[k] summer 2010

Page 45

Κ ατά τα τέλη του μηνός, εκστατικά, λίγο πριν τα μαγιάτικα και τις πρώτες κάψες, ο άντρας – κουβαλώντας απρόθυμα ένα επιπλέον έτος στις πλάτες του – αναχώρησε αργόσυρτα για τις ειδικές κυριαρχικές σχέσεις του φανταρικού ονείρου του, αφήνοντας προσωρινώς στην πόλη τη λαγνεία των ερωτικών συνευρέσεων, αυτή άλλωστε ευρίσκετο χαμένη έτη πολλά σε αναμονές για την έκπληξη του ποθητού υποκειμένου από το πουθενά. Με ξέχασε, παρατημένο ορφανό σε πίσω κάθισμα, αδιάβαστο σε πολλά, με τρεις γυναίκες κυριαρχικές. Μια Κυριακή, απουσία ψυχαγκαλιάσματος και ρομαντικού αφεψήματος, τις πήγα εκδρομή προς Σούνιο, καταλήξαμε αμίλητοι κάπου στα Λεγρενά – έτσι μου φάνηκε – και καθίσαμε σε λιβάδι με χρυσά άνθη. Η πρώτη κόρη, η μικροκαμωμένη, αρχίνισε να ομιλεί με άνθος ξανθοστόλιστο στα αριστερά της με φωνή παιδική, χαϊδεύοντας τρυφερά το μίσχο του και παίζοντας με χεράκι μικρό, με το στεγνό χώμα που προσκυνούσε το άνθισμά του, σαν να τη σαγήνευε αυτό το μισητό χώμα, η ύστατη μυρωδιά πάντων των ερωτευμένων με χαμένο ταίρι. «Η μητερούλα μου με αγαπά, γιατί γεννήθηκε από γυναίκα συνονόματη. Ακούς λουλουδάκι; Μου λέει ότι στην όψη είμαι σαν και σένα, ότι αναβλύζω αρώματα όποτε με παίρνει αγκαλιά, φτιάχνει τα μαλλάκια μου περίτεχνα για να σε ξεπερνώ σε ομορφιά. Και όνομα που έχω μοναδικό -σαν κλοπιμαίο για να καμωθείς το λήστεψες- για να λάμπω όπως ο χρυσός, και δέρμα για να με ζηλεύουν οι δροσοσταλίδες σου. Τα πέταλά σου είναι χλωμά μπροστά στη νιότη μου και οι φωνές μου ανοίγουν ρωγμές στο διψασμένο από έρωτα χωραφάκι που σε ανέχεται να

φυτρώνεις. Θα είμαι για πάντα δροσερή και όμορφη, εσένα σε καταριέμαι να μαραθείς, είσαι του χεριού μου, όπως οι άντρες που θα με ποθήσουν σε πεζοδρόμια, αρκεί να στείλω την αδερφή μου Περσεφόνη στον από μοναξιά πετρωμένο Θεό της. Θα μεγαλώσω με αγάπη, οι εραστές μου θα με κακομάθουν και στα προκλητικά γηρατειά μου θα έχω θύμησες από χάδια και αποδράσεις ρουτινιασμένης ζωής, οικτίρω εσένα, το καρφωμένο με εντολή Θεού στο τιποτένιο χώμα, με περιμένουν ταξίδια στα πέρατα και χοροί διονυσιακοί, να με πιούν λαίμαργα να ξεδιψάσουν την ορμή τους και να με στολίσουν με φτιασίδια ανοιξιάτικα σε θάλασσες σιμά, με τα πατουσάκια πάντα γυμνά στο κύμα και στον αέναο ήχο του, για να αφουγκράζομαι το αγαπητικό παρελθόν μέσα από τις θαλασσινές εξομολογήσεις των ερωτευμένων προγόνων μου.» Παραδίπλα, μέσα σε ένα γαλήνιο τοπίο από λάσπη και τσαλακωμένα άνθη, κείτονταν η ξεμυαλισμένη κόρη, για πολλούς στον κύκλο μας ήταν η μεστωμένη αλλά πιο ερωτική. Ήταν ολοφάνερο ότι αναπολούσε τα χαρμόσυνα από καλοκαίρια που άφησαν γεύσεις παντοτινές. Μονολογούσε, άνω τελεία. «Εκεί, που ζούσαν οι θεοί, σας άφησα να με αναμένετε σε παραλίες κάτω από τον ίσκιο ψηλού βουνού, να σας αγαπώ όπως έφηβη, να σπαρταρά η καρδιά μου από την προσμονή να ορίσετε από τους τόπους του χειμώνα σας, να γίνουμε παρέα, τσόλια περισπούδαστα, να φουμάρουμε φράουλες και να φιλιόμαστε κρυφά με την άμμο κρυμμένη στα εσώρουχα. Φωτιές να ανάβετε μονάχα σας ζητώ, για να σας συναντώ, με μάτια λαμπυρίζοντα από την κάψα των πρώτων ερώτων σας, καθρέφτες καλεσμένων πνευμάτων για ρίγη στη ραχοκοκαλιά.

[43]


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.