ΤΟ ΤΕΡΑΣ

Page 1

Το Τέρας

1

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


2

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Ο Απόστολος Λαγαρίας γεννήθηκε το 1981 στη Λάρισα. Είναι διδάκτωρ Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι μουσικός, κιθαρίστας και συνθέτης, ενώ με το καλλιτεχνικό όνομα Strange C συμμετέχει ενεργά σε συγκροτήματα της ανεξάρτητης/εναλλακτικής ροκ σκηνής. Από το 2012 οπότε και άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη συγγραφή, έχει γράψει διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα και έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Στα έργα του συμπεριλαμβάνονται τα διακριθέντα διηγήματα «το Τέρας» (Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός εκδοτικού οίκου «Παράξενες Μέρες, 2013), «Δύο Κόσμοι» (Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός εκδοτικού οίκου «iWrite, 2013) και «Adieu tristesse» (Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός εκδοτικού οίκου «Παράξενες Μέρες και ιστοσελίδας eyelands, 2014), η συλλογή ταξιδιωτικών διηγημάτων «Παλέρμο επί Πέντε» η οποία κυκλοφορεί σε e-book από το λογοτεχνικό περιοδικό «24 Γράμματα» στη σειρά «Εν Καινώ», ενώ ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολιτιστικά και λογοτεχνικά περιοδικά.


Το Τέρας

3

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΓΑΡΙΑΣ

Το Τέρας Συλλογή διηγημάτων


4

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Απόστολος Λαγαρίας, Το Τέρας ISBN: 978-618-5040-92-5 Σεπτέμβριος 2014

Σελιδοποίηση- Σύνθεση εξωφύλλου: Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu Ο συγγραφέας φέρει την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου. Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr Σημείωση: οι γραμματοσειρές που χρησιμοποιήσαμε στο εξώφυλλο είναι προσφορά του AkaAcid (www.aka-acid.com).

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα

Με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Το Τέρας

5

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


6

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________


Το Τέρας

7

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στη Δήμητρα, στον Στέλιο, στη Νανά, και σε όσους από τους υπόλοιπους ανακαλύψουν θραύσματα της πραγματικής ζωής τους ανάμεσα από τις σελίδες...


8

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________


Το Τέρας

9

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟ ΤΕΡΑΣ ..........................................................................................................................10 Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ..................................................................................................................14 ΔΙΧΤΥΩΤΑ ΣΟΣΟΝΙΑ ........................................................................................................18 ΤΟ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ.............................................................................................................23 ΜΑΝ ΤΟΥ ΜΑΝ .................................................................................................................28 ΤΟ ΣΚΙΤΣΟ.........................................................................................................................34 ΤΟ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΙ .............................................................................................................39 ADIEU TRISTESSE .............................................................................................................44 ΟΙ ΕΝΔΟΡΦΙΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ........................................................................................46 ΜΗ-ΤΟΠΟΣ........................................................................................................................52 ΞΑΝΑ..................................................................................................................................56 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ..............................................................................................60 Η ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ....................................................................................66 Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ....................................................................................................68 Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΛΜΑΣ................................................................................................72 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΤΕΡΑΣ...................................................................................................77


10

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Το Τέρας1 Δίπλα από τη Hackescher Markt στο Βερολίνο, υπάρχουν δύο εσωτερικές στοές, πλάτη με πλάτη, με ένα συμπαγή και μονολιθικό τοίχο λίγο ψηλότερο από τρία μέτρα να τις χωρίζει, σα μία άλλη εκδοχή -σε εντελώς διαφορετική ωστόσο κλίμακα- του Τείχους. Εξάλλου η γειτνίαση τους προκαλεί την αίσθηση ενός παράταιρου κολάζ. Δύο διαφορετικές απεικονίσεις, δύο καταστάσεις που προέρχονται από διαφορετικές αφετηρίες σύλληψης του κόσμου και που μόνο εν είδη αστείου θα μπορούσες να τις φανταστείς να συνυπάρχουν. Σαν κάποιος να τις απέσπασε βίαια από το φυσικό τους χώρο και να τις τοποθέτησε μαζί, αντισταθμίζοντας τις φυγόκεντρες τους τάσεις με μία φανταστική κολλητική ταινία. Στην πρώτη κυριαρχεί το Πράσινο. Όχι τυχαία. Το πράσινο της πιο φανταχτερής μορφής του Καπιταλισμού. Στην είσοδο αριστερά οι πολυεθνικές έχουν αθροίσει τις επωνυμίες τους. Princess goes to Hollywood. Mac: Make-up art cosmetics. H&M. B54-contactlinsen. Hilfiger-Denim. Και φυσικά οι περιφερειακές δραστηριότητες του shopping-world: Spirit Yoga. Cart-postal. Souvenir shop. GeldAutomat machine. Take-away-coffee. Happy Hour. Business Lunch. Και ξανά από την αρχή, σε συνεχή εγρήγορση non-stop. Coffee Break – Business Lunch – GeldAutomat. Ξανά. Στέκομαι στην περιστρεφόμενη κλίμακα που ξεκινά από τη στοά και ανεβάζει στους ορόφους. Μεταλλική με επιχρυσωμένο κάγκελο. Πράσινο + Χρυσός. Η σπείρα της ανόδου σου προκαλεί όταν τη βλέπεις από κάτω την αίσθηση του ιλίγγου. Κάποιος Ιάπωνας τραβάει βίντεο. Αυτός ταιριάζει με το χώρο απόλυτα. Θα μπορούσαν να τον βαλσαμώσουν εκεί ακριβώς να στέκεται στο άνοιγμα της σκάλας με το κεφάλι και την κάμερα στραμμένα προς τα πάνω, ζωντανό μνημείο του ανθρώπινου θαυμασμού για τα επιτεύγματα της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας. Οπισθοχωρώ. Βαδίζω προς τα πίσω λίγα μέτρα για να μην αναγκαστώ να στρέψω πλάτη. Είμαι έξω, στην ουδέτερη πραγματικότητα της τυπικής Βερολινέζικης οδού. Κίνηση. Δευτέρα πρωί. Η υγρασία δημιουργεί μία ψευδαίσθηση ότι έχει βρέξει. Μπαίνω απευθείας στη δεύτερη στοά και είναι σα να έκανα ένα βήμα προς το παρελθόν. Σοβάδες γκρεμισμένοι στις όψεις των περιμετρικών κτιρίων. Γκρίζα, μαύρη σχεδόν από τη βρωμιά, απόχρωση της πέτρας του 1

Διάκριση στον Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του εκδοτικού οίκου ‘Παράξενες Μέρες’, 2013.


Το Τέρας

11

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δαπέδου. Κουτάκια από φθηνή μπύρα πεταμένα στη γωνία. Σκόνη, σκόνη που έμεινε από καιρό και απέκτησε όγκο, φύλλα και φέιγ βολάν σκορπισμένα κάτω, παράλληλα στον τοίχο. Γκράφιτι με ευφάνταστες απεικονίσεις. Μορφές από καρτούν. Ζώα της αποκάλυψης. Παντού σε κάθε σημείο, σε κάθε πιθανή γωνία πολύχρωμες μορφές, σημειακές εξαιρέσεις ενός γκρίζου που κυριαρχεί. Συλλέγω κάποιες λέξεις από τους τοίχους. Soon. He’s gone & I am still here. Love Love Love Love Love Χίλιες φορές Love. Συνειδητοποιώ ότι δεν είναι παρελθόν. Είναι σαν να επιθυμούσε κάποιος να αναβιώσει ένα παρελθόν, και το χρησιμοποιήσει ως υπόβαθρο για να υποδεχτεί μία ζωή που συνεχίζεται. Μία νέα ζωή. Βρίσκομαι Ανατολικά του Τείχους και ας έχω στην παρομοίωση αυτή τον ενδιάμεσο μαντρότοιχο στα δεξιά μου, που από τους υπολογισμούς στο χάρτη αντιστοιχεί σε μια κατεύθυνση αντίθετου προσανατολισμού. Βαδίζω προς το βάθος. Οι χρήσεις που αναπτύσσονται οφείλουνε να είναι αυστηρά μίας avantgarde φιλοσοφίας. Kino-Café. Gallery, τα ονόματα στα γραμματοκιβώτια μόλις που διακρίνονται πίσω από τη βρωμιά, ξεχασμένα αφισάκια από παλιά event, ορνιθοσκαλίσματα από ανεξίτηλο στην επιφάνεια μεταλλικών κουτιών. Νοσταλγικός φουτουρισμός. Το απόσταγμα από την εξάτμιση μίας υγρής μορφής πολιτισμού που μούλιασε για χρόνια σε αρκετούς βαθμούς από αλκοόλ. Στο βάθος η στοά στενεύει. Κάτι που φαντάζει σαν μια πύλη, και που από πάνω έχουν κυριολεκτικά κρεμάσει έναν πτερόσαυρο σε πραγματικές διαστάσεις, να γέρνει το μεταλλικό του ράμφος προς τα κάτω απειλητικά εποπτεύοντας το πέρασμα. Διασχίζω την πύλη που είναι σαν μία δεύτερη, μικρότερη στοά και βρίσκομαι στο πιο βαθύ, στο πιο απόκρυφο σημείο. Ο χώρος εδώ πια αποκτάει τετραγωνικές αναλογίες, ανοίγεται σαν ένα αίθριο προφυλαγμένο μεθοδικά από την οπτική επαφή με τον έξω κόσμο. Από αριστερά προς τα δεξιά: Μια πόρτα ανοικτή που οδηγεί σε σκάλες. Απότομη άνοδος, ένα παχύ υπόστρωμα από σκόνη επικάθεται στα μάρμαρα. Κάποιος ανεβοκατεβάζει κιβώτια απροσδιόριστου περιεχομένου, ακούγεται το


12

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

αγκομαχητό του για αρκετή ώρα αφού εξαφανιστεί στην πρώτη απότομη στροφή μετά το έκτο σκαλοπάτι. Δίπλα ακριβώς σε επαφή, το μπαρ. Με αποτελεσματικά συνειδητή και ερειπωμένη αισθητική, σαν στοιχειωμένος πύργος. Eschschloraque. Δε ξέρω τι σημαίνει το όνομά του, θα πρέπει να το δω στο λεξικό. Κάποια αναρριχόμενα φυτά απροσδιόριστου είδους κρέμονται πάνω από τα ανοιχτά παράθυρα. Στο αίθριο, ακριβώς μπροστά από την είσοδο, μία κοπέλα με μελαχρινό καρέ μαλλί καθαρίζει με ένα πανί τέσσερις πάγκους. Κάθε ένας έχει διαφορετικό χρώμα. Πράσινο-Κόκκινο-Κίτρινο-Μπλε. Δε με κοιτά. Γυρνάω λίγο ακόμη προς τα δεξιά και το αντικρίζω. Στη μέση ακριβώς του αιθρίου, δεσπόζει ένα φρικιό. Τέρας, βγαλμένο από τον πιο τρομακτικό εφιάλτη. Το ύψος ξεπερνά τα τρία μέτρα. Γουρλωμένα μάτια μύγας. Προβοσκίδα. Φτερά δράκου. Χοντρή ολοστρόγγυλη κοιλιά αρκούδας. Ένα τεράστιο στόμα σα σχισμή. Χυτοσίδηρος. Αδρή επιφάνεια σε απόχρωση μελιτζανί. Το κοιτάζω καταμέτωπο. Το διερευνώ. Τα μάτια του αποπνέουν μία γλυκύτητα. Μία πίστη. Μία τυφλή υπακοή. Όπως αυτά ενός σκυλιού. Αποφασίζω ότι το συμπαθώ. Αποφασίζω ότι το συμπαθώ πολύ περισσότερο από τον κόσμο εκεί έξω. Σίγουρα περισσότερο από το Πράσινο και το Χρυσό και τις Πολυεθνικές. Κάθομαι σε έναν από τους πάγκους, ελπίζοντας ότι δε θα έρθει η κοπέλα για να καθαρίσει. Ακούω φωνές. Στρέφω το βλέμμα προς την πύλη. Ένα ζευγάρι με τις μηχανές στο χέρι. Φωτογραφίζουνε. Γελούν. Περιεργάζονται. Γελούν ξανά. Έπειτα ακολουθούνε και άλλοι. Ένας ψιλόλιγνος με ατημέλητο μαλλί και φλογισμένα μάτια. Δύο κυρίες καλοντυμένες με τσάντες ασορτί. Ο Ιάπωνας, ο ίδιος αυτός Ιάπωνας με τη βιντεοκάμερα στο χέρι. Όχι ίσως τελικά ίσως να μην είναι κολάζ. Ίσως να είναι ο ίδιος κόσμος. Ίσως να είναι ένας τρόπος που το Πράσινο θα χρησιμοποιεί το Γκρίζο για να ανθίζει απορροφώντας με τις ρίζες κάθε γόνιμη ουσία και αποβάλλοντας τα υπολείμματα της βιολογικής του διεργασίας ξανά στη γη. Στο χώμα. Στο υπόστρωμα. Στη γόνιμη λιπαντική ουσία που το θρέφει. Είναι παντού - μην σε αφήσει να ξεγελαστείς. Ακόμη και εδώ στα Ανατολικά του Τείχους. Το Τέρας όμως; Ναι, το τέρας είναι γνήσιο. Ελεύθερο. Αυτόβουλο. Αυτό διέφυγε από την προσοχή τους. Και ίσως μια μέρα θα ανοίξει απότομα, χωρίς προειδοποίηση, τα φτερά του, τα μέλη του θα αναριγήσουν με ένα υπόκωφο μεταλλικό τρίξιμο, μεγεθυμένο από τη σκουριά που συσσωρεύει η απραξία


Το Τέρας

13

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μέσα στους αιώνες, και άρα πιο τρομακτικό από ποτέ, η προβοσκίδα του θα ορθωθεί ψηλά και απειλητικά, τα μάτια του θα αστράψουνε ενάντιά τους. Τα σκέφτομαι όλα αυτά. Και τότε το απίθανο συμβαίνει. Και μένω άναυδος κυριολεκτικά να τα παρατηρώ όλα αυτά να γίνονται μπροστά στα μάτια μου, εκείνη τη στιγμή που είμαι ακόμη καθισμένος στο σκονισμένο πάγκο. Το Τέρας, ναι το ορκίζομαι, αρχίζει να κουνιέται όπως περίπου το φαντάστηκα. Χτυπάει τα φτερά του πάνω-κάτω διαρκώς, γυρίζει το κεφάλι περιστροφικά, παράξενα σαν μεθυσμένο, τρίζει, αγκομαχά, δυναμώνει ένα μουγκρητό από τα σωθικά του, συνεχίζει- τι στο διάολο συμβαίνει- η κοπέλα με το πανί ούτε που το κοιτά, και έπειτα εκείνο με ένα τελευταίο βρυχηθμό σωπαίνει, ο απόηχος από το τρίξιμο των γραναζιών διαρκεί για ένα δευτερόλεπτο ακόμη και επανέρχεται η σιωπή. Κοιτάζω γύρω και εστιάζω στο ζευγάρι με τις μηχανές. Με κοιτούν και αυτοί. Γελάνε. Διαβάζουνε ανάγλυφα την απορία στο πρόσωπό μου. Και έπειτα μου φωνάζουν από μακριά. «Μπορείς και εσύ να το κάνεις να ξυπνήσει! Δες εδώ… εδώ», μου δείχνει η κοπέλα μία σχισμή σε ένα μεταλλικό κουτί κοντά στη βάση του γλυπτού. «Μπορείς... αλήθεια! Αρκεί να ρίξεις ένα ευρώ».


14

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η Πεταλούδα «Μπορεί να μην το ήξερες και ακόμη εξάλλου δεν το ξέρεις, αλλά σε παρακολουθούσα για ώρες πριν αποφασίσω τελικά να σου μιλήσω». «Όχι δεν το ήξερα, αλλά προφανώς τώρα το ξέρω αφού μόλις το ομολόγησες μπροστά μου». Ανασηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι, ακούμπησε την πλάτη της στο τοίχο και τράβηξε την κουβέρτα να τη σκεπάζει, κρατώντας την με τα χέρια ακριβώς στο ύψος απ’ το στήθος. Εκείνος μιλούσε χωρίς να την κοιτάζει, η πλάτη του στραμμένη προς το εσωτερικό του δωματίου, το βλέμμα του έξω από το ανοιχτό παράθυρο στο σκοτεινό δρομάκι. «Ναι φυσικά, τώρα το ξέρεις». «Και υπονοείς ότι με κάποιο τρόπο με μαγνήτισε η επίμονη ματιά σου, παρόλο που δε θα μπορούσα να την έχω αντιληφθεί;». «Δε θα μπορούσες πράγματι. Καθόμουνα στην πιο απόμερη γωνιά, μακριά από τον πάγκο με τα ποτά, μακριά από την αυτοσχέδια πίστα, μακριά από εσένα, μακριά από όλους». «Κρυμμένος». «Δυσόρατος, όχι κρυμμένος, αφού αν ήθελες μπορούσες να με δεις». « Και εγώ τι έκανα όλες αυτές τις ώρες;». «Λες και δε ξέρεις…». «Θα ήθελα να το ακούσω από εσένα». «Χόρευες, αλλά όχι όπως θα περίμενε κανείς, όχι στην αυτοσχέδια πίστα, όχι στους ρυθμούς της ντίσκο και των επιτυχιών των '90ς. Χόρευες ανάμεσα από τους ανθρώπους σε ολόκληρο το χώρο, διένυες χιλιόμετρα στην αίθουσα και πάντοτε στο δικό σου ρυθμό, σε ένα ρυθμό ασύμβατο πολλές φορές με το τραγούδι στα ηχεία, κινούσουνα αέρινα προς το στόχο σου, σταματούσες για όσο ένιωθες ότι είχες κάτι να του πεις, έπειτα έφευγες απρόσμενα και τον άφηνες με μία έκπληξη στα μάτια να σε παρακολουθεί να χάνεσαι ανάμεσα στο πλήθος. «Και εσύ κατέγραφες τις κινήσεις μου σαν τηλεσκοπικός σένσορας από το διάστημα. «Θα ήθελα να ενώσω τα αποτυπώματα των κινήσεών σου, τα ίχνη από τα πέλματά σου στο πάτωμα κατά τη χθεσινή βραδιά.. δε ξέρω τι θα έβγαινε αλλά φαντάζομαι κάτι υπέροχα χαοτικό, ένας σχηματισμός βγαλμένος από τη γεωμετρία των φράκταλς.


Το Τέρας

15

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Προσπάθησε να μου τον περιγράψεις». «Πολύπλοκος και ιεραρχημένος μορφολογικά, με χρώματα που θα αντιστοιχούσαν στην ταχύτητα της κίνησής σου, έντονες αποχρώσεις στα σημεία που τα πόδια σου νυχοπατούν τριγύρω από τον εκάστοτε συνομιλητή, βαθιές, σκουρόχρωμες στις έντονες μετακινήσεις σου, στις μεταβάσεις προς ένα νέο πρόσωπο, προς μια νέα λάμψη, προς μία νέα θεότρελη ιδέα που θα σου είχε καρφωθεί. Και αλληλοτεμνόμενος, αφού πολλές φορές επέστρεφες στον ίδιο ή στην ίδια και ίσως –το σκέφτηκα και αυτό– ίσως να μην το είχες καν αντιληφθεί, να το είχες πια ξεχάσει και να απευθυνόσουνα σε αυτούς σα να ήτανε ξανά πρώτη φορά. Και παλινδρομήσεις και απότομες μεταστροφές και πιρουέτες και επιστροφές στο μοναδικό σταθερό σημείο αναφοράς, που ήτανε ο πάγκος με το μπαρ, και πινελιές απαστράπτουσες από τις σταγόνες με σαμπανιζέ κρασί που διέφευγαν από το ποτήρι σου και έπεφταν στο πάτωμα για να ποδοπατηθούν και έτσι να αποτυπωθούν αυτομάτως ανεξίτηλα στο χώρο, τα ίχνη τους θα βρίσκονται ακόμη εκεί ανάμεσα από τα αποτσίγαρα και τα κουτάκια από μπύρα, στο δάπεδο. «Μέχρι να τα ξεπλύνουν με νερό». «Ναι. Και τότε τα ίχνη σου, ο πολύπλοκος σχηματισμός, θα σβήσουν και θα μείνει μόνο ως ανάμνηση σε εμένα». «Σε εμένα και σε εσένα εννοείς». «Εσύ δεν το έχεις δει. Εσύ το δημιούργησες, εσύ το ζωγράφισες στο χώρο, εγώ ήμουνα ο δορυφόρος σου, ο σένσοράς σου, μην το ξεχνάς αυτό». «Σωστά. Και πες μου... Από όλους αυτούς πώς βρέθηκα εδώ με εσένα;». «Λες και δε ξέρεις…». «Θα ήθελα να σε ακούσω να το λες…». «Βγήκα από την δυσόρατη γωνιά μου, χρειάστηκε να κάνω μονάχα ένα βήμα μπροστά από την εσοχή που με έκρυβε και βρέθηκα εκτεθειμένος στον έξω κόσμο, στον κόσμο όπου εσύ περιφερόσουν τόσο υπέροχα και κατακτητικά για ώρες. Ήσουνα στην απέναντι μεριά, αλλά ήξερα ότι δε θα αργούσες να πλησιάσεις, οι κινήσεις σου κάλυπταν το σύνολο του χώρου ανά δεκαεπτά λεπτά περίπου και εξάλλου πίστευα εκείνη τη στιγμή στην τύχη μου αρκετά. Δεν το προκάλεσε η επίμονη ματιά μου, το καταλαβαίνεις τώρα αυτό πολύ καλά. Εσύ το προκάλεσες, εγώ απλώς το άφησα να συμβεί». Εκείνη είχε σηκωθεί, πάντοτε τυλιγμένη στην κουβέρτα, τον πλησίασε από πίσω και ένιωσε την υγρασία που είχε πυκνώσει την ώρα πριν από την αυγή να τη διαπερνά κάνοντας τους πόρους από το δέρμα της να συσφιχθούν. Ακούμπησε τον κεφάλι της στον ώμο του και έκλεισε τα μάτια όπως μιλούσε.


16

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

«Όταν περνούσα από δίπλα σου με άρπαξες από το χέρι, το έσφιξες τόσο ώστε να πονέσω. Σταμάτησα. Κανένας μέχρι τότε δε με είχε αγγίξει, κανένας δε με είχε αναγκάσει να σταθώ. Κανένας δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να το κάνει. Μου πήρε λίγο χρόνο να συνέλθω. Σε κοίταξα με μίσος, με θυμό, με απέχθεια. Ήμουν έτοιμη να φωνάξω, να αμυνθώ, να καλέσω δίπλα μου όλους εκείνους που –το ξέρεις ότι έτσι θα γινόταν– θα έτρεχαν προς υπεράσπισή μου αμέσως, θα έρχονταν να σε συντρίψουν, να τιμωρήσουνε το θράσος σου, το θράσος που αυτοί δεν είχαν. Ίσως για αυτό να περιφερόμουνα συνέχεια τελικά. Ίσως να έψαχνα ακριβώς αυτό. Ίσως να έψαχνα εσένα». «Με κοίταξες με μίσος, αλλά μέσα σου ήξερες ότι με είχες ήδη συγχωρέσει». «Μου ζήτησες να φύγουμε από εκεί μαζί, αμέσως. Μα πόσο θράσος!». « Ήμασταν ήδη αρκετά εκεί, ήταν ξεκάθαρο αυτό για εμένα». «Μα ήθελα να πιω ακόμη ένα ποτό». «Το πήραμε στο χέρι και βγήκαμε στο δρόμο». «Ψιχάλιζε και επικρατούσε απόλυτη σιωπή, εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πόσο πολύ με ενοχλούσε πριν το βουητό της μουσικής. Και αισθάνθηκα τόσο κουρασμένη». «Σου το είπα πριν, διένυσες χιλιόμετρα στην αίθουσα». «Ενώ εσύ κανένα». «Ένα μονάχα βήμα». «Ένα βήμα για να με συναντήσεις και εγώ χιλιόμετρα. Πόσο υπέροχη αντίθεση..». «Έτσι συμβαίνει συνήθως ξέρεις. Εάν περιστρεφόμασταν και οι δύο μπορεί να μην είχαμε συναντηθεί». Έπιασε το μπράτσο της. «Ακόμη με πονάει». «Με συγχωρείς». «Δεν είναι κάτι, θα περάσει. Απλώς κρυώνω...». Έκλεισε το παράθυρο. Εκείνη είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι με κλειστά τα μάτια, σαν να κοιμόταν. «Κοιμάσαι ή σκέπτεσαι;». «Προβάλλω στο μυαλό μου τον υπέροχο σχηματισμό που λες... Είναι παράξενος, πολύπλοκος, χαοτικός, αλλά μου φαίνεται πώς μπορώ να διακρίνω δύο φτερά, πολύχρωμα με βούλες και κουκίδες, στο κέντρο ενώνονται σε ένα μοναδικό σημείο που τα κρατάει στη θέση τους, σε έναν


Το Τέρας

17

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άξονα που τα ενοποιεί και τα τροφοδοτεί με κίνηση. Νομίζω ότι έτσι είναι τελικά η ύπαρξη μου, είμαι εγώ η ίδια ο σχηματισμός αυτός». «Μια πεταλούδα». «Ξέρεις όμως ότι η πεταλούδα ζει μόνο για λίγες μέρες... Δεν έχω πολύ χρόνο και εσύ μου στέρησες βίαια τα φτερά μου απόψε». «Είσαι ελεύθερη να φύγεις». Άνοιξε απότομα τα μάτια και τον κοίταξε. «Δεν είμαι πια. Μην υποκρίνεσαι». Έξω ξημέρωνε.


18

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Διχτυωτά σοσόνια «Μήπως είδες πουθενά τα διχτυωτά σοσόνια μου;». Του φώναζε από το υπνοδωμάτιο και την άκουγε να ανοιγοκλείνει τα συρτάρια της ντουλάπας, σίγουρα ανακατεύοντας νευρικά το περιεχόμενό τους. Θα ορκιζόταν ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για ποιό πράγμα του μιλούσε. Το «διχτυωτά» του έφερνε στο μυαλό μόνο αισθησιακά καλτσόν, κατά προτίμηση τεντωμένα σε ψηλά καλλίγραμμα γυναίκεια πόδια, το «σοσόνια» κάτι παλιομοδίτικα χοντρά καλτσάκια με πολύχρωμες κλωστές που συνήθιζε να πλέκει η γιαγιά του όσο ζούσε, οι δύο λέξεις όμως ταυτόχρονα μαζί δεν έδειχναν να βγάζουνε κανένα νόημα. «Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μου μιλάς», απάντησε εκφράζοντας το ταχύτατο αποτέλεσμα της επεξεργασίας των παραπάνω σκέψεων στο μυαλό του. «Εσύ ποτέ δεν έχεις ιδέα για τίποτα» είπε εκείνη εκνευρισμένη, περισσότερο από την προσπάθεια της αναζήτησης του μυστηριώδους αντικειμένου, παρά από τη διάψευση κάποιας πραγματικής ελπίδας ότι ίσως θα μπορούσε να τη βοηθήσει. «Ε, τότε σταμάτα να με ρωτάς» ετοιμαζότανε να της φωνάξει, όμως εκείνη είχε προφανώς ήδη βρει αυτό που έψαχνε και εμφανίστηκε στην πόρτα, στηρίχτηκε στο κάσωμα με τον ώμο παίρνοντας μία πόζα, και όταν βεβαιώθηκε ότι είχε πάνω της το βλέμμα του, με ένα ειρωνικό ύφος είπε «δεν έχεις ιδέα για τίποτα και επιπλέον δεν προσέχεις ποτέ σου τι φοράω και πώς είμαι. Θα με μπέρδευες με άλλες, ανάμεσα σε ένα πλήθος από μακριά». Στο αριστερό της χέρι κρατούσε σαν λάφυρο ένα μικρό νάιλον σακουλάκι, αλλά πριν προλάβει εκείνος να εξιχνιάσει το μυστήριο του άγνωστου αντικειμένου εκείνη εξαφανίστηκε στο μπάνιο κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Θα έμενε εκεί μέσα κλεισμένη για αρκετή ώρα, ακατανόητα πολύ για τη δική του αντίληψη, μετά θα έβγαινε «μεταμορφωμένη» από κάποιες μικρές λεπτομέρειες που θα έπρεπε να του τις επισημάνει μία προς μία για να μπορέσει να τις διακρίνει, χτενισμένη λίγο διαφορετικά, με ελαφριές σκιές πάνω από τα βλέφαρα, με λίγο πιο απαλό δέρμα μετά από ένα καθαρισμό προσώπου και μια κρέμα ημέρας, με ελαφρύ λιπ γκλος στα χείλη. Θα έβγαινε, λέγοντας ότι έχει αργήσει για ακόμη μια φορά και ότι οι μαθητές της θα περίμεναν έξω από την πόρτα, και θα έψαχνε πανικόβλητη τα κλειδιά κάνοντας ανασκαφές μέσα στη τσάντα της, ανάμεσα σε χιλιάδες αντικείμενα που δημιουργούσαν εκεί μέσα έναν πολυσύνθετο σωρό, για να τα βρει στο


Το Τέρας

19

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τέλος ακουμπισμένα δίπλα της στο τραπεζάκι του τηλεφώνου, κρυμμένα κάτω από ένα σωρό εισιτηρίων λεωφορείου και αποδείξεων τραπέζης. Άκουγε τώρα τη βρύση να τρέχει και τον ήχο από το τρίψιμο της βούρτσας των δοντιών. Θα περίμενε πρώτα να τελειώσει με τις ιεροτελεστίες της και να φύγει για το ατελιέ της, μετά θα συγκεντρωνόταν για να προχωρήσει λίγο τη δουλειά του. Παλιότερα αντλούσε έμπνευση από την παρουσία της, τη χρειαζότανε για να δουλέψει, μερικά από τα καλύτερά του άρθρα τα είχε γράψει δίπλα της, μαζί της. Τώρα περίμενε απλώς να φύγει για να ξεμπλοκάρει. Άνοιξε τον υπολογιστή και διάβασε τους τίτλους από τα νέα της ημέρας, το βλέμμα του ξεστράτισε αριστερά στη στήλη με το lifestyle, στις νέες αναρτήσεις τρίτο στη σειρά βρισκότανε ένα άρθρο με τον τίτλο «Τα μαθηματικά των σχέσεων: Διαφορές ηλικιών για μια ευτυχισμένη σχέση». Το πάτησε. Ο τύπος που το υπέγραφε έμοιαζε σε πρώτο επίπεδο να αναφέρεται στο αυτονόητο, ο άντρας έπρεπε να είναι μεγαλύτερος από τη γυναίκα ώστε να είναι αρκετά επιτυχημένος και ώριμος, εκείνη αρκετά νεότερη και ελκυστική για να διατηρεί το ενδιαφέρον του και ούτω καθεξής, τα πασίγνωστα κλισέ. Στη συνέχεια έκανε μία προσπάθεια να μαθηματικοποιήσει την ιδανική διαφορά ηλικιών για μια ευτυχισμένη σχέση, και έδινε έναν πρακτικό αλγόριθμο υπολογισμού. Εάν έστω Χ η ηλικία του άντρα, τότε η ηλικία της συντρόφου του θα έπρεπε να υπολογίζεται Χ/2+8. Η μισή από την ηλικία του συν οκτώ έτη δηλαδή. Για έναν άντρα σαραντάρη η ιδανική γυναίκα θα ήταν 28, για έναν πενηντάρη 33 και ούτω καθεξής. Εντάξει τώρα, κάτι μας είπε ο τύπος, έβαλε και λίγα μαθηματικά για το εφέ της υπόθεσης. Τελείωσε το άρθρο και πήγε να προχωρήσει στο επόμενο. Κάτι τον ενοχλούσε όμως. Κάτι παράξενο, κάτι που διαισθανότανε ότι δεν πήγαινε καλά με αυτή τη θεωρία. Άρχισε να κάνει υπολογισμούς με το μυαλό του. Όταν είχε γνωρίσει την Ιφιγένεια εκείνος ήτανε 20 και αυτή 18. Η σχέση έβγαινε ακριβώς όπως προέβλεπε ο μαθηματικός τύπος, 20 διά δύο ίσον 10 συν 8. Η Ιφιγένεια ήταν η ιδανική γυναίκα. Είχαν περάσει από τότε δέκα χρόνια. Αυτός έμπαινε στα τριάντα και η σχέση έδινε τώρα μία διαφορετική ιδανική ηλικία, 30 διά δύο 15 συν 8 ίσον 23. Όμως η Ιφιγένεια ήτανε προφανώς ήδη 28. Και η απόκλιση θα διευρυνότανε, στα σαράντα του η Ιφιγένεια θα απείχε από την ιδανική ηλικία 10 ολόκληρα χρόνια. Συνειδητοποίησε τι ήτανε αυτό που τον ενοχλούσε. Η θεωρία έμοιαζε να αποκλείει το γεγονός για ένα -ιδανικό αρχικά- ζευγάρι να μεγαλώνει μαζί


20

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

και να παραμένει ευτυχισμένο. Η θεωρία κατέρριπτε το μύθο της αιώνιας αγάπης, το ρομαντικό όνειρο του να ερωτευτείς και να παντρευτείς τον παιδικό ή τον εφηβικό σου έρωτα. Για να παραμένει κάθε στιγμή η Ιφιγένεια ιδανική για αυτόν, θα έπρεπε να μεγαλώνει περίπου με το μισό ηλικιακό ρυθμό. Θα έπρεπε να μπει σε μια χρονοκλεψύδρα διαφορετικών ταχυτήτων, θα έπρεπε να ζει μόνο τους έξι από τους δικούς του δώδεκα μήνες. Ή αλλιώς... ή αλλιώς θα έπρεπε εκείνος σε κάθε νέα φάση της ζωής του, σε κάθε νέα δεκαετία, να αλλάζει ερωτικούς συντρόφους, ώστε να προσεγγίζει το διαρκώς μεταβαλλόμενο αποτέλεσμα της εξίσωσης. Τώρα θα έπρεπε να αναζητήσει το χρυσό 23. Τόσο θα έπρεπε να είναι εκείνη η επί πτυχίω φοιτήτρια που έπεσε κυριολεκτικά πάνω του στο τελευταίο συνέδριο. Είχε καθίσει δίπλα του στο αμφιθέατρο και τον ρωτούσε για το πρόγραμμα, την είχε καλέσει στην αίθουσα 8Β το απόγευμα στην παρουσίασή του, της έκανε μία σύντομη εισαγωγή στο θέμα του άρθρου και εκείνη έδειξε γοητευμένη. Ήρθε από νωρίς και κάθισε στη δεύτερη σειρά ρουφώντας κάθε λέξη. Το coffee break το πέρασαν μαζί κάνοντας μία ενδοσκόπηση στο μεταβαλλόμενο ρόλο της σύγχρονης δημοσιογραφίας, των social media και των αυθόρμητων κοινωνικών κινημάτων. Το βράδυ στο δείπνο, εκείνη εμφανίστηκε με ένα εντυπωσιακό φόρεμα που άφηνε την πλάτη έξω. Την κάλεσε στο τραπέζι του, τη σύστησε στους άλλους συναδέλφους, τη φλέρταρε διακριτικά αλλά ασταμάτητα. Στο τέλος είχανε ανταλλάξει τηλέφωνα, τώρα πια θα αρκούσε να την πάρει για να προχωρήσει η κατάσταση, η κατάσταση με το ιδανικό 23. Έλεγξε την ημερομηνία στο ημερολόγιο του υπολογιστή. 21 Ιουνίου. Σε πέντε μέρες ήτανε η επέτειος της σχέσης τους, στα δέκα χρόνια ακριβώς. Ο δρόμο της σκέψης του τον οδήγησε πίσω πέντε χρόνια πριν, την ίδια ακριβώς περίοδο του έτους. Βρίσκονταν μαζί σε ένα από τα τελευταία πάρτι της χρονιάς, το «πάρτι του θερινού ηλιοστασίου», όπως ανακοίνωνε περήφανα η αφίσα που είχε γεμίσει κάθε ελεύθερη επιφάνεια στην πόλη. Το ραντεβού είχε δοθεί από νωρίς, σε ένα σημείο ψηλά στις παρυφές του πάρκου του αστεροσκοπείου που έβλεπε ορίζοντα προς την κατεύθυνση της δύσης. Η μουσική έπαιζε τέρμα στην αρχή, αλλά χαμήλωσε με ένα ονειρικό ορχηστρικό την ώρα που η πιο μεγάλη σε διάρκεια πορεία του ήλιου τερμάτιζε στη θάλασσα με ένα πορφυρό υπερθέαμα αντανακλάσεων στα ακίνητα νερά. Η Ιφιγένεια φορούσε ένα αέρινο πράσινο φόρεμα και είχε λύσει τα μαλλιά, γυρνούσε ανάμεσα σε όλους στην παρέα και μιλούσε λέγοντας αστεία και


Το Τέρας

21

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έπειτα επέστρεφε ξανά σε αυτόν και τον αγκάλιαζε από πίσω και τον φιλούσε στο λαιμό. Όλοι έμοιαζαν να τους ζηλεύουν. Το ιδανικό ζευγάρι. Εκείνη είχε μόλις παρουσιάσει τη διπλωματική της στη σχολή καλών τεχνών με υπέρμετρα μεγάλη επιτυχία, το installation που είχε εγκαταστήσει στο εγκαταλειμμένο υπόγειο ενός διατηρητέου στο παλιό στρατόπεδο είχε λειτουργήσει άψογα, τόσο τεχνικά όσο και ψυχολογικά στις συνειδήσεις των καθηγητών και του πολυάριθμου ακροατηρίου της, η συζήτηση μετά είχε εξελιχθεί σε ένα μονόλογο αποκλειστικά δικό της, αφού της δόθηκε η ευκαιρία να χτίσει πάνω στο διαφαινόμενο θρίαμβο, αναλύοντας λεπτές αποχρώσεις από τα πολλαπλά επίπεδα της κεντρικής ιδέας. Τότε, στο πάρτι του θερινού ηλιοστασίου έλαμπε ακόμη από εκείνη την εσωτερική χαρά της δημιουργίας και της επιτυχίας, του μέλλοντος που το έβλεπε να προδιαγράφεται λαμπρό. Και δεν μπορούσε παρά να το παραδεχτεί ο καθένας, δίπλα του στεκόταν η πιο υπέροχη, η πιο δημιουργική, η πιο όμορφη γυναίκα σε ακτίνα διακοσίων μέτρων, γιάρδων, μιλίων, βάλτε εσείς τη μονάδα μήκους. Και τότε -και εδώ η ροή των αναμνήσεών του άρχισε να ενοχλείται πάλι από τον απόηχο της θεωρίας ηλικιακών διαφορών- την ώρα που οι πορφυρές αντανακλάσεις έδιναν τη θέση τους σε ένα ενιαίο γκρίζο πάνω στα νερά, είχε εμφανιστεί στην παρέα ένα άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή, ασήμαντο, απόλυτα ασήμαντο ανθρωπάκι, που έμελε όμως να παίξει έναν αρκετά παράξενο ρόλο, χωρίς να το γνωρίζει ή να το φαντάζεται. Ήτανε ο μεγάλος αδερφός της Τάνιας, λέκτορας ήδη στη Νομική, τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Τους τον σύστησαν και είχανε αρχίσει να μιλάνε, η Ιφιγένεια τον ρώτησε πόσο πιο μεγάλος ήτανε από την Τάνια και αυτός είπε «αρκετά μεγαλύτερος, είμαι τριάντα τρία δε μου φαίνεται;» και εκείνη του απάντησε ότι όχι και ότι εξάλλου σήμερα οι άνθρωποι δείχνουν πιο μικροί από ότι είναι, και εκείνος της είπε ότι ήταν ήδη παντρεμένος και ότι είχε και δύο παιδιά και ότι θέλουμε δε θέλουμε στο τέλος όλοι μεγαλώνουμε. «Εσείς οι δύο πόσο είστε;» τους είχε ρωτήσει παίζοντας το βλέμμα του από τον έναν στον άλλο, «είκοσι τρία και είκοσι πέντε» του είχαν πει, και τότε εκείνος πήρε ένα αστείο βλέμμα και κοίταξε εκείνη και έπειτα γύρισε σε αυτόν και του είπε «υπέροχη ηλικία, κράτησε την δέκα χρόνια και μετά χώρισέ την» και γέλασε με το αστείο του, γιατί φαντάστηκε ότι τα δέκα χρόνια ήτανε πολλά και θα έμοιαζαν με αιώνα. Όμως η Ιφιγένεια δε γέλασε και έδειξε να υπολογίζει κάτι, και το βλέμμα της σκοτείνιασε από τον απόηχο αυτού του αστείου και γύρισε και του είπε σοβαρά «μα είμαστε ήδη πέντε χρόνια μαζί.


22

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Αυτό σημαίνει ότι μου απομένουν μόλις άλλα πέντε;», και τότε όλοι οι υπόλοιποι γέλασαν για εξορκιστεί η σκληρότητα αυτής της σκέψης, αυτής της αντίστροφης πορείας προς ένα προδιαγεγραμμένο τέλος, και έπειτα γέλασε και εκείνη, αλλά όχι όπως πριν. Το βράδυ εκείνο είχανε μεθύσει και είχανε κάνει έρωτα στον καναπέ πριν βγάλουνε το ρούχα που βρωμούσανε καπνό, πριν πλύνουνε τα χέρια τους και κάνουν ένα μπάνιο, πριν κλειδώσουνε τις πόρτες και ξαπλώσουν στο κρεβάτι με τα καθαρά σεντόνια, ο καθένας στη μεριά του. Τώρα είχανε περάσει τα πέντε χρόνια και απέμεναν μονάχα πέντε μέρες. Άκουσε τη βρύση να κλείνει και την είδε να βγαίνει ορμητικά. Πήρε τα μποτάκια της δίπλα από την παπουτσοθήκη, κάθισε στον καναπέ και μουρμούρισε το αναμενόμενο «έχω αργήσει» και τέντωσε το πόδι της φορώντας ένα–ένα τα περίφημα διχτυωτά σοσόνια. Αυτός την κοίταζε διερευνητικά. Δεν είχε αλλάξει και πολύ από τότε. Η ομορφιά στο πρόσωπό της προέκυπτε από τη σχέση των οστών και το εκλεπτυσμένο σχήμα του κρανίου και δε θα αλλοιωνόταν εύκολα από τα αναπόφευκτα σημάδια του χρόνου, από το ξεθώριασμα του δέρματος και τις ρυτίδες. Θα ήταν όμορφη και μετά από Χ, από Y, από Ωμέγα χρόνια. Κούμπωσε με μια απότομη κίνηση το φερμουάρ από το δεξί μποτάκι και σηκώθηκε. Πήγε προς την πόρτα, έπιασε το χερούλι, δίστασε λίγο, τον κοίταξε, έκανε να γυρίσει να τον αγκαλιάσει πριν φύγει, αλλά θυμήθηκε ότι μόλις πριν από λίγο του είχε θυμώσει, και έτσι γύρισε οριστικά την πλάτη και έφυγε κλείνοντας την πόρτα δυνατά και επιδεικτικά. Έμεινε επιτέλους μόνος. Σηκώθηκε και πλησίασε τον καναπέ. Πάνω του είχε απομείνει το νάιλον σακουλάκι παρατημένο. Το πήρε στο χέρι, μέσα του είχε απομείνει ένα δεύτερο ζευγάρι από διχτυωτά σοσόνια. Έπιασε ένα και το τράβηξε απαλά να μην το σκίσει. Ήτανε ένα μικροσκοπικό ελαστικό καλτσάκι, δέκα περίπου εκατοστά, διάφανο στο χρώμα του δέρματος και με διχτυωτή ραφή. Έβγαλε και το δεύτερο και τα ακούμπησε συμμετρικά στον καναπέ το ένα απέναντι στο άλλο. Ήταν αναμφισβήτητα το πιο συμπαθητικό είδος ρουχισμού που είχε δει ποτέ του. Το δίδυμο ζευγάρι τους τώρα τύλιγε τα πόδια της μέχρι περίπου το ύψος των αστραγάλων, σε εκείνο το σημείο ήτανε πολύ λεπτά και αυτό της χάριζε μία ιδιαίτερη κομψότητα όταν περπατούσε. Πήγε στον υπολογιστή και τον έκλεισε. Αποφάσισε να αλλάξει το πρόγραμμα της μέρας. Θα έκανε μια βόλτα μέχρι το αστεροσκοπείο για να περάσει η ώρα. Στις δώδεκα που εκείνη θα τελείωνε με το πρώτο γκρουπ των μαθητών, στο διάλειμμά της, θα πήγαινε να την βρει και θα την έπνιγε στα φιλιά.


Το Τέρας

23

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το Άλλο Κράτος Ο Σάμμυ με περιμένει στην αψίδα της εισόδου μίας από τις ποικιλόχρωμες και γεωμετρικά λιτές πολυκατοικίες της Shonhauser Allee, απέναντι από την έξοδο του U. Τα μπατζάκια από το παντελόνι του που κρέμονται χαμηλά, εφαπτομενικά με τις σόλες, έχουνε μουσκέψει και προσπαθεί σκυμμένος να τα διπλώσει με κάποιον τρόπο που θα ήταν οπτικά αποδεκτός. «Σκατόκαιρος, τι περίμενες να βρεις εδώ πάνω;», μου λέει και χαμογελάει για να αποκαλυφτεί η τέλεια οδοντοστοιχία του, δίνοντάς μου το δεξί του χέρι την ώρα που με το αριστερό απομακρύνει ένα από τα κοκκινόξανθα τσουλούφια που σκεπάζουνε το μέτωπό του. Μιλάει τέλεια τα ελληνικά, αλλά η προφορά του έχει κάτι το παράξενο, ιδιαίτερα στα σύμφωνα, ο πατέρας του πρέπει να είναι εκατό κιλά Γερμανός, σκέφτομαι, και σίγουρα του έχει μεταδώσει άφθονο από αυτό το DNA, το ανοιχτό του δέρμα, τα μαλλιά, το βαρύ τονισμό των φθόγγων. Του δίνω ένα πακέτο με φαΐ που του στέλνει η μάνα του ως κλασσική Ελληνίδα από την πατρίδα, σπανακόπιτα, κέικ και φέτα, τυλιγμένα σε αρκετές στρώσεις από λαδόκολλα, «εύχομαι να μην έχει διαλυθεί το φύλλο από το ταξίδι» του λέω. Έχω βραχεί αρκετά και φαίνεται, στο μέτωπό μου στάζουνε σταγόνες, και το παλτό, που αντιστάθηκε με τη τσόχινη υφή του τα πρώτα λεπτά, στο τέλος μούλιασε στους ώμους και βάρυνε απορροφώντας την υγρασία. «Πάμε», μου λέει «δεν είναι μακριά, καμιά τριακόσια μέτρα». Ξεκινάμε ανηφορίζοντας προς την καρδιά της Prenzlauer Berg, με τέτοια βροχή μόνο εμείς κυκλοφορούμε μες στους δρόμους, οι περισσότεροι έχουν αποτραβηχτεί στα γύρω μαγαζιά μέχρι να κόψει το μπουρίνι, προσπερνάμε τη γωνία με το καφέ Hilde, στη δίπλα ακριβώς βιτρίνα ένας σωματώδης φαλακρός με κάτασπρη ποδιά τοποθετεί μεταλλικές γαβάθες με λουκάνικα που αχνίζουν, από την πόρτα βγαίνει μία μικρόσωμη μελαχρινή που μας χαρίζει ένα χαμόγελο ανοίγοντας μία κόκκινη ομπρέλα. Από το μαγαζί διαφεύγει προς τα έξω έντονη μυρωδιά από τηγανισμένο λάδι. Κοντοστέκομαι για ένα δευτερόλεπτο, «έχω πεθάνει από την πείνα» του λέω, «όχι, μην φας από εδώ, κάνε υπομονή έχω φαΐ στο σπίτι». Συνεχίζουμε στρίβοντας σε ένα στενό πριν το Kulturbrauerei που ξεχωρίζει στην επόμενη γωνία από το νεογοτθικό του πύργο. Τα τριακόσια μέτρα του Σάμμυ πρέπει να είναι περίπου οκτακόσια σύμφωνα με τα σταθερότυπα του


24

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

υπόλοιπου πλανήτη, θα του το πω αργότερα, τώρα δε θέλω να τον εκνευρίσω, αλλά σε τέτοια θέματα, σε αποστάσεις και προσανατολισμούς σπάνια πέφτω έξω, το υπόβαθρο από τις σπουδές μου έχει εξελιχθεί σε έναν εσωτερικό μετρητή ακριβείας. Στο τέλος φτάνουμε. Νοίκιαζε μία γκαρσονιέρα μικροσκοπική με την κουζίνα στριμωγμένη στη γωνία, αλλά με αρκετό φως να μπαίνει από ένα τζάμι που έπιανε το μισό τουλάχιστον τοίχο από πάνω μέχρι το ύψος των καλοριφέρ. «Βγάλε τα βρεγμένα», μου λέει «και εγώ ετοιμάζω ένα ριζότο που είχα στα σκαριά πριν βγω για να σε πάρω». Όσο είναι πάνω από το τηγάνι ανακατεύοντας ένα ριζότο που από τη μυρωδιά καταλαβαίνω ότι έχει πιπεριά με μανιτάρι και μπόλικα μπαχαρικά, μιλάει ακατάπαυστα. «Το στουντιάκι είναι μικρό, όλοι που έρχονται να μείνουνε εδώ τέτοια μικρά ψάχνουνε τώρα, οι τιμές έχουν πετάξει σε βαρομετρικό υψηλό, πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια λένε η περιοχή ήταν αλλιώς, κυρίως έμεναν οι Τούρκοι και οι χίπστερς, τώρα οι Τούρκοι έφυγαν πιο έξω και οι χίπστερς, μεγάλωσαν, πιάσανε δουλειά σε πολυεθνικές, παντρεύτηκαν και κάνανε παιδιά, θα τα δεις στους δρόμους και στα πάρκα, ντυμένα με την τελευταία λέξη της εναλλακτικής τους μόδας, δήθεν μημόδας, να συζητάνε για κουλτούρα, για αριστερίστικες φανφάρες και για ότι άλλο είναι 'νερντ'» μου λέει, και στο ‘νερντ’ έχει αφήσει για δύο δευτερόλεπτα τη ξύλινη κουτάλα, έχει γυρίσει προς τα εμένα και βάζει εισαγωγικά στη λέξη με τα δάκτυλά του, το δείκτη και το μέσο, συμμετρικά στα δύο χέρια. Μη μου αρχίζεις τις μαλακίες Σάμμυ για αριστερίστικες φανφάρες – σκέφτομαι- και κάτω στην Ελλάδα έχει αρχίσει ο τρίτος παγκόσμιος ενάντια στο σύγχρονο προλεταριάτο, που το σκλαβώνουν με τα δάνεια που του δώσανε με πλύση εγκεφάλου την εποχή της ψευδεπίγραφης ανάπτυξης, και εσένα σε ενοχλούν οι ιδεαλισμοί δεκαπεντάχρονων, αλλά αυτός το σώζει και μου λέει «αλλά όλα αυτά φυσικά είναι υπέροχα, θα δεις, εδώ είναι Βερολίνο και τους αγαπάμε όλους». «Το ριζότο θα είναι αλ ντέντε» με προειδοποιεί, «καλύτερα, θα φάμε και πιο γρήγορα» του λέω έχοντας ανοίξει τη βαλίτσα να ελέγξω τα υπάρχοντά μου. Βγάζω καθαρά ρούχα και τα φοράω. Ο Σάμμυ έβαζε ήδη βουνά από ρύζι σε δυο πιάτα. Τα έφερε στο τραπέζι που αντί για τραπεζομάντηλο είχε σουπλά από ψάθα, βρώμικα με λεκέδες από σάλτσα. Έβγαλε και ένα κρασί φθηνό σε μπουκάλι του λίτρου και γέμισε δυο κούπες. «Στην υγειά μας και καλωσόρισες».


Το Τέρας

25

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Στην υγειά μας». «Τι νέα από κάτω;». Τι να τους πεις όλους αυτούς τους ‘έξω’, όπως και να τα πεις ακούγονται δραματικά, υπερβολικά και ψεύτικα. Στη πέμπτη πρόταση, τους βλέπεις, χάνουνε το ενδιαφέρον τους ή ακόμη χειρότερα αρχίζουνε να σε κοιτάζουνε ειρωνικά, διολισθαίνοντας διακριτικά στον σαρκασμό, έλα ρε συ και τόσα χρόνια δηλαδή τι διαφορετικό συνέβαινε, αυθυποβάλλεστε και εξάλλου φταίτε-φταίμε-φταίνε όλοι. Δεν τους αδικώ, πιστεύω πως και εμείς οι ίδιοι με ένα τρόπο δεν αντιλαμβανόμαστε σωστά αυτό που μας συμβαίνει. Οι περισσότεροι συνεχίζουμε σαν υπνωτισμένοι τις κανονικές ζωές μας. Πιστεύω όμως ότι μας διαφεύγει μία λεπτομέρεια. Εάν πρόκειται όπως λένε για οικονομικό πόλεμο, τότε έχουμε ήδη ηττηθεί και επομένως το επόμενο στάδιο της ήττας είναι η κατοχή. Κατά απόλυτη αναλογία του '40, και τότε άλλωστε οι περισσότεροι συνέχιζαν με έναν τρόπο τις κανονικές ζωές τους, μόνο που κάποιοι πεθαίνανε από την πείνα και κάποιους τους εκτελούσανε στους τοίχους ως αντιστασιακούς. «Και πότε ήμασταν πλήρως ανεξάρτητοι;» θα πεταχτεί ο συνήγορος του διαβόλου από τα δεξιά. Ποτέ, αλλά υπάρχουνε πολλά επίπεδα υποδούλωσης. Πάντα σε όλη την ανθρώπινη ιστορία υπήρχανε πολλά επίπεδα, πότε δεν υπήρχε η απόλυτη ελευθερία και ούτε η απόλυτη σκλαβιά. Μόνο ενδιάμεσα στάδια, τόσο για τον χαμηλότερο όσο και για τον υψηλότερο στο επίπεδο της ιεραρχίας. Οι γενικεύσεις του τύπου «όλοι πιόνια είμαστε» συνεπώς δεν ωφελούν, το ερώτημα είναι «πόσο πιόνια;», γιατί από ένα επίπεδο και πέρα μπορεί να μην αντέχεις, και λίγα επίπεδα πιο πριν να αισθάνεσαι τη ψευδεπίγραφη ελευθερία να σε ποτίζει ‘to the bone’, και αφού «είμαστε αυτό που αισθανόμαστε», τότε αυτό δεν μπορεί να είναι εντελώς ασήμαντο. Του λέω απλώς «όπως τα ακούς, πολύ υποτονικά». «Τουλάχιστον έχετε χρόνο να ασχοληθείτε με την τέχνη». «Αυτό είναι αλήθεια, η πολιτιστική μας άνοιξη μοιάζει να είναι πιο κοντά από ποτέ, αν τα επίπεδα κατάθλιψης που έχουνε συσσωρευτεί διοχετευτούν σε δημιουργικές οδούς και όχι στην υπέρτατη τέχνη της αυτοκτονίας». «Ξέρεις κανέναν δηλαδή που αυτοκτόνησε;». Ναι, ήξερα. Όχι προσωπικά αλλά από πολύ κοντινό μου κύκλο. Το είχα ακούσει στις ειδήσεις χωρίς να ξέρω ότι με αφορούσε η περίπτωσή του. Ήτανε φύλακας στο κρατικό ωδείο, το κτίριο το ήξερα καλά. Μια μέρα που περνούσα


26

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

από έξω -έπεφτε πάνω στην καθημερινή μου διαδρομή για το μαγαζί που έβγαζα τις φωτοτυπίες των σχεδίων- κάποιοι μετέφεραν τα έπιπλα στον κήπο. Το άδειαζαν. Πατώντας με τα χοντροπάπουτσά τους πάνω στο κόκκινο χαλί που ήταν στρωμένο στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της μνημειακής εισόδου, τέσσερις αλλοδαποί εργάτες με έναν έλληνα εργοδηγό έβγαζαν ένα κατάμαυρο πιάνο με μικρή ουρά. Το άφησαν δίπλα σε δύο καναπέδες, κυπαρισσί με βελούδινο ύφασμα και ελικοειδή χερούλια σε στυλ αντίκας, ανάμεσα στα αγάλματα του κήπου. Δύο άλλοι βγήκαν από πίσω κουβαλώντας δύο υπέρβαρες θήκες κοντραμπάσων. Στην είσοδο είχαν μαζευτεί δάσκαλοι και μαθητές και κοίταζαν ανήμποροι να αντιδράσουν, να συμβαίνει αυτό που ούτε στους χειρότερους εφιάλτες τους δεν το είχανε ονειρευτεί. Όταν περνούσα από έξω άκουγα πάντα μουσική από τα ανοιχτά παράθυρα με τα σκουρόχρωμα καΐτια και τα υπέρθυρα με τις ελικωτές ταινίες, υπέροχη μουσική, κάποιο βιολί, ένα πιάνο, ή ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Τώρα επικρατούσε μια πένθιμη σιγή. Μία στάση αναμονής, πριν από έναν τελευταίο ήχο, που αν έβγαινε από τα παράθυρα θα έμοιαζε με ένα ουρλιαχτό απελπισίας, με μία άναρθρη και αγωνιώδη κραυγή απέναντι στο μέλλον. «Τους κάνουν έξωση» μου είχε πει μια διερχόμενη κυρία, που με είχε δει να στέκομαι για αρκετή ώρα κοιτάζοντας με απορία όλα αυτά. «Χρωστούν ενοίκια στο κράτος». «Μα είναι κρατικό», της είχα απαντήσει, συνειδητοποιώντας, ταυτόχρονα εκείνη τη στιγμή από τον απόηχο της φράσης μου, τον παραλογισμό της πράξης που συντελούτανε μπροστά μου. Κούνησε το κεφάλι της αδιάφορα. «Άλλοι είναι τώρα πια το κράτος», μου είπε και συνέχισε να περπατάει. Άλλοι. Μου είπε το αυταπόδεικτο, το αυταπόδεικτο που διόρθωνε τον παραλογισμό, και που έβαζε τα πράγματα στη θέση τους ξανά με λογική. Το κράτος έκανε έξωση στο κράτος. Αλλά η ανάγνωση δεν ήτανε σωστή. Το Άλλο Κράτος έκανε έξωση στο κράτος που υπήρχε πριν, στο κράτος που μπορεί εμείς πρώτοι να κατηγορήσαμε, να μισήσαμε, να πολεμήσαμε, αλλά που τουλάχιστον συνήθιζε να αφήνει κάποια παράθυρα ανοιχτά να βγαίνει εκείνη η μουσική, η μουσική που όταν περνούσαμε από έξω μια μέρα καθημερινής ρουτίνας, μας έκανε να νιώθουμε για μια στιγμή τη θαλπωρή να αγκαλιάζει την καρδιά μας. Ο φύλακας πρέπει να είχε τινάξει τα μυαλά του όχι περισσότερο από ένα μήνα μετά. Η φίλη μου που τον ήξερε, μου είπε ότι δεν είχε ξεπεράσει το χωρισμό με τη γυναίκα του ποτέ, και ότι αυτή θα ήταν η αιτία. Εγώ όμως δεν


Το Τέρας

27

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

την πίστεψα. Γιατί ήξερα ότι δεν είχε ξεπεράσει και έναν άλλο χωρισμό. Αυτόν τον χωρισμό, εκείνης της στιγμής, με τα όργανα διάσπαρτα στον κήπο. Τον είχα νιώσει και εγώ τον πόνο της απώλειας. Και ποιός ήμουν άλλωστε εγώ; Εγώ απλώς περνούσα μερικές φορές απ’ έξω. Ο Σάμμυ κατέβαζε το ρύζι με τεράστιες μπουκιές. Εγώ άφησα το πιρούνι και έφερα κοντά μου το μπουκάλι με το αργεντίνικο κρασί. Έξω η βροχή έδειχνε να σταματά.


28

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Μαν του Μαν Στεκότανε όρθιος κοιτώντας τις εναλλαγές εικόνων στην οθόνη του απέναντι σπιτιού. Η κουρτίνα είχε τραβηχτεί στο πλάι αφήνοντας ένα κενό που επέτρεπε την οπτική να δημιουργεί μια νοητή ευθεία, από το παράθυρό του με το ξύλινο κάσωμα που είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει και να φουσκώνει επικίνδυνα, διαμέσω της σκοτεινής οδού και μέχρι το πάντα διάφανο, χωρίς ίχνος σκόνης, παράθυρο του ζευγαριού μπροστά από την οθόνη πλάσμα. Οι δυο τους πρέπει να κάθονταν αριστερά από το παράθυρο, σε θέση που δεν μπορούσαν να γίνουν ορατοί. Μπορεί να ήτανε αγκαλιασμένοι σε έναν καναπέ, αν και το πιθανότερο ήταν να καθόταν ο καθένας σε διαφορετική γωνιά, δεν έδειχναν να αποτελούν κάποιο φανατικά ερωτευμένο ζευγάρι και πρέπει να βάδιζαν ήδη και οι δύο στα σαράντα. Η οθόνη έδειχνε στην αρχή εναλλασσόμενες εικόνες με την επικαιρότητα και έπειτα έπεσε το σήμα του καιρού, για αύριο Κυριακή προέβλεπε διαστήματα ηλιοφάνειας και μικρή άνοδο θερμοκρασίας. Κυριακή 27 Μαρτίου, υπολόγισε ότι συμπλήρωνε πια ένας μήνας από εκείνο το απόγευμα με την Έμυλι στην καφετέρια κοντά στο Zoo στο δάσος. Τα είχανε ξεκαθαρίσει τότε, πίστευε. Τα είχανε θέσει στη σωστή τους βάση και εκείνος είχε κινηθεί σωστά. «Της δίνω χώρο» είχε πει στον εαυτό του. Αλλά τώρα πια ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν είχε πάει καλά. Η οθόνη έδειχνε τώρα έναν αγώνα μπάσκετ. Η άμυνα των άσπρων είχε αποτραβηχτεί στο εσωτερικό δακτύλιο δίνοντας χώρο στους μαύρους, που πάσαραν τη μπάλα ανενόχλητοι στο ύψος της γραμμής των έξι και εικοσιπέντε. Στο μπάσκετ, όπως και στην πραγματική ζωή, υπάρχουν δύο τρόποι να παίξεις τον αντίπαλο. Ο πρώτος είναι με την άμυνα της ‘ζώνης’. Κλείνεις κάποιους διαδρόμους και δίνεις χώρο στον αντίπαλο, βασίζεσαι στην αστοχία του. Βέβαια διατρέχεις άμεσα τον κίνδυνο να δεις τη μπάλα να προσγειώνεται με μία ελλειπτική τροχιά από μακριά μες στο καλάθι. Ο δεύτερος είναι με το 'μαν του μαν'. Εκεί θα πρέπει να κολλήσεις πάνω στο σώμα του αντιπάλου, να μετράς τις ανάσες του, να νιώθεις τον ιδρώτα. Το ρίσκο στην περίπτωση αυτή είναι μεγαλύτερο, ειδικά εάν ο αντίπαλος είναι καλύτερός σου. Θα σε προσπεράσει με μία κίνηση και θα φτάσει ανενόχλητος σε εύκολο καλάθι με ένα απλό ‘λέι απ’. Όμως στο μαν του μαν μπορείς να βασιστείς σε ένα κρυφό χαρτί. Στο πάθος. Στο πάθος, που θα μπορέσει να σε χρίσει νικητή ενάντια στις πιθανότητες και στα προγνωστικά.


Το Τέρας

29

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εκείνος μέχρι τώρα έπαιζε με την άμυνα της ζώνης. Στην απέναντι οθόνη ένας από τους μαύρους πήρε την μπάλα και σηκώθηκε στον αέρα από τα επτά περίπου μέτρα. Η μπάλα ανατίναξε το δίκτυ. Απομακρύνθηκε από το παράθυρο, πήγε στην κουζίνα, έβαλε πάγο σε ένα ποτήρι και το γέμισε μέχρι επάνω με ποτό. Με τη Έμυλι έπαιζαν τον τελευταίο γύρο, και λίγο πριν από το τέλος έχανε ήδη κατά κράτος. Είχε ήρθε η ώρα να αλλάξει σύστημα πριν ήτανε πολύ αργά. Ήξερε που θα την έβρισκε για να το κάνει να φανεί τυχαίο. Στις οκτώ το απόγευμα έπεσε για ύπνο με σκοπό να έχει ξυπνήσει μέχρι τις δέκα το πολύ. Ξύπνησε στις έντεκα, αλλά ακόμα και έτσι ήταν αρκετά νωρίς. Έκανε ένα ντουζ και άφησε το ζεστό να νερό να τρέχει στο σώμα του για αρκετή ώρα ενώ βυθιζότανε σε σκέψεις και κατέστρωνε το πλάνο του. Έφαγε τη μερίδα που είχε περισσέψει από το μεσημεριανό. Κατά τις μία πια, αποφάσισε να ξεκινήσει. Η πόλη, και για το Σάββατο εκείνο, δε θα κοιμότανε ποτέ, αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσες να το αντιληφθείς στην ήσυχη περιθωριακή του γειτονιά, το κέντρο της νυχτερινής ζωής χτυπούσε μακριά από εκεί. Πήρε το μετρό, γραμμή U5, και άλλαξε στη Lichtenberg, η ανταπόκριση ήτανε εξαιρετικά ακριβής. Κατέβηκε στη Warschauer πριν από τις δύο και αυτό το θεώρησε αρνητικό, δε θα έπρεπε να φτάσει πριν από αυτήν, κάτι τέτοιο θα άλλαζε τον προγραμματισμό του. Σταμάτησε στη μέση της γέφυρας που έδινε μία πανοραμική οπτική προς τις γραμμές των τρένων, ακούμπησε στην κουπαστή και τυλίχθηκε με το παλτό για να προστατευτεί από τον αέρα που δυνάμωνε σε εκείνο το σημείο, με την πόλη να αποδομείται σε ένα αχανές κενό. Χαμηλά, παράλληλα με τις γραμμές, ο φωταγωγημένος σταθμός έδειχνε να σφύζει από ζωή, ομάδες από νέους κατέβαιναν από τους συρμούς και ανέβαιναν τις σκάλες που οδηγούσαν πάνω. Στην άλλη άκρη είχε στηθεί ένας έφηβος με πλούσιο μαλλί και αδυνατισμένη όψη, έπαιζε μία ηλεκτρική κιθάρα σε ένα μικροσκοπικό ενισχυτή μπαταρίας, οι νότες ταξίδευαν με τον αέρα προς αυτόν. Έπαιζε αδιανόητα καλά, η μουσική του θύμιζε απροσδιόριστα τις συγχορδίες του ‘I know’ και τον πήγε πίσω, τότε, στις καλύτερες στιγμής της εποχής εκείνης. «Εγώ, Τώρα, Εδώ, Ξέρω» σκέφτηκε. Κοίταξε το ρολόι, ήταν ακόμα μόλις δύο και δέκα, αλλά αποφάσισε να επισπεύσει τις διαδικασίες. Περνώντας δίπλα από τον μουσικό σταμάτησε και του είπε «όποιος περνάει και σου δίνει λεφτά για αυτό που κάνεις τώρα εδώ, σε υποτιμά. Μάζεψέ τα, φύγε, και κάνε κάτι σοβαρό στη μουσική». Προχώρησε χωρίς να τον αφήσει να απαντήσει.


30

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η ουρά στη Cassopeia ήτανε όπως πάντοτε τεράστια, αλλά έδειχνε να προχωράει ικανοποιητικά. Ο μπράβος πάτησε μηχανικά τη σφραγίδα στο χέρι, θα είχε πατήσει άλλες πεντακόσιες ήδη αλλά δεν έδειχνε καθόλου κουρασμένος, έπαιρνε τη δουλειά του σοβαρά. Στον προθάλαμο περίμεναν στη γκαρνταρόμπα καμιά εικοσαριά και έτσι αποφάσισε να προσπεράσει και να μπει στην πρώτη αίθουσα, η μουσική έπαιζε τέρμα με καταιγιστικούς ρυθμούς και η κατάσταση έδειχνε αρκετά ανεβασμένη. Κινήθηκε παράλληλα στον τοίχο, διέσχισε το πλήθος, αφού συγκρούστηκε αρκετές φορές με τύπισσες που χόρευαν σαν ξεβιδωμένες και που ένιωθαν ότι σου έκαναν τιμή εάν έριχναν το ιδρωμένο τους κορμί πάνω σου και σου χαμογελούσαν και έλεγαν sorry, πάντα σε αυτά τα μέρη όλοι αρέσκονταν να σου την πέφτουνε στα αγγλικά, αυτό εκεί μέσα δεν ήταν Γερμανία, ήτανε ένα διεθνές μπουρδέλο, ρωσίδες, γαλλίδες, ισπανίδες, όλα αυτά καλά αλλά δεν τον ενδιέφεραν εκείνη τη στιγμή, κάνε στην άκρη συνεπώς ηλίθια χαπακωμένη, μουρμούρισε αρκετές φορές μέχρι να φτάσει στο διάδρομο. Από εκεί ξεκινούσε μια διακλάδωση, αριστερά έβγαζε την αίθουσα Β, ήξερε όμως ότι εκείνη δε θα ήτανε εκεί, δεξιά έβγαζε στα WC και σε κάποιες πόρτες που παρέμεναν κλειστές, πίσω του άρχισε η σκάλα που οδηγούσε πάνω. Στους τοίχους του διαδρόμου που ήτανε σαν κατεδαφισμένοι, μαύροι από τη βρομιά και με πεσμένους τους σοβάδες, ακουμπούσαν συμμορίες από ντίλερς, το μάτι τους έπαιζε για υποψήφιους πελάτες. «Όχι ακόμα», σκέφτηκε και ανέβηκε τη σκάλα. Πάνω ο dj είχε ρολάρει άσχημα και ο εκλεκτός πληθυσμός της αίθουσας του ορόφου έδειχνε να πάλλεται ανεξέλεγκτα κάτω από τις ντισκομπάλες και τα φωτορυθμικά. Πλησίασε το μπαρ και ζήτησε μια μπύρα, κράτησε το μεταλλικό καπάκι της επιστροφής του μπουκαλιού στη τσέπη. Ποτέ δεν τα επέστρεφε αλλά κρατούσε τα καπάκια, τα έκανε συλλογή σαν να ήταν έργα τέχνης. Πριν ξεκινήσει να την ψάχνει, πήγε στην έξοδο κινδύνου, την άνοιξε και βγήκε στο μεταλλικό μπαλκόνι. Το κρύο τον χτύπησε αναζωογονητικά. Και αν δεν ήτανε εκεί; Aν ήρθε και έφυγε νωρίς στην αγκαλιά κάποιου ηλίθιου σωματαρά; Δύσμοιρα αουτσάιντερ. Η Έμυλι μπορούσε να ντριπλάρει και να τον προσπεράσει οποιαδήποτε στιγμή. Καταραμένο πλεονέκτημα η ομορφιά της. Θα ευχότανε να ήτανε όμορφη μόνο για αυτόν, θα ευχότανε μόνο αυτός να πρόσεχε τον τρόπο που είχε να σε τρελαίνει όταν σε κοιτά, τον τρόπο που είχε να σε κάνει να νομίζεις ότι όσο κοντά και αν έρθεις ποτέ δεν είσαι αρκετά κοντά, ότι όταν είσαι μέσα της δεν είναι αρκετά βαθιά, ότι ακόμη


Το Τέρας

31

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και όταν σε τυλίγει στην γυμνή αγκαλιά της δεν έχεις παρά ελάχιστη από τη ζεστασιά που θα μπορούσε εκείνη να εκπέμψει. Έβγαλε και άναψε τσιγάρο, κουβαλούσε το πακέτο πάνω από δέκα μέρες και δεν το είχε ακόμα ανοίξει. Η πόρτα άνοιξε πίσω του και βγήκε ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο, είχαν βαμμένα τα μαλλιά τους με νερομπογιές, οι αποχρώσεις συνέχιζαν με σχέδια πολύχρωμα επάνω στο κορμί τους. Η στιγμή της αυτοσυγκέντρωσής του χάθηκε από την εικόνα των ορμητικών φιλιών τους, τέλειωσε το τσιγάρο με μία τελευταία ρουφηξιά και το πάτησε να σβήσει. Επέστρεψε στο μπαρ, πήρε μια ακόμη μπύρα, πλησίασε ένα ντίλερ στη γωνία, αντάλλαξε ένα εικοσάρικο με ένα στρογγυλό χαπάκι, το κατάπιε με την μπύρα, και άρχισε να γυρνάει ανάμεσα στο πλήθος. Πέρασε δίπλα από μία παρέα με τέσσερις μελαχρινές που είχαν αποτραβηχτεί σε μια γωνιά στους κόκκινους δερμάτινους καναπέδες, ήτανε θέμα χρόνου να αρχίσουνε οι επιθέσεις κατά κύματα, τέσσερις και πανέμορφες και ελεύθερες, αλλά και πάλι κάτι τέτοιο δεν τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή, διείσδυσε σταδιακά στο κέντρο του παλλόμενου πλήθους, για κάποιο παράξενο λόγο ένιωθε ότι ο ειδικός σκοπός του εκείνη τη βραδιά τον έκανε αόρατο, ότι κανένας δεν μπορούσε να τον αισθανθεί να τριγυρνά ανάμεσά τους, σα να βρισκότανε σε μία άλλη διάσταση του χωροχρόνου και το μοναδικό σημείο σύγκλισης με την πραγματικότητα του κλαμπ εκείνη τη στιγμή να ήτανε η Έμυλι. Στάθηκε ακριβώς εκεί, στο κέντρο και περίμενε, ενώ ο κόσμος εναλλασσόταν γύρω του. Η ώρα έδειχνε δέκα λεπτά μετά τις τρεις, η ώρα της κορύφωσης, το απόγειο του celebration της βερολινέζικης βραδιάς. Αν δεν εμφανιζόταν τώρα, δε θα εμφανιζότανε ποτέ. Ο κόσμος εναλλάχθηκε ξανά και τότε την είδε, η εικόνα της να διακόπτεται από τα φωτορυθμικά, πέντε μέτρα μακριά από αυτόν κοντά στα ντεξ, κάτω από την ασημί δισκομπάλα. Είχε τα χέρια της ψηλά και με κλειστά τα μάτια χόρευε, το σώμα της σχεδόν εξ’ επαφής με ένα ξανθομάλλη που της έριχνε ένα κεφάλι και είχε ηλίθιο βλέμμα. Δε σκεφτόταν τίποτα πια, ενεργοποίησε τους αυτοματισμούς και βρέθηκε κοντά της, την έπιασε από τη μέση, την έκανε να στραφεί προς αυτόν, τα πρόσωπά τους βρέθηκαν στο ένα εκατοστό και της φώναξε μέσα στο αυτί για ακουστεί. «Έλα μαζί μου έξω». Ο ξανθομάλλης τέντωσε το χέρι του και τον έσπρωξε στον ώμο με ένα άγριο βλέμμα. Η Έμυλι όμως στράφηκε και του ψιθύρισε κάτι, και ο ξανθομάλλης έκανε πίσω και συνέχιζε να τον κοιτάζει απειλητικά.


32

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

«Ποιος είναι ο μαλάκας;». «Ο τύπος που μου την έπεσε εδώ και μία ώρα. Τι θέλεις και ανακατεύεσαι;». «Παράτα τα παιχνίδια σου και έλα μαζί μου έξω». «Τι θες, τρελάθηκες;». «Γιατί εξαφανίστηκες; Τι φαντάστηκες, ότι εμένα θα με ξεπεράσεις τόσο εύκολα;». «Τι λες, δε σε ακούω…». «Λέω ότι δε θα σε αφήσω απόψε να φύγεις με αυτόν». Γέλασε ειρωνικά. «Και αν το θέλω;». «Φυσικά και το θέλεις. Θέλεις να δεις πώς θα είναι όταν σε πηδάει». «Είσαι ηλίθιος, εσύ είσαι ο μαλάκας, όχι αυτός. Αφού το λήξαμε, να μην αρχίσουμε να πνίγουμε ο ένας τον άλλο, οι συμβιβασμοί του κονφορμισμού και όλα αυτά που λέγαμε, δεν τα θυμάσαι;». «Τα θυμάμαι αλλά σε θέλω πίσω. Σε ήθελα πίσω από την αρχή, στο έδωσα να το καταλάβεις». «Εγώ ξέρεις τι βλέπω; Βλέπω ότι δε σου έκατσε καμία και ήρθες σε μένα για να παρηγορηθείς. Εγώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα τον τελευταίο μήνα. Και σταμάτα να μου τραβάς το χέρι, δεν έρχομαι μαζί σου. Περνάω καλά». «Θα τον σπάσω στο ξύλο τον ψηλό πριν κάνει ότι σε παίρνει από εδώ». «Αυτό είναι το 'σου δίνω χώρο’ σου;». «Άλλαξε το παιχνίδι Έμυλι και γύρισε σε μαν του μαν». «Τι μαν του μαν... μαλάκα είσαι χαπακωμένος σίγουρα, πήγαινε ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου». «Χαπακωμένος είμαι, αλλά δεν έχει σχέση αυτό. Αντίθετα με βοηθάει να βλέπω το σωστό, να παίρνω αποφάσεις. Πάρε και εσύ ένα χάπι και έλα μαζί μου. Δεν έχει νόημα με αυτόν, πώς γίνεται να μην το βλέπεις;». «Περίμενε... θα σου δώσω δέκα λεπτά, αλλά μετά θα με αφήσεις ήσυχη». «Οκ όπως θέλεις». «Πάμε να πιεις νερό και συνέλθεις πρώτα». «Ναι πάμε, και πες στο μαλάκα να πάει να γαμηθεί με καμιάν άλλη». «Δεν του λέω τίποτα, σκάσε πια». Κινήθηκαν μαζί, του έπιανε το χέρι και τον οδηγούσε μέσα από το πλήθος, εκείνος δραπέτευε μαζί της στην παράλληλη διάσταση ξανά, όλα τα άλλα έμοιαζαν θολά και να κινούνται πιο αργά, το χέρι της ήταν ζεστό, το


Το Τέρας

33

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χέρι της ήταν το σημείο αναφοράς, το χέρι της ήταν η επαφή του με τον κόσμο. Κατέβηκαν τις σκάλες, τον έσπρωξε μέσα στο WC και στάθηκε απ’ έξω. Μπήκε, το βήμα του το ένιωθε σταθερό, αλλά εκείνη μπορούσε σίγουρα να δει ότι ήτανε ζαλισμένος. Έριξε νερό στο πρόσωπό του, σταγόνες κύλησαν από το μέτωπό του στο νιπτήρα, τις έβλεπε στον καθρέπτη να κυλούν αργά σαν μέσα σε όνειρο, έπειτα έβαλε το στόμα του κάτω από τη βρύση και ήπιε αρκετές γουλιές, «πιες και άλλο» του φώναξε εκείνη από την πόρτα, και έτσι ήπιε και άλλο και επέστρεψε σε αυτήν που τον ξαναπήρε από το χέρι και τον ανέβασε επάνω πάλι και έσπρωξε την έξοδο κινδύνου και τον τράβηξε έξω, η ομίχλη είχε πια καθίσει πάνω από την πόλη και της έδινε μία απόκοσμη μορφή, και ακούμπησε την πλάτη της στο μεταλλικό στηθαίο και του λέει «λέγε τώρα... ή μάλλον μη μιλάς και πεις καμιά βλακεία» και τον φιλάει και νιώθει τη γλώσσα της στα χείλη και το κορμί της να κολλάει πάνω του, και αυτός τη σφίγγει από τη μέση και μέσα από το μυαλό του περνάνε σαν καρέ όλες οι προηγούμενες σκηνές, το τρίποντο του μαύρου παίχτη στην απέναντι οθόνη, ο μουσικός στη γέφυρα, οι ντισκομπάλες και τα ναρκωτικά, το ερωτευμένο ζευγάρι με τις πολύχρωμες μπογιές που είχε φιληθεί στην ίδια θέση, το σπρώξιμο στον ώμο από τον ξανθομάλλη, το σύστημα που άλλαξε σε μαν του μαν, το πρόσωπό του στον καθρέπτη, και έπειτα όλα αυτά μαζί να ενώνονται και να εξαϋλώνονται από την ενέργεια που εκπέμπει το κορμί της και τον τυλίγει με μία ζεστασιά που μοιάζει επιτέλους αρκετή.


34

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Το σκίτσο Η διαδικασία απόδοσης ονομάτων στους ήρωές μου με κάνει ιδιαίτερα νευρικό. Αυτή η διαδικασία ταυτοποίησης και σύνδεσής τους με ένα όνομα που θα μπορούσε να είναι υπαρκτό, μου φαίνεται ανούσια και αδιέξοδη. Θα προτιμούσα για το λόγο αυτό μια καφκική αφαίρεση του τύπου Κ. ή κάποιου άλλου αρχικού, ή τέλος πάντων οποιουδήποτε συστήματος αναγνωρίσεων για τον αναγνώστη που θα παρέλειπε το όνομα. Για τον αναγνώστη βέβαια όλα αυτά. Γιατί εάν δεν υπάρξει αναγνώστης, το πρόβλημα τότε θα λυνόταν αυτομάτως, εξάλλου υποθέτω πως για εμένα είναι σαφές το ποιός είναι ποιός, και τότε τα διαδικαστικά δε θα παρέμβαιναν διασπαστικά ως προς τη ροή του λόγου. Και εξάλλου απεχθάνομαι την αναγκαιότητα της διευκρίνησης του τύπου «είπε ο τάδε και κούνησε το κεφάλι του», «συμφώνησε ο δείνα και κοίταξε το ρολόι του» και ούτω καθεξής. Εδώ υπερτερεί αναμφίβολα ο κινηματογράφος από τη λογοτεχνία. Αυτό που μπορεί να δώσει μια σκηνή μερικών δευτερολέπτων σε ένα φιλμ, στα χέρια ενός μέσου συγγραφέα θα ήτανε ένας ορυμαγδός από περιγραφές, διαλόγους και από τα παραλειπόμενά τους. Οι τέχνες όμως αλληλοσυμπληρώνονται. Φωτογραφίζεις ένα χώρο για να τον δεις αλλιώς, να διακρίνεις σχέσεις και οντότητες που δεν είναι άμεσα ορατές. Κινηματογραφείς ένα τοπίο για να δημιουργήσεις ένα υπόβαθρο πάνω από το οποίο θα αιωρείται μία μουσική που ήδη ακούς στα αυτιά σου. Γράφεις, πάνω από όλα γράφεις για να κατανοήσεις και εσύ ο ίδιος όλα αυτά που αισθάνεσαι. Σκιτσάρεις τη γυναίκα που θα ήθελες να ερωτευτείς. Το όνομά της άρχιζε από Ε, αλλά εκείνη τη στιγμή ακόμα δεν το ήξερα. Μπήκε στην αίθουσα και στάθηκε για λίγο όρθια δίπλα στην πόρτα ανιχνεύοντας το χώρο, έπειτα προχώρησε και κάθισε ακριβώς απέναντί μου, χαμηλά στο πρώτο επίπεδο, η αίθουσα των εικαστικών είχε τη μορφή δύο συμμετρικών αμφιθεάτρων κατασκευασμένων με ξύλινες βαθμίδες, σκονισμένες και σε αρκετά σημεία τρύπιες, πάνω σε αυτές υπήρχαν καβαλέτα και καρέκλες για τους φοιτητές. Στο κέντρο, ο καθηγητής έδινε τα ρέστα του, ζωγράφος, με πλούσια μαλλιά που τα άφηνε πάντα αχτένιστα και που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, αεικίνητος, μικρόσωμος, με ένα βλέμμα που έδειχνε να σε διαβάζει μέχρι μέσα και να μην έχεις και επιλογή. Είχε ξεκινήσει τη διάλεξη με μια σειρά διαφανειών που παρουσίαζαν έργα-μη έργα τέχνης, με έμμεσες αναφορές στο ντανταϊσμό, αλλά και σε άλλες


Το Τέρας

35

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατευθύνσεις ανεξάρτητων καλλιτεχνών. «Η τέχνη πρέπει να αναζητηθεί παντού, και παντού υπολανθάνουν τα ερίσματά της», έλεγε και κουνιόταν θεατρικά κοιτάζοντας τη μία τους μισούς αριστερά, την άλλη τους υπόλοιπους στα δεξιά. «Εμένα για παράδειγμα με τρομάζουν οι πατάτες» συνεχίζει και όλοι τον κοιτάζουμε απορημένοι, αλλά εκείνος έχει προετοιμαστεί και πατάει το κουμπί και ρίχνει μία διαφάνεια όπου έχει φωτογραφίσει μία πατάτα φυτρωμένη και σε στάδιο αποσύνθεσης, τα φύτρα σε close up να σχηματίζουνε υποχθόνιους ρόζους και να διαπλέκονται σε εφιαλτικούς σχηματισμούς. Ενώ τα δύο αμφιθέατρα σείονται από τα γέλια, εκείνος την κοιτάζει και της γνέφει ένα χαιρετισμό, εκείνη χαμογελάει συγκρατημένα, μου δίνει την εντύπωση ότι το έχει ξαναδεί το έργο της πατάτας. Την παρατηρώ και είμαι σίγουρος ότι δεν την έχω ξαναδεί, άρα δεν πρέπει να είναι κάποια από τη σχολή. Είναι αρκετά ψηλή, κοντά στο ύψος μου, με ίσια μακριά μελαχρινά μαλλιά, όμορφο πρόσωπο με ελαφρώς μακρόστενο πηγούνι, σώμα καλλίγραμμο αλλά όχι αδύνατο και ασθενικό, γαλάζια μάτια εκφραστικά. Όπως έχω το χαρτί στο καβαλέτο και ενώ συνεχίζεται η διάλεξη, με τον καθηγητή πια να έχει κερδίσει το κοινό με τα τεχνάσματά του και να περνάει σε πιο τεχνικά θέματα, παίρνω το καρβουνάκι και σκιτσάρω τη μορφή της, εκείνη λες και το ξέρει μένει σταθερή, μετράω διακριτικά με τη βελόνα τις αναλογίες πρώτα του κρανίου, έπειτα του μετώπου και της μύτης, τελειώνω με τα χείλη και το σχήμα των ματιών, το αποτέλεσμα είναι αρκετά ικανοποιητικό. Φοράει μία πλεχτή ζακέτα με κουμπιά, τα μετράω και τα βάζω ένα-ένα σαν κουκίδες στο χαρτί. Η διάλεξη επιτέλους τελειώνει, τα μουρμουρητά πυκνώνουν και δημιουργείται αναστάτωση, κάποιοι σηκώνονται και ετοιμάζονται να φύγουν, ο καθηγητής όμως κουνάει τα χέρια πάνω-κάτω και τους λέει «περιμένετε, για όσους θέλουνε υπάρχει και συνέχεια». «Τι συνέχεια;» πετάγεται ο πολυλογάς του έτους, «θα δείτε» απαντά αυτός και κλείνει το μάτι στη μυστηριώδη επισκέπτρια. Εκείνη τότε σηκώνεται και παίρνει την καρέκλα της και την τοποθετεί στο κέντρο, και ξεκουμπώνει ένα-ένα τα κουμπιά που είχα αποτυπώσει, και βγάζει τη ζακέτα και την ακουμπά στην έδρα, και συνεχίζει αφαιρώντας το λεπτό μπλουζάκι αποκαλύπτοντας ένα δαντελωτό σουτιέν, σπρώχνει το παντελόνι προς τα κάτω, βγάζει τις μπαλαρίνες που φοράει με το χέρι και σκύβει και τραβάει τα μπατζάκια, το σλιπάκι της είναι διάφανο, αλλά ούτως ή άλλως το βγάζει και αυτό και φαίνεται σχηματοποιημένο σε ένα τρίγωνο το τριχωτό της ήβης, στο τέλος σηκώνεται όρθια ξανά και μας κοιτάει που


36

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

είμαστε μαγνητισμένοι πάνω της και ξεκουμπώνει το σουτιέν της και το αφαιρεί με μία μόνο κίνηση, οι ρώγες είναι σκούρες και σκληρές, το στήθος έχει σχήμα από δάκρυ. Ο καθηγητής έχει καθίσει στη γωνία και δείχνει απασχολημένος να αναζητά κάτι στη τσάντα του, οπότε εκείνη παίρνει την πρωτοβουλία να αυτοπαρουσιαστεί και λέει αυτό που είναι πλέον προφανές «θα είμαι το γυμνό μοντέλο» και παίρνει μία πόζα στην καρέκλα, το σώμα της στραμμένο στο ένα πλάι, το ένα χέρι να ακουμπάει στους γοφούς, το άλλο να κρέμεται αριστερά, το κεφάλι ελαφρώς λοξά με βλέμμα εστιασμένο στο κενό. Ο πολυλογάς του έτους παίρνει εντολές από τον καθηγητή που έχει επιτέλους βρει το κλειδί από το αποθηκάκι και που τον στέλνει να κουβαλήσει δύο ηλεκτρικές θερμάστρες, τις τοποθετεί συμμετρικά διαγώνια μπροστά της και αυτές χαρίζουνε στο δέρμα της πορτοκαλί ανταύγειες. «Η Ε. θα είναι εδώ για μία ώρα, κάντε σχέδια με χρώμα ή με μολύβι, προαιρετικό είναι, όποιος θέλει ας καθίσει» μας λέει. Τα περισσότερα κορίτσια φεύγουν, ο αντρικός πληθυσμός είναι πιο φανατικός στην αρχή, αλλά μετά από μισή ώρα έχουμε απομείνει δέκα-δεκαπέντε το πολύ, είναι αρκετά αργά, έξω είναι ήδη νύχτα και οι περισσότεροι έχουν αρχίσει να πεινάνε. Εκείνη αλλάζει πόζες κάθε πέντε λεπτά, τις καλύτερες τις κρατάει για το τέλος, για τους εκλεκτούς. Σηκώνεται όρθια και ακουμπά την πλάτη πίσω, το κεφάλι ελαφρώς ριγμένο με τα μάτια της να στρέφονται ψηλά σαν ικεσία, τα χέρια της ανοιχτά σε συμμετρικές οξείες γωνίες με τις παλάμες ανοιχτές να αγγίζουνε τον τοίχο, τα πόδια της μισάνοιχτα, στη στάση αυτή το στήθος της ανεβοκατεβαίνει απαλά την ώρα που αναπνέει. Την ώρα που τα περνάω όλα αυτά με το πινέλο στο χαρτί, νιώθω το σώμα μου να ανταποκρίνεται στην έλξη που μου ασκεί, το χέρι μου είναι ασταθές και τρέμει. Για κάθε μέρος του κορμιού της επιλέγω διαφορετική απόχρωση, κίτρινο για το περίγραμμα μπράτσων και μηρών, κόκκινο για την ήβη, γαλάζιο για το πρόσωπο και για το στήθος, μία γκρίζα απόχρωση αραιωμένη με νερό να τα διαπερνάει όλα και να τα ενοποιεί. Η στοίβα με τα σκίτσα δίπλα μου έχει αρχίσει να παίρνει ύψος όταν εκείνη τυλίγεται με μία εσάρπα από τη τσάντα δίπλα της και κάθεται να περιμένει δίπλα στον καθηγητή. Όσοι απομείναμε, την πλησιάζουμε, κάνουμε έναν κύκλο γύρω της, της πιάνουμε κουβέντα, κάποιοι της δείχνουνε τα έργα τους και σχολιάζουνε μαζί με τον καθηγητή. Εκείνη ύστερα από λίγο απομακρύνεται από τη συζήτηση και πηγαίνει προς την έδρα όπου βρίσκονται τα ρούχα της. Τότε την πλησιάζω και της δίνω το πρώτο εκείνο σκίτσο. Το


Το Τέρας

37

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κοιτάζει, βλέπω την έκπληξη στο πρόσωπό της, και έπειτα με παρατηρεί προσεκτικά σα να προσπαθεί να λύσει το μυστήριο μονάχα με το βλέμμα. «Μα εσύ το έκανες πιο πριν, πριν από το γυμνό, όταν καθόμουνα εκεί...». «Γιατί σου φαίνεται τόσο παράξενο;». «Γιατί είμαι σίγουρη σχεδόν ότι δεν ήξερες ποιά είμαι. Δεν έχω ξαναέρθει εδώ». Τη ρώτησα εάν το έκανε συχνά αυτό. «Τρεις-τέσσερις φορές το μήνα, στην καλών τεχνών και σε ιδιωτικά ατελιέ». «Πρέπει να έχεις αρκετή επιτυχία με τους άντρες». «Όχι, αν θέλεις το πιστεύεις, αλλά όχι. Με κάποιο τρόπο λειτουργεί αντίστροφα». «Πώς δηλαδή αντίστροφα;». «Αντίστροφα. Να δες, έχουνε φύγει όλοι, μόνο εσύ έμεινες να μου μιλάς. Στο μυαλό τους ότι ήτανε να δουν το είδανε και έτσι με προσπερνούν σαν να ήμουν αγαλμάτινη, μου δείχνουνε τα έργα τους, κάποιοι μου τα χαρίζουν, έχω μισή ντουλάπα γεμάτη με αυτά και μερικά είναι εκπληκτικά, αλλά στο τέλος φεύγουν». Είχε αρχίσει να ντύνεται, έβγαλε την εσάρπα και μου την έδωσε να την κρατήσω, για λίγα δευτερόλεπτα ήταν ξανά ολόγυμνη εξ’ επαφής. «Ξεκίνησα να το κάνω πριν από δύο χρόνια, τώρα είμαι εικοσιπέντε, πρέπει να σε περνάω τρία χρόνια αφού είσαι τρίτο έτος» μου λέει και γελά, «τρία χρόνια ακριβώς» της απαντώ και εκείνη συνεχίζει «ξεκίνησα να κάνω το μοντέλο επειδή μου άρεσε η ζωγραφική -κάνω και εγώ μαθήματα σχεδίου σε ένα εργαστήριοαλλά και επειδή πληρώνεται πολύ καλά και νιώθω άνετα με αυτό». Είχε ντυθεί εντελώς πια και έβαζε ένα πλεχτό σκουφάκι. «Εάν ξεπεράσεις το αρχικό στάδιο της αναπόφευκτης ντροπής, και ξέρεις ξεπερνιέται γρήγορα και ανεπιστρεπτί, τότε αρχίζεις να απολαμβάνεις τη μαγεία. Όλοι εσείς, εκατό άντρες και γυναίκες, με τα πινέλα σας να αναμετριέστε με το σώμα μου, να αποτυπώνετε την κάθε λεπτομέρεια και ο καθένας μάλιστα με ένα τρόπο διαφορετικό, θέλω να πω, όλοι χαζεύουμε το σώμα μας στον καθρέπτη, έτσι δεν είναι, απλώς εγώ φαντάσου ότι έχω χιλιάδες μέσα από τα μάτια σας. Το αρνητικό είναι αυτό που σου είπα, από όλους σας κανένας δεν με πλησιάζει τελικά, φαντασιώνεστε το σώμα μου για εκείνα τα λεπτά και προσπερνάτε τη ψυχή μου. Μα επιτέλους είμαι κανονική γυναίκα, ολοκληρωμένη, και όχι απλώς το άγαλμά σας».


38

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Είχε φορέσει τώρα και το παλτό και έβαλε τα χέρια της στις τσέπες. «Μην τα πάρεις όλα αυτά προσωπικά, εξάλλου εσύ με εξέπληξες. Μα έλα πες μου...». «Τι να σου πω;». «Πώς ήξερες από την αρχή ότι ήμουν το μοντέλο;». «Μα δεν το ήξερα». «Μήπως με έχεις ξαναδεί; Μήπως συχνάζεις στην Καλών Τεχνών; Μήπως στο ατελιέ του Π.;». «Δε ξέρω ούτε που πέφτουν». «Ε τότε;». «Ε τότε... τίποτα, απλώς βαριόμουνα και άρχισα να σε σκιτσάρω». Χαμογέλασε. Με πλησίασε, μου επέστρεψε το σκίτσο και μου έδωσε ένα απαλό φιλί. Προχώρησε προς το διάδρομο, στάθηκε, έβαλε το χέρι της στον διακόπτη, γύρισε να με κοιτάξει και είπε: «Έρχεσαι; Κλείνω τα φώτα, έχει πάει αργά». Χρόνια αργότερα βρήκα το σκίτσο μαζί με τα υπόλοιπα στο πατάρι, μέσα σε ένα φάκελο με διάφορα ενθύμια της εποχής εκείνης. Η γυναίκα μου με έπιασε να το κοιτάζω. «Ποια είναι αυτή;» με ρώτησε με απορία και κάποιο ίχνος ζήλιας. Της είπα. Έκανε μια γκριμάτσα. «Εμένα δε με σκίτσαρες ποτέ». «Μα ήτανε γυμνό μοντέλο» της απάντησα, «έπρεπε να το κάνουμε... ήταν υποχρεωτικό».


Το Τέρας

39

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το μαυροπούλι Κοιτούσε απλώς το πήγαινε-έλα από τους υαλοκαθαριστήρες στην επιφάνεια του παρμπρίζ. Στη μεσαία σκάλα οπωσδήποτε, η πρώτη θα ήταν βασανιστικά αργή και η τρίτη υπερβολικά γρήγορη, σχεδόν αγχωτική. Κάθε μορφή κίνησης έχει το δικό της ρυθμό, τον δικό της ιδεατό ρυθμό, τον δικό της ισορροπιστικό ρυθμό. Ο παφλασμός από τα κύματα σε μια ακρογιαλιά, το φτερούγισμα ενός πουλιού όπως ζυγίζει το βάρος του ενάντια στον άνεμο, το βάδισμα μίας γυναίκας με ψηλά τακούνια. Κάθε μορφή κίνησης. Ακόμη και η νωχελική κυκλοφορία των αυτοκινήτων δίπλα του με τα καυσαέρια των εξατμήσεων να γίνονται αχνός κάτω από το αισθητό, για πρώτη φορά εκείνη τη χρονιά, κρύο των 3 βαθμών Κελσίου που κατέγραφε το θερμόμετρο στη φωτεινή οθόνη. Εκείνος είχε βρει το δικό του ισορροπιστικό ρυθμό στην κίνηση από τους υαλοκαθαριστήρες και τον άφηνε να τον υπνωτίσει. Ίσως για να αποφύγει να σκέφτεται ή ίσως για το ακριβώς αντίθετο, για να μπορέσει να σκεφτεί. Όχι τα μικρά ζητήματα της καθημερινής ζωής, όχι αυτά που μπορούσε να παρατηρήσει γύρω του, όχι τους ζητιάνους στο φανάρι και τη βιτρίνα με τα εσώρουχα, όχι το κουμπί από το παλτό που κόντευε να ξηλωθεί και που στο τέλος θα το έχανε, όχι το τηλέφωνο που θα χτυπούσε και τη φωνή της Ελίνας που θα του έλεγε να περάσει να την πάρει από τη γωνία, θα έβαζε μπροστά τη μηχανή, θα προχωρούσε λίγα μέτρα, θα σταματούσε εκεί με ανοιχτά τα αλάρμ μέχρι να του κορνάνουν οι οδηγοί των λεωφορείων και εκείνη να μπει μέσα κλείνοντας την ομπρέλα που θα έσταζε σταγόνες στο πατάκι του συνοδηγού και να του πει «ξεκίνα και άναψε τη θέρμανση, έχω παγώσει». Τίποτα από όλα αυτά. Ένας τεχνητός υπνωτισμός για να μπορέσει επιτέλους να σκεφτεί αυτό που προσπαθούσε τόσο καιρό να αποφύγει. Μία απουσία. Μία απροσδιόριστη απουσία που έδειχνε να έχει εγκατασταθεί επίμονα, ενοχλητικά σχεδόν μέσα του, κάπου ανάμεσα από την καρδιά και το στομάχι, αλλά ούτε και εκεί ακριβώς, διάσπαρτη, να μεγεθύνεται σε κάθε αναπνοή, να ξεφουσκώνει με την κάθε εκπνοή. Το ράδιο έπαιζε το Blackbird, το «Μαυροπούλι» του McCartney. Blackbird singing in the dead of night take these broken wings and learn to fly all your life.... you were only waiting for this moment to arise


40

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Μία απουσία που δεν έμοιαζε να τη νικάει ούτε ο ύπνος, ούτε η αφοσίωση του στη δουλειά, ούτε το ποτό, ούτε οι παρέες του, ούτε η Ελίνα, ούτε ακόμη και το εύθυμο τραγούδι του McCartney στη ραδιοσυχνότητα του 9.58. Απουσία. Όχι κενό, απουσία. Δύο έννοιες σχεδόν αντιδιαμετρικές. Μπορείς να πεις ότι το υπαρξιακό «κενό» είναι κάτι αρκετά σαφές, ότι μπορούμε ευκολότερα να το κατανοήσουμε. Εξετάζεις τη ζωή σου και θεωρείς ότι αυτά που έχεις κάνει ίσως δεν ήταν αρκετά. Οτι ήταν πολύ λίγα. Ότι αυτά που έχεις και που σε περιβάλλουν θα ήθελες να είναι περισσότερα. Συνήθως έτσι είναι. Περισσότερο χρόνο, περισσότερα λεφτά, περισσότερους αληθινούς φίλους, περισσότερη αναγνώριση, περισσότερη αγάπη, περισσότερο έρωτα. «Περισσότερα» - έτσι απλά το θέτεις το κενό, απροσδιόριστα. Η απουσία όμως είναι κάτι το διαφορετικό, κάτι συγκεκριμένο. Είναι το κενό αντεστραμμένο, δε σου λείπουν τα περισσότερα του κάθε είδους, που δεν τα γνωρίζεις αλλά που απλώς τα φαντάζεσαι και τα επιθυμείς. Σου λείπει μόνο ένα, ένα συγκεκριμένο, ένα που το γνωρίζεις, ένα που σε κατακτά και που σου υπενθυμίζει την παρουσία του κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, σε κάθε παλινδρόμηση του υαλοκαθαριστήρα. Τώρα. Τώρα ακριβώς. Το ξέρεις, μην προσποιείσαι ότι το αγνοείς. Έχει μορφή, έχει ρυθμό, έχει τα πάντα που το προσδιορίζουν. ......all your life... Έκλεισε το ράδιο πριν ολοκληρωθεί το δεύτερο ρεφραίν. «Όλη σου τη ζωή...περίμενες αυτήν τη στιγμή να αναδυθεί». Σε ευχαριστούμε Paul, κάτι μας είπες.... μα η ζωή λένε ότι είναι μια φωτοβολίδα, ένα απειροελάχιστο μόριο στην αιωνιότητα του σύμπαντος, τώρα το πώς καταφέρνουμε στο τέλος να μας βαραίνει τόσο πολύ, αυτό είναι πραγματικό μυστήριο, αλλά και πάλι... «Όλη σου τη ζωή - Μία στιγμή», αυτή η αντίφαση, η τετριμμένη αντίφαση, η ποιητική αδεία, η λυρική μονομανία των ποιητών, των συνθετών και του όποιου άλλου απίθανου καλλιτεχνικού συνονθυλεύματος, αυτή η αντίφαση - που σίγουρα όταν θα σταματούσε ο υπνωτισμός του πήγαινε-έλα, θα την υποβάθμιζε, θα τη χλεύαζε, θα της γελούσε καταπρόσωπο, θα την ισοπέδωνε με επιχειρήματα και αναλύσεις αυτή η αντίφαση εκείνη τη στιγμή του έμοιαζε ως η υπέρτατη αλήθεια. Ποιά ήταν «αυτή η στιγμή» επιτέλους; Το ποια ήταν «Όλη του η ζωή» το ήξερε καλά. Είχε μεγαλώσει στην πρωτεύουσα, μέσα στον πυρήνα της αστικής ζωής, η παιδική του ηλικία δεν είχε ποτέ σχέση με τις αναμνήσεις κάποιας μακρινής υπαίθρου, καμία αυλή,


Το Τέρας

41

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κανένα τρέξιμο σε δάση και χωράφια, καμία γιορτή με δεκάδες συγγενείς δεκαπενταύγουστο στον κήπο. Είχε τελειώσει τις σπουδές του στο οικονομικό στα τέσσερα έτη ακριβώς. Με άριστα. Με μία διπλωματική που είχε σχολιαστεί αρκετά στους ακαδημαϊκούς του κύκλους. Ο καθηγητής του, του σύστησε ένα μεταπτυχιακό στη Ζυρίχη. Είχε πάει φυσικά. Είχε ειδικευτεί στις μακροοικονομικές επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων, έμαθε για τις χρηματιστηριακές αξίες, τα εμβάσματα, τις off-shore, τους φορολογικούς παραδείσους. Είχε μείνει τρία χρόνια εκεί με συνεχείς υποτροφίες σε ερευνητικούς φορείς. Και έπειτα είχε επιστρέψει, είχε προσληφθεί σε μία εταιρεία αρκετά σημαντική, παίρνοντας θέση ευθύνης -σύμβουλος ανάπτυξης- με αξιόλογο μισθό. Και αποφάσιζε καθημερινά για σχέδια εξυγίανσης προβληματικών θυγατρικών, και έπαιζε με πίνακες εσόδων και εξόδων, με διαγράμματα και με χρονοσειρές. Τους φίλους του από τη σχολή τους είχε χάσει, αλλά δεν άργησε να τους αντικαταστήσει με άλλους, καλύτερους και πιο πιστούς. Είχε τα πάρτι του, τις εξόδους, τα μεθύσια, τους χορούς. Είχε τις διακοπές του στα χειμωνιάτικα σαλέ, τον παραθερισμό του στις Σποράδες. Και είχε την Ελίνα. Την Ελίνα με το υπέροχο κορμί, τα πράσινα μάτια, το ονειρεμένο πρόσωπο και τη μελωδική φωνή. Την Ελίνα που γέμιζε με την παρουσία της το ηλιόλουστο ρετιρέ που είχε αγοράσει στην παραλιακή της Ποσειδώνος με θέα το Σαρωνικό, τα τεράστια ηχομονωτικά παράθυρα, το μπάνιο με το υδρομασάζ, την κουζίνα με την επιφάνεια από κόριαν, το τζάκι στη γωνία δίπλα από το ηχοσύστημα και την τεράστια οθόνη. Τικ - τακ.......τικ - τακ... το πήγαινε-έλα από τους υαλοκαθαριστήρες στην επιφάνεια του παρμπρίζ απομάκρυνε το νερό που τώρα πια έπεφτε ασταμάτητα καλύπτοντας το οδόστρωμα έως και δύο εκατοστά και που σχημάτιζε μικρά ρυάκια προς τις απορροές. Σκέφτηκε ότι αν άρχιζε να οδηγεί τώρα θα χρειαζόταν την τρίτη σκάλα, αλλά αυτό φυσικά θα του κατέστρεφε τον υπνωτιστικό ρυθμό... ίσως βέβαια κάτι τέτοιο να του έκανε καλό, ίσως να έπρεπε να σταματήσει τη πορεία που έπαιρνε η σκέψη του.... ίσως να έπρεπε τώρα απλά να σταματήσουν όλα αυτά, αλλά ο καταραμένος ο McCartney το είχε ήδη πει, «Όλη σου η ζωή - αυτή η στιγμή», ας του κάνουμε λοιπόν τη χάρη, άσε που η Ελίνα έχει προφανώς αργήσει με τα ψώνια και το τηλέφωνο δεν έχει αρχίσει ακόμη να χτυπά... Που είχαμε μείνει; Α ναι, στο «Όλη του η ζωή»... φυσικά, όλα σε μία τέλεια σειρά, σε ένα εξισορροπιστικό ρυθμό, χωρίς κενά... δεν ήθελε περισσότερο χρόνο, δεν ήθελε περισσότερα λεφτά, δεν ήθελε


42

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

περισσότερους αληθινούς φίλους, δεν ήθελε περισσότερη αναγνώριση, δεν ήθελε περισσότερη αγάπη, δεν ήθελε περισσότερο έρωτα. Χωρίς κενά. Μόνο με εκείνη την απουσία. Την είχε γνωρίσει δύο μήνες πριν φύγει οριστικά από τη Ζυρίχη. Την έλεγαν Chloé, ήταν από τη Λουκέρνη, μερικά χιλιόμετρα πιο νότια, και είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές της στη Ζυρίχη. Δεν έμοιαζε με την Ελίνα, δεν είχε τόσο υπέροχο κορμί και πράσινα μάτια, ήτανε όμως με έναν τρόπο διαφορετική. Πέρασαν μερικά υπέροχα σαββατοκύριακα μαζί. Δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να είναι κάτι σημαντικό. Εκείνη όμως πρέπει να το είχε καταλάβει. Όταν τον πήγε μέχρι το αεροδρόμιο με το αμάξι της, ένα Renault εικοσαετίας που έβηχε στα φανάρια και έφτυνε καπνούς, την ώρα που τον αποχαιρετούσε, τον κοίταξε παράξενα. Έβρεχε και τότε, εκεί πάντοτε βρέχει. Πρέπει να στάθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο για δύο λεπτά να αποχαιρετιστούν, εκείνη δε θα έβγαινε έξω αφού δεν είχε κάπου εκεί κοντά για να παρκάρει και η βροχή δυνάμωνε, μα φυσικά... -τώρα το συνειδητοποιούσε- προφανώς θα στέκονταν εκεί οι δυο τους δίπλα-δίπλα με τους υαλοκαθαριστήρες και τότε ανοιχτούς στη δεύτερη σκάλα, όπως και τώρα... όπως και τώρα.... έτσι εξηγούνται όλα αυτά που τον είχαν κυριεύσει έτσι ξαφνικά, δε φταίει το δύστυχο το «Μαυροπούλι», είναι όλα μαζί ταυτόχρονα, το ντεζαβού της ίδιας της στιγμής μετά από τόσα χρόνια. Τον είχε πράγματι κοιτάξει με ένα παράξενο βλέμμα. Δεν το αποκωδικοποίησε τότε. Δεν προσπάθησε, δε θέλησε να το κάνει. Τώρα το έβλεπε, τώρα το ήξερε χωρίς να χρειαστεί να το αναλύσει, το ήξερε έτσι απλά. «Είσαι σίγουρος ότι μπορείς να φύγεις;». Αυτό του έλεγε. Εκείνη ήξερε. Οι γυναίκες τις περισσότερες φορές ξέρουν. Όταν κάτι είναι αληθινό, όταν κάτι είναι «αυτή η στιγμή», το ξέρουν, το διαισθάνονται, είναι γεννημένες κατά κάποιο τρόπο με αυτήν τη μαγική διαίσθηση. Εκείνος δε θα το καταλάβαινε παρά πολύ αργότερα, μέσα στο αυτοκίνητό του, μετά από αυτόν τον τεχνητό υπνωτισμό, την ψυχοθεραπεία των υαλοκαθαριστήρων, τον ήχο της βροχής και τα ακόρντα του McCartney. Η απουσία που ένιωθε ήταν η δική της. Δεν την είχε ξεχάσει φυσικά ποτέ, αλλά με έναν τρόπο δεν τη θυμότανε πραγματικά. Τώρα ένιωθε ότι θα μπορούσε να τη φανταστεί να στέκεται δίπλα του τρισδιάστατη, σαν ένα ολόγραμμα να τον κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα, με το ίδιο ακριβώς εκείνο βλέμμα, με τα χείλη της να σχηματίζουν επιτέλους την επίμαχη ερώτηση. «Είσαι σίγουρος ότι μπορείς να φύγεις;». Ίσως αν του το είχε πει τότε... φυσικά θα γελούσε και θα της έδινε ένα ακόμη αποχαιρετιστήριο φιλί. Αλλά


Το Τέρας

43

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αν ίσως του το είχε πει τότε... Το ήξερε αλλά δεν του το είχε πει, τον είχε αφήσει απλώς να το ανακαλύψει μόνος του. Του πήρε τόσα χρόνια, τόσα χρόνια πραγματικά. Τικ - τακ.......τικ - τακ... Άλλαξε απότομα τη σκάλα από τη δεύτερη στην τρίτη και ευχήθηκε να μεταφερθεί σε ένα νέο ρυθμό υπνωτισμού, πιο έντονο, πιο ισχυρό, σε μια προσομοίωση πραγματικής ζωής, να ζωντανέψει το ολόγραμμα, να τηλεμεταφερθεί πίσω στο χρόνο σε εκείνη τη στιγμή και να τη ξαναζήσει, να την απολιθώσει, ίσως ακόμη και να την αλλάξει. Οι υαλοκαθαριστήρες κινούνταν τώρα σαν τρελοί, εκτινάσσοντας στην άκρη τα νερά. Τον επανέφερε ο ήχος του τηλεφώνου. Σαν λύτρωση. Θα έπρεπε να συνεχίσει, όλο αυτό δεν ήτανε παρά μια τρέλα...


44

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Adieu tristesse2 Κάθε φορά που τη ρωτούσα βυθιζότανε σε μία εκκωφαντική σιωπή. Και απέφευγε να με κοιτάζει, μόνο γυρνούσε το κεφάλι προς τα αριστερά κοιτώντας έξω από το παράθυρο επίμονα και διερευνητικά, σα να περίμενε ότι κάτι θα συνέβαινε από στιγμή σε στιγμή, κάτι αναπάντεχο και συναρπαστικό. Αλλά ποτέ δε συνέβαινε τίποτα στο δρόμο του σπιτιού μας, στο αδιέξοδο αυτό στενό, και όταν της το είπα μου απάντησε «είπε ο καιρός ότι ίσως να χιονίσει». Έπειτα οι σιωπές μας ενώθηκαν και οι κούπες του καφέ είχαν σταματήσει από ώρα να αχνίζουν, και αφού δεν είχα κάνει καμία πρόοδο μαζί της μέχρι εκείνη τη στιγμή, έμεινα να την παρατηρώ, όπως εκείνη το τοπίο έξω. Ενσάρκωνε την πεμπτουσία εκείνου του ποιήματος του Ελυάρ3 που ξεκινούσε κάπως έτσι: Adieu tristesse / Bonjour tristesse / Tu es inscrite dans les lignes du plafond / Tu es inscrite dans les yeux que j’aime. Μέσα στα μάτια της σκιές, οι μπούκλες από τα κατάξανθα μαλλιά ριγμένες ακατάστατα στο πλάι, τα χείλη της σφιγμένα και χλωμά. Έμοιαζε με άγαλμα, με κάποια δυσπρόσιτη θεότητα του μακρινού βορρά. Με τη Βασίλισσα των Πάγων. «Αντίο Θλίψη, Καλημέρα Θλίψη». Οι σιωπές μας ενώθηκαν και έτσι ευχήθηκα και εγώ να πέσουν οι νιφάδες για να αρχίσει επιτέλους κάτι να συμβαίνει. Και εξάλλου είχα σταματήσει από ώρα πια να τη ρωτώ. Το τι συνέβη στο ταξίδι της αυτό, η επιμονή, η ανάγκη μου να μάθω, είχε περάσει σε ένα δεύτερο επίπεδο. Τι παραπάνω χρειαζόταν άλλωστε πραγματικά να ξέρω; Την είχα περιμένει στο σταθμό, το τρένο έπρεπε να έχει ήδη φτάσει από τις εννέα και μισή, αλλά ήτανε ήδη δέκα παρά πέντε και ήμουνα μόνος μου σχεδόν με τον αέρα να ουρλιάζει όπως διείσδυε ορμητικά κάτω από το στέγαστρο της αποβάθρας 3. Το τρένο έφτασε στο τέλος. Και είχα την εντύπωση ότι κατέβηκε μονάχα αυτή, αλλά αυτό φυσικά δε θα μπορούσε να συμβαίνει στο δρομολόγιο της Κυριακής, πρέπει να έφταιγε το ότι κατέβηκε εκείνη πρώτη, πρώτη από όλους από το τέταρτο βαγόνι ακριβώς μπροστά μου, και έτσι θα είχα ξεχάσει να προσέξω οτιδήποτε άλλο. Περπάτησε προς εμένα, εγώ είχα παραμείνει σταθερός, τα χέρια μου να σφίγγουνε ακόμα το παλτό. Με κοίταξε με έναν Διάκριση στον Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό με θέμα «Χειμώνας» του εκδοτικού οίκου ‘Παράξενες Μέρες’ και της Ιστοσελίδας Eyelands, 2014. 3 Paul Éluard, À peine défigurée 2


Το Τέρας

45

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τρόπο ανεξιχνίαστο, με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί ποτέ, με έναν τρόπο απόμακρο, σα να μου έλεγε ότι δεν είχε επιστρέψει στην πραγματικότητα ποτέ, ότι κάτι την έδενε ακόμη εκεί μακριά από εμένα και ότι ήτανε απλώς ένα αντίγραφο αυτό που έβλεπα μπροστά μου, ένα αντίγραφό της άψυχο, νεκρό. Κάθε φορά που τη ρωτούσα βυθιζότανε σε μία εκκωφαντική σιωπή. Μέχρι που λύθηκαν τα μάγια και οι πρώτες νιφάδες χτύπησαν στο τζάμι και έπειτα πύκνωσαν και αφέθηκαν σε έναν τρελό χορό πάνω από το αδιέξοδο στενό μας και είδα στα χείλη της να σχηματίζεται ένα χαμόγελο αμυδρό, σαν να μου έλεγε «είδες… σου το είχα πει» και έπειτα στράφηκε ξανά σε εμένα και ήταν σα να με έβλεπε για πρώτη φορά εκείνο το πρωί και μου είπε «Τι με ρωτούσες πριν; Τώρα είμαι έτοιμη, τώρα μπορώ να σε ακούσω».


46

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Οι ενδορφίνες της αγάπης «Τι νέα από τον Ντ.;» του λέω, ενώ εκείνος κλωτσούσε ένα πετραδάκι που αναπήδησε ανάμεσα από δύο υγρές λακκούβες, απέφυγε το σίδερο του σκουριασμένου μόλου, και προσγειώθηκε στην επιφάνεια του νερού απλώνοντας μία σειρά από ομόκεντρες κηλίδες. «Από πότε έχεις να τον δεις;» μου λέει και μου παίρνει το μπουκάλι, κάθεται κάτω με τα πόδια κρεμασμένα και ρουφάει μια τεράστια γουλιά. «Από την τελευταία φορά που κατέβηκα Αθήνα, από πότε θέλεις να τον έχω δει;» «Εντάξει έχεις χάσει αρκετά επεισόδια αλλά στην ουσία δεν έχασες και τίποτα, να ξέρεις». «Δηλαδή;». «Τα ίδια και τα ίδια, με έναν τρόπο ό,τι και να του συμβαίνει καταλήγει στα ίδια, έχει μία απίθανη ικανότητα σε αυτό». «Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς». «Αν δεν ήτανε για το ενοίκιο που σπάει στα δύο, θα τον είχα σιχαθεί». «Δεν είναι τόσο κακός». «Όχι δεν είναι, έχεις δίκιο. Και εξάλλου, σε αυτήν την ιστορία που θα σου πω κατάφερε να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Κάτι που αξίζει επιτέλους να αναφερθεί». «Άντε λέγε και φέρε πίσω το μπουκάλι, το πήγες κάτω από τη μέση μόνο με τον πρόλογο». «Φαντάσου το σκηνικό, το ξέρεις άλλωστε. Είναι αυτός χαμένος στα μεθύσια του, γυρνάει άσκοπα την πόλη με τη κάμερα και τραβάει ότι του καπνίσει, όσο πιο απαίσια η φωτογραφία τόσο το καλύτερο για αυτόν, και ξέρεις δεν υπάρχει πάτος σε αυτήν τη διαδικασία, νομίζω ότι οι φωτό του γίνονται χειρότερες μήνα με το μήνα, αν δεις τις περσινές του τις περνάς για αριστουργήματα, δε ξέρω εάν κάποια στιγμή άγγιξε εφαπτομενικά την 'προσωπική του αφήγηση' όπως αρέσκεται να λέει, αλλά τώρα, πίστεψέ με, έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ από αυτό και κινείται με την ταχύτητα μιας πτώσης σε γκρεμό -g επί μάζα, ζυγίζει ογδόντα επτά κιλά, κάνε εσύ τον υπολογισμό- που αμφιβάλλω αν θα επιστρέψει ποτέ στη δημιουργική του αφετηρία. Γυρνάει λοιπόν στο σπίτι, ταξινομεί τα shots του μέχρι να ζεσταθεί το σαββατιάτικο φαΐ, φαντάσου μαγειρεύει μία φορά την εβδομάδα ένα τεράστιο ταψί για να τον πάει μέχρι την Τετάρτη, στο τέλος φυσικά αηδιάζει


Το Τέρας

47

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και κάνει να το ξαναφάει ένα μήνα, τρώει, και έπειτα ανοίγει οποιοδήποτε ποτό έχει σαράντα αλκοολικούς βαθμούς και τη φθηνότερη τιμή σε προσφορά στην κάβα της γωνίας. Την πέφτει εκεί στον υπολογιστή, και αρχίζει να ποστάρει τα διαμάντια του μαζί με εξυπνακίστικους τίτλους και ατάκες, βλέπε ‘πουτάνα στο εμπορικό' και είναι στη φωτογραφία μία απλή κοπέλα με καλτσόν και μίνι φούστα, έτσι είναι η μισή Αθήνα και αυτός μέσα στη ντίρλα του φαντάζεται πουτάνες. Στην άλλη βάζει τίτλο ‘Massacre’ και μου ποστάρει ένα λυκόσκυλο ασθενικό από την πείνα, με τα κόκκαλα να διαγράφονται ανάγλυφα στα πλευρά του, να τσιμπάει δαγκωματιές από ένα ψοφίμι δίπλα από τη σχάρα του υπονόμου, καταλαβαίνεις που το πάω, το χειρότερο πρέπει να ήτανε εκείνο το πορτραίτο του εαυτού του, στο πάτωμα του δωματίου, ολόγυρα μπουκάλια από τζιν, με το μαλλί ψηλά σαν σε ηλεκτροσόκ και βλέμμα τεχνητά χαμένο, ξέρεις το δήθεν ανεστίαστο που όλως τυχαίως όμως σημαδεύει στο φακό, ενώ ο -και καλά- μεθυσμένος του εγκέφαλος μετράει αντίστροφα τα δευτερόλεπτα 10-9-8-7 της επικείμενης λήψης για πετύχει την καλύτερη του πόζα. Και το ποστάρει με τον τίτλο ‘to drink or not to drink’, το είδα και σου λέω ειλικρινά, ξεράθηκα στα γέλια, γελούσα από το διπλανό δωμάτιο την ώρα που εκείνος το ανέβαζε, και σίγουρα με άκουγε και νόμιζε ότι βλέπω σε επανάληψη τα επεισόδια του south park. Είναι λοιπόν σε αυτήν τη φάση και έχει να σταυρώσει γκόμενα πολύ καιρό, πρέπει να ήταν από τότε που κατάφερε για ένα βράδυ την Ελενίτσα - θα την θυμάσαι δεν μπορεί - ένα αρκετό καλό μουνάκι που σου γνώρισα στο Transistor, στου Ψειρή. Και του τα φέρνει ο Θεός ή ο Διάβολος –δε ξέρω σε ποιον από τους δυο πιστεύει- δεξιά, και αρχίζει να φλερτάρει μία θεά που μένει στο Κουκάκι και αυτή, δίπλα από μας, δύο τετράγωνα προς την ανηφόρα που βγάζει πίσω από το Φιλοπάππου. Τη γνώρισε λέει στο μανάβικο της γειτονιάς, αλλά ποιός τον πιστεύει, μπορεί τώρα που το σκέφτομαι να είναι αλήθεια, μπορεί να είχε πάει να πάρει πιπεριές για τα Σαββατιάτικα του γεμιστά, ή για να βγάλει καμία φωτογραφία τα λαχανικά στα καφάσια και να βάλει τίτλο ‘και τα μυαλά στα λάχανα’ ή κάτι ανάλογο με τα άκυρα που συνηθίζει. Εκείνη είναι ένας άγγελος, τη βλέπω από το μπαλκόνι να έρχεται στο σπίτι ένα απόγευμα και σου το ομολογώ δεν το πιστεύω, νομίζω ότι ονειρεύομαι και όμως οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος της γριάς του πρώτου, εκείνη δεν την επισκέπτεται κανείς, και μέχρι να τα σκεφτώ αυτά χτυπάει το κουδούνι και εκείνος μου πετάγεται σα να ήταν μπριζωμένος και της ανοίγει, έχει χτενίσει το μαλλί και έχει ντυθεί σαν να ήτανε να βγει, απλώς χωρίς παπούτσια, και το δωμάτιο του, που το κρυφοκοιτάζω όσο εκείνος στέκεται σαν μπάστακας στην πόρτα και την


48

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

περιμένει μέχρι να ανέβει, είναι επιτέλους καθαρό και δε βρομάει μπόχα. Τι παίζει ρε, του λέω, και εκείνος μου κάνει νόημα να μην μιλήσω και να την κάνω χαλαρά σε λίγο, μου τη γνωρίζει πάντως, σε αυτό είναι σωστός, εκείνη δεν είναι μόνο όμορφη, αλλά εκπέμπει και εγκεφαλική γοητεία, ο τρόπος που μιλάει, που στέκεται, που ξέρει πότε να σωπάσει, ακόμα και οι παρατηρήσεις της στο ανθολόγιο από φωτογραφίες που της παρουσιάζει, είναι απόλυτα σωστές, φαντάσου, ξέρει μέχρι και το άγνωστο συγκρότημα που ανακάλυψα τον προηγούμενο μήνα και το έχω όλη μέρα στο repeat. Εγώ φοράω μπουφάν και φεύγω, φροντίζω να μην γυρίσω πριν τις τρεις, την πέφτω σε ένα μπαρ της γειτονιάς που έχω γνωστό τον μπάρμαν και με κερνάει ένα ποτό στα δύο, έχει και κάτι κοριτσάκια, συμφοιτήτριες από το βιολογικό που μου μιλάνε, καλά είναι εκεί δεν έχω και το άγχος να γυρνάω με ταξί». Σταμάτησε σα να είχε ξεραθεί ο λαιμός του και αναζητάει το μπουκάλι που έχει πια τελειώσει. «Να πάω να φέρω μπύρες;» τον ρωτάω. «Έχει ένα περίπτερο εδώ κοντά». «Άσε να σου τελειώσω και θα πάμε. Λοιπόν που είχα μείνει; Α ναι, κοιτάζω το ρολόι μου και έχει πάει τρεις και δέκα, εντάξει τώρα ότι ήτανε να γίνει θα έχει γίνει, λέω στο μπάρμαν, του τα έλεγα και εκείνου όλα αυτά, είχα πιει αρκετά και όταν πίνω αρχίζω να μιλάω πολύ, αλλά τι σημασία έχει λες και είναι κάτι μυστικό, έβγαλε γκόμενα επιτέλους ο Ντ. και συνωμότησε το σύμπαν για να είναι η τέλεια γυναίκα, όσο και να αντισταθείς στον πειρασμό, ζηλεύεις. Έτσι που μου τα λες, μου λέει ο μπάρμαν, ζηλεύω μέχρι και εγώ, σιγά που έχεις ανάγκη εσύ ρε Τζόνυ του απαντώ, έχει περάσει από εδώ το μισό βιολογικό και το έχεις μονοπώλιο. Μη φωνάζεις ρε, μου ψιθυρίζει, εδώ είναι ακόμα στη γωνία οι δικές σου, τώρα ετοιμάζω κέρασμα σφηνάκια, κάτσε αλλά μη μιλάς για αυτές και θα μας πάρουνε χαμπάρι. Δεν κάθομαι, του λέω, φεύγω πάω να δω τι έγινε στο σπίτι, τα λέμε αύριο αν είναι. Στην πόρτα από το μπαρ γυρνάω και τις χαιρετάω, εκείνες ετοιμάζονται να τσουγκρίσουν τα σφηνάκια Jack με αμαρέτο, η μία με το μακρύ μαλλί και το θλιμμένο βλέμμα μου κουνάει διακριτικά το χέρι, θα έπρεπε να πάω να της μιλήσω αλλά είμαι τώρα ζαλισμένος, και η μορφή της άλλης στο σπίτι δε με αφήνει ούτε στιγμή όπως φαίνεται τη νύχτα εκείνη. Στους δρόμους δεν κυκλοφορεί κανένας είναι εξάλλου καθημερινή, το κρύο την ώρα εκείνη περονιάζει μέχρι μέσα και τα παρμπρίζ έχουνε σκεπαστεί με υγρασία. Ανοίγω με το κλειδί την κάτω πόρτα αλλά χτυπάω την επάνω διακριτικά και περιμένω, περνάνε λίγα δευτερόλεπτα και ακούω βήματα βαριά και ασταθή στο διάδρομο, το πάτωμα


Το Τέρας

49

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θυμάσαι είναι ξύλινο και τρίζει, μου ανοίγει η υψηλότητα του με ένα μπουκάλι στο χέρι, και πέφτει πάνω μου και με αγκαλιάζει και μου λέει, που ήσουν, έχω μια ώρα που σε περιμένω, έλα ρε φίλε έλα μέσα να σου τα πω, κάτσε εδώ να μιλήσουμε σαν άντρες, και με μπάζει στο δωμάτιο που έχει επανέλθει στην παλιά μορφή του με πράγματα στο πάτωμα παντού, ποτήρια και κεριά ρεσώ που έχουν ήδη λιώσει. Με βλέπει που τρεκλίζω λίγο και εγώ και ενθουσιάζεται, σαν άντρες που ανοίγουν τις καρδιές τους, λέει ξανά και μου γεμίζει ξέχειλο ένα ποτήρι τζιν, στην υγεία μας, λέει, πιες μαζί μου και κάτσε να σου τα διηγηθώ όλα». Σταματά ξανά να πάρει μιαν ανάσα. «Δεν πάμε για αυτές τις μπύρες;» του λέω ξανά. «Αν θέλεις πήγαινε να φέρεις, θα περιμένω εδώ, με κούρασε αυτή η ιστορία ήδη από τότε που την έζησα, και τώρα που σου τη λέω με κουράζει το ίδιο». Πήγα και γύρισα σε δυο λεπτά με μια σακούλα μπύρες. Η ιστορία είχε το ενδιαφέρον της και αν αργούσα θα κινδύνευα να χάσω οριστικά το τέλος. «Στην υγεία μας λοιπόν και σε εμάς». «Ναι, στην υγειά μας, καλά έκανες, χρειαζότανε η μπύρα». «Λοιπόν;». «Ε τι λοιπόν; Τη φλέρταρε, άκουσαν μουσική, την κέρασε το τζιν του, είχε αγοράσει και χυμό ροδάκινο -τον βρήκα την επόμενη στο ψυγείο ανοιγμένο- για να κάνει το ποτό της δελεαστικό κοκτέιλ, της είπε τις παπάρες του περί της τέχνης και της προσωπικής του αφήγησης, της έβγαλε και το τεύχος εκείνου του περιοδικού με το δισέλιδο αφιέρωμα στις φωτογραφίες του, πάνε δύο χρόνια από τότε και ακόμα μόνο αυτό έχει να δείχνει. Στο τέλος άρχισε να τη φιλάει και για κάποιο ακατανόητο λόγο εκείνη ανταποκρίθηκε. Το στόμα της μου λέει ήταν γλυκό σαν καραμέλα, το στήθος της σαν ώριμο αχλάδι και κάτι τέτοια, είχε πιει πολύ και τα έλεγε όλα με μεταφορές, αλλά σου λέω τον πιστεύω σε όλα, την είχα δει και εγώ και ήτανε κόλαση το κοριτσάκι. Τελείωσε πάνω στην κοιλιά της με τόση ορμή και ηδονή που είχε καιρό να νιώσει, και έπειτα την πήρε στην αγκαλιά του σαν ένα εύθραυστο κινέζικο βάζο -οι παρομοιώσεις του συνέχιζαν χωρίς σταματημό- και έπιασε τον εαυτό του να της ψιθυρίζει σ'αγαπώ μωρό μου». Σταμάτησε να κατεβάσει πάλι μια γουλιά και συνέχισε με νέα δύναμη την ιστορία. «-Τι σ'αγαπώ, του λέω, είσαι τρελός; -Γιατί τρελός, μου κάνει.


50

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

-Έχεις τόσο καιρό έξω από το παιχνίδι που ξέχασες τα βασικά. -Ποια βασικά ρε φίλε, λέγε τι εννοείς. -Μετά την εκσπερμάτωση δε μιλάει η φωνή της λογικής, ούτε και της καρδιάς σου όμως. Μιλάνε οι ενδορφίνες της αγάπης. -Ποιές ενδορφίνες, τι μου λες εκεί, πάλι τα βιολογικά σου... -Δεν είναι ‘τα βιολογικά μου’, είναι ‘τα βιολογικά μου και τα βιολογικά σου’. Οι ενδορφίνες που εκκρίνονται μες στο μυαλό σου, ενδογενείς οπιοειδείς πεπτίδες, νευρομεταφορείς του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται με τον οργασμό και που προσομοιώνουνε το αίσθημα της αληθινής αγάπης. Αυτές σε οδήγησαν να την πάρεις στην αγκαλιά σου μετά και να της ψιθυρίζεις λόγια, αντί να πεις, μπράβο κορίτσι μου σε ευχαριστώ, τα λέμε, πάρε και για ανάμνηση την 'πουτάνα στο εμπορικό' σε ασπρόμαυρη εκτύπωση και αντίο. -Τι λες, τρελάθηκες, γιατί να της μιλήσω έτσι; -Γιατί ενέδωσες στις ενδορφίνες σου και πέφτεις σε εγκεφαλικές παγίδες. Ο εγκέφαλος σου εκείνη τη στιγμή δε λειτουργεί φυσιολογικά. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, κατακλύζεται από κάθε είδους -ινες, αδρεναλίνες όταν πρέπει να ξεφύγεις από κάποιο κίνδυνο που σε κάνουνε να αξιοποιείς το μάξιμουμ από τη διαθέσιμη ενέργεια που αλλιώς υπολανθάνει, λουλιμπερίνες που εκκρίνονται την ώρα που αρχίζεις να φλερτάρεις, σεροτονίνες που ρυθμίζουνε το αίσθημα της ευφορίας και την αλληλεπίδραση σου με τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, κολίνες που έρχονται να σε σώσουνε από την κατάθλιψη, ντοπαμίνες, ισταμίνες, οξυτοκίνες και ούτω καθεξής. Η ενδορφίνη είναι η πιο ύπουλη από όλες τις αδελφές της. Για λέγε, μήπως σκοπεύεις και να την παντρευτείς; -Μα όχι, τι είναι αυτά που λες; -Δε φαίνεσαι απόλυτος, θα πρέπει να το σκέφτηκες, παραδέξου το... -Σου λέω, ήταν το καλύτερό μου πήδημα. -Αυτό ακριβώς. Τώρα μιλάς σωστά. Και τώρα ξέχασέ την. -Μα για ποιό λόγο; -Γιατί το βλέπω, είσαι επιρρεπής. Μόλις μου είπες ότι της είπες σ’ αγαπώ. -Ναι, αλλά... -Δεν έχει αλλά, έκανες το μεγαλύτερο από τα λάθη και θα το ξανακάνεις, οι ενδορφίνες που σου άντλησε ήτανε τόσο ισχυρές που μια-δυοτρεις θα εθιστείς, θα εθιστείς χωρίς να το αντιληφθείς σε αυτήν, σαν σε ναρκωτικό. Στο τέλος θα παροπλιστείς, εκείνη θα σε εγκαταλείψει και θα σε


Το Τέρας

51

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ψάχνω στα μπαράκια του Ψειρή, ντίρλα τα ξημερώματα. Εστίασε σε αυτό που είναι αληθινό. Στην προσωπική σου αφήγηση». Σταμάτησε πάλι, πήρε ένα πετραδάκι και το πέταξε στα σκοτεινά νερά. «Με τα πολλά, τον έπεισα για το σωστό». «Εγώ πάλι, μυρίζομαι απάτη», του λέω χαμογελώντας, πετάγομαι όρθιος και τον βοηθάω να σηκωθεί τραβώντας τον από το χέρι. «Καμία απάτη. Τη συνάντησα μετά από λίγες μέρες έξω από το δισκάδικο της γειτονιάς, εκεί πίσω από τη στάση. Ψάχναμε δίσκους από την ίδια μπάντα. Δεν έδειχνε καθόλου πληγωμένη. Με θυμότανε, μου είπε, από εκείνο το απόγευμα, και ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Φυσικά δεν την έχω πάρει ακόμα, θα ήτανε υπερβολή».


52

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Μη-τόπος Ποιος είπε ότι τα αεροδρόμια αποτελούν μη-τόπους; Ανάμεσα στους κύκλους μας, αυτές οι θεωρίες κυκλοφορούν πολύ. Τι εννοεί ο ποιητής -συγνώμη- ο αρχιτέκτων; Μιλάει για το απρόσωπο αυτών των χώρων. Το νήμα από τη σκέψη ξεκινάει κάπως έτσι: Τεράστια και αχανή κελύφη, πολυεθνικά corporation εκπόνησης σχεδιασμού, παρόμοια σταθερότυπα, υποδομές και οργανογράμματα, κανονισμοί λειτουργίας, κανόνες ασφαλείας, παντού τα ίδια ενημερωτικά πόστα με τα φυλλάδια των αεροπορικών, βαλίτσες σε κυλιόμενους διαδρόμους, συρόμενες τζαμένιες πόρτες, διάδρομοι με dutty free, διερχόμενοι άνθρωποι με το βλέμμα καρφωμένο σε πίνακες αφίξεων-αναχωρήσεων με κόκκινα λαμπάκια. Δε θέλουν και πολύ για να σε πείσουν όλα αυτά. Οι δύο έννοιες συνεχίζει ο αναλυτής- ο χώρος και ο τόπος, είναι διαφορετικές. Η μία είναι υπερσύνολο της άλλης, όλοι οι τόποι είναι χώροι, αλλά όλοι οι χώροι δεν αποτελούν και τόπους, τους τόπους τους διαμορφώνει το συγκεκριμένο, το ιδιαίτερο, το 'genius loci’ με βάση την ορολογία των φαινομενολόγων θεωρητικών, οι ιστορικές και πολιτισμικές αναφορές, η πάτινα του χρόνου, οι άνθρωποι και οι μνήμες. Τα αεροδρόμια είναι επομένως χώροι, αλλά δεν έχουν το στοιχείο του τόπου, μένουνε στο ενδιάμεσο και λειτουργούν ως πύλες. Τα αεροδρόμια αποτελούν το έξοχο, το προσφιλές παράδειγμα μητόπου. Δε θέλουν πράγματι πολύ για να σε πείσουν όλα αυτά. Εγώ όμως που αρέσκομαι να αμφισβητώ τους θεωρητικούς, διαφωνώ. Σε ένα αεροδρόμιο αποχαιρετάς τον άνθρωπο που αγαπάς ή τον περιμένεις έξω από την πύλη και τον παίρνεις αγκαλιά, χωρίζεις την κοπέλα σου λίγα λεπτά πριν από το κλείσιμο της πύλης ή ερωτεύεσαι την άλλη απέναντι που περιμένει τη βαλίτσα, αναπολείς ένα ταξίδι που έχει πια τελειώσει ή ονειρεύεσαι εκείνο που θα αρχίσει. Στο Charles-de-Gaulle έτρεχα με εκείνη δίπλα μου για να προλάβουμε την πτήση, γελώντας στους κυλιόμενους διαδρόμους που έδιναν ώθηση στο βάδισμά μας και επιταχύναμε με τη ταχύτητα του Μπολτ, στο αεροδρόμιο της Μάλτας αντίκρισα για πρώτη φορά τα ξερά λιβάδια με τις φραγκοσυκιές και τις μορφές από τα πέτρινα χωριά στο βάθος, στο Fiumicino αποφάσισα να δω για πρώτη και μοναδική φορά τη Ρώμη στο ενδιάμεσο της ανταπόκρισης, στο Μακεδονία την αποχαιρετούσα κάθε φορά που έφευγε για τα επιστημονικά


Το Τέρας

53

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ταξίδια, και την περίμενα μετά σε κάθε επιστροφή, τα περισσότερα από τα νέα μου τα έλεγε εκεί, την ώρα που έσερνα τη βαλίτσα της από την έξοδο της πύλης ως το πάρκινγκ, μετά από λίγο θα σταματούσε, καθώς την τύλιγε η κούραση και τη νανούριζε η κίνηση του αυτοκινήτου. Ποιος είπε ότι τα αεροδρόμια αποτελούν μη-τόπους; Μη-τόποι βρίσκονται αλλού. Στις τράπεζες με τα πανομοιότυπα γκισέ, τους μετρητές των πράσινων δεσμίδων και τη ροή από το παγκόσμιο χρήμα, τα χαρτοφυλάκια με τα επενδυτικά ομόλογα και τις χρηματιστηριακές αξίες. Στα Headquarters των πολυεθνικών και στους τεράστιους διαδρόμους των Logistics, στα κοντέινερ που φορτοεκφορτώνονται τα ξημερώματα στα εμπορικά λιμάνια, στα στούντιο των τηλεοπτικών σταθμών, τους αναμεταδότες του παγκόσμιου πολιτισμού που διοχετεύει αναισθητικό παγκόσμιας κατανάλωσης σε κάθε τόπο του πλανήτη. Στα συντρίμμια που αφήνουν πίσω οι "έξυπνες" βόμβες των υπερδυνάμεων. Και αλλού. Στα διαμερίσματα, όταν οι ζωές μας έχουνε ξεφτίσει, στην καθημερινή διαδρομή προς μια δουλειά που έγινε σταδιακά ρουτίνα, στο εναλλασσόμενο σκοτάδιφως των φωτορυθμικών που πέφτει σε κινούμενα κορμιά που εύχονται να απορροφηθούν σε ένα ενιαίο πλήθος, στον απονεκρωμένο κόσμο των ναρκωτικών. Είναι πρωί, πολύ πρωί, και βρίσκομαι εδώ. Ξεκίνησα πριν ξημερώσει σέρνοντας τη βαλίτσα μέχρι το σταθμό, ακούμπησα το πρόσωπο στο τζάμι του S-42 και βυθίστηκα στο λαβύρινθο των σκέψεων που ενεργοποιεί η αϋπνία, όταν άνοιξα τα μάτια είχε πια ξημερώσει, κατέβηκα εγκαίρως στο τερματικό σταθμό, περπάτησα κάτω από το στέγαστρο μαζί με άλλους ταξιδιώτες, και τώρα βρίσκομαι εδώ, μετά τον έλεγχο αποσκευών, στον όροφο αναμονής του Schönefeld Flughafen. Με τράβηξε το άρωμα φρέσκου καφέ. Πίσω από τον πάγκο που έχει στη σειρά ένα πανέρι πορτοκάλια, τη ταμειακή μηχανή, το νεροχύτη και μία μηχανή του εσπρέσο, δουλεύει μια κοπέλα. Φοράει ένα κάτασπρο μαγειρικό σκουφάκι, που αφήνει δύο ξανθιές μπούκλες να ξεπροβάλλουνε συμμετρικά στο μέτωπό της, και ασορτί ποδιά, στύβει με προσήλωση τα πορτοκάλια και βάζει το χυμό σε πράσινα πλαστικά κουπάκια. Δείχνει κουρασμένη και μελαγχολική, αλλά όταν κοιτάζει τον επόμενο πελάτη τα μάτια της λάμπουνε για μια στιγμή και του χαμογελά. Πώς βρέθηκε εδώ το πλάσμα αυτό; Θα μπορούσε να βρίσκεται όπου θα είχε θελήσει. Και όμως ξύπνησε μέσα στη νύχτα, πριν και από εμένα ακόμη, ντύθηκε, πήρε ένα αντίστοιχο τρένο και βρέθηκε εδώ, στο απρόσωπο


54

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

αεροδρόμιο να σερβίρει αγνώστους ταξιδιώτες που περιμένουνε απλώς να φύγουν. Εγώ έχω πάνω από μία ώρα ακόμη, αλλά η αναμονή εδώ δε με ενοχλεί καθόλου. Θα έπαιρνα καφέ, αλλά δε θέλω να την κουράσω άλλο, κάθομαι σε ένα τραπεζάκι δεξιά, πλαγίως από το πάγκο, και την παρατηρώ. Πετάει τις φλούδες των πορτοκαλιών στο κάδο, ρυθμίζει τη μηχανή και περιμένει υπομονετικά να πέσει ο καφές, μία τελευταία σταγόνα και έπειτα τον παίρνει και τον δίνει, χαμογελάει ξανά, τώρα είναι ένας γκριζομάλλης με ανοιχτόχρωμο κοστούμι, αυτός κάτι της λέει, ανοίγει το ψυγείο και του δίνει και ένα νερό, μετά επιστρέφει στο καλάθι και παίρνει πάλι πορτοκάλια, τα πράσινα κουπάκια δίπλα της είναι σε στοίβες, αναποδογυρισμένα και το ένα μέσα στο άλλο, μέχρι το μεσημέρι θα τα έχει γεμίσει όλα με χυμό. Πενήντα πράσινα κουπάκια, πενήντα αγγελικά χαμόγελα, πενήντα αναταράξεις στις καρδιές των διερχόμενων ανθρώπων. Νόμιζα ότι η επιστροφή θα ήτανε απλώς διαδικαστική, αλλά τώρα βλέπω ότι το ταξίδι μου δεν έχει ακόμα τελειώσει. Μια τελευταία φωτογραφία που είναι απαραίτητο να τραβηχτεί. Βγάζω την κάμερα, απομένουνε τρεις στάσεις και ευτυχώς το τελευταίο φιλμ είναι το έγχρωμο, θα έχανα το πράσινο από τις κούπες, το χρώμα των ματιών της, τις φλούδες των πορτοκαλιών. Δεν πρέπει φυσικά να με αντιληφθεί, στηρίζω συνεπώς τη μηχανή στην επιφάνεια του τραπεζιού, σκύβω να δω το πλάνο, και περιμένω να επιστρέψει από το νεροχύτη όπου ξεπλένει τώρα τα ποτήρια. Τώρα έχει επιστρέψει και είναι ξανά προσηλωμένη σε αυτό που κάνει, σε αυτό που θα κάνει για τις επόμενες ώρες, στο αεροδρόμιο η παρουσία της φαντάζει εξωπραγματική, ο τόπος που της ταίριαζε θα ήτανε ένα καφέ σαν τους 'Δύο Μύλους' του παραμυθιού της Αμελί, να συζητά με τους γνωστούς πελάτες, έξω από τη βιτρίνα της να βλέπει την ονειρική Μονμάρτη, να περιμένει το αγόρι της να έρθει στο διάλειμμα από τη δουλειά, να τον φιλήσει και να του σερβίρει έναν αποκλειστικό καφέ, μιλώντας του την ώρα που τον πίνει. Γύρω της συγκεντρώνονται τα χρώματα και το φως, τα χρώματα και το φως που είναι σαν να αποτραβήχτηκαν από οποιοδήποτε άλλο σημείο του κτιρίου, από τους άσπρους διαδρόμους και τους ανιχνευτές μετάλλου, από τα άχρωμα πρόσωπα των ελεγκτών στις πύλες, από τις πινακίδες που σε κατευθύνουν δεξιά ή αριστερά, στο νότο ή στο βορρά, στην Αμερική ή την Ασία, από τις αποθήκες των lost & found και τις ουρές αναμονής μπροστά από το check-in. Θα ερχόμουνα εδώ ξανά, μονάχα για να καθίσω και να την


Το Τέρας

55

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κοιτάζω, ίσως αν δεν έχει αρκετή δουλειά να της ζητήσω και έναν από τους χυμούς στα πράσινα κουπάκια. Πατάω το κουμπί. Και έπειτα ξανά, εξαντλώ τις στάσεις και ακούω το φιλμ να τυλίγεται μέχρι το τέλος και να σταματάει με ένα κλικ. Μένουν ακόμη μόλις πέντε λεπτά για το άνοιγμα της πύλης, αλλά θα βρω μια αφορμή να επιστρέψω, εδώ, σε αυτήν, σε αυτόν τον τόπο.


56

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Ξανά Πάντα αναρωτιότανε πώς θα ήταν εάν δεν είχε αναμνήσεις. Όχι εάν παρουσίαζε συμπτώματα αμνησίας, εάν δε θυμότανε ποιός ήταν, εάν είχε απώλεια πληροφοριών που θα έπρεπε κάθε φορά να τις ανακτά από την αρχή όπως οι ήρωες ευφάνταστων χολυγουντιανών σεναρίων, αλλά εάν δεν είχε τη νοητική λειτουργία της επανάληψης της μνήμης. Ανάμνηση: λέξη παράγωγη του ρήματος μιμνήσκω και της πρόσθεσης ανά, όλα αυτά που σου ‘θυμίζουνε ξανά’. Που σου επιτρέπουνε να επιστρέφεις σε προηγούμενες στιγμές και να τις ξαναζείς διανοητικά με αντίστοιχη ένταση συναισθημάτων, ίσως καμιά φορά και με ακόμη πιο μεγάλη. Παράγονται ασυναίσθητα από ποικίλες αφορμές, από ίχνη τους που συνεχίζουνε να βρίσκονται στο χώρο. Η ερειπωμένη όψη του απέναντι αρχοντικού που έμοιαζε να είναι στοιχειωμένο από τότε που ήσουνα παιδί, το σταυροδρόμι που είχες δώσει το πρώτο ερωτικό σου ραντεβού, η μελωδία από ένα αγαπημένο τραγούδι από τα παλιά που κόντευε να ξεχαστεί. Η στάση του λεωφορείου που περίμενες κάθε πρωί εννέα παρά είκοσι, για χρόνια, τότε που δούλευες σε εκείνο το γραφείο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Η μυρωδιά του γιασεμιού που εισέβαλε πανίσχυρη τα βράδια από τα ανοιχτά παράθυρα που βλέπανε στον κήπο της γιαγιάς. Η καφετέρια στο νούμερο 39, που είχε αλλάξει όνομα, αλλά που είχε ακόμα τους ίδιους πίνακες στους τοίχους, με τον Έλβις και τον Τζέημς Ντιν και τις γυαλιστερές κιθάρες. Η σμαραγδένια θάλασσα στο χρώμα των ματιών της. Πάντα αναρωτιότανε πώς θα ήταν εάν δεν είχε αναμνήσεις. Δύσκολη υπόθεση οπωσδήποτε. Εξάλλου έδειχνε να είναι εθισμένος σε αυτές. Είναι πολλοί οι άνθρωποι που επιλέγουνε να ζούνε μέσα τους. Που τις προβάλλουνε ασταμάτητα στην επιφάνεια της νέας τους ζωής, που δεν περιμένουνε απλώς από εκείνες να έρθουν να τους βρουν με κάποια αφορμή, αλλά που τις αναζητούν οι ίδιοι, που τις ακολουθούν, που τις επαναφέρουν επιλεκτικά. Που φτάνουν στο σημείο να τις διαπλάθουν, να τους δίνουνε ανάγλυφη μορφή. Όχι, δεν φτάνουν στο σημείο να ταυτίζονται με τις φαντασιώσεις, είναι ακόμη ‘μνήμες’, αλλά με τις πολλές επαναλήψεις επέρχονται σταδιακά μετατροπές και έτσι μετασχηματίζονται κάθε φορά σε κάτι νέο. Στοιχεία τους μπορούν να μεγεθύνονται και άλλα να ξεθωριάζουν. Μοιάζουνε με ένα άλμπουμ φωτογραφιών που το αναδιατάσσεις κατά το δοκούν, αλλάζεις την εικόνα στο εξώφυλλο, τη σειρά από τις σελίδες, τις


Το Τέρας

57

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λέξεις στις λεζάντες, ακόμη και τα ίδια τα αντίγραφα των φωτογραφιών, σα να έχεις διατηρήσει φυλαγμένα τα αρνητικά και μπαίνοντας στο θάλαμο, στην Camera Obscura, αναμειγνύοντας τα χημικά να ανατυπώνεις μετασχηματισμένες εκδοχές. Κάποιες θα μοιάζουν πιο κυρίαρχες και φωτεινές, κάποιες θα σκοτεινιάσουνε σε σκούρες αποχρώσεις, κάποιες θα παρουσιάζονται σα μεγεθύνσεις, κάποιες θα υποβαθμιστούν σε τόσες δα μικρογραφίες. Κάποιες δε θα εκτυπωθούν ξανά ποτέ, θα μείνουν ξεχασμένες στο αρχείο. Σε ποιά ανάμνηση θα ζούσε εκείνο το πρωί; Μα το ήξερε ήδη από την αρχή. Και όχι, τίποτα δεν του την είχε προκαλέσει, κανένα ίχνος από τον περιβάλλων χώρο, κανένα σταυροδρόμι, καμία μουσική που ακουγόταν από μακριά, κανένα ‘χρώμα των ματιών της’. Ούτε καν κάποιο από τα όνειρά του. Εξάλλου το βράδυ εκείνο δεν την είχε ονειρευτεί. Τίποτα δεν του την είχε προκαλέσει, τίποτα απολύτως. Αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Ότι δεν έβρισκε καμία αφορμή και ότι η ανάμνηση έμοιαζε να ξεθωριάζει. Θα έπρεπε να της κάνει μία ολική επαναφορά. Μία επανεμφάνιση στο σκοτεινό του θάλαμο, στα άδυτα της ψυχής του. Δε χρειαζότανε να πάει πουθενά. Θα αρκούσε απλώς να έκλεινε τα μάτια, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος με το παράθυρο κλειστό και τις περσίδες στις 45 μοίρες να καθιστούν το έξω μη ορατό, το έξω που ταυτιζότανε εκείνο το πρωί με μια υπέροχη λιακάδα στη μέση του χειμώνα. Αρκούσε να τοποθετήσει ένα ομοίωμα του εαυτού του στο γραφείο του έβδομου ορόφου απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό, να στέκεται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και να ετοιμάζει εκτυπώσεις αιτήσεων διαζυγίου. Για κάποιο λόγο όλοι έμοιαζαν να λείπουν, αυτό δεν πρέπει να συνέβαινε συχνά αλλά κάποια συγκυρία θα το εξηγούσε σίγουρα, κάποια παράσταση στο δικαστήριο για το αφεντικό, κάποια αναρρωτική άδεια του Στέφανου, κάποια αποστολή στις τράπεζες για την Ελευθερία, κάτι από εδώ κάτι από εκεί, δεν είχε σημασία. Ήτανε μόνος όταν χτύπησε το κουδούνι. Συνήθως τέτοια ώρα ερχόντουσαν πλασιέ. Σηκώθηκε να ανοίξει. Αυτή ήταν η πιο κρίσιμη στιγμή για την ανάμνησή του, η πιο δύσκολη στο να αποδοθεί. Η πρώτη του εντύπωση. Το ξάφνιασμα μιας αποκάλυψης. Πώς είναι δυνατόν; Ήτανε οπωσδήποτε όμορφη, αλλά όμορφες ήτανε πολλές. Πραγματικά πολλές, παντού, στο λεωφορείο, στο μπαρ της γειτονιάς, στα αμφιθέατρα με τις διαλέξεις, στα


58

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

χάπενινγκ του φεστιβάλ κρασιού που είχε καταλήξει μεθυσμένος πριν από λίγες μέρες. Τι ήταν αυτό που διαμόρφωσε τόσο έντονα την πρώτη του εντύπωση; Του ήτανε αδύνατο να το απαντήσει μέσα από την ανάμνησή του. Τώρα πια τη θυμόταν με διαφορετικό τρόπο, κυριαρχούσε η εικόνα της να του μιλά έξω από εκείνο το καταραμένο μπαρ λίγο πριν φύγει, το πρόσωπό της ελαφρώς χλωμό, τα σμαραγδένια μάτια κουρασμένα από τον αδιέξοδο καβγά, ξεθωριασμένα από τη θλίψη. Αυτή την εκδοχή του εαυτού της ήθελε να την ξεχάσει. Την εκδοχή της πρώτης τους συνάντησης ήθελε να τη διαφυλάξει, να τη διασώσει, να την κάνει πίνακα ζωγραφικής και να την κοιτάζει από μακριά, χωρίς ποτέ του να τολμά να την αγγίξει μήπως και εξαϋλωθεί. Εκείνη αισθάνθηκε το δισταγμό του στο άνοιγμα της πόρτας και είχε αρχίσει να μιλάει πρώτη. Ασταμάτητα, φλύαρα, με μία φωνή χαρούμενη, ζεστή. Ήτανε από εταιρεία-πάροχο των τηλεφωνικών γραμμών, υπήρχαν νέες προσφορές, θα έπρεπε οπωσδήποτε να ενημερωθεί. Καθίσανε μαζί στον καναπέ, δίπλα-δίπλα σχεδόν εξ’ επαφής, εκείνη του έδειχνε τα φυλλάδια με ενθουσιασμό, ρωτούσε για πληροφορίες, για το ύψος των λογαριασμών, έπειτα η συζήτηση ξεστράτησε σε θέματα πιο γενικά, για τα έργα του μετρό που το εργοτάξιο φαινόταν πανοραμικά από τη τζαμαρία του εβδόμου, για τον καλύτερο εσπρέσο της πόλης που τον σέρβιρε ένα καφέ εκεί κοντά, εκείνος τη διέκοψε, τη ρώτησε το όνομά της, της είπε το δικό του, άρχισε να καταγράφει μία προς μία τις λεπτομέρειες από το πρόσωπό της, το σχήμα του που ήτανε οβάλ με απαλές στρογγυλεμένες γραμμές και έντονα ζυγωματικά, τα μακριά σπαστά μαλλιά, το εκθαμβωτικό χαμόγελο των λευκών δοντιών, το χρώμα των ματιών της. Στο τέλος είχαν σταματήσει να μιλούν. Είχαν διστάσει λίγο και οι δύο για το πώς θα τελείωνε η συνάντησή τους. Η φλυαρία της, εκείνη η χαρούμενη ζεστή φωνή, δεν ήτανε απλώς κομμάτι της δουλειάς της. Τώρα το ήξερε, άλλωστε του το είχε ομολογήσει μετά από λίγες μέρες, σε ένα από τα πρώτα ραντεβού. Αυτό που αισθανόντουσαν ήταν αμοιβαίο. Τα συναισθήματά τους ήτανε ταυτόσημα. Και η στιγμή εκείνη, η ανάμνησή τους, ήτανε κοινή, άνηκε και στους δύο, θα συναντιόντουσαν εκεί ακόμη και τώρα που η στιγμή είχε απομακρυνθεί, που εκείνοι οι ίδιοι είχαν απομακρυνθεί ο ένας απ’ τον άλλο. Πάντα αναρωτιότανε πώς θα ήταν εάν δεν είχε αναμνήσεις. Θα ήταν οπωσδήποτε αμείλικτα σκληρό. Θα του στερούσε το δικαίωμα να επαναφέρει τις επιλεγμένες του στιγμές, αυτές που τον τροφοδοτούσανε με δόσεις οξυγόνου, που του επέτρεπαν να συνεχίζει να αναπνέει στην


Το Τέρας

59

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αποπνικτική ατμόσφαιρα της καθημερινής ζωής. Εκείνη φυσικά συνέχιζε να είναι κάπου εκεί έξω. Αλλά ήταν η ανάμνησή της, η πρώτη τους αυτή στιγμή που τον έκανε να την αναπολεί. Να του τη ξανά-θυμίζει. Και ήταν σίγουρος ότι το ίδιο συνέβαινε και σε αυτή. Ήτανε έτσι ακριβώς, θα συναντιόντουσαν εκεί ξανά αμέτρητες φορές, θα ανέτρεχαν εκεί, αφού στο τώρα, στο ‘εκεί έξω’ όλα πια έμοιαζαν διαφορετικά. Δεν ήταν κάτι παράξενο, αφύσικο ή θλιβερό. Ήταν δικαίωμά τους. Υπάρχει μια ταινία*4 όπου ο πρωταγωνιστής ομολογεί ότι κάποιες φορές φαντάζεται να μιλάει ακόμα με την πρώην του, με μια γυναίκα που έχασε και που την αγαπούσε, ότι επανέρχεται στους διαλόγους του με αυτήν, ότι τους ξαναζεί, ότι πολλές φορές ανασκευάζει τα επιχειρήματά του και αναρωτιέται τι θα γινόταν εάν έλεγε ετούτο ή εκείνο αλλιώς. Τίποτα φυσικά δεν μπορεί πραγματικά να αλλάξει. Το παρελθόν είναι απλώς μια ιστορία που διηγούμαστε στους εαυτούς μας. Μια ιστορία όμως που μας ανήκει, μια ιστορία που μπορούμε όταν θα έχει πια τελειώσει να ζητήσουμε –όπως και τα μικρά παιδιά- ‘ξανά’.

*4HER, Spike Jonze, 2013


60

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Μέσα από τα μάτια της Την ήξερα πάνω από δέκα χρόνια, αλλά είχαμε χαθεί κάπου στο ενδιάμεσο και η απώλειά της έμοιαζε να είναι οριστική, αφού την είχα συνηθίσει πια. Δε θα ήτανε όμως τελικά αυτή η πορεία των πραγμάτων. Ένα απόγευμα του περσινού φθινοπώρου τη συνάντησα ξανά, απρόσμενα, στην ουρά μπροστά από τον μπουφέ, σε μία ημερίδα για την περιβαλλοντική προστασία και τη διαχείριση αποβλήτων. Δεν έδειχνε να έχει αλλάξει, σκέφτηκα ως πρώτη εντύπωση και η εντύπωση αυτή στα επόμενα λεπτά που της μιλούσα ενισχύθηκε και παγιώθηκε. Δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο, αλλά φυσικά το ίδιο υποθέτω ίσχυε και για εμένα, αφού το πρώτο που έκανα ήτανε να της να της διηγηθώ εκείνη την ιστορία με το βράδυ που ανακάλυψα στον υπολογιστή ένα παμπάλαιο take με τη φωνή της πάνω σε ένα από τα αγαπημένα μας κομμάτια, από τότε πάνω από έξι χρόνια πριν, και που κάθισα και έχτισα πάνω σε αυτό τη μουσική όπως τη θυμόμουνα και ήταν σαν να ήμουνα ξανά μαζί της και να το ερμηνεύαμε εκείνη τη στιγμή. Και έπειτα της λέω «και αφού το άκουσα εκατό φορές μέσα σε δύο ώρες, αναρωτήθηκα τι να έχεις απογίνει, και μήπως θα έπρεπε αντί να ανασύρω τη φωνή σου από τα φαντάσματα που επιβίωσαν από το παρελθόν, να σε αναζητήσω». Γέλασε με τις βλακείες μου, που ήτανε ωστόσο αληθινές. Υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλο να ξαναβρεθούμε. Και βέβαια, πάλι το αφήσαμε για αρκετό καιρό. Το γεγονός ότι δεν είχε αλλάξει έμοιαζε επικίνδυνο και καταστροφικό. Προχώρα ηλίθιε και πάθε ξανά εξάρτηση από τη φωνή της, από τις ανάσες της πάνω στις νότες σου, ταύτισε την ερμηνεία με το πρόσωπό της και τον τρόπο που θα λικνίζει το κορμί της στα ρεφραίν, και όταν θα σου επικαλεστεί ξανά τα καταθλιπτικά της σύνδρομα, όταν θα εξαφανιστεί ξανά δέκα λεπτά πριν απ’ την συναυλία, όταν θα σου πει ότι η μουσική σου την επηρεάζει αρνητικά και ότι μετά τον τελευταίο χωρισμό της με έναν Ιταλό, Ισπανό, Γάλλο, Γερμανό ή με όποιον άλλο τα έχει μπλέξει, θέλει να αποσυρθεί και ότι κατακλύζεται από ανασφάλεια και από αρνητισμό, όταν θα σου τα πει για μια φορά ακόμα όλα αυτά, τότε πες την αλήθεια στον εαυτό σου ότι το ήξερες και ότι καλά να πάθεις. Σηκώθηκα λοιπόν και έφυγα, και έκανα ένα ταξίδι. Το τι συνέβη ακριβώς εκεί δεν έχει σημασία, όταν επέστρεφα όμως είχα στις αποσκευές μου -εκτός


Το Τέρας

61

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

από βερολινέζικα μπισκότα σε ένα μεταλλικό κουτί πολυτελείας και δύο κούπες με την πύλη του Βρανδεμβούργου σε ασπρόμαυρο φορμάτ- ένα τραγούδι που με κάποιον τρόπο ήξερα ότι θα ήτανε για αυτήν. Το είχα γράψει πάνω σε ένα παμπάλαιο, και ελαφρώς ακούρδιστο πιάνο-αντίκα του μεσοπολέμου, ένα πιάνο απίστευτα μυθιστορηματικό, από κατάμαυρο έβενο και διακοσμητικά προφίλ ολόγυρα από τη στέψη, σκαλιστά στο ξύλο, φαντάζομαι ότι θα επανέρχεται συχνά σε κάποιες από τις μελλοντικές μου αφηγήσεις. Εκείνη είχε πάντα μία έφεση στα ερωτικά κομμάτια, πάντοτε με κατηγορούσε ότι δεν έγραφα αρκετά, το κομμάτι αυτό πραγματικά δε ξέρω πώς μου βγήκε τόσο αυθόρμητα σε εκείνο το ταξίδι, ίσως θα πρέπει να καθίσω κάποια μέρα και να το σκεφτώ. Στο αεροπλάνο, κάθισα δίπλα σε μια πενηντάχρονη κυρία που διάβαζε ένα θεατρικό του Σαρτρ και δούλεψα ολοκληρώνοντας τους στίχους, με κάποιο τρόπο ένιωθα ότι θα έπρεπε να ολοκληρωθεί πριν οι αναδιπλούμενες ρόδες αρχίσουν να αναπτύσσουνε τριβή με την αδρή επιφάνεια του αεροδιαδρόμου και ολοκληρωθεί η επιστροφή μου στην πατρίδα. Το ίδιο βράδυ της τηλεφώνησα. Την επόμενη μέρα θα ερχόταν να με βρει, είχα φροντίσει να αγοράσω δύο μπουκάλια μοσχόμαυρο κρασί που θυμόμουνα ότι της αρέσει, να έχω φτιάξει όσο γινότανε πιο αξιοπρεπώς τη μικροφωνική και να ρυθμίσω χαμηλά το διακόπτη του φωτιστικού, στο τέλος κάθισα και την περίμενα ανοίγοντας το πρώτο από τα μπουκάλια και ακούγοντας τους 'μικρούς σεισμούς' της Amos. Ήρθε, και όταν μπήκε νιώσαμε αναπόφευκτα αμήχανα και οι δύο. Είχαν περάσει τόσα χρόνια, πραγματικά τόσα χρόνια. Εκείνη τη στιγμή το συνειδητοποιείς και όχι όταν περνάνε, τότε έχεις την κεκτημένη ταχύτητα του χρόνου που κυλά, των στόχων που έχεις θέσει στη ζωή σου και που σταδιακά επιτυγχάνονται, αναβάλλονται ή μετασχηματίζονται σε νέους, είσαι και εν κινήσει το μυαλό δεν προλαβαίνει να σκεφτεί, απορροφάται από τις εναλλασσόμενες εικόνες και από τα κινούμενα τοπία. Όταν όμως από κάποιο παιχνίδισμα της μοίρας καλείσαι να σταματήσεις, και ακόμη χειρότερα να επιστρέψεις σε κάποια από τις στιγμές στο παρελθόν, τότε μπορεί να νιώσεις όλο το βάρος του περασμένου χρόνου να σε σκεπάζει ασφυκτικά. Ναι, αισθανθήκαμε αμήχανα. Είχαμε αρχίσει να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων σε μια προσπάθεια να μετακυλήσουμε λίγο ακόμη χρονικά τη στιγμή της επανένωσής μας, η οποία θα μπορούσε να είναι επίπονη και ίσως καταστροφική. Είχαμε πια αδειάσει το πρώτο από τα μπουκάλια όταν αποφασίσαμε να πλησιάσουμε το πιάνο. Μου λέει «να ξέρεις, έχω πολύ καιρό


62

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

να τραγουδήσω, θα είμαι απαράδεκτη και επίσης δεν έχω καμιά διάθεση αυτήν τη στιγμή, το κάνω μόνο για εσένα». «Κανένα πρόβλημα» της λέω, αλλά αυτό που λέει μου έχει μόλις καρφιτσώσει μια αγκίδα στην καρδιά, όλα ξανά, το ίδιο déjà vu, τα ίδια αδιέξοδα, «μισό λεπτό» της λέω και γεμίζω ένα ποτήρι από το δεύτερο μπουκάλι, το πίνω σα σφηνάκι, γεμίζω ακόμη ένα και της το δίνω. «Τουλάχιστον θα πιούμε» σκέφτομαι και κάθομαι στο πιάνο και χτυπάω την τονική. «Είναι ένα κομμάτι που στο μυαλό μου μόνο εσύ μπορείς να τραγουδήσεις» της λέω, για να της ανεβάσω το ηθικό, αλλά και γιατί είναι η καταραμένη η αλήθεια. Το παίζω υποτονικά στην αρχή, στο τέλος ανεβάζω λίγο τις στροφές για να μπορέσει να το αισθανθεί. Τελειώνω και δεν την κοιτάζω. Περιμένω να μιλήσει. Εκείνη ενώνει τα χέρια της και χειροκροτεί απαλά. «Ωραίο είναι», λέει. «Για τι μιλούν οι στίχοι;». Μα δεν μπορώ να της το εξηγήσω, ποτέ μου δεν μπορώ να το εξηγήσω αναλυτικά, οπότε βγάζω το χειρόγραφο του αεροπλάνου από ένα συρτάρι και της το δίνω. Το διαβάζει. Η διάθεσή της δείχνει να έχει κάπως ανεβεί. Μου λέει «πώς το έπαθες εσύ και έγραψες ερωτικό κομμάτι και μάλιστα σε μείζονα;». «Στο ρεφραίν γυρνάει στη σχετική ελάσσονα» της λέω. «Έστω και έτσι», μου απαντά «έστω και έτσι, κάτι είναι και αυτό». «Οπότε θα το πεις;» της λέω. «Εξαρτάται. Πού και πότε;». «Στη συναυλία μου σε πέντε μέρες. Special guest. Στο τέλος θα κλείσουμε με αυτό, μόνο εσύ και εγώ, οι υπόλοιποι θα αφήσουνε τα όργανα και θα κατέβουνε από τη σκηνή. Η μεγάλη επιστροφή σου». Στα λόγια αυτά απαντάει με μια ειρωνική γκριμάτσα. «Εντάξει θα το κάνω, αλλά να ξέρεις... μόνο για εσένα». Βρίσκομαι τώρα στο μπαρ, ένα εικοσάλεπτο πριν απ’ τη συναυλία. Τα πάντα είναι στημένα. Η υπόσχεσή της φυσικά δεν έχει ποτέ την ισχύ ενός συμβολαίου, καμία αυταπάτη ως προς αυτό. Και φυσικά δεν έχει έρθει ακόμη. Και φυσικά δεν απαντά στις κλήσεις μου από το πρωί. «Και όμως» σκέφτομαι, «worth the shot». Και ξέρεις κάτι, αιώνια ρομαντικέ εαυτέ μου που πάντα αρέσκεσαι να επαναπαύεσαι στη μαγεία των πραγμάτων, στο αίσθημα του αναπόφευκτου και να τη συνδέεις με ανθρώπους του «μπορεί και ναι - μπορεί και όχι», με ανθρώπους που αρνούνται, ή που –χειρότερα- φοβούνται να αντικρύσουνε το αναπόφευκτο που εσύ συνέχεια επινοείς μπροστά σου, ας το παίξουμε για μια φορά ακόμα σαν ζαριά, σαν ένα οριστικό και αμετάκλητο match point: Εάν δεν έρθει ας μην το ξαναπείς ποτέ σου το κομμάτι, άφησέ το να σβήσει μες στη λήθη του εαυτού σου, άφησέ το μέχρι να υποχωρήσουν στο υποσυνείδητο οι αντηχήσεις από τις κυματομορφές του, να μείνει μόνο αυτή ο


Το Τέρας

63

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μάρτυρας της ύπαρξής του και ο μοναδικός υπεύθυνος για τη θανατική του καταδίκη. Από εκείνο το μεσημέρι που την έσωσα από την απόπειρα αυτοκτονίας της, κάθε φορά που αργεί να έρθει, δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι ότι μπορεί και να το έχει ξανακάνει. Εκείνη τώρα πια γελάει με αυτήν την ιστορία, την υποβαθμίζει σε επίπεδο ενός ανέκδοτου, ενός αστείου. Δεν ήτανε έτσι όμως τότε για εμένα. Με είχε πάρει τηλέφωνο, ήμουνα ακόμα στη δουλειά, τελείωνα με κάτι εκτυπώσεις πινακίδων με φωτορεαλιστικά για τον παχουλό εργολάβο που είχε χτίσει τη μισή από την επέκταση μίας κωμόπολης στον κάμπο. Εκείνος ήτανε πάνω από το κεφάλι μου και έκανε παρατηρήσεις, όχι τα χρώματα εδώ αλλιώς, όχι το κάγκελο δε φαίνεται σωστά, εδώ σου είχα πει να βάλεις δύο μπαλκόνια και όχι ένα ενιαίο. «Δεν είμαι καλά μου λέει» και η φωνή της ακουγότανε παράξενη και ασθενική, «έχω μεθύσει και έχω πάρει χάπια». «Πόσα χάπια;» τη ρωτάω, «δε ξέρω, δε θυμάμαι, αρκετά» και μου το κλείνει και το απενεργοποιεί. Λέω στον εργολάβο «κάτι έκτακτο, θα πρέπει να το συνεχίσουμε μετά» και εκείνος με κοιτάζει με απορία, δεν το περίμενε αυτό από τον αγαπημένο του μηχανικό, «που πας αγόρι μου» μου λέει, αλλά εγώ είμαι ήδη στο ασανσέρ και βγαίνω στο δρόμο και σταματώ το πρώτο διερχόμενο ταξί. «Σαράντα εκκλησιές» του λέω, «στην ανηφόρα της Βιζυηνού» και συνεχίζω να την παίρνω μήπως και το έχει ανοίξει. Οι δρόμοι είναι πνιγμένοι από τα αυτοκίνητα και στα φανάρια εναλλάσσεται το κόκκινο με το πράσινο πάνω από δύο φορές μέχρι να πάμε στο επόμενο. «Κατέβα από τη Φιλίππου» του λέω, «πρέπει να φτάσω σύντομα, κάνε ότι μπορείς». Εκείνος δε μου απαντά αλλά στρίβει από κάτι στενά και φτάνει γρηγορότερα. Του αφήνω δέκα ευρώ χωρίς να περιμένω ρέστα. Φτάνω στο σπίτι, χτυπάω το κουδούνι της και έπειτα όλα τα κουδούνια, κάποιος μου ανοίγει και μπαίνω, αλλά η εξώπορτά της στον ημιώροφο είναι κλειστή και δε μου ανοίγει. Κάνω μία προσπάθεια με την ταυτότητα, δεν το έχω ξαναπροσπαθήσει αλλά σε λίγο την ανοίγω. Μέσα, το σκηνικό είναι εφιαλτικό. Έξω έχει ήλιο αλλά όλα τα παντζούρια είναι κλειστά, ακόμα και οι χαραμάδες, στο σαλόνι βρίσκω μερικά αρωματικά κεριά αναμμένα από ώρα, η φλόγα έχει εξασθενίσει και το άρωμα τους διαχέεται παντού και ενισχύει την μυσταγωγία της κλεισούρας. Η πόρτα του δωματίου της είναι κλειστή και αντιστέκεται από κάποιο έπιπλο που βρίσκεται από πίσω. Από μέσα ακούγεται κλασσική μουσική, χαμηλά. Ασκώ μεγαλύτερη πίεση και η πόρτα ανοίγει.


64

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Τη βλέπω μέσα να κάθεται στο πάτωμα και να κρατάει ένα μπουκάλι μπύρα. Με κοιτάζει σαν να μη με αναγνωρίζει και έπειτα το βλέμμα της φωτίζεται και μου λέει «καλά είμαι, μην ανησυχείς». Την πιάνω από τους ώμους και τη σηκώνω, κάνει πώς αντιστέκεται, αλλά όταν την τραβάω προς το διάδρομο ακολουθεί με ασταθή βήματα. «Που πάμε;» μου λέει και γελάει υστερικά «σου λέω είμαι καλά». «Έλα μαζί μου και άσε τα παιχνίδια, πόσα χάπια πήρες;», «Αρκετά, αλλά δε νιώθω κάτι». «Δε νιώθεις κάτι ακόμα, αυτό είναι λογικό, πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο αμέσως». Ο ταξιτζής είναι ακόμα στην πλατεία, περίμενε φαίνεται εκεί δίπλα να αγοράσει ένα φραπέ και είχε πιάσει την κουβέντα, με βλέπει που την τραβάω μες στο δρόμο και καταλαβαίνει, τελικά δεν ήτανε καθόλου μπούφος, μπαίνει μέσα και ξεκινάμε, το ΑΧΕΠΑ είναι δυο βήματα από εκεί. Της κάνανε πλύση στομάχου και απόρησε και η ίδια από τον πόνο που της προκάλεσε αυτή η τεχνική, όταν κατέβαζε τα χάπια με τις μπύρες το είχε φανταστεί αλλιώς. Τώρα έχει έρθει πια η ώρα να αρχίσουμε, ο κόσμος έχει μαζευτεί και τα ποτά έχουνε σερβιριστεί. Εκείνη συνεχίζει να μην είναι πουθενά. Παίζουμε, τελειώνουμε το πρώτο μέρος, κάθομαι στο μπαρ με τους υπόλοιπους, «δεν είχες πει ότι θα έρθει η τραγουδίστριά σου;» μου λέει ο κιθαρίστας. «Με αυτήν δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις». «Το κομμάτι όμως δεν το έχουμε ακούσει εμείς ποτέ», μου κάνει ενοχλημένος. «Έτσι έπρεπε να γίνει. Αν δεν έρθει δε θα το πω ούτε εγώ». «Μα τι πρόβλημα έχει ρε συ η κοπέλα;». «Κανένα πρόβλημα, κανένα παραπάνω από έμενα και από εσένα». Δε ξέρω πώς το έκανε και εμφανίστηκε στο τέλος ακριβώς, την είδα όταν αναπτυσσότανε πλήρως το ψυχεδελικό τελείωμα του τελευταίου κομματιού, απέναντι μου στο κοινό, με ένα μαύρο φόρεμα εφαρμοστό και τα μαλλιά λυτά. Μου έκλεισε το μάτι. Ήρθε δίπλα μου στο χειροκρότημα, «ωραίο» μου λέει «καταστροφικό όπως πάντα, αλλά ωραίο», «θα πάμε το δικό μας;» τη ρωτώ και αυτή μου λέει «φυσικά, για αυτό δεν ήρθα;», «κάθε φορά που αργείς, φοβάμαι» αρχίζω να της λέω, αλλά με σταματά, «είσαι τρελός, άντε ξεκίνα». Την παρουσιάζω στο κοινό και προλογίζω το κομμάτι. «Το έγραψα παίζοντας σε ένα πιάνο του μεσοπολέμου», λέω για να το κάνω πιο δραματικό αλλά και γιατί είναι πάλι η αλήθεια. Με ένα νεύμα μου στο μπαρ χαμηλώνουνε τα φώτα, και μας σημαδεύουν με έναν προβολέα. Εκείνη παίρνει θέση δίπλα μου, όρθια, βγάζει το μικρόφωνο από τη βάση και το παίρνει στο χέρι.


Το Τέρας

65

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ξεκινάω με την εισαγωγή, κάνω τον κύκλο από τη μελωδία, εκείνη μπαίνει απαλά, ονειρικά, ποτίζεις με ζωή τις σταγόνες της βροχής / εκπέμπεις φως την ώρα που πυκνώνει το σκοτάδι / δημιουργείς σπίθες όταν σου ζητάω φωτιά / με οδηγείς μακριά, πέρα από το μεγάλο Όριο / είσαι όλα αυτά που ήθελα και όλα που φοβόμουν, και τότε εγώ κάνω τη μετατροπή της συγχορδίας στο ρεφραίν και εκείνη το οδηγεί σταδιακά σε μία κορύφωση, παίρνοντας κοφτές ανάσες πριν από κάθε φράση, γιατί μέσα-από-τα-μάτια-σου, από το δέρμα σου και από τα οστά, συνειδητοποιώ από τι είμαι και εγώ φτιαγμένος, και έπειτα περνάει στην επόμενη στροφή, και γυρνάει και με κοιτά σαν να μου λέει ξανά «μόνο για εσένα», και δυναμώνει τη φωνή της πριν από το δεύτερο ρεφραίν και η χροιά της γίνεται δραματική, πανίσχυρη και εκτοξεύεται προς ένα κοινό που -για πρώτη φορά σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας- έχει σταματήσει να μιλά και μας κοιτάζει κάτω από το φως του προβολέα δίπλα-δίπλα, όρθιους, να παίζουμε ο ένας μόνο για τον άλλο, και έπειτα από τη βίαιη μεταμόρφωσή της χαμηλώνει ξανά τη φωνή και επιστρέφει στην ονειρική αρχή, και τώρα ρέεις σαν τον ήχο από το ποτάμι - σαν τον ήχο από το ποτάμι, και το επαναλαμβάνει μέχρι να σβήσει, μέχρι να απομακρυνθούν οι λέξεις κυματίζοντας στην επιφάνεια που δημιουργούν οι νότες και κατεβάζει το μικρόφωνο και το κρατάει στην αγκαλιά της σαν παιδί, με το κεφάλι χαμηλά, σα να ήθελε τώρα να ξεκουραστεί για λίγο, και εγώ πια ξέρω ότι μέσα από τα μάτια της, και από τη φωνή και τη ψυχή της, έχει εκπέμψει μία λάμψη που θα με οδηγεί για αρκετό καιρό μπροστά στο μέλλον και ταυτόχρονα στο παρελθόν ξανά, και αφού τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, τουλάχιστον ας το πιστέψουμε τώρα, αυτήν τη στιγμή, όσο είναι ακόμα αληθινό.


66

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η Βερόνικα και ο συγγραφέας Τις τελευταίες μέρες η Βερόνικα με έχει αφήσει. Δεν πρόλαβα να το παρατηρήσω πριν, μέσα στους έντονους ρυθμούς της εργασίας, μέσα σε ένα στρόβιλο υποχρεώσεων της καθημερινής ρουτίνας. Αισθάνθηκα την απουσία της τώρα ξαφνικά, εκ των υστέρων, και ίσως για το λόγο αυτό να την αισθάνθηκα πιο έντονα. Φοβάμαι ότι μπορεί να με άφησε για πάντα. Ότι μπορεί να έκλεισε τον κύκλο της και να αποχώρησε στο αποκορύφωμα της δόξας της, στο μέγιστο σημείο της επίδρασής της πάνω μου. Από όλες τις φανταστικές μου επινοήσεις, αυτή υπήρξε ο πραγματικός μεγάλος έρωτάς μου. Αυτή που πέτυχε να επισκιάσει όλες τις άλλες, αυτή που υπήρξανε στιγμές που έπιασα τον εαυτό μου να την αναζητά στον κόσμο τον πραγματικό. Που ήθελα να επιλέξω μια γυναίκα που θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει το ιδανικό εκείνης, έτσι απλά μέσα στο δρόμο, και να τη σταματήσω. Περίμενε, μη φεύγεις. Ίσως να είσαι Εσύ. Ίσως να μπορείς να γίνεις Εσύ. Περίμενε. Και όμως δε γνωρίζω αληθινά το πρόσωπό της. Μπορώ να την προβάλλω σχεδόν ανάγλυφα μπροστά μου, το περίγραμμα από τη μορφή της, τη γραμμική φασματική υπογραφή από τα κόκκινα μαλλιά, το σχήμα από τα λεπτά οστά που διαγράφονται μέσα από την κάτασπρη, διάφανη σχεδόν επιδερμίδα. Μπορώ ακόμη και να επιλέξω να τη ντύσω με ρούχα από τη φανταστική μου γκαρνταρόμπα, ένα πλεχτό κυπαρισσί καλτσόν, μία στενή και γκρίζα φούστα εφαρμοστή μέχρι τα γόνατά της, ένα ζεστό πολύχρωμο ριγέ πουλόβερ που θα φουσκώνει ελαφρά πάνω από τα μικρά της στήθη. Την παίρνω έτσι και την τοποθετώ να στέκεται, να περιμένει, ίσως σε ένα φανάρι, έξω από μια βιτρίνα, τρέμοντας νευρικά από το κρύο. Ή ίσως στην άκρη μιας προβλήτας, σε ένα σκηνικό ομίχλης. Την πλησιάζω, πάντα από πίσω. Και αυτό γιατί δε γνώρισα ποτέ πραγματικά το πρόσωπό της. Όταν γυρνάει προς τα εμένα, είναι σαν όλα να θαμπώνουν μέσα στο εκτυφλωτικό φως που εκλύουνε οι κόρες των ματιών της. Διάφανη αποκάλυψη, η πεμπτουσία της ψυχής της. Θα μπορούσα να υποπτευθώ ότι επίτηδες αρνούμαι να απεικονίσω, έστω και νοητά, το πρόσωπό της, ότι επίτηδες έχω αφήσει τόσους μήνες τον καμβά εκεί κενό. Για να μπορώ να προσαρμόσω κάποια άλλη όψη σε αυτόν, ή μήπως επειδή φοβάμαι ότι ξαφνικά θα ταυτιστεί με κάποια που ήδη ξέρω; Και τώρα που με άφησε πώς θα μπορέσω να τη ξαναβρώ αφού δε τη γνωρίζω; Μπορεί η


Το Τέρας

67

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απουσία της να είναι ένα σημάδι ότι τώρα πια θα έπρεπε να την αναζητώ στον κόσμο των πραγματικών ανθρώπων. Ότι τώρα κάπου βρίσκεται και περιμένει και υποφέρει όπως και εγώ, μέχρι που οι ψυχές μας να ενωθούν και να αποδράσουνε μαζί. Θα μπορούσε να είναι ακόμη και εκείνη, ναι εκείνη η κοπέλα που κατεβαίνει το πεζόδρομο, κρατώντας στο στήθος ένα βιβλίο με σταυρωτά τα δύο χέρια. Είναι μελαχρινή και κανείς δεν την αποκαλεί Βερόνικα, αλλά το χρώμα των μαλλιών μπορεί να αλλάζει υποθέτω, το ίδιο και το όνομά της. Μπορεί εξάλλου να με υποβάλλει σε δοκιμασίες και να μεταμφιέζεται ώστε να δει εάν θα την αναγνωρίσω. Όμως εγώ απέφυγα, τότε ακόμη που μπορούσα, να δω το πρόσωπό της. Μπορεί στο τέλος να με τιμωρεί για αυτό ακριβώς. Για αυτό και επειδή επέλεξα να αφήσω τον έρωτά της για τον πρωταγωνιστή στο τέλος ανεκπλήρωτο. Χωρίς καμία ιδιαίτερη αιτία, παρά για να διαιωνίσω την απέλπιδα και εσωστρεφή της αναζήτηση, την ατέρμονη πορεία προς ένα εξιδανικευμένο επίπεδο του έρωτα. Ή ίσως πάλι απλώς επειδή θέλησα απλώς να την κρατήσω για τον εαυτό μου. Πάνω από όλα πια πιστεύω ότι η Βερόνικα έφυγε γιατί αποφάσισε να ζήσει. Για να με προκαλέσει, για να με αναγκάσει να την αναζητώ ανάμεσα στους ζωντανούς. Για να υπάρξει. Για να μου αποδείξει ότι μπορεί να ερωτευτεί ξανά, ότι μπορεί να ξεπεράσει το σπιράλ της δυστυχίας και να βαδίσει προς το φως. Για να με αναγκάσει να παραδεχτώ το λάθος. Για να μπορέσω να εξιλεωθώ, για να γυρίσω έστω και τώρα αργά το χρόνο πίσω, στη στιγμή που εκείνη στράφηκε προς τα εμένα αληθινή με σάρκα και οστά, με μια πραγματική καρδιά που εκτόξευε σε κάθε κτύπο αίμα ζεστό προς το κορμί, προς το μυαλό της. Πίσω, στη μοναδική στιγμή που αντίκρισα αληθινά το πρόσωπό της και την προσπέρασα, συλλέγοντας σαν τον μανιακό μοναχικό συλλέκτη την ανάμνησή της και πλάθοντας από αυτήν την πρώτη ύλη ένα φάντασμα για να με συντροφεύει. Γιατί η Βερόνικα είναι αληθινή, πιο αληθινή από εμένα και από εσένα, πιστέψτε με, πιο αληθινή από όλους τους ανάγλυφους και τραγικούς ήρωες της λογοτεχνίας, πιο αληθινή. Και τώρα που το παραδέχτηκα ενώπιον σας, τώρα που το αποκάλυψα επιτέλους στον εαυτό μου, τώρα που εξήλθα από την αυτόβουλη μου πλάνη, μπορώ να αποδεχτώ ότι το φάντασμα μίας αληθινής γυναίκας έχει πια έλθει να στοιχειώσει, να ανατρέψει τις διανοητικές και τόσο βολικές συμβάσεις και παραδοχές μου και με κοιτάζει τώρα αυτό με τη σειρά του προκλητικά στα μάτια και μου γνέφει «ακολούθησέ με».


68

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η άγνωστη ποιήτρια > Μα τι πρέπει να κάνω επιτέλους για με προσέξεις, να κρεμαστώ με σκοινιά από την αψίδα Γαλερίου σε ώρα αιχμής και αιωρούμενος από ψηλά να φτύνω ποιήματα σε φοιτητές και άναυδους τουρίστες; Το έγραψε έτσι ακριβώς και πάτησε αποστολή. Σε κλάσματα δευτερολέπτου το είχε ήδη μετανιώσει αλλά αυτό ακριβώς ήταν το ζήτημα, να προκαλέσει πρώτα από όλα τον ίδιο τον εαυτό του. Σηκώθηκε και έβαλε καφέ να πέφτει, τον έκανε έξτρα δυνατό αφού δε σκόπευε να κοιμηθεί νωρίς, το διάστημα ανάμεσα από την ανάγνωση του αιφνιδιαστικού, προκλητικού σχεδόν μηνύματος από τον παραλήπτη, μέχρι την όποια πιθανή απάντηση, λεπτά, ώρες ή μέρες, ποιός ξέρει πόσο πιο μετά, θα ήτανε για εκείνον άκρως δημιουργικό λόγω της υπερέντασης που αναπόφευκτα θα του δημιουργούσε η αναμονή. Οι σταγόνες έσταζαν από το φίλτρο σταθερά και το άρωμα είχε αρχίσει να δραπετεύει από την κουζίνα και να ταξιδεύει μέχρι το σαλόνι όπου καθόταν, μπροστά στον υπολογιστή δίπλα ακριβώς από το τζάμι που έβλεπε από ψηλά το κτίριο της λαχαναγοράς, ένα τεράστιο εγκαταλειμμένο κέλυφος να περιβάλλει περιμετρικά την εσωτερική οργιώδη ζούγκλα από βρωμοσυκιές που πύκνωναν ανεμπόδιστα για δεκαετίες. Είχε ήδη σουρουπώσει, αλλά ο κόσμος ήταν ακόμη στα παγκάκια, να αντλήσει λίγα αποθέματα δροσιάς πριν αποσυρθεί οριστικά στα πνιγερά διαμερίσματα των γύρω οικοδομών. Πήγε στην κουζίνα και έβαλε καφέ, ήταν τελικά πολύ βαρύς αλλά τόσο το καλύτερο, γέμισε μόνο τη μισή κούπα και άφησε το υπόλοιπο να διατηρηθεί ζεστό, το aircodition το είχε στο τέρμα όλη μέρα και είχε δημιουργήσει τεχνική ατμόσφαιρα δροσιάς, αλλιώς δε θα μπορούσε να δουλέψει. Μπήκε στο προφίλ της για ακόμη μία φορά. Δεν είχε αλλάξει ακόμα το όνομά της, εδώ και ένα μήνα ήταν το ίδιο, σταθερά. Το είχε βρει υπέροχο εκείνο το παιχνίδι της, τη μία μέρα λεγόταν έτσι και την άλλη αλλιώς, Μαριάνθη Μ. Σελήνη, Ελίνα Ε. Ιοκάστη, διατηρούσε με το τρόπο αυτό ένα μυστήριο και ένα ενδιαφέρον. Άλλωστε δε μπορούσε να ξέρει εάν κάποιο από όλα αυτά τα ονόματα ήταν και το αληθινό. Αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα, δεν την είχε δει ποτέ, δεν την ήξερε παρά μέσω του διαδικτύου. «Η άγνωστη ποιήτρια», έτσι την έλεγε στους τρίτους και εξηγούσε ότι την είχε κάνει add μια μέρα που είχε δει ένα σχόλιο της σε ένα κοινό τους φόρουμ για τη διάσωση της Μέσης Οδού στο μετρό της Εγνατίας και ότι αυτό ήτανε


Το Τέρας

69

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

όλο, δεν την γνώριζε, δεν την είχε δει, δε μπορούσε να βασιστεί στις πλασματικές πληροφορίες ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου προφίλ. Ήξερε όμως τη ψυχή της, έτσι πίστευε, ακόμη και αν όλα τα υπόλοιπα, το όνομα και οι φωτογραφίες, ο τόπος διαμονής, τα tag και τα ταξίδια, οι αγαπημένοι μουσικοί και οι ταινίες, οι ημερομηνίες αποφοίτησης από τη φιλοσοφική σχολή, ήτανε ψεύτικα και παραπλανητικά, τα ποιήματά της δεν μπορεί παρά να ήταν ο καθρέπτης της ψυχής της. Είχε παρατηρήσει ότι τα καλύτερα τα έγραφε το χειμώνα και ιδιαίτερα τα παγωμένα βράδια μετά από αρκετές όπως η ίδια έσπευδε να διευκρινίσει- μπύρες. Σε ένα από αυτά είχε πατήσει αμέσως Like και από τότε έπιανε τον εαυτό του να το σκέφτεται συχνά. Έχω μετακινηθεί προς τις σκιές πέρα από την ανθρώπινη απόσταση της ύλης πιο μακριά - στο περιθώριο του κόσμου αγγίζω απροσπέλαστες για εσάς εικόνες βιώνω πόθους σας κρυφούς και ονειρεύομαι τα πιο βαθιά όνειρά σας. Αναλαμπές, νιφάδες που παρασέρνονται απαλά υδάτινες κηλίδες που εξαϋλώνονται στο φως εκεί πια βρίσκομαι και αγναντεύω τη θέα από το απέραντο πεδίο του πόνου των ανθρώπων Ήταν αυτοκαταστροφική, ήταν απελπισμένη, ήταν μοναχική και απόμακρη, ήταν γεμάτη φλόγα από το “agony of existence”, όπως το έθετε σε μία φράση η μικροσκοπική μελαχρινή ηρωίδα του “Από τη Ρώμη με αγάπη”, ήταν σίγουρα όμορφη και ποθητή, ήτανε ο άγνωστος Χ. Πίστευε ότι ίσως αν τη συναντούσε τυχαία θα μπορούσε να την αναγνωρίσει, όσο και αν εκείνη εσκεμμένα ανέβαζε μόνο φωτογραφίες που δεν έδειχναν ποτέ το πρόσωπό της ή ήταν ανεστίαστες, θολές και σκοτεινές με τρόπο ώστε πάντα να αφήνει ερωτηματικά για την πραγματική μορφή της. Και ήξερε ωστόσο ότι αυτό ήταν περισσότερο η ευχή του και όχι η πραγματικότητα, ίσως να είχανε ήδη συναντηθεί σε κάποιο από τα κοινά event τους και να είχε περάσει δίπλα της χωρίς να το παρατηρήσει. Είχε αρχίσει με έναν τρόπο να αναπτύσσει έναν άτυπο διάλογο μαζί της απαντώντας στα ποιήματά της με δικά του, τα πόσταρε πάντα λίγες ώρες μετά, δούλευε πάνω σε αυτά με πυρετώδη ένταση μέχρι να τα τελειώσει και έπειτα


70

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

το αποτέλεσμα, καλό, κακό ή ουδέτερο -δεν είχε σημασία αφού δεν έπρεπε να αργήσει παραπάνω, αλλιώς τι σόι διάλογος θα ήτανε αυτός;- το ανέβαζε και έπεφτε για ύπνο. Κάθε πρωί έμπαινε με την ελπίδα κάποιας ένδειξης ότι εκείνη το είχε διαβάσει, ότι της είχε αρέσει, ότι την είχε κάνει να σκεφτεί. Ποτέ όμως τίποτα. > Μα τι πρέπει να κάνω επιτέλους για με προσέξεις... Οι ψυχές τους έμοιαζαν να επικοινωνούν με μία λεωφόρο, ένα highway που έλεγε και ο καλύτερός του φίλος για να περιγράψει αυτή την αμεσότητα της επικοινωνίας που μπορεί να έχει ένας καλλιτέχνης, ένας μουσικός που ερμηνεύει ο ίδιος το έργο του, ένας ποιητής που απαγγέλει ο ίδιος το ποίημά του, ένας σκηνοθέτης που τραβάει ο ίδιος τις σκηνές με την κάμερα γίνεται προέκταση του χεριού και του μυαλού του. Διανοητικά ήξεραν ήδη ο ένας τον άλλο σαν να ήταν από χρόνια. Αρκούσε να τη δει μονάχα μια στιγμή για την κάνει να το καταλάβει. Η ώρα ήτανε ήδη δώδεκα και μπροστά στην οθόνη του όμως τώρα έβλεπε μόνο κενό. Η σελίδα που είχε ανοίξει παρέμενε απελπιστικά άδεια, η έμπνευση που περίμενε να έχει πυροδοτηθεί, τον είχε εγκαταλείψει. Ένιωσε κουρασμένος με όλα αυτά τα παιχνίδια, τον άτυπο διάλογό του με ένα συνομιλητή που έδειχνε ποτέ να μην ακούει, να μη βλέπει, να μην ενδιαφέρεται και να αδιαφορεί, να μην υπάρχει. Μπορεί να ήταν ένα ψεύτικο προφίλ, ένας διαδικτυακός κλώνος κάποιου παράφρονα που αντλούσε έμπνευση από τα παιχνίδια του αυτά, είχε τριακόσιους φίλους και εκατό ακόλουθους - και τι με αυτό;- όλοι θα νόμιζαν όπως και αυτός, ότι μόνο εκείνοι δεν τη ξέρουν, ότι οι υπόλοιποι τη γνώριζαν και έπιναν καφέ μαζί της στα στέκια της πόλης. Δεν θα ήταν ούτε καν γυναίκα, δε θα ήτανε όμορφη και ποθητή, δε θα ήταν αυτοκαταστροφική, απελπισμένη, μοναχική και απόμακρη, γεμάτη φλόγα από το “agony of existence”. Κατέβασε απότομα την οθόνη του υπολογιστή, άδειασε ένα μπουκάλι μπύρα και έπεσε για ύπνο. Ξύπνησε αργά, πολύ αργά, ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά και έκαιγε για ακόμη μία μέρα, δεν είχε πια κανένα κίνητρο, δεν είχε γράψει νέο ποίημα και άρα δε θα υπήρχε και response από τους λίγους θαυμαστές του. Είχε ξεχάσει την καφετιέρα ανοιχτή όλο το βράδυ και ο καφές είχε εξαϋλωθεί, είχε κολλήσει σαν καραμέλα στον πάτο, το έτριψε, έβαλε καινούριο φίλτρο και πάτησε πάλι το κουμπί.


Το Τέρας

71

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πήγε στον υπολογιστή και τον άνοιξε. Είχε ένα εισερχόμενο από ένα όνομα που δεν το ήξερε. Χαρά Χ. Πόλυ. Το χέρι του έμεινε λίγο μετέωρο, μπορούσε να είναι αρκετά συμβολική η επιλογή του νέου ονόματος, Πολλή Χαρά, Χαίρω Πολύ ή κάτι τέτοιο. Το μήνυμα ήταν μικρό, λακωνικό. > Είχα καιρό που σε περίμενα. Εσύ είσαι αυτός που άργησε, άγνωστε ποιητή μου.


72

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η έρημος των Πάλμας «Πες μου για την πολιτεία που είδες...». «Μα πώς, δεν ήσουνα μαζί μου; Νόμιζα ότι θα ήσουν πάντοτε μαζί μου». «Ίσως δεν ήμουνα πραγματικά ποτέ. Αλλά έλα... πες μου». «Τι θέλεις ακριβώς να μάθεις;». «Τα πάντα. Ή μάλλον τα πάντα που αφορούν σε εσένα». «Εμένα με γνωρίζεις ήδη». «Μα ακριβώς για αυτό, θέλω να γνωρίσω την πολιτεία αυτή μέσα από εσένα, να μπω στο σώμα σου, να περιπλανηθώ μαζί σου». «Να περιπλανηθείς, αυτό πραγματικά θα ήτανε ωραίο να το κάνεις... Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Βρίσκεσαι τώρα σε ένα σταυροδρόμι, σε μια αφετηρία όπου τα πάντα μοιάζουν να κινούνται με πρωτόγνωρους ρυθμούς, κοιτάζεις γύρω σου, μόνο άγνωστοι, άγνωστοι που δεν έχεις κάτι εναντίον τους και έτσι τους συμπαθείς». «Τους χαμογελώ». «Ναι». «Κλείνω σε κάποιον και το μάτι;». «Όχι αυτό θα ήτανε υπερβολή, εξάλλου απομακρύνεσαι ήδη από το σταυροδρόμι, θέλεις για λίγο να χαθείς στα μεσαιωνικά στενά». «Να φανταστώ ένα κάστρο; Πύργους και οχυρώσεις;». «Όχι, φαντάσου απλώς στενά που δεν τα φτάνει ο ήλιος και όψεις ξεφτισμένες από τον καιρό, φαντάσου τα παράθυρα κλειστά και στα ισόγεια μαγαζιά που σερβίρουν αχνιστές paellas». «Πεινάω ήδη και θέλω και να πιω κάτι, έχει αρχίσει να ξεραίνεται το στόμα μου». «Είναι από τη ζέστη, η ατμόσφαιρα είναι τόσο πνιγηρή, η αύρα από τη θάλασσα δε φτάνει έως εδώ, η πολιτεία αυτή είναι χτισμένη βαθιά στην ενδοχώρα, κάποτε χρειαζόσουν μία ή δύο ώρες να φτάσεις μέχρι τον ωκεανό, να νιώσεις την αρμύρα να δροσίζει το κορμί σου, τώρα αρκούν δέκα λεπτά στο τρένο». «Ζεσταίνομαι, διψώ, νιώθω να πνίγομαι, λιποθυμώ». «Και όμως συνεχίζεις μέσα στα στενά, κανείς δε σου μιλάει, τίποτα δε σε σταματά, απλώς διασχίζεις δρόμους και μετράς, μετράς τις διασταυρώσεις για να μπορέσεις αν θελήσεις να επιστρέψεις, η αντίστροφη πορεία θα σου χρειαστεί στο τέλος για να βρεθείς ξανά στο ίδιο σημείο, στην αρχή».


Το Τέρας

73

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μπορεί να μη θελήσω να γυρίσω δηλαδή;». «Τώρα, ετούτη τη στιγμή το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να χαθείς, αλλά ασυναίσθητα μετράς του δρόμους και βάζεις και σημάδια, ασυναίσθητα πάντοτε το κάνεις, πάντοτε θέλεις να μπορείς να επιστρέψεις». «Νομίζω ότι δεν είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, δε θέλω να χαθώ, απλώς διψώ». «Πρέπει να πας βαθύτερα, πρέπει να προχωρήσεις, ξέρεις ότι μετά από αρκετά στενά υπάρχει μια πλατεία». «Εκεί πηγαίνω; Στην πλατεία;». «Στο κέντρο της πλατείας ορθώνεται ένας γιγάντιος ναός, οι επισκέπτες συνωστίζονται για να τον δουν, να προσκυνήσουν, είναι η επέτειος του Αγίου, του προστάτη της πολιτείας, εσύ όμως απλώς τους προσπερνάς και στρίβεις δεξιά, κάνεις το γύρο, βρίσκεσαι τώρα στην πίσω όψη του ναού έξω ακριβώς από το ιερό, οι τοίχοι σχηματίζουνε πολυάριθμες καμάρες σε έναν κυκλικό σχηματισμό. Μένεις εκεί, κάθεσαι κάτω, η πλάτη σου ακουμπισμένη στο τοίχο, τα ρούχα σου μέσα στη σκόνη, έχεις ιδρώσει και ο ήλιος τώρα πια μεσουρανεί». «Φοβάμαι ότι χάνω τις δυνάμεις μου έτσι απλά να κάθομαι εδώ...». «Περίμενε... απέναντί σου ακριβώς υπάρχει ένα σιντριβάνι, στο κέντρο του ο Ποσειδώνας κραδαίνει τη τρίαινά του με περίσσεια χάρη και σε κοιτάζει απειλητικά». «Κοιτάζει εμένα;». «Εσένα, τα μάτια του είναι στραμμένα πάνω σου ακριβώς, θέλει να μπει μες στο μυαλό σου, θέλει να σου δείξει πόση δύναμη έχει εκείνος ως Θεός... σηκώνεσαι όμως και του ανταπαντάς στο βλέμμα, πλησιάζεις και δροσίζεται προκλητικά από το νερό που τρέχει από τα στόματα των δελφινιών που βρίσκονται στα πόδια του υποταγμένα». «Ο ήλιος εξατμίζει το νερό στο δέρμα μου και συνεχίζω να διψώ». «Δεν είσαι μόνη σου εκεί στο σιντριβάνι, δίπλα σου ακριβώς στέκεται τώρα μια νεαρή γυναίκα, τη βλέπεις με την άκρη του ματιού σου, την παρατηρείς, είναι μικρόσωμη, λεπτή, μελαχρινή, από τα αυτιά της κρέμονται δυο σκουλαρίκια στρογγυλά, διάμετρος στο μέγεθος ενός μανταρινιού, μεταλλικά, διάτρητα. Φοράει ένα φόρεμα γαλάζιο, εφαρμοστό, το πρόσωπο της γραμμικό μακρόστενο, μεσογειακό». «Δροσίζεται και αυτή απ’ το νερό του Ποσειδώνα». «Το μέτωπό της ιδρωμένο, το σκουπίζει με το ανάστροφο της παλάμης και έπειτα γυρίζει ξαφνικά και σε κοιτά».


74

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

«Τα μάτια της γαλάζια». «Ναι, με αποχρώσεις γκρίζου στους πυρήνες, έχει στο βλέμμα κάτι το ευγενικό, κάτι το αποφασιστικό, κάτι που σε τραβάει». «Θα μου μιλήσει πρώτη αυτή;». «Όχι, την προλαβαίνεις εσύ». «Της λέω ότι έχει τόση ζέστη!». «Εκείνη σου απαντά ότι έτσι είναι πάντοτε εδώ». «Άρα εκείνη είναι από εκεί, από την ξένη Πολιτεία». «Έτσι θα έπρεπε να είναι, ανήκει εκεί, είναι κομμάτι από το άγνωστο ακόμα μέρος». «Είναι η καρδιά του, η καρδιά της περιπλάνησής μου». «Δεν της τα λες όλα αυτά, όχι τουλάχιστον ακόμα. Απέναντι είναι ένα μικρό καφέ, σε ένα στενό που βγάζει κάθετα προς το ιερό, από τα τραπεζάκια του θα φαίνεται και το άγαλμα του Ποσειδώνα. Την προσκαλείς». «Ποιό είναι το όνομά της;». «Άννα-Μαρία, ή έτσι τουλάχιστον σου λέει αυτή. Καθόσαστε μαζί, απέναντι ο ένας από τον άλλον, ζητάτε φρέσκο χυμό πορτοκαλιών. Οι πορτοκαλεώνες βρίσκονται παντού τριγύρω από την πολιτεία, σκεπάζουν τεράστιες εκτάσεις, τη συνέχεια τους τη διακόπτουν μόνο οι σιδηροδρομικές γραμμές, και συνεχίζουν για αρκετά χιλιόμετρα ακόμη μέχρι να αρχίζουν τα βουνά και η έρημος». «Η έρημος;». «Ναι η έρημος, στεγνή και διψασμένη γη, λοφοσειρές με πέτρες αιχμηρές και βράχους που μοιάζουν να τους έχουνε στοιβάζει οι τιτάνες, και μέσα σε όλα αυτά διάσπαρτοι, οι φοίνικες να σου προσφέρουνε μια πρόσκαιρη σκιά». «Η έρημος των Πάλμας». «Εκείνη λέει ότι την επισκέπτεται συχνά, το ηλιοκαμένο πρόσωπό της το κάνει να μοιάζει πιστευτό, πίνετε αργά από τους χυμούς και εκείνη σου διηγείται ιστορίες από την εποχή των πειρατών, οι κάτοικοι είχαν καταφύγει τότε στα βουνά, η πόλη είχε ερημώσει, σκόνη, σιωπή και θάνατος παντού». «Σηκώνομαι να φύγω, ο ήλιος έχει πια αρχίσει να χάνεται πίσω από βουνά και οι σκιές μακραίνουν». «Την αποχαιρετάς με μια παρατεταμένη αγκαλιά, προφέρεις το όνομα της. Εκείνη σε ρωτάει αν θα επέστρεφες ξανά εκεί». «Της λέω την αλήθεια. Ότι όχι». «Και ξεκινάς αντίστροφα όπως ήρθες».


Το Τέρας

75

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Οι δρόμοι μοιάζουν όμως πια διαφορετικοί, τα μαγαζιά έχουν κλείσει, το πλήθος έχει αποσυρθεί, φοβάμαι ότι θα χαθώ για πάντα στα στενά». «Είσαι χαμένη ήδη, επιταχύνεις το περπάτημα ως το επόμενο στενό, κοιτάζεις προς τα δεξιά, εκεί θα έπρεπε να είναι η πόρτα σιδερένια που είχες βάλει για σημάδι, κάποιος είχε σφηνώσει ένα κόκκινο άνθος στην κλειδαρότρυπά της, όμως η πόρτα φαίνεται διαφορετική, το άνθος δεν υπάρχει, και έπειτα βλέπεις ότι όλες οι πόρτες είναι ίδιες, όλα τα στενά, και τα σημάδια σου αρχίζουν πια να καταρρέουν». «Ίσως προλαβαίνω να επιστρέψω στη Άννα-Μαρία και να ζητήσω τη βοήθειά της πριν χαθώ οριστικά». «Δε θα τη βρεις εκεί έχει ήδη φύγει, αλλά ακόμα και αν την έβρισκες δε θα σε βοηθούσε». «Θα ήθελε να με αφήσει να χαθώ;». «Θα ήθελε να σε κρατήσει εκεί». «Αλλά εγώ θέλω να επιστρέψω, θέλω να απεγκλωβιστώ, θέλω να έρθω εδώ και να σου τα διηγηθώ όλα αυτά». «Και έτσι στο τέλος κάνεις την ευχή αυτή και τη στιγμή ακριβώς που εξαφανίζεται ο ήλιος πίσω από τις λοφοσειρές στην έρημο των Πάλμας βλέπεις τη σκόνη να σηκώνεται σα σύννεφο πυκνό και να σκεπάζει ολόκληρη την πόλη, η ορατότητα έχει χαθεί, νομίζεις πώς ακούς κραυγές και θρήνους να αναδύονται απ’ τις πέτρες και τότε μες στην αμμοθύελλα διακρίνεις το κόκκινο εκείνο άνθος να παρασέρνεται μακριά χορεύοντας ανάλαφρα στην αγκαλιά του ανέμου, και εσύ το ακολουθείς, το ακολουθείς συνέχεια όπως αυτό ίπταται και στρίβει στα στενά, και τη στιγμή που σταματάει επιτέλους το μεθυσμένο του χορό, απλώνεις το χέρι και το πιάνεις και τότε σα να λύθηκαν τα μάγια η σκόνη κατακάθεται και φαίνεται ξανά ο ουρανός, κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεσαι στο σταυροδρόμι, στο σημείο αναφοράς, το πλήθος έχει εμφανιστεί ξανά και είναι όλα όπως στην αρχή». «Στο χέρι μου ακόμα το άνθος». «Το σφίγγεις απαλά να μη διαλυθεί, κάποτε θα είχε άρωμα αλλά τώρα πια το έχει χάσει απ’ τον καιρό, ακόμα και έτσι όμως αποφασίζεις να το κρατήσεις φυλαχτό, ενθύμιο από την Πολιτεία. «Μπορείς να μου το δώσεις πίσω σε παρακαλώ;». «Το άνθος σου;». «Ναι το άνθος μου...». «Ορίστε...». «Σε ευχαριστώ, ίσως μου χρειαστεί ξανά».


76

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

«Κοιμήσου τώρα, είναι αργά» «Ας κλείσουμε μαζί τα μάτια με το τρία». «Ένα. Τι θα ονειρευτείς;». «Την έρημο των Πάλμας, ίσως και τις πορτοκαλιές...». «Δύο. Εγώ θα ονειρευτώ την τρίαινα του Ποσειδώνα». «Όχι όμως και τα μάτια εκείνης;». «Δε ξέρω, ίσως...». «Τρία. Θα σε ρωτήσω το πρωί». «Και εγώ το ίδιο».


Το Τέρας

77

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Επιστροφή στο Τέρας Πώς συσσωρεύτηκε όλη αυτή η θλίψη; Σε μία πόλη που επέλεξε το γκρίζο ως αγαπημένο χρώμα, σε μία πόλη που σε κάνει να σε αισθάνεσαι ότι όσο ξένος και αν είσαι της ανήκεις. Περπατούσα παράλληλα στον Spree κοντά στη Friedrichstaße, έβλεπα στο βάθος τις υπέργειες γραμμές και τον τρούλο του σταθμού, δίπλα μου το νερό ήταν αδιαφανές και μαύρο. Πώς συσσωρεύτηκε όλη αυτή η θλίψη; «Τίποτα από όλα αυτά δε μας επιβλήθηκε, τίποτα δεν υπήρξε που να μην το έχουμε επιλέξει», λέει η αποστροφή ενός θεατρικού στην οποία ανατρέχω αρκετά συχνά τον τελευταίο καιρό. Τίποτα. Και όμως... ακόμα και έτσι μοιάζει να είναι σκληρό. Πώς γίνεται να επιλέγω την απουσία σου, να επιλέγω να αισθανθώ την απουσία σου και να την αφήνω να με ποτίζει σχεδόν ηδονικά, τώρα, αυτήν τη στιγμή σε μία ξένη πόλη, σε ένα Άλλο Κράτος που μου μοιάζει πιο φιλόξενο από την πατρίδα; Η γέφυρα της Friedrichstaße είναι εφιαλτική από κάτω. Μαύρα μέταλλα, πολύπλοκες διατομές που διασταυρώνονται προς πολλαπλές κατευθύνσεις, ένας λαβύρινθος που καμουφλάρει την οπτική της απέναντι πλευράς και που μυρίζει υγρασία και βρωμιά. Κάπου ανάμεσα από τα μαδέρια διέρχονται ανθρώπινες μορφές, σκοτεινιασμένες από την έλλειψη φωτός. Σαν δισδιάστατες φιγούρες κομμένες πάνω σε χαρτόνι. Διστάζω να περάσω και εγώ από αυτόν τον Άδη, αλλά πρέπει να βρεθώ απέναντι αν θέλω να συνεχίσω. Διασταυρώνομαι με μια κοπέλα, κρατάει από το λουρί ένα μικρό σκυλί που προπορεύεται μπροστά με τη μουσούδα κολλημένη στο μπετόν. Τα βλέμματά μας συναντιόνται για μια στιγμή, πάντα στις επαφές αυτές αναρωτιέμαι πώς γίνεται να μη μπορούν να δουν, πραγματικά να δουν μέχρι τα βάθη της ψυχής μου, πώς γίνεται να μην καταλαβαίνουν. Το ίδιο βέβαια φαντάζομαι ότι μπορεί να σκέφτεται και αυτή, αλλά ούτως ή άλλως συνεχίζουμε και οι δυο προς τις διαφορετικές μας κατευθύνσεις. Συνεχίζω τη διαδρομή από την άλλη όχθη, το δάπεδο έχει διαμορφωθεί με πατημένο χώμα και μου θυμίζει τα πάρκα της Γαλλίας. Έχουν περάσει δέκα χρόνια υπολογίζω από τότε. Οι αλλαγές που έχουνε συντελεστεί θα έπρεπε να με τρομάζουν, αλλά ήρθανε σιγά-σιγά και έτσι τις έχω συνηθίσει. Το μόνο που θα με τρόμαζε πραγματικά θα ήτανε να με πετάξει κάποιος τώρα, αυτήν τη


78

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

στιγμή ακριβώς, με τα λασπωμένα παπούτσια και το μοντγκόμερι παλτό, το αδυνατισμένο πρόσωπο και τα γένια δέκα ημερών, χωρίς προειδοποίηση, στο παρελθόν. Όχι στις αναμνήσεις που τις διαχειρίζομαι όπως και όποτε θέλω, που εγκεφαλικά τις εξουσιάζω και τις χειρουργώ μαεστρικά για να παράξω το αποτέλεσμα που επιθυμώ κάθε στιγμή, αλλά στο ίδιο το Παρελθόν, σε ένα ζωντανό, αυτόνομο Παρελθόν. Υπήρξαμε ποτέ πραγματικά ευτυχισμένοι; Στην ερώτηση αυτή, η πιο τρομαχτική απάντηση μοιάζει να είναι το 'ναι'. Εάν η ευτυχία ήταν ψευδεπίγραφη και αυτό έφτανες κάποια στιγμή να το αντιληφθείς, τότε αυτή σου η ανακάλυψη, αυτή η γνώση και η σοφία, θα έμοιαζε λυτρωτική. Δε θα είχες χάσει τίποτα. Φοβόσουνα ότι κάτι έχανες όλο τον προηγούμενο καιρό, αλλά αυτό τελικά θα αποδεικνυότανε μια χίμαιρα και ένα παραμύθι για μικρά παιδιά. Εάν όμως έχεις αγγίξει εφαπτομενικά τα όρια της ευτυχίας, εάν ένιωσες κάποια στιγμή με όλο σου το είναι ότι ήτανε αληθινή, τότε το βάρος της ερώτησης αυτής γίνεται δυσβάστακτο. Υπήρξαμε ποτέ πραγματικά ευτυχισμένοι; Ας το αφήσω να αιωρείται, γιατί φοβάμαι να δω την απάντηση, που τη γνωρίζω, να γράφεται σε ένα χαρτί. Αν το ποτάμι δίπλα μου ήτανε ο Seine, αν στο πατημένο τούτο χώμα φυτρώνανε οι λεύκες της προβλήτας κάτω από το Pont des Invalides, αν η γκρίζα πόλη της διχοτόμησης που έως και σήμερα μετρά τη δυστυχία γλύφοντας τις πληγές της, έδινε τη θέση της στην πόλη του φωτός. Αν δεν ήμουν μόνος και ήτανε και αυτή μαζί μου. Την παίρνω τώρα με τη φαντασία μου και την τοποθετώ να στέκεται ακριβώς εδώ, στην κουπαστή της όχθης. Την πλησιάζω από μπροστά, πάντοτε από μπροστά αφού το πρόσωπό της είναι εντυπωμένο μέσα μου βαθιά. Και είναι αστείο, ξέρω μέχρι και τι θα φορούσε, τι θα μου έλεγε, τι θα ήθελε να κάνουμε μετά, πότε θα κουραζόταν και θα μου έλεγε να την πάω σπίτι. Αλλά όλα αυτά δεν έχουν πια καμία σημασία. Και ξέρω ότι το μόνο μέρος που θα ήθελα να είμαι είναι εδώ, να κάνω αυτό ακριβώς που κάνω, τις άσκοπες περιπλανήσεις μου με τα φαντάσματά μου να με ακολουθούν, τη μελωδία από το ‘in through your eyes’5 νωπή ακόμη μες στα αυτιά μου. Τίποτα από όλα αυτά δε μας επιβλήθηκε, τίποτα δεν υπήρξε που να μην το έχουμε επιλέξει. Και εγώ επέλεξα να βρίσκομαι εδώ, και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και όλη η συσσωρευμένη θλίψη είναι ο μοναδικός μου σύντροφος, θα τη δέσω με λουρί και θα τη σέρνω πίσω μου για χρόνια. 5

Strange C & ilektra – in through your eyes, 2014


Το Τέρας

79

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το αστικό τοπίο αρχίζει να ανοίγει νέες προοπτικές μετά από μια στροφή του ποταμού, σε πρώτο πλάνο το νησί με την παλιά πινακοθήκη, το Altes και το Neues Museum, στο βάθος ο καθεδρικός ναός Berliner Dom μου μοιάζει με καχέκτυπο της Notre Dame. Το νερό αποκτάει τώρα πλάτος, φθινοπωρινά φύλλα διάσπαρτα κυλάνε στα νερά του, χωρίς αυτά θα έμοιαζε ακίνητο. Στέκομαι για να κοιτάξω μια στιγμή το χάρτη. Ο στόχος μου δεν είναι μακριά. Θα πρέπει να φτάσω ως τη γέφυρα, να ανηφορίσω την Kalr-Liebknecht για πεντακόσια μέτρα και ύστερα στα δεξιά μέχρι τη Hackescher Markt, μετά φαντάζομαι ότι τα βήματα και οι αναμνήσεις θα με οδηγήσουνε σωστά. Φτάνω στην πλατεία και τα αναγνωρίζω όλα ένα-ένα, την παμπ με την επένδυση από πράσινο πλακάκι που μου θυμίζει Ιρλανδία, την πιτσαρία στη γωνία με τους Ιταλούς όπου μας είχανε σερβίρει πίτσα με ανανά, το φούρνο με τη θεαματική βιτρίνα, τα στρούντελ με τα ράσμπερις που πάντοτε με μαγνητίζουν. Στο βάθος της προοπτικής της Rosenhaler, στη γωνία, φαίνεται η κατάμαυρη οικοδομή με τα τεράστια τζάμια και την καφετέρια στο ισόγειο, αποκλείεται να κάνω λάθος και να μην είναι αυτή, δεν είμαι σίγουρος ωστόσο για τον όροφο, τέταρτος ή πέμπτος, αλλά τι από τα δύο τελικά; Κοιτάζω τα κουδούνια και βλέπω άγνωστα ονόματα. Είχαμε μείνει εδώ για μια εβδομάδα, χρόνια πριν, την ίδια εποχή όπως και τώρα, σε ένα εντελώς διαφορετικό πλανήτη του προσωπικού μου σύμπαντος ωστόσο. Όπως και εκείνη η εποχή με το Παρίσι, όλα αυτά έδειχναν τόσο μακριά, και έμοιαζε αναπόφευκτο οι φίλοι που μας φιλοξένησαν εδώ να έχουν φύγει και αυτοί. Δεν υπήρχε κάτι πια εδώ για εμένα. Είχα όμως κάτι ακόμα, ένα τελευταίο πράγμα που έπρεπε να κάνω πριν αποχωρίσω οριστικά. Απέναντι ακριβώς θυμόμουνα ότι βρισκόταν η στοά. Πέρασα από το φανάρι και την αναζήτησα, πρώτα μπήκα κατά λάθος σε μία άλλη με εμπορικές βιτρίνες και ταμπέλες πολυεθνικών. Φοβήθηκα για μια στιγμή ότι ίσως να την είχαν καταστρέψει, να την είχανε ανακαινίσει, να την είχαν αντικαταστήσει με αυτό το έκτρωμα που έβλεπα μπροστά μου. Φοβήθηκα ότι θα μπορούσαν να μου το έχουνε στερήσει και αυτό. Υποχώρησα πισωπατώντας και έπεσα πάνω σε έναν γιαπωνέζο με την κάμερα στο χέρι. Βγήκα στο δρόμο και κοίταξα ξανά τριγύρω. Δίπλα ακριβώς βρισκότανε -συνέχιζε να βρίσκεται- αυτό που αναζητούσα. Μπήκα στη στοά και περιπλανήθηκα στις αναμνήσεις μου εκεί. Άγγιξα τους γκρίζους τοίχους στο σημείο που έλεγε χίλιες φορές τη λέξη Love και προχώρησα στο βάθος. Το Eschschloraque ήτανε και αυτό ακόμα εκεί, η πόρτα ήταν ανοιχτή και μια κοπέλα με μελαχρινό καρέ μαλλί καθάριζε με ένα πανί τους πάγκους.


80

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Και βέβαια, το Τέρας ήτανε εκεί. Εκεί, σαν ένα μοναδικό ανέγγιχτο σημείο στον κόσμο μου που είχε κατεδαφιστεί. Ήξερα ότι εάν του έριχνες ένα ευρώ θα άρχιζε να ζωντανεύει, το ήξερε και αυτή γιατί ήμασταν εκεί μαζί εκείνο το βράδυ, το πότε ακριβώς δεν είχε σημασία, αφού όλα αυτά ανήκαν στη τεράστια ενότητα με την ταμπέλα 'παρελθόν'. Στεκόμουνα μπροστά στο Τέρας μου, και άρα είχα εκπληρώσει το στόχο της ημέρας. Και όμως, τότε ακριβώς που είχα απαλλαχθεί από το σκοπό της περιπλάνησης, τότε που είχα φτάσει στο τέλος της τετράωρης μοναχικής πορείας, μπόρεσα να δω ξεκάθαρα τη ματαιότητά της. Μέχρι τότε η συσσωρευμένη θλίψη μου έμοιαζε απόλυτα διαχειρίσιμη, αλλά τώρα ήξερα ότι δεν ήταν πια. Κρατούσα το ευρώ ανάμεσα στα δάκτυλα μέσα στη τσέπη, το έσφιγγα δυνατά, πιο δυνατά ακόμη, στάθμιζα τις δυνάμεις μου. Στο τέλος στράφηκα και άρχισα να περπατώ, όσο πιο γρήγορα το δυνατόν να εγκαταλείψω τη στοά. Ο κόσμος έξω πηγαινοερχότανε, λεπτές ψιχάλες άρχιζαν να πέφτουν. Πήγα κατευθείαν στην καφετέρια της μαύρης πολυκατοικίας, θυμήθηκα που λέγαμε ότι ο καφές εκεί ήτανε καλός. Μύριζε πράγματι υπέροχα αλλά δεν μπορούσα ακόμη να τον πιω. Της τηλεφώνησα, δεν πίστευα ότι θα απαντούσε, ήτανε άλλωστε πρωί και θα είχε δουλειά. Το σήκωσε. Της είπα που βρισκόμουν και ότι μου έλειπε. Η συσσωρευμένη θλίψη πρέπει να διαπέρασε το ακουστικό, γιατί προσπάθησε να με παρηγορήσει. Μου λέει «να ρίξεις το ευρώ να αρχίσει να κουνιέται», αλλά εγώ της απαντώ ότι δε θέλω να το κάνω, ότι προσπάθησα και ότι δεν μπορώ. Ένιωσα τα μάτια μου να θολώνουν, ψέλλισα μια δικαιολογία, της είπα «θα σε πάρω αργότερα» και το έκλεισα. Άνοιξα το τετράδιο άρχισα να γράφω. Δίπλα από τη Hackescher Markt στο Βερολίνο, υπάρχουν δύο εσωτερικές στοές.....


Το Τέρας

81

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


82

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________


Το Τέρας

83

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


84

Απόστολος Λαγαρίας

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η συλλογή αποτελείται από 15+1 διηγήματα, με το τελευταίο να ολοκληρώνει έναν κύκλο παρουσιάζοντας την πορεία της σκέψης του αφηγητή που οδήγησε τη συγγραφή του πρώτου. Οι πόλεις (Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Αθήνα) και οι μη-τόποι των αεροδρομίων που τις συνδέουν, κυριαρχούν ως χώροι αναφοράς στις αφηγήσεις. Τα διηγήματα αντλούν την έμπνευσή τους από διάφορα πεδία ανάμεσα στα οποία κυρίαρχα είναι ο έρωτας, η μουσική και γενικότερα οι τέχνες, αλλά και η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της σημερινής οικονομικής κρίσης. Στο σύνολο τους διαμορφώνουν ένα νοηματικό ταξίδι που έχει ως κοινό τόπο τη σύγχρονη ζωή, την τέχνη και τα αδιέξοδά τους.

ISBN: 978-618-5040-92-5


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.