kalamari december 2009

Page 55

Ανελλιπώς, όπως τους χειμώνες που προηγήθηκαν σε κάθε ζωή, το ίδιο παλτό, στο χρώμα hiver, εις έκαστον διαφορετικό, μεταμορφώνεται κατά τις θύμησες των παθών εκάστου, μιας γυνής και ενός ανδρός, με την αμαρτωλή γυνή να υπερέχει από φυσικού, τα χέρια της, ό,τι αγγίζουν το παγώνουν, τα μέσα της ό,τι ακουμπούν το λιώνουν. Και τούτο το χειμώνα, ο ανυπεράσπιστος άνδρας, ο πραγματικός χειμώνας, ουσιαστικό γένους αρσενικού,που θα ματαιοπονεί με υποσχέσεις, που θα πορεύεται με πόλεμο στα κρύα και αφιλόξενα των απανταχού υπάρξεων, θα ζεσταθεί με ένα παλτό. Αυτό, το λεκιασμένο, κατάρα και ευχή, θα τον κυκλοφορήσει στα σοκάκια, οπουδήποτε αυτός, εκείνους τους έρωτες, το μέλλον του ανταμώσει,στα μάτια θα κοιτάξει, θα γονατίσει στο λευκό του χιονιού, πάλι λεκέδες στο παλτό, αλίμονο, μην αφήσεις να είναι το γκρι της λάσπης, ψυχούλα του λατρεμένη, μην λησμονείς τη φθορά, θα επιθυμήσει, θα σωπάσει στο αδιανόητο. Και παρόλα αυτά, θα ανοίξει τα κατάβαθα της ντουλάπας, τα ύστερα, να ψάξει το παλτό. Θα το βρει, με γοργές κινήσεις θα το φορέσει πλάι του, θα ξεχυθεί στα σοκάκια. Θεσσαλονίκη, ρωτώ, οποιαδήποτε πόλη στο χωροχρόνο, με ένα ψίθυρο και απομακρύνεται για να μάθει τα υποσχόμενα. Άνοιξα. Με κατάπιε ο παγωμένος αέρας,ξεχύθηκα στα σοκάκια, μανιασμένα ποτάμια που οδηγούν αδιαμαρτύρητα στο ύδωρ της πόλης, τα κομμάτια μου με ακολουθούσαν κατά πόδας, βρεγμένα, συνάμα μαγεμένα από το νεφελώδες γκρίζο, ανθρώπων και τειχών,συντροφιά μου το παλτό να υποδεικνύει τα υποσχόμενα του χειμώνα. Την ίδια στιγμή λαχτάρησα τη ζέση της ανταριασμένης κλίνης, λησμονημένα κορμιά σε ανάκατα άνευ λόγου σκεπάσματα, διάφανα, αυτά της αδιάκοπης προσμονής να ζεστάνουν τα όνειρα της χειμερινής μοναξιάς μου, να με αφυπνίσουν από την ερωτική

νάρκη του Δεκεμβρίου, τάμα σε ψυχρό Θεό. Στο λεωφορείο κρύφτηκα αναμεταξύ των υπολοίπων παλτών, όλα ανέμεναν την Ισημερία ωσάν επανάσταση, πνίγηκα στην αγάπη που προσδοκούσαν τα σωθικά των άλλων ανθρώπων, ήθελα να ζητήσω –ικέτης πολεμιστής- στον άγνωστο δίπλα μου,να σπάσει το θολωμένο παράθυρο, το αδρανές του θολωμένου από ανήκεστο πόθο μυαλού του,να ακουμπήσει σαν μέγγενη τα χέρια του στο ζωντανό λαιμό μου, κατάλυμα, να τον ζεστάνω, όπως παλαιότερα υπέμενα τρυφερά την αυτή ιεροτελεστία από φίλους λατρεμένους, απέθαντους. Κοιτούσα τη θάλασσα και τους ανθρώπους που περπατούσαν πάνω της, αντικατοπτρισμός των οιονεί ερώτων μου, στρατός πολεμιστών. Ξεμπάρκαρα παραχρήμα στο όριο μεταξύ ουρανού και θάλασσας, ασύνορα,χυμένες υποστάσεις σαν σε παράδεισο ασχημάτιστο,αναρωτιόμουν μέσα στο παραστράτημα του κολασμένου περιπάτου μου, πούθε ξεκινά η στεριά, η παγωμένη μου καρδιά, η πραγματικότητα της αγάπης μου για τις σιωπές - πας εις το διαλαλεί - στα κρύα το στόμα προτιμά ερμητικά το φιλί, πούθε ελλοχεύει το χρώμα hiver στα κενά μεταξύ των ανθρώπων που προσμένουν Αυτό που λιώνει παγετούς. Και σαν εν αναμονή ερωτευμένος, κατάλαβα στα ύστατα σαν λύτρωση, το κρύο των χειμώνων μου, δεν με ωθεί να αναζητώ το επόμενο, την εποχή που θα ‘ρθει να σύρει το παλτό στα αζήτητα, παρά μόνο τούτο,τη φλογερή επιθυμία να τυλίξω θυσιαστικά το ταίρι μου,σαν ιππότης να προσφέρω το ανώφελο της αποκλειστικότητας παλτό,το μπαλωμένο από ζωή γλυκιά, από παγωμένα φιλιά και ντροπαλές αγκάλες,αναμένοντας στωικά από τον Πύργο μου πάντα τους χειμώνες, το παιχνίδισμα της νιφάδας σαν δάκρυ στο πρόσωπο του δικού μου ανθρώπου – ορκίζομαι ημιμαθής ων στα του έρωτος, ουδέν έτερο στην αναζήτηση ενός σκιρτήματος, πέραν του παλτού μου, χρώματος hiver.

[39]


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.