κάποιο διάστημα ως αποθήκης πυρομαχικών χρωστά ο πύργος Π2 το όνομα «μπερχανέ», παραφθορά του «μπαρουτχανέ». Τέλος με το όνομα «ταραπχανέ», παραφθορά του «νταρπχανέ» (=νομισματοκοπείο), μνημονεύεται η δεξαμενή ή πύργος ή συνδυασμός τους κοντά στην Αγία Μαρίνα, διαμόρφωση που περιγράφεται στην συνέχεια ως «ένωση του βυζαντινού ποτάμιου τείχους με το βράχο στη νότια πλευρά της ποτάμιας επέκτασης της οχύρωσης» πάνω από τον ποταμό, στην άκρη του υψώματος, σε γωνιώδη απόληξη του βράχου. Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΑΦΡΟΣ Αρχιτεκτονικά λείψανα τάφρου δεν εντοπίστηκαν στην οχύρωση του Διδυμοτείχου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καντακουζηνού η τάφρος ανοίχθηκε με δική του εντολή μπροστά από την ατείχιστη ἒξω συνοικίαν. Δεν είναι γνωστή η έκταση και η θέση της γειτονιάς αυτής και επομένως μόνον υποθέσεις είναι δυνατόν να διατυπωθούν για τη θέση και το μήκος της τάφρου. Εγκαταστάσεις έξω από την οχύρωση ήταν δυνατόν να 25 26

Ό. π., σ. 30. Αναφέρομαι πρωτίστως στα δύο σημαντικά έργα του Α. Γουρίδη, Διδυμότειχο και Διδυμότειχο 2.


[64]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αναπτυχθούν στη ΒΔ πλαγιά και μπροστά από αυτήν, δηλαδή μπροστά από το τείχος που εκτείνεται από τον πύργο 2 μέχρι την πύλη ΠΛ6. Επίσης ήταν δυνατόν να αναπτυχθούν μπροστά από τη ΝΑ πλευρά της οχύρωσης, σε μια ζώνη ανάμεσα στο βράχο του κάστρου και τον Ερυθροπόταμο. Το πεδινό τμήμα της δεύτερης έκτασης δεν ήταν απολύτως ασφαλές, δεδομένου ότι ο ποταμός, κάθε φορά που πλημμύριζε, εύκολα την κατέκλυζε στο μεγαλύτερο μέρος της. Εξ άλλου η ίδια πλευρά περιβαλόταν από τον ποταμό, ο οποίος, όπως σημειώνεται επανειλημμένως στην παρούσα εργασία, αύξαινε την οχυρότητα του κάστρου από την πλευρά αυτή λειτουργώντας περίπου σαν τάφρος. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως, για όλους αυτούς τους λόγους, η τάφρος του Καντακουζηνού δεν ανοίχτηκε εδώ, αλλά κάτω από τη ΒΑ περιοχή του κάστρου. Η τελευταία έκταση είναι σχετικά πεδινή και εύκολα μπορούσε να ανοιχτεί τάφρος, η οποία μάλιστα ήταν δυνατόν και εύκολο να κατακλυσθεί με τα νερά του Ερυθροποτάμου, μέχρι την περιοχή που θα βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια ποταμού. Εν πάσει περιπτώσει όμως μου είναι αδύνατον να υπολογίσω σε πόσο μήκος εκτεινόταν η τάφρος. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις σημερινές υψομετρικές διαφορές υποθέτω ότι η τάφρος θα μπορούσε να δέχεται τα νερά του ποταμού περίπου μέχρι την περιοχή της εκκλησίας της Παναγίας. Θεωρητικά ήταν δυνατό τα νερά να γεμίζουν την τάφρο και σε μεγαλύτερο μήκος, αυτό όμως προϋπέθετε βαθμιαία αυξανόμενο βάθος, προϋπόθεση που ήταν εν τέλει απαγορευτική. Συνοψίζοντας τα ανωτέρω υποθέτω ότι η τάφρος του Διδυμοτείχου ήταν ξερή, αν όχι σε όλο, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μήκος της. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 47, 59. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 103. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 59. Τσουρής, Καβάλα, σ. 439–440.

ΠΡΟΤΕΙΧΙΣΜΑ Προτείχισμα σώθηκε κατά τόπους, από το μεταπύργιο Τ1–2 μέχρι την πύλη ΠΛ6 (Τοπογρ. 1, 2, 5, 6). Μπροστά από τον πύργο Π2 και σε μικρή απόσταση από αυτόν σώθηκε σε μικρό μήκος τοίχος μικρού ύψους. Δεν είναι δυνατόν να διευκρινισθεί ο ακριβής προορισμός του, αλλά δεν μπορώ να υποθέσω οποιαδήποτε άλλη λειτουργία εκτός από αυτήν του προτειχίσματος. Από τον πύργο Π4 μέχρι την πύλη ΠΛ6 το προτείχισμα σώθηκε σχεδόν σε συνεχή γραμμή. Το μέγιστο σωζόμενο ύ. εντοπίζεται μπροστά από το μεταπύργιο Τ7–8 και μπροστά από τον πύργο Π12. Το σύνηθες π. είναι 1,50μ, αλλά εν γένει κυμαίνεται από 1,30μ μέχρι 1,60μ. Μετά τον πύργο Π4 σώθηκε σε συνεχή γραμμή από την περιοχή μπροστά από τον πύργο Π5 μέχρι την περιοχή μπροστά από τον πύργο Π8 (Τοπογρ. 1).


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[65]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 18, 24. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 105. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, 61. K. Τσουρής, Πύλη (;) Αγίας Αικατερίνης, ΑΔ 41 (1986), Χρονικά, σ. 193. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 96. Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο, σ. 41. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

ΔΙΑΔΡΟΜΟΙ. Τα σωζόμενα τμήματα του προτειχίσματος, η θέση τους στην οχύρωση και η σχέση τους με το τείχος της πόλης επιτρέπουν ορισμένες διαπιστώσεις και υποθέσεις (Τοπογρ. 1, 2). Οι διάδρομοι που διαμορφώνονταν ανάμεσα στο τείχος και το προτείχισμα είχαν πλάτος κυμαινόμενο από τα 15μ μπροστά από το μεταπύργιο Τ6–7 και τα 10μ μπροστά από το μεταπύργιο Τ11–12 μέχρι τα 8–10μ μπροστά από το μεταπύργιο Τ13–14, ενώ στη συνέχεια μέχρι την πυλίδα ΠΛ6 αυξομειώνεται σταδιακά κυρίως από τα 8μ μέχρι τα 6μ. Τα σωζόμενα τμήματα δείχνουν ότι το πλάτος του διαδρόμου ήταν μεγαλύτερο στην αρχή του προτειχίσματος (περιοχή πύργων Π6 και Π7), στη συνέχεια αυξομειωνόταν, αλλά η σταθερή τάση ήταν να περιορίζεται. Είναι προφανές ότι ο διάδρομος στενεύει όσο η οχύρωση καθίσταται όλο και δυσκολότερα προσπελάσιμη. Το γεγονός εξηγείται μάλλον εύκολα: στις περιοχές που αναμενόταν μαζική επίθεση, δηλαδή τις εύκολα προσβάσιμες, χρειαζόταν μαζική στρατιωτική παρουσία πίσω από το προτείχισμα, δηλαδή συμπαγής άμυνα, άρα απαιτούνταν ευρύς χώρος για την ανάπτυξη των δυνάμεων. Όσο δυσκολότερη ήταν η επίθεση τόσο λιγότερες δυνάμεις απαιτούνταν για την άμυνα, άρα μικρότερος χώρος για την ανάπτυξή τους. Υπήρχαν τουλάχιστον τρεις διάδρομοι με τις αντίστοιχες πύλες ο καθένας. Ο πρώτος ξεκινούσε από το μεταπύργιο Τ4–5 και κατέληγε στο μεταπύργιο Τ10–11, ο δεύτερος ξεκινούσε από το προηγούμενο μεταπύργιο και έκλεινε στον πύργο Π12 και ο τρίτος άρχιζε από την πύλη ΠΛ5 (Εικ. 44) και τελείωνε στο άκρο του βράχου, λίγο μετά την πυλίδα ΠΛ6. Ίσως υπήρχε προτείχισμα από την περιοχή του πύργου Π2 μέχρι την περιοχή του πύργου Π4, αλλά αυτό παραμένει στη σφαίρα των υποθέσεων. Πύλες στο προτείχισμα ανοιγόταν με βεβαιότητα στη θέση ΠΛ5 και πιθανώς στην αρχή των δύο πρώτων διαδρόμων, δηλαδή στις περιοχές μπροστά από τα μεταπύργια Τ4–5 και τον πύργο Π11. Η πρώτη ήταν απαραίτητη για να μπει κανείς στον πρώτο διάδρομο, ο οποίος κατ’ αρχάς φαίνεται τυφλός, πράγμα που θα τον καθιστούσε άχρηστο για την άμυνα του κάστρου. Στους διαδρόμους του προτειχίσματος έπρεπε να υπάρχουν πύλες επικοινωνίας, απαραιτήτως, με την ύπαιθρο έξω από το κάστρο και με το εσωτερικό του κάστρου και με τους διπλανούς διαδρόμους, αυτό όχι απαραιτήτως. Κατά συνέπειαν όφειλε να οδηγεί σε πύλη που σήμερα λανθάνει (σε κάποιο σημείο των μεταπυργίων Τ4–11) ή στον δεύτερο διάδρομο, δηλαδή στην πύλη ΠΛ3. Η δεύτερη, η πύλη ΠΛ3, οδηγούσε στον δεύτερο διάδρομο και στην συνέχεια στην πύλη ΠΛ4. Η


[66]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τρίτη, η πύλη ΠΛ5 (Εικ. 46), η μόνη που διαπιστώθηκε ανασκαφικά, οδηγούσε στον τρίτο διάδρομο και ακολούθως στην πυλίδα του τείχους ΠΛ6. Αν η οχύρωση από τον πύργο Π4 μέχρι την πυλίδα ΠΛ6 χρειαζόταν την πρόσθετη προστασία προτειχίσματος, εξ ίσου ή πολύ περισσότερο χρειαζόταν ανάλογη προστασία η περιοχή μπροστά από την πύλη ΠΛ1. Νότια και μπροστά από τον πύργο Π11, ανάμεσα στο τείχος και το προτείχισμα, σώζεται σε ύ. 1,40μ, μ. 4,40μ και π. 2,30–2,40μ λείψανο τείχους, το οποίο είναι κάθετο προς το τείχος της πόλης και το προτείχισμα. Μόνο μία υπόθεση μπορώ να διατυπώσω για τον προορισμό του: η τοιχοποιία αυτή έκλεινε το διάδρομο που ξεκινούσε από τον πύργο Π4 και σε αυτήν ανοιγόταν πύλη στον διάδρομο που οδηγούσε τελικά στην πύλη του τείχους ΠΛ4. Μπροστά από τον πύργο Π19 (όπως υποστηρίζω στο κεφάλαιο για τις χρονολογήσεις είναι κτίσμα της έβδομης δεκαετίας του 14ου αιώνα), αλλά και στον ίδιο τον πύργο σώζονται κατασκευές και διαμορφώσεις, που δεν ερευνήθηκαν ανασκαφικά και συνεπώς δεν είναι γνωστές στο σύνολό τους. Αγνοώ διαστάσεις, σχέσεις και μορφές. Η εικόνα που προκύπτει είναι η ακόλουθη. Μπροστά από τον πύργο διερχόταν δρόμος λαξευμένος στο βράχο, που οδηγούσε στην πύλη ΠΛ9. Στην ελεύθερη γωνία του πύργου Π19, η οποία βλέπει προς το ποτάμι, διατηρείται μονόλιθος πρόβολος (φουρούσι) με κατεύθυνση κάθετη προς τον δρόμο (Εικ. 84, 86). Η πρώτη υπόθεση που προκύπτει είναι ότι ο πρόβολος αποτελούσε τη γένεση τόξου κάθετου στο δρόμο. Το άλλο άκρο του τόξου εδραζόταν σε ισχυρή τοιχοποιία που βρισκόταν στο απέναντι ρείθρο του δρόμου (Εικ. 108). Υποθέτω ότι ο πύργος Π19, η απέναντι τοιχοποιία και το τόξο ανήκαν σε πύλη, την ΠΛ8. Ωστόσο, δεν είναι φανερό τι εξυπηρετούσε αυτή η πύλη, δηλαδή σε ποιο χώρο οδηγούσε: μοιάζει σαν να είναι μια πύλη σε ένα ανοιχτό χώρο. Υποθέτω ότι μπροστά από το τείχος Τ18–20 υπήρχε προτείχισμα ή εν πάσει περιπτώσει τοιχοποιία που λειτουργούσε σαν προτείχισμα. Ξεκινούσε από την περιοχή του πύργου Π18 και κατέληγε στην περιοχή του πύργου Π19. Από αυτόν τον τοίχο / προτείχισμα σώθηκαν ελάχιστα λείψανα στην εξωτερική πλευρά του δρόμου που οδηγούσε από τον Ερυθροπόταμο στις πύλες ΠΛ9 και ΠΛ10, προχωρώντας δίπλα στο τείχος της πόλης. Η εικόνα που προτάθηκε ανωτέρω για την οχύρωση στην περιοχή από το ποτάμι μέχρι τις διπλές πύλες είναι προϊόν αλλεπάλληλων υποθέσεων, οι οποίες επιχειρούν να ερμηνεύσουν τα αρχιτεκτονικά λείψανα μπροστά από τον πύργο Π19. Αναγνωρίζω ότι τα επιχειρήματα είναι ισχνά και ότι ο μόνος τρόπος να ελεγχθεί η βασιμότητά τους είναι εκτεταμένοι καθαρισμοί των καταλοίπων και συστηματική ανασκαφική έρευνα.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[67]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΤΕΙΧΟΣ. 1. Νοτίως του Π2. Νοτίως του πύργου Π2, στη γωνία που αυτός σχηματίζει με το τείχος Τ1–2, σώζονται σε μικρό μήκος λείψανα τοίχου με μεγάλους και ογκώδεις λίθους. Διακρίνεται μόνον το εξωτερικό πρόσωπο. Η λειτουργία του είναι αδιευκρίνιστη. Η θέση του μπροστά από τον Π2 της ΠΛ1 επιτρέπει να διατυπωθεί η υπόθεση ότι ίσως πρόκειται για τμήμα του προτειχίσματος που προστάτευε το συγκρότημα της πύλης (πύργοι και είσοδος). 2. Νοτίως του Π4. Στη νότια πλευρά του Π4 ήταν προσκολλημένο τείχος με έπαλξη. Μετά την καταστροφή του άφησε στην τοιχοποιία του πύργου αποτύπωμα. Ίσως πρόκειται για τμήμα του υποτιθέμενου προτειχίσματος που προστάτευε την πύλη ΠΛ1. 3. Νότια της πύλης ΠΛ5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

4. Ανατολικά της πύλης ΠΛ5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

5. Μεταπύργιο διάστημα Τ11–12. Το προτείχισμα μπροστά από το μεταπύργιο Τ11–12 έχει π. 1,50μ και σώζεται σε ύ. μέγ. 2,80μ. Καταλήγει στον Π12: οι τοιχοποιίες προτειχίσματος και πύργου δεν συμπλέκονται και ο αρμός μεταξύ τους είναι εμφανής. Οι τοιχοποιίες των δύο διαδρόμων, επίσης, δεν συμπλέκονται και ο αρμός μεταξύ τους είναι εμφανής (Εικ. 44). ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τάνου, Πύργοι, 180.

6. Μεταπύργιο διάστημα Τ12–ΠΛ6. Το προτείχισμα μπροστά από το μεταπύργιο Τ12– ΠΛ6 έχει μέγ. π. 1,50μ και σώζεται σε ύψος ελ. 0,50μ και μέγ. 2μ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Κ. Τσουρής, Διδυμότειχο. Κάστρο, ΑΔ 47 (1992), Χρονικά, σ. 506. K. Τσουρής, Διδυμότειχο, Κάστρο, ΑΔ 51 (1996), Χρονικά, σ. 581.

ΠΥΛΕΣ 1. Πύλη ΠΛ3. Τεκμαιρόμενη. Δεν σώζεται κανένα κατάλοιπό της. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Τάνου, Πύργοι, 180.

2. Πύλη ΠΛ5 (Εικ. 46). Στην στενή πλευρά του τελευταίου διαδρόμου του προτειχίσματος, μπροστά από τον πύργο Π12, δίπλα στη γωνία που σχηματίζουν τα τείχη του δεύτερου και τρίτου διαδρόμου. Απλό άνοιγμα με δίφυλλη θύρα. Μ. πύλης 1,45μ, πλ. 1,68μ, πλ. θυραίου ανοίγματος 1,25μ, μ. θυραίου ανοίγματος 0,35μ.


[68]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, φωτ. 83. Τάνου, Πύργοι, σ. 180. Κ. Τσουρής, Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Έβρου. Διδυμότειχο, Πύλη(;) Αγίας Αικατερίνης, ΑΔ 41 (1986), Χρονικά, σ. 193, πίν. 138α.

ΠΥΡΓΟΙ. Δεν έχω εντοπίσει πύργους στο προτείχισμα του Διδυμοτείχου. ΤΕΙΧΟΣ ΠΟΛΕΩΣ

Πύργος 1. Είναι γνωστός με το όνομα «πύργος της βασιλοπούλας» (Εικ. 6, 7, Σχ. 1). Βρίσκεται στη ΝΑ γωνία της οχύρωσης. Εδώ τελειώνει το μέτωπο του κατακόρυφου βράχου (που αρχίζει από τον πύργο Π22 και χωρεί μέχρι τον πύργο Π1) και η οχύρωση στρέφεται προς τα βόρεια. Ακανόνιστα κυκλικός. Διατηρείται σε όλο του το ύψος. Έχουν καταστραφεί οι επάλξεις και τα στηθαία. Τμήμα της τοιχοποιίας, δίπλα στη δυτική γωνία με το τείχος, κατέρρευσε –άγνωστο πότε ακριβώς– και αποκαταστάθηκε το 1965. Πέραν τούτου υπολογίζω, με βάση το χρώμα ή την κατάσταση της διατήρησης του συνδετικού υλικού ότι τουλάχιστον το ένα τέταρτο της τοιχοποιίας έχει αρμολογηθεί κατά την επέμβαση του 1965, χωρίς να αλλοιωθεί η αρχική μορφή. Μέγ. δ. 7,25μ, ελ. δ. 7μ, μέγ. σωζ. ύ. 8μ. Ελαφρά ψηλότερος από τα παρακείμενα τείχη. Θεμελιώνεται στο βράχο. Χαμηλή κρηπίδα σε τμήμα της περιμέτρου. Είναι κτισμένος ολόκληρος σε μία φάση. Συλλεκτοί λίθοι ποικίλων διαστάσεων, χοντροδουλεμένοι ή αργοί και κομμάτια πλίνθων. Τοιχοποιία κυρίως με μεσαίους λίθους τοποθετημένους κατά κανόνα σε αρκετά κανονικές, οριζόντιες στρώσεις. Κοντά στη θεμελίωση έχουν τοποθετηθεί λιγοστοί μεγάλοι και ογκώδεις λίθοι. Κατά τόπους χρησιμοποιούνται μικροί λίθοι. Ανάμεσα στις στρώσεις των λίθων τοποθετούνται πλίνθοι και πλινθία μικρού (μικρότερου των 10εκ) ή μεσαίου μεγέθους (10–20εκ). Οι πλίνθινες σειρές δεν επεκτείνονται ποτέ σε όλη την περίμετρο του πύργου. Στους κατακόρυφους αρμούς τοποθετούνται κατακόρυφα ή λοξά πλινθία, μεμονωμένα ή σε συνδυσμούς, ενώ συνήθεις, επίσης, είναι οι ομάδες επάλληλων πλινθίων. Συνδετικό κοινό ασβεστοκονίαμα. Επιγραφή με το μονόγραμμα Τ(α)ρχ(ανειώτης).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 26–27. Α. Βαβρίτσας, Αρχαιότητες και μνημεία της Θράκης. Διδυμότειχον, ΑΔ 20 (1965), Χρονικά, σ. 482, πίν. 607β. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 63 υποσημ. 176, 120. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 21 σ. 268–269. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 112–113, φωτ. σ. 120. Γουρίδης,


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[69]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Διδυμότειχο 2, σ. 64, φωτ. 58. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 98. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98, υποσημ. 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. Τάνου, Πύργοι, σ. 181.

Τείχος 1–2. Το τείχος του μεταπυργίου διαστήματος Τ1–2 σώζεται σε ύψος 6μ δίπλα στον πύργο Π1 και 6,50μ δίπλα στον πύργο Π2 και έχει πάχος στις ίδιες θέσεις 1,90μ. Τοιχοποιία τείχους και πύργων συμπλέκονται δομικά. Από τον πύργο Π1 οδεύει ανηφορίζοντας ευθύγραμμα προς τον πύργο Π2. Τοιχοποιία με μεσαίους λίθους και λιγοστά πλινθία. Πύργος 2. Μπαρουτχανέ – μπέρχανε (παραφθορά του προηγούμενου) (Εικ. 9–13, Σχ. 2–4). Επί οθωμανικής κυριαρχίας υπήρξε, για κάποιο διάστημα –άγνωστο από πότε, αλλά με βεβαιότητα σε όψιμη περίοδο–, αποθήκη πυρίτιδας. Βρίσκεται στα βόρεια του πύργου Π1, σε απόσταση 34μ από αυτόν, και δίπλα στην πύλη ΠΛ1. Τετράπλευρος. Εσωτερικό συνεπτυγμένο σταυροειδές. Κατακόρυφος. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Η δυτική πλευρά συντηρήθηκε το 1973. Πλ. 9,75μ, μ. 8,75μ (στη νότια πλευρά) / μ. 10,05μ (στη βόρεια πλευρά), μέγ. σ. ύ. μετρούμενο από την επιφάνεια του εδάφους στην εξωτερική πλευρά 12μ, στην εσωτερική 6.50μ. Το τείχος δεν διαφοροποιείται από τον πύργο στην πίσω πλευρά, αλλά λειτουργεί ως τέταρτη πλευρά και συνεπώς το πάχος του συνυπολογίζεται στο μήκος του πύργου. Επομένως ο πύργος Π2 τελικά μετρά 9,75Χ11,60Β/10,75Νμ και το εμβαδόν του υπολογίζεται σε 108,95μ2. Στην πλευρά προς το εσωτερικό του κάστρου (δυτική) διαμορφώνεται αψίδωμα πλ. 2,25μ, μ. 1μ και ύ. 5,30μ (από το έδαφος), στο τύμπανο του οποίου ανοίγεται είσοδος πλ. 1,10μ, μ. 1,20Ν/1,30Βμ και ύ. 2,70μ. Το τόξο μετώπου του αψιδώματος είναι μεικτό, το ανώφλι της εισόδου μονόλιθο, με δύο τόρμους που δείχνουν ότι η θύρα ήταν δίφυλλη. Το εσωτερικό είναι τετράπλευρο: βόρεια πλευρά 3,25μ, νότια πλευρά 3,25μ, ανατολική πλευρά 3,30μ, δυτική πλευρά 3,45μ. Στις τέσσερις πλευρές διαμορφώνεται από ένα τοξωτό αψίδωμα πλ. (στο μέτωπο) ίσου προς το πλ. κάθε πλευράς (στο τύμπανο στενεύει ελαφρά με εξαίρεση το βόρειο αψίδωμα), ενώ το μήκος είναι στο βόρειο αψίδωμα 1,10μ, στο νότιο 1/1,15μ, στο ανατολικό 1,20/1,30μ και στο δυτικό 1,70/1,80μ. Τα αψιδώματα έχουν ύ. 4,05μ–4,40μ από το σημερινό δάπεδο και τα τόξα τους είναι μεικτά. Ο κεντρικός χώρος καλύπτεται από πλινθόκτιστο σφαιρικό θόλο


[70]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαμ. 3,25/3,35μ επί πλινθόκτιστων σφαιρικών τριγώνων. Σφαιρικά τρίγωνα και θόλος είναι επιχρισμένα, ενώ στα σφαιρικά τρίγωνα σώζονται υπολείμματα γραπτού γεωμετρικού διακόσμου με χρώμα κεραμιδί. Το τόξο του ανατολικού αψιδώματος διατρυπάται από οπή διαμ. 3/3,25μ (στενεύει προς τα πάνω): ίσως πρόκειται για είσοδο ομβρίων υδάτων από το δώμα· οπωσδήποτε η λειτουργία της δεν είναι απολύτως σαφής. Η ανατολική πλευρά (το μέτωπο του πύργου), το κατώτερο τμήμα της νότιας πλευράς και η βόρεια πλευρά είναι κτισμένα με ογκώδεις ή μεγάλους δόμους, ως επί το πολύ ορθογώνιους, τοποθετημένους σε κανονικές στρώσεις. Πρόκειται για spolia: αναγνωρίζονται δόμοι με πελεκόσχημους τόρμους, κομμάτι μαρμάρινου βάθρου, τμήματα μελών με γλυφές. Οι υπόλοιπες επιφάνειες, αυτές που βρίσκονται δηλαδή προς το μέρος του τείχους, στη νότια και βόρεια πλευρά, και όλη η δυτική είναι κτισμένες με μεσαίους, μεγάλους και λιγοστούς ογκώδεις λίθους. Η διαφοροποίηση της τοιχοδομίας των δύο ομάδων τοιχοποιίας είναι μάλλον προφανής: η ανατολική πλευρά και τα τμήματα της νότιας (κατώτερα τμήματα) και βόρειας πλευράς (περισσότερο από το μισό), είναι κτισμένα με διαφορετικό σύστημα και σε μία εποχή. Υποθέτω ότι το μπροστινό μέρος του πύργου (μέτωπο και παρακείμενα τμήματα της βόρειας και νότιας πλευράς) είναι αρχαιότερο, ενώ το πίσω (δυτική πλευρά και η ανωδομή των παρακειμένων τμημάτων των πλάγιων πλευρών – περισσότερο της νότιας–) μεταγενέστερο. Αν η διαπίστωση αυτή είναι σωστή, τότε φαίνεται πιθανό ότι σε κάποια περίοδο της ιστορίας του πύργου, το πίσω τμήμα κατέρρευσε ή κατέστη ετοιμόρροπο, κατεδαφίστηκε και ανοικοδομήθηκε εκ θεμελίων μαζί με το εσωτερικό, ενώ το μπροστινό τμήμα βρισκόταν σε άριστη κατάσταση –για αυτό το λόγο εξ άλλου διατηρήθηκε μέχρι σήμερα– και σε αυτό ενσωματώθηκε η επισκευή. Στην ανατολική πλευρά (μέτωπο) σώζεται επιγραφή. Οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν Ταρχανειώτης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 25–26, 60. Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Αναστήλωσις μνημείων – διαμόρφωσις αρχαιολογικών χώρων, Τείχος Διδυμοτείχου, ΑΔ 29 (1973–1974), Χρονικά, σ. 829. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 26. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 120. Bakirtzis, Thrace, σ. 51. Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 206, 207. Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 107, 113, 119, 122. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 65, φωτ. 59–60, φωτ. 71. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 95–96. Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 29, 34. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97–99, 101, υποσημ. 14, 15, 24. Τσουρής, Καβάλα, σ. 430–431. Τάνου, Πύργοι, σ. 34, 181–182.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[71]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πύλη 1. Τσαρσί Καπουσού = Πύλη της Αγοράς (Σχ. 4). Υποθέτω ότι ανάμεσα στους πύργους Π2 και Π3 ανοιγόταν άλλοτε η πύλη ΠΛ1, η οποία έχει καταστραφεί εξ ολοκλήρου. Το διάστημα ανάμεσα στους δύο πύργους είναι 5,20μ στην μπροστινή πλευρά τους, ενώ στην πίσω πλευρά τους περιοριζόταν σε 3,10μ καθ’ υπολογισμόν. Στην πλευρά του πύργου 2, η οποία βρίσκεται προς το μέρος της πύλης, σώζεται μικρό τμήμα τείχους σε μήκος 0,40μ και με πάχος 1,50μ. Στην ίδια πλευρά δεν σώζεται κανένα άλλο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να συνδεθεί με την πύλη. Υποθέτω πρόκειται για τμήμα του τείχους που συνέδεε τους πύργους 2 και 3 και στο οποίο υπήρχε το άνοιγμα της πύλης. Αυτή είναι η εκδοχή για τη μορφή της πύλης, η οποία στηρίζεται σε υπαρκτό δεδομένο. Μία άλλη εκδοχή είναι απολύτως υποθετική: δεν αποκλείεται ο χώρος ανάμεσα στους δύο πύργους ή ένα μέρος του να καλυπτόταν με ημικυλινδρική καμάρα και ο σωζόμενος τοίχος, στον οποίο υπήρχε το θυραίο άνοιγμα να αποτελούσε το τύμπανο της. Ωστόσο στη βόρεια πλευρά του πύργου Π2, η οποία σώθηκε ακέραια, δεν διασώθηκε κανένα υπόλειμμα από τη γένεση της υποτιθέμενης καμάρας και η περίπτωση η γένεση αυτή να βρισκόταν ψηλότερα είναι απίθανη γιατί αυτό θα συνεπαγόταν ένα τεράστιο ύψος για την καμάρα. Θεωρώ σχεδόν βέβαιο ότι στη θέση αυτή υπήρχε πύλη για τους ακόλουθους λόγους. Οι Π2 και 3 βρίσκονται πολύ κοντά, σχεδόν δίπλα ο ένας στον άλλον. Πρόκειται για πύργους ιδιαιτέρως ισχυρούς, τους πλέον ισχυρούς της οχύρωσης, εξ ίσου ισχυρούς με τον Π12, που προστάτευε, όπως επισημαίνεται στη συνέχεια, την πύλη ΠΛ4 και με τους Π20 και 21, που προστάτευαν την πύλη ΠΛ10. Η τεκμαιρόμενη πύλη ΠΛ1 και οι πύργοι που την προστάτευαν βρίσκονται στο μέσον του σχεδόν ευθύγραμμου μεταπυργίου Τ1–2–3–4, το οποίο αποτελεί το μέτωπο της προεξοχής του κάστρου προς το μέρος της έξω συνοικίας και την πεδιάδα που απλώνεται κάτω από την ανατολική πλευρά του. Στην περιοχή που ορίζεται από τους πύργους Π2, 3 και 4 καταλήγει φυσική πρόσβαση από την περιοχή του τεμένους του Μεχμέτ του Α΄ (1402–1421), στο κέντρο της οθωμανικής πόλης. Πρόκειται για την ομαλότερη πρόσβαση στην οχύρωση από τη βόρεια και ανατολική πλευρά του υψώματος, η οποία πρόσβαση είναι σχεδόν υποχρεωτική27. Νοτίως αυτής η πλαγιά είναι τόσο απότομη που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη, σχεδόν αδύνατη, τη διαμόρφωση πρόσβασης και την κατασκευή δρόμου. Βορείως αυτής η διαμόρφωση πρόσβασης θα ήταν δυνατή –αν και νομίζω δυσκολότερη–, αλλά η κατάληξή της θα απομακρυνόταν πολύ από την προεξοχή της οχύρωσης προς την κάτω πόλη. Η προεξοχή αυτή, όπως υποστηρίζεται επανειλημμένως στην εργασία αυτή, κατασκευάστηκε για να «φέρει» την τειχισμένη 27

Τσουρής, Έρευνα, σ. 49–55.


[72]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

περιοχή κοντά στον εκτός των τειχών οικισμό. Επομένως ήταν αναμενόμενο να ανοιχτεί εδώ είσοδος. Δεν θεωρώ ιδιαίτερα πιθανή την περίπτωση η είσοδος να ανοιγόταν ανάμεσα στους πύργους Π3 και Π4, γιατί το διάστημα ανάμεσά τους είναι ιδιαιτέρως μεγάλο. Στο τελευταίο σημείο ανοίχτηκε σε μεταγενέστερη περίοδο μία άλλη πύλη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Γουρίδης, Διδυμότειχο, φωτ. σ. 107. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 63. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 95– 96. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 93–95, 100–101, υποσημ. 23, 24. Τσουρής, Καβάλα, σ. 451. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

Πύργος 3. Δίπλα στη βόρεια πλευρά του πύργου Π2, 5,20μ από αυτήν (Εικ. 14–16, Σχ. 4). Παραλλαγή πεντάπλευρου. Η τριγωνική προβολή έχει βάση μικρότερη από την πλευρά του τετράπλευρου τμήματος του πύργου. Κατακόρυφος. Ο πύργος 3 σώζει ολόκληρη μόνον την τριγωνική προβολή και μικρού μήκους τμήματα της βόρειας και νότιας πλευράς. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί. Το σωζόμενο τμήμα είχε κατεστραμμένη την εσωτερική παρειά και συντηρήθηκε το 1973 με προφανή στόχο όχι την πλήρη αποκατάσταση του πύργου, αλλά τη διατήρηση του περισωθέντος τμήματος. Η καταστροφή πάντως της παρειάς επιτρέπει να υποθέσω ότι ο πύργος εσωτερικά ήταν καμπύλος και πιθανώς καλυπτόταν με κάποιο είδος θόλου. O πύργος 3 βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από τον πύργο 2. Με τον τρόπο αυτό λειτουργούσε ως ασπίδα της πύλης ΠΛ1, και του μεταπυργίου Τ3–4, τα οποία προστάτευε από όποιον ανέβαινε από τα πεδινά προς αυτή. Σωζ. ύ. 12,30–13μ, πλ. 11,05μ, μέγ. σωζ. μ. 9,75μ. Η τριγωνική προεξοχή στη μπροστινή πλευρά του πύργου έχει βάση 9,60μ –εισέχει δηλαδή από το τετράπλευρο περίπου 0,65/0,70μ– και ύ. 3,40μ. Είναι κτισμένος με ογκώδη κυρίως spolia, τοποθετημένα σε στρώσεις. Καταβάλλεται προσπάθεια να είναι οι στρώσεις κανονικές, αλλά συχνά δεν τελεσφορεί. Για να εξομαλυνθούν οι στρώσεις τοποθετούνται σε ορισμένους κατακόρυφους και οριζόντιους αρμούς πλακοειδείς λίθοι μικρού και μεσαίου μεγέθους. Γενικά φαίνεται ότι οσάκις διαταράσσεται το ύψος των στρώσεων αποφεύγουν να λαξεύσουν τα spolia. Στα ανώτερα τμήματα του τριγωνικού μετώπου και στις πλάγιες πλευρές χρησιμοποιούν μεγάλους λίθους. Στη βόρεια πλευρά της τριγωνικής προβολής διατηρείται ογκώδης ορθογώνιος δόμος, πάνω από τον οποίο υπάρχει πλίνθινο τόξο και στο τύμπανο πλίνθινος σταυρός με πλίνθινες οριζόντιες τεθλασμένες. Υποθέτω ότι στον δόμο κάτω από το τόξο υπήρχε


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[73]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κάποιο είδος διάκοσμου ή μία επιγραφή και για το λόγο αυτό το συνεργείο φρόντισε να την αναδείξει με το πλίνθινο τόξο. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 25. Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Αναστήλωσις μνημείων – διαμόρφωσις αρχαιολογικών χώρων, Τείχος Διδυμοτείχου, ΑΔ 29 (1973–1974), Χρονικά, σ. 829. Γουρίδης, Διδυμότειχο, φωτ. σ. 107, 123. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 65, φωτ. 3. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 95–96. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 93, 97–99, 101, υποσημ. 9, 14, 15, 24. Τσουρής, Καβάλα, σ. 430–431. Τάνου, Πύργοι, σ. 35–36, 180, 182.

Τείχος Τ3–4. Από το τείχος ανάμεσα στους πύργους Π3 και Π4 δεν σώζεται υπέρ την γην σχεδόν τίποτε απολύτως. Μόνον στη βόρεια πλευρά του πύργου Π3 διατηρείται ελάχιστου μήκους τμήμα του τείχους αυτού. Πύλη ΠΛ2. Τσαρσί Καπουσού = Πύλη της Αγοράς (Εικ. 19–21). Σε επαφή με τον πύργο Π4. Κατασκευάστηκε όταν, σε απροσδιόριστη περίοδο, αχρηστεύθηκε η βυζαντινή πύλη ΠΛ1. Η πύλη έχει καταστραφεί ολοσχερώς και το μόνο στοιχείο, το οποίο αποδεικνύει την ύπαρξή της –εκτός από την προφορική παράδοση– είναι τμήμα από τη γένεση καμάρας ή τόξου ψηλά στη τοιχοποιία δίπλα στον Π4. Το τόξο είναι με μεικτή τοιχοποιία. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι εδώ καταλήγει η οδός Δημοκρατίας, η οποία ξεκινά από την περιοχή του τεμένους του Μεχμέτ του Α΄. Η πρόσβαση εντάσσεται στον πολεοδομικό ιστό, όπως διαμορφώθηκε όχι πολύ πριν από τον 19ο αιώνα και επομένως επιβάλλει να αναζητηθεί είσοδος στον οχυρωμένο οικισμό και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από την πύλη ΠΛ2. Ο Δ. Μανάκας αναφέρει ότι «ο ίδιος πρόλαβε να δει ένα μέρος του «θόλου της πύλης». Ο Α. Γουρίδης πιθανολογεί28 ότι ο Δ. Μανάκας αναφερόταν στα λείψανα του πύργου Π3, αλλά νομίζω ότι εννοούσε τα υπολείμματα της καμάρας του ανοίγματος της πύλης. Η γένεση της καμάρας στα δεξιά του εισερχομένου σώζεται και σήμερα. Και αλλού ο Δ. Μανάκας, όταν έχει μπροστά στα μάτια του καμάρα την χαρακτηρίζει «θόλο». Η πύλη καταστράφηκε ολοσχερώς για να διαπλατυνθεί ο δρόμος.

28

Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, 62–63.


[74]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 119–120. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 108–109. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 61–63. Τσουρής, Καβάλα, σ. 451. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

Πύργος 4. Βρίσκεται 19μ βόρεια του πύργου Π3 (Εικ. 19–23). Τετράπλευρος. Κατακόρυφος. Ο πύργος 4 σώζει ολόκληρο το πλάτος του και τμήματα των πλάγιων πλευρών του. Εργασίες συντήρησης της τοιχοποιίας πραγματοποιήθηκαν κατά το 1973. Η ακριβής μορφή και έκταση της επέμβασης δεν είναι γνωστή. Βρίσκεται σε επαφή με σύγχρονες οικοδομές και οι ακριβείς διαστάσεις του δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν με απόλυτη ασφάλεια. Σώζεται σε μέγ. ύ. 9,50μ, έχει πλ. 9,50μ, η βόρεια πλευρά του μετρά 6,40μ, ενώ η νότια σώζεται σε μέγ. μ. 4.50μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Το μέτωπο είναι με ογκώδεις δόμους –όλοι είναι spolia, δύο σώζουν πελεκόσχημους τόρμους– με ποικίλες διαστάσεις. Οι στρώσεις εξομαλύνονται με μικρούς, μεσαίους και μεγάλους πλακοειδείς λίθους, που τοποθετούνται οριζόντια και κάθετα. Στη νότια πλευρά είναι ορατοί εξαιρετικά ογκώδεις δόμοι σε κανονικές στρώσεις. Σε ολόκληρη την οχύρωση του Διδυμοτείχου δεν έχω εντοπίσει μεγαλύτερους δόμους. Δεν κατέστη δυνατόν να διαπιστώσω την ακριβή διαδοχή φάσεων. Συνδετικό υλικό στους ογκώδεις δόμους ασβεστοκονίαμα με κεραμάλευρο και κομμάτια σπασμένου τούβλου, στην υπόλοιπη τοιχοποιία ασβεστοκονίαμα. Στο μπροστινό τμήμα της νότιας πλάγιας πλευράς σώζεται το αποτύπωμα τείχους και έπαλξης, που ανήκει στο προτείχισμα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Αναστήλωσις μνημείων – διαμόρφωσις αρχαιολογικών χώρων. Τείχος Διδυμοτείχου, ΑΔ 29 (1973–1974), Χρονικά, σ. 829. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 119–120. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 96–99, 101, υποσημ. 14, 15, 24. Τσουρής, Καβάλα, σ. 424, 430–431. Τάνου, Πύργοι, σ. 182.

Τείχος Τ4–5. Ανάμεσα στους πύργους Π4 και Π5. Κατακόρυφο. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί στο ύψος του περιδρόμου. Ενιαίο.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[75]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λίθοι μικρού και μεσαίου μεγέθους, πλινθία σποραδικά στους αρμούς, συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Πύργος Π5. Βόρεια του πύργου Π4 και σε απόσταση 11,50μ από αυτόν (Εικ. 24–25). Τετράγωνος. Κατακόρυφος. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Πλευρά 6,20μ. Εμβαδόν 38,44μ2. Το τείχος συνδέεται με τον πύργο στην πίσω πλευρά και λειτουργεί ως τέταρτη πλευρά και επομένως το πάχος του οφείλει να συνυπολογιστεί στις διαστάσεις του πύργου. Στην πίσω πλευρά διακρίνεται εύκολα η τοιχοποιία επί της οποίας διαμορφωνόταν η κλίμακα (με κατεύθυνση από βορρά προς νότο) που οδηγούσε στον εξώστη του πύργου. Ενιαίος. Μέχρι το ύψος της επιγραφής της ανατολικής πλευράς μεγάλοι και ογκώδεις λίθοι με πλινθία στους κατακόρυφους αρμούς και μικρές σειρές πλινθίων στους οριζόντιους. Η υπόλοιπη τοιχοποιία της ίδιας πλευράς και οι πλάγιες πλευρές είναι με μικρούς και μεσαίους λίθους σε οριζόντιες, κατά κανόνα, στρώσεις και πλινθία στους αρμούς. Από μία επιγραφή στο μέτωπο (ανατολική πλευρά) του πύργου και στη νότια πλευρά. Οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν Ταρχανειώτης. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 22 σ. 269. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, φωτ. 75. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97–99, υποσημ. 14, 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. Τάνου, Πύργοι, σ. 181, 182.

Τείχος Τ5–6. Ανάμεσα στους πύργους Π5 και Π6. Κατακόρυφο. Μήκος 11,60μ. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Ενιαίο. Στην εσωτερική πλευρά, χαμηλά, σώζεται τμήμα ζώνης με τέσσερις σειρές πλίνθων και συνδετικό ασβεστοκονίαμα με κεραμάλευρο και κομμάτια σπασμένου κεραμιδιού (Εικ. 26, 27, 105–107). Πλίνθοι: μ. 0,30μ, 0,32μ, 0,33μ· π. 4εκ, 4,5εκ, 5εκ. Αρμοί: οριζόντιοι π. 6εκ, 7εκ, 8εκ, 9εκ· κατακόρυφοι 1εκ, 2εκ, 3εκ, 3,5εκ, 4εκ.


[76]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πύργος Π6. Στα βόρεια του πύργου Π5 και σε απόσταση 11,60μ από αυτόν. Ημικυκλικής προβολής. Κατακόρυφος. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Μ. 7,40μ, πλ. 7,40μ. Το τείχος δεν διαφοροποιείται από τον πύργο στην πίσω πλευρά, αλλά λειτουργεί ως τέταρτη πλευρά και επομένως το πάχος του συνυπολογίζεται στις διαστάσεις του πύργου. Στην πίσω πλευρά διακρίνεται εύκολα η τοιχοποιία επί της οποίας διαμορφωνόταν η κλίμακα (με κατεύθυνση από νότο προς βορρά) που οδηγούσε στον εξώστη του πύργου. Ενιαίος. Λίθοι μικρού και μεσαίου μεγέθους σε στρώσεις λίγο – πολύ κανονικές. Στους οριζόντιους αρμούς πλινθία μεμονωμένα, στους κατακόρυφους επάλληλα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98, υποσημ. 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. Τάνου, Πύργοι, σ. 44, 181, 182.

Τείχος Τ6–7. Ανάμεσα στους πύργους Π6 και Π7 (Εικ. 28). Κατακόρυφο. Διατήρηση. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Μ. 20μ. Στο σημείο επαφής με τον πύργο Π7 έχει ύ. ίδιο με αυτόν. Το κατώτερο τμήμα του τείχους, στην περιοχή δίπλα στον πύργο Π6, είναι με τετράπλευρους λίθους, αρκετά κανονικά λαξευμένους σε κανονικές στρώσεις και μία ζώνη τριών σειρών πλίνθων. Η υπόλοιπη επιφάνεια είναι με χοντροδουλεμένους λίθους συνήθως σε στρώσεις και πλινθία στους αρμούς. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 εικ. 2.

Πύργος Π7. Βρίσκεται κοντά στην ΒΑ γωνία της εκκλησίας του Χριστού, σε απόσταση 7,80μ από αυτήν και 20μ βόρεια του πύργου Π6 (Εικ. 29). Ημικυκλικής προβολής. Κατακόρυφος.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[77]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Σε φωτογραφία του 1917 φαίνονται οι επάλξεις29. Μ. 7,40μ, πλ. 7,20μ. Το τείχος δεν διαφοροποιείται από τον πύργο στην πίσω πλευρά, αλλά λειτουργεί ως τέταρτη πλευρά και επομένως το πάχος του συνυπολογίζεται στις διαστάσεις του πύργου. Ενιαίος. Η τοιχοποιία είναι με μικρούς και μεσαίους, χοντροδουλεμένους λίθους, συνήθως σε στρώσεις λίγο – πολύ κανονικές. Σειρές πλίνθων μικρού μήκους ή μεμονωμένα πλινθία στους οριζόντιους αρμούς. Επάλληλα πλινθία στους κατακόρυφους αρμούς. Σώζει λίθο με επιγραφή. Οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν Ταρχανειώτης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 24. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 23 σ. 269. Γουρίδης, Διδυμότειχο, φωτ. σ. 35. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, εικ. 61. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98, υποσημ. 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. Τάνου, Πύργοι, σ. 44, 181, 183.

Τείχος Τ7–8. Δίπλα στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας του Χριστού. Ανάμεσα στους πύργους Π7 και Π8. Κατακόρυφο. Σώζεται σε όλο του το ύψος. Οι επάλξεις έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Σε φωτογραφία του 1917 φαίνονται οι επάλξεις30. Ενιαίο. Τοιχοποιία με χοντροδουλεμένους λίθους και πλινθία στους αρμούς. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γουρίδης, Διδυμότειχο, φωτ. σ. 35. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, εικ. 61.

Πύργος Π8. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία φέρεται με το όνομα «πύργος του Χριστού» (Εικ. 30). Δίπλα στη ΒΔ γωνία της εκκλησίας του Χριστού. Στον πύργο βρίσκεται το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας. Παραλλαγή πεντάπλευρου. Η τριγωνική προβολή έχει βάση μικρότερη από την πλευρά του τετράπλευρου τμήματος του πύργου. Κατακόρυφος.

29 30

Γουρίδης, Διδυμότειχο, εικ. σ. 35. Γουρίδης, Διδυμότειχο, εικ. σ. 35.


[78]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Μέγ. σωζ. μ. 6,20μ, πλ. μπροστά 7,60μ, πίσω 8,40μ. Ενιαίος. Το εσωτερικό, κατά πάσαν πιθανότητα, ήταν θολωτό: η εσωτερική παρειά έχει εξ ολοκλήρου κατεστραμμένο πρόσωπο –όπως ακριβώς στον πύργο Π3–, γεγονός που οφείλεται πρωτίστως στην κατάρρευση του θόλου, την οποία ακολούθησε απόσπαση λίθων από το πρόσωπο. Μεγάλοι και ογκώδεις λίθοι, με ακανόνιστο περίγραμμα, σε στρώσεις χωρίς σταθερό ύψος, με λίθινα βύσματα κατά τόπους σε κατακόρυφους και οριζόντιους αρμούς. Πρόκειται για λίθους προερχόμενους από αρχαία ερείπια. Σώζεται επιγραφή, που οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν «Τοῦ φύλακος;».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 24. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 117. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 28 σ. 270. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 113, φωτ. σ. 123. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 65. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97–99, 101, υποσημ. 14, 15, 24. Τσουρής, Καβάλα, σ. 430–431. Τάνου, Πύργοι, σ. 35–36, 183.

Τείχος Τ8–9. Ανάμεσα στους πύργους Π8–Π9. Κατακόρυφο. Διατηρείται σε ύ. μέγ. 5,40μ (δίπλα στον πύργο Π9) και 8,10μ (στην κορυφή του τόξου της κάτοψης)· έχει π. 1,80–1,85μ. Οι δύο πύργοι απέχουν μεταξύ τους σε ευθεία γραμμή 40μ, αλλά το τείχος αποτελείται από τρία τμήματα που σχηματίζουν μεταξύ τους δύο γωνίες και έχουν συνολικό μήκος 41,60μ. Τα μεσαίο είναι το μεγαλύτερο και φτάνει τα 34,60μ. Πρόσωπο ενιαίο με μικρούς και μεσαίους χοντροδουλεμένους λίθους και πλινθία στους αρμούς, μεμονωμένα ή επάλληλα. Στον πυρήνα διαπιστώθηκε η ύπαρξη ζώνης με τρεις σειρές πλίνθων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92, υποσημ. 9. Κ. Τσουρής, Διδυμότειχο. Κάστρο, ΑΔ 47 (1992), Χρονικά, σ. 506, πίν. 141δ.

Πύργος Π9. Βόρεια του πύργου Π8 και σε ευθεία απόσταση 40μ από αυτόν (Εικ. 31). Ημικυκλικής προβολής. Κατακόρυφος.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[79]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μ. 8,60μ (συνυπολογίζεται το τείχος ως πίσω πλευρά του πύργου), πλ. 8μ. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί πλήρως. Κατά τον Δ. Μανάκα ο πύργος κατεδαφίστηκε κατά το μισό του ύψους του, γιατί ήταν επικίνδυνος για τους κατοίκους των σπιτιών που βρίσκονταν κάτω από αυτόν31. Ενιαίος. Η τοιχοποιία είναι με χοντροδουλεμένους λίθους μικρού και μεσαίου μεγέθους με επάλληλα πλινθία στους κατακόρυφους αρμούς. Επιγραφή σε λίθινο δόμο. Οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν «Ταρχανειώτης».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97–99, υποσημ. 14, 15. Κ. Τσουρής, Διδυμότειχο. Κάστρο, ΑΔ 47 (1992), Χρονικά, σ. 506, πίν. 141δ. Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. Τάνου, Πύργοι, σ. 181, 183.

Τείχος Τ9–10. Ανάμεσα στους πύργους Π9 και Π10 (Εικ. 32). Κοντά στον πύργο Π10 σχηματίζει γωνία. Κατακόρυφο. Μ. 33μ, π. 1,95μ, 2μ, 2,10μ. Σώζεται σε ύ. 5,80μ, δίπλα στον πύργο Π9 7,80μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Στην τοιχοποιία προς το μέρος του πύργου Π9 η κατώτερη ζώνη εμφανίζει πέντε – επτά ισοϋψείς στρώσεις λίθων, αρκετά καλά λαξευμένων, με κανονικά περιγράμματα, σχεδόν ορθογωνισμένων. Η υπόλοιπη τοιχοποιία, ψηλότερα από την προηγούμενη και δίπλα της μέχρι τον πύργο Π10, είναι με χοντροδουλεμένους λίθους και πλινθία στους αρμούς, μεμονωμένα ή επάλληλα. Σε τμήμα της τοιχοποιίας το πρόσωπο κατέρρευσε και φάνηκε ο πυρήνας, στον οποίο υπάρχουν δύο ζώνες με τέσσερις σειρές πλίνθων η κάθε μία και ανάμεσά τους ένα πλίνθινο, ανακουφιστικό τόξο. Τα λείψανα αυτά ανήκουν στην ίδια τοιχοποιία με την κατώτερη ζώνη των κανονικών στρώσεων με τους ορθογωνισμένους λίθους. Στην εσωτερική πλευρά του τείχους, σε μικρή τομή, αποκαλύφθηκε το πρόσωπο της τοιχοποιίας: λιθοδομή με ορθογωνισμένους λίθους σε τέσσερις ισοϋψείς στρώσεις ανάμεσα σε δύο ζώνες τεσσάρων σειρών πλίνθων η κάθε μία. Κοντά στον πύργο Π10, σε ορθογώνια προεξοχή της τοιχοποιίας, κατασκευάστηκε κλίμακα ανόδου προς τον περίδρομο. Η ίδια η κλίμακα δεν παρέχει κάποια σημαντική πληροφορία για την οχύρωση. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της είναι ότι ξεκινούσε από το βράχο, πράγμα που σημαίνει ότι, όταν κτίστηκε η πρώτη φάση της οχύρωσης (αυτή με τις ζώνες τεσσάρων

31

Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 24.


[80]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σειρών πλίνθων και τις τέσσερις στρώσεις λίθων, που εδράστηκε στο βράχο) στην περιοχή αυτή δεν υπήρχαν οι επιχώσεις, που ύψωσαν μεταγενέστερα το επίπεδο του εδάφους στο εσωτερικό της πόλης και ότι η κυκλοφορία μέσα από τα τείχη γινόταν πάνω – κάτω στο επίπεδο του βράχου και όχι στο σημερινό επίπεδο, το οποίο μάλλον δεν είναι ψηλότερο από το υστεροβυζαντινό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 υποσημ. 9, 101, 106. Κ. Τσουρής, Διδυμότειχο. Κάστρο, ΑΔ 46 (1991), Χρονικά, σ. 348–349. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

Πύργος Π10. Βρίσκεται στα βόρεια του πύργου Π9 και σε απόσταση 33μ από αυτόν (Εικ. 33–35). Ακανόνιστος κύκλος. Εσωτερικό κυκλικό. Κατακόρυφος. Μέγ. δ. 6,20μ, μέγ. σωζ. ύ. 7,30μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Κατά τον Δ. Μανάκα οι τουρκικές αρχές κατεδάφισαν τον πύργο για να χρησιμοποιήσουν τους λίθους του στην κατασκευή οδοστρωμάτων στην πόλη32. Τοιχοποιία τείχους και πύργου συμπλέκονται. Στο κατώτερο τμήμα του η τοιχοποιία είναι με καλοδουλεμένους ή ορθογωνισμένους λίθους σε ισοϋψείς στρώσεις, ζώνες με τέσσερις σειρές πλίνθων και συνδετικό ασβεστοκονίαμα με προσμείξεις κεραμάλευρου και σπασμένων πλίνθων. Η ζώνη των πλίνθων σώθηκε λίγο ψηλότερα στον πυρήνα της τοιχοποιίας. Σώθηκε το δάπεδο του πύργου στρωμένο με πλίνθους, ακέραιες ή κομματιασμένες. Η τοιχοποιία συντηρήθηκε κατά το έτος 1991. Αποκαταστάθηκε η παρειά του πύργου σε όσο ύψος σωζόταν ο πυρήνας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 24. Γουρίδης, Διδυμότειχο Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, 61. Τσουρής, Διδυμότειχο, 92–95, 98, 104, 106, υποσημ. 9, 15. Τσουρής, Καβάλα, 439. Τάνου, Πύργοι, 41, 44, 180–181, 183. Κ. Τσουρής, ΑΔ 46 (1991), Χρονικά, σ. 348–349 .

Τείχος Τ10–11. Μ. 32,5μ, π. 1,90μ, μέγ. σωζ. ύ. 8,60μ (Εικ. 36, 37). Κατακόρυφο. Θεμελιώνεται στο βράχο. Η εξωτερική παρειά κατέρρευσε δίπλα στον πύργο Π10. Η παρειά του υπόλοιπου τείχους είναι με χοντροδουλεμένους μικρούς και μεσαίους λίθους, πλινθία 32

Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 24.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[81]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μεμονωμένα και επάλληλα στους αρμούς και συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Στον πυρήνα του τείχους δύο ζώνες με τέσσερις σειρές πλίνθων και συνδετικό ασβεστοκονίαμα με προσμείξεις κεραμάλευρου και σπασμένων πλίνθων. Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποχωμάτωσης και εν συνεχεία συντήρησης του τείχους έγιναν οι ακόλουθες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Μετά περίπου τον 9ο ή 10ο αιώνα η εσωτερική πλευρά της οχύρωσης είχε καταχωθεί. Το τείχος είχε κατεδαφιστεί μέχρι το ύψος περίπου των 5μ (μετρούμενο στην εξωτερική του πλευρά) και το πρόσωπο της εξωτερικής παρειάς είχε καταστραφεί. Οι εργασίες επισκευής του τείχους αποκατέστησαν το εξωτερικό πρόσωπο της τοιχοποίας που είχε περισωθεί, κατασκευάζοντας ένα μανδύα, και πραγματοποίησαν προσθήκη καθ’ ύψος, η οποία σχεδόν διπλασίασε το ύψος του τείχους. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε η διαπίστωση ότι προκειμένου να οικοδομήσουν την τελευταία αυτή προσθήκη άφησαν τα χώματα της επίχωσης στη θέση τους και έκτισαν πάνω τους χωρίς να τα απομακρύνουν. Δηλαδή η προσθήκη δεν πάτησε πάνω στην τοιχοποιία της αρχικής φάσης αλλά πάνω στο μπάζωμα. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι ότι στην εσωτερική πλευρά του τείχους δεν υπήρχε καμμία συνάφεια ανάμεσα στις δύο φάσεις. Στην περιοχή της κατάρρευσης η τοιχοποιία που πατά στο βράχο αποτελείται από δύο– τρεις στρώσεις αργών λίθων μεσαίου μεγέθους χωρίς συγκολλητικό υλικό. Παχύρρευστο ασβεστοκονίαμα με κεραμάλευρο και κομμάτια σπασμένων πλίνθων έρρευσε από τους υπερκείμενους δόμους και πέρασε κατά τόπους στην αργολιθοδομή. Το τελικό αποτέλεσμα δίνει την εικόνα γενικευμένης αμέλειας και προχειρότητας. Στην πρώτη δημοσίευση των σχετικών ερευνών διατύπωσα, με πολλά ερωτηματικά, την υπόθεση ότι ίσως πρόκειται για λείψανα μιας παλαιότερης, προρρωμαϊκής, οχύρωσης. Έκτοτε δεν μπόρεσα να δώσω οριστική απάντηση στα ερωτήματα. Ωστόσο, στην παρούσα φάση της έρευνας, νομίζω –πάντα με κάθε επιφύλαξη– ότι πρόκειται για πρόχειρη κατασκευή που είχε σκοπό να εξομαλύνει στοιχειωδώς την επιφάνεια του βράχου, ώστε πάνω της να πατήσει η φάση με τους καλοδουλεμένους λίθους και τα πλίνθινα ντουζένια. Κατά τα έτη 1989 και 1991 συντηρήθηκε η παρειά του τείχους και ανακατασκευάστηκε το τμήμα που είχε καταρρεύσει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 95, 100–101, 104–106, 106, υποσημ. 9, 11. Τάνου, Πύργοι, 180. Κ. Τσουρής, Διδυμότειχο. Κάστρο, ΑΔ 44 (1989), Χρονικά, σ. 395, πίν. 224β. Κ. Τσουρής, Διδυμότειχο. Κάστρο, ΑΔ 45 (1990), Χρονικά, σ. 383.


[82]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πύργος Π11. Βρίσκεται στην κορυφή αμβλείας γωνίας του τείχους, στα βόρεια του πύργου Π10 και σε απόσταση 32,50μ από αυτόν (Εικ. 38, 39) . Ακανόνιστος κύκλος. Κατακόρυφος. Μέγ. δ. 8,40μ, ελ. δ. 8,40μ, μέγ. σωζ. υ. 6,50μ. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Το τείχος λειτουργεί σαν πίσω πλευρά του τείχους. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίος. Η τοιχοποιία είναι με χοντροδουλεμένους λίθους, μικρού και μεσαίου μεγέθους, πλινθία μεμονωμένα και κυρίως επάλληλα στους κατακόρυφους αρμούς και συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Επιγραφή σε λίθο, ψηλά, λίγο κάτω από το επίπεδο του περιδρόμου, δίπλα στον παρακείμενο δρόμο. Οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν «Ταρχανειώτης». ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 22. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ.24 σ. 269. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98, υποσημ. 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. Τάνου, Πύργοι, σ. 181, 183–184.

Τείχος Τ11–12. Ανάμεσα στους πύργους Π11 και Π12. Αμβλεία γωνία σε απόσταση 3,20μ από τον πύργο Π11, μικρό δόντι σε ευθεία απόσταση 13μ από τον ίδιο πύργο, ευθύγραμμο. Σε μήκος 5,40μ νότια του πύργου Π12 το τείχος έχει καταστραφεί μέχρι το βράχο. Κατακόρυφο. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Συνολικό μ. μεταπυργίου 36,20μ, μ. σωζ. τείχους 30,20μ, ύ. 6,50μ. Πάχος στο σημείο της καταστροφής, στη βάση του τείχους 2–2,10μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίο. Χοντροδουλεμένοι λίθοι, μικρού και μεσαίου μεγέθους, πλινθία μεμονωμένα και επάλληλα στους αρμούς, συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Στο σημείο καταστροφής του τείχους, στην εσωτερική παρειά του, σώζεται στα δύο τρίτα του ύψους του τοιχοποιία με καλοδουλεμένους ορθογωνισμένους λίθους σε ισοϋψείς στρώσεις, ζώνη με τέσσερις σειρές πλίνθων και συνδετικό ασβεστοκονίαμα με πρόσμειξη κεραμάλευρου και


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[83]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κομματιών σπασμένων πλίνθων (Εικ. 42, 43). Μέτρησα ράχες 0,30μ, 0,32μ, 0,33μ, μόνον μία 0,35μ και πάχος 4εκ, 4,5εκ, 5εκ. Προς τη μεριά του πύργου Π11 υπάρχει κατακόρυφος αρμός μέχρι το ύψος δύο στρώσεων λίθων πάνω από τη ζώνη των πλίνθων (Εικ. 43). Η τοιχοποιία στα νότια του αρμού και πάνω από αυτόν είναι με καλοδουλεμένους λίθους, σχετικά αμελέστερα από αυτήν στα βόρεια του, σε στρώσεις, με ελάχιστα πλινθία σε κατακόρυφους αρμούς. H εικόνα που παρέχει η καταστροφή και η επισκευή στην τομή του τείχους είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και επαναλαμβάνει και επιβεβαιώνει την αντίστοιχη εικόνα των προηγουμένων μεταπυργίων: χαμηλά, πάνω στο βράχο, στην αρχή της τοιχοποιίας, το τείχος σώζεται σχεδόν σε όλο το πλάτος του· στη συνέχεια είναι κατεστραμμένο μόνον το πρόσωπο του τείχους στην εξωτερική πλευρά του· αμέσως ψηλότερα η καταστροφή αποκτά πλάτος που αυξάνεται σταδιακά προς την εσωτερική παρειά· εν τέλει η καταστροφή αγγίζει το πρόσωπο του εσωτερικού· μέχρι το ύψος αυτό οι βυζαντινές επισκευές επένδυσαν με μανδύα το κατεστραμμένο τείχος, ενώ από το ύψος αυτό και πάνω το τείχος ανακατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου, σε όλο του το πλάτος. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 93, 101 υποσημ. 9.

Πύλη ΠΛ4. Σαραϊόπορτ-ες -α (= πύλ-ες -η των ανακτόρων). Βρισκόταν στη νότια πλευρά του πύργου Π12, πολύ κοντά σε αυτόν, ωστόσο αγνοείται η ακριβής θέση της. Σε απόσταση 43μ από τη ΒΑ γωνία της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης. Βρίσκεται πλησιέστερα στην υποτιθέμενη ακρόπολη (περίπου 100μ) από όλες τις άλλες πύλες του κάστρου. Δεν σώθηκε κανένα κατάλοιπό της. Ο Δ. Μανάκας τη θεωρεί «επικουρική» και την αναφέρει ως «Καλέπορτα»33. Σύμφωνα με πληροφορία του ίδιου οι τουρκικές αρχές κατεδάφισαν την πύλη για να χρησιμοποιήσουν τους λίθους της στην κατασκευή οδοστρωμάτων στην πόλη34. Ακολούθως συνοψίζονται οι λόγοι, για τους οποίους έχω την άποψη ότι εδώ υπήρχε πραγματικά πύλη ήδη από τη βυζαντινή περίοδο. Η πλαγιά μπροστά από το μεταπύργιο Τ11–12 είναι μεν απότομη, αλλά δεν είναι απροσπέλαστη. Μετά από τον πύργο Π12 και προς τον πύργο Π13 κ.ο.κ. καθίσταται σταδιακά ακόμη περισσότερο απότομη και εν τέλει, μπροστά από την πύλη ΠΛ6,

33 34

Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 22. Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 22–24.


[84]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σχεδόν παντελώς απροσπέλαστη. Επομένως, από την άποψη της διαμόρφωσης της πλαγιάς, το τελευταίο σημείο, στο οποίο είχε νόημα και ήταν δυνατό να ανοιχθεί πύλη προσβάσιμη στους κατοίκους, ήταν η περιοχή του πύργου Π12. Από την άποψη της λειτουργίας, η πύλη αυτή εξυπηρετούσε τις γειτονιές γύρω από την Αγία Αικατερίνη και, όπως αμέσως προηγουμένως επισημάνθηκε, καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη το ανάκτορο στην κορυφή του λόφου. Η διαμόρφωση της οχυρώσεως είναι, επίσης, σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο για την ύπαρξη πύλης. Στον πύργο Π12 καταλήγει ένας διάδρομος του προτειχίσματος, ο οποίος δεν θα είχε λόγο ύπαρξης, αν δεν οδηγούσε σε πύλη: άλλως ο διάδρομος θα ήταν αδιέξοδος. Επομένως η υποτιθέμενη πύλη υπήρχε ήδη από την υστεροβυζαντινή περίοδο, κατά την οποία κατασκευάστηκε το προτείχισμα. Θεωρώ, επί πλέον, ότι ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη πύλης εδώ αποτελεί η σχετική παράδοση και το όνομα του ανοίγματος. Η ένδειξη έχει το μειονέκτημα ότι στηρίζεται σε παράδοση της οθωμανικής περιόδου. Στο χώρο που βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά της πύλης ΠΛ4, στα νότια του πύργου Π12, ανάμεσα στο τείχος και το προτείχισμα, διενεργήθηκε το 1986 ανασκαφική έρευνα, η οποία είχε σκοπό να αποκαλύψει στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη πύλης στο σημείο αυτό. Η ανασκαφή δεν έφερε στο φως κανένα ακίνητο αρχιτεκτονικό κατάλοιπο από πύλη (λαμπάδες, κατώφλι κ.τ.π.), ούτε λαξεύματα στο βράχο που θα μπορούσαν να σχετισθούν με πύλη, απέδωσε όμως ένα ενδιαφέρον εύρημα, που οδηγεί –κατά τη γνώμη μου– κατηγορηματικά στο συμπέρασμα ότι εδώ υπήρχε πράγματι πύλη35. Πρόκειται για τα λείψανα κλίμακας, παράλληλης προς το τείχος και σε επαφή με αυτό, η απόληξη της οποίας υπολογίζω ότι βρισκόταν μπροστά από την υποτιθέμενη πύλη και στο επίπεδο του κατωφλιού της (Εικ. 40, 41). Η ύπαρξη κλίμακας στο σημείο αυτό δεν έχει κανένα νόημα, αν δεν οδηγούσε σε πύλη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 22–23. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 109, φωτ. σ. 111. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 62–63. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 96. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 93–95. Κ. Τσουρής, Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Έβρου. Διδυμότειχο, Πύλη(;) Αγίας Αικατερίνης, ΑΔ 41 (1986), Χρονικά, σ. 193, πίν. 138β.

Πύργος Π12. Βρίσκεται στα βόρεια του πύργου Π11 και σε απόσταση 36,20μ από αυτόν, δίπλα στην πύλη ΠΛ4 και σε απόσταση 43μ από τη ΒΑ γωνία της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης (Εικ. 47–50, Σχ. 5, 6). Κ. Τσουρής, Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Έβρου. Διδυμότειχο, Πύλη(;) Αγίας Αικατερίνης, ΑΔ 41 (1986), Χρονικά, σ. 193. 35


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[85]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πεταλόσχημος. Κατακόρυφος. Εξωτερικές: μ. 9,50μ, πλ. ελάχιστο (πίσω) 6,20μ, μέγιστο 8,40μ, σωζ. ύ. 10μ. Π. 1,80– 2,80μ. Εσωτερικές: μ. 5,20μ, πλ. ελάχιστο (πίσω) 3μ, μέγιστο 4,40μ, σωζ. ύ. 4,50μ. Διατηρείται, όπως υπολογίζω, λίγο χαμηλότερα από το επίπεδο στο οποίο διαμορφωνόταν ο περίδρομος. Το τείχος δεν διαφοροποιείται από τον πύργο στην πίσω πλευρά, αλλά λειτουργεί ως τέταρτη πλευρά και επομένως το πάχος του συνυπολογίζεται στις διαστάσεις του πύργου. Το εσωτερικό παρακολουθεί το εξωτερικό. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίος, με εξαίρεση το κατώτερο τμήμα του, όπου η τοιχοποιία διαφοροποιείται. Στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι με χοντροδουλεμένους λίθους, μικρού και μεσαίου μεγέθους, με πλινθία μεμονωμένα και επάλληλα στους αρμούς και συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Στο κατώτερο τμήμα του διατηρείται τοιχοποιία με καλοδουλεμένους λίθους σε ισοϋψείς στρώσεις, ζώνη με τέσσερις σειρές πλίνθων και συνδετικό ασβεστοκονίαμα με προσμείξεις κεραμάλευρου και κομματιών σπασμένων πλίνθων και κεραμιδιών. Αν και η τοιχοποιία αυτή σώζεται σε μικρή έκταση, ωστόσο η καμπυλότητα που εμφανίζει επιτρέπει να υποθέσω βάσιμα ότι ο πύργος στον οποίο ανήκε αυτή η αρχαιότερη φάση ήταν κυκλικός ή επίσης πεταλόσχημος. Ο τρόπος με τον οποίο καταστράφηκε η εσωτερική παρειά του πύργου από ένα ορισμένο ύψος και πάνω δείχνει ότι η κάλυψη του εσωτερικού ήταν θολωτή, σφαιρική ή ημικυλινδρική. Επιγραφή στην κορυφή του πέταλου, ψηλά, λίγο χαμηλότερα από την απόληξη του πύργου. Οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν «Ταρχανειώτης». Κεραμοπλαστικό πλέγμα σε δύο ορθογώνιους πίνακες εκατέρωθεν της επιγραφής: πλινθία σχηματίζουν μικρούς ρόμβους με μικρό πλινθίο στο εσωτερικό, στη θέση της οριζόντιας διχοτόμου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 22. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 27 σ. 270. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 93, 98, υποσημ. 9, 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. Τάνου, Πύργοι, σ. 46, 180–181, 184.

Τείχος Τ12–13. Ανάμεσα στους πύργους Π12 και Π13. Κατακόρυφο. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί.


[86]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μέγ. σ. ύ. 5,30μ, στο σημείο επαφής με τον πύργο Π12 το μέγ. ύ. υπολογίζεται στα 7μ και στο σημείο επαφής με τον πύργο Π13 το μεγ. σωζ. ύ. υπολογίζεται στα 5,50μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίο. Λίθοι μικρού και μεσαίου μεγέθους σε οριζόντιες κατά το δυνατόν στρώσεις, πλινθία σε αρκετούς αρμούς, συνδετικό ασβεστοκονίαμα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 υποσημ. 9.

Πύργος Π13. Βρίσκεται στα βόρεια του πύργου Π12 και σε απόσταση 27,80μ από αυτόν (Εικ. 51). Κυκλικός με ακανονιστίες. Κατακόρυφος. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος, αλλά επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί εξ ολοκλήρου. Μέγ. σ. δ. 5,80–6μ. Mέγ. σωζ. ύ. 7,40–7,50μ στην κορυφή της ημικυκλικής προβολής, 5,30μ (βόρεια) και 5,70μ (νότια) στις γωνίες με το τείχος. Προβάλλεται 4μ από την εξωτερική παρειά του τείχους. Το τείχος δεν διαφοροποιείται από τον πύργο στην πίσω πλευρά, αλλά οι τοιχοποιίες συμπλέκονται, διαπίστωση που υποδεικνύει ότι τείχος και πύργος κτίστηκαν ταυτόχρονα. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίος. Χοντροδουλεμένοι λίθοι μικρού και μεσαίου μεγέθους σε οριζόντιες, κατά το δυνατόν, στρώσεις, συνήθως ανισοϋψείς. Μεμονωμένα και επάλληλα πλινθία στους αρμούς. Στις χαμηλότερες στρώσεις της τοιχοποιίας ογκώδεις λίθοι κατά τόπους. Στην ζώνη κάτω από την επιγραφή πέντε ογκώδεις λίθοι. Στην κορυφή του κύκλου επιγραφή σε ογκώδη ορθογώνιο λίθο. Οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν «Ταρχανειώτης». ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 22. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 25 σ. 269. Τάνου, Πύργοι, σ. 44, 184.

Τείχος Τ13–14. Ανάμεσα στους πύργους Π13 και Π14. Κατακόρυφο. Οι δύο πύργοι απέχουν μεταξύ τους σε ευθεία γραμμή 38,50μ. Το τείχος σώζεται δίπλα στον πύργο Π13 σε μ 19,50μ και δίπλα στον πύργο Π14 σε μ 11μ, ενώ το ενδιάμεσο


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[87]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τμήμα είναι κατεστραμμένο. Διατηρείται αντηρίδα που προεξέχει πλ. 0,75 σε μ. 5μ. Μέγ. σ. ύ. 5,85μ δίπλα στον πύργο Π14. Θεμελιώνεται στο βράχο. Σε όσο μήκος σώζεται το πρόσωπο του τείχους είναι με χοντροδουλεμένοι λίθοι μικρού και μεσαίου μεγέθους σε στρώσεις κατά κανόνα οριζόντιες. Πλινθία μεμονωμένα και επάλληλα, περιπτωσιακά στους αρμούς. Στο μήκος που έχει καταστραφεί το πρόσωπο του τείχους υπάρχουν τμήματα του πυρήνα που μισοφαίνονται κάτω τις επιχώσεις και άλλα τμήματα τα οποία έχουν καταχωθεί πλήρως κάτω από αυτές. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 υποσημ. 9.

Πύργος Π14. Τετράπλευρος. Βρίσκεται στα βόρεια του πύργου 13 και σε ευθεία απόσταση 38,50μ από αυτόν (Εικ. 52). Τετράπλευρος. Κατακόρυφος. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί πλήρως. Προβάλλεται από το τείχος σε μ. 2,80μ στη νότια πλευρά του και 3μ στη βόρεια· πλ. 7μ στο μέτωπο και 7,40μ στην πίσω πλευρά. Μέγ. σ. ύ. 6,80μ. Οι τοιχοποιίες τείχους και πύργου στην πίσω πλευρά του δεν συνδέονται τουλάχιστον στη γωνία τους· δεν ερεύνησα τι συμβαίνει σε βάθος μεγαλύτερο από 0,20–0,30μ. Στις τρεις – τέσσερις ανώτερες στρώσεις οι τοιχοποιίες των δύο τμημάτων της οχύρωσης συμπλέκονται. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίος. Μεγάλοι και ογκώδεις δόμοι, οι περισσότεροι τετράπλευροι, με χοντροδουλεμένες τις ορατές επιφάνειες, σε οριζόντιες, άλλοτε λίγο – πολύ κανονικές στρώσεις και άλλοτε ανισοϋψείς. Στους κατακόρυφους αρμούς κατακόρυφα πλινθία ή επάλληλα πλινθία. Κάθε δύο ή τρεις στρώσεις λίθων υπάρχει ζώνη με πλακοειδείς λίθους, μικρού μήκους σειρές πλινθίων και επάλληλα πλινθία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 22. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97–98, υποσημ. 14, 15, 16. Τσουρής, Καβάλα, σ. 438. Τάνου, Πύργοι, σ. 184.


[88]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τείχος Τ14–15. Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους Π14 και Π15 (Εικ. 53). Κατακόρυφο. Το διάστημα ανάμεσα στους δύο πύργους σε ευθεία γραμμή ανέρχεται σε 82μ. Το τείχος σώζεται σε μ. 13μ δίπλα στον πύργο Π14 και 14μ δίπλα στον πύργο Π15. Προεξοχή πλ. 0,95–1μ. Μέγ. σ. ύ. 4μ δίπλα στον πύργο Π15. Στο διάστημα ανάμεσα στα σωζόμενα τμήματα υπάρχουν α. τμήματα εν μέρει καταχωμένα ή μισοκαταχωμένα κάτω από σωρούς χωμάτων και β. τμήματα στα οποία η εξωτερική παρειά έχει καταρρεύσει πλήρως αποκαλύπτοντας τον πυρήνα μιας τοιχοποιίας τελείως διαφορετικής από τις δύο παρακείμενες. Ο πυρήνας είναι με ζώνες τριών – τεσσάρων σειρών πλίνθων και συνδετικό ασβεστοκονίαμα με συντρίμματα τούβλου και κεραμάλευρο. To πρόσωπο του τείχους, σε όσο μήκος σώζεται, είναι με χοντροδουλεμένους λίθους, μικρού και μεσαίου μεγέθους, σποραδικά πλινθία στους αρμούς και συνδετικό ασβεστοκονίαμα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Κ. Τσουρής, Διδυμότειχο, Κάστρο, ΑΔ 52 (1997), Χρονικά, σ. 888. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 υποσημ. 9.

Πύργος Π15. Στην τοπική λαϊκή παράδοση φέρεται με το όνομα Κεχρί, ενώ στη λόγια είναι γνωστός με το όνομα της επιγραφής του, «του Κομνηνού» (Εικ. 54–56). Χρησίμευσε σε ορισμένες περιστάσεις ως αποθήκη κεχριού. Είναι ο τελευταίος πύργος της ΒΑ πλευράς της οχύρωσης. Βρίσκεται στα βόρεια του πύργου Π14 και σε ευθεία γραμμή απέχει 82μ από αυτόν. Τετράπλευρος. Εσωτερικό ορθογώνιο καμαροσκέπαστο. Κατακόρυφος. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Ο πύργος προβάλλεται από το τείχος 4,20μ στη νότια πλευρά και 5μ στη βόρεια. Πλ. 6μ, μ. 6,40–6,80μ. Εσωτερικά μ. 3,20μ, πλ. 2,30μ. Μέγ. σωζ. ύ. στη νότια πλευρά 7,30μ. Το τείχος δεν διαφοροποιείται από τον πύργο στην πίσω πλευρά, αλλά λειτουργεί ως τέταρτη πλευρά και επομένως το πάχος του συνυπολογίζεται στις διαστάσεις του πύργου. Θεμελιώνεται στο βράχο. Η τοιχοποιία είναι με χοντροδουλεμένους λίθους σε οριζόντιες αρκετά κανονικές στρώσεις. Στους οριζόντιους αρμούς μικρού μήκους σειρές πλίνθων και μεμονωμένα πλινθία, άλλοτε ορίζουν τις στρώσεις και άλλοτε τις εξομαλύνουν. Στους


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[89]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατακόρυφους αρμούς επάλληλα πλινθία ή μεμονωμένα κατακόρυφα. Συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Η νότια πλευρά έχει συντηρηθεί κατά τα δύο τρίτα πριν από το 1975, άγνωστο πότε ακριβώς: μπορώ να διαγνώσω ότι πραγματοποιήθηκε συστηματικό αρμολόγημα, αλλά πέραν τούτου δεν μπορώ να διαπιστώσω αν έγινε ανακατασκευή της παρειάς ή όχι. Επιγραφή ψηλά στην κορυφή της σωζόμενης τοιχοποιίας. Αναφέρεται η ύπαρξη και άλλου ενεπίγραφου λίθου. Οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν «] [Βασιλείου] Κομνηνοῦ [». ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 19 σ. 265–266. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχον, σ. 118. Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 21–22. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 113, φωτ. σ. 122. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 65–66. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98–99, υποσημ. 15, 16. Τσουρής, Καβάλα, σ. 438. Τάνου, Πύργοι, σ. 30–31, 185.

Τείχος Π15–ΠΛ6. Εκτείνεται ανάμεσα στον πύργο Π15 και την πυλίδα ΠΛ6 (Εικ. 57–59). Κατακόρυφο σε όσο μήκος σώζεται. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί πλήρως. Η απόσταση πύργου και πύλης σε ευθεία γραμμή είναι 65μ, ωστόσο το τείχος δεν ήταν ευθύγραμμο και τα τμήματά του έχουν συνολικά μ 66μ. Στο μεγαλύτερο τμήμα του μέγ. σ. ύ. 1,50μ, ελ. σωζ. ύ. 1μ. Μέγ. σωζ. ύ. 6μ δίπλα στον πύργο Π15. Η εσωτερική παρειά διατηρήθηκε σε μεγαλύτερο ύ. από την εξωτερική. Θεμελιώνεται στο βράχο. Η εξωτερική παρειά του τείχους είναι με χοντροδουλεμένους λίθους σε οριζόντιες κατά το δυνατόν στρώσεις. Σε τμήμα του τείχους έχει καταρρεύσει το πρόσωπο αποκαλύπτοντας τον πυρήνα, ο οποίος είναι με αργολιθοδομή και ασβεστοκονίαμα με προσμείξεις κεραμάλευρου και σπασμένων πλίνθων και κεραμιδιών. Η σημαντικότερη διαπίστωση είναι η ύπαρξη ζώνης με τέσσερις σειρές πλίνθων και συνδετικό όμοιο με το παραπάνω. Πολύ κοντά στην πύλη 6, στο βάθος μικρής καταστροφής, διακρίνεται αμιγής πλινθοδομή με οκτώ σειρές πλίνθων. Πρόκειται για αρχαιότερη φάση του τείχους, το οποίο επενδύθηκε με την ορατή σήμερα τοιχοποιία. Εδώ εντοπίζεται τετράπλευρη οπή οχετού 3μ νότια της πύλης ΠΛ6. Ύ. οπής 0,45μ, πλ. 0,38μ. Ο τρόπος που καταστράφηκε η εξωτερική παρειά του τείχους μέχρι την πλινθοδομή και ο τρόπος που διατηρήθηκε ο οχετός, επιτρέπουν να υποθέσω ότι αυτός διατηρήθηκε και στην, υφιστάμενη σήμερα, ορατή παρειά. Πιστεύω ότι η καταστροφή οφείλεται σε θησαυροθήρες, οι οποίοι άρχισαν να διευρύνουν το άνοιγμα του οχετού, αλλά, όταν έφθασαν στην


[90]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πλινθοδομή και διαπίστωσαν ότι πίσω της άρχιζαν μπάζα, παραιτήθηκαν από την ιδέα να ολοκληρώσουν το έργο τους. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92. Κ. Τσουρής, Διδυμότειχο. Κάστρο, ΑΔ 53 (1998), σ. 752. Κ. Τσουρής, Διδυμότειχο. Κάστρο, ΑΔ 54 (1999), Χρονικά, σ. 720.

Πύλη ΠΛ6. Ο Δ. Μανάκας την αναφέρει ως «Κερκόπορτα ή νερόπορτα»36. Πρόκειται για λόγιες επινοήσεις, που εμπνέονται από τη θέση και μια υποθετική λειτουργία της πύλης. Βρίσκεται σχεδόν στο τέλος του ΒΑ τείχους, σε απόσταση 64,50μ από τον πύργο Π15 και απέχει μόλις 10μ, πάνω – κάτω, από τον γκρεμό πάνω από τον Ερυθροπόταμο (Εικ. 60, 61, Σχ. 7). Πλ. 1,60μ, μ. 2,20μ. Σταθμοί στην τοιχοποιία. Μονόλιθο ανώφλι, πλ. 0,60μ, υπέρ το θυραίο άνοιγμα. Ανακουφιστικό τόξο (με λίθινους πλακοειδείς θολίτες, μία πλίνθο και μερικά πλινθία) με διαμ. μικρότερη του ανοίγματος, πάνω από το ανώφλι. Κάλυψη με ημικυλινδρική καμάρα, κτισμένη με πλακοειδείς λίθινους θολίτες. Απλή λύση της συνέχειας του τείχους, χωρίς προστασία από πύργους. Τοιχοποιία κατακόρυφη. Διατηρείται σχεδόν άθικτη. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαία, χωρίς φάσεις. Κτισμένη με χοντροδουλεμένους λίθους μικρού και μεσαίου μεγέθους με λιγοστά πλινθία, κατακόρυφα ή οριζόντια, στους αρμούς. Η τοιχοποιία εκατέρωθεν της πύλης έχει συντηρηθεί, άγνωστο πότε. Δεν μπορώ να διαγνώσω αν πραγματοποιήθηκε μόνον συστηματικό αρμολόγημα ή εκτελέστηκαν ανακατασκευές της τοιχοποιίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 21–22. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχον, σ. 117. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 112. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 63, φωτ. 82. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 96. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 93, υποσημ. 9, όπου από παραδρομή αναφέρεται ως πυλίδα 5. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

Τείχος στα βόρεια της πύλης ΠΛ6. Βρίσκεται στα βόρεια της πύλης ΠΛ6 και σε ευθεία απόσταση 16μ από αυτήν (Εικ. 62). Απέχει μόλις 1,50μ από τον γκρεμό που υψώνεται πάνω από τον Ερυθροπόταμο. Το άκρο του βράχου στο σημείο αυτό έχει καταστραφεί από λατομική δραστηριότητα και μαζί του κατεδαφίστηκε το άκρο του τείχους. Συνεπώς η ακριβής μορφή της οχύρωσης στο σημείο αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ γνωστή. Μέγ. σ. μ. 5μ. 36

Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 22.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[91]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Θεμελιώνεται στο βράχο. Κατακόρυφο. Μάλλον οικοδομήθηκε σε δύο περιόδους. Η τοιχοποιία που βρίσκεται δίπλα στην πύλη ΠΛ6 είναι σύγχρονη με την πύλη. Λίγα μέτρα παρακάτω το τείχος κάνει δόντι και στη συνέχεια μέχρι το γκρεμό εμφανίζει δύο διαφορετικά είδη τοιχοποιίας: το κατώτερο είναι με στρώσεις λίθων, καλοδουλεμένων τετράπλευρων και αργών, ένα ντουζένι με τέσσερις σειρές πλίνθων και συνδετικό ασβεστοκονίαμα με σπασμένο κεραμίδι και κεραμάλευρο, ενώ το ανώτερο είναι παρόμοιο με την τοιχοποιία στην περιοχή της ΠΛ6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92.

Τείχος μεταξύ πύλης ΠΛ7 και βράχου. Ανάμεσα στον πύργο Π16 και τον βράχο του κάστρου (Σχ. 8). Στο ύψωμα το τείχος πάνω από τον Ερυθροπόταμο περατωνόταν στο χείλος του γκρεμού, ενώ στην πεδινή, παραποτάμια έκταση το τείχος έφραζε το χώρο ανάμεσα στον πύργο Π16 και τον κάθετο βράχο· τα δύο τμήματα του τείχους, ψηλά στο βράχο και χαμηλά στην όχθη, δεν συνδέονταν μεταξύ τους. Το ενδεχόμενο τα δύο τμήματα να συνδέονταν μεταξύ τους φαίνεται κατασκευαστικά απίθανο λόγω της υψομετρικής διαφοράς του βράχου και της όχθης. Το τείχος από τον πύργο Π16 μέχρι το βράχο κάλυπτε απόσταση 32μ. Δομικά το τείχος συνδέεται με τον πύργο Π16 στο επίπεδο του περιδρόμου, του στηθαίου και των επάλξεων. Εν μέρει θεμελιωμένο στην άμμο και εν μέρει στον παρακείμενο βράχο. Πλ. τείχους πάνω από την πύλη ΠΛ7, δίπλα στον πύργο Π16 ±3μ, πλ. περιδρόμου ±2,50μ, πλ. στηθαίου ±0,50μ. Στην εξωτερική πλευρά αυτού του τείχους διαμορφωνόταν το προστατευτικό στηθαίο και οι επάλξεις. Καθώς το δάπεδο του περιδρόμου βρισκόταν στο ίδιο ακριβώς επίπεδο με το κατώφλι της εισόδου του πύργου, η τελευταία έπαλξη υψωνόταν μέχρι τη γένεση του τόξου της εισόδου του πύργου και με τον τρόπο αυτό προφύλαγε την είσοδο του πύργου από όποιον προσέβαλε την οχύρωση από τη μεριά αυτή. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών, σ. 296–300, 309–321.

Πύλη ΠΛ7. Βρίσκεται στο επίπεδο της όχθης του Ερυθροποτάμου, δίπλα στον πύργο Π16, στο παραποτάμιο άκρο του τείχους που κάλυπτε το διάστημα ανάμεσα στον Π16 και το


[92]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βράχο του λόφου· στην πραγματικότητα ανάμεσα στο ποτάμι και το βράχο (Εικ. 69–71). Οδηγούσε στη στενή, παραποτάμια, πεδινή ζώνη που σχηματιζόταν ανάμεσα στο ποτάμι και το βράχο του Διδυμοτείχου, ο οποίος στην περιοχή αυτή ακριβώς είχε το μεγαλύτερο ύψος και ήταν σχεδόν κατακόρυφα κομμένος. Σώζεται μόνον μικρό τμήμα από το τόξο του ανοίγματος. Προστατευόταν από τον ισχυρό πύργο Π16. Θεμελιωνόταν στην άμμο της όχθης. Τόξο μεικτό. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 32. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 66. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 97. Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών, σ. 296–300, 309–321.

Πύργος Π16. Μπες κουσάκ, Βeş kuşak (= πέντε ιμαντώσεις ή πέντε ζωνάρια), Πεντάζωνο. Χρωστά το όνομα στα (άλλοτε) πέντε πλίνθινα ντουζένια ή στις (άλλοτε) πέντε ζώνες λιθοδομής, που οργανώνουν την τοιχοποιία. Βρίσκεται στη βόρεια γωνία της οχύρωσης, κάτω από τον κατακόρυφο βράχο του λόφου, στην όχθη του Ερυθροποτάμου, σε απολύτως επίπεδο σημείο, στη βόρεια γωνία της ποτάμιας οχύρωσης (Εικ. 63–76, Σχ. 8). Απέχει 32μ από το βράχο του λόφου, βρίσκεται σε ευθεία γραμμή 72μ από την πύλη ΠΛ6, αποτελεί τη μία πλευρά της πύλης ΠΛ7 και βρίσκεται στα βόρεια του πύργου Π17 και σε απόσταση 56μ από αυτόν. Πρόκειται για γωνιακό πύργο, που προστατεύει πύλη, εφαπτόμενη στην πίσω πλευρά του. Το τείχος σχημάτιζε εδώ σχεδόν ορθή γωνία. Έξω από την κορυφή γωνίας κατασκευάστηκε ο πύργος Π16, του οποίου η τοιχοποιία συμπλέκεται με τα δύο σκέλη του τείχους. Στην πραγματικότητα, καθώς ο πύργος δεν είναι εξωτερικά ολόκληρος κύκλος, η πίσω πλευρά του ταυτίζεται απολύτως με το τείχος. Εξωτερικά περίπου κατά τα τρία τέταρτα είναι σχεδόν κυκλικός, ενώ το υπόλοιπο τέταρτο (το τμήμα δηλαδή που ενώνεται με το ποτάμιο τείχος και με το τείχος που τον συνδέει με το βράχο του υψώματος) είναι σχεδόν ορθή γωνία. Το εσωτερικό, στο κατώτερο επίπεδο, παρακολουθεί σε γενικές γραμμές το εξωτερικό (ακανόνιστος κύκλος και γωνία), ενώ στο επίπεδο της εισόδου μετατρέπεται σε κύκλο. Παριστάνεται σε λιθογραφία που δημοσίευσαν οι C. Sayger – A. Desarnod, Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris [1832], πίν. 27. Τη λιθογραφία δημοσίευσε σε έντυπη μορφή ο Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, εικ. 7. Κατακόρυφος.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[93]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Έχουν αφανιστεί επάλξεις και στηθαία μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Από τα πλίνθινα ντουζένια έχουν αποξηλωθεί σε ποικίλο βάθος οι πλίνθοι, οι οποίες κατά τόπους έχουν διατηρηθεί μέχρι το πρόσωπο. Διάμ. εσωτ. ±4,80μ, εμβ. εσωτ. ±18μ2· διάμ. εξωτ. ±9,50μ, εμβ. εξωτ. ±70,85μ2· μέγ. σωζ. ύ. στο εσωτ. από το κλειδί του σφαιρικού θόλου μέχρι τον σημερινό πάτο του πύργου ±8μ, ύ. εξωτ. μεγαλύτερο των 9,70μ. Η σωζόμενη τοιχοποιία βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση: εξωτερικά η λιθοδομή έχει υποστεί ασήμαντες φθορές, ενώ στα πλίνθινα ντουζένια οι πλίνθοι έχουν διατηρηθεί κατά τόπους μέχρι το πρόσωπο, αλλά στη μεγαλύτερη έκτασή τους έχουν απομειωθεί σε ποικίλο βάθος. Οριζόντια οδοντωτή ταινία στην τρίτη από την κρηπίδα πλίνθινη ζώνη (ντουζένι). Εσωτερικά η τοιχοποιία σώζεται σε καλύτερη κατάσταση, ενώ δεν σώζει κανενός είδους επίχρισμα. Επίχρισμα απαντά στις περιπτώσεις που ο πύργος λειτουργεί σαν δεξαμενή (στέρνα) για την αποταμίευση ομβρίων υδάτων. Η θεμελίωση βρισκόταν, ανάλογα με τη στάθμη του ποταμού, 1. κατά κανόνα εξ ολοκλήρου μέσα στην κοίτη του ποταμού (περίπου μέχρι το 1990) ή στα απόνερά του, 2. άλλοτε εν μέρει στην κοίτη και εν μέρει στην όχθη και 3. στην άμμο της όχθης εξ ολοκλήρου, όταν η στάθμη υποχωρούσε υπερβολικά ή ο ποταμός ξεραινόταν παντελώς. Ο πύργος είχε μία μόνον στάθμη και επ’ αυτής δώμα. Εσωτερικά ήταν κυλινδρικός και καλυπτόταν με πλινθόκτιστο σφαιρικό θόλο. Ενιαίος, χωρίς φάσεις. Ο πύργος είχε κρηπίδα, μία μόνον στάθμη, τυφλή, και επ’ αυτής δώμα. Στο εσωτερικό, το μέγιστο σωζόμενο ύψος (από το κλειδί του σφαιρικού θόλου μέχρι τον σημερινό πυθμένα του πύργου) φτάνει τα 8μ. Η κρηπίδα είναι σήμερα καταχωμένη. Είναι κτισμένος με αρκετά καλά επεξεργασμένους λίθους, μεσαίου μεγέθους, σε σχετικά κανονικές στρώσεις, με χαλαρό πλινθοπερίκλειστο σύστημα και ζώνες με δέκα σειρές πλίνθων (ντουζένια). Κατά τόπους εφαρμόζεται η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου στην κανονική της μορφή, με ορισμένες ακανονιστίες ή αμέλειες. Το συνδετικό υλικό είναι ασβεστοκονίαμα. Νομίζω ότι τα οικοδομικά υλικά χρησιμοποιήθηκαν εδώ σε πρώτη χρήση: οι πλίνθοι είναι ακέραιες και οι λίθοι, αρκετά καλά επεξεργασμένοι, έχουν τις απαραίτητες διαστάσεις για να σχηματίσουν λίγο – πολύ κανονικές στρώσεις. Η μοναδική είσοδος στον πύργο ανοίγεται περίπου στο μέσο του σωζόμενου ύψους του. Το θυραίο άνοιγμα καλυπτόταν με τόξο και είχε πλάτος 0,90μ. και μήκος 0,35μ. Πίσω από το αριστερό πλαίσιο του ανοίγματος στο κατώφλι σώζεται σφαιρική εκβάθυνση: πρόκειται για υποδοχή στροφέως, πράγμα που σημαίνει ότι το άνοιγμα έκλεινε με μονό θυρόφυλλο ή τουλάχιστον ότι υπήρχε πρόθεση να τοποθετηθεί τέτοιο


[94]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ασχέτως του γεγονότος, αν τελικά τοποθετήθηκε αυτό ή όχι. Η παρατήρηση υποδηλώνει ότι ο κατασκευαστής επεδίωκε να ελέγχουν οι φρουροί του πύργου την είσοδο στο εσωτερικό του. Η πρόσβαση στην είσοδο επιτυγχανόταν μόνον από τον περίδρομο του τείχους, το οποίο έφραζε το διάστημα ανάμεσα στο ποτάμι και το βράχο, δηλαδή το κάθετο προς το βράχο σκέλος της ποτάμιας οχύρωσης. Στην εξωτερική (βόρεια) πλευρά του τείχους διαμορφωνόταν το προστατευτικό στηθαίο και οι επάλξεις. Καθώς το δάπεδο του περιδρόμου βρισκόταν στο ίδιο ακριβώς επίπεδο με το δάπεδο της εισόδου (κατώφλι δεν υπήρχε), η τελευταία έπαλξη υψωνόταν μέχρι τη γένεση του τόξου της εισόδου του πύργου και με τον τρόπο αυτό προφύλασσε την είσοδο του πύργου από όποιον προσέβαλε την οχύρωση από τα βόρεια. Ο επιτιθέμενος από τη μεριά του ποταμού δεν είχε οπτική επαφή με την είσοδο του πύργου, αλλά μόνο με το παράλληλο προς τον ποταμό τείχος, στο οποίο δεν διαμορφωνόταν πρόσβαση προς την είσοδο του πύργου. Το εσωτερικό παρακολουθεί, σε γενικές γραμμές, τη μορφή του εξωτερικού: η πρώτη στάθμη, μέχρι το ύψος της εισόδου, είναι κατά τα τρία τέταρτα κυκλική, ενώ το υπόλοιπο τέταρτο διαμορφώνεται με σχεδόν ορθή γωνία. Η γωνία βρίσκεται λίγο πιο δεξιά (περίπου 0,50μ.) από την περασιά του δεξιού τοίχου του διαδρόμου της εισόδου. Καλύπτεται με λιθόκτιστο ημιχώνιο. Από το ύψος της εισόδου και πάνω το εσωτερικό είναι αποκλειστικά σχεδόν κυκλικό (εδώ εμφανίζει γωνία δηλαδή) και καλύπτεται από πλινθόκτιστο σφαιρικό θόλο, που κατασκευάστηκε επί ξυλοτύπου. Οι οπές πακτώσεως του ξυλότυπου σώζονται στη γένεση του θόλου. Μετά το θυραίο άνοιγμα διαμορφώνεται διάδρομος πλάτους 1,27/1,30μ., που οδηγεί στο κυλινδρικό εσωτερικό. Ο διάδρομος καλύπτεται από πλινθόκτιστο κυλινδρικό θόλο. Το κλειδί διαμορφώνεται από κομμάτια πλίνθων τοποθετημένα εγκάρσια προς τον κατά μήκος άξονα του θόλου. Το κλειδί απέχει από το δάπεδο του διαδρόμου 2,60μ. Σταθερή, κτιστή κάθοδος προς τον πυθμένα της πρώτης στάθμης δεν υπήρχε και επομένως οι χρήστες του πύργου όφειλαν να χρησιμοποιούν αιρετή κλίμακα, εάν για οποιονδήποτε λόγο παρίστατο ανάγκη. Κλίμακα στο πάχος του τοίχου οδηγούσε από το επίπεδο της εισόδου στον εξώστη ή σε έναν ακόμη όροφο –στην ελάχιστα πιθανή περίπτωση που υπήρχε ένας ακόμη–. Τα σκαλοπάτια είχαν ύψος (μέτωπο) 0,90–0,97μ. και μήκος (πάτημα) εσωτερικό 0,20–0,30μ. και εξωτερικό 0,30–0,52μ. Η κλίμακα καλυπτόταν με πλινθόκτιστη χαμηλή καμάρα (τμήμα ημικυλινδρικού θόλου). Ο πυθμένας του πύργου, περίπου στο ύψος της κρηπίδας, ήταν στρωμένος με θραυστό αδρανές υλικό από λατομείο (3Α). Δεν διαπίστωσα το πάχος αυτού του στρώματος. Η μικρή έκταση (περίπου 0,50μ2) που μπόρεσα να ερευνήσω έδειξε ότι το στρώμα αυτό ήταν καθαρό, δηλαδή δεν περιείχε κανενός άλλου είδους υλικά.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[95]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ C. Sayger – A. Desarnod, Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris [1832], πίν. 27. Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 32. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχον, σ. 123–124. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 106, 114–115, φωτ. σ. 119. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 66–67, φωτ. 63–65. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 96–97. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98, υποσημ. 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 437–438. Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο, σ. 48. Τάνου, Πύργοι, σ. 185. Τσουρής, Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών, σ. 296–300, 309–321.

Τείχος Τ16–17. Βρίσκεται μεταξύ των πύργων Π16 και Π17. Υπολογιζόμενο μ περίπου 56μ. Καταστραμμένο μέχρι τη θεμελίωση. Σώζεται τμήμα μικρού μήκους, το οποίο ξεκινά από τον πύργο Π16. Θεμελιώνεται στην άμμο της κοίτης ή της όχθης του ποταμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ C. Sayger – A. Desarnod, Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris [1832], πίν. 27.

Πύργος Π17. Στα νότια του Πενταζώνου και σε απόσταση περίπου 56μ. από αυτό, σύντομη ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε τα θεμέλια του πύργου Π17 και τα παρακείμενα τμήματα τείχους. Ακολούθως τα ανωτέρω λείψανα καταχώθηκαν για τις ανάγκες της επέκτασης του περιφερειακού δρόμου. Πύργος και τείχος θεμελιώνονταν στην άμμο της κοίτης ή της όχθης του ποταμού. Τα θεμέλια του πύργου δεν έσωζαν κανενός είδους πρόσωπο, αλλά διαμορφώνονταν σε μία συμπαγή μάζα τοιχοποιίας, η οποία μου επιτρέπει να υποθέσω ότι ο πύργος ήταν τετράπλευρος, είχε μ. περίπου 3,90μ και πλ. περίπου 4,60μ. Η μάζα της τοιχοποιίας βρισκόταν, όταν ερευνήθηκε, περίπου στο τότε επίπεδο των υδάτων του Ερυθροποτάμου, με άλλα λόγια στο επίπεδο περίπου της κρηπίδας του πύργου Π16. Η συμπαγής σωζόμενη τοιχοποιία επιτρέπει να υποθέσουμε ότι δεν λειτουργούσε σαν πηγάδι: αν συγκεντρώνονταν νερά στο εσωτερικό του πύργου αυτά έπρεπε να εισχωρήσουν από την τοιχοποιία, πράγμα μάλλον δύσκολο έως αδύνατο. Με ποιον τρόπο επικοινωνούσε ο πύργος με τον περίδρομο και με το εσωτερικό της οχυρώσεως αποτελεί, επίσης, αντικείμενο αναπόδεικτων εικασιών. Εάν δεν υπήρχε περίδρομος, τότε ο πύργος έπρεπε οπωσδήποτε να επικοινωνεί με το εσωτερικό της οχυρώσεως και αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με τη βοήθεια κτιστής ή αιρετής, ξύλινης κλίμακας.


[96]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σε λιθογραφία του 1829–1830 διακρίνονται ο στρογγυλός πύργος Π16 στη βόρεια γωνία της προεκτάσεως και στο τείχος κατά μήκος του ποταμού ένας στρογγυλός και ένας τετράγωνος πύργος: οι τρεις πύργοι και το ποτάμιο τείχος βρίσκονται όλοι μέσα στα νερά του Ερυθροπόταμου. Ο στρογγυλός πύργος του ποταμίου τείχους στη λιθογραφία βρίσκεται περίπου στη θέση στην οποία εντοπίσθηκε ανασκαφικά ο πύργος Π17. Επομένως εγείρεται θέμα σχετικής πιστότητας της λιθογραφίας, όσον αφορά στο συγκεκριμένο σημείο. Η λιθογραφία δίνει επίσης μία πληροφορία για ένα σημείο της οχυρώσεως, το οποίο έχει πια χαθεί: στα νότια του πύργου Π17 απεικονίζει έναν ακόμη πύργο, μάλλον τετράπλευρο. Στα νότια του τελευταίου δεν φαίνεται άλλος πύργος ούτε τείχος. Αν έχω ερμηνεύσει σωστά τα δεδομένα των λειψάνων της οχυρώσεως δίπλα στον Ερυθροπόταμο και το παρακείμενο βραχώδες ύψωμα και τα δεδομένα της γεωμορφολογίας, τότε ο τελευταίος προς νότον πύργος της λιθογραφίας είναι ο γωνιακός πύργος της επέκτασης. Στο σημείο αυτό η οχύρωση στρεφόταν και πάλι προς το ύψωμα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ C. Sayger – A. Desarnod, Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris [1832], πίν. 27. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, εικ. 7.

Τείχος Τ17–18. Βρίσκεται στα νότια του πύργου Π18. Θεμελιωνόταν στην άμμο της κοίτης ή της όχθης του ποταμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ C. Sayger – A. Desarnod, Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris [1832], πίν. 27. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, εικ. 7.

Πύργος Π18. Η ύπαρξή του εικάζεται. Στην όχθη του ποταμού, στα νότια του πύργου Π17. Η θέση του εικάζεται. Θεμελιωνόταν στην άμμο της κοίτης ή της όχθης του ποταμού. Δεν σώθηκε κανένα κατάλοιπο του πύργου. Τείχος Τ18–20. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά του υψώματος. Αρχίζει από τον πύργο Π20 και κατευθύνεται προς τα βόρεια οχυρώνοντας μία από τις δύο ευπρόσβλητες πλευρές του κάστρου. Σχεδόν μπροστά της απλώνεται η πεδινή παραποτάμια έκταση, η οποία όσο το ποτάμι κινείται προς τα νότια (όσον αφορά στο συγκεκριμένο μεταπύργιο) καθίσταται συνεχώς πλατύτερη. Κατακόρυφο.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[97]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Διατηρείται σε μ. 80,50μ στα βόρεια του πύργου Π20, ενώ το σημείο καταστροφής της τοιχοποιίας βρίσκεται σε ευθεία απόσταση 79μ από τον αυτόν. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί. Θεμελιώνεται στο βράχο. Η εξωτερική παρειά είναι με χοντροδουλεμένους λίθους συνήθως σε ακανόνιστες στρώσεις, κατά τόπους κανονικές, και μεμονωμένα πλινθία άτακτα στους αρμούς, σπανίως επάλληλα στους κατακόρυφους. Στο άκρο του σωζόμενου τμήματος, στην εσωτερική παρειά, και στην περιοχή ακριβώς δίπλα στον πύργο Π20, όπου το πρόσωπο είχε καταρρεύσει, ήταν, άλλοτε, ορατή τοιχοποιία με λιθοδομή, ζώνη με τρεις – τέσσερις σειρές πλίνθων και συνδετικό ασβεστοκονίαμα με κεραμάλευρο και σπασμένο κεραμίδι και πλίνθο (Εικ. 82, 83). Στην τελευταία περιοχή, με το καταστραμμένο πρόσωπο, η παρειά του τείχους ανακατασκευάστηκε ανάμεσα στο 1977 και το 1983, δεν γνωρίζω ακριβώς πότε. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γουρίδης, Διδυμότειχο, φωτ. σ. 120. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 93, 101. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

Πύλες της Γέφυρας, Κιοπρού Καπουσί, Νερόπορτες. Στην περιοχή μπροστά και δίπλα από τον πύργο Π20 ανοίγονταν οι πύλες Π9 και Π10 και ίσως μία ακόμη, η πύλη ΠΛ8. Οι αναφορές των ερευνητών σε αυτές δεν είναι απολύτως σαφής: φέρονται συλλήβδην ως «νερόπορτες» και ως «πύλες της γέφυρας» (το δεύτερο είναι μετάφραση της τουρκικής ονομασίας «κιοπρού καπουσί»), χωρίς να διευκρινίζεται σε ποια από τις τρεις πύλες αναφέρεται η κάθε μία από τις ονομασίες. Στην πραγματικότητα και οι τρεις ήταν νερόπορτες, αφού επέτρεπαν την πρόσβαση στα νερά του Ερυθροποτάμου (όπως επίσης η πύλη ΠΛ7), και πύλες της γέφυρας ταυτοχρόνως, αφού επέτρεπαν την κάθοδο στην γέφυρα του ποταμού μπροστά τους. Για τους λόγους αυτούς δεν συνδέω καμμία από τις ανωτέρω πύλες με συγκεκριμένη ονομασία. Πύλη ΠΛ8. Ανοιγόταν στην εξωτερική πλευρά του Π19, δηλαδή δίπλα στην ελεύθερη γωνία της περίπου τραπεζιόσχημης αυλής (του περιβόλου) που διαμορφώνεται ανάμεσα στους Π 20, 21 και 19 και το τείχος 19–21. Σήμερα δεν σώζεται κανένα υπόλειμμα της πύλης. Στην εξωτερική από τις δύο ελεύθερες ακμές του Π19 προβάλλει παραστάδα που σώζει στην κορυφή της πλακοειδή κιλλίβαντα, ενώ απέναντι ακριβώς σώζεται ογκώδης τοιχοποιία, η οποία διατηρεί κανονικό πρόσωπο σε μία πλευρά. Επί πλέον το λαξευμένο στο βράχο οδόστρωμα είναι ιδιαίτερα επιμελημένο. Κυρίως τα δύο πρώτα δεδομένα –και πολύ


[98]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λιγότερο το τρίτο– επιτρέπουν να υποθέσω ότι εδώ υπήρχε πύλη με μορφή και διάταξη που αδυνατώ να εικάσω. Μια πύλη οδηγεί σε εσωτερικό χώρο, καλυμμένο ή όχι, ωστόσο η ΠΛ8 δεν φαίνεται να οδηγεί σε κανέναν εσωτερικό χώρο. Αν απορριφθεί πάντως το ενδεχόμενο να υπήρχε πύλη στο σημείο αυτό, πρέπει η έρευνα να δώσει μια πειστική ερμηνεία για την παραστάδα στην ακμή του Π19 και τον απέναντί της ισχυρό όγκο τοιχοποιίας και εγώ δεν μπορώ να δώσω μια τέτοια. Το 1991 δημοσιεύοντας για πρώτη φορά μια γενική άποψη που είχα διαμορφώσει μέχρι τότε για την οχύρωση του Διδυμοτείχου, υπέθεσα ότι η περιοχή του υψώματος ανάμεσα στο ΝΔ και το ΒΔ άκρο οχυρωνόταν, εκτός από το σωζόμενο τείχος, με κάποιο είδος προτειχίσματος ή τέλος πάντων –αν δεν υπήρχε προτείχισμα εδώ– κάποιο είδος αναλημματικού τοίχου που προστάτευε την πρόσβαση, ένα στενό δρόμο, από την περιοχή του Π18 στην ΠΛ9. Η ΠΛ8, λοιπόν, οδηγούσε σε αυτόν τον προφυλαγμένο διάδρομο. Από τότε δεν κατόρθωσα να πραγματοποιήσω κάποιες διερευνητικές τομές, οι οποίες θα επέτρεπαν να αποσαφηνίσω τα προβλήματα και έτσι εξακολουθώ να υποστηρίζω την ίδια άποψη, αν και με περισσότερες επιφυλάξεις. Οφείλω λοιπόν να σημειώσω ότι και η ύπαρξη της ΠΛ8 και η ύπαρξη του προτειχίσματος / αναλήμματος παραμένουν στη σφαίρα απλών υποθέσεων. Οι δύο κτιστές πλευρές του θυραίου ανοίγματος, αν υπήρχε τέτοιο στην πραγματικότητα, θεμελιωνόταν στο βράχο. Τα λιγοστά λείψανα της πύλης, πάντα αν τα αναγνωρίζω σωστά, επιτρέπουν να προσθέσω στις υποθέσεις που διατυπώθηκαν παραπάνω μία ακόμη: η ΠΛ8 κατασκευάστηκε όλη σε μία φάση. Στην παραστάδα χρησιμοποιήθηκαν καλοδουλεμένοι ορθογώνιοι λίθοι (Εικ. 84, 86). Στον όγκο απέναντί της χρησιμοποιήθηκαν ογκώδεις, μεγάλοι και μεσαίοι λίθοι με συγκολλητικό ασβεστοκονίαμα (Εικ. 108).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 29. Γουρίδης, Διδυμότειχο, εικ. σ. 107. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, φωτ. 76. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 97. Τσουρής, Καβάλα, σ. 451. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

Πύλη ΠΛ9. Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους Π19 και Π20, στο εξωτερικό της περίπου τραπεζιόσχημης αυλής (του περιβόλου) που διαμορφώνεται ανάμεσα στους ανωτέρω πύργους και το τείχος 19–21 (Εικ. 84, 85, 87, Σχ. 9). Σώζεται άθικτη. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη πάνω της. Θυραίο άνοιγμα πλ. 2,40μ, μ. 2,60μ, πλ. 2,90μ. Το δάπεδο της πύλης βρισκόταν περίπου 0,50μ πάνω από το έδαφος.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[99]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαία. Για να διαμορφωθεί η τετράπλευρη κάτοψη της πύλης, προστέθηκε τριγωνική τοιχοποιία στην εξωτερική πλευρά της τριγωνικής προβολής του πύργου Π20. Ο χώρος ανάμεσα στο πύργο Π19 και την τριγωνική προσθήκη στον πύργο Π20 και μέχρι το θυραίο άνοιγμα καλυπτόταν με οξυκόρυφο τόξο που βαίνει σε λίθινους κιλίβαντες, το θυραίο άνοιγμα με χαμηλωμένο τόξο και ο διάδρομος της πύλης με ημικυλινδρική καμάρα. Δύο τόρμοι στις γωνίες του δαπέδου δείχνουν ότι η θύρα ήταν δίφυλλη. Πίσω από το θυραίο τόξο, στη γένεση της καμάρας του διαδρόμου σώζονται οι μεγάλες τετράγωνες οπές του μεγάλου ξύλινου ανωφλιού. Στην εξωτερική πλευρά της πύλης, μπροστά από το τύμπανο του τόξου του θυραίου ανοίγματος, πίσω από το μέτωπο του ευρύτερου τόξου που ενώνει τους δύο πύργους, ανοίγεται τετράπλευρη καταχύστρα. Η τοιχοποιία είναι με ογκώδεις και μεγάλους λίθους, αρκετά καλά δουλεμένους, σε σχετικά το συνδετικό είναι ασβεστοκονίαμα. Δύο ζώνες με έξι σειρές πλίνθων οργανώνουν τη λιθοδομή σε φαρδιές ζώνες. Το τόξο μπροστά από το θυραίο άνοιγμα είναι πλινθόκτιστο, οριοθετημένο με πλινθία, ενώ το τόξο του θυραίου ανοίγματος λιθόκτιστο με θολίτες πολύ καλά λαξευμένους (οι αρμοί ανάμεσά τους έχουν σχεδόν εξαφανιστεί). Το τύμπανο ανάμεσα στο εξωράχιο του χαμηλωμένου τόξου και το εσωράχιο του οξυκόρυφου κοσμείται με πλίνθινους ρόμβους στην εξωτερική πλευρά, ενώ με πλέγμα στην εσωτερική. Το πλίνθινο υλικό χρησιμοποιήθηκε εδώ για πρώτη φορά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 29. Βελένης, Ερμηνεία, σ. 112. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 109, φωτ. σ. 110. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, φωτ. 76. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 98. Τσουρής, Καβάλα, σ. 451. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

Πύργος Π19. Στις λόγιες παραδόσεις φέρεται ως «πύργος του Μουράτ». Πλαισιώνει την πύλη ΠΛ9, βρίσκεται απέναντι από την κορυφή του πύργου Π20 και στο άκρο του εξωτερικού τείχους του εξωτερικού περιβόλου (αυλής) που διαμορφώνεται μπροστά από την πύλη ΠΛ10 (Εικ. 84–86). Ακανόνιστο τραπέζιο. Κατακόρυφος. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Μέτωπο 5,70μ, πίσω πλευρά 3,60μ, πλευρά πλαισίωσης της πύλης ΠΛ9 5,70μ.


[100]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Συμπαγής τοιχοποιία. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίος. Τοιχοποιία σε ζώνες: η πρώτη με χοντροδουλεμένους λίθους σε οριζόντιες πάνω – κάτω ζώνες· η δεύτερη με πλινθοπερίκλειστο αρκετά κανονικό· η τρίτη, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί το τύμπανο του οξυκόρυφου τόξου, είναι με χοντροδουλεμένους λίθους σε κανονικές στρώσεις και πλίνθους, κατά τόπους, στους κατακόρυφους και λιγότερο στους οριζόντιους αρμούς. Ανάμεσα στις τρεις ζώνες λιθοδομής αναπτύσσεται ζώνη με πέντε σειρές πλίνθων. Στη τρίτη ζώνη διαμορφώνεται αψίδωμα με προεξέχον οξυκόρυφο τόξο επί γωνιακών κιλλιβάντων, ενώ το τύμπανο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τις χαμηλότερες ζώνες. Στα τόξα εναλλάσσονται ακέραιες πλίνθοι ή μεγάλα κομμάτια πλίνθων με δύο κομμάτια. Οι γωνιόλιθοι της τρίτης ζώνης είναι καλοδουλεμένοι ορθογώνιοι λίθοι. Το πλίνθινο υλικό χρησιμοποιήθηκε εδώ για πρώτη φορά. Η λιθοδομή της νότιας πλευρά του πύργου έχει ανακατασκευαστεί σε μεγάλη έκταση. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 28. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχον, σ. 122. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 109. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, φωτ. 78–79. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98, υποσημ. 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 451.

Τείχος Τ19–21. Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους Π19 και Π21 (Εικ. 111). Αποτελεί το εξωτερικό τείχος του εξωτερικού περιβόλου (αυλής) που διαμορφώνεται μπροστά από την πύλη ΠΛ10. Η αυλή έχει πλ. 20–24μ (από την πύλη ΠΛ9 μέχρι τον πύργο Π21) και μ. 7–12μ. Σχηματίζει δύο αμβλείες γωνίες. Κατακόρυφο. Η ευθεία απόσταση των πύργων Π19 και Π21 είναι 24,20μ, το πραγματικό μ. του τείχους 25,40μ. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Διατηρείται το μεγαλύτερο μέρος του περιδρόμου με το στηθαίο σε μικρό ύψος κατά τόπους, ενώ από τις επάλξεις μόνον μία. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίο. Ανάμεσα στο τείχος και τον πύργο Π21 υπάρχει αρμός, ενώ το τείχος αποτελεί συνέχεια του πύργου Π19 χωρίς αρμό. Η τοιχοποιία είναι με ογκώδεις, μεγάλους και μεσαίους χοντροδουλεμένους λίθους. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 108, 109. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 61, 63.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[101]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πύργος Π20. Στα ΒΔ της πύλης ΠΛ10, πριν από αυτήν και σε απόσταση 7,60μ (Εικ. 84, 85, 87–89, Σχ. 10). Πεντάπλευρος. Κατακόρυφος. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί. Μ. 10,20μ, μ. τετράπλευρου τμήματος 6,90μ, πλ. 8,70μ πίσω 7,10μ μπροστά. Θεμελιώνεται στο βράχο. Το τριγωνικό τμήμα, σχεδόν μέχρι το ύψος της παρακείμενης πύλης ΠΛ9, είναι με ογκώδεις δόμους, άλλους με κανονικό περίγραμμα και άλλους με μάλλον ακανόνιστο, άνισου πλάτους, σε σχεδόν ισοϋψείς στρώσεις. Το υπόλοιπο ύψος του τριγωνικού τμήματος και οι βόρεια και νότια πλευρές είναι με αργολιθοδομή, σε στρώσεις αρκετά συχνά, αλλά όχι απαραιτήτως, ισοϋψείς. Στη νότια πλευρά σώζονται τα αποτυπώματα της ξυλοδεσιάς σε έξι σειρές. Στη βόρεια, ψηλά, υπάρχουν δύο τετράπλευρες υδρορρόες. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70. Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 206, 207. Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 34. Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 44. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 26, 109, 112. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 64. Ousterhout – Bakirtzis, σ. 97. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97–99, 101, υποσημ. 9, 14, 15, 24. Τσουρής, Καβάλα, σ. 430–431. Τάνου, Πύργοι, σ. 36, 181, 185.

Τείχος Τ20–21. Βρίσκεται μεταξύ των πύργων Π20 και Π21, εκατέρωθεν της πύλης ΠΛ10 (Εικ. 90). Ευθύγραμμο. Κατακόρυφο. Διατηρήθηκε σε όλο το μ. του. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύ. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί. Στο μεγαλύτερο μέρος της εξωτερικής παρειάς του οι λίθοι λεηλατήθηκαν από ανθρώπινο χέρι. Στην παρειά αυτή υπήρχε ζώνη με τέσσερις σειρές πλίνθων κατά τόπους καταστραμμένη και επενδεδυμένη με αργολιθοδομή. Στη σωζόμενη επιφάνεια οι λίθοι είχαν χοντροδουλεμένο πρόσωπο και αρκετοί ήταν μεγάλοι ή ογκώδεις, αν κρίνω από το λίθινο υλικό που περισώθηκε στο ίδιο μεταπύργιο και τους παρακείμενους πύργους Π20 και Π21. Οι καταστραμμένες επιφάνειες ανακατασκευάστηκαν γύρω στο 1974 και το νέο υλικό τοποθετήθηκε σε εσοχή και έτσι είναι ευδιάκριτο. Μ. 7,50μ στα βόρεια της πύλης και 9,20μ στα νότια της πύλης ΠΛ10, πάχος 2,50–2,60μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίο χωρίς φάσεις.


[102]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το τείχος είναι κτισμένο με λίθους όλων των μεγεθών, στις σωζόμενες δύο–τρεις πρώτες στρώσεις εκατέρωθεν της πύλης χρησιμοποιήθηκαν ογκώδεις λίθοι. Το συνδετικό υλικό είναι απλό ασβεστοκονίαμα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, υποσημ. 9.

Πύλη ΠΛ10. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της βραχώδους και απόκρημνης πλευράς του λόφου, η οποία αρχίζει στο ΒΔ άκρο του υψώματος και τελειώνει στο ΝΑ (Π1) (Εικ. 91, Σχ. 9, 10). Ανοίγεται ανάμεσα στους πύργους Π20 και Π21, στο εσωτερικό του περίπου τραπεζιόσχημου του περιβόλου (αυλής), που διαμορφώνεται ανάμεσα στους ανωτέρω πύργους, τον πύργο Π19 και το τείχος Τ19–21. Απλή διακοπή της τοιχοποιίας. Το πλ. του ανοίγματος είναι 3,10–3,20μ στην εξωτερική παρειά και 3μ στην εσωτερική. Καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα. Στην εξωτερική πλευρά ανακουφιστικό τόξο ψηλότερα από την καμάρα. Στο ύψος της γένεσης της καμάρας δύο επιμήκεις λίθοι προεξέχουν από την παρειά του τείχους προς την εξωτερική πλευρά. Κατακόρυφη τοιχοποιία. Διατηρείται σε όλο το ύψος της. Επάλξεις και στηθαία από πάνω της έχουν καταστραφεί. Οι εξωτερικές γωνίες του ανοίγματος είναι κατεστραμμένες περίπου κατά τα δύο τρίτα. Η καταστροφή οφείλεται στην αφαίρεση του δομικού υλικού από ανθρώπους, η οποία άρχισε από τις γωνίες, που ήταν τα λιγότερο ισχυρά τμήματα της τοιχοποιίας και τα πλέον προσιτά από το επίπεδο του εδάφους. Θεμελιώνεται στο βράχο. Το κατώφλι βρισκόταν 0,70μ ψηλότερα από το έδαφος. Ενιαία σε όλο το ύψος της, εσωτερικά και εξωτερικά. Είναι κτισμένη με μικρούς, μεσαίους, μεγάλους και ογκώδεις λίθους. Το μέτωπο της καμάρας στην εσωτερική πλευρά είναι με μεικτή τοιχοποιία (λίθινος δόμος εναλλάσσεται με τριάδα ή τετράδα πλίνθων) και οριοθετείται με απλή σειρά πλίνθων, ενώ το εσωράχιό της με λίθινους θολίτες. Ακέραιες πλίνθοι στο ανακουφιστικό τόξο της εξωτερικής πλευράς και κοινή τοιχοποιία στο τύμπανο κάτω από το τόξο. Πλινθία στα κατακόρυφα μέρη της τοιχοποιίας. Συνδετικό υλικό κοινό ασβεστοκονίαμα. Οι ογκώδεις δόμοι προέρχονται από αρχαίες κατασκευές. Η λίθινη μούφα στο σταθμό στα αριστερά του εισερχομένου προέρχεται από αρχαίο υδραυλικό σύστημα, πιθανότατα της Πλωτινόπολης. Θύρα δίφυλλη.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[103]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 29. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχον, σ. 121–122. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 109, φωτ. σ. 110. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 63, φωτ. 77. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 97. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 93–95, 99–101, υποσημ. 23, 25. Τσουρής, Καβάλα, σ. 451. Τάνου, Πύργοι, σ. 180.

Πύργος Π21. Στα νότια της πύλης ΠΛ10, σε απόσταση 9,20–9,40μ από αυτήν (Εικ. 92–94, Σχ. 10). Πεντάπλευρος. Κατακόρυφος. Μ. 9,50μ, μ. τετράπλευρου τμήματος 6,10μ, πλ. 5,90μ μπροστά 6,10μ πίσω. Ενιαίος. Στο σωζόμενο ύψος του είναι κτισμένος με ογκώδεις, ορθογώνιους δόμους, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν περιταίνια. Συνδετικό με πρόσμειξη κεραμάλευρου και σπασμένων πλίνθων και κεραμιδιών. Στη νότια πλευρά του, πάνω στον τελευταίο λίθινο δόμο σώζεται ζώνη τεσσάρων σειρών πλίνθων, ακολουθεί αργολιθοδομή και μία ακόμη ζώνη τεσσάρων σειρών πλίνθων (Εικ. 94). Το πρόσωπο των δύο ζωνών πλίνθων και της ζώνης αργολιθοδομής είναι κατεστραμμένο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γ. Μπακαλάκης, Αρχαιολογικαί έρευναι εν Θράκη, ΑΔ 17 (1961/62), Χρονικά, σ. 260, πίν. 316β. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχον, σ. 121. Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 26, 109, 112, φωτ. σ. 35 Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 64, φωτ. 54. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 97. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92, 96–99, 101, υποσημ. 9, 14, 15, 16, 24. Τσουρής, Καβάλα, σ. 424. Τάνου, Πύργοι, σ. 36, 180–181, 185.

Τείχος Τ21–22. Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους Π21 και Π22 (Εικ. 95). Κατακόρυφο. Μ. 32μ· οι δύο πύργοι απέχουν μεταξύ τους σε ευθεία γραμμή 31,50μ. Η τοιχοποιία είναι με χοντροδουλεμένους λίθους μικρού και μεσαίου μεγέθους. Δίπλα στον πύργο Π21 το πρόσωπο της τοιχοποιίας έχει καταρρεύσει και φάνηκε στον πυρήνα τοιχοποιία, στην οποία σώθηκε ζώνη με τέσσερις σειρές πλίνθων και κάτω από αυτήν ανακουφιστικό τόξο με συνδετικό ασβεστοκονίαμα με πρόσμειξη κεραμάλευρου και μικρών κομματιών κεραμιδιών και πλίνθων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70–71. Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 206–207. Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 44. Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 34. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92. Τσουρής, Καβάλα, σ. 431.


[104]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πύργος Π22. Βρίσκεται μεταξύ των πύργων Π21 και Π23, σε ευθεία απόσταση 31,50μ από τον πύργο Π21 (Εικ. 96, 97). Τραπεζιόσχημος. Κατακόρυφος. Πλ. 5,80μ μπροστά, 6,60μ πίσω, μ. 2,10–2,20μ. Από την επιφάνεια του εδάφους μέχρι τα δύο τρίτα περίπου του σ. ύ. η παρειά της τοιχοποιίας έχει καταστραφεί και ανακατασκευάστηκε κατά ή λίγο μετά το 1974. Το τείχος δεν διαφοροποιείται από τον πύργο στην πίσω πλευρά, αλλά λειτουργεί ως τέταρτη πλευρά. Η τοιχοποιία είναι με ογκώδεις, μεγάλους και μεσαίους λίθους και συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Οι μεγάλοι ορθογωνισμένοι λίθοι είναι spolia, ανάμεσά τους μούφα από αρχαίο υδραυλικό σύστημα, πιθανότατα της Πλωτινόπολης. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97–99, 101, υποσημ. 14, 15, 24. Τσουρής, Καβάλα, σ. 430. Τάνου, Πύργοι, σ. 185.

Τείχος Τ22–23. Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους Π22 και Π23 (Εικ. 98). Σχηματίζει επτά αμβλείες γωνίες. Κατακόρυφο. Μ. 197,50μ, καλύπτει ευθεία απόσταση 193 μ. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί. Θεμελιώνεται στο βράχο, αν κρίνω από τα σημεία στα οποία η επίχωση έξω από το τείχος αφήνει γυμνό το βράχο. Είναι κτισμένο με χοντροδουλεμένους λίθους και συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Κοντά στον πύργο Π23, κάτω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, κατέρρευσε το πρόσωπο της τοιχοποιίας και στον πυρήνα του τείχους φανερώθηκε ζώνη τριών σειρών πλίνθων με συνδετικό ασβεστοκονίαμα με κεραμάλευρο και σπασμένο κεραμίδι και πλίνθο (Εικ. 100). Στην περιοχή δίπλα στη βόρεια πλευρά του πύργου Π23 η τοιχοποιία φαίνεται αρκετά κανονική: οι λίθοι τοποθετούνται σε σχεδόν ισοϋψείς στρώσεις. Σώζονται τρεις ορθογώνιες οπές αποχέτευσης, περίπου στο επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους ή λίγο χαμηλότερα από αυτήν· στη μία σώζεται λίθινη τετράπλευρη υδρορροή. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τάνου, Πύργοι, σ. 180.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[105]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πύργος Π23. (Πύργος του δέντρου της ζωής.) Δεν πραγματοποίησα αυτοψία· όλα τα στοιχεία που ακολουθούν προέκυψαν από τη μελέτη τοπογραφικών και φωτογραφιών και την παρατήρηση με κυάλια (Εικ. 99). Σχεδόν ορθογώνιος. Βρίσκεται στα βόρεια του πύργου Π24 και σε απόσταση 43μ από αυτόν, κοντά στη ΝΑ γωνία του Αγίου Αθανασίου. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί περίπου μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Μ. 4,40μ, πλ. 6μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίος. Βαίνει σε βαθμιδωτή κρηπίδα. Τέσσερις πλίνθινες ζώνες διαιρούν την τοιχοποιία σε ζώνες λιθοδομής. Οι λίθοι είναι ογκώδεις, μεγάλοι και μεσαίοι· οι περισσότεροι με καλοδουλεμένη την ορατή επιφάνεια· αρκετοί σχεδόν ορθογωνισμένοι με προσεκτικά λαξευμένες τις δύο, τρεις ή τέσσερις ακμές· σε οριζόντιες, ως επί το πλείστον ισοϋψείς, στρώσεις. Μερικές φορές στους κατακόρυφους αρμούς τοποθετούνται μία ή δύο κατακόρυφοι ακέραιες πλίνθοι. Ψηλά, στην μετωπική πλευρά, διαμορφώνεται πίνακας με κεραμοπλαστικό δέντρο. Έχει κορμό από τρεις σειρές πλίνθων, από τον οποίο ξεκινούν λοξά κλαδιά από μία πλίνθο. Τα πλαίσια του πίνακα είναι με επάλληλα πλινθία. Ο πίνακας είναι πάνω τοξωτός, το τόξο οριοθετείται από οδοντωτή ταινία και στο ημικυκλικό τύμπανο υπάρχει αδιάγνωστο κεραμοπλαστικό κόσμημα (ίσως πρόκειται για μονόγραμμα). Οι πλίνθοι είναι ακέραιες και μάλλον έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ για πρώτη φορά. Οι λίθοι προέρχονται από αρχαία ερείπια, η μούφα στην αριστερή γωνία προέρχεται από αρχαίο υδραυλικό σύστημα, πιθανότατα της Πλωτινόπολης. Το τόξο πάνω από τον κεραμοπλαστικό πίνακα είναι με λίθινους θολίτες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 22, 28. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχον, σ. 121. Γουρίδης, Διδυμότειχο, φωτ. σ. 101, 102, 123. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 98.Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97–99, υποσημ. 9, 14, 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 435. Τάνου, Πύργοι, σ. 185.

Τείχος Τ23–24. Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους Π23 και Π24. Ευθύγραμμο. Κατακόρυφο. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη.


[106]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μ. 43μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Στην περιοχή στα νότια του πύργου Π23 η τοιχοποιία φαίνεται αρκετά κανονική: οι λίθοι, συνήθως μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, τοποθετούνται σε σχεδόν ισοϋψείς στρώσεις. Σε απόσταση περίπου 10–15μ από τον πύργο είναι εμφανής σχεδόν κατακόρυφος αρμός και η τοιχοποιία στη συνέχεια μέχρι τον πύργο Π24 είναι με λίθους αρκετά μικρότερους και περισσότερα πλινθία στους αρμούς. Στο μέσον περίπου του σωζόμενου ύψους του τείχους και σε άλλη θέση λίγο χαμηλότερα από την επιφάνεια του εδάφους υπάρχουν ορθογώνια ανοίγματα αποχέτευσης υδάτων με λίθινες υδρορρόες. Πύργος Π24. (Πύργος του αναγλύφου.) Δεν πραγματοποίησα αυτοψία· όλα τα στοιχεία που ακολουθούν προέκυψαν από τη μελέτη τοπογραφικών και φωτογραφιών και την παρατήρηση με κυάλια (Εικ. 101). Τραπεζιόσχημος. Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους Π23 και Π25, στα νότια του πύργου Π23 και σε απόσταση 43μ από αυτόν. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Μ. 3,10μ στη βόρεια πλευρά, 3,60μ στη νότια, πλ. 6,50μ στο μέτωπο, 6,80μ πίσω. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίος. Τέσσερις πλίνθινες ζώνες διαιρούν την τοιχοποιία σε ζώνες λιθοδομής. Οι λίθοι είναι ογκώδεις, μεγάλοι και μεσαίοι· οι περισσότεροι με καλοδουλεμένη την ορατή επιφάνεια· μερικοί σχεδόν ορθογωνισμένοι με προσεκτικά λαξευμένες τις δύο, τρεις ή τέσσερις ακμές· σε οριζόντιες, ως επί το πλείστον ισοϋψείς, στρώσεις. Μερικές φορές στους κατακόρυφους αρμούς τοποθετούνται μία ή δύο κατακόρυφοι ακέραιες πλίνθοι. Ψηλά, στην μετωπική πλευρά, διαμορφώνεται πίνακας, στο κάτω μισό του οποίου έχει εντοιχισθεί αρχαίο μαρμάρινο αρχιτεκτονικό μέλος, πλαισιωμένο με ταινίες από τριάδες πλινθίων σε ψαθωτή διάταξη. Το πάνω μισό του πίνακα γεμίζει με κοινή τοιχοποιία, η οποία περιβάλλεται από ημικυκλικό τόξο με λίθινους θολίτες. Από αυτούς σώζονται μόνον οι θολίτες της γένεσης του τόξου. Οι πλίνθοι είναι ακέραιες και μάλλον έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ για πρώτη φορά. Εξαίρεση αποτελούν τα πλινθία του πίνακα. Οι λίθοι προέρχονται από αρχαία ερείπια, η μούφα στην αριστερή γωνία προέρχεται από αρχαίο υδραυλικό σύστημα, πιθανότατα της Πλωτινόπολης. Το τόξο πάνω από τον κεραμοπλαστικό πίνακα είναι με λίθινους θολίτες.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[107]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 28. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχον, σ. 121. Γουρίδης, Διδυμότειχο, φωτ. σ. 102. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2. Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 98. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97–99, υποσημ. 14, 15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 435. Τάνου, Πύργοι, σ. 186.

Τείχος Τ24–25. Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους Π24 και Π25. Ευθύγραμμο. Κατακόρυφο. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί περίπου μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Μ. 46μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Η τοιχοποιία είναι κυρίως με μεσαίους και μικρούς λίθους, σπανίως μεγάλους, σε σχεδόν οριζόντιες στρώσεις, πλινθία μεμονωμένα σε αρκετούς οριζόντιους αρμούς και επάλληλα σε αρκετούς κατακόρυφους. Ειδική παρατήρηση: τείχος εκατέρωθεν των πύργων Π23 και Π24. Δίπλα στους πύργους Π23 και Π24 σε μήκος περίπου 10μ το κατώτερο τμήμα του τείχους εμφανίζει σχετική ομοιογένεια: οι λίθοι κτίζονται σε στρώσεις λίγο–πολύ κανονικές, ανάμεσά τους αρκετοί έχουν μάλλον κανονικό σχήμα και δεν παρατηρούνται πλιθία στους αρμούς. Με ένα λόγο πρόκειται για τοιχοποιία προσεγμένη, χωρίς προχειρότητες, χωρίς βιασύνες και εμφανώς διαφορετική από την τοιχοποιία που κυριαρχεί στους πύργους και τα μεταπύργια της περιοχής ανάμεσα στον πύργο Π9 και τον πύργο Π13. Έχω την εντύπωση ότι οι τοιχοποιίες αυτές συμπλέκονται με την τοιχοποιία των πύργων Π23 και Π24 και επομένως πύργοι και τείχος οικοδομήθηκαν ταυτοχρόνως. Οι ανωτέρω παρατηρήσεις διατυπώνονται με κάθε επιφύλαξη, γιατί στάθηκε αδύνατο να προσεγγίσω τα τμήματα αυτά, όπως εξ άλλου και τους δύο πύργους, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους. Πύργος Π25. Βρίσκεται περίπου στα νότια του πύργου Π24 και σε απόσταση 46μ. Τραπεζιόσχημος. Κατακόρυφος. Σώζεται σχεδόν στο μισό του ύψος του.


[108]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βόρεια πλευρά 2,80μ, νότια πλευρά 3,80μ, μ. στο μέσο του πύργου 3μ, πλ. μπροστά 5,20μ, πίσω 7,40μ. Ανάμεσα στις τοιχοποιίες του πύργου και του τείχους υπάρχει αρμός. Θεμελιώνεται στο βράχο. Ενιαίος. Χοντροδουλεμένοι λίθοι μικρού και μεσαίου μεγέθους με πλινθία σποραδικά στους αρμούς. Τείχος Τ25–1. Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους Π25 και Π1. Ευθύγραμμο. Κατακόρυφο. Σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Επάλξεις και στηθαία έχουν καταστραφεί περίπου μέχρι το δάπεδο του εξώστη. Μ. 12μ. Θεμελιώνεται στο βράχο. Χοντροδουλεμένοι λίθοι μικρού και μεσαίου μεγέθους με πλινθία σποραδικά στους αρμούς. ΑΚΡΟΠΟΛΗ

Ακρόπολη Η ύπαρξη της ακροπόλεως είναι γνωστή από γραπτές πηγές, αλλά υπέρ την γην δεν σώθηκε τίποτε από αυτήν. Υποθέτω ότι η ακρόπολη κατελάμβανε το πλάτωμα, το οποίο διαμορφώνεται στο υψηλότερο σημείο του βράχου (Τοπογρ. 2). Στη λιθογραφία της ρωσσικής αποστολής διακρίνονται αρκετά καθαρά λείψανα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 28, 103, 116–117. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 68–69, φωτ. 86, 92.

Ακρόπυργος Σύμφωνα με την αφήγηση λατινικού χρονικού που αναφέρεται στα γεγονότα της Γ΄ Σταυροφορίας (1189), η ακρόπολη του Διδυμοτείχου το 1189 διέθετε ισχυρό πύργο, στον οποίο οχυρώθηκε σώμα Κουμάνων πολεμιστών, που συμμετείχαν στην άμυνα της πόλης. Για να καταληφθεί ο πύργος χρειάστηκε η επίθεση. Στο βόρειο άκρο του πλατώματος της υποτιθέμενης ακρόπολης σώζονται χαμηλά λείψανα τοιχοποιίας, που εικάζω ότι ανήκουν σε ισχυρό κτίσμα. Η θέση και η έκταση της τοιχοποιίας δείχνουν ότι το κτίσμα αυτό μάλλον συνδέεται με την οχύρωση της ακροπόλεως και ανήκει σε ισχυρό ακριανό πύργο.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[109]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 38, 46–47, 59–60. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχον, σ. 47, 127.

ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΧΥΡΩΣΗΣ 1. Πίσω από τον Π3, στο εσωτερικό της πόλης, η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Καβάλα), αρμόδια για τις αρχαιότητες του Διδυμοτείχου, ανέσκαψε το 1973 λείψανα τοίχου με σχήμα κεφαλαίου γάμα (Εικ. 17, 18). Δεν εντόπισα ανασκαφικό ημερολόγιο με κάποιες σχετικές πληροφορίες και εξ όσων γνωρίζω δεν έχει δημοσιευθεί οποιασδήποτε μορφής ή έκτασης σχετική είδηση. Διαπίστωσα τη διεξαγωγή της έρευνας από το φωτογραφικό αρχείο της 12ης ΕΒΑ (Καβάλα). Ο τοίχος είναι κτισμένος με λίθους αρκετά καλά δουλεμένους στο πρόσωπο, σχεδόν τετραγωνισμένους, σε κανονικές στρώσεις, και ζώνη πλίνθων με τέσσερις σειρές ακέραιων πλίνθων. Οι πλίνθοι ήταν τετράγωνες. Στο πάχος του τοίχου σώζονταν τα αποτυπώματα των πλίνθων: φαίνεται καθαρά ότι χωρούσαν τέσσερις πλίνθοι και περίπου ένα τρίτο πλίνθου επί πλέον. Συγκρίνοντας την τοιχοδομία των φωτογραφιών με την εσωτερική παρειά του τείχους που σώζεται στο μεταπύργιο Τ11– 12, κοντά στον Π12 και δίπλα ακριβώς στην καταστροφή του τείχους, διαπιστώνει κανείς προφανή ομοιότητα. Οι πλίνθοι του ανωτέρω σημείου της οχύρωσης έχουν πλευρά από 0,30μ και 0,32μ μέχρι 0,33μ και πάχος από 4εκ και 4,5εκ μέχρι 5εκ. Επίσης λαμβάνω υπ’ όψιν μου τις διαστάσεις των πλίνθων στην εσωτερική παρειά του μεταπυργίου Τ5–6: πλευρά 0,30μ, 0,32μ και 0,33μ· πάχος 3,5εκ, 4εκ και 5εκ· κατακόρυφος αρμός μεταξύ πλίνθων 1εκ, 1,5εκ, 2εκ, 3εκ και σπάνια 4εκ· οριζόντιος αρμός μεταξύ πλίνθων 5εκ, 6εκ, 8εκ και 8,5εκ. Μάλλον δεν θα αστοχήσει ο ερευνητής, αν θεωρήσει πως οι πλίνθοι του κτίσματος πίσω από τον Π3 είχαν περίπου τις ίδιες διαστάσεις. Με βάση αυτές τις διαστάσεις και τις φωτογραφίες υπολογίζω ότι ο τοίχος της καταχωμένης σήμερα ανασκαφής είχε πάχος περίπου 1,40μ–1,50μ, θεωρώντας ότι για το πάχος του τοίχου απαιτούνταν τέσσερις πλίνθοι και κομμάτι πλίνθου. Οι δύο τοιχοποιίες είχαν την ίδια μορφή και οι δύο κατασκευές οικοδομήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο. Το κτίριο καταστράφηκε ή ήταν ήδη καταστραμμένο, όταν ανεγείρονταν ο Π3 στη σημερινή του μορφή. Στάθηκε αδύνατον να διαπιστώσω αν πρόκειται για κατασκευή που ανήκει ή σχετίζεται με οποιονδήποτε τρόπο με την παρακείμενη οχύρωση. Το γεγονός ότι πάνω της κτίστηκε ο Π3, αποτελεί απλή ένδειξη, με σχετική αξία, πως σχετίζεται με την οχύρωση, αν δεν αποτελεί λείψανό της. Από την άλλη μεριά ο τοίχος έχει πάχος μάλλον μικρό: δεν φαίνεται πιθανό να αποτελούσε τμήμα τείχους, δεν αποκλείεται όμως να ανήκε σε πύργο, σε πύλη ή σε κάποια άλλη κατασκευή άμεσα συνδεόμενη με


[110]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

την οχύρωση. Από τις υποθέσεις που διατυπώθηκαν ανωτέρω θεωρώ ασφαλή μόνον τη χρονολόγηση του κτίσματος. 2. Επικουρική πυλίδα. Στο Χριστό. Σύμφωνα με τον Α. Γουρίδη «κοντά στον πύργο του Χριστού» υπήρχε πυλίδα «σήμερα κτισμένη». Δεν διεπίστωσα ύπαρξη πυλίδας στην περιοχή αυτή, αλλά ομολογώ ότι δεν μπόρεσα ποτέ να προσεγγίσω την περιοχή, επομένως δεν μου επιτρέπεται να αποκλείσω κατηγορηματικά την ύπαρξη ανοίγματος. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 112. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 63.

3. Οι Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 96, αναφέρουν ρωμαϊκό πύργο δίπλα στις «Σαραϊόπορτες». Στην περιοχή υπάρχει μόνον ένας πύργος, ο Π12, και αυτός δεν είναι ρωμαϊκός. Όπως αποδεικνύω, με ικανά, νομίζω, στοιχεία, στο κεφάλαιο για τις χρονολογήσεις ο πύργος χρονολογείται στο 14ο αιώνα και κτίστηκε πάνω σε πύργο του 6ου αιώνα. Πέραν αυτού δεν έχω εντοπίσει κανένα κατάλοιπο στην περιοχή, το οποίο να μπορεί να συνδεθεί με άλλο πύργο. 4. Πρόβλημα, το οποίο δεν έλυσε με επάρκεια η παρούσα εργασία, αποτελεί η διαμόρφωση της οχύρωσης από τον πύργο Π17 μέχρι την πύλη ΠΛ9. Συνοψίζω τα διαθέσιμα δεδομένα: 1. Η ύπαρξη του πύργου Π17 είναι βεβαιωμένη ανασκαφικά και μαρτυρείται από τη λιθογραφία του 1830. 2. Το τείχος της πόλης στα βόρεια του πύργου Π20 εκτείνεται σε απόσταση 77μ από αυτόν. 3. Ανάμεσα στα δύο προηγούμενα σημεία (στη συνέχεια τα ονομάζω σημείο 1 και σημείο 2) δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε λείψανο οχύρωσης. 4. Στη γωνία των δύο ελεύθερων πλευρών του πύργου Π19 σώζεται πρόβολος. Η παρουσία του εξηγείται, μόνον αν δεχτούμε ότι σε αυτόν έβαινε ένα άκρο τόξου και ένα τόξο στο σημείο αυτό δεν ερμηνεύεται αλλιώς παρά μόνον αν δεχθώ ότι ανήκει σε θυραίο άνοιγμα πύλης. Την υποθετική αυτή πύλη ονομάζω ΠΛ8. 5. Το άλλο άκρο του τόξου έβαινε επί συμπαγούς τοιχοποιίας, που σώζεται απέναντι από τον πύργο Π19. Δεν έχω διαπιστώσει αν πρόκειται για λείψανο πύργου ή τείχους. Οπωσδήποτε ο όγκος του ταιριάζει περισσότερο σε πύργο παρά σε τείχος. 6. Και πάλι δεν έχω εντοπίσει κανένα βέβαιο λείψανο οχύρωσης ανάμεσα στην πύλη ΠΛ8 και τον υποτιθέμενο πύργο Π18 μπροστά από το τείχος που εκτείνεται προς τα βόρεια του πύργου Π20 μέχρι το σημείο 2, σε απόσταση 72μ από τον πύργο Π20.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[111]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εξαίρεση αποτελούν δύο τμήματα τοίχων μικρού μήκους στο εξωτερικό κράσπεδο του μονοπατιού, που περιγράφεται στη συνέχεια. Μπροστά από τους δύο τοίχους ο βράχος είναι σχεδόν κατακόρυφα κομμένος. Δεν είναι καθόλου σαφές, 1. αν οι δύο αυτοί τοίχοι είναι αναλημματικοί τοίχοι που στήριζαν το άνδηρο, στο οποίο απλώνεται το μονοπάτι ή 2. αν πρόκειται για τείχος προτειχίσματος που υψωνόταν μπροστά από το τείχος ανάμεσα στον πύργο Π20 και το σημείο 2. 7. Ο χώρος ανάμεσα στο προηγούμενο τείχος και το πρανές είναι ένας μάλλον στενός διάδρομος με πλ. 5–10μ. Ξεκινά από την περιοχή του πύργου Π19, κατηφορίζει προς τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο κατά μήκος του ποταμού και συμβάλλει με αυτόν σε απόσταση περίπου 65μ νότια του πύργου Π18 και περίπου 160μ βόρεια του πύργου Π19. Αν η εικόνα που παρουσιάστηκε προηγουμένως είναι κοντά στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα πραγματικά δεδομένα, επιτρέπεται να σκεφτώ ότι η περιοχή αυτή ήταν οχυρωμένη 1. από ένα βυζαντινό τείχος με την πύλη ΠΛ10 και τους δύο πύργους Π20 και Π21 και 2. από ένα οθωμανικό προτείχισμα με τείχος, τον πύργο Π19 και τις πύλες ΠΛ8 και ΠΛ9. Ομολογώ ότι η προτεινόμενη ανωτέρω λύση είναι μάλλον αδύνατη από την άποψη της αποδεικτικής ισχύος, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια ισχυρότερη. 5. 5α. Ακόμη και αν οι ανωτέρω υποθέσεις είναι λίγο – πολύ ορθές, δεν λύνουν το πρόβλημα της ένωσης του βυζαντινού ποτάμιου τείχους με το βράχο στη νότια πλευρά της ποτάμιας επέκτασης της οχύρωσης. Στην περιοχή, όπου υποθέτω ότι τελείωνε η τελευταία, υπάρχει πάνω από τον ποταμό, στην άκρη του υψώματος, γωνιώδης απόληξη του βράχου. Στο σημείο αυτό σώζονται τα λείψανα κατασκευής ή κατασκευών εν μέρει κτιστών και εν μέρει λαξευτών στο βράχο, οι οποίες θεωρήθηκαν κατά καιρούς ως μέρος της οχύρωσης, αλλά στην πραγματικότητα η λειτουργία τους δεν έχει διευκρινιστεί (Εικ. 77–81). 5β. Εδώ οφείλω να σημειώσω ότι στην περιοχή έχει συντελεστεί εκτεταμένη αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος και βαριά καταστροφή των κτιστών εγκαταστάσεων. Οποιοδήποτε κτίσμα υπήρχε πάνω στο βράχο έχει ισοπεδωθεί χωρίς να αφήσει κανένα λείψανο ούτε καν ίχνος. Τα κτιστά λείψανα βρίσκονται όλα σε επίπεδο χαμηλότερο από την επιφάνεια του βράχου και δεν επιτρέπουν να σχηματίσει κανείς οποιαδήποτε εικόνα για τα ίδια τα κτίσματα. Εκτός αυτών, από το βράχο της περιοχής (στον οποίο υπήρχαν λαξευμένες υπόγειες κατασκευές) έχουν αποκολληθεί τεράστιοι όγκοι, οι οποίοι κύλησαν στην όχθη του ποταμού, θρυμματίστηκαν και εξαφανίστηκαν. Δίπλα στην όχθη παρέμεινε ένας τεράστιος βράχος φυτεμένος στην άμμο. Έτσι ό,τι βλέπει σήμερα ο ερευνητής στην περιοχή αυτή του υψώματος είναι σοβαρά παραμορφωμένο.


[112]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

5γ. Ανάμεσα στον πύργο Π18 και το βόρειο άκρο του τείχους που εκτείνεται στα βόρεια του πύργου Π20 τα μοναδικά κτιστά λείψανα και λαξευτά κατάλοιπα σώζονται στο γωνιώδη απόληξη του βράχου. Από το επίπεδο του εδάφους ξεκινούσε λαξευμένος στο βράχο διάδρομος με κλίμακα, καλυμμένη με ημικυλινδρική καμάρα, από την οποία σώθηκε η λαξευμένη στο βράχο γένεσή της. Στο τέλος της είχε πλινθόκτιστο τοξωτό υπέρθυρο, από το οποίο σώθηκε η γένεση στα δεξιά του κατερχομένου. Στο άκρο της η κλίμακα σχημάτιζε ορθή γωνία και η συνέχειά της ήταν πλέον κτιστή, εν μέρει καλυμμένη με πλινθόκτιστη ημικυλινδρική καμάρα. Ο τοίχος στα αριστερά του κατερχόμενου ήταν κτιστός, ενώ στα δεξιά υπάρχει, χαμηλότερα από την κλίμακα, λιθόκτιστη τοιχοποιία. Ίσως πάνω σε αυτήν πατούσε η δεξιά γένεση της καμάρας, ενώ η γένεση στα αριστερά σώζεται στον κτιστό τοίχο. Στα αριστερά της κτιστής κλίμακας και στο άκρο της ανοιγόταν τετράπλευρος χώρος με λαξευμένες στο βράχο τις τρεις πλευρές και την τέταρτη κτιστή. Η είσοδος στο χώρο είχε τον ένα σταθμό λαξευμένο στο βράχο και τον άλλο με λιθόκτιστη τοιχοποιία και πλινθόκτιστο τοξωτό υπέρθυρο. Στο τέλος της κτιστής κλίμακας διατηρήθηκαν δυο– τρία σκαλοπάτια κάθετα προς αυτήν· δεν διαπιστώθηκε που οδηγούσαν. Στις τοιχοποιίες κατά τόπους σώθηκαν υπολείμματα υδραυλικών κονιαμάτων (ασβεστοκονίαμα με κεραμάλευρο και σπασμένο κεραμίδι), λίγων τετραγωνικών εκατοστών, κυρίως στην τοιχοποιία στα δεξιά του κατερχομένου. Μετά το τέλος της κλίμακας, μπροστά από τις κτιστές και μισολαξευμένες κατασκευές, σώθηκαν μεγάλου ύψους και πλάτους λαξευμένες στο βράχο επιφάνειες. Κατά τόπους διαπιστώνεται στα τοιχώματα η παρουσία υδραυλικών επιχρισμάτων περιορισμένου εμβαδού. 5δ. Πρώτος ο Γρ. Ευθυμίου στην πολύτιμη εργασία του για το Διδυμότειχο παρατήρησε ότι «ακριβώς ύπερθεν του ναϊδρίου της αγίας Μαρίνης ευρίσκει (τις) επί του βράχου μικράν πύλην και κλίμακα εσκαλισμένην επί του βράχου, ήτις προφανώς εχρησίμευεν ως μυστική έξοδος διά πορισμόν ύδατος»37. Στο σημείο ακριβώς που περιγράφει ο Γρ. Ευθυμίου δεν εντόπισα καμμία κατασκευή λαξευτή, κτιστή ή συνδυασμό των δύο. Έχω την άποψη ότι εννοεί τις κατασκευές λίγο νοτιότερα από το παρεκκλήσι, στη γωνιώδη απόληξη του βράχου. Ο Δ. Μανάκας αναφέρθηκε σε μικρή πύλη «εις το τέρμα του φρουρίου, προς την Ν.Δ. πλευράν», σε «παρά την νυν Αρμενικήν εκκλησίαν εν καλή καταστάσει ευρισκομένην εισέτι νερόπορταν» και σε λίθινη κλίμακα από την οποία οι κάτοικοι κατέβαιναν στην

37

Ευθυμίου, Διδυμότειχον, σ. 376.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[113]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ποτάμια επέκταση της οχύρωσης38. Μένω με την εντύπωση ότι ο Δ. Μανάκας αναφέρεται στις κατασκευές της ίδιας γωνιώδους απόληξης του βράχου. Ο Φ. Γιαννόπουλος είδε στην ίδια περιοχή «ένα παραπόρτι («νερόπορτα») για τους πεζούς, μαζί με τα απομεινάρια μιας σκάλας λεξευμένης στο βράχο που οδηγεί κάτω στο ποτάμι». «Οι πλευρικοί τοίχοι αυτής της δευτερεύουσας πύλης ακουμπούν και από τις δύο πλευρές στον φυσικό βράχο». Πάντα κατά τον ίδιο ερευνητή εδώ σώθηκε μια «νερόπορτα, η οποία οδηγούσε στο εσωτερικό του κάστρου»39. Η υπόθεση συνδυάζεται με τις πληροφορίες ιστορικών και περιηγητών, σύμφωνα με τις οποίες οι κάτοικοι μπορούσαν να κατεβούν στην όχθη του ποταμού και να αντλήσουν νερό είτε απ’ ευθείας από τον ίδιο είτε από κτιστές κατασκευές συγκεντρώσεως υδάτων. Εκτός από την περιγραφή, η φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στην ίδια εργασία πείθει ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στις κατασκευές για τις οποίες γίνεται εδώ συζήτηση. Ο Α. Γουρίδης αναγνώρισε εδώ πύργο, που ονομάζει «πύργο της Αγίας Μαρίνας» και ταυτίζει με τον «Ταραπχανέ»40, εντόπισε «εσωτερική λιθόκτιστη κλίμακα της οποίας διατηρείται η γένεση της πλινθόκτιστης καμάρας στέγασης και η οποία κακώς θεωρείται από ορισμένους ότι οδηγούσε σε εξωτερική πυλίδα του κάστρου» και «στα αριστερά του κατερχομένου ένα δωμάτιο»41, θεώρησε ότι πρόκειται για πύργο, ταύτισε το κτίσμα με τον «ταραπχανέ» των τοπικών παραδόσεων και εξετάζοντας περιηγητικά κείμενα κατέληξε στην εκτίμηση ότι πύργος αυτός αποτελούσε ένα είδος θησαυροφυλακίου ή νομισματοκοπείου και εν τέλει ότι μπορεί να ταυτισθεί με τη «Μικρή Ακρόπολη» που ανέφερε ο Εβλιγιά Τσελεμπή. 5ε. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την υφιστάμενη κατάσταση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, τα πραγματικά δεδομένα της γεωμορφολογίας, τα διάφορα ενδεχόμενα για τη μορφή και λειτουργία των κατασκευών, τις υποθέσεις για τη μορφή της οχύρωσης στην περιοχή και τέλος τις απόψεις που έχουν διατυπώσει μέχρι σήμερα οι παλαιότεροι ερευνητές καταλήγω στις ακόλουθες προτάσεις και υποθέσεις. Είναι βέβαιο ότι στο σημείο όπου σώθηκαν λαξευμένες υπόγειες κατασκευές υπήρχαν μεγάλες δεξαμενές. Στο ίδιο συγκρότημα ανήκαν επίσης οι κτιστές κατασκευές που έχουν περισωθεί στο ίδιο σημείο. Οι λαξευτές και κτιστές κλίμακες είναι πιθανό ότι σχετίζονται με τις δεξαμενές, ωστόσο δεν αποκλείεται να οδηγούσαν σε εγκαταστάσεις με κάποια άλλη λειτουργία ή στις δεξαμενές και σε κάποιες άλλες εγκαταστάσεις ταυτόχρονα.

Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 29–32. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 116, 124–126. 40 Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 114 και ο ίδιος, Διδυμότειχο 2, σ. 66. 41 Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 114. 38 39


[114]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν αποκλείεται στη γωνιώδη απόληξη του βράχου, πάνω από το σημείο με τις κτιστές κλίμακες, να υψωνόταν πύργος. Υποθέτω ότι στο επίπεδο του ποτάμιου τείχους στην ίδια περιοχή, κάτω από τη γωνιώδη απόληξη του βράχου, το τείχος στρεφόταν προς το ύψωμα και ενωνόταν με το τείχος που παρακολουθούσε την περίμετρο του λόφου. Στην παραποτάμια επέκταση της οχύρωσης ήταν αναγκαία η ύπαρξη πύλης, η οποία θα εξασφάλιζε την επικοινωνία της επέκτασης με το ύψωμα του κάστρου. Διαφορετικά η επέκταση θα ήταν τυφλή: θα είχε άνοιγμα επικοινωνίας με την ύπαιθρο (την πύλη ΠΛ7), αλλά όχι με την οχυρωμένη πόλη και από την άποψη αυτή η επέκταση θα ήταν περιττή. Μια τέτοια πύλη ήταν δυνατό να ανοιχτεί μόνον στην περιοχή της γωνιώδους απόληξης του βράχου ανάμεσα στις δεξαμενές και στο σημείο, όπου το τείχος έχει καταστραφεί, σε απόσταση 79μ βορείως του πύργου Π20, αλλά όσο το δυνατόν πλησιέστερα στη γωνιώδη απόληξη. 6. Ο Α. Γουρίδης πιθανολογεί την ύπαρξη ισχυρών πυλών στα νότια του Πενταζώνου «για την προφύλαξη των Πηγαδιτσίων και ολόκληρης της περιοχής»42. Για το στενό και περιορισμένης έκτασης χώρο της ποτάμιας επέκτασης της οχύρωσης νομίζω ότι α. αρκούσε η πύλη ΠΛ7, β. δεν ήταν δυνατό και δεν υπήρχε λόγος να ανοιχτούν ποτάμιες πύλες –και μάλιστα περισσότερες από μία– στο τείχος που εκτεινόταν κατά μήκος της όχθης και μέσα στα νερά του ποταμού και γ. ισχυρές πύλες θα εξασφάλιζαν ελεγχόμενη κυκλοφορία, αλλά για την αυξημένη προστασία («προφύλαξη» κατά Γουρίδη) πιο κατάλληλοι ήταν ισχυροί πύργοι.

42

Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 114.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[115]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κεφάλαιο Γ΄ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ Γ.Ι. Η οχύρωση στο χώρο. Γ.Ι.i. Θέση Γ.I.ii. Σχεδιασμός Γ.I.iii. Εμβαδόν Γ.I.iv. Μορφή – σχήμα Γ.IΙ. Τα μέρη της οχύρωσης. Γ.ΙI.i. Τάφρος. Γ.ΙI.ii. Προτείχισμα. Γ.ΙI.iii.1. Τείχη. Κλίμακες. Περίδρομος, στηθαία και επάλξεις. Ανακουφιστικά τόξα. Γ.ΙI.iii.2. Εγκάρσια τείχη (Εσωτερικοί περίβολοι). Γ.ΙI.iv. Πύργοι. Γ.ΙI.v. Πύλες. Γ.ΙI.vi. Ακρόπολη. Γ.ΙI.vii. Ακρόπυργος. Γ.ΙIΙ. Αυτοτέλειες. Γ.ΙΙΙ. i. Δομική αυτοτέλεια. Γ.ΙIΙ.ii. Αμυντική αυτοτέλεια. Γ.ΙV. Οχύρωση και ύδρευση. Γ.ΙV.i. Ύδρευση. Γ.ΙV.ii. Αποχέτευση. 

Γ.I. Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

ΘΕΣΗ Η θέση των πόλεων σχολιάζεται συνεχώς από τους βυζαντινολόγους. Παραπέμπω εδώ στον D. Winfield, o οποίος συνόψισε εύστοχα τις «μετακινήσεις» των πόλεων43: οι ελληνιστικές πόλεις απλώνονταν σε πεδινές εκτάσεις, μερικές εν μέρει σε πλαγιές, ενώ πολλές από αυτές είχαν σε ένα άκρο τους ύψωμα, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τις κατέβασε σε πεδινές εκτάσεις αγνοώντας τα υψώματα και ακολούθως η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τον 6ο και 7ο αιώνα τις μετέφερε εκ νέου, σχεδόν αποκλειστικά αυτή τη φορά, σε απότομα υψώματα. Σύμφωνα με το ίδιο σχήμα οι περισσότερες από 43

Foss – Winfield, Fortifications, σ. 7–8, 15–17.


[116]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τις πόλεις των πεδιάδων που πλήγηκαν από επιδρομές εγκαταλείφθηκαν οριστικά. Οι πόλεις-λιμάνια δεν άλλαξαν κατά κανόνα θέση. Σε γενικές γραμμές το σχήμα είναι σωστό. Οι εξαιρέσεις δεν αλλάζουν την εικόνα –απλώς είναι απαραίτητο να ερμηνευθούν–, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις απαιτείται μόνον να αποσαφηνιστούν κρίσιμες λεπτομέρειες. Το απολύτως βέβαιο είναι ότι παντού κατά το τέλος της αρχαιότητας παρατηρείται προφανής τάση περιορισμού των μεγεθών και αναζήτησης ασφάλειας. Οι πόλεις της ελληνιστικής περιόδου στη Χερσόνησο του Αίμου και τη Μικρά Ασία ιδρύθηκαν κυρίως σε πεδινή, λίγο – πολύ επίπεδη, κατά κανόνα ομαλή έκταση, συχνά κοντά ή δίπλα ακριβώς σε ύψωμα, που συνήθως χρησίμευε ως ακρόπολη, ή/και δίπλα σε υδάτινο ρεύμα: Θεσσαλονίκη –πολύ κοντά στη θάλασσα–, Δημητριάδα –στην ακτή του Παγασητικού–, Φίλιπποι, Φιλιππούπολη, Έδεσσα. Η Βέροια βρισκόταν σε έκταση σχετικά ομαλή, αλλά με απόκρημνη τη μία πλευρά της και πάνω από ποτάμι. Οι Σέρρες της ίδιας περιόδου βρίσκονταν σε ομαλή θέση, δίπλα σε ύψωμα και σε χείμαρρο, αλλά δεν έχει διαπιστωθεί αν διέθεταν οχύρωση44. Τα Ιωάννινα, όπου πρόσφατα ανακαλύφθηκε ελληνιστικός περίβολος45, βρίσκονταν δίπλα σε δύο υψώματα –που κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο κατέστησαν ακροπόλεις– και δίπλα σε λίμνη. Ελληνιστική φάση είχε και η οχύρωση του Ηρακλείου46, η οποία ήταν επιθαλάσσια και βρισκόταν στην ίδια θέση που βρίσκεται η πόλη από την Ενετοκρατία μέχρι σήμερα, δηλαδή σε πεδινή έκταση, ελαφρά ανηφορική προς το εσωτερικό. Σε έκταση με παρόμοια, πάνω – κάτω, διαμόρφωση εκτεινόταν η Ρόδος: από τα λιμάνια της προς το εσωτερικό της πόλης το έδαφος σταδιακά γινόταν ανηφορικό και στην περιοχή του παλατιού του μεγάλου μαγίστρου αυτή η διαμόρφωση ήταν σαφής και έντονη, αλλά το έξαρμα αυτό δεν συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά απότομου υψώματος, όπως στα άκρα της Θεσσαλονίκης ή της Έδεσσας47. Οι πόλεις σε απολύτως πεδινές εκτάσεις – χωρίς κανένα ύψωμα στα όριά τους– αποτελούσαν εξαίρεση, ήταν σπάνιες, αλλά

Στη διάρκεια σωστικής ανασκαφής στο κέντρο της βυζαντινής πόλης των Σερρών έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά λείψανα αστικών κατασκευών και κεραμεική προχριστιανικής περιόδου: A. Στρατή – Κ. Τσουρής, Σωστική ανασκαφή στο οικόπεδο της οδού Ι. Δραγούμη 21 στις Σέρρες, Μανεδονικά ΚΗ΄ (1992), σ. 332. 45 Παπαδοπούλου, Ιωάννινα, σ. 39–40. 46 Β. Συθιακάκη – Ε. Κανάκη – Χαρ. Μπιλμέζη, Οι παλαιότερες οχυρώσεις του Ηρακλείου: μια διαφορετική προσέγγιση με βάση τα νεότερα ανασκαφικά δεδομένα, στο: Αρχαιολογικό Έργο στη Κρήτη, υπό έκδοση. 47 Επεκτείνομαι κάπως περισσότερο στις περιπτώσεις αρχαίων πόλεων, στα όρια των οποίων στη συνέχεια κτίστηκαν βυζαντινές οχυρώσεις. 44


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[117]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάντως υπήρχαν: Δίον, Μαντίνεια, Μεγαλόπολη Αρκαδίας, Νίκαια Βιθυνίας48. Οι εικόνες αυτές αλλάζουν στις ελληνιστικές Συροπαλαιστίνη, Μεσοποταμία και Αίγυπτο. Οι αυτοκρατορικές πόλεις των τριών πρώτων αιώνων της κ.χ. προτίμησαν τις πεδινές εκτάσεις: Νικόπολη Ακτία (1ου αιώνα), Αδριανούπολη (2ου αιώνα) –δίπλα ή κοντά σε τρία μεγάλα ποτάμια–, Νικόπολις ad Nestum, Oescus, Novae, Pautalia, Serdica, Augusta Trajana (2ου αιώνα), Νικόπολις ad Istrum, Marcianopolis, Durostorum. Το Singidunum –Βελιγράδι– (μάλλον 2ου αιώνα) ιδρύθηκε στη συμβολή δύο ποταμών, σε πλάτωμα περίπου 50μ πάνω από το ποτάμιο ρεύμα· οι τρεις βραχώδεις πλευρές περιβάλλονταν από το ποτάμι, ενώ ομαλή πρόσβαση για το πλάτωμα υπήρχε μόνον από τη ΝΑ πλευρά49. Χωρίς να απορρίψουν πεδινές θέσεις με ύψωμα δίπλα τους ή/και δίπλα σε χείμαρρο, όπως η Τραϊανούπολη (2ος αιώνας), δεν εγκατέλειψαν τις αρχαιότερες πόλεις που περιελάμβαναν στα όριά τους ύψωμα, όπως η αυρηλιάνεια Αθήνα, η Έδεσσα, η Θεσσαλονίκη, οι Φίλιπποι, η Πλωτινόπολη (πάνω στον Ερυθροπόταμο, κοντά στη συμβολή του με τον Έβρο), η Φιλιππούπολη. Στην εικόνα αυτή η Τόπειρος (1ος ή 2ος αιώνας), με ασήμαντη έκταση, κτισμένη στα πόδια υψώματος δίπλα στο Νέστο, ίσως δίπλα σε χείμαρρο, πάνω σε χαμηλό έξαρμα του εδάφους, στην άκρη μιας μεγάλης πεδιάδας, ήταν η εξαίρεση. Την επιλογή της θέσης της ερμηνεύουν λόγοι αποκλειστικά στρατηγικοί: η Τόπειρος φύλαγε τη διασταύρωση της Εγνατίας οδού με τον ποταμό Νέστο. Οι Θεσσαλιώτιδες Θήβες απλώνονταν στην ακτή του Παγασητικού, σε πεδινή έκταση με λόφο ακρόπολης στο άκρο τους. Μετά την επιδρομή των Ερούλων η Αθήνα αποσύρθηκε στην πλαγιά δίπλα στην Ακρόπολή της και στη γειτονική Ελευσίνα την ίδια περίπου εποχή οχυρώθηκε η κύρια είσοδος του ιερού της και το βραχώδες ύψωμα πάνω από αυτήν. Η υστερορρωμαϊκή Βρύα (πιθανώς στη θέση της κλασσικής Βρέας) βρισκόταν σε ύψωμα με τρεις απότομες πλευρές και την τέταρτη να υψώνεται κατακόρυφα πάνω από τη θάλασσα50. Στην πραγματικότητα από τον 1ο μέχρι τον 5ο αιώνα δεν έπαυσαν ποτέ να ανεγείρονται οχυρώσεις σε ορεινές περιοχές, σε απότομα υψώματα ή σε πλατώματα με μάλλον απότομη περιφέρεια. Συμβαίνει να μην χρονολογούνται εύκολα και άμεσα, να μην είναι ιδιαίτερα σημαντικές και κυρίως να μην είναι αυτές που σφραγίζουν την εποχή τους. Είναι περίπου εύλογο να μην κερδίζουν το ενδιαφέρον της έρευνας, ωστόσο συμπληρώνουν την εικόνα που έχουμε για τις οχυρώσεις. Από την άποψη αυτή τα «σημαντικά» οχυρωματικά έργα είναι μέρος μόνον του αντικειμένου Τιβερίου, Δίον, σ. 34–37. Popović, Belgrade, σ. 319. 50 Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 218. 48 49


[118]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«οχυρώσεις», το πιο μεγάλο και το κύριο βέβαια, αλλά όχι το αποκλειστικό ούτε το συνολικό. Οι οχυρώσεις της περιόδου των τετραρχιών απλώθηκαν σε πεδινές εκτάσεις, συχνά δίπλα σε ποταμό ή χείμαρρο: οι Διοκλητιανουπόλεις στην περιοχή της Καστοριάς και της Φιλιππούπολης, η Μαξιμιανούπολη, η Abritus (διοκλητιάνεια ή κωνσταντίνεια), η Dinogetia κοντά στο Δούναβι πάνω σε μικρό παραπόταμό του, η Romuliana (Gamzigrad), το λεγόμενο ανάκτορο του Διοκλητιανού στο Split στην ακτή της Αδριατικής. Το τείχος της πόλης των Φιλίππων υψώθηκε πάνω στην ελληνιστική οχύρωση, ίσως στα τέλη του 3ου ή τις αρχές του 4ου αιώνα51. Στη βασιλεία του Κωνσταντίνου κτίστηκαν σε λίγο – πολύ πεδινές εκτάσεις ή ξανακτίστηκαν στην αρχική πεδινή τους θέση η Ναϊσσός52, η Σερδική, η Remesiana53, το Tropaeum Trajani54, η Iatrus (στη συμβολή των ποταμών Δουνάβεως και Jantra)55, η Bargala56 και βέβαια η υπερτελής των πόλεων, η οποία στα όριά της περιελάμβανε μερικούς λόφους. Αυτή κτίστηκε σε χερσόνησο και το χερσαίο τείχος της την απομόνωνε από την ξηρά πίσω του. Η Zaldapa (Scythia) εν τούτοις κτίστηκε (β΄ τέταρτο 4ου αιώνα) σε ύψωμα με απότομες κλιτύς57. Η ακρόπολη της Pautalia κτίστηκε σε απόκρημνο ύψωμα χωρίς άμεση επαφή με την πόλη της πεδιάδας58. Στην περίοδο που ακολούθησε το θάνατο του Κωνσταντίνου μέχρι την ανάρρηση του Αναστασίου του Α΄ εξακολούθησαν να ανεγείρονται διάφορα οχυρωματικά έργα. Η Κομοτηνή ανοικοδομήθηκε (επί Θεοδοσίου του Β΄) σε απολύτως πεδινή έκταση. Μέσα στα όρια των αρχαίων πόλεων η Σπάρτη περιορίστηκε σε έξαρμα προστατευμένο κατά ένα μέρος από απότομη πλαγιά και η Κόρινθος συρρικνώθηκε μέσα στα όρια της Provost, Philippi, σ. 133–134. Provost, σ. 194–196. Sodini, Transformation, σ. 318, 320. Σημειώνεται πάντως ότι η χρονολόγηση είναι πάνω – κάτω σωστή, αλλά δεν είναι αποδεδειγμένη, καθώς η οχύρωση της πόλης παραμένει αδημοσίευτη και γι’ αυτήν έχουν προταθεί τουλάχιστον τρεις διαφορετικές χρονολογήσεις ανάμεσα στις Τετραρχίες και τον Ιουστινιανό τον Α΄. Δεν αποκλείω καθόλου να πρόκειται για έργο της βασιλείας του Αναστασίου του Α΄. Από όσο μπορώ να γνωρίζω τις οχυρώσεις της περιοχής, στα τείχη των Φιλίππων (αναφέρομαι μόνον στο τείχος της πόλης και όχι στην ακρόπολη, στα δύο εγκάρσια τείχη ή στο μικρό τριγωνικό κάστρο στον κάμπο) δεν πραγματοποιήθηκε καμμία επέμβαση μετά τον 7ο αιώνα με εξαίρεση την ακρόπολη και το μικρό τριγωνικό κάστρο στη δυτική πλευρά της πόλης, στα δυτικά της βασιλικής Β΄. 52 Ćurčić, Architecture, σ. 50. 53 Ćurčić, Architecture, σ. 50–51. 54 Ćurčić, Architecture, σ. 49. 55 Ćurčić, Architecture, σ. 50. 56 Ćurčić, Architecture, σ. 51. 57 Torbatov, Zaldapa, σ. 94, 103–104, εικ. 2. 58 Αρχικά χρονολογήθηκε στον 4ο αιώνα, στη συνέχεια θεωρήθηκε έργο του 5ου, χωρίς τελικά να αποκλείεται ο 6ος. 51


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[119]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αρχαίας πόλης. Η Νικόπολις Ακτία, σε ομαλό πεδίο, περιορίστηκε σε τμήμα της πόλης του Αυγούστου. Η οχύρωση των Στόβων κτίστηκε στη συμβολή των ποταμών Αξιού και Εριγώνος, περί το 400, σε πεδίο σχεδόν ομαλό59. Η Ηράκλεια Λυγκηστίς οχυρώθηκε σε ανεπαίσθητα επικλινή πλαγιά60. Η πρωτεύουσα της ανατολικής αυτοκρατορίας επί Θεοδοσίου του Β΄ απέκτησε καινούριο χερσαίο τείχος, πιο έξω από το κωνσταντίνειο, αυξάνοντας έτσι την έκτασή της. Η οχύρωση της Άμιδας, χωρίς απολύτως κανονικό σχέδιο, αναπτύχθηκε σε ομαλό πλάτωμα σχεδόν 100μ ψηλότερα από τον Τίγρη ποταμό61. Από τον Αναστάσιο τον Α΄ και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας οι οχυρώσεις ανεγείρονταν κυρίως σε υψώματα, αλλά πάντως όχι μόνον σε αυτά. Διακρίνονται τρεις βασικές και κύριες ομάδες. 1. Στην πρώτη ανήκουν οχυρώσεις που ανοικοδομήθηκαν εκ θεμελίων σε θέσεις χωρίς προηγούμενη κατάληψη· Α. σε ομαλά πεδία η Πλίσκα, η Αναστασιούπολη της Ροδόπης· Β. σε απότομο ύψωμα, λόφο ή έξαρμα του εδάφους, το κάστρο της Μαΐνης62, η Madara63· Γ. σε πεδινή περιοχή που περιελάμβανε απότομο ύψωμα, δίπλα σε χείμαρρο οι Σέρρες, η Δράμα (εάν δεν είναι κάπως παλαιότερη, ίσως σύγχρονη της ρωμαϊκής οχύρωσης των Φιλίππων, 4ου ή αρχών 5ου αιώνα), η Καστοριά64 (χερσόνησος σε λίμνη), η Πρώτη Ιουστινιανή σε πλάτωμα πάνω σε ύψωμα και στη διπλανή πλαγιά ανάμεσα σε δύο μικρά ποτάμια65· σε πλάτωμα επί υψώματος το Shumen και το Sadovets66. 2. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει οχυρώσεις που κατέλαβαν τμήμα παλαιότερης οχύρωσης, συνήθως (αλλά όχι απαραιτήτως) δηλαδή αποτραβήχτηκαν στο ψηλότερο ή το πιο οχυρό άκρο της: τέτοιες περιπτώσεις ήταν τα Άβδηρα / Πολύστυλον, η Μαρώνεια και η Αμφίπολη67. Στη Ζηνοβία (Συρία) ο Ιουστινιανός έκτισε ακρόπολη σε ύψωμα δίπλα στην πεδινή πόλη επί του Ευφράτου και το συμπεριέλαβε στην οχύρωση68. Ο Αναστάσιος περιόρισε τα τείχη του Δυρραχίου (αρχαία Επίδαμνος) σε περιοχή της αρχαιότερης οχύρωσης με φυσική οχυρότητα. Ćurčić, Architecture, σ. 110, εικ. 109. Ćurčić, Architecture, σ. 134–135, εικ. 134. 61 Crow, Amida, σ. 437, εικ. 5 και 7. 62 Γκιολές – Δαμούλος, Τηγάνι, σ. 187. 63 Ćurčić, Architecture, σ. 177. Dinchev, Fortresses, σ. 523. 64 Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν την Καστοριά διάδοχο της Διοκλητιανούπολης (Άργος Ορεστικό) καθώς φαίνεται ότι η δεύτερη αφανίστηκε όταν εμφανίστηκε η πρώτη. 65 Ćurčić, Architecture, σ. 209. 66 Ćurčić, Architecture, σ. 214–215. 67 Δεν αποκλείεται κατηγορηματικά μια πρωιμότερη χρονολόγηση αυτών των οχυρώσεων, καθώς – υπενθυμίζω– δεν έχουν δημοσιευθεί συστηματικά. 68 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 8. 59 60


[120]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

3. Στην τρίτη ομάδα συγκαταλέγονται οχυρώσεις που διαδέχτηκαν παλαιότερες, κτίστηκαν εκ θεμελίων (δηλαδή όχι στη θέση παλαιότερης οχύρωσης), αλλά άλλαξαν θέση (μεταφορά πόλης –που συνήθως συνεπαγόταν και περιορισμό της έκτασής της–): η οχύρωση του Διδυμοτείχου διαδέχτηκε την Πλωτινόπολη, αλλά κτίστηκε εξ υπαρχής σε καινούργια, φύσει οχυρή θέση χωρίς οικιστική ή φρουριακή προϊστορία· μάλλον ο Ιουστινιανός μετέφερε τη Δημητριάδα από τη θέση της ελληνιστικής, επιθαλάσσιας πόλης στο ύψωμα του Βόλου «Παλιά», περίπου 300μ από την ακτή69· η Ανακτορόπολη υπήρξε διάδοχος της Οισύμης, αλλά αποτραβήχτηκε σε θέση με φυσική οχυρότητα χωρίς προηγούμενη εγκατάσταση. Βεβαίως δεν έλειπαν κατασκευές σε πεδινά εδάφη: η Αναστασιούπολη της Ροδόπης κτίστηκε δίπλα σε λίμνη και χείμαρρο. Οι περιπτώσεις της Μεθώνης και της Κορώνης μάλλον συνιστούν ιδιομορφία. Στη Μεθώνη η έκταση της οικιστικής κατάληψης μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν ομαλή, αλλά εκτείνεται σε επιθαλάσσιο ύψωμα που διαμορφώθηκε από τις συνεχείς επιχώσεις και έτσι, προς το μέρος της θάλασσας, σε ορισμένα τμήματα η οχύρωση φαίνεται απότομη. Η Κορώνη έτσι κι’ αλλιώς καταλαμβάνει απότομο επιθαλάσσιο ύψωμα, ενώ η έκταση της οικιστικής κατάληψης σε ένα τμήμα της είναι σχετικά ομαλή και σε άλλο απότομη. Η κυρίαρχη επιλογή από τη μεταβατική περίοδο (σκοτεινοί αιώνες) και μετά μέχρι το τέλος του βυζαντινού κράτους ήταν το απότομο ύψωμα δίπλα σε ομαλό πεδίο ή το απότομο ύψωμα –μερικές φορές με απόκρημνες πλαγιές–, κατά κανόνα δίπλα ή κοντά σε ποτάμι ή χείμαρρο, σπανιότερα σε απόκρημνη χερσόνησο. Η κατηγοριοποίηση που ακολουθήθηκε για την προηγούμενη περίοδο ισχύει βεβαίως και τώρα. Απολύτως νέες οχυρώσεις ήταν το κάστρο των Μογλενών, του Γυναικόκαστρου, της Ζίχνας, της Ξάνθειας, του Σιδηροκάστρου, του Μελενίκου, της Πετριτζού, της Γρατιανούπολης, των Σερβίων, της Μονεμβασίας70, Πανάκτου, του Μυστρά (με τη φράγκικη ακρόπολη στην κορυφή του), του Γερακίου (φράγκικη), του Αγγελόκαστρου της Κέρκυρας, το κάστρο στο Dereağzi, η οχύρωση της Μάκρης, το κάστρο στη Χώρα της Σαμοθράκης, ο Κάστελος Βαρυπέτρου Χανίων71, το κάστρο στην Ελεύθερνα της Κρήτης. Εκ θεμελίων κτίστηκε το κάστρο στο ύψωμα του Θεολόγου, μακριά από το λιμάνι της Εφέσου· ωστόσο σχεδόν εξ ίσου ισχυρή είναι η χρονολόγηση της τελευταίας οχύρωσης στον 6ο αιώνα. Στα όρια παλαιότερης οχύρωσης ή οικιστικής κατάληψης, συχνά σε απότομη περιοχή ή στο ψηλότερο σημείο υψώθηκε το κάστρο της Πάτρας, της Άρτας (αρχαία Αμβρακία), των Ρωγών (αρχαίο Βουχέτιον), της Ναυπάκτου, της Άγκυρας, του

Karagiorgou, Demetrias and Thebes, σ. 206–215. Δεν είναι γνωστή η ακριβής περίοδος ανέγερσης των αρχαιοτέρων οχυρώσεων της Μονεμβασίας. Η οχύρωση της Μονεμβασίας, επίσης, δεν έχει δημοσιευθεί συστηματικά. 71 Ανδριανάκης, Χανιά, σ. 77. 69 70


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[121]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αμορίου, του λιμανιού στην Έφεσο, των Αβδήρων –τώρα Πολυστύλου–, του Πλαταμώνα· αν και όχι σε απότομο ύψωμα, πάντως ούτε σε ομαλή, επίπεδη έκταση διαμορφώθηκε η Ρόδος, που συρρικνώθηκε τον 7ο αιώνα σε ένα μικρό κάστρο ανάμεσα στο λιμάνι (και πάνω σε αυτό) και το έξαρμα με το παλάτι του μεγάλου μαγίστρου και γύρω από το τελευταίο72· στα Χανιά η οχύρωση του 7ου αιώνα ιδρύθηκε στο χώρο της ελληνιστικής ακρόπολης της αρχαίας Κυδωνίας, στο λόφο Καστέλι που είχε μάλλον ομαλές κλίσεις73. Εξαιρέσεις (αναφέρομαι μόνον στις εκ θεμελίων ανοικοδομήσεις) και πάλι εξακολούθησαν να υπάρχουν: το μικρό κάστρο των Πόρων ιδρύθηκε σε πεδινή, στενή λωρίδα γης ανάμεσα στο Θρακικό πέλαγος, τη λιμνοθάλασσα της Βιστονίδας και σε διαύλους επικοινωνίας πελάγους και λιμνοθάλασσας· η Χρυσόπολη δίπλα στο Αιγαίο, το Στρυμόνα και μια λιμνοθάλασσα· από τα καλύτερα παραδείγματα των εξαιρέσεων είναι το Smederevo, τελευταία πρωτεύουσα της μεσαιωνικής Σερβίας, που κτίστηκε εκ θεμελίων σε απόλυτα πεδινή έκταση, στη συμβολή δύο ποταμών (Δούναβις και Jezava)74. Κατά την άποψή μου στις εξαιρέσεις επικράτησαν στρατηγικές σκοπιμότητες και υποχώρησε η προτεραιότητα της ασφάλειας. Με άλλα λόγια η πρώτη ανάγκη ήταν το λιμάνι και η άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα, τη λίμνη ή τον ποταμό. Αυτή εξ άλλου ήταν πριν από όλα η ανάγκη που ωθούσε στην αδιάκοπη χρήση θέσεων που συγκέντρωναν τα χαρακτηριστικά της Ρόδου, του Ηρακλείου και των Χανίων, παρά τη συνεχή συρρίκνωση. Στις εξαιρέσεις αναφέρω, επίσης, τη Γλαρέντζα, ίδρυμα του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου (1246–1278), πρίγκηπα της Αχαΐας, στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου: η επίπεδη πόλη ατένιζε το ανοιχτό πέλαγος, η μία πλευρά ήταν επιθαλάσσια, πάνω σε απόκρημνη ακτή, ενώ οι άλλες τρεις υψώνονταν πάνω από μαλακό πρανές. Η πλαγιά στην οποία αναπτύχθηκε η έξω πόλη με το λιμάνι έσβηνε σταδιακά μέχρι την ακτή75. Το κάστρο στο Γαρδίκι της Κέρκυρας δεν βρίσκεται σε ύψωμα, ωστόσο δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην ομάδα των οχυρώσεων που εκτείνονται σε απόλυτα πεδινή έκταση: υψώθηκε στον κάμπο, πάνω σε χαμηλό έξαρμα του εδάφους, χωρίς απότομες πλαγιές. Ένα ευδιάκριτο και μεγάλο, ιδιαίτερο σύνολο αποτελούν οχυρώσεις κλασσικής, ελληνιστικής ή ρωμαϊκής περιόδου, που δεν άλλαξαν ποτέ θέση, που δεν έπαυσαν να Κόλλιας, Ρόδος, σ. 304–306. Το ύψωμα του ιπποτικού παλατιού θεωρεί «από την αρχαιότητα το νευραλγικό χώρο ανάμεσα στα δύο κεντρικά από τα πέντε λιμάνια της πόλης» η Μανούσου-Ντέλλα, Ρόδος, σ. 315. 73 Ανδριανάκης, Χανιά, σ. 76, 80–83. 74 Nescović, Ακρόπολη Smederevo, σ. 208–211. Jocović – Nescović, Smederevo, σ. 132–134. 75 Αθανασούλης – Ράλλη, Γλαρέντζα, Clarence, Αθήνα 2005, σ. 21, 27, 29. 72


[122]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χρησιμοποιούνται –ανεξάρτητα από την έκταση της οικιστικής κατάληψης– μέχρι τον οριστικό αφανισμό του βυζαντινού κράτους και στις οποίες πραγματοποιούνταν κατά περιόδους ποικίλης έκτασης εργασίες, οπότε είναι μάλλον δύσκολο να απομονώσει κανείς καθοριστική στιγμή στην ιστορία τους, μία τομή δηλαδή, και επομένως η επιλογή της θέσης τους αφορά στην περίοδο της πρώτης κατάληψης, δηλαδή της «θεμελίωσης». Το μόνο που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος είναι ότι σε όλες τις περιόδους η αρχική θέση θεωρούνταν πάντα κατάλληλη για οχυρωματική δραστηριότητα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι, επί παραδείγματι: η Λιβαδειά σε απότομο, βραχώδες ύψωμα δίπλα σε πηγή και χείμαρρο· η Άρτα σε πεδινή έκταση με φρούριο της, την ακρόπολη της αρχαίας Αμβρακίας, σε ύψωμα στο άκρο της, δίπλα στον Άραχθο και με επικοινωνία με τον Αμβρακικό κόλπο· η Αίνος σε ύψωμα στις εκβολές του Έβρου· η Καβάλα σε βραχώδες ύψωμα – χερσόνησο στην ακτή του Αιγαίου· το ίδιο η Καλιάκρα (Άκρη) και η Μεσημβρία στην ακτή του Ευξείνου Πόντου76· η Χίος μάλλον δεν άλλαξε ποτέ θέση77: βρισκόταν σε ομαλό πεδίο, στην ανατολική ακτή του νησιού και παρέμεινε πάντοτε στο ίδιο σημείο λόγω του λιμανιού· η παραθαλάσσια, μεσοβυζαντινή Μυτιλήνη κατέλαβε την ψηλότερη περιοχή της αρχαίας πόλης, δίπλα στη θάλασσα, ενώ επιθαλάσσιο έγινε το κάστρο μόνον με την οθωμανική προσθήκη· η Αμάσεια δίπλα στον ποταμό Ίρι: από πάνω της κρεμόταν ογκώδες, απότομο, βραχώδες οχυρωμένο ύψωμα· το κάστρο στο Dereağzı78· η Τραπεζούντα σε πλαγιά δίπλα στη θάλασσα. Δυσκολεύομαι να κατατάξω το υστεροβυζαντινό Βεράτι, σε απότομο ύψωμα πάνω στην όχθη ποταμού, με ιστορία από την αρχαιότητα (Αντιπάτρεα) και ίσως με φάσεις από την υστερορωμαϊκή περίοδο (Πουλχεριόπολις), γιατί η οχύρωσή του είναι αντικείμενο αμφισβητήσεων79. Οι ανωτέρω θέσεις ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις όλων των αιώνων και φυσικά ήταν δοκιμασμένες σε πολλές κρίσιμες στιγμές του βίου τους. Βρίσκονταν δίπλα σε ποτάμια, ήταν παραλίμνιες ή επιθαλάσσιες και απλωνόταν σε ύψωμα με μεγάλη ή μικρή φυσική οχυρότητα. Συνοψίζω: από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος του μεσαίωνα, δηλαδή μέχρι την εμφάνιση της πυρίτιδας, η θέση που σε γενικές γραμμές κέρδιζε τη γενική προτίμηση A΄ φάση οχύρωσης 4ος – 5ος αιώνας: Hoddinott, Bulgaria, σ. 333–334, πίν. 199. G. Džingov (εκδ.), Kaliakra, τ. 1, G. Džingov – A. Balkanska – M. Josifova, Krepostnoe Stroiteljstvu, Sofia 1990, σ. 199–200. M. Yossifova, The ancient Tyrisis and the early Byzantine Acre (Akre) [The settlement at cape Kaliakra], εις: R. Ivanov (εκδ.), Roman and early Byzantine settlements in Bulgraia, τ. ΙΙΙ, Ivray, Sofia, 2008, σ. 159– 161. 77 Μαμαλούκος, Χίος, σ. 299, 307. 78 Morganstern, Dereağzı, σ. 57. 79 Karaiskaj, Μπεράτι, σ. 114–115. Ćurčić, Architecture, σ. 570. 76


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[123]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

για την ανέγερση οχύρωσης, εμφάνιζε μερική ή ολική φυσική οχυρότητα, δηλαδή βρισκόταν πάνω ή δίπλα σε ύψωμα και γειτόνευε με ρεύμα νερού. Κατά την Ελληνιστική περίοδο εντοπίζονται μερικές εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό (δηλαδή πόλεις σε απολύτως ομαλό πεδίο). Από τον 1ο μέχρι τον 5ο αιώνα η προτίμηση αυτή υποχώρησε υπέρ θέσεων σε ομαλό πεδίο, χωρίς πάντως να εξαφανιστεί πλήρως. Από τον 4ο και τον 5ο αιώνα σταδιακά αυξήθηκε το ενδιαφέρον και πάλι για φύσει οχυρές θέσεις. Από τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα και μετά οι προτιμήσεις αντιστράφηκαν σταδιακά, οι θέσεις με φυσική οχυρότητα έγιναν η συντριπτική πλειοψηφία για την ανέγερση νέων οχυρώσεων. Οχυρώσεις σε ομαλά πεδία δεν έπαυσαν ποτέ να κατασκευάζονται, όμως στο εξής αποτελούσαν εξαιρέσεις. Από τον 7ο αιώνα και μετά οι θέσεις που επιλέγονταν για τη θεμελίωση νέων οχυρώσεων βρίσκονταν σε απότομα υψώματα. Σε όλες τις ανωτέρω ομάδες υπάρχουν πάντοτε εξαιρέσεις ή είναι δυνατό να επισημανθούν ποικίλες διαφοροποιήσεις. Πέραν των ανοικοδομήσεων νέων οχυρώσεων υπάρχει μια μεγάλη σειρά παλαιοτέρων οχυρώσεων, οι οποίες δεν έπαυσαν να επισκευάζονται ή να ανακατασκευάζονται αδιάκοπα –ή έστω με κάποιες διακοπές– σχεδόν χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα χαρακτηριστικά της θέσης τους που δεν ήταν συμβατά με τις προτιμήσεις της εκάστοτε περιόδου: κάποιες σκοπιμότητες ήταν πάντοτε ισχυρότερες από κάποιες στρατηγικές επιλογές. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΣΕΩΝ Στη μελέτη της φρουριακής αρχιτεκτονικής ο ερευνητής έχει μια καλή αφετηρία, τα αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά εγχειρίδια οδηγιών (τακτικά, στρατηγικά κτλ). Αν και τα κείμενα αυτά έχουν δημοσιευθεί κριτικά και σχολιάζονται συνεχώς, η έρευνα δεν διαθέτει ακόμη μια συστηματική και εξαντλητική εργασία για τη σχέση τους με τον πραγματικό κόσμο των οχυρώσεων. Με άλλα λόγια δεν έχει διευκρινιστεί αν, σε ποιο βαθμό, σε ποια ζητήματα και, το κυριότερο, σε ποιες οχυρώσεις τα κείμενα αυτά λαμβάνονταν υπ’ όψιν κατά την ανοικοδόμηση νέων έργων. Στις πόλεις των ομαλών πεδίων ήταν λίγο – πολύ εύκολο να τηρηθούν προδιαγραφές. Στα υψώματα, αντίθετα, αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο, αλλά δεν ξέρω και πόσο απαραίτητο ήταν. Οι προδιαγραφές εφαρμόζονταν επιλεκτικά και κατά βούληση. Ποια ήταν τα κριτήρια των επιλογών κάθε φορά; Τι θεωρούνταν άκρως απαραίτητο πάντοτε και ποιες ρυθμίσεις εισάγονταν για να αντιμετωπιστούν νέα δεδομένα και νέες καταστάσεις, μένει να ερευνηθεί. Τι εισάγεται και τι εγκαταλείπεται έχει συζητηθεί μόνον μέσα από μία γενικόλογη οπτική. Ποιοι λάμβαναν αποφάσεις (πολιτικοί αξιωματούχοι, στρατιωτικοί ή οικοδόμοι) και ποιοι τις εφάρμοζαν (τοπικά συνεργεία, οικοδόμοι από τα στρατιωτικά σώματα ή υπόχρεοι αγγαρείας) είναι ζητήματα που δεν έχουν τεθεί


[124]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παρά μόνον ακροθιγώς. Όσο και αν φαίνεται μακρινή προοπτική, έχω σχηματίσει την άποψη ότι, αν αρχίσουν οι μελετητές να δημοσιεύουν λεπτομερώς το διαθέσιμο υλικό, αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν απαντήσεις σε κεφαλαιώδη ερωτήματα και θα προκύψουν άφθονα στοιχεία, σήμερα σχεδόν αόρατα. O ανώνυμος συγγραφέας του έργου Περὶ στρατηγίας, στα τέλη της αρχαιότητας, θεωρούσε την ασφάλεια πρώτο όρο για την ίδρυση οικισμού80. Αυτός που αποφάσιζε να ανοικοδομήσει πόλη ώφειλε να ερευνήσει τὸ χωρίον, εἰ τὸ μέλλον ἐπ’ αὐτὸ κτίζεσθαι τεῖχος ἀνεπιβούλευτον ἔσται ποτε τοῖς πολιορκοῦσι διὰ τὴν τοῦ χωρίου θέσιν. Στη συνέχεια εξηγούσε ποιες ήταν οι κατάλληλες θέσεις: είναι υψώματα περικυκλωμένα από γκρεμούς ή μεγάλους ποταμούς και όσα είναι επιθαλάσσια ή παραποτάμια και απομονώνονται από την υπόλοιπη ξηρά με στενούς ισθμούς81. Ωστόσο δεν απέκλειε την ίδρυση σε ομαλά πεδία, αρκεί το σχήμα της οχύρωσης, η ποιότητα της κατασκευής και κάθε άλλη σχετική μέριμνα να εξασφάλιζε την οχυρότητα. Σε όλους τους αιώνες που ακολούθησαν διάφοροι βυζαντινοί συγγραφείς ξεκαθάρισαν πολύ καλά τι εννοούσαν, όταν αναφέρονταν στη φυσική οχυρότητα. Ο Κεκαυμένος περιέγραφε με τους ακόλουθους όρους, τι θεωρούσε ιδανικό οχύρωμα82: Κάστρον ἐστὶν εἰς τὰ μέρη τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας· ἐστὶ δὲ εἰς ὑψηλὸν τόπον, … πάντοθεν κρημνοῖς καὶ φάραγξι βαθείαις κατησφαλισμένον, μὴ δεχόμενον πόθεν παρά τινος πολεμηθῆναι. οὐδὲ γὰρ ἐστί τινι δυνατὸν ἀνελθεῖν ἐκεῖσε εἰ μὴ διὰ στενῆς ὁδοῦ μιᾶς, καὶ τότε εἰσελθεῖν πρῶτον διὰ τῆς πύλης τοῦ κάστρου, καὶ τοῦτο μετὰ δυσκολίας πολλῆς. τούτου οὖν τοῦ ὀχυρώματος οὐδὲν ἦν ἀσφαλέστερον. Για τον ίδιο συγγραφέα: Σέρβεια πόλις ἐστίν ὀχυρὰ…κρημνοῖς τε γὰρ καὶ φάραγξι φοβερωτάταις τὴν ἀσφάλειαν ἐκέκτητο83· και αλλού για το ίδιο: τὸ δὲ τοιοῦτον κάστρον ἐστίν ἐν πέτραις ὑψηλαῖς πάνυ κείμενον καὶ φάραγξιν ἀγρίαις καὶ βαθυτάταις περικυκλούμενον84. Παρόμοιες εκφράσεις επανέρχονταν σε διάφορους συγγραφείς, για διάφορα κάστρα, σε διάφορες περιόδους. Για τον Σκυλίτζη: τὸ λίαν ὀχυρώτατον ἵδρυται φρούριον ὁ Μελνῖκος ἐπί τινος πέτρας ἱδρυμένον κρημνοῖς καὶ φάραγξι βαθυτάταις πάντοθεν ἐστεφανωμένης85. Για τον Καντακουζηνό η πόλη των Σερβίων: ἑκατέρωθέν τε φάραγγας περιβέβληται βαθείας86. Για τον ίδιο η πόλη των Φιλίππων: Ἐπί τινος γὰρ

Ανωνύμος, Περὶ Στρατηγίας, ι΄ 3–5, σ. 701–737. Ανωνύμος, Περὶ Στρατηγίας, ια΄ 3–9, σ. 32. 82 Κεκαυμένος, ογ΄, σ. 26.12–20. 83 Κεκαυμένος, οστ΄, σ. 28.32 και σ. 29.9–10. 84 Κεκαυμένος, ροη΄, σ. 70.19–21. 85 Σκυλίτζης, § 36. Βασίλειος καὶ Κωνσταντῖνος, σ. 351. 86 Καντακουζηνός, ιθ΄, τ. 3, σ. 130.17. 80 81


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[125]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ὑπωρείας τῆς Φιλιππησίων πόλεως κειμένης , τὸ μὲν ὑπὲρ τὴν πόλιν ἄβατόν ἐστι διὰ σκληρότητα, φάραγξι βαθίαις καὶ κρημνοῖς καὶ πέτραις περιειλημένον87. Στο Νικηφόρο Γρηγορά το Διδυμότειχο έδινε την ακόλουθη εντύπωση88: ἡ γὰρ ἀνέχουσα εἰς τὸ Διδυμοτείχου πολίχνιον ἄκρα μία τίς ἐστι πέτρα... O συγγραφέας του έργου Περὶ παραδρομῆς πολέμου (10ος αιώνας) είχε απολύτως σαφή εικόνα για τις θέσεις, στις οποίες υψώνονταν οχυρώσεις στην εποχή του: ἐν ὀχυροῖς τόποις καὶ δυσβάτοις σχεδὸν τὰ πλεῖστα ἡμῶν ἵδρυνται κάστρα… και για το λόγο αυτό …εἰσὶ γὰρ πολλὰ κάστρα μὴ δεδιότα πολιορκίαν89. Στους τόπους αυτούς οι πολιορκητές …διὰ τὴν τοῦ χώρου δυσχέρειαν καὶ σκληρότητα οὐ θαῤῥήσουσιν οὕτως κυκλόθεν καὶ διεσπαρμένως ἀπληκεῦσαι, ἀλλ᾿ ἐκ δύο μερῶν ἢ ἐξ ἑνὸς ἅπας ὁ λαὸς αὐτῶν στρατοπεδεύσει90. Πολιορκία σήμαινε πριν από όλα αποκλεισμό και αποκλεισμός προϋπέθετε δακτύλιο χωρίς διακοπές γύρω από την οχύρωση. Με άλλα λόγια ο πολιορκητής έσφιγγε το κάστρο σε μία τανάλια. Πέραν τούτου, τέτοιες κινήσεις ήταν, αν όχι αδύνατες, τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολες στα απρόσιτα υψώματα με αυχένες, στα οποία ιδρύθηκαν ή υπήρχαν από παλαιότερες περιόδους ποικίλα οχυρώματα. Φυσικά οχυρώσεις επί κορυφής ενός περίπου κωνικού υψώματος, σε ένα σχεδόν ομαλό πεδίο, δεν δημιουργούσαν προβλήματα τέτοιου είδους στους πολιορκητές: σε αυτά ο πλήρης, περιμετρικός αποκλεισμός ήταν εύκολος, αρκεί να είχαν τα απαιτούμενα μέσα και χρόνο στη διάθεσή τους. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Τα κανονικά σχήματα των νέων οχυρώσεων μέχρι τα τέλη του 5ου αιώνα και η επιλογή κατάλληλων θέσων για την εφαρμογή των σχημάτων δείχουν ότι η ίδρυση των οχυρώσεων υπήκουε σε μερικούς βασικούς κανόνες. Η πολεοδομική οργάνωση εν πολλοίς εξαρτιόταν από τα σχήματα των οχυρώσεων και τη λειτουργία των οικισμών και όλα μαζί από τη μορφολογία του εδάφους μέσα και γύρω από αυτούς. Με ένα λόγο οι παραδόσεις της ελληνιστικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας ήταν παρούσες με τις απαραίτητες βέβαια τροποποιήσεις ή παραλλαγές κατά περίπτωση. Μετά τα τέλη του 5ου αιώνα εμφανίζεται μια καινούρια πραγματικότητα. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν υπάρχει αυστηρός και συνολικός σχεδιασμός στις διαδικασίες ανοικοδόμησης μιας νέας οχύρωσης. Βέβαια στοιχειώδεις πρόνοιες, υποτυπώδης μελέτη και βασικές αρχές είναι φανερές σε πολλές περιπτώσεις: η επιλογή της θέσης, η

Καντακουζηνός, με΄, τ. 3, σ. 328.15–18. Γρηγορᾶς, VIII, 11, Z., τ. Ι, σ. 357.9–10. 89 Νικηφόρος, κα΄, σ. 245.14 και σ. 246.9–11. 90 Νικηφόρος, κα΄, σ. 246.17–20. 87 88


[126]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έκταση της οχυρωμένης περιοχής, η χωροθέτησή της στο διαθέσιμο πεδίο, η χωροθέτηση των πυλών και η διάνοιξη των κεντρικών δρόμων δείχνουν ακριβώς κάποιες ελάχιστες προβλέψεις. Πρόκειται για καθαρά πρακτικά, εμπειρικά μέτρα, μάλλον κοινά και αυτονόητα για τη μέση αντίληψη στρατιωτικών και τεχνιτών, τα οποία δεν απαιτούσαν επιστημονικό σχεδιασμό, δεν προϋπέθεταν μακρά παράδοση ή εγχειρίδια, ούτε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Το ίδιο ισχύει, ίσως και πολύ περισσότερο μάλιστα, και στις περιπτώσεις μεταφοράς μιας εγκατάστασης σε παρακείμενη θέση. Παράλληλα με τις πόλεις που προαναφέρθηκαν, δεν έπαυσαν να ιδρύονται νέες με πολεοδομία που ακολουθεί, σε όποιο βαθμό το κάνει, τις αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές παραδόσεις. Η Πρώτη Ιουστινιανή αποτελεί μια τέτοια ιδιάζουσα περίπτωση: μέσα σε οχύρωση που η θέση και το σχέδιό της απηχούν περισσότερο μεσαίωνα παρά ρωμαϊκή αρχαιότητα, αναπτύσσεται πολεοδομικό σχέδιο που συνεχίζει τις πολεοδομικές παραδόσεις της τελευταίας91. Στο Sobri η διαμόρφωση της ελεύθερης γωνίας του δεύτερου περίβολου της οχύρωσης, η πύλη προς αυτόν και οι κλωβοί προστασίας της92 υποδηλώνουν προσεκτικό σχεδιασμό πριν από τη φάση της ανοικοδόμησης. Στην κωνσταντίνεια Zaldapa, σε τόπο από την φύση του οχυρό, η θέση των πυλών και η οργάνωση του πολεοδομικού ιστού, όσο βέβαια αυτή αναγνωρίζεται, υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου σχεδιασμού. Ωστόσο σε σπάνια παραδείγματα ανιχνεύονται στοιχεία προσεκτικού σχεδιασμού. Στο Smederevo η επιλογή της εξαιρετικής θέσης θεωρείται προϊόν έρευνας. Πέραν τούτου ακρόπολη και πόλη υπακούουν σε ενιαίο σχεδιασμό93. ΕΜΒΑΔΟΝ Είναι αυτονόητο ότι ένας οικισμός δεν κατελάμβανε απαραιτήτως όλη την έκταση που προστάτευε μία οχύρωση. Ήδη πριν από τον 6ο αιώνα, όπως δείχνω, νομίζω με επάρκεια, στην παρούσα εργασία, η πορεία των τειχών δεσμευόταν –σε διαφορετικό βαθμό κατά περίπτωση– από τη μορφολογία του εδάφους. Με άλλα λόγια η οχύρωση κάλυπτε σε ορισμένες περιπτώσεις εκτάσεις οι οποίες δεν επρόκειτο να καταληφθούν οικιστικά, γιατί αυτό το απαγόρευε η γεωμορφολογία94, αλλά δεν ήταν δυνατόν να μείνουν ατείχιστες, αποκλειστικά για λόγους αμυντικούς.

Ćurčić, Architecture, σ. 209, 214. Sl. Ćurčić, Αρχιτεκτονική στην εποχή της ανασφάλειας, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 37–38, εικ. 14. Ćurčić, Architecture, σ. 512, εικ. 575. 93 Nescović, Ακρόπολη Smederevo, σ. 208. 94 Άλλοι παράγοντες, όπως ο προσανατολισμός και το μικροκλίμα, δεν πρέπει να αγνοούνται. 91 92


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[127]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κατά την κλασσική περίοδο πόλεις σαν την Αμφίπολη95 και την Πύδνα (Μακρύγιαλος) 96 είχαν έκταση 45ha και 25ha αντίστοιχα. Η ελληνιστική Πέλλα97 είχε έκταση 400ha, η Θεσσαλονίκη98 (του Κασσάνδρου) 220ha, η Φιλιππούπολη99 75ha, το Δίον (του Κασσάνδρου)100 43ha (ελληνιστικό 43ha→ υστερορρωμαϊκό 37,1ha→ παλαιοχριστιανικό 15,9ha), η Βέροια101 περίπου 54ha, οι Φίλιπποι (πόλη και ακρόπολη) 102 περίπου 70ha, η πόλη στη Γορίτσα Βόλου103 30ha, η Έδεσσα104 26,5ha (πόλη 23ha και ακρόπολη 3,5ha) και η πόλη των Πετρών105 15ha. Κατά τους δύο πρώτους αυτοκρατορικούς αιώνες106 η Θεσσαλονίκη107 απέκτησε έκταση 260ha, το Singidunum108 (Βελιγράδι) 20ha, η Αδριανούπολη109 44,4ha, η Oescus110 28ha (Oescus II 10ha), οι Novae111 27–28ha, η Pautalia112 29,3ha, η Serdica113 17,5 ή 16,6ha, η Odessus (σήμερα Βάρνα)114 43ha, η Augusta Trajana115 48.5ha η Marcianopolis116 70ha, η Transmarisca 5,34ha, το Durostorum περίπου 17,5ha, η Φιλιππούπολις117 75ha, η

Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 198. Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 191. 97 Βελένης, Θεσσαλονίκη, σ. 20. 98 Βελένης, Θεσσαλονίκη, σ. 20. 99 Ivanov – Ivanov, Oescus, σ. 203. 100 Στεφανίδου, Δίον, σ. 26, 132–136· η υστερορρωμαϊκή οχύρωση (254–268 μ.X.) περιέκλειε έκταση 37,1ha: σ. 26, 159· η παλαιοχριστιανική οχύρωση (365/376–380μ.Χ.) περιέκλειε έκταση 15,9ha: σ. 199, 213. 101 Η Σ. Τάνου με πληροφόρησε ότι πρόσφατα υπολόγισε την έκταση στα 90ha. 102 Provost, Philippi, σ. 126. 103 Βελένης, Θεσσαλονίκη, σ. 20. 104 Α. Χρυσοστόμου, Τείχος, σ. 163, 165· η ίδια, Αρχαία Έδεσσα, σ. 57–58. Μετά τον 7ο αι. η πόλη περιορίστηκε στην ακρόπολη έκτασης 3,5ha: η ίδια, Τείχος, σ. 169. Κάτω πόλη 23ha, ακρόπολη 3,5ha: η ίδια, Αρχαία Έδεσσα, σ. 57–58. Δεν συρρικνώθηκε πριν από τον 7ο αιώνα. 105 Βελένης, Θεσσαλονίκη, σ. 20. 106 Τα ρωμαϊκά στρατόπεδα στο Δούναβι είχαν εμβαδόν 0,9ha, 1ha, 2,5ha, 4,1ha, 4,5ha, 12ha. 107 Βελένης, Θεσσαλονίκη, σ. 20. 108 Popović, Belgrade, σ. 320. 109 Νικολαΐδης, Αδριανού, 173. Η οχύρωση είναι έργο της εποχής του Αδριανού. 110 Ivanov – Ivanov, Oescus, σ. 203. 111 Ivanov – Ivanov, Oescus, σ. 203. 112 Ivanov – Ivanov, Oescus, σ. 203. 113 Kirova, Serdica, σ. 205. Οι Ivanov – Ivanov, Nikopolis ad Istrum I, σ. 161 υπολογίζουν 15ha. Εδώ δεν γίνεται αναφορά στη λεγόμενη Σερδική ΙΙ. 114 Ivanov – Ivanov, Oescus, σ. 203. 115 Ivanov – Ivanov, Oescus, σ. 203. 116 Ivanov – Ivanov, Oescus, σ. 203. 117 Ivanov – Ivanov, Oescus, σ. 203. 95 96


[128]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Nικόπολις ad Istrum118 27,3ha (πόλη 21,26ha / castellum 5,74ha). Αν και δεν έχει υπολογιστεί η έκταση της Τραϊανούπολης, υποθέτω ότι δεν ήταν μεγαλύτερη από την Αδριανούπολη. Στα μέσα του 3ου αιώνα οι Θεσσαλιώτιδες Θήβες είχαν έκταση 25ha119. Στο β΄μισό του 3ου αιώνα η Αθήνα120 συρρικνώθηκε σε 12ha. Η υστερορρωμαϊκή οχύρωση της Βρύας είχε έκταση περίπου 1,7ha121. Στις τετραρχίες το Split είχε έκταση 3,2ha, η Dinogetia 1ha, το Tropaeum Trajani 9,7ha, η Romuliana 4,8ha, το Sarkamen 0,87ha, η Vig 0,6ha, η (διοκλητιάνεια ή κωνσταντίνεια) Abritus122 14–15ha (10ha υπολογίζει ο Ćurčić123), η θρακική Διοκλητιανούπολη124 (Hissarya) 30ha, η Μαξιμιανούπολη125 32–33ha. Ο Sl. Ćurčić έχει επισημάνει ότι οι μικροσκοπικές οχυρώσεις (miniature towns ή miniature “city”) είναι φαινόμενο κατά κανόνα κοινό στη διάρκεια των Τετραρχιών και της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Α΄126. Στη βασιλεία του Kωνσταντίνου η Drobeta είχε έκταση 1,75ha, η Lederata 1,10ha, η Scampis 10ha, η Castra Nicea 1,5ha, η Castra Martis 1,5ha, η Remesiana 0,5ha, η Bargala 4,68ha, η Iatrus ίσως 4 – 4,5ha (στη σημερινή κατάσταση 2,5ha), η Zaldapa πάνω – κάτω 24ha. Από τον Κωνσταντίνο μέχρι τον Αναστάσιο: η Νικόπολις Ακτία οχυρώθηκε με τείχος που περιέκλεισε έκταση 18ha περιορίζοντας κατά πολύ την έκταση της πόλης του Αυγούστου, η Ηράκλεια Λυγκηστίς127 περιορίστηκε σε 8ha, οι Στόβοι (περί το 400) σε μια έκταση τουλάχιστον 13ha, το Δίο περιορίστηκε σε 15,9ha, η Αμφίπολη σε 6ha, αλλά η Κόρινθος στα καθόλου λίγα 150 ha, ενώ η νεόδμητη, ασήμαντη Κομοτηνή128 (επί Θεοδοσίου του Β΄) είχε έκταση 1,44ha. Μετά από επέκταση που σχεδόν διπλασίασε την έκτασή της, η Άμιδα στην α΄ εικοσαετία του 6ου αιώνα έφτασε στα 140ha πάνω – κάτω. Στα 413, όταν ο ύπαρχος Ανθέμιος ολοκλήρωνε το χερσαίο τείχος της πρωτεύουσας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Νέα Ρώμη είχε έκταση σχεδόν 1.400ha129. Ivanov – Ivanov, Nikopolis ad Istrum I, σ. 161. Karagiorgou, Demetrias and Thebes, σ. 185. 120 Travlos, Post-Herulian wall, σ. 125. 121 Τάνου, Πύργοι, σ. 112 (εμβαδόν και χρονολόγηση). Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 218 (χρονολόγηση). 122 Ivanov, Abritus, σ. 178. Η οχύρωση είναι έργο της εποχής του Διοκλητιανού (284–305) ή του Κωνσταντίνου του Α΄ (306–337). 123 Ćurčić, Architecture, σ. 30. 124 Ivanov – Ivanov, Oescus, σ. 203. 125 Ζήκος, Μαξιμιανούπολις, σ. 28. 126 Ćurčić, Architecture, σ. 23. 127 Ćurčić, Architecture, σ. 135. 128 Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 15. 129 Ćurčić, Architecture, σ. 78. 118 119


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[129]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η οχύρωση αυτή δεν ξεπεράστηκε ποτέ μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα στο χώρο της χριστιανικής Ανατολής. Η μοναδική εξαίρεση, που δεν ερμηνεύθηκε ποτέ επαρκώς, κατά τη γνώμη μου, αναφέρεται αμέσως στη συνέχεια. Στο διάστημα από τη βασιλεία του Αναστασίου του Α΄ μέχρι τη μεταβατική περίοδο (σκοτεινοί αιώνες) η Πλίσκα διέθετε οχυρωμένη έκταση 2.300ha130, η Πρώτη Ιουστινιανή 5ha131, το Čučer132, 6ου αιώνα, 9ha, το Sadovets133, 6ου αιώνα, 1ha, το Shumen134 2,7ha, η Taliata είχε 0,24ha, η Bosman 0,6ha, η Φιλιππούπολη περιορίστηκε στα 35ha135, η Μαρώνεια136 στα 19ha, η Νεάπολη (Καβάλα)137 διατήρησε σταθερά έκταση 12,4ha, το Διδυμότειχο είχε έκταση 11ha, η Καισάρεια Κοζάνης (ιουστινιάνεια κορυφή) 138 περίπου 8–10ha, η Αναστασιούπολη της Ροδόπης 7,8ha, το Κίτρος (αρχαία Πύδνα)139 4,16ha (από τα 25 της κλασσικής περιόδου), οι Σέρρες 24,7ha, η Τόπειρος (που οχυρώθηκε εκ νέου από τον Ιουστινιανό) 4,7ha, τα Άβδηρα 3,5ha, η Δράμα140 3,4ha, το Μελάνθιο (Κιλκίς) 141 περίπου 2,5ha, το κάστρο του Μααρά στη Δράμα 2,4ha, η Ανακτορόπολη λίγο μικρότερο των 1,7ha (που ήταν η υστεροβυζαντινή Ανακτορόπολη), το κάστρο της Μαΐνης142 περίπου 2,5ha. Το κάστρο της Πάτρας143, του β΄ μισού του 6ου αιώνα, είχε έκταση 21,365 Η ακρόπολη στο Λιμένα της Θάσου μετρούσε περίπου 0,3ha στις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα. Τα Χανιά του 7ου αιώνα144 είχαν 3,56ha, η Χίος 6,65ha, αν συνέπιπτε η έκτασή της με τη μεταγενέστερη, όπως υποθέτει με επιφύλαξη ο Στ. Μαμαλούκος145, η συρρικνωμένη Ρόδος 9,6ha146. Ćurčić, Architecture, σ. 175. Ćurčić, Architecture, σ. 209. 132 Ćurčić, Architecture, σ. 182–183, εικ. 187. 133 Ćurčić, Architecture, σ. 214–215, εικ. 225. 134 Ćurčić, Architecture, σ. 616. 135 Topalilov, Philippopolis, σ. 426. 136 Δουκατά, Μαρώνεια, σ. 23. 137 Στη συνέχεια Χριστούπολις και κατόπιν Καβάλα. Πιστεύω ότι η αρχαία πόλη δεν είχε έκταση πολύ διαφορετική από τη βυζαντινή, δεδομένου ότι τα τείχη που οχύρωναν τη χερσόνησο της παλιάς πόλης σε όλες τις περιόδους δεν άλλαξαν όδευση πλην επουσιωδών περιπτώσεων. 138 Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 169 139 Σύμφωνα με τις διαστάσεις που δίνει η Μαρκή, Κίτρος, σ. 39. 140 Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 40. 141 Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 162. 142 Γκιολές – Δαμούλος, Τηγάνι, σ. 187. Το εμβαδόν κατά προσέγγιση σύμφωνα με το σχέδιο της δημοσίευσης. 143 Γεωργοπούλου, Πάτρα, σ. 163 (έκταση), σ. 166 (χρονολόγηση). 144 Ανδριανάκης, Χανιά, σ. 81. 145 Μαμαλούκος, Χίος, σ. 307. 146 Μανούσου-Ντέλλα, Ρόδος, σ. 315. 130 131


[130]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στη μεσοβυζαντινή περίοδο τα Σέρβια147 είχαν 9,75ha, οι Πόροι 4,6ha, η Καστοριά148 23ha ή 10ha, τα Μογλενά149 περίπου 4ha, η Έδεσσα (ακρόπολη της αρχαίας πόλης)150 3,5ha, ο Πλαταμώνας151 2ha, η Σέτενα152 περίπου 3–4ha, η Μάκρη 1ha, το μοναστήρι της Κοσμοσώτειρας (που έγινε ο πυρήνας οικισμού και στη συνέχεια πόλισμα) 0,85ha. Ο Κάστελος Βαρυπέτρου Χανίων (β΄ βυζαντινή κυριαρχία)153 έφτανε τα 7ha. Στη Ρόδο των 9,6ha προστέθηκε (μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα) η οχυρωμένη «κάτω πόλη» ή «χώρα», που αύξησε την οχυρωμένη επιφάνεια σε 22,1ha154. Το κάστρο της Μυτιλήνης κατελάμβανε έκταση 6ha, αλλά σε αυτήν συμπεριλαμβάνεται το οθωμανικό Κάτω Κάστρο. Οι εγκαταστάσεις 13ου – 15ου αιώνα είχαν γενικά περιορισμένο εμβαδόν: το σερβικό Smederevo155 του 14ου και 15ου αιώνα είχε 10ha, το Σιδηρόκαστρο156 2,8ha, το Γυναικόκαστρο157 2,5ha, η Χρυσόπολη158 9ha, η Ανακτορόπολη 1,7ha, η Ζίχνα159 5,7ha, το φρούριο του Πυθίου 0,7ha, το κάστρο του Άβαντα λιγότερο από 1ha160, το φρούριο του Ποταμού λιγότερο από 0,8ha161 και το μοναστήρι –μέχρι σήμερα– του Προδρόμου του Μενοικείου 0,85ha. Στο Μυστρά162 η Κάτω Πόλη είχε έκταση 13ha και ήταν αισθητά μεγαλύτερη από την Επάνω Πόλη και την ακρόπολη. Ωστόσο επισημαίνεται ότι ο Μυστράς δεν είναι η τυπική υστεροβυζαντινή πόλη. Στη Μονεμβασία163, οικισμό με μακραίωνη ιστορία, αλλά αδιευκρίνιτες οικοδομικές φάσεις στην οχύρωση, μόνον η A. Τσιλιπάκου, Σέρβια. Μια βυζαντινή καστροπολιτεία, Αθήνα 2002, σ. 12, 18,20. Ευγενίδου, Κάστρα, σ. 140. Τάνου, Πύργοι, σ. 62. 149 Ευγενίδου, Κάστρα, σ. 134. 150 Α. Χρυσοστόμου, Τείχος, σ. 163, 165· η ίδια, Αρχαία Έδεσσα, σ. 57–58. Μετά τον 7ο αι. η πόλη περιορίστηκε στην ακρόπολη έκτασης 3,5ha: η ίδια, Τείχος, σ. 169. Ακρόπολη 3,5ha: η ίδια, Αρχαία Έδεσσα, σ. 57–58. 151 Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 195. 152 Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 102 και Τάνου, Πύργοι, σ. 66 αντίστοιχα. 153 Ανδριανάκης, Χανιά, σ. 77. 154 Μανούσου-Ντέλλα, Ρόδος, σ. 317. 155 Jocović, Smederevo, σ. 132. 156 Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 102. 157 Ευγενίδου, Κάστρα, σ. 114. 158 Καραγιάννη, σ. 141. Τάνου, σ. 90. 159 Η Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 102 υπολογίζει την έκταση σε 7ha, ενώ η Τάνου, Πύργοι, σ. 134 την ανεβάζει σε 7,8ha 160 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 182. 161 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 165. 162 Μαρίνου, Συγκρότηση, σ. 63. Οι Ανδρουλιδάκη – Ευγενίδου, Μονεμβασία, σ. 62 υπολογίζουν την έκταση που προστάτευε η οχύρωση ολόκληρη σε περίπου 20–22ha. 163 Ανδρουλιδάκη – Ευγενίδου Μονεμβασία, σ. 62. 147 148


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[131]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Επάνω Πόλη είχε έκταση περίπου 15ha. Αμφιλεγόμενη, όσον αφορά στη διαδοχή των φάσεων, περίπτωση είναι και το κάστρο της Ρεντίνας164 με έκταση γύρω στο 1,2–1,5ha. Το Βεράτι (υστεροβυζαντινή οχύρωση ίσως επί υστερορρωμαϊκής) είχε 9ha, που στη συνέχεια αυξήθηκαν σε 15. Συνοψίζω: μια σειρά πόλεων της κλασσικής και ελληνιστικής περιόδου είχαν έκταση μεταξύ 20 και 100ha (Πύδνα, Φιλιππούπολη, Δίον, Βέροια, Αμφίπολη, Φίλιπποι, η πόλη στη Γορίτσα του Βόλου, Έδεσσα), σπάνιες ήταν οι μεγαλύτερες (Θεσσαλονίκη, Πέλλα), ενώ δεν έλειπαν οι μικρότερες (η πόλη των Πετρών). Συνήθως πόλεις της ρωμαϊκής περιόδου, που ιδρύθηκαν εκ θεμελίων πριν από τα μέσα του 3ου αιώνα κατελάμβαναν έκταση που κυμαίνονταν ανάμεσα στα 20 και τα 100ha (Αδριανούπολη, Τραϊανούπολη, Oescus, Novae, Pautalia, Οδησσός (Βάρνα), Augusta Trajana, Marcianopolis, Νικόπολις ad Istrum). H ρωμαϊκή Φιλιππούπολη (75ha) διατήρησε την έκταση της ελληνιστικής περιόδου. Μικρότερη ήταν η Σερδική I (16,685ha), ενώ μεγαλύτερη η Θεσσαλονίκη (από τα 220ha της εποχής του Κασσάνδρου, απέκτησε έκταση 260ha). Μετά τα μέσα του 3ου αιώνα, κατά τον 4ο και περίπου μέχρι τα μέσα του 5ου κτίστηκαν οχυρώσεις με έκταση 20–100ha (Abritus, Μαξιμιανούπολη, Διοκλητιανούπολη (Hissarya) Θράκης, Έδεσσα, Διοκλητιανούπολη Μακεδονίας165) και η ασήμαντη Κομοτηνή, ενώ κάποιες από τις παλαιότερες συρρικνώθηκαν (Νικόπολις Ακτία, Κόρινθος, Σπάρτη, Αθήνα –είχε το 1/19 της έκτασης που προστάτευε η βαλεριάνεια οχύρωση–, Δίο, Αμφίπολη, Βρύα), μερικές διατήρησαν την έκταση που είχαν σε προηγούμενες περιόδους (Έδεσσα, Νεάπολις) και η Σερδική II υπερδιπλασίασε την οχυρωμένη έκτασή της. Από τη βασιλεία του Αναστασίου του Α΄ μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα ιδρύθηκαν εκ θεμελίων οχυρώσεις που ήταν μεγαλύτερες από 20ha (Σέρρες), οικοδομήθηκαν οχυρώσεις που προστάτευσαν έκταση από 10 μέχρι 20ha (Διδυμότειχο), οχυρώσεις που περιέκλεισαν έκταση μικρότερη από 10ha (η Πρώτη Ιουστινιανή166), η οχύρωση της Φιλιππούπολης περιορίστηκε για να περιλάβει 35ha, ενώ άλλες συρρικνώθηκαν για να προστατεύσουν εν τέλει έκταση από 10ha μέχρι 20ha (Μαρώνεια, Δίο), ενώ τέλος περιορίστηκαν ή ιδρύθηκαν νέες οχυρώσεις σε πόλεις που κατελάμβαναν έκταση από 2 μέχρι 10ha (Πάτρα, Καισάρεια Κοζάνης, Αμφίπολη, Αναστασιούπολη, Κίτρος, Τόπειρος,

Τάνου, Πύργοι, σ. 125 και Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 102 αντιστοίχως. Υπολογίζω ότι η Διοκλητιανόπολη της Μακεδονίας είχε έκταση περίπου 50ha: δεν αναφέρονται διαστάσεις και τα σχέδια που έχουν δημοσιευθεί δεν έχουν κλίμακα ούτε μέτρα. Το βέβαιο είναι ότι η οχύρωση δεν ανήκε στις μικρές ούτε στις μεγάλες οχυρώσεις των Τετραρχιών και του 4ου αιώνα. 166 Ćurčić, Architecture, σ. 209. 164 165


[132]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άβδηρα, Δράμα, Μελάνθιο Κιλκίς, Μααρά) και τέλος καταγράφονται πόλεις μικρότερες των 2ha (Ανακτορόπολη). Επαναλαμβάνω εδώ ότι ο οχυρωμένος χώρος δεν ήταν απαραιτήτως πάντοτε κατειλημμένος οικιστικά ολόκληρος και ότι η έκταση της οχύρωσης δεν ανταποκρινόταν απαραιτήτως σε σχεδιασμό για τον οικισμό που προστάτευε. Η γεωμορφολογία σε κάποιες περιπτώσεις ήταν καθοριστικός παράγοντας: στη Μονεμβασία και τον Μυστρά η όδευση του τείχους ήταν υποχρεωτική, το τείχος δεν ήταν δυνατό να βγεί έξω από τη γραμμή που ακολούθησε, αλλά ούτε να κλείσει στο εσωτερικό του μικρότερη έκταση. Το τελευταίο ενδεχόμενο ήταν θεωρητικά εφικτό, αλλά θα επιτυγχάνονταν εις βάρος της αποτελεσματικότητας και της επάρκειας της άμυνας. Αν πραγματικά το Διδυμότειχο είναι ίδρυμα του Ιουστινιανού, τότε εντάσσεται στην ομάδα των οχυρώσεων πόλεων μέση έκταση από 10 μέχρι 20ha και μάλιστα στις μικρότερες από αυτές. Ο χάρτης των οχυρώσεων της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου περιελάμβανε κυρίως πόλεις με εκτάσεις από δέκατα του 1ha μέχρι 10ha, αλλά δίπλα τους εξακολούθησαν να υφίστανται οχυρώσεις με την έκταση της Θεσσαλονίκης, της Βέροιας, της Φιλιππούπολης, της Μαξιμιανούπολης ή των Σερρών, ενώ στη Μονεμβασία η οχύρωση (πασών των εποχών) μόνον της Επάνω Πόλης υπερασπιζόταν έκταση 15ha και η νεαρή (μετά τα μέσα του 13ου αιώνα) οχύρωση του Μυστρά περίπου 20–22ha (13ha κατελάμβανε μόνον η Κάτω Πόλη). Στην καινούρια πραγματικότητα πλέον η οχύρωση του Διδυμοτείχου ήταν μεγαλύτερη από τις νέες συνηθισμένες περιπτώσεις, αλλά εξακολουθούσε να υπολείπεται παλαιότερων περιπτώσεων όπως η Μαξιμιανούπολη (τώρα Μοσυνόπολη), οι Σέρρες, η Αδριανούπολη και η Φιλιππούπολη. ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ – ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΟΧΥΡΩΣΕΩΝ Είναι μάλλον δύσκολο να συνοψίσει κανείς τα δημοσιεύματα που ασχολούνται με τη συρρίκνωση και τη μετακίνηση των πόλεων και συνακόλουθα των οχυρώσεών τους. Το κύριο πρόβλημα στη συζήτηση αυτή είναι το περιορισμένο υλικό που έχουν στη διάθεσή τους οι ερευνητές. Η έρευνα της τύχης των πόλεων από τον 1ο μέχρι τον 7ο αιώνα έχει περιλάβει ένα μικρό ποσοστό του συνόλου και οι περισσότερες από αυτές είναι σημαντικές πόλεις ή θεωρούν οι ερευνητές ότι είναι σημαντικές για διάφορους λόγους. Μερικές φορές πρόκειται για πόλεις που ανασκάφηκαν, γιατί είχαν κλασσικό παρελθόν, με άλλα λόγια η περίοδος από τον 1ο μέχρι τον 7ο αιώνα δεν αποτελούσε τον αρχικό στόχο της ανασκαφής. Σε άλλες περιπτώσεις η συνεχής κατοίκηση έχει αφανίσει σχεδόν κάθε σχετικό στοιχείο, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[133]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξεκινήσει καν κάποια έρευνα. Δεν αποκλείεται το μέλλον να φανερώσει στοιχεία που θα τροποποιήσουν την εικόνα που διαμορφώνει σταδιακά η έρευνα. Μέχρι σήμερα δεν έχουν αποσαφηνισθεί πλήρως οι παράμετροι του προβλήματος και κατά συνέπειαν κάθε ερευνητής σφραγίζει τα δημοσιεύματά του με τη δική του οπτική. Συνήθως δεν παραλείπονται αναφορές στις αιτίες που προκάλεσαν ό,τι θεωρείται συρρίκνωση ή μετασχηματισμός των πόλεων. Η συζήτηση συχνά ξεκινά από το μείζον πρόβλημα της παρακμής των αρχαίων πόλεων. Οπωσδήποτε μία από τις παραμέτρους του ζητήματος είναι η οχύρωση και στο αντικείμενο αυτό δεν χωρούν εναλλακτικές προτάσεις: μία οχύρωση έχει συγκεκριμένες διαστάσεις και μορφές και αυτές ή παραμένουν ίδιες ή αλλάζουν. Αυτή είναι, νομίζω, μια καλή αφετηρία, χωρίς βέβαια να υπολογίζονται οι αναφορές στις αιτίες, που έχουν προκαλέσει τις αλλαγές. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι πολύ εύκολο να διαπιστωθεί αν πρόκειται για συρρίκνωση της οχύρωσης ή για ενίσχυσή της με ένα επιπλέον ενδιάμεσο τείχος και τότε η συνδρομή της οικιστικής ιστορίας είναι απαραίτητη. Αν συγκεντρωθεί ο απαραίτητος αριθμός παραδειγμάτων, τότε μόνον η έρευνα θα αρχίσει να διακρίνει τις αιτίες των αλλαγών στις διαστάσεις και τις μορφές. Από την εκτενή βιβλιογραφία περιορίζομαι να αναφέρω εδώ το άρθρο του Ch. Kirilov, The reduction of the fortified city area in late antiquity: some reflections on the end of the ‘antique city’ in the lands of the Eastern Roman Empire (2000), που είναι και το πιο πρόσφατο στη σχετική σειρά δημοσιευμάτων με διάφορες παραλλαγές167. Σημαντικό μέρος στην προβληματική κατέχει η οικιστική ιστορία και όταν συζητείται η οχύρωση, αυτό γίνεται σε συνάρτηση με τον οικισμό (οχύρωση – όρια οικισμού). Για παράδειγμα: δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι το εμβαδόν της οχυρωμένης έκτασης σχεδόν ποτέ δεν συμπίπτει με το εμβαδόν της οικιστικής κατάληψης. Ο συγγραφέας πραγματεύεται το πρόβλημα της συρρίκνωσης των οχυρωμένων πόλεων θέτοντας καίρια ερωτήματα, στα οποία μένω με την εντύπωση ότι η έρευνα δεν μπορεί να δώσει αναντίρρητες ή τελικές απαντήσεις, αλλά μόνον προκαταρκτικές, ενδεικτικές και περιπτωσιακές. Συνεπώς οι γενικεύσεις που βασίζονται σε παρόμοιες έρευνες έχουν πάντοτε σχετική αξία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η άποψη του ερευνητή ότι ένας από τους λόγους που οδήγησαν στον περιορισμό του μήκους των τειχών ήταν η αδυναμία της κεντρικής κυβέρνησης, μετά την κατάρρευση των συνόρων, να διαθέτει επαρκείς στρατιωτικές δυνάμεις για την υπεράσπιση πόλεων με τόσο εκτεταμένες οχυρώσεις,

Στο: J. Henning (εκδ.), Post-Roman Towns, Trade and Settlement in Europe and Byzantium, Vol. 2 Byzantium, Pliska, and the Balkans [W. Brandes, A. Demandt, H. Krasser, H. Leppin, P. von Möllendorff (εκδ.), Millennium Studies in the culture and history of the first millennium C.E., , Volume 5/2] Berlin, New York, 2007, σ. 3–24. 167


[134]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αλλά συγχρόνως και αδυναμία των κατοίκων των πόλεων να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις που δημιουργούσε η απόκρουση αιφνίδιων η τακτικών πολιορκιών των ίδιων επίσης οχυρώσεων. Από τη δική μου άποψη ένα καλό παράδειγμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το πλαίσιο παρόμοιων συλλογιστικών αποτελούν οι Φίλιπποι, τους οποίους εξ άλλου ο Ch. Kirilov περιλαμβάνει στην εργασία του: οι δημοσίου ενδιαφέροντος εγκαταστάσεις της πόλης είχαν αχρηστευθεί ήδη πριν από τα μέσα του 7ου αιώνα και το ίδιο συνέβαινε με τις αστικές εγκαταστάσεις. Στα ερείπια της ρωμαϊκής πόλης πραγματοποιήθηκαν κάποιες ασήμαντες επεμβάσεις οι οποίες δεν είχαν καμμία σχέση με τις οικοδομές του παρελθόντος. Πρόκειται για άθλιες κατασκευές που είχαν σκοπό να διασώσουν όποιον και να περισώσουν ό,τι παρέμενε ακόμη στην πόλη. Στα ερείπια των λαμπρών βασιλικών του παλαιοχριστιανικού παρελθόντος κτίστηκαν συν τω χρόνω λατρευτικοί χώροι, οι οποίοι σε εμβαδόν κατελάμβαναν πολλοστημόριο των αρχαίων μνημείων και κατασκευστικά αποτελούσαν την επιτομή της προχειρότητας και της ευτέλειας. Οι κατασκευές από τον 7ο μέχρι τον 12ο αιώνα ήταν εγκατασπαρμένες στην πόλη χωρίς τοπική και χρονική συνέχεια. Η οχύρωση του 4ου αιώνα πριν από την κ.χρ., επί της μακεδονικής κυριαρχίας, δεν τροποποιήθηκε ποτέ. Το αναπάντητο ερώτημα είναι σε τι κατάσταση σώζονταν τα τείχη των Φιλίππων μετά από τον 7ο αιώνα και επομένως ποια ήταν η συμβολή τους στην υποτιθέμενη άμυνα της πόλης. Πρόκειται για πλαστό παράγοντα, μιας και δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ απάντηση. Αντιθέτως η έρευνα έχει στη διάθεσή της τρία άλλα δεδομένα. Το πρώτο είναι η ακρόπολη, στην οποία αναγνωρίζεται φάση με ακρόπυργο του 14ου αιώνα, αλλά και παλαιότερη φάση με απροσδιόριστη χρονολόγηση. Το δεύτερο είναι τα εγκάρσια τείχη, λίγο χαμηλότερα από την ακρόπολη, τα οποία, δεν οργάνωναν την τειχισμένη έκταση σε ανεξάρτητους περιβόλους, δεν προστάτευαν οικιστικό σύνολο και ίσως ενίσχυαν την άμυνα της ακρόπολης, αλλά νομίζω ότι δεν αποτελούσαν μια πρόσθετη γραμμή άμυνας μέσα από τα τείχη. Το τρίτο είναι το τριγωνικό φρούριο, το οποίο κτίστηκε στην πλευρά της οχύρωσης που απλωνόταν στην πεδιάδα και του οποίου η παλαιότερη φάση νομίζω ότι είναι δυνατόν να αναχθεί στους σκοτεινούς αιώνες. Εν πάσει περιπτώσει κανένα από τα τρία ανωτέρω οχυρωματικά στοιχεία δεν έχει μελετηθεί συστηματικά και έτσι –με εξαίρεση τον ακρόπυργο– οι σχετικές απόψεις, συμπεριλαμβανομένων και των δικών μου που διατυπώνονται εδώ, βρίσκονται στη σφαίρα των παραδοχών. Το, προσώρας, συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα που να συνηγορεί για την αποτελεσματικότητα της οχύρωσης μετά από τον 7ο αιώνα. Αντιθέτως οι τρεις άλλες προαναφερθείσες οχυρωματικές κατασκευές –όλες μεταγενέστερες της οχύρωσης της πόλης– δείχνουν ότι η αρχαία οχύρωση είχε πια περιπέσει σε αχρηστία, εγκαταλειφθεί


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[135]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και δεν εξυπηρετούσε κανένα αμυντικό σκοπό, επομένως δεν τίθεται ζήτημα συρρίκνωσης ή μη, αλλά εγκατάλειψης της οχύρωσης. Εξ άλλου η βαριά καταστροφή της στους αιώνες που ακολούθησαν δείχνει, χωρίς να είναι καθοριστικό στοιχείο με αποδεικτική ισχύ, ότι η λιθολόγηση των τειχών είχε αρχίσει μάλλον νωρίς, ήδη από τη μεσοβυζαντινή περίοδο ή πριν από αυτήν. Στη συνέχεια γίνεται εδώ αναφορά σε περιπτώσεις αναντίρρητης συρρίκνωσης, δηλαδή περιορισμού, της οχύρωσης χωρίς αναφορές στο μέγεθος και τη σημασία του οικισμού. Πέραν πάσης αμφιβολίας περιορίστηκε δραστικά η οχύρωση της Αθήνας: στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα εγκαταλείφθηκε το αυρηλιάνειο τείχος και αναπτύχθηκε μια καινούρια οχύρωση δίπλα στην ακρόπολη. Σχεδόν συγχρόνως στην Ελευσίνα η οχύρωση περιορίστηκε στην περιοχή της κύριας εισόδου του ιερού και στο ύψωμα από πάνω της. Στα Άβδηρα εγκαταλείφθηκε η αρχαία οχύρωση και κατά τον 5ο ή 6ο αιώνα υψώθηκε η περιορισμένη οχύρωση στο άκρο της αρχαίας πόλης. Στην αρχαία Πύδνα, επίσης, η ιουστινιάνεια οχύρωση του Κίτρος περιορίστηκε σε μια μικρή έκταση στο άκρο της αρχαίας πόλης. Αν και δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για την οχύρωση της Πάτρας μέχρι τον 6ο αιώνα, ωστόσο, αν υπήρχε τέτοια, η διάδοχός της του τέλους του 6ου αιώνα ή των αρχών του 7ου είχε ασήμαντες διαστάσεις. Στη Φιλιππούπολη εγκαταλείφθηκε η ρωμαϊκή πόλη της πεδιάδας, αλλά η ιουστινιάνεια διάδοχός της – περιορισμένη στα υψώματα πάνω από την προηγούμενη– δεν φαίνεται να γνώρισε δραστικές αλλαγές στους αιώνες που ακολούθησαν. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις η αρχαία οχύρωση ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη νέα. Νομίζω ότι η σταδιακή συρρίκνωση των οχυρώσεων, όσων πόλεων επέζησαν, είναι αναντίρρητη. Η Έφεσος περιόρισε την οχύρωση της πόλης του λιμανιού και έκτισε ένα καινούριο κάστρο μικρών διαστάσεων σε άλλη θέση. Στον κανόνα αυτόν εξαίρεση ήταν οι οχυρώσεις λιγοστών μεγαλουπόλεων (Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Νίκαια), επίσης ελάχιστες μεσαίες πόλεις της ενδοχώρας (Βέροια, Σερδική / Τριαδίτζα, Αυγούστα Τραϊανή / Βερόη) και μερικές δευτερεύουσες, επιθαλάσσιες οχυρώσεις (Νεάπολις / Χριστούπολις, Μεσημβρία, Καλιάκρα). Μετακίνηση και συρρίκνωση ταυτοχρόνως είναι ένα άλλο, παράλληλο, φαινόμενο στη διαδικασία του περιορισμού των οχυρώσεων. Στην περίπτωση του Διδυμοτείχου δεν περιορίστηκε η οχύρωση, αλλά κτίστηκε μια καινούρια για να διαδεχθεί τη ρωμαϊκή Πλωτινόπολη, μάλλον τειχισμένη κατά τα τέλη του 3ου αιώνα. Αν και δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για την οχύρωση της ρωμαϊκής πόλης, ωστόσο συγκρίνοντας την οχυρωμένη έκταση του Διδυμοτείχου με την οικιστική κατάληψη στη ρωμαϊκή πρόγονο, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι τα δύο μορφώματα είχαν μάλλον μικρή διαφορά στο εμβαδόν και σε καμμία περίπτωση η διαφορά δεν ήταν αυτή που διαπιστώνεται στη Μαρώνεια ή τα Άβδηρα.


[136]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σημειώνω ότι στις περισσότερες από τις περιπτώσεις μεταφοράς οικισμού παρατηρείται μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην έκταση που κατελάμβανε ο αρχαιότερος, ελληνιστικός ή ρωμαϊκός, και ο νεότερος, που χρονολογείται από το β΄ μισό του 4ου μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα. Ανάμεσα στα διάφορα παραδείγματα επισημαίνω την, μάλλον, ιουστινιάνεια Δημητριάδα στη θέση «Παλιά» του Βόλου, που διαδέχθηκε την αρχαία ομώνυμη πόλη: η νεότερη είναι σχεδόν ασήμαντη μπροστά στην προκάτοχό της. Η κοινά αποδεκτή «μεταφορά» της μακεδονικής Διοκλητιανόπολης στην Καστοριά μένει πάντοτε αντικείμενο συζήτησης (εννοείται ως διαδικασία μεταφοράς), αλλά αν θεωρήσει κανείς ότι ανταποκρίνεται πράγματι στην ιστορική διαδικασία, τότε οφείλω να επισημάνω ότι οι εκτάσεις που κάλυπταν οι δύο οχυρώσεις είναι αντικείμενο συζήτησης: για την πρώτη δεν υπάρχει εμβαδομέτρηση (αλλά μια οχύρωση με περίμετρο 3χλμ δεν είναι μικρή)168, για τη δεύτερη το εμβαδόν της τειχισμένης πόλης είναι πολύ μικρότερο από το εμβαδόν της έκτασης που προστάτευε το τείχος του ισθμού της Καστοριάς. ΜΟΡΦΗ – ΣΧΗΜΑ Οχυρώσεις με κανονικό σχήμα ήταν δυνατόν να αναπτυχθούν μόνον σε απολύτως ομαλά πεδία και στην πραγματικότητα τέλεια σχήματα δεν υπήρχαν. Στη διαδικασία της ανέγερσης προέκυπταν σχέδια που προσέγγιζαν περισσότερο ή λιγότερο τα κανονικά σχήματα, ενώ μερικές φορές οι δύο ή τρείς πλευρές αποτελούσαν μέρος κανονικού σχήματος και οι άλλες δύο ή μία ήταν ακανόνιστες. Νομίζω ότι ο καθοριστικός παράγων ήταν το πεδίο, η επιλογή του οποίου προηγούνταν της επιλογής σχήματος. Η επαφή με ακτή ή όχθη επέβαλλε αλλαγές στη μορφή ορισμένων πλευρών ενός κατά άλλα κανονικού σχήματος και η επιλογή πεδίου με ύψωμα επέφερε ακανονιστίες. 1. Τετράπλευρο. Τετράπλευρο σχήμα είχαν η Μαξιμιανούπολη / Μοσυνόπολις169 (πλάγιο παραλληλόγραμμο), η Κομοτηνή170 (σχεδόν τετράγωνο με γωνίες λίγο αποκλίνουσες από την ορθή), η Αδριανούπολη171 (πλάγιο παραλληλόγραμμο), η Μάκρη (σχεδόν τετράγωνο, με μία πλευρά να δημιουργεί την απόκλιση από το κανονικό σχήμα), το φρούριο στη Bashtovë της Αλβανίας (κανονικό τετράπλευρο). Είναι προφανές ότι το παραλληλόγραμμο είχε κατά νουν αυτός που σχεδίασε τη Διοκλητιανούπολη της Μακεδονίας και τους Ρωγούς της Ηπείρου (η κάτω πόλη του Υπολογίζω –χωρίς να είμαι καθόλου βέβαιος– ότι η οχύρωση περιέκλειε μια έκταση πάνω – κάτω 50ha. 169 Ζήκος, Μαξιμιανούπολις, σ. 23, 27–28, σχ. 1. 170 Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 11. εικ. 3. 171 Παπαζώτος, Σχόλια, σχ. 2. 168


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[137]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αρχικού πυρήνα και η τελευταία φάση), όπου όμως καθοριστικός παράγοντας ήταν πρωτίστως η αρχαία οχύρωση. Ακανόνιστο σχήμα, περίπου τετράπλευρο ή τραπέζιο, είχαν ο Κώρυκος και τα Ιωάννινα· στις δύο γωνίες της τελευταίας πόλης βρίσκονταν οι δύο ακροπόλεις, την απέναντί τους πλευρά διαμόρφωνε το τείχος του ισθμού, ενώ τις αποκλίσεις από την ευθεία επέβαλε η ακτή της λίμνης. Επίμηκες, περίπου, πλάγιο παραλληλόγραμμο σχήμα είχαν οι Πόροι της Ροδόπης, που κατελάμβαναν μια στενή λωρίδα ομαλής γης ανάμεσα στη λιμνοθάλασσα και τη θάλασσα: το επιθαλάσσιο τείχος μάλλον δεν ήταν ευθύγραμμο, γιατί παρακολουθούσε την ακτή. Η Πλίσκα ήταν παραλληλόγραμμο, με τη μία πλευρά να αποκλίνει από το κανονικό σχήμα. Η Σερδική αποτελούσε μια ιδιόμορφη περίπτωση: πρόκειται για σχεδόν κανονικό τετράπλευρο, η μία γωνία του οποίου αποκόπηκε, μετατρέποντας το, από την άποψη της γεωμετρίας, σε ακανόνιστο πεντάπλευρο. Από την άποψη, όμως, της πολεοδομικής οργάνωσης και της γενικής εντύπωσης που δίνει το σχήμα, έχουμε να κάνουμε με τετράπλευρο172. Από την άποψη της γεωμετρίας ακανόνιστο ήταν το σχήμα της μεσαιωνικής Ρόδου, ωστόσο είναι προφανές ότι πρόκειται για τετράπλευρο, του οποίου μία πλευρά εν μέρει παραθαλάσσια και εν μέρει επιθαλάσσια «σπάζει» στη μέση για να παρακολουθήσει τη μορφή της ακτής του λιμανιού173. Περίπου πλάγιο παραλληλόγραμμο ήταν το κάστρο της Μαΐνης174, όπου ευθεία ήταν μόνον η μία χερσαία πλευρά, η άλλη παρακολουθούσε τη διαμόρφωση του εδάφους, ενώ οι δύο επιθαλάσσιες ήταν εν πολλοίς ατείχιστες, και το κάστρο του Άβαντα λιγότερο από 1ha175. Ορθογώνιο τετράπλευρο ήταν το σχήμα της πόλης των Σούρων (Sura) πάνω στον Ευφράτη και ίδιο σχήμα είχε η ακρόπολή της176. Τα σχέδια των πόλεων φανερώνουν ότι στην πραγματικότητα φροντίδα για την εφαρμογή παραλληλόγραμμου σχήματος στις οχυρώσεις ελήφθη κυρίως στις οχυρώσεις 4ου και 5ου αιώνα (Μαξιμιανούπολη, Κομοτηνή, Αδριανούπολη, Bashtovë, Πλίσκα, Σερδική). Από τον 7ο–8ο αιώνα και μετά το σχήμα δεν έπαυσε ποτέ να ενδιαφέρει τους ιδρυτές οχυρώσεων, απλώς οι προτιμήσεις δεσμεύονταν πλέον από την επιλογή θέσης. 2. Τραπέζιο. Σχεδόν κανονικό τραπέζιο ήταν η Σεργιούπολις (Resafa). Ακανόνιστο τραπέζιο ήταν το Singidunum177 (Βελιγράδι), Ένα σχήμα που μπορεί να εκληφθεί σαν Για να το πω διαφορετικά: οι δρόμοι χαράχτηκαν σαν να ήταν το περίγραμμα της πόλης κανονικό παραλληλόγραμμο. 173 Κόλλιας, Ρόδος, σ. 304–306, εικ. 4. 174 Γκιολές – Δαμούλος, Τηγάνι, σ. 187, εικ. 1. 175 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 182. 176 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 10. 177 Popović, Belgrade, σ. 319–320, εικ.1 και 18. 172


[138]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ακανόνιστο τραπέζιο είχαν: η Θεσσαλονίκη και η Τραπεζούντα, στις οποίες η ακρόπολη στην κορυφή έκανε το σχήμα τους να μοιάζει επίσης με τρίγωνο, του οποίου η βάση ήταν επιθαλάσσια· η Δημητριάδα, με τεθλασμένη τη μία πλευρά· η Αμάσεια, όπου τη μεγάλη βάση του τραπεζίου αποτελούσε ο ποταμός Ίρις· η Μαρώνεια, όπου πρωτίστως η ακτή του Θρακικού και μια ρεματιά καθόριζαν το σχήμα· η Ανακτορόπολη· η Δράμα (όπου την απόκλιση δημιουργούσε μια μικρού μήκους πέμπτη πλευρά)· η υστερορρωμαϊκή οχύρωση της Βρύας είχε, επίσης, σχήμα πάνω – κάτω τραπεζιόσχημο178· η Αθήνα ήταν ακανόνιστο τραπέζιο· το ίδιο συνέβαινε με τη Δημητριάδα. Σχεδόν τραπέζιο ήταν το σχήμα της Πρεσλάβας, όπου την απόκλιση προκάλεσε ο ποταμός Tiča, που περιέρρεε τη μία πλευρά της πόλης. Τραπεζιόσχημη ήταν η Remesiana και η Bargala179. Με τον όρο «τραπεζιόσχημος» προσπαθώ να προσεγγίσω ένα σχήμα, το οποίο όμως δεν σχεδιάζεται στο χαρτί αλλά στο έδαφος. Μια οχύρωση φαίνεται στο χαρτί τραπεζιόσχημη, αλλά στην πραγματικότητα του πεδίου το σχήμα της είναι τετράπλευρο, του οποίου η κανονικότητα ή η ακανονιστία εξαρτώνται προ παντός από το έδαφος. Από την άποψη αυτή δεν μπορώ να αποφασίσω με τρόπο κατηγορηματικό αν η Τραπεζούντα και η Αμάσεια εμπνέονται από τα τριγωνικό σχήμα ή το τραπέζιο. Το βέβαιο είναι ότι η μεγάλη πλευρά (η βάση του σχήματος) εκτεινόταν σε περίπου ομαλό πεδίο, ενώ οι πλάγιες πλευρές σκαρφάλωναν στις κλιτύς των υψωμάτων. 3. Τρίγωνο. Τριγωνικό πρέπει να θεωρηθεί το σχήμα της Ζηνοβίας, όπου την υποτείνουσα του τριγώνου σχημάτιζε ο Ευφράτης και την κορυφή αποτελούσε η ακρόπολη. Το Smederevo σε ομαλό πεδίο, έχει τριγωνικό σχήμα, τις πλάγιες πλευρές του οποίου διαμόρφωναν δύο ποτάμια180, ενώ την κορυφή του τριγώνου κατελάμβανε η τριγωνική ακρόπολη. Σχεδόν τριγωνικό ήταν το σχήμα στη Madara της Βουλγαρίας, όπου την καμπύλη βάση σχημάτιζε το χείλος ενός γκρεμού181. 4. Πολύγωνο. Η Αναστασιούπολη της Ροδόπης, πάλι σε ομαλό πεδίο, δίπλα σε ποτάμι, εμφανίζει τη μορφή ακανόνιστου επταγώνου. 5. Ελλειψοειδές. Ένα περίπου ελλειψοειδές σχήμα είχαν τα έργα γύρω από μια κάπως ομαλή κορυφή, όπου βέβαια αυτή κρατούσε το κέντρο της οχύρωσης: η ακρόπολη του κάστρου του Αγίου Ιωάννου στην Έφεσο είχε τέτοιο σχήμα· παρεμφερές ήταν και το σχήμα του Γυναικόκαστρου· στο Διδυμότειχο, που είχε περίπου αυτό το σχήμα, η απόκλιση ήταν η σχεδόν τετράπλευρη προεξοχή, την οποία επέβαλε –όπως ήδη

Τάνου, Πύργοι, σ. 112. Ćurčić,Architecture, σ. 50–51. 180 Nescović, Ακρόπολη Smederevo, σ. 208–211. Nescović, Smederevo, σ. 132–134. 181 Το κάστρο του Άβαντα λιγότερο από 1ha. 178 179


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[139]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σημειώθηκε– η πρόθεση να διαμορφωθεί μια προστατευμένη κάπως ομαλή περιοχή που θα συνέδεε την οχύρωση με τα πεδινά και θα περιελάμβανε την κύρια είσοδο στο κάστρο. 6. Ακανόνιστο. Μερικές από τις οχυρώσεις του 4ου και 5ου αιώνα, πολλές από τις οχυρώσεις που οικοδομήθηκαν μετά τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα μέχρι το τέλος της αρχαιότητας και οι περισσότερες από αυτές που υψώθηκαν στη συνέχεια και μέχρι το τέλος του μεσαίωνα είχαν ακανόνιστο σχήμα, δεδομένου ότι χωροθετήθηκαν σε πεδία μη ομαλά ή σε απότομα υψώματα. Η γραμμή του τείχους προσαρμοζόταν πάντοτε στη μορφολογία του εδάφους. Ήταν αδύνατον στα εδάφη αυτά να εφαρμοστεί οποιοδήποτε κανονικό σχήμα. Ακανόνιστο σχήμα είχαν o Ακροκόρινθος, το Δυρράχιο, τα Σέρβια, η Γρατιανούπολη και το Shumen· η Alanya / Κορακήσιο και το Ανεμούριο / Anamur. Η οχύρωση της Άμιδας ακολουθεί ακανόνιστο σχέδιο, παρ’ όλο που εκτείνεται σε σχεδόν ομαλό πεδίο182. Παρά ταύτα είναι αρκετά σαφές ότι το σχέδιο εμπνέεται από το τετράπλευρο σχήμα και η οργάνωση των βασικών οδών ακολουθεί τις παραδόσεις της αρχαίας πολεοδομίας. Το Βελιγράδι του 12ου αιώνα, στη θέση του αντωνίνειου Singidunum, είχε στην πραγματικότητα ακανόνιστο σχήμα, αλλά σε αυτό μπορεί κανείς να δει χονδρικά ένα τρίγωνο. Η λίμνη και το βουνό καθόριζαν την πορεία της οχύρωσης της Αχρίδας. Η απότομη πλαγιά δεν άφηνε περιθώρια για πολλές επιλογές στο κάστρο της Πετριτζού (κάστρο του Ασέν). Στις οχυρώσεις του Τυρνόβου ο καθοριστικός παράγοντας ήταν ο ποταμός Yantra που περιελισσόταν γύρω από τα υψώματα της πρωτεύουσας των Ασανιδών· το ίδιο συνέβαινε και στην πόλη του Cherven. Σε περιπτώσεις χερσονήσων όπως η Νεάπολις της Μακεδονίας και η Μεσημβρία, η Καλιάκρα (Άκρη), η Σινώπη183, η Κερασούντα και η Ηράκλεια Ποντική του Ευξείνου Πόντου παντού η ακτή καθόριζε την πορεία των τειχών και στον ισθμό κτιζόταν μία πλευρά του τείχους ή ένα διατείχισμα που απέκοπτε την επικοινωνία του οχυρού με την ηπειρωτική γη. Κατά κάποιον τρόπο μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι η Αλάνεια / Κορακήσιον έχει τα ίδια χαρακτηριστικά. Το ίδιο συμβαίνει και με ακρωτήρια, όπως το Τηγάνι της Μάνης. Σε ορισμένα από τα ακανόνιστα σχήματα είναι φανερή η τάση να δώσουν μια κάποια κανονικότητα σε όσο τμήμα της οχύρωσης αυτό είναι εφικτό. Η οχύρωση της Σπάρτης περίπου κατά το μισό θύμιζε ακανόνιστο τετράπλευρο, ενώ κατά το υπόλοιπο τμήμα της ήταν παντελώς ακανόνιστη. 182 183

Crow, Amida, σ. 437, εικ. 5 και 7. Τα παραδείγματα από τη Μικρά Ασία συγκεντρώνει ο στο Foss – Winfield, Fortifications, σ. 16–17.


[140]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν μπορώ να εξηγήσω για ποιο λόγο κυριάρχησε η ακανονιστία στις οχυρώσεις της Τοπείρου, της Χρυσόπολης, των Σερρών (αναφέρομαι μόνον στο πεδινό τμήμα της τελευταίας πόλης), αν και κατελάμβαναν εκτάσεις στις οποίες ήταν δυνατό να αναπτυχθούν λίγο – πολύ κανονικά σχήματα. 

Γ.IΙ. ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΟΧΥΡΩΣΗΣ

ΤΑΦΡΟΣ To Διδυμότειχο απέκτησε τάφρο μόνον κατά τα τεσσαρακοστά έτη του 14ου αιώνα κατ’ εντολήν του Καντακουζηνού. Δεν σώθηκε κανένα ίχνος της. Είναι βέβαιο ότι το έργο σχεδιάστηκε και άρχισε η εκτέλεσή του, αλλά δεν είναι γνωστό, αν ολοκληρώθηκε. Από τη μεριά του Ερυθροπόταμου η οχύρωση ήταν προστατευμένη: το ποτάμι έπαιζε το ρόλο της φυσικής τάφρου. Φαίνεται πιθανό ότι η τεχνητή τάφρος δεν μπορούσε παρά να ανοιχτεί σε πεδινή περιοχή, στα πόδια του υψώματος, δηλαδή σε απόσταση περίπου 100 – 150μ από τα τείχη, ενώ η απότομη πλαγιά άρχιζε σε απόσταση 60–100μ από αυτά. Οι αποστάσεις αυτές αυτομάτως ακύρωναν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία της: η τάφρος όφειλε να αποτελεί το πρώτο από σειρά αλλεπάλληλων εμποδίων (τάφρος, προτείχισμα, τείχος), τα οποία βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχο των αμυνομένων. Οι υπερασπιστές έπρεπε να έχουν πολύ κοντά τους, σχεδόν στην πλάτη τους, την επόμενη γραμμή άμυνας, εν προκειμένω το προτείχισμα, ταυτοχρόνως έπρεπε να έχουν γύρω τους χώρο για να μπορούν να κινηθούν άνετα προς κάθε κατεύθυνση. Βεβαίως δεν αποκλείεται καθόλου (ακολούθως αναφέρονται ανάλογα παραδείγματα) η τάφρος να βρισκόταν ψηλά στην πλαγιά και μπροστά από το προτείχισμα ή να εκτεινόταν σε μέρος μόνον της περιμέτρου της οχύρωσης, το πιο ευπρόσβλητο και το πιο κρίσιμο για την άμυνα της πόλης. Καθώς δεν βρέθηκε ποτέ κάποιο λείψανό της, δεν είναι γνωστό αν ήταν απλώς ένα όρυγμα (είδος χαρακώματος) ή αν είχε κτιστές παρειές, όπως επίσης δεν είναι γνωστό αν ήταν υγρή ή ξερή. Για να έχει νερό σε όλο το μήκος της έπρεπε η κοίτη της να βρίσκεται στο ίδιο βάθος με την κοίτη του Ερυθροποτάμου. Αυτό ήταν δυνατό και σχετικά εύκολο για την περιοχή στο βόρειο άκρο της οχύρωσης, κοντά στο ποτάμι, εκεί που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Παναγίας. Το πράγμα δυσκόλευε όλο και περισσότερο (απαιτούνταν σκάψιμο βαθύτερα), όσο το έδαφος ανηφόριζε προς την περιοχή κάτω από την πύλη ΠΛ1, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το τζαμί του Μωάμεθ του Α΄. Από τη νότια πλευρά της οχύρωσης, δηλαδή κάτω από τον πύργο Π1, ήταν απολύτως αδύνατο να τροφοδοτηθεί η τάφρος με τα νερά του ποταμού. Πιθανότερο, λοιπόν, φαίνεται ότι η τάφρος ήταν ξερή, σε οποιοδήποτε ύψος και αν βρίσκονταν, οσοδήποτε μήκος και αν είχε.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[141]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η τάφρος από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος του μεσαίωνα ήταν γνωστή ως στοιχείο οχύρωσης, αλλά δεν φαίνεται να θεωρούνταν πάντοτε απολύτως απαραίτητη (στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ) για την άμυνα. Ήταν εξ ίσου γνωστή στη φρουριακή αρχιτεκτονική της φεουδαλικής Ευρώπης, των αραβικών κρατών και των σταυροφορικών ηγεμονιών της Μέσης Ανατολής. Ξερή ή υγρή, κτιστή ή χωμάτινη, σε όλη την περίμετρο οχύρωσης ή σε μέρος αυτής, η τάφρος πολλαπλασίαζε τις δυνατότητες των τειχών. Σε μερικές οχυρώσεις το ρόλο τάφρου επιτελούσαν υδάτινα ρεύματα ποικίλων διαστάσεων, όγκου και ορμητικότητας (πλατιά ή στενά, βαθιά ή ρηχά, απότομα ή ήρεμα) ή περιοδικότητας (σταθερής ή αυξομειούμενης ροής, εποχιακά –χείμαρροι ξεροί τους ζεστούς μήνες–), τα οποία κυλούσαν σε ποικίλη απόσταση από την οχύρωση. Σε άλλες υπήρχε συνδυασμός τεχνητής τάφρου και υγρού στοιχείου (θάλασσας, λίμνης, ρεματιάς). Εν πάσει περιπτώσει, αν εξαιρέσουμε την τάφρο της πρωτεύουσας, δεν φαίνεται καμμία άλλη βυζαντινή κατασκευή με τον ίδιο προορισμό να προσέγγισε ποτέ, σε διαστάσεις και μορφή, τις αντίστοιχες κατασκευές της μεσαιωνικής, δυτικής Ευρώπης. Η Βασιλεύουσα Πόλη προστατευόταν από σύστημα οχύρωσης που δεν είχε παρόμοιό του στον μεσαιωνικό κόσμο. Στο χερσαίο τείχος το πρώτο στοιχείο αυτού του συστήματος αποτελούσε η τάφρος: ήταν τεχνητή, με κτιστές παρειές, είχε μεγάλο πλάτος (18μ) και βάθος (τουλάχιστον 7μ), ενώ στην πίσω (προς την πόλη) πλευρά της υψωνόταν τείχος με επάλξεις184. Με τάφρο ενίσχυσε την άμυνα της Νίκαιας ο Ιωάννης Βατάτζης185. Τάφρος συμπλήρωνε την οχύρωση της Μιλήτου186, του Ιερού (δύο τάφροι προστάτευαν την κύρια είσοδο)187, των Πηγών188, της Niksar189, του Κωρύκου190, της Άμιδας191. Τάφρος περιέβαλε την Οescus I192, δύο πλευρές της Abritus (αυτές που δεν ήταν ευθύγραμμες)193, τη Νικόπολη ad Istrum (ήδη από τον 2ο αιώνα)194, την Πλίσκα (εν μέρει υγρή)195, τη βόρεια πλευρά της Διοκλητιανόπολης της Θράκης196, την Augusta Foss – Winfield, Fortifications, σ. 43–44. Foss – Winfield, Fortifications, σ. 82–83, 89. 186 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 138. 187 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 148. 188 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 154–155. 189 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 20. 190 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 22. 191 Crow, Amida, σ. 439. 192 Ivanov, Oescus, σ. 3, εικ. 2. Hoddinot, Bulgaria, σ. 116. 193 Ivanov, Abritus, σ. 178, εικ. 17. 194 Poulter, Transition, σ. 58, 64, 69. 195 Ćurčić,Architecture, σ. 175. 184 185


[142]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Trajana197, το τείχος της πεδιάδας στην Φιλιππούπολη198, ενώ στην ίδια την πόλη ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος διέταξε να ανοιχθεί τάφρος (διαταφρεύειν)199. Τάφρος προστάτευε την προσβάσιμη πλευρά του Singidunum (Βελιγράδι) (2ος αιώνας)200, ενώ οι άλλες βρέχονταν από τον Σάβα και τον Δούναβι. Τάφρος περιέβαλε τμήμα της ακρόπολης του Δυρραχίου, σύμφωνα με παλιά μαρτυρία (Heuzey)201. Εύλογα σκέφεται ο Cl. Foss ότι η τάφρος ήταν περιττή στα απότομα υψώματα, ωστόσο τάφρος, και μάλιστα σε ορισμένο τμήμα της οχύρωσης διπλή, ενίσχυε την άμυνα της Zaldapa (Σκυθία)202. Τα παραδείγματα δείχνουν ότι στον κανόνα υπήρχαν εξαιρέσεις: τάφρος μπορούσε να ανοιχτεί σε ύψωμα (Zaldapa, πιθανώς Φιλιππούπολη, ίσως Δυρράχιο), αλλά μπορούσε να ανοιχτεί, επίσης, στη ρίζα του υψώματος επί του οποίου βρισκόταν η οχύρωση (Διδυμότειχο). Τάφρος υπήρχε ίσως στη Θεσσαλονίκη203. Το γενοβέζικο φρούριο της Παλαιάπολης στη Σαμοθράκη είχε στη μία πλευρά ξερή τάφρο και η επίσης γενοβέζικη ακρόπολη (ή Μεγάλος Περίβολος) της Μυτιλήνης προστατευόταν με τάφρο μόνον στο τμήμα των τειχών που τη χώριζαν από το υπόλοιπο κάστρο204. Στα Ιωάννινα οι τρεις πλευρές της οχύρωσης βρέχονταν από τη λίμνη, ενώ η τέταρτη (ο ισθμός δηλαδή) διέθετε τεχνητή τάφρο. Πιθανολογείται ότι τάφρο διέθετε και η οχύρωση της Καστοριάς: βρισκόταν επίσης στη θέση του ισθμού, ενώ η χερσόνησος βρεχόταν από την ομώνυμη λίμνη. Είναι πιθανό ότι τάφρος περιέβαλε την οχύρωση του Χάνδακα ήδη πριν από την αραβική κατάκτηση205. Δύο τάφροι, πολύ βαθιές και πολύ πλατιές, περιέβαλαν το αραβικό τείχος του Χάνδακα, σύμφωνα με τον Λέοντα τον Διάκονο206, ενώ δεν προκύπτει αν η τάφρος που περιέβαλε το βυζαντινό τείχος ήταν συνεχής ή όχι207. Madzharov, Diocletianopolis, σ. 445. Kirova, Serdica, σ. 208, 445. 198 Topalilov, Philippopolis, σ. 374. 199 Χωνιάτης, σ. 402.51–53. Κυριαζόπουλος, Θράκη, σ. 234–240. 200 Popović, Belgrade, σ. 320. 201 Karaiskaj Gj., La forteresse de Durrës au Moyen Age (αλβ. με γαλλ. περίλ.), Monumentet 13 (1977), σ. 53. 202 Torbatov, Zaldapa, σ. 91. 203 Φουντούκου, Θεσσαλονίκη, σ. 114–116. 204 Πετράκος, Μυτιλήνη, σ. 158. Αχειλαρά, Μυτιλήνη, σ. 18, εικ. 7. Λούπου, Μυτιλήνη, σ. 37. 205 Β. Συθιακάκη – Ε. Κανάκη – Χαρ. Μπιλμέζη, Οι παλαιότερες οχυρώσεις του Ηρακλείου: μια διαφορετική προσέγγιση με βάση τα νεότερα ανασκαφικά δεδομένα, στο Αρχαιολογικό Έργο στη Κρήτη, υπό έκδοση. 206 Λέων Διάκονος, Ιστορία, Bonn, 1828, ε΄, σ. 11.14–15. N. Πλάτων Ν., Συμβολή εις το τοπωνυμικόν, την τοπογραφίαν και την ιστορίαν των πόλεων και φρουρίων της Κρήτης. Α΄. Τα τείχη του Χάνδακος κατά την δευτέραν Βυζαντινήν περίοδον, Κρητικά Χρονικά 1 (1947), σ. 240 υποσημ. 7. 207 N. Πλάτων, ό. π., σ. 248. 196 197


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[143]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όπως είναι γνωστό, η πόλη όφειλε στην τάφρο το αραβικό της όνομα, Al-Khandaq (ή Rabd el Khandak), που τη συνόδευε σε όλο το μεσαίωνα, Χάνδαξ, και στην αναγέννηση, Candia, μέχρι την Οθωμανική κατάκτηση. Στη Χαλκίδα αποκαλύφθηκε τμήμα βαθιάς τάφρου που δεν έχει χρονολογηθεί με ακρίβεια208. Θεωρείται ότι η τάφρος κοντά στο νότιο τείχος του Δίου προστάτευε την πόλη από τις πλημμύρες209, αλλά ταυτοχρόνως λειτουργούσε ως οχυρωματική τάφρος. Η ισχυρή κλίση του εδάφους στο βόρειο τείχος της Θεσσαλονίκης δημιουργούσε χαράδρα, που ήταν δυνατόν να λειτουργεί ως τάφρος210. Τάφρος προστάτευε μία πλευρά του Βελιγραδίου του 12ου αιώνα211 και τις τρεις πλευρές του σχεδόν κανονικού, τετράπλευρου περιβόλου της περιόδου 1404–1427212, ενώ η οχύρωση παρέμενε πάντοτε στη συμβολή δύο μεγάλων ποταμών. Ποτάμι και τεχνητή τάφρος υπήρχε στο Smederevo: η τριγωνική πόλη στο ομαλό πεδίο, με την ακρόπολη στην κορυφή του τριγώνου, περιβάλλεται στις δύο πλάγιες πλευρές από τον Δούναβι και τον Jesava, ποταμούς που παίζουν απολύτως το ρόλο βαθιάς τάφρου, ενώ στη βάση του τριγώνου της πόλης και της ακρόπολης ανοίχτηκε τεχνητή τάφρος213. Η τάφρος μπροστά από την πρώτη (εξωτερική) πύλη του Ακροκορίνθου δεν ανήκει στη βυζαντινή οχύρωση και είναι σύγχρονη με την πύλη. Το Βελιγράδι υψωνόταν πάνω στη συμβολή των ποταμών Δούναβι και Σάβα· στο Δίο ο Βαφύρας ποταμός κυλούσε δίπλα στο ανατολικό τείχος, στη θέση ακριβώς τάφρου214· στους Φιλίππους μπροστά από το ανατολικό τείχος έτρεχε χείμαρρος· η Μαξιμιανούπολη, η Μαρώνεια215, η Τραϊανούπολη, η Δράμα βρισκόταν δίπλα σε χειμάρρους που έπαιζαν το ρόλο τάφρου· αν το τεχνητό κανάλι που σήμερα κατεβάζει ορμητικά νερά δίπλα στην ανατολική πλευρά της οχύρωσης της Τοπείρου, βρίσκεται στη θέση αρχαίου υδάτινου ρεύματος, τότε αποτελούσε, στην αρχαιότητα, ιδανική τάφρο. Τάφρος υπήρχε, επίσης, στα Μάσταυρα216. Δίπλα στα ανωτέρω παραδείγματα συναριθμούνται περιπτώσεις οχυρώσεων με παραρρέοντα ποταμό, σε απόσταση τέτοια που δεν θα επέτρεπε να τον χαρακτηρίσουμε τάφρο, αλλά οπωσδήποτε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι συνέβαλε στην άμυνα της Μ. Γεωργοπούλου-Μελαδίνη, Χαλκίς: Ανασκαφή οικοπέδου Σ. Σιλβέστρου, ΑΑΑ VI.1 (1973), σ. 68. Στεφανίδου, Δίον, σ. 33, σχ. 4. 210 Φουντούκου, Θεσσαλονίκη, σ. 114–116. 211 Popović, Belgrade, σ. 323. 212 Popović, Belgrade, σ. 324. 213 Nescović, Ακρόπολη Smederevo, σ. 208–210. Nescović, Smederevo, σ. 133–134. 214 Στεφανίδου, Δίον, σ. 33, σχ. 4. 215 Δουκατά, Μαρώνεια, σ. 40–44. 216 Barnes – Whittow, Mastaura, σ. 184. 208 209


[144]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πόλης καθώς αποτελούσε ένα επιπλέον εμπόδιο για τον επιτιθέμενο. Στις περιπτώσεις αυτές ανήκαν η Ξάνθεια, η Κομοτηνή217, ο Μυστράς, η Τόπειρος (κοντά στο Νέστο ποταμό), η Νικόπολη ad Istrum, πολύ κοντά στον ποταμό Rosica (που χυνόταν στον ποταμό Yantra, παραπόταμο του Δουνάβεως)218, η Βέροια (η παραποτάμια πλευρά της έτσι κι’ αλλοιώς ήταν απρόσβλητη λόγω του μεγάλου ύψους της). Μια χερσόνησος αποτελούσε πάντοτε μια ιδιάζουσα περίπτωση. Την πρόσβαση σε χερσονήσους με ισθμό, στενό ή φαρδύ, απέκοπτε τείχος της οχύρωσης. Η άμυνα στο σημείο αυτό, δηλαδή την περιοχή του ισθμού έξω και μπροστά από το τείχος της οχύρωσης, ενισχυόταν επί πλέον με τάφρο, προτείχισμα και ένα τείχος από θάλασσα σε θάλασσα (ή λίμνη) ανεξάρτητο από το τείχος που περιέβαλε την πόλη. Φυσικά ήταν δυνατό να συνδυάζονται ορισμένα μόνον από αυτά τα στοιχεία ή η άμυνα να περιορίζεται σε ένα από αυτά: στην Καστοριά, στα Χανιά (υγρή τάφρος και προτείχισμα 7ου αιώνα)219, στο χερσαίο τείχος της Ρόδου (τάφρος πλάτους 10μ. και προτείχισμα)220, στο Τηγάνι της Μάνης (προτείχισμα). Γενικά θεωρείται ότι τάφρος και προτείχισμα ήταν στοιχεία συνήθη στις οχυρώσεις της ύστερης αρχαιότητας στην Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια221. ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΗ. Σταθερές (κτιστές ή ξύλινες) ή κινητές, κατά περίπτωση, κατασκευές γεφύρωναν απαραίτητα μία τάφρο. Στην τάφρο της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν κτιστές γέφυρες, που οδηγούσαν στις πύλες του προτειχίσματος και του τείχους. Γέφυρα υπήρχε στην τάφρο του κάστρου των Ιωαννίνων: ἔνι Μέγας ὁ Ὀζερὸς τὸ γύρωθεν τοῦ κάστρου. Μὲ τὸ γιοφύρι ἐμπαίνουσιν οἱ ἐκεῖσε κατοικῶντες222. Στην τάφρο της ακρόπολης (Μεγάλος Περίβολος) του κάστρου της Μυτιλήνης υπήρχε κινητή γέφυρα223. ΠΡΟΤΕΙΧΙΣΜΑ Το προτείχισμα του Διδυμοτείχου ήταν αισθητά χαμηλότερο και λεπτότερο του τείχους στο μεγαλύτερο μήκος του. Καταστράφηκε σχεδόν ομοιόμορφα στο μεγαλύτερο μέρος του μήκους του. Έτσι δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν είχε περίδρομο και επάλξεις ούτε ποιο ήταν το αρχικό του ύψος. Η περιοχή γύρω από τον Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 15, εικ. 3. Ivanov, Nicopolis ad Istrum, σ. 148, εικ. 56. 219 Ανδριανάκης, Χανιά, σ. 80, 85. 220 Κόλλιας, Ρόδος, σ. 304, εικ. 4. 221 D. Smith – J. Crow, The Hellenistic and Byzantine defences of Tocra (Taucheira), Libyan Studies 29 (1998), σ. 35–82. 222 Τὸ Χρονικὸν τοῦ Μορέως, έκδ. J. Schmitt, London 1904, στ. 8788–8789, σ. 570. 223 Λούπου, Μυτιλήνη, σ. 37. 217 218


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[145]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πύργο Π12 επιτρέπει να διατυπώσω μερικές υποθέσεις σχετικά με το προτείχισμα: η πύλη ΠΛ5 του προτειχίσματος προϋποθέτει ότι εδώ το προτείχισμα, κάτω από τον πύργο Π12, είχε απαραιτήτως ύψος μεγαλύτερο από το ύψος μιας έστω χαμηλής εισόδου, όσο περίπου έχει η πύλη ΠΛ6 ή και μικρότερο ακόμη· κατά συνέπειαν το προτείχισμα, που κατευθυνόταν από τον πύργο Π11 προς τον πύργο Π12 και κολλούσε στον τελευταίο, πρέπει να είχε ανάλογο ύψος· τέλος, το ίδιο τμήμα του προτειχίσματος έπρεπε να διαθέτει ύψος (είτε είχε επάλξεις είτε όχι) τόσο ώστε να προστατεύει τους ευρισκόμενους μπροστά από την πύλη ΠΛ4, δηλαδή έπρεπε να είχε πάνω από το δάπεδο της πύλης ύψος περίπου 2μ., πράγμα που σημαίνει ότι σε τελευταία ανάλυση το προτείχισμα ήταν εδώ αρκετά ισχυρό. Και πάλι η Κωνσταντινούπολη παρείχε το άριστο παράδειγμα. Το προτείχισμά της απείχε τουλάχιστον 14μ από το τείχος, το ύψος του έφτανε τα 8μ, είχε μεγάλα (βαθιά και ψηλά) τυφλά αψιδώματα, περίδρομο, επάλξεις και πύργους224. Απείχε από το τείχος 20μ. Ήταν περίπου μια μικρογραφία του τείχους. Δεν χρειάζονται επιχειρήματα για να υποστηρίξει κανείς ότι, όπως εξ άλλου κάθε τι κωνσταντινουπολίτικο, η οχύρωση της πρωτεύουσας αποτέλεσε υπόδειγμα για τη μετέπειτα βυζαντινή φρουριακή αρχιτεκτονική. Επομένως πολλές βυζαντινές οχυρώσεις επιδίωξαν να επαναλάβουν το σύστημα τάφρος – προτείχισμα – τείχος, όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν και οι ανάγκες το επέβαλλαν, φυσικά προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες κάθε οχύρωσης225. Το προτείχισμα της Νίκαιας κτίστηκε από τον Ιωάννη Βατάτζη· είχε πύργους, περίδρομο και επάλξεις και ο Cl. Foss θεωρεί ότι εμπνεόταν από το υπόδειγμα της πρωτεύουσας226. Υπήρχε, επίσης, στην παλαιοχριστιανική οχύρωση της Θεσσαλονίκης227· εκτεινόταν στο πεδινό τμήμα της και απείχε περίπου 12,10μ–14,60μ από το τείχος228. Προτείχισμα πλάτους 0,60μ εντοπίστηκε στη Μαξιμιανούπολη, σε απόσταση 12μ. από την ανατολική πλευρά229· στη Μαρώνεια βρισκόταν στη βόρεια πλευρά, που ήταν η πιο ευάλωτη230· στους Φιλίππους προστάτευε την ανατολική, νότια και τμήμα της δυτικής πλευράς, δεν συνεχιζόταν στις απότομες κλιτύς του υψώματος

Meyer-Plath – Schneider, Landmauer, σ. 33–36, 84–92· Foss – Winfield, Fortifications, σ. 44–45. Γενικά για το προτείχισμα: Ovčarov D., Protejhizmata v sistemata na rannovizantijskite ukreplenija po našite zemi, Arheologija XV4 (1973), σ. 11–23· Gregory, East. Frontier, σ. 132· Pringle, Africa, σ. 132, 148–149, 151· Foss – Winfield, Fortifications, σποραδικά. 226 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 82–83. 227 Γούναρης, Τείχη, σ. 27–28. Βελένης, Θεσσαλονίκη, σ. 118, 167. 228 Φουντούκου, Θεσσαλονίκη, σ. 114–116. 229 Χ. Πέννας, Μοσυνόπολη, ΑΔ 31 (1976), Β΄2, Χρονικά, σ. 340. 230 Δουκατά, Μαρώνεια, σ. 40–44. 224 225


[146]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της ακρόπολης και κατασκευάστηκε τον 5ο ή τον 6ο αιώνα231· στην Ανακτορόπολη υπήρχε στην ανατολική πλευρά (αυτήν που θα προσέβαλε πρώτη ο επιτιθέμενος από τη μεριά της θάλασσας – η επιθαλάσσια, νότια πλευρά υψωνόταν πάνω σε απότομα βράχια και ήταν προσιτή μόνον σε καταδρομική ομάδα) –πρόκειται για κατασκευή της έκτης δεκαετίας του 14ου αιώνα–· στην παλαιοχριστιανική Έδεσσα προστάτευε την ακρόπολη και την κάτω πόλη232· στη Διοκλητιανόπολη της Φιλιππούπολης –έργο του 5ου αιώνα– υπήρχε μόνον στη βόρεια πλευρά233· στην Augusta Trajana –έργο του 5ου/6ου αιώνα– βρισκόταν σε απόσταση 6–8μ από τα τείχη234· στη Σερδική απείχε περίπου 20μ από τα τείχη235· στη Ratiaria 12μ·στη Νικόπολη ad Istrum ενίσχυσε την οχύρωση ανάμεσα στο 300 και το 450236· προτείχισμα είχε επίσης η Ratiaria237· την πρόσθετη προστασία ενός προτειχίσματος επεδίωξε περί το 400 ακόμη και μία ανώνυμη οχύρωση, όπως αυτή κοντά στο Dichin238 και παρόμοιες κατασκευές συμπλήρωσαν τις οχυρώσεις κοντά στο Gabrovo, το Lozarevo και τη Berkovitsa (α΄ μισό 5ου αιώνα)239. Στο φρούριο της Ras, 12ου αιώνα, μπροστά από το τείχος της μόνης πλευράς που ήταν προσπελάσιμη, που διέθετε την πιο βαρειά οχύρωση, και στην οποία ανοιγόταν η πύλη του οχυρού υπήρχε πρόσθετη προστασία από ένα ξύλινο προτείχισμα πάνω στο φρύδι του βραχώδους πλατώματος240. Προτείχισμα οικοδομήθηκε στις τρεις πλευρές του σχεδόν κανονικού, τετράπλευρου περιβόλου του Βελιγραδίου (1404–1427)241· φυσικά ήταν χαμηλότερο από το τείχος. Προτείχισμα ενίσχυε την άμυνα του Βερατίου στη βορειοδυτική πλευρά242. «Λείψανα» προτειχίσματος αναφέρονται μπροστα από την πύλη των Ρωγών243. Το συναντούμε στο κάστρο του Τηγανιού (μέσα Μάνη), όπου το τείχος οικοδομήθηκε περί το 500, ενώ το προτείχισμα από ξερολιθιά είναι έργο του

Provost, Philippi, σ. 134, όπου χρονολογείται στα τέλη του 5ου ή στον 6ο αιώνα. Provost, Philippes, σ. 195, όπου θεωρείται ιουστινιάνειο. Sodini, Transformation, σ. 318, 320, όπου προτείνεται χρονολόγηση στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 6ου αιώνα. 232 Α. Χρυσοστόμου, Έδεσσα. Οχύρωση, σ. 53–54, 59. 233 Kirova, Serdica, σ. 208· Madzharov, Diocletianopolis, σ. 445. 234 Ivanov, Augusta Traiana, σ. 478. 235 Kirova, Serdica, σ. 208. 236 Poulter, Transition, σ. 69. 237 Kirova, Serdica, σ. 208. 238 Dintchev, Thrace and Dacia, σ. 485. Poulter, Transition, σ. 83, 93. 239 Dintchev, Thrace and Dacia, σ. 485. 240 Ćurčić, Architecture, σ. 486–487. 241 Popović, Belgrade, σ. 324. 242 Karaiskaj, Μπεράτι, σ. 114, εικ. 5. 243 Παπαδοπούλου, Ρωγοί, σ. 103. 231


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[147]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

12ου αιώνα244. Το προτείχισμα στον Ακροκόρινθο είναι σύγχρονο με την πρώτη πύλη και το τείχος, επομένως δεν φαίνεται βυζαντινό. Προτείχισμα, πλάτους 3–3,30μ, προστάτευε το χερσαίο τείχος της βυζαντινής Ρόδου245. Προτείχισμα (τέλη 10ου–αρχές 11ου αιώνα) υπήρχε στον Κάστελο Βαρυπέτρου Χανίων246. Ο Κώρυκος είχε ισχυρό προτείχισμα247. Προτείχισμα έκτισε, σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο Ιουστινιανός στις πόλεις επί του Ευφράτου, στην πεδινή πόλη των Σούρων (Sura) και στην επίσης πεδινή Ζηνοβία, με ακρόπολη σε ύψωμα. Το ίδιο στοιχείο ενίσχυε την οχύρωση της Άμιδας, που απλωνόταν σε ομαλό πεδίο248. Στην Αμάστριδα το προτείχισμα προστάτευε το στεριανό τείχος στον πλατύ ισθμό στα νότια της πόλης249. Εντελώς ιδιάζουσα περίπτωση είναι η Σινώπη250: σύμφωνα με παλιά λιθογραφία, στον ισθμό υπήρχε διατείχισμα από θάλασσα σε θάλασσα, που απέκοπτε την πρόσβαση στην πόλη της χερσονήσου, όπως ακριβώς και στην Καστοριά. Ιδιόμορφο προτείχισμα –από πύργο σε πύργο– υπήρχε στο Κοτύαιον251. Τμήμα προτειχίσματος σώθηκε έξω από το τείχος του άνω φρουρίου της Αμάσειας252. Προτειχίσματα αποτελούσαν μέρος της άμυνας ισθμών σε πόλεις, που εκτεινόταν σε χερσονήσους. Για συνδυασμούς παρόμοιων έργων έγινε λόγος προηγουμένως στα σχετικά με τις τάφρους. ΤΕΙΧΟΣ Αν θέλει κανείς να έχει μια πολύ παραστατική αντίληψη της σημασίας που είχαν η φυσική οχύρωση, τo τείχoς, τα ενδιάμεσα τείχη και η ακρόπολη δεν έχει παρά να δει τη σειρά των κινηματογραφικών ταινιών The Lord of the Rings, 2001 κ. εξ., του προικισμένου σκηνοθέτη P. Jackson. ΑΤΕΙΧΙΣΤΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ. Όπως επισημαίνεται συνεχώς στη βιβλιογραφία οι βυζαντινές οχυρώσεις βρίσκονταν σε υψώματα, μερικές φορές με αποτρεπτικά μεγάλο ύψος, με εξαιρετικά απότομες πλαγιές ή με απόκρημνους γκρεμούς στην περιφέρειά τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοί οι γκρεμοί ήταν τόσο απότομοι που ήταν περιττό να Γκιολές – Δαμούλος, Τηγάνι, σ. 192–193. Κόλλιας, Ρόδος, σ. 304, εικ. 4. 246 Ανδριανάκης, Χανιά, σ. 77. 247 Foss – Winfield, Fortifications, εικ. 83. 248 Crow, Amida, σ. 439. 249 Crow – Hill, Amastris, σ. 255. 250 Foss – Winfield, Fortifications, εικ. 53. 251 Foss, Kütahya, σ. 62 εικ. Α–Β. 252 Foss – Winfield, Fortifications, εικ. 54. 244 245


[148]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οχυρωθούν με οποιασδήποτε μορφής έργο. Τέτοιου είδους διαμόρφωση είχε ο λόφος του Διδυμοτείχου στο βόρειο άκρο του, πάνω από τον Ερυθροπόταμο, στο σημείο όπου ο βράχος σχεδόν βρίσκεται σε επαφή με το ποτάμι. Η σχέση αυτή απαγόρευε στενό, συνεχή, πλήρη και περιμετρικό αποκλεισμό της οχύρωσης, ενδεχόμενο το οποίο εν γένει απεύχονταν τα στρατηγικά. Ομολογώ ότι δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί. Στο Διδυμότειχο η συνέχεια του κλοιού θα διακόπτονταν οπωσδήποτε στο σημείο αυτό, αλλά το γεγονός δεν άλλαζε τις συνθήκες της πολιορκίας για καμμία από τις δύο πλευρές. Πρακτικά αυτό δεν δημιουργούσε σοβαρό, φανερό πλεονέκτημα για τους υπερασπιστές του κάστρου και από την άλλη μεριά δεν απέτρεπε κατ’ ανάγκην τον πλήρη αποκλεισμό από τη μεριά των πολιορκητών. Σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται ότι οι χρήστες λάμβαναν ειδικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη διακοπή του συνεχούς κλοιού ή να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την υπάρχουσα διακοπή. Στο Διδυμότειχο στο σημείο αυτό ακριβώς οικοδομήθηκε η ποτάμια οχύρωση, αλλά το έργο αυτό πριν από όλα εξασφάλιζε την απρόσκοπτη ύδρευση του κάστρου. Έχω την άποψη ότι η αμυντική λειτουργία ήταν παρεμπίπτουσα. Στην Αδριανούπολη στην πλησιέστερη προς το ποτάμι γωνία οικοδομήθηκε βραχίονας του τείχους που απέκλεισε το στενό πέρασμα ανάμεσα στην οχύρωση και το ποτάμι, αποτρέποντας έτσι τον πλήρη αποκλεισμό της τελευταίας. Αμφιβάλλω αν οι υπερασπιστές είχαν αυτήν την πρόθεση και πιστεύω ότι ο κύριος προορισμός της κατασκευής αυτής ήταν να εξασφαλίσει την αβλαβή ύδρευση των πολιορκουμένων, η δε ενίσχυση της άμυνας ήταν, και εδώ, δευτερεύον αποτέλεσμα της διαδικασίας ύδρευσης. Περισσότερο απότομη είναι η πλευρά της οχύρωσης από τον πύργο Π22 μέχρι τον πύργο Π1, στην οποία ο βράχος είναι κατακόρυφα κομμένος, στο μεγαλύτερο μήκος της περιμέτρου. Ωστόσο η πλευρά αυτή οχυρώθηκε κανονικά και μάλιστα το τείχος ενισχύθηκε με τρεις πύργους. Νομίζω ότι ο μοναδικός λόγος για τη μέριμνα αυτή είναι η λειτουργία του τείχους. Εδώ το τείχος είχε δύο προορισμούς. Αφ’ ενός μεν οχύρωνε αυτήν την πλευρά της πόλης αφ’ ετέρου δε λειτουργούσε ως ανάλημμα, που συγκρατούσε τις επιχώσεις πάνω στις οποίες ήταν κτισμένος ο οικισμός. Δημιουργούσε επομένως ένα άνδηρο. Οι διακοπές στη γραμμή της οχύρωσης, στα διαστήματα που ήταν εξαιρετικά απόκρημνα και πρακτικά απροσπέλαστα, είναι σύνηθες φαινόμενο σε οχυρώσεις κάθε προορισμού. Η Μονεμβασία αποτελεί ίσως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα με ατείχιστα τμήματα περιφέρειας υψώματος. Ομοίως και στην ακρόπολη της Λίνδου, αν


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[149]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είχε βυζαντινή φάση πριν από τις ιπποτικές επεμβάσεις253, ήταν παντελώς περιττή η κατασκευή οποιασδήποτε μορφής αμυντικού έργου στο άκρο της θέσης, που εισχωρεί στη θάλασσα. Στο Τηγάνι της Μάνης οι απότομες, επιθαλάσσιες πλευρές είναι ατείχιστες, ενώ τείχος υπάρχει μόνον προς την ξηρά (απομονώνει το άκρο της χερσονήσου)254. Ένα τμήμα της περιφέρειας του υψώματος του Μυστρά ήταν, επίσης, απρόσβλητο και για το λόγο αυτό δεν οχυρώθηκε ποτέ. Στη βυζαντινή Έδεσσα κατακόρυφος γκρεμός διεμόρφωνε τη μία πλευρά του οικισμού· δεν οχυρώθηκε ποτέ. Χωρίς τείχη ήταν πάντοτε η πλευρά της Βέροιας που υψωνόταν πάνω από τον Τριπόταμο· ωστόσο, κατά μία άποψη, υπάρχουν «βάσιμες υποψίες» για την ύπαρξη τείχους και σε αυτήν την πλευρά της πόλης255. Ο κατακόρυφος βράχος στη μία πλευρά της Madara δεν χρειάστηκε ποτέ οχύρωση. Είναι πολύ πιθανό ότι μέρος της περιφέρειας του Μελενίκου ήταν ανοχύρωτο. Στη Βυλλίδα (Βουλλίδα) της Νέας Ηπείρου το τμήμα της πόλης που βρισκόταν πάνω σε απότομη κρημνώδη διαμόρφωση έμεινε ατείχιστο. Το ίδιο συνέβαινε στα Μάσταυρα της Μικράς Ασίας. Πέραν των ανωτέρω, η μορφολογία του εδάφους εν γένει επηρέαζε έτσι κι’ αλλιώς, σχεδόν πάντοτε, τη μορφή της οχύρωσης. Στην Αμάστριδα, στην Καβάλα, στην Ανακτορόπολη το θαλάσσιο ή παραθαλάσσιο τείχος ήταν λιγότερο ισχυρό από το χερσαίο, με ελάχιστους ή σχεδόν χωρίς πύργους. Οι απότομες πλαγιές ή τα απρόσιτα βράχια καθιστούσαν απροσπέλαστες τις πλευρές της οχύρωσης που γειτόνευαν με τη θάλασσα. Το βάρος έπεφτε στο χερσαίο τείχος, όσο και αν αυτό φαινόταν απρόσιτο. Βέβαια πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι σε τελευταία ανάλυση κανένα ύψωμα, όσο απότομες πλαγιές και αν είχε, δεν έμενε απάτητο. Μια μικρή ομάδα στρατιωτών με ικανότητες καταδρομέων μπορούσε πάντοτε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο. Το ζήτημα ήταν να βρεθεί μια τέτοια ψυχωμένη ομάδα. Άλλως ο πολιορκητής έπρεπε να διαθέτει αποφασιστικότητα και χρόνο για μια παρατεταμένη πολιορκία: οι Φράγκοι για να καταλάβουν τον Ακροκόρινθο οικοδόμησαν ένα αντιφρούριο και ένα τείχος και επέμειναν σε μια πενταετή πολιορκία. Το κάστρο παραδόθηκε, όταν ο αφέντης του αυτοκτόνησε· θεωρητικά θα μπορούσε να συνεχίσει να αντιστέκεται εις το διηνεκές. ΣΥΝΔΕΣΗ ΑΠΟΤΟΜΟΥ ΑΚΡΟΥ ΥΨΩΜΑΤΟΣ ΜΕ ΟΧΥΡΩΣΗ ΣΕ ΟΜΑΛΟ ΠΕΔΙΟ. Η περίπτωση της σύνδεσης του άκρου του τείχους του υψώματος με το ποτάμιο τείχος (ΠΛ6–ΠΛ7/Π16) θεωρήθηκε ανωτέρω απίθανη. Ωστόσο τέτοιου είδους σύνδεση δεν

Δεν αποκλείεται να υπάρχει βυζαντινή φάση στην ακρόπολη της Λίνδου, ενώ φαίνεται περισσότερο πιθανό να ήταν σε χρήση κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. 254 Γκιολές – Δαμούλος, Τηγάνι, σ. 187. 255 Πέτκος, Βέροια, σ. 264. Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 110. 253


[150]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήταν παντελώς άγνωστη στις οχυρώσεις. Στην Αντιόχεια η οχύρωση, αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω «ποιητικές» εκφράσεις και όχι άκρως επιστημονικούς όρους, σκαρφάλωνε και καταρακυλούσε στις απότομες πλαγιές που υψωνόταν πάνω από την πόλη. Βεβαίως προβάλλεται αυτομάτως η ένσταση ότι η Αντιόχεια ανήκε στην ομάδα των λιγοστών μεγαλουπόλεων – πρωτευουσών της αρχαιότητας και επομένως το Διδυμότειχο δεν είναι δυνατόν να παραβάλλεται κατά κανένα τρόπο με αυτήν. Στην Αμάσεια το τείχος ξεκινούσε από ποτάμι ανέβαινε για ένα διάστημα στον απότομο βράχο, αλλά η συνέχειά του διακόπτονταν χωρίς να φθάνει μέχρι την κορυφή με την ακρόπολη. ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ. Βάθος, πλάτος, τεχνική και μορφή της θεμελίωσης εξαρτώνται από το υλικό μέσα στο οποίο ανοίγεται η κοίτη του θεμελίου ή πάνω στο οποίο αυτό πατά· από το δομημένο υπόστρωμα, το οποίο ενδέχεται να υπάρχει στο υπέδαφος· και, τέλος, από τις διαστάσεις του υπερκειμένου τείχους. Στο Διδυμότειχο η βάση του τείχους (η αρχή της τοιχοποιίας) είναι ορατή σε αρκετά σημεία, πατά στο βράχο και επομένως από την άποψη αυτή δεν είναι θεμέλιο. Δεν ερευνήθηκε σε μεγάλο μήκος, αλλά όπου ερευνήθηκε διαπιστώθηκε ότι εδράζεται στο βράχο. Το ίδιο ισχύει για τους πύργους και το προτείχισμα. Στο μεταπύργιο Τ10–11 διαπιστώθηκε ότι πάνω στο βράχο μια ή δυο στρώσεις λίθων είναι με αργολιθοδομή, χωρίς πρόσωπο και με ασβεστοκονίαμα που περιέχει κεραμάλευρο και κομμάτια σπασμένου τούβλου. Το κονίαμα αυτό χύνεται έξω από τους αρμούς. Στην πρώτη δημοσίευση αυτού του ευρήματος διατύπωσα την υπόθεση ότι πρόκειται για κάποια προρρωμαϊκή κατασκευή256. Σήμερα, με όλη την οχύρωση μπροστά στα μάτια μου, έχω την άποψη ότι πρόκειται για πρόχειρη κατασκευή που προοριζόταν να εξομαλύνει την επιφάνεια του βράχου στην εξωτερική παρειά του τείχους, ώστε να πατήσει πάνω της η συνέχειά του προς τα πάνω. Από την άποψη αυτή και πάλι δεν πρόκειται για τυπικό θεμέλιο. Αν κρίνω από την σύνθεση του συγκολλητικού υλικού, χρονολογείται στην ίδια περίοδο με την αρχαιότερη φάση της οχύρωσης. Η μόνη περιοχή της οχύρωσης που διέθετε πραγματικά θεμελίωση ήταν η παραποτάμια οχύρωση, που θεμελιωνόταν μέσα στην υγρή όχθη του Ερυθροποτάμου. Η οχύρωση αυτή δεν ερευνήθηκε ποτέ κάτω από το επίπεδο της κρηπίδας του πύργου Π16. Η οχύρωση της Κωνσταντινούπολης θεμελιώθηκε στο βράχο. Στην Abritus το θεμέλιο έφθανε σε βάθος τα 1,15μ και σε πλάτος τα 3–3,20μ. Στη Μεσημβρία στην περιοχή της δυτικής πύλης το τείχος θεμελιώνεται «σε βάθος λιγότερο των 2μ», ενώ το θεμέλιο 256

Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 104–105, εικ. 15.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[151]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«φτάνει ως το βράχο ο οποίος καλύπτεται από αμμώδες στρώμα»· εδώ το πάχος του θεμελίου ήταν 2,50μ, ενώ στο νότιο τείχος 2,10μ257. Στη Μαρώνεια258 το θεμέλιο του τείχους πατά εν μέρει στο βράχο, ενώ εν μέρει βρίσκεται στο χώμα, έχει μορφή αναλήμματος και κανονικό πρόσωπο στην εξωτερική πλευρά. Στο φρούριο του Πυθίου πύργοι και τείχος πατούν απ’ ευθείας στο βράχο. Στην Καβάλα το τείχος της πόλης, η ακρόπολη και το «παρά την Χριστούπολιν» τείχισμα πατούσαν στο βράχο. Το ίδιο συνέβαινε στην οχύρωση της Ανακτορόπολης. Στα Χανιά το τείχος του 7ου αιώνα θεμελιωνόταν στο αρχαίο τείχος, που αποτελούσε το καλύτερο υπόβαθρο259. Στη Ρόδο το τείχος του 7ου αιώνα θεμελιώθηκε στο «βραχώδες σταθερό έδαφος»260. Στην Αθήνα το τείχος είχε κοίτη 0,50–0,70μ. ΚΡΗΠΙΔΑ. Κρηπίδα εμφανίζει μόνον ο πύργος Π16: είναι κτισμένη με τα ίδια υλικά και το ίδιο σύστημα που εμφανίζει η ανωδομή του πύργου. Πρόκειται για στοιχείο που εξυπηρετούσε ειδικούς σκοπούς: αφ’ ενός μεν δημιουργούσε ένα ισχυρό υπόβαθρο για να δεχθεί την υπερκείμενη οικοδομή αφ’ ετέρου δε διαμόρφωνε ένα οριζόντιο επίπεδο που όριζε την αρχή της τοιχοποίας. Ο ρόλος της ήταν αναβαθμισμένος στα εδάφη με ισχυρές κλίσεις ή στις κατασκευές που θεμελιώνονταν μερικώς ή ολικώς σε νερά. Ήταν υπό την επιφάνεια του εδάφους ή του νερού, εν μέρει υπό αυτές ή εξ ολοκλήρου υπέρ αυτές. Δεν φαίνεται να χαρακτηρίζει ιδιαίτερες εποχές, περιοχές ή σχολές. Στο φρούριο του Πυθίου στον ακρόπυργο το κρηπίδωμα πάνω από το έδαφος εξέχει στις τρεις πλευρές, ενώ στην τέταρτη, τη βόρεια, όπου το έδαφος εμφανίζει ισχυρή κλίση, αποκτά δύο βαθμίδες. Στον μικρό πύργο και στο παρακείμενο σε αυτόν τείχος, που υψώνονται σε απότομη πλαγιά, η κρηπίδα αποτελείται από πολλές βαθμίδες. Παρόμοια διαμόρφωση εμφανίζεται στον Μαρμάρινο Πύργο (Mermer Kule) της Κωνσταντινούπολης, στις τρεις πλευρές που βρίσκονται μέσα στη θάλασσα261. Ο πύργος είναι τμήμα συγκροτήματος, όψιμης υστεροβυζαντινής περιόδου (ίσως αρχών του 15ου αιώνα), που βρίσκεται στο σημείο που συναντιούνται το χερσαίο και το θαλάσσιο τείχος της Κωνστανινούπολης.

Θεοκλίεβα-Στοΐτσεβα, Μεσημβρία, σ. 35, 38, 44. Δουκατά, Μαρώνεια, σ. 40–44. 259 Ανδριανάκης, Χανιά, σ. 84. 260 Μανούσου-Ντέλλα, Ρόδος, σ. 319. 261 Sl. Ćurčić, Late medieval fortified palaces in the Balkans: security and survival, Μνημείο & περιβάλλον 6 (2000), σ. 16–18. Ćurčić, Architecture, σ. 532, εικ. 603–604. 257 258


[152]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο κάστρο του Αγίου Ιωάννη στην Έφεσσο ένας από τους πύργους πύλης πατούσε στο μπροστινό άκρο του σε κρηπίδωμα262. Η ελεύθερη κορυφή του πεντάπλευρου πύργου στο Βεράτι πατά σε κρηπίδα263. ΠΑΧΟΣ. Ανάλογα με τη φυσική οχυρότητα το πάχος του τείχους κυμαινόταν συνήθως ανάμεσα στα 0,60μ και τα 3μ264, αλλά αναφέρονται περιπτώσεις που ξεπερνούσαν το πάχος αυτό. Ακολούθως παραθέτω δειγματοληπτικά μερικά πάχη τειχών. Κωνσταντινούπολη 5μ, Αδριανούπολη περίπου 4μ265 ή 6–8μ266 (μου φαίνεται υπερβολικό), Bononia 3,5μ, Abritus 2,70–2,85μ (η στενότερη μέτρηση δείχνει 2,10μ)267, Φιλιππούπολη 3μ, Διοκλητιανόπολη 2,5–3 και 4μ268, Μεσημβρία τείχος δυτικής πύλης 3,85μ (ή 4μ) και νότιο τείχος 1,70–2μ269, Βέροια 2,40–2,80μ, Πλαταμώνας 1,20–2μ270, Καβάλα 1,70–1,80μ. Στην ακρόπολη του Smederevo σε ορισμένα σημεία τα τείχη της ακρόπολης φθάνουν σε πάχος τα 4μ271. Κομοτηνή 2,6μ272, Σπάρτη 2μ–3,80μ, Αθήνα 2,5μ–3,5μ, Ολυμπία 1,5μ, Κόρινθος ±3μ273. Στη Zaldapa (Scythia), χτισμένη σε απότομο λόφο, το πλάτος του τείχους ποίκιλε από τα 2,20μ –όμως μετρώντας μόνον τον πυρήνα– στα πιο απρόσιτα τμήματα μέχρι τα 3,40μ ή τα 3,80μ στις περιοχές που ήταν πιο εύκολα προσβάσιμες274. Maglič 2–2,50μ, Χανιά, 7ος αιώνας, 2,50μ, Άμιδα 3–5μ275. Πύθιο, τείχος πυλώνα 2,65μ, τείχος εσωτερικού περιβόλου 2,20μ–2,40μ. Άβαντας 1,60μ (με μικρές αυξομειώσεις)276. Στη Θεσσαλονίκη στην περιοχή του πύργου 31 το τείχος σήμερα εμφανίζει στη βάση πάχος 4,40μ «και έντονη κλιμάκωση στην ανωδομή του» (στη φάση Ι το πάχος ήταν 1,45–1,50μ και στη ΙΙ 2,85μ)277. Στο Κίτρος το τείχος του 6ου αιώνα, σύμφωνα με την Ε. Μαρκή, είχε πάχος 1,80μ, το οποίο κατά τον 10ο αιώνα αυξήθηκε κατά 1,50μ με την

Müller-Wiener, Jonien, εικ. 19.1, 20.2, 21.1. Karaiskaj, Μπεράτι, σ. 114, εικ. 5. 264 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 29. 265 Παπαζώτος, Σχόλια, σ. 65. 266 Νικολαΐδης, Αδριανού, σ. 173. 267 Ivanov, Abritus, σ. 178. 268 Hoddinot, Bulgaria, σ. 291, 300. 269 Θεοκλίεβα-Στοΐτσεβα, Μεσημβρία, σ. 37, 44. 270 Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας, σ. 24. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Κάστρο Πλαταμώνα, σ. 106–109. 271 Nescović, Smederevo, σ. 133. 272 Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 20. 273 Gregory, Corinth, σ. 264. 274 Torbatov, Zaldapa, σ. 91, εικ. 2. 275 Crow, Amida, σ. 437, εικ. 5 και 7. 276 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 183. 277 Θεοχαρίδου, Τείχη Θεσσαλονίκης, σ. 309–312. 262 263


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[153]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προσθήκη τείχους στην εξωτερική πλευρά του παλαιοχριστιανικού278. Ωστόσο, αν καταλαβαίνω καλά τις σχετικές διατυπώσεις, στο πάχος του παλαιοχριστιανικού τείχους πρέπει να συνυπολογισθεί το πλάτος των τυφλών αψιδωμάτων, οπότε το τείχος είχε πάχος 2,60, άρα το μεσοβυζαντινό είχε πάχος 4,10μ. ΥΨΟΣ. Επίσης κατά κανόνα, ήταν συνάρτηση της σημασίας της οχύρωσης, της γεωμορφολογίας και της προσπελασιμότητας του τείχους σε συγκεκριμένα σημεία, επομένως ήταν δυνατό να ποικίλει στην ίδια οχύρωση. Αν και δεν ήταν απαράβατος κανόνας, φαίνεται ότι συχνά τα τείχη είχαν σχετικά μικρό ύψος, όταν υψώνονταν σε απόκρημνες πλαγιές. Ακολούθως δίνεται, ανάλογα με την κατάσταση διατήρησης και βέβαια σύμφωνα με τις πληροφορίες της βιβλιογραφίας, το μέγιστο σωζόμενο ύψος, το ύψος μέχρι τον περίδρομο ή την κορυφή των επάλξεων. Ωστόσο διευκρινίζω ότι αποφασιστική σημασία, κατά τη γνώμη μου, είχε το ύψος μέχρι τον περίδρομο, από όπου πραγματοποιούνταν οι βολές και οι ρίψεις. Θεοδοσιανό τείχος πρωτεύουσας 12μ· Αδριανούπολη περίπου 12μ· Διοκλητιανόπολη Θράκης 12μ279· Μεσημβρία, δυτικό (χερσαίο) τείχος 11–12μ (σ. 66) και βόρειο και νότιο τείχος άνω των 8μ280· Αθήνα, υπολογίζεται ότι έφθανε τα 11,50μ281· Κομοτηνή, μέχρι το δάπεδο του περιδρόμου, ±9μ282· Πλαταμώνας 7,50–9,50μ283· Καβάλα (ως τον περίδρομο) 4μ –στο άκρο της χερσονήσου, όπου τα βράχια υψώνονται απότομα πάνω από το πέλαγος–· Πύθιο (περίδρομος τείχους εσωτερικού περιβόλου) 9μ (νότια πλευρά) και 9,30 (βόρεια πλευρά). Στο Smederevo τα τείχη της ακρόπολης έφταναν τα 10μ και πλέον και ήταν υψηλότερα από αυτά της πόλης284· στην βαριά οχύρωση του Βελιγραδίου (1404–1427) το τείχος είχε περίπου 7μ ύψος· στο Maglič 8–12μ. Στην Αμάστριδα 9μ285· στην Άμιδα 8– 12μ286. Στη Θεσσαλονίκη στην περιοχή του πύργου 31 το τείχος της φάσης Ι στην πλευρά της πόλης μέχρι τον περίδρομο είχε ύψος από 5,5μ μέχρι 6,5μ, ενώ των φάσεων ΙΙI–IV το ύψος ως τον περίδρομο ήταν 6,50μ και με τις επάλξεις 8,50μ287.

Ε. Μαρκή, Κίτρος, σ. 40. Hoddinot, Bulgaria, σ. 300. 280 Θεοκλίεβα-Στοΐτσεβα, Μεσημβρία, σ. 65–66. 281 Travlos, Post-Herulian wall, σ. 127. 282 Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 20. 283 Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας, σ. 24. 284 Nescović, Smederevo, σ. 134. 285 Crow – Hill, Amastris, σ. 255. 286 Crow, Amida, σ. 438. 287 Θεοχαρίδου, Τείχη Θεσσαλονίκης, σ. 309–312. 278 279


[154]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΑΡΕΙΑΣ. Σε όση έκταση ήταν δυνατόν να εξετασθεί η εσωτερική παρειά του τείχους, δεν διαπιστώθηκε κάποιου είδους ειδική διαμόρφωση: το τείχος φαίνεται να ήταν κατακόρυφο, επίπεδο, χωρίς υποχωρήσεις, αψιδώματα, προεξοχές, τόξα κτλ. ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΤΙΚΑ ΤΟΞΑ. Πλίνθινα ανακουφιστικά τόξα (εικ. 32, 95) εντοπίστηκαν μόνον στις ιουστινιάνειες τοιχοποιίες. Στο τείχος Τ21–22 και στο τείχος Τ10–11. Είναι μεμονωμένα. ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΤΕΙΧΗ – ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΟΧΥΡΩΣΗΣ Μια οχύρωση των αυτοκρατορικών αιώνων περικλείει συνήθως ένα μόρφωμα ενιαίο και αδιαίρετο. Από τον 3ο αιώνα εμφανίζεται η ακρόπολη και έτσι η οχύρωση περικλείει ένα διμερές μόρφωμα. Τα μέρη (πόλη και ακρόπολη) διακρίνονται με σαφήνεια χάρις σε ένα τείχος, που απομονώνει το μικρότερο από αυτά (ακρόπολη), έχουν διαφορετικό μέγεθος και διαφορετική λειτουργία. Μερικές φορές ένα ή περισσότερα ενδιάμεσα τείχη χώριζαν μια πόλη σε δύο ή περισσότερα τμήματα. Το ερώτημα, που αντιμετωπίζει ο ερευνητής, είναι αν οι διατάξεις αυτές, όταν ήταν σύγχρονες με το αρχικό, εξωτερικό τείχος, προέκυπταν από στρατηγικό σχεδιασμό, αν τις επέβαλε η κοινωνική διαστρωμάτωση ή συνέβαιναν και τα δύο. Με άλλα λόγια: ύψωναν τα εσωτερικά τείχη για να βελτιώσουν την άμυνα και να δυσχεράνουν τις επιθέσεις του εχθρού (ο οποίος έπρεπε στην πραγματικότητα να πολιορκήσει, να καταβάλει και να καταλάβει και μια δεύτερη, ίσως και τρίτη, πόλη και εν τέλει την ακρόπολη) ή ήταν απαραίτητα για να διακρίνουν και να απομονώνουν κοινωνικές ομάδες; Φαίνεται ότι, όποια και αν ήταν η σκοπιμότητα στο επίπεδο του αρχικού σχεδιασμού, εν τέλει στη φάση των τελικών χρήσεων οι προορισμοί επικαλύπτονταν. Είναι προφανή δύο ενδεχόμενα: 1. το τείχος που περιέβαλε την πόλη έμενε αμετάβλητο, επομένως και το εμβαδόν της έμενε αμετάβλητο· στο ενδεχόμενο αυτό διαπιστώνονται δύο υποπεριπτώσεις, στη πρώτη η διαίρεση μιας πόλης σε δύο (πάνω και κάτω ή μέσα και έξω πόλη) ή περισσότερα τμήματα σχεδιάστηκε ευθύς εξ αρχής, στη δεύτερη ένα ενδιάμεσο τείχος κατασκευάστηκε σε μεταγενέστερη περίοδο διαιρώντας την πόλη· 2. στο δεύτερο ενδεχόμενο προστέθηκε ένα νέο τμήμα οικισμού, που οχυρώθηκε, με αποτέλεσμα το πριν εξωτερικό τείχος να καταστεί εσωτερικό (ενδιάμεσο). Ενίοτε δεν είναι καθόλου προφανές τι από τα δύο συνέβαινε. Παράμετροι του προβλήματος είναι η περίοδος ανοικοδόμησης των ενδιάμεσων τειχών και ο αρχικός λόγος ανοικοδόμησής τους. Συνήθως διαπιστώνεται σχετικά εύκολα αν τα τελευταία ανοικοδομήθηκαν συγχρόνως με την κύρια οχύρωση της πόλης ή μετά από αυτήν, οπότε μία από τις ανωτέρω σκοπιμότητες ή ίσως και οι δύο


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[155]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είναι προφανείς. Εύκολα συνήθως, επίσης, διαπιστώνεται αν τα ενδιάμεσα τείχη είναι προϊόν επέκτασης ή διαδοχικών επεκτάσεων της πόλης. Στην τελευταία περίπτωση το αρχικά εξωτερικό τείχος διατηρήθηκε παρέχοντας έτσι την πρόσθετη αμυντική ισχύ των ενδιαμέσων τειχών, αλλά δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί για ποιους λόγους επεκτάθηκε η πόλη. Τις λειτουργίες των διαφόρων διαδοχικών γραμμών άμυνας γνώριζαν και ανέφεραν οι βυζαντινοί. Αναφερόμενος στα Σέρβια ο Ιωάννης Καντακουζηνός επισημαίνει τη διάρθρωση του οικισμού: (η πόλις) τρισὶ διατειχίσμασι διῃρημένη, ὡς δοκεῖν ἔξωθεν τρεῖς εἶναι πόλεις κειμένας ἐπαλλήλους…Οἰκεῖται τὰ μὲν δύο τμήματα ὑπὸ τῶν πολιτῶν· τὸ δὲ τρίτον, ἄκρα ὄν, τῷ ἄρχοντι ἀνεῖται288. Στο Διδυμότειχο (όπως εξ άλλου συνέβαινε στις περισσότερες οχυρώσεις, σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι απολύτως, στην κάθε μία289) η ταξική διαστρωμάτωση κατά τον 14ο αιώνα εξασφαλιζόταν από το σύνολο της οχύρωσης. Έξω από τα τείχη ζούσαν οι αγρότες, ο «δήμος», μέσα από αυτά οι ευγενείς, οι πολεμιστές, οι άνθρωποι της αυλής. Το βέβαιο είναι ότι η διάρθρωση με τα εγκάρσια τείχη πολλαπλασίαζε τις αμυντικές δυνατότητες μιας οχύρωσης. Όταν υπέκυπτε το εξωτερικό τείχος, οι αμυνόμενοι μπορούσαν να αποσυρθούν σε μια δεύτερη γραμμή άμυνας (στο ή στα ενδιάμεσα τείχη) και να συνεχίσουν από αυτήν να αντιστέκονται στις επιθέσεις του εχθρού και ίσως να αντιστρέψουν την έκβαση της μάχης. Το ίδιο βέβαια συνέβαινε και με την ακρόπολη. Ο Δούκας παραδίδει ένα εύγλωττο παράδειγμα: ο Μωάμεθ ο Β΄ πολιόρκησε ένα κάστρο (πολίχνιον) στη Σερβία. Εκπόρθησε την εξωτερική ζώνη του κάστρου (οι όροι του Δούκα για αυτήν είναι: ζώνη ἒξωθεν τοῦ κάστρου, ἐξώκαστρον), στην οποία είχαν καταφύγει οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής, αλλά η ακρόπολη (οι όροι του Δούκα για αυτήν είναι: κάστρον, πολίχνιον, φρούριον) έμεινε απόρθητη (ἦν γὰρ τὸ πολίχνιον ὀχυρόν, τὸ δὲ ἐξώκαστρον οὐ τόσον). Ένα τμήμα του κατελήφθη, αλλά οι επιτιθέμενοι εν τέλει αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν290. Πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα δεν φαίνεται να υπήρχαν εσωτερικοί περίβολοι στις οχυρώσεις της αυτοκρατορίας. Α. Νομίζω ότι λίγο – πολύ τα ενδιάμεσα τείχη ήταν σύγχρονα με το εξωτερικό στις ακόλουθες περιπτώσεις. Η Πρώτη Ιουστινιανή (6ος αιώνας) χωριζόταν με τείχος σε δύο τμήματα (πάνω και κάτω πόλη) με τρίτο περίβολο μέσα στον δεύτερο. Η πύλη του εξωτερικού τείχους ήταν ένα απλό άνοιγμα ανάμεσα σε δύο ορθογώνιους πύργους, Καντακουζηνός, ιθ΄, τ. 3, σ. 130.15–131.1. Θέλω να πω ότι όλες οι οχυρώσεις δεν διασφάλιζαν οι ίδιες την ταξική διαστρωμάτωση και ότι στις περιπτώσεις που την διασφάλιζαν δεν είναι εύκολο ή είναι αδύνατο να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό το επιτύγχαναν. 290 Δούκας, 42, σ. 317.7–14. 288 289


[156]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ενώ η πύλη του ενδιάμεσου τείχους πλαισιωνόταν από δύο πεντάπλευρους πύργους291, δείχνοντας έτσι ποια πύλη (η δεύτερη) και ποιο τμήμα της πόλης (το δεύτερο) είχαν, για τον πολεοδόμο και τον ιδρυτή, ξεχωριστή σημασία και ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας. Στα Σέρβια υπήρχε ακρόπολη, ενώ ένα εγκάρσιο τείχος χώριζε την πόλη σε δύο τμήματα292. Στις Σέρρες δύο εγκάρσια τείχη χώριζαν την πόλη σε τρία μέρη πλην της ακρόπολης293. Συνήθως θεωρείται ότι τα δύο εξωτερικά τμήματα που είναι και τα μεγαλύτερα αποτελούσαν μέρη της πόλης των Σερρών, ενώ το τρίτο, περί τα 4ha, ήταν η ακρόπολη με διακριτό το άκρο της. Με βάση τη συλλογιστική αυτή η ακρόπολη διέθετε δύο περιβόλους: έναν μεγάλο, εξωτερικό, και έναν μικρό, εσωτερικό, περίβολο. Κατά τη γνώμη μου ακρόπολη ήταν μόνον ο μικρός εσωτερικός περίβολος, ενώ δεν υπάρχει επιχειρηματολογία για τη λειτουργία του μεγάλου, εξωτερικού, ως τμήματος της ακρόπολης. Έχω την άποψη ότι το τελευταίο τμήμα είναι τμήμα της πόλης και όχι της ακρόπολης και από την άποψη αυτή η πόλη είχε τετραμερή διάρθρωση, δηλαδή είχε τρία μέρη και ακρόπολη. Ο τρίτος περίβολος της πόλης, ο φερόμενος ως εξωτερικός περίβολος της ακρόπολης, είχε μάλλον υπερβολικά μεγάλη έκταση για τμήμα ακρόπολης μιας πόλης με έκταση 24,7ha. Συγκρίνοντας αδρομερώς εκτάσεις πόλεων και ακροπόλεων προκύπτει ότι η ακρόπολη των Σερρών, αν περιελάμβανε και το τμήμα αυτό, θα είχε τεράστια έκταση, όπως καμμία άλλη, με εξαίρεση την ακρόπολη της Θεσσαλονίκης (η οποία πάντως δεν είχε τεράστια έκταση συγκρινόμενη με την πόλη). Εκτός αυτού στο μέρος αυτό, της φερόμενης ως ακρόπολης των Σερρών, υπήρχε μια σημαντική εκκλησία, ίσως κοιμητηριακή, επίσης δυσανάλογα μεγάλη για να θεωρηθεί παρεκκλήσι ακρόπολης. Μεγάλη, εκτεταμένη ακρόπολη σήμαινε πριν από όλα διασπορά του στρατιωτικού σώματος σε μεγαλύτερο μήκος: έτσι η άμυνα έχανε τη συνοχή της και για την επαρκή υπεράσπιση των τειχών απαιτούνταν αύξηση του αριθμού της δύναμης που τα υπερασπίζονταν. Στο Μυστρά και τη Μονεμβασία τείχη στο εσωτερικό των οχυρώσεων χώριζαν την πόλη σε πάνω και κάτω. Στην Τραπεζούντα, πλην της απαραίτητης ακρόπολης, εγκάρσιο τείχος χώριζε την πάνω από την κάτω πόλη. O Πρίλαπος αποτελούνταν από τρεις ενότητες: μία τετραμερή ακρόπολη και πόλη με δύο τμήματα294. Η πόλη του Sobri, στο σερβικό κράτος από την τελευταία δεκαετία του 12ου αιώνα, απαρτίστηκε από δύο διακριτά οχυρωματικά έργα, στο κυριότερο από τα οποία εγκάρσιο τείχος

Ćurčić, Architecture, σ. 209–211. Ξυγγόπουλος, Σέρβια, σ. 11, 18–20. 293 Ξυγγόπουλος, Σέρραι, σ. 2–4. 294 Miljković-Pepek, Prilep, σ. 118–121. 291 292


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[157]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξεχώριζε από την πόλη την πάνω πόλη με την ακρόπολη (με την ηγεμονική κατοικία) στο άκρο της295. Τριμερής διάρθρωση αναγνωρίζεται στο Dereağzı296, αναφέρεται στα Μάσταυρα (ακρόπολη – πάνω πόλη – κάτω πόλη)297 και στη Ζηνοβία298. Ενδιάμεσα, εγκάρσια τείχη υπήρχαν στο Fındıklı kale299. Ακόμη και ένα φρούριο με αποκλειστικά στρατιωτικό προορισμό, όπως το Πύθιο, μπορούσε να χωρίζεται σε δύο τμήματα, αλλά εδώ είναι εξ ίσου θεμιτό να αποδώσει κανείς στο εσωτερικό τμήμα τη λειτουργία ακρόπολης. Β. Ενδιάμεσα τείχη μέσα στα όρια του αρχικού, εξωτερικού τείχους, αλλά μεταγενέστερα από αυτό. Στους Φιλίππους, στο λόφο της ακρόπολης, υπήρχαν δύο εγκάρσια τείχη, ψηλά, πιο κοντά στην ακρόπολη παρά στην πεδινή οχύρωση της πόλης300. Επί του παρόντος δεν έχουν χρονολογηθεί, αλλά δεν φαίνεται να είναι σύγχρονα με το τείχος της πόλης. Επί πλέον δεν είναι σαφές, αν κατασκευάστηκαν για να χωρίσουν το λόφο σε περιβόλους ή να προστατεύσουν την ακρόπολη. Το βέβαιο είναι ότι δεν έχει εντοπιστεί οικιστική κατάληψη στην περιοχή αυτή. Επομένως φαίνεται πιθανότερο το δεύτερο ενδεχόμενο (προστασία της ακρόπολης), αλλά σοβαρό ζήτημα παραμένει πάντα η χρονολόγηση των εγκαρσίων τειχών. Σε κάθε περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με διαδοχικές επεκτάσεις ούτε συρρικνώσεις της οχύρωσης. Στην παλαιοχριστιανική Αμφίπολη εσωτερικό εγκάρσιο τείχος χώρισε την πόλη σε δύο άνισης έκτασης τμήματα. Το εγκάρσιο τείχος πέρασε πάνω από τους τοίχους μιας βασιλικής, δείχνοντας έτσι ότι έχουμε να κάνουμε με διαδικασίες, στις οποίες η ασφάλεια υπερισχύει των αστικών και εκκλησιαστικών αναγκών. Το ζήτημα είναι αν το τείχος αυτό κτίστηκε για να συρρικνώσει την πόλη (αν δηλαδή το δυτικό τμήμα ήταν πλέον άχρηστο για τους κατοίκους και εγκαταλείφθηκε) ή αν η πόλη χωρίστηκε στα δύο για να γίνει η άμυνά της ισχυρότερη και ιδιαιτέρως για να αναβαθμιστεί η άμυνα του ανατολικού τμήματός της. Ο Καντακουζηνός παραδίδει ότι στη Βέροια ο Στέφανος Ντουσάν κατασκεύασε ή άρχισε να κατασκευάζει εγκάρσιο τείχος κατά τον 14ο αιώνα301.

Sl. Ćurčić, Αρχιτεκτονική στην εποχή της ανασφάλειας, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 37–38, εικ. 14. Ćurčić, Architecture, σ. 512, εικ. 575. 296 Morganstern, Dereağzı, σ. 57. 297 Barnes – Whittow, Mastaura, σ. 184. 298 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 8. 299 Müller-Wiener, Jonien, σ. 62–65, εικ. 14. 300 Γούναρης – Γούναρη, Φίλιπποι, σ. 24. 301 Πέτκος, Βέροια, σ. 264–265. 295


[158]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στην περίπτωση του Διδυμοτείχου δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν το ενδιάμεσο τείχος ανήκε στην ιουστινιάνεια οχύρωση ή κατασκευάστηκε μεταγενέστερως (και πότε). Ωστόσο φαίνεται ότι συνδέεται με την ασφάλεια της ακρόπολης και δεν παρέχει πρόσθετη προστασία στην πόλη και φυσικά δεν διεμόρφωσε ένα περίβολο για οικιστική κατάληψη. Από την άποψη αυτή πρέπει να το αποδώσω σε μια εποχή με αυξημένες ανάγκες ασφάλειας και τέτοια εποχή δεν βλέπω άλλη εκτός της υστεροβυζαντινής. Οι αναφορές του Εβλιά Τσελεμπή σε τείχη μέσα στην οχύρωση είναι συγκεχυμένες, αλλά δεν αποκλείεται να αφορούν σε ενδιάμεσα τείχη. Γ. Στη Ρεντίνα302, τους Ρωγούς303, τη Ρόδο304, την Αλάνεια/ Κορακήσιο305, το Βελιγράδι306, το Βεράτι307 είναι προφανές ότι οι πέραν του ενός περίβολοι της πόλης προστέθηκαν σε λίγο ή πολύ μεταγενέστερη εποχή για να αυξήσουν την έκταση της πόλης και την αμυντική ικανότητά της. Το Βελιγράδι είναι εξαιρετικό παράδειγμα: σε μια ιστορία πολλών αιώνων, ένα στρατιωτικό οχυρό απέκτησε στα τέλη του μεσαίωνα πολυμερή διάρθρωση. Στους Ρωγούς, ωστόσο, δεν είναι απολύτως σαφές ποιοι περίβολοι οικοδομήθηκαν κατά την περίοδο της ίδρυσης του κάστρου και ποιοι είναι προϊόν διαδοχικών επεκτάσεων. Στο Shumen, στη φάση του δευτέρου βουλγαρικού βασιλείου, διακρίνεται μια στενή οχυρωμένη περιοχή με τείχος σχεδόν παράλληλο προς το αρχικό νότιο τείχος της παλαιοχριστιανικής πόλης308 στην πιο ευάλωτη πλευρά. Έξω από το τείχος της πόλης αναπτύχθηκε νέο τμήμα οικισμού και κτίστηκε νέο τείχος προορισμένο να προστατεύσει το νέο οικιστικό σύνολο. Στη Ρόδο του 7ου αιώνα προστέθηκε μεταξύ 11ου και 13ου «κάτω πόλη» (μεγαλύτερη από την αρχική) και έτσι το εξωτερικό χερσαίο τείχος του 7ου κατέστη ενδιάμεσο, που χώριζε την παλιά (κάστρο) από τη νέα (κάτω πόλη ή χώρα) πόλη309. Το υστεροβυζαντινό Βεράτι είχε πόλη με τριμερή διάρθρωση και διμερή ακρόπολη310. Η πόλη απέκτησε τους περιβόλους με διαδοχικές επεκτάσεις, που την επεξέτειναν προς το διπλανό ποτάμι και στη σαφή επιδίωξη να το προσεγγίσουν –και όχι εξ αρχής– και

Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ, εικ. 289–294. Παπαδοπούλου, Ρωγοί, σ. 102–103. 304 Μανούσου-Ντέλλα, Ρόδος, σ. 316–317, εικ. 1. 305 Foss – Winfield, Fortifications, εικ. 39. 306 Popović, Belgrade, σ. 324. Popović, Βελιγράδι, σ. 128–131. Ćurčić, Architecture, σ. 651–652. 307 Karaiskaj, Μπεράτι, σ. 114–115. Ćurčić, Architecture, σ. 570. 308 Boiadzhiev, Shumen, σ. 86–87. Ćurčić, Architecture, σ. 615–617. 309 Μανούσου-Ντέλλα, Ρόδος, σ. 318. 310 Karaiskaj, Μπεράτι, σ. 114, εικ. 1. 302 303


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[159]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επομένως τμήμα των τειχών της πρώτης φάσης κατέστη εκ των υστέρων ενδιάμεσο τείχος. Το ίδιο συνέβη και με το τείχος που χώριζε τις δύο επεκτάσεις. Δ. Αδιευκρίνιστες παραμένουν περιπτώσεις σαν τη Μαρώνεια311 και την Αμφίπολη. Στην πρώτη το δυτικό τμήμα του τειχισμένου χώρου αποκόπτεται με τείχος μη ορατό σήμερα. Δεν μπόρεσα να το εντοπίσω. Στη δεύτερη εγκάρσιο τείχος κόβει την πόλη σε δύο άνισα τμήματα· εδώ δεν είναι προφανές αν το τείχος αυτό κτίστηκε για να περιορίσει την έκταση της πόλης ή την διαίρεσε απλώς σε δύο τμήματα για περισσότερη ασφάλεια. Στο κάστρο του Boğaz Köy της Φρυγίας διαμορφώνονται δύο περίβολοι, αλλά, επίσης, δεν είναι καθόλου βέβαιος ο προορισμός του μικρότερου (εσωτερικού) ούτε η λειτουργία του τείχους που τους χωρίζει312. Δεν γνωρίζω σε ποια από τις δύο πρώτες περιπτώσεις ανήκε η Βυλλίδα (Βουλλίς) της Νέας Ηπείρου: το βέβαιον είναι ότι κατά τον 5ο και 6ο αιώνα η πόλη του υψώματος χωριζόταν σε πάνω και κάτω, το τείχος της κάτω παρακολουθούσε λίγο – πολύ τις υψομετρικές καμπύλες, ενώ το εγκάρσιο τείχος ήταν σχεδόν ευθύγραμμο και το τελευταίο μάλλον είναι τείχος δεύτερης φάσης313. Ε. Αναφέρω εδώ την Αμάστριδα του Πόντου σαν ιδιόμορφη περίπτωση, η οποία δεν νομίζω ότι κατατάσσεται χωρίς σκέψη σε μία από τις ανωτέρω ομάδες314: στο άκρο μιας χερσονήσου βρίσκεται η οχυρωμένη πόλη (Zindan Kalesi) με την ακρόπολή της· μια στενή λωρίδα γης συνδέει την πόλη με το νησί Boz Tepe, η νότια πλευρά του οποίου ήταν οχυρωμένη και προστάτευε το δυτικό λιμάνι της πόλης. Το νησί πρακτικά δεν είχε οικιστικό προορισμό ή είχε εξαιρετικά περιορισμένο και οχυρώθηκε για στρατιωτικούς λόγους. Στην πραγματικότητα στην Αμάστριδα δεν υπήρχαν εγκάρσια τείχη που χώριζαν την πόλη σε τμήματα ή ζώνες, αλλά η γεωμορφολογία, οι οχυρώσεις και οι στρατηγικοί στόχοι ήταν οι παράγοντες που ξεχώριζαν τα τμήματα. Η πόλη με τη δική της τυπική, διμερή διάρθρωση (πόλη – ακρόπολη) διακρίνονταν απολύτως από το οχυρωμένο νησί, που προστάτευε τα δύο λιμάνια και ιδίως το σημαντικότερο από τα δύο, το δυτικό, το οποίο διέθετε πρόσθετες αμυντικές κατασκευές. Η προσέγγιση και οι αναφορές των J. Crow και St. Hill καλύπτουν απολύτως τα σχετικά προβλήματα. Ϛ. Μνημονεύω χωριστά την περίπτωση του κάστρου της Μυτιλήνης: η σχετική βιβλιογραφία αναφέρει τριμερή διάρθρωση, τον Μεγάλο Περίβολο (στην πραγματικότητα ακρόπολη), το Μεσαίο Κάστρο και το Επάνω Κάστρο. Το Μεσαίο και Πεντάζος Ε., Αρχαιολογικαί έρευναι εν Θράκη, ΠΑΕ 1971, σ. 115–118, εικ. 20. Δουκατά, Μαρώνεια, σ. 41. 312 Foss, Kütahya, σ. 103, σχ. 6. 313 Beaudry Ν., κ. ά., Byllis (Albanie), BCH 126 (2002), 2. Études, rapports et chroniques, σ. 660, εικ. 1. 314 Crow – Hill, Amastris, σ. 255. 311


[160]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

το Επάνω Κάστρο έχουν μια μικρή υψομετρική διαφορά, αλλά δεν υπάρχει καμμία κτιστή κατασκευή η οποία να τα διαφοροποιεί, από όσο μπόρεσα να διαπιστώσω εγώ και εξ όσων αναφέρονται στη βιβλιογραφία. Κατά τη γνώμη μου στο βυζαντινό κάστρο της Μυτιλήνης υπήρχε ένα τείχος που οχύρωνε την πόλη (Μεσαίο και Επάνω Κάστρο) και στο άκρο του ένας περίβολος, δηλαδή η διάρθρωση του κάστρου ήταν διμερής. ΚΛΙΜΑΚΕΣ (ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΥΡΓΟΥΣ) Κλίμακα προς τον περίδρομο βρέθηκε σε ανασκαφική έρευνα στο μεταπύργιο Τ9–10, σχεδόν δίπλα στον πύργο Π10. Έχει πλάτος 1μ–1,20μ και προσκολλάται στο τείχος. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι κατά τον 13ο και 14ο αιώνα δεν υπήρχε κανενός είδους κλίμακα ανόδου προς τον περίδρομο. Αν καταλαβαίνω σωστά τις σχέσεις των επιπέδων ο περίδρομος των τειχών κατά την περίοδο αυτή βρισκόταν πάνω κάτω στο ίδιο επίπεδο ή ίσως μόνον λίγο ψηλότερα από το επίπεδο της πόλης, επομένως οποιασδήποτε μορφής κλίμακα ήταν περιττή σχεδόν στο μεγαλύτερο μήκος της οχύρωσης. Εξαιρέσεις πρέπει να υπήρχαν στις περιοχές με υψομετρική διαφορά περιδρόμου και εδάφους: στην ποτάμια οχύρωση, στην περιοχή της πύλης ΠΛ1, στην περιοχή του κλωβού μπροστά από την πύλη ΠΛ10 και στην περιοχή των μεταπυργίων διαστημάτων Τ5–8. Στο τείχος Τ21–19 δεν αποκλείεται η πρόσβαση να γινόταν από τον πύργο Π21, αλλά στις άλλες περιπτώσεις ήταν σχεδόν αδύνατο να χρησιμοποιήσουν παρακείμενους πύργους για να έχουν πρόσβαση στον περίδρομο. Το τείχος ανάμεσα στους πύργους Π2 και Π3 και το τείχος δίπλα στον πύργο Π16 και στα νότιά του, τουλάχιστον στο μικρό μήκος που σώζεται, έχει μάλλον μικρό πάχος ώστε να διαμορφωθεί σε αυτό κλίμακα· αν υπήρχε στα δύο αυτά τείχη κλίμακα θα ήταν προσκολλημένη στο τείχος. Στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις η κλίμακα θεωρείται απαραίτητη για την άνοδο σε κρίσιμες περιοχές της οχύρωσης: στην πρώτη πάνω από την πύλη ΠΛ1 και στη δεύτερη στο ποτάμιο τείχος. Στο τείχος Τ5–6 είναι βέβαιο ότι υπήρχε κλίμακα, ωστόσο με τα συνήθη μέσα στάθηκε αδύνατο να την προσεγγίσω, καθώς είναι εγκλωβισμένη μέσα σε ποικίλες σύγχρονες κατασκευές. Στους πύργους Π1, Π2, Π9–Π15, Π20–Π24, υποθέτω και στον Π3, η πρόσβαση ήταν ανεμπόδιστη από το επίπεδο του εδάφους στο εσωτερικό της πόλης, είτε υπήρχε είσοδος (Π2, Π15) είτε όχι (όλοι οι άλλοι). Δύο–τρία σκαλοπάτια υπήρχαν στον Π2. Στον μόνο πύργο που είχε είσοδο πολύ ψηλότερα από το έδαφος (μη προσβάσιμη), τον Π16, μπορούσε κανείς να φθάσει από τον περίδρομο του τείχους, στον οποίο, όμως, δεν είναι γνωστό πως μπορούσε να ανεβεί.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[161]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Με ποιον τρόπο ανέβαινε κανείς στο δώμα των πύργων Π2, Π12 και Π15; Είναι σχεδόν αδύνατον να διατυπώσω κάποια υπόθεση: οι πύργοι διέθεταν στο επίπεδο του εδάφους καλυμμένο χώρο χωρίς πρόσβαση στο δώμα και ήταν ψηλότεροι από το παρακείμενο τείχος. Κατά συνέπεια δεν μπορώ να σκεφθώ λύση άλλη από ξύλινη, αιρετή κλίμακα. ΚΤΙΣΤΗ ΚΛΙΜΑΚΑ. Για την πρόσβαση στον περίδρομο η απλούστερη δυνατή λύση ήταν κτιστή κλίμακα, παράλληλη προς το τείχος και σε επαφή με αυτό. 1. Στο πρώτο ενδεχόμενο αύξαναν το πάχος του τείχους. Η προσθήκη ήταν συμπαγής τοιχοποιία ή ήταν με τόξα σταδιακά αυξανόμενου ύψους. Υπήρχε μία κλίμακα ανόδου ή δύο αντιμέτωπες (ακρόπολη –Hissarlaka– της Pautalia). 2. Στο δεύτερο ενδεχόμενο κατασκευαζόταν εσοχή της τοιχοποιίας και η κλίμακα ή δύο αντιμέτωπες κλίμακες κτίζονταν στο πάχος του τείχους. Επομένως το πάχος του τείχους δεν αυξανόταν. Στο πρώτο ενδεχόμενο υπήρχε αύξηση του πάχους του τείχους, μόνον όπου υπήρχαν κλίμακες, ενώ στο δεύτερο το τείχος διατηρούσε παντού το ίδιο πάχος. Η δεύτερη λύση μειονεκτούσε σε σχέση με την πρώτη σε ένα σημείο: δυσχέραινε την κυκλοφορία στον περίδρομο στην περιοχή της απόληξης της κλίμακας. Στην Κομοτηνή η κλίμακα ήταν προσκολλημένη στο τείχος, ήταν διπλή, αντιμέτωπη και έβαινε σε δύο μεγάλα και βαθιά τόξα315. Στη Διοκλητιανόπολη της Θράκης υπήρχαν 16 κλίμακες επί τόξων, 5 μονές και 11 διπλές, ενώ μόνον μία διαμορφωνόταν στο πάχος του τείχους316. Διπλή, κτιστή κλίμακα επί τόξων, προσκολλημένη στο τείχος, υπήρχε επίσης στην ακρόπολη (σήμερα Hissarlaka) της Pautalia317. Τόξο υπήρχε στη Μεσημβρία, στην κλίμακα που ήταν προσκολλημένη στο νότιο θαλάσσιο τείχος318. Πιθανώς παρόμοιες διαμορφώσεις υπήρχαν στην Abritus319. Στον Άβαντα του Έβρου κτιστή κλίμακα προσκολλημένη στο τείχος οδηγούσε στο τείχος πάνω από την κύρια πύλη του κάστρου ανάμεσα στους πύργους Π2 και Π3 320. Οι προσκολλημένες στο τείχος, αντιμέτωπες κλίμακες ήταν ο κανόνας στην οχύρωση της Κωνσταντινούπολης. Αντιμέτωπες κλίμακες επί μεγάλων αψιδωμάτων οδηγούσαν στον περίδρομο των τειχών στην Ακτία Νικόπολη της Ηπείρου. Στα τείχη της Θεσσαλονίκης μονές κλίμακες σε διάφορα επίπεδα οδηγούσαν από το εσωτερικό της πόλης στον περίδρομο (κυκλοφορία στην περίμετρο των τειχών) και άλλες από αυτόν

Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 22, εικ. 3. Madzharov, Diocletianopolis, σ. 447, εικ. 1. 317 Katsarova, Pautalia, σ. 281, εικ. 20, 23a,b. 318 Θεοκλίεβα-Στοΐτσεβα, Μεσημβρία, σ. 44, εικ. 84α–β, σχ. 5. 319 Madzharov, Diocletianopolis, σ. 447. 320 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 185, σχ. 10 315 316


[162]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στους πύργους ή στα επίπεδα των επάλξεων (πρόσβαση στο μέτωπο του πυρός)321. Είναι πιθανό ότι στην οχύρωση των Πόρων της Βιστονίδας υπήρχαν δύο αντιμέτωπες κλίμακες (σώθηκαν τα πρώτα σκαλοπάτια) που έβαιναν σε αύξηση του πλάτους του τείχους κατά 1,50μ, ενώ ανάμεσά τους υπήρχε μεγάλο αψίδωμα πλάτους 2,50μ και βάθους 1,50μ322. Στο Πύθιο οι κλίμακες ανόδου στον περίδρομο και στον πυλώνα κατασκευάστηκαν πάνω στο τείχος, μειώνοντας έτσι το πάχος του, είχαν πλάτος σχεδόν 0,70μ και 0,60μ αντίστοιχα, η πρώτη ξεκινούσε σχεδόν από το επίπεδο του εδάφους, αλλά η δεύτερη ήταν απρόσιτη από το έδαφος, το πρώτο σκαλοπάτι της βρισκόταν ψηλότερα από το ύψος ανδρός και χρειαζόταν αιρετή κλίμακα (ξύλινη ανεμόσκαλα) για να την φτάσει κανείς. Πρακτικά η κλίμακα του τείχους του πυλώνα ήταν απρόσιτη από το έδαφος του εσωτερικού περιβόλου. ΞΥΛΙΝΗ ΚΛΙΜΑΚΑ. Φυσικά στις περιπτώσεις, όπου ο περίδρομος διαμορφωνόταν αποκλειστικά επί ξύλινης κατασκευής (δηλαδή δεν υπήρχε κτιστός περίδρομος)323 ή εν μέρει επί ξύλινης κατασκευής (δηλαδή υπήρχε στενός κτιστός περίδρομος που το πλάτος του αυξανόταν από ξύλινη επέκταση), η κλίμακα ανόδου όφειλε να είναι κτιστή ή ξύλινη. ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ – ΕΠΑΛΞΕΙΣ – ΣΤΗΘΑΙΑ ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ. Στην οχύρωση του Διδυμοτείχου ο περίδρομος του τείχους σώθηκε σε δύο περιοχές, σε πολύ μικρό μήκος, στα μεταπύργια Τ9–10 και Τ5–6, και στο τείχος που διαμόρφωνε τον κλωβό μπροστά από την πύλη ΠΛ10 και ανάμεσα στους πύργους Π19 και Π21, δηλαδή στο μεταπύργιο διάστημα Τ19–21. Τα δύο πρώτα ανήκουν πιθανότατα στην τελευταία βυζαντινή επέμβαση (περί το 1300) και το τρίτο στην πρώτη τουρκική (1361–1368/9). Αν δεν πρόκειται για συντήρηση μεταγενέστερη των περιόδων που προαναφέρθηκαν, ο περίδρομος και στα τρία μεταπύργια διαμορφώνεται από την απόληξη του τείχους χωρίς τη χρήση κάποιου ιδιαίτερου υλικού για το οδόστρωμα. ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ / ΠΕΡΙΠΟΛΙΑΣ. Δίπλα στον Π16 το τείχος είχε π. 3μ, ο διάδρομος κυκλοφορίας 2,25μ. Έδινε κατ’ ευθείαν στην είσοδο του πύργου. Το ποτάμιο τείχος δεν επικοινωνούσε με τον πύργο, στο σωζόμενο τμήμα του είχε πάχος 1,20μ, το οποίο μόλις μετά βίας επέτρεπε να διαμορφωθεί διάδρομος 0,60μ και στηθαία και επάλξεις του αυτού πλάτους. Οι διαστάσεις αυτές δεν είναι καθόλου

Φουντούκου, Θεσσαλονίκη, σ. 123–125. Μπακιρτζής, Πόρτο Λάγο, σ. 14, σχ. 4. 323 Την υπόθεση αυτή κάνει ο Θ. Παπαζώτος για το κάστρο της Νυμφαίας· Θ. Παπαζώτος, Προανασκαφικές έρευνες στο Παπίκιο Όρος, Θρακική Επετηρίδα 1 (1980), σ. 114, σχ. 1. 321 322


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[163]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βέβαιο ότι έχουν σχέση με τη συνολική πραγματικότητα του ποτάμιου τείχους, καθώς ούτε την απρόσκοπτη κυκλοφορία εξασφάλιζαν ούτε την προστασία των στρατιωτών και μάλιστα σε μία από τις πιο ευαίσθητες περιοχές της οχύρωσης. Ωστόσο δεν σώζεται κανένα στοιχείο, το οποίο να επιτρέπει οποιαδήποτε υπόθεση, στοιχειωδώς βάσιμη. Το ελάχιστο πλάτος του περιδρόμου έπρεπε να εξασφαλίζει τουλάχιστον την απρόσκοπτη διασταύρωση δύο οπλισμένων ανδρών. Αυτή η προϋπόθεση μάλλον δεν επιτυγχάνονταν συχνά στις οχυρώσεις της επαρχίας. Συνήθως ο περίδρομος είχε πλάτος που, λίγο–πολύ, επαρκούσε να συναντηθούν δύο ένοπλοι, αλλά ο ένας από τους δύο όφειλε να κάνει στην άκρη για να περάσει ο άλλος. Η συνθήκη αυτή δεν ήταν η καλύτερη δυνατή σε εμπόλεμη κατάσταση. Στην Κωνσταντινούπολη ο περίδρομος του θεοδοσιανού τείχους είχε πλάτος 3,50–4μ ή 3μ σπανιότερα. Στη Θεσσαλονίκη στην περιοχή του πύργου 31 ο περίδρομος περιπολίας είχε πλάτος 2,30μ και ο περίδρομος πρόσβασης στις επάλξεις 1,80μ324. Στην Καβάλα το πλάτος του περιδρόμου κυμαινόταν ανάμεσα στο 1μ και το 1,10μ. Στο κάστρο της Κομοτηνής είχε πλάτος ±2μ· στον Άβαντα 1μ. ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ: Στην πρωτεύουσα, αλλά και σε ορισμένες οχυρώσεις της περιφέρειας, ο περίδρομος έβαινε σε μεγάλα (πλατιά, βαθιά και ψηλά), τυφλά αψιδώματα (casemates). Η κατασκευή αφ’ ενός μεν επέτρεπε στο τείχος να διατηρεί τις ιδιότητες που είχε συμπαγές τείχος ιδίου πάχους κερδίζοντας τεράστιες ποσότητες οικοδομικού υλικού άρα δαπάνης αφ’ ετέρου δε εξασφάλιζε χώρους για σύντομη στάση και ανάπαυση, για καταφύγιο σε δύσκολες καιρικές συνθήκες και ακόμη για πρόχειρη αποθήκευση. Στις επαρχιακές οχυρώσεις παρόμοια αψιδώματα κατασκευάζονταν σε μέρος, συνήθως, του τείχους και όχι σε όλη την περίμετρό του. Όπου, τέλος, σώζεται η διαμόρφωση αυτή, δεν είναι πάντοτε (ιδίως όταν εκτείνεται σε σχετικά μικρό μήκος) σαφές αν επρόκειτο για την κλασσική διαμόρφωση τείχους με μεγάλα αψιδώματα ή αν σχετιζόταν με κλίμακα ανόδου στον περίδρομο ή ήταν διαμόρφωση προορισμένη να αντιμετωπίσει προβλήματα που προέκυπταν από μεγάλες κλίσεις του εδάφους. Υποψιάζομαι ότι σε οχύρωση ανήκουν όμοια αψιδώματα στο Κάστρο Ίμβρου325. Αναγνωρίζονται στην αντωνίνεια φάση των τειχών της Augusta Trajana (Βερόη)326. Στην ιουστινιάνεια φάση των τειχών του Κίτρος υπήρχαν μεγάλα αψιδώματα, τα οποία κατά την επέμβαση του 10ου αιώνα εντοιχίσθηκαν327. Διαμορφώνουν επίσης την Θεοχαρίδου, Τείχη Θεσσαλονίκης, σ. 309. C. Asdracha, Inscriptions byzantines de la Thrace orientale et de l’ île d’ Imbros (XIIe–XVe siècles), ΑΔ 43 (1988), σ. 270–271 κ.ε., πίν. 114c. 326 Kaltschev, Augusta Trajana, σ. 88–93 (περί των τειχών), πίν. 4, 6–7. Ivanov, Augusta Traiana, σ. 476, 478. 327 Μαρκή, Κίτρος, σ. 40, 42. 324 325


[164]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εσωτερική παρειά των τειχών στην Πρώτη Ιουστινιανή328. Στο Γυναικόκαστρο ο περίδρομος της ακρόπολης έβαινε, τουλάχιστον σε μία πλευρά της, σε ψηλά αψιδώματα, των οποίων η διάταξη παρακολουθούσε την κλίση του εδάφους329. Στη Χρυσόπολη παρόμοια αψιδώματα υπήρχαν σε περιορισμένο μήκος του τείχους. Στη Ζίχνα εντοπίζονται στην περιοχή της πύλης330· δεν φαίνεται να υπήρχαν σε όλη τη περίμετρο του τείχους και οπωσδήποτε υπήρχαν ορισμένα τμήματα της οχύρωσης που δεν διέθεταν αυτήν την διαμόρφωση. Κατασκευάστηκαν στον εσωτερικό περίβολο (ακρόπολη) του Πυθίου σε όλη την περίμετρο του τείχους331· στο μεγαλύτερο μέρος της περιμέτρου της οχύρωσης της Μονής Δαφνίου332. Λιγοστά παρόμοια αψιδώματα σώθηκαν στο εγκάρσιο (εσωτερικό) τείχος της Ξάνθης· δεν αποκλείεται πάντως στην περίπτωση της Ξάνθης να μην ήταν αψιδώματα, αλλά τόξα επί των οποίων έβαινε κλίμακα ανόδου στο τείχος. Στη Μεσημβρία του Πόντου υπήρχαν επίσης παρόμοιες διαμορφώσεις στο νότιο θαλάσσιο τείχος333. Στο Κοτύαιον o Cl. Foss θεωρεί προφανές ότι ο περίδρομος της οχύρωσης της άνω πόλης έβαινε σε αψιδώματα (the UW evidently had a wallwalk supported on arches), αλλά αποδίδει τα σωζόμενα τμήματα τόξων πιθανώς σε κλίμακα ανόδου στον διπλανό πύργο (The different height of the arches probably shows that they supported a stairway rising toward T60)334. Η Σεργιούπολη (Resafa), ιουστινιάνειο ίδρυμα, προσφέρει μάλλον το καλύτερο παράδειγμα: τα αψιδώματα οργανώνουν το τείχος σε όλο του το μήκος, σε ένα επίπεδο ανάμεσα στα επίπεδα του εδάφους και του περιδρόμου των επάλξεων· στους τοίχους που χώριζαν τα αψιδώματα μεταξύ τους διαμορφώνονταν τοξωτά ανοίγματα, τα οποία επέτρεπαν την απρόσκοπτη περιπολία σε όλη την περίμετρο του τείχους, ενώ τα παράθυρα στην εξωτερική παρειά του τείχους επέτρεπαν την παρατήρηση και τις βολές. Με άλλα λόγια το επίπεδο με τα αψιδώματα λειτουργούσε ως διάδρομος περιπολίας και άμυνας, οπότε και οι δύο διαδικασίες αναπτύσσονταν σε δύο επίπεδα αυτό των αψιδωμάτων και το άλλο των επάλξεων και εν τέλει πάνω στα αψιδώματα έβαινε ο διάδρομος περιπολίας και άμυνας των επάλξεων335.

Ćurčić, Architecture, εικ. 217, 218. Τούρτα, Γυναικόκαστρο, σ. 111, εικ. 11. 330 Μουτσόπουλος, Ζίχνα, σ. 195–198. 331 Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο, σ. 37–38, σχ. 4. 332 Bouras, Daphni, σ. 4–5, 8–9. 333 Θεοκλίεβα-Στοΐτσεβα, Μεσημβρία, σ. 43–44, εικ. 82α, 83β. 334 Foss, Kütahya, σ. 47–48. 335 Karnapp, Resafa, ενδεικτικά βλ. εικ. 4, 19, 20, 25, 44, 154, 218, 223. 328 329


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[165]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στην Αναστασιούπολη της Ροδόπης τα αψιδώματα αυτά έχουν μικρό ύψος, δεν έχουν πρόσβαση από το επίπεδο του εδάφους και ανοίγονται ψηλά ακριβώς κάτω από τον περίδρομο. Στην περίπτωση της Αναστασιούπολης δεν είναι ορατό, σε μένα τουλάχιστον, για ποιο λόγο κατασκεύασαν τα αψιδώματα: κέρδισαν οικοδομικό υλικό, αλλά επιβαρύνθηκαν με την κατασκευή μιας όχι απλής μορφής (ημικυλινδρική καμάρα και τόξο μετώπου) και έχασαν τις παρεπόμενες λειτουργίες (στάση, καταφύγιο, αποθήκευση) λόγω του επιπέδου. Αν και το ζήτημα δεν έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα διεξοδικά, οφείλω να επισημάνω ότι οι οχυρώσεις της Χρυσόπολης, του Γυναικόκαστρου, του Περιθεωρίου, του Πυθίου, της Μεσημβρίας και της Σεργιούπολης είναι αυτοκρατορικά έργα και, βέβαια, τι άλλο θα μπορούσε να είναι η Μονή Δαφνίου εκτός από αυτοκρατορικό ίδρυμα. ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΔΡΟΜΟ. Σε ορισμένες οχυρώσεις οι ισχυρές κλίσεις του εδάφους επέβαλαν ανάλογες κλίσεις στο τείχος και τον περίδρομο· ο τελευταίος όφειλε να εξασφαλίζει τη κυκλοφορία οπλισμένων ανδρών όσο το δυνατόν ευκολότερα και οι μεγάλες κλίσεις τη δυσχεραίναν: ο διάδρομος κυκλοφορίας παρακολουθούσε την κλίση του εδάφους και του τείχους, δηλαδή μετατρεπόταν σε ανηφορικό μονοπάτι και σε κάποιες περιπτώσεις τόσο απότομο, ώστε οι οικοδόμοι υποχρεώνονταν να χτίσουν σκαλοπάτια. Η τελευταία περίπτωση εντοπίζεται στο κάστρο του Άβαντα336. Σε άλλες οχυρώσεις διαμορφώνονται διαφορετικά επίπεδα για την κυκλοφορία και για την πρόσβαση σε πύργους και για να εξασφαλιστεί η επικοινωνία αυτών των επιπέδων κατασκευάζονταν κλίμακες. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν διάδρομοι, σε διαφορετικά επίπεδα, για να εξυπηρετούν την κυκλοφορία στο τείχος και τη διακίνηση στους πύργους337. Στην Κομοτηνή ο περίδρομος υπερυψώθηκε ακριβώς για το λόγο αυτό κατά 1,30μ και η διαφορά καλύφθηκε με κλίμακα338. ΡΑΜΠΕΣ. Σε κάποιες οχυρώσεις οι οικοδόμοι έκριναν σκόπιμο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των κλίσεων διαμορφώνοντας διαδρόμους με ισχυρές κλίσεις αντί κλιμάκων. ΟΔΟΣΤΡΩΜΑ. Στην Κωνσταντινούπολη ο περίδρομος ήταν στρωμένος με πλίνθους339. ΕΠΑΛΞΕΙΣ – ΣΤΗΘΑΙΑ. Δεν σώθηκε καμμία έπαλξη στο τείχος του Διδυμοτείχου. Σε παλιά φωτογραφία της περιοχής ανάμεσα στους πύργους Π6 και Π8 φαίνονται επάλξεις με την τυπική μορφή340. Δεν προκύπτει κανένα ιδιαίτερο στοιχείο σχετικό με αυτές. Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 185, σχ. 10. Φουντούκου, Θεσσαλονίκη, σ. 123–125. 338 Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 20, εικ. 3, 13. 339 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 45. 340 Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, εικ. 61 στη σ. 203. 336 337


[166]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο τείχος που οδηγούσε στον πύργο Π16 επάλξεις και στηθαία είχαν πάχος ±0,75μ. Στην πρωτεύουσα οι επάλξεις είχαν ύψος 2μ. Στη Θεσσαλονίκη στην περιοχή του πύργου 31 οι επάλξεις είχαν ύψος 1–1,05μ, πάχος 0,75μ, εναλλασσόμενα μέτωπα 1,50μ και 1,90μ και τα διαστήματα ανάμεσα στις επάλξεις κυμαίνονταν από τα 1,30μ ως τα 1,60–1,70μ341. Στο κάστρο της Κομοτηνής επάλξεις και στηθαία είχαν πλάτος 0,55μ–0,65μ342· στην Καβάλα (στο άκρο της χερσονήσου) τα στηθαία είχαν πάχος 0,65μ και ύψος 1,10–1,20μ, οι επάλξεις ύψος από τον περίδρομο μέχρι την κορυφή τους 2,20μ–2,30μ, τα διαστήματα ανάμεσα στις επάλξεις έφταναν 0,75μ–0,80μ.

ΠΥΡΓΟΙ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ. Οι πύργοι χωροθετούνταν στα τείχη, υψώνονταν στις γωνίες των οχυρώσεων, προστάτευαν πύλες, κυριαρχούσαν σε ποικίλες καίριες θέσεις και υψώνονταν στην κορυφή της οχύρωσης. Η μορφή και οι διαστάσεις τους εξαρτώνταν από τη θέση και τη λειτουργία τους, ενώ η πυκνότητά τους είναι συνάρτηση της θέσης τους στην οχύρωση. Η πύλη προστατευόταν από έναν ή δύο πύργους ή δεν διέθετε κανενός είδους προστασία. Εξέχων πύργος, κατά κανόνα, ήταν ο γωνιακός. Σε κυρίαρχη θέση της οχύρωσης υψωνόταν ο ισχυρότερος πύργος της οχύρωσης, ο συνήθως φερόμενος ως ακρόπυργος. Στους πύργους πυλών (αριθμός, σχέση, ισχύς) και τον ακρόπυργο αναφέρομαι στη συνέχεια, στις ενότητες περί πυλών και ακροπύργων αντιστοίχως. Σε κάθε αναφορά σε πύργους θεωρώ ότι δεν είναι δυνατόν να συνεξετάζονται πύργοι χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η λειτουργία τους, η οποία διαφοροποιεί χαρακτηριστικά μεταξύ των διαφόρων ομάδων: με άλλα λόγια ακρόπυργοι και σημαντικοί πύργοι αστικών οχυρώσεων, μοναστηριακοί πύργοι, πύργοι φρουρίων, μεμονωμένοι πύργοι και άλλες μεγάλες κατηγορίες εμφανίζουν διαφοροποιήσεις που οφείλονται αποκλειστικά στον προορισμό τους. ΜΕΤΑΠΥΡΓΙΑ. Η πυκνότητα και η ισχύς των πύργων των τειχών ήταν συνάρτηση της μορφολογίας του εδάφους, αλλά και της θέσης ή της σημασίας τους στην οχύρωση: όσο πιο ομαλό ήταν το έδαφος τόσο πυκνότεροι ήταν οι πύργοι, ενώ όσο πιο απότομο ήταν τόσο αραιότεροι ήταν αυτοί· όσο πλησιέστερα σε καίριες περιοχές της οχύρωσης βρίσκονταν τόσο πυκνότεροι ήταν· τέλος όσο σημαντικότερο ήταν το σημείο ή η περιοχή που προστάτευαν τόσο ισχυρότεροι ήταν. 341 342

Θεοχαρίδου, Τείχη Θεσσαλονίκης, σ. 309. Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 20.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[167]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στην περιοχή του Διδυμοτείχου βορείως της πύλης ΠΛ1 μέχρι την πύλη ΠΛ6 είναι πυκνότεροι από οποιαδήποτε άλλη περιοχή, αφ’ ενός μεν για να προστατεύσουν δύο «αστικές» πύλες, την πύλη ΠΛ1 που ήταν η σημαντικότερη του κάστρου και την πύλη ΠΛ4 που ανοιγόταν σχεδόν κάτω από την ακρόπολη, αφ’ ετέρου δε για να θωρακίσουν αυτήν την πλευρά του κάστρου που ήταν πιο προσπελάσιμη και ευπρόσβλητη από όλες τις άλλες. Τα μεταπύργια από τον πύργο Π3 μέχρι τον πύργο Π12 είναι πυκνά. Ανάμεσα στους πύργους Π3 και Π8, σε μέτωπο 100μ περίπου, υψώνονται τέσσερις πύργοι, έξι αν συνυπολογίσουμε και τους Π3 και Π8. Τα μεταπύργια μέχρι τον πύργο Π8 κυμαίνονται από τα 10μ μέχρι τα 20μ. Από τον πύργο Π8 μέχρι τον πύργο Π12, σε μέτωπο 130μ, υψώνονται τρεις πύργοι, πέντε αν συνυπολογίσουμε και τους Π8 και Π12. Τα μεταπύργια κυμαίνονται από τα 30μ μέχρι τα 40μ. Από τον πύργο Π12 μέχρι την πύλη ΠΛ6, δηλαδή σε ένα μέτωπο 250μ, υπάρχουν μόνον τρεις πύργοι, τέσσερις αν συνυπολογίσουμε και τον Π12. Τα μεταπύργια είναι 30μ, 40μ, 80μ και 70μ. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανεβεί ένας οπλισμένος άντρας από τον κάμπο μέχρι εδώ ακόμη και χωρίς να δέχεται πυρά από τους υπερασπιστές του κάστρου. Από την πύλη ΠΛ10 μέχρι τον πύργο Π1, σε μέτωπο 350μ υπήρχαν τρεις πύργοι, γιατί η πλευρά αυτή ήταν σχεδόν απρόσιτη. Ειδικά στα μεταπύργια διαστήματα από τον πύργο Π22 μέχρι τον πύργο Π1 (μέτωπο 320μ περίπου) η προσπέλαση είναι πρακτικά αδύνατη, καθώς η οχύρωση υψώνεται πάνω σε βράχο που είναι κατακόρυφα κομμένος. Το μεταπύργιο Π22–Π23 φτάνει σχεδόν τα 200μ, ενώ το Π23–Π24 πλησιάζει τα 50μ και το Π24–Π25 τα 45μ. Στα μεγάλα, ανοιχτά μεταπύργια, που βρίσκονται πάνω από απότομες πλαγιές οι πύργοι λειτουργούσαν περισσότερο σαν παρατηρητήρια και λιγότερο σαν καθοριστικά στοιχεία της οχύρωσης. Τα διαστήματα τα οποία οι πύργοι προορίζονταν να καλύψουν, ήταν από μεγάλα μέχρι τεράστια για τις βολές των τόξων ή για την εκτόξευση δοράτων και ίσως μάλιστα τα μεγαλύτερα από αυτά έμεναν ακάλυπτα. Άλλοι πύργοι κυριαρχούσαν σε σημεία της οχύρωσης με ιδιαίτερο έως ζωτικό ενδιαφέρον. Ο πύργος Π16 βρισκόταν σε γωνία της οχύρωσης, προστάτευε πύλη και, το σημαντικότερο όλων, προοριζόταν να εξασφαλίζει την ασφαλή και διαρκή ύδρευση του κάστρου. Επομένως ήταν μεγάλος, ισχυρός και προσεκτικά χτισμένος. Στην πεδινή Μαξιμιανούπολη τα μεταπύργια –όσα έχουν ερευνηθεί, αλλά είναι πιθανότατο ότι το ίδιο συνέβαινε και με τα υπόλοιπα– υπολογίζεται ότι είναι 50μ περίπου343. Στις πεδινές περιοχές του δυτικού και του ανατολικού τείχους της Θεσσαλονίκης οι πύργοι εμφανίζουν υψηλή πυκνότητα: στο πεδινό τμήμα του δυτικού τείχους υπάρχουν μεταπύργια περίπου 8μ, 10μ, 12μ και 18μ, ανηφορίζοντας προς την 343

Ζήκος, Μαξιμιανούπολις, σ. 27.


[168]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ακρόπολη, ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους, συναντούμε μεταπύργιο μέχρι 100μ, ενώ στην περιοχή της ακρόπολης, όπου η επίθεση είναι σχετικά ευκολότερη με το προηγούμενο τμήμα, εντοπίζονται μεταπύργια επί παραδείγματι 17μ, 30μ, 38μ. Στο ανατολικό τείχος στα πεδινά τα μεταπύργια είναι από 8,60μ μέχρι περίπου 45μ344. Στη Zaldapa της Σκυθίας, που βρισκόταν σε λόφο με απότομες πλαγιές, τα μεταπύργια ήταν μικρά (20μ–35μ) στις ευκολότερα προσιτές περιοχές και μεγάλα (το μέγιστο 135μ το μεταπύργιο Π28–Π29) στις απρόσιτες345. Στις Novae μετρήθηκαν μεταπύργια που κυμαίνονταν από 29μ–33μ στη μικρή πλευρά της οχύρωσης και 38μ–40μ στη μακρά πλευρά346. Στη Μεσημβρία, δίπλα στα πολύ στενά μεταπύργια του δυτικού τείχους, του μοναδικού χερσαίου τμήματος της οχύρωσης, υπάρχει ένα με μήκος 37,90μ347. Στη μακεδονική Διοκλητιανόπολη οι πύργοι στη μεριά του Αλιάκμονα είναι αραιότεροι348. Στο κάστρο της Αναίας (ή των Αναίων, Kadıkalesi) που βρισκόταν σε ύψωμα τα ευθύγραμμα μεταπύργια είχαν 22μ–25μ μήκος349. Στο ύψωμα του Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο, στο πάνω κάστρο, οι πύργοι ήταν εξαιρετικά πυκνοί (μεταπύργια περίπου 10μ– 20μ), ενώ στο κάτω ήταν αραιοί (μεταπύργια περίπου 35μ, 45μ, 80μ και 100μ) 350. Η βόρεια πλευρά με το πάνω κάστρο ήταν βαρειά οχυρωμένη, ενώ η νότια με το κάτω κάστρο ήταν ελαφρύτερα· αν και οι κλίσεις ήταν λίγο – πολύ ομοιόμορφες γύρω από το κάστρο, η ανατολική πλευρά ήταν πιο ομαλή, άρα ευκολότερα προσβάσιμη, ενώ η δυτική ήταν βραχώδης, άρα δυσκολότερα προσβάσιμη. Τα μεταπύργια δείχνουν πολύ καθαρά πιο μέρος της οχύρωσης (το πάνω κάστρο) είχε μεγαλύτερη σημασία για την εποχή του και πια πλευρά (η ανατολική) θεωρούνταν η πιο ευπρόσβλητη. Στο κάστρο του θεάτρου της Μιλήτου τα μεταπύργια είναι, επίσης, μικρά: 5,76μ, 15,50μ, 10,43μ και 12,83μ. Στο αναστασιανό Μακρό Τείχος της Κωνσταντινούπολης τα μεταπύργια διαστήματα κυμαίνονταν ανάμεσα στα 80 και 120μ351. Στην ίδια τη Βασιλεύουσα πόλη, στο τείχος του Θεοδοσίου εντοπίζονται μεταπύργια από 40μ μέχρι 62μ, ενώ στο τείχος των Βλαχερνών, του Μανουήλ του Α΄ είναι 30μ352. Εν γένει στα μεταπύργια του χερσαίου

Τα μεταπύργια από Φουντούκου, Θεσσαλονίκη, σ. 138 και με βάση τους χάρτες του Tafrali, Thessalonique και Vitti, Θεσσαλονίκη. 345 Torbatov, Zaldapa, σ. 92, εικ. 2. 346 Ivanov, Defence system, σ. 309–310. 347 Θεοκλίεβα-Στοΐτσεβα, Μεσημβρία, σ. 42–44. 348 Καραγιάννη, Οικισμοί, σ. 153. 349 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 15–16. 350 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 20. 351 Ćurčić, Architecture, σ. 174. 352 Εν γένει από 18μ μέχρι 38μ: Foss – Winfield, Fortifications, σ. 47. 344


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[169]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τείχους της Πόλης είναι προφανής η κανονικότητα και οι αλλαγές εμφανίζονται από ομάδα μεταπυργίων σε άλλη και όχι τυχαία ή ακανόνιστα. Στους Φιλίππους τα μεταπύργια διαστήματα είναι μικρότερα στην πεδινή, ανατολική, πλευρά του τείχους, στην περιοχή της ανατολικής πύλης (της πύλης της Νεάπολης), ενώ γινόταν μεγαλύτερα στο υπόλοιπο ανατολικό και στο νότιο τείχος, μπροστά από το οποίο απλωνόταν η βάλτα. Στην Αθήνα τα μεταπύργια κυμαίνονται από τα 35μ μέχρι 73μ. Το τείχος της μοναδικής χερσαίας πρόσβασης στη Μεσημβρία του Πόντου, στον ισθμό της χερσονήσου με την κύρια πύλη, θωρακιζόταν με τέσσερις, ίσως πέντε, πύργους353. Αν και δεν σώζεται ακέραιο το τείχος του Γυναικόκαστρου σε υπολογίσιμο μήκος, φαίνεται ότι δεν είχε πολλούς πύργους, ενώ ο μοναδικός που σώζεται ακέραιος στα τείχη της πόλης είναι τετράπλευρος: το κάστρο διέθετε εξαιρετική φυσική οχύρωση. Στους Ρωγούς354 όλοι οι πύργοι είναι αρχαίοι πλην των Ε και Μ, οπότε δεν συζητείται η χωροθέτησή τους στην οχύρωση. Στο Δυρράχιο η πλευρά με τους ισχυρότερους πύργους της οχύρωσης εμφανίζει μεταπύργια μεταξύ 61μ και 64μ. Στην ίδια πόλη υπήρχε πλευρά της οχύρωσης, η οποία σε μήκος 177μ δεν διέθετε κανένα πύργο. Στο Shumen (οχύρωση πόλης)355 διατάσσονται κυρίως στις πιο ευάλωτες πλευρές, ελαφρά κεκλιμένες προς βορράν και νότον. ΜΟΡΦΗ. Το συνηθέστερο σχήμα356 είναι εν γένει το ορθογώνιο, που είναι και το απλούστερο και ευκολότερο, ακολουθεί το κυκλικό και έπονται ο πύργος ημικυκλικής προβολής και ο πεντάπλευρος (τριγωνικής προβολής). Το τρίγωνο, το οκτάγωνο, το εξάγωνο, το πέταλο και το ριπίδιο είναι σχήματα που κερδίζουν μικρότερη προτίμηση. Το πολύγωνο είναι μάλλον σπάνιο. Δεν λείπουν συνδυασμοί και παραλλαγές, όπως ο πεντάπλευρος πύργος με τριγωνική προβολή μικρότερη από το τετράγωνο κυρίως σώμα του πύργου, ο ρομβοειδής ή ο τετράπλευρος πύργος το κέντρο του οποίου συμπίπτει με γωνία του τείχους, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι πρόκειται για ρόμβο. Σπανίως είναι δυνατό να σχετιστούν κάποια σχήματα με ορισμένες εποχές ή να αποτελέσουν χρονολογικά όρια. Οι πεντάπλευροι πύργοι θεωρούνται, παρά τις καταβολές της ιδέας σε παλαιότερες εποχές, προϊόν της βασιλείας του Αναστασίου του Α΄ και του Ιουστινιανού του Α΄357. Οι τριγωνικοί πύργοι, επίσης, εμφανίζουν

Preshlenov, Mesambria, σ. 501 εικ. 3, σ. 503 εικ. 6. Παπαδοπούλου, Ρωγοί, σ. 102–103. 355 Boiadzhiev, Shumen, σ. 86–87. 356 Περί σχημάτων πύργων εν γένει βλ. Foss – Winfield, Fortifications, σποραδικά· Τάνου, Πύργοι, σ. 26– 46 και σποραδικά· Ćurčić, Architecture, σποραδικά. 357 Foss – Winfield, Fortifications, 30–31· Τάνου, Πύργοι, σ. 35–36· Ćurčić, Architecture, σ. 174, 211. 353 354


[170]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μεγαλύτερη πυκνότητα σε ορισμένες περιόδους, ενώ σχεδόν απουσιάζουν από άλλες358. Οι εν γένει σπάνιοι ρομβοειδείς (σχήμα του οποίου η πρωτοτυπία συζητείται) φαίνονται προϊόντα μιας μόνον εποχής (4ος–6ος αιώνας)359, ενώ τα μοναδικά παραδείγματα πολυγωνικών πύργων –ίσως και των ριπιδιόσχημων– στα Βαλκάνια προσγράφονται στις τετραρχίες360. ΜΟΡΦΗ ΚΑΤΑ ΘΕΣΗ. 1. Ενδιάμεσοι (στην περιφέρεια των τειχών). Οι πύργοι των λίγο – πολύ ευθύγραμμων τμημάτων του Διδυμοτείχου είναι τετράπλευροι. Εξαίρεση αποτελούν οι πύργοι των μεταπυργίων από τον πύργο Π6, συμπεριλαμβανομένου, μέχρι τον πύργο Π12, συμπεριλαμβανομένου. Οι πύργοι που προστατεύουν τα τείχη των οχυρώσεων έχουν όλα τα γνωστά σχήματα, ανάλογα με την περίοδο και τον προορισμό τους. Συνήθη είναι τα τετράπλευρα σχήματα361. Γνωστοί επίσης είναι τριγωνικοί362, στρόγγυλοι363, ωοειδείς364, πολυγωνικοί365, πεντάπλευροι366, ημικυκλικής προβολής367. 2. Γωνιακοί. Στις γωνίες του Διδυμοτείχου οι πύργοι είναι κυκλικοί ή ημικυκλικής προβολής, ενώ ο πύργος Π12 πεταλόσχημος. Μαζί με αυτούς υπήρχαν ένας Συναντώνται συχνότερα στην περίοδο από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα (Θεσσαλονίκη: Βελένης, Οχύρωση, σποραδικά), αλλά γενικώς σπανίζουν κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, κατά τις οποίες, όταν κτίζονται (ακρόπολη Θεσσαλονίκης), αποτελούν εξαίρεση: Τάνου, Πύργοι, σ. 95–110. Τριγωνικοί πύργοι υπήρχαν στην Augusta Trajana (Ivanov, Augusta Traiana, σ. 478 εικ. 17). 359 Dibsi Faraj: Foss – Winfield, Fortifications, σ. 10, εικ. 38. Ivanov, Durostorum, σ. 65 εικ. 10. Δράμα: Βελένης – Τριανταφυλλίδης, Δράμα, σ. 105 σχ. 3. 360 Πολυγωνικοί: Ćurčić, Architecture, σ. 23–24, εικ. 8–10, 13–14. Ριπιδιόσχημοι: Διοκλητιανόπολη. 361 Ćurčić, Architecture, εικ. 33, 36, 43, 127, 187, 426, 446. Ivanov, Augusta Traiana, σ. 477 εικ. 13. Κάστρο του Ιερού της Ολυμπίας, Βέροια, Πλαταμώνας, Δράμα, Ηράκλεια Λυγκηστίς, Zaldapa (μόνον ένας), Μεσημβρία, Αθήνα, Shumen. Ακροκόρινθος, Αδριανούπολη, Άμαστρις, Αλάνεια, Κοτύαιον, Saruhanlar (Foss, Kütahya, σχ. στη σ. 120), Dereağzı, Κώρυκος, κάστρο θεάτρου Μιλήτου, κάστρο Αγίου Ιωάννη Εφέσου, νησί του Kuşadası, Σεργιόπολις, Smederevo, Ρωγοί, Ιωάννινα, Πλαταμώνα, Βεράτι, Maglič, Βελιγράδι, Κομοτηνή, Ανακτορόπολη, Αναστασιούπολη, Πρίλαπος 362 Θεσσαλονίκη (Βελένης, Οχύρωση, σ. 107· Crow, Urbanism, σ. 98–99), Βέροια, Άμαστρις, Αμόριο (Crow, Urbanism, σ. 98–99), Dereağzı, Shumen. 363 Preshlenov, Mesambria, σ. 501 εικ. 13, σ. 478 εικ. 17, σ. 308 εικ. 13, σ. 315 εικ. 19. Ćurčić, Architecture, εικ. 44. Μεσημβρία, Πρίλαπος, Άμαστρις. Ημικυκλικοί στη Βέροια. 364 Πρίλαπος: Miljković-Pepek, Prilep, σ. 118. 365 Ćurčić, Architecture, εικ. 8. 366 Ćurčić, Architecture, εικ. 127, 177, 188. Ηράκλεια Πέρινθος (Crow, Urbanism, σ. 102, εικ. 108). Shumen, κάστρο Αγίου Ιωάννη Εφέσου (ακανόνιστη κάτοψη), Κώρυκος, Niksar, Toprakkale, Δυρράχιο, Άγκυρα, Dereağzı, Σεργιόπολις 367 Ivanov, Oescus, σ. 3 εικ. 2 σ. 308 εικ. 13. Ćurčić, Architecture, εικ. 19, 20,41, 189. Zaldapa, Iatrus, Μεσημβρία, Σεργιόπολη, Κοτύαιον, Saruhanlar (Foss, Kütahya, σχ. στη σ. 120), Toprakkale, κάστρο Αγίου Ιωάννη Εφέσου (παραλλαγή), Αναία (Kadıkalesi). 358


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[171]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τετράπλευρος, ο πύργος Π4, και ένας πεντάπλευρος (παραλλαγή), ο πύργος Π8. Οπωσδήποτε το κυκλικό σχήμα (κυκλικοί και τμήματα κύκλων368 ή πύργοι ημικυκλικής προβολής369) είναι μάλλον το πιο κατάλληλο για τις γωνίες, αλλά εντοπίζονται επίσης όλα τα άλλα σχήματα, ακόμη και αυτά που μοιάζουν άβολα –σε διαφορετικό βαθμό κατά περίπτωση– για την κίνηση και την αποτελεσματικότητα των υπερασπιστών. Τριγωνικοί370, τετράγωνοι και ορθογώνιοι371, πεντάπλευροι372, «ρομβοειδείς»373 και οκτάπλευροι374 ή εξάπλευροι (εξωτερική πλευρά ~4,70μ)375 και πολύπλευροι376 δεν λείπουν από τις οχυρώσεις όλων των εποχών. Στους 3ο, 4ο και 5ο αιώνες συναντώνται πύργοι με μορφή ανοιχτού ριπιδίου (fan-shaped)377. Γωνιακοί πύργοι είναι τετράγωνοι στο Split, την Αλάνεια, τον Κώρυκο, το Smederevo, τον Πλαταμώνα, το Maglič· ορθογώνιοι στο κάστρο του θεάτρου της Μιλήτου (11μΧ14μ), τη Ζηνοβία, την Τραπεζούντα, το Πύθιο, την Ανακτορόπολη, την Αναστασιούπολη, τον Πλαταμώνα· κυκλικοί στην Αδριανούπολη, τα Castra Martis, τη Σεργιόπολη, τη Βρύση (Pinarhisar), το Κοτύαιο (Τ53, ο ισχυρότερος πύργος της οχύρωσης), το νησί του Kuşadası (επίσης ισχυρός πύργος με δ. περί τα 10μ), την Αναία (Kadıkalesi) (με δ. περί τα 11,50μ ο ισχυρότερος)· πολυγωνικός (ο ισχυρότερος πύργος της οχύρωσης – προβάλλεται σχεδόν 30μ από τη γραμμή των τειχών) και πεντάπλευρος στην Άγκυρα· πολυγωνικός στη Bononia· ορθογώνιοι και ημικυκλικής προβολής στο Βελιγράδι· ημικυκλικής προβολής στη Zaldapa, τη Montana, την Αναία· ριπιδιόσχημοι στη Διοκλητιανούπολη της Φιλιππούπολης και την Abritus· πεντάπλευροι στο Βεράτι, το νησί του Kuşadası· πεταλόσχημοι στη Zaldapa, την Iatrus, την Oescus, την Αναία (Kadıkalesi)· στο Dibsi Faraj, το Durostorum και τη Δράμα εντοπίζονται ιδιότυπες μορφές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν, κατά κάποιο τρόπο, ακανόνιστοι ρόμβοι ή, καλύτερα, συνεπτυγμένοι πεντάπλευροι378. Ćurčić, Architecture, εικ. 13, 44, 177. Ivanov, Oescus, σ. 3 εικ. 2. Ćurčić, Architecture, εικ. 218, 224. 370 Ćurčić, Architecture, εικ. 44, 94. 371 Ćurčić, Architecture, εικ. 14, 34, 109, 137, 187, 218, 426. Petrova, Nicopolis ad Nestum, σ. 324 εικ. 35. Αθήνα, Πλαταμώνας. 372 Ćurčić, Architecture, εικ. 127, 224. Dereağzı. 373 Ivanov, Durostorum, σ. 65 εικ. 10. 374 Οκτάπλευρος είναι ο ισχυρός γωνιακός πύργος (Ι) της ακρόπολης του Δυρραχίου. 375 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 18. 376 Ćurčić, Architecture, εικ. 8. 377 Ćurčić, Architecture, εικ. 19, 20, 33, 35, 36. Ivanov, Abritus, σ. 177 εικ. 17, σ. 446 εικ. 1. 378 Ο λεγόμενος πεντάπλευρος ή πεντάγωνος πύργος, στην τυπική του μορφή, πύργος τριγωνικής προβολής, αποτελείται από ορθογώνιο, στην ελεύθερη στενή πλευρά του οποίου σχηματίζεται τρίγωνο με οξεία κορυφή, σπανιότερα 90ο περίπου ή ελάχιστα αμβλεία. Είναι, συνήθως, επιμήκης, ώστε να 368 369


[172]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

3. Στο κέντρο του οχυρωμένου νησιού μπροστά από το Kuşadası κτίστηκε ορθογώνιος πύργος 15,7Χ17,35μ χωρίς να συνδέεται με το τείχος379. 4. Συνύπαρξη μορφών. Πολύ συχνά στην ίδια εποχή στην ίδια οχύρωση είναι δυνατόν να συνυπάρχουν διάφορες μορφές πύργων. Ως παραδείγματα αναφέρονται: η Σεργιόπολη (Resafa) (στρόγγυλοι, τετράπλευροι, πεντάπλευροι, ημικυκλικής προβολής)· η Θεσσαλονίκη (τριγωνικοί και τετράπλευροι)· το Dereağzı380 (ορθογώνιος, τρίγωνος, πεντάπλευρος). ΜΕΙΩΣΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ. Από τους πύργους του Διδυμοτείχου μόνον ο πύργος Π1 εμφανίζει σαφή μείωση: είναι ψηλός (σε σχέση με τους λοιπούς) και έχει μικρό εμβαδόν, οπότε η μείωση είναι μάλλον απαραίτητη. Αντίστοιχα ο γωνιακός πύργος του Πυθίου, μεγάλου ύψους και μικρού εμβαδού, εμφανίζει ξεκάθαρη μείωση. Τα ίδια χαρακτηριστικά παρατηρούνται στον Μαρμάρινο Πύργο της Κωνσταντινούπολης381. Μείωση εμφάνιζαν: πύργοι στον Άβαντα και τον Ποταμό382, ωστόσο μόνον ο γωνιακός πύργος Π6 του Ποταμού έχει περιορισμένο εμβαδόν και είναι ψηλός· ο ακρόπυργος του φρουρίου της Παλιάπολης Σαμοθράκης383· ο πύργος του Θωμά στα Ιωάννινα (πολύ μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη μείωση)· τέλος μείωση είχαν οι πεντάπλευροι πύργοι και ο ισχυρός, γωνιακός, πολυγωνικός πύργος στην πάνω πόλη της Άγκυρας. ΜΕΙΩΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ. Στους πύργους του Διδυμοτείχου που διατηρούν το εσωτερικό τους σε ικανοποιητική κατάσταση, διαπιστώνεται ότι οι τοίχοι είναι κατακόρυφοι. Αυτή ήταν η συνηθισμένη κατάσταση στους βυζαντινούς πύργους. Ωστόσο υπήρχαν μερικοί πύργοι οι οποίοι εμφάνιζαν διαφορετική διαμόρφωση: στο επίπεδο αλλαγής στάθμης μειωνόταν το πάχος του τοίχου και δημιουργούνταν πατούρα, στην οποία πατούσαν τα δοκάρια του πατώματος. Η εσοχή και η επακόλουθη μείωση του πάχους των τοίχων επαναλαμβάνονταν σε κάθε αλλαγή στάθμης. Πρόκειται για χαρακτηριστικό κυρίως –αλλά όχι μόνον– μεμονωμένων πύργων. Υπάρχει στον πύργο Π6 του φρουρίου του Πόταμου Αλεξανδρούπολης384, τον νότιο

προβάλλεται περισσότερο από άλλους πύργους μπροστά από το τείχος και να εμφανίζει περιορισμένο μέτωπο προσβολής. Από την άποψη αυτή οι παραλλαγές των πύργων των τριών οχυρώσεων δεν πληρούν τις προδιαγραφές και τον προορισμό των τυπικών πεντάπλευρων πύργων. 379 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 19, σ. 82–83. 380 Morganstern, Dereağzı, σ. 58. 381 Sl. Ćurčić, Late medieval fortified palaces in the Balkans: security and survival, Μνημείο & περιβάλλον 6 (2000), σ. 16–18. Ćurčić, Architecture, σ. 532, εικ. 603–604. 382 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 177–178. 383 Μάτσας – Μπακιρτζής, Σαμοθράκη, εικ. 10. 384 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 172–173.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[173]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πύργο των Σιδηροκαυσίων385, τον πύργο της Γαλάτιστας386. Εντοπίζεται, επίσης, σε αθωνίτικους πύργους387. ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ. Οι πύργοι του Διδυμοτείχου, σε γενικές γραμμές δεν είναι πολύ μεγάλοι. Οι πεντάπλευροι πύργοι Π20 και Π21 προβάλλουν από το τείχος 8μ και 10,20μ αντίστοιχα (αναφέρω την ελάχιστη προβολή). Ο πύργος Π2, ο μεγαλύτερος της οχύρωσης, προβάλλει 8,75μ και έχει μέτωπο 9,75μ. Ο κυκλικός πύργος Π16, στο τμήμα που αποτελεί κυκλικό τομέα, έχει διάμετρο 9,50μ. Ο πεταλόσχημος πύργος Π12 προβάλλει 8,60μ και οι πύργοι ημικυκλικής προβολής Π6 και Π7 6,20μ. Οι τετράπλευροι πύργοι της Κωνσταντινούπολης (σχεδόν τετράγωνοι), είχαν μήκος 10,5, και πλάτος 10μ. Στο Δυρράχιο ένας από τους πεντάπλευρους πύργους είχε μήκος 10.90μ388 και στο δυτικό τείχος της Μεσημβρίας ένας από τους δύο πεντάπλευρους πύργους είχε μήκος 11,20μ και ο τετράπλευρος μετρούσε 9,40Χ8,40μ. Ο γωνιακός, πεταλόσχημος, πύργος Π22 της Zaladapa είχε μήκος μεγαλύτερο των 15μ και οι πύργοι ημικυκλικής προβολής στο Tropaeum Trajani 11μ και 15,5μ. Οι πύργοι ημικυκλικής προβολής που πλαισιώνουν τις πύλες της Άμιδας προβάλλουν 14,5μ. Ο γωνιακός, πολύπλευρος πύργος της πάνω πόλης στην Άγκυρα προβαλλόταν περίπου 30μ από την οχύρωση. Το ερώτημα, που δυσκολεύομαι να απαντήσω, είναι γιατί ορισμένοι πύργοι σε οχυρώσεις του συνόρου του Δουνάβεως (Zaldapa, Tropaeum Trajani) είναι δυνατόν να έχουν πάνω – κάτω ίδιες διαστάσεις με πύργους σαν αυτούς της Άμιδας, όταν κάθε είδους σύγκριση ανάμεσα στις οχυρώσεις αυτές (αλλά και στις πόλεις τις ίδιες) είναι συντριπτική υπέρ της δεύτερης. Ο J. Crow, από τον οποίο αντλώ τις πληροφορίες για την Άμιδα, επισημαίνει τις κλίμακες που είχε προ οφθαλμών, όταν συνεξέταζε την Άμιδα και το Tropaeum Trajani (και όχι μόνον αυτές)389. Η πρώτη, αφετηριακή, σκέψη είναι ότι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις της άμυνας είναι παντού σχεδόν ίδιες, αλλά μάλλον είναι βιαστική. Συνοψίζω ακολούθως τα, σημαντικά κατά τη γνώμη μου, επιχειρήματα υπέρ και κατά όλων των απόψεων. Στα δύο σύνορα διεξαγόταν διαφορετικός πόλεμος: στη Μεσοποταμία η Ρώμη αντιμετώπιζε μια ισάξιά της αυτοκρατορία σχεδόν χιλίων ετών, που διεξήγαγε στην Θεοχαρίδης, Σιδηροκαύσια, σ. 225, εικ. 3, 4. Ι. Παπάγγελος – Πλ. Θεοχαρίδης, O πύργος της Γαλάτιστας, στο: Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική, σ. 222–223. Θεοχαρίδης – Παπάγγελος, Γαλάτιστα, σ. 223, εικ. 3. 387 Θ. Παζαράς (επιστ. επιμ.), Οι πύργοι του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 2002, σποραδικά και εικ. στις σ. 47, 20, 104, 137, 141. 388 Karaiskaj Gj. – Baçe A., La forteresse de Durrës et les autres fortifications environnantes pendant la basse antiquité, (αλβ. με γαλλ. περίλ.), Monumentet 9 (1975), σ. 30. 389 Crow, Amida, σ. 437, εικ. 5 και 7. 385 386


[174]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ιστορία της συνεχείς πολέμους και μάλιστα με δυνάμεις με προηγμένους πολεμικούς μηχανισμούς και δοκιμασμένα αμυντικά συστήματα, ενώ στο Δούναβι μετακινούμενα βαρβαρικά φύλα, ορισμένα από τα οποία τότε άρχιζαν να μαθαίνουν να πολεμούν εναντίον οχυρώσεων πόλεων. Αντωνίνοι, Τετράρχες, Κωνσταντίνος, Αναστάσιος και Ιουστινιανός (πολύ πιθανώς και άλλοι αυτοκράτορες του 4ου και 5ου αιώνα) έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για το σύνορο του Δουνάβεως και τα Βαλκάνια, εξ άλλου σχεδόν όλοι τους –πλην των περισσότερων Αντωνίνων– ήταν θρέμματα των βορείων επαρχιών της Βαλκανικής, αλλά το βλέμμα τους ήταν στραμμένο μονίμως στην Ανατολή. Πλην τούτων Διοκλητιανός και Κωνσταντίνος επέλεξαν να εγκαταστήσουν τις έδρες τους ο πρώτος στη Μικρά Ασία και ο δεύτερος στο Βόσπορο δείχνοντας έτσι που έριχναν στην πραγματικότητα το μαζικό ενδιαφέρον τους, κυρίως όμως θέτοντας τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας τους, κατά κάποιον τρόπο, σε δεύτερη μοίρα. Είναι, λοιπόν, ορατό το αυξημένο ενδιαφέρον της αυτοκρατορίας του 3ου, 4ου και 5ου αιώνα για το ανατολικό σύνορο. ΥΨΟΣ. Συνήθως οι πύργοι ήταν λίγο ή πολύ ψηλότεροι από τα παρακείμενα τείχη. Ύψος τειχών και πύργων, όπως επίσης και η μεταξύ τους διαφορά ύψους, είχαν άμεση σχέση με τη σημασία και τη κλίμακα της οχύρωσης. Στην Κωνσταντινούπολη οι πύργοι της θεοδοσιανής οχύρωσης είχαν ύψος 20μ, ήταν δηλαδή 8μ ψηλότεροι από το τείχος. Δεν γνωρίζω άλλη βυζαντινή οχύρωση πόλης με παρόμοια ισχύ. Στην αφανισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της οχύρωση της Αδριανούπολης αναφέρουν ο Γ. Λαμπουσιάδης ύψος πύργων «πλέον των 10 μέτρων»390, ο Θ. Παπαζώτος ύψος πύργων 14μ και τειχών 10–11μ391 και ο Νικολαΐδης ύψος γωνιακών πύργων περίπου 15μ, ενδιάμεσων περίπου 12μ και τειχών περίπου 12μ392 ήταν δηλαδή πάνω – κάτω 2–3μ ψηλότεροι από το τείχος393. Στη Θεσσαλονίκη είναι περίπου 1,50μ ψηλότεροι από το παρακείμενο τείχος και το ύψος τους κυμαίνεται από 7,60μ μέχρι 15–17μ394. Στην πάνω πόλη της Άγκυρας οι πύργοι είχαν ύψος 12μ395. Οι πύργοι της Κομοτηνής έφταναν τα 11,30μ (επίπεδο περιδρόμου πύργων), δηλαδή 2,30μ ψηλότεροι από τα τείχη (επίπεδο περιπολίας)396.

Λαμπουσιάδης, Αδριανούπολις, σ. 42. Παπαζώτος, Σχόλια, σ. 65. 392 Νικολαΐδης, Αδριανού, σ. 173. 393 Ο Γ. Λαμπουσιάδης αναφέρει ύψος των πύργων «πλέον των 10 μέτρων», Αδριανούπολις, σ. 42. Ο Θ. Παπαζώτος, Σχόλια, σ. 65 αναφέρει ύψος τείχους 10–11μ και πύργων 14μ. 394 Φουντούκου, Θεσσαλονίκη, σ. 139. 395 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 134. 396 Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 20. 390 391


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[175]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο Smederevo οι πύργοι είχαν υπερδιπλάσιο ύψος από τα τείχη, στην ακρόπολη το τείχος είχε ύψος περισσότερο από 10μ και οι πύργοι 23μ397. Τα φρούρια, οι μεμονωμένοι πύργοι με περίβολο και οι μοναστηριακές οχυρώσεις βρίσκονταν μακριά από τις ισχυρές αστικές οχυρώσεις, προστατεύονταν από μικρή στρατιωτική δύναμη και ίσως περιστασιακά, αλλά είχαν μεγάλη σημασία στην αμυντική οργάνωση μιας περιοχής. Ως εκ τούτου είχαν αυξημένες ανάγκες προστασίας. Καθώς δεν μπορούσαν να διοχετευτούν στα οχυρά αυτά επαρκή στρατιωτικά σώματα, ανάλογα με τη σημασία τους, οι αυξημένες ανάγκες όφειλαν να αντιμετωπιστούν πρωτίστως από οχυρώσεις αναβαθμισμένες. Στις οχυρώσεις αυτές οι πύργοι αποκτούσαν εξαιρετική σημασία. Όλα αυτά υλοποιούνταν από τη μεγάλη κλίμακα: στο Πύθιο οι σωζόμενοι πύργοι είχαν ύψος υπερδιπλάσιο (ο μεγάλος πύργος – σωζόμενο ύψος 17μ) ή υπερτριπλάσιο (ο μικρός πύργος – σωζόμενο ύψος 20μ) από τα τείχη· στο φρούριο της Παλιάπολης Σαμοθράκης ο μεγάλος πύργος έφτανε τα 17,75μ περίπου398· είναι σχεδόν περιττό να γίνει ειδική αναφορά στους πύργους των μοναστηριακών οχυρώσεων ή στους πύργους των μετοχίων καθώς όλοι είχαν ύψος πολύ μεγαλύτερο από τους σύγχρονούς τους συνήθεις πύργους αστικών οχυρώσεων (πύργος Προδρόμου Μενοικίου Σερρών 16,50μ, Ρίλα 23,6μ, βασιλιά Μιλούτιν σχεδόν 23μ, Καλέτζη 19μ, αρσανά Μεγίστης Λαύρας περίπου 17μ, Παντοκράτορος 24μ, Δοχειαρίου 20,70μ, Καρακάλου 28μ, Μεταμόρφωσης Βατοπεδίου 29μ, Γαλάτιστας σχεδόν 15μ, Μονής Manasija 35μ)399. Φαίνεται ότι το μέγεθος και κυρίως το ύψος στα μάτια των βυζαντινών παρείχαν αίσθημα υψηλής ασφάλειας. ΚΑΤΟΨΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΨΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ. Ο τετράπλευρος πύργος Π15 έχει τετράπλευρο εσωτερικό καλυμμένο με ημικυλινδρική καμάρα. Δεν διευκρινίστηκε η μορφή του εσωτερικού, το οποίο καλυπτόταν επίσης με κτιστό θόλο αδιευκρίνιστης μορφής, στον πύργο Π3 και στον πύργο Π12. Σφαιρικός θόλος σε σχεδόν ορθογώνια (εσωτερικά και εξωτερικά) κάτοψη στον πύργο Π2 και σε κυκλική κάτοψη στον κυκλικό πύργο Π16. Στον τελευταίο ο κύκλος εμφανίζεται στο εσωτερικό στη δεύτερη στάθμη, ενώ στην πρώτη στάθμη το εσωτερικό παρακολουθούσε το εξωτερικό, δηλαδή στον κύκλο υπήρχε μία γωνία και η μετάβαση από αυτήν την κάτοψη στην κυκλική ανωδομή επιτυγχανόταν με τη μεσολάβηση ημιχωνίου επί της γωνίας. Η κάτοψη του εσωτερικού και η κάλυψή του εξαρτιώταν από τη θέση, τις διαστάσεις, τη λειτουργία και τη σημασία του πύργου. Οι παραλλαγές που παρουσιάζονται σε

Nescović, Smederevo, σ. 132–135. Μάτσας – Μπακιρτζής, Σαμοθράκη, σ. 30. 399 Θ. Παζαράς (επιστ. επιμ.), Οι πύργοι του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 2002, σποραδικά. Ćurčić, Πύργος Μιλούτιν, σ. 216–225. 397 398


[176]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ορισμένες περιπτώσεις δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα. Τέλος πρέπει να επισημανθεί ότι δεν πρέπει να συνεξετάζονται οι πύργοι των αστικών οχυρώσεων με τους πύργους των φρουρίων και τους μοναστηριακούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις το εσωτερικό των πύργων εξαρτιόταν από το σχήμα του εξωτερικού: στους ορθογώνιους πύργους ήταν ορθογώνιο (όπως στους πύργους Π2, Π5, Π15), στους κυκλικούς κυκλικό (πύργοι Π1, Π9, Π10, Π16) και στους πεντάπλευρους πεντάπλευρο (πύργος Π21). Οι δύο παραλλαγές του πεντάπλευρου (πύργοι Π3 και Π8) είχαν ίσως κυκλικό εσωτερικό και ο πεταλόσχημος πύργος Π12 καμπύλο, πιθανώς πεταλόσχημο· για τους τρεις τελευταίους το απολύτως βέβαιο είναι ότι το εσωτερικό δεν ήταν ορθογώνιο. Στην οχύρωση του Διδυμοτείχου μάλλον δεν υπήρχαν ξυλόστεγοι πύργοι. Οι πύργοι της πρωτεύουσας ήταν όλοι καλυμμένοι με πλινθόκτιστους θόλους. Πρόκειται για μνημειακές κατασκευές κλίμακας. Ο γωνιακός πύργος της ακρόπολης του Δημοτικού Μουσείου Ιωαννίνων είναι εξωτερικά στρόγγυλος, αλλά στο εσωτερικό του διαμορφώθηκε μεταγενεστέρως ορθογώνιο καλυμμένο με καμάρα. Στους ορθογώνιους πύργους της πύλης των Διωγμών στην Έφεσο το ορθογώνιο εσωτερικό ήταν καμαροσκέπαστο. Στους πύργους της Αναίας το καμπύλο εσωτερικό είναι ομοιόθετο με το εξωτερικό, αλλά υπάρχουν τέσσερις καμπύλοι πύργοι (δύο πεταλόσχημοι και δύο ημικυκλικής προβολής) με ορθογώνιο εσωτερικό400. Στους τετράπλευρους πύργους της Αναστασιούπολης το τετράπλευρο εσωτερικό ήταν καμαροσκέπαστο. Θόλος κάλυπτε τον ορθογώνιο πύργο του Ορέστη στις Σέρρες. Στους πεντάπλευρους πύργους της Μεσημβρίας το ορθογώνιο τμήμα διαμορφώνεται εσωτερικά με ομοιόθετο ορθογώνιο, ενώ στο τριγωνικό εγγράφεται υπερυψωμένο ημικύκλιο. Σε ένα μάλλον προσεγμένο εν γένει έργο, όπως το κάστρο της Κομοτηνής, αξίζει να επισημανθεί η απουσία κτιστών θόλων. ΕΙΣΟΔΟΣ. Στον μοναχικό πύργο της Μεσημβρίας του Θρακικού πελάγους η τυφλή πρώτη στάθμη επιβάλλει να δεχθώ την ύπαρξη ξύλινης αιρετής κλίμακας για την είσοδο στο εσωτερικό.401 Οι πύργοι του εσωτερικού τείχους του Ποταμού Αλεξανδρούπολης είχαν τυφλή την πρώτη στάθμη402. Το ίδιο συνέβαινε με τον μικρό πύργου του Πυθίου. Στους πύργους της Κομοτηνής και των Πόρων η είσοδος ανοιγόταν ψηλότερα από το επίπεδο του εδάφους. ΠΥΛΕΣ

Müller-Wiener, Jonien, εικ. 15–16. Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 161–162. 402 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 170–174. 400 401


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[177]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η πύλη ήταν λύση της συνέχειας του τείχους403. Ανοιγόταν για να επιτρέψει την επικοινωνία των χρηστών της οχύρωσης με το εξωτερικό. Επομένως εκ του προορισμού της όφειλε να χωροθετηθεί σε προσβάσιμη περιοχή της οχύρωσης: ιδιαιτέρως προσβάσιμη αν οι χρήστες ήταν πολίτες, μεταφορικά μέσα και ζώα, ελάχιστα προσβάσιμη έως σχεδόν απρόσιτη αν οι χρήστες ήταν στρατιώτες. Ένα άνοιγμα, όμως, ήταν έτσι και αλλιώς ευαίσθητο σημείο της οχύρωσης. Οι ανωτέρω κοινοτυπίες σκοπεύουν να επισημάνουν ότι όλες ανεξαιρέτως οι πύλες είχαν λειτουργίες που υπονόμευαν η μία την άλλη: άνοιγμα σε προσβάσιμο σημείο συγκέντρωνε την έφοδο της μεγάλης μάζας των πολιορκητών και ένα άνοιγμα σε απρόσιτο σημείο απαγόρευε την προσπέλαση των ειρηνικών χρηστών με ή χωρίς ζώα και πράγματα. Επομένως η μόνη λύση ήταν να θωρακιστεί το άνοιγμα όσο το δυνατόν πιο βαριά. Οι πύλες εξυπηρετούσαν ανάγκες των χρηστών των οχυρώσεων. Η άμυνα, η διακίνηση (κυκλοφορία), η διαφυγή, ο εφοδιασμός ήταν ανάγκες κοινές για τους χρήστες κάθε κατηγορίας και όλων των οχυρώσεων, η ικανοποίηση των οποίων αναγκών, όμως, είχε διαφορετική σημασία για κάθε κατηγορία χρηστών. Όλες είχαν έναν κοινό παρονομαστή: απαιτούσαν δρόμους. Συνεπώς στις οχυρώσεις των υψωμάτων οι πύλες ανοίγονταν στα σημεία, στα οποία ήταν δυνατό 1. να καταλήξουν από την ύπαιθρο προς το εσωτερικό της οχύρωσης δρόμοι κάθε είδους, μορφής και προορισμού και 2. να ξεκινήσουν δρόμοι από την πύλη προς ποικίλου ενδιαφέροντος προορισμούς στο εσωτερικό της οχύρωσης. Πύλες οι οποίες δεν εξυπηρετούνταν από δρόμους προορίζονταν σαφώς αποκλειστικά για στρατιωτικές κινήσεις. Αυτομάτως διακρίνονται κατ’ αρχάς δύο ειδών προορισμοί: πρωτίστως ειρηνικός και πρωτίστως πολεμικός. Ο ειρηνικός απαιτούσε δρόμους που εξασφάλιζαν κυκλοφορία από άνετη έως στοιχειώδη. Ο πολεμικός ζητούσε υποτυπώδη μονοπάτια για τουλάχιστον έναν οπλισμένο άντρα. Ο πρώτος προοριζόταν για τους πολίτες, τα ζώα, τα εμπορεύματα, τα τροχοφόρα, δηλαδή για μαζική κίνηση και για όγκους. Ο δεύτερος για μεμονωμένα άτομα, για διαφυγή, για κρυφές κινήσεις εν γένει. Τα ανωτέρω καθιστούσαν τη γεωμορφολογία και τη χωροταξία πρωτεύοντες παράγοντες στη χωροθέτηση στο έδαφος, τη διάταξη στο τείχος και τη μορφολογία της πύλης. Στα υψώματα επιλέγονταν τα σημεία στα οποία κατέληγαν οι φυσικές προσβάσεις· στις χερσονήσους οι χερσαίες πύλες ανοίγονταν στους ισθμούς· στις ακτές η θέση έπρεπε να επιλεγεί ανάμεσα στις ευκολότερα προσεγγίσιμες.

Pringle, Byz. Africa, σ. 158–163. Gregory, East. Frontier, σ. 135–138, 172–173. Johnson, Fortifications, σ. 44–50. 403


[178]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σχεδόν αποκλειστικά στρατιωτική λειτουργία είχε η πυλίδα ΠΛ6 του Διδυμοτείχου· οι πυλίδες ΠΛ2 και ΠΛ3 στα απότομα βράχια πάνω από τη θάλασσα στην αρχή και το άκρο της Χριστούπολης / Καβάλας404· την ίδια λειτουργία είχε η πυλίδα στην απόκρημνη πλευρά του Παλιού Πυλιού στην Κω. ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ. Στο Διδυμότειχο οι τρεις «αστικές» πύλες ανοίγονταν σε σημεία σχετικά προσβάσιμα. Για τις αλλεπάλληλες πύλες ΠΛ9 και ΠΛ10 χρειαζόταν να διανύσει κανείς μικρή απόσταση (περίπου 100μ) από τα πεδινά, κάπως μεγαλύτερη απόσταση (περίπου 200μ) απαιτούνταν για την ΠΛ1, ακόμη περισσότερο για την ΠΛ4 και πολύ περισσότερο για την ΠΛ6. Για τις δύο πρώτες αρκούσε να ανέβει κανείς μια μικρή ή κάπως μεγαλύτερη ανηφόρα, κάθετα προς την πλαγιά, αλλά για τις άλλες δύο εκτός από την ανηφόρα έπρεπε να ακολουθήσει τις υψομετρικές καμπύλες που θα τον οδηγούσαν σε αυτές, γιατί η άνοδος προς αυτές κάθετα προς την πλαγιά ήταν εξαιρετικά επίπονη. Η ποτάμια πύλη ΠΛ7 ήταν άμεσα προσβάσιμη από την όχθη του ποταμού. Στην Καβάλα οι χερσαίες πύλες ανοίγονταν εκεί που κατέληγαν οι μοναδικές χερσαίες προσβάσεις. Στα φρούρια του Πυθίου, του Άβαντα και του Ποταμού πύλες υπήρχαν στα σημεία που μπορούσε να φτάσει ο μοναδικός δρόμος· σε κανένα από τα τρία δεν εντοπίστηκε παραπόρτι. Στο κάστρο του Παλιού Πυλιού της Κω η κύρια πύλη βρέθηκε στην απόληξη της μοναδικής σχετικά ομαλής, περιελισσόμενης ανόδου, αλλά μία μικρή πυλίδα ανοίχτηκε πάνω από το γκρεμό, σε σημείο εξαιρετικά επικίνδυνο, απέναντι από τον ατείχιστο βυζαντινό οικισμό. Στην Πρώτη Ιουστινιανή οι πύλες ανοίγονταν στη μακρά πλευρά μπροστά από στην οποία απλωνόταν σχετικά ομαλό πρανές. Στη Μεσημβρία (όπως εξ άλλου σε όλες τις οχυρώσεις που κατασκευάστηκαν σε στενές χερσονήσους) αναπόδραστα η κύρια πύλη ανοιγόταν στο στενό χερσαίο τείχος που απέκλειε τον ισθμό· δευτερεύουσες πύλες υπήρχαν στο βόρειο και νότιο θαλάσσιο τείχος. Στη Ζηνοβία οι δύο κύριες πύλες ανοίγονταν περίπου σε υψόμετρο 10–12μ, στη μέση του διαστήματος από την όχθη μέχρι το υψόμετρο που άρχιζαν οι ισχυρές κλίσεις (περίπου 20–25μ). Στη νότια πλευρά της, που ήταν μεγαλύτερη από τη βόρεια, υπήρχε και μία δεύτερη πύλη εκτός της κύριας. Στο ποτάμιο τείχος της ανοίγονταν τρεις πύλες υποδεικνύοντας έτσι ότι η σημαντική κίνηση λάμβανε χώρα στο ποτάμι. ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΟΧΥΡΩΣΗ. Μελετώντας τη διάταξη των πυλών στην οχύρωση του Διδυμοτείχου με κέντρο την ακρόπολη, διαπιστώνει κανείς ότι οι τέσσερις πύλες διατάσσονταν περίπου κανονικά στα σημεία του ορίζοντα και μοίραζαν την οχύρωση σε τέσσερα τμήματα κατά κάποιον τρόπο ίσα. Την ίδια εντύπωση δίνει η διάταξη των 404

Τσουρής, Καβάλα, σ. 398–399.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[179]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τεσσάρων πυλών στη Zaldapa: μοιάζει σαν απόηχος του σχεδίου με πύλες στις τέσσερις πλευρές, περίπου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Χωρίς αναφορές σε άλλα παρόμοια παραδείγματα και έχοντας προ οφθαλμών μόνον τις δύο ανωτέρω περιπτώσεις, διακινδυνεύω να παρατηρήσω ότι ο αξιωματούχος που επέλεξε τις συγκεκριμένες διατάξεις είχε κάποια ανάμνηση των σχεδίων ρωμαϊκών πόλεων με τετράπλευρη οχύρωση και πύλες στο μέσον των τεσσάρων πλευρών. Αυτό είναι περισσότερο εμφανές στα κανονικά κατά κάποιον τρόπο σχήματα. Παρόμοιες διαδικασίες εγκαταλείφθηκαν οριστικά μετά τον 7ο αιώνα. Στην οχύρωση του Dibsi Faraj ανοίγονταν πύλη σε γωνία των τειχών, πολύ περίεργα και μάλλον άβολα405. Στον πάνω περίβολο του κάστρου του Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο δύο πύλες ανοίγονταν προς την ύπαιθρο, στις δύο γωνίες του περιβόλου στις οποίες κατέληγαν τα δύο σκέλη του κάτω περιβόλου, αφήνοντας έτσι χωρίς άμεση επικοινωνία τους δύο περιβόλους406. Αντίθετα στην κάτω πόλη της ίδιας οχύρωσης πύλη ανοιγόταν στο μέσον της στενής πλευράς. Στην κάτω πόλη της Πρώτης Ιουστινιανής πύλες ανοίγονταν στο μέσον της στενής πλευράς και στη μακρά πλευρά, την παράλληλη προς το ομαλό πρανές· η άλλη μακρά πλευρά βρισκόταν πάνω από απότομο βραχώδες πρανές και έτσι δεν προσφέρονταν για κυκλοφορία407. Εκείνο που έχει σημασία εδώ, είναι ότι στην οχύρωση αυτή, όπως έχει επισημανθεί στη βιβλιογραφία, οι πύλες ανταποκρίνονταν στην πολεοδομική οργάνωση. Στη Ζηνοβία οι δύο κύριες πύλες ανοίγονταν περίπου στα πέρατα του decumanus maximus, ο οποίος με τη σειρά του διέσχιζε την πόλη περίπου σε υψόμετρο 10–12μ και ήταν οι μόνες που προστατεύονταν από ζεύγος πύργων, ενώ οι ισχυρές κλίσεις άρχιζαν περίπου από το υψόμετρο των 20–25μ. ΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΥΛΗ. Η κίνηση προς μία πύλη μπορούσε να είναι ευθύγραμμη ή η θέση της πύλης στην οχύρωση και η μορφή της στο τείχος μπορούσε να εξαναγκάζει σε τεθλασμένη κίνηση. Στο Διδυμότειχο η πρόσβαση προς τις πύλες ΠΛ1 και ΠΛ7 ήταν ευθύγραμμη, αλλά στις άλλες οι υψομετρικές καμπύλες υποχρέωναν τον επιτιθέμενο να κινηθεί κατ’ αρχάς ανηφορικά, κάθετα δηλαδή προς τις υψομετρικές καμπύλες, στη συνέχεια να αλλάξει πορεία και να κινηθεί παράλληλα προς το τείχος, δηλαδή

Foss – Winfield, Fortifications, σ. 220 εικ. 38. Müller-Wiener, Jonien, εικ. 20, Beilage ΙI και ΙII. 407 Στα τοπογραφικά που δημοσιεύουν οι Ćurčić, Architecture, εικ. 217–218 και Saradi, City, σ. 498 παραλείπονται 1. οι τετράπλευροι πύργοι που προστάτευαν την πύλη της στενής πλευράς της οχύρωσης στην κάτω πόλη (Saradi και Ćurčić), 2. ο ένας (Saradi) ή οι δύο (Ćurčić) κυκλικοί πύργοι στις γωνίες της στενής πλευράς της πάνω πόλης και 3. ο ένας από τους δύο πεντάπλευρους πύργους (Saradi) που προστάτευαν την πύλη της πάνω πόλης. 405 406


[180]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ακολουθώντας περίπου τις καμπύλες, και εν τέλει να στρίψει 90ο για να φτάσει στην πύλη. ΚΙΝΗΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΥΛΗ. Η κίνηση στην ίδια την πύλη –δηλαδή από το εξωτερικό προς το εσωτερικό– μπορούσε να είναι ευθεία (→) (που ήταν η συνηθέστερη) ή τεθλασμένη (↑→) (που ήταν η λιγότερο συνηθισμένη). Σε όλες τις πύλες του Διδυμοτείχου, σωζόμενες και μη, η κίνηση ήταν ευθύγραμμη, . Τεθλασμένη ήταν η κίνηση στις περισσότερες περιπτώσεις που η πύλη προστατευόταν από κλωβό, όπως συνέβαινε ανάμεσα στις πύλες ΠΛ9 και ΠΛ10. Η πρόσβαση προς τα ανοίγματα και η κίνηση σε αυτά τα ίδια ήταν ευθύγραμμη, αλλά η κίνηση από το ένα άνοιγμα προς το άλλο ήταν κατ’ ανάγκην τεθλασμένη. Όπως αναλύεται στη συνέχεια, έτσι κι’ αλλιώς μία από τις βασικές σκοπιμότητες της κατασκευής κλωβού –πλήν άλλων– ήταν ακριβώς ο εξαναγκασμός του επιτιθέμενου σε τεθλασμένη κυκλοφορία. Στις περιπτώσεις που η πύλη διαμορφωνόταν σε πύργο η κίνηση μπορούσε να είναι ευθύγραμμη ή τεθλασμένη. Ευθύγραμμη ήταν στον πυλώνα του εσωτερικού περιβόλου του φρουρίου του Πυθίου, στην πύλη του εσωτερικού περιβόλου του κάστρου του Ποταμού Αλεξανδρούπολης και στον πυλώνα του κάστρου της Ζίχνας. Τεθλασμένη στην πύλη του κάστρου του Άβαντα που διαμορφωνόταν στον πύργο Π1 και στην πύλη της ακρόπολης (Μεγάλος Περίβολος) της Μυτιλήνης. ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ. Μια πύλη μπορούσε να είναι μονή, διπλή ή τριπλή. Η μονή ήταν ο κανόνας σε όλες τις εποχές. Αφήνοντας πίσω τις οχυρώσεις πριν από την κ.χ., η διπλή και η τριπλή είναι γνωστές από τις οχυρώσεις των αυτοκρατορικών αιώνων. Στο Διδυμότειχο σωζόμενες και μη πύλες ήταν μονές. Ανάμεσα στα πιο όψιμα παραδείγματα τριπλής πύλης καταλέγονται οι τρεις κύριες πύλες της Σεργιούπολης408. ΜΟΡΦΗ. Η πύλη μπορούσε να είναι απλό άνοιγμα στο τείχος, ευθύγραμμο είτε τεθλασμένο. Η μορφή αυτή άφηνε την πύλη εν πολλοίς απροστάτευτη· ή μόνη προστασία που μπορούσε να υπάρξει ήταν οι βολές των στρατιωτών που περιπολούσαν στον περίδρομο πάνω από την πύλη Μπορούσε να διαμορφώνεται σε πύργο και είτε Ι. να επιτρέπει ευθύγραμμη κίνηση είτε ΙΙ. να επιβάλει τεθλασμένη κίνηση. Ο πύργος μπορούσε να πλαισιώνεται από δύο πύργους, να προστατεύεται από έναν πύργο ή να είναι απροστάτευτος. Όλες οι ανωτέρω περιπτώσεις εξετάζονται στην επόμενη ενότητα. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Η, πάσης μορφής και διάταξης, πύλη ανάλογα με τη σημασία της και τη θέση της προστατευόταν από έναν κοινό ή ισχυρό πύργο, από δύο κοινούς ή ισχυρούς πύργους ή δεν διέθετε καμμία προστασία. Λιγοστές πύλες διέθεταν πέραν των πύργων επί πλέον θωράκιση, σύγχρονη ή μεταγενέστερη, ποικίλων μορφών και διατάξεων. 408

Karnapp, Resafa, εικ. 3, 4.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[181]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1. Ανάμεσα σε δύο πύργους. Την καλύτερη προστασία στην πύλη προσέφεραν δύο ισχυροί πύργοι εκατέρωθεν αυτής. Οι επιτιθέμενοι συνωθούνταν σε στενό χώρο βαλλόμενοι από τρεις πλευρές: από δύο πύργους και από τον περίδρομο του τείχους πάνω από την πύλη και ανάμεσα στους πύργους. Δύο πύργοι ημικυκλικής προβολής πλαισίωναν την πύλη του φρουρίου Ras409· ζεύγη πύργων με όμοια κάτοψη προστάτευαν πύλες στο Tropaeum Trajani410, τη Zaldapa (Σκυθία)411, τη Dinogetia412, την Oescus413, την Abritus414, τη Drobeta415, τη Scampis416, το Vig417. Στη Zaldapa οι δύο πύργοι είχαν μήκος περί τα 9μ, αλλά μέσα από το τείχος υπήρχαν δύο χώροι στην προέκταση των πύργων δημιουργώντας έτσι ένα διάδρομο με μήκος περί τα 18μ σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο ογκώδεις κατασκευές. Στο Βελιγράδι η πύλη Zindan (μέσα 15ου αιώνα) ήταν κυριολεκτικά σφηνωμένη ανάμεσα σε δύο πύργους περίπου ημικυκλικής προβολής στο διάδρομο εισόδου418. Τον ίδιο σχεδιασμό συναντούμε στην άνω πύλη του Κοτυαίου419. Πύργοι με καμπύλο μέτωπο (αδιευκρίνιστο αν επρόκειτο για κυκλικούς, ημικυκλικούς ή πύργους ημικυκλικής προβολής) πλαισίωναν την πύλη της νότιας πλευράς της Αδριανούπολης. Μάλλον τεράστιοι πύργοι ημικυκλικής προβολής προστάτευαν τις πύλες της Άμιδας420. Πεντάπλευροι πύργοι υπήρχαν στις δύο πλευρές της πύλης των Σαλόνων421, της Σερδικής422, της Madara423, Vodno424, Stenos425, της Πρώτης Ιουστινιανής426 και της Μεσημβρίας427.

Ćurčić, Architecture, σ. 486–487. Ćurčić, Architecture, εικ. 41. 411 Torbatov, Zaldapa, σ. 92, εικ. 2, 14, 15, 18. 412 Ćurčić, Architecture, εικ. 19. 413 Ivanov, Oescus, σ. 3, εικ. 2. 414 Ćurčić, Architecture, εικ. 20. 415 Ćurčić, Architecture, εικ. 33. 416 Ćurčić, Architecture, εικ. 35. 417 Ćurčić, Architecture, εικ. 36. 418 Popović, Βελιγράδι, σ. 129, εικ. 4, 5. 419 Foss, Kütahya, σ, 44, εικ. 46, σχ. στη σ. 46. 420 Crow, Amida, εικ. 5, 7. 421 Ćurčić, Architecture, εικ. 127. 422 Ćurčić, Architecture, εικ. 44. 423 Ćurčić, Architecture, εικ. 178. 424 Ćurčić, Architecture, εικ. 188. 425 Ćurčić, Architecture, εικ. 186. 426 Ćurčić, Architecture, εικ. 217. 427 Preshlenov, Mesambria, σ. 501 εικ. 3. Θεοκλίεβα-Στοΐτσεβα, Μεσημβρία, σ. 49. 409 410


[182]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο κάστρο του Αγίου Ιωάννη στην Έφεσσο η λεγόμενη Πύλη των Διωγμών προστατευόταν από δύο ισχυρούς σχεδόν τετράγωνους πύργους (8,06Χ7,83μ και 8,02Χ7,66μ), με θολωτό όροφο, οι οποίοι στη συνέχεια μετατράπηκαν σε πενταγωνικούς. Τετράπλευροι πύργοι πλαισίωναν πύλες στην Αθήνα, τον Πλαταμώνα (αρχική φάση) 428, την Αναστασιούπολη, την Αδριανούπολη, τη Διοκλητιανόπολη429, τη Φιλιππούπολη, το Djambaz tepe (Nebet tepe)430, τις Augustae431, την Oescus432, τη Bargala433, την Abritus434, την Πρώτη Ιουστινιανή435, τα Μακρά Τείχη του Αναστασίου436, τις πύλες του κάστρου του θεάτρου της Μιλήτου (5,20Χ5,60μ στην κύρια πύλη, 4,50Χ4,90μ στη δευτερεύουσα)437, τη Σεργιόπολη, τη Μονή Manasija (Resava)438, τη Ζηνοβία, το Κοτύαιον. Δύο ορθογώνιοι πύργοι πλαισίωναν την τρίτη πύλη του Ακροκορίνθου. Η είσοδος ήταν ορθογώνιο άνοιγμα και το διαβατικό καλυπτόταν με ημικυλινδρική καμάρα. Δύο επτάπλευροι πύργοι πλαισίωναν την πύλη στη Ratiaria439. Οκτάπλευροι πύργοι υψώνονταν εκατέρωθεν των πυλών του Split440 και του Sarkamen441. Στη Romuliana πολύπλευροι πύργοι υψώνονταν εκατέρωθεν των πυλών442. Ειδική κατηγορία αποτελεί η πύλη ανάμεσα σε δύο πύργους, η οποία διαθέτει πρόσθετη θωράκιση: ένα τείχος συνδέει τα μέτωπα των δύο πύργων διαμορφώνοντας κλειστό, απολύτως ελεγχόμενο χώρο μπροστά από το άνοιγμα. Ο επιτιθέμενος στην πραγματικότητα όφειλε να παραβιάσει δύο συνεχόμενες πύλες, τη μία πίσω από την άλλη, προστατευμένες από δύο πύργους και, το χειρότερο από όλα, εγκλωβισμένος σε στενό χώρο, όπου μπορούσε να συγκεντρωθεί περιορισμένος αριθμός στρατιωτών και τέλος δεχόμενος πυρά από κάθε κατεύθυνση. Η μορφή ανάγεται στους αυτοκρατορικούς αιώνες και, εκτός από πρόσθετη προστασία, αναβαθμίζει από κάθε Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας, σ. 31. Madzharov, Diocletianopolis, σ. 446 εικ. 1. 430 Hoddinot, Bulgaria, σ. 291 431 Ivanov, Defence system, σ. 308. 432 Ivanov, Defence system, σ. 308. 433 Ćurčić, Architecture, εικ. 43. 434 Ćurčić, Architecture, εικ. 20. 435 Ćurčić, Architecture, εικ. 217. 436 Ćurčić, Architecture, εικ. 283. 437 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 5–6. 438 Simić, Manasija, σ. 236–237, εικ. 1–8. Ćurčić, Architecture, σ. 633–635, εικ. 737–740. 439 Ivanov, Defence system, σ. 308. 440 Ćurčić, Architecture, εικ. 14. 441 Ćurčić, Architecture, εικ. 13. 442 Ćurčić, Architecture, εικ. 8–10. 428 429


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[183]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άλλη άποψη την πύλη. Μεταγενέστερο παράδειγμα παρέχει η οχύρωση της Σεργιόπολης443. 2. Δίπλα σε έναν πύργο. Ένας ισχυρός κυλινδρικός πύργος, ο ισχυρότερος του κάστρου, προστάτευε την πύλη της ακρόπολης του Ασλάν πασά (του Δημοτικού Μουσείου)444: η πύλη ανοιγόταν ανάμεσα σε αυτόν το πύργο και σε ένα ορθογώνιο όγκο τοιχοποιίας που δύναται να θεωρηθεί συμπαγής πύργος. Στο νησί του Kuşadası η κύρια πύλη ανοίγεται δίπλα σε ισχυρό, γωνιακό, κυκλικό πύργο (με δ. περί τα 10μ)445. Βελιγράδι, πύλη (τρεις πρώτες δεκαετίες 15ου αιώνα) πίσω από την πύλη Zindan, δίπλα σε γωνιακό πύργο ημικυκλικής προβολής446. Δίπλα σε τετράπλευρο πύργο υπήρχε πύλη στην Αθήνα· στην Abritus447· στη Σεργιόπολη α. δίπλα στους πύργους 3 και 39 (nebentor), β. σε απόσταση βολής από τους πύργους 16–17 και 28–29, αλλά όχι δίπλα τους και γ. δίπλα στους πύργους 8 και 18 (ausfallpforte)448· στο Αμόριο. Δίπλα σε τριγωνικό πύργο υπήρχε πύλη στο Αμόριο. 3. Σε πύργο. Στο φρούριο του Πυθίου πύλη προς τον εσωτερικό περίβολο (ακρόπολη) διαμορφωνόταν σε τετράπλευρο πύργο, ο οποίος πάντως βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πανίσχυρους πύργους. Στον Ποταμό της Αλεξανδρούπολης η πύλη του εσωτερικού περιβόλου ανοιγόταν σε πύργο (πλ. 5,70μ, μ. τουλάχιστον 2,80μ)449. Σε όμοιο πύργο διαμορφωνόταν η πύλη της Μονής Δαφνίου. Σε πύργο ανοιγόταν η πύλη του Πλαταμώνα450. Στη Ζίχνα η πύλη διαμορφωνόταν σε τετράπλευρο πύργο που εξείχε προς το εξωτερικό (κάλυψη με ημικυλινδρική καμάρα· θύρα ξύλινη, μάλλον δίφυλλη, στη μέση του διαβατικού· καταχύστρα προ της θύρας)· η κίνηση ήταν ευθύγραμμη451. Σε τετράπλευρο πύργο υπήρχε πύλη στην Abritus452 και την Augousta Trajana453. Οι δύο κύριες πύλες του κάστρου της Κομοτηνής διαμορφώνονταν σε πύργους. Στον Πρίλαπο η είσοδος προς την ακρόπολη διαμορφωνόταν σε ισχυρό ωοειδή πύργο, το διαβατικό έχει σχήμα γάμα και διαθέτει τρεις θύρες· στο φρούριο Maglič σε πλάγια

Karnapp, Resafa, εικ. 3, 4. Τσουρής, Ιωάννινα, σ. 10, σχ. 9. 445 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 19. 446 Popović, Βελιγράδι, σ. 129–130, εικ. 5. 447 Ivanov, Abritus, σ. 177 εικ. 17. 448 Karnapp, Resafa, εικ. 3, 4. 449 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 167. 450 Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας, εικ. 6. 451 Μουτσόπουλος, Ζίχνα, σ. 194–195. 452 Ivanov, Abritus, σ. 180 εικ. 23, σ. 181 εικ. 26. 453 Ivanov, Augusta Traiana, σ. 470 εικ. 3, σ. 477 εικ. 13. 443 444


[184]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πλευρά τετράπλευρου πύργου454· στους τετράγωνους πύργους 8 και 45 της Σεργιόπολης455. Στο κάστρο της Αναίας (ή των Αναίων, Kadıkalesi) η δευτερεύουσα πύλη ίσως ανοιγόταν σε πύργο456· στο Kuşadası η πύλη, με δύο θύρες, ανοίγεται σε πύργο πλάτους 10μ, που εξέχει 7μ από το τείχος, η πύλη, από θύρα σε θύρα, έχει μήκος 9μ και το θυραίο άνοιγμα έχει πλάτος 3,10μ. 4. Ανάμεσα σε απολήξεις παράλληλων τειχών. Στο νησί του Kuşadası δευτερεύουσα πύλη ανοίγεται χωρίς καμμία ιδιαίτερη προστασία ανάμεσα σε δύο παράλληλα τείχη457. Στη Βυλλίδα (Βουλλίδα) της Νέας Ηπείρου στα τείχη και των τριών μερών διαμορφώνονται πύλες ανάμεσα στις παράλληλες απολήξεις δύο τειχών με δύο ιδιαίτερες περιπτώσεις: στη μία το εξωτερικό τείχος της πύλης προστατεύεται από τετράγωνο πύργο και στην άλλη οι δύο απολήξεις κάμπτονται σε ορθή γωνία προς αντίθετες κατευθύνσεις και ανάμεσα στις δύο πλευρές διαμορφώνεται ο διάδρομος της πύλης458. Καμμία από αυτές δεν ανοίγεται στο εγκάρσιο τείχος. 5. Κλωβός. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οχύρωσης του Διδυμοτείχου είναι ένας κλωβός, ένας μικρός περίβολος που σχηματίζεται ανάμεσα στους πύργους Π20 και Π21, μπροστά από την πύλη ΠΛ10. Η είσοδος στο χώρο αυτό, η πύλη ΠΛ9, δεν βρίσκεται στην ίδια ευθεία με την ΠΛ10. Επί πλέον η πρώτη προστατεύεται από τον πύργο Π19, ο οποίος διαμορφώνει τη μία πλευρά της. Το πρωιμότερο, από όσο μπορώ να ξέρω, ανάλογο παράδειγμα βρίσκεται στην Άγκυρα459. Μπροστά από την πύλη της Άγκυρας αναπτύσσεται ένας τετράπλευρος χώρος ανάμεσα σε τείχη, προστατευμένος από δύο πεντάπλευρους πύργους στη μπροστινή πλευρά του. Το πρώτο (εξωτερικό) άνοιγμα βρίσκεται στην πλάγια πλευρά του τετράπλευρου, έτσι ώστε οι δύο πύλες να μην είναι στην ίδια ευθεία. Η προσέγγιση των Cl. Foss και D. Winfield είναι πλήρης: ο επιτιθέμενος εγκλωβιζόταν σε περιορισμένο χώρο, ανάμεσα σε πύργους και τείχη και ήταν αναγκασμένος να κάνει τεθλασμένη διαδρομή για να επιτεθεί στην πύλη, που οδηγούσε στο εσωτερικό της οχύρωσης. Το μόνο που μπορώ να προσθέσω περαιτέρω, για την περίπτωση της Άγκυρας ειδικά, είναι ότι η περιοχή γύρω από τους δύο γωνιακούς πύργους της συγκεκριμένης πλευράς, στην οποία διαμορφώνεται ο κλωβός, βρίσκεται στο βεληνεκές τόξου και ακοντίου. Simić, Maglič, σ. 125, εικ. 2. Karnapp, Resafa, εικ. 3, 4. 456 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 15–16. 457 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 19. 458 Beaudry Ν., κ. ά., Byllis (Albanie), BCH 126 (2002), 2. Études, rapports et chroniques, σ. 660, εικ. 1. 459 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 134, εικ. 9–9a. 454 455


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[185]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ίδια αντίληψη για την πρόσθετη προστασία πύλης ανιχνεύεται σε δύο ακόμη περιπτώσεις, τη Ληταία Πύλη της Θεσσαλονίκης και την πύλη του Αμορίου. Στη πύλη της Θεσσαλονίκης δύο βραχίονες ξεκινούσαν από τους τριγωνικούς πύργους που την πλαισίωναν και σχημάτιζαν μπροστά από αυτήν εξάγωνο χώρο460. Στο Αμόριο πολυγωνικό προαύλιο διαμορφωνόταν μπροστά από πύλη που πλαισιωνόταν από τριγωνικούς πύργους461. Η περίπτωση του Αμορίου δεν έχει ακόμη ερευνηθεί πλήρως και δεν αποκλείεται να αποτελεί «a secondary addition». Στον Μυστρά, μπροστά από την πύλη του Ναυπλίου απλώνεται χώρος με ακανόνιστο πολυγωνικό τείχος και δική του πύλη462. Στον Ακροκόρινθο η τρίτη πύλη ανοίγεται στην πίσω πλευρά μιας περίπου τετράπλευρης υποχώρησης του τείχους463. Δύο τετράπλευροι πύργοι πλαισώνουν την πύλη και εκατέρωθεν αυτών υπάρχουν άλλοι δύο, επίσης, ορθογώνιοι. Η μπροστινή πλευρά φράζεται από τείχος το οποίο στην πραγματικότητα είναι η συνέχεια της οχύρωση της δυτικής πλευράς του βραχώδους όγκου, ωστόσο όλη η διαμόφωση της μπροστινής πλευράς είναι μεταγενέστερη της τρίτης πύλης. Αν, όπως πιστεύω, η μεταγενέστερη διαμόρφωση γύρω από την δεύτερη πύλη απηχεί τη βυζαντινή πραγματικότητα, τότε ήδη πριν από τη Φραγκοκρατία ανάμεσα στη δεύτερη και τρίτη πύλη υπήρχε ένας ευρύς κλωβός, βαρειά οχυρωμένος στην πίσω, ψηλότερη, πλευρά του, ενώ η πύλη προς τον κλωβό (ή δεύτερη πύλη) δεν βρισκόταν στον ίδιο άξονα. Πρόβλημα παραμένει η μορφή, η λειτουργία και ο χρόνος ανοικοδόμησης του επιμήκους χώρου ακριβώς πίσω από την μπροστινή πλευρά του τείχους του κλωβού, ανάμεσα δηλαδή στη δεύτερη και τρίτη πύλη. Στο Βεράτι η κεντρική πύλη βρίσκεται μέσα σε κλωβό464. Οι πύλες κλωβού και πόλης δεν βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Εκτός αυτού η πύλη του κλωβού ανοίγεται δίπλα σε ισχυρό πύργο, τον γωνιακό πύργο του βόρειου άκρου της οχύρωσης. Στον Πρίλαπο μπροστά από τον πυλώνα της ακρόπολης διαμορφώνεται μία, και πάλι πάνω – κάτω, τετράπλευρη αυλή μπροστά από τον πυλώνα, δίπλα στον οποίο υψωνόταν ισχυρός τετράπλευρος πύργος. Στο Sobri η πύλη προς τον δεύτερο περίβολο της πόλης ανοίγεται σε γωνιώδη υποχώρηση της οχύρωσης κοντά σε ισχυρό γωνιακό πύργο και η υποχώρηση αυτή προστατεύεται από τείχος σε σχήμα Γ, διαμορφώνοντας

Tafrali, Thessalonique, σ. 107–108, σ. 108 εικ. 11, παρένθ. πίν. «Les murs de Thessalonique»· Crow, Urbanism, σ. 98–99. 461 Crow, Urbanism, σ. 98–99. Harrison, Amorium 1990, σ. 221. Ivison, Amorium, σ. 36, εικ. 4. 462 Μαρίνου, Συγκρότηση, σ. 57 εικ. 1· η ίδια, Οχύρωση, σ. 90 εικ. 34–37. 463 Bon, Acrocorinth, πίν. ΙΙ. 464 Karaiskaj, Μπεράτι, σ. 114–115. Ćurčić, Architecture, σ. 570. 460


[186]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

με τον τρόπο αυτό μία τραπεζιόσχημη αυλή465. Η πύλη στην τελευταία βρίσκεται στην ελεύθερη γωνία της αυλής και δεν πλαισιώνεται από οποιοδήποτε αμυντικό στοιχείο. Αντί άλλου μπροστά από την αυλή και την πύλη αναπτύσσεται μία ακόμη τειχισμένη αυλή παρέχοντας την απαραίτητα ασφάλεια στην πύλη. Εξαιρετικό και εντυπωσιακό παράδειγμα παρέχει η οχύρωση του Βελιγραδίου, στην περιοχή της πύλης Zindan, αν και το συγκρότημα δεν οικοδομήθηκε ολόκληρο ταυτοχρόνως και πέραν αυτού προορίστηκε για πόλεμο πυρίτιδας. Η πύλη (μέσα 15ου αιώνα) σφηνώνεται ανάμεσα σε δύο πύργους, πίσω της υπάρχει τετράγωνο οικοδόμημα, μετά το οποίο ανοίγεται μεγάλη αυλή. Αυτή προστατεύεται από καμπύλο τείχος. Η εσωτερική πύλη (τρεις πρώτες δεκαετίες 15ου αιώνα) προστατεύεται από τον γωνιακό πύργο ημικυκλικής προβολής και επί πλέον από προτείχισμα, που περιέβαλε πύλη, γωνιακό πύργο και όλη τη γωνία του περιβόλου. Χονδρικά το σύνολο της διαμόρφωσης αυτής εκτλέστηκε αφού η πόλη κατέστη πρωτεύουσα της Σερβίας (αρχές 15ου αιώνα). To παράδειγμα του Rumeli Hisar (1452), το νεότερο από όσα ενδιαφέρουν αυτή τη διαπραγμάτευση, είναι εξ ίσου αξιοπρόσεκτο: μπροστά από την παραθαλάσσια, κύρια πύλη του φρουρίου κατασκευάστηκε κλωβός (στη μετάφραση του κειμένου της Z. Ahunbay ονομάζεται προπύργιο) από πύργο σε πύργο. Έχει ακανόνιστο σχήμα και ενισχύεται με πεντάπλευρο πύργο σχεδόν μπροστά από την πύλη466. Το Κοτύαιον παρέχει ένα ακόμη παράδειγμα: όταν στην περιοχή κυριαρχούσε το μπεηλίκι του Γερμιγιάν, στην πόλη, μπροστά από την κομνήνεια κάτω πύλη, κατασκευάστηκε περίβολος με σχήμα τραπεζίου, με πύλη και πύργους467. Ο Cl. Foss περιγράφει περισσότερο από εύστοχα τη λειτουργία του περιβόλου αυτού. Στο πάνω κάστρο του Αγίου Ιωάννη της Εφέσου, μπροστά από την κύρια πύλη και δίπλα από τον πύργο 1, δημιουργήθηκε ένας μικρός ορθογώνιος περίβολος που προστατεύει την πύλη468. Ο περίβολος αυτός είχε δύο ελεύθερες πλευρές, η τρίτη οριζόταν από τον πύργο της νοτιοδυτικής γωνίας και η τέταρτη από την νότια απόληξη του δυτικού τείχους του πάνω κάστρου. Χρονολογείται στην περίοδο της Σελτζουκικής κυριαρχίας. Στο κάστρο της Μυτιλήνης οι Gattilusi προσέθεσαν (1373) μια παρεμφερή διαμόρφωση: μπροστά από τη βυζαντινή, μεσαία, πύλη του κάστρου οικοδομήθηκε τείχος που σχημάτισε στενόμακρη αυλή. Στη στενή πλευρά της ανοίχτηκε η μεσαία πύλη του

Sl. Ćurčić, Αρχιτεκτονική στην εποχή της ανασφάλειας, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 37–38, εικ. 14. Ćurčić, Architecture, σ. 512, εικ. 575. 466 Ahunbay, Rumeli Hisar, σ. 166–169. 467 Foss, Kütahya, σ. 78, 84–85. 468 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 20, παραρτήματα II, III. 465


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[187]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Φραγκίσκου Gattiluso469. Με τον τρόπο αυτό όποιος ήθελε να καταλάβει το κάστρο, έπρεπε να παραβιάσει δύο πύλες, τη μία μετά την άλλη, και να βρεθεί σε ένα στενό χώρο ελεγχόμενο απολύτως από τον περίδρομο του τείχους της πόλης και του κλωβού και από τρεις πύργους στις γωνίες του κλωβού. Η διασπορά των παραδειγμάτων και η περίοδος ανοικοδόμησης δείχνει ότι η πρόσθετη αυτή, ιδιαιτέρως ισχυρή, οχύρωση σημαντικών πυλών ήταν γνωστή από τους σκοτεινούς αιώνες, αν όχι πριν από αυτούς (Θεσσαλονίκη), μέχρι το τέλος του βυζαντινού μεσαίωνα, στη Μικρά Ασία και τη Βαλκανική, αλλά δεν γνώρισε ευρεία διάδοση, ενώ προτιμήθηκε ιδιαίτερα, όπως φαίνεται επί του παρόντος, κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο και κυρίως σε σημαντικές οχυρώσεις. Τέσσερις από τις οχυρώσεις αυτές (Κοτύαιο, Έφεσος, Διδυμότειχο, Ρούμελη Χισάρ) οφείλονται σε δραστηριότητα τουρκικών ηγεμονιών και μία (Μυτιλήνη) γενοβέζικης. Η ιδέα δεν είναι απολύτως πρωτότυπη. Ο μακρινός της πρόγονος ανάγεται στις αυτοκρατορικές οχυρώσεις, όπου ο στρατιωτικός προορισμός συνδυάζεται με τη μνημειακή αναβάθμιση της πύλης. Χαρακτηριστική όψιμη έκφραση αυτών των αντιλήψεων αποτελούν οι πύλες της Σεργιούπολης470. Η διαφορά είναι ότι στα βυζαντινά, τουρκικά, γενοβέζικα και σερβικά παραδείγματα κυριαρχεί απόλυτα ο φρουριακός χαρακτήρας και απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε προσπάθεια μνημειακής ανάδειξης και αναβάθμισης της εισόδου στην πόλη. 6. Χωρίς προστασία. Οι πύλες για τους στρατιώτες ή για την κρυφή διακίνηση δεν χρειάζονταν προστασία, αντιθέτως ήταν προτιμότερο να βρίσκονται στην αφάνεια ή εν πάσει περιπτώσει να μην ελκύουν την προσοχή. Χαρακτηρίζονται ως παραπόρτια ή παραπυλίδες471. Ήταν δυνατό να χωρέσουν σίγουρα τουλάχιστον έναν άντρα και συχνά δύο. Στο Διδυμότειχο η πύλη ΠΛ6 βρισκόταν στο άκρο του κάστρου, σε σημείο προσβάσιμο με εξαιρετική δυσκολία. Ένα απλό άνοιγμα ήταν πύλες στην Augusta Trajana472, στην Abritus473, την θρακική Διοκλητιανόπολη474, την Πρώτη Ιουστινιανή475. Στο τείχος της Κομοτηνής πυλίδα ανοιγόταν στο τείχος χωρίς προστασία ή πλαισίωση476. Στην Καβάλα μια μικρή πύλη, υστεροβυζαντινή ή πρώιμη οθωμανική, Πετράκος, Μυτιλήνη, σχ. 1. Αχειλαρά, Μυτιλήνη, σ. 23, εικ. 7. Λούπου, Μυτιλήνη, σ. 33. Karnapp, Resafa, εικ. 3, 4, 110, 111, 133, 134, 165–167. 471 Φουντούκου, Θεσσαλονίκη, σ. 127–129. 472 Kaltschev, Augusta Trajana, σ. 97. 473 Ivanov, Abritus, σ. 177 εικ. 17. 474 Madzharov, Diocletianopolis, σ. 446 εικ. 1. 475 Ćurčić, Αrchitecture, εικ. 217. 476 Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, εικ. 3. 469 470


[188]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βρισκόταν στην άκρη της χερσονήσου και έδινε στα απότομα βράχια του γιαλού477. Επικοινωνούσε μόνον με τη θάλασσα. Στη διπλανή Ανακτορόπολη, επίσης στο επιθαλάσσιο τείχος, ανοιγόταν πύλη στα βράχια της ακτής, αλλά αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί έδινε στο λιμάνι ή, αν δεν υπήρχε τέτοιο, στην θαλάσσια έκταση που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ελλιμενισμό σκαφών. Στο φρούριο του Maglič είναι απλό άνοιγμα478. Βρίσκεται σε πλευρά, στις γωνίες της οποίας υψώνονται ισχυρός τετράπλευρος πύργος και ο ακρόπυργος. Στο κάστρο της Αναίας (ή των Αναίων, Kadıkalesi) η πύλη ανοιγόταν δίπλα σε γωνιώδη προεξοχή της οχύρωσης χωρίς άλλη προστασία479. ΜΟΡΦΗ ΠΥΛΗΣ. Η μορφή του πυλώνα εξαρτιόταν από τη διαμόρφωση του χώρου μπροστά από το θυραίο άνοιγμα, από την όψη του ανοίγματος και από τη διαμόρφωση της διόδου στο τείχος ή στο στοιχείο στο οποίο αυτή σχηματιζόταν. Εάν η πύλη προστατευόταν από έναν πύργο ή δεν προστατευόταν καθόλου, τότε ενδιέφερε μόνον η μορφή του ίδιου του ανοίγματος. Εάν όμως ανοιγόταν ανάμεσα σε δύο πύργους, τότε ήταν πιθανό ότι οι δύο πύργοι συμμετείχαν στη διαμόρφωση του πυλώνα. Το θυραίο άνοιγμα ήταν ορθογώνιο (με ή χωρίς ανακουφιστικό τόξο) ή τοξωτό. Τέλος η ίδια η είσοδος, ανάλογα με το πάχος της τοιχοποιίας, ήταν απλό τόξο ή καμαροσκέπαστος διάδρομος ενιαίος χωρίς διακοπή ή διαρθρωμένος σε δύο ή περισσότερα μέρη. Εάν ανοιγόταν σε πύργο, τότε η τελική διαμόρφωση ήταν απολύτως εξαρτημένη από τις διαστάσεις και τη μορφή του πύργου. Στο Διδυμότειχο οι πύλες ΠΛ6, 9 και 10 καλυπτόταν από καμάρα μικρού μήκους, όσο και τα πλάτος του τείχους. Κατά πάσαν πιθανότητα το ίδιο συνέβαινε και με τις πύλες ΠΛ5 και ΠΛ7. Είναι άγνωστη η μορφή των πυλών ΠΛ1 και ΠΛ4. Υποθέτω ότι στην πύλη ΠΛ1 υπήρχε ένα απλό, τοξωτό άνοιγμα στον τείχος (όχι ιδιαίτερα πλατύ) που ένωνε τους πύργους Π2 και Π3. Στις πύλες ΠΛ9 και 10 το θυραίο άνοιγμα ήταν τοξωτό, το τελευταίο ιδιαίτερα πλατύ και ψηλό. Μάλλον το ίδιο συνέβαινε και με το άνοιγμα των πυλών ΠΛ2 και ΠΛ7. Στην πύλη ΠΛ6 ήταν τετράπλευρο με ανακουφιστικό τόξο. Στην Αναστασιούπολη η πύλη ανοιγόταν στο τείχος ανάμεσα σε δύο σχεδόν τετράγωνους πύργους, ανάμεσα στους οποίους ο χώρος καλυπτόταν με ημικυλινδρική καμάρα. Καμάρα κάλυπτε το διαβατικό του πυλώνα στην τρίτη πύλη του Ακροκορίνθου, το θυραίο άνοιγμα ήταν ορθογώνιο και ο χώρος ανάμεσα στους δύο πύργους ελεύθερος και ακάλυπτος.

Τσουρής, Καβάλα, σ. 398–399, σχ. 1 ΠΛ3, σχ. 6 ΠΛ3, σχ. 7. Simić, Maglič, σ. 125, εικ. 1, 2. 479 Müller-Wiener, Jonien, εικ. 15–16. 477 478


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[189]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο Παλιό Πυλί της Κω, στην πύλη του κάστρου, πίσω από το θυραίο άνοιγμα ο τετράπλευρος χώρος λάμβανε τη διαμόρφωση συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Καμάρα κάλυπτε το διμερές ισόγειο του πυλώνα στο Πύθιο. Εδώ υπήρχαν δύο πύλες, σίγουρα με δίφυλλες θύρες. Στον όροφο διαμορφωνόταν διάδρομος που εξασφάλιζε την επικοινωνία του εσωτερικού περιβόλου με την τρίτη στάθμη του μικρού, γωνιακού πύργου. Και εδώ ο χώρος είχε τη διαμόρφωση συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με φουρνικό αντί τρούλλου. ΜΗΚΟΣ ΠΥΛΩΝΑ. Η Χρυσή Πύλη της πρωτεύουσας είχε μήκος 8,35μ (το θυραίο άνοιγμα σχεδόν 2,40μ)480, η πύλη Mevlevihane 6,80μ και μια δευτερεύουσα πύλη 4,70μ481. Η πύλη των διωγμών της Εφέσου είχε μήκος σχεδόν 4μ. Η Χρυσή Πύλη της Θεσσαλονίκης είχε μήκος 2,34μ. Η δυτική πύλη της Σεργιόπολης 2,80μ. Όπου το άνοιγμα διαμορφωνόταν στο τείχος χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα, είναι αυτονόητο ότι το μήκος της πύλης συνέπιπτε με το πάχος του τείχους. ΠΛΑΤΟΣ ΘΥΡΑΙΟΥ ΑΝΟΙΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΥΛΩΝΑ. Το πλάτος της πύλης ήταν απόλυτη συνάρτηση του προορισμού της. Το άνοιγμα για τη μαζική διακίνηση όφειλε να είναι μεγάλο, ενώ το άνοιγμα για τη διακίνηση μεμονωμένων ατόμων επιβαλλόταν να είναι περιορισμένο. Στις αυτοκρατορικές οχυρώσεις τα μεγέθη είναι συνήθως μεγάλα. Από τον 6ο αιώνα και μετά η επικρατούσα τάση είναι ο περιορισμός εν γένει των διαστάσεων των πυλών. Στο Διδυμότειχο η πυλίδα ΠΛ6 είχε πλάτος 1,60μ, η πύλη ΠΛ9 είχε θυραίο άνοιγμα πλάτους 2,40μ και πλάτος πυλώνα 2,60/3μ και η πύλη ΠΛ10 είχε πλάτος 3,20μ. Η Χρυσή Πύλη της πρωτεύουσας είχε πλάτος 7,80μ και ύψος 9,40μ, οι λοιπές 5,64μ / 8,20 (πύλη του Mevlevihane), δευτερεύουσες πύλες 2,50μ / 4,10μ (διευρυνόμενο σε 3,30μ πίσω από το θυραίο άνοιγμα)482, ενώ η Χρυσή Πύλη της Θεσσαλονίκης 3,74μ και η Λιταία 3,20μ483. Οι στρατιωτικές πυλίδες της Καβάλας είχαν πλάτος 1,20μ και 1,50μ. Η πύλη του ισθμού (δυτικό τείχος) στη Μεσημβρία είχε θυραίο άνοιγμα 4,40μ και πλάτος 6,10μ484, ενώ η πυλίδα του βορείου τείχους 2,10μ485. Η βόρεια πύλη στην Trapezitsa (Veliko Turnovo) ±2,50μ. Η πύλη των διωγμών στην Έφεσο 3μ (πίσω από το θυραίο άνοιγμα το πλάτος αύξανε κατά 0,20μ). Στη Μίλητο η κύρια πύλη του κάστρου βρισκόταν σε διάδρομο πλάτους 3μ Meyer-Plath – Schneider, Landmauer, εικ. 8. Meyer-Plath – Schneider, Landmauer, πίν. 7. 482 Meyer-Plath – Schneider, Landmauer, πίν. 7. Τις πύλες της Κωνσταντινούπολης βλ. στο ίδιο, πίν. 5. 483 Tafrali, Thessalonique, σ. 105, 108. 484 Θεοκλίεβα, Μεσημβρία, σ. 37. 485 Θεοκλίεβα, Μεσημβρία, σ. 44. Δεν καταλαβαίνω γιατί θεωρείται πυλίδα άνοιγμα με πλάτος 2,10μ. 480 481


[190]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και μήκους περίπου 7,5μ ανάμεσα σε δύο ισχυρούς ορθογώνιους πύργους486. Στην Αναία ±2,50μ. Στην Πριήνη στον περίβολο στο βόρειο άκρο της πάνω πόλης ±1μ και ±1,50μ. Στο Kuşadasi η πύλη της στεριάς ±3,10μ. Στη Σεργιόπολη η δυτική πύλη είχε πλάτος 3,76μ, η δευτερεύουσα πύλη δίπλα στο πύργο Π3 2,50μ. ΥΨΟΣ ΘΥΡΑΙΟΥ ΑΝΟΙΓΜΑΤΟΣ. Στη Βασιλεύουσα Πόλη η Χρυσή Πύλη είχε ύψος που έφτανε τα 9,40μ, μια δευτερεύουσα πύλη 4,10μ487. Η Χρυσή Πύλη της Θεσσαλονίκης ±3,75μ. Στη δυτική πύλη της Μεσημβρίας το ανώφλι βρισκόταν σε ύψος 5,70μ488. Η πύλη των διωγμών της Εφέσου είχε ύψος ±6,60μ. Η δυτική πύλη της Σεργιόπολης 4,65μ, η δευτερεύουσα πύλη δίπλα στον πύργο Π3 4,20μ. ΘΥΡΑ – ΘΥΡΟΦΥΛΛΑ. 1. Δύο θυρόφυλλα. Με δύο θυρόφυλλα έκλειναν η είσοδος της ακρόπολης και του ακρόπυργου του Πυθίου· η βόρεια πύλη στην Trapezitsa (Veliko Turnovo)· η τρίτη πύλη του Ακροκορίνθου, στο θυραίο άνοιγμα. 2. Ένα θυρόφυλλο. Κατάλληλο για στενές πύλες, όπως το παραπόρτι στο βραχώδες άκρο της χερσονήσου της Καβάλας. 3. Καταρρακτή (ή καταρράκτης). Στην τρίτη πύλη του Ακροκορίνθου, στη μέση του διαδρόμου (στη μέση του διαβατικού) οι εγκοπές μαρτυρούν ότι εδώ υπήρχε καταρρακτή. Πιθανώς καταρρακτή υπήρχε στην πύλη της ακρόπολης του Δημοτικού Μουσείου στα Ιωάννινα και πίσω της δίφυλλη θύρα489. 4. Κινητή (κρεμαστή / ριχτή – θύρα / γέφυρα). Το άνοιγμα μπορούσε να κλείνει με ριχτή (κρεμαστή) θύρα, η οποία, εάν υπήρχε τάφρος, λειτουργούσε ταυτόχρονα ως γέφυρα. Δεν είναι σαφές, αν το Χρονικόν του Μορέως αναφέρεται σε μια τέτοια κινητή θύρα (ριχτή γέφυρα) ή απλώς στην απαραίτητη γέφυρα που έπρεπε να γεφυρώνει την τάφρο οδηγώντας στην πύλη του κάστρου των Ιωαννίνων490. Η εικόνα είναι κάπως ευκρινέστερη στο Στρατηγικὸν του Κεκαυμένου: εἶδον τὰς πύλας τῆς πόλεως μετεώρους ἐχούσας τὰς στρόφιγγας καὶ τὰς πύλας ἀφεστηκυίας τῆς γῆς ... ἦν δὲ παραγγείλας αὐτοῖς βαστάζειν πελέκεις εἰς τὰς ζώνας αὐτῶν ὄπισθεν, ὁπηνίκα δὲ τῇ πύλῃ προσβάλλουσι τοὺς μὲν τὴν πύλην φυλάττοντας διαχειρώσασθαι τὰς δὲ στρόφιγγας τῶν πυλῶν ἀποκόψαι … ἀποκοπέντων γὰρ τῶν στροφίγγων κατηνέχθησαν εἰς γῆν αἱ πύλαι491. Αν καταλαβαίνω σωστά το κείμενο η πύλη διέθετε αιρετή γέφυρα, η οποία έφραζε το Müller-Wiener, Jonien, εικ. 6. Meyer-Plath – Schneider, Landmauer, πίν. 7. 488 Θεοκλίεβα, Μεσημβρία, σ. 37 υποσημ. 121. 489 Τσουρής, Ιωάννινα, σχ. 9. 490 Τὸ Χρονικὸν τοῦ Μορέως, έκδ. J. Schmitt, London 1904, στ. 8788–8789, σ. 570: Μὲ τὸ γιοφύρι ἐμπαίνουσιν οἱ ἐκεῖσε κατοικῶντες. 491 Κεκαυμένος, πβ΄, σ. 33.4–13. 486 487


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[191]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άνοιγμα. Όταν κόπηκαν τα σκοινιά που την κρατούσαν σηκωμένη, η γέφυρα / θύρα έπεσε κατά γης αφήνοντας ανοιχτή την πύλη. 5. Συνδυασμοί των ανωτέρω (κινητή γέφυρα και καταρρακτή – κινητή γέφυρα και θυρόφυλλα – κινητή γέφυρα, καταρρακτή και θυρόφυλλα). Στη Μεσημβρία η πυλίδα του βόρειου τείχους είχε πλάτος 2,10μ και το ύψος της υπολογίζεται σε 3,90μ492. Δεν καταλαβαίνω από που προκύπτει το ύψος ούτε γιατί θεωρείται πυλίδα άνοιγμα πλάτους 2,10μ. ΑΚΡΟΠΟΛΗ Δεν έχει διαπιστωθεί ανασκαφικά, αν υπήρχε ακρόπολη στο Διδυμότειχο. Υποθέτω ότι, εφ’ όσον στην πόλη κατοικούσαν αυτοκράτορες και σουλτάνοι με τις οικογένειές τους, θα υπήρχε ένας ξεχωρισμένος, απομονωμένος και ασφαλής τόπος για την εγκατάστασή τους και αυτός δεν μπορούσε να είναι άλλος από μία ακρόπολη. Αν οι παραδόσεις της πόλης απηχούν την πραγματικότητα, τότε η ακρόπολη αυτή βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της πόλης, που ήταν περίπου στο κέντρο της οχύρωσης. Στο χώρο, στον οποίο εικάζεται ότι υπήρχε ακρόπολη, έχουν απομείνει, όπως ήδη ανέφερα επανειλημμένα, λείψανα από τη θεμελίωση ισχυρής κατασκευής, που ίσως ανήκαν σε ακρόπυργο, και κάτω από την επιφάνεια του βράχου μισολαξευμένες στο βράχο – μισοκτιστές θολωτές κατασκευές, ανεξερεύνητες, που ίσως ήταν υπόγειες δεξαμενές ή άλλου είδους υπόγεια διαμερίσματα, προφανώς σχετιζόμενα με την εγκατάσταση που υπήρχε στην κορυφή του κάστρου. Δεν είναι γνωστό, επίσης, πότε οικοδομήθηκε η υποτιθέμενη ακρόπολη. Αν διαβάζω σωστά το σχετικό δυτικό κείμενο, τότε ήδη στα τέλη του 12ου αιώνα υπήρχε κάποιο είδος ακρόπολης με ακρόπυργο. Κανένα άλλο στοιχείο δεν διαθέτει η έρευνα για την ύπαρξή της, τη μορφή ούτε τη χρονολόγησή της. Αν η συζήτηση που ακολουθεί αποτυπώνει σε κάποιο βαθμό την πραγματικότητα της περιόδου από τον 3ο μέχρι τον 6ο αιώνα, κατά την οποία η ανοικοδόμηση ακρόπολης σε νέα οχύρωση της περιόδου ή σε παλαιότερη αποτελεί μάλλον εξαίρεση, τότε η υποτιθέμενη ακρόπολη του Διδυμοτείχου δεν δύναται να χρονολογηθεί πριν από τη μεταβατική περίοδο και το πιο πιθανό είναι πως πρόκειται για έργο της μεσοβυζαντινής περιόδου. Ωστόσο δεν μπορώ να αποκλείσω κατηγορηματικά την περίπτωση η εικαζόμενη ακρόπολη να είναι ιουστινιάνειο έργο, δηλαδή σύγχρονη με την πρώτη φάση της υπόλοιπης οχύρωσης. ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΟΧΥΡΩΣΗ. Ήδη από τον 6ο αιώνα (αν όχι από τον 4ο και 5ο αιώνα) εμφανίστηκε η τάση να ανεγείρεται ακρόπολη σε κάποιες οχυρώσεις, να καταλαμβάνει 492

Θεοκλίεβα-Στοΐτσεβα, Μεσημβρία, σ. 44.


[192]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ένα άκρο της οχύρωσης και, όπου το επέτρεπε η γεωμορφολογία, να προτιμά τη ψηλότερη διαθέσημη περιοχή. Από τον 7ο αιώνα και μετά η ακρόπολη βρισκόταν συνήθως στο ψηλότερο σημείο της πόλης, δεν έλειπαν, ωστόσο, ακροπόλεις σε ομαλό, επίπεδο έδαφος, όπως στο Smederevo493. Κατά κανόνα διαμορφωνόταν σε άκρο της πόλης, αλλά υπήρχαν –σπανιότερα οπωσδήποτε– ακροπόλεις που βρίσκονταν στο μέσο –ή περίπου στο μέσον– της οχύρωσης (Διδυμότειχο, Πρώτη Ιουστινιανή –αν ο εσωτερικός, τρίτος, περίβολος πραγματικά θεωρηθεί ακρόπολη–, κάστρο στο Söke της Ιωνίας494). Η φράγκικη διμερής ακρόπολη στον Ακροκόρινθο βρισκόταν στη ψηλότερη και πιο απότομη περιοχή του, σε γωνία της οχύρωσης και αναπτυσσόταν κατά μήκος του τείχους. Στα Ιωάννινα495 οι δύο ακροπόλεις βρίσκονταν στις γωνίες της πόλης, που ήταν τα ψηλότερα σημεία της. Η γενοβέζικη ακρόπολη της Μυτιλήνης (γνωστή στη βιβλιογραφία ως «Μεγάλος Περίβολος» – φέρεται επίσης ως «Ακρόπυργος» ή ως «Πύργος της Βασίλισσας»496) βρισκόταν στο άκρο της οχύρωσης και στο ψηλότερο σημείο της497. Αν και η περίπτωση της ακρόπολης της Καστοριάς είναι αντικείμενο συζήτησης, είναι πιθανό ότι αυτήν βρισκόταν σε γωνία του κάστρου, στο ψηλότερο σημείο του. Στη οχύρωση του Πλαταμώνα η ακρόπολη με ακρόπυργο, περίπου τετράπλευρη, διαμορφωνόταν σε γωνία της οχύρωσης. Στους Φιλίππους βρισκόταν σε γωνία της οχύρωσης τοποθετημένη στο ψηλότερο σημείο της πόλης. Στη Δημητριάδα χωροθετήθηκε, επίσης, σε γωνία της οχύρωσης. Στο Sobri η προσεκτική και βαρειά οχύρωση της περιοχής γύρω και μπροστά από την πύλη προς τον άνω (δεύτερο) περίβολο με τα αλλεπάλληλα498 τείχη κατέστησε περιττή την ιδιαίτερη προστασία της πύλη της ακρόπολης: ήταν απλό άνοιγμα στο τείχος της ακρόπολης· ούτε η πύλη ούτε το τείχος, στο οποίο αυτή ανοιγόταν, διέθετε ενίσχυση της ασφάλειας με πύργους ή οποιαδήποτε άλλη κατασκευή ή διαμόρφωση. Στον Πρίλαπο βρισκόταν σε γωνία, στο ψηλότερο σημείο της οχύρωσης.

Sl. Ćurčić, Ακροπόλεις, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 191, όπου συνοψίζονται τα στοιχεία ταυτότητας του αντικειμένου. 494 Müller-Wiener, Jonien, σ. 60–61, εικ. 13. 495 Τσουρής, Ιωάννινα, σ. 147–150, 153, 157, σχ. 1. 496 Λούπου, Μυτιλήνη, σ. 37. 497 Αχειλαρά, Μυτιλήνη, σ. 15, εικ. 16. Λούπου, Μυτιλήνη, σ. 37. 498 Sl. Ćurčić, Αρχιτεκτονική στην εποχή της ανασφάλειας, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 37–38, εικ. 14. Ćurčić, Architecture, σ. 512, εικ. 575. 493


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[193]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο Shumen ήταν σε γωνία της πόλης499· μία πλευρά της εξ άλλου ήταν η οχύρωση της πόλης. Στο Stari Bar (Αντίβαρις) η ακρόπολη βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της πόλης, σε γωνία της οχύρωσης και περιβαλόταν από σχεδόν κάθετους γκρεμούς500. Στην πρωτοβυζαντινή Ρόδο η ακρόπολη υψωνόταν στη θέση που κατέλαβε στη συνέχεια το παλάτι του μεγάλου μαγίστρου, δηλαδή σε γωνία της οχύρωσης501. Ο Κάστελος Βαρυπέτρου Χανίων502 είχε επίσης ακρόπολη. Η οχύρωση της Άμιδας, ανάμνηση κανονικού σχεδίου, υψώθηκε σε ομαλό πλάτωμα σχεδόν 100μ ψηλότερα από τον Τίγρη ποταμό503· η ακρόπολή της βρισκόταν πάνω – κάτω στο ίδιο ύψος με την υπόλοιπη πόλη, το ψηλότερο σημείο της ήταν μόλις 10–20μ πάνω από το χαμηλότερο σημείο της οχύρωσης, εκεί όπου το τείχος πλησίαζε περισσότερο το ποτάμι. Στη Ζηνοβία βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της πόλης, που ήταν η κορυφή της τριγωνικής οχύρωσης: η κορυφή της ακρόπολης ήταν περίπου 50μ ψηλότερα από το ποτάμιο τείχος. ΣΧΗΜΑ. Στις περισσότερες περιπτώσεις το σχήμα της ακρόπολης ήταν ανεξάρτητο από το σχήμα της υπόλοιπης οχύρωσης και αυτό ήταν αναμενόμενη επιλογή καθώς το σχήμα της οχύρωσης προσαρμοζόταν στη γεωμορφολογία. Αυτή είναι η περίπτωση του Διδυμοτείχου, αν πραγματικά . Σπανίως εξαρτάται από το σχήμα της οχύρωσης ή τείνει να το λάβει υπ’ όψιν του. Στο τριγωνικό Smederevo η τριγωνική ακρόπολη καταλαμβάνει την κορυφή του τριγώνου της πόλης. Στην, περίπου τραπεζιόσχημη, Δημητριάδα η περίπου τραπεζιόσχημη ακρόπολη –πάντως όχι ομοιόθετη– χωροθετήθηκε σε γωνία της οχύρωσης. Η ορθογώνια πόλη των Σούρων στον Ευφράτη είχε ορθογώνια ακρόπολη504. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. Η ακρόπολη είχε ανάλογα με την εποχή διαφορετικό προορισμό (θρησκευτικό, διοικητικό, στρατιωτικό, ασφάλεια, κατοικία ηγεμόνα ή αξιωματούχου ή συνδυασμό ορισμένων από αυτούς). Στην ακρόπολη του Διδυμοτείχου αποδίδω λειτουργίες διαφορετικές κατά περιόδους: στρατιωτική λειτουργία (άμυνα, καταφύγιο) κατά τον 12ο αιώνα, αν το δυτικό κείμενο που περιγράφει την άλωση της πόλης από τους Σταυροφόρους αναφέρεται πραγματικά στον ακρόπυργο, άρα και στην ακρόπολή του· ηγεμονική κατοικία κατά τους εμφυλίους πολέμους, γιατί δεν βλέπω που αλλού θα μπορούσε να είχαν εγκατασταθεί οι αυτοκρατορικές οικογένειες και αργότερα οι σουλτανικές αυλές. Boiadzhiev, Shumen, σ. 86–87. Kovačević, Stari Bar, σ. 88–91. 501 Κόλλιας, Ρόδος, σ. 318. 502 Ανδριανάκης, Χανιά, σ. 77. 503 Crow, Amida, σ. 437, εικ. 5 και 7. 504 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 10. 499 500


[194]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ. Η Κωνσταντινούπολη του Θεοδοσίου δεν διέθετε ακρόπολη, κατά την παλαιολόγεια περίοδο, όμως, οικοδομήθηκε το οχυρωμένο, λεγόμενο, ανάκτορο του Πορφυρογεννήτου και εικάζεται ότι μια δική του ακρόπολη (που θεωρείται ότι προϋπήρχε) είχε ο Καντακουζηνός στη Χρυσή Πύλη505. Όσον αφορά στην τελευταία αυτή ακρόπολη, επισημαίνω ότι –σύμφωνα με το, σύγχρονο με το γεγονός, σχετικό κείμενο (Καντακουζηνός)– πριν από τον Καντακουζηνό υπήρχε εδώ κάποια διαμόρφωση που διεκδικούσε το χαρακτηρισμό του φρουρίου, και της οποίας η κύρια κατασκευή ήταν οι πύργοι της πύλης, αλλά ο αυτοκράτορας δεν έκτισε στο σημείο αυτό καμμία ακρόπολη, αλλά συντήρησε τους δύο πύργους (που δεν φαίνεται να χρειάζονταν και μεγάλη επισκευή) και εγκατέστησε σε αυτούς φρουρά, χρησιμοποιώντας το συγκρότημα σαν φρούριο ή ακρόπολη. Φαίνεται ότι οι δύο τεράστιοι πύργοι (305μ2 ο ένας και 309μ2 ο άλλος) της πύλης περιορίστηκαν με κάποιο τρόπο, αυτονομήθηκαν και θα αποτελούσαν ενδεχομένως καταφύγιο του αυτοκράτορα, εξ ου και οι εκφράσεις «κατείχε μόνιμα με φρουρά» και «σαν να ήταν μια ακρόπολη». Έτσι κι’ αλλιώς ο κάθε πύργος χωριστά αρκούσε να λειτουργήσει σαν καταφύγιο. Το βέβαιον είναι ότι ο Καντακουζηνός, κατά το κείμενο, δεν ανοικοδόμησε συγκρότημα ακρόπολης και ότι από την υποτιθέμενη επέμβασή του δεν σώθηκε κανένα αρχιτεκτονικό κατάλοιπο. Στο ψυχορράγημα της Βασιλεύουσας ο Ιωάννης ο Ε΄ ο Παλαιολόγος (1341/1354–1391) ξεχώρισε ένα χώρο γύρω από τη Χρυσή Πύλη και έχτισε μία ακρόπολη – καταφύγιο (1391), που όμως δεν μακροημέρευσε506, καθώς ο αυτοκράτορας υπέκυψε στις απειλές και τον εκβιασμό του σουλτάνου, Βαγιαζήτ του Α΄ (1389–1402), και την κατεδάφισε. Το σχετικό κείμενο (Δούκας), αυτή τη φορά μεταγενέστερο από το γεγονός, δεν είναι τόσο διαφωτιστικό, όσο θα ήθελε η σύγχρονη έρευνα: ο αυτοκράτορας οικοδόμησε δύο πύργους εκατέρωθεν της πύλης και διαμόρφωσε καταφύγιο, που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα. Αλλά ποιους πύργους οικοδόμησε ο Ιωάννης, αφού στέκονταν πάντοτε όρθιοι οι πανίσχυροι πύργοι της πύλης; Μάλλον επρόκειτο για απόπειρα να ξεχωριστεί και να προστατευθεί κάποιος χώρος και να προοριστεί για βασιλικό καταφύγιο και στο έργο αυτό υψώθηκαν δύο επί πλέον πύργοι; Μήπως από την επέμβαση του Ιωάννη (1391) μέχρι τη στιγμή που ο Δούκας έγραψε για το σχετικό επεισόδιο, καθώς μεσολάβησαν περίπου δύο γενιές, χάθηκαν κρίσιμες πληροφορίες από τη μνήμη των Πολιτών (χρόνος συγγραφής της ιστορίας: 1450–1462); Πάντως στους ίδιους τους πύργους της Χρυσής Πύλης ο ξεπεσμένος Παλαιολόγος δεν τοποθέτησε ούτε ένα μάρμαρο. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο. 505 506

Foss – Winfield, Fortification, σ. 51. Ćurčić, Αrchitecture, σ. 531–532. Δούκας, σ. 47.17–48.7.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[195]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στην Τραϊανούπολη, τη Μαξιμιανούπολη, την Αναστασιούπολη / Περιθεώριο, την Αμφίπολη, την Ανακτορόπολη, τη Ζίχνα, τη Δράμα, την Κομοτηνή, ίσως τη Μάκρη, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Σεργιόπολη, την πάνω πόλη του Αμορίου, το Κοτύαιον (η υφιστάμενη ακρόπολη είναι έργο της κυριαρχίας των μπέηδων του Γερμιγιάν507) δεν υπήρχε ακρόπολη. Από τους αυτοκρατορικούς αιώνες και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας δεν φαίνεται να κατασκευάστηκαν ακροπόλεις, συστηματικά ως απαραίτητο στοιχείο μιας οχύρωσης. Τα παραδείγματα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία αποτελούν εξαίρεση και είναι ασαφούς χρονολόγησης. Βέβαια στις πόλεις της κλασσικής αρχαιότητας υπήρχε πάντοτε ακρόπολη (Αθήνα). Το καθεστώς αρχίζει να αλλάζει, μάλλον από τον 5ο αιώνα. Ακροπόλεις ξαναήρθαν στο προσκήνιο τον 6ο/7ο αιώνα στην ανατολή συνεπεία των περσικών επιδρομών και στη δύση εξ αιτίας των βαρβαρικών εισβολών508. Στη βυζαντινή περίοδο σχεδόν σε κάθε οχύρωση υπήρχε κάποιο είδος ακρόπολης509. Στην εργασία αυτή αναφέρθηκαν ήδη σειρά οχυρώσεων που κατασκευάστηκαν πριν από τα τέλη της αρχαιότητας510. Ανάμεσά τους περιπτώσεις ανοικοδόμησης ακρόπολης πριν από τον 7ο αιώνα αποτελούν εξαίρεση, καθόλου ευκαταφρόνητη –αλλά πάντως εξαίρεση–, και χρονολογούνται στον 6ο ή τον 5ο αιώνα. Ακρόπολη υπήρχε στην Άμιδα, σε ελάχιστα υπερυψωμένο άκρο της πόλης511. Η πεδινή, ορθογώνια πόλη των Σούρων στον Ευφράτη είχε ορθογώνια ακρόπολη512. Η οχύρωση της πόλης ήταν έργο του Ιουστινιανού513. Μικρή ακρόπολη υπήρχε στη Ζηνοβία, στο άκρο της οχύρωσης, στο ψηλότερο σημείο (στην κορυφή) της πόλης. Στην Πρώτη Ιουστινιανή ακρόπολη θεωρείται το οχυρωμένο επισκοπικό συγκρότημα περίπου στην καρδιά και στην ψηλότερη περιοχή της άνω πόλης, ωστόσο ο πολιτικός και εκκλησιαστικός (μη στρατιωτικός) χαρακτήρας του συμπλέγματος είναι παραπάνω από εμφανής· τα στοιχεία που παραπέμπουν άμεσα σε ακρόπολη είναι η επιλογή της θέσης (στο ψηλότερο σημείο της άνω πόλης) και η οχύρωσή της στο εσωτερικό της οχυρωμένης άνω πόλης. O Sl. Ćurčić τονίζει ότι αφ’ ενός μεν οι αντιλήψεις που πρυτάνευσαν στο σχεδιασμό της ακρόπολης βρίσκονται πλησιέστερα στο μεσαίωνα παρά στην αρχαιότητα αφ’ ετέρου δε το επισκοπικό συγκρότημα αποτελεί το πρωιμότερο γνωστό Foss, Kütahya, σ. 84–85. Foss – Winfield, Fortifications, σ. 8, 35 509 Citadel (or shell keep): Foss – Winfield, Fortifications, σ. 35. 510 Ćurčić, Αrchitecture, σποραδικά στις σ. 15–216, ιδίως εικ. 8, 13–15, 19–20, 33–41, 44, 109, 134, 137, 175, 178, 183–185. 511 Crow, Amida, σ. 437, εικ. 5 και 7. 512 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 10. 513 Προκόπιος, Περί κτισμάτων, σ. 234.17. 507 508


[196]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παράδειγμα ενός «fortified urban palace in the Balkans»514. Στο Čučer ο θεωρούμενος ως ακρόπολη –περίπου ωοειδής– περίβολος είναι αισθητά μεγάλος, περιλαμβάνει εκκλησία και χώρους κατοικίας, ενώ στο Vodno η ακρόπολη είναι οχυρωμένη μάλλον βαρειά και βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα της πόλης515. Στις οχυρώσεις αυτές ήδη είχαν ξεχωρίσει τα βασικά χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής ακρόπολης: βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της οχύρωσης, επικοινωνούσε με την υπόλοιπη οχύρωση, αλλά ήταν απομονωμένη από αυτήν και διέθετε αποτελεσματική, ισχυρή οχύρωση. Μόνον στην Πρώτη Ιουστινιανή υπάρχουν τεκμήρια για τη χρήση της ακρόπολης, ενώ σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις απουσιάζει ή δεν τεκμαίρεται ο στρατιωτικός χαρακτήρας, που κυριάρχησε από τη μεσοβυζαντινή περίοδο και μετά. Από την τελευταία περίοδο και μετά η ακρόπολη έγινε πλέον το ύστατο καταφύγιο της φρουράς516. Στη Δημητριάδα του 6ου αιώνα η ακρόπολη –με μορφή ακανόνιστου τραπέζιου– (επί του παρόντος αδιευκρίνιστης περιόδου) κατέλαβε μία από τις τέσσερις γωνίες της οχύρωσης. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ. Οι ακροπόλεις των οχυρώσεων μετά τον 7ο αιώνα προέκυψαν από τέσσερις διαδικασίες. 1. Στην πρώτη, οι συρρικνωμένες ή σχεδόν αφανισμένες κατά τους σκοτεινούς αιώνες πόλεις μετατράπηκαν σε κάστρα και κατέστησαν στη συνέχεια ακροπόλεις, όταν οι οχυρώσεις επεκτάθηκαν σταδιακά από τον 9ο αιώνα και μετά ή όταν γύρω τους απλώθηκε ατείχιστος οικισμός. 2. Στη δεύτερη, η ακρόπολη υψώθηκε συγχρόνως με την οχύρωση της πόλης είτε επρόκειτο για νέα, εξ υπαρχής, οχύρωση σε θέση χωρίς προηγούμενη οικιστική κατάληψη είτε για οχύρωση επί αρχαιοτέρων πόλεων. Σχετικά παραδείγματα παρέχουν τα Σέρβια, το Γυναικόκαστρο, η Ξάνθεια, ο Πλαταμώνας, το Smederevo. Την ψηλότερη γωνία της οχύρωσης του 7ου αιώνα στη Ρόδο κατέλαβε η ακρόπολη517. 3. Στην τρίτη είναι έργο μεταγενέστερο της υπόλοιπης οχύρωσης. Είναι η περίπτωση της Θεσσαλονίκης, της οποίας η ακρόπολη είναι έργο του 10ου αιώνα518. Μεταγενέστερη της οχύρωσης της πόλης είναι η ακρόπολη του Πολυστύλου, αλλά δεν έχει διευκρινιστεί αν κτίστηκε εκ θεμελίων ή ανοικοδομήθηκε στη θέση προϋπάρχουσας. Εδώ συμπεριλαμβάνω τις ακροπόλεις – καταφύγια που εικάζεται ότι διαμορφώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τα μέσα μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα και στις οποίες αναφέρθηκα ανωτέρω.

Ćurčić, Αrchitecture, σ. 211. Ćurčić, Αrchitecture, σ. 182–183. 516 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 12. 517 Μανούσου-Ντέλλα, Ρόδος, σ. 318. 518 Βελένης, Θεσσαλονίκη, σ. 133, σχ. 1. 514 515


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[197]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

4. Στην τέταρτη κτίστηκε ένα φρούριο και στη συνέχεια γύρω από αυτό αναπτύχθηκε η οχύρωση μιας πόλης: κλασσικό παράδειγμα αποτελεί το φράγκικο φρούριο του Μυστρά, το οποίο σε λίγα χρόνια μετετράπη σε ακρόπολη της βυζαντινής πόλης του Μυζηθρά. Δεν έχει εντοπισθεί αρχαιολογικά η θέση μιας πιθανής ακρόπολης στη Βέροια, την Πύδνα / Κίτρος, τα Μογλενά, την Τόπειρο. Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί η Άγκυρα: τον 7ο αιώνα η πόλη κυριολεκτικά αποσύρθηκε στο ύψωμα δίπλα στην αρχαία πόλη. Στο άκρο της βαρειά θωρακισμένης καινούργιας πόλης υψώθηκε ακρόπολη. Τον 9ο αιώνα η πόλη κατηφόρισε στις κλιτύς στα νότια και τα δυτικά της, ενώ στα βόρεια η νέα επέκταση περιοριζόταν από τον παραρρέοντα ποταμό. Έτσι, με τη διαδικασία που έχει συζητηθεί στην ενότητα για τα εγκάρσια τείχη στο εσωτερικό οχυρώσεων, το παλαιότερο τμήμα της μεσαιωνικής πόλης έγινε πάνω πόλη και η επέκταση κάτω. Ωστόσο ποιο τμήμα ήταν ακρόπολη, το αποφασίζει η σύγχρονη έρευνα. Εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει καμμία σχετική πηγή ούτε υπάρχουν αρχαιολογικά τεκμήρια. ΕΚΤΑΣΗ. Οι ακροπόλεις της περιόδου από τον 7ο αιώνα και μετά έχουν περιορισμένες διαστάσεις. Μεγάλος είναι ο χώρος που κατελάμβανε η ακρόπολη της Θεσσαλονίκης (πόλη μέσα στην πόλη) και ο χώρος της ακρόπολης της Μονεμβασίας. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ – ΠΥΛΕΣ. Κατά κανόνα υπήρχε μόνον μία είσοδος στην ακρόπολη, σπανίως και μία δεύτερη. Η είσοδος ανοιγόταν προς το εσωτερικό της πόλης, σπανίως προς την περιοχή έξω από αυτήν. Στο Διδυμότειχο η γεωμορφολογία δεν επέτρεπε το τελευταίο ενδεχόμενο. Επικοινωνία με το εξωτερικό της πόλης υπήρχε, ίσως στη Χριστούπολη (Καβάλα) 519, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις520. Η ακρόπολη της Θεσσαλονίκης επικοινωνούσε με την πόλη με τρεις πύλες και με την ύπαιθρο με μία521, ενώ από το Επταπύργιο προς την ακρόπολη έδινε μόνον μία πύλη. Στην παλαιοχριστιανική Αθήνα η Ακρόπολη επικοινωνούσε με την ύπαιθρο, αλλά όχι με την οχυρωμένη πόλη· μόνον μετά την ανέγερση του Ριζόκαστρου αποκαταστάθηκε η επικοινωνία του οικισμού με τον Ιερό Βράχο522. Η ακρόπολη της Άμιδας επικοινωνούσε με την πόλη και την ύπαιθρο523.

Τσουρής, Καβάλα, σ. 402. Bryer – Winfield, Pontos, σ. 78, εικ. 4, σ. 195, εικ. 44. Foss – Winfield, Fortifications, σ. 17, εικ. 54. 521 Tafrali, Thessalonique, σ. 112–114. 522 Travlos, Post-Herulian wall, σ. 125. 523 Crow, Amida, εικ. 5 και 7. 519 520


[198]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΚΡΟΠΥΡΓΟΣ Στα βυζαντινά κείμενα δεν είναι απολύτως σαφές τι ακριβώς ήταν ο ακρόπυργος524. Οι όροι που φαίνεται να χρησιμοποιούνται σε αυτά είναι πρωτίστως ο «ακρόπυργος» και δευτερευόντως ο «πύργος» Δεν προκύπτει δηλαδή με ασφάλεια αν ακρόπυργος ήταν ένας πύργος σε συγκεκριμένη θέση (στο άκρο της οχύρωσης), αν ήταν ένας ισχυρός πύργος (ο ισχυρότερος της οχύρωσης), ή, τέλος, αν ήταν κάποιο είδος σύνθετης διαμόρφωσης, επί παραδείγματι ένα συγκρότημα ή μια κατασκευή με περισσότερα από ένα μέρη. Σε γενικές γραμμές συνάγεται η εντύπωση ότι πρόκειται για κάποιο είδος καταφυγίου, στο οποίο μπορούσε να προστρέξει μία ομάδα ανδρών ή ο άρχοντας του οχυρού. Από την άποψη αυτήν ο ακρόπυργος όφειλε να είναι ισχυρό έργο, να υψώνεται σε θέση από τη φύση της οχυρή και να έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από αυτές των συνηθισμένων οχυρωματικών έργων. Περίπου αυτά τα χαρακτηριστικά αναγνωρίζει η σύγχρονη βιβλιογραφία στο στοιχείο που αποκαλεί ακρόπυργο, ανεξάρτητα από τους όρους που χρησιμοποιούν τα κείμενα. Διευκρινίζω ότι δεν έχω την πρόθεση να συμμετέχω, εδώ, στη συζήτηση για τη σχέση του βυζαντινού ακρόπυργου με δυτικές μορφές, ανάλογες σε οποιοδήποτε βαθμό. Οι ισχυροί πύργοι δεν είχαν πάντοτε τη λειτουργία του καταφυγίου και της ύστατης άμυνας, λειτουργία που είχε πριν από όλα ο ακρόπυργος. Οι πύργοι του Rumeli Hisar ήταν τα κυρίαρχα στοιχεία ενός επιθετικού οχυρού. Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης, αντικατέστησε τον βυζαντινό ανατολικό γωνιακό πύργο του θαλάσσιου τείχους και διατήρησε κατ’ αρχάς την ίδια λειτουργία525: ήταν ισχυρός, γωνιακός, επιθαλάσσιος πύργος. Ο μεγάλος, θαλάσσιος πύργος στο Ανεμούριο, επίσης, δεν ήταν ακρόπυργος, αλλά ισχυρός, γωνιακός πύργος του θαλάσσιου τείχους. Οι πύργοι του λιμανιού στην Αλάνεια (Κορακήσιον) και την Καλλίπολη προστάτευαν πριν από όλα λιμάνι. Για το Διδυμότειχο έμμεσα μόνον συνάγεται η ύπαρξη ενός ισχυρού και μεγάλου στοιχείου της οχύρωσης, στο οποίο μπορούσαν να κλειστούν και να προβάλουν αντίσταση κάποιοι από τους υπερασπιστές του κάστρου στα τέλη του 12ου αιώνα. Δεν αποκλείεται τα λείψανα θεμελίων που βρίσκονται στη βόρεια άκρη της ακρόπολης να είναι ό,τι απέμεινε από αυτόν τον ακρόπυργο. ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ. Ο ακρόπυργος ήταν δυνατόν να βρίσκεται 1. στην πόλη ή 2. στην ακρόπολη. Επίσης ήταν δυνατό 1. να χωροθετείται στην περίμετρο της οχύρωσης ή 2. στο εσωτερικό της και α. είτε να είναι παντελώς ανεξάρτητος β. είτε να συνδέεται με εγκάρσιο τείχος. 524 525

Στα χαρακτηριστικά ακρόπυργου αναφέρεται η Φουντούκου, Θεσσαλονίκη, σ. 138. Ćurčić, Αrchitecture, σ. 749–750.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[199]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1. Στο τείχος οχύρωσης. Ακρόπυργος, κατά τη λειτουργία και τη μορφή, ήταν στην πραγματικότητα ο ισχυρός πύργος της Μονής Manasija (Resava) στο τείχος του συγκροτήματος526. Στην οθωμανική ακρόπολη της Καβάλας (ήταν φρούριο την εποχή της ανίδρυσής του) ο ακρόπυργος βρισκόταν στο μέσον της στενής πλευράς της α΄ φάσης του φρουρίου, δίπλα στην πύλη της φάσης αυτής (α΄ τέταρτο 15ου αιώνα). Στη συνέχεια ένας ακόμη περίβολος προσκολλήθηκε στην πλευρά αυτή διπλασιάζοντας την έκταση του φρουρίου. Η συνέπεια ήταν ότι ο ακρόπυργος βρέθηκε στο μέσον του εγκάρσιου τείχους, που χώριζε τους δύο περιβόλους, και στο μέσον της τελικής μορφής της ακρόπολης. Από τους πύργους της ακρόπολης και της πόλης του 16ου αιώνα κανένας δεν συγκρινόταν μαζί του. 2. Στο μέσον ακρόπολης. Στους Φιλίππους ο ακρόπυργος του 14ου αιώνα βρισκόταν στη μέση της ακρόπολης. Η ακρόπολη αυτή ήταν αυτόνομη καθώς, πρακτικά, δεν υπήρχε πλέον πόλη ή ό,τι είχε απομείνει από αυτήν ήταν πλέον ένα ασήμαντο χωριό που δεν συνδεόταν με κανέναν τρόπο με την ακρόπολη. Στο Βελιγράδι, στην περίοδο 1404–1427, ο ακρόπυργος υψώθηκε στο κέντρο του αρχαιότερου περίβολου527· ένα εγκάρσιο τείχος έκοψε σχεδόν στη μέση τον περίβολο, στη μέση του τείχους οικοδομήθηκε ο πύργος και δίπλα του ανοίχτηκε πύλη επικοινωνίας των δύο τμημάτων του περιβόλου. Ο ακρόπυργος του Βελιγραδίου ήταν ο ισχυρότερος πύργος του συνόλου της οχύρωσης. 3. Στο άκρο ακρόπολης. Ο πύργος του Ορέστη στις Σέρρες βρίσκεται στο ψηλότερο ελεύθερο άκρο της πόλης και της ακρόπολης, δηλαδή στη γωνία της οχύρωσης. Είναι ο ισχυρότερος πύργος όλης της οχύρωσης. Θεωρείται ακρόπυργος, αλλά, αν αντιλαμβάνομαι σωστά τη μορφή του πύργου, νομίζω ότι μπορούσε να παρέχει άσυλο μόνον σε περιορισμένο αριθμό ανδρών. Στο Smederevo ο ακρόπυργος βρισκόταν στην ελεύθερη γωνία της ακρόπολης, στην κορυφή του τριγώνου που την διαμόρφωνε, διέφερε από τους λοιπούς πύργους ακρόπολης και πόλης, αλλά είναι λίγο μόνον μεγαλύτερος από όλους τους άλλους528. Στο φρούριο της Παλιάπολης, στη Σαμοθράκη, ο ακρόπυργος ήταν ο ισχυρότερος βυζαντινός πύργος που κτίστηκε στο νησί, αν βέβαια έχω πλήρη εικόνα των οχυρώσεων σε αυτό. Βρισκόταν στη γωνία του φρουρίου. Η είσοδός του δεν έβλεπε στο εσωτερικό του φρουρίου, δεν ήταν προσβάσιμος από το τείχος και ανοιγόταν στη δεύτερη στάθμη.

Simić, Manasija, σ. 236–237, εικ. 1–8. Ćurčić, Architecture, σ. 633–635, εικ. 737–740. Popović, Belgrade, σ. 324, εικ. 40. 528 Nescović, Ακρόπολη Smederevo, σ. 208. 526 527


[200]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Υποθέτω ότι στο κάστρο της Μυτιλήνης το ρόλο του ακρόπυργου είχε ο βυζαντινός, ανατολικός πύργος (ανατολικό διαμέρισμα κατά τη σχετική βιβλιογραφία) της γενοβέζικης ακρόπολης (η οποία στη βιβλιογραφία φέρεται ως Μεγάλος Περίβολος ή Ακρόπυργος), ο ισχυρότερος από τους πύργους της. Στο φρούριο Maglič βρισκόταν σε γωνία, στο ψηλότερο σημείο της οχύρωσης. Ιδιόρρυθμη περίπτωση ήταν ο ακρόπυργος του Πλαταμώνα. Υψωνόταν στο άκρο της ακρόπολης, το οποίο βρισκόταν στο εσωτερικό της πόλης και όχι στην εξωτερική γωνία της ακρόπολης, δεν παρείχε διαφυγή προς την ύπαιθρο, ήταν ο πιο ισχυρός πύργος και διέθετε ιδιαίτερη προστασία (δικό του περίβολο) 529. Ο ακρόπυργος (χωρίς ιδιαίτερη προστασία) της φράγκικης ακρόπολης του Ακροκόρινθου βρισκόταν στο εξωτερικό τείχος του κάστρου. ΑΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΗ ΘΕΣΗ. Στην ακρόπολη του Πολυστύλου σώζονται ογκώδη κομμάτια κατεδαφισμένου πύργου, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν ο ο ισχυρότερος πύργος της οχύρωσης. Μάλλον πρόκειται για τον ακρόπυργο. Η ακρόπολη ήταν κατά πάσαν πιθανότητα έργο του Ιωάννη του Ϛ΄ του Καντακουζηνού. Στοιχεία (θέση, διαστάσεις, μορφή) για τον πύργο μπορεί να δώσει μόνον ανασκαφική έρευνα. ΑΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. Αδιευκρίνιστο είναι αν οι ισχυροί γωνιακοί πύργοι των δύο ακροπόλεων των Ιωαννίνων ήταν ακρόπυργοι530. Το ίδιο ερώτημα τίθεται και στην περίπτωση του μεγάλου γωνιακού πύργου της ακρόπολης της Μαρώνειας. Πάντως χωρίς να διαθέτω αποδεικτικά επιχειρήματα, μένω με την εντύπωση ότι πρόκειται απλώς για γωνιακούς πύργους, που είναι ιδιαιτέρως ισχυροί ακριβώς γιατί είναι γωνιακοί πύργοι ακρόπολης. ΜΟΡΦΗ. Ο ακρόπυργος του Πυθίου ήταν ορθογώνιος και είχε μεγάλες διαστάσεις. Ήταν προσβάσιμος από το επίπεδο του εδάφους και από τον μικρό γωνιακό πύργο του φρουρίου διά του περιδρόμου του τείχους που συνέδεε τους δύο πύργους. Διέθετε τρεις ορόφους, ενώ με βεβαιότητα υποστηρίζει η έρευνα ότι ο σχεδιασμός περιελάμβανε άλλους δύο. Τα μεσοπατώματα ήταν κτιστά. Ο συστηματικός σχεδιασμός εξασφάλισε την αμυντική αυτοτέλεια των επιμέρους στοιχείων του πύργου. Τετράπλευρος ήταν ο ακρόπυργος του φρουρίου της Παλιάπολης στη Σαμοθράκη και μετρούσε 10Χ11,90μ. Οκτάπλευρος ήταν ο ακρόπυργος στον Πλαταμώνα531. Είχε ύψος 16μ, πάχος τοίχων 2μ και το εμβαδόν του έφτανε περίπου τα 180μ2. Περιβαλόταν από οκτάπλευρο χαμηλό τείχος. Είχε υπόγειο και τρεις ορόφους, τα πατώματα ήταν ξύλινα, την επικοινωνία Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας, Αθήνα 2006, σ. 35–37. Τσουρής, Ιωάννινα, σ. 141–145, 147–148, σχ. 1. 531 Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας, σ. 35–37. 529 530


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[201]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανάμεσα στους ορόφους εξασφάλιζαν στενές, κτιστές κλίμακες, κολλημένες στον τοίχο του πύργου, αλλά η κλίμακα προς τον τρίτο όροφο ήταν ξύλινη. Ορθογώνιος στο φράγκικο οχυρό του Ακροκορίνθου και στη Μυτιλήνη (αν πραγματικά ο ανατολικός πύργος της ακρόπολης, που φέρεται ως Μεγάλος Περίβολος, έπαιζε το ρόλο ακρόπυργου). Εξαγωνικός στο φρούριο Maglič, στην πραγματικότητα πεντάπλευρος με αποτετμημένη την κορυφή.

Γ.III. ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΕΣ

ΔΟΜΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ Οι αρχαίες παραδόσεις της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής προέτρεπαν τους τεχνίτες να εξασφαλίζουν την αυτοτέλεια των μονάδων της οχύρωσης: έτσι οι καταστροφές που υφίστατο ένα τμήμα της οχύρωσης δεν είχαν συνέπειες στο παρακείμενο. Η κατάρρευση, επί παραδείγματι, ενός τμήματος τείχους άφηνε άθικτο τον διπλανό πύργο, εάν οι τοιχοποιίες τους είχαν ανάμεσά τους αρμό. Σε μερικούς πύργους του Διδυμοτείχου η τοιχοποιία δεν συνδεόταν πλήρως με το τείχος πίσω τους, ωστόσο πρόκειται για τυχαίο φαινόμενο που οφείλεται στο μέγεθος των λίθων και την κατάσταση διατήρησης του τείχους. Νομίζω ότι δεν σχετίζεται κατά κανένα τρόπο με τη δομική αυτοτέλεια. Οι πύργοι της Κωνσταντινούπολης δεν συνδέονταν δομικά με το τείχος πίσω τους532. Στο κάστρο του Άβαντα οι τοιχοποιίες των πύργων Π1 (με πύλη) και Π4 ήταν ανεξάρτητοι από τις τοιχοποιίες των τειχών πίσω τους: στον πύργο Π4 είναι επιτρεπτό να υποθέσει κανείς ότι αυτός αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, αλλά στην περίπτωση του πύργου – πύλης Π1 δεν μπορώ να σκεφτώ για ποιο ακριβώς λόγο εφαρμόστηκε η δομική αυτοτέλεια. Ίσως ο πύργος ανήκει σε κατοπινή οικοδομική φάση που είχε σκοπό να ενισχύσει την ασφάλεια της πύλης. ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ Η αμυντική αυτοτέλεια μεγιστοποιούσε την αποτελεσματικότητα μιας οχύρωσης. Καθιστούσε ανεξάρτητη μία περιοχή της οχύρωσης από μία άλλη ή μία μονάδα της αυτοδύναμη μέσα στο σύνολο της οχύρωσης. Το πιο απλό παράδειγμα είναι ο πύργος του οποίου η είσοδος ανοιγόταν σε επίπεδο ψηλότερο από το έδαφος: ο εχθρός που είχε καταλάβει την πόλη δεν εξασφάλιζε αυτομάτως την κατάληψη των πύργων. Το 532

Foss – Winfield, Fortifications, σ. 45.


[202]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ζήτημα είχε ιδιαίτερη σημασία στους ακρόπυργους των πόλεων, των ακροπόλεων, των φρουρίων και τους πύργους των μοναστηριών: μπορούσαν να εξασφαλίσουν την τελική κατίσχυση των αμυνομένων και την απώθηση των επιτιθέμενων. Παρατηρώντας συνολικά μία οχύρωση είναι καθαρό ότι, όπου υπήρχαν περισσότεροι από δύο περίβολοι –πλην της ακρόπολης–, η κατάληψη του πρώτου, εξωτερικού, δεν εξασφάλιζε την κυριαρχία στον δεύτερο. Αυτή εξ άλλου ήταν μία από τις λειτουργίες της ακρόπολης. Ήταν το έσχατο καταφύγιο: ακόμη και όταν ο εχθρός είχε καταλάβει κάθε γωνιά της πόλης, οι υπερασπιστές της ακρόπολης μπορούσαν να αντιτάξουν αποτελεσματική άμυνα και να αντιστρέψουν την τελική έκβαση της μάχης. Για να καταλήξω στη θεμελιώδη μονάδα της οχύρωσης, τον πύργο, ένας καλά σχεδιασμένος και άρτια οικοδομημένος πύργος απομόνωνε το κάθε τμήμα του από το προηγούμενο, είτε επρόκειτο για διατάξεις καθ’ ύψος είτε για οριζόντια επικοινωνία. Παραδείγματα των ανωτέρω περιπτώσεων έχουν ήδη συζητηθεί στην εργασία αυτή και είναι περιττή η εξαντλητική επανάληψή τους εδώ. Περιορίζομαι μονάχα σε αναφορές χαρακτηριστικών ή εντυπωσιακών περιπτώσεων. Εκείνο που οφείλω να επισημάνω είναι ότι σε σπάνιες περιπτώσεις είναι φανερός συστηματικός σχεδιασμός. Τις πιο πολλές φορές έχουμε να κάνουμε, κατά τη γνώμη μου, με πρακτικές που παραδίδονταν από μια γενιά μηχανικών, οικοδόμων και στρατιωτικών σε μιαν επόμενη. Ποιες περιπτώσεις εκπροσωπούν μίμηση υπαρκτών παραδειγμάτων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαπιστωθεί. Τα ανωτέρω πάντως υποστηρίζουν πειστικά αναφορές ιστορικών κειμένων ή τα ίδια τα μνημεία. Ελάχιστα μέρη της οχύρωσης του Διδυμοτείχου εμφανίζουν αμυντική αυτοτέλεια. Εφ’ όσον ένα στρατιωτικό σώμα εισχωρούσε στην οχύρωση, από κει και μετά όλα τα μέρη της ήταν στη διάκρισή του, πλην βέβαια της ακρόπολης με τον ακρόπυργο. Εάν το ενδιάμεσο τείχος που εικάζεται ότι υπήρχε στο βόρειο άκρο του κάστρου υπήρχε πραγματικά, τότε η περιοχή αυτή ήταν αυτοτελής αμυντικά: δεν ήταν αρκετό να εισχωρήσει κανείς στο εσωτερικό του κάστρου για να κυριαρχήσει και στην περιοχή αυτή, αλλά έπρεπε να αγωνιστεί για να καταλάβει την τελευταία. Οι είσοδοι των πύργων –όσες τουλάχιστον σώζονται– βρίσκονται πάνω – κάτω στο επίπεδο του εδάφους. Στον πύργο Π2 δυο – τρία σκαλοπάτια αρκούσαν για να μπει κανείς σε αυτόν. Είναι άδηλο, όμως, πως μπορούσε να ανεβεί κανείς στο δώμα είτε από τη μεριά της πύλης ΠΛ12 είτε από τη μεριά του περιδρόμου Τ1–Τ2 Αν η είσοδος στον πύργο Π12 βρισκόταν στο επίπεδο του εδάφους, όπως συμβαίνει σήμερα, τότε έμπαινε κανείς σε αυτόν κατ’ ευθείαν από το εσωτερικό της πόλης. Το ίδιο συνέβαινε και με την είσοδο στους πύργους Π14 και 15. Διαφορετική ήταν η κατάσταση στον πύργο Π16. Εδώ δεν υπήρχε είσοδος στο επίπεδο του εδάφους και του ποταμού. Είσοδος υπήρχε στον όροφο και αυτή ήταν προσβάσιμη


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[203]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μόνον από τον περίδρομο, αλλά πύργος και παραποτάμιο τείχος δεν επικοινωνούσαν, εκτός αν υπήρχε κάποιου είδους ξύλινη κατασκευή. Επομένως η είσοδος του τείχους ήταν προσβάσιμη μόνον από το βραχίονα του τείχους που ερχόταν στον πύργο από το βράχο. Αμυντικά αυτοτελή ήταν, επίσης, τα τμήματα του διαδρόμου μεταξύ προτειχίσματος και τείχους. Η κατάληψη ενός από τα τμήματα αυτά δεν σήμαινε κατ’ ανάγκην την κυριαρχία σε όλον αυτόν το διάδρομο. Όσα τμήματα υπήρχαν, είχαν τη δική τους πύλη και δεν οδηγούσε το ένα στο άλλο. Αυτό ισχύει με βεβαιότητα για δύο τουλάχιστον τμήματα του προτειχίσματος. Το κάθε ένα από αυτά οδηγούσε σε μία ξεχωριστή πύλη του τείχους. Στο Πύθιο533 ο κάθε περίβολος ήταν ανεξάρτητος από τον προηγούμενο. Ο κάθε πύργος ήταν ανεξάρτητος από το εσωτερικό των περιβόλων και από τον περίδρομο των τειχών. Η κάθε στάθμη των πύργων και του πυλώνα ήταν ανεξάρτητη από τη χαμηλότερη. Μια σειρά καλά σχεδιασμένων λεπτομερειών εξασφάλιζαν όλα τα ανωτέρω: αλλού δεν υπήρχε άμεση επικοινωνία μεταξύ των περιοχών, των τμημάτων, των μονάδων και των χώρων και αλλού –όπου υπήρχε η επικοινωνία αυτή– η κίνηση ήταν τόσο δύσκολη, που καθίστατο απόλυτα ελεγχόμενη. Υπήρχαν σημεία στα οποία ένας ή δύο στρατιώτες αρκούσαν για να απωθήσουν πολλαπλάσιους εχθρούς. Όταν το Σερβικό βασίλειο ολοκλήρωσε την οχύρωση του Βελιγραδίου ανάμεσα στο 1404 και το 1427 (τελευταίες τροποποιήσεις και προσθήκες έλαβαν χώραν μεταξύ 1427 και 1521 από το Ουγγρικό βασίλειο), η πόλη διέθετε ένα μοναδικό σύστημα οχύρωσης και απέκρουσε αποτελεσματικά δύο μείζονες οθωμανικές πολιορκίες το 1440 και το 1456: στο κέντρο της οχύρωσης βρισκόταν η τελευταία γραμμή άμυνας, το κάστρο, που περιβαλλόταν από όλες τις πλευρές από τρεις ανεξάρτητες μεταξύ τους οχυρώσεις με διαφορετική λειτουργία η κάθε μία534. Από τους πύργους των μονών και τους εκτός μονών μοναστηριακούς πύργους περιορίζομαι να αναφέρω τον πύργο του βασιλιά Μιλούτιν και τον ακρόπυργο της Μονής Resava (Manasija), στους οποίους η είσοδος βρισκόταν σε ύψος απαγορευτικό για τους επιτιθέμενους535.

Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο, σ. 39, 41. Popović, Belgrade, σ. 324. Popović, Βελιγράδι, σ. 128–131. 535 Ćurčić, Πύργος Μιλούτιν, σ. 216–217. Simić, Manasija, σ. 236–239, εικ. 5–8. 533 534


[204]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στον πύργο του Φονιά και στον ακρόπυργο του φρουρίου της Παλιάπολης της Σαμοθράκης η είσοδος ανοίγεται στη δεύτερη στάθμη536. Το ίδιο συμβαίνει με τους πύργους του Άβαντα και του Ποταμού537. Στην Κομοτηνή οι είσοδοι πύργων βρίσκονταν ψηλότερα από το έδαφος: χωρίς αιρετή κλίμακα ήταν απολύτως αδύνατον να τις προσεγγίσει κανείς538. Στον ακρόπυργο του Maglič η είσοδος ανοιγόταν στον δεύτερο όροφο και σε αυτήν οδηγούσε εξωτερική ξύλινη κλίμακα539.

Γ.ΙV. ΟΧΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΥΔΡΕΥΣΗ – ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗ

Τα οικιστικά μορφώματα που βρίσκονταν δίπλα ή κοντά σε ανανεώσιμες πηγές υδάτων (ποτάμια ρεύματα κάθε είδους, λιμναία ύδατα, πηγές) είχαν εξασφαλισμένη την ύδρευσή τους σε ειρηνικές περιόδους. Το πρόβλημα ήταν πάντοτε οι εμπόλεμες καταστάσεις. Σε περίοδο πολιορκίας έπρεπε να εξασφαλιστεί η αβλαβής και απρόσκοπτη προσέγγιση των υδάτινων πόρων. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνον με δύο τρόπους: να εισαχθούν με υδραγωγείο τα ύδατα στο εσωτερικό της οχύρωσης ή να συμπεριλάβει η οχύρωση τα ύδατα στο εσωτερικό της. Το πρώτο θεωρητικά ήταν δυνατό –όχι απαραιτήτως πάντοτε– στις εγκαταστάσεις που βρίσκονταν στα πεδινά ή σε χαμηλά εξάρματα, ενώ ήταν τεχνικά αδύνατο στις εγκαταστάσεις που ιδρύονταν σε μεγάλο ύψος. Σε κάθε περίπτωση ένα υδραγωγείο αργά ή γρήγορα ήταν αναμενόμενο να περιέλθει στο έλεος του μεθοδικού και επίμονου πολιορκητή. Η ενδιάμεση λύση ήταν να κατασκευαστεί κάποιου είδους προέκταση της οχύρωσης, η οποία θα περιέκλειε στο εσωτερικό της την περιοχή των υδάτων. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή ο πολιορκητής δεν θα έμενε με σταυρωμένα χέρια: ήταν δυνατό να εκτρέψει το ρεύμα που τροφοδοτούσε τους πολιοκρούμενους. Στο Διδυμότειχο η ποτάμια οχύρωση επέτρεπε στους κατοίκους, σε καιρό ειρήνης, να κατεβαίνουν στο ποτάμι και να αντλούν νερό από την όχθη, από τον περίδρομο και από το εσωτερικό του πύργου Π16. Σε καιρό πολέμου μπορούσαν να αντλούν νερό κυκλοφορώντας σχετικά επικίνδυνα στον περίδρομο του τείχους, εάν βεβαίως αυτός υπήρχε. Ούτως ή άλλως η κίνηση αυτή ήταν σχεδόν περιττή, εφ’ όσον μπορούσαν να αντλούν νερό από τον πύργο Π16 χωρίς κανέναν απολύτως κίνδυνο.

Μαζαράκης, Φονιάς, σ. 226–227. Μάτσας – Μπακιρτζής, Σαμοθράκη, σ. 30, εικ. 3, 4, 6. εικ. 10, 11 Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 171–172, εικ. 9, 12. 538 Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή. σ. 21. 539 Simić, Maglič, σ. 125, εικ. 3, 5, 7. 536 537


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[205]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ποτάμια οχύρωση κατασκευάστηκε πρωτίστως για να εξασφαλίσει την κάθοδο των κατοίκων στον Ερυθροπόταμο και δεν σχετίζεται άμεσα με την αμυντική θωράκιση του οικισμού. Με την επέκταση αυξανόταν ο οχυρωμένος χώρος που διέθετε ο οικισμός, αλλά αυτή δεν αύξανε τις αμυντικές δυνατότητες του οικισμού άμεσα. Είτε υπήρχε είτε όχι, η οχύρωση εξακολουθούσε να έχει τις ίδιες δυνατότητες. Η συμβολή στην άμυνα ήταν έμμεση: εφ’ όσον εξασφαλιζόταν η διαρκής και απρόσκοπτη ύδρευση, η άμυνα εξαρτιόταν απολύτως από τα οχυρωματικά έργα και τους πολεμιστές και δεν απειλούνταν από έλλειψη νερού. Οι παλαιοί Θρακιώτες λόγιοι, που ασχολήθηκαν με το Διδυμότειχο, είχαν απόλυτη επίγνωση της κύριας λειτουργίας του πύργου και της σχέσης του με τα τείχη, στη γωνία των οποίων υψωνόταν, διατηρούσαν σαφή εικόνα των λειτουργιών των επί μέρους στοιχείων της επέκτασης της οχύρωσης (πύργος, πύλη, περίδρομος) και το κυριότερο, αυτό που δεν διαθέτει ο σύγχρονος ερευνητής, είχαν δει οι ίδιοι ή είχαν ακούσει ανθρώπους που είχαν δει οι ίδιοι τμήματα της επέκτασης, τα οποία σήμερα είναι καταχωμένα ή κατεστραμμένα540. Ήταν, λοιπόν, ξεκάθαρο για αυτούς ότι το Πεντάζωνο λειτουργούσε ως πηγάδι ή δεξαμενή με νερό διαρκώς ανανεωνόμενο541, ότι ήταν μέρος της ποτάμιας επέκτασης της οχύρωσης542, και ότι δίπλα του υπήρχε πύλη543. Τοπικές παραδόσεις παρέχουν μία επί πλέον είδηση για την ύδρευση του οικισμού χάρις στην επέκταση της οχύρωσης: ίσως στο εσωτερικό της επέκτασης υπήρχε μεγάλη υπόγεια δεξαμενή (κινστέρνα), η οποία τροφοδοτούνταν από τον Ερυθροπόταμο544. Αν οι περιγραφές τοπικών λογίων είναι αξιόπιστες, τότε ελεύθερα στηρίγματα αγνώστου αριθμού οργάνωναν το εσωτερικό σε θολοσκέπαστους χώρους, όπως στις περισσότερες τυπικές βυζαντινές δεξαμενές κάποιων αξιώσεων545. Δυστυχώς, επί του παρόντος τουλάχιστον, δεν είναι δυνατόν να επαληθευθούν ή να απορριφθούν, αλλά δεν αποκλείεται αυτό να γίνει σε ένα ακαθόριστο μέλλον. Σε μικρό αριθμό οχυρώσεων της Βαλκανικής χερσονήσου, κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, κατασκευάστηκαν αυτοτελείς αμυντικά προεκτάσεις των οχυρώσεων ή πύργοι επί ανανεωσίμων πηγών υδάτων, πηγαίων ή ποταμίων. Οι Γ. Λαμπουσιάδης, Οδοιπορικόν επί των ημερών της Ελλ. Κατοχής της αν. Θράκης, Θρακικά 2 (1929), σ. 89–90· Ευθυμίου, Διδυμότειχον, σ. 376· Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 31–32. Βιβλιογραφική ενημέρωση για τον οικισμό βλ. στο: Soustal, Thrakien, σ. 240–244, λήμμα Didymoteichon. 541 Ευθυμίου, Διδυμότειχον, σ. 376· Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 32. 542 Ευθυμίου, Διδυμότειχον, σ. 376· Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 31–32. 543 Μανάκας, Συλλογή αφηγήσεων, σ. 32. 544 Λαμπουσιάδης, Οδοιπορικόν, σ. 90· Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 32. 545 Λαμπουσιάδης, Οδοιπορικόν, σ. 90· Ευθυμίου, Διδυμότειχον, σ. 376· Μανάκας, Διδυμότειχον, σ. 32. 540


[206]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πύργοι συνδέονταν με την οχύρωση με βραχίονα τείχους, με εξαίρεση μία ελλιπώς τεκμηριωμένη περίπτωση. Λειτουργούσαν σαν πηγάδια και η σχέση τους με την οχύρωση επέτρεπε την αβλαβή άντληση ανεξαντλήτων ποσοτήτων υδάτων. Εξασφάλιζαν ύδρευση σε σημαντικούς, συνήθως, οικισμούς (Λιβαδειά, ίσως ο Μελένικος, Τύρνοβο, Αδριανούπολη, Διδυμότειχο) ή ακροπόλεις (Αθήνα). Όλες οι περιπτώσεις ανήκαν σε περιφερειακές πρωτεύουσες (Αδριανούπολις, Διδυμότειχον, Τύρνοβο) ή σε έδρες ηγεμονιών της περιόδου του κατακερματισμού της βυζαντινής περιφέρειας (Αθήνα, Λιβαδειά, Μελένικος). Στις περιπτώσεις της Λιβαδειάς, της Αδριανούπολης, του Διδυμοτείχου και του Τυρνόβου, τα έργα αυτά διαφοροποιούνταν λίγο ή πολύ από την υπόλοιπη οχύρωση λόγω της αυξημένης οχυρωματικής και κατασκευαστικής ισχύος τους. Οι επεκτάσεις, οι πύργοι στο άκρο βραχίονα και οι μεμονωμένοι πύργοι δεν είχαν άμεση φρουριακή λειτουργία, όπως ακριβώς και στο Διδυμότειχο. Μαζί με τους διαδρόμους που οδηγούσαν σε, επίσης, ανανεώσιμες πηγές υδάτων, και οι οποίοι διάδρομοι, επίσης, δεν είχαν φρουριακή λειτουργία, αποτελούσαν σημαντικές και ιδιαίτερης αξίας μεθόδους υδρεύσεως μεσαιωνικών οχυρώσεων. ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΟΧΥΡΩΣΗΣ. Στην Ακρόπολη των Αθηνών μετά τον 6ο αιώνα ανακάλυψαν εκ νέου τις δυνατότητες της Κλεψύδρας μόλις κατά τον 10ο/11ο αιώνα546. Οι de la Roche, στα μέσα του 13ου αιώνα ή μετά από αυτά, κατασκεύασαν τείχος το οποίο περιέκλεισε την Κλεψύδρα και την ενσωμάτωσε στο κάστρο της Ακροπόλεως και πραγματοποίησαν συμπληρωματικές εργασίες (διάνοιξη πυλίδας) για τη διαμόρφωση προσβάσεως από την Ακρόπολη (προς το φρέαρ)547. Στο Μυστρά το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε από την αρχική φάση ανέγερσης της οχύρωσης: η οχύρωση περιέλαβε την πηγή της Μαρμάρας και πάνω της κτίσθηκε ισχυρός πύργος548. ΠΥΡΓΟΙ ΕΠΙ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ. Η περίπτωση του Διδυμοτείχου κατά κάποιο τρόπο εμφανίζει κοινά γνωρίσματα με μία άλλη κατηγορία οχυρωματικών έργων που κατασκευάστηκαν για να εξασφαλίσουν την ύδρευση ενός οικισμού: πρόκειται για σκέλος ή βραχίονα του τείχους, που καταλήγει σε πύργο κτισμένο μέσα σε νερά A. Parsons, Klepsydra and the paved court of the Pythion, Hesperia 12 (1943) 250–251· Τ. Τανούλας, Τα Προπύλαια της Αθηναϊκής Ακρόπολης κατά τον Μεσαίωνα [Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθ. 165], Αθήνα 1997, 288· ο ίδιος, «Το πολυτιμότερο στολίδι του κόσμου» στο στέμμα της Αραγωνίας: η Αθηναϊκή Ακρόπολη υπό Καταλανική κυριαρχία (1311–1388), στο: Η Καταλανο-αραγωνική κυριαρχία στον Ελλαδικό χώρο, χωρίς εκδότη, Ινστιτούτο Θερβάντες Αθήνας, Αθήνα 2012, σ. 29–30, εικ. 10–11. 547 Α. Parsons, Klepsydra, 251–259· Τραυλός, Εξέλιξις, σ. 164· Τανούλας, Προπύλαια, σ. 304. 548 Αρβανιτόπουλος, Μυστράς, σ. 151. Μαρίνου, Οχύρωση, σ. 108–110, εικ. 78–79. 546


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[207]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ποταμού. Με άλλα λόγια ο βραχίονας συνέδεε την οχύρωση του οικισμού με το υδάτινο ρεύμα, εξασφαλίζοντας την περιφρούρηση της πηγής αντλήσεως και εν τέλει την ακίνδυνη άντληση.. Στο Διδυμότειχο το ρόλο του βραχίονα έπαιζε το βόρειο τείχος της προέκτασης. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι σαφές αν ο πύργος συνδεόταν με τείχος με την υπόλοιπη οχύρωση ή ήταν παντελώς ανεξάρτητος από αυτήν549. Χαρακτηριστικά παραδείγματα βρίσκονται στη Λιβαδειά550, στο Τύρνοβο551, στην Αδριανούπολη552 και τη Βιζύη553. Κατά τον Γ. Λαμπουσιάδη, σε απόσταση 10μ, από τον ΝΔ γωνιακό πύργο της Αδριανούπολης υπήρχε ένας ακόμη πύργος δίπλα στην όχθη του ποταμού Τόνζου554. Τους δύο πύργους συνέδεε ευθύγραμμο τείχος, στο οποίο ανοιγόταν πύλη555. Κατά τον Αδριανουπολίτη λόγιο η πύλη λεγόταν «Ουγρούν-καπού» (συρτή πύλη) ή «Ουγουρλού-καπού» (αισία / τυχερή πύλη)556. Ο παρόχθιος πύργος κατά πάσα πιθανότητα είναι βυζαντινής περιόδου, χωρίς όμως να αποκλείεται κατηγορηματικά χρονολόγηση στην οθωμανική περίοδο. Η άποψη αυτή στηρίζεται στα δύο χαρακτικά του 1832, στα οποία πλίνθινα ντουζένια φαίνονται να οργανώνουν τη λιθοδομή του πύργου σε φαρδιές ζώνες. H προέκταση αυτή της οχύρωσης (τείχος, πύλη, πύργος) προοριζόταν μόνον να εξασφαλίσει την αβλαβή προσέγγιση των υδάτων του Τόνζου και δεν υπήρχε κανένας λόγος να κατασκευαστεί εδώ πύλη, η οποία εξ άλλου δεν οδηγούσε πουθενά, ούτε το τοξωτό άνοιγμα να φραχτεί με θύρα. Η πύλη ήταν ένα απλό άνοιγμα που επέτρεπε την επικοινωνία των περιοχών εκατέρωθεν αυτής. Χωρίς αυτήν (αν δηλαδή το τείχος ήταν τυφλό) οι δύο περιοχές θα ήταν αποκομμένες η μία από την άλλη. Από τη σχετική συζήτηση επιτρέπεται να συναχθούν τρία ελάχιστα συμπεράσματα. Πρώτον: στη νοτιοδυτική γωνία της οχυρώσεως μία ευθύγραμμη προέκταση του τείχους απέληγε σε πύργο που βρισκόταν μέσα στα νερά του Τόνζου. Από τον πύργο αυτόν ήταν δυνατή η διαρκής και αβλαβής άντληση των ποταμίων υδάτων. Από την Σχετικό επίσης παράδειγμα βρίσκεται στη Βιζύη και αποτελεί αντικείμενο μελέτης Τούρκου συναδέλφου. 550 Μαμαλούκος, Λιβαδειά, σ. 10-13. 551 V. Vălov, Vodosnabdjavaneto na srednovekovnite bulgarski gradove i kreposti (VII-XIV v.), Arkheologija 19.1 (1977), σ. 18· Moutsopoulos, Pensées et observations, εικ. 3. Την περίπτωση του Τυρνόβου συμπεριέλαβα μάλλον βιαστικά, με ανακρίβειες και ορισμένες παρανοήσεις στην εργασία Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών, σ. 302. 552 Τσουρής, Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών, σ. 302-309. 553 Αδημοσίευτη· βλ. Τσουρής, ό.π., σ. 300 υποσημ. 23 554 Λαμπουσιάδης, Αδριανούπολις, σ. 53. 555 Παπαζώτος, Σχόλια, σχ. 2. 556 Λαμπουσιάδης, Αδριανούπολις, σ. 53-54. 549


[208]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άποψη αυτή ο πύργος λειτουργούσε ως πηγάδι με ανεξάντλητα υδάτινα αποθέματα. Δεύτερον: η γραμμική αυτή προέκταση δεν αποτελούσε απαραίτητο μέρος της οχυρώσεως της πόλεως, βελτίωνε εν μέρει, αλλά όχι σε καθοριστικό βαθμό, τις δυνατότητες της τελευταίας και κατασκευάστηκε αποκλειστικά για να εξασφαλίσει την ασφαλή ύδρευση της πόλεως. Τρίτον: η οχύρωση στην περιοχή αυτή ήταν ιδιαιτέρως βαριά557. Στο κάστρο της Λιβαδειάς υπάρχει ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα558. Η οχύρωση του ΒΑ άκρου του κάστρου κατεβαίνει χαμηλότερα από την υπόλοιπη οχύρωση, ακριβώς για να προσεγγίσει μια πηγή. Από τον εξωτερικό περίβολο του κάστρου ξεκινά σκέλος του τείχους, στο άκρο του οποίου βρίσκεται ισχυρός πύργος (εικ.6). Στο σκέλος αυτό διαμορφώνεται διάδρομος που κατηφορίζει απότομα προς τον πύργο. Οι κάτοικοι μπορούσαν να κινούνται αβλαβώς στο διάδρομο, ενώ οι υπερασπιστές του κάστρου μπορούσαν να μάχονται και προς τις δύο πλευρές από τον περίδρομο ή από τις θυρίδες που υπήρχαν. Μια κτιστή σκάλα στο κάτω τμήμα του πύργου επέτρεπε την κάθοδο στον πάτο του, όπου ανέβλυζε πηγή. Ο ισχυρός, ογκώδης και ψηλός πύργος με περιμετρικό εξώστη κυριαρχούσε κυριολεκτικά πάνω στην πηγή και οι υπερασπιστές του χάρις στα πλεονεκτήματα αυτά μπορούσαν να ελέγξουν κάθε εχθρική κίνηση στη βάση του. Κατά τους μελετητές του κάστρου οι κατασκευές της ΒΑ γωνίας του είναι έργα υστεροβυζαντινής περιόδου, άρα έργα της Φραγκοκρατίας, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι ορισμένα τμήματα ανήκουν στη μεσοβυζαντινή και άλλα στην υστερορρωμαϊκή ή πρωτοβυζαντινή περίοδο559. Φαίνεται λοιπόν πιθανό – ανεξάρτητα από την κατά περιόδους ακριβή μορφή – ότι η λειτουργία παρέμενε απαράλλαχτη από την πρώτη περίοδο μέχρι την τελευταία. Για τον Μελένικο κείμενο του 19ου αιώνος παρέχει την πληροφορία ότι ένα μονοπάτι κατέβαζε από το κάστρο στο ποτάμι, που περιρρέει μεγάλο τμήμα της πόλεως. Εκεί,

Ο Κreiser, Edirne, σ. 11–12, έχει την άποψη ότι η διαμόρφωση της οχυρώσεως στο σημείο αυτό είχε προορισμό να δυσκολεύει την ανάπτυξη ενός πλήρους, χωρίς κενά ή ρήγματα, πολιορκητικού κλοιού περιμετρικώς της πόλης. Η προτεινόμενη λειτουργία είναι σωστή, αλλά παρεπόμενη και δευτερεύουσα. Κατά την άποψή μου ο βραχίονας κτίστηκε πριν από όλα για να εξασφαλίσει την προσέγγιση των ποταμίων υδάτων και παρεμπιπτόντως παρεμπόδιζε έναν συνεχή κλοιό. Ο δακτύλιος της πολιορκίας ήταν πλήρης έτσι κι’ αλλιώς, απλώς σε ένα μόνον σημείο του, ελαχίστων μέτρων, διακοπτόταν η συνέχειά του και η επικοινωνία των πολιορκητών. Η τανάλια έκλεινε τέλεια, αλλά τα δύο άκρα της δεν εφάπτονταν απολύτως. Με άλλα λόγια, εάν δεν υπήρχε ανάγκη αντλήσεως νερού από τον Τόνζο, νομίζω ότι δεν θα κατασκευαζόταν ο βραχίονας με την πύλη και τον πύργο, μόνον και μόνον για να εμποδίσει την απόλυτη πολιορκία και περικύκλωση. 558 Μαμαλούκος, Λιβαδειά, σ. 10–13. 559 Αυτόθι. 557


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[209]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στην όχθη, ο «πύργος του νερού» χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους για να αντλούν νερό από το ποτάμι560. Στο Τύρνοβο561, πρωτεύουσα του δευτέρου Βουλγαρικού βασιλείου, από την οχύρωση ξεκινούσαν βραχίονες του τείχους, οι οποίοι οδηγούσαν σε πύργους (εικ. 7), θεμελιωμένους εν μέρει ή εξ ολοκλήρου μέσα στο ρεύμα του περιρρέοντος τα οχυρωμένα υψώματα ποταμού562. Στους βραχίονες διαμορφωνόταν διάδρομος ανάμεσα σε τείχη, καλυμμένος563 ή ακάλυπτος564. Στο εσωτερικό των πύργων διηθείτο το νερό του ποταμού, το οποίο αντλούνταν από την κορυφή με κάδους565. ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗ Δεν είναι γνωστό τίποτε για την αποχέτευση ομβρίων υδάτων και αστικών λυμάτων. Το μόνο στοιχείο που διαθέτει η έρευνα είναι οι υδρορρόες και οι οπές απορροής. Υδρορρόες υπήρχαν διάσπαρτες στα τείχη της πόλης (Εικ. 45, 100). Διαμορφώνονταν από ένα λίθινο στοιχείο σε σχήμα αντεστραμμένου πί, που καλυπτόταν από μία ή περισσότερες πλάκες. Μία άλλη μορφή ήταν άνοιγμα στην τοιχοποιία με λιθόδμητα πλαίσια και βάση (κάτω μέρος) μεγάλη πλάκα που προεξέχει από το πρόσωπο του τείχους όπως ακριβώς προεξέχει η μονόλιθη υδρορρόη. Οι υδρορρόες βρίσκονταν στο επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους στο εσωτερικό της πόλης ή χαμηλότερα από αυτήν. Εντόπισα μόνον δύο περιπτώσεις, στις οποίες οπές απορροής ομβρίων ανοίχτηκαν ελάχιστα ψηλότερα από την επιφάνεια του εδάφους στο εξωτερικό της οχύρωσης, δηλαδή σχεδόν στη βάση του τείχους στην εσωτερική παρειά της οχύρωσης: η μία διαμορφώνεται με πλινθοδομή και βρίσκεται πολύ κοντά στην πύλη ΠΛ6, στα νότιά της (Εικ.59)· η άλλη διαμορφώνεται με λιθοδομή και βρίσκεται στο προτείχισμα μπροστά από τον πύργο Π7.

Β. Cvetkov, Vodosnabdjavane na Melnishkata krepost, Arkheologija, 22.2 (1980), σ. 45. Β. Cvetkov, Vodosnabditelni sborbženija, στο: Μеlnik, τ. 1, Sofia 1989, σ. 105–112. 561 Ćurčić, Architecture, σ. 477. 562 V. Vălov, Vodosnabdjavaneto na srednovekovnite bulgarski gradove i kreposti (VII-XIV v.), Arkheologija 19.1 (1977), σ. 18. 563 Ćurčić , Architecture, σ. 477. 564 V. Vălov, Vodosnabdjavaneto na srednovekovnite bulgarski gradove i kreposti (VII-XIV v.), Arkheologija 19.1 (1977), σχεδιαστική αναπαράσταση εικ. 2. 565 Σχετική αναπαράσταση: Moutsopoulos, Pensées et observations, εικ. 3. 560


[210]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[211]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κεφάλαιο Δ΄ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ Εισαγωγή. Έργα φρουριακής αρχιτεκτονικής σπανίως δημοσιεύονται συστηματικά και στις περισσότερες δημοσιεύσεις οι χρονολογήσεις που προτείνουν οι μελετητές βρίσκονται μέσα σε κύκλο παραδοχών. Ο μελετητής μιας οχύρωσης προκειμένου να προχωρήσει στις απαραίτητες συγκρίσεις και να καταλήξει σε αξιόπιστα χρονολογικά συμπεράσματα διαθέτει τις ακόλουθες ομάδες δημοσιευμάτων: α. Συστηματικές μελέτες, με έγκυρες χρονολογήσεις. β. Δημοσιεύσεις με ελλείψεις και χωρίς αυστηρό σύστημα, με χρονολογήσεις σχετικής αξιοπιστίας. γ. Μελετήματα στα οποία έχουν προταθεί χρονολογήσεις χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, βασιζόμενα κυρίως στην εμπειρία και τη γνώση των ερευνητών. δ. Δημοσιεύματα με χρονολογήσεις χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση. Η εμπιστοσύνη στα συστηματικά δημοσιεύματα κατ’ αρχάς επιβάλλεται. Η άκριτη ανακύκλωση στη βιβλιογραφία όλων των άλλων χρονολογήσεων θεμελιώνει ένα οικοδόμημα μάλλον ασταθές, ο βίος του οποίου παρατείνεται όσο η έρευνα δεν παράγει συστηματικά δημοσιεύματα. Μια ομάδα δημοσιευμάτων δεν ακολουθούν συστηματική μέθοδο, αλλά έχουν συνθετικές προθέσεις και εν μέρει συνθετικές προσεγγίσεις, οι οποίες τους προσδίδουν εν τέλει ορισμένη αξιοπιστία. Aπομένει να τεκμηριωθούν συστηματικά και να αποδειχθούν τα συμπεράσματά τους. Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή ο ερευνητής καλείται να εξετάσει κριτικά τα σχετικά συμπεράσματα, πριν να τα θεωρήσει αποδεικτικά δεδομένα. Με ένα λόγο τα δημοσιεύματα, στα οποία η έρευνα δύναται να στηριχθεί ασφαλώς, είναι ιδιαιτέρως περιορισμένα σε αριθμό, ενώ τα δημοσιεύματα, τα οποία οφείλει να αντιμετωπίζει επιφυλακτικά είναι τα περισσότερα. Για να διατυπώσουν προτάσεις χρονολόγησης, οι φρουριακές έρευνες συνήθως χρησιμοποιούν α. τις γραπτές πηγές, αυτές που αναφέρονται άμεσα στην οχύρωση, αυτές που αναφέρονται στην ιστορία της εγκατάστασης και αυτές που ασχολούνται με συγκεκριμένη περίοδο και την περιοχή, β. τα επιγραφικά μνημεία, γ. τα πορίσματα των ανασκαφικών ερευνών και δ. τα δεδομένα (τυπολογικά, μορφολογικά, κατασκευαστικά) που προσφέρει η ίδια η οχύρωση. Τη μέθοδο αυτή ακολουθώ στη συνέχεια, όσο βέβαια το επιτρέπει το διαθέσιμο υλικό. Παλαιότερες προτάσεις χρονολόγησης. Στο Κεφάλαιο Β΄, «Η οχύρωση», παρουσιάστηκαν, στις παραγράφους που αφιερώνονται στο «Ιστορικό της έρευνας», οι έρευνες που ασχολήθηκαν συστηματικά ή γενικόλογα και από διάφορες απόψεις με την οχύρωση του Διδυμοτείχου. Εδώ παρουσιάζω τη συμβολή του καθενός ερευνητή χωριστά και επισημαίνω τις συμβολές που θεωρώ καθοριστικές για την ιστορία της


[212]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οχύρωσης. Kατά πύργο και πύλη oι χρονολογήσεις που έχουν προταθεί κατά καιρούς εκτίθενται αναλυτικά μετά την παρουσίαση της συμβολής εκάστου ερευνητή. Από το 1957 ήδη ο Γρ. Ευθυμίου απέδωσε στον Ιουστινιανό τον Α΄ (527–565) την οχύρωση του λόφου του Διδυμοτείχου χωρίς να συνδέσει την αναφορά του Προκοπίου με κάποια φάση της οχύρωσης566. Η απόδοση επαναλήφθηκε στη συνέχεια από όλους σχεδόν τους μελετητές του Διδυμοτείχου, αλλά για πρώτη φορά ο Χ. Μπακιρτζής (1988 και 1994) συνέδεσε συγκεκριμένη φάση της τοιχοποιίας με την ιουστινιάνεια περίοδο: θεώρησε ιουστινιάνεια τη φάση με τις ζώνες τριών ή τεσσάρων σειρών πλίνθων567. Ο Γ. Μπακαλάκης υπέθεσε ότι το κάστρο είναι έργο του 8ου και 9ου αιώνα, αλλά ήταν βέβαιος ότι «το σημερινό είναι παλαιολόγιο»568, ενώ θεώρησε ότι οι μεγάλοι δόμοι του Π21 σχετίζονται με την οχύρωση της Πλωτινινόπολης569. Τη χρονολόγηση της πρώτης οχύρωσης στη βασιλεία του Ιουστινιανού επανέλαβε αργότερα ο Φ. Γιαννόπουλος (1989) και αυτός χωρίς να την συνδέσει με συγκεκριμένα τμήματά της· θεώρησε ως αρχαιότερη φάση την τοιχοποιία με τους μεγάλους δόμους· στον Π4 διέγνωσε την αρχαιότερη φάση και επεμβάσεις της οθωμανικής περιόδου· στη μείωση που εμφανίζει ο Π1 διέκρινε επιδράσεις άγνωστες στη βυζαντινή φρουριακή αρχιτεκτονική πριν από τη λατινική κυριαρχία· χαρακτήρισε τους ορθογώνιους πύργους (Π23 και 24) της νότιας πλευράς βυζαντινές κατασκευές· διαπίστωσε ότι ο Π21 ανήκει στην παλαιότερη φάση της οχύρωσης · θεώρησε την ΠΛ10 βυζαντινή, που δεν ανήκει πάντως στα έργα του 6ου αιώνα, ενώ την ΠΛ9 και τον Π19 έργα της Τουρκοκρατίας570. Για πρώτη φορά (1988 και 1994) ο Χ. Μπακιρτζής συνέδεσε συγκεκριμένη φάση της τοιχοποιίας με την ιουστινιάνεια περίοδο: θεώρησε ιουστινιάνεια τη φάση με τις ζώνες τριών ή τεσσάρων σειρών πλίνθων571. Μέχρι τώρα δεν έχει προκύψει κάποια αρχαιολογική ένδειξη ούτε έχει επισημανθεί κάποια ιστορική πληροφορία, οι οποίες να ανατρέπουν ή να αμφισβητούν αυτήν την πρόταση. O ίδιος ερευνητής πρότεινε στη συνέχεια ποικίλες χρονολογήσεις σε διάφορα δημοσιεύματά του για το σύνολο σχεδόν των τμημάτων της οχύρωσης. Εξ άλλου ο ίδιος και ο R. Ousterhout (2007)

Ευθυμίου, Διδυμότειχον, σ. 352–353. Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70· Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 207. 568 Γ. Μπακαλάκης, Αρχαιολογικά προβλήματα του Νομού Έβρου, στο: Η ιστορική, αρχαιολογική και λαογραφική έρευνα για τη Θράκη, Συμπόσιο Ξάνθη – Κομοτηνή – Αλεξανδρούπολη 5–9 Δεκεμβρίου 1985, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 197. 569 Γ. Μπακαλάκης, Αρχαιολογικαί έρευναι εν Θράκη, ΑΔ 17 (1961/62), Χρονικά, σ. 260. 570 Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, αντίστοιχα σ. 28–29, 119–122, σ. 119–120, σ. 121. 571 Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70· Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 207. 566 567


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[213]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αναφέρθηκαν συνοπτικά σε ρωμαϊκή, παλαιοχριστιανική, μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή οχύρωση572. Ο Χ. Μπακιρτζής πρότεινε για τους «πεντάπλευρους» πύργους εκατέρωθεν των κυρίων πυλών (συμπεραίνω ότι αναφέρεται στις ΠΛ1 και 10 και τους Π2, 3, 20 και 21) χρονολόγηση στη βασιλεία του Κωνσταντίνου του Ε΄, ο οποίος επανίδρυσε τα πολίσματα της Θράκης το 751· αλλού επεσήμανε ότι οι πεντάπλευροι πύργοι που πλαισιώνουν τις κεντρικές πύλες «γνωστές ως Καλέπορτες» είναι έργα του Ιουστινιανού ή γενικώς παλαιοχριστιανικοί573· ιδιαίτερης σημασίας είναι η απόδοση στον Τραϊανό τμήματος του περιβόλου· οι Χ. Μπακιρτζής – Δ. Τριαντάφυλλος θεώρησαν τους «πεντάπλευρους» πύργους, και ειδικώς αυτούς που πλαισιώνουν τις Καλέπορτες ή Καστρόπορτες (συμπεραίνω ότι αναφέρονται στην ΠΛ1), κατασκευές 7ου– 8ου αιώνα574· οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout διετύπωσαν την άποψη ότι οι «πεντάγωνοι» πύργοι στις Καλέπορτες ή Καστρόπορτες ανήκουν στον 6ο αιώνα. Όσον αφορά στον πύργο Π3 ο Χ. Μπακιρτζής πρόσθετα αναγνώρισε μεταγενέστερες προσθήκες. Οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout αναγνώρισαν ότι ο πύργος Π4 ανήκει στη ρωμαϊκή οχύρωση· επιπλέον σημειώνουν ρωμαϊκό πύργο στα νότια της πύλης «Σαραϊόπορτες». Δεν καταλαβαίνω σε ποια ακριβώς κατασκευή αναφέρονται. «Μεταγενέστερη» θεωρούν την πύλη 4 οι Χ. Μπακιρτζής – Δ. Τριαντάφυλλος και οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout. Το Πεντάζωνο (Π16) για τους X. Μπακιρτζή – Χ. Τριαντάφυλλο, τους Χ. Μπακιρτζή – R. Ousterhout είναι υστεροβυζαντινό έργο. Για τους Χ. Μπακιρτζή – Δ. Τριαντάφυλλο η ΠΛ9 είναι έργο οθωμανικό· για τον Χ. Μπακιρτζή πρώιμων οθωμανικών χρόνων· για τους Χ. Μπακιρτζή – R. Ousterhout επίσης πρώιμης οθωμανικής περιόδου. Ο Χ. Μπακιρτζής υποστήριξε ότι ο πύργος Π20 ανοικοδομήθηκε το 751 και κατά τους Χ. Μπακιρτζή – Δ. Τριαντάφυλλο είναι έργο 7ου–8ου αιώνα, ενώ ο Χ. Μπακιρτζής επεσήμανε ομοιότητες με παλαιοχριστιανικούς πύργους και ανήγαγε τους πεντάπλευρους πύργους στην παλαιοχριστιανική εποχή575. Η ΠΛ10 για τους Χ. Μπακιρτζή – R. Ousterhout είναι υστεροβυζαντινή. Ο Χ. Μπακιρτζής υποστήριξε ότι ο Ousterhout – Bakirtzis, Evros, σ. 94–98. Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 206, 207. Επισημαίνω ότι 1. Καλέπορτες (είναι οι πύλες της αγοράς) λέγονταν οι πύλες 1 (βυζαντινή) και 2 (οθωμανική), ενώ οι πύλες 9 (τουρκική) και 10 (βυζαντινή) λέγονταν Νερόπορτες (είναι οι πύλες της γέφυρας) και 2. πεντάπλευροι ήταν μόνον οι Π20 και 21 που πλαισίωναν την ΠΛ10, ενώ οι Π2 και 3 που πλαισίωναν την ΠΛ1 ήταν τετράπλευρος ο ένας (Π2) και παραλλαγή του πεντάπλευρου –αλλά οπωσδήποτε όχι ο τυπικός πεντάπλευρος– ο άλλος (Π3). 574 Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70. 575 Bakirtzis, Thrace, σ. 51. Σημειώνω ότι η Θράκη του Θεοφάνη είναι η ανατολική Θράκη και όχι η δυτική όχθη του Έβρου. Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 207. 572 573


[214]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Π21 ανοικοδομήθηκε το 751· κατά τους Χ. Μπακιρτζή – Δ. Τριαντάφυλλο είναι έργο 7ου–8ου αιώνα και επενδύει παλαιοχριστιανικό πύργο· ο πύργος Π21, σύμφωνα με τους Χ. Μπακιρτζή – R. Ousterhout, επενδύει πύργο 6ου αιώνα576. Για τους πύργους Π23, 24 μεσοβυζαντινή χρονολόγηση πρότειναν οι Χ. Μπακιρτζής – Δ. Τριαντάφυλλος και οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout577. Ο Στ. Παπαδόπουλος αναφέρθηκε (1990) σε ιουστινιάνεια οχύρωση, θεώρησε ότι η αρχαιότερη φάση του τείχους χρονολογείται στον 8ο αιώνα, επεσήμανε ότι οι περισσότερες εργασίες ανήκουν στα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα, χαρακτήρισε τους τετράπλευρους πύργους της νότιας πλευρά μεταβυζαντινούς και το πεντάζωνο υστεροβυζαντινό, τοποθέτησε στην εποχή των σουλτάνων578 Μουράτ του Α΄ (1362–1389) και Μωάμεθ του Α΄ (1402–1421) την επέκταση στην περιοχή των πύργων Π20–Π21579· χρονολόγησε στα τέλη του 14ου αιώνα τον πύργο Π19 και την πύλη ΠΛ9 και τον μεταγενέστερο μικρό περίβολο, και ειδικότερα τα θεώρησε έργο της βασιλείας του Μουράτ του Α΄ ή του Μωάμεθ του Α΄· τους πύργους με πεντάπλευρη κάτοψη (Π20 και 21) θεώρησε έργα 7ου–8ου αιώνα· τον πύργο Π21 επένδυση παλαιοχριστιανικού πύργου· μεταβυζαντινούς τους πύργους Π23 και 24. Η Δ. Ευγενίδου580 (1997) ανέφερε οχύρωση του λόφου του κάστρου από τον Τραϊανό (98–117) χωρίς να ταυτίσει την επέμβαση με συγκεκριμένο τμήμα της οχύρωσης· θεώρησε παλαιοχριστιανικό το τείχος κοντά στις Σαραϊόπορτες και σημείωσε «μεταγενέστερη πυλίδα» στη θέση αυτή· χρονολόγησε στην εποχή του Ιουστινιανού «τους πεντάγωνους πύργους κοντά στις Καλέπορτες», αλλά δεν είναι σαφές σε ποιους πύργους αναφέρεται581, και τους δύο πεντάπλευρους πύργους στις νερόπορτες· τον πύργο του Κομνηνού στον 11ο αιώνα· θεώρησε «κάποιους πύργους του κάστρου» έργο του Κωνσταντίνου Ταρχανειώτη (14ος αι.)· αναγνώρισε οθωμανικές582 επεμβάσεις στην πύλη στις Νερόπορτες· ανήγαγε τη χάραξη του τείχους στην εποχή του Ιουστινιανού· ανέφερε επέμβαση οφειλόμενη στον Κωνσταντίνο τον Ε΄ (741–775) χωρίς να την ταυτίσει με συγκεκριμένο τμήμα της οχύρωσης· πιθανολόγησε εργασίες μετά από το

Bakirtzis – Ousterhout, Evros, σ. 95–98, 109, εικ. στις σ. 94, 95 και 96· Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70–71· Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 206–207, εικ. στη σ. 200. 577 Αντιστοίχως: Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 71· Bakirtzis – Ousterhout, σ. 98. 578 Για τα έτη βασιλείας των Τούρκων ηγεμόνων ακολουθώ τον H. İnalcık, An economic and social history oh the Ottoman Empire, τ. I, 1300–1600, Cambridge 1994. 579 Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο, , σ. 33, 40–47. 580 Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 29–32, 34. 581 Επαναλαμβάνεται εδώ ότι ο Π2 δεν είναι πεντάπλευρος, ενώ ο 3 είναι παραλλαγή του πεντάπλευρου πλησιέστερη προς τον τετράπλευρο πύργο. 582 Τις χαρακτηρίζει επίσης τουρκικές: στο ίδιο. 576


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[215]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1246, από την αυτοκρατορία της Νικαίας· τέλος, απέδωσε στον Κρούμο την αρπαγή του γνωστού οροσήμου και τη μεταφορά του στην Πλίσκα. Τα βιβλία, που ασχολούνται αποκλειστικά με την ιστορία και τα μνημεία της πόλης, οφείλονται στον Α. Γουρίδη583 (1999 και 2006), ο οποίος εξέτασε ολόκληρη την οχύρωση, προχώρησε σε συστηματοποίηση των χρονολογήσεων και σε γενικές γραμμές ακολούθησε τις ισχύουσες, μέχρι τις δικές του έρευνες, χρονολογήσεις. Δέχτηκε ιουστινιάνεια φάση, συζήτησε την πιθανότητα επεμβάσεων του 8ου ή 9ου αιώνα, αναφέρθηκε σε φράγκικες επισκευές μετά το 1206 και τέλος σε εργασίες στο α΄ μισό του 14ου αιώνα και στα μέσα του ίδιου584. Ο ίδιος ερευνητής αφιέρωσε (2011) στις επιγραφές της οχύρωσης ιδιαίτερα αναλυτική, ειδική έρευνα, που αποκαλύπτει βαθιά γνώση των ζητημάτων που διαπραγματεύεται, χωρίς, εν κατακλείδι, να διαφοροποιηθεί αποφασιστικά από τις προηγούμενες προτάσεις του585. Ο Α. Γουρίδης πρότεινε για τον Π2 χρονολόγηση στον 7ο–8ο αιώνα· χρονολόγησε τον Π1 στο α΄ μισό του 14ου αιώνα· τον Π3 στον 7ο–8ο αιώνα και τον θεώρησε σύγχρονο με τους Π2 και Π8· θεώρησε τον Π8 έργο του 7ου–8ου αιώνα, σύγχρονο του Π2· χρονολόγησε τον Π15 στον 11ο αιώνα· τον Π16 –και μαζί του, επίσης, την ποτάμια οχύρωση– στον 12ο ή το α΄ μισό του 13ου αιώνα· πρότεινε χρονολόγηση του Π19 ειδικότερα στο β΄ μισό του 14ου αιώνα, στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας· χρονολόγησε την ΠΛ9 στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας· την ΠΛ10 στην παλαιολόγεια περίοδο· θεώρησε παλαιοχριστιανικούς ή 6ου αιώνα τους πεντάγωνους πύργους, δηλαδή τους Π20 και 21· θεώρησε το προτείχισμα έργο της υστεροβυζαντινής περιόδου· χρονολόγησε τον πύργο 1 στο α΄ μισό του 14ου αιώνα586. Ο γράφων για τους πύργους του Ταρχανειώτη επανέλαβε την διαπίστωση των Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζή και στη συνέχεια προτίμησε την ταύτιση με τον Γλαβά, αλλά κατέληξε ότι το θέμα είναι ανοιχτό για περαιτέρω συζήτηση. Εξ άλλου ο ίδιος πρότεινε χρονολόγηση του Π2 στον 7ο/8ο αιώνα και δέχθηκε υστεροβυζαντινή επισκευή, ενώ αργότερα περιόρισε την περίοδο της αρχικής κατασκευής στις τρεις – τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα· πρότεινε χρονολόγηση των Π3 και 8 στον 8ο/9ο αιώνα την οποία στη συνέχεια περιόρισε στο β΄ μισό του 8ου ή στο α΄ μισό του 9ου αιώνα· δέχθηκε προέλευση των μεγάλων λίθων του Π4 από παλαιότερη κατασκευή στην ίδια ή κοντινή θέση, πρότεινε χρονολόγηση του πύργου στην παλαιοχριστιανική περίοδο χωρίς να αποκλείει οψιμότερη χρονολόγηση και στη συνέχεια πρότεινε

Γουρίδης, Διδυμότειχο 1 και ο ίδιος, Διδυμότειχο 2. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 60–61. 585 Γουρίδης, Μονογράμματα. 586 Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 105, 109, 112, 113. Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 64–66. 583 584


[216]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τοποθέτηση του πύργου στον 7ο–8ο αιώνα· δέχθηκε προέλευση των μεγάλων λίθων των Π5, 9 και 14 από παλαιότερη κατασκευή στην ίδια ή κοντική θέση· εντόπισε παλαιοχριστιανική τοιχοποιία στον Π10 και στη θεμελίωση του Π12· δέχθηκε χρονολόγηση των Π14 και 15 στον 13ο αιώνα, την οποία στη συνέχεια επεξέτεινε στον 12ο ή στον 13ο. Ο ίδιος επίσης πρότεινε χρονολόγηση του Π16 στον 12ο αιώνα και στη συνέχεια στο β΄ μισό του 12ου ή στο α΄ μισό του 13ου, ενώ πρόσφατο δημοσίευμά του, το οποίο επαναλαμβάνεται εδώ, θεώρησε τον πύργο έργο, πιθανώς, του Ιωάννη του Γ΄ του Βατάτζη (1222–1254), περίπου των μέσων του 13ου αιώνα· ο γράφων πάντοτε θεώρησε τον Π19 οθωμανικό έργο και όλη τη διαμόρφωση της επέκτασης με την πύλη 9 κατασκευή της πρώτης περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας (14ος–15ος αιώνας)· πρότεινε χρονολόγηση του Π20 στον 7ο/8ο αιώνα, την οποία στη συνέχεια περιόρισε στο β΄ μισό του 7ου ή στον 8ο αιώνα· εντόπισε στον Π21 φάση με παλαιοχριστιανική τοιχοποιία και δέχθηκε ότι ο πύργος είναι έργο της παλαιοχριστιανικής περιόδου και αργότερα επεσήμανε ότι η ιουστινιάνεια φάση χτίστηκε πάνω στους ογκώδεις δόμους· πρότεινε για τον Π22 χρονολόγηση στον 7ο/8ο αιώνα, την οποία στη συνέχεια περιόρισε στο β΄ μισό του 7ου ή στον 8ο αιώνα· για τους Π23 και 24 στον 10ο/11ο αιώνα ή μόνον στον 10ο. Για τον γράφοντα, το προτείχισμα, τέλος, κατασκευάστηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της υστεροβυζαντινής επέμβασης587. Η Σ. Τάνου έδωσε συνολική εκτίμηση για το χρόνο ανοικοδόμησης των πύργων μένοντας στα γενικά αποδεκτά588. Με μια έξυπνη παρατήρηση αρκέστηκε στη χρονολόγηση των πύργων του Ταρχανειώτη στο α΄ μισό του 14ου αιώνα· για το ζήτημα αυτό επεσήμανε ότι «με οποιοδήποτε ιστορικό πρόσωπο και αν ταυτίζεται η εν λόγω επιγραφή, η ανέγερση των πύργων ανάγεται στο α΄ μισό του 14ου αι.»589. Η ίδια χρονολόγησε τον πύργο Π2 στον 7ο–8ο αιώνα, ενώ διέκρινε στη δυτική πλευρά όψιμη προσθήκη · επανέλαβε χρονολόγηση του πύργου Π3 στο β΄ μισό του 8ου ή στο α΄ μισό του 9ου· χρονολόγησε τον πύργο Π4 στην περίοδο 3ος–6ος αιώνας με δεύτερη φάση στο β΄ μισό του 7ου ή στον 8ο αιώνα· τοποθέτησε χρονικά τους πύργους Π14 και Π15 στον 12ο– 13ο αιώνα· για τον πύργο Π16 προτίμησε τη χρονολόγηση στο β΄ μισό του 12ου ή στο α΄ μισό του 13ου αιώνα590.

Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 υποσημ. 9, σ. 96, σ. 97–98 υποσημ. 14–15. Τσουρής, Καβάλα, σ. 424, 430– 431, 435, 437–439, 451. Τσουρής, Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών, σ. 320–321. 588 Τάνου, Πύργοι. σ. 179–186. 589 Τάνου, Πύργοι. σ. 181. 590 Τάνου, Πύργοι. σ. 181–185. 587


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[217]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Ε. Παπαθανασίου, τέλος, διατύπωσε την άποψη ότι από τον 8ο–9ο αιώνα «χρονολογείται ο πυρήνας των τειχών, που έδωσαν το όνομά τους στην πόλη»591. Οι προταθείσες χρονολογήσεις για κάθε ένα από τα επί μέρους τμήματα της οχύρωσης παρατίθενται ακολούθως. Προγενέστερες προτάσεις κατά πύργο, πύλη, μεταπύργιο. Π1, 2, 5, 7, 11, 12, 13. Ο C. Mango, όπως λίγο παραπάνω αναφέρθηκε, αναγνώρισε στα μονογράμματα των πύργων τον Μιχαήλ Γλαβά, ενώ οι Αικ. Ασδραχά – Χ. Μπακιρτζής τον Κωνσταντίνο Ταρχανειώτη, πρωτοστράτορα στο Διδυμότειχο γύρω στο 1352, προτάσεις που χρονολογούν την ανέγερση των πύργων αντιστοίχως γύρω στο 1303 και γύρω στο 1352592. Π5, Π6, Π7, Π9, Π10, Π11, Π12, Π13. Η Σ. Τάνου σημείωσε την παρουσία του μονογράμματος του Ταρχανειώτη στους ανωτέρω πύργους και την παρουσία μεγάλων δόμων στα κατώτερα μέρη τους, οι οποίοι πιθανώς προέρχονται από αρχαιότερες κατασκευές593. Π5, Π6, Π7, Π9, Π10, Π11, Π12. Ο γράφων επανέλαβε την διαπίστωση των Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζή, σύμφωνα με την οποία οι πύργοι είναι έργο του Ταρχανειώτη594 και στη συνέχεια προτίμησε την ταύτιση με τον Γλαβά, αλλά κατέληξε ότι το θέμα είναι ανοιχτό για περαιτέρω συζήτηση595. Π1. Ο Φ. Γιαννόπουλος διέκρινε στον πύργο μείωση άγνωστη πριν από τη Λατινοκρατία596. Ο Α. Γουρίδης χρονολόγησε τον πύργο στο α΄ μισό του 14ου αιώνα597. Για την Σ. Τάνου πρόκειται, επίσης, για έργο του α΄ μισού του 14ου αιώνα598. Ο γράφων επανέλαβε την διαπίστωση των Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζή, σύμφωνα με την οποία ο πύργος είναι έργο του Ταρχανειώτη599 και στη συνέχεια προτίμησε την ταύτιση με τον Γλαβά, αλλά κατέληξε ότι το θέμα είναι ανοιχτό για περαιτέρω συζήτηση600. Π2. Ο Χ. Μπακιρτζής601 πρότεινε για τους «πεντάπλευρους» πύργους εκατέρωθεν των κυρίων πυλών (συμπεραίνω ότι αναφέρεται στις ΠΛ1 και 10) χρονολόγηση στη Ε. Παπαθανασίου, Τα βυζαντινά μνημεία της Θράκης, εις: Α. Αγγελόπουλος (επιμ.), Θράκη. Ιστορία – πολιτισμός – τέχνη, τ. Β΄, Παιδεία – λαογραφία – τέχνη, Αθήνα 2011, σ. 69. 592 Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 21–27, σ. 268–270. 593 Τάνου, Πύργοι, σ. 182–184. 594 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15 595 Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. 596 Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 120. 597 Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 112 και ο ίδιος, Διδυμότειχο 2, σ. 64. 598 Τάνου, Πύργοι, σ. 181. 599 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 600 Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. 601 Bakirtzis, Thrace, σ. 51. 591


[218]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βασιλεία του Κωνσταντίνου του Ε΄, ο οποίος επανίδρυσε τα πολίσματα της Θράκης το 751602. Ο ίδιος επεσήμανε αλλού ότι οι πεντάπλευροι πύργοι που πλαισιώνουν τις κεντρικές πύλες (συμπεραίνω ότι αναφέρεται στις ΠΛ1 και 10) «γνωστές ως Καλέπορτες» είναι έργα του αυτοκράτορα αυτού ή γενικώς παλαιοχριστιανικοί603. Οι Χ. Μπακιρτζής – Δ. Τριαντάφυλλος θεώρησαν τους «πεντάπλευρους» πύργους, και ειδικώς αυτούς που πλαισιώνουν τις Καλέπορτες ή Καστρόπορτες (συμπεραίνω ότι αναφέρονται στην ΠΛ1), κατασκευές 7ου–8ου αιώνα604. Οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout διετύπωσαν την άποψη ότι οι «πεντάγωνοι» πύργοι στις Καλέπορτες ή Καστρόπορτες ανήκουν στον 6ο αιώνα605. Η Δ. Ευγενίδου χρονολόγησε τους πεντάπλευρους πύργους «κοντά στις Καλέπορτες» στη βασιλεία του Ιουστινιανού του Α΄606. Η Σ. Τάνου χρονολογεί τον πύργο στον 7ο–8ο αιώνα, ενώ διακρίνει στη δυτική πλευρά όψιμη προσθήκη607. Για τον Α. Γουρίδη ήταν επαρκής η χρονολόγηση στον 7ο–8ο αιώνα608. Ο γράφων πρότεινε χρονολόγηση στον 7ο/8ο αιώνα και δέχθηκε υστεροβυζαντινή επισκευή609, ενώ αργότερα περιόρισε την περίοδο της αρχικής κατασκευής στις τρεις – τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα610. Π3. Όσον αφορά στον Χ. Μπακιρτζή για τον Π3 ισχύουν οι προτάσεις για τον Π2, που έκανε μόνος του ή σε συνεργασία. Πρόσθετα αναγνώρισε μεταγενέστερες προσθήκες611. Για τη Δ. Ευγενίδου, επίσης, ισχύει η πρότασή της για τον Π2 (βασιλεία Ιουστινιανού)612. Ο Α. Γουρίδης τοποθέτησε χρονικά τον πύργο στον 7ο–8ο αιώνα και τον θεώρησε σύγχρονο με τους Π2 και 8613. Η Σ. Τάνου επαναλαμβάνει χρονολόγηση στο β΄ μισό του 8ου ή στο α΄ μισό του 9ου614. Ο γράφων πρότεινε χρονολόγηση στον 8ο/9ο Η Θράκη του Θεοφάνη είναι η ανατολική Θράκη και όχι η δυτική όχθη του Έβρου. Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 206, 207. Επισημαίνω ότι 1. Καλέπορτες (είναι οι πύλες της αγοράς) λέγονταν οι πύλες 1 (βυζαντινή) και 2 (οθωμανική), ενώ οι πύλες 9 (τουρκική) και 10 (βυζαντινή) λέγονταν Νερόπορτες (είναι οι πύλες της γέφυρας) και 2. πεντάπλευροι ήταν μόνον οι Π20 και 21 που πλαισίωναν την ΠΛ10, ενώ οι Π2 και 3 που πλαισίωναν την ΠΛ1 ήταν τετράπλευρος ο ένας (Π2) και παραλλαγή του πεντάπλευρου –αλλά οπωσδήποτε όχι ο τυπικός πεντάπλευρος– ο άλλος (Π3). 604 Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70. 605 Bakirtzis – Ousterhout, Evros, σ. 95–96. 606 Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 29, 34. 607 Τάνου, Πύργοι, σ. 181–182. 608 Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 113 και ο ίδιος, Διδυμότειχο 2, σ. 65. 609 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15, σ. 97 υποσημ. 14. 610 Τσουρής, Καβάλα, σ. 430. 611 Bakirtzis – Ousterhout, Evros, εικ. στη σ. 95. 612 Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 29, 34. 613 Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 113. 614 Τάνου, Πύργοι, σ. 182. 602 603


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[219]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αιώνα615, την οποία στη συνέχεια περιόρισε στο β΄ μισό του 8ου ή στο α΄ μισό του 9ου αιώνα616. Π4. Στους μεγάλους δόμους του πύργου ο Φ. Γιαννόπουλος διέγνωσε την αρχαιότερη φάση της οχύρωσης και επεμβάσεις της οθωμανικής περιόδου617. Οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout αναγνώρισαν ότι ο πύργος ανήκει στη ρωμαϊκή οχύρωση618. Η Σ. Τάνου επαναλαμβάνει χρονολόγηση στην περίοδο 3ος–6ος αιώνας με δεύτερη φάση στο β΄ μισό του 7ου ή στον 8ο αιώνα619. Ο γράφων δέχθηκε προέλευση των μεγάλων λίθων του πύργου από παλαιότερη κατασκευή στην ίδια ή κοντινή θέση620, πρότεινε χρονολόγηση του πύργου στην παλαιοχριστιανική περίοδο χωρίς να αποκλείει οψιμότερη χρονολόγηση621 και στη συνέχεια πρότεινε τοποθέτηση του πύργου στον 7ο–8ο αιώνα622. Π5. Ο γράφων δέχθηκε προέλευση των μεγάλων λίθων του πύργου από παλαιότερη κατασκευή στην ίδια ή κοντική θέση623. Π8. Ο Α. Γουρίδης θεώρησε τον πύργο έργο του 7ου–8ου αιώνα, σύγχρονο του Π2624. Ο γράφων πρότεινε χρονολόγηση στον 8ο/9ο αιώνα625, την οποία στη συνέχεια περιόρισε στο β΄ μισό του 8ου ή στο α΄ μισό του 9ου αιώνα626. Π9. Ο γράφων δέχθηκε προέλευση των μεγάλων λίθων του πύργου από παλαιότερη κατασκευή στην ίδια ή κοντική θέση627. Π στα νότια της ΠΛ4. Οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout σημειώνουν ρωμαϊκό πύργο στα νότια της πύλης «Σαραϊόπορτες» 628. Δεν καταλαβαίνω σε ποια κατασκευή ακριβώς αναφέρονται. Π10. Ο γράφων εντόπισε τοιχοποιία 5ου – 6ου αιώνα629.

Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. Τσουρής, Καβάλα, 430–431. 617 Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 119–120. 618 Bakirtzis – Ousterhout, Evros, σ. 95. 619 Τάνου, Πύργοι, σ. 181. 620 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97 υποσημ. 14. 621 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 υποσημ. 9, σ. 98 υποσημ. 15. 622 Τσουρής, Καβάλα, σ. 430. 623 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97 υποσημ. 14. 624 Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 113. 625 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 626 Τσουρής, Καβάλα, 430–431. 627 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97 υποσημ. 14. 628 Bakirtzis – Ousterhout, Evros, σ. 96. 629 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 υποσημ. 9. 615 616


[220]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΛ4. «Μεταγενέστερη» θεωρούν την πύλη 4 οι Χ. Μπακιρτζής – Δ. Τριαντάφυλλος630 και οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout631. Η Δ. Ευγενίδου σημειώνει «μεταγενέστερη πυλίδα» στη θέση Σαραϊόπορτες632. Π12. Ο γράφων εντόπισε τοιχοποιία 5ου – 6ου αιώνα στη θεμελίωση του πύργου633. Π14. Ο γράφων δέχθηκε προέλευση των μεγάλων λίθων του πύργου από παλαιότερη κατασκευή στην ίδια ή κοντινή θέση634 και δέχθηκε χρονολόγηση στον 13ο αιώνα635, την οποία στη συνέχεια επεξέτεινε στον 12ο ή στον 13ο636. Η Σ. Τάνου επαναλαμβάνει χρονολόγηση στον 12ο–13ο αιώνα637. Π15. Για τον Α. Γουρίδη και τη Δ. Ευγενίδου πρόκειται για έργο του 11ου αιώνα638. Η Σ. Τάνου χρονολόγησε τον πύργο στον 12ο–13ο αιώνα639. Ο γράφων δέχθηκε χρονολόγηση στον 13ο αιώνα640, την οποία στη συνέχεια επεξέτεινε στον 12ο ή στον 13ο αιώνα641. Π16. Το Πεντάζωνο για τους X. Μπακιρτζή – Χ. Τριαντάφυλλο, τους Χ. Μπακιρτζή – R. Ousterhout και τον Σ. Παπαδόπουλο είναι υστεροβυζαντινό έργο642. Ο Α. Γουρίδης το χρονολόγησε –και μαζί του, επίσης, την ποτάμια οχύρωση– στον 12ο ή το α΄ μισό του 13ου αιώνα643. Ο γράφων πρότεινε χρονολόγηση στον 12ο αιώνα644 και στη συνέχεια στο β΄ μισό του 12ου ή στο α΄ μισό του 13ου645. Πρόσφατο δημοσίευμα του ίδιου, το οποίο επαναλαμβάνεται εδώ, θεώρησε τον πύργο έργο, πιθανώς, του Ιωάννη του Γ΄ του

Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70. Bakirtzis – Ousterhout, Evros, σ. 96. 632 Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 34. 633 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 υποσημ. 9. 634 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 97 υποσημ. 14. 635 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 636 Τσουρής, Καβάλα, σ. 438. 637 Τάνου, Πύργοι, σ. 182–184. 638 Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 29, 34. Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 113 και ο ίδιος, Διδυμότειχο 2, σ. 65– 66. 639 Τάνου, Πύργοι, σ. 185. 640 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 641 Τσουρής, Καβάλα, σ. 438. 642 Αντιστοίχως: Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70· Bakirtzis – Ousterhout, σ. 96–97, εικ. στη σ. 94· Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 44. 643 Γουρίδης, Διδυμότειχο 2, σ. 65–66. 644 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 645 Τσουρής, Καβάλα, 437–438. 630 631


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[221]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βατάτζη (1222–1254), περίπου των μέσων του 13ου αιώνα646. Η Σ. Τάνου προτίμησε τη χρονολόγηση στο β΄ μισό του 12ου ή στο α΄ μισό του 13ου αιώνα647. ΠΛ 9. Έργο της τουρκοκρατίας θεωρεί την πύλη ο Φ. Γιαννόπουλος648. Για τους Χ. Μπακιρτζή – Δ. Τριαντάφυλλο είναι έργο οθωμανικό649, για τον Χ. Μπακιρτζή πρώιμων οθωμανικών χρόνων650 και για τους Χ. Μπακιρτζή – R. Ousterhout επίσης πρώιμης οθωμανικής περιόδου651. Ο Σ. Παπαδόπουλος τη χρονολόγησε στα τέλη του 14ου αιώνα, μαζί με τον Π19 και τον μεταγενέστερο μικρό περίβολο, και ειδικότερα έργο της βασιλείας του Μουράτ του Α΄ ή του Μωάμεθ του Α΄652. Η Δ. Ευγενίδου αναφέρει ότι «σώζει τουρκικές επεμβάσεις» 653. Ο Α. Γουρίδης τη χρονολόγησε στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατοχής654. Π19. Ο Φ. Γιαννόπουλος θεώρησε την κατασκευή έργο της τουρκικής περιόδου655, ενώ ο Α. Γουρίδης πρότεινε χρονολόγηση ειδικότερα στο β΄ μισό του 14ου αιώνα, στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας656. Ο γράφων επίσης θεώρησε τον πύργο οθωμανικό έργο657 και όλη τη διαμόρφωση της επέκτασης με την πύλη 9 κατασκευή της πρώτης περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας (14ος–15ος αιώνας)658. Π20. Ο Χ. Μπακιρτζής υποστήριξε ότι ανοικοδομήθηκε το 751. Κατά τους Χ. Μπακιρτζή – Δ. Τριαντάφυλλο είναι έργο 7ου–8ου αιώνα659. Ο Χ. Μπακιρτζής επεσήμανε ομοιότητες με παλαιοχριστιανικούς πύργους και ανήγαγε τους πεντάπλευρους πύργους στην παλαιοχριστιανική εποχή660. Είναι ιουστινιάνειος κατά τη Δ. Ευγενίδου661. Παλαιοχριστιανικοί ή 6ου αιώνα είναι κατά τον Α. Γουρίδη οι πεντάγωνοι πύργοι662. Τους πύργους με πεντάπλευρη κάτοψη θεώρησε έργα 7ου–8ου αιώνα ο Σ.

Τσουρής, Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών, σ. 320–321. Τάνου, Πύργοι, σ. 185. 648 Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 122. 649 Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 71. 650 Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, εικ. στη σ. 200. 651 Bakirtzis – Ousterhout, Evros, 98, εικ. στη σ. 96. 652 Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 41, 47. 653 Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 34. 654 Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 109. 655 Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο 1, σ. 109. 656 Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 109. 657 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 658 Τσουρής, Καβάλα, σ. 451 659 Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70. 660 Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 206–207. 661 Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 34. 662 Αντιστοίχως: Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 109, 112 και ο ίδιος, Διδυμότειχο 2, σ. 64. 646 647


[222]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Παπαδόπουλος663. Ο γράφων πρότεινε χρονολόγηση στον 7ο/8ο αιώνα664, την οποία στη συνέχεια περιόρισε στο β΄ μισό του 7ου ή στον 8ο αιώνα665. ΠΛ10. Βυζαντινή θεωρεί την πύλη ο Φ. Γιαννόπουλος, διευκρινίζοντας ότι δεν ανήκει στα έργα του 6ου αιώνα666. Για τους Χ. Μπακιρτζή – R. Ousterhout είναι υστεροβυζαντινή667 και για τον Α. Γουρίδη παλαιολόγεια668. Π21. Κατά τον Φ. Γιαννόπουλο ανήκει στην παλαιότερη φάση της οχύρωσης. Ο Χ. Μπακιρτζής υποστήριξε ότι ανοικοδομήθηκε το 751. Κατά τους Χ. Μπακιρτζή – Δ. Τριαντάφυλλο είναι έργο 7ου–8ου αιώνα και επενδύει παλαιοχριστιανικό πύργο669. Ο Χ. Μπακιρτζής επεσήμανε ομοιότητες με παλαιοχριστιανικούς πύργους και ανήγαγε τους πεντάπλευρους πύργους στην παλαιοχριστιανική εποχή670. Ο πύργος, σύμφωνα με τους Χ. Μπακιρτζή – R. Ousterhout, επενδύει πύργο 6ου αιώνα671. Τους πύργους με πεντάπλευρη κάτοψη θεώρησε έργα 7ου–8ου αιώνα ο Σ. Παπαδόπουλος και τον συγκεκριμένο πύργο επένδυση παλαιοχριστιανικού πύργου672. Είναι ιουστινιάνειος κατά τη Δ. Ευγενίδου673. Παλαιοχριστιανικοί ή 6ου αιώνα είναι κατά τον Α. Γουρίδη οι πεντάγωνοι πύργοι674. Ο γράφων εντόπισε φάση με παλαιοχριστιανική τοιχοποιία και δέχθηκε ότι ο πύργος είναι έργο της παλαιοχριστιανικής περιόδου675 και αργότερα επεσήμανε ότι η ιουστινιάνεια φάση χτίστηκε πάνω στους ογκώδεις δόμους676. Π22. Ο γράφων πρότεινε χρονολόγηση στον 7ο/8ο αιώνα677, την οποία στη συνέχεια περιόρισε στο β΄ μισό του 7ου ή στον 8ο αιώνα678. Π23. Μεσοβυζαντινή χρονολόγηση πρότειναν οι Χ. Μπακιρτζής – Δ. Τριαντάφυλλος και οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout679, μεταβυζαντινή ο Σ. Παπαδόπουλος680. Ο γράφων πρότεινε χρονολόγηση στον 10ο/11ο αιώνα681 ή μόνον στον 10ο682. Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 44. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 665 Τσουρής, Καβάλα, σ. 430. 666 Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 122. 667 Bakirtzis – Ousterhout, Evros, σ. 109. 668 Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 109. 669 Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 70–71. 670 Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 206–207. 671 Bakirtzis – Ousterhout, Evros, σ. 97. 672 Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 44. 673 Ευγενίδου, Καστροκτισία, σ. 34. 674 Αντιστοίχως: Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 109, 112 και ο ίδιος, Διδυμότειχο 2, σ. 64. 675 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 92 υποσημ. 9, σ. 98 υποσημ. 15. 676 Τσουρής, Καβάλα, σ. 424. 677 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 678 Τσουρής, Καβάλα, σ. 430. 679 Αντιστοίχως: Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 71· Bakirtzis – Ousterhout, Evros, σ. 98. 663 664


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[223]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Π24. Μεσοβυζαντινή χρονολόγηση πρότειναν οι Χ. Μπακιρτζής – Δ. Τριαντάφυλλος και οι Χ. Μπακιρτζής – R. Ousterhout683, μεταβυζαντινή684 ο Σ. Παπαδόπουλος. Ο γράφων πρότεινε χρονολόγηση στον 10ο/11ο685 ή μόνον στον 10ο αιώνα686. ΠΡΟΤΕΙΧΙΣΜΑ. Ο Α. Γουρίδης θεώρησε το προτείχισμα έργο της υστεροβυζαντινής περιόδου687 και για τον γράφοντα κατασκευάστηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της υστεροβυζαντινής επέμβασης688. Όλες οι ανωτέρω προτάσεις δεν τεκμηριώθηκαν αρχαιολογικά συστηματικά, δεν έγιναν αντικείμενο αυστηρής, όσο ήταν δυνατό, επιστημονικής απόδειξης και δεν υποστηρίχθηκαν βιβλιογραφικά. Η φωτογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση ήταν τυχαία ή περιστασιακή. Μερικές φορές ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθώ σε ποιο τμήμα της οχύρωσης αναφέρεται μια εργασία, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ο ίδιος ερευνητής σε διαφορετικές εργασίες διατυπώνει διαφορετικές απόψεις –θεμιτό σε κάποιο βαθμό–. Κάποτε πρόκειται για επιπόλαιες και άκριτες επαναλήψεις ή για παρανοήσεις προηγουμένων προτάσεων, ενώ δεν λείπουν περιπτώσεις που αγγίζουν τα όρια του ακατάληπτου ή της ασυναρτησίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις το δημοσίευμα δεν αναφέρει ποιος είναι εισηγητής της κάθε χρονολόγησης, αφήνοντας τον αναγνώστη να σχηματίσει την εντύπωση ότι η πρόταση που διαβάζει είναι προϊόν μιας καινούργιας, πρωτότυπης επιστημονικής έρευνας. Γεγονός πάντως είναι ότι η πρόθεση των περισσότερων από τις εργασίες αυτές δεν ήταν η αυστηρή διαπραγμάτευση της οχύρωσης αποκλειστικά: ορισμένες είχαν χαρακτήρα οδηγού· άλλες ήταν εκλαϊκευτικά δημοσιεύματα για το ευρύ κοινό· κάποιες ήταν επιστημονικά δημοσιεύματα, αλλά χωρίς τις προδιαγραφές μεθοδικής επιστημονικής εργασίας· από τα δύο εξαιρετικά βιβλία του Α. Γουρίδη λείπουν οι υποσημειώσεις –περιορίζoνται σε πολύ μικρό αριθμό μόνον–· και, τέλος, οι εργασίες του Φ. Γιαννόπουλου και της Σ. Τάνου είναι προϊόντα μεταπτυχιακών σπουδών διαφορετικών κύκλων. Κατά την άποψή μου δημοσίευμα με υψηλό επιστημονικό κύρος και σημασία είναι η πολύτιμη

Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 44. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 682 Τσουρής, Καβάλα, σ. 435. 683 Αντιστοίχως: Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 71· Bakirtzis – Ousterhout, Evros, σ. 98. 684 Παπαδόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 44. 685 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15. 686 Τσουρής, Καβάλα, σ. 435. 687 Γουρίδης, Διδυμότειχο 1, σ. 105. 688 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 96· ο ίδιος, Καβάλα, σ. 439. 680 681


[224]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δημοσίευση των επιγραφών της δυτικής Θράκης των Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζή689. Οι ουσιώδεις συμβολές στην έρευνα της οχύρωσης είναι: 1. η απόδοση συγκεκριμένης τοιχοποιίας στην ιουστινιάνεια επέμβαση, απόδοση την οποία οφείλει η έρευνα στον Χ. Μπακιρτζή· 2. η ταύτιση του Ταρχανειώτη των μονογραμμάτων των πύργων με τον Κωνσταντίνο Ταρχανειώτη του 1352 (περίπου), ταύτιση την οποία προσκόμισαν στην έρευνα οι Α. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής και στη σημασία της οποίας αναφέρομαι αρκετές φορές στην παρούσα εργασία· 3. η συνολική θεώρηση –με ορισμένες νέες απόψεις – της οχύρωσης, θεώρηση την οποία η έρευνα χρωστά στον Α. Γουρίδη· και 4. η συνολική αντιμετώπιση των πύργων ως αποφασιστικών στοιχείων της οχύρωσης, βήμα το οποίο πραγματοποίησε η Σ. Τάνου. Όλες οι άλλες απόψεις δεν συνέβαλαν στην έρευνα και δεν προήγαγαν το αντικείμενο. Αντίθετα πολλές από αυτές την περιέπλεξαν με αστήρικτες προτάσεις και ασυνάρτητες εισηγήσεις. α. Γραπτές πηγές. 1. Σύμφωνα με τον Προκόπιο ο Ιουστινιανός ο Α΄ (527–565) έδωσε εντολή να ανοικοδομηθούν τα τείχη της Πλωτινόπολης: Καὶ ὅσα δὲ αὐτῷ ὀχυρώματα εἴργασται ἀμφί τε τὴν ἄλλην Θράκην καὶ τὴν νῦν καλουμένην Αἰμίμοντον, ἐγὼ δηλώσω. πρῶτα μὲν Φιλιππουπόλεως καὶ Βεροίας, ἔτι μέντοι Ἀδριανουπόλεως καὶ Πλωτινουπόλεως τά τε ἐνδέοντα καὶ καταπεπονηκότα σπουδῇ τῇ πάσῃ ᾠκοδομήσατο· ἐπεὶ αὐτὰς ἐπιμαχωτάτας ξυνέβαινεν εἶναι, καίπερ ἔθνεσι γειτονούσας βαρβάρων πολλοῖς. (Προκόπιος, Περὶ κτισμάτων, Δ΄. ια΄. 18–19, έκδ. LOEB, Procopius, Buildings, σ. 307–308.) Η σύγχρονη έρευνα δέχεται ότι ο Προκόπιος, μιλώντας για την Πλωτινόπολη, αναφέρεται στο ύψωμα του κάστρου του Διδυμοτείχου (το οποίο τότε βρισκόταν στην περιφέρεια της ρωμαϊκής Πλωτινόπολης, αλλά πάντως ανήκε σε αυτήν) και όχι στην Πλωτινόπολη (λόφο της Αγίας Πέτρας)690. Με άλλα λόγια ο αυτοκράτορας μετέφερε την πόλη των Αντωνίνων σε ένα ψηλότερο και ασφαλέστερο λόφο και η νέα εγκατάσταση διατήρησε για δύο – τρεις αιώνες το όνομα της αρχαιότερης. Ωστόσο αν διαβάσουμε προσεκτικά το χωρίο, διαπιστώνουμε ότι ο ιστορικός αναφέρεται σε επισκευή και συντήρηση της οχύρωσης, δηλαδή ο Ιουστινιανός πραγματοποίησε κατεπείγουσα επέμβαση σε υφιστάμενη οχύρωση ή ανακατασκευή καταπονημένων ή κατεστραμμένων τμημάτων του περιβόλου: τά τε ἐνδέοντα (= όσα Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 18–29, σ. 263–271. Εξ όσων γνωρίζω πρώτος ο Ευθυμίου, Διδυμότειχον, σ. 352–353 διετύπωσε την άποψη ότι οι εγκαταστάσεις των δύο λόφων (Αγίας Πέτρας και κάστρου) φέρονταν μέχρι τον 8ο αιώνα με το όνομα της Πλωτινόπολης. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 28–32. Ο Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, σ. 207 σημειώνει: «η πληροφορία του Προκοπίου ότι ο Ιουστινιανός Α΄ οχύρωσε την Πλωτινούπολη σημαίνει ότι οχύρωσε και τους δύο απέναντι ευρισκόμενους λόφους». 689 690


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[225]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είχαν ελλείψεις) καὶ καταπεπονηκότα (= όσα είχαν καταπονηθεί, παρουσίαζαν φθορές) σπουδῇ τῇ πάσῃ ᾠκοδομήσατο. Θεωρώ βέβαιο ότι, αν επρόκειτο για εκ θεμελίων ανοικοδόμηση, ο Προκόπιος θα το ανέφερε εξ άπαντος και μάλιστα με τρόπο κατηγορηματικό. Επομένως η ερμηνεία του χωρίου χρειάζεται διευκρίνιση ή αναθεώρηση, με ένα λόγο απαιτεί κριτική προσέγγιση. 2. Δυτικό χρονικό παρέχει την πληροφορία ότι κατά την Γ΄ Σταυροφορία (1189) υπήρχε στο εσωτερικό της οχύρωσης ισχυρός πύργος (infra civitatem turris quam maxima691). Κατά τη γνώμη μου η είδηση επιτρέπει να υποθέσω ότι α. πριν από τα τέλη του 12ου αιώνα υπήρχε στο εσωτερικό της πόλης ένα είδος κάποιου δεύτερου περίβολου και β. ο περίβολος αυτός δεν ήταν άλλος από την ακρόπολη και τον ακρόπυργό της ή ένα από τα δύο. 3. Ο Νικήτας Χωνιάτης παρέχει την πληροφορία ότι ο, εν συνεχεία, Λατίνος βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιος o A΄ ο Μομφερρατικός (1205–1207), ενίσχυσε το 1204 με κάθε δυνατό τρόπο την άμυνα του Διδυμοτείχου: ἀμέλει τοι καὶ κατειληφὼς τὸ Διδυμότειχον καὶ παντοίως αὐτὸ κρατυνόμενος, ἐπὶ δὲ τὰς Θρακίας πόλεις ἀναστατὼν πλὴν τῆς Ὀρεστιάδος (ταύτην γὰρ ἀντιπαρήρχετο πλεῖστον ὅσον τὸ ἐκ Βαλδουίνου στέγουσαν ὁπλομάχον)692. Δεν αποκλείεται στα έργα αυτά να συμπεριλαμβάνονταν ορισμένες επεμβάσεις στην οχύρωση, ωστόσο κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν προκύπτει με τρόπο κατηγορηματικό από το χωρίο του ιστορικού. 4. Σύμφωνα και πάλι με τον Νικήτα Χωνιάτη ο βούλγαρος τσάρος Ιωάννης (1197– 1207) πολιόρκησε το Διδυμότειχο τον Ιούνιο του 1206 και προσπάθησε να εκτρέψει τον ποταμό που περιέρρεε την πόλη: περὶ τοίνυν τὸ Διδυμότειχον καταστρατοπεδευσάμενος καὶ τὸ χωρίον ὁρῶν ὑπερδέξιον χαλεπόν τε καὶ ἄπορον αἱρεθῆναι μεταφέρειν τὸν ποταμὸν Εὗρον ἐπεβάλετο, περικλώμενον τῷ φρουρίῳ καὶ διὰ καθόδων τοῖς πολλοῖς ἀγνώστων τοὺς ἔνδον ποτίζοντα. καὶ μηχανὰς περιστήσας τὸ τεῖχος ἔτυπτεν, ἐν οἷσπερ εἴκαζε μὴ πάμπαν εἶναι τοῖς προσβάλλουσιν ἀκατάσειστον, οὔτε μὴν προεκλύοιντο τὰ διαφιέμενα τῶν λίθων βάρη τῷ διαστήματι693. Από το κείμενο προκύπτει ότι τα τείχη της πόλης προσβλήθηκαν με πετροβόλα πολιορκητικά μηχανήματα. Ωστόσο δεν δηλώνεται η έκταση των ζημιών που προκλήθηκαν ούτε οι περιοχές των τειχών που υπέστησαν την επίθεση. 5. Ο Geoffroi Villehardouin αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της ανωτέρω πολιορκίας τα πετροβόλα μηχανήματα του Ιωάννη γκρέμισαν τα τείχη σε τέσσερα μέρη και οι άντρες Chronica regia Coloniensis (Annales Maximi Coloniensi), εκδ. G. Waits (Scriptores rerum germanicarum [in usum scholarum ex Monumentis Germaniae historicis regusi]), Hannover 1880, σ. 147. 692 Χωνιάτης, σ. 599.15–18. Villehardouin, σ. 86 §90. 693 Χωνιάτης, σ. 632.22–28. 691


[226]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του κατάφεραν να ανεβούν δύο φορές σε αυτά: … les pierriers de Johannisse ont abattu la muraille en quatre endroits, et ses gens ont été deux fois sur les murs694. 6. Ο Χωνιάτης, ξανά, παραδίδει ότι ο τσάρος Ιωάννης τον Αύγουστο και πάλι του ιδίου έτους κατέλαβε την πόλη και την κατεδάφισε: Ὁ δέ γε Ἐρρῆς βασιλεύσας ἐπεί πύθοιτο παρὰ τῶν εἰς Ὀρεστιάδα καταλειφθέντων ὁμογενῶν Σκυθῶν αὖθις καὶ Βλάχων ἐξιέναι στρατεύματα καὶ τὸ μὲν Διδυμότειχον καθελεῖν, αὐτὴν δέ τὴν ἐξ Ἀδριανοῦ καλουμένην ὑπονοθεύειν …695. 7. Ο Geoffroi Villehardouin περιγράφει την καταστροφή του Διδυμοτείχου από τον ίδιο τσάρο: Et le Vernas n’ avait pas relevé des défenses du Dimot ce que Johannisse en avait abattu avec ses pierriers et ses mangonneaux, et il l’ avait pauvrement occupé. Et Johannisse chevaucha vers le Dimot, le pris et l’ abattit, et renversa les murs jusqu’ à terre696. Ο αυτοκράτορας Ερρίκος και οι Λατίνοι ευγενείς του εξέτασαν τη δυνατότητα ανοικοδόμησης της οχύρωσης μετά την καταστροφή του 1206 και διαπίστωσαν ότι αυτή η ανοικοδόμηση δεν ήταν εφικτή: Alors l’ empereur Henri…chevaucha jusqu’ à la cité du Dimot, pour savoir comment elle était abattue et si on la pourrait relever; et il se logea devant la ville et vit, lui et ses barons, qu’ il n’ y avait pas lieu, en tel état, de la relever697. 8. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός αναφέρει ότι το 1342 έδωσε εντολή να ανοιχθεί τάφρος γύρω από την πόλη: ἔτι γὰρ Καντακουζηνοῦ τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν εἰς τὴν ἑσπέραν ἐκστρατείαν παρασκευαζομένου, ἐδόκει δεῖν διὰ τὸν πόλεμον περὶ τὴν ἒξω συνοικίαν τάφρον περιελαύνειν, ἳνα μὴ ραδία ἡ εἲσοδος τοῖς πολεμίοις εἲη, εἲ ποτε ἐσβάλοιεν. διανεμημένης δὲ τῆς τάφρου κατὰ φατρίας παντὶ τῷ δήμῳ, ὥστε ἀνορύττειν, καὶ τοῖς ἐν τῷ κλήρῳ τῆς ἐκκλησίας πᾶσι παρείχετο μερίς. Δυσχεραινόντων δὲ ἐκείνων διὰ τὸ πονεῖν καὶ προσαγγελλόντων τῷ μητροπολίτῃ τοὺς ἐπὶ τὰ ἔργα ἀναγκάζοντας, «οὐδὲν μὲν» εἶπεν ἐκεῖνος «τὰ τοιαῦτα πρὸς τὸν πόλεμον λυσιτελήσει. μετ’ οὐ πολύ γὰρ ὃ περιποιοῦνται χωρίον πρὸς λαχανισμὸν ἐπιτηδείως ἔξειν. τοῦ δὲ μὴ δοκεῖν αὐτοὺς τοῦ κοινῇ λυσιτελοῦντος ἀμελεῖν, ἐκέλευε τὰ ἐπιτεταγμένα πράττειν698. Είναι ίσως η σαφέστερη είδηση των ιστορικών κειμένων για την οχύρωση της πόλης. Από το κείμενο δεν προκύπτουν πάντως άλλες λεπτομέρειες: δεν γίνεται καμμία αναφορά στη θέση, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις προδιαγραφές του έργου. Οι ειδήσεις για τις επανειλημμένες καταστροφές, οι οποίες μερικές φορές δραματοποιούνται από την ιστοριογραφία του 20ου αιώνα, και, κυρίως, οι συνακόλουθες ανοικοδομήσεις της οχύρωσης έχουν σχετική αξία. Η κατάσταση Villehardouin, σ. 243 §428. Χωνιάτης, σ. 645.89-646.92. Villehardouin, ό. π., 256, 262. 696 Villehardouin, σ. 243 §428. 697 Villehardouin, σ. 263, 264, 265 §449. 698 Καντακουζηνός, ΙΙΙ μη΄, τ. 2, σ. 289.9–21. 694 695


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[227]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διατήρησης των διαφόρων τμημάτων της επιτρέπει να υποθέσει κανείς ότι οι όποιες αναφερόμενες ή εικαζόμενες καταστροφές και ανακατασκευές δεν ήταν απαραιτήτως ολοκληρωτικές, εκτεταμένες ή δραστικές ούτε αφορούσαν στο σύνολό της, όσο ίσως υπονοούν οι βυζαντινοί ιστορικοί ή, εν πάσει περιπτώσει, όσο εκλαμβάνει η σύγχρονη έρευνα ότι υπονοούν οι βυζαντινοί. Εξ άλλου από οικονομική και τεχνική άποψη, αν δεν ήταν σχεδόν αδύνατο, σίγουρα δεν ήταν καθόλου εύκολο να κατεδαφίζεται και να ανακτίζεται εκ θεμελίων συχνά η οχύρωση μιας πόλης. Το μήκος των τειχών και η θέση τους προϋπέθεταν πόρους, χρόνο και δυνατότητες που ήταν μάλλον δύσκολο να εξασφαλίζονται τόσο συχνά. Εν κατακλείδι σύμφωνα με τους συλλογισμούς αυτούς ο αρχαιολόγος οφείλει να αντιμετωπίζει τις ειδήσεις αυτές με κριτική διάθεση και να προσπαθεί να τις τοποθετήσει σε ορθό πλαίσιο, που δεν είναι άλλο από αυτό που διαμορφώνουν οι ίδιες οι οχυρώσεις. 9. Ούτε οι περιηγητές ή γεωγράφοι ούτε οι λιθογραφίες συμβάλλουν στην προσπάθεια χρονολόγησης. Η μοναδική διαθέσιμη προσώρας είδηση, η οποία σχετίζεται με τη χρονολόγηση της οχύρωσης, οφείλεται στον Εβλιά Τσελεμπί. Σύμφωνα με αυτήν, δίπλα σε κάποια πύλη του κάστρου υπήρχε επιγραφή από την οποία προέκυπτε ότι κάποιες –άγνωστης έκτασης– εργασίες πραγματοποιήθηκαν στην οχύρωση κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Αχμέτ του Α΄ (1603–1617)699. Το κείμενο της επιγραφής και το κείμενο του περιηγητή δεν επιτρέπουν την εξαγωγή κάποιου ειδικότερου ή σαφέστερου συμπεράσματος. Έτσι το μόνο κέρδος από την αναφορά είναι ότι κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του 17ου αιώνα η Οθωμανική διοίκηση της πόλης πραγματοποίησε κάποιες εργασίες στην οχύρωση. β. Επιγραφές. Ο C. Mango είδε στα μονογράμματα ΤΡΧ των πύργων του Διδυμοτείχου τον Mιχαήλ Δούκα Γλαβά Tαρχανειώτη, πρωτοστράτορα του Ανδρονίκου του Β΄ του Παλαιολόγου, κτίτορα της Mονής Παμμακαρίστου και χορηγό των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου του Aγίου Eυθυμίου στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης και θεώρησε ότι μνημονεύεται με το επώνυμο της γενιάς της μάνας του (Ταρχανειώτης), που ήταν γνωστότερο, και όχι με το πατρικό του (Γλαβάς) που ήταν λιγότερο γνωστό700. Ο Γλαβάς οικοδόμησε ή επισκεύασε οχυρώσεις στη Θράκη. Η συστηματική δημοσίευση των επιγραφών του Διδυμοτείχου οφείλεται στους Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζή701 και όλες αδιακρίτως οι μεταγενέστερες αναφορές Ι. Σπαθάρης, Η Δυτική Θράκη κατά τον Εβλιγιά Τσελεπήν περιηγητήν του XVII αιώνος, Θρακικά 4 (1933), σ. 119–120. 700 H. Belting, C. Mango, D. Mouriki, The Mosaics and Frescoes of St. Mary Pammakaristos (Fethiye Camii) at Istanbul, Washington D.C., 1978, σ. 14. 701 Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 18–29, σ. 263–71. 699


[228]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επαναλαμβάνουν τις αναγνώσεις της δημοσίευσης αυτής. Στην άρτια αυτή δημοσίευση δεν έχω να προσθέσω τίποτε. Στους πύργους Π1, 2, 5, 7, 11–13 οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν «Ταρχανειώτης» και αναγνώρισαν στο πρόσωπο αυτό τον πρωτοστράτορα Κωνσταντίνο Ταρχανειώτη, άρχοντα του Διδυμοτείχου, μαζί με τον Αρσένιο Τζαμπλάκονα, περίπου στο 1352702. Στα ανωτέρω μονογράμματα ο Α. Γουρίδης προσέθεσε ένα δεύτερο στον πύργο Π5703, πλέον του δημοσιευμένου από τους Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζή. Από τη δική τους πλευρά οι εκδότες των επιγραφών του Διδυμοτείχου αντέτειναν στην άποψη του C. Mango ότι καμμία πηγή δεν αναφέρει παρουσία του Γλαβά στην πόλη· ότι, όταν ο Γρηγοράς αναφέρεται στην οχυρωματική δραστηριότητα του Γλαβά γύρω στο 1303, δεν την τοποθετεί στη Θράκη, αλλά εἰς τὰς ἀκρότητας καὶ ἀποτομὰς του Aίμου (από τον οποίο το Διδυμότειχο βρίσκεται πολύ μακριά)· ότι η Θράκη του ίδιου ιστορικού, στην οποία ο Γλαβάς επετρόπευε (ἐπιτροπεύοντος Θρᾴκην), δεν είναι το γεωγραφικό διαμέρισμα «Θράκη», αλλά το θέμα Θράκης, που εκτεινόταν στην ανατολική Θράκη· ότι, τέλος, το Διδυμότειχο την ίδια περίοδο ήταν πρωτεύουσα ομωνύμου θέματος. Οι ορθές και καίριες αυτές παρατηρήσεις δεν εξηγούν πάντως ποιο είναι το περιεχόμενο της έκφρασης «εἰς τὰς ἀκρότητας καὶ ἀποτομὰς του Αίμου» (επιχειρήσεις γύρω στο 1303). Σημειώνουν επίσης ότι ο Γλαβάς εξεστράτευσε στον Αίμο γύρω στο 1306 με τον συναυτοκράτορα Μιχαήλ τον Θ΄ (1294–1320). Αν οι βυζαντινοί ιστορικοί είναι ακριβείς στην γεωγραφική τους ορολογία, τότε πρέπει να επισημάνω ότι ο Αίμος είχε χαθεί για την αυτοκρατορία πριν από το 1300 και ότι φαίνεται κάπως δύσκολο ο Ταρχανειώτης να επιδόθηκε σε οχυρωματικές δραστηριότητες σε μια περιοχή που βρισκόταν ακριβώς κάτω από τη μύτη του τσάρου του Τυρνόβου, παρ’ όλον ότι πράγματι επεξέτεινε μέχρι εκεί τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις. Άσχετα, όμως, με το βάθος στο οποίο εισχώρησαν οι επιχειρήσεις των βυζαντινών, αναπάντητο θα παραμένει το ερώτημα πόσο αυτά τα οχυρώματα μπορούσαν να αντέξουν τη βουλγαρική πίεση. H Ροδόπη ήταν ο μόνος ορεινός όγκος ανάμεσα στο Αιγαίο και το βασίλειο του Τυρνόβου, στον οποίο το 1306 η αυτοκρατορία ασκούσε ακόμη ουσιαστική εξουσία επί μακρό χρονικό διάστημα. Ο Α. Γουρίδης αφιέρωσε (2011) στις επιγραφές της οχύρωσης ιδιαίτερα αναλυτική, ειδική έρευνα, που αποκαλύπτει βαθιά γνώση των ζητημάτων, τα οποία διαπραγμνατεύεται, χωρίς να διαφοροποιηθεί αποφασιστικά από τις προηγούμενες προτάσεις του. Η κατακλείδα αφορά περισσότερο στην εικόνα που έχει σχηματίσει ο Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 21–7, σ. 268–9. Για τον Ταρχανειώτη βλ. επίσης Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 86–7, 94. 703 Γουρίδης, Μονογράμματα, σ. 698. 702


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[229]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ερευνητής για την πόλη παρά στις ίδιες τις επιγραφές. Στη μελέτη του αυτή διακρίνει δύο ομάδες μονογραμμάτων, από τις οποίες αποδίδει τη μία στον Ανδρόνικο τον Γ΄ τον Παλαιολόγο και την άλλη στον Ιωάννη τον ϛ΄ τον Κανατακουζηνό704. Στον πύργο Π15 οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής διαβάζουν «Βασιλείου Κομνηνοῦ» και χρονολογούν την επιγραφή στον 11ο–12ο αιώνα705. Η τοιχοποιία εκατέρωθεν του ενεπίγραφου λίθου δείχνει ότι κατά πάσαν πιθανότητα η επιγραφή αποτελούνταν από τρεις λίθους. Επιγραφή υπήρχε επίσης στον πύργο 3, αλλά κατέπεσε ή την κατέστρεψαν και δεν είναι γνωστό τίποτε απολύτως για αυτήν. γ. Ανασκαφική έρευνα. Συστηματική ανασκαφική έρευνα στην οχύρωση του Διδυμοτείχου δεν πραγματοποιήθηκε, έλαβαν χώραν όμως σωστικές ή δοκιμαστικές έρευνες σε ορισμένα σημεία. Όπως επισημάνθηκε ήδη η οχύρωση πατά πάνω στο βράχο και δεν υπάρχει επίχωση μέσα στην οποία ανοίχθηκε κοίτη θεμελίωσης. Επομένως οι επιχώσεις που σχηματίσθηκαν μέσα και έξω από τα τείχη δεν παρέχουν ενδείξεις για την περίοδο ανοικοδόμησης. Δείχνουν, σε όσο βαθμό τη δείχνουν βεβαίως, α. τη διαδικασία κατάχωσης, τη διαδικασία επομένως εγκατάλειψης, της οχύρωσης, όπου αχρηστεύθηκε η οχύρωση ή τροποποιήθηκε η λειτουργία της ή β. μόνον στο εσωτερικό της οχύρωσης τη διαδικασία διαμόρφωσης των ανδήρων (δηλαδή των επιπέδων της πόλης). Έξω από την οχύρωση και στο χώρο που ορίζουν η τεκμαιρόμενη πύλη ΠΛ4 και ο πύργος Π12 πραγματοποιήθηκε έρευνα, που προχώρησε μέχρι το βράχο. Τα λιγοστά ευρήματα έδειξαν μόνον ότι 1. η κλίμακα, που οδηγούσε σε άνοιγμα του τείχους, την ΠΛ4, και 2. το προτείχισμα είναι έργα βυζαντινής περιόδου. Η κλίμακα κατασκευάστηκε πάνω σε επίχωση, στην οποία βρέθηκαν αβαφή και ακόσμητα όστρακα αγγείων μάλλον μέσης ή ύστερης βυζαντινής περιόδου και πάντως όχι όστρακα οθωμανικής περιόδου άβαφα ή εφυαλωμένα. Επίσης η αποχωμάτωση στο εσωτερικό του Π10 έδειξε ότι το μπάζωμα του πύργου είναι διαδικασία που είχε αρχίσει ήδη από τη βυζαντινή περίοδο. δ. Δεδομένα οχύρωσης. H μορφή της τοιχοδομίας αποτελεί χρήσιμο στοιχείο για τη χρονολόγηση ενός οχυρωματικού έργου, μερικές φορές μάλιστα είναι το μοναδικό στοιχείο που έχει ο ερευνητής στη διάθεσή του. Επίσης μια σειρά άλλων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων 704 705

Γουρίδης, Μονογράμματα, σ. 697–716. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 19, σ. 265–266. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 118.


[230]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της οχύρωσης συνεισφέρουν περίπου εξ ίσου αποφασιστικά –στην παρούσα φάση των φρουριακών ερευνών ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο παράγοντα– στην προσπάθεια χρονολόγησης. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μην υπερτονίζεται ένας από όλους και να μην αγνοείται κανένας με ένα λόγο να τοποθετούνται σε ένα σωστό πλαίσιο. ε. Προτάσεις χρονολόγησης. Ακολούθως, στην προσπάθεια χρονολόγησης των τμημάτων της οχύρωσης, συνεξετάζονται οι προηγούμενες δημοσιεύσεις, οι γραπτές πηγές, οι επιγραφές, τα πορίσματα της ανασκαφικής έρευνας και τα δεδομένα της οχύρωσης. ΟΓΚΩΔΕΙΣ ΔΟΜΟΙ Στον πύργο Π4 σώθηκαν, νομίζω στην αρχική τους θέση, ογκώδεις δόμοι. Πατούν πάνω στο βράχο. Στον πύργο Π21 οι ογκώδεις ορθογώνιοι δόμοι σε κανονικές στρώσεις πατούν πάνω στο βράχο και βρίσκονται α. στην πλευρά του πύργου που βλέπει προς τον πύργο Π22 (δηλαδή τη νότια πλευρά), κάτω από τη ζώνη πλίνθων με συνδετικό ασβεστοκονίαμα με σπασμένο τούβλο και κεραμάλευρο και την τοιχοποιία με κανονική λιθοδομή (για την τελευταία, όσο επιτρέπει να κρίνουμε η σχέση υψών ανάμεσα στις δύο μορφές τοιχοποιίας) και β. στην πλευρά του πύργου που βλέπει προς τον πύργο Π20 (δηλαδή τη βόρεια πλευρά), μπροστά από την τοιχοποιία με τις ζώνες πλίνθων. Οι μεγάλοι δόμοι βρίσκονται στην αρχική τους θέση ή προέρχονται από παλαιότερο κτίσμα, δηλαδή είναι ή όχι spolia; Εκτός αυτών τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι α. στη νότια πλευρά η τοιχοποιία με τους ογκώδεις δόμους είναι αρχαιότερη ή σύγχρονη με τις ζώνες πλίνθων και την κανονική λιθοδομή, ενώ β. στη βόρεια πλευρά οι δύο τοιχοποιίες φαίνονται σύγχρονες χωρίς όμως αυτό να είναι απολύτως βέβαιο. Η ακριβής σχέση των ανωτέρω τοιχοποιιών ίσως διαπιστωθεί, όταν καθαριστεί η τοιχοποιία και ανασκαφεί το εσωτερικό του πύργου. Εν ολίγοις, η έρευνα αντιμετωπίζει δύο προβλήματα: πρώτον, ποια είναι η προέλευση των λίθων (λατομείο ή παλαιότερο κτίσμα) και δεύτερον, πότε αυτοί χρησιμοποιήθηκαν στη συγκεκριμένη κατασκευή. Στον πύργο Π4 ογκώδεις δόμοι βρίσκονται, επίσης, πάνω στο βράχο, κάτω και πίσω από τις άλλες τοιχοποιίες. Σημειώνεται ότι στον ίδιο πύργο η τοιχοποιία στις όψεις είναι με spolia. Στην περίπτωση των ογκωδών δόμων δεν είναι γνωστή η μορφή της· είναι γνωστές μόνον οι οι τεράστιες διαστάσεις τους. Κατά τα άλλα τα προβλήματα είναι ίδια με αυτά του πύργου Π21. Στηριζόμενος μόνον στο μέγεθος των λίθων και το κοινό συνδετικό υλικό θεωρώ ότι τα υπολείμματα αυτά στους πύργους Π4 και Π21 ανήκουν στην ίδια χρονολογική φάση. Σε ποια εποχή χρονολογείται η φάση με τους ογκώδεις λίθους; Εάν οι δύο μορφές είναι σύγχρονες διερωτάται κανείς γιατί χρησιμοποιήθηκαν οι δόμοι αυτοί


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[231]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μόνον στους δύο συγκεκριμένους πύργους και γιατί μόνον σε ένα τμήμα τους και μάλιστα με ένα τρόπο περίεργο ή, εν πάσει περιπτώσει, δυσεξήγητο. Μεγάλοι δόμοι χρησιμοποιήθηκαν σε Ελληνιστικές και Ρωμαϊκές οχυρώσεις. Ελληνιστικές τοιχοποιίες με μεγάλους δόμους εντοπίζουμε στη Φιλιππούπολη (υστεροελληνιστική), τη Μεσημβρία (κλασσικής ή ελληνιστικής περιόδου)706, τους Φιλίππους (4ος αι. πριν από την κ.χ.)707, τη Θεσσαλονίκη (ελληνιστική)708, την Έδεσσα (τέλη 4ου–αρχές 3ου αι. πριν από την κ.χ.)709, το Δίον (πρώιμη και μέση ελληνιστική οχύρωση)710. Πάντως, αν πράγματι οι δόμοι του Καλέ βρίσκονται στην αρχική τους θέση και δεν είναι spolia, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η παρουσία συγκολλητικού υλικού –πριν από ο,τιδήποτε άλλο– απομακρύνει από χρονολόγηση στην ελληνιστική περίοδο. Η επόμενη πιθανή περίοδος είναι ο αιώνας των Αντωνίνων. Την εποχή αυτή πιθανολογείται ότι πραγματοποιήθηκαν εργασίες στις οχυρώσεις της Σερδικής711, της Φιλιππούπολης712, της Αδριανούπολης, της Αυγούστας Τραϊανής713. Τέλος δεν πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η τοιχοποιία να είναι έργο της περιόδου που ακολούθησε την κατάρρευση του συνόρου του Δούναβη. Στην περίοδο αυτή χρονολογούνται επεμβάσεις στις οχυρώσεις της Θεσσαλονίκης (κυρίως 3ου αιώνα, αλλά και προγενεστέρων αιώνων)714, της Έδεσσας –το παλιό υλικό μαζί με επιτύμβια και αναθήματα– (ύστεροι ρωμαϊκοί χρόνοι)715, του Δίου (238/250–254/268)716, της Βέροιας (3ου αι.)717, του Λιμένος Θάσου (3ος αι.)718. Στο ενδεχόμενο οι μεγάλοι δόμοι του Καλέ να χρονολογούνται στον 2ο ή τον 3ο αιώνα ή σε προγενέστερη περίοδο, αντίθετη ένδειξη είναι το γεγονός ότι στο λόφο δεν έχουν εντοπισθεί άλλα υπολείμματα αντωνίνειας ή υστερορρωμαϊκής οχύρωσης. Στο επιχείρημα υπάρχουν απαντήσεις. Ίσως ο Αντωνίνος αυτοκράτορας οικοδόμησε μόνον Preslenov, Mesambria, σ. 500, 503, 508, 513, εικ. 8, 19. Κουκούλη-Χρυσανθάκη – Μπακιρτζής, Φίλιπποι, σ. 18, εικ. 13. Γούναρης – Γούναρη, Φίλιπποι, σ. 21. 708 Βελένης, Τείχη, σ. 21–22, 30, εικ. 8–11, 18–21. 709 Α. Χρυσοστόμου, Αρχαία Έδεσσα, σ. 59, εικ. 36. 710 Στεφανίδου, Δίον, εικ. 63–64, 86–88. 711 Kirova, Serdica, σ. 205. 712 Topalilov, Philippopolis, σ. 374. 713 Ivanov, Augusta Traiana, σ. 476, εικ. 14–15. 714 Βελένης, Τείχη, εικ. 20, 21, 22–25, 49–54, σχ. 11, 12. 715 Α. Χρυσοστόμου, Αρχαία Έδεσσα, σ. 90. 716 Στεφανίδου, Δίον, εικ. 162–182. 717 Πέτκος, Βέροια, σ. 272, εικ. 4α. Ο ίδιος, Τοπογραφία της Ημαθίας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, στο: Ημαθίας μελετήματα, 2007, σ. 26, εικ. 10. 718 Στην ακρόπολη· αδημοσίευτη – προσωπική παρατήρηση. 706 707


[232]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δύο μνημειώδεις πύλες, αλλά ο σχεδιασμός δεν περιελάμβανε περαιτέρω εργασίες· ίσως σχεδίαζε τη συνέχιση της οχύρωσης σε μεταγενέστερη περίοδο· ίσως το έργο διακόπηκε και εγκαταλείφθηκε προσωρινά για κάποιους άγνωστους λόγους. Ανάλογο φαινόμενο εντοπίζεται στη Μαρώνεια, όπου στη μεριά του λιμανιού οικοδομήθηκε μνημειώδης πύλη κατά τον 2ο αιώνα, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις για την επέκταση του έργου στην περίμετρο της πόλης. Αν οι πύργοι είναι έργα του 3ου αιώνα, τότε οι ανωτέρω ερμηνείες δεν ισχύουν: στην περίοδο αυτή οι επιδρομές των βαρβαρικών φύλων ήταν σε εξέλιξη και η ανάγκη οχύρωσης άμεση και επιτακτική, επομένως θα πρέπει να οχυρώθηκε όλο το ύψωμα του Καλέ ή εν πάσει περιπτώσει το μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειάς του. Αλλά δεν υπάρχει καμμία ένδειξη για οχύρωση λόφου κατά τον 3ο αιώνα. Κάτω από αυτό το πρίσμα ο αιώνας των Αντωνίνων φαίνεται πιθανότερος από τον 3ο, χωρίς όμως να αποκλείεται κατηγορηματικά ο τελευταίος. Ο τύπος του πεντάπλευρου πύργου (Π21) συνήθως θεωρείται ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φρουριακής αρχιτεκτονικής πολύ οψιμότερης περιόδου. Ωστόσο πεντάπλευροι πύργοι είναι γνωστοί ήδη από την ελληνιστική περίοδο. Παράδειγμα του ύστερου 4ου αιώνα αποτελεί η οχύρωση στην Alta Ripa719, στον 5ο χρονολογούνται οι πύργοι της Σεργιούπολης (Resafa)720, ενώ στην οχύρωση της Άγκυρας, μεταβατικής περιόδου, εμφανίζεται συστηματική και χαρακτηριστική χρήση παρόμοιων πύργων721. Παραδείγματα πεντάπλευρων πύργων σε οχυρώσεις της Ασίας (Αντιόχεια, Σεργιούπολις, Resafa, Σαράντα Κολώνες Πάφου, Άγκυρα, Αμάσεια, Αλάνεια (Κορακήσιο), Αττάλεια, Toprakkale, Niksar, Κερασούς) και της Βαλκανικής (Θεσσαλονίκη, Διδυμότειχο, Δυρράχειο, Zvečan Σερβίας, Ribnica Μαυροβουνίου, Μαυρόκαστρο/Cetatea Alba) συγκεντρώνει ο D. Winfield722. Στα τελευταία ας προστεθεί και ο Π6 της ακρόπολης της Καβάλας 12ου – 14ου αιώνα723. Από την άποψη, λοιπόν, της μορφής φαίνεται πιθανότερο ότι ο πύργος Π21 δεν είναι έργο του 2ου αιώνα. Αντίθετη επίσης ένδειξη παρέχει η ιστορία των οχυρώσεων του 2ου και του 3ου αιώνα εν γένει: από όσο μπορώ να ξέρω η μετατόπιση της οχύρωσης από τα χαμηλά σε μία θέση απότομη και δυσπρόσιτη δεν είναι διαδικασία συνηθισμένη για τους δύο αυτούς αιώνες.

Foss – Winfield, Fortifications, σ. 30 Karnapp, Resafa, σ. 51–53. 721 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 30. 722 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 30. Στην οχύρωση του Μυστρά δεν υπάρχει πεντάπλευρος πύργος ούτε παραλλαγή του: Τσουρής, Καβάλα, σ. 403 υποσημ. 39. 723 Τσουρής, Καβάλα, σ. 402–403. 719 720


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[233]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το πλησιέστερο παράλληλο των τοιχοποιιών του πύργου Π21 (μεγάλοι δόμοι και μεικτή τοιχοποιία) αποτελεί η οχύρωση της Μεσημβρίας (επί Μάρκου Αυρηλίου), όπου οι δόμοι με την υποτυπώδη περιταίνεια συνυπάρχουν με τη μεικτή τοιχοποιία (λιθοδομή με ζώνες πλίνθων). Στη διάρκεια εργασιών για «την διάνοιξιν της κοίτης του Ερυθροποτάμου … ανευρέθη … σειρά πελωρίων δόμων», τους οποίους ο Γ. Μπακαλάκης θεώρησε ότι προέρχονται από το τείχος της Πλωτινόπολης724. Στις παρυφές της Πλωτινόπολης, επίσης, βρέθηκε τμήμα τείχους 2,75μ «κατά το ψευδοϊσοδομικό σύστημα με αδρά λαξευμένους πωρολίθους» με συνδετικό υλικό ασβεστοκονίαμα που περιείχε «λεπτοτριμμένο κεραμίδι»725 (Εικ. 102–104). Η Ε. Σκαρλατίδου το συνέδεσε με τις γοτθικές επιδρομές της υστερορρωμαϊκής περιόδου, επί Βαλεριανού (253–260) και Ουάλεντος (364–378) και το χρονολόγησε στον 3ο–4ο αιώνα. Ο Γ. Μπακαλάκης θεώρησε το τείχος έργο του 2ου αιώνα και το χρονολόγησε στην εποχή του Τραϊανού726. Δεν είναι γνωστό αν υπήρξαν ανασκαφικά ευρήματα και σε ποια εποχή ανήκουν. Για τους «πελώριους δόμους» στον Ερυθροπόταμο δεν υπάρχει κανενός είδους άλλη τεκμηρίωση. Το τείχος της Πλωτινόπολης, όμως, σε όσο μήκος σώθηκε δεν εμφανίζει ομοιότητες με την τοιχοδομία του πύργου Π21. Συνοψίζω: α. οι πελώριοι δόμοι εντοπίζονται μόνον σε δύο πύργους και, όπου σώζονται, πατούν απ’ ευθείας στο βράχο· β. φαίνονται αρχαιότεροι από κάθε άλλη τοιχοδομία, χωρίς να αποκλείεται κατηγορηματικά να είναι σύγχρονοι με τη λιθοδομή με τις ζώνες πλίνθων (η οποία, όπως καταδεικνύεται αμέσως μετά, είναι ιουστινιάνεια)· γ. τοιχοποιίες με κανονικές στρώσεις ογκωδών λίθων (που δεν είναι spolia) εντοπίζονται σε οχυρώσεις 2ου ή 3ου αιώνα· δ. παρόμοιας μορφής τοιχοποιία υπάρχει στις οχυρώσεις 2ου αιώνα της Μεσημβρίας, της Σερδικής, της Αδριανούπολης και της Αυγούστας Τραϊανής· και ε. ιδιαίτερη σχέση εντοπίζεται με τη λιθοδομή της Μεσημβρίας, της εποχής του Ιουστινιανού και του Μάρκου Αυρηλίου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω καταλήγω σε δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, οι δόμοι των πύργων Π21 και Π4 κατά πάσαν πιθανότητα λαξεύθηκαν τον 2ο αιώνα και μεταφέρθηκαν από την Πλωτινόπολη, όταν κτίστηκαν οι δύο ανωτέρω πύργοι και ειδικά για αυτούς δηλαδή στα μέσα του 6ου αιώνα. Σύμφωνα με τη δεύτερη λαξεύτηκαν ειδικά για τους δύο πύργους και κτίστηκαν κατ’ ευθείαν σε αυτούς την Γ, Μπακαλάκης, Αρχαιολογικαί έρευναι εν Θράκη, ΑΔ 17 (1961/62), Χρονικά, σ. 260. Ε. Σκαρλατίδου, Διδυμότειχο (Πλωτινόπολη), ΑΔ 35 (1980), Χρονικά, σ. 431–432· η ίδια, Διδυμότειχο, ΑΔ 36 (1981), Χρονικά, σ. 353–354. 726 Γ. Μπακαλάκης, Αρχαιολογικά προβλήματα του Νομού Έβρου, εις: Η ιστορική, αρχαιολογική και λαογραφική έρευνα για τη Θράκη, Συμπόσιο Ξάνθη – Κομοτηνή – Αλεξανδρούπολη 5–9 Δεκεμβρίου 1985, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 196–197. 724 725


[234]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ίδια περίοδο δηλαδή τον 6ο αιώνα. Και στις δύο περιπτώσεις δείχνουν την πρόθεση να αναβαθμιστούν τεχνικά, οχυρωματικά και αισθητικά οι πύργοι δίπλα ή κοντά στις δύο κύριες πύλες της οχύρωσης. Θεωρώ, εν τέλει, πιθανότερο ότι λαξεύτηκαν κατά τον 6ο αιώνα και ειδικά για τους δύο πύργους. ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΑ ΟΧΥΡΩΣΗ Ο Προκόπιος καταγράφει επισκευή των τειχών της Πλωτινόπολης επί Ιουστινιανού του Α΄727. Ακολουθώ την άποψη ότι ο Ιουστινιανός πραγματοποίησε εργασίες στο ύψωμα του κάστρου και όχι στο λόφο της Πλωτινόπολης. Πρόκειται, όμως, για εκ θεμελίων ανέγερση νέας οχύρωσης ή για επισκευή αρχαιότερης; Αν πρόκειται για επισκευή, τι έκταση είχαν οι ιουστινιάνειες επεμβάσεις; Η κανονική λιθοδομή με τα πλίνθινα ντουζένια υπέρκειται μόνον μιας περίπτωσης τοιχοδομίας, που αναφέρθηκε προηγουμένως (νότια πλευρά του πύργου Π21). Όπου εντοπίσθηκε, πατά στο βράχο, αποτέλεσε υπόβαθρο όλων των άλλων τοιχοδομιών και βρίσκεται πίσω από όλες τις άλλες τοιχοδομίες: καταστράφηκε και επενδύθηκε με κτιστό μανδύα σε διάφορες περιόδους. Σε λιγοστές περιοχές είναι πλέον ορατή στην παρειά του τείχους: στην εξωτερική παρειά είναι ορατή στα μεταπύργια διαστήματα Π6–Π7 και Π9–Π10 και στην εσωτερική είναι ορατή στο μεταπύργιο Π11–Π12, δίπλα στην πύλη ΠΛ4. Με ανασκαφική έρευνα αποκαλύφθηκε στην εσωτερική παρειά των μεταπυργίων Π9–Π10 και Π10–Π11, στους πύργους Π10 και Π12. Στο μοναδικό σημείο, στο οποίο έχει περισωθεί ακέραια χωρίς να βρίσκεται σε οποιαδήποτε σχέση με οποιαδήποτε άλλη μορφή τοιχοδομίας, είναι στο τμήμα του τείχους ανάμεσα στην πύλη ΠΛ6 και το γκρεμό που υψώνεται πάνω από τον πύργο Π16 (μεταπύργιο ΠΛ6– Π16), δηλαδή σε ένα από τα πιο δύσκολα σημεία του υψώματος, όπου ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να πραγματοποιηθούν οικοδομικές εργασίες και εξ ίσου δύσκολο να μεταφερθούν οικοδομικά υλικά. Στα μεταπύργια Π9–Π10 και Π10–Π11 διαπιστώθηκε ότι η ζώνη των πλίνθων κατασκευάστηκε σε όλο το πλάτος τους τείχους, δηλαδή από την εσωτερική μέχρι την εξωτερική παρειά. Οι λιθοδομές με τις διαμπερείς ζώνες πλίνθων είναι κοινές στις οχυρώσεις της Θράκης, της Κάτω Μυσίας και της Δακίας, δηλαδή από το Θρακικό πέλαγος και την Προποντίδα μέχρι τον Δούναβη, από τον 2ο μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Ειδικότερα ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αιώνα πραγματοποιήθηκαν εργασίες στις ακόλουθες πόλεις: Φιλιππούπολη728, Μεσημβρία (σήμερα Nessebar)729, Σερδική (Serdica – σήμερα Προκόπιος, Περὶ κτισμάτων, Δ΄. ια΄. 18–19, σ. 307–308. Topalilov, Philippopolis, σ. 374. 729 Preshlenov, Mesambria, σ. 501–502, 514, εικ. 5, 20. 727 728


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[235]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σόφια)730, το κάστρο Hissarlak στην Παυταλία (Pautalia, σήμερα Kyustendil)731, Αυγούστα Τραϊανή (Augusta Trajana – Βερόη, σήμερα Stara Zagora / Στάρα Ζαγκόρα)732, Διοκλητιανόπολη (σήμερα Hissarya)733, στη Δορόστολον (το Durostorum, σήμερα Silistra)734, στην κωνσταντίνεια Άβριττο (Abritus, σήμερα Razgrad )735. Στην ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκαν εργασίες στην Οίσκο (Ulpia Oescus, σήμερα Gigen), όπου αναφέρονται λιθοδομές 2ου αιώνα και opus mixtum ή opus vittatum mixtum τέλους 3ου–αρχών 4ου αιώνα736, τη Νικόπολη προς Ίστρον (Nikopolis ad Istrum / Nikopolis ad Haemum, σήμερα Nikyup), όπου αναφέρεται opus vittatum mixtum737. Στη δυτική Θράκη τα ντουζένια εντοπίζονται στη Μαξιμιανούπολη (εποχής της ίδρυσης της πόλης)738, τη Μαρώνεια739, την Κομοτηνή (εποχής Θεοδοσίου Β΄)740, την Αναστασιούπολη (εποχής Αναστασίου του Α΄)741. Εντυπωσιακή ήταν η παρουσία των πλίνθινων ζωνών στη Κωνσταντινούπολη. Είναι, επίσης, κοινό χαρακτηριστικό σε πολλές οχυρώσεις της Μακεδονίας: Τόπειρος (ιουστινιάνεια οχύρωση) 742, Φίλιπποι (οχύρωση τετραρχιών ή κωνσταντίνεια), Δράμα Kirova, Serdica, σ. 206–207. Katsarova, Pautalia, σ. 281 εικ. 21–23. 732 Kaltschev, Augusta Trajana, σ. 105· Ivanov, Augusta Traiana, σ. 476–478. 733 Madzharov, Diocletianopolis, σ. 445–454. 734 Ivanov, Durostorum, castra, canabae, municipium, vici, σ. 63. 735 Ivanov, Abritus, σ. 179–180. 736 Ivanov, Oescus, σ. 16–17· Ivanov – Ivanov, Ulpia Oescus, σ. 202–203. 737 Ivanov, Nikopolis ad Istrum, σ. 119–120. 738 Χ. Πέννας, Μοσυνόπολη, ΑΔ 30 (1975), Χρονικά, σ. 311–312· ο ίδιος, Μοσυνόπολη, ΑΔ31 (1976), Χρονικά, σ. 338–340· Τσουρής, Καβάλα, σ. 424–425· ο Ζήκος, Μαξιμιανούπολις, σ. 27–31, δέχεται ότι η «οχύρωση κράτησε το ίδιο σχήμα σε όλες τις περιόδους, ανεξάρτητα από τις επισκευές που κατά καιρούς έγιναν» και συγχρόνως επισημαίνει ότι «η χρονολόγηση των οχυρώσεων με βάση τη δομή τους δεν είναι ασφαλές τεκμήριο». Τα συναφή προβλήματα απασχολούν την παρούσα εργασία με αφορμή τα τμήματα της οχύρωσης του Διδυμοτείχου, που τοποθετούνται χρονικά στην ιουστινιάνεια και τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Το κύριο επιχείρημα για τη χρονολόγηση στην παλαιοχριστιανική περίοδο είναι οι διαμπερείς ζώνες πλίνθων. Αυτό δεν αποκλείει μεταγενέστερες επεμβάσεις, οι οποίες όμως είχαν χαρακτήρα συντήρησης και επισκευής χωρίς να αλλάζουν τη φυσιογνωμία της οχύρωσης, με άλλα λόγια ήταν περιορισμένης έκτασης επισκευές. 739 Τσουρής, Καβάλα, σ. 425, όπου προτείνεται χρονολόγηση στην περίοδο ανάμεσα στα μέσα του 3ου και στα τέλη του 6ου αιώνα· η Δουκατά, Μαρώνεια, σ. 40–44 συζητά μόνον μεσοβυζαντινό τείχος (το οποίο υπάρχει ούτως ή άλλως) και δεν αναφέρεται σε φάση παλαιοχριστιανικής ή μεταβατικής (σκοτεινών αιώνων) περιόδου. 740 Τσουρής, Καβάλα, σ. 421–422· Βασιλειάδης – Παπασωτηρίου, Κομοτηνή, σ. 11· Βασιλειάδης, Κομοτηνή, σ. 151, όπου προτείνεται χρονολόγηση στο 12ο αιώνα· για τη χρονολόγηση στο α΄ μισό του 5ου αιώνα βλ. εδώ στο Επίμετρο. 741 Moutsopoulos, Buru-Kale, σ. 106, σχ. 73· Τσουρής, Καβάλα, σ. 422. 730 731


[236]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

(5ου ή 6ου αιώνα)743, Ανακτορόπολη (5ου ή 6ου αιώνα)744, Αμφίπολη (5ου ή 6ου αιώνα), Σέρρες (5ου ή 6ου αιώνα)745, Θεσσαλονίκη (παλαιοχριστιανική οχύρωση)746. Στυναντιέται ακόμη στην Ήπειρο (Νικόπολη) και Νότια Ελλάδα (Ελευσίνα, Εξαμίλιο τείχος Ισθμού, Ακροκόρινθος, Σπάρτη, Μεθώνη)747. Οι διαμπερείς ζώνες πλίνθων ενίοτε συνδυάζονται με άλλες μορφές τοιχοποιίας, όπως η αμιγής πλινθοδομή και τα spolia (Θεσσαλονίκη748). Οι ζώνες των πλίνθων σε όλο το πάχος της τοιχοποιίας σε συνδυασμό με χαρακτηριστική λιθοδομή, χωρίς άλλα χαρακτηριστικά μεταγενεστέρων περιόδων, φαίνεται ότι δεν εφαρμόστηκαν μετά τον 7ο αιώνα, οπότε και έπαυσαν να αποτελούν χαρακτηριστικό της τοιχοποιίας. Εμφανίστηκαν και πάλι, και όχι απαραιτήτως σε όλες τις οχυρώσεις, από τον 9ο αιώνα και μετά σταδιακά. Όμως κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο τοποθετούνταν μόνον στις όψεις των τειχών σε βάθος μιας ή δύο πλίνθων: φαίνεται ότι είχαν πρωτίστως διακοσμητικό χαρακτήρα, αποτελούσαν ανάμνηση της μορφής των προηγουμένων αιώνων, αλλά δεν χάθηκε παντελώς ο κατασκευαστικός χαρακτήρας. Οργάνωναν πλέον τις λιθοδομές των όψεων σε ζώνες και αλφάδιαζαν κατά διαστήματα την τοιχοποιία· περί των μεσοβυζαντινών ζωνών γίνεται λόγος κατωτέρω, στη χρονολόγηση των πύργων Π16, Π23 και Π24. Με βάση τα γνωστά μέχρι σήμερα παραδείγματα, νομίζω ότι η τεχνική κατασκευής ζωνών μόνον στις όψεις αποτελεί επαρκές στοιχείο για τη χρονολογική τοποθέτηση μιας τοιχοποιίας πριν ή μετά τη μεταβατική περίοδο, τουλάχιστον για τις κατασκευές στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Δεν είναι με βεβαιότητα γνωστό, αν στην οχύρωση της πρωτεύουσας τα συνεργεία εξακολούθησαν, σε γενικές γραμμές, να τηρούν τους αρχαιότερους κανόνες. Εκτός από αυτό το ιδιαίτερο τεχνικό χαρακτηριστικό ορισμένα άλλα κριτήρια επιτρέπουν επίσης στην έρευνα να διαφοροποιήσει τις όψιμες από τις αρχαιότερες ζώνες πλίνθων. Πρόκειται για την εκτεταμένη αξιοποίηση μελών σε β΄ χρήση, τον χαρακτηριστικό κεραμοπλαστικό διάκοσμο, το πλινθοπερίκλειστο, την εκτεταμένη

Τσουρής, Καβάλα, σ. 423. Τσουρής, Καβάλα, σ. 425. Τσουρής, Δράμα, σ. 116–118. Δαδάκη – Λυχούνας – Τσουρής, Φίλιπποι, σ. 123. 744 Τσουρής, Καβάλα, σ. 425 και εδώ στο Επίμετρο. 745 Τσουρής, Καβάλα, σ. 426. Δαδάκη, Σέρρες, σ. 184–185. 746 Η παλαιοχριοστιανική οχύρωση της Θεσσαλονίκης δεν υψώθηκε ολόκληρη ταυτοχρόνως σε μία περίοδο και η νεότερη φάση της δύναται να προσγραφεί στη βασιλεία του Ηρακλείου: Βελένης, Θεσσαλονίκη, σ. 107–135. 747 Τσουρής, Σπάρτη, υπό έκδοση. 748 Βελένης, Θεσσαλονίκη, σχ. 17, εικ. 86–89. 742 743


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[237]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χρήση μεμονωμένων ή επάλληλων πλινθίων στους αρμούς και την κρυμμένη πλίνθο. Τα χαρακτηριστικά αυτά, στα οποία θα γίνει αναλυτικότερη αναφορά στη συνέχεια, αποτρέπουν από χρονολόγηση των πλίνθινων ζωνών πριν από τον 7ο αιώνα. Επομένως τα διαθέσιμα δεδομένα για τη φάση της οχύρωσης του Διδυμοτείχου, που εξετάζεται εδώ, συνοψίζονται ως ακολούθως: α. είναι η αρχαιότερη (με εξαίρεση ίσως τον Π4) από όλες τις άλλες τοιχοποιίες της οχύρωσης· β. είναι η πιο εκτεταμένη (λίγο – πολύ εντοπίζεται σε όλη την περίμετρο των τειχών)· γ. η αναφορά του Προκοπίου (αν ερμηνεύεται σωστά) δείχνει χρονολόγηση στην ιουστινιάνεια βασιλεία· και, τέλος, δ. η μορφή της τοιχοδομίας (που τοποθετείται στον 4ο–6ο αιώνα) δεν αποτρέπει από απόδοση στον Ιουστινιανό. Αν όλη αυτή η συλλογιστική είναι σωστή, τότε η φάση αυτή είναι έργο του Ιουστινιανού. 7ΟΣ – 8ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Αρχιτεκτονικά μέλη σε β΄ χρήση χτίστηκαν στους πύργους Π2, Π3, Π4, Π8, Π20 και Π22. Στους πύργους Π2, Π4, Π20 και Π22 τα μέλη δεν έχουν υποστεί συστηματική επεξεργασία ή έχουν υποστεί περιορισμένη· διατηρούν ορισμένες από τις αρχικές ακμές και μερικά από αυτά τις αρχικές διαστάσεις τους. Σχηματίζουν μερικές κανονικές στρώσεις. Στις υπόλοιπες, αν και δεν είναι ισοϋψείς, δεν απαιτείται συστηματική χρήση βυσμάτων, τα οποία πάντως δεν λείπουν. Στον πύργο Π2 συγκεντρώνονται τα περισσότερα, τα μεγαλύτερα, τα σχεδόν άθικτα και τα καλύτερα διατηρημένα κομμάτια. Επαναλαμβάνεται εδώ ότι οι ογκώδεις δόμοι των πύργων Π4 και Π21 δεν συγκαταλέγονται στα μέλη σε β΄ χρήση. Η ποικιλία προελεύσεων είναι ευδιάκριτη ιδιαιτέρως στον πύργο Π2. Η τοιχοδομία των πύργων Π4, Π20 και Π22 φαίνεται να υπακούει σε κοινή αντίληψη, η οποία διαφοροποιείται από τον πύργο Π2. Η ποσότητα και η ποιότητα του οικοδομικού υλικού των τεσσάρων πύργων επιτρέπει να υποθέσω ότι τα ερείπια παρείχαν λίθους με σχετική ευκολία και μάλλον με επάρκεια. Οι πύργοι Π2, Π4 και Π22 είναι τετράπλευροι, ενώ ο πύργος Π20 τυπικός πεντάπλευρος. Με βάση τα προηγούμενα κριτήρια φαίνεται ότι ανήκουν όλοι στην ίδια περίπου περίοδο. Η Πλωτινόπολη έχει πλέον εγκαταλειφθεί στις αρχές του 7ου αιώνα και τα ερείπιά της προσφέρονταν για λεηλασία. Από την άποψη αυτή οι πύργοι κατά πάσαν πιθανότητα κτίστηκαν κατά τον 7ο αιώνα, χωρίς να αποκλείεται ο 8ος. Ιδιαίτερα πρέπει να συζητηθεί ο πύργος Π2: η διαφορά του λίθινου υλικού, που επισημάνθηκε ανωτέρω (έχει τα μεγαλύτερα και καλύτερα κομμάτια), οφείλεται σε διαφορετική χρονολόγηση; Αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αλλά ούτε και να υποστηριχθεί με κατηγορηματικό τρόπο. Έτσι κι’ αλλιώς ο πύργος πλαισιώνει τη σημαντικότερη πύλη του κάστρου, είναι από τους ισχυρότερους πύργους, βρίσκεται σε


[238]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

περίοπτη θέση και επομένως, ακόμη και αν ανήκει στην ίδια χρονολογική φάση με τους άλλους τρεις, μάλλον οικοδομήθηκε πρώτος από όλους και έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας. Ωστόσο το ενδεχόμενο να κτίστηκε σε προγενέστερη οικοδομική φάση από τους λοιπούς παραμένει ανοιχτό. Τα spolia (συλήματα) αποτελούν ένδειξη χρονολόγησης κυρίως ανάμεσα στον 3ο και τον 9ο αιώνα. Σε γενικές γραμμές η συστηματική και ευρεία χρήση τους εξαρτάται πάντοτε από τις τύχες του κάθε τόπου και εντοπίζεται μεταξύ δύο χρονικών ορίων: το ένα είναι η κατάρρευση του συνόρου του Δουνάβεως (β΄ μισό 3ου αι.), το άλλο τοποθετείται στην έναρξη της αποκατάστασης της ισχύος της αυτοκρατορίας [Μιχαήλ ο Γ΄ ο Μέθυσος (842–867) και Βασίλειος ο Α΄ ο Μακεδών (867–886)]. Πάντως δεν έπαυσαν να αξιοποιούνται και μετά τον 9ο αιώνα (ακρόπολη Μυτιλήνης, Παλιάπολη Σαμοθράκης, Μαρμάριον Αμφίπολης, Κωνσταντινούπολη). Το φαινόμενο έχει επισημανθεί και συζητηθεί επανειλημμένα749. Αντιμέτωπη με αλλεπάλληλες εισβολές στο εκτεταμένο βόρειο και ανατολικό σύνορο η αυτοκρατορία πιέστηκε, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, να λάβει κατεπείγοντα μέτρα για την ασφάλεια των επαρχιακών πόλεων. Παράλληλα, σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς να υπάρχουν κατεπείγουσες ανάγκες ούτε δραματική οικονομική αδυναμία ή ένδοια, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλα, καλοφτιαγμένα μέλη, χωρίς καμμία επεξεργασία: στο τείχος της Θεσσαλονίκης χτίστηκαν μαζικά έδρανα και επιστύλια750. Στην περίπτωση αυτή τα μαρμάρινα μέλη ήταν εξαιρετικό, από κάθε άποψη, υλικό. Συχνά τα ερείπια αρχαίων κτιρίων προμήθευαν σε έκτακτες και επείγουσες περιστάσεις αδάπανο και εξαιρετικής ποιότητας λίθινο υλικό χωρίς χρονικές καθυστερήσεις: τα μεγάλα μέλη των αρχαίων μνημείων προσφέρονταν για ισχυρές κατασκευές, δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη επεξεργασία καθώς συναρμόζονταν λίγο – πολύ εύκολα, βρίσκονταν επί τόπου, δεν κόστιζαν καθόλου και υπήρχαν σε μεγάλες ποσότητες, τις οποίες απαιτούσε ένα οχυρωματικό έργο. Έχει διατυπωθεί μάλιστα η άποψη ότι εν όψει επερχόμενης απειλής διέλυαν υφιστάμενα κτίρια προκειμένου να προσποριστούν το οικοδομικό υλικό751. Η χρήση συλημάτων γενικεύθηκε κατά τη μεταβατική περίοδο (γνωστή επίσης και ως «σκοτεινοί αιώνες»). Υπάκουε σε στοιχειώδεις και προφανείς κανόνες: τα καλύτερα μέλη λεηλατούνταν πρώτα· τα μέλη των ψηλότερων μερών των κτιρίων ήταν διαθέσιμα πριν από τα χαμηλότερα· τα κομμάτια από τις κρηπίδες και τις θεμελιώσεις των κτιρίων απαιτούσαν ορισμένη προεργασία για να αφαιρεθούν· συν τω χρόνω το Foss – Winfield, Fortifications, σ. 131–144, 162. Τσουρής, Καβάλα, σ, 427–432. Βελένης, Θεσσαλονίκη, σ. 108, σχ. 17, εικ. 86–89. 751 Δ. Ζιρώ, Η κύρια είσοδος του ιερού της Ελευσίνος, Αθήναι 1991, σ. 277–279. 749 750


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[239]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαθέσιμο υλικό εν γένει λιγόστευε· η πάροδος του χρόνου σταδιακά κατάχωνε τα αρχαία ερείπια και επομένως χρειαζόταν σκάψιμο για την ανεύρεσή τους· το άφθονο υλικό επέτρεπε να χρησιμοποιούνται τα μέλη χωρίς καμμία ή με μικρή επεξεργασία, ενώ όσο λιγόστευαν τα διαθέσιμα μέλη, τόσο μεγαλύτερη επεξεργασία απαιτούνταν για την προσαρμογή τους στις τοιχοποιίες· όταν πλέον με την πάροδο του χρόνου ο αριθμός των διαθέσιμων κομματιών περιορίζονταν, τότε αποκτούσαν ιδιαίτερη αξία και χρησιμοποιούνταν σε περίοπτες θέσεις και με διακοσμητική διάθεση. Το τελευταίο φαινόμενο εντοπίζεται κατά τον 9ο και 10ο αιώνα. Ωστόσο δεν λείπουν υστεροβυζαντινά παραδείγματα, στα οποία γίνεται ευρύτατη χρήση παλαιών μελών, η οποία βρίσκει τα ανάλογά της στο τέλος της αρχαιότητας: πρόκειται κυρίως για περιπτώσεις οχυρώσεων που οικοδομήθηκαν σε ερειπιώνες, στους οποίους δεν είχε λάβει χώραν ποτέ προηγουμένως οικοδομική δραστηριότητα (ή αυτή ήταν μάλλον σχετικά περιορισμένη), όπως το γενοβέζικο φρούριο της Παλιάπολης στη Σαμοθράκη, η, πάλι γενοβέζικη, ακρόπολη της Μυτιλήνης ή ο πύργος του Μαρμαρίου στην Αμφίπολη (όλα 14ου – 15ου αιώνα). Αλλά και στην καταρρέουσα πρωτεύουσα (τέλη 14ου αιώνα) ο αυτοκράτορας χρησιμοποίησε διαθέσιμα ερείπια ή κατεδάφισε εκκλησίες και ερειπωμένες εκκλησίες για να προσποριστεί μαρμάρινο υλικό για οχυρωματικά έργα. Ο Δούκας, που αναφέρει το περιστατικό, μιλάει με τρόπο, νομίζω, περιφρονητικό για τον ξεπεσμό του αυτοκράτορα: αυτός δεν ξόδεψε δικά του χρήματα για την εργασίες, αλλά κατέφυγε στη λύση που δεν του κόστιζε τίποτε752: κατασκευάσας πύργους δύο ἐν τῷ θατέρῳ τῶν μερῶν τῆς πύλης λευκῷ μαρμάρῳ συνηρμοσμένῳ, οἰκοδομήσας αὐτοὺς οὐ διὰ λιθοξόων οὐδὲ διὰ οἰκείων ἀναλωμάτων, ἀλλὰ δι’ ἑτέρων ἀναθημάτων καλλίστων, κατεάξας τὸν ναὸν ἐπ’ ὀνόματι πάντων τῶν ἁγίων κτισθέντα παρὰ κυρίου Λέοντος τοῦ σοφοῦ καὶ μεγάλου βασιλέως, καὶ τοῦ ναοῦ τῶν ἁγίων τεσσαράκοντα καλῶς οἰκοδομηθέντα καὶ αὐτὸν παρὰ τοῦ βασιλέως Μαυρικίου, καὶ τὰ παραλειπόμενα τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Μωκίου… Οι γνωστές και μάλλον κοινότυπες αυτές απόψεις επαναλαμβάνονται εδώ γιατί συμβάλλουν ιδιαίτερα στη χρονολόγηση των πύργων, στους οποίους χρησιμοποιήθηκαν spolia σε μεγάλη έκταση. Στην Έφεσο σώθηκε ένα από τα γνωστότερα και πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα: οι πύργοι εκατέρωθεν της πύλης των διωγμών είναι χτισμένοι εξ ολοκλήρου με ακέραια, μαρμάρινα μέλη. Εξ ίσου γνωστές και χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Νίκαιας και της πάνω πόλης της Άγκυρας. Ο γωνιακός πύργος της ακρόπολης στο Λιμένα Θάσου κτίστηκε στις αρχές του 7ου αιώνα εξ ολοκλήρου με μεγάλα μαρμάρινα μέλη και λιγοστά μόλια. Τα spolia Δούκας σ. 47.17–48.4. W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul, Tübingen 1977, σ. 297 (λήμμα Porta Aurea). 752


[240]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

(ευμεγέθη, καλοδιατηρημένα, ως επί το πολύ με κανονικό περίγραμμα και κανονικές ακμές) προέρχονται από την αρχαία πόλη που αυτήν την εποχή είχε πλέον περιέλθει σε διαδικασία εγκατάλειψης753. Στον υπέρκαλο πύργο (ίσως χρονολογούμενο στα εικοστά έτη του 9ου αι.) της οχύρωσης της Χριστούπολης τα spolia είναι πλέον περιορισμένα σε αριθμό και αξιοποιούνται σε προβεβλημένη θέση με διακοσμητική διάθεση754. Η δραστηριότητα που ανέπτυξε ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ νομίζω ότι αφορά πρωτίστως στα οικιστικά μορφώματα της ανατολικής Θράκης, χωρίς αυτό να αποκλείει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο η περίπτωση του Διδυμοτείχου (έξω από αυτόν το χώρο μεν, στις παρυφές του δε) να εντάσσεται σε αυτήν. Ούτως ή άλλως η είδηση του Θεοφάνη μας βεβαιώνει ότι η συγκρότηση νέων μορφωμάτων ή η ανασυγκρότηση παλαιοτέρων δεν έπαυσε να λαμβάνει χώραν ακόμη και σε δύσκολους καιρούς. Κυρίως το οικοδομικό υλικό (spolia), η ποσότητά του, η μορφή των μελών, ο τρόπος που αυτό χρησιμοποιείται, η περιορισμένη χρήση βυσμάτων, οι τύχες της γειτονικής Πλωτινόπολης και το συγκριτικό υλικό οδηγούν σε χρονολόγηση στον 7ο ή στον 8ο αιώνα. Οι αρχές αυτής της περιόδου, οι πρώτες δεκαετίες δηλαδή του 7ου αιώνα, φαίνονται πιθανότερες από τον 8ο αιώνα καθώς το λιθωρυχείο της Πλωτινόπολης δεν είχε ακόμη ταφεί κάτω από βαθιές επιχώσεις και τα ερείπια ήταν ακόμη λίγο – πολύ στην επιφάνεια του εδάφους. 8ΟΣ – 9ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Στους πύργους Π3 και Π8 (με ίδια κάτοψη) το λίθινο υλικό που προέρχεται από παλαιότερες κατασκευές υπέστη διαφορετικό βαθμό επεξεργασίας κατά περίπτωση με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις να χαθούν οι αρχικές διαστάσεις και η μορφή. Στον πύργο Π8 χρησιμοποιήθηκαν κυρίως λίθοι με ακανόνιστα σχήματα με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν στρώσεις ή όταν επιτυγχάνονταν να είναι ανισοϋψείς. Καθώς οι πύργοι έχουν μεγάλες διαστάσεις και οι μεγάλοι λίθοι δεν υπήρχαν πλέον σε επαρκείς ποσότητες, περισσότερο στον πύργο Π3 και λιγότερο στον πύργο Π8, οι οικοδόμοι υποχρεώθηκαν να χρησιμοποιήσουν συστηματικά και μικρότερους λίθους. Περισσότερο στον πύργο Π8 και λιγότερο στον πύργο Π3 για να κτίσουν τους μεγάλους λίθους χρειάστηκαν λίθινα και πλίνθινα μόλια σε ποικίλες διατάξεις, μεμονωμένα ή πολλαπλά.

Παλαιότερα πρότεινα χρονολόγηση του πύργου στην αρχή της μεσοβυζαντινής περιόδου (β΄ μισό 9ου αι.) ή σε ακόμη παλαιότερη περίοδο: Τσουρής, Καβάλα, σ. 435, πίν. 142γ. Κρίνοντας από την ποσότητα, τις διαστάσεις και τη μορφή των μελών, νομίζω ότι η ανέγερση του πύργου συμπίπτει με τη διαδικασία ερείπωσης της αρχαίας πόλης στις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα. 754 Τσουρής, Καβάλα, σ. 435, πίν. 142γ. 753


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[241]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι δύο πύργοι εμφανίζουν παρεμφερή –σε γενικές γραμμές– τοιχοδομία, που διαφέρει αισθητά από αυτήν της προηγούμενης ομάδας, και επί πλέον ανήκουν στον ίδιο τύπο, που επίσης διαφέρει από την ομάδα των προηγουμένων του 7ου–8ου αιώνα. Πιστεύω ότι αυτά τα δεδομένα είναι αρκετά για να θεωρηθούν οι δύο πύργοι σύγχρονοι. Το λίθινο υλικό, σε σύγκριση μάλιστα με την ομάδα των προηγουμένων, εμφανίζεται με ακανόνιστα σχήματα και ποικιλία διαστάσεων, επομένως μάλλον ακατάλληλο για να σχηματίσει κανονικές στρώσεις. Για να αξιοποιηθεί στους πύργους, χρειάστηκε να υποστεί χοντρική επεξεργασία. Είναι πολύ πιθανό ότι τα καλύτερα μέλη είχαν εξαντληθεί και τα συνεργεία κατέφευγαν σε κομμάτια που είχαν περιφρονήσει σε προηγούμενες λεηλασίες και τα οποία δεν ήταν δυνατόν να χτιστούν στους πύργους χωρίς κάποια στοιχειώδη επεξεργασία στις όψεις. Πάντως το λιθωρυχείο δεν είχε ακόμη εξαντληθεί ή λησμονηθεί ούτε τα ερείπια ήταν θαμμένα βαθιά στη γη. Αν η συλλογιστική αυτή είναι σωστή, τότε οι πύργοι είναι μεταγενέστεροι των πύργων της προηγούμενης ομάδας, επομένως είναι πιθανό ότι χρονολογούνται στον 8ο ή στον 9ο αιώνα. Ειδικά για τον πύργο Π9 ο Α. Γουρίδης755 σκέφτηκε χρονολόγηση στην περίοδο της βασιλείας του Λέοντος του Ε΄ του Αρμενίου (813–820), για τον οποίο ο Συνεχιστής του Θεοφάνους παραδίδει ότι ἀνήγειρεν διάφορες πόλεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, αλλά υποστήριξε επίσης και την πιθανότητα το μονόγραμμα της επιγραφής του πύργου να ανήκει στον Μιχαήλ Ταρχανειώτη Παλαιολόγο, ανώτατο αξιωματούχο των δύο πρώτων Παλαιολόγων756. Η πρώτη άποψη δεν αποκλείεται καθόλου, εξ άλλου συμπίπτει με την προτεινόμενη εδώ χρονολόγηση. Η δεύτερη δεν είναι δυνατόν να τεθεί σε συζήτηση: η τοιχοδομία του πύργου δεν εμφανίζει την παραμικρή σχέση με τις τοιχοδομίες της υστεροβυζαντινής περιόδου. 10ΟΣ – 11ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Οι πύργοι Π23 και Π24 είναι κτισμένοι με το ίδιο σύστημα: ογκώδεις, μεγάλοι και μεσαίοι λίθοι σε οριζόντιες, κανονικές στρώσεις· οι περισσότεροι αρκετά καλά δουλεμένοι με επίπεδες τις ορατές επιφάνειες· με εξαίρεση το συλλεκτό από το ύψωμα, χοντροδουλεμένο, λίθινο υλικό, οι υπόλοιποι λίθοι προέρχονται από αρχαία ερείπια· τέσσερις ζώνες (ντουζένια) με τέσσερις σειρές πλίνθων εκάστη· μία ή δύο ακέραιες πλίνθοι σε κατακόρυφους αρμούς κατά τόπους· κομμάτια πλίνθων ή πλινθία σε λιγοστούς οριζόντιους αρμούς κατά αραιά διαστήματα· λίθινη μούφα εντοιχισμένη στην αριστερή γωνία στην τέταρτη ζώνη λιθοδομής· ψηλά, στο κέντρο της κύριας Γουρίδης, Μονογράμματα, σ. 716. Συνεχιστής Θεοφάνους, σ. 30.11: καὶ πόλεις πολλαχοῦ τῶν κατὰ Θράκην καὶ Μακεδονίαν δι’ ἑαυτοῦ ἐκ βάθρων ἀνεγείρων. 755 756


[242]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πλευράς διακοσμητικό στοιχείο (στον πύργο Π24 πλίνθινο σχηματοποιημένο δέντρο, στον πύργο Π25 αρχαίο μαρμάρινο μέλος) κάτω από ημικυκλικό τόξο με λίθινους θολίτες (το τόξο του πύργου Π23 περιβάλλεται από οδοντωτή ταινία). Η τοιχοποιία διαφέρει από τη φερόμενη ως ιουστινιάνεια, από τις κατασκευές 7ου–8ου και 8ου–9ου αιώνα και επίσης από τις τοιχοποιίες των πύργων οι οποίοι στη συνέχεια θεωρούνται έργα της περιόδου των Κομνηνών ή των Λασκαριδών. Τα spolia με περιορισμένη χρήση και σε επιλεγμένες θέσεις, οδηγούν σε περίοδο μετά το τέλος της αρχαιότητας. Πάντως δεν αποτελούν το μοναδικό οικοδομικό υλικό, επομένως η εποχή της ανοικοδόμησης δεν είναι πολύ κοντά στην ερείπωση των κτιρίων από τα οποία προέρχονται. Οι πλίνθινες ζώνες δείχνουν περίοδο μετά τον 9ο αιώνα. Δεν μπόρεσα ποτέ να πραγματοποιήσω αυτοψία στους δύο πύργους, ώστε να διαπιστώσω αν τα ντουζένια βρίσκονται μόνον στις όψεις ή εισχωρούν σε όλο το πάχος της τοιχοποιίας. Το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοδομίας χρονολογεί την οχύρωση μετά περίπου τα τέλη του 10ου ή τις αρχές του 11ου αιώνα μέχρι το τέλος της μεσοβυζαντινής περιόδου, αλλά και κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Τα ανωτέρω δεδομένα επιτρέπουν να χρονολογήσω τους δύο πύργους στον 10ο ή στον 11ο αιώνα, πάντως με μεγάλη επιφύλαξη. Στη χρονολόγηση αυτή ιδιαίτερο πρόβλημα συνιστούν τα δύο λιθόκτιστα τόξα, σπάνια στη μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική της πρωτεύουσας και της περιφέρειάς της757 και γνωστά στη ναοδομία του 14ου αιώνα στο Διδυμότειχο758. Μου φαίνεται, όμως, σχεδόν αδύνατο μια υστεροβυζαντινή χρονολόγηση των τόξων να παρασύρει τη χρονολόγηση ολόκληρων των πύργων. Επομένως τα τόξα είναι σύγχρονα με τους πύργους, άρα μεσοβυζαντινά, ή είναι μεταγενέστερη επέμβαση, άρα υστεροβυζαντινά. ΚΟΜΝΗΝΕΙΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ Ο πύργος Π15 σώζει επιγραφή που αναφέρει κάποιον Κομνηνό. Η επιγραφή χρονολογήθηκε από τους Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζή στον 11ο–12ο αιώνα759. Είναι κτισμένος με λίθους κυρίως μεσαίου μεγέθους και λιγότερο μικρούς. Οι τελευταίοι χρησιμοποιήθηκαν για να εξομαλύνουν τις στρώσεις. Στην κύρια πλευρά, κυρίως στις χαμηλές και στις μεσαίες στρώσεις οι λίθοι είναι καλά δουλεμένοι: δεν αποκλείεται να προέρχονται από την ιουστινιάνεια τοιχοποιία και να χρησιμοποιήθηκαν εδώ σε δεύτερη φάση. Συχνά στις οριζόντιες στρώσεις τοποθετούνται μονές οριζόντιες σειρές από κομμάτια πλίνθων και πλινθία, οι οποίες μερικές φορές φθάνουν μέχρι τα 2μ σε μήκος. Στους κατακόρυφους αρμούς υπάρχουν Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 19, σ. 265–266. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 118. Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 19, σ. 265–266. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 118. 759 Αsdracha – Bakirtzis, Inscriptions, αρ. 19, σ. 265–266. Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 118. 757 758


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[243]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άλλοτε κατακόρυφα ή λοξά κομμάτια πλίνθων και άλλοτε δύο – τέσσερα επάλληλα πλινθία. Το σύνολο δεν δίνει την εικόνα ούτε της πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας (όπως αυτή εμφανίζεται στους πύργους Π16, Π23 και Π24) ούτε της τοιχοποιίας με επάλληλα πλινθία στους κατακόρυφους αρμούς (όπως αυτή εμφανίζεται στους πύργους του Ταρχανειώτη) και αυτό οφείλεται στην ποιότητα του λίθινου υλικού, το οποίο σε γενικές γραμμές είναι καλοδουλεμένο. Το πλίνθινο υλικό φαίνεται να διαφοροποιείται από το αντίστοιχο στους πύργους του Ταρχανειώτη: εδώ υπάρχουν μεγαλύτερα κομμάτια πλίνθων, ενώ στους τελευταίους το πλίνθινο υλικό είναι κυρίως πλινθία, που δίνουν την εικόνα τελείως κομματιασμένου υλικού. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η τοιχοποιία αυτή μπορεί να είναι σύγχρονη με τους πύργους του Ταρχανειώτη. Κατ’ αρχάς δεν μπορώ να το αποκλείσω κατηγορηματικά, ωστόσο διαπιστώνω ότι η συνολική εικόνα είναι διαφορετική. Αποφασιστικό ρόλο θα είχε εν προκειμένω η επιγραφή, αν ήταν απολύτως βέβαιο ότι βρίσκεται στην αρχική της θέση και δεν τοποθετήθηκε εκεί σε β΄ χρήση. Αλλά ούτε για αυτό υπάρχει βεβαιότητα. Το γεγονός ότι βρισκόταν ανάμεσα σε δύο άλλους ενεπίγραφους λίθους, σήμερα χαμένους, ενισχύει την υπόθεση ότι βρίσκεται στην αρχική της θέση: εύκολα υποθέτει κάποιος ότι μια επιγραφή τοποθετήθηκε στον πύργο για να τον διακοσμήσει, αλλά δυσκολότερα δέχεται ότι τρία κομμάτια της ίδιας επιγραφής μεταφέρθηκαν ταυτοχρόνως για να διακοσμήσουν την απόληξη ενός πύργου. Κατά τα ανωτέρω ο πύργος πιθανώς είναι έργο του Βασιλείου Κομνηνού και χρονολογείται στην Κομνήνεια περίοδο και μάλλον στον 12ο αιώνα. Οι πύργοι Π14 και Π15 παρουσιάζουν τις ίδιες διαφορές με όλες τις άλλες τοιχοποιίες της οχύρωσης. Εμφανίζουν, όμως, μεταξύ τους διαφορές: ο πύργος Π14 είναι κτισμένος κυρίως με μεγάλους λίθους από παλαιότερες φάσεις της οχύρωσης, σε στρώσεις ανισοϋψείς, με ακανόνιστες, άνισου μήκους σειρές πλινθίων, με επάλληλα πλινθία στους κατακόρυφους αρμούς. Αντίθετα ο πύργος Π15 είναι κτισμένος κυρίως με συλλεκτό λίθινο υλικό, με στοιχειώδη επεξεργασία, σε κανονικότερες στρώσεις – αλλά πάντως όχι απολύτως ισοϋψείς–. Τοποθετώ χρονολογικά τον πύργο στον 12ο αιώνα, αλλά αναγνωρίζω ότι τα επιχειρήματα δεν είναι ιδιαίτερα πειστικά. Από αυτά το ισχυρότερο είναι η διαπίστωση ότι η τοιχοποιία του πύργου δεν δύναται να προσγραφεί σε καμμία άλλη φάση της οχύρωσης.


[244]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΛΑΣΚΑΡΙΔΩΝ Η χρονολόγηση του πύργου Π16 είναι από τα δυσεπίλυτα προβλήματα της οχύρωσης760. Αντιμετωπίστηκε σε πρόσφατο δημοσίευμα του γράφοντος, το οποίο αναπαράγεται εδώ με μικρές αλλαγές ή προσθήκες761. Κατ’ αρχάς επισημαίνεται ότι η ποτάμια οχύρωση είναι παντελώς ανεξάρτητη από την χερσαία, εμφανίζει δηλαδή αμυντική αυτοτέλεια από την οχύρωση του βραχώδους υψώματος του κάστρου: η μία δεν προϋποθέτει την άλλη, δεν συνάπτονται και ανοικοδομήθηκαν αυτόνομα. Ολόκληρη η ποτάμια οχύρωση εκπροσωπεί ενιαία αμυντική και οχυρωματική αντίληψη, η οποία μάλιστα βρίσκεται σε αρμονία με την οργάνωση και τις λειτουργίες της βυζαντινής πόλης κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο και κατασκευαστικά είναι εννιαίο έργο, το οποίο δεν δύναται να σχετισθεί άμεσα με κάποιες από τις φάσεις των χερσαίων τειχών. Επί πλέον, από όσο οι πίνακες του 1830762 επιτρέπουν να κρίνει κανείς, τα τμήματά της εμφανίζουν κοινή οικοδομική τεχνική. Αυτό βεβαίως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να πραγματοποιήθηκαν ορισμένες επισκευαστικές εργασίες σε κάποια τμήματα της παραποτάμιας οχύρωσης, ωστόσο τι συνέβαινε στην πραγματικότητα είναι αδύνατον πλέον να ελεγχθεί. Κατά συνέπεια εδώ χρονολογείται ο Π16 με βάση τα πραγματικά δεδομένα και ταυτοχρόνως η χρονολόγησή του συνεξετάζεται και εντάσσεται στο σύνολο των δεδομένων για την παραποτάμια οχύρωση. Το πλινθοπερίκλειστο σύστημα εφαρμόζεται κατά τόπους και στην αμελή του μορφή, πράγμα που τοποθετεί χρονολογικά τον πύργο γενικώς στη μέση ή ύστερη βυζαντινή περίοδο. Όπως ήδη σημειώθηκε σε διάφορα σημεία της εργασίας αυτής, τα πλίνθινα ντουζένια είναι γνωστά στη φρουριακή αρχιτεκτονική των περιόδων από τον 3ο μέχρι τον 6ο αιώνα763 και εμφανίζονται ξανά από τον 9ο μέχρι τον 14ο αιώνα764, αλλά στη δεύτερη περίοδο είχαν πλέον πρωτίστως διακοσμητικό χαρακτήρα και βρίσκονταν μόνον στην

Το κείμενο που αφορά στη χρονολόγηση του Π16 και της ποτάμιας οχύρωσης προέρχεται από την εργασία Οχυρωματικά έργα επί ανανεωσίμων πηγών, σ. 293–339 με ελάχιστες αλλαγές ή προσθήκες. 761 Τσουρής, Οχυρωματικά επί ανανεωσίμων πηγών, σ. 313–321 . 762 Sayger C. – Desarnod A., Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’ empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris 1830, πίν. 27. 763 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 18, 26–27, 161–162. A. W. Lawrence, A skeletal history of Byzantine fortification, BSA 78 (1983), σ. 181, 192. Barnes – Whittow, Mastaura, σ. 125–126. Τσουρής, Καβάλα, σ. 420–421. Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο, σ. 47. Τσουρής, Δράμα, σ. 115–116. 764 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 144–145. 760


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[245]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εξωτερική όψη του τείχους765. Eδώ εμφανίζονται μόνον στην όψη του πύργου, χαρακτηριστικό το οποίο περιορίζει αυτομάτως τη χρονολόγηση στη δεύτερη. Ζώνες στις όψεις οχυρώσεων μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου εντοπίζονται σε πύργο της ακρόπολης της Χριστούπολης (Καβάλα), σε πύργο του φρουρίου της Πετροπηγής, σε πύργο της Μονής της Βήρας, στον ακρόπυργο του Πυθίου, στον πύργο της Απολλωνίας, στην οχύρωση της Ανακτορόπολης, στην οχύρωση της Χρυσόπολης, και τον πύργο της ακρόπολης του Γυναικόκαστρου766. Ζώνες με πέντε ή περισσότερες σειρές πλίνθων εντοπίζονται σε πύργους της Κιουτάχειας, που κτίστηκαν κατά τον 12ο αιώνα [βασιλείες Ιωάννου του Β΄ του Κομνηνού (1118–1142) ή του Μανουήλ του Α΄ του Κομνηνού (1142–1180)]767. Στη Μικρά Ασία εφαρμόστηκαν μονές και πολλαπλές σειρές πλίνθων στις οχυρώσεις του Ιερού –ζώνες με τέσσερις έως επτά σειρές πλίνθων– και των Μαλαγίνων –ζώνες με τρεις έως πέντε σειρές πλίνθων–, έργα και τα δύο πιθανότατα του Μανουήλ του Α΄768. Μονές, διπλές ή τριπλές σειρές πλίνθων εφαρμόστηκαν σε οχυρώσεις της Λυδίας (Τρίπολη, Μαγνησία, Ασάρ) και της Σμύρνης, οι οποίες θεωρούνται έργα του 13ου αιώνος, μάλλον των Λασκαριδών769. Στην Κωνσταντινούπολη οι ζώνες με πολλαπλές σειρές πλίνθων είναι συνήθεις σχεδόν σε όλες τις περιόδους. Οι εποχές διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση άλλα, εξ ίσου ισχυρά, χαρακτηριστικά της τοιχοποιίας (οικοδομικά υλικά σε δεύτερη χρήση, λιθοδομή, πλινθοπερίκλειστο, πλινθία στους αρμούς, κρυμμένη πλίνθος στα ντουζένια και στη θολοδομία). Πέραν τούτων, όμως, θεωρώ ότι η οχύρωση της Βασιλευούσης πόλεως παρέμενε πάντοτε έργο απλησίαστο για τις δυνατότητες της βυζαντινής περιφέρειας: στην καλύτερη περίπτωση οι οχυρώσεις των επαρχιών μπορούσαν να ακολουθούν ορισμένα μόνον από τα χαρακτηριστικά των τεχνικών, των μορφών και των τύπων της φρουριακής αρχιτεκτονικής της πρωτεύουσας, αλλά έργα παρόμοιας ολκής δεν ανηγέρθησαν στις επαρχίες, παρά μόνον σε μεμονωμένες και εξαιρετικές περιπτώσεις. Από την άποψη αυτή συγκρίσεις με την οχύρωση της πρωτεύουσας έχουν μόνον ενδεικτική και όχι καθοριστική σημασία. Με τις επιφυλάξεις που επιβάλλουν οι ανωτέρω παρατηρήσεις σημειώνω ότι στους πύργους των Βλαχερνών, του Μανουήλ του Α΄ του Κομνηνού (1142–1180), υπάρχουν ζώνες με πολλαπλές σειρές πλίνθων770. Barnes – Whittow, Mastaura, σ. 125–126. Τσουρής, Καβάλα, σ. 432, 445. Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο, σ. 47–48. 766 Τσουρής, Καβάλα, σ. 445, 448. Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο, σ. 47–48. 767 Foss, Kütahya, σ. 83–84, εικ. 26, 58, 59. 768 Foss – Winfield, Fortifications, σ. 148. 769 Foss, Lydia, σ. 301, 316–318, εικ. 2–4, 14, 18, 27–30. 770 Meyer-Plath – Schneider, Landmauer, πίν. 50–55. 765


[246]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

H τεχνική της κρυμμένης πλίνθου771 εισήχθη στη βυζαντινή (εκκλησιαστική και κοσμική) αρχιτεκτονική από τα τέλη του 10ου αιώνα και μετά772 και εφαρμόστηκε μέχρι τον 14ο. Στη μέση βυζαντινή περίοδο συναντάται στην κανονική της μορφή, με φαρδείς αρμούς, στο εξωτερικό και στο εσωτερικό των μνημείων, στην τοιχοποιία (ζώνες τριών ή περισσοτέρων σειρών πλίνθων), στην τοξοδομία και στη θολοδομία. Παράλληλα, κατά την ίδια περίοδο εμφανίστηκε στη φρουριακή αρχιτεκτονική μία αμελής μορφή: στους αρμούς –που δεν είναι ιδιαίτερα φαρδείς– εισάγονται πλίνθινα μόλια (βύσματα), που είναι κομμάτια κεραμιδιών και πλινθία773. Η αμελής μορφή δεν είναι ευρέως διαδεδομένη. Στην ύστερη περίοδο τα συνεργεία εξακολούθησαν να εφαρμόζουν την κανονική μορφή σε τοιχοποιίες (ντουζένια, συνήθως μικρού ύψους774) με αρμούς όχι ιδιαίτερα φαρδείς, σε ανοίγματα και υποχωρημένες επιφάνειες (τόξα και σταθμούς)775, αλλά όχι στην τοξοδομία και τη θολοδομία του εσωτερικού776. Κυρίως όμως εφάρμοσαν την αμελή μορφή (brick filled mortar joints)777, η οποία υποκατέστησε εν πολλοίς την κανονική μορφή στην εκκλησιαστική και φρουριακή αρχιτεκτονική, στα ντουζένια, τα τόξα και τους θόλους778. Όσον αφορά, επομένως, στο Πεντάζωνο, η εφαρμογή της αμελούς μορφής δείχνει περισσότερο χρονολόγηση στην υστεροβυζαντινή περίοδο παρά στη μεσοβυζαντινή, χωρίς πάντως να αποκλείει την τελευταία κατηγορηματικά. Η συνύπαρξη των δύο μορφών, επίσης, κατευθύνει τη χρονολογική τοποθέτηση στην P. Vocotopoulos, The Concealed Course Technique: Further Examples and a few Remarks, JÖB 28 (1979) σ. 247–260. Βuchwald, Laskarid Architecture, σ. 271–272. P. Vocotopoulos, The Role of Constantinopolitan Architecture during the Middle and Late Byzantine Period, JÖB 31/2 (1981) σ. 556– 557. Γ. Βελένης, Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 67–96, 299. Ousterhout, Observations, σ. 163–170. 772 Βελένης, ό, π., σ. 299. Π. Βοκοτόπουλος, Η βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στην Χερσόνησο του Αίμου τον 10ο αιώνα, στο: Β΄ Διεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση: Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος και η εποχή του, Δελφοί, 22–26 Ιουλίου 1987, Αθήνα 1989, σ. 216. Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του καθολικού, στο: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου. Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, τ. 1, Άγιον Όρος 1996, σ. 176. 773 Πύργος της Μονής Κοσμοσωτείρας (1152)· Τσουρής – Μπρίκας, Έβρος, σ. 187. 774 Υπάρχουν σπάνιες εξαιρέσεις, όπως ο Άγιος Ιωάννης Χαλκιού Χίου με περισσότερες στρώσεις. 775 Τσουρής, Πυλί, σ. 367. 776 Το μοναδικό, αναφερόμενο στη βιβλιογραφία, υστεροβυζαντινό παράδειγμα θολοδομίας με την τεχνική στην αμελή της μορφή εντοπίζεται στον μεγάλο πύργο του Πυθίου· Τσουρής, Πυλί, σ. 367· Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο, σ. 48. 777 Βuchwald, Laskarid Architecture, σ. 271–272· Ousterhout, Observations, σ. 163–170. 778 Πύργος Μονής Παντοκράτορος Άθωνος: P. Vocotopoulos, The Role of Constantinopolitan Architecture during the Middle and Late Byzantine Period, JÖB 31/2 (1981), σ. 557, εικ. 8· Πύθιο, ακρόπυργος: Τσουρής – Μπρίκας, Πύθιο, σ. 48. 771


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[247]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

υστεροβυζαντινή περίοδο. Η απουσία της τεχνικής από την τοξοδομία και τη θολοδομία, τέλος, οδηγεί και πάλι στην υστεροβυζαντινή περίοδο. To μεικτό τόξο της πύλης, γνωστό στη Μικρά Ασία779, στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου780 και την Κρήτη781 ήδη από τη μεσοβυζαντινή περίοδο, εξαιρετικά σπάνιο στη ναοδομία των ευρωπαϊκών επαρχιών κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο782, αρχίζει να γίνεται σύνηθες στις τελευταίες κατά το β΄ μισό του 12ου αιώνα783 και εφαρμόζεται πλέον συστηματικά στην παλαιολόγεια αρχιτεκτονική784. Επομένως με κριτήριο το μεικτό τόξο είναι επιτρεπτή χρονολόγηση στο β΄ μισό του 12ου αιώνος, στην περίοδο των Λασκαριδών ή στην παλαιολόγεια περίοδο. Αν συγκρίνουμε την τοιχοποιία του Πενταζώνου με τις τοιχοποιίες του φρουρίου του Πυθίου, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά (οικοδομικά υλικά σε πρώτη χρήση, χαλαρό πλινθοπερίκλειστο, ζώνες πλίνθων, κρυμμένη πλίνθος, αμιγείς πλινθοδομές σε τόξα και θόλους) και διαφορές (διαφορετικής ποιότητος οικοδομικές τεχνικές –υψηλές στο Πύθιο, συνήθεις στο Πεντάζωνο–, θολοδομία με κρυμμένη πλίνθο –Πύθιο– και κοινή –Πεντάζωνο–, αριθμός σειρών πλίνθων –τρεις ορατές (πέντε συνολικά) στο Πύθιο, πέντε ορατές (δέκα συνολικά) κατά τόπους ή δέκα ορατές κατά τόπους στο Πεντάζωνο–). Όλα αυτά δεν οφείλονται κατ’ ανάγκην σε χρονική Άγιος Γεώργιος (Karagedik Kilise) στην κοιλάδα Περιστρέμματος Καππαδοκίας: Π. Ανδρούδης, Ο μεσοβυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου (Karagedik Kilise) στην κοιλάδα του Περιστρέμματος (Belişırma) της Καππαδοκίας, Βυζαντινά 28 (2008) σ. 165, εικ. 12, 13· Çanli Kilise εις Akhisar Καππαδοκίας: Μ. Κάππας, Η εφαρμογή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου στη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Το παράδειγμα του απλού τετρακιόνιου / τετράστυλου [Διδ. διατριβή], τ. 2, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 27· Λάτμος, εκκλησία αρ. 8 (Kaiwe Asar Adası): Βuchwald, Laskarid Architecture, εικ. 10, σ. 26, 27. 780 Νέα Μονή Χίου: Σ. Βογιατζής, Νεώτερα στοιχεία για την οικοδομική ιστορία του Καθολικού της Νέας Μονής Χίου, ΔΧΑΕ, περ. 4, τ. 14 (1987-1988) σ. 169. Α. Χριστοφίδου – Α. Παπανικολάου, Συμβολή στην οικοδομική ιστορία του καθολικού της Νέας Μονής Χίου. Νεότερα στοιχεία, ΔΧΑΕ περ. 4, τ. 28 (2007) σ. 48, εικ. 7. 781 Προχείρως βλ: Άγιος Δημήτριος Αγίου Δημητρίου, Άι – Κυρ – Γιάννης Αλικιανού, Άγιος Ιωάννης Ρουκανίου, Άγιος Γεώργιος Καλαμά, καθεδρικός ναός Μυλοποτάμου και Άγιος Μύρων Αγίου Μύρωνος: Ε. Θεοχαροπούλου, Συμβολή στη μελέτη των σταυροειδών εγγεγραμμέναν ναών της Κρήτης από τον 10ο μέχρι τον 13ο αιώνα [Διδ. διατριβή], Αθήνα 2000, σ. 174· Άγιος Δημήτριος Αγίου Δημητρίου Ρεθύμνου: Μ. Κάππας, Η εφαρμογή του σταυροειδούς, 126, εικ. 1· Άι Κυρ Γιάννης (Ζωοδόχος Πηγή) Αλικιανού Κυδωνίας: αυτόθι, σ. 135, εικ.1, 4, 5, 7. 782 Π. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Θεσσαλονίκη 21992, σ. 161 υποσημ. 2, σ. 188. Θεοχαροπουλου, Συμβολή, σ. 174. 783 Παναγία στο κάστρο της Πετριτζού: C. Mango, Byzantine Architecture, New York 1976, πίν. 331. 784 Α. Πασαδαίος, Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των βυζαντινών κτηρίων της Κωνσταντινουπόλεως, εν Αθήναις 1973, πίν. 34–38. 779


[248]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απόσταση, είναι εξ ίσου δυνατόν να οφείλονται σε διαφορετικά συνεργεία ή/και σε διαφορετική χρηματοδότηση. Κατά τη γνώμη μου μόνον ο αριθμός των σειρών πλίνθων στα πλίνθινα ντουζένια δείχνει χρονολογική απόσταση: οι δέκα σειρές (Πεντάζωνο) φαίνονται παλαιότερο γνώρισμα από τις τρεις (Πύθιο). Η προφανής διαφορά της τοιχοποιίας από αυτήν των πύργων του Ταρχανειώτη (τέλη 13ου–αρχές 14ου αιώνα ή μέσα 14ου αιώνα)785, στην οχύρωση του λόφου του Διδυμοτείχου, δείχνει πως οι δύο τεχνικές ή απέχουν χρονικά μεταξύ τους ή οφείλονται σε οικοδομικά συνεργεία που τα χωρίζει μεγάλη απόσταση όσον αφορά στην ποιότητα των οικοδομικών τεχνικών ή ότι τα οικονομικά μέσα που διέθεταν οι κτίτορες ανήκαν σε τάξεις μεγέθους τελείως διαφορετικές. Συνοψίζοντας τις διαφορές σημειώνω ότι διαφέρουν τα μεγέθη, η επεξεργασία, η διάταξη και η προέλευση των λίθων και η ποσότητα, η ποιότητα, τα μεγέθη, η επεξεργασία, η διάταξη και η προέλευση των πλίνθων. Μάλλον λοιπόν έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές περιόδους, με διαφορετικά συνεργεία, με διαφορετικές χρηματοδοτήσεις ή με όλα μαζί. Οπωσδήποτε, συγκρίνοντας την ποτάμια οχύρωση με τις μεσοβυζαντινές και υστεροβυζαντινές επεμβάσεις στο Διδυμότειχο, πρέπει να επισημάνω ότι ο πύργος Π16 οφείλεται σε χρηματοδότη και συνεργείο που τοποθετούνται πολύ ψηλά: η εντολή, οι δυνατότητες και τα υπέρπυρα προέρχονται από τον ίδιο τον αυτοκράτορα ή κάποιον ανώτατο αξιωματούχο του αμέσου αυτοκρατορικού περιβάλλοντος. Από την άποψη αυτή ο πύργος Π16 είναι παλαιότερος από τους πύργους του Ταρχανειώτη. Με την πάροδο του χρόνου και τον συνεχή εξευτελισμό του κράτους οι δυνατότητες και τα υπέρπυρα λιγόστευαν δραματικά. Ο Ανδρόνικος ο Γ΄ ο Παλαιολόγος (1327 μονοκράτωρ–1341) και ο Ιωάννης ο Ϛ΄ ο Καντακουζηνός (1347–1354) θα μπορούσαν να έχουν αναλάβει την ποτάμια οχύρωση, αλλά όπως θα υποστηριχθεί στη συνέχεια η ποτάμια οχύρωση είναι έργο των χρόνων γύρω στο 1300, επομένως δεν είναι δυνατό να αποδοθεί στους δύο αυτούς αυτοκράτορες, οι οποίοι διέμεναν στην πόλη με τις οικογένειές τους και την χρησιμοποιούσαν ως βάση επιχειρήσεων786. Συνοψίζοντας τις χρονολογικές ενδείξεις, διαπιστώνω ότι ορισμένες από αυτές δείχνουν ότι το Πεντάζωνο κτίστηκε κατά την περίοδο ανάμεσα στον 11ο και τον 13ο αιώνα, αλλά ορισμένα δεδομένα επιτρέπουν να αποκλειστεί ο 11ος αιώνας. Επομένως είναι δυνατόν να είναι ο πύργος έργο της περιόδου των Κομνηνών, των Λασκαριδών ή ίσως και των Παλαιολόγων –πάντως πριν από το 1300 περίπου–. Τα δεδομένα που Τσουρής, Καβάλα, σ. 439. Στα ζητήματα που εξετάζονται στη συνέχεια επανέρχομαι σχεδόν κατ’ ανάγκην άλλες δύο φορές με διαφορετική έμφαση κατά περίπτωση. 785 786


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[249]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σώζει ο πύργος δεν επιτρέπουν, κατά τη γνώμη μου, να αποφασίσει κανείς ποιο από τα ανωτέρω ενδεχόμενα συμβαίνει. Στην περαιτέρω διερεύνηση του προβλήματος συμβάλλουν με κάποιο τρόπο οι ιστορικές πηγές και η τοπογραφία της πόλης. Σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη ο βούλγαρος τσάρος Ιωάννης (1197–1207) πολιόρκησε το Διδυμότειχο το 1206, αλλά γνωρίζοντας πως οι κάτοικοι κατέβαιναν από το ύψωμα στο ποτάμι χρησιμοποιώντας καθόδους, άγνωστες στους πολλούς, και υδρεύονταν ακινδύνως και επαρκώς, αποφάσισε να εκτρέψει το ρεύμα787: περὶ τοίνυν τὸ Διδυμότειχον καταστρατοπεδευσάμενος καὶ τὸ χωρίον ὁρῶν ὑπερδέξιον χαλεπόν τε καὶ ἄπορον αἱρεθῆναι μεταφέρειν τὸν ποταμὸν Εὗρον ἐπεβάλετο, περικλώμενον τῷ φρουρίῳ καὶ διὰ καθόδων τοῖς πολλοῖς ἀγνώστων τοὺς ἔνδον ποτίζοντα. καὶ μηχανὰς περιστήσας τὸ τεῖχος ἔτυπτεν, ἐν οἷσπερ εἴκαζε μὴ πάμπαν εἶναι τοῖς προσβάλλουσιν ἀκατάσειστον, οὔτε μὴν προεκλύοιντο τὰ διαφιέμενα τῶν λίθων βάρη τῷ διαστήματι. Ο Χωνιάτης αναφέρεται σε ασφαλή άντληση νερού διά μυστικών καθόδων. Κατά τη γνώμη μου επρόκειτο για αφανείς, μη ορατές, άρα υπόγειες, καθόδους. Επίσης δεν αναφέρεται σε οχύρωση που επέτρεπε την αβλαβή προσέγγιση του υδάτινου ρεύματος. Ο ιστορικός κατά πάσαν πιθανότητα γνώριζε τον τόπο και, στην αντίθετη περίπτωση, αν δεν είχε ο ίδιος άμεση αντίληψη, υποθέτω ότι ήταν δυνατόν να διαθέτει πληροφορίες από ανθρώπους ή πηγές που είχαν άμεση αντίληψη: είχε διατελέσει το 1189 δοὺξ και ἀπογραφεὺς της Φιλιππουπόλεως788, δηλαδή διοικητής του θέματος Φιλιππουπόλεως. Την ίδια εποχή το Διδυμότειχο ανήκε στο γειτονικό θέμα Αδριανουπόλεως και Διδυμοτείχου789. Συνεπώς φαίνεται μάλλον δύσκολο ο Χωνιάτης να συνέχεε σήραγγες με οχύρωση. Ωστόσο δεν μπορώ να το αποκλείσω κατηγορηματικά. Στη συνέχεια διηγείται ότι ο Ιωάννης έστησε πολιορκητικές μηχανές (πετροβόλα μηχανήματα) και χτυπούσε το τείχος. Το ερώτημα είναι αν το προσβαλλόμενο τείχος ήταν το ποτάμιο ή το τείχος του υψώματος. Αν πρόκειται για το ποτάμιο τείχος, ο πολιορκητής αφού έσπαζε την άμυνα δίπλα στο ποτάμι, στη συνέχεια έπρεπε να υπερκεράσει τη δεύτερη γραμμή άμυνας, την οποία αποτελούσε αφ’ ενός μεν το απροσπέλαστο ύψωμα δίπλα στην παραποτάμια περιοχή αφ’ ετέρου δε τα τείχη του υψώματος. Μου φαίνεται λοιπόν απίθανο ο ιστορικός να αναφέρεται σε προσβολή ποτάμιου τείχους. Αντιθέτως νομίζω ότι αναφέρεται στο τείχος του υψώματος, που εμφάνιζε πολύ πιο εκτεταμένη επιφάνεια προσβολής. Αν οι εκτιμήσεις αυτές είναι σωστές, τότε το Διδυμότειχο μάλλον δεν διέθετε ποτάμια οχύρωση το 1206.

Χωνιάτης, σ. 632.22–24. Η. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, τ. Β΄, Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση, Αθήνα 1992, σ. 266. Κυριαζόπουλος, Θράκη, σ. 234–240. 789 Κυριαζόπουλος, ό. π., σ. 231–234. 787 788


[250]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι ανωτέρω συλλογισμοί είναι δυνατόν να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο: σκέφτομαι δηλαδή ότι η κατάληψη και καταστροφή της πόλης από τον τσάρο Ιωάννη κατά πάσαν πιθανότητα επέφερε και κάποιες καταστροφές στην οχύρωση και έτσι κατέστη απαραίτητη η επέμβαση του 1300 περίπου ή του 1352. Η τελευταία αυτή επέμβαση, όπως ήδη επισημάνθηκε, είναι απολύτως διακριτή από την ποτάμια οχύρωση. Πέραν τούτου, όμως, αναρωτιέμαι επίσης γιατί η ποτάμια οχύρωση έμεινε ανέγγιχτη από την επίθεση του 1206, εάν βεβαίως υπήρχε κατά το έτος αυτό: η κατάσταση διατήρησής κατά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο, όπως φαίνεται στις σχετικές λιθογραφίες (παριστάνονται τρεις πύργοι, σωζόμενοι σχεδόν σε όλο το ύψος τους), και η παρούσα κατάσταση διατήρησης του Π16, του σημαντικότερου στοιχείου της ποτάμιας οχύρωσης, δείχνουν ότι η οχύρωση της όχθης του Ερυθροποτάμου έφθασε στον 19ο αιώνα χωρίς δραματικές καταστροφές. Επομένως δεν υπήρχε το 1206. Κατά τα ανωτέρω, συμπεραίνω ότι η ποτάμια οχύρωση κατασκευάστηκε μετά το 1206 και πριν από την ανοικοδόμηση της οχύρωσης του Διδυμοτείχου από τον Ταρχανειώτη. Στο διάστημα αυτό συνθήκες, οι οποίες επέτρεπαν και επέβαλαν την οχύρωση του Διδυμοτείχου από τη μεριά του ποταμού, διαμορφώθηκαν, όταν το 1242 η περιοχή του Διδυμοτείχου περιήλθε στην αυτοκρατορία της Νικαίας, την οποία κυβερνούσε ο Ιωάννης ο Γ΄ ο Δούκας Βατάτζης (1222–1254)790. Ο Βατάτζης ἐκ Διδυμοτείχου ἦν ὡρμημένος791. Ίσως στην απόφαση της ανοικοδόμησης της ποτάμιας οχύρωσης ώθησε η ανάμνηση της απόπειρας εκτροπής του Ερυθροποτάμου από τους Βουλγάρους, πριν από περίπου σαράντα χρόνια. Ο αυτοκράτορας αυτός θεωρείται ότι ανέπτυξε αυξημένη οχυρωματική δραστηριότητα στις επαρχίες της Μικράς Ασίας που ανήκαν στην αυτοκρατορία της Νίκαιας των Λασκαριδών792. Συμπερασματικά: η ποτάμια οχύρωση του Διδυμοτείχου κατά πάσαν πιθανότητα είναι έργο του Ιωάννη του Γ΄ του Δούκα Βατάτζη (1222–1254), περίπου των μέσων του 13ου αιώνα. Αναγνωρίζω, πάντως, ότι το συμπέρασμα αυτό δεν εξηγεί, γιατί ο Βατάτζης προτίμησε να κατασκευάσει την ποτάμια οχύρωση και άφησε μισοερειπωμένη τη ΒΑ πλευρά της, που είχε υποστεί βαριά πλήγματα από τον βούλγαρο τσάρο.

Asdracha, Rhodopes, σ. 243. D. Nicol, Από την άλωση ως την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1204-1261), στο: ΙΕΕ, τ. Θ΄, σ. 88–90. 791 Ακροπολίτης, σ. 26.21. 792 Foss, Lydia, σ. 320· στο άρθρο αυτό ο συγγραφέας αναφέρει ότι ο Βατάτζης ανοικοδόμησε οχυρωματικά έργα και στις δυτικές επαρχίες του κράτους του χωρίς, όμως, να αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα. 790


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[251]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ Η συστηματική χρήση επάλληλων πλινθίων ανάμεσα σε μεσαίους λίθους εντοπίζεται σε παλαιολόγειες οχυρώσεις, ενώ η σποραδική εμφάνισή τους ανάμεσα σε μεγάλους ή ογκώδεις λίθους δεν αποκλείει χρονολόγηση στους σκοτεινούς αιώνες ή στη μεσοβυζαντινή περίοδο. Η λιθοδομή με τους αργούς ή χοντροδουλεμένους λίθους και τα επάλληλα πλινθία στους κατακόρυφους αρμούς εντοπίζεται στη ΒΑ πλευρά της οχύρωσης (πύργος Π1– πύλη ΠΛ6). Παντού επενδύει τις προγενέστερες φάσεις ή υψώνεται πάνω τους (πύργοι Π6, Π7, Π9, Π10) Στους πύργους Π1, Π2, Π5, Π7, Π11–Π13 σώζεται το μονόγραμμα του Ταρχανειώτη. Τα μονογράμματα υποδεικνύουν λοιπόν ότι η οχύρωση επισκευάστηκε γύρω στο 1352, όπως δέχτηκαν οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής από τον Κωνσταντίνο Ταρχανειώτη ή μερικές δεκαετίες νωρίτερα από κάποιον άλλο Ταρχανειώτη, όπως έχει επίσης υποστηριχθεί. Δεν συζητώ εδώ καθόλου την περίπτωση να ανήκουν τα μονογράμματα στους αυτοκράτορες Ανδρόνικο τον Γ΄ ή τον Ιωάννη τον Ϛ΄ τον Καντακουζηνό, όπως πρότεινε ο Α. Γουρίδης, για τους ακόλουθους τρεις λόγους. Πρώτον η οχύρωση με τα μονογράμματα είναι ενιαίο έργο, χωρίς κατασκευαστικές ή χρονολογικές φάσεις και χωρίς επισκευές. Η οχυρωματική αντίληψη και η κατασκευαστική τεχνική δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, ότι το έργο σχεδιάστηκε από την ίδια ομάδα στρατιωτικών και τεχνιτών και εκτελέστηκε από το ίδιο συνεργείο σε μικρό μάλλον χρονικό διάστημα. Ο δεύτερος λόγος αφορά στο πρόσωπο του Ταρχανειώτη: δεν πιστεύω ότι βυζαντινός αυτοκράτορας, όσο ξεπεσμένος και να ήταν, θα «υπέγραφε» ένα τόσο σημαντικό –για τα μέτρα της εποχής του– έργο με το όνομα μιας οικογένειας δεύτερης σειράς, όπως οι Ταρχανειώτες, και όχι με το πρωτεύον οκιογενειακό όνομα της βασιλεύουσας δυναστείας. Τρίτον, οι πύργοι του Ταρχανειώτη δεν παρουσιάζουν καμμία σχέση με άλλα σύγχρονα αυτοκρατορικά έργα, όπως ο πύργος του Ιωάννη στην Αδριανούπολη, οι πύργοι του Πυθίου, οι πύργοι του Περιθεωρίου και ο ακρόπυργος του Γυναικόκαστρου. Την ανωτέρω άποψη ενισχύουν απλώς, χωρίς να έχουν αποφασιστικό βάρος, οι ακόλουθες παρατηρήσεις: πρώτον, όλα τα μονογράμματα χαράχθηκαν σε κοινούς λίθους της ίδιας κακής ποιότητας, χωρίς την επεξεργασία που θα άξιζε σε αυτοκρατορικά μονογράμματα, και, δεύτερον, έχουν πάνω – κάτω τις ίδιες διαστάσεις. Στην οχύρωση του Διδυμοτείχου η φάση, η οποία κατ’ εξοχήν εντοπίζεται σήμερα σε εκτεταμένες επιφάνειες της ανατολικής πλευράς, από τον πύργο Π1 μέχρι την πύλη ΠΛ6, είναι αυτή με την αργολιθοδομή και τα επάλληλα πλινθία στους κατακόρυφους αρμούς. Αν εξαιρέσουμε α. τους πύργους Π2–Π4, Π8 και Π14–Π15 και β. τα


[252]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανακατασκευασμένα ή συντηρημένα τμήματα κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια του 20ου αιώνα, σε όλη την άλλη οχύρωση της πλευράς κυριαρχεί αυτή η τοιχοποιία. Όπως ήδη σημειώθηκε είναι νεότερη από όλες τις άλλες τοιχοποιίες, πλην των τουρκικών. Το μεγαλύτερο μέρος της οχύρωσης από τον πύργο Π1 μέχρι την πύλη ΠΛ6 αποτελεί ενιαία κατασκευή (με εξαίρεση τους πύργους Π14 και 15) και έχει κοινά μορφολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά, όπως τόνισα επανειλημμένα παραπάνω: η τοιχοδομία είναι ίδια σε όλο το μήκος των τειχών και στους περισσότερους πύργους· οι πύργοι είναι τετράπλευροι ή εμφανίζουν κάποια καμπυλότητα (όσοι βρίσκονται σε γωνίες του τείχους), ενώ λείπουν οι πεντάπλευρες κατόψεις και οι παραλλαγές τους –όσοι έχουν τέτοια κάτοψη είναι παλαιότερες κατασκευές–· δεν εντοπίζονται αρμοί· δεν εμφανίζονται κατασκευαστικές ή χρονολογικές φάσεις. Προφανείς διαφορές παρουσιάζουν στην τοιχοδομία οι πύργοι Π2–Π4, Π8, Π14 και Π15, οι οποίοι την εποχή της επέμβασης του Ταρχανειώτη βρίσκονταν σε καλή ή πάρα πολύ καλή κατάσταση, ήταν ιδιαιτέρως ισχυροί και δεν υπήρχε λόγος να κατεδαφιστούν και να ξανακτιστούν εκ θεμελίων· το ίδιο συνέβαινε στον πύργο Π2, στον οποίο απαιτούνταν κάποια επέμβαση, αυτή, όμως, πραγματοποιήθηκε χωρίς να θιγούν τα υφιστάμενα τμήματα. Ο μοναδικός ισχυρός πύργος αυτής της πλευράς ήταν ο πύργος Π12, ο οποίος ήταν γωνιακός και προστάτευε μία από τις κύριες πύλες του κάστρου, την πύλη ΠΛ4. Εξ άλλου πρέπει να σημειωθεί ότι οι οχυρώσεις, που θεωρείται ότι ανοικοδομήθηκαν κατά τη βασιλεία του Ανδρονίκου του Γ΄, ως προς την τοιχοδομία τους διακρίνονται σε δύο ομάδες: στη μία (Σιδηρόκαστρο, Περιθεώριον) οι ζώνες πλίνθων απουσίαζαν, ενώ στην άλλη (Γυναικόκαστρο, Χρυσόπολη, Ανακτορόπολη) ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τοιχοποιίας793. Εξ ίσου εντυπωσιακό χαρακτηριστικό ήταν στο Πύθιο του Καντακουζηνού. Το ερώτημα που βγαίνει αμέσως στην επιφάνεια είναι γιατί τα συνεργεία του Ανδρονίκου αναβάθμιζαν περιφερειακές κατασκευές με μια τεχνική, περιωπής πλέον κατά τον 14ο αιώνα, ενώ στην «πρωτεύουσά» του αρκούνταν σε μια τοιχοποιία, η οποία ήταν τρέχουσα, κοινή, φτηνή και μάλλον παρακατιανής ποιότητας. Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι μία: τα τείχη του Διδυμοτείχου δεν είναι έργο του Ανδρονίκου (για τους ίδιους λόγους ούτε του Καντακουζηνού), αλλά του Ταρχανειώτη. Κατά τα ανωτέρω η οχύρωση της ΒΑ πλευράς ανήκει όλη σε μία εποχή (πλην των αναφερθέντων πύργων) και οφείλονται στη δραστηριότητα του Ταρχανειώτη, όποιος και αν είναι αυτός. Τα επάλληλα πλινθία εμφανίζονται περιστασιακά σε τοιχοποιίες από τον 10ο μέχρι τον 12ο αιώνα. Από τον 13ο αιώνα και μετά, ιδίως κατά τον 14ο, η συνήθης τοιχοποιία ήταν 793

Τσουρής, Oργάνωση ακτών, σ. 577–579.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[253]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

με λίθους μεσαίου κυρίως ή μικρού δευτερευόντος μεγέθους με επάλληλα πλινθία στους αρμούς. Το λίθινο υλικό προέρχονταν από περισυλλογή από το φυσικό περιβάλλον (πλαγιές υψωμάτων και όχθες ποταμών) ή από ερείπια. Λατομεία δεν λειτουργούσαν, με απόλυτη εξαίρεση αυτό που προμήθευσε τους λίθους του φρουρίου του Πυθίου. Οι επείγουσες ανάγκες και οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι δεν άφηναν περιθώρια για την επεξεργασία του λίθινου υλικού: τα συνεργεία χρησιμοποιούσαν τους λίθους χωρίς καμμία επεξεργασία ή χοντρολάξευαν μόνον την ορατή πλευρά. Η συνέπεια είναι ότι προέκυπταν ακανόνιστοι αρμοί και το πιο πρόσφορο υλικό για την πλήρωσή τους ήταν τα μικρά κομμάτια πλίνθων ή κεραμιδιών, τα οποία, επίσης, αφθονούσαν στις υστεροβυζαντινές εγκαταστάσεις. Η μορφή αυτή χρησιμοποιούνταν μόνη της ή συνδυαζόταν με κάποιο είδος πλινθοπερίκλειστου (αλλού αμελέστερου αλλού πιο προσεγμένου) και με άλλες μορφές τοιχοποιίας (ζώνες πλίνθων) ή κεραμοπλαστικού διάκοσμου. Εφαρμοζόταν σε μάλλον εκτεταμένες επιφάνειες και η εφαρμογή δεν ήταν περιστασιακή ούτε ήταν προϊόν τυχαίων διεργασιών: ήταν το πιο εύχρηστο και λιγότερο δαπανηρό σύστημα, με άλλα λόγια ήταν ό,τι χρειαζόταν ο 14ος αιώνας. Πρόκειται πρωτίστως για κατασκευαστική ανάγκη και δευτερευόντως για αισθητική επιλογή. Τα επάλληλα πλινθία, ενίοτε σε συνδυασμό με άλλες μορφές (ζώνες πλίνθων, χαλαρό πλινθοπερίκλειστο) εντοπίζονται στις τοιχοδομίες της υστεροβυζαντινής Θράκης εν γένει794, της Αναστασιούπολης, της Πετροπηγής (13ος–14ος αι.)795, της Ανακτορόπολης796, της Χριστούπολης (Καβάλας)797, της Απολλωνίας –κατά τόπους– (περίπου 1333– 1355)798, της Χρυσόπολης799, του πύργου της Μάρως στη Δάφνη Σερρών800, της Ζίχνας, των Σερρών (σερβική κυριαρχία, μέσα 14ου αι.)801, του Σιδηρόκαστρου802, της Χρυσόπολης, του Γυναικόκαστρου803, της Θεσσαλονίκης, στα υστεροβυζαντινά τμήματα της οχύρωσης των Ιωαννίνων (πύργος Θωμά και πύλη ακρόπολης Δημοτικού

Τσουρής, Τοιχοποιίες Θράκης, σ. 6,7,10. Τσουρής, Καβάλα, σ. 445. 796 Τσουρής, Καβάλα, σ. 444–446. Ζήκος, Ανακτορόπολη, φωτ. 9–11. 797 Τσουρής, Καβάλα, σ. 445. 798 Ζήκος, Απολλωνία, εικ. 203. Τσουρής, Καβάλα, σ. 445. 799 Τσουρής, Καβάλα, σ. 445, 447–448. 800 Ζήκος, Εζεβαί, σ. 85, εικ. 4–6, 10. Ο ίδιος, Πύργοι, εικ. 12–14. 801 Δαδάκη, Σέρρες, σ. 181, 185–186, εικ. 16, 18–20. Τσουρής, Καβάλα, σ. 443–445. 802 Τσουρής, Καβάλα, σ. 446. 803 Τούρτα, Γυναικόκαστρο, σ. 111, εικ. 4–5. 794 795


[254]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μουσείου)804. Εντοπίζονται στην οχύρωση των Μογλενών (9ου–11ου αι.), κατά τόπους μάλλον σπάνια805. Στα φρούρια του Πυθίου (περίπου 1330–1340) και της Matochina χρησιμοποιήθηκαν σπανιότατα και σχεδόν τυχαία: δεν υπάρχει κανένα περιθώριο σύγκρισης με τους πύργους του Διδυμοτείχου. Το ίδιο συνέβαινε και με τις οχυρώσεις των Gattilusi στη Μυτιλήνη και τη Σαμοθράκη, στις οποίες το χαρακτήρα στις τοιχοποιίες έδιναν τα αρχαία μέλη. Το αντίθετο συνέβαινε με τον πύργο του Φονιά στη Σαμοθράκη, όπου τα επάλληλα πλινθία κυριαρχούσαν. Εδώ οι συλλεκτοί λίθοι, μεσαίου και μικρού μεγέθους, χωρίς επεξεργασία, δημιουργούσαν συστηματικά αρμούς, για την πλήρωση των οποίων τα επάλληλα πλινθία ήταν το καταλληλότερο υλικό. Το ίδιο σύστημα τοιχοποίας εντοπίζεται επίσης στο μικρό πύργο του φρουρίου της Παλιάπολης, σε περιορισμένη πάντως κλίμακα, όπου βέβαια οι αρμοί ήταν κατάλληλοι. Πριν από την επέμβαση του Ταρχανειώτη η οχύρωση της ΒΑ και ΑΑΝ πλευράς ήταν σε κακή κατάσταση. Αν δεν μεσολάβησε επέμβαση, που διαφεύγει από την αρχαιολογική παρατηρήση, τότε ο Ταρχανειώτης είχε μπροστά του εν πολλοίς ό,τι απέμενε από την ιουστινιάνεια οχύρωση, στην οποία πάντως είχαν πραγματοποιηθεί ορισμένες επισκευές ανάμεσα στο 550 και το 1206, και αυτό επεσκεύασε. Στην πραγματικότητα επένδυσε τα ερείπια με κτιστό μανδύα και ύψωσε μερικούς πύργους στη θέση υπαρχόντων ή επεσκεύασε προϋπάρχοντες. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, κατά τις βουλγαρικές πολιορκίες του 1206 οι πολιορκητές χτύπησαν τα τείχη με πετροβόλα μηχανήματα και προξένησαν σε αυτά καταστροφές. Εν προκειμένω δεν προκύπτει το ακριβές μέγεθος της καταστροφής ούτε η περιοχή της οχύρωσης που κυρίως επλήγη. Αν ερμηνεύσω κατά λέξη τις ειδήσεις του Villehardouin, τότε ο Βούλγαρος τσάρος κατ’ αρχάς γκρέμισε τα τείχη σε τέσσερα σημεία, από όπου και οι πολεμιστές του ανέβηκαν στα τείχη, ενώ στη συνέχεια ισοπέδωσε την οχύρωση. Υποθέτω, για τους λόγους που εκτίθενται ακολούθως, ότι και στις δύο περιπτώσεις οι βολές των μηχανημάτων είχαν στόχο τη ΒΑ πλευρά της οχύρωσης, δηλαδή την περιοχή από τον πύργο Π1 μέχρι την πύλη ΠΛ6: στις άλλες πλευρές της οχύρωσης ήταν πολύ δυσκολότερο έως αδύνατο να ακολουθήσει επίθεση κατά των τειχών λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, επομένως ήταν άσκοπο να προσβληθούν τα τείχη από την πύλη ΠΛ10 μέχρι τον πύργο Π1˙ η μοναδική προσπελάσιμη πλευρά της οχύρωσης ήταν η ΒΑ (πύλη ΠΛ1–πύλη ΠΛ6)˙ το τείχος της ίδιας πλευράς εμφάνιζε τη μεγαλύτερη, την πιο εκτεταμένη επιφάνεια προσβολής, και Τσουρής, Ιωάννινα, σ. 149–150, 146, πίν. 30, 31α αντιστοίχως. Β. Παπαδοπούλου, Ο πύργος του Θωμά στο κάστρο των Ιωαννίνων, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 105, εικ. 1, 3. 805 Ευγενίδου, Σέρβια και Μογλενά, σ. 63. Ευγενίδου, Κάστρα, σ. 133–134. 804


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[255]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μάλιστα πάνω – κάτω στην ίδια γραμμή˙ εξ άλλου μόνον σε αυτήν την πλευρά ήταν δυνατόν να ανέβουν πολεμιστές στα τείχη, ενώ μου φαίνεται ότι αυτό ήταν σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθεί στη νότια πλευρά (πύργος Π22 – πύργος Π1)· τέλος αυτή είναι η πλευρά, η οποία παρουσιάζει, βεβαιωμένα, την μεγαλύτερη επισκευή από το 1206 και μετά, άρα αυτή ήταν κυρίως που υπέστη καταστροφή. Εκτός αυτών, όμως, η έρευνα διαθέτει έναν ιδιαιτέρως αξιόπιστο οδηγό στην προσπάθεια εντοπισμού των τμημάτων που προσβλήθηκαν: είναι τα τμήματα της οχύρωσης που χρονολογούνται σε περιόδους παλαιότερες από τις βουλγαρικές επιθέσεις, άρα επέζησαν από αυτές. Τέτοια τμήματα, όπως καταδεικνύεται εδώ, νομίζω με επάρκεια, είναι ακριβώς τα τείχη από την ΠΛ10 μέχρι τον Π1 (όχι ο τελευταίος) και οι Π14 και 15 της ΒΑ πλευράς. Το πρώτο τμήμα ήταν αδύνατο να προσβληθεί (βεβαίως οποιαδήποτε θέση ήταν δυνατό να προσβληθεί από καταδρομείς), ενώ οι δύο τελευταίοι πύργοι διέφυγαν των βολών, γιατί βρίσκονταν σε θέση, στην οποία ήταν εξαιρετικά δύσκολο –πάντως όχι αδύνατο– να πραγματοποιηθεί έφοδος πεζών ή ιππέων. Πρόβλημα παραμένει πάντοτε, αν πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις στην οχύρωση κατά τη σύντομη περίοδο της Φραγκοκρατίας και σε καταφατική περίπτωση, τι έκταση είχαν αυτές. Με άλλα λόγια: η φράγκικη κυριαρχία στην πόλη άφησε πίσω της την οχύρωση με τις καταστροφές που προξένησαν οι βουλγαρικές πολιορκίες ή στο διάστημα αυτό εκτέλεσε κάποιες επισκευές στην οχύρωση, αρκετές για να αισθάνονται οι υπερασπιστές της λίγο – πολύ ασφαλείς μέχρι το 1352; Κατά τη γνώμη μου, η Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης δεν πραγματοποίησε καμμία εργασία. Η σχετική είδηση του Villehardouin δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: ο Λατίνος αυτοκράτορας και οι ευγενείς του ενδιαφέρθηκαν για την ανοικόδομηση των τειχών, πραγματοποίησαν αυτοψία και διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα806. Αν, λοιπόν, γίνει δεκτό ότι ο Ταρχανειώτης είναι ο πρωτοστράτωρ Κωνσταντίνος και ότι επεσκεύασε την οχύρωση περί το 1352, αυτό αυτομάτως συνεπάγεται πως από το 1206 μέχρι το 1352 η οχύρωση της ΒΑ πλευράς διατηρούσε κατεστραμμένη την εξωτερική παρειά: για να είμαι ακριβέστερος, η τελευταία ήταν μάλλον σε άθλια κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή ο ερευνητής έχει το δικαίωμα να θέσει μερικά ερωτήματα. Ο Ανδρόνικος ο Γ΄ ο Παλαιολόγος (συναυτοκράτορας από το 1321, μονοκράτορας 1327– 1341) και ο Ιωάννης ο Ϛ΄ ο Καντακουζηνός (ανακηρυγμένος αυτοκράτορας το 1341 στο Διδυμότειχο, αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη 1347–1354) με τις οικογένειές τους, την αυλή τους, τους αξιωματούχους τους και ορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις τους ήταν εγκαταστημένοι κατά διαστήματα στο Διδυμότειχο και το χρησιμοποιούσαν 806

Βλ. εδώ Μαρτυρίες.


[256]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ως βάση των στρατιωτικών επιχειρήσεών τους807. Οι δύο αυτοκράτορες γνώριζαν λοιπόν πολύ καλά την κατάσταση της οχύρωσης, στην οποία είχαν εμπιστευθεί την προσωπική τους ασφάλεια, αυτήν των οικογενειών τους, τις περιουσίες και τον πλούτο τους και εν τέλει την έκβαση του εγχειρήματός τους, δηλαδή την κατάληψη του θρόνου της Βασιλεύουσας. Εάν η οχύρωση είναι έργο του Κωνσταντίνου Ταρχανειώτη, δηλαδή περί το 1352, αυτό συνεπάγεται ότι οι δύο αυτοκράτορες βρήκαν την οχύρωση κατεστραμμένη (από το 1206) και αδιαφόρησαν για αυτήν. Δεν υπάρχει κανένα αρχιτεκτονικό κατάλοιπο και καμμία ιστορική πηγή, που να μας πληροφορούν για κάποια οχυρωματική δραστηριότητα ανάμεσα στο 1206 και τους εμφυλίους πολέμους του 14ου αιώνα. Ο Ανδρόνικος πραγματοποίησε το τελευταίο οχυρωματικό πρόγραμμα –έλασσον μεν, πρόγραμμα δε– στην ιστορία της αυτοκρατορίας (Περιθεώριον, Χρυσόπολις, Ανακτορόπολις, Σιδηρόκαστρο, Γυναικόκαστρο) και ο Καντακουζηνός με τη σειρά του ανέπτυξε επίσης οικοδομική δραστηριότητα (Πύθιο, Άβδηρα). Εάν η οχύρωση του Ταρχανειώτη είναι έργο των ετών γύρω από το 1300808, τότε οι δύο εστεμμένοι κύριοι του Διδυμοτείχου δεν είχαν και πολλά πράγματα να κάνουν για αυτήν. Εάν η οχύρωση του Ταρχανειώτη είναι έργο του 1352, όπως υποστήριξαν οι Αικ. Ασδραχά και Χ. Μπακιρτζής809, τότε αυτό σημαίνει ότι οι δύο αυτοκράτορες ζούσαν και δραστηριοποιούνταν σε μία πόλη, της οποίας η οχύρωση βρισκόταν σε τόσο κακή κατάσταση, ώστε πολύ λίγα χρόνια μετά από το πέρασμά τους έπρεπε να επισκευαστεί σε μεγάλη έκταση. Με άλλα λόγια αδιαφόρησαν για την άμυνα από την πλευρά της πεδιάδας. Η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται πολύ ισχυρή. Εξ άλλου ο Καντακουζηνός, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να αναφερθεί –κάποτε υπερβάλλοντας– στο φρουριακό έργο του Ανδρονίκου του Γ΄ και το δικό του, υποθέτω ότι δεν θα παρέλειπε να καταγράψει μια τέτοια δραστηριότητα. Εδώ οφείλω να υπενθυμίσω ότι κατά τα τεσσαρακοστά έτη του 14ου αιώνα το Διδυμότειχο πολιορκήθηκε τρεις φορές από τακτικά εκστρατευτικά σώματα: το 1342 και το 1344 στρατεύματα της αντιβασιλείας της Κωνσταντινούπολης υπό τον Απόκαυκο πολιόρκησαν το κάστρο και το 1342 βουλγαρικές δυνάμεις απέκλεισαν χωρίς επιτυχία την πόλη, από την οποία έλειπε ο Καντακουζηνός. Αμέσως διερωτάται κανείς πως ο οργανωμένες επιχειρήσεις έμειναν ανίσχυρες μπροστά σε μια ερειπωμένη οχύρωση, την οποία υπεράσπιζε μέρος μόνον των δυνάμεων του Στο ζήτημα επανέρχομαι με την ίδια συλλογιστική και σε άλλα σημεία της εργασίας αυτής. H. Belting, C. Mango, D. Mouriki, The Mosaics and Frescoes of St. Mary Pammakaristos (Fethiye Camii) at Istanbul, Washington D.C., 1978, σ. 14. 809 Asdracha – Bakirtzis, Inscriptiones, σ. 263–265. 807 808


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[257]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Καντακουζηνού. Η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω είναι ότι η οχύρωση ήταν ήδη επισκευασμένη. Επιστρέφω, λοιπόν, συνεχώς στο ίδιο σημείο: η οχύρωση που οφείλεται στον Ταρχανειώτη είναι έργο παλαιότερο από τους εμφυλίους πολέμους. Μετά τα παραπάνω καταλήγω στην ακόλουθη πρόταση: οι αργολιθοδομές, που εμφανίζουν συστηματικά επάλληλα πλινθία στους αρμούς, χρονολογούνται στην υστεροβυζαντινή περίοδο· είναι έργο ανώτατου αξιωματούχου που ονομαζόταν Ταρχανειώτης· υποθέτω ότι η προσωπικότητα αυτή ταυτίζεται με έναν από τους Ταρχανειώτες που υπηρέτησαν την αυτοκρατορία από το 1261 μέχρι το 1354 στις περιοχές της Θράκης. Θεωρώ ότι ο Μιχαήλ Δούκας Γλαβάς Ταρχανειώτης είναι αυτός που ανοικοδόμησε τη πλευρά της οχύρωσης στα πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα. Επαναλαμβάνω εδώ ότι, από την άλλη μεριά, δεν μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα γιατί ο Βατάτζης δεν επισκεύασε το τείχος της πόλης και προτίμησε να οικοδομήσει την ποτάμια οχύρωση. Προτείχισμα. Το προτείχισμα κτίστηκε αμέσως μετά από τα τείχη και τους πύργους του 14ου αιώνα. Μπροστά από το μεταπύργιο διάστημα Π11–Π12 και πίσω από την πύλη ΠΛ5 το προτείχισμα ακουμπά στον πύργο Π12, επομένως οικοδομήθηκε μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας επέμβασης στη ΒΑ πλευρά, δηλαδή μετά από τη φάση με τα επάλληλα πλινθία στους οριζόντιους αρμούς της λιθοδομής. Υποθέτω ότι ολόκληρο το προτείχισμα, από τον πύργο Π2 μέχρι την πύλη ΠΛ6, κτίστηκε κατά την ίδια περίοδο. Στην ίδια περιοχή η σχέση των τμημάτων του προτειχίσματος δείχνει ότι το τμήμα μπροστά από το μεταπύργιο Π11–Π12 κτίστηκε πριν από το τμήμα που βρίσκεται μπροστά από τα μεταπύργια Π12–Π13, Π13–Π14, Π14–Π15, Π15–ΠΛ6. Με βάση αυτή τη διαπίστωση υποθέτω ότι οι διάδρομοι του προτειχίσματος, όσοι υπήρχαν, κτίστηκαν διαδοχικά, αρχίζοντας από τα ΝΑ (από τον πύργο Π2) και προχωρώντας προς τα βόρεια (πύλη ΠΛ6). Το ίδιο το προτείχισμα, σε όσο μήκος σώθηκε, δεν διατηρεί στοιχεία, τα οποία να επιτρέπουν οποιαδήποτε απόπειρα χρονολόγησης. Είναι μια κοινή αργολιθοδομή, μάλλον πρόχειρη. Όπου πραγματοποιήθηκε σωστική ανασκαφική έρευνα μέσα από το προτείχισμα, δεν έδωσε κανένα χρήσιμο εύρημα. Τα στοιχεία που επιτρέπουν χρονολόγηση της κατασκευής στην παλαιολόγεια περίοδο είναι τα ακόλουθα. Δεν υπάρχει καμμία ένδειξη ότι πρόκειται για έργο της τουρκικής κατάληψης ή της οθωμανικής κυριαρχίας. Όπως επισημαίνεται στη συνέχεια, οι Τούρκοι έκτισαν μόνον τον μικρό περίβολο ανάμεσα στους πύργους Π20 και Π21 και μπροστά από την πύλη ΠΛ10, ενώ φαίνεται ότι στη συνέχεια η οθωμανική εξουσία αδιαφόρησε για την οχύρωση του λόφου του Καλέ και άπλωσε την καινούργια πόλη έξω από τα τείχη, στον


[258]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κάμπο, στην επίπεδη περιοχή γύρω από το τζαμί του Μωάμεθ του Α΄ (1402 συμβασιλεία, 1413–1421 μονοκρατορία). Το προτείχισμα ως μέρος της άμυνας της πόλης δεν σχετίζεται με την αντίληψη που είχαν και επέδειξαν στη συνέχεια οι Οθωμανοί για αυτήν, αντιθέτως είναι κοινό στις βυζαντινές πρακτικές ήδη από τον 4ο μέχρι τον 14ο αιώνα. Εν προκειμένω φαίνεται να εξυπηρετεί την άμυνα του λόφου, όπως αυτή οργανώθηκε με τους πύργους και τις πύλες της ΒΑ πλευράς. Μια τελευταία ένδειξη για τη χρονολόγηση στην υστεροβυζαντινή περίοδο είναι η σχέση του με την κλίμακα που οδηγούσε στην πύλη ΠΛ4. Σύντομη σωστική έρευνα πραγματοποιήθηκε στο χώρο ανάμεσα στο τείχος και το προτείχισμα, μπροστά από την τεκμαιρόμενη πύλη ΠΛ4 και τον πύργο Π12. Η έρευνα έδειξε ότι η κλίμακα πατά σε βυζαντινή επίχωση και ότι το προτείχισμα κατασκευάστηκε λίγο μετά από αυτήν. ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ Ο περίβολος μπροστά και έξω από την πύλη ΠΛ10 και τους πύργους Π20 και 21, στον οποίο ανοίγεται η πύλη ΠΛ9 και υψώνεται ο πύργος 19, φαίνεται ότι έπεται των πρώτων. Απηχεί μία αντίληψη διαφορετική από την αντίληψη στην οποία υπακούει η ανοικοδόμηση όλης της οχυρώσεως του λόφου. Από την άποψη αυτή είναι μεταγενέστερος των βυζαντινών επεμβάσεων. Οι τοιχοποιίες αυτές χρονολογήθηκαν: στην οθωμανική περίοδο από τον Χ. Μπακιρτζή810· στα χρόνια της Τουρκοκρατίας από τον Φ. Γιαννόπουλο811· στη βυζαντινή περίοδο από τον Γ. Βελένη (ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του πυλώνα)812· το τείχος του περιβόλου, η ΠΛ9 και ο Π19 στο β΄ μισό του 14ου αιώνος, στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, από τον Α. Γουρίδη813· στα πρώιμα οθωμανικά χρόνια (προαύλιο και πύλη) από τους Χ. Μπακιρτζή – R. Ousterhout814· στην οθωμανική περίοδο (Π19 και ΠΛ9) ή στην Τουρκοκρατία γενικώς από τον γράφοντα815· στην οθωμανική περίοδο από τη Δ. Ευγενίδου816. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος της πύλης δείχνει ότι το συνεργείο που ανέλαβε την ανέγερση ήταν απολύτως εξοικειωμένο με το βυζαντινό θεματολόγιο: ή είχε το ίδιο δουλέψει με παρόμοιο θεματολόγιο ή τα πιο καινούργια κτίρια που είχε προ «Οθωμανική πύλη»: Μπακιρτζής – Τριαντάφυλλος, Θράκη, σ. 71· Μπακιρτζής, Βυζ. Θράκη, εικ. στη σ. 200, σ. 206. 811 Γιαννόπουλος, Διδυμότειχο, σ. 122. 812 Βελένης, Ερμηνεία, σ. 112. 813 Γουρίδης, Διδυμότειχο, σ. 109. 814 Ousterhout – Bakirtzis, Evros, εικ. στη σ. 96, σ. 98. 815 Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 98 υποσημ. 15· ο ίδιος, Καβάλα, σ. 451. 816 «Πύλη με οθωμανικές επεμβάσεις»· Ευγενίδου, Κάστρα, σ. 29. 810


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[259]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οφθαλμών ήταν διακοσμημένα με παρόμοια θέματα. Με ένα λόγο το διακοσμητικό θεματολόγιο της πύλης ανήκε στις προτιμήσεις της εποχής. Παρόμοιο θεματολόγιο εντοπίζεται σε οθωμανικές κατασκευές 14ου και 15ου αιώνα στη Μικρά Ασία και τη Βαλκανική: στο Επταπύργιο817, στον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης818, στο Anadolu Hisar (ασιατική ακτή Βοσπόρου)819, στο Rumeli Hisar (ευρωπαϊκή ακτή Βοσπόρου)820 και στο Kilid-ül-Bahir (ευρωπαϊκή ακτή Δαρδανελλίων)821. Στα οθωμανικά τεμένη της Βαλκανικής που κτίστηκαν στα τέλη του 14ου ή στο α΄ μισό του 15ου αιώνα ο βυζαντινός κεραμοπλαστικός διάκοσμος περιορίστηκε σταδιακά ή εξαφανίστηκε. Την ίδια στιγμή το οξυκόρυφο τόξο της πύλης δείχνει συνεργείο που αντλεί μορφολογικές προτιμήσεις από την οθωμανική αρχιτεκτονική. Συνοψίζοντας τα ανωτέρω δεδομένα χρονολογώ την πύλη στην πρώτη γενιά μετά την τουρκική κατάκτηση, δηλαδή στις τρεις δεκαετίες μετά το 1360. Ωστόσο, δεν είναι γνωστές πολλές οθωμανικές οχυρώσεις αυτής της περιόδου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι νέοι κυρίαρχοι δεν ενδιαφέρθηκαν να οχυρώσουν συστηματικά τις εγκαταστάσεις της επικράτειάς τους822. Τα έργα των δύο πρώτων αιώνων της κυριαρχίας τους βρίσκονται σχεδόν όλα στην παραλία: ο Βαγιαζήτ ο Α΄ ο Κεραυνός (Bayesid Yıldırım) (1389–1402) οχύρωσε (1390) το λιμάνι της Καλλίπολης823 και έκτισε το Anadolu Hisar (μεταξύ 1390 και 1395)824· επί Μουράτ του Β΄ (1421–1444 και 1446– 1451) κτίστηκε το (τότε) φρούριο –στη συνέχεια ακρόπολη– της Καβάλας (1420– 1430)825, πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης (1430/1431)826 και οικοδομήθηκε ο πύργος (Cihannüma Kasri) της Αδριανούπολης827 – το μόνο έργο που βρίσκεται στην ηπειρωτική ενδοχώρα, αλλά δεν είναι αμιγώς έργο φρουριακής αρχιτεκτονικής–· ο Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής (Mehmet Fatih) (1444–1446 και 1451–1481) έκτισε το Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη828 και τα φρούρια Rumeli

Κονιόρδος – Ωραιόπουλος, Επταπύργιο, σ. 193 εικ. 4. Ćurčić, Architecture, σ. 546–547, εικ. 620. Στην πρώτη στάθμη. 819 Nicoll, Fortifications, σ. 8–11 εικ. στις σ. 9, 10. 820 Ahunabay, Rumeli Hisar, σ. 167, εικ. 3–5. Ćurčić, Architecture, σ. 876. 821 Özgüven, Kilid-ül-Bahir, σ. 173 εικ. 6,8. 822 Τσουρής, Καβάλα, σ. 451–452. 823 Nicoll, Fortifications, σ. 8. 824 Nicoll, Fortifications, σ. 8–11. 825 Τσουρής, Καβάλα, σ. 400–402 (με την προηγούμενη βιβλιογραφία). 826 Β. Κονιόρδος – Φ. Ωραιόπουλος, Επταπύργιο. Θεσσαλονίκη, Ελλάς, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 192–195· Ćurčić, Architecture, σ. 546–547. 827 Nicoll, Fortifications, σ. 15–16. 828 Ćurčić, Architecture, σ. 749–750. 817 818


[260]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Hisar (1452)829, Kilid-ül-Bahir (1461–1462)830 και Kal’a-i Sultaniye, το τελευταίο στην ασιατική ακτή των Δαρδανελλίων (1461–1462)831· τέλος, στον Σουλεϊμάν τον Α΄ τον Μεγαλοπρεπή (Kanuni) (1520–1566) αποδίδεται η τελική διαμόρφωση του Λευκού Πύργου (1535–1536)832 και η επέκταση της Καβάλας (περίπου 1520–1530)833. Τα σημαντικά έργα οθωμανικής φρουριακής αρχιτεκτονικής χρονολογούνται στον 15ο αιώνα και δεν σχετίζονται κατ’ ευθείαν με την προστασία οικισμών. Επομένως η έρευνα δεν διαθέτει άφθονο συγκριτικό υλικό. Ούτως ή άλλως νομίζω ότι πρέπει να αποφευχθούν συγκρίσεις με έργα αυτοκρατορικής κλίμακας, όπως το Yedi Kule (1457/58) της Κωνσταντινούπολης, το Rumeli Hisar (1452) στην περιφέρεια της ίδιας και το Anadolu Hisar, φρούριο του Βαγιαζήτ του Α΄ (1389–1402). Η μοναδική πρόταση απόδοσης οχύρωσης στη πρώιμη τουρκική κατάκτηση είναι μάλλον εξωπραγματική. Ο H. Lawry υπέθεσε ότι ο μικρός πύργος και ο πυλώνας του φρουρίου του Πυθίου είναι έργο του Γαζή Εβρενός834. Το φρούριο του Πυθίου ακολουθεί τις αρχές της βυζαντινής φρουριακής αρχιτεκτονικής και η πύλη του Διδυμοτείχου δεν εμφανίζει καμμία σχέση με αυτό. Για λόγους οικονομίας της παρούσας εργασίας η σχετική με το ζήτημα αυτό διαπραγμάτευση αναπτύσσεται στο επίμετρο. Τα ιστορικά γεγονότα του β΄ μισού του 14ου αιώνα προσφέρουν σημαντική βοήθεια στην προσπάθεια να χρονολογηθεί ακριβέστερα η πύλη. Οι ανεξάρτητοι Τούρκοι πολεμιστές κατέλαβαν το Πύθιο ίσως το 1359/60835, το Διδυμότειχο παρεδόθη μάλλον το 1360/1836, ομοίως και η Κομοτηνή το 1364/5837, η Αδριανούπολις αλώθηκε το 1368/9838, το 1371 οι ίδιοι Τούρκοι συνέτριψαν την Ορθόδοξη σταυροφορία του Σέρβου δεσπότη των Σερρών, Jovan Uglješa, και του αδελφού του, βασιλιά Vukasin, στη μάχη της Τζερνομιάνου πόλης (σημερινό Ορμένιο Έβρου) την 26η Σεπτεμβρίου 1371839 και το χειμώνα του 1373/4 ο Γαζή Εβρενός βρίσκονταν πλέον επί της ανατολικής όχθης του Z. Ahunbay, Rumeli Hisar, Τουρκία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 166–169· Ćurčić, Architecture, σ. 749–750· Nicoll, Fortifications, σ. 9–11. 830 Β. Özgüven, Kilid-ül-Bahir. Δαρδανέλλια, Τουρκία, στο: Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική, σ. 170– 173. Ćurčić, Architecture, σ. 768–770. Nicoll, Fortifications, σ. 11–12. 831 Nicoll, Fortifications, σ. 11–12. 832 Ćurčić, Architecture, σ. 749–750. Nicoll, Fortifications, σ. 19. 833 Τσουρής, Καβάλα, σ. 417–418. 834 H. Lowry, The shaping of the Ottoman Balkans, Istabul 2010, σ. 18–20. 835 Βογιατζής, Οθωμανοκρατία, σ. 112–113. 836 Αυτόθι, σ. 115, 119. 837 Αυτόθι, σ. 122. 838 Αυτόθι, σ. 119, 128. 839 Αυτόθι, σ. 125. 829


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[261]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Νέστου ποταμού840. Η Φιλιππούπολη είχε περιέλθει στους νέους κυριάρχους ανάμεσα στο 1363 και το 1365841, ενώ η Βήρα κατελήφθη μετά το 1371 και για δεύτερη φορά το 1373842. Στον πολυετή (1360–1368/9) αποκλεισμό και πολιορκία της Αδριανούπολης η πλησιέστερη –νομίζω και η σημαντικότερη– βάση τους ήταν το Διδυμότειχο. Αν οι ανωτέρω χρονολογίες είναι σωστές, τότε, μέχρι την κατάληψη της Αδριανούπολης, το σημαντικότερο οχυρωμένο οικιστικό μόρφωμα που κατείχαν οι ανεξάρτητοι Τούρκοι πολεμιστές στη Ροδόπη και τον κάτω ρου του Έβρου ήταν το Διδυμότειχο. Φαίνεται λοιπόν λογικό, να πραγματοποίησαν κάποιες συμπληρωματικές εργασίες στην οχύρωση της σημαντικότερης πόλης που βρισκόταν υπό την κυριαρχία τους. Η Αδριανούπολη κατέστη η σημαντικότερη πόλη των ανεξάρτητων Τούρκων πολεμιστών στην Ευρώπη αμέσως μετά την κατάληψή της το 1368/9843. Ο σουλτάνος Μουράτ ο Α΄ (1362–1389) κυριάρχησε στη Μικρά Ασία μέχρι το 1373 κλείνοντας τα ανοιχτά μέτωπα της ηγεμονίας του, το 1373 αντιμετώπισε τη στάση του γιου του, πρίγκηπα Σαβτζή, και του βυζαντινού διαδόχου, Ανδρονίκου· ανάμεσα στο 1373 και το 1376 κυριάρχησε στην Αδριανούπολη· από το 1376 και μετά ασχολήθηκε χωρίς προβλήματα με τα ευρωπαϊκά εδάφη και από το ίδιο έτος και μετά επικράτησε στη Θράκη η κεντρική οθωμανική εξουσία, δηλαδή το σουλτανάτο της Προύσας844. Όταν ο Μεχμέτ ο Α΄ (1402–1421) απέμεινε μόνος κύριος του Οθωμανικού σουλτανάτου (1413), η Αδριανούπολη διεκδίκησε τη θέση και τον τίτλο της πρωτεύουσας των Οθωμανών845. Υποθέτω ότι οι εργασίες στο Διδυμότειχο πραγματοποιήθηκαν από τους ανεξάρτητους Τούρκους πολεμιστές πριν από το 1368/9 (κατάληψη Αδριανούπολης) ή το 1371 (μάχη της Τζερνομιάνου πόλης) ή το 1373–1376 (κυριαρχία του Μουράτ του Α΄ στην Αδριανούπολη). Θεωρώ πιθανότερο το πρώτο έτος, γιατί η Αδριανούπολη ήταν πάντοτε η σημαντικότερη πόλη της Θράκης και είναι εύλογο ότι μετά την άλωσή της κατέστη αυτομάτως κέντρο των τουρκικών δραστηριοτήτων στη Βαλκανική. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω ότι οι Οθωμανοί συνοίκισαν την πόλη «τους» στο Διδυμότειχο κτίζοντας εκτός των τειχών το μεγάλο τέμενος (1420/1) και το λουτρό του Αυτόθι, σ. 136. Αυτόθι, σ. 122. 842 Αυτόθι, σ. 123, 130. 843 Αυτόθι, σ. 119, 128, 315 [«παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από το Διδυμότειχο»]. 844 Αυτόθι, σ. 116, 125–126, 158. 845 Ο Σουλεϊμάν Τσελεμπί (1402–1411) μετέφερε το θησαυροφυλάκιο του κράτους από την Προύσα στην Αδριανούπολη, ο Μουσά Τσελεμπί (1411–1413) έκοψε σε αυτήν δικό του νόμισμα και τέλος επί Μεχμέτ του Α΄ (1402–1421, από το 1413 μονοκρατορία) «οριστικοποιήθηκε το προβάδισμα της Αδριανουπόλεως έναντι της Προύσας»· αυτόθι, σ. 315. 840 841


[262]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ερυθροποτάμου και αναπτύσσοντας το μεγάλο νεκροταφείο τους πέρα από τον οικισμό τους. Θεωρώ ότι η επέμβαση στην οχύρωση και οι ανωτέρω δραστηριότητες εκτός των τειχών είναι δραστηριότητες ασύμβατες· ότι η οχύρωση πραγματοποιήθηκε πριν αναπτυχθεί οποιαδήποτε δραστηριότητα εκτός των τειχών· ότι ήταν η πρώτη οικοδομική δραστηριότητα των νέων κυριάρχων· ότι η οχύρωση ανοικοδομήθηκε αμέσως μετά την παράδοση της πόλης στους Τούρκους και πριν από την κατάληψη της Αδριανούπολης. Κατά τα ανωτέρω η ανέγερση της τουρκικής προσθήκης έλαβε χώραν κατά τα εξηκοστά έτη του 14ου αιώνα. Αφού είχα ολοκληρώσει την παρούσα εργασία, έλαβα γνώση σημαντικού άρθρου της Ou. Bessi για το Οθωμανικό Διδυμότειχο846. Συμφωνώ με την άποψη της μελετήτριας ότι κατά την ηγεμονία του Μουράτ του Α΄ οικοδομήθηκε η οχύρωση μπροστά από την πύλη ΠΛ10. Δεν καταλαβαίνω τι έργα πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο για να ενισχύσουν την πύλη ΠΛ1, όπως προτείνει η ίδια. Επίσης δεν αντιλαμβάνομαι τη σχέση που είχε ακριβώς η ανοικοδόμηση του κλωβού με την ηγεμονία του Μουράτ: εξακολουθώ να υποθέτω ότι πρόκειται για έργο της μέρας που ακολούθησε την κατάληψη του κάστρου όχι από τις δυνάμεις της Προύσας, αλλά από τους Τούρκους πολεμιστές που πραγματοποίησαν την κατάκτηση της περιοχής, δηλαδή πριν από την άλωση της Αδριανούπολης, σε περίοδο κατά την οποία ο Μουράτ ήταν απασχολημένος με σοβαρά προβλήματα στη Μικρά Ασία. Όσον αφορά στο λόγο της ενίσχυσης αυτής, χωρίς να απορρίπτω την προστασία και τον έλεγχο της γέφυρας που βρισκόταν μπροστά και σχεδόν κάτω από την πύλη, νομίζω ότι ο πρώτος λόγος ήταν η ενίχυση της δεύτερης πύλης του κάστρου, δηλαδή πρωτίστως της οχύρωσης του λόφου του κάστρου. Όσον αφορά στην ανέγερση του μεγάλου τεμένους –αν και το θέμα παρεμπίπτει και σχετίζεται μόνον έμμεσα με την οχύρωση–, έχω την άποψη ότι το υφιστάμενο κτίριο είναι έργο της ηγεμονίας του Μωάμεθ του Α΄, αν προσεγγίζω σωστά τα χαρακτηριστικά του: όλα τα μορφολογικά στοιχεία απομακρύνουν την ανοικοδόμηση από τις βασιλείες του Μουράτ και του Βαγιαζήτ και την προσγράφουν στην βασιλεία του Μωάμεθ. Θυμίζω τη χρονική απόσταση των είκοσι τουλάχιστον ετών, που χωρίζει το τέλος του Βαγιαζήτ από την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του τεμένους. Πέραν τούτου, στο ίδιο το κτίριο δεν εντοπίζεται κανένα στοιχείο, το οποίο να δείχνει φάσεις στις Ou. Bessi, The topographic reconstruction of Ottoman Dimetoka: issues of periodization and morphological development, στο: M. Hadjianastasis (εκδ.), Frontiers of the Ottoman imagination; Studies in Honor of Rhoads Murphey, Leiden 2014, σ. 44–85. Αναφορά στη χρονολόγηση του κλωβού (προσθήκη τείχους, πύργου Π19 και πύλης ΠΛ9) στη σ. 49. Τη Δ. Δρ. της ίδιας, The Ottoman town in the Lower Balkans from the 14th to 16th c.: a morphological approach, PhD diss., University of Birmingham, 2014 δεν μπόρεσα να εξασφαλίσω μέχρι τη στιγμή που παρέδωσα για δημοσίευση το παρόν κείμενο. 846


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[263]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τοιχοποιίες· τα μόνα πραγματικά, υπαρκτά στοιχεία είναι η τροποποίηση της κάλυψης, η οποία επιτεύχθηκε με την εμφύτευση στο κέντρο του κτιρίου των τεσσάρων ογκωδών πεσσών και η αθέτηση του αρχικού σχεδιασμού κάλυψης με δύο κύριους σφαιρικούς θόλους μεσω δύο πεσσών και παραστάδων στους τοίχους. Μια σχετική μικρή –αλλά καθόλου ασήμαντη– λεπτομέρεια: οι κτιτορικές επιγραφές τοποθετήθηκαν κατά την ανοικοδόμηση των πυλών και των τοίχων και όχι σε μία δεύτερη φάση (κατά την κατασκευή της ξυλοστέγης). ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ Ο Εβλιά Τσελεμπί, περιηγητής και γεωγράφος του 17ου αιώνα, ο οποίος πέρασε από την πόλη το 1667, άφησε αναλυτική περιγραφή της οχύρωσης, μέρος της οποίας μου είναι ακατάληπτο847. Αναφέρεται στη μορφολογία του εδάφους (φυσική οχυρότητα), τις πύλες, τους πύργους, το διπλό τείχος, την απουσία τάφρου, την ακρόπολη, τις ζώνες του κάστρου (υποθέτω ότι αναφέρεται σε εσωτερικούς περιβόλους) –αναφέρει έξι– και τα τείχη στο εσωτερικό του. Αν καταλαβαίνω σωστά το κείμενο, φαίνεται ότι στο εσωτερικό του φρουρίου υπήρχαν εγκάρσια τείχη που το διαιρούσαν σε περισσότερους περιβόλους. Η αναφορά στις δύο κύριες πύλες είναι σαφής: η δυτική είναι η πύλη της γέφυρας (Κιοπρού Καπουσού) και η νότια είναι η «αγοραία», δηλαδή πύλη της αγοράς (Τσαρσή Καπουσού). Η περιοχή του κάστρου ανάμεσα στις πύλες ΠΛ1 και ΠΛ10 χωριζόταν με «διάφραγμα» και αποτελούσε «είδος μικρού φρουρίου». ΝΕΩΤΕΡΗ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΥΛΗ Ανάμεσα στους πύργους Π3 και Π4 και σε επαφή με τον τελευταίο σώζονται λείψανα τόξου από μια πύλη. Το τόξο ήταν μεικτό. Το μοναδικό στοιχείο που βοηθά στη χρονολόγηση της πύλης είναι η χωροθέτησή της: η πύλη ΠΛ1 εγκαταλείφθηκε, όταν χτίστηκαν αστικές οικοδομές στην περιοχή μπροστά από την πύλη και τους πύργους που την προστάτευαν, δηλαδή στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα ή λίγο πριν από αυτήν την περίοδο. Η πύλη ΠΛ2 ανοίχτηκε σε περιοχή λιγότερο απότομη από την περιοχή της πύλης ΠΛ1, σε σημείο με πιο εύκολη και πιο ομαλή πρόσβαση από την τελευταία. Υποθέτω ότι όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν την περίοδο, κατά την οποία ο οικισμός του κάστρου έλαβε τη μορφή που διατήρησε σε γενικές γραμμές μέχρι τον 20ο αιώνα, δηλαδή το α΄ μισό του 19ου αιώνα. Συμπερασματικά φαίνεται πιθανό ότι η πύλη ΠΛ2 ανοίχτηκε στα τέλη του 18ου αιώνα ή στις αρχές του 19ου.

Ι. Σπαθάρης, Η Δυτική Θράκη κατά τον Εβλιγιά Τσελεπήν περιηγητήν του XVII αιώνος, Θρακικά 4 (1933), σ. 118–120. 847


[264]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΑΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ Στο μεταπύργιο διάστημα Π10–Π11 και σε μικρό τμήμα του πύργου Π10 σώθηκε αργολιθοδομή, χωρίς κανονικά διαμορφωμένη παρειά, κατά τόπους χωρίς συνδετικό, με συνδετικό λάσπη ή ασβεστοκονίαμα με σπασμένο τούβλο και κεραμάλευρο848. Βρίσκεται πάνω στο βράχο και κάτω από την κανονική λιθοδομή με τις ζώνες πλίνθων και σώζεται σε δύο – τρεις στρώσεις. Επομένως η αργολιθοδομή είναι αρχαιότερη από την τελευταία ή σύγχρονη με αυτήν. Δεν είναι απολύτως βέβαιο πως πρόκειται για διακριτή φάση της οχύρωσης και όχι για θεμελίωση της φάσης της κανονικής λιθοδομής με τις ζώνες πλίνθων. Την φάση αυτή θεώρησα αρχικά προρρωμαϊκή κατασκευή849, αλλά τώρα πλέον αδυνατώ να τη συνδέσω με κάποια χρονική περίοδο και καταλήγω στην υπόθεση ότι πρόκειται για κατασκευή που είχε προορισμό να εξομαλύνει υποτυπωδώς την επιφάνεια του βράχου, ώστε στη συνέχεια να αρχίσει το χτίσιμο της κανονικής λιθοδομής στην εξωτερική παρειά της οχύρωσης. Με άλλα λόγια είναι είδος πρόχειρης θεμελίωσης μόνον στην εξωτερική παρειά του τείχους. Αν ο συλλογισμός αυτός είναι σωστός, τότε η αργολιθοδομή είναι κατασκευή της ιουστινιάνειας περιόδου. Την άποψη αυτή ενισχύει η διαπίστωση ότι η τοιχοδομία αυτή εκτείνεται και στον πύργο Π10.

848 849

Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 104–106. Τσουρής, Διδυμότειχο, σ. 104–105.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[265]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κεφάλαιο Ε΄ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ανακεφαλαίωση. 1. Ο λόφος του Διδυμοτείχου οχυρώθηκε με τείχος, που παρακολουθούσε σε γενικές γραμμές τη διαμόρφωση του υψώματος. Η οχύρωση επεκτάθηκε, σε μικρό σχετικά μήκος, προς τα πεδινά στην περιοχή όπου διαμορφωνόταν η ομαλότερη πρόσβαση προς το ύψωμα. Δεν άλλαξε ποτέ πορεία, αλλά κάθε καινούργια κατασκευή οικοδομήθηκε πάνω σε αντίστοιχη προηγούμενη: το τείχος διατήρησε σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της οχύρωσης την ίδια πορεία, οι πύργοι υψώνονταν στη θέση αρχαιότερων και υποθέτω ότι οι πύλες διατήρησαν την αρχική τους θέση. Η μοναδική επέκταση της οχύρωσης στην πεδιάδα είναι μεταγενέστερο έργο και κατασκευάστηκε στην όχθη του Ερυθροπόταμου για να αντιμετωπίσει πρωτίστως ανάγκες ύδρευσης. 2. Η οχύρωση είναι βαρειά σε μέρος της βόρειας και την ανατολική πλευρά: εδώ οι πύργοι είναι πυκνότεροι από οποιαδήποτε άλλη πλευρά γιατί εδώ η πλαγιά ήταν σχετικά προσβάσιμη –αλλού λίγο, αλλού περισσότερο εύκολη–· εδώ ανοίχτηκαν τρεις πύλες, δύο κύριες και μία δευτερεύουσα, ακριβώς λόγω της προσβασιμότητας· εδώ μπορούσε να αναπτυχθεί μαζική επίθεση εχθρικών δυνάμεων, πεζών και μηχανημάτων. Η οχύρωση από την πύλη ΠΛ10 σχεδόν μέχρι τον πύργο Π1 δεν συμμετείχε αποφασιστικά στην άμυνα γιατί δεν επρόκειτο να δεχθεί ποτέ μαζική επίθεση: στο μεγαλύτερο μήκος αυτής της πλευράς οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια ήταν απολύτως αδύνατη, καθώς ο βράχος ήταν κατακόρυφα κομμένος. Εξαίρεση αποτελούσε η περιοχή της πύλης (ΠΛ10), η οποία ανοίχτηκε στο σημείο που ήταν πιο εύκολα προσβάσιμο. Στην περιοχή των δύο κύριων πυλών (ΠΛ1 και ΠΛ10) οι πύργοι είναι αυτονόητα πιο πυκνοί και πιο ισχυροί από αλλού. Τέλος σε μεγάλο τμήμα της βόρειας πλευράς του λόφου, αυτό που είναι το πλησιέστερο στον Ερυθροπόταμο, δεν υπήρχε οχύρωση: τα απότομα και ψηλά βράχια –ψηλότερα από κάθε άλλο σημείο του υψώματος–, οι γκρεμοί και το ποτάμι σχεδόν απαγόρευαν οποιασδήποτε μορφής επιθετική ενέργεια. Από την άποψη αυτή η ποτάμια οχύρωση ήταν μάλλον περιττή για την άμυνα της πόλης, για αυτό εξ άλλου και κατασκευάστηκε επτά αιώνες μετά την αρχική οχύρωση του λόφου. Η ποτάμια οχύρωση, πριν από οποιονδήποτε άλλο προορισμό, εξασφάλιζε την απρόσκοπτη και ασφαλή άντληση των νερών του ποταμού. Τρεις πύλες επέτρεπαν την επικοινωνία του κάστρου με το περιβάλλον για κάθε είδους δραστηριότητες και ομάδες: κάτοικοι, στρατιώτες, αξιωματούχοι, άνθρωποι της εκκλησίας και έμποροι χρησιμοποιούσαν τις πύλες αυτές. Μόνον η πυλίδα ΠΛ6, στο βόρειο άκρο της οχύρωσης, προοριζόταν κυρίως –αν όχι αποκλειστικά– για


[266]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στρατιωτικό σκοπό: ήταν σχεδόν απρόσιτη στην ειρηνική, καθημερινή κυκλοφορία. Δεν οδηγούσε σε κατοικημένη περιοχή του λόφου, εκτός βέβαια από την ακρόπολη. Ίσως στο βόρειο άκρο του εσωτερικού του κάστρου υπήρχε ένα εγκάρσιο τείχος, από την ακρόπολη μέχρι το τείχος της πόλης, το οποίο απομόνωνε τμήμα της πόλης. Η πρόσβαση στο τμήμα αυτό από το εξωτερικό γινόταν διά της πυλίδας ΠΛ6, ενώ έπρεπε απαραίτητα να υπάρχει επικοινωνία του χώρου με την ακρόπολη ή το υπόλοιπο εσωτερικό του κάστρου ή και με τα δύο. Η ακρόπολη κατελάμβανε το ψηλότερο μέρος του κάστρου και στο άκρο της υψωνόταν ο ακρόπυργος. Προτείχισμα και πιθανώς τάφρος προστάτευαν τη βόρεια και ανατολική πλευρά του λόφου. 3. Οι τρεις αρχικές, κύριες πύλες (ΠΛ1, ΠΛ4 και ΠΛ10) ανοίχτηκαν σε θέσεις που διαιρούσαν την προσβάσιμη περίμετρο των τειχών σε ίσα, πάνω – κάτω, τμήματα. Η, κυρίως στρατιωτική, πυλίδα (ΠΛ6) και η πύλη της ποτάμιας επέκτασης (ΠΛ7) ανοίχτηκαν σε θέσεις τις οποίες επέβαλε η λειτουργία τους: η πρώτη εξασφάλιζε τη κυκλοφορία σε ένοπλους και η δεύτερη τη διακίνηση στην ποτάμια επέκταση της οχύρωσης. Οι πύλες προστατεύονταν από δύο (ΠΛ1 και ΠΛ10), έναν (ΠΛ4 και ΠΛ7) ή κανέναν (ΠΛ6) πύργο. Οι πύργοι αυτοί ήταν οι ισχυρότεροι πύργοι της οχύρωσης. Οι ίδιες οι πύλες, όλες ανεξαιρέτως, ήταν (ΠΛ6, ΠΛ7, ΠΛ9, ΠΛ10) ή υποθέτω ότι ήταν (ΠΛ1, ΠΛ4 και ΠΛ5) απλά ανοίγματα στο τείχος και η κίνηση σε αυτές ήταν ευθύγραμμη. Στις τρεις τελευταίες πάντως είναι γνωστή μόνον η κάτοψη. Η ιδιαίτερη αμυντική ισχύς όλων των πυλών ήταν συνάρτηση της θέσης τους και της ισχύος των πύργων που τις προστάτευαν. Οι πύργοι που πλαισίωναν τις πύλες ήταν πεντάπλευροι (Π20 και Π21), παραλλαγή πεντάπλευρου (Π3), τετράπλευρος (Π2), πεταλόσχημος (Π12), στρόγγυλος (Π16). Οι πύργοι στις γωνίες ήταν στρόγγυλοι (Π1, Π16), πεταλόσχημοι (Π12), τετράπλευροι (Π4) ή ημικυκλικής προβολής (Π11). Όλοι οι άλλοι, που χωροθετούνταν κατά μήκος σχεδόν ευθύγραμμων τμημάτων των τειχών, ήταν τετράπλευροι (Π5, Π14, Π15, Π23, Π24, Π25), σχεδόν τραπεζιόσχημοι (Π22, 24, 25), ημικυκλικής προβολής (Π6, Π7, Π9, Π11, Π13), παραλλαγή πεντάπλευρου (Π8), στρόγγυλος (Π10). Οι περισσότεροι πύργοι είχαν συμπαγή την πρώτη στάθμη με εξαίρεση το Πεντάζωνο. Δεν αποκλείεται μελλοντικές ανασκαφικές έρευνες να αλλάξουν την εικόνα αυτή, δηλαδή να αποδείξουν ότι οι πύργοι δεν ήταν συμπαγείς. Πάνω στη συμπαγή στάθμη διαμορφωνόταν ο εξώστης με τις επάλξεις. Πάνω από τη συμπαγή πρώτη στάθμη διέθεταν χώρο με αυτόνομη είσοδο και ιδιαίτερη κάλυψη οι πύργοι Π2, Π10, Π12, Π15 και Π16. Οι χώροι αυτοί δεν επικοινωνούσαν με τον εξώστη, ο οποίος ήταν προσβάσιμος, κατά πάσαν πιθανότητα, από τον περίδρομο των τειχών ή με αιρετή κλίμακα από το εσωτερικό της πόλης. Πάντως δεν σώθηκε πύργος με παρακείμενο


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[267]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τείχος, όπου θα ήταν δυνατό να γίνουν σχετικές παρατηρήσεις. Δεν διαπιστώθηκαν σε κανένα πύργο παράθυρα. Προφανώς οι ανάγκες παρατήρησης καλύπτονταν αποκλειστικά από τον εξώστη. Σε ελάχιστα σημεία της οχύρωσης εντοπίστηκε κάποιου είδους διάκοσμος, περιορισμένης πάντως έκτασης: κεραμοπλαστικός διάκοσμος σώθηκε στους πύργους Π3, Π10, Π12, Π16, Π23 και Π24, την πύλη ΠΛ9 και στο τείχος στην εσωτερική παρειά του τείχους Τ5–6 (Εικ. 35, 47, 68, 84, 99, 101, 50, 105, 109, 110). Τα θέματα είναι απλά. Τα συλήματα (spolia) θεωρούνταν διακοσμητικά στοιχεία, όταν ήταν κάτι παραπάνω από απλοί ακόσμητοι δόμοι: η διάταξή τους και η θέση τους στις τοιχοποιίες αποδεικνύουν ότι τα συνεργεία τους λόγιζαν ως διακόσμηση (Π2, Π23 και Π24). Οι λίθινες επιγραφές και τα μονογράμματα συμμετείχαν, επίσης στη διακόσμηση της οχύρωσης. Τέλος το μεγάλο, πλίνινο οξυκόρυφο τόξο, με το ελαφρά υποχωρημένο τύμπανο εξασφάλιζε την αισθητική αναβάθμιση του Π19. Πλίνθινα ανακουφιστικά τόξα εντοπίστηκαν μόνον στις ιουστινιάνειες τοιχοποιίες. Οι υδρορροές ήταν μονόλιθες ή διαμορφώνονταν από τρείς ή τέσσερις πλάκες. Εντοπίστηκε μόνον μία που είχε πλαίσια διαμορφωμένα με πλινθοδομή. Από την άποψη της φρουριακής αρχιτεκτονικής η οχύρωση του Διδυμοτείχου συγκαταλέγεται σε μία ενότητα μάλλον συνηθισμένων έργων: δεν εντοπίζονται νεωτερισμοί, δεν εισάγονται πρωτοτυπίες, ακολουθούνται τα συνηθισμένα, γενικά αποδεκτά και καθιερωμένα χαρακτηριστικά των οχυρώσεων (του 6ου και των κατοπινών αιώνων), οι τεχνικές και τα υλικά δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα, οι κλίμακες υπακούουν σε κοινά μέτρα. Στο σύνολο των πύργων και των πυλών ξεχωρίζουν για την αρχιτεκτονική τους οι πύργοι Π2 και Π16 και η πύλη ΠΛ9 (τουρκική)· για σπανιότητα της κάτοψης οι πύργοι Π3 και Π8· για τις διαστάσεις και την ισχύ τους οι πύργοι Π2, Π12, Π16, Π20 και Π21· για τη λειτουργία, τέλος, ο Π16. Δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένα α. η ποτάμια οχύρωση (υστεροβυζαντινή) και β. ο κλωβός (τουρκικός) που σχηματίζουν οι πύργοι Π19, Π20 και Π21: και οι δύο ιδιαιτερότητες σώθηκαν σε περιορισμένο αριθμό οχυρώσεων. Αν θέλει κανείς να συγκρίνει συνολικά το κάστρο με άλλες οχυρώσεις –αναφέρομαι πάντα στις περισωθείσες– της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης, συμπεραίνει σχετικά εύκολα ότι μάλλον υπερέχει από όλες τις άλλες. Σε κάθε περίπτωση όμως από τα σημαντικότερα έργα της βυζαντινής φρουριακής αρχιτεκτονικής εν γένει, από τον 9ο μέχρι τον 15ο αιώνα, και το σημαντικότερο για τη βυζαντινή περιφέρεια παραμένει πάντοτε το φρούριο του Πυθίου για όλα τα στοιχεία της ταυτότητας του. 4. Η οχύρωση είναι έργο ιουστινιάνειο. Επισκευές και ανακατασκευές πραγματοποιήθηκαν κατά τον 7ο/8ο αιώνα, τον 8ο/9ο, τον 10ο/11ο, την κομνήνεια περίοδο και τα έτη γύρω στο 1300. Στα μέσα του 13ου αιώνα οικοδομήθηκε η ποτάμια


[268]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οχύρωση, ενώ στα πρώτα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας κατασκευάστηκε ο μικρός περίβολος μπροστά από την πύλη ΠΛ10. Υποθέτω ότι οι πύργοι κάθε καινούργιας επέμβασης υψώθηκαν στη θέση παλαιότερων και οι πύλες παρέμειναν στην αρχική θέση τους. Επισκευές εντοπίζονται στους πύργους Π2, Π4 και Π10. Το προτείχισμα οικοδομήθηκε μόνον μετά την ολοκλήρωση της παλαιολόγειας επέμβασης, ενώ η διάνοιξη τάφρου, των μέσων του 14ου αιώνα, μαρτυρείται μόνον από ιστορική πηγή. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της οχύρωσης, το τείχος διατήρησε την ίδια όδευση. Όλες οι επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν συντήρησαν, επένδυσαν ή ανακατασκεύασαν το ιουστινιάνειο τείχος. Πολλοί πύργοι υψώθηκαν στη θέση των ιουστινιάνειων, ενώ είναι πολύ πιθανό ότι το ίδιο συνέβαινε σχεδόν κάθε φορά που κατέρρεε ένας μεταγενέστερος πύργος: ο νέος κατελάμβανε τη θέση του προϋπάρχοντος κατεστραμμένου. Είναι πολύ πιθανό ότι η πύλη ΠΛ10 ανοίχτηκε στη θέση ιουστινιάνειας. Φαίνεται ότι το ίδιο συνέβαινε με τις πύλες ΠΛ1 και ΠΛ4, αν κρίνω από τη θέση και τις διαστάσεις των πύργων που τις προστάτευαν. Η πύλη ΠΛ7 είναι των Λασκαριδών, όπως και όλη η ποτάμια οχύρωση. Δεν είναι γνωστό πότε διανοίχτηκε για πρώτη φορά η παλαιολόγεια, στη σωζόμενη μορφή, πυλίδα ΠΛ6, αλλά δεν αποκλείεται να βρίσκεται, επίσης, στη θέση ιουστινιάνειας. Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι το τείχος Τ9–11 είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές πριν από τον 9ο αιώνα, είχε αφεθεί μισοκατεστραμμένο, αλλά όχι ισοπεδωμένο, συνέχιζε να καταχώνεται –δεν γνωρίζω πότε άρχισε η διαδικασία αυτή– και, όταν ήρθε η ώρα να ανακατασκευαστεί για πρώτη φορά, τα συνεργεία δεν μπήκαν στον κόπο να καθαρίσουν τα ερείπια από τα μπάζα –να εξυγιάνουν δηλαδή τις τοιχοποιίες–, αλλά έχτισαν πάνω στα μπάζα και τα ερείπια. 5. Δεν είναι καθόλου σαφές για ποιο λόγο κατέστη απαραίτητη η εκ νέου ανοικοδόμηση μερικών πύργων κατά τον 7ο ή 8ο και άλλων κατά τον 8ο ή 9ο αιώνα. Η μόνη αιτία που σκέφτομαι είναι ένας καταστροφικός σεισμός. Αλλά ένας τέτοιος σεισμός προκάλεσε ζημιές μόνον στους ισχυρότερους πύργους του κάστρου; Φαίνεται πιθανό ότι χτυπήθηκαν λίγο – πολύ όλοι οι πύργοι, ίσως σε διαφορετικό βαθμό, αλλά επισκευάστηκαν άμεσα όσοι βρίσκονταν σε καίριες θέσεις ή είχαν υποστεί τις σοβαρότερες ζημιές, ενώ αφέθηκαν να επισκευαστούν σε έναν εύθετο χρόνο, όσοι δεν βρίσκονταν σε κρίσιμα σημεία ή είχαν υποστεί ελαφρότερες ζημιές. Και οι πύργοι που πλαισίωναν τις κύριες πύλες ήταν οι ισχυρότεροι και οι σημαντικότεροι. Από την άλλη μεριά, αν όλοι οι πύργοι υπέστησαν ζημιές, κάποιοι έμειναν μισοερειπωμένοι μέχρι τα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα χωρίς να συντηρηθούν; Οι υποτιθέμενοι ιουστινιάνειοι πύργοι που βρίσκονταν στη θέση των πύργων των Μακεδόνων (στην παντελώς απρόσιτη πλευρά) και των Κομνηνών (σε εξαιρετικά δυσπρόσιτη πλευρά), χωροθετημένοι ανά ζεύγη, είναι πιθανό ότι δεν ανήκαν στην


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[269]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προτεραιότητα των υπερασπιστών του κάστρου και έτσι έμειναν για μερικούς αιώνες μισοερειπωμένοι, μέχρις ότου οι αρχές της περιόδου των Μακεδόνων και των Κομνηνών αποφασίσουν να τους ανοικοδομήσουν εκ νέου. Η πολιορκία του Ιωαννίτζη επέφερε εκτεταμένη καταστροφή της ΒΑ πλευράς και σχεδόν του βόρειου μισού της ΝΑ πλευράς. Αν η συλλογιστική, που ανέπτυξα στο κεφάλαιο για τις χρονολογήσεις, είναι σωστή, τότε η οχύρωση αυτής της πλευράς (από τον πύργο Π4 μέχρι την πύλη ΠΛ6) έμεινε σχεδόν έναν αιώνα σε μεγάλη έκταση ερειπωμένη, εν μέρει ισοπεδωμένη, σχεδόν αχρηστευμένη μέχρι να την ανακατασκευάσει ή να την επενδύσει ο Ταρχανειώτης. Κρίνοντας από την παρουσία πύργων παλαιότερων από τους πύργους του Ταρχανειώτη (δηλαδή των πύργων Π8, Π14, Π15) είμαι βέβαιος ότι αυτοί οι πύργοι (μαζί τους και οι πύργοι Π2, 3, 4) διέφυγαν την καταστροφή ή ότι ο Ιωαννίτζης θεώρησε περιττό (σε μένα δεν είναι φανερό για ποιο λόγο) να βάλει εναντίον τους. Η απόφαση για την ανοικοδόμηση της ποτάμιας οχύρωσης ίσως είναι απότοκος των πολιορκιών του 1206, αλλά, όπως και να είναι τα πράγματα, νομίζω ότι δεν επρόκειτο να κτιστεί αν δεν βρισκόταν στο διάκι της Νίκαιας ένας αυτοκράτορας που σχετιζόταν άμεσα με τον τόπο αυτόν. Τέλος, ο μικρός περίβολος μπροστά από την πύλη ΠΛ10 οφείλεται στην επιθυμία των Τούρκων πολεμιστών να περιφρουρήσουν τις κατακτήσεις τους και να οργανώσουν την άμυνα των εδαφών που μόλις είχαν καταλάβει και στα οποία η κυριαρχία τους δεν ήταν ακόμη εμπεδωμένη αμετάκλητα. Η σημαντικότερη πύλη, η ΠΛ1, διέθετε –έτσι κι’ αλλιώς– ισχυρή προστασία από τους δύο πύργους που την πλαισίωναν, αλλά και από τη διαμόρφωση του εδάφους που εκτεινόταν μπροστά και στα νότιά της. Έτσι το ενδιαφέρον των νέων κυριάρχων στράφηκε στην πύλη ΠΛ10, που δεν ήταν ανάλογα προστατευμένη και η πλαγιά μπροστά της ήταν λιγότερο επικίνδυνη και ευκολότερα προσβάσιμη. 6. Η ιουστινιάνεια τοιχοποιία ήταν με προσεγμένη λιθοδομή σε κανονικές στρώσεις που οργανώνονταν σε ζώνες από πλίνθινες ζώνες τεσσάρων, κατά κανόνα, σειρών πλίνθων. Στις τοιχοποιίες της μεταβατικής περιόδου (σκοτεινοί αιώνες) κυριαρχούσαν τα ογκώδη spolia. Στις αρχαιότερες από τις τοιχοποιίες αυτές οι δόμοι διατήρησαν σε γενικές γραμμές τα αρχικά σχήματα και διαστάσεις, ενώ στις νεότερες χρησιμοποιήθηκαν ογκώδεις δόμοι επεξεργασμένοι ή χοντροδουλεμένοι ώστε να αποκτήσουν τις κατάλληλες διαστάσεις· στους τελευταίους αναγνωρίζεται κάποια προχειρότητα ή αμέλεια στην επεξεργασία. Οι πύργοι των Μακεδόνων κτίστηκαν με λιθοδομή, στην οποία αναγνωρίζονται μερικά spolia σε εξέχουσες θέσεις· οι λίθοι τοποθετούνταν σε στρώσεις και οι λιθοδομές οργανώνονταν σε ζώνες από πλίνθινες ζώνες τεσσάρων σειρών πλίνθων (banded masonry). Στους κομνήνειους πύργους οι


[270]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λιθοδομές σε στρώσεις, λίγο – πολύ κανονικές, ήταν το κυρίαρχο στοιχείο. Στον αρχαιότερο από τους δύο, τον πύργο Π14, τα spolia κυριαρχούσαν, ενώ στον νεότερο οι λίθοι ήταν μεσαίων διαστάσεων. Στα μέσα του 13ου αιώνα το Πεντάζωνο ήταν με μάλλον κανονική λιθοδομή και πλίνθινες ζώνες πολλαπλών σειρών πλίνθων με την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου. Η τελευταία εντοπίστηκε σε ολόκληρο το κάστρο μόνον στον πύργο Π16. Στην τελευταία βυζαντινή φάση (παλαιολόγεια) η βιασύνη, η ευτέλεια και η προχειρότητα είναι προφανείς: μεσαίες και μικρές πέτρες και πλινθία, συνήθως επάλληλα· οι λίθοι είναι αργοί, η προσπάθεια να τοποθετηθούν σε στρώσεις είναι μάλλον τυχαία ή υποτυπώδης. Στη τουρκική επέμβαση τα ντουζένια είναι ιδιαίτερα προσεγμένα και έχουν ακέραιες πλίνθους· οι λίθοι πολύ καλά δουλεμένοι στα καίρια σημεία (σταθμοί, τόξα, γωνίες)· οι λιθοδομές είναι αρκετά προσεγμένες, το πλινθοπερίκλειστο αρκετά κανονικό χωρίς να είναι τέλειο· η γενική εικόνα δείχνει μεγάλη φροντίδα και επιμελημένη εργασία. 7. Το λίθινο υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην ιουστινιάνεια οχύρωση του Διδυμοτείχου εξορύχθηκε ειδικά για την περίπτωση από λατομείο, μάλλον κοντινό, και οι πλίνθοι ψήθηκαν ειδικά για το κάστρο. Από τον 7ο αιώνα και μετά το λίθινο υλικό ήταν όλο συλλεκτό. Προήλθε αφ’ ενός μεν από αρχαία ερείπια της Πλωτινόπολης ή και του ίδιου του λόφου του κάστρου, αφ’ ετέρου δε από τις πλαγιές του λόφου και τις όχθες των κοντινών ποταμών και χειμάρρων. Εκτός αυτών των πηγών είναι πολύ πιθανό ότι τα κατεστραμμένα τμήματα της οχύρωσης τροφοδοτούσαν με το υλικό τους –όσο βέβαια ήταν κατάλληλο– την ανέγερση των νέων τμημάτων. Οι μεγάλοι και ογκώδεις δόμοι που βρίσκονται στους πύργους των Μακεδόνων, τους κομνήνειους και στα χαμηλότερα τμήματα των παλαιολόγειων προέρχονται από αρχαιότερους πύργους στην ίδια ή κοντική θέση. Κατά την τελευταία περίοδο χρησιμοποιήθηκε λίθινο υλικό ιδιαίτερα από πύργους που ήταν σωριασμένοι σε ερείπια. Οι πλίνθοι των πύργων Π16, Π23 και Π24 είναι ακέραιες και ίσως κατασκευάστηκαν ειδικά για αυτούς, ενώ τα πλινθία της υστεροβυζαντινής περιόδου έχουν όλα συλλεχθεί από τα ερείπια του κάστρου. Τα μικρά αυτά πλίνθινα κομμάτια ήταν ό,τι υλικό απέμενε πια από τα τελευταία ξεδιαλέγματα των ερειπίων, ομοιογενές, μικρού και μεσαίου μεγέθους, χοντροδουλεμένο. Στην πρώτη φάση της οχύρωσης, του 6ου αιώνα, το συγκολλητικό υλικό ήταν ασβεστοκονίαμα με πρόσμειξη κεραμάλευρου και σπασμένων πλίνθων και κεραμιδιών, διαφόρων μεγεθών (από 1–2χλσ μέχρι 15χλσ, αυτά που οι οικοδόμοι λένε συνήθως ρύζι και φουντούκι αντίστοιχα). Το τελικό προϊόν έχει χαρακτηριστικό ρόδινο χρώμα και τα μικρά κομμάτια πλίνθων είναι ευδιάκριτα μέσα στο συνδετικό υλικό. Σε όλες τις άλλες φάσεις της οχύρωσης το συνδετικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν απλό ασβεστοκονίαμα. Αυτό το συγκολλητικό υλικό ήταν


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[271]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σύνηθες κατά την περίοδο μέχρι τον 6ο αιώνα, αλλά στη συνέχεια έμεινε προνόμιο σχεδόν μόνον των αυτοκρατορικών έργων. Γενικές παρατηρήσεις. 1. Η οχύρωση του λόφου είχε πρώτο και κύριο προορισμό, όπως σχεδόν όλες οι οχυρώσεις, να παρέχει ασφάλεια στους χρήστες του, αστούς και στρατιωτικούς. Σχεδιάστηκε για να μεγιστοποιήσει αυτή την συνεισφορά. Η έκταση και η μορφή της ήταν συνάρτηση της γεωμορφολογίας και μιας υπολογιζόμενης, επιθυμητής μέσης έκτασης και των εν γένει χρήσεων του κάστρου. Ο οικισμός εξ άλλου ποτέ δεν κατέλαβε όλον το χώρο που περιέκλειαν τα τείχη. Ένα τμήμα της έκτασης αυτής, καθόλου ευκαταφρόνητο, έμενε πάντα ακατοίκητο, γιατί ήταν παντελώς ακατάλληλο για ειρηνική, καθημερινή διαβίωση –πρωτίστως για λόγους κλιματολογικούς–. Ωστόσο η γεωμορφολογία δεν επέτρεπε να μείνει ανοχύρωτο το τμήμα αυτό. Η γεωμορφολογία ήταν ο καθοριστικός παράγοντας της όδευσης που ακολούθησε το τείχος, της χωροθέτησης των πύργων και των πυλών. Από τις πύλες περνούσαν άνθρωποι, ζώα και αγαθά. Καθώς δεν είναι γνωστή η κατάσταση των οδοστρωμάτων δεν μπορούμε να ξέρουμε αν κυκλοφορούσαν –και τι είδους– τροχοφόρα. Πάντως τα λαξευμένα στο βράχο σκαλοπάτια –όπου υπήρχαν– απαγόρευαν την κυκλοφορία τροχοφόρων. Οι κάτοικοι κυκλοφορούσαν μεμονωμένοι ή σε ομάδες, ενώ οι στρατιωτικοί και οι πιστοί των λιτανειών συντεταγμένα ή σε ομάδες. Όλα αυτά είχαν σχετική ή μικρή σημασία: σε περίπτωση ανάγκης επαρκούσε μία μικρή πυλίδα για να κυκλοφορήσουν άνθρωποι και να διακινηθούν προϊόντα, φανερά ή κρυφά. Απαραίτητη προϋπόθεση: η πυλίδα όφειλε να είναι στοιχειωδώς προσβάσιμη από πολίτες, ας πούμε να μη δίνει σε γκρεμό. Το ερώτημα –για μένα αναπάντητο– είναι πόσο αυτά τα θεωρητικά προβλήματα απασχολούσαν, όσους σχεδίαζαν οχυρώσεις και κατ’ επέκταση αν και πόσο αποτυπώνονταν στα στρατιωτικά εγχειρίδια. Στην ακρόπολη ζούσαν οι πολιτικοί ή στρατιωτικοί αξιωματούχοι που βρίσκονταν κατά καιρούς στην πόλη. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο είχαν εγκατασταθεί εδώ ανταπαιτητές του αυτοκρατορικού θρόνου με τις οικογένειές και τις αυλές τους, αλλά τίποτε δεν είναι γνωστό για το χώρο διαμονής τους. Το πιο πιθανό είναι ότι έμεναν στην ακρόπολη. Την υπόθεση αυτή ενισχύει η πληροφορία ότι κατά την οθωμανική περίοδο στην κορυφή του υψώματος υπήρχαν καταλύματα της σουλτανικής αυλής. Πάντως πρέπει να σημειώσω ότι ο χώρος αυτός βάλλεται άγρια από όλους τους ανέμους, από τους οποίους βέβαια οι χειρότεροι είναι οι χειμωνιάτικοι βοριάδες, και είναι η πιο κρύα το χειμώνα και η πιο θερμή το καλοκαίρι περιοχή του κάστρου. Η πιο κατάλληλη περιοχή για κατοικία είναι μια σχετικά στενή ζώνη μέσα από τα τείχη Τ22–


[272]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

23, Τ23–24, Τ24–25 και Τ25–1: είναι η πιο απάνεμη και έχει τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια στο εικοσιτετράωρο και στο έτος. 2. Σπουδαία λειτουργία των τειχών, κοινή σχεδόν στις περισσότερες οχυρώσεις υψωμάτων, λανθάνουσα και αφανής στον καθημερινό περαστικό, αλλά προφανής στον προσεκτικό παρατηρητή, είναι η λειτουργία τους ως αναλημματικών τοίχων (αντερεισμάτων). Τα τείχη συγκρατούσαν τα χώματα του πρανούς από κατολισθήσεις και στις απότομες πλαγιές ο χώρος ανάμεσα στο τείχος και την κλιτύ γέμιζε με μπάζωμα, άλλοτε αμέσως μετά την ανοικοδόμηση της οχύρωσης, άλλοτε σταδιακά. Έτσι διαμορφωνόταν επίχωση, στην οποία θεμελιώνονταν οι ποικίλες οικοδομές του κάστρου. Στην περίπτωση της Καβάλας ένας κλασσικός αρχαιολόγος, όπως ο Γ. Μπακαλάκης, έβλεπε στα παράλια τείχη της πόλης αναλημματικούς τοίχους και ο Γάλλος ιησουίτης π. Braconnier ένα απλό περίφραγμα με πύργους850. Για να γίνει καθαρή η σημασία των τειχών ως αντερεισμάτων, επισημαίνω ότι, αν ποτέ κατέρρεε το τείχος Τ22–1 του Διδυμοτείχου ή το παράλιο τείχος της Καβάλας, τα σπίτια του ανδήρου μέσα από τα τείχη θα έμεναν μετέωρα –για πόσο;– ή θα διολίσθαιναν και θα τσακίζονταν στον γκρεμό μπροστά τους. 3. Πόσο αποτελεσματική ήταν η οχύρωση; Στο ερώτημα απαντά η ιστορία της πόλης: το Διδυμότειχο αλώθηκε από τον Κρούμο ή τον Συμεών, δυνάμεις της Γ΄ και της Δ΄ Σταυροφορίας και τον Ιωαννίτζη. Δεν ξέρουμε με ποιον τρόπο περιήλθε στον Θεόδωρο Άγγελο Κομνηνοδούκα, τον Ιβάν τον Asen τον Β΄ και τον Βατάτζη, αλλά μου φαίνεται πιο πιθανό ότι παραδόθηκε παρά ότι καταλήφθηκε: πρώτον δεν αναφέρεται κατάληψη μετά από στρατιωτικές επιχειρήσεις· δεύτερον –στην περίπτωση του Θεοδώρου– μαρτυρείται αναγνώριση από τους κατοίκους· τρίτον οι εναλλαγές στην κυριαρχία έλαβαν χώραν μετά από σημαντικές ή συντριπτικές συγκρούσεις στη Θράκη, οπότε κάθε αντίσταση σε έναν νικηφόρο, προελαύνοντα αντίπαλο φαινόταν περιττή· και τέταρτον η πόλη υπέκυπτε αμαχητί σε νικητή χωρίς αντίπαλο, στον οποίο δηλαδή δεν μπορούσε να αντισταθεί κανείς. Στους Τούρκους πολεμιστές μάλλον παραδόθηκε. Ποιες πολιορκίες ήταν ανεπιτυχείς; Ο Βούλγαρος τσάρος Aλέξανδρος πολιόρκησε το κάστρο από το φθινόπωρο του 1342 μέχρι τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο του 1343, αλλά αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία, όταν εμφανίστηκε ο Ουμούρ, εμίρης του Αϊδινίου. Ο Αλέξιος Απόκαυκος, επικεφαλής στρατεύματος της αντιβασιλείας της Κωνσταντινούπολης, αφού καθ’ οδόν προς το Διδυμότειχο αποπειράθηκε – ανεπιτυχώς– να καταλάβει το Πύθιο, πολιόρκησε το 1342 και το 1344 την πόλη χωρίς επιτυχία.

850

Τσουρής, Καβάλα, σ. 396–397 υποσημ. 26.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[273]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μελετώντας τις οχυρώσεις και τις επιχειρήσεις εναντίον τους πάντα αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο έπεφταν ή αντιστέκονταν με επιτυχία τα κάστρα. Υπάρχουν αρκετοί προφανείς λόγοι: αριθμητική ή τεχνική υπεροχή των πολιορκητών και αντίστοιχη υστέρηση των αμυνόμενων, κακή κατάσταση διατήρησης ή ανεπαρκής οχύρωση, ανεπαρκής εφοδιασμός των αμυνομένων, συστηματικός αποκλεισμός. Εφ’ όσον ο υπέρτερος πολιορκητής είχε στη διάθεσή του χρόνο και ήταν αποφασισμένος να αποκλείσει συστηματικά μιαν οχύρωση, τότε κανένα κάστρο δεν ήταν δυνατό να αντισταθεί επ’ άπειρον. Ο Ακροκόρινθος θεωρητικά θα μπορούσε να αντιστέκεται αιωνίως, αλλά εν τέλει υπέκυψε στον πεισματικό αποκλεισμό από τους Φράγκους, όταν ο απελπισμένος υπερασπιστής του τερμάτισε τη ζωή του και η Masada της Ιουδαίας απέκρουσε όλες τις επιθέσεις, αλλά εν τέλει υπέκυψε σε ένα συστηματικό, υπομονετικό και πείσμονα Ρωμαίο. Η ηθική υπεροχή ή η ηθική υστέρηση δεν ήταν καθόλου αμελητέος παράγοντας –ίσως μερικές φορές μάλιστα μπορεί να ήταν αποφασιστικός–. Το διακύβευμα, επίσης, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν. Πέραν όλων αυτών, όμως, υπέκυπταν οχυρώσεις χωρίς να συντρέχει κανένας προφανής ή ιδιαίτερος λόγος: πρόκειται για αιφνιδιασμό, στρατήγημα, προδοσία, εξαγορά ή συναλλαγή. Αν το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου της τουρκικής κατάκτησης έχει σκιαγραφηθεί σωστά από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα, τότε το Διδυμότειχο δεν επρόκειτο να αλωθεί εύκολα από τους Τούρκους πολεμιστές. Οι υπερασπιστές του υπέκυψαν σε εκβιασμό και το κάστρο έγινε αντικείμενο συναλλαγής: τα στρατηγήματα κάθε είδους ήταν κατά κανόνα ιδιαίτερα αποτελεσματικά. 4. Το κάστρο του Διδυμοτείχου βρισκόταν σε μικρή ή μεγάλη απόσταση από τους δύο μεγάλους δρόμους της χερσονήσου του Αίμου· συγκαταλεγόταν στην ομάδα των περιφερειακών οχυρώσεων της αιγαιακής Ροδόπης· σε σύγκριση με τη Μαξιμιανούπολη / Μοσυνόπολη, τη σημαντικότερη οχύρωση της Ροδόπης, ήταν δευτερεύον έργο· από το 1204 και μετά αφανίστηκαν η Μοσυνόπολη και η Τραϊανούπολη –οι πιο σημαντικές πόλεις της Ροδόπης–, η Μαρώνεια και το Πολύστυλο πριν από την τουρκική κατάκτηση είχαν πια ερημωθεί, ενώ όλη η περιοχή αντιμετώπισε πρωτοφανείς καταστροφές· κάτω από τις συνθήκες αυτές η πόλη του Διδυμοτείχου απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, σταδιακά αναβαθμίστηκε (διαδικασία που στην πραγματικότητα είχε αρχίσει ήδη από τον 12ο αιώνα) και είδε να αναπτύσσονται σημαντικές δραστηριότητες. Ωστόσο στη διάρκεια της υστεροβυζαντινής περιόδου ο οικισμός έφθινε σταδιακά, αλλά η οχύρωσή του συντηρούνταν αδιάκοπα. Αν καταλαβαίνω σε κάποιο βαθμό σωστά τις διαδικασίες, η οχύρωση του λόφου είχε μεγαλύτερη σημασία από τον ίδιο τον οικισμό. Μερικές δεκαετίες πριν από την τουρκική κατάκτηση στη βυζαντινή Ροδόπη επιζούσαν, δίπλα στο Διδυμότειχο, η Ξάνθεια, το Περιθεώριο, η Κομοτηνή, η


[274]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γρατιανούπολη, η Βήρα, ίσως η Μάκρη, η Τζερνομιάνου πόλις, οι κορυφαίες πόλεις της Θράκης, η Φιλιππούπολη και η Αδριανούπολη, και μερικά φρούρια της Ροδόπης, γνωστής (Πύθιο) ή άγνωστης (Νυμφαία) ταυτότητας: η Θράκη υφίστατο βαριά πλήγματα. Η ύπαιθρος καταστρεφόταν, ερημωνόταν και γνώριζε μια πρωτοφανή, ραγδαία δημογραφική φθορά, η παραγωγή υποχωρούσε δραματικά, η οικονομία καταστρεφόταν ανεπανόρθωτα και γνώριζε πρωτοφανή καθίζηση. Οι αγροτικοί οικισμοί εξαθλιώνονταν σε πρωτοφανή βαθμό και αφανίζονταν, οι κάτοικοί τους μετακινούνταν προς τις οχυρωμένες πόλεις ή προς τις ορεινές περιοχές, το αίσθημα της ανασφάλειας κυριαρχούσε, τα κρατικά έσοδα μειώνονταν. Στο πλαίσιο αυτό οι οχυρώσεις που άντεξαν, απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία για τον τόπο και το κράτος. Η σημασία αυτή δεν αντανακλούσε αυξημένο παραγωγικό, οικονομικό ή κοινωνικό ρόλο των ίδιων των οικισμών και των κατοίκων τους, αλλά μόνον πολιτικό–στρατιωτικό: ανάμεσα στα ερείπια ό,τι είχε επιζήσει είχε ιδιαίτερη αξία. Η οθωμανική πλημμύρα, όταν κατέκλυσε τα ερείπια του βυζαντινού κράτους, στην αιγαιακή Ροδόπη βρήκε μόνον εξουθενωμένα λείψανα οικονομίας και κοινωνίας στις θέσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Από την άποψη αυτή δεν βρίσκω καθόλου περίεργο το γεγονός ότι η κατάκτηση των οχυρώσεων που στα μάτια των σύγχρονων ερευνητών φαίνονται τόσο σημαντικές, στα μάτια της ιστοριογραφίας της εποχής εκείνης σχεδόν αγνοήθηκε. Μόλις ολοκληρώθηκε και παγιώθηκε η κατάκτηση, η πόλη του Διδυμοτείχου –στο εξής Ντιμετόκα στη γλώσσα του νέου κυρίαρχου και Διμότειχο στα ελληνικά– βρήκε μια καινούρια θέση, δευτερεύουσα αλλά πραγματική αυτή τη φορά, στον οικονομικό χάρτη της νέας αυτοκρατορίας, και ταυτόχρονα εξασφάλισε οθωμανικές ιστορικές περγαμηνές που τη συνόδευσαν μέχρι τον 20ο αιώνα. 5. Τελειώνοντας με τις γενικές παρατηρήσεις αναφέρομαι στις ποσότητες των οικοδομικών υλικών που καταναλώθηκαν στην ιουστινιάνεια οχύρωση. Υπολογίζω ότι το συνολικό μήκος των σωζομένων τειχών έφτανε τα 950μ, χωρίς να συμπεριλαμβάνω τους πύργους (δηλ. δεν μετρώ το ανάπτυγμα των πλευρών τους), αλλά θεωρώντας ότι στη θέση τους υπήρχε τείχος . Το ύ. μάλλον κυμαινόταν ανάμεσα στα 6μ και τα 10μ, ενώ το σύνηθες ύ. ήταν περίπου 6μ. Θεωρώ, ακόμη, ότι το πάχος του τείχους δεν ήταν μικρότερο από τα 2μ (στην πραγματικότητα σε ορισμένα σημεία έφτανε τα 2,10μ–2,20μ). Αρχίζω από τις πλίνθους: στο τείχος υπήρχαν τουλάχιστον δύο πλίνθινα ντουζένια, το κάθε ένα από τα οποία είχε τέσσερις σειρές πλίνθων, δηλαδή το τείχος είχε τουλάχιστον οκτώ σειρές πλίνθων πολλαπλασιαζόμενο επί το 950μ (το ελάχιστο μ του τείχους) δίνει 7.600μ. Οι πλίνθοι είχαν μήκος 0,30–0,33μ, δηλαδή απαιτούνταν 7.600μ:0,30μ=25.333 πλίνθοι στην παρειά του τείχους ή 7.600μ:0,33μ=23.030 πλίνθοι.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[275]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο πάχος των 2μ χωρούν 6,6 πλίνθοι μήκους 0,30μ ή 6 πλίνθοι μήκους 0,33μ. Αυτό σημαίνει ότι για να κτιστεί το τείχος με 2 ντουζένια χρειάστηκαν 25.333Χ6,6=211.998 πλίνθοι μήκους 0,30μ ή 23.030Χ6=138.180 πλίνθοι μήκους 0,33μ. Στρογγυλεύοντας τους αριθμούς προς τα κάτω συμπεραίνω ότι για την ανοικοδόμηση του τείχους του Διδυμοτείχου χρειάστηκαν τουλάχιστον περίπου 211.000 ή 138.000 πλίνθοι. Είναι απολύτως βέβαιο ότι σήμερα η παραγωγή των πλίνθων είναι πολύ ακριβότερη από ό,τι ήταν τον 6ο αιώνα. Με τις ίδιες μετρήσεις υπολογίζω ότι ο συνολικός όγκος του υφιστάμενου τείχους αγγίζει τα 11.400μ3 (μήκος 950μ Χ πλάτος 2μ Χ ύψος 6μ), πάντα χωρίς να περιλαμβάνω στις μετρήσεις τους πύργους. Αυτός ο όγκος είναι ο ελάχιστος. Επομένως απαιτήθηκαν τουλάχιστον 11.400μ3 λίθου και ασβεστοκονιάματος. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι το τελευταίο είχε πρόσμειξη κεραμάλευρου και τριμμάτων κεραμιδιού, γεγονός που το καθιστούσε ακριβότερο από το κοινό ασβεστοκονίαμα. Επίσης οφείλω να σημειώσω ότι στον πυρήνα του τείχους χρησιμοποιήθηκαν αργοί λίθοι, αλλά στις δύο παρειές του τείχους οι λίθοι ήταν καλά επεξεργασμένοι. Οι δύο παρειές με τους καλοδουλεμένους λίθους είχαν επιφάνεια 11.400μ2. Αυτή η επιφάνεια είναι η ελάχιστη. Στις δαπάνες για την αγορά των ανωτέρω οικοδομικών υλικών πρέπει να συνυπολογισθεί το κόστος του εργατικού δυναμικού που ανέλαβε την ανοικοδόμηση, τις προαπαιτούμενες και τις παρεπόμενες εργασίες (μεταφορά υλικών στο ύψωμα, αποχωματώσεις, καθαρισμοί, σκαλωσιές, απομάκρυνση μπάζων κτλ) Το σύνολο των ανωτέρω υπολογισμών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ανοικοδόμηση του τείχους ήταν μια υπόθεση με κόστος καθόλου ευκαταφρόνητο. Συμπεράσματα. Η οχύρωση του Διδυμοτείχου, σωζόμενη –σε γενικές γραμμές– σε καλή ή μέτρια κατάσταση, κέρδισε το ενδιαφέρον της έρευνας, αλλά για να διευκρινισθεί και να ολοκληρωθεί η εικόνα που έχουμε για αυτήν, απαιτούνται μια σειρά από ανασκαφικές εργασίες σε αρκετά σημεία της. Πρόκειται για ενδιαφέρον έργο φρουριακής αρχιτεκτονικής, στο οποίο πάντως δεν εμφανίζονται καινοτομίες ή πρωτοτυπίες και δεν εισάγονται νεωτερισμοί· μορφές, τύποι, κλίμακες και υλικά είναι συνηθισμένα και τρέχοντα για την εποχή τους. Σχεδιάστηκε αρκετά προσεκτικά και επιτέλεσε το ρόλο του μάλλον ικανοποιητικά. Οσάκις απαιτήθηκαν τροποποιήσεις, προσθήκες, επισκευές, αυτές πραγματοποιήθηκαν κανονικά και χωρίς προβλήματα, αλλά όχι πάντοτε στην ώρα τους. Για την αρχιτεκτονική τους ξεχωρίζουν, ανάμεσα στους υπόλοιπους πύργους της οχύρωσης, οι πύργοι Π2 και Π16. Οι ίδιοι πύργοι επίσης παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ανάμεσα σε έργα φρουριακής αρχιτεκτονικής της βυζαντινής επαρχίας


[276]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου. Για την ισχύ τους διακρίνονται –εκτός από τους δύο προηγούμενους– οι πεντάπλευροι πύργοι Π20 και Π21 και ο πεταλόσχημος Π12· όλοι τους προστάτευαν πύλες. Οι δύο παραλλαγές πεντάπλευρου πύργου, οι πύργοι Π3 και Π8, αποτελούν τη μοναδική απόπειρα να εφαρμοστούν κάποιοι νεωτερισμοί στα γενικά παραδεδεγμένα. Οι υπόλοιπες κατασκευές είναι στην καλύτερη περίπτωση απλώς ισχυρά έργα. Στις επεμβάσεις της παλαιολόγειας περιόδου δεν πρυτάνευσε ιδιαίτερη μέριμνα για τα απαιτούμενα υλικά ούτε προσεγμένες κατασκευές: μένω με την εντύπωση ότι το τελευταίο έργο πραγματοποιήθηκε κάπως πρόχειρα και μάλλον βιαστικά. Στο αμυντικό σύστημα θεωρώ σημαντικό έργο την επέκταση της οχύρωσης προς την όχθη του Ερυθροποτάμου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη προσέγγιση των ποταμίων υδάτων. Ξεχωρίζει επίσης ο κλωβός μπροστά από την πύλη ΠΛ10, των πρώτων χρόνων της τουρκικής κυριαρχίας. Η οχύρωση του Διδυμοτείχου χρωστά πριν από όλα την αξία της στην εξαιρετική επιλογή θέσης, που ήταν πάντοτε για τις μεσαιωνικές οχυρώσεις το κύριο στοιχείο ταυτότητας. Η προσεκτική χωροθέτηση των επί μέρους στοιχείων της την κατέστησε ιδιαίτερα λειτουργική. Νομίζω ότι για την εποχή της και για τη θέση της δεν μπορούσε να γίνει καλύτερη. Ο τόπος, η ιστορία –παρεπόμενο εξ άλλου της θέσης– και οι οικονομικές συνθήκες κράτησαν την οχύρωση όρθια μέχρι τις μέρες μας παρά τις φθορές που υπέστη από το χρόνο και τις καταστροφές που προκάλεσαν ανθρώπινες επεμβάσεις κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[277]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΕΠΙΜΕΤΡΟ 1. ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΟΧΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ. Η οχύρωση της Κομοτηνής είναι ενιαίο έργο. Το αμυντικό σύστημα απηχεί ενιαία σύλληψη και τα κατασκευαστικά και τα μορφολογικά δεδομένα παρουσιάζουν κατασκευή που υψώθηκε σε μία φάση, με εξαίρεση τρία σημεία περιορισμένης έκτασης, μάλλον χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Η οχύρωση σε απολύτως πεδινή έκταση, μακριά από την ακτή, στην ενδοχώρα, υποδεικνύει ανοικοδόμηση σε περίοδο πριν από το τέλος της αρχαιότητας. Δεν γνωρίζω ανέγερση οχύρωσης κατά τη μεσοβυζαντινή ή υστεροβυζαντινή περίοδο στην ενδοχώρα, σε απολύτως επίπεδο πεδίο, όπως είναι η Κομοτηνή, χωρίς παλαιότερη οικιστική κατάληψη. Τέτοιες περιπτώσεις είναι γνωστές, αλλά, σύμφωνα με όσα έχω υπ’ όψιν, όλες βρίσκονται πάνω σε θαλασσινές ακτές (Χρυσόπολη, Πόροι) ή σε όχθες ποταμού (Smederevo). Στη συλλογιστική αυτή δεν συμπεριλαμβάνω περιπτώσεις, στις οποίες ένας τόπος αξιοποιήθηκε οικιστικά ήδη σε προγενέστερες περιόδους (Ιωάννινα), επομένως αποτέλεσε επιλογή άλλων εποχών και όχι της μέσης ή ύστερης βυζαντινής περιόδου, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, προϋποθέσεις και όρους. Παρόμοιες περιπτώσεις αποτελούσαν επιβιώσεις αρχαιοτέρων εγκαταστάσεων και όχι νέες, εξ αρχής επιλογές. Εξ ίσου αποφασιστικά στοιχεία είναι τα κατασκευαστικά και μορφολογικά. Οι διαμπερείς ζώνες τριών, τεσσάρων ή πέντε σειρών πλίνθων (από παρειά σε παρειά) παύουν να εφαρμόζονται μετά τον 6ο–7ο αιώνα. Στην παρούσα εργασία συγκεντρώνεται ικανός αριθμός παραδειγμάτων οχυρώσεων με ζώνες πλίνθων, που χρονολογούνται στην περίοδο από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα και είναι περιττό να επαναληφθούν εδώ οι σχετικές περιπτώσεις. Σε κανένα σημείο των πλινθοδομών δεν εντοπίστηκε η μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή τεχνική της κρυμμένης πλίνθου. H λιθοδομή δεν εμφανίζει κανενός είδους προσθήκες. Δεν εντοπίστηκαν περιοχές με πλινθία στους αρμούς, μεμονωμένα, σε συνδυασμούς ή επάλληλα, με εξαίρεση βέβαια τις τρεις περιοχές των μεταγενέστερων επεμβάσεων, που διαφέρουν σαφώς από το σύνολο της τοιχοποιίας. Επίσης δεν εντοπίσθηκαν περιοχές με λιθοδομή χωρίς ζώνες πλίνθων και πάλι με εξαίρεση τις τρεις ανωτέρω περιοχές. Ακόμη δεν εντοπίστηκαν μέλη σε β΄ χρήση. Με λίγα λόγια δεν εφαρμόστηκε καμμία από τις τεχνικές που προσγράφονται στη μέση ή ύστερη βυζαντινή περίοδο, με εξαίρεση τις περιορισμένες επιφάνειες στην ανωδομή, όπου εφαρμόστηκε λιθοδομή με πλινθία στους αρμούς. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι κοινά σε οχυρώσεις που χρονολογούνται πέραν πάσης αμφιβολίας στην περίοδο ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αιώνα. Κατά συνέπεια μένει να ερευνηθεί ποιος ήταν αξιωματούχος που αναφερόταν στην


[278]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επιγραφή που αναφέρει ο Στ. Κυριακίδης. Υποθέτω ότι πρόκειται για αυτοκράτορα, χωρίς να αποκλείεται να πρόκειται για κάποιον αξιωματούχο της περιφέρειας. Ο Θεοδόσιος ο Α΄ (379–395) δεν αναφέρεται ως ιδρυτής οχυρώσεων στις επαρχίες της Θράκης, αντίθετα ο εγγονός του, Θεοδόσιος ο Β΄ (408–450), συνδέθηκε με το γιγάντιο έργο της οχύρωσης της πρωτεύουσας, που έπαιρνε την τελική του μορφή στα 413. Το σύστημα τοιχοποιίας που ακολούθησε ήταν λιθοδομή οργανωμένη σε ζώνες από πλίνθινα ντουζένια με τρεις μέχρι πέντε σειρές πλίνθων. Επρόκειτο για σύστημα που εφαρμοζόταν ευρέως ήδη από τους αυτοκρατορικούς αιώνες. Η μορφή αυτή στη συνέχεια επικράτησε σχεδόν σε όλα τα αυτοκρατορικά έργα μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα και επανεμφανίστηκε μετά τον 9ο, με ουσιώδεις διαφορές πάντως αυτή τη φορά (μόνον στις όψεις). Στην πραγματικότητα η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε στο εξής πρότυπο για κάθε παρόμοια οικοδομική δραστηριότητα. Υποθέτω ότι η οχύρωση της Κομοτηνής οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδοσίου του Β΄, μετά την ανέγερση της οχύρωσης της πρωτεύουσας, της οποίας ακολούθησε το σύστημα τοιχοδομίας. Η Θράκη δεν απειλήθηκε κατ’ εξακολούθηση επί Θεοδοσίου του Α΄· το 395, όμως, οι Βησιγότθοι έφτασαν μέχρι την πρωτεύουσα και στη συνέχεια εξετράπησαν προς την κεντρική και τη νότια Ελλάδα· οι Ούννοι κατέλαβαν το 443 τη Σερδική, τη Φιλιππούπολη και την Αρκαδιούπολη· το 447 πραγματοποιήθηκε μια νέα επίθεση Ούννων, που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην Θράκη. Νομίζω ότι η αυξανόμενη βαρβαρική απειλή ήταν αρκετός λόγος για να ληφθούν μέτρα για την άμυνα της αυτοκρατορίας μετά το θάνατο του Θεοδοσίου του Α΄ και στο πλαίσιο μιας τέτοιας πολιτικής επιτρέπεται να ενταχθεί η οχύρωση της Κομοτηνής. Στη χρονολόγηση αυτή αντιτείνεται μερικές φορές ότι φαίνεται απίθανο ή δύσκολο να άντεξε μια οχύρωση επί μακρούς αιώνες χωρίς να εμφανίσει φθορές, χωρίς να υποστεί καταστροφές και χωρίς να παρουσιάσει προβλήματα εν γένει. Στις ενστάσεις αυτές απαντώ ότι μια οχύρωση είναι έτσι κι’ αλλιώς μια ισχυρή κατασκευή· ότι εκκλησίες σαν τον Άγιο Δημήτριο και την Αχειροποίητο της Θεσσαλονίκης δεν αντιμετώπισαν δραματικά προβλήματα επί 15 αιώνες· ότι οι οχυρώσεις ήταν πολύ περισσότερο ανθεκτικές κατασκευές από τις εκκλησίες και επομένως τοπικές επισκευές παρέτειναν το βίο τους χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα με τον όρο βέβαια ότι δεν είχαν υποστεί βαριά καταστροφή από εχθρική επιδρομή ή βίαιο σεισμό. Αν γίνεται εδώ ειδική αναφορά στις οχυρώσεις της Κομοτηνής, της Ανακτορόπολης, της Μαξιμιανούπολης, και της Δράμας, είναι γιατί η τοιχοδομία τους υπακούει σε κοινές αρχές, επομένως οδηγεί σε χρονολόγηση πάνω – κάτω στην ίδια περίοδο.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[279]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

2. ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΟΧΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΤΟΡΟΠΟΛΗΣ. To μικρό κάστρο της Ανακτορόπολης (στη Νέα Πέραμο Καβάλας) εμφανίζει τρεις διαφορετικές οικοδομικές τεχνικές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τρεις χρονολογικές φάσεις διακριτές μεταξύ τους. Η αρχαιότερη εμφανίζεται σε δύο πύργους και στο εγκάρσιο τείχος που χώριζε το κάστρο σε δύο μέρη. Στους πύργους βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο. Είναι με λιθοδομή που οργανώνεται από πλίνθινα ντουζένια. Οι πλίνθοι είναι ακέραιες και στη λιθοδομή δεν χρησιμοποιούνται πλινθία καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Πάνω ή μπροστά από αυτήν την τοιχοποιία κτίστηκε η δεύτερη φάση, στο υπόλοιπο μέρος της οχύρωσης εκ θεμελίων. Στη φάση αυτή οι πλίνθινες ζώνες εμφανίζονταν μόνον στις παρειές του τείχους και μάλιστα στην εξωτερική. Στην πλευρά του τείχους που έφερε την κεραμοπλαστική επιγραφή, οι πλίνθοι αφαιρέθηκαν σε όλο το πλάτος της ζώνης, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στην τοιχοποιία. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί την εντύπωση ότι η πλευρά δεν είχε ποτέ ζώνες με πλίνθους. Η φάση είναι υστεροβυζαντινό έργο και η χρονολόγηση της κεραμοπλαστικής επιγραφής από τον συνάδελφο Ν. Ζήκο στο 1340, αποδέσμευσε την ανοικοδόμηση από την Κομνήνεια περίοδο, στην οποία είχε τοποθετήσει χρονολογικά την οχύρωση ο Ι. Κακούρης. Αυτή είναι η πιο εκτεταμένη φάση του σωζόμενου κάστρου, συνεπώς η προηγούμενη δεν διέθετε πολύ διαφορετικές διαστάσεις και η επόμενη περιορίστηκε σε επισκευές. Εξακολουθώ να έχω την άποψη ότι η πρώτη ανήκει στον 5ο ή στον 6ο αιώνα, ενώ η τρίτη είναι έργο του τρίτου τέταρτου του 14ου αιώνα. Η παλαιότερη φάση εμφανίζει γνωρίσματα, που προσιδιάζουν στην περίοδο από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα: λιθοδομή σε στρώσεις, λίγο – πολύ κανονικές και ζώνες με τρεις, τέσσερις ή πέντε σειρές πλίνθων. Στη λιθοδομή και στην πλινθοδομή δεν παρατηρούνται χαρακτηριστικά, που προσιδιάζουν σε μεταγενέστερες περιόδους: δεν υπάρχουν τα spolia της μεταβατικής περιόδου (7ος–9ος αιώνας), δεν υπάρχουν οι πλίνθινες ζώνες μόνον στις παρειές και όχι στον πυρήνα (9ος και μετά), δεν υπάρχει κρυμμένη πλίνθος (από τα τέλη του 10ου αιώνα και μετά), δεν υπάρχουν πλινθία ή πλίνθοι στους αρμούς σε οποιαδήποτε διάταξη και πυκνότητα (9ος αιώνας και μετά), δεν υπάρχει η εικόνα της γενικής προχειρότητας, της αμέλειας και του κατεπείγοντος που χαρακτηρίζει τη δραστηριότητα του τέλους του Βυζαντίου (14ος και 15ος αιώνας). Η φάση του 1340 συγκρινόμενη με οχυρωματικές κατασκευές της ύστερης βυζαντινής περιόδου εμφανίζεται μάλλον επιμελημένη: οι πλίνθοι των ζωνών είναι ακέραιες και τα πλίνθινα κομμάτια των αρμών αισθητά μεγαλύτερα από τα συνήθη πλινθία των υστεροβυζαντινών έργων. Η διαπίστωση δείχνει σχεδιασμό και προγραμματισμό, συνεπώς οδηγεί κατ’ ευθείαν στην αυτοκρατορική κυβέρνηση. Ο Ν. Ζήκος έδειξε


[280]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πειστικά ότι η επιγραφή αναφέρει τον Ισαάκιο Ασάνη, μέγα δούκα, μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, άμεσα συνδεόμενο με τους τρεις πρώτους Παλαιολόγους και τον Ιωάννη τον Ϛ΄ τον Καντακουζηνό. Το έργο εντάσσεται στη δραστηριότητα της βασιλείας του Ανδρονίκου του Γ΄ του Παλαιολόγου, στον οποίο προσγράφονται οι τελευταίες σημαντικές οχυρωματικές δραστηριότητες· σε λιγότερο από μία γενιά μετά το θάνατό του η εικόνα του βυζαντινού κράτους θα ήταν τελείως διαφορετική. Ο Ανδρόνικος πραγματοποίησε οχυρωματικά έργα στο Γυναικόκαστρο, το Σιδηρόκαστρο, τη Χρυσόπολη, το Περιθεώριο, το Διπόταμο ίσως και τη Θεσσαλονίκη. Σε τμήματα των οχυρώσεων του Γυναικόκαστρου και της Χρυσόπολης εντοπίζονται και πάλι τα ίδια κατασκευαστικά χαρακτηριστικά που επιφυλάσσουν στην Ανακτορόπολη μια ιδιαίτερη θέση στην υστεροβυζαντινή φρουριακή αρχιτεκτονική: προσεγμένη λιθοδομή, πλίνθινα ντουζένια, πλίνθινο υλικό καλής ποιότητας. Τα ίδια χαρακτηριστικά αναγνωρίζονται στο φρούριο του Καντακουζηνού στο Πύθιο του Έβρου, όπου ο σχεδιασμός, η κλίμακα, οι μορφές, η προσεκτική κατασκευή και η ανωτερότητα των υλικών που παρήχθησαν ειδικά για το έργο ξεπερνούν κάθε προηγούμενη και επόμενη κατασκευή στη φρουριακή αρχιτεκτονική της περιόδου από το 1204 μέχρι το 1453. H Ανακτορόπολη πολιορκήθηκε από τον Καντακουζηνό χωρίς επιτυχία. Υποθέτω ότι η πολιορκία επέφερε κάποιες ζημιές στην οχύρωση και οι επισκευές που εκτελέστηκαν αμέσως μετά την αποχώρησή του είναι ευδιάκριτες και κυρίως βρίσκονται σε έντονη ποιοτική αντίθεση με τις κατασκευές του Μεγάλου Δουκός. Αντικείμενο επιφυλάξεων και στην περίπτωση της Ανακτορόπολης είναι η χρονολόγηση της πρώτης φάσης, η οποία από τον 5ο ή 6ο αιώνα της ανοικοδόμησής της χρειάστηκε να ανακατασκευαστεί εκτεταμένα μόλις κατά τον 14ο αιώνα. Κατ’ αρχάς δεν έχω αντίρρηση στην παρατήρηση του Ν. Ζήκου ότι δεν έχουν έρθει στο φως καθόλου παλαιοχριστιανικά ευρήματα. Μόνον θα τη συμπληρώσω με την πρόσθετη παρατήρηση ότι οι ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν είναι μάλλον περιορισμένης έκτασης· ότι η οχύρωση θεμελιώνεται κατ’ ευθείαν στο βράχο του λόφου· ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις (Διδυμότειχο, Καβάλα) η διαμόρφωση της πλαγιάς καθιστά εύκολη την απομάκρυνση και απόρριψη των παλαιότερων επιχώσεων· ότι κατά συνέπεια οι νέες κατασκευές δεν θεμελιώνονται μέσα στις αρχαιότερες επιχώσεις. Επί πλέον μένει ανοιχτό το ενδεχόμενο η οικιστική κατάληψη και χρήση του κάστρου κατά την πρώτη περίοδο της ζωής του –δηλαδή τον 5ο ή 6ο αιώνα, αν υπολογίζω σωστά– να ήταν εξαιρετικά περιορισμένης διάρκειας, με άλλα λόγια να εγκαταλείφθηκε λίγο μετά την ανοικοδόμησή του και να χρησιμοποιήθηκε μόνον σαν στρατιωτική βάση.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[281]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

3. ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΟΧΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΞΙΜΙΑΝΟΥΠΟΛΗΣ. H οχύρωση της Μαξιμιανούπολης είναι έργο του 4ου ή 5ου αιώνα. Αν πραγματικά η πόλη είναι ίδρυμα των Τετραρχιών, τότε η οχύρωση οικοδομήθηκε στις αρχές του 4ου. Είναι πιθανότατο ότι στη διάρκεια του βίου της μέχρι τον 13ο η οχύρωση θα γνώρισε ορισμένες επεμβάσεις για τη συντήρηση και επισκευή τμημάτων που είχαν υποστεί φθορές και ζημιές. Ωστόσο ό,τι έχει περισωθεί και είναι ορατό στο επίπεδο σχεδόν της επιφάνειας του εδάφους, χρονολογείται στην πρώτη περίοδο και μοιράζεται τα γνωρίσματα για τα οποία έγινε ήδη λόγος ανωτέρω: λιθοδομή χωρίς προσθήκες πλίνθινων στοιχείων και ζώνες με τρεις ή τέσσερις σειρές πλίνθων σε όλο το πλάτος του τείχους. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πόλη της αιγαιακής Ροδόπης και τα τμήματα της οχύρωσης που έχουν ερευνηθεί δείχνουν ιδιαίτερα ισχυρή κατασκευή. Μεταγενέστερες επεμβάσεις αναγνωρίζονται σε ορισμένα τμήματα των τειχών, αλλά έχω την άποψη ότι πρόκειται για περιορισμένης έκτασης εργασίες. 4. ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΥΘΙΟΥ. Το φρούριο του Πυθίου είναι έργο που υπακούει σε μία ενιαία σύλληψη και έναν αρχικό σχεδιασμό. Κάθε τμήμα του και κάθε μέρος του βρίσκεται σε λογική σχέση με τα προηγούμενα και τα επόμενα και χωρίς αυτά δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Κατασκευάστηκε σταδιακά και οι φάσεις του είναι κατασκευαστικές και όχι χρονολογικές. Εξ άλλου ένα γιγάντιο, για την εποχή του, έργο δεν θα μπορούσε να κατασκευαστεί σε μία περίοδο. Η δομική αυτοτέλεια δεν υποδηλώνει διαφορετικές χρονολογικές περιόδους ανοικοδόμησης, αλλά συστηματικό σχεδιασμό. Οι τεχνικές είναι κοινές στα σωζόμενα τμήματα (πύργους, πυλώνα, τείχη) με εξαίρεση την κρυμμένη πλίνθο των εξωτερικών ζωνών που εφαρμόστηκαν μόνον στον ακρόπυργο· η επεξεργασία του λίθου ομοιόμορφη· οι πλίνθοι κατασκευάστηκαν ειδικά για το έργο και είναι ακέραιες· οι τετράγωνοι χώροι καλύφθηκαν όλοι με σφαιρικούς θόλους· οι λίθοι προέρχονται από το ίδιο λατομείο και οι πλίνθοι από το ίδιο κεραμιδαριό· οι κατασκευές απηχούν όλες υψηλή δεξιοτεχνία και εξειδικευμένα συνεργία. Ακολούθως συζητιούνται λεπτομερέστερα μερικά ειδικά σημεία, δειγματοληπτικά και χωρίς την πρόθεση σάρωσης όλων των σχετικών παραδειγμάτων. Στον τρίτο όροφο του ακρόπυργου, στην πλευρά προς τον πυλώνα, υπάρχει άνοιγμα θύρας, το οποίο κατασκευάστηκε ευθύς εξ αρχής και δεν οφείλεται σε μεταγενέστερη επέμβαση. Το άνοιγμα οδηγεί στον περίδρομο του πυλώνα και εξασφαλίζει την επικοινωνία με τον τελευταίο όροφο και το δώμα του μικρού πύργου. Εάν δεν υπήρχε ευθύς εξ αρχής


[282]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σχεδιασμός για το ενδιάμεσο τείχος του πυλώνα και τον μικρό πύργο, δεν υπήρχε λόγος να ανοιχτεί η θύρα στο μεγάλο πύργο, η οποία δεν θα οδηγούσε πουθενά. Όπως έχει παρατηρήσει ο Μ. Κορρές851, στη μελέτη του για θολοδομικά ζητήματα στο φρούριο του Πυθίου, η θολοδομία υπακούει σε κοινούς κανόνες και προδιαγραφές και ακολουθεί κοινές τεχνικές στα τρία σωζόμενα τμήματα, τόσο εξειδικευμένα (κανόνες, προδιαγραφές και τεχνικές) ώστε θεωρώ ότι ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν από άλλο συνεργείο σε μεταγενέστερη περίοδο. Σημειώνεται ότι η τουρκική κατάκτηση απέχει μια ολόκληρη γενιά από την ανοικοδόμηση του ακρόπυργου. Εξ άλλου δεν πρέπει να διαφεύγει ότι οι επί κεφαλής του έργου και το οικοδομικό συνεργείο προέρχονταν από τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Πέραν τούτων αναρωτιέμαι ποιο άλλο έργο φρουριακής αρχιτεκτονικής οφείλεται στους Τούρκους πολεμιστές της πρώιμης κατάκτησης στη Βαλκανική. Το μόνο που έχω υπ’ όψιν μου είναι ο μικρός περίβολος – κλωβός του Διδυμοτείχου, με την πύλη και τον πύργο. Αλλά και τα δύο αυτά συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά παντελώς άγνωστα στον μικρό πύργο και τον πυλώνα του Πυθίου.

851

Κορρές, Θολοδομικά Πυθίου, σ. 147–148.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[283]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΘΕΣΕΩΝ ΟΧΥΡΩΣΕΩΝ Abritus, βλ. και Άβριττος (Razgrad) (BG) 118, 128, 131, 141, 150, 152, 161, 171, 181, 182, 183, 187, 235 Αχρίδα (MK) 139 Αδριανούπολη (TR) 37,38,39,40, 42,43,44, 45,51, 117, 127,128, 131, 132, 136, 137, 148, 152, 153, 170, 171, 174, 181, 182, 206, 207, 231, 233, 251, 259, 261, 262, 274 Αγγελόκαστρο (Κέρκυρα) (GR) 120 Άγκυρα (TR)120, 170, 171, 172, 173, 174, 184, 197, 232, 239 Αίνος (TR) 39, 122 Άκρη, βλ. και Καλιάκρα (BG) 122, 139 Ακροκόρινθος (GR) 32, 139, 170, 236, 273 Αλάνεια, βλ. και Κορακήσιο, Alanya (TR) 170, 171, 198, 232 Alanya, βλ. και Αλάνεια, Κορακήσιο (TR) 139 Alta Ripa (HU) 232 Αμάσεια (TR) 122, 138, 147, 150, 232 Άμαστρις (TR) 147, 149, 153, 159, 170 Άμιδα (Diyarbakır) (TR) 119, 128, 139, 141, 147, 152, 153, 173, 181, 193, 195, 197 Αμόριο (ΤR) 121, 170, 183, 185, 195 Αμφίπολη (GR) 119, 127, 128, 131, 157, 159, 195, 236, 238, 239 Anadolu Hisar (TR) 259, 260 Αναία, βλ. και Κadıkalesi (TR) 168, 170, 171, 176, 184, 188, 190, 190 Ανακτορόπολη (Νέα Πέραμος Καβάλας) (GR) 120, 129, 130, 132, 138, 146, 149, 151, 170, 171, 188, 195, 236, 245, 252, 253, 256, 278, 279, 280 Αναστασιούπολη, βλ. και Περιθεώριο (Ροδόπη) (GR) 39, 119, 120, 129, 131, 138, 165, 170, 171, 176, 182, 188, 195, 235, 253 Ανεμούριο, βλ. και Αναμούρ (TR) 139, 198 Αντίβαρις, βλ. και Stari Bar (ME) 193 Αντιόχεια (TR) 232, 150, 198 Αρκαδιούπολη (TR) 38, 40, 41, 42, 43, 278 Άρτα (Αμβρακία) (GR) 120, 122, 129, 193 Ασάρ (TR) 245 Αθήνα (GR) 117, 128, 131, 135,138, 151, 152, 153, 169, 170, 171, 182, 183, 195, 197, 206

Αττάλεια (TR) 232 Augusta Trajana, βλ. και Βερόη, Stara Zagora (BG) 117, 127, 131, 146, 163, 170, 187, 235 Άβαντας (Έβρος) (GR) 39, 130, 137, 138, 152, 161, 163, 165, 172, 178, 180, 201, 204 Άβδηρα, βλ. και Πολύστυλο (GR) 39, 43, 119, 129, 132, 135, 256 Άβριττος, βλ. και Abritus (Razgrad ) (BG) Bargala (MK) 128, 138, 182, 118 Bashtovë (AL) 136, 137 Berkovitsa (BG) 146 Boğaz Köy (TR) 159 Bononia (BG) 152, 171 Bosman (RS) 129 Castra Martis (BG) 128, 171 Castra Nicea (MK) 128 Cetatea Alba, βλ. και Μαυρόκαστρο (UA) 232 Χαλκίδα (GR) 143 Χάνδακας (GR) 142, 143 Χανιά (GR) 121, 129, 144, 151, 152 Cherven (BG) 139 Χίος (GR) 31, 122, 129 Χώρα (Σαμοθράκη) (GR) 120 Χριστούπολη, βλ. και Νεάπολη, Καβάλα (GR) 178, 197, 240, 245, 253 Χρυσόπολη (Σέρρες) (GR) 121, 130, 140, 164, 165, 245, 252, 253, 277, 280, Čučer (MK) 129, 196 Δακία 234 Δάφνη (Σέρρες) (GR) 253 Δημητριάδα (GR) 116, 120, 136, 138, 192, 193, 196 Dereağzi (TR) 120, 122, 157, 170, 171, 172 Dibsi Faraj (SY) 170, 171, 179 Dichin (BG) 146 Dinogetia (RO) 181, 118, 128 Διοκλητιανόπολη, βλ. και Hissarya (Θράκη) (BG) 39, 118,128,131,141, 152, 153, 161,170, 171, 182, 187, 235 Διοκλητιανόπολη (Καστοριά) (GR) 118, 119,131,136, 146, 168 Δίον (GR) 117, 127, 128, 131, 143, 231


[284]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Διπόταμο 280 Δράμα (GR) 119, 129, 132, 138, 143, 170, 171, 195, 235, 278 Drobeta (RO) 128, 181 Durostorum, βλ. και Δορόστολον (Silistra) (BG) 117, 127, 171, 235 Δυρράχιο (Επίδαμνος) (AL) 119, 139, 142, 169, 170, 171, 173 Έδεσσα (GR) 31, 116, 117, 127, 130, 131, 139, 146, 149, 231 Ελευσίνα (GR) 117, 135, 236 Ελεύθερνα (Κρήτη) (GR) 120 Έφεσος (TR) 120, 121, 135, 138, 168, 170, 176, 179, 186, 187, 189, 190, 239 Επίδαμνος, βλ. Δυρράχιο (AL) Ηράκλεια Λυγκηστίς (MK) 119, 128, 170 Ηράκλεια Ποντική (TR) 139 Ηράκλεια Πέρινθος (TR) 39, 170 Ηράκλειο (GR) 116, 121 Fındıklı kale (TR) 157 Gabrovo (BG) 146 Γαλάτιστα (GR) 173, 175 Gamzigrad, βλ. και Romuliana (RS) 118 Γαρδίκι (Κέρκυρα) (GR)121 Γεράκι (GR) 120 Γλαρέντζα (GR) 121 Γορίτσα (Βόλος) (GR) 127, 131 Γρατιανούπολη (Ροδόπη) (GR) 39, 45, 120, 139, 274 Γυναικόκαστρο (GR) 120, 130, 138, 164, 165, 169, 196, 245, 251, 252, 253, 256, 280 Hissarlaka, βλ. και Pautalia (BG) 161, 235 Hissarya, βλ. και Διοκλητιανόπολη (BG) 128, 131, 235 Iatrus (BG) 118, 128, 170, 171 Ιερό (TR) 141, 245 Ιωάννινα (GR) 116, 137, 142, 144, 170, 172, 176, 190, 192, 200, 253, 257 Ισθμός Κορίνθου(GR) 32, 236 Justiniania Prima, βλ. Πρώτη Ιουστινιανή (RS) Κadıkalesi, βλ. και Αναία (TR) 168, 170, 171, 176, 184, 188 Καισάρεια (Κοζάνη) (GR) 129, 131 Kal’a-i Sultaniye (TR) 260

Καλιάκρα, βλ. και Άκρη (BU) 122, 135, 139 Καλλίπολη (TR) 39, 44, 198, 259 Κάστελος Βαρυπέτρου (Χανιά) (GR) 120, 130, 193 Καβάλα, βλ. και Νεάπολη, Χριστούπολη (GR) 122, 129, 149, 151, 152, 153, 163, 166, 178, 187, 189, 190, 197, 199, 232, 245, 253, 259, 260, 272, 279, 280 Καστοριά (GR) 119, 130, 136, 142, 144, 147, 192 Κερασούντα (TR) 139 Kilid-ül-Bahir (TR) 259, 260 Κίτρος, βλ. και Πύδνα (GR) 129, 131, 135, 152, 163, 197 Κομοτηνή (GR) 39, 118, 128, 131, 136, 137, 144, 152, 153, 161, 163, 165, 166, 170, 174, 176, 183, 187, 195, 204, 235, 260, 273, 277, 278 Κωνσταντινούπολη, βλ. και Βασιλεύουσα (TR) 37, 40, 41, 42, 44, 46, 47, 135, 144, 145, 150, 151, 152, 161, 163, 165, 168, 172, 173, 174, 189, 194, 195, 196, 201, 235, 238, 245, 255, 256, 260, 272, 278 Κορακήσιο, βλ. και Αλάνεια (ΤR) 139, 158, 198, 232 Κόρινθος (GR) 118, 128, 131, 152 Κορώνη (GR) 120 Κώρυκος (ΤR) 137, 141, 147, 170, 171 Κοσμοσώτειρα, βλ. και Φέρες (GR) 39, 130, 246 Κοτύαιον (Κιουτάχεια) (TR) 147, 164, 170, 171, 181, 182, 186, 187, 195 Kuşadası (TR) 170, 171, 172, 183, 184, 190 Lederata (RS) 128 Λιβαδειά (GR) 122, 206, 207, 208 Λιμένας (Θάσος) (GR) 129, 239 Lozarevo (BG) 146 Μααρά (Δράμα) (GR) 129, 132 Madara (BG) 119, 138, 149, 181 Maglič (RS) 152, 153, 170, 171, 183, 184, 188, 200, 201, 204 Μαγνησία (ΤR) 245 Μαΐνη, βλ. και Τηγάνι (Μάνη) (GR) 119,129, 137 Μάκρη (Έβρος) (GR) 39, 45, 46, 51, 120, 130, 136, 195, 274 Μαλάγινα (TR) 245 Μαντίνεια (GR) 117


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[285]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Marcianopolis (BG) 117, 127, 131 Μαρώνεια (GR) 39, 45, 46, 119, 129, 131, 135, 138, 143, 145, 151, 159, 200, 232, 235, 273 Μάσταυρα (ΤR) 143, 149, 157 Matochina (BG) 254 Μαυρόκαστρο, βλ. και Cetatea Alba (UA) 232 Μαξιμιανούπολη, βλ. και Μοσυνόπολη (GR) 39, 118, 128, 131, 132, 136, 137, 143, 145, 167, 195, 235, 273, 278, 281 Μεγαλόπολη (Αρκαδία) (GR) 117 Μελένικος (Melnik) (BG) 120, 149, 206, 208 Μεσημβρία (Nessebar) (BG) 39, 42, 122, 135, 139, 150, 151, 152, 153, 161, 164, 165, 168, 169, 170, 173, 176, 178, 181, 189, 190, 191, 231, 233, 234 Μεσοποταμία 117, 174 Μεθώνη (GR) 120, 236 Μελάνθιο (Κιλκίς) (GR) 129, 132 Μίλητος (TR) 141, 168, 170, 171, 182, 189 Μογλενά (GR) 130, 197, 254 Μονεμβασία (GR) 120, 130, 132, 148, 156, 197 Μονή Δαφνίου (GR) 164, 165, 183 Μονή Δοχειαρίου (GR) 175 Μονή Καρακάλλου (GR) 175 Μονή Manasija, βλ. και Μονή Resava, Manasija, Resava (RS) 175, 182, 199, 203 Μονή Μεγίστης Λαύρας (GR) 175 Μονή Παντοκράτορος (GR) 175, 246, Μονή Προδρόμου Μενοικείου (Σέρρες) (GR) 130, 175 Μονή Resava, βλ. και Μονή Manasija, Manasija, Resava (RS) 175, 182, 199, 203 (RS) 175, 182 199, 203 Μονή Ρίλα (BG) 175 Μονή Μεταμόρφωσης Βατοπεδίου (GR) 175 Montana (BG) 171 Μοσυνόπολη, βλ. και Μαξιμιανούπολη (GR) 39, 43, 51, 118, 128, 131, 132, 136 Μυσία Κάτω 234 Μυστράς (GR) 120, 130, 132, 144, 149, 156, 185, 197, 206, 232 Μυτιλήνη (GR) 122, 130, 142, 144, 159, 160, 180, 181, 186, 187, 192, 200, 201, 238, 239, 254 Ναϊσσός (Niš) (RS) 118 Ναύπακτος (GR) 120

Νεάπολη, βλ. και Χριστούπολη Καβάλα (GR) 129, 169 Νίκαια (Βιθυνία) (TR) 44, 47, 117, 135, 141, 145, 215, 239, 250, 269 Νικόπολη ad Istrum (προς Ίστρον) (BG) 117, 127, 128, 131, 141, 144, 146, 235 Νικόπολη ad Nestum (προς Νέστον) (BG) 117, 171, 235 Νικόπολη Ακτία (GR) 117, 161, 236 Niksar (TR) 141, 170, 232 Novae (BG) 117, 127, 131, 168 Νυμφαία (Ροδόπη) (GR) 162, 274 Οδησσός (Odessus), βλ. και Βάρνα (BG) 127, 131 Οίσκος, βλ. και Ulpia Oescus (Gigen) (BG) 235 Ολυμπία (GR) 152, 170 Ορμένιο, βλ. και Τζερνομιάνου (GR) 45, 260, 261, 274 Παλιάπολη (Σαμοθράκη) (GR) 172, 175, 199, 200, 204, 238, 239, 254 Παλιό Πυλί (Κως) (GR) 178, 189, 246 Πάνακτο (GR) 120 Πάφος, Σαράντα Κολώνες, βλ. και Σαράντα Κολώνες (CY) 232 Πάτρα (GR) 120, 129, 131, 135 Pautalia, βλ. και Παυταλία, Hissarlak –a, (Kyustendil) (BG) 117, 118, 127, 131, 161, 235 Πηγές (TR) 43, 141 Πέλλα (GR) 127, 131 Περιθεώριο, βλ. και Αναστασιούπολη (GR) 39, 45, 46, 165, 195, 251, 252, 256, 273, 280 Πέτρες (GR) 127, 131 Πετριτζός (BG) 120, 139, 247 Πετροπηγή (GR) 245, 253 Φέρες, βλ. Κοσμοσώτειρα, Μονή Βήρας, Μονή Κοσμοσωτείρας (GR) Φίλιπποι (GR) 116, 117, 118,119, 124, 125, 127, 131, 134, 143, 145, 157, 169, 192, 199, 231, 235, 236 Φιλιππούπολη (BG) 38, 39, 40, 41, 42, 43, 45, 48, 51, 116, 117, 118, 127, 129, 131, 132, 135, 142, 145, 152, 171, 182, 224, 231, 234, 249, 261, 274, 278 Pinarhisar, βλ. και Βρύση (TR) 171 Φονιάς (Σαμοθράκη) (GR) 204, 254


[286]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πλαταμώνας (GR) 121, 130, 152, 153, 170, 171, 182, 183, 192, 196, 200 Πλίσκα (BG) 42, 119, 129, 137, 141, 215 Πλωτινόπολη (GR) 39, 46, 48, 50, 51, 57, 102, 104, 105, 106, 117, 120, 135, 212, 224, 233, 234, 237, 240 Πολύστυλο, βλ. και Άβδηρα (GR) 39, 45, 46, 119, 12, 196, 200, 273 Πόροι (Ροδόπη) (GR) 39, 45, 121, 130, 137, 141, 215 Ποταμός ή Πόταμος (Έβρος) (GR) 39, 130, 172, 176, 178, 180, 183, 204 Πρεσλάβα (BG) 138 Πριήνη (TR) 190 Πρίλαπος (BG) 156, 170, 183, 185, 192 Πρώτη Ιουστινιανή, βλ. και Justiniania Prima (RS) 119, 126, 129, 131, 155, 164, 178, 179, 181, 182, 187, 192, 195, 196 Πύδνα, βλ. και Κίτρος (GR) 134, 127, 129, 131, 135, 197 Πύργος Απολλωνίας (GR) 245, 253 Πύθιο (Έβρος) (GR) 130, 151, 152, 153, 157, 162, 164, 165, 171, 172, 175, 176, 178, 180, 183, 189, 190, 200, 203, 245, 246, 247, 248, 251, 252, 253, 254, 256, 250, 267, 272, 274, 280, 281, 282 Ras (RS) 146, 181 Ratiaria (BG) 146, 182 Ρεντίνα (GR) 131, 158 Remesiana (RS) 118, 128, 138 Resafa, βλ. και Σεργιόπολη (SY) 32, 137, 164, 172, 180, 183, 184, 187, 232 Resava, βλ. και Μονή Manasija (RS) 182, 199, 203 Ribnica (ME) 232 Ρόδος (GR) 121, 129, 130, 137, 144, 147, 151, 158, 193, 196 Ρωγοί (Βουχέτιο) (GR) 120, 136, 141, 146, 158, 169, 170 Romuliana, βλ. και Gamzigrad (RS) 118, 128, 182 Rumeli Hisar (TR) 186, 198, 259, 260 Σάλονα, βλ. και Split (CR) 181 Σαράντα Κολώνες, βλ. και Πάφος (CY) 232 Sarkamen (RS) 128, 182

Sadovets (BG) 119, 129 Scampis (AL) 128, 181 Serdica, βλ. και Σερδική, Τριαδίτζα (Σόφια) (BG) 117, 127, 142, 146, 231, 234, 235 Σερδική, βλ. και Serdica, Τριαδίτζα (Σόφια) (BG) 40, 118, 127, 131, 135, 137, 146, 181, 231, 233, 234, 278 Σεργιόπολη, βλ. και Resafa (SY) 170, 171, 172, 182, 183, 184, 189, 190, 195 Σέρβια (GR) 120, 124, 130, 139, 155, 156 Σέρρες (GR) 43, 116, 119, 129, 132, 156, 176, 199, 236, 253 Σέτενα (GR) 130 Shumen (BG) 119, 129, 139, 158, 169, 170, 193 Σιδηρόκαστρο (GR) 120, 130, 252, 253, 256, 280 Σιδηροκαύσια (GR) 173 Singidunum, βλ. και Βελιγράδι (RS) 117, 127, 137, 139, 142 Σινώπη (TR) 139, 147 Smederevo (RS) 121, 126, 130, 138, 143, 152, 153, 170, 171, 175, 192, 193, 196, 199, 277 Σμύρνη (TR) 245 Sobri (FY) 126, 156, 185, 192 Söke (TR) 192 Σούρα, βλ. και Sura (SY) 137, 147,193, 195 Σπάρτη (GR) 118, 131, 139, 152 236 Split, βλ. και Σάλονα (CR) 118, 128, 171, 181, 182, 235 Stara Zagora, βλ. και Augusta Trajana, Βερόη (BG) 235 Stari Bar, βλ. και Αντίβαρις (ME) 193 Stenos (BG) 181 Στόβοι (MK) 128 Συροπαλαιστίνη 32, 117 Sura, βλ. και Σούρα (SY) 137, 147 Taliata (RS) 129 Τηγάνι, βλ. και Μαΐνη (Μάνη) (GR) 119, 129, 137, 139, 144, 146, 147, 149 Θεσσαλιώτιδες Θήβες (GR) 117, 128 Θεσσαλονίκη (GR) 37, 41, 42, 43, 46, 47, 116, 117, 127, 131, 132, 135, 138, 142, 143, 145, 152, 153, 156, 161, 162, 163, 165, 166, 167, 168, 170, 172, 173, 174, 175, 185, 187, 189, 190, 195, 196, 197,


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[287]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

198, 225, 227, 231, 232, 236, 238, 253, 259, 278, 280 Τόπειρος (Νέστος) (GR) 39, 117, 129, 131, 140, 143, 144, 197, 235 Toprakkale (TR) 170, 232 Τραϊανούπολη (GR) 38, 39, 44, 45, 46, 51, 117, 128, 131, 143, 195 Transmarisca (BG) 127 Τραπεζούντα (TR) 122, 138, 156, 171 Τριαδίτζα, βλ. και Σερδική (Σόφια) (BG) 135 Τρίπολη Λυδίας (TR) 245 Tropaeum Trajani (RO) 118, 128, 173, 181 Τύρνοβο, βλ. και Veliko Turnovo (BG) 44, 139, 206, 207, 209, 228 Τζερνομιάνου, βλ. και Ορμένιο (GR) 45, 260, 261, 274 Ulpia Oescus, βλ. και Οίσκος (Gigen) (BG) 117, 127, 128, 131, 141, 170, 171, 181, 182, 235 Βάρνα, βλ. και Οδησσός (BG), 127, 131 Βασιλεύουσα, βλ. και Κωνσταντινούπολη (TR) 41, 42, 43, 141, 168, 190, 194, 256

Βελιγράδι, βλ. και Singidunum (RS) 117, 127, 137, 139, 142, 143, 146, 153, 158, 170, 171, 181, 183, 186, 199, 203 Veliko Turnovo, βλ. και Τύρνοβο (BG) 189, 190 Βεράτι (AL) 122, 131, 146, 152, 158, 170, 131, 185 Βερόη, βλ. και Augusta Trajana, Stara Zagora (BG) 42, 135, 163, 235 Βέροια (Ημαθία) (GR) 48, 116, 127, 131, 132, 135, 144, 149, 152, 157, 170, 197, 224, 231 Vig (AL) 128, 181 Βιζύη (TR) 39, 43, 207 Βυλλίδα, βλ. και Βουλλίδα (AL) 149, 159, 184 Βουλλίδα, βλ. και Βυλλίδα (AL) 149, 184 Vodno (MK) 181, 196 Βρύα (GR) 117, 128, 131, 138 Βρύση, βλ. και Pinarhisar (TR) 171 Ξάνθεια (GR) 39, 45, 46, 120, 144, 196, 243 Zaldapa (Σκυθία) (RO) 118, 126, 128, 142, 152, 168, 170, 171, 173, 179, 181 Ζηνοβία (SY) 119, 138, 147, 157, 171, 178, 179, 182, 193, 195 Ζίχνα (GR) 120, 130, 164, 180, 183, 195, 253 Zvečan (RS) 232


[288]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[289]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Τοπογρ. 1. Κάστρο Διδυμοτείχου. Τα σημεία του ορίζοντα. Τοπογρ. 2. Κάστρο Διδυμοτείχου. Η αρίθμηση των πύργων και των πυλών. Τοπογρ. 3. Τοπογραφικό Διάγραμμα Κάστρου Διδυμοτείχου. Αποτύπωση Α. Τσανάκα Δ. Τασσόπουλος. Τοπογρ. 4. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 1. Αποτύπωση Α. Τσανάκα - Δ. Τασσόπουλος. Τοπογρ. 5. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 2. Αποτύπωση Α. Τσανάκα - Δ. Τασσόπουλος. Τοπογρ. 6. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 3. Αποτύπωση Α. Τσανάκα - Δ. Τασσόπουλος. Τοπογρ. 7. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 4. Αποτύπωση Α. Τσανάκα - Δ. Τασσόπουλος. Τοπογρ. 8. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 5. Αποτύπωση Α. Τσανάκα - Δ. Τασσόπουλος.


[290]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τοπογρ. 1. Κάστρο Διδυμοτείχου. Τα σημεία του ορίζοντα.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[291]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τοπογρ. 2. Κάστρο Διδυμοτείχου. Η αρίθμηση των πύργων και των πυλών.


[292]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τοπογρ. 3. Τοπογραφικό Διάγραμμα Κάστρου Διδυμοτείχου.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[293]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τοπογρ. 4. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 1.


[294]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τοπογρ. 5. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 2.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[295]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τοπογρ. 6. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 3.


[296]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τοπογρ. 7. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 4.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[297]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τοπογρ. 8. Κάστρο Διδυμοτείχου, πινακίδα 5.


[298]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[299]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ 1. O λόφος του κάστρου. Αεροφωτογραφία. 2. O λόφος του κάστρου από τα βόρεια. Αεροφωτογραφία. 3. O λόφος του κάστρου από τα νότια. Αεροφωτογραφία. 4. O λόφος του κάστρου, από τα βορειοανατολικά. Αεροφωτογραφία. 5. O λόφος του κάστρου από τα βορειοανατολικά. Sayger C. – Desarnod A., Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’ empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris 1830, πίν. 26. 6. Οι πύργοι Π1, Π2 και Π3. 7. Πύργος Π1. 8. Πύργος Π1. Αρχείο ΧΑΕ. 9. Πύργος Π2, από τα νότια. 10. Πύργος Π2, από τα ανατολικά. 11. Πύργος Π2, από τα νοτιοανατολικά. 12. Πύργος Π2, από τα δυτικά. 13. Πύργος Π2. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας της ανατολικής πλευράς. 14. Πύργος Π3, από τα βορειοανατολικά. 15. Πύργος Π3, από τα νοτιοανατολικά. 16. Πύργος Π3, από τα νοτιοανατολικά. 17. Τοιχοποιίες πίσω από τον πύργο Π3. Από τα νότια. 18. Τοιχοποιίες πίσω από τον πύργο Π3. Από τα νοτιοανατολικά. 19. Πύργος Π4, από τα νότια. 20. Πύργος Π4, από τα νότια. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965). 21. Πύργος Π4, από τα νότια. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965). 22. Πύργος Π4, από τα ανατολικά. 23. Πύργος Π4, από τα νότια. Λεπτομέρεια. 24. Πύργος Π5, από τα νοτιοανατολικά. 25. Πύργος Π5, από τα ανατολικά. 26. Μεταπύργιο Τ5–6. Από το εσωτερικό της οχύρωσης. Λεπτομέρεια. 27. Μεταπύργιο Τ5–6. Από το εσωτερικό της οχύρωσης. Λεπτομέρεια τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι. 28. Μεταπύργιο Τ6–7. Λεπτομέρεια τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι. 29. Πύργος Π7, από τα νοτιοανατολικά. 30. Πύργος Π8, από τα ανατολικά. 31. Πύργος Π9, από τα ανατολικά. 32. Μεταπύργιο Τ9–10. Ο πυρήνας της τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι και πλίνθινο ανακουφιστικό τόξο. 33. Πύργος Π10, από τα ανατολικά. Μετά τη συντήρηση. 34. Πύργος Π10, από τα βόρεια. Πριν από τη συντήρηση.


[300]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

35. Πύργος Π10, από τα νότια. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας. 36. Μεταπύργιο Τ10–11. Ο πυρήνας της τοιχοποιίας με πλίνθινα ντουζένια και ανακουφιστικό τόξο. 37. Μεταπύργιο Τ10–11. Από το εσωτερικό της οχύρωσης. 38. Πύργος Π11, από τα ανατολικά. 39. Πύργος Π11, από τα ανατολικά. 40. Ανασκαφή κλίμακας μπροστά από την πύλη Π4. Από τα νότια. 41. Ανασκαφή κλίμακας μπροστά από την πύλη Π4. Από τα νότια. 42. Μεταπύργιο Τ11–12. Από το εσωτερικό της οχύρωσης. 43. Μεταπύργιο Τ11–12. Από το εσωτερικό της οχύρωσης. Λεπτομέρεια. 44. Προτείχισμα μπροστά από τον πύργο Π12, λεπτομέρεια. Άποψη από τα νοτιοανατολικά. 45. Προτείχισμα μπροστά από το μεταπύργιο Τ11–12. Υδρορρόη. 46. Πύλη ΠΛ5 του προτειχίσματος μπροστά από τον πύργο Π12. 47. Πύργος Π12, από τα ανατολικά. 48. Πύργος Π12, από τα νοτιοανατολικά. 49. Πύργος Π12, από τα νότια. Λεπτομέρεια τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι. 50. Πύργος Π12, από τα ανατολικά. Λεπτομέρεια τοιχοποιίας με κεραμοπλαστικό διάκοσμο που πλαισιώνει το μονόγραμμα του κτίτορα. 51. Πύργος Π13, από τα ανατολικά. 52. Πύργος Π14, από τα ανατολικά. 53. Γωνία της βόρειας πλευράς του πύργου Π14 και του τείχους Τ14–15. 54. Πύργος Π15, από τα ανατολικά. 55. Πύργος Π15, από τα νότια. 56. Πύργος Π15, από τα βόρεια. 57. Μεταπύργιο Τ15–ΠΛ6, δίπλα στη βόρεια πλευρά του πύργου Π15. 58. Μεταπύργιο Τ15–ΠΛ6, ο πυρήνας της τοιχοποιίας με το πλίνθινο ντουζένι. 59. Μεταπύργιο Τ15–ΠΛ6. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας με πλινθόκτιστο άνοιγμα αποχέτευσης ομβρίων υδάτων. 60. Πύλη ΠΛ6. 61. Πύλη ΠΛ6, λεπτομέρεια. Το υπέρθυρο και το ανακουφιστικό τόξο. 62. Τείχος στα βόρεια της πύλης ΠΛ6. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι. 63. Η ατείχιστη πλευρά του βράχου από τα νοτιοδυτικά. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965). 64. Η ατείχιστη πλευρά του βράχου από τα βορειοδυτικά και η ποτάμια οχύρωση. Sayger C. – Desarnod A., Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’ empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris 1830, πίν. 27. 65. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) από τα νότια. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965). 66. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) από τα βόρεια. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965). 67. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) από τα νότια. 68. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) από τα νοτιοδυτικά. 69. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο). Η είσοδος του πύργου Π16 και το τόξο της πύλης ΠΛ6.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[301]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

70. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο). Η είσοδος του πύργου Π16 και το τόξο της πύλης ΠΛ6. Α. Γουρίδης, Διδυμότειχο, φωτ. στη σ. 119. 71. Ο πύργος Π16 (Πεντάζωνο) και το τείχος Τ16–17 δίπλα στο πύργο Π16 από τα νοτιοδυτικά. 72. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) και το τείχος Τ16–17 δίπλα στο πύργο Π16 από τα νότια. 73. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο), λεπτομέρεια της πλινθοδομής. 74. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο). Σφαιρικός θόλος. Λήψη Γ. Φουστέρη. 75. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο). Ημιχώνιο. Λήψη Γ. Φουστέρη. 76. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο). Κάλυψη εισόδου. Λήψη Γ. Φουστέρη. 77. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Από τα νοτιοδυτικά. 78. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Από τα νοτιοδυτικά. 79. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Από τα νότια. 80. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Από τα νότια, λεπτομέρεια. 81. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Κλίμακα. 82. Τοιχοποιία στα βόρεια του πύργου Π20. Διακρίνεται ο πυρήνας του τείχους με πλίνθινο ντουζένι. 83. Τοιχοποιία στα βόρεια του πύργου Π20. Διακρίνεται ο πυρήνας του τείχους με πλίνθινο ντουζένι. 84. Πύλη ΠΛ 9. Στα αριστερά ο πύργος Π20 και στα δεξιά ο πύργος Π19. 85. Πύλη ΠΛ 9. Στα αριστερά ο πύργος Π20 και στα δεξιά ο πύργος Π19. Αρχείο ΧΑΕ. 86. Πύργος Π19, από τα νοτιοδυτικά. 87. Η πύλη ΠΛ9 και ο πύργος Π20 από το εσωτερικό της οχύρωσης και ο κλωβός μπροστά από την πύλη ΠΛ10. 88. Πύργος Π20 από τα νότια. 89. Πύργος Π20 από τα νότια. Λεπτομέρεια. 90. Τείχος ανάμεσα στον πύργο Π20 και την πύλη ΠΛ10. 91. Πύλη ΠΛ10. 92. Πύργος Π21 από τα βόρεια. 93. Πύργος Π21 από τα νότια. Λεπτομέρεια. 94. Πύργος Π20 από τα νότια. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας με το πλίνθινο ντουζένι. 95. Τείχος στα νότι του πύργου Π21. Ο πυρήνας του τείχους με πλίνθινο ντουζένι και πλινθόκτιστο ανακουφιστικό τόξο. 96. Πύργος Π22 πριν από τη συντήρηση. Αρχείο ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965). 97. Πύργος Π22 μετά τη συντήρηση. 98. Τείχος στα νότια του πύργου Π22. 99. Πύργος Π23 .


[302]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

100. Τείχος στα βόρεια του πύργου Π23. 101. Πύργος Π24. 102. Τείχος της Πλωτινόπολης. Ανασκαφή. Αρχείο ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1980). 103. Τείχος της Πλωτινόπολης. Ανασκαφή. Αρχείο ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1980). 104. Τείχος της Πλωτινόπολης. Ανασκαφή. Αρχείο ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1980). 105. Μεταπύργιο Τ5–6, όψη της εσωτερικής παρειάς. 106. Μεταπύργιο Τ5–6, όψη της εσωτερικής παρειάς. Κλίμακα ανόδου στον πύργο Π6. 107. Μεταπύργιο Τ5–6, όψη της εσωτερικής παρειάς. Κλίμακα ανόδου στον πύργο Π5. 108. Πύργος; Μπροστά από τον πύργο Π19. 109. Πύλη ΠΛ9. Καταχύστρα πάνω από το θυραίο άνοιγμα. 110. Πύλη ΠΛ9. Κεραμοπλαστικός διάκοσμος στο τύμπανο πάνω από το θυραίο άνοιγμα. Άποψη από το εσωτερικό. 111. Τείχος μπροστά από την πύλη ΠΛ10 και ανάμεσα στους πύργους Π19 και Π21.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[303]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1. O λόφος του κάστρου. Αεροφωτογραφία.

2. O λόφος του κάστρου από τα βόρεια. Αεροφωτογραφία.


[304]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

3. O λόφος του κάστρου από τα νότια. Αεροφωτογραφία.

4. O λόφος του κάστρου, από τα βορειοανατολικά. Αεροφωτογραφία.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[305]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

5. O λόφος του κάστρου από τα βορειοανατολικά. Sayger C. – Desarnod A., Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’ empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris 1830, πίν. 26.

6. Οι πύργοι Π1, Π2 και Π3.


[306]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

7. Πύργος Π1.

8. Πύργος Π1. Αρχείο ΧΑΕ.

9. Πύργος Π2, από τα νότια.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[307]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

10. Πύργος Π2, από τα ανατολικά.

11. Πύργος Π2, από τα νοτιοανατολικά.


[308]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

12. Πύργος Π2, από τα δυτικά.

13. Πύργος Π2. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας της ανατολικής πλευράς.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[309]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

14. Πύργος Π3, από τα βορειοανατολικά.

15. Πύργος Π3, από τα νοτιοανατολικά.

16. Πύργος Π3, από τα νοτιοανατολικά.


[310]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

17. Τοιχοποιίες πίσω από τον πύργο Π3. Από τα νότια.

18. Τοιχοποιίες πίσω από τον πύργο Π3. Από τα νοτιοανατολικά.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[311]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

19. Πύργος Π4, από τα νότια.

20. Πύργος Π4, από τα νότια. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965).


[312]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

21. Πύργος Π4, από τα νότια. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965). 22. Πύργος Π4, από τα ανατολικά

. 23. Πύργος Π4, από τα νότια. Λεπτομέρεια. 24. Πύργος Π5, από τα νοτιοανατολικά.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[313]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

25. Πύργος Π5, από τα ανατολικά.

26. Μεταπύργιο Τ5–6. Από το εσωτερικό της οχύρωσης. Λεπτομέρεια.

27. Μεταπύργιο Τ5–6. Από το εσωτερικό της οχύρωσης. Λεπτομέρεια τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι.


[314]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

28. Μεταπύργιο Τ6–7. Λεπτομέρεια τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι.

29. Πύργος Π7, από τα νοτιοανατολικά.

30. Πύργος Π8, από τα ανατολικά.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[315]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

31. Πύργος Π9, από τα ανατολικά.

32. Μεταπύργιο Τ9–10. Ο πυρήνας της τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι και πλίνθινο ανακουφιστικό τόξο.


[316]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

33. Πύργος Π10, από τα ανατολικά. Μετά τη συντήρηση.

34. Πύργος Π10, από τα βόρεια. Πριν από τη συντήρηση.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[317]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

35. Πύργος Π10, από τα νότια. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας.

36. Μεταπύργιο Τ10–11. Ο πυρήνας της τοιχοποιίας με πλίνθινα ντουζένια και ανακουφιστικό τόξο.


[318]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

37. Μεταπύργιο Τ10–11. Από το εσωτερικό της οχύρωσης.

38. Πύργος Π11, από τα ανατολικά.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[319]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

39. Πύργος Π11, από τα ανατολικά.

40. Ανασκαφή κλίμακας μπροστά από την πύλη Π4. Από τα νότια.


[320]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

41. Ανασκαφή κλίμακας μπροστά από την πύλη Π4. Από τα νότια.

42. Μεταπύργιο Τ11–12. Από το εσωτερικό της οχύρωσης.

43. Μεταπύργιο Τ11–12. Από το εσωτερικό της οχύρωσης. Λεπτομέρεια.

44. Προτείχισμα μπροστά από τον πύργο Π12, λεπτομέρεια. Άποψη από τα νοτιοανατολικά.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[321]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

45. Προτείχισμα μπροστά από το μεταπύργιο Τ11–12. Υδρορρόη.

46. Πύλη ΠΛ5 του προτειχίσματος μπροστά από τον πύργο Π12.


[322]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

47. Πύργος Π12, από τα ανατολικά.

48. Πύργος Π12, από τα νοτιοανατολικά.

49. Πύργος Π12, από τα νότια. Λεπτομέρεια τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[323]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

50. Πύργος Π12, από τα ανατολικά. Λεπτομέρεια τοιχοποιίας με κεραμοπλαστικό διάκοσμο που πλαισιώνει το μονόγραμμα του κτίτορα.

51. Πύργος Π13, από τα ανατολικά.

52. Πύργος Π14, από τα ανατολικά.


[324]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

53. Γωνία της βόρειας πλευράς του πύργου Π14 και του τείχους Τ14–15.

54. Πύργος Π15, από τα ανατολικά.

55. Πύργος Π15, από τα νότια.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[325]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

56. Πύργος Π15, από τα βόρεια.

57. Μεταπύργιο Τ15–ΠΛ6, δίπλα στη βόρεια πλευρά του πύργου Π15.


[326]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

58. Μεταπύργιο Τ15–ΠΛ6, ο πυρήνας της τοιχοποιίας με το πλίνθινο ντουζένι.

59. Μεταπύργιο Τ15–ΠΛ6. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας με πλινθόκτιστο άνοιγμα αποχέτευσης ομβρίων υδάτων.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[327]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

60. Πύλη ΠΛ6.

61. Πύλη ΠΛ6, λεπτομέρεια. Το υπέρθυρο και το ανακουφιστικό τόξο.


[328]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

62. Τείχος στα βόρεια της πύλης ΠΛ6. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας με πλίνθινο ντουζένι.

63. Η ατείχιστη πλευρά του βράχου από τα νοτιοδυτικά. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965).


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[329]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

64. Η ατείχιστη πλευρά του βράχου από τα βορειοδυτικά και η ποτάμια οχύρωση. Sayger C. – Desarnod A., Album d’ un voyage en Turquie fait par ordre de Sa Majesté l’ empereur Nikolas Ier, en 1829 et 1830, Paris 1830, πίν. 27.

65. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) από τα νότια. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965).


[330]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

66. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) από τα βόρεια. Αρχείο τ. ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965).

67. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) από τα νότια.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[331]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

68. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) από τα νοτιοδυτικά.

69. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο). Η είσοδος του πύργου Π16 και το τόξο της πύλης ΠΛ6.


[332]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

70. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο). Η είσοδος του πύργου Π16 και το τόξο της πύλης ΠΛ6. Α. Γουρίδης, Διδυμότειχο, φωτ. στη σ. 119.

71. Ο πύργος Π16 (Πεντάζωνο) και το τείχος Τ16–17 δίπλα στο πύργο Π16 από τα νοτιοδυτικά.

72. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο) και το τείχος Τ16–17 δίπλα στο πύργο Π16 από τα νότια.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[333]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

73. Πύργος Π16 (Πεντάζωνο), λεπτομέρεια της πλινθοδομής.

74. Πύργος 16. Σφαιρικός θόλος. Λήψη Γ. Φουστέρη.


[334]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

75. Πύργος 16. Ημιχώνιο. Λήψη Γ. Φουστέρη.

76. Πύργος 16. Κάλυψη εισόδου. Λήψη Γ. Φουστέρη.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[335]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

77. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Από τα νοτιοδυτικά.

78. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Από τα νοτιοδυτικά.


[336]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

79. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Από τα νότια.

80. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Από τα νότια, λεπτομέρεια.

81. Κτιστά και λαξευτά κατάλοιπα κτίσματος/κτισμάτων στη γωνιώδη απόληξη του βράχου στα νότια της Αγίας Μαρίνας. Κλίμακα.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[337]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

82. Τοιχοποιία στα βόρεια του πύργου Π20. Διακρίνεται ο πυρήνας του τείχους με πλίνθινο ντουζένι.

83. Τοιχοποιία στα βόρεια του πύργου Π20. Διακρίνεται ο πυρήνας του τείχους με πλίνθινο ντουζένι.


[338]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

84. Πύλη ΠΛ 9. Στα αριστερά ο πύργος Π20 και στα δεξιά ο πύργος Π19.

85. Πύλη ΠΛ 9. Στα αριστερά ο πύργος Π20 και στα δεξιά ο πύργος Π19. Αρχείο ΧΑΕ.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[339]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

86. Πύργος Π19, από τα νοτιοδυτικά.

87. Η πύλη ΠΛ9 και ο πύργος Π20 από το εσωτερικό της οχύρωσης και ο κλωβός μπροστά από την πύλη ΠΛ10.


[340]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

88. Πύργος Π20 από τα νότια.

89. Πύργος Π20 από τα νότια. Λεπτομέρεια.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[341]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

90. Τείχος ανάμεσα στον πύργο Π20 και την πύλη ΠΛ10.

91. Πύλη ΠΛ10.


[342]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

92. Πύργος Π21 από τα βόρεια.

93. Πύργος Π21 από τα νότια. Λεπτομέρεια.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[343]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

94. Πύργος Π20 από τα νότια. Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας με το πλίνθινο ντουζένι.


[344]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

95. Τείχος στα νότι του πύργου Π21. Ο πυρήνας του τείχους με πλίνθινο ντουζένι και πλινθόκτιστο ανακουφιστικό τόξο.

96. Πύργος Π22 πριν από την συντήρηση. Αρχείο ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1965).


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[345]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

97. Πύργος Π22 μετά τη συντήρηση.

98. Τείχος στα νότια του πύργου Π22.


[346]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

99. Πύργος Π23.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[347]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

100. Τείχος στα βόρεια του πύργου Π23.

101. Πύργος Π24.


[348]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

102. Τείχος της Πλωτινόπολης. Ανασκαφή. Αρχείο ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1980).

103. Τείχος της Πλωτινόπολης. Ανασκαφή. Αρχείο ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1980).


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[349]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

104. Τείχος της Πλωτινόπολης. Ανασκαφή. Αρχείο ΙΘ΄ ΕΠΚΑ (1980).

105. Μεταπύργιο Τ5–6, όψη της εσωτερικής παρειάς.


[350]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

106. Μεταπύργιο Τ5–6, όψη της εσωτερικής παρειάς. Κλίμακα ανόδου στον πύργο Π6.

107. Μεταπύργιο Τ5–6, όψη της εσωτερικής παρειάς. Κλίμακα ανόδου στον πύργο Π5.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[351]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

108. Πύργος; Μπροστά από τον πύργο Π19.

109. Πύλη ΠΛ9. Καταχύστρα πάνω από το θυραίο άνοιγμα.


[352]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

110. Πύλη ΠΛ9. Κεραμοπλαστικός διάκοσμος στο τύμπανο πάνω από το θυραίο άνοιγμα. Άποψη από το εσωτερικό.

111. Τείχος μπροστά από την πύλη ΠΛ10 και ανάμεσα στους πύργους Π19 και Π21.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[353]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΕΔΙΩΝ Σχ. 1. Πύργος Π1, κάτοψη. Σχ. 2. Πύργος Π2, κάτοψη. Σχ. 3. Πύργος Π2, τομή. Σχ. 4. Πύργοι Π2 και Π3 και ΠΛ1, κάτοψη. Σχ. 5. Πύργος Π12, κάτοψη. Σχέδιο Χρ. Τοκαμάνη. Σχ. 6. Πύργος Π12, τομή. Σχέδιο Χρ. Τοκαμάνη. Σχ. 7. Πύλη ΠΛ6, κάτοψη. Σχέδιο Έ. Νικολέττου Σχ. 8. Πύργος Π16. Α. Οριζόντια τομή στη στάθμη της εισόδου. Β. Κάτοψη στην πρώτη στάθμη. Γ. Κατακόρυφη τομή. Σχέδια Γ. Φουστέρη. Σχ. 9. Πύλες ΠΛ9 και ΠΛ10. Κατόψεις. Σχέδιο Έ. Νικολέττου Σχ. 10. Λεπτομέρεια από το Τοπογραφικό Διάγραμμα του Κάστρου. Κλωβός ανάμεσα στις πύλες ΠΛ9 και ΠΛ10. Αποτύπωση Α. Τσανάκα - Δ. Τασσόπουλος.


[354]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σχ. 1. Πύργος Π1, κάτοψη.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[355]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σχ. 2. Πύργος Π2, κάτοψη.

Σχ. 3. Πύργος Π2, τομή.


[356]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σχ. 4. Πύργοι Π2 και Π3 και ΠΛ1, κάτοψη.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[357]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σχ. 5. Πύργος Π12, κάτοψη. Σχέδιο Χρ. Τοκαμάνη.

Σχ. 6. Πύργος Π12, τομή. Σχέδιο Χρ. Τοκαμάνη.


[358]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σχ. 7. Πύλη ΠΛ6, κάτοψη. Σχέδιο Έ. Νικολέττου


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[359]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σχ. 8Α. Πύργος Π16. Οριζόντια τομή στη στάθμη της εισόδου. Σχέδιο Γ. Φουστέρη.

Σχ. 8Β. Πύργος Π16. Κάτοψη στην πρώτη στάθμη. Σχέδιο Γ. Φουστέρη.

Σχ. 8Γ. Πύργος Π16. Κατακόρυφη τομή. Σχέδιο Γ. Φουστέρη.


[360]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σχ. 9. Πύλες ΠΛ9 και ΠΛ10. Κατόψεις. Σχέδια Έ. Νικολέττου


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[361]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σχ. 10. Λεπτομέρεια από το Τοπογραφικό Διάγραμμα του Κάστρου. Κλωβός ανάμεσα στις πύλες ΠΛ9 και ΠΛ10. Αποτύπωση Α. Τσανάκα - Δ. Τασσόπουλος.


[362]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[363]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ 1. Η δυτική Θράκη και η ανατολική Μακεδονία. Θέσεις οχυρώσεων. Χαρτοσύνθεση Λ. Τσουρής, GEOPSIS. 2. Χερσόνησος του Αίμου. Οι θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο. Χαρτοσύνθεση Λ. Τσουρής, GEOPSIS. 3. Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία, Συροπαλαιστίνη, Μεσοποταμία. Οι θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο. Χαρτοσύνθεση Λ. Τσουρής, GEOPSIS.


[364]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1. Η δυτική Θράκη και η ανατολική Μακεδονία. Θέσεις οχυρώσεων. Χαρτοσύνθεση Λ. Τσουρής, GEOPSIS.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[365]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

2. Χερσόνησος του Αίμου. Οι θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο. Χαρτοσύνθεση Λ. Τσουρής, GEOPSIS.


[366]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

3. Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία, Συροπαλαιστίνη, Μεσοποταμία. Οι θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο. Χαρτοσύνθεση Λ. Τσουρής, GEOPSIS.


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[367]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


[368]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Η οχύρωση του Διδυμοτείχου

[369]

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


[370]

Κώστας Τσουρής

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η εργασία ερευνά την ιστορία της οχύρωσης του Διδυμοτείχου. Πρόκειται για έργο που οφείλεται στον Ιουστινιανό τον Α΄. Ανακατασκευάστηκε, συντηρήθηκε, τροποποιήθηκε ή συμπληρώθηκε κατά τον 7ο/8ο, 8ο/9ο, 10ο/11ο, 12ο, 13ο, 14ο, 18ο/19ο αιώνα, διατηρώντας την αρχική όδευση. Στα μέσα του 13ου αιώνα οικοδομήθηκε η ποτάμια οχύρωση, ενώ στα εξηκοστά έτη του 14ου αιώνα κατασκευάστηκε ένας πρόσθετος περίβολος μπροστά από την πύλη ΠΛ10. Πρόκειται για ενδιαφέρον έργο φρουριακής αρχιτεκτονικής, στο οποίο πάντως δεν εμφανίζονται καινοτομίες ή πρωτοτυπίες και δεν εισάγονται νεωτερισμοί· μορφές, τύποι, κλίμακες και υλικά είναι συνηθισμένα και τρέχοντα για την εποχή τους. Σχεδιάστηκε αρκετά προσεκτικά και επιτέλεσε το ρόλο του μάλλον ικανοποιητικά. Οσάκις απαιτήθηκαν τροποποιήσεις, προσθήκες, επισκευές, αυτές πραγματοποιήθηκαν κανονικά και χωρίς προβλήματα, αλλά όχι πάντοτε στην ώρα τους. Για την αρχιτεκτονική τους ξεχωρίζουν, ανάμεσα στους υπόλοιπους πύργους της οχύρωσης, οι πύργοι Π2 και Π16. Οι ίδιοι πύργοι επίσης παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ανάμεσα σε έργα φρουριακής αρχιτεκτονικής της βυζαντινής επαρχίας μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου. Για την ισχύ τους διακρίνονται –εκτός από τους δύο προηγούμενους– οι πεντάπλευροι πύργοι Π20 και Π21 και ο πεταλόσχημος Π12· όλοι τους προστάτευαν πύλες. Οι δύο παραλλαγές πεντάπλευρου πύργου, οι πύργοι Π3 και Π8, αποτελούν τη μοναδική απόπειρα να εφαρμοστούν κάποιοι νεωτερισμοί στα γενικά παραδεδεγμένα. Οι υπόλοιπες κατασκευές είναι στην καλύτερη περίπτωση απλώς ισχυρά έργα. Στις επεμβάσεις της παλαιολόγειας περιόδου δεν πρυτάνευσε ιδιαίτερη μέριμνα για τα απαιτούμενα υλικά ούτε προσεγμένες κατασκευές: μένω με την εντύπωση ότι το τελευταίο έργο πραγματοποιήθηκε κάπως πρόχειρα και μάλλον βιαστικά.

ISBN: 978-618-5147-67-9


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.