KALAMARI DEC

Page 36

Άφωνος ο Δον, “σας ρώτησα, τι θα θέλατε;” ακούγεται πάλι

έφερα εδώ γιατί σ’ αγαπάω, στο πρόσωπο σου γνώρισα τον

η φωνούλα, Αμίλητος ο Δον.

αληθινό έρωτα, έλα να ζήσουμε μαζί”,

Θα είναι μουγκός,

“Όχι”,του είπε με δολοφονικό βλέμμα θύματος, η Ρέα,

σκέφτεται η ωραία αρουραία που τη λέγαν Ρέα,

“θέλω να με πάς στο μαγαζί μου” είπε η Ρέα σφίγγοντας

“θα θα θα θα θα ήθελα”.

τα δόντια, τότε ο Δον άρχισε να την πλησιάζει θέλοντας

Αχ μιλάει, σκέφτηκε η Ρέα,

να της δώσει ένα φιλί, “Όχι μη”, φώναζε η Ρέα, ”Ναι”, έλεγε

“πει πει πει πεινάω”, κατάφερε να πει ο Δον που δε σταμάτησε

ο Δον, και χωρίς να το καταλάβουν πιαστήκανε στα χέρια.

ούτε στιγμή να κοιτάει τα μάτια της ωραίας αρουραίας, που

“Ναι” “Όχι”, “Ναι” “Όχι”, “Ναι”, “ΟΧΙ ΔΕΝ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ ΑΛΛΟ”,

τη λέγαν Ρέα. Είχε πάθει κάτι που πρώτη φορά το ένιωθε

πήγαινε ν’ ανοίξεις το μαγαζί λέει η Ρέα...

στη ζωή του, κοπήκανε τα γόνατά του, ένα ταμπούρλο

Ο Δον Πον-τίκης γυρνάει την κοιτάζει και αντιλαμβάνεται

είχε μπει στο στομάχι του και χτυπούσε σαν σε πανηγύρι,

πως στο κρεβάτι του βρίσκεται η γυναίκα του η Ρέα, η ωραία

ζαλιζότανε, θόλωνε, χανότανε, αλλά ταυτόχρονα πεινούσε

αρουραία, που είχε μαζί της 14 ποντικάκια. Σηκώθηκε,την

κιόλας,

αγκάλιασε της είπε “Καλημέρα”,

“ένα τέταρτο κασέρι Σοχού”,

χαμογελαστός

είπε κοφτά και με αποφασιστικότητα, η Ρέα που ήταν και

και έφυγε για

πολύ ωραία αρουραία, του τύλιξε σε μια εφημερίδα “Το

το μαγαζί.

ποντίκι”, το κασέρι και του είπε,“4,25 παρακαλώ”,

Στο δρόμο

Βγάζει ο Δον Πον-τίκης ένα τσαλακωμένο 5ευρο και

σκεφτότανε το

δίνοντας του η Ρέα τα ρέστα ακουμπήσανε τα νύχια τους,

όνειρο που είχε δει

στο τσαφ κρατήθηκε και δεν λιποθύμησε, και μαζεύοντας

και θυμήθηκε πως αυτό το

τα κομμάτια του βγήκε απο το μίνι μάρκετ. Έκανε 5 αργά

συναίσθημα

βήματα, έστριψε από τη γωνία και ούρλιαξε,

που είχε νιώσει

“ΕΙΜΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΟΟΟΣ!!!!!!!!”

στον ύπνο του το

...έφυγε τροχάδην για το κάστρο του πετώντας πίσω του

είχε νιώσει κάποτε και για

το κασέρι Σοχού σε κάτι αλητοπόντικες που καθότανε πιο

τη Ρέα, αλλά με το πέρας του

‘κει. Πέρασαν μέρες σκεπτόμενος τρόπους να πλησιάσει

καιρού, που ήτανε και χάλια,

τη Ρέα την ωραία αρουραία, μέχρι να αρχίσει το κάπνισμα

κρύο, βροχή, αέρας, είχε χαθεί

σκέφτηκε, για να ‘χει μια αφορμή να ξαναπάει, αλλά μπήκε

απ’ τη μνήμη του και με αφορμή

σε λειτουργία το πονηρό μέρος του εγκεφάλου του, νομίζω

το όνειρο, το ξαναέζησε έστω

το αριστερό, και σκέφτηκε, θα στείλω τους υπηρέτες μου

κι έτσι και ένιωθε πολύ όμορφα!

να την απαγάγουν και να μου τη φέρουν, και τους έστειλε.

Πήγε λοιπόν στο μαγαζί,

Πήγαν λοιπόν οι υπηρέτες στη μικρή πόλη, περιμένανε να

κοιτάχτηκε στον καθρέφτη,

πάει 8:30 να κλείσει η Ρέα το μαγαζί και με το γνωστό τρόπο

και είπε στον εαυτό του

του χλωροφορμίου, την αναισθητοποιούν, τη βάζουνε σ’

“Καλημέρα!!!”

ένα τσουβάλι και την πηγαίνουνε στο κάστρο! Μόλις ξύπνησε η Ρέα άρχισε να φωνάζει για ΒΟΗΘΕΙΑ “ησύχασε” της λέει ο Δον Ποντικης, “Δε θα σε πειράξω, σ’

[34]


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.