Δήμητρα Λουκά, "Η Μούτα"

Page 1

Δήμητρα Λουκᾶ

Ἡ Μούτα

Οἱ ᾽Εκδόσεις Κίχλη σᾶς εὔχονται Καλὸ Πάσχα μὲ ἕνα διήγημα τῆς Δήμητρας Λουκᾶ.



Η ΜΟΥΤΑ



γεννήθηκε κουφή. Τὸ κατάλαβαν μόλις ἔκλεισε τὸν πρῶτο χρόνο. Δὲν γυρνοῦσε τὸ κεφάλι της ὅταν τὴ φώναζαν μὲ τὸ ὄνομά της. «Ἡ κοπέλα μας εἶναι μούτα», εἶπε μιὰ μέρα ἡ μάνα της στὸν ἄντρα της. ᾽Απὸ τότε ἄρχισαν νὰ τὴ φωνάζουν ὅλοι Μούτα καὶ τὸ βαφτιστικό της ὄνομα ξεχάστηκε. ῞Οταν ἡ Μούτα ἔμαθε νὰ περπατᾶ, φάνηκε ὅτι ἔγερνε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά. Ἡ μάνα της ἔβγαλε τὴ μεζούρα, τῆς μέτρησε τὰ πόδια ἀπὸ τὸν γοφὸ μέχρι τὴ φτέρνα καὶ κατάλαβε ὅτι τῆς ἔλειπε καὶ κάτι ἀκόμα, ἕνας πόντος ἀπὸ τὴ δεξιὰ μεριά.

Η

ΜΟΥΤΑ

5


ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΟΥΚΑ

«Ἡ Μούτα εἶναι κουτσή», εἶπε στὸν ἄντρα της. Τὴν ἴδια μέρα τῆς φόρεσε ἕνα μακρὺ φουστάνι γιὰ νὰ κρύβει ὅσο γινόταν τὴν κακοτυχία της. Ἡ Μούτα κατάλαβε γρήγορα ὅτι ἦταν μεγάλος μπελὰς καὶ ὅτι ἡ μάνα της θὰ εὐχόταν νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ. Αὐτὸ βάλθηκε νὰ τὸ ἀλλάξει. ᾽Απὸ πέντε χρονῶν ἔμαθε νὰ κάνει ὅλες τὶς δουλειές. Ζύμωνε, φούρνιζε, ἔπηζε τὸ τυρί. Τὸν χειμώνα φορτωνόταν στὴν πλάτη τὰ ροῦχα καὶ πήγαινε στὸ πλυσταριὸ γιὰ νὰ τὰ πλύνει. Γυρνοῦσε πάντα μὲ τὰ χέρια ματωμένα στοὺς κόμπους καὶ τὰ δάχτυλα ξυλιασμένα. Ἡ μάνα της τῆς ἔβαζε κηραλοιφὴ καὶ τῆς ἔδενε τὶς παλάμες σφιχτὰ σὲ ἕνα βαμβακερὸ πανὶ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ξαναπλύνει. Πηγαίνοντας πρὸς τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ στεγνώσει, ἡ Μούτα κοιτοῦσε τὴ 6


Η ΜΟΥ ΤΑ

μάνα της στὰ μάτια καὶ χτυποῦσε ἁπαλὰ τὴ δεξιὰ παλάμη της πάνω στὸ ἀριστερό της στῆθος γιὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσει. Ἡ μάνα της γυρνοῦσε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ συνέχιζε τὴ δουλειά της. Μέχρι νὰ κλείσει τὰ δέκα οἱ γονεῖς της ἀπέκτησαν ἄλλα τρία παιδιά. Τὰ μεγάλωσε ὅλα ἡ Μούτα. Δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πεῖ νανουρίσματα καὶ παιδικὰ τραγούδια, τοὺς τραγουδοῦσε ὅμως ὁ κόρφος της. Τὰ κουβαλοῦσε ὅλη μέρα κρεμασμένα στὸ στῆθος της ἐνῶ ἔκανε τὶς δουλειὲς καὶ τὸ βράδυ, γιὰ νὰ μὴν ξυπνᾶνε τὴ μάνα της, τὰ ἔπαιρνε στὸ κρεβάτι της καὶ τοὺς ζέσταινε τὸν σβέρκο μὲ τὴν ἀνάσα της. «Θὰ γίνονταν καλὴ μάνα ἡ Μούτα», εἶπε ὁ πατέρας της μιὰ μέρα στὴ γυναίκα του. «Καὶ ποιός τὴν παίρνει ἔτσι ποὺ εἶναι, ἄντρα μου;» 7


ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΟΥΚΑ

«῍Αν εἶχε τὴ λαλιά της, θὰ τὴν πάντρευα μὲ τὸν καλύτερο, γιατὶ εἶναι σκύλα στὴ δουλειὰ καὶ προκομμένη». «῍Αν εἶχε τὴ λαλιά της, δὲν θὰ ἦταν οὔτε σκύλα στὴ δουλειὰ οὔτε προκομμένη», τὸν ἔκοψε ἐκείνη. ῞Οταν κατάλαβαν τὸν ἑαυτό τους, τὰ ἀδέρφια τῆς Μούτας ἄρχισαν νὰ τῆς φέρονται σὰν ὅλα τὰ παιδιὰ στὴ γειτονιά. Γιὰ νὰ γυρίσει πρὸς τὸ μέρος τους, τῆς ἔριχναν πέτρες καὶ ὅταν δὲν τοὺς ἔκανε τὸ χατίρι, τὴν ἔφτυναν στὰ μοῦτρα. Ἡ Μούτα κατάπινε τὴ σιωπή της καὶ κάθε βράδυ τοὺς μοίραζε στὰ τρία τὸ φαΐ της. Μόλις πάτησε τὰ ἕντεκα, ὁ πατέρας της ἄρχισε νὰ τὴν παίρνει στὸ χωράφι, τὸ μοναδικὸ ποτιστικὸ ποὺ εἶχε σὲ ἐκεῖνον τὸν ἀγριότοπο, γεμάτο πέτρες καὶ χάλαρα. Θὰ φύτευε πεπόνια, τὸν σπόρο τὸν εἶχε πληρώσει ἀκριβά. Γιὰ νὰ σιγουρέ8


Η ΜΟΥ ΤΑ

ψει τὴ σοδειὰ θὰ ἔπαιρνε μαζί του τὴ Μούτα. Τῆς ἔδειξε πῶς νὰ ἀνοίγει τὰ αὐλάκια, νὰ φτιάχνει φωλιὲς βάθους μερικῶν ἑκατοστῶν καὶ σὲ ἀπόσταση δυὸ σπιθαμὲς περίπου τὴ μιὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ τοποθετεῖ ἀνὰ δύο τοὺς σπόρους καὶ νὰ τοὺς σκεπάζει μὲ ἀφράτο χῶμα γιὰ νὰ ἀναπνέουν καὶ νὰ βλαστήσουν γρήγορα. Σὲ δυὸ μέρες ἡ Μούτα φύτεψε δύο στρέμματα. Οἱ βραγιὲς ἦταν ὅλες στοιχισμένες, καλύτερα καὶ ἀπὸ τὸ νὰ εἶχε χρησιμοποιήσει ἀλφάδι. Κάθε βδομάδα σκάλιζε καὶ βοτάνιζε μόνη της καὶ τὰ δύο στρέμματα. Τὰ βράδια ποὺ γυρνοῦσε στὸ σπίτι δὲν ἔβρισκε φαΐ, ξάπλωνε στὸ στρωσίδι της καὶ ἔτρωγε τὶς μανσέτες ἀπὸ τὰ μανίκια της μὲ μανία, μέχρι ποὺ τὶς ἔσκιζε. Ἡ μάνα της τὴν ἔπιασε μιὰ μέρα ἀπ’ τὰ μαλλιά, τὴν ἔβαλε νὰ καθίσει μὲ τὸ ζόρι στὸ πάτωμα καὶ τῆς ἔδειξε τὶς σκισμένες 9


ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΟΥΚΑ

μανσέτες ἀπὸ τὰ φουστάνια της, τινάζοντας ἀπειλητικὰ στὸ ἄλλο της χέρι τὸ φουρνομάσι. Ἡ Μούτα σηκώθηκε ἀπάνω, πάτησε γερὰ στὸ ἀριστερό της πόδι καὶ ἔβγαλε τέτοια σπαρακτικὴ κραυγὴ ἀπ’ τὸ λαρύγγι της, ποὺ ἡ μάνα της ἔκανε δυὸ βήματα πίσω. «Δὲν σ’ εἶχα ξανακούσει νὰ κάνεις σὰν τὰ τσακάλια τοῦ βουνοῦ. Ἔχεις τὸν δαίμονα μέσα σου, Μούτα», τῆς εἶπε μόνο καὶ βάλθηκε νὰ κόβει μὲ τὸ ψαλίδι ὅλες τὶς μανσέτες ἀπὸ τὰ φουστάνια της. Τὸ ἴδιο βράδυ ἡ Μούτα ἄρχισε νὰ μασουλάει τοὺς καρπούς της. Τόσο ἐπίμονα καὶ συστηματικά, ποὺ ἔβγαζε ἀπὸ τὸ δέρμα μικρὲς μικρὲς λωρίδες καὶ ἔπειτα τὶς ἔφτυνε στὸ στρῶμα της. Ἔγδερνε περισσότερο τὸν δεξιὸ καρπό, γιατὶ ξάπλωνε πάντα ἀπὸ τὰ δεξιὰ καί, καθὼς ἀγκάλιαζε μὲ τὸ δεξὶ χέρι τὸ στῆθος της, μποροῦ10


Η ΜΟΥ ΤΑ

σε νὰ τὸν φέρνει πιὸ εὔκολα στὸ στόμα. Τὸν Μάιο οἱ πεπονιὲς ἁπλώθηκαν ἕρποντας σὲ ὅλο τὸ χωράφι. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνει ποῦ πέρναγαν τὰ αὐλάκια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Μούτα. Ἤξερε ἀκριβῶς ποῦ ξεκινοῦσε καὶ ποῦ τελείωνε τὸ καθένα καὶ ἦταν ἡ μόνη ποὺ μποροῦσε νὰ ποτίσει. Γιὰ νὰ ξεκάνει τὶς ἀγριάδες προχωροῦσε μὲ ἄνεση ἀνάμεσα στὶς φυλλωσιές, στηρίζοντας γερὰ στὰ ἐνδιάμεσα κενὰ τὸ ἀριστερό της πόδι καὶ σηκώνοντας τὸ δεξὶ ὅσο ἀκριβῶς ἔπρεπε, γιὰ νὰ μὴν πατήσει οὔτε ἕνα φύλλο. Ὅταν εἶδε νωρὶς κάποιο πρωὶ τὰ κίτρινα ἀνθάκια νὰ ξεπετάγονται μέσα ἀπὸ τὶς μασχάλες τῶν φύλλων, κάρφωσε γερὰ τὰ δυό της πόδια στὸ χῶμα κι ἀναπήδησε γιὰ πρώτη φορὰ ἐπιτόπου. Ἔκλεισε ἔπειτα τὰ μάτια καὶ ξάπλωσε μπρούμυτα δίπλα στὶς βραγιές. Ἔνιωσε τὰ πέταλα 11


ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΟΥΚΑ

τῶν λουλουδιῶν νὰ τρίζουν, καθὼς γυρνοῦσαν πρὸς τὰ ἐκεῖ ποὺ ἔβγαινε ὁ ἥλιος, καὶ τὶς δονήσεις ἀπ’ τὰ φτερὰ τῶν ἐντόμων νὰ φτάνουν στὸ δέρμα της τόσο ἡδονικά, ποὺ τῆς σηκώθηκε ἡ τρίχα. Ὅταν ξανάνοιξε τὰ μάτια, ὁ ἥλιος ἦταν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι της. Ἔφυγε ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε γιὰ τὸ σπίτι. Βρῆκε τὴ μάνα της νὰ τὴν περιμένει στὸν φράχτη μὲ τὸν πλάστη. Δὲν πρόλαβε νὰ περάσει τὴν αὐλόπορτα καὶ τὸν ἔσπασε πάνω στὴ ράχη της. Στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ οἱ πεπονιὲς ἔδεσαν καρπούς, μικροὺς καὶ μυτεροὺς σὰν τὰ ἄγουρα βυζάκια ποὺ εἶχαν ξεπεταχτεῖ στὸ στῆθος τῆς Μούτας. Τὰ βράδια σήκωνε τὸ φουστάνι της κι ἔβλεπε πὼς καὶ οἱ δικοί της καρποὶ μεγάλωναν μέρα μὲ τὴ μέρα. Αὐτὸ ποὺ δὲν ἤξερε ἦταν ὅτι κανένας δὲν θὰ ρουφοῦσε ποτὲ 12


Η ΜΟΥ ΤΑ

τὴ γλύκα τους. Αὐτὸ ποὺ ἤξερε ἦταν ὅτι ἐκείνη θὰ δοκίμαζε σύντομα τὴ γλύκα τῶν πεπονιῶν της καὶ ἀνυπομονοῦσε. Γι’ αὐτὸ καὶ κοίταξε γεμάτη παράπονο τὸν πατέρα της, ὅταν τὴν πρώτη μέρα τῆς συγκομιδῆς της ἔβαλε σὲ ἕνα σακὶ τέσσερα ὥριμα πεπόνια, μικρὰ καὶ λίγο χτυπημένα ἐδῶ κι ἐκεῖ γιὰ νὰ τὰ πάει στὸ σπίτι. Ἔλεγε πὼς θὰ τῆς ἔδινε ἕνα ὁλοστρόγγυλο, ὁλοκίτρινο, ὅλο δικό της γιὰ νὰ τὴν ἀνταμείψει. Ἀλλὰ δὲν τό ’κανε. Τραβώντας γιὰ τὸ χωριό, κάτω ἀπὸ τὸν καυτὸ ἥλιο, ἄφησε τὰ δάκρυα νὰ τῆς δροσίσουν τὸ πρόσωπο. Ἔφτασε στὸ σπίτι κουτσαίνοντας τόσο πολύ, ποὺ καὶ ἡ μάνα της τὴν κοίταξε μὲ περιέργεια μόλις μπῆκε στὴν αὐλή. Δὲν τὴ βοήθησε νὰ ξεφορτώσει, κράταγε ἀγκαλιὰ τὴ νεογέννητη κόρη της. Ἡ Μούτα ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σακὶ τὰ τέσσερα πεπόνια καὶ τῆς τὰ ἔδει13


ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΟΥΚΑ

ξε ἰσιώνοντας μὲ καμάρι τὸ κορμί της. «Βάλε τα στὸ ὑπόστεγο νὰ μὴν τὰ λιάσει ὁ ἥλιος», τῆς εἶπε ἀδιάφορα, δείχνοντας μὲ τὸ δάκτυλο τὸ τσίγκινο σκέπαστρο στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς. Ἔπειτα κάθισε στὸ πεζούλι γιὰ νὰ θηλάσει τὴ μικρή. Ξεκούμπωσε τὰ κουμπιὰ τῆς ρόμπας της, τὴν ξάπλωσε σὲ πλάγια θέση πάνω στὸ μπράτσο της κι ἐκείνη ἅρπαξε μὲ βουλιμία τὴ θηλή της, ἐνῶ ἡ μάνα της τὴν κοίταζε, ὅπως δὲν εἶχε κοιτάξει ποτὲ τὴ Μούτα. Ἡ Μούτα ἔνιωθε τὰ ἡδονικὰ γουργουρητὰ τῆς ἀδερφῆς της, σχεδὸν τὰ ἄκουγε μέσα στὸ κεφάλι της καὶ τὸ κορμί της ἄρχισε νὰ λυγίζει ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ τὴ δεξιὰ μεριά. Ὅταν ἡ μικρὴ ἄφησε τὸ βυζί, ἡ μάνα της τὴ σήκωσε καὶ τὴν κράτησε μάγουλο μὲ μάγουλο γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Ἔδειχναν νὰ τὸ εὐχαριστιοῦνται καὶ οἱ δύο. Ἡ Μούτα 14


Η ΜΟΥ ΤΑ

κατάλαβε ὅτι περίσσευε ἀνάμεσά τους. Αὐτὸ ἴσως καὶ νὰ τὸ εἶχε καταλάβει πολὺ νωρίτερα, ὅταν λίγες μέρες μετὰ τὴ γέννηση τῆς ἀδερφῆς της, τὴν ἔψαξε προσεκτικὰ καὶ εἶδε ὅτι εἶχε δυὸ χέρια μὲ πέντε δάχτυλα στὸ καθένα καὶ δυὸ πόδια ποὺ εἶχαν τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μῆκος ὅταν τὰ τέντωνες. Ὅταν ἡ ἀδερφή της μεγάλωσε λίγο καὶ εἶδε ὅτι μποροῦσε νὰ γυρνάει τὸ κεφάλι της πρὸς τὴν πόρτα κάθε φορὰ ποὺ κάποιος ἔμπαινε ἢ νὰ χαίρεται μὲ τὴ μάνα της ὅταν κουνοῦσε τὸ στόμα καὶ τὰ χέρια της πάνω ἀπὸ τὴν κούνια, κατάλαβε ὅτι ἐκείνη θὰ ἦταν γιὰ πάντα μιὰ συμφορά. Καὶ ὅτι αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ τὸ ἀλλάξει. Ἡ μάνα της δὲν ἄφηνε ποτὲ τὴ μικρὴ στὰ χέρια τῆς Μούτας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη ποὺ ἔπρεπε νὰ πάει στὴν κηδεία τοῦ γαμπροῦ της. Ἡ μικρὴ εἶχε χρο15


ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΟΥΚΑ

νίσει καὶ ἡ Μούτα σκέφτηκε ὅτι ἦταν εὐκαιρία νὰ τῆς δείξει τὸ μποστάνι της, πρὶν ἀρχίσουν νὰ μαζεύουν τὰ πεπόνια γιὰ πούλημα. Τὴν ἔδεσε στὴν πλάτη της καὶ ἔφυγε βιαστικά. Στὸν δρόμο ἐκείνη ἀποκοιμήθηκε καὶ ἡ Μούτα φτάνοντας σκέφτηκε νὰ τὴν ἀφήσει γιὰ λίγο κάτω ἀπὸ μιὰ ἀχλαδιὰ ποὺ εἶχε καλὸ ἴσκιο. Σκύβοντας, εἶδε πέντε ἕξι σφῆκες νὰ βγαίνουν ὁρμητικὰ ἀπὸ ἕνα λαγούμι φτιαγμένο ἀπὸ χῶμα καὶ χαλίκια, στὰ ριζὰ τοῦ δέντρου. Ἔμεινε γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα σκεπτική. Ἔπειτα κατέβασε ἀποφασιστικὰ τὴ μικρὴ καὶ τὴν ξάπλωσε σὲ ἀνάκλιση στὴ βάση τοῦ κορμοῦ τῆς ἀχλαδιᾶς ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ πρόσωπό της. Προχώρησε χαμογελαστή. Ἔνιωθε νὰ αἰωρεῖται καθὼς περπατοῦσε ἀνάμεσα στὶς βραγιές. Οἱ ἀγριάδες εἶχαν ἀρχίσει νὰ πυκνώνουν. 16


Η ΜΟΥ ΤΑ

Ἔπιασε νὰ τὶς ξεριζώνει πυρετωδῶς, ἂν καὶ ἤξερε ὅτι τὸ μποστάνι δὲν εἶχε πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ βοτάνισμα. Σὲ κάμποση ὥρα, οὔτε κι ἡ ἴδια ἤξερε σὲ πόσο, βρῆκε καλὰ κρυμμένο ἀνάμεσα στὶς φυλλωσιὲς ἕνα πεπόνι γινωμένο ποὺ μοσχοβολοῦσε. Χάιδεψε τὸ ἁπαλό του χνούδι μὲ τὰ ἀκροδάχτυλά της, ἔκοψε τὸ κοτσάνι του μὲ ἕνα μικρὸ μαχαιράκι ποὺ εἶχε πάντα στὴν τσέπη της καὶ κάθισε στὴν ἄκρη νὰ τὸ φάει. Καθὼς ἔκοβε τὴν πρώτη φέτα, κοίταξε μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ της ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἀφήσει τὴ μικρή. Δὲν μπόρεσε νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό της, ἦταν ὅλο καλυμμένο ἀπὸ ἕνα κιτρινόμαυρο πέπλο ποὺ σάλευε ρυθμικὰ σὰν νὰ τὸ φυσοῦσε ἕνα ἁπαλὸ ἀεράκι. Ἔφερε ἕνα μεγάλο κομμάτι στὸ στόμα της καὶ τὸ κατάπιε λαίμαργα. Ἦταν πολὺ γλυκό. 19


ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΛΟΥΚΑ Η ΜΟΥΤΑ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ GS APLA ΤΟν ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2020

* Ἡ «Μούτα» δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ ᾽Οροπέδιο, τχ. 22, Χειμώνας 2019, σ. 306-310.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.