ΛΙΒΗΘΡΑ

Page 1

Βάλια Καραμάνου

[1]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


[2]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Βάλια Καραμάνου γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει κι εργάζεται ως φιλόλογος. Παράλληλα αρθρογραφεί σε περιοδικά και ειδησεογραφικά ιστολόγια, ενώ έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Εργογραφία:  «Φωτογραφείον το Μάνεσι» (εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2009)  «Το Πηγάδι» (εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2011), συλλογή διηγημάτων, που μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δασμός» του εκδοτικού οίκου Ιω. Μαυροειδάκου (Παρίσι, 2012)  «Αστεροειδής Γλυκάνισος» (εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2012) νουβέλα  «Για σένα» (εκδόσεις Αστάρτη, 2014) νουβέλα Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:  «Summer Stories» (εκδόσεις Fortezza, 2013) με το διήγημα «Αποχαιρετισμός»  «Θρύλοι του Σύμπαντος ΙΙΙ» (εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, 2014) με το διήγημα «Μονή Αβγού»

 «120 λέξεις» Flash Fiction, συμμετοχή με τα διηγήματα: «Μαύρα», «ο Πεταλωτής», «Ελεύθερο σχέδιο», «το Μαρμάρωμα», «Serge»


Βάλια Καραμάνου

[3]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΑΛΙΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ

Λίβηθρα Μυθιστόρημα


[4]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βάλια Καραμάνου, Λίβηθρα ISBN: 978-618-5147-21-1 Φεβρουάριος 2015

Σχεδιασμός εξωφύλλου, Σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Η συγγραφέας φέρει την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου.

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη της συγγραφέως και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Βάλια Καραμάνου

[5]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


[6]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Βάλια Καραμάνου

[7]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στον πατέρα μου


[8]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Βάλια Καραμάνου

[9]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ ....................................................................................................................11 «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ».............................................................................................................................15 «ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ» .........................................................................................................................19 «ΘΑΜΜΕΝΑ» ...............................................................................................................................24 «LIKE A CURSE»...........................................................................................................................28 «ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ» ........................................................................................................31 «ΌΛΟΙ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΣΕΝΑ!»......................................................................................................36 «SPEAKING WITH NO WORDS»................................................................................................42 «ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ»................................................................................................47 «ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ»..............................................................................................................................52 «ΟΙΩΝΟΣ» .....................................................................................................................................57 «Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ».......................................................................................................................63 «ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΤΟΜΑΤΑ».................................................................................................................67 «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ» .................................................................................................................70 «ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΔΙ» ............................................................................................................74 «ΈΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ»..................................................................................................................79


[10]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Βάλια Καραμάνου

[11]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1 Προς κατεδάφιση «Λίβηθρα 5 χλμ» έγραφε η μπλε πινακίδα με το άσπρο πλαίσιο στη δεξιά πλευρά του ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Το μπλε yaris διέσχιζε τη Θεσσαλική πεδιάδα μέσα στη μεσημεριανή ζέστη του νεογέννητου Ιουνίου του 2014. Μόλις όμως έστριψε προς τον ανηφορικό παράδρομο, που υποδείκνυε η πινακίδα, το κλίμα άρχισε ν’ αλλάζει. Σταδιακά, το τοπίο έπαιρνε τη μορφή του ορεινού όγκου του Ολύμπου, που δέσποζε επιβλητικά στον ορίζοντα: οι απέραντες καλλιεργήσιμες και γεωμετρικά οριοθετημένες πεδιάδες αντικαταστάθηκαν από μικρά χωριά σκαρφαλωμένα στους πρόποδες του πιο υποβλητικού ορεινού όγκου, την ουράνια κατοικία των αρχαίων θεών. Η Χλόη κατέβασε το τζάμι του παραθύρου της για να γευτεί τον δροσερό αέρα. Ανάσανε βαθιά. Σήκωσε τα μαύρα γυαλιά της για να γεμίσουν τα καστανά γλυκά μάτια της από τη γνώριμη φυσική ομορφιά. Την τελευταία φορά που έκανε αυτήν ακριβώς τη διαδρομή ήταν αρχές Άνοιξης. Ακόμα όμως κρατούσε το χειμωνιάτικο κρύο, παρότι τριγύρω πρόβαλλαν δειλά τα πορφυρά κεφάλια τους οι παπαρούνες και τα άλλα, εκείνα τα κίτρινα άνθη, που η Χλόη ξεχνούσε διαρκώς το όνομά τους από μικρό παιδί. Μέχρι τα δεκαοχτώ της χρόνια, δηλαδή το 1996, υπήρξε κάτοικος Λιβήθρων, της μικρής αυτής κωμόπολης, που απλώνονταν χτισμένη σ’ ένα οροπέδιο στη δυτική πλευρά του Ολύμπου. Τα τελευταία όμως δεκαοχτώ χρόνια ζούσε στην Αθήνα και εργαζόταν – προσπαθούσε τουλάχιστον – να βγάζει τα προς το ζην ως φωτογράφος. Αγαπούσε από παιδί τη φωτογραφία, όπως και ο πατέρας της. Ίσως, γιατί όλος ο κόσμος γύρω της ήταν τότε ένας απέραντος καμβάς για να τον απαθανατίσει κανείς ή με πινέλα ή με τον φακό του. Τι έγινε όμως και την κέρδισε η πόλη και αυτήν και τον Στέλιο, τον κατά ένα χρόνο μικρότερο αδερφό της, που τώρα διέσχιζε τις θάλασσες μέσω της ναυτιλιακής εταιρίας που εργαζόταν; «Πολλά….» αναλογίστηκε η Χλόη αναστενάζοντας. Τεντώθηκε στο τιμόνι και κατέβασε τον μικρό καθρέφτη του παρμπρίζ για να κοιταχθεί. Οι μαύροι κύκλοι, που στεφάνωναν τα σκούρα μάτια της στο λεπτό πρόσωπό της, μαρτυρούσαν την κούρασή της. Είχε κοιμηθεί ελάχιστα την προηγούμενη νύχτα κι έπρεπε να σηκωθεί νωρίς το πρωί ώστε μέχρι το μεσημέρι να βρίσκεται στο γηροκομείο, όπου διέμενε η μητέρα της τα τελευταία δεκαπέντε


[12]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χρόνια. Φρόντιζε να την επισκέπτεται όσο πιο συχνά μπορούσε, αλλά η απόσταση ήταν μεγάλη τόσο χιλιομετρικά όσο και νοητά μεταξύ τους. Η Αλεξάνδρα, η μητέρα της Χλόης, ήταν περίεργη γυναίκα. Στα σαράντα πέντε της χρόνια, δηλαδή δεκαπέντε χρόνια πριν και ενώ ήταν ακόμα νεότατη, έπαθε ένα ελαφρύ εγκεφαλικό. Ο πατέρας συμπλήρωνε ήδη μια εικοσαετία νεκρός, ο αδερφός ταξίδευε μακριά και η μόνη λύση στάθηκε η εισαγωγή της σ’ αυτό το μικρό οίκημα στην άκρη της πόλης. Η Αλεξάνδρα δε διαμαρτυρήθηκε καθόλου, σα να ήθελε να φύγει από το σπίτι της. Πάντα έδινε την αίσθηση στη Χλόη πως δεν ήθελε να μένει πια εκεί κι ας γέννησε τα δυο της παιδιά στο συμπαθητικό διώροφο σπίτι, όπου έζησε αρκετά ευτυχισμένα χρόνια με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερό της σύζυγο, το Γιώργο. Όλα ήταν ωραία τότε. Το άνετο διώροφο με το μαγαζί ψιλικών από κάτω στο ισόγειο, την οικογενειακή επιχείρηση, τον ζαχαρένιο ‘παράδεισο’ κάθε παιδιού!.... Η Χλόη χαμογέλασε στη σκέψη αυτή. Λάτρευε τις σοκολάτες ως μικρό κορίτσι! Θυμάται που κατέβαιναν στο μαγαζί κρυφά με τον αδερφό της για να τις γευτούν. Γέμιζαν τα παιδικά μάτια από τον πολύτιμο θησαυρό, που απλωνόταν επιβλητικά μπροστά από την ταμειακή, γέμιζε το στόμα από τη γλύκα μετά σε κάποια σκοτεινή γωνία του μαγαζιού, στα πίσω ράφια με τ΄ απορρυπαντικά…. Πέρασαν τα χρόνια και από τότε η Χλόη απέφευγε να περνά από εκείνο το μέρος πια. Ερχόταν κάθε δυο μήνες περίπου στα Λίβηθρα, επισκεπτόταν την αμίλητη σχεδόν μητέρα της, το βράδυ έμενε σε μια πανσιόν με δύο δωμάτια εκεί κοντά και την επομένη το πρωί έφευγε, αφού χαιρετούσε ξανά την Αλεξάνδρα. Ευτυχώς, υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για να γίνεται αυτό, να φιλοξενείται δηλαδή η άρρωστη γυναίκα στον οίκο ευγηρίας για το υπόλοιπο της ζωής της. Τα κατάφερε καλά, αν και υπήρξε χήρα με δυο παιδιά. Τόσο καλά, που παρέμεναν άλυτο μυστήριο τα λεφτά που χρειάστηκαν για να φύγουν τα δυο παιδιά στην Αθήνα και για να ενισχύεται ακόμα οικονομικά η μεγάλη κόρη, όταν δεν είχε φωτογραφίσεις. Μια οικογένεια πλαισιωμένη με σιωπή, με μυστικά. Όταν η Χλόη απόδιωξε από το μυαλό της τις σκέψεις αυτές είχε ήδη μπει στα Λίβηθρα, είχε προσπεράσει ασυναίσθητα τον οίκο ευγηρίας και ενστικτωδώς είχε μπει στον κεντρικό δρόμο της μικρής πόλης. Ό, τι απέφευγε συστηματικά χρόνια τώρα, εκείνη τη μέρα μια άγνωστη παρόρμηση την είχε οδηγήσει ακούσια κατευθείαν έξω από το παλιό διώροφο και το κλειστό εδώ και χρόνια μαγαζί. Η καρδιά της κλώτσησε στο στήθος, νόμισε ότι θα φτερουγίσει και θα ξεπηδήσει από το στόμα της…. Μια ματιά έριξε μόνο σαν αστραπή προς τα κει. Μια ματιά που της γέμισε τα βλέφαρα υγρασία και αμέσως μετά πάτησε το γκάζι. Σταμάτησε σ’ ένα ξέφωτο ακριβώς έξω από την κωμόπολη, στην αντίθετη πλευρά του γηροκομείου. Έπρεπε να βγει από το αυτοκίνητο, ν’ αναπνεύσει καθαρό αέρα επειγόντως.


Βάλια Καραμάνου

[13]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Περπάτησε λίγα βήματα και ακούμπησε στον πρώτο κορμό λεύκας, που πρόβαλε μπροστά της. Ένιωθε ακόμα ταραγμένη. Έλυσε τα μακριά σκούρα μαλλιά της κι άναψε τσιγάρο. Τι είχε πάθει εκείνο το μεσημέρι; Σα να ξεπηδούσε ένα αόρατο χέρι από το παρελθόν και την οδηγούσε σε περιπλανήσεις σαν μαριονέτα. Γύρω της δέσποζε η επιβλητική ησυχία του βουνού διανθισμένη με μακρινά γλυκά κελαϊδίσματα πουλιών. Το δροσερό αεράκι, που κατέβαινε από την πλαγιά τη συνέφερε κάπως. Η ματιά της πλανήθηκε ολόγυρα: μερικά δέντρα πλαισίωναν το ξέφωτο στους πρόποδες του πιο ψηλού βουνού, του οποίου η κορυφή χανόταν μέσα στα λευκά σύννεφα. Ελάχιστα σπίτια διακρίνονταν στο βάθος, εκεί που άρχιζε η κωμόπολη και αμέσως μπροστά της σε λίγα μέτρα απόσταση ορθώνονταν ένας αλλόκοτος σωρός από τα ερείπια ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού. - Τα χαλάσματα… ψέλλισε η Χλόη με συγκίνηση αντικρίζοντας αιφνιδιασμένη άλλο ένα κομμάτι της παλιάς της ζωής. Έκανε άλλα δυο βήματα προς τα εκεί. Το ίδιο πλίνθινο σπίτι με τον μισογκρεμισμένο δυτικό τοίχο και τα ανοιχτά παράθυρα, που κρέμονταν μισάνοιχτα και ξεχαρβαλωμένα. Το μυστήριο των παιδικών κι εφηβικών της χρόνων, που στοίχειωνε και ολόκληρη την πόλη με την ιστορία, που κουβαλούσε στο άψυχο εσωτερικό του…. Μία πλαστική κατακίτρινη ταινία πλαισίωνε το χώρο και μία ανορθόγραφη πινακίδα κρεμασμένη στη σκουριασμένη μισάνοιχτη πόρτα έγραφε : «Προς κατεδάφησι». Η Χλόη ασυναίσθητα χαμογέλασε αγγίζοντάς την με τ’ ακροδάχτυλα. Δεν ήταν απλή μέρα η σημερινή, ήταν γεμάτη μαγεία, το διαισθανόταν. Αυτή τη φορά η επίσκεψή της στη γενέντειρά της ήταν διαφορετική με κάποιο τρόπο… Η ώρα όμως περνούσε κι έπρεπε να βιαστεί, αν ήθελε να προλάβει το επισκεπτήριο. Γύρισε στο αυτοκίνητό της και βιαστικά έβαλε μπροστά τη μηχανή. Μόλις έκανε την αναστροφή με κατεύθυνση ξανά τα Λίβηθρα έριξε μια φευγαλέα τελευταία ματιά στο ερείπιο. Ξαφνικά, μία σκιά της φάνηκε να ορθώνεται πίσω από τη σιδερένα πόρτα. Η έκπληξη την έκανε να χάσει για λίγο τον έλεγχο του τιμονιού από τα χέρια της. Αμέσως όμως επανήλθε και στύλωσε τα μάτια της στην ευθεία. Θα της φάνηκε. Ο μεσημεριανός ήλιος έπαιζε παιχνίδια στις φυλλωσιές, στις σκιές των δέντρων ολόγυρα και στα γλυκά της καστανά μάτια, που άλλαζαν χρώμα με το φως. Η επόμενη στάση ήταν το γηροκομείο. Αποκλειστικά πλέον και χωρίς άλλες παρεκκλίσεις. « you and me in silence you and me in love I can see your face barring the dim light, baby » Τραγουδούσαν οι Magenta στο ραδιόφωνο.


[14]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

« you and me in silence you and me in love I can see your face barring the dim light, baby »


Βάλια Καραμάνου

[15]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

2 «Αλεξάνδρα» Όταν η Χλόη πέρασε την πόρτα του γηροκομείου κόντευε μία και μισή το μεσημέρι. Σε μισή ώρα το επισκεπτήριο θα τελείωνε. Με βιαστικό βήμα διέσχιζε τους μακρόστενους διαδρόμους του κτιρίου. Δεκαπέντε χρόνια πριν έκανε την ίδια διαδρομή σπρώχνοντας μπροστά της το καροτσάκι με την Αλεξάνδρα αμίλητη, χλωμή και τα κατάμαυρα μαλλιά της τυλιγμένα σε σφιχτό κότσο στον σβέρκο της. Έμοιαζε καταβεβλημένη, όμως τόσο νέα για να ταιριάζει σε εκείνο το περιβάλλον. Στην ουσία όμως δεν επρόκειτο για οίκο ευγηρίας αποκλειστικά, αλλά για κέντρο αποκατάστασης, του οποίου οι τρόφιμοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν υπερήλικες καταγόμενοι από τα Λίβηθρα ή τα γύρω χωριά. Έτσι το αποκαλούσαν όλοι ‘γηροκομείο’. Έφτασε στο δωμάτιο της μητέρας της και χτύπησε απαλά την πόρτα Χωρίς να περιμένει απάντηση την άνοιξε με μία απροσδιόριστη ταραχή. Η εξηντάχρονη πλέον γυναίκα καθόταν στην ίδια θέση πάντα με την καρέκλα της γυρισμένη προς το παράθυρο για να ατενίζει τις ολύμπιες βουνοκορφές… - Καλημέρα, μητέρα! τη χαιρέτησε με βραχνή φωνή η Χλόη. Η Αλεξάνδρα στράφηκε προς το μέρος της κόρης της, χαμογέλασε και της έτεινε το λιπόσαρκο χέρι για να την αγγίξει. Μητέρα και κόρη κάθισαν δίπλα σχεδόν σιωπηλές. Που και που απηύθυνε η μία στην άλλη τυπικές ερωτήσεις. Η Χλόη παρατηρούσε κρυφά την άλλοτε μελαχρινή γυναίκα με κάποιες τούφες μαλλιών να ασημίζουν τώρα πια γύρω από το αδύνατο χλωμό πρόσωπο. Μόνο τα μάτια, αυτά τα κατάμαυρα κάρβουνα ήταν όλο φωτιά και σκοτάδι… Την αγαπούσε τη μητέρα της, όμως ποτέ δεν κατάφερε να την πλησιάσει. Η Αλεξάνδρα κρατούσε πάντα θαμμένα τα μυστικά της από όλους. - Ο Στέλιος που είναι; ήταν η μόνη ερώτηση που έκανε με λαχτάρα η μεσόκοπη γυναίκα. - Ταξιδεύει στη Μεσόγειο, μητέρα, απάντησε η Χλόη. - Πάντα μακριά….μουρμούρισε με πίκρα η Αλεξάνδρα. Πάντα…. Μετά πάλι βάρυνε η σιωπή ανάμεσά τους. Έξω από το παράθυρο ο ήλιος μεσουρανούσε, η ζέστη είχε σφίξει για τα καλά. Η Χλόη, που δυσανασχετούσε ιδρωμένη μέσα στο αμάνικο λευκό μπλουζάκι και το τζην παντελόνι της παρατηρούσε έκπληκτη την Αλεξάνδρα να μην υποφέρει μέσα στο κατάμαυρο μακρύ φόρεμά της με τα μανίκια, που έφταναν ως τους καρπούς των άσπρων χεριών της.


[16]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λεφτά χρειάζεσαι; ξαναρώτησε άχρωμα η γυναίκα, σχεδόν μηχανικά. Χλόη έγνεψε αρνητικά. Παραδόξως, υπήρχαν πολλά στον τραπεζικό τους λογαριασμό. Ειδικά από τότε που έφυγε με τον αδερφό της για σπουδές, πριν δεκαοχτώ χρόνια. Πήγαινε καλά το μαγαζί, ισχυριζόταν η Αλεξάνδρα. ¨Όσο καλά μπορούσε να πηγαίνει το ψιλικατζίδικο μίας μικρής κωμόπολης. Απαντήσεις όμως συγκεκριμένες ποτέ δεν έπαιρνε από τη μητέρα της. ¨Ήταν ένα αίνιγμα σωστό, ειδικά από τότε που πέθανε ο πατέρας. Λάθος: ο πατέρας σκοτώθηκε, τον έφεραν σκοτωμένο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1994, όταν αυτή ήταν δεκαέξι χρόνων και ο αδερφός της δεκαπέντε. Τότε που η Χλόη νόμιζε ότι όλος ο κόσμος της ήταν ένα καρδιοχτύπι για τον δεκαοχτάχρονο γείτονά της, τον Παναγιώτη. Τότε όμως έμαθε με φριχτό τρόπο πως η ζωή επιφύλασσε μεγαλύτερα μυστήρια από αυτό του έρωτα… Από εκείνη τη στιγμή, η Αλεξάνδρα έγινε πιο αλλόκοτη, η σκοτεινή πλευρά της την κατάπιε. Αυστηρή, απόλυτη στις αρχές της, ανέλαβε αποκλειστικά τη φροντίδα των παιδιών της δίχως βοήθεια από αλλού, αφού παππούδες δεν υπήρχαν από καμία πλευρά. Μόνη κρατούσε το μαγαζί και πάλευε για να μην τους λείψει τίποτα. Ήταν τότε σαράντα χρόνων με το αυστηρό της πρόσωπο όμορφο, τα μαύρα της μάτια γεμάτα μυστήρια και τα μαλλιά της ένας τιθασευμένος χείμαρρος σε σφιχτό κότσο λίγο πιο πάνω από τον κατάλευκο σβέρκο. - Υπάρχει κάποιος άντρας στη ζωή σου; ακούστηκε η λεπτή φωνή της Αλεξάνδρας, που έβγαλε τη Χλόη από τους ρεμβασμούς της. - Όχι….ψέλλισε η κόρη και στο μυαλό της ήρθαν διάσπαρτες ερωτικές σκηνές με διάφορους περιστασιακούς εραστές. - Εκείνος έχει παντρευτεί κι έχει κάνει παιδιά, ξανάπε η Αλεξάνδρα κι έστρεψε προς την κόρη τα σκοτεινά της μάτια. - Το ξέρω, το ξέρω… απάντησε ενοχλημένη εκείνη και πετάχτηκε όρθια για να σταθεί δίπλα στο παράθυρο αμήχανη. Οι ίδιες ερωτήσεις για τον εφηβικό έρωτα, τον Παναγιώτη, χρόνια τώρα. Δεν άντεχε, ήθελε να ξεχάσει. Ήταν ένας από τους λόγους που έφυγε άλλωστε από τα Λίβηθρα εξ αρχής. Η Αλεξάνδρα αντιλήφθηκε την ταραχή της κόρης της και ξαναβυθίστηκε στη σιωπή. Μόνο το σώμα της ήταν πια εκεί. Εκείνη ‘πετούσε’ κάπου έξω εκεί στα πανύψηλα βουνά των αρχαίων θεών…Η Χλόη τη φίλησε στο μέτωπο στοργικά και την χαιρέτησε με την υπόσχεση ότι θα τα ξαναπούν την επόμενη μέρα το πρωί. -

Πέρασε το απόγευμα στη μικρή πανσιόν βυθισμένη σε σκέψεις. Η μικρή της περιπλάνηση στην πόλη το πρωί είχε διαταράξει την έως τότε αδιαπέραστη κρούστα, που συγκρατούσε τις αναμνήσεις της. Η εικόνα του διώροφου και του μαγαζιού γέμισε με νοσταλγία την καρδιά της για τα όμορφα χρόνια, τότε που ζούσε ο πατέρας και το σπίτι τους ήταν γεμάτο χαρά. Τον θυμόταν τον πατέρα πάντα ψηλό, πανύψηλο, γεροδεμένο με σκούρα χρώματα και μια λευκή οδοντοστοιχία, που


Βάλια Καραμάνου

[17]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αναδείκνυε το γοητευτικό του χαμόγελο. Ήταν ¨όμορφο ζευγάρι ο Γιώργος με την Αλεξάνδρα κι εκείνος τρυφερός πατέρας των δυο παιδιών του! Και ήταν κι εκείνη η επίσκεψή της στα χαλάσματα νωρίτερα το μεσημέρι, που την είχε ταράξει….Είχε ξεχάσει τον παιδικό φόβο, το σπίτι με τους θρύλους και τις προλήψεις που βάραιναν στα χαλασμένα παραθυρόφυλλα, στη σκουριασμένη πόρτα και τη μισογκρεμισμένη ξύλινη σκάλα στο εσωτερικό του. Οι ντόπιοι έλεγαν πως υπήρχαν τρία πηγάδια στο κελάρι του, τρία στόματα μέσα στη γη: το ένα ήταν γεμάτο φίδια και όποιος το έβρισκε θα γέμιζε δυστυχία ο τόπος. Το δεύτερο ήταν γεμάτο χρυσό και θα έκανε πλούσιο όποιον το ανακάλυπτε και το τρίτο; Ένα στόμα γεμάτο νερό, που θα έπνιγε όλο τον κόσμο! Η Χλόη χαμογέλασε αμυδρά στις σκέψεις αυτές. Όλοι τις περιγελούσαν, κανείς όμως δεν τολμούσε να πάει να σκάψει σε εκείνο το μέρος! Η ίδια και οι φίλοι της περνούσαν μόνο απ’ έξω κι έριχναν κλεφτές φοβισμένες ματιές προς το ερειπωμένο σπίτι. Καμιά φορά, οι πιο τολμηροί έμπαιναν από την τρύπα στο πλάι του συρμάτινου φράχτη με καρδιοχτύπι για να σχηματίσουν έναν κύκλο κατάχαμα στην ερημωμένη αυλή και να αφηγηθούν τρομαχτικές ιστορίες για την οικογένεια, που βρήκε απρόσμενο και ανεξιχνίαστο θάνατο σ’ εκείνο τον άλλοτε τόπο κατοικίας της… Και τώρα αυτή η γλυκιά και αστοχημένη νεανική ανάμνηση ήταν έτοιμη ‘προς κατεδάφιση’… Άναψε τσιγάρο. Έξω ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, το φως λιγόστευε κι εκείνη παρέμενε κλεισμένη στο άχαρο δωμάτιο με τις σκέψεις και τα συναισθήματα ένα κουβάρι μέσα της…. Μήπως αυτός ο θρύλος είχε επηρεάσει μόνο τα μικρά παιδιά; Θυμάται την μητέρα της την Αλεξάνδρα να συζητά με το Γιώργο γι’ αυτό, σαν μέσα σε όνειρο πολύ παλιά κι έπειτα- μετά το θάνατό του- εκείνη έπαψε πια να μιλά. ¨Ήταν σίγουρη όμως η Χλόη πως η μητέρα της πήγαινε στα χαλάσματα και κάτι έψαχνε, άγνωστο τι… Συχνά γύριζε σκονισμένη δήθεν από το μαγαζί με μάτια βυθισμένα σε άλλο κόσμο. «Να μην ανησυχείτε, έλεγε και ξανάλεγε στα παιδιά της, τίποτα δεν θα σας λείψει. Έννοια σας, θα βρω εγώ τον τρόπο!» τα παρηγορούσε με σιγουριά και να που τον βρήκε τελικά! Άγνωστο πως… Το μαγαζί ήταν χρεωμένο, η πελατεία – άγνωστο γιατί- είχε κόψει μετά το θάνατο του πατέρα, κανείς δεν τους στήριζε πια. Εκείνη όμως τα κατάφερε ! Όταν τελικά η Χλόη βγήκε ξανά έξω, ένα πορφυρό στερέωμα σκέπαζε τη μικρή πόλη. Η δροσιά του βουνού τύλιγε τα μικρά σπίτια γεμάτη αρώματα και ήχους αρπακτικών, που πετούσαν προς τις φωλιές τους για να κουρνιάσουν. Χωρίς δεύτερη σκέψη και μετά από πολλά χρόνια- σχεδόν μια δεκαετία- η Χλόη έσπρωξε την βαριά σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου για να επισκεφτεί τον πατέρα της, που ήταν θαμμένος εκεί. Στάθηκε πάνω από το λιτό μνήμα με τα μάτια στυλωμένα στο γοητευτικό χαμόγελο του μελαχρινού άντρα της φωτογραφίας. Έπειτα ήρθε η εικόνα του μέσα στο φέρετρο την ώρα της εξόδιου ακολουθίας. Ακίνητος, κέρινος με το κρανίο ‘θαμμένο’ στα λουλούδια ώστε να καλύπτουν το κάταγμα που του


[18]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αφαίρεσε πρόωρα τη ζωή … Ένας κόμπος στο λαιμό την έπνιξε και στηρίχτηκε για να μην πέσει στη μικρή μάντρα δίπλα της. Ποτέ δεν είχε κάποια ‘επαφή’ μαζί του από τότε που πέθανε, ένα σημάδι ότι υπάρχει κάτι μετά από το τέλος. Μόνο μία φορά είχε έρθει στ’ όνειρό της: ήταν μία παράξενη νύχτα γκρίζα, υποτίθεται, κι εκείνη βάδιζε κλαίγοντας στο δάσος δίπλα στην πόλη. Τότε ο πατέρας ήρθε κοντά της, φορώντας το καλό κουστούμι του, της έπιασε το χέρι και της είπε γλυκά «μην κλαις». Εκείνη περπατούσε δίπλα του κρατώντας του το χέρι κι εκείνος είχε γίνει μικρός, μια σταλιά σαν μικρό παιδί δίπλα της και διαρκώς μίκραινε… Ένα σύρσιμο στο χώμα ξαφνικά την έκανε να βγει από τις σκέψεις της. Στάθηκε ακίνητη από ένστικτο και αφουγκράστηκε καλλίτερα. Πράγματι, μία αδιόρατη κίνηση ήταν πλέον αντιληπτή πολύ κοντά της. Κράτησε την ανάσα της και σε απόσταση ενός μέτρου δίπλα στο μάρμαρο του μνήματος διέκρινε ένα πολύχρωμο σώμα φιδιού να ελίσσεται με ανατριχιαστική ευλυγισία και ταχύτητα. Για λίγα δευτερόλεπτα η Χλόη έμεινε στη θέση της μουδιασμένη. Κατόπιν όμως με ένα σάλτο βρέθηκε ως την πόρτα του νεκροταφείου και από εκεί στο αυτοκίνητό της. Το σκοτάδι γύρω της πύκνωνε και η καρδιά της ήταν γεμάτη αλλόκοτες συγκινήσεις εκείνη τη μέρα. Το επόμενο πρωί θα γύριζε στην Αθήνα δίχως άλλη αναβολή, σκέφτηκε φωναχτά. Θα περνούσε από τη μητέρα της ξανά και μετά θα έφευγε, επανέλαβε στον εαυτό της. Ψέματα…ούτε ήθελε, ούτε ήταν έτοιμη ακόμα να φύγει. Το βράδυ αργά, μέσα στα φτηνά σεντόνια της μικρής πανσιόν ήρθε στην μνήμη της η εικόνα της Αλεξάνδρας πριν πολλά χρόνια. Πόσα άραγε; προσπαθούσε να υπολογίσει η Χλόη. Πρέπει να ήταν δεκαοχτώ χρόνια περίπου… Ναι, ήταν το 1996! Τη χρονιά που η Χλόη με τον αδερφό της έφυγαν για την Αθήνα αφήνοντας τα πάντα πίσω τους. Σημαδιακή χρονιά: η Χλόη έχασε ένα όνειρο – τον Παναγιώτη, που ήταν φοιτητής πια στην Αθήνα, αλλά ποτέ δεν τον συνάντησε στην πρωτεύουσα μετέπειτα. Αλλά και στα Λίβηθρα έγιναν πολλά , με κυριότερο γεγονός την εξαφάνιση του πλούσιου δικηγόρου Γεράσιμου Ανδριώτη, του οικογενειακού τους φίλου, που τότε θα κόντευε τα πενήντα. Ναι, ήταν το 1996. Πώς το είχε ξεχάσει η Χλόη; Εκείνο το βράδυ, χειμώνας πρέπει να ήταν, γιατί έβρεχε , η Αλεξάνδρα άργησε να γυρίσει από το μαγαζί και τα δυο παιδιά της ανησυχούσαν. Όταν τελικά άκουσαν τον ήχο του κλειδιού στην πόρτα ανάσαναν βαθιά με ανακούφιση. Μπήκε μέσα στο καθιστικό μία γυναίκα μουσκεμένη ως το κόκκαλο, με τα μαύρα της μαλλιά ξέπλεκα και λασπωμένα, όπως άλλωστε και τα ρούχα της, που ήταν γεμάτα χώματα και ακαθαρσίες. Με έκπληξη τα δυο παιδιά αναγνώρισαν τη μητέρα τους , την Αλεξάνδρα….


Βάλια Καραμάνου

[19]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

3 «Επικίνδυνος» Μια νύχτα κατάμαυρη απλώθηκε στα Λίβηθρα και στα γύρω χωριά, που σκαρφάλωναν στις πλαγιές του Ολύμπου. Όσο και να καιγόταν ο τόπος την ημέρα, η νύχτα ήταν πάντα ψυχρή και βουβή στο βουνό. Η μικρή πόλη κοιμόταν. Μόνο αραιά και που κάποιο μακρινό αλύχτισμα σκυλιού ή κρώξιμο από νυχτοπούλι διέκοπταν αυτή τη μακάρια σιωπή. Η τέταρτη μέρα του Ιουνίου γεννιόταν στη σιγαλιά του βουνού χωρίς φεγγάρι, μα ανάμεσα σε μυριάδες αστέρια, που πρόβαλαν τόσο κοντινά στους θνητούς κατοίκους εκείνης της πόλης… Η Αλεξάνδρα, μέσα στο μακρύ νυχτικό της, κοιμόταν στο δωμάτιό της στον οίκο ευγηρίας. Από το μεγάλο παράθυρο στα δεξιά του κρεβατιού της ο ουράνιος θόλος έστελνε το φως των αστεριών του μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Η γυναίκα αναδεύτηκε μέσα στον ύπνο της, άπλωσε το αριστερό της χέρι χαϊδεύοντας την κενή πλευρά του κρεβατιού και ψέλλισε γλυκά: - Γιώργο…. Αμέσως όμως το χέρι πάγωσε, η φωνή κόπηκε και τα μάτια της άνοιξαν μεμιάς- δυο μαύρες τρύπες στο απόλυτο σκοτάδι, μέρος της νύχτας κι αυτά. Ξεροκατάπιε. Το πάθαινε συχνά αυτό τα τελευταία χρόνια: κοιμόταν και νόμιζε ότι βρισκόταν στο παλιό σπίτι με το μεγάλο κρεβάτι κι εκείνος ήταν δίπλα της, πάντα δίπλα της να την προσέχει. Έπειτα ξυπνούσε και ήταν μόνη στο κρεβάτι του ιδρύματος… Άλλαξε πλευρό στρέφοντας το πρόσωπο προς το παράθυρο. Τώρα τα μάτια της ήταν δυο κατάμαυρες λίμνες διάστικτες από φωτεινά στίγματα, αστέρια…Η μορφή του Γιώργου ήταν πάντα μπροστά της: νέος, μελαχρινός, ψηλός και γεροδεμένος με εκείνο το φωτεινό χαμόγελο που ράγιζε καρδιές! Έτσι τον γνώρισε, έτσι τον θυμόταν πάντα. Ποτέ δεν ξεχνούσε την ανοιξιάτικη μέρα που πρωτομπήκε στο μαγαζί τους αυτός ο νέος άντρας. Εκείνη καθόταν πίσω από το ταμείο. Είχε τελειώσει πριν δυο χρόνια περίπου το σχολείο και βοηθούσε τον ηλικιωμένο πατέρα της στην οικογενειακή τους επιχείρηση, καθώς η μητέρα της είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν, όταν ήταν ακόμα παιδί. Η Αλεξάνδρα επομένως- ως μοναχοκόρη- ήταν πλέον η νοικοκυρά, η οικοδέσποινα και η επιχειρηματίας κι ας ήταν μόνο είκοσι χρόνων. Ο Γιώργος ήταν είκοσι ένα και είχε να έρθει από ένα διπλανό χωριό να δουλέψει στα Λίβηθρα σε μια οικοδομή απέναντι από το ψιλικατζίδικο.


[20]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όλα τα είπαν μεταξύ τους από εκείνη τη μέρα που ήρθε στο μαγαζί για να αγοράσει ένα μπουκάλι νερό. Από τότε και για δύο μήνες σχεδόν η Αλεξάνδρα χτένιζε με εξαιρετική επιμέλεια τα κατάμαυρα μαλλιά της – τότε και μόνο τότε τα άφηνε ελεύθερα να κυματίζουν στους ώμους της- και χρωμάτιζε ελαφρά τα χείλη της κρυφά από τον γέρο πατέρα της. Εκείνος βέβαια, κάτι είχε μυριστεί και γκρίνιαζε διαρκώς. Δεν ήθελε να χάσει τη μονάκριβη θυγατέρα του, το στήριγμά του, για να την παραδώσει σε έναν φτωχό και ορφανό εργάτη από κάποιο γειτονικό χωριό. Δε γνώριζε όμως πως η Αλεξάνδρα ήδη συναντιόταν τα βράδια κρυφά με το Γιώργο και αντάλλασσαν καυτά, γεμάτα απόγνωση φιλιά πότε στις ερημιές του βουνού, πότε στα χαλάσματα και μία καλοκαιρινή νύχτα μάλιστα τον έμπασε κρυφά στο κλειστό μαγαζί. Εκεί, πίσω από τα ράφια με τα απορρυπαντικά στο πίσω μέρος του μαγαζιού η Αλεξάνδρα γνώρισε τον έρωτα κρυφά δαγκώνοντας τα χείλη της να μην ακουστούν οι κραυγές ηδονής της στο σπίτι από πάνω, όπου κοιμόταν ο πατέρας…. -Γιώργο….ψιθύρισε ξανά η Αλεξάνδρα γεμάτη νοσταλγία. Τι όμορφα που ήταν τότε! Όλα ήταν δυνατά για τους δυο ερωτευμένους νέους, κανένα εμπόδιο δεν μπορούσε να σταθεί ανάμεσά τους. Ούτε καν ο ηλικιωμένος πατέρας! Όσο και να πρόβαλε ενστάσεις στις φήμες, που οργίαζαν για το ειδύλλιο του νέου εργάτη με την Αλεξάνδρα, εκείνη κάθε βράδυ συνέχιζε να τρέχει για να τον συναντήσει κρυφά. Μετά όμως από λίγους μήνες, ούτε αυτό ήταν αρκετό. Το ζευγάρι ήθελε να ζήσει μαζί, φανερά πια. Ο γέρο- Στέλιος έγινε έξαλλος και απαγόρευσε στην κόρη του να ξαναδεί τον Γιώργο. Έτσι, ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη, το ζευγάρι κλέφτηκε και παντρεύτηκε φέρνοντας πια όλη την τοπική κοινωνία και τον ηλικιωμένο επιχειρηματία προ τετελεσμένου γεγονότος. Ο Γιώργος έκτοτε έγινε ένας υποδειγματικός σύζυγος και επιχειρηματίας, επιβεβαιώνοντας θετικά κάθε προσδοκία της Αλεξάνδρας και διαψεύδοντας κάθε δισταγμό του κυρ Στέλιου. Ήταν όμορφο ζευγάρι, αλήθεια! Έμοιαζαν τόσο στα σκούρα χρώματά τους, μαύρα μαλλιά και μάτια σε συνδυασμό με λευκό δέρμα, λες και ήταν αδέρφια! Όλοι τους καμάρωναν πια. Οι δυσκολίες ήταν πια πίσω τους. Άλλωστε, στη διαδικασία του κρυφού τους γάμου είχαν και τη συνδρομή ενός απρόσμενου συμμάχου: του Γεράσιμου Ανδριώτη, νεαρού δικηγόρου και γόνου πλούσιας οικογένειας, που ξεχώριζε στα Λίβηθρα. Όλοι σέβονταν τον αριστοκρατικό και απόμακρο νέο, που όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα, επέστρεψε κι εγκαταστάθηκε οριστικά στο αρχοντικό του στην ορεινή κωμόπολη. Στη σκέψη του Γεράσιμου η Αλεξάνδρα ανατρίχιασε. Σκεπάστηκε βιαστικά με το σεντόνι της, καθώς ένα ρίγος την διαπερνούσε σύγκορμη. Και αυτό το ασημένιο ψυχρό φως των αστεριών εκείνης της νύχτας είχε κάτι από το βλέμμα εκείνου του παράξενου άντρα. Ο Γεράσιμος Ανδριώτης –γόνος του Βασίλη και της Αρετής, που πέθαναν όμως πολύ νωρίς- ήταν επτά χρόνια μεγαλύτερος από την Αλεξάνδρα και φάνταζε


Βάλια Καραμάνου

[21]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πλασμένος από άλλο ‘υλικό’: μορφωμένος με αμύθητη περιουσία, διαχειριζόταν με απόλυτη μυστικοπάθεια τις επαγγελματικές υποθέσεις του, μια και ήταν μοναχογιός. Στα είκοσι εφτά του χρόνια, ζούσε πλέον μόνος του στην οικογενειακή έπαυλη στην ανατολική πλευρά των Λιβήθρων, που δέσποζε επιβλητική και σκοτεινή με μία ψηλή περίφραξη, που εμπόδιζε τα αδιάκριτα μάτια των περαστικών να διακρίνουν το σπίτι από το δρόμο. Άλλωστε, κανείς δεν το είχε ποτέ επισκεφτεί, ούτε γνώριζε το εσωτερικό του. Η φαντασία όμως και οι φήμες οργίαζαν! Σε αυτό συντελούσε και η εμφάνιση του ίδιου του Γεράσιμου. Στις σπάνιες εξόδους του ήταν ντυμένος πάντα με κουστούμι, τα χείλη του ήταν στενά και σφιγμένα και το βλέμμα του ένα μπλε κομμάτι συννεφιασμένου ουρανού. Ναι, ήταν γοητευτικός και ψυχρός συνάμα, σαν την επικίνδυνη ομορφιά του ερπετού, σκεφτόταν η Αλεξάνδρα τις λιγοστές φορές που ερχόταν στο μαγαζί της. Και αυτό το γαλανό βλέμμα διαρκώς το ένιωθε καρφωμένο πάνω της κι έσκυβε κατακόκκινη το κεφάλι πάνω στην ταμειακή της μηχανή γεμάτη αμηχανία. Το άκρως αντίθετο από τη φλογερή ματιά του Γιώργου, που την έκαιγε σύγκορμη… Κι όμως! Ο Γεράσιμος Ανδριώτης ήταν αυτός που βοήθησε το Γιώργο να βγάλει τις άδειες για τον κρυφό γάμο τους κι έκτοτε έγινε οικογενειακός τους φίλος! Η Αλεξάνδρα αιφνιδιάστηκε στην αρχή, αλλά κατόπιν ο ενθουσιασμός του Γιώργου την ανάγκασε να αποδεχτεί αυτή την αλλόκοτη φιλία. Πάντα όμως διατηρούσε τις επιφυλάξεις της. Αυτό το ψυχρό βλέμμα του Γεράσιμου συνέχιζε να της προκαλεί αμηχανία. Ακόμα όμως κι αυτό το ζευγάρι ποτέ δεν κατάφερε να μπει στην μυστηριώδη έπαυλη, παρότι ο νεαρός δικηγόρος ήταν πάντα παρών σε οικογενειακές γιορτές, τραπέζια, ακόμα και στην κηδεία του γέρο Στέλιου, που πέθανε όταν η Αλεξάνδρα ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί, τη Χλόη. Θυμόταν τότε την αίσθηση του χεριού του Γεράσιμου να σφίγγει το δικό της, καθώς εκείνη στεκόταν όρθια δίπλα στον άντρα της στη σειρά των συγγενών, που δέχονταν συλλυπητήρια. Ο παράξενος αυτός άντρας την έσφιξε τόσο πολύ, που την πόνεσε και τα μάτια του έβγαλαν φωτιά καθώς την ‘κάρφωσε’ κατάματα και της ευχήθηκε με σταθερή φωνή ‘ζωή σε σας’. Ήταν η εποχή που η Αλεξάνδρα άγγιζε το γόνατο του άντρα της τρυφερά κάτω από τα οικογενειακά τραπέζια και τα βράδια κολλούσε σα γατούλα το σώμα της πάνω στο δικό του ψιθυρίζοντας το όνομα του στο σκοτάδι… Ήταν ζεστός, όλος φωτιά, ενώ τούτος ο άντρας με το κουστούμι και τη γαλάζια ματιά φάνταζε το αντίθετο: φωτιά και πάγος μαζί. Επικίνδυνος… Ποτέ κανείς δεν μπήκε στο σπίτι του, ποτέ κανείς δεν τον είδε με γυναίκα, ήταν ένα σωστό μυστήριο για τα Λίβηθρα. Η Αλεξάνδρα δεν μοιράστηκε ποτέ τις ανησυχίες με τον άντρα της. Άλλωστε, λίγο πριν γεννηθεί η Χλόη, ο Γεράσιμος αναπάντεχα έφυγε για το Λονδίνο, όπου παρέμεινε πάνω από δέκα χρόνια και δεν πάτησε ξανά το πόδι του στα Λίβηθρα πριν το 1994, την καταραμένη χρονιά που έγιναν όλα και ο Γιώργος σκοτώθηκε.


[22]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Προτού φύγει όμως πέρασε από τα μαγαζί, όπου η Αλεξάνδρα βρισκόταν μόνη στη θέση της μπροστά από την ταμειακή μηχανή με την κοιλιά της να ξεχωρίζει ελαφρά μέσα από το ριχτό φουστάνι της. Τι μήνας ήταν, δεν θυμόταν ακριβώς. Η ψύχρα όμως της ατμόσφαιρας έξω και ο γκρίζος ουρανός απεικονίζονταν λες μέσα στα μάτια αυτού του άντρα. Είπαν δυο κουβέντες τυπικές, εκείνος την αποχαιρέτησε, εκείνη τον ευχαρίστησε τυπικά για όλα. Ένιωσε ανακούφιση όταν αυτός τελικά στράφηκε προς την έξοδο για να φύγει. Η Αλεξάνδρα σηκώθηκε από τη θέση της για να τον ξεπροβοδίσει. Είχε την αίσθηση μέσα της πως θα έκανε πολύ καιρό να τον ξαναδεί. Έξω από την τζαμαρία ο βοριάς λυσσομανούσε αλύπητα ανάμεσα στα στενά δρομάκια της ορεινής κωμόπολης ως την κυκλική πλατεία με τα πλατάνια. Χειμώνιαζε και σύντομα χιόνια θα σκέπαζαν τη μικρή πόλη και τα γύρω χωριά. - Θα μου λείψει αυτή η μυρωδιά του καμένου ξύλου από τα τζάκια στην ατμόσφαιρα …είπε ξαφνικά ο Γεράσιμος με τη βαθιά φωνή του. Η Αλεξάνδρα συμφώνησε γνέφοντας σιωπηλά. - Θα μου λείψεις και συ, Αλεξάνδρα! της είπε απότομα γυρίζοντας προς το μέρος της. Εκείνη ρίγησε στο άκουσμα του ονόματός της, στη δύναμης της ψυχρής ματιάς του. Δεν μίλησε, μόνο σφίχτηκε περισσότερο μέσα στη μάλλινη ζακέτα της. Έκανε ν’ ανοίξει την εξώπορτα, εκείνος όμως άρπαξε το μετέωρο λεπτό χέρι της και το έκαψε με τη θέρμη του. - Έχεις σκεφτεί πως θα ήταν αν ήμασταν εμείς οι δυο μαζί; πρόφερε με επιτακτική φωνή και με μια απότομη κίνηση την τράβηξε κοντά του. Η Αλεξάνδρα έκανε να κουνηθεί, αλλά δεν μπορούσε. Η λαβή του Γεράσιμου την είχε ακινητοποιήσει ακουμπισμένη κοντά στο σώμα του. Το χέρι της πονούσε μέσα στο δικό του, η ματιά του την κάρφωνε ανελέητα, πότε γκρίζα σαν τον ουρανό πότε σκούρα μπλε. Τότε μόνο είδε φωτιά πίσω από αυτά τα μάτια και πόνο… Ο Γεράσιμος άπλωσε το άλλο του χέρι στα κατάμαυρα μακριά μαλλιά, τα χάιδεψε κι έπειτα ακούμπησε απαλά τα χείλη του στο μέτωπό της. Ένιωσε το κάψιμό τους στο δέρμα της. - Αντίο, Αλεξάνδρα, ψέλλισε χαμηλόφωνα ο παράξενος άντρας, θα ξανάρθω…. συμπλήρωσε με νόημα και με μια απότομη κίνηση την ελευθέρωσε από το αγκάλιασμά του και πετάχτηκε έξω στο δρόμο βιαστικός. Ο μανιασμένος άνεμος φούσκωνε την μαύρη καμπαρντίνα του και η Αλεξάνδρα αποσβολωμένη έμεινε να τον κοιτάζει εκεί πίσω από τη τζαμαρία της εξώπορτας του μαγαζιού… Δεν είπε τίποτα σε κανέναν για εκείνη την περίεργη συνάντηση, σχεδόν τριάντα έξι χρόνια πριν, που όμως χαράχτηκε στη μνήμη της γυναίκας. Δεν θυμόταν τι μήνας ήταν, πέρα από το ότι ήταν χειμώνας, δεν θυμόταν και πολλά από τις αντιδράσεις του συζύγου της για την αναπάντεχη αναχώρηση του οικογενειακού τους φίλου στο εξωτερικό. Θυμόταν όμως κάθε στιγμή εκείνου του αποχωρισμού, καθώς επίσης και το ίδιο βράδυ αργά που έκανε έρωτα με το Γιώργο. Για μια στιγμή


Βάλια Καραμάνου

[23]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άνοιξε τα μάτια της και νόμισε πως - για λίγα δευτερόλεπτα μόνο - ο άντρας που αγκομαχούσε από ηδονή πάνω της ήταν αυτός με τα ψυχρά γκρίζα ή μπλε μάτια του όλο φλόγα και σπαρταρούσε μέσα της… Αμέσως σφάλισε τα βλέφαρά της, απόδιωξε αυτή τη σκέψη και τα ξανάνοιξε μόνο όταν ο Γιώργος ξέπνοος ξάπλωσε δίπλα της. - Σ’ αγαπώ….της είπε γλυκά χαϊδεύοντας το λευκό της μπράτσο, το γυμνό πλούσιο στήθος. - Και γω… του απάντησε εκείνη και χώθηκε στην αγκαλιά του, σχεδόν τρομαγμένη από την ‘εισβολή’ του αλλόκοτου Γεράσιμου στο μυαλό της. Όχι, όχι, έπρεπε να τον βγάλει οριστικά από το μυαλό της και να μην του επιτρέψει ποτέ να την ξαναπλησιάσει. Ευτυχώς, που – τουλάχιστον για το προσεχές μέλλον- θα έφευγε στο εξωτερικό μακριά από τα Λίβηθρα, το Γιώργο και – το κυριότερο- μακριά από εκείνη. Αυτός ο άντρας ήταν επικίνδυνος. Πολύ επικίνδυνος….


[24]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

4 «Θαμμένα» Η τέταρτη μέρα του Ιουνίου του 2014 ξημέρωσε με ομίχλη και υγρασία. Ένα πυκνό σύννεφο είχε κατρακυλήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας από τις Ολύμπιες βουνοκορφές και είχε καλύψει τα πάντα στη μικρή πόλη. Τα πλακόστρωτα στενάκια ανάμεσα στις πετρόχτιστες κατοικίες έμοιαζαν βγαλμένα από μεσαιωνικό παραμύθι, ενώ στην κεντρική πλατεία ο πλάτανος έγερνε τα κλαδιά του μουσκεμένα πάνω από τα τραπεζάκια των καφενείων με τους λιγοστούς ηλικιωμένους θαμώνες, που έπιναν το πρωινό καφεδάκι τους από νωρίς. Η Χλόη, ηττημένη μετά από ολονύχτια πάλη για τη διεκδίκηση λίγων ωρών ύπνου, είχε βγει από νωρίς έξω και βημάτιζε μέσα στους δρόμους με τη φωτογραφική της μηχανή στο χέρι. Το τοπίο ήταν σαγηνευτικό και απόκοσμο έτσι όπως ήταν καλυμμένο με το σύννεφο, που περιόριζε την ορατότητα και άφηνε αχαλίνωτη τη φαντασία. Είχε φορέσει τ’ αθλητικά της παπούτσια με το τζην παντελόνι ξανά για να περπατήσει άνετα στα ανισόπεδα δρομάκια. Αρχικά σκόπευε να πιει έναν καφέ στην πλατεία, για να τονωθεί από την αϋπνία της περασμένης νύχτας και μετά θα περνούσε από το γηροκομείο για ένα τελευταίο αντίο στην Αλεξάνδρα. Ποιόν κορόιδευε; Ούτε στην πλατεία στάθηκε, ούτε τα πράγματά της μάζεψε για το ταξίδι της επιστροφής. Μόνο περιφερόταν στους δρόμους της πόλης χαζεύοντας τις βιτρίνες των λιγοστών μαγαζιών και που και που απαθανάτιζε κάτι που της φαινόταν ενδιαφέρον με το φακό της. Απέφυγε ωστόσο συστηματικά να περάσει έξω από το πατρικό της, δεν ένιωθε έτοιμη ακόμα για κάτι τέτοιο. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο με τις δύο κατευθύνσεις, που ξεκινούσε από την πλατεία και οδηγούσε έξω από την πόλη. Στο δρόμο οι διαβάτες ήταν λιγοστοί και αυτοί δεν φάνηκαν να την αναγνωρίζουν, ευτυχώς. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Χρόνια είχε να κάνει αυτή τη διαδρομή, ενώ φορούσε τα σκούρα γυαλιά της και τα καστανά μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω σφιχτά σε χαμηλό κότσο. «Φροντιστήριο Μέσης Εκπαίδευσης» έγραφε μία πινακίδα μπροστά της στα δύο μέτρα. Η Χλόη στάθηκε απότομα. «Παναγιώτη Δάμαρη» συνέχιζε η επιγραφή με μικρότερα γράμματα από κάτω. Η καρδιά της κλώτσησε μέσα στο στήθος στην ανάγνωση αυτού του ονόματος. Τάχυνε το βήμα και με κατεβασμένο κεφάλι προσπέρασε βιαστικά χωρίς να ρίξει ούτε μία ματιά στη τζαμαρία του φροντιστηρίου. Ο Παναγιώτης λοιπόν- ο παιδικός έρωτας και κατά δύο χρόνια μεγαλύτερός τηςσπούδασε Φυσικός στην Αθήνα και επέστρεψε στη γενέτειρά του για να εργαστεί και


Βάλια Καραμάνου

[25]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να κάνει οικογένεια, σκεφτόταν με ταραχή η Χλόη. «Το είπε και το έκανε» , μουρμούρισε με ένα πικρό χαμόγελο. Μόνο που το έκανε με άλλη, την Καίτη, που ήταν νεότερή του περίπου κατά δέκα χρόνια. Αυτά γνώριζε μόνο η Χλόη από τη μητέρα της, που είχε υποψιαστεί τον καημό της κόρης της και δεν έχανε ευκαιρία να κάνει μια αναφορά στον Παναγιώτη, τη σύζυγο και τα δυο του αγόρια σε κάθε επίσκεψή της. Κι εκείνη πέθαινε μέσα της να μάθει πως είναι εκείνος, αν είναι όμορφη η γυναίκα του, αν είναι ευτυχισμένος, αλλά δεν ρώτησε ποτέ….Ούτε τώρα σκόπευε να το κάνει. Περπατούσε σαν κυνηγημένη για λίγη ώρα. Για άλλη μια φορά η ταραχή της την έφερε σχεδόν έξω από την πόλη κοντά στα χαλάσματα. Μόνο που τώρα ήταν μαζεμένος κόσμος τριγύρω, ενώ μία μπουλντόζα είχε ξεκινήσει το έργο της κατεδάφισης. Για τη μικρή κοινωνία, που γνώριζε τους θρύλους των «τριών στομάτων» ήταν μία ιστορική στιγμή με διφορούμενα συναισθήματα. Η Χλόη πλησίασε το μέρος και μπερδεύτηκε μέσα στο πλήθος φωτογραφίζοντας τα χαλάσματα, τις εκφράσεις των συγκεντρωμένων ανθρώπων στον περίβολο του παλιού αρχοντικού. - Είναι γρουσουζιά, έλεγε κάποιος, κατάρα θα πέσει στην πόλη μας! και το πλήθος με ένα μουρμουρητό συμμεριζόταν την αγωνία του. - Και αν βρούμε το χρυσάφι; έκανε αστειευόμενος ένας άλλος. - Πιο πιθανό είναι να βρούμε τα φίδια ή το νερό και να χαθούμε όλοι! του αντιγύρισε μία γυναικεία φωνή αυστηρά. Η αλήθεια είναι, ότι λόγω της ομίχλης, εκείνο το πρωί τα χαλάσματα φάνταζαν ακόμα πιο υποβλητικά και η διαδικασία της κατεδάφισης γινόταν εξαιρετικά αργά και προσεχτικά. Η Χλόη δεν σταματούσε στιγμή να φωτογραφίζει. Σε μια στιγμή, ένας ρακένδυτος ζητιάνος πρόβαλε μπροστά της με το σκελετωμένο χέρι του απλωμένο προς τους περαστικούς και την κουκούλα του κατεβασμένη ως το σφιγμένο στόμα. Η κοπέλα σήκωσε τη μηχανή της ξανά, εστίασε και πάτησε το κουμπί. Έπειτα μηχανικά κοίταξε τι είχε τραβήξει. Τα χαλάσματα, κόσμος να μιλά χειρονομώντας και το κεφάλι του ζητιάνου ανασηκωμένο να την κοιτά κατάματα. Στάθηκε μεμιάς…. Ξαναγύρισε στη φωτογραφία, έκανε ζουμ. «Τι μάτια!...» σκέφτηκε. Καταγάλανα, γυάλινα, ψυχρά σαν ερπετού, με ακαταμάχητο μαγνητισμό ωστόσο! Ενστικτωδώς, έψαξε το πλήθος με τη ματιά της για να εντοπίσει τον άγνωστο άντρα. Νάτος, σκέφτηκε, καθώς διέκρινε τη σκυφτή πλάτη του μέσα στον κόσμο. Τον πλησίασε σπρώχνοντας μερικούς, που δυσανασχετούσαν στη βιασύνη της. Όταν έφτασε όμως στο σημείο αυτό, ο ζητιάνος ήταν πλέον άφαντος προς απογοήτευση της Χλόης. Τόσο ενδιαφέρον πρόσωπο δεν είχε ξαναδεί. Ήθελε να τον φωτογραφίσει ξανά. Είχε κάτι αλλόκοτο πάνω του και ταυτόχρονα τόσο οικείο. Σα να τον γνώριζε από παλιά, σαν να της έλειπε τόσο καιρό και δεν το γνώριζε, παρά μόνο τη στιγμή που αντίκρισε αυτά τα μάτια….


[26]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ξάφνου μία άγρια επιτακτική αντρική φωνή αντήχησε και σκέπασε όλες τις

άλλες. - Ε!! Σταματήστε! έκανε ένας από τους εργάτες που έσκαβαν. Σιωπή απλώθηκε αμέσως παντού. Η μπουλντόζα σταμάτησε το έργο της και ο χειριστής της μαζί με τους υπόλοιπους εργάτες σχημάτισαν ένα πηγαδάκι γύρω από ένα σωρό χώματος. Το συγκεντρωμένο πλήθος κρατούσε την ανάσα του. Κάτι σοβαρό θα συνέβη. Μήπως χτύπησε κανείς; Πέρασε λίγη ώρα και ένας από τους εργάτες έκανε νόημα στο πλήθος με έντονες χειρονομίες. - Φύγετε, σπίτια σας, τελείωσε! Τέλος! επαναλάμβανε άγρια διώχνοντας τον κόσμο, που ρωτούσε με περιέργεια να μάθει τι συνέβη και σταμάτησε έτσι απότομα η κατεδάφιση. Η Χλόη όμως είχε ήδη τρυπώσει από μία τρύπα στο πλάι του συρματοπλεγμένου φράχτη, όπως έκανε μικρή, και βρισκόταν ήδη δίπλα στους εργάτες κοιτάζοντας μέσα από το φακό της. Εκεί μπροστά στα πόδια τους ένα λασπωμένο ανθρώπινο κρανίο μισοπρόβαλε από το νωπό χώμα! Και πιο κάτω ένα οστό από ανθρώπινο χέρι! Και όσο ένας εργάτης έσκαβε με τα χέρια του κι άλλα κόκκαλα έβγαιναν στο φως. Η Χλόη με κομμένη ανάσα τραβούσε φωτογραφίες, ώσπου μία βρώμικη παλάμη μπήκε μπροστά στον φακό της και την έσπρωξε παραπέρα. - Κοπέλα μου, τι κάνεις; ακούστηκε μια άγρια φωνή, καταλαβαίνεις ότι τώρα είναι δουλειά της αστυνομίας; Σου φαίνεται για νεκροταφείο εδώ; και με μια βλοσυρή ματιά την ανάγκασε να οπισθοχωρήσει. Μουδιασμένη στράφηκε προς την σιδερένια πόρτα της εξόδου. Ποιος ξέρει ποιος ήταν θαμμένος εκεί και για πόσο καιρό, αναρωτιόταν έκπληκτη. Είχε δίκιο ο εργάτης, το νεκροταφείο δεν ήταν εκεί. Άρα; Ένα ρίγος φρίκης τη διαπέρασε στη σκέψη αυτή. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να ήταν δολοφονημένος; Όπως ο δικός της πατέρας….Η εικόνα του κέρινου άντρα μέσα στο φέρετρο με τα χείλη κατακίτρινα και σφραγισμένα εισέβαλε ξανά στο μυαλό της. Εκείνη η χαραμάδα με τα ξεραμένα χείλη στο πρόσωπό του στη θέση του γοητευτικού χαμόγελου με τα κάτασπρα δόντια ήταν αναμφίβολα ό,τι πιο φριχτό είχε δει ως τότε! Ο πατέρας όμως ήταν θαμμένος στο νεκροταφείο, τον επισκέφτηκε μόλις την προηγούμενη μέρα. Σε ποιόν ανήκαν επομένως εκείνα τα οστά; Άλλη δολοφονία δεν είχε γίνει στα Λίβηθρα απ’ όσο θυμόταν η Χλόη. Εξαφάνιση όμως; Διαπέρασε η σκέψη αυτή σαν σπαθί το θολωμένο μυαλό της. - Όχι, όχι….μονολόγησε έντρομη και άνοιξε το βήμα της για να φύγει από εκείνο το μέρος… Πάνω στη βιασύνη της σκόνταψε πάνω σ’ ένα παιδάκι, ένα αγοράκι μέχρι δέκα ετών. - Συγνώμη, μουρμούρισε μηχανικά και άγγιξε το καστανόμαλλο παιδικό κεφάλι με ένα φευγαλέο χάδι.


Βάλια Καραμάνου

[27]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μόλις όμως προσπέρασε με δύο βήματα το μικρό, στράφηκε απότομα πίσω της. Ο πατέρας του παιδιού δίπλα του είχε γυρίσει προς το μέρος της και την κοιτούσε. Τα μισάνοιχτα χείλη του πρόδιδαν την έκπληξή του. Τα πόδια της Χλόης μεμιάς κόπηκαν. Τον αναγνώρισε αμέσως, θα τον αναγνώριζε όσα χρόνια και να είχαν περάσει! Αυτά τα μελιά μάτια με τα μακριά τσίνορα, το όμορφο στόμα, τα καστανόξανθα μαλλιά με λίγες ασημένιες τούφες πια ανάμεσά τους. Όλα αυτά τα έκλεισε στο μυαλό της μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, καθώς οι ματιές τους διασταυρώθηκαν για μια στιγμή μόνο. Έπειτα, έντρομη έκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας για να μην προλάβει να πει ούτε μία λέξη ο Παναγιώτης, να μη δει εκείνο το χαμόγελο…. Έφτασε σαν κυνηγημένη στη μικρή πανσιόν. Κλείδωσε την πόρτα πίσω της και σωριάστηκε στο κρεβάτι έτσι με τα ρούχα της, χωρίς καν να βγάλει τα παπούτσια. Η καρδιά της πονούσε, τα μηνίγγια της σφυροκοπούσαν ανελέητα. Άραγε την είχε αναγνωρίσει ο Παναγιώτης; Η έκπληξή του μάλλον αυτό μαρτυρούσε…..Θα έκλεινε τα μάτια της για δυο λεπτά μόνο κι έπειτα θ’ αποχαιρετούσε την Αλεξάνδρα και θα έφευγε μακριά. Τέλος! Μόνο να, ήταν εξουθενωμένη και θα έκλεινε τα μάτια της μόνο για δυο λεπτά…. Βυθίστηκε σ’ έναν άρρωστο λήθαργο με τα όνειρά της κουβάρι. Σε κάποια στιγμή νόμισε ότι κολυμπούσε σε μαύρα νερά και από παντού την έζωναν φίδια, μεγάλα και μικρά με τις διχαλωτές γλώσσες τους παρατεταμένες προς το μέρος της και τα σφυρίγματά τους να φτάνουν ως τ’ αυτιά της. Κι –ενώ πνιγόταν- κοιτούσε τα μάτια τους, παγωμένα, γυάλινα σαν μάτια ανθρώπινα. Μάτια ανθρώπου- ερπετού ή κάτι άλλο, άγνωστο τι. Οι Magenta αντηχούσαν απόκοσμα μέσα στο αλλόκοτο τοπίο: « I can see your face barring the dim light, baby it's always the same now, sugar we just don't speak »


[28]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

5 «like a curse» Όταν τελικά η Χλόη άνοιξε τα μάτια της κόντευε να νυχτώσει. Πόσες ώρες να είχε αποκοιμηθεί άραγε; Πάντως, αν δεν τη ξυπνούσε ο ήχος του κινητού της τηλεφώνου, πιθανό να βυθιζόταν εξαντλημένη σε λήθαργο ως το επόμενο πρωί. Με μηχανικές κινήσεις είδε τον αριθμό που την καλούσε, μία από τις λιγοστές και επιφανειακές φιλίες της στην πόλη. Λίγοι φίλοι υπήρχαν στη ζωή της για έναν καφέ ή ένα ποτό, ελάχιστοι περιστασιακοί εραστές για μια βιαστική συνεύρεση, λίγη δουλειά κι αυτή ευκαιριακή, έτσι για να έχει μία ψευδαίσθηση φυσιολογικής ζωής. Για πρώτη φορά η Χλόη ένιωθε τόσο μόνη! Μέσα της ξυπνούσε το παιδί που έχασε τον πατέρα του στην εφηβεία, τον έρωτα, τη μητέρα και ένα παράπονο την πλημμύρισε μεμιάς. Άραγε ήταν γραφτό να χάνει όσους αγαπά και να μένει μόνη; Ανασηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι, έκανε ένα ντους κι άλλαξε ρούχα. Ένιωθε ένα κενό στο στομάχι της – είχε να φάει από την προηγούμενη μέρα- ένα κενό στην ψυχή και στο μυαλό της. Αυτά τα σκονισμένα ανθρώπινα οστά στα χαλάσματα την είχαν αναστατώσει πολύ! Σα να είχε έρθει στο φως κάθε πληγή που κουβαλούσε χρόνια μέσα της. Τα ερωτηματικά ορθώνονταν επιτακτικά μπροστά της απαιτώντας απαντήσεις: η εξαφάνιση του Γεράσιμου Ανδριώτη, η δολοφονία του πατέρα…. Και ήταν και η εικόνα εκείνου, που τόσο απρόσμενα βρέθηκε στο δρόμο της εκείνη τη μέρα, μετά από χρόνια! Είχε να δει τον Παναγιώτη από τότε που έπαθε το εγκεφαλικό η μητέρα της, πριν δεκαπέντε χρόνια. Από τότε άλλωστε οι επισκέψεις της Χλόης περιορίζονταν αποκλειστικά στο χώρο του ιδρύματος στα πλαίσια μίας μόνο ημέρας. Ουσιαστικά η επαφή μεταξύ τους διακόπηκε το 1996,τη χρονιά που έφυγε μαζί με τον αδερφό της για την Αθήνα, πριν δεκαοχτώ χρόνια. Έκτοτε, και μέχρι το 1999 που έκλεισε το μαγαζί, τον είχε δει ελάχιστες φορές τυχαία στο δρόμο ή ως πελάτη τα καλοκαίρια που βοηθούσε τη μητέρα της στη δουλειά. Έμαθε ωστόσο πως το 2001 είχε παντρευτεί την Καίτη, μία κοπέλα από τα Λίβηθρα , δέκα χρόνια νεότερή του, που αφοσιώθηκε στην ανατροφή των δύο παιδιών τους. Το πήρε απόφαση τότε η Χλόη- χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να το κάνει!- πως δεν ήταν γραφτό να είναι ποτέ μαζί. Τώρα μάλιστα ένιωθε κάτι περισσότερο: πως ήταν το πεπρωμένο της να μείνει μόνη και αυτό ήταν τόσο τρομακτικό που της έκοβε τα πόδια…


Βάλια Καραμάνου

[29]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βγήκε έξω σαν κυνηγημένη. Κόντευε εννιά το βράδυ και κανονικά το λυκόφως έπρεπε να ροδίζει τα Λίβηθρα. Εκείνο το βράδυ όμως, κατάμαυρα σύννεφα συνωστίζονταν στο στερέωμα και η ζέστη ήταν αφόρητη μαζί με την υγρασία, σαφή προμηνύματα καλοκαιρινής καταιγίδας. Οι δρόμοι της μικρής πόλης φάνταζαν έρημοι, εκτός από την πλατεία, όπου είχαν μαζευτεί οι ντόπιοι για να δροσιστούν στα καφενεία κάτω από τον πλάτανο και να συζητήσουν φυσικά τις συνταρακτικές αποκαλύψεις της ημέρας. Η ανακάλυψη των οστών ήταν ένα γεγονός, που κλόνισε την αδιαπέραστη ηρεμία της καθημερινότητάς τους. Ένα μυστήριο που απαιτούσε μία λογική και καθησυχαστική για τις ζωές τους ερμηνεία. Η Χλόη απέφυγε τον κεντρικό δρόμο, δεν ήθελε συναντήσεις. Κι αυτή η πόλη ήταν γεμάτη με γωνιές φορτωμένες με επικίνδυνες μνήμες: τα χαλάσματα, το πατρικό της, το μαγαζί, το νεκροταφείο και δυο στενά πιο κάτω από την πλατεία βρισκόταν και το πατρικό της Καίτης, η τωρινή κατοικία της οικογένειας Δάμαρη! Βάδιζε σκυφτή με γρήγορο βήμα σαν κλέφτης με τον μανιασμένο αέρα να κυματίζει τα καστανά μαλλιά της. Προορισμός της για άλλη μια φορά το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να δώσει απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματά της: η Αλεξάνδρα…. Βρήκε τη μητέρα της όρθια κοντά στο παράθυρο με βλέμμα χαμένο στην καταιγίδα που ξεσπούσε. Οι Ολύμπιοι θεοί έστελναν κεραυνούς και ποτάμια βροχής να δοκιμάσουν τη μικρή πόλη. Υδάτινα αυλάκια κυλούσαν στο τζάμι, που έτρεμε σε κάθε βροντή. Η Χλόη για πρώτη φορά παρατήρησε πόσο αδυνατισμένη φαινόταν η ψιλόλιγνη σιλουέτα της μητέρας της, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η καρδιά της σφίχτηκε. Χωρίς ιδιαίτερους προλόγους, την πληροφόρησε για την ανακάλυψη των οστών στα χαλάσματα το πρωί εκείνης της μέρας, την άφιξη της αστυνομίας και τη γενική ανησυχία της πόλης. Η Αλεξάνδρα την άκουγε ατάραχη όρθια μέσα στη μακριά λευκή ρόμπα της με το άψογο προφίλ της να φωτίζεται κατά διαστήματα από τις αστραπές. Σήμερα ήταν διαφορετική, σκεφτόταν η Χλόη. Ναι , είχε λύσει τα μακριά εβένινα μαλλιά, που στολίζονταν από μακριές ασημένιες τούφες. Είχε κάτι το απόκοσμο και νεανικό, παρά τα εξήντα της χρόνια. - Ποιός λες να είναι μητέρα; τη ρώτησε τελικά έντονα, παρότι ένιωθε ακόμα συνεπαρμένη από την εικόνα της γυναίκας. Εκείνη απαθής ανασήκωσε τους ώμους της. Τίποτα από την αφήγηση της κόρης της δεν την είχε ταρακουνήσει. - Θυμάσαι τον Γεράσιμο Ανδριώτη; άλλαξε τακτική η Χλόη επιλέγοντας την κατά μέτωπο επίθεση. Στο άκουσμα αυτού του ονόματος η Αλεξάνδρα κινήθηκε με ελαφριά ταραχή. - Γιατί ρωτάς; στράφηκε επιτέλους προς την κόρη. - Γιατί εξαφανίστηκε μυστηριωδώς το 1996! απάντησε εκείνη με έντονο ύφος. - Και; ξανάπε η Αλεξάνδρα ανακτώντας το απαθές αδιαπέραστο βλέμμα της.


[30]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Χλόη ένιωθε να οργίζεται, να γίνεται ένα με την καταιγίδα έξω. - Έτσι χάνονται οι άνθρωποι; ξέσπασε. Και ο πατέρας; συνέχισε με απελπισία, ποιός τον σκότωσε, μητέρα, ποιός; Η Αλεξάνδρα σώπαινε κοιτάζοντας την κόρη της κατάματα, δυο ματιές διασταυρωμένες σαν σπαθιά, μία καστανή και μία κατάμαυρη. Πρώτη η Χλόη κατέβασε το βλέμμα κι έβαλε το πρόσωπό μέσα στα χέρια της με απόγνωση. Η μητέρα κάθισε απαλά δίπλα της στο κρεβάτι χαϊδεύοντάς της τα μπλεγμένα από τον άνεμο μαλλιά. - Δυστυχώς, ομορφιά μου, άρχισε να λέει αργά με τρυφερή φωνή, έτσι χάνονται οι άνθρωποι. Ξαφνικά, σαν σκιές… και συ και γω χάσαμε ανθρώπους που αγαπήσαμε, συμπλήρωσε λυπημένα, και αγαπάμε ίσως ακόμα….κατέληξε με νόημα. Η Χλόη δε μιλούσε, κρατούσε με κόπο τα δάκρυά της κοιτάζοντας έξω τη βροχή, που μαστίγωνε ανελέητα την πλάση. Το χέρι της μητέρας της παρέμενε εκεί πάνω στα μαλλιά της, ελαφρύ σαν χέρι μικρού παιδιού. - Τον είδες; έπεσε σαν μετεωρίτης στην ησυχία η ερώτηση της μητέρας. - Ποιόν; ρώτησε αμήχανα η Χλόη και απομακρύνθηκε από το άγγιγμά της σε θέση άμυνας. - Για να ρωτάς τόσα, τον είδες ξανά…διαπίστωσε με θλίψη η Αλεξάνδρα. Δυστυχώς, ακόμα τον σκέφτεσαι … πρόσθεσε με φανερή απογοήτευση. - Δεν τον σκέφτομαι, αντιμίλησε με πείσμα η κόρη, προχώρησε τη ζωή του, όπως και γω άλλωστε! - Με την Καίτη….απάντησε με μια αδιόρατη ειρωνεία στη φωνή της η μητέρα. - Ναι, με την Καιτούλα, ξανάπε με μεγαλύτερο πείσμα η Χλόη, είναι νέα, κοπέλα από σπίτι…συμπλήρωσε με ραγισμένη φωνή, που χάθηκε στο λαρύγγι της. - Δεν είναι σαν εσένα όμως! δήλωσε με παράξενη φωνή η Αλεξάνδρα. Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένη η Χλόη. Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που πίστευε πως η μητέρα της την αγαπούσε, με εκείνο τον ιδιαίτερο τρόπο της βέβαια. - Όσο για τον πατέρα σου, μικρή μου Χλόη, άρχισε να αφηγείται με βαθιά φωνή η Αλεξάνδρα, έπεσε θύμα ληστείας. Ήταν η κακή του μέρα, η μαύρη στιγμή, το πεπρωμένο. Είχα δει όνειρο την προηγούμενη: ένα φίδι έμπαινε στο σπιτικό μας και γω πάσχιζα να το σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Κακός οιωνός για μας… Αχ, Χλόη, κατέληξε με ένα ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή , το ξέρεις πως έχεις τα μάτια του; Και την ψυχή του, τη ζεστασιά του…κατέληξε με μάτια που έλαμπαν σαν κάρβουνο στο μισοσκόταδο. «it’s like a curse …» σκέφτηκε αυθόρμητα η κόρη τον στίχο του τραγουδιού και -για πρώτη φορά μετά από χρόνια- αγκάλιασε τη μητέρα της εκεί μέσα στο μισοσκόταδο του ιδρύματος. Έξω, ο Όλυμπος ξεσπούσε το θεϊκό του μένος πάνω στους θνητούς κατοίκους των Λιβήθρων, της μικρής πόλης με τα μεγάλα μυστικά….


Βάλια Καραμάνου

[31]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

6 «Ρουμπίνια στο χιόνι» Εκείνη τη νύχτα της καταιγίδας, που η τέταρτη μέρα του Ιουνίου παραχωρούσε τη θέση της στην πέμπτη, μάνα και κόρη δεν κοιμήθηκαν. Η καθεμιά ξενυχτούσε για τους δικούς της λόγους. Η Αλεξάνδρα τυλιγμένη στη λινή της κουβέρτα αφουγκραζόταν τη βροχή έξω και στο μυαλό της ήρθαν κάποια άλλα Χριστούγεννα – είκοσι χρόνια πριν- όταν η Χλόη ήταν δεκαέξι χρόνων και ο Στέλιος της δεκαπέντε. Δυο ευτυχισμένα παιδιά, το καθένα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Ο Στέλιος ήταν πιο εξωστρεφής, δημοφιλής στις παρέες του, ενώ η Χλόη ήταν μια γλυκιά ύπαρξη συνεσταλμένη, που έκρυβε επιμελώς τα συναισθήματά της. Είχε καταλάβει όμως από καιρό η μητέρα της την αντάρα της εφηβικής ψυχής της για το γειτονόπουλο, τον Παναγιώτη, τελειόφοιτο του Λυκείου. Βέβαια, εκείνος ήταν σαν τον Στέλιο, παρέες, φλερτ, άπιαστος άνεμος για τη μικρή της κόρη. Όχι πως δεν είχε μια λάμψη το βλέμμα του όμως όταν την έβλεπε. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες δεν ξέφευγαν από την αντίληψη της Αλεξάνδρας. Ήταν εκείνη η ανέμελη εποχή, που αυτού του είδους τα προβλήματα ήταν τα πιο σοβαρά για την οικογένειά της. Εκείνος ο χειμώνας του 1994 αποδείχτηκε ιδιαίτερα βαρύς. Από τις αρχές του Νοέμβρη, τα Λίβηθρα ήταν σκεπασμένα από τα Ολύμπια χιόνια. Όλες οι καμινάδες των σπιτιών κάπνιζαν ασταμάτητα από τα ξύλα, που καίγονταν άφθονα στα τζάκια. Η Αλεξάνδρα προετοιμαζόταν για τα Χριστούγεννα, ενώ παράλληλα βοηθούσε πάντα το Γιώργο στο μαγαζί. Και ενώ η ζωή κυλούσε αρμονικά, ένα αναπάντεχο γεγονός ήρθε να διακόψει αυτή τη γαλήνη: η επιστροφή του Γεράσιμου Ανδριώτη από το Λονδίνο μετά από πολύχρονη απουσία! Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός πάνω στο κεφάλι της Αλεξάνδρας. Πόσα χρόνια πήγαιναν από εκείνο τον παράξενο αποχωρισμό τους στο μαγαζί, που παραδόξως την στοίχειωνε ακόμα; Τότε αυτή ήταν έγκυος στη Χλόη και τώρα η κόρη της ήταν μια όμορφη ψηλή κοπέλα δεκαέξι ετών! Η Αλεξάνδρα πάντα ήλπιζε ενδόμυχα πως ο Γεράσιμος θα έριχνε μαύρη πέτρα στη γενέτειρά του και δεν θα γύριζε ποτέ πίσω. Όλα αυτά τα χρόνια το αρχοντικό του ερειπωνόταν, κατέρρεε από την εγκατάλειψη, ενώ οι φήμες για την τύχη του μεγαλοδικηγόρου οργίαζαν στη μικρή πόλη: άλλος έλεγε πως παντρεύτηκε μία πλούσια Αγγλίδα, που πέθανε πρόωρα, άλλος πως ο ίδιος είχε αρρωστήσει και πολλά παρόμοια σενάρια σε μια προσπάθεια ερμηνείας της πολυετούς απουσίας του.


[32]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στα τέλη του Νοέμβρη όμως μία παράξενη κίνηση σημειώθηκε στη βίλα Ανδριώτη: ένα συνεργείο εργατών, κηπουροί, καθαριστές και άλλοι, έπιασαν δουλειά στο παλιό αρχοντικό προκειμένου να γίνει κατοικήσιμο ξανά. Αυτό δεν ήταν καλό σημάδι, σκεφτόταν η Αλεξάνδρα και στο νου της έρχονταν τα τελευταία λόγια του Γεράσιμου προτού φύγει: «Θα ξανάρθω!» Επομένως, η είδηση της επιστροφής του δικηγόρου από τα χείλη του άντρα της την Παραμονή των Χριστουγέννων, μάλλον αποτελούσε γι’ αυτήν αναπόφευκτη δυστυχία. Όλη την προηγούμενη νύχτα αλλόκοτα όνειρα τυραννούσαν την Αλεξάνδρα με βραχνάδες και την επόμενη μέρα βρέθηκε να ετοιμάζει γιορτινό δείπνο για πέντε! Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα από τον άγνωστο επισκέπτη. Άλλωστε, ο τελευταίος δεν δυσκολεύτηκε να τα γοητεύσει με τα ακριβά δώρα του, τους λεπτούς τρόπους του και την απαράμιλλη γοητεία του. - Καλώς σας βρήκα! πρόφερε με τη βαθιά φωνή του κι έσκυψε ακουμπώντας τα πύρινα χείλη του στο λευκό μάγουλο της Αλεξάνδρας. Δεν άλλαξες καθόλου, ξανάπε καρφώνοντας τα μπλε μάτια του στα δικά της, ενώ το χέρι του έσφιγγε δυνατά το δικό της. Εκείνη αποτραβήχτηκε με τη γνωστή αμηχανία και ενστικτωδώς στάθηκε δίπλα στο Γιώργο. Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου στο μεγάλο τραπέζι του καθιστικού δίπλα στο αναμμένο τζάκι, η Αλεξάνδρα του έριχνε κλεφτές ματιές, αποφεύγοντας συστηματικά τη δική του, που την κοιτούσε αδηφάγα. Ο Γεράσιμος κόντευε τα πενήντα πια, αλλά δεν είχε αλλάξει πολύ. Μόνο οι κρόταφοί του άσπριζαν ελαφρώς, όμως τόσο αρμονικά με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά του, ενώ είχε αφήσει και λίγο μουστάκι, που μάλλον του πρόσφερε επιπρόσθετη γοητεία. Την ίδια νύχτα η Αλεξάνδρα κόλλησε με απόγνωση πάνω στο σώμα του άντρα της κάνοντας μαζί του αχόρταγα έρωτα ως το ξημέρωμα. - Τι έχεις πάθει; τη ρωτούσε με ευχάριστη έκπληξη εκείνος. - Δεν σε χορταίνω…μουρμούριζε η Αλεξάνδρα τυλιγμένη γύρω από το γεροδεμένο του κορμί.

Μία εβδομάδα πέρασε μέχρι να φτάσει η μοιραία Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν εκπνεύσει το 1994, κατά τη διάρκεια της οποίας η Αλεξάνδρα φρόντιζε σκόπιμα να μην βρίσκεται μόνη στο μαγαζί προκειμένου να αποφύγει τον Γεράσιμο. Εκείνος πάλι περνούσε συχνά από εκείνο το δρόμο και τους χαιρετούσε ή ερχόταν ως πελάτης για να αγοράσει καπνό. Μια φορά μόνο απουσίαζε ο Γιώργος και την πέτυχε μαζί με το γιο της τον Στέλιο, που κουβαλούσε κιβώτια με εμπόρευμα στην αποθήκη. Η Αλεξάνδρα ταράχτηκε μόλις τον είδε, αλλά προσπάθησε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της. Ο άντρας όμως δεν έχασε την ευκαιρία: μόλις η πόρτα της αποθήκης έκλεισε πίσω από τον Στέλιο, βρέθηκε κοντά της και την άρπαξε από το μπράτσο τόσο σφιχτά που της έκοψε την ανάσα.


Βάλια Καραμάνου

[33]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Για σένα γύρισα, Αλεξάνδρα, σφύριξε σαν ερπετό μέσα στο αυτί της, όπως σου το είχα υποσχεθεί, θυμάσαι; συμπλήρωσε σφίγγοντας ακόμα τη λαβή του. - Με πονάς, διαμαρτυρήθηκε εκείνη σε μια μάταιη προσπάθεια ν’ απελευθερωθεί. - Και συ, απάντησε με σφιγμένα δόντια ο άντρας, χρόνια τώρα! Η βουβή πάλη μεταξύ τους συνεχίστηκε για λίγα λεπτά –που φάνηκαν αιώνες στην Αλεξάνδρα- με τον Γεράσιμο να μην την αφήνει από τα χέρια του. Που και που μουρμούριζε σε απειλητικό τόνο ανάμεικτο με ικεσία: - Παράτα τον, Αλεξάνδρα, παράτα τον! Είσαι δική μου, δική μου…. Τότε, η πόρτα της αποθήκης άνοιξε και ο Στέλιος ανυποψίαστος βγήκε έξω για ν’ αντικρίσει την αλλόκοτη αυτή σκηνή. Αμέσως ο Γεράσιμος αποτραβήχτηκε και τον καλησπέρισε με ψυχραιμία και τυπικό χαμόγελο. Ωστόσο, ο έφηβος συνέχιζε να τον κοιτά με έκπληξη και καχυποψία. Τι γύρευε αυτός ο άντρας ξανά στο μαγαζί τους και τι σόι οικογενειακός φίλος έσφιγγε έτσι βάναυσα το μπράτσο της μητέρας του; Άλλωστε κι αυτή φαινόταν πολύ ταραγμένη κι ας προσπαθούσε να το κρύψει επιμελώς. Ύποπτα πράγματα, αναλογιζόταν ο Στέλιος και από τότε το φαρμάκι της αμφιβολίας άρχιζε να στάζει στην καρδιά του. Η Αλεξάνδρα ξεπροβόδισε σκόπιμα τον Γεράσιμο ως την εξώπορτα του μαγαζιού και όταν απομακρύνθηκε αρκετά από το γιο της, του είπε χαμηλόφωνα με σοβαρή φωνή: - Αυτό που έχεις στο μυαλό σου, Γεράσιμε, δεν θα γίνει ποτέ! Ποτέ δεν θα γίνω δική σου , ακούς; Ποτέ! δήλωσε ξανά με πείσμα. - Μην είσαι τόσο σίγουρη! της απάντησε απειλητικά ο Γεράσιμος με μάτια σκούρα μπλε σαν σκοτεινά πηγάδια και κάνοντας μια απότομη μεταβολή χάθηκε στον χιονισμένο δρόμο. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα της οικογενειακής τους ευτυχίας, σκεφτόταν η Αλεξάνδρα. Έπειτα ήρθε εκείνη η καταραμένη παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η ίδια έστρωνε το γιορτινό τραπέζι με βαριά καρδιά γεμάτη απαίσια προαισθήματα. Ο Γιώργος μόλις της είχε τηλεφωνήσει για να την ενημερώσει πως θα αργούσε λίγο. Κάπου είχε να πάει, κάποιοι τον είχαν ειδοποιήσει, ούτε είχε καταλάβει καλά τις της είχε πει, μπερδεμένα λόγια. - Πάλι σ ‘αυτόν θα πας; τον ρώτησε μόνο αναφερόμενη στον Γεράσιμο. - Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν τον χωνεύεις, της απάντησε μαλώνοντάς την τρυφερά ο Γιώργος, σε μισή ώρα το πολύ θα είμαι εκεί, αγάπη μου! την καθησύχασε βιαστικά κι έκλεισε το ακουστικό. Η μισή ώρα έγινε μία και μετά πολλές, κατά τις οποίες ο χρόνος άλλαξε και ήρθε το 1995 με την οικογένεια να περιμένει με αγωνία γύρω από το ανέγγιχτο γιορτινό τραπέζι. Όλοι διαισθάνονταν πως κάτι κακό είχε συμβεί στον πατέρα τους. -


[34]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν υπήρχε περίπτωση ο Γιώργος να μη γυρίσει σπίτι του το βράδυ και ειδικά τέτοια μέρα! Από ώρα η Αλεξάνδρα πάσχιζε να πείσει την αστυνομία να τον αναζητήσει, πριν συμπληρωθούν οι απαραίτητες ώρες για τη δήλωση εξαφάνισής του. Τελικά, κατάφερε να πείσει τον έναν από τους δύο αστυφύλακες να κάνουν μία βόλτα στην πόλη με το περιπολικό σε μία ύστατη προσπάθεια για να τον εντοπίσουν, ενώ τα δυο παιδιά έμειναν κολλημένα δίπλα στο τηλέφωνο του σπιτιού με το στομάχι σφιγμένο. Ο Γιώργος παρέμενε άφαντος, λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε! Όταν πια ο αστυφύλακας δήλωσε πως επιστρέφουν στο τμήμα, η Αλεξάνδρα πρότεινε ενστικτωδώς να περάσουν και από τον περιφερειακό δρόμο πάνω από τα χαλάσματα και δίπλα στο δάσος. Ο άντρας με βαριά καρδιά και βαριεστημένος της έκανε το χατίρι, απόλυτα πεπεισμένος πως ο Γιώργος θα είχε ξεμείνει κάπου και θα έπινε, λόγω της ημέρας. Τα σκούρα μάτια της Αλεξάνδρας είχαν γίνει δυο άβυσσοι, που αχόρταγα ‘χτένιζαν’ τον παγωμένο δρόμο. Έξω κυριαρχούσε η απόλυτη σιγαλιά, τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν από το βάρος του χιονιού, ενώ ο ουρανός κατακόκκινος προμηνούσε κι άλλες χιονοπτώσεις. Και ξάφνου – να!- στα δύο μέτρα μπροστά τους διέκρινε έναν μαύρο όγκο πάνω στο κατάλευκο χιόνι. - Σταμάτα εδώ! έκανε με επιτακτική φωνή στον αστυφύλακα, που φρέναρε απότομα. - Θα μας σκοτώσεις, Αλεξάνδρα! διαμαρτυρήθηκε και έβγαλε βαριεστημένα το φακό του. Κανένα ελάφι θα είναι! μουρμούρισε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Η γυναίκα όμως είχε ήδη πεταχτεί και με βιαστικά βήματα πλησίαζε το σημείο εκείνο. Η καρδιά της κόντευε να ξεπηδήσει από το στήθος της, τα μάτια και το στόμα της είχαν γίνει κατάμαυρες τρύπες στην πανιασμένη μάσκα του προσώπου της, ενώ τα πόδια της βυθίζονταν μέσα στο αφράτο χιόνι ως τον αστράγαλο. Όσο πλησίαζε παρατηρούσε κάτω μία σειρά από κόκκινες χάντρες, όμοιες με ρουμπίνια απλωμένα στο χιόνι, που οδηγούσαν ως την σκούρα σορό και συγκεκριμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Γιώργου, που ανοιγμένος διάπλατα σκόρπιζε τα κομμάτια του εγκεφάλου του ολόγυρα. Έπεσε η Αλεξάνδρα πάνω του μ’ ένα ουρλιαχτό όμοιο με πληγωμένου αγριμιού, που του σκοτώνουν τα μικρά του. Αγκάλιαζε το ματωμένο σώμα, χάιδευε με τρεμάμενα χέρια το παγωμένο χλωμό πρόσωπο του Γιώργου, το πότιζε με την υγρασία των ματιών της. Στη θέση του γοητευτικού χαμόγελου υπήρχε πια μία παγωμένη χαραμάδα, από όπου ξεπηδούσε ένα ρυάκι ξεραμένου αίματος, ενώ κρύσταλλοι χιονιού κρέμονταν από τα στεγνά χείλη και τα ανοιχτά βλέφαρα του άτυχου άντρα…


Βάλια Καραμάνου

[35]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

- Ελάτε γρήγορα! φώναζε με απόγνωση ο αστυφύλακας στον ασύρματό του, ενώ με το άλλο χέρι προσπαθούσε μάταια ν’ απομακρύνει τη γυναίκα από τη σορό. Ελάτε σας λέω, έχουμε ένα νεκρό άντρα εδώ! Ένα νεκρό!.... Η κηδεία του Γιώργου έγινε στις 2 Ιανουαρίου του νεογέννητου 1995 και ενώ η αστυνομία είχε ήδη αποδώσει τη δολοφονία σε ληστεία. Είχε βλέπεις ο άτυχος άντρας πάνω του τις εισπράξεις των γιορτών, που έκαναν φτερά από το πορτοφόλι του. Μάταια, η Αλεξάνδρα πάσχιζε να τους πείσει πως του είχαν στήσει ενέδρα αποβραδίς για να τον δολοφονήσουν. Όλοι οι αρμόδιοι της απαντούσαν πως κάτι τέτοια γίνονται ή στα σενάρια αστυνομικών ταινιών ή στις μεγαλουπόλεις, όχι πάντως στα Λίβηθρα, που όλοι είναι γνωστοί μεταξύ τους. Σταμάτησε κι αυτή λοιπόν να μιλά, όμως μέσα της η υποψία θέριευε και την έπνιγε. Εκείνη γνώριζε…. Βρέθηκε για άλλη μια φορά λοιπόν μαυροφορεμένη στα μπροστινά καθίσματα της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου δίπλα σε ένα ανθοστολισμένο φέρετρο ενός αγαπημένου άντρα, του δεύτερου στη σειρά μετά τον πατέρα της. Την πρώτη φορά όμως ο Γιώργος της έσφιγγε το χέρι σαν βράχος, ενώ τώρα αυτή έπρεπε μόνη να στηρίξει τα παιδιά της, που έκλαιγαν κοντά της απαρηγόρητα. Για άλλη μια φορά, ο Γεράσιμος Ανδριώτης τη συλλυπήθηκε τυλιγμένος στο ακριβό μακρύ μαύρο παλτό του και φορώντας τα δερμάτινα γάντια του. Πρώτα αγκάλιασε τη Χλόη, που έγειρε σαν σπουργιτάκι στο στέρνο του, έπειτα τον Στέλιο που δεν άπλωσε καν το χέρι του στον χαιρετισμό, παρά μόνο τον κατακεραύνωσε με τη ματιά του και τέλος άγγιξε το χέρι της Αλεξάνδρας, που νόμισε για μια στιγμή πως τη διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. - Από δω και πέρα εγώ θα είμαι ο προστάτης σου, της ψιθύρισε στ’ αυτί, ό, τι χρειαστείς είναι διαταγή για μένα, ό,τι και να’ ναι αυτό! τόνισε με νόημα. Η Αλεξάνδρα τότε έσφιξε τα δόντια με μίσος και του απάντησε στον ίδιο τόνο αποφασιστικά: - Από σένα ειδικά, Γεράσιμε, δεν θα χρειαστώ ποτέ ΤΙΠΟΤΑ! Και άπλωσε το λευκό χέρι στον επόμενο, που στεκόταν στη σειρά για να τη συλλυπηθεί.


[36]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

7 «Όλοι, εκτός από σένα!» Το μαγαζί ξανάνοιξε τις 8 Γενάρη του 1995, μαζί με τα σχολεία. Η Αλεξάνδρα έπρεπε να διατηρήσει μία αίσθηση ομαλής καθημερινότητας για τα παιδιά, που ήταν απαρηγόρητα. Και κυρίως ο Στέλιος, που είχε συντριβεί από την δολοφονία του πατέρα του. Το εξωστρεφές έως τότε αγόρι είχε μετατραπεί σ’ ένα δύστροπο και σκληρό πλάσμα, που αντιμετώπιζε τα πάντα γύρω του με καχυποψία, ακόμα και τη βοήθεια των συμπολιτών του και κυρίως αυτού του Γεράσιμου, που μπαινόβγαινε συχνά τον τελευταίο καιρό στο μαγαζί τους. Η Αλεξάνδρα, μετά το αρχικό σοκ, είχε ν’ αντιμετωπίσει το πιο δύσκολο κομμάτι του πένθους, συναισθηματικά και υλικά. Από τη μία πλευρά, η απουσία του Γιώργου ήταν αβάσταχτη, από την άλλη οι οικονομικές υποχρεώσεις στα φροντιστήρια των παιδιών και στους λογαριασμούς έτρεχαν. Κάθε γωνιά του σπιτιού ή του μαγαζιού ήταν ακόμα γεμάτη από ενθύμια της παλιάς ευτυχισμένης ζωής: τα ρούχα του νεκρού στη ντουλάπα, η οδοντόβουρτσά του στο ποτήρι του μπάνιου, το after save του στο ντουλάπι… Μέσα στον ύπνο της η Αλεξάνδρα συχνά, ξεγελασμένη από κάποιο όνειρο, άπλωνε το χέρι της στη μεριά του για τον αγγίξει! Αντί για το ζεστό του κορμί όμως, έπιανε κρύα σεντόνια…’Άδεια και η θέση του στο μαγαζί, όλα κενά από την βροντερή απουσία του τρυφερού συζύγου και πατέρα… Μέχρι να φύγει ο χειμώνας πάντως, οι κάτοικοι των Λιβήθρων στήριζαν το μαγαζί του αδικοχαμένου Γιώργου. Άλλοι από συμπόνια, άλλοι από υπολογισμό- όπως ο εξηντάχρονος Δημοσθένης, τοκογλύφος με παχιά γλοιώδη και φιλήδονα χείλη- και άλλοι για τους δικούς τους ανεξιχνίαστους λόγους, όπως ο Γεράσιμος. - Πάλι αυτός εδώ; έκανε όλο οργή ο Στέλιος κάθε φορά που τον έβλεπε να μπαίνει καλοντυμένος στο μαγαζί και δεν είχε διάθεση ούτε να τον χαιρετήσει καν. - Με φέρνεις σε δύσκολη θέση, είπε η Αλεξάνδρα μια φορά στον ξανθό άντρα με το ψυχρό βλέμμα. Τι θες πια; τον ρώτησε παγερά. - Να βοηθήσω, Αλεξάνδρα, απάντησε εκείνος με σταθερή φωνή και βλέμμα διαπεραστικό σαν σπαθί. - Δεν θέλουμε τη βοήθειά σου, έκανε η γυναίκα εκνευρισμένη και ρίχνοντάς του μια ματιά όλο νόημα συμπλήρωσε, αρκετά έκανες ως τώρα!


Βάλια Καραμάνου

[37]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έτσι όπως ήταν μαυροφορεμένη και χλωμή, στα μάτια του Γεράσιμου φάνταζε πιο γοητευτική από ποτέ. Με ένα απότομο βήμα βρέθηκε δίπλα της αγκαλιάζοντάς την από τη μέση. - Δεν καταλαβαίνεις; Για σένα κάνω ό,τι κάνω! μουρμούρισε όλο πόθο. Εκείνη πάλεψε σαν ύαινα για να τον απωθήσει. - Φίδι!!! φώναξε άγρια, φίδιιιιι!! Εσύ τα’κανες όλα!!!! συνέχιζε να ουρλιάζει. Είμαι σίγουρη, εσύ!!..... Ο Γεράσιμος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, γιατί έξω από το τζάμι της εξώπορτας οι περαστικοί κοντοστέκονταν και κοιτούσαν μέσα με περιέργεια. - Καλά λοιπόν, έκανε σφίγγοντας τα στενά του χείλη, θα φύγω. Σου’ χει σαλέψει και δεν ξέρεις τι λες, συμπλήρωσε, αλλά ένα σου λέω: θα το μετανιώσεις πικρά αυτό που έκανες σήμερα! - Έξω από το μαγαζί μου ρε, έξω!! συνέχιζε να φωνάζει έξαλλη Αλεξάνδρα. Ο ξανθός άντρας με το μουστάκι την κοίταξε για λίγο με τα γυάλινα μάτια του ρίχνοντάς της μια κοφτερή και τρομαχτική ματιά και πρόφερε με αργόσυρτη φωνή, προτού κάνει μεταβολή και φύγει από το μαγαζί: - Να το θυμάσαι καλά, Αλεξάνδρα: γονατιστή θα έρθεις να με βρεις!....

Μπήκε η άνοιξη και μαζί της ήρθαν οι αναδουλειές. Για ένα ανεξερεύνητο λόγο, κανένας πελάτης, εκτός από τον Δημοσθένη φυσικά, δεν πατούσε πια το πόδι του στο μικρό κατάστημα ψιλικών. Η Αλεξάνδρα κόντευε να πεθάνει από τη στενοχώρια της βλέποντας τους λογαριασμούς να συσσωρεύονται απλήρωτοι στο τραπέζι του καθιστικού, όπου καθόταν συχνά με το κεφάλι μέσα στα χέρια της παραδομένη σε μαύρες σκέψεις. Η Χλόη και ο Στέλιος ωστόσο ήταν πάντα δίπλα της και αυτό της έδινε κουράγιο για να παλέψει. - Μη στενοχωριέσαι , έλεγαν μ’ ένα στόμα και τα δύο. - Καλύτερα, που τον ξεφορτωθήκαμε αυτόν! έκανε ο Στέλιος με ικανοποίηση αναφερόμενος στον Γεράσιμο, δεν τον έχουμε ανάγκη! Δυστυχώς τον είχαν ανάγκη περισσότερο από ποτέ, αλλά η Αλεξάνδρα ήταν αποφασισμένη να μη λυγίσει. Μέσα της πίστευε ακράδαντα πως ο ισχυρός αυτός άντρας, που επηρέαζε τη ζωή των Λιβήθρων με κάθε μέσο, είχε σαμποτάρει το μαγαζί της και δεν πατούσε κανένας πελάτης πια εκεί μετά την τελευταία τους συνάντηση. Έπρεπε όμως να σιγουρευτεί. Αναγκάστηκε ν’ ανοίξει τη συζήτηση σ’ εκείνο το απόβρασμα, τον τοκογλύφο, για να πάρει απαντήσεις. Ο Δημοσθένης, που από καιρό είχε βάλει στο μάτι τη γοητευτική χήρα, δεν έχασε την ευκαιρία. Με μία πονηρή λάμψη στα μικροσκοπικά του μάτια και σαλιώνοντας διαρκώς τα πλαδαρά χείλη του επιβεβαίωσε τις υποψίες της. Η Αλεξάνδρα τον άκουγε τρέμοντας από οργή. «Το


[38]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κάθαρμα….» σκεφτόταν με μίσος, ενώ το άλλο κάθαρμα μπροστά της κατέληξε λέγοντας: - Μερικοί από μας όμως, όμορφή μου Αλεξάνδρα, και λεφτά έχουμε και τον Ανδριώτη δεν υπολογίζουμε, αρκεί εσύ να πεις το ναι…συμπλήρωσε με νόημα γέρνοντας προς το μέρος της. Εκείνη τραβήχτηκε πίσω με αηδία, καθώς το βρωμερό χνώτο του από το ταμπάκο την χτύπησε καταπρόσωπα. - Άντε στο καλό, κυρ Δημοσθένη, του απάντησε ψυχρή και αγέρωχη, δεν χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου! Ο ηλικιωμένος άντρας μάζεψε το καπέλο του και βάδισε προς την εξώπορτα μουδιασμένος. Πριν βγει έξω όμως της είπε με πονηρό βλέμμα τρωκτικού: - Είσαι πολύ περήφανη, Αλεξάνδρα, κι αυτό ενοχλεί…. Την ίδια ώρα, από το απέναντι πεζοδρόμιο περνούσε μέσα στην μακριά καμπαρντίνα του ο Γεράσιμος. Της χαμογέλασε από μακριά με ειρωνεία και ικανοποίηση. «Θα έρθεις γονατιστή σε μένα!» της ήρθαν τα λόγια του στο νου. - Άει στο διάολο! φώναξε έξαλλη από θυμό, στο διάολο όλοι σας! Και βρόντηξε την εξώπορτα του μαγαζιού της με μανία. Ήταν η εποχή που ο θρύλος των τριών στομάτων άρχισε να εισχωρεί στον εγκέφαλο της απελπισμένης γυναίκας. Τα τρία πηγάδια, που ήταν θαμμένα στο υπόγειο του χαλάσματος λίγο πιο έξω από την πόλη, δίπλα στη μεγάλη λεύκα. Ένα από αυτά, φημολογούνταν πως ήταν γεμάτο χρυσό! «Ανόητες προλήψεις!» αναλογιζόταν αρχικά η Αλεξάνδρα. Αν όμως ήταν αληθινό; Όλα της τα προβλήματα θα λύνονταν μεμιάς! Και αφού όλοι τα θεωρούσαν παραμύθια, γιατί κανείς δεν τολμούσε να πάει να σκάψει εκεί; Για να μη βρει το πηγάδι με το νερό ή τα φίδια και πέσει κακοτυχία στην πόλη, ασφαλώς. Εκείνη όμως δεν φοβόταν πια την κακοτυχία, τη ζούσε. Τι είχε να χάσει; Με τη σκέψη αυτή βρέθηκε ένα πρωί , χαράματα προτού φέξει, να σκάβει στο υπόγειο του ετοιμόρροπου χαλάσματος με μία τσάπα. Έσκαβε ώρα πολλή χωρίς αποτέλεσμα καταϊδρωμένη και σκονισμένη. Τα παράτησε όμως σε κάποια στιγμή, γιατί έπρεπε να πάει ν’ ανοίξει το μαγαζί. Το επόμενο πρωί επανέλαβε το ίδιο πράγμα. Μετά από μία εβδομάδα πήγαινε για σκάψιμο πρωί – βράδυ. Η Χλόη και ο Στέλιος έβλεπαν τη μητέρα τους να γυρίζει τα μεσάνυχτα καταλασπωμένη και αναμαλλιασμένη και ένιωθαν έναν καινούριο αλλόκοτο φόβο να ζώνει το πολύπαθο σπιτικό τους. Συνέχιζαν αμίλητα τη ζωή τους στο σχολείο και στο φροντιστήριο καθημερινά παρατηρώντας μία αλλόκοτη γυναίκα να παίρνει σάρκα και οστά στο σπίτι τους, αυτή που κάποτε ήταν η μητέρα τους. Κάποτε προσπάθησε να τη συνεφέρει η Χλόη, αλλά μάταια. - Γλυκιά μου Χλόη, της απάντησε η Αλεξάνδρα με σβησμένο βλέμμα, ξέρω εγώ. Θα βρω τον τρόπο να μην σας λείψει τίποτα…


Βάλια Καραμάνου

[39]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Και πάνω που η κόρη πίστευε ότι η μητέρα της πια είχε παραφρονήσει την άκουσε να συμπληρώνει χαμηλόφωνα: - Ακόμα τον αγαπάς; Παράτα τον! Δεν βλέπεις ότι χαριεντίζεται με άλλες; - Ποιος; τραύλισε η Χλόη κατακόκκινη στη σκέψη του Παναγιώτη. - Αχ…αρσενικά! αναστέναξε η Αλεξάνδρα και βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις της. Τίποτα δεν της ξέφευγε, παρά τις εμμονές της. Ως τον Μάιο η Αλεξάνδρα είχε σκάψει το μεγαλύτερο τμήμα του ερειπίου χωρίς αποτέλεσμα. Φρόντιζε να το κάνει ώρες που δεν κυκλοφορούσε κανείς στο δρόμο, γιατί ήδη κάποιοι συμπολίτες της την κοιτούσαν με καχυποψία και οίκτο, όταν τους συναντούσε τυχαία έξω. Δεν ήθελε και πολύ για να πουν ότι της είχε σαλέψει από την απώλεια του συζύγου και τη φτώχεια. Όχι, τίποτα δεν γινόταν έτσι! Όταν πια τελείωσε η σχολική χρονιά και η Αλεξάνδρα ήταν τελείως απένταρη με κίνδυνο να χάσει το μαγαζί της από τα χρέη, πήρε τη μεγάλη απόφαση: να πάει να παρακαλέσει τον Γεράσιμο να τη λυπηθεί και να σταματήσει το σαμποτάζ εναντίον της! Ήταν το τελευταίο απόγευμα της άνοιξης ,όταν η Αλεξάνδρα διέσχισε για πρώτη φορά τον σκιερό κήπο με τα φροντισμένα κιόσκια του αρχοντικού των Ανδριωτών. Γύρω της τα παρτέρια φάνταζαν πολύχρωμα, καθώς ήταν φορτωμένα με κάθε λογής λουλούδια, ενώ ο αέρας ήταν γεμάτος μυρωδιές. Μικρά χωμάτινα μονοπάτια διέσχιζαν τον κήπο μέσα από τα άνθη και τα καταπράσινα καλλωπιστικά κυπαρίσσια. Η Αλεξάνδρα κοιτούσε γύρω της με θαυμασμό. Ήταν αμφίβολο εάν κανείς ποτέ από τα Λίβηθρα είχε πατήσει το πόδι του μέσα σ’ εκείνο τον μυστικό κήπο. Μπροστά της ορθώνονταν περήφανο και μεγαλόπρεπο τα σκοτεινό αρχοντικό με τη βαριά ξύλινη πόρτα και τα κατάκλειστα μεγάλα παράθυρα. Με κομμένη ανάσα και δέος, που υπέβαλε η ατμόσφαιρα, η Αλεξάνδρα βρέθηκε στο εσωτερικό του, μέσα σε μια σκοτεινή σάλα. Στην αρχή δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, πέρα από τον υπηρέτη που της άνοιξε τον πόρτα. Έπειτα όμως τα μάτια της άρχισαν να συνηθίζουν το σκοτάδι και μπορούσε πια να παρατηρεί γύρω της τα βαριά βελούδινα μπορντώ έπιπλα, το μεγαλόπρεπο πέτρινο τζάκι, τα ανεκτίμητης αξίας κάδρα με τους αλλόκοτους πίνακες ζωγραφικής, σα να ήταν βγαλμένοι κατευθείαν από την κόλαση! Πάνω από το κεφάλι της, δέσποζε κρεμασμένος ένας βαρύτιμος πολυέλαιος όλο κρύσταλλα. Στο βάθος του σαλονιού μία ξύλινη σκάλα συνέδεε το αχανές δωμάτιο με τα υπόλοιπα του πάνω ορόφου. Ο υπηρέτης, ένας ηλικιωμένος ανέκφραστος άντρας, είχε αποσυρθεί από ώρα στα ενδότερα και την είχε αφήσει εκεί μόνη. Μετά από μερικά λεπτά, κατά τα οποία η Αλεξάνδρα επεξεργαζόταν το χώρο σαν μικρό παιδί, μία πόρτα προς τα δεξιά της άνοιξε ξαφνικά και την έκανε ν’ αναπηδήσει από την έκπληξη. Δεν την είχε διακρίνει τόση ώρα στο μισοσκόταδο. Ήταν η πόρτα που συνέδεε το σαλόνι με το


[40]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γραφείο του Γεράσιμου και στο άνοιγμά της στεκόταν- φαντάζοντας ακόμα πιο ψιλόλιγνος και επιβλητικός- ο ιδιοκτήτης του αρχοντικού. Φορούσε πάντα το κουστούμι του και κάπνιζε μία πίπα. - Καλώς όρισες! πρόφερε με τη βαθιά φωνή του παραμερίζοντας για περάσει μέσα στο δωμάτιο η γυναίκα. Η Αλεξάνδρα κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντι στο δρύινο σκαλιστό γραφείο με το φωτιστικό αντίκα πάνω του, που σκορπούσε γλυκό φως τριγύρω. Εκείνος, κάθισε απέναντί της στη δερμάτινη καρέκλα του με τα ξυλόγλυπτα χερούλια. - Τι μπορώ να κάνω για σένα; της είπε γλυκά με ένα χαμόγελο, που η Αλεξάνδρα δεν γνώριζε αν ήταν ειρωνικό ή θριαμβευτικό. - Ήρθα για να σε παρακαλέσω, για τα παιδιά μου και μόνο- το τόνισε αυτό- να σταματήσεις αυτό τον πόλεμο εναντίον μου, είπε με σταθερή φωνή. - Ποιον πόλεμο; απάντησε ατάραχος ο Γεράσιμος πίσω από το γραφείο του, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς…συμπλήρωσε θαυμάζοντας για άλλη μια φορά το γοητευτικό πρόσωπο αυτής της μαυροντυμένης γυναίκας απέναντί του, τα εβένινα μαλλιά της, που ήταν τυλιγμένα πίσω σε σφιχτό κότσο. Το πένθος της είχε προσθέσει μια απόκοσμη ομορφιά…. - Ξέρεις ποιον… του απάντησε εκείνη κοφτά ρίχνοντάς του μία άγρια ματιά, που διασταυρώθηκε σαν σπαθί με την δική του. Κάντο γι’ αυτά τα παιδιά, που έχασαν έτσι άδικα τον πατέρα τους! τόνισε με τρεμάμενη από την οργή φωνή. Ο Γεράσιμος γύρισε σελίδα αδιάφορος στο δερματόδετο βιβλίο, που ήταν ανοιγμένο μπροστά του και τράβηξε λίγο καπνό από την πίπα του. Το φωτιστικό δίπλα του δημιουργούσε περίεργους χρωματισμούς στο γαλανό βλέμμα του, που γινόταν πότε σκούρο σαν βυθός λίμνης πότε διάφανο σαν το κύμα της θάλασσας. - Αλεξάνδρα, είπε τελικά αδιάφορα, από την πρώτη στιγμή σου πρόσφερα τη βοήθειά μου και συ την αρνήθηκες πεισματικά. Τώρα τι άλλαξε; ρώτησε κοιτάζοντας αλλού. - Άλλαξε το ότι τα παιδιά μου πεινάνε! έκανε έξαλλη η Αλεξάνδρα και πετάχτηκε όρθια. - Σταμάτα πια αυτό το σαμποτάζ εναντίον μου! ξανάπε άγρια και χτύπησε το χέρι της στο ξύλινο γραφείο για να τραβήξει την προσοχή του. - Ακούς τι σου λέω; ούρλιαξε τρέμοντας από οργή, εξαιτίας του άντρα που απαθής συνέχιζε να ξεφυλλίζει το βιβλίο καπνίζοντας την πίπα του. Τέλος, ο Γεράσιμος ανασήκωσε ήρεμος το βλέμμα του και την κοίταξε. Ήταν τόσο όμορφη έτσι άγρια σαν μαινάδα με μάτια σαν μαύρη πυρκαγιά και μάγουλα φλογισμένα. Τόσο μίσος είχε το βλέμμα της, τόση φωτιά! - Η προσφορά ισχύει με τους ίδιους όρους, Αλεξάνδρα, της απάντησε ψυχρά, κρύβοντας επιμελώς την ταραχή του.


Βάλια Καραμάνου

[41]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι όροι σου είναι τελείως απαράδεκτοι και εκβιαστικοί! του πέταξε κατάμουτρα η γυναίκα. Πώς τολμάς και ζητάς από μένα τέτοια πράγματα, μετά απ’ όσα μου έκανες; - Η προσφορά ισχύει με τους ίδιους όρους! επανέλαβε αποφασιστικά ο Γεράσιμος κοιτάζοντάς την στα μάτια και σφίγγοντας τα στενά του χείλη με πείσμα. - Καλά λοιπόν! απάντησε η Αλεξάνδρα τρέμοντας από θυμό, τότε θα πάω και γω αλλού για να ζητήσω βοήθεια! δήλωσε με πείσμα και έκανε μεταβολή για να φύγει. - Πού; Στο γέρο τοκογλύφο; ακούστηκε πίσω της η φωνή του Γεράσιμου όλο σαρκασμό. Η Αλεξάνδρα κοκκάλωσε στη θέση της, πήρε μια βαθιά ανάσα και απάντησε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. - Ελπίζω να μην χρειαστεί, πρόφερε μ’ ένα λυγμό. - Άντε λοιπόν τράβα στο γέρο παραλυμένο να σου δώσει χρήματα! συνέχισε ο άντρας όλο φαρμάκι και ειρωνεία. Η Αλεξάνδρα στράφηκε ξανά προς το μέρος του και του είπε αργά σε πιο μαλακό τόνο: - Μην με αναγκάσεις, σε παρακαλώ… συγκρατώντας με κόπο τα δάκρυά της. - Ή αυτός ή εγώ! δήλωσε θριαβμευτικά εκείνος και την πλησίασε τόσο κοντά, που η ανάσα του καυτή την τύλιξε ολόκληρη. Η γυναίκα για λίγα δευτερόλεπτα τον κοίταζε σιωπηλή, αναμετρούσε τις δυνάμεις της. Τέλος, άνοιξε το γλυκό της στόμα και του είπε αργά και σταθερά: - Όλοι, εκτός από σένα! κι έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω της με όλη της τη δύναμη. -

Όταν η Αλεξάνδρα βγήκε έξω στο δρόμο ξανά, είχε νυχτώσει για τα καλά. Ευτυχώς, γιατί το σκοτάδι σκέπαζε τα δάκρυα οργής και απόγνωσης, που αυλάκωναν πια ελεύθερα τα χλωμά της μάγουλα. Ωστόσο, δεν δίστασε στιγμή. Πήγε κατευθείαν στο σπίτι του γέρο Δημοσθένη και του χτύπησε την πόρτα. Παραδόθηκε αμίλητη, απαθής στα αδηφάγα χάδια των χεριών του, όμοια με αρπακτικού. Υπέμεινε τη βρωμερή του ανάσα στο πρόσωπό της, την τραχιά γλώσσα του να εξερευνά κάθε πτυχή του νεανικού ακόμα κορμιού της και τα σάλια του να στάζουν στο λουλουδένιο της στόμα… Υπέμεινε τα πάντα στωικά και το πρωί ένα γερό κομπόδεμα χαρτονομισμάτων φούσκωνε την τσέπη του φορέματός της. Είχε δώσει τον πιο δύσκολο αγώνα και τα είχε καταφέρει.


[42]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

8 «Speaking with no words» Δύο μέρες είχε συμπληρώσει η Χλόη στην πόλη των Λιβήθρων κι όμως ένιωθε σα να είχε μείνει πολύ περισσότερο καιρό. Τα συναισθήματα ανεξέλεγκτα αναδεύονταν στην ψυχή της, τα ερωτηματικά αδυσώπητα ‘καρφώνονταν’ στο μυαλό της. Στις 5 Ιουνίου του 2014 όμως ένα επαγγελματικό τηλεφώνημα από την Αθήνα για μία σημαντική φωτογράφηση την επόμενη μέρα το απόγευμα, την ανάγκασε να αποφασίσει την αναχώρησή της από την κωμόπολη το ίδιο κιόλας βράδυ. Καλλίτερα, σκεφτόταν, θα απέφευγε και τον Παναγιώτη. Εκείνο το πρωί λοιπόν, ήπιε ένα βιαστικό καφέ στην πλατεία στο παραδοσιακό καφενείο, όπου οι ηλικιωμένοι άντρες την κοίταζαν με περιέργεια, χωρίς να την αναγνωρίζουν οι περισσότεροι. Εκείνη πάντως, πιο ήρεμη πια ,λόγω της επικείμενης αναχώρησής της, παρατηρούσε το δροσερό φύλλωμα του πλατάνου από πάνω της και απολάμβανε τα τιτιβίσματα των πουλιών, που φλυαρούσαν μέσα στα αιωνόβια κλαδιά. Είχε και ευχάριστες αναμνήσεις από τούτο τον τόπο, τότε στα χρόνια της ευτυχίας…Στο μυαλό της Χλόης ήρθε η εικόνα του πατέρα να την κρατά από το μικρό χέρι και να περπατούν σ’ ένα από τα πολλά μονοπάτια πεζοπορίας στους πρόποδες του βουνού. Κάπου εκεί μπροστά τους χοροπηδούσε σαν το μικρό κατσίκι και ο Στέλιος. Δεν θυμόταν ακριβώς τον τόπο και τον χρόνο του συμβάντος, νοσταλγούσε όμως την ήρεμη φωνή του πατέρα, που της εξηγούσε τον μύθο των Ολύμπιων θεών. Όμορφες μέρες, σκέφτηκε χαμογελαστή η Χλόη. Αργότερα, πέρασε από το γηροκομείο, για ν’ αποχαιρετήσει τη μητέρα της, η οποία όμως κοιμόταν βαθιά σα να είχε μείνει άυπνη όλη τη νύχτα. «Καλλίτερα να μην την ενοχλήσω…» σκέφτηκε η Χλόη κοιτάζοντας το ήρεμο προφίλ της να διαγράφεται απόλυτα γεωμετρικό στο προσκεφάλι του κρεβατιού της. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο των Λιβήθρων πεζή- οι αποστάσεις ήταν τόσο κοντινές στη μικρή πόλη, που δεν χρειαζόταν αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις τηςκαι άρχισε να περπατά με κατεύθυνση τη μικρή πανσιόν, όπου έμενε, για να μαζέψει τα πράγματά της. Άλλη μία καλοκαιρινή μέρα, λουσμένη στο καυτό φως, ξημέρωνε στα Λίβηθρα. Η Χλόη, αν και φορούσε τα σκούρα γυαλιά της, ένιωθε τα μάτια της να δακρύζουν και να πονούν από την τόση λάμψη τριγύρω. Ξάφνου, στο απέναντι πεζοδρόμιο της φάνηκε πως διέκρινε μία παράξενη φιγούρα ανθρώπου. Έβαλε το χέρι της αντίθετα στον ήλιο σκιάζοντας τα μάτια της


Βάλια Καραμάνου

[43]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

για να διακρίνει καλλίτερα. Ναι, ήταν ο ρακένδυτος ζητιάνος, που είχε δει στα χαλάσματα τις προάλλες. Φορούσε την ίδια μακριά κουρελιασμένη κάπα του με την κουκούλα, που κάλυπτε το πρόσωπό του, και στεκόταν ακριβώς απέναντί της γυρισμένος προς το μέρος της, τελείως ακίνητος. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε και η Χλόη και τον κοίταζε κι αυτή, ενώ ανάμεσά τους ο κεντρικός δρόμος βούιζε από τα διερχόμενα οχήματα. Αμέσως όμως μετά από λίγα λεπτά, ο παράξενος άντρας έκανε μεταβολή και άρχισε να περπατά βιαστικός προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η Χλόη δεν έχασε λεπτό. Διέσχισε με φόρα τον κεντρικό δρόμο με κίνδυνο να την πατήσει ένα αγροτικό αυτοκίνητο, του οποίου ο οδηγός την ‘στόλισε’ με μία βλαστήμια, κι έτρεξε πίσω από τον ρακένδυτο άντρα. Εκείνος επιτάχυνε το βήμα του διαρκώς, αλλά η Χλόη τον ακολουθούσε με σταθερές δρασκελιές και το βλέμμα κολλημένο στην σκεβρωμένη ράχη του άλλοτε ευθυτενούς άντρα. Η ‘καταδίωξη’ συνεχίστηκε για λίγα λεπτά ακόμα, ώσπου ο ζητιάνος σταμάτησε ξαφνικά απότομα και στράφηκε προς τα πίσω για να βρεθούν σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο με τη Χλόη. Εκείνη ίσα που πρόλαβε να σταματήσει και να μην πέσει πάνω του. Ο άγνωστος με το πρόσωπο ανασηκωμένο την κοιτούσε στα μάτια μ’ ένα γυάλινο, ψυχρό βλέμμα σαν ερπετού. Η γυναίκα άφησε άθελά της μία σιγανή κραυγή και ένα ρίγος διαπέρασε μεμιάς τη ραχοκοκαλιά της. Δεν άντεχε άλλο να κοιτάζει αυτό το βλέμμα. Έστρεψε το κεφάλι της στο πλάι για ν’ αντικρίσει μία άλλη έκπληξη: είχαν φτάσει, χωρίς να το καταλάβει, έξω από το παλιό τους μαγαζί, στο ισόγειο του πατρικού της σπιτιού! Η Χλόη με μισάνοιχτα χείλη και το λαιμό της στεγνό, ξαναγύρισε προς το μέρος του παράξενου άντρα, αλλά εκείνος είχε ήδη εξαφανιστεί. Έμεινε για λίγα λεπτά εκεί, έξω από την παλιά τζαμαρία με τα παλιά τριμμένα χαρτόνια κολλημένα πάνω της, που έκρυβαν το εσωτερικό του μαγαζιού. Πόσα χρόνια είχε να βρεθεί εκεί; Γύρω στα δεκαπέντε, πρέπει να ήταν, από τη χρονιά που η Αλεξάνδρα έπαθε το εγκεφαλικό επεισόδιο και η μικρή επιχείρηση έκλεισε οριστικά. Ούτε στο σπίτι είχε ανέβει από τότε. Κάπου μέσα σε ένα συρτάρι της στο διαμέρισμά της στην Αθήνα διατηρούσε φυλαγμένα τα κλειδιά του, αλλά ούτε εκείνη τα χρησιμοποίησε ποτέ, ούτε ο αδερφός της, που τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια ταξίδευε στις θάλασσες ως ναυτικός, μακριά από όσα τον πλήγωναν σε εκείνη την πόλη. Και τώρα να, που ο παράξενος αυτός άντρας την οδήγησε εδώ ακριβώς, σ’ αυτό το κατώφλι, που απέφευγε χρόνια. Στάθηκε για λίγα λεπτά καταϊδρωμένη και λαχανιασμένη κάτω από τον καυτό ήλιο. Θυμήθηκε που πάντα άφηναν το κλειδί του μαγαζιού κάτω από ένα συγκεκριμένο κεραμίδι στη σκεπή της εσωτερικής αυλής, στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Άραγε, υπήρχε ακόμα εκεί; αναρωτήθηκε μέσα της η Χλόη και κατευθύνθηκε προς εκείνο το μέρος. Η συγκίνησή της ήταν μεγάλη καθώς τα δάχτυλά της άγγιξαν το σκουριασμένο μέταλλο κάτω από το παλιό, μισοσπασμένο κεραμίδι.


[44]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άνοιξε με προσοχή την παλιά πόρτα, που έτριξε από την πολυκαιρία. Μέσα, το εσωτερικό του μαγαζιού αρχικά φάνταζε σαν μία κατάμαυρη τρύπα, λόγω της εκτυφλωτικής αντηλιάς έξω. Μόνο μία μυρωδιά μούχλας χτύπησε στα ρουθούνια της γυναίκας, που χρειάστηκε λίγα λεπτά προκειμένου να προσαρμοστούν τα μάτια της στο σκοτάδι. Έπειτα, με μάτια υγρά παρατηρούσε τα άδεια ράφια, που κάποτε γέμιζαν από κάθε λογής εμπόρευμα, τις διάσπαρτες στο πάτωμα κούτες , που μούχλιαζαν από την πολυκαιρία και την εγκατάλειψη, την αραχνιασμένη πια ταμειακή μηχανή… Η σκέψη του πατέρα της στη θέση αυτή να χαμογελά με το λαμπερό του χαμόγελο, την έκανε να χαμογελάσει πικρά. Ετούτο το μαγαζί ανθούσε τότε στα χρόνια της ευτυχίας, πριν το 1994, τη χρονιά της δολοφονίας….Να, εκεί μπροστά έβαζαν τις σοκολάτες, που τις έτρωγε άφθονες με τον αδερφό της μετά το σχολείο και η μητέρα τους μάλωνε τρυφερά πως θα τους κοβόταν η όρεξη για το μεσημεριανό γεύμα! Κάθε γωνιά του μαγαζιού και μια ευτυχισμένη ανάμνηση… Εδώ ερχόταν και ο Παναγιώτης, το γοητευτικό και κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό της γειτονόπουλο, με τα μελιά μάτια σκιασμένα από τα μακριά τσίνορα και τα καστανόξανθα μαλλιά… Η Χλόη αναστέναξε και κάθισε πάνω σε μια ξύλινη κούτα. Με τρεμάμενα χέρια άναψε τσιγάρο εκεί στο μισοσκόταδο, αναπνέοντας το παρελθόν, που τόσο απρόσμενα ζωντάνευε σε ετούτο το ταξίδι. Πάντα περιτριγυριζόταν από όμορφες κοπέλες ο Παναγιώτης, όχι τόσο γιατί το επιδίωκε, όσο για το ότι ήταν γοητευτικός νέος, έξυπνος και αεικίνητος. Πέρασε στο πανεπιστήμιο, έχτισε μία επιχείρηση, πάντα είχε φιλοδοξίες και μία εξωστρέφεια, που τον έκανε δημοφιλή στις παρέες. Ερχόταν αραιά και που για ν’ αγοράσει κάτι στο μαγαζί και η Χλόη ένιωθε τα πόδια της να κόβονται στη θέα του. Για να κρύψει λοιπόν τη συγκίνησή της γινόταν απόμακρη και ενίοτε ψυχρή, παρότι επιδίωκε να τον συναντά ‘τυχαία’ σε πιθανά μέρη στην πόλη. Μια δυο φορές μάλιστα εκείνος της είχε ανοίξει την κουβέντα για μουσική, συγκροτήματα και άλλα τέτοια θέματα και είχαν τόσα κοινά στοιχεία μεταξύ τους τελικά! Και πάνω που πήγαινε η μικρή τότε Χλόη να ξεθαρρέψει ερχόταν πάντα μία άλλη κοπέλα, που τον κέρδιζε. Κάποιες φορές τον πετύχαινε στο δρόμο ή στην πλατεία αγκαλιά με το κορίτσι του κι εκείνη κυριευμένη από βουβό θυμό γινόταν ακόμα πιο ψυχρή απέναντί του. Όταν πέθανε ο πατέρας, εκείνος σπούδαζε πλέον στην Αθήνα κι ερχόταν με το αυτοκίνητό του στα Λίβηθρα για διακοπές. Η Χλόη όμως είχε κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό της εκείνη την περίοδο και σχεδόν τον απέφευγε, όταν βρισκόταν μέσα στο μαγαζί. Τις ελάχιστες φορές που ήρθε ο νεαρός φοιτητής για ν’ αγοράσει κάτι, διαρκώς παρίστανε την απασχολημένη πίσω από τα ράφια, αν και η καρδιά της ράγιζε στον ήχο της φωνής του, καθώς καλημέριζε την Αλεξάνδρα, που χειρίζονταν την ταμειακή. Εκείνη πάλι γνώριζε τον καημό της κόρης της και τον εξυπηρετούσε βιαστικά καλύπτοντας την Χλόη, σα να επιδοκίμαζε σιωπηλά την απομάκρυνσή της.


Βάλια Καραμάνου

[45]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μόνο τον Σεπτέμβρη του 1996, που η Χλόη και ο αδερφός της αναχώρησαν για την Αθήνα, όπου εκείνη θα σπούδαζε φωτογραφία και ο Στέλιος θα εργαζόταν στη ναυτιλιακή εταιρία στον Πειραιά, ένιωσε την ανάγκη ν’ αποχαιρετήσει τον εφηβικό της έρωτα. Όχι μόνο αυτό, ένιωσε την ανάγκη να του παραδοθεί ως γυναίκα, απόλυτα και ολοκληρωτικά. Έτσι, για μια φορά προτού φύγει. Ήταν ένα απόγευμα ζεστό, παρότι είχε μπει ήδη το φθινόπωρο. Για πρώτη φορά η δεκαοχτάχρονη τότε Χλόη πήρε στα χέρια της μία κασέτα και χτύπησε την πόρτα του Παναγιώτη Δάμαρη με την πρόφαση ότι ήθελε να γράψει τραγούδια, καθώς ο φοιτητής είχε πάθος με την τεχνολογία και ήταν από τους ελάχιστους κατοίκους της πόλης που διέθετε εκείνα τα χρόνια στερεοφωνικό, ακόμα και προσωπικό υπολογιστή. Ο Παναγιώτης την υποδέχτηκε κατάπληκτος στο σπίτι του, μάλλον ευχάριστα αιφνιδιασμένος. Πέρασαν δυο ώρες δίπλα δίπλα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή χαζεύοντας στο διαδίκτυο και γράφοντας παράλληλα τραγούδια από το ραδιόφωνο του στερεοφωνικού στην κασέτα της Χλόης. Δεν την άγγιξε ούτε μία φορά, μόνο σιωπηλή αμηχανία και ένταση υπήρχε ανάμεσά τους. Μια ανομολόγητη αδυσώπητη έλξη, που φανερωνόταν μόνο στις πύρινες ματιές. Η Χλόη ένιωθε να φλέγεται ολόκληρο το σώμα της κοντά του, σε τόση μόνο απόσταση που θα μπορούσε να απλώσει απλά το χέρι του και να την κάνει εκεί δική του, σβήνοντας τη φωτιά που έκαιγε στην καρδιά της. Και η υγρασία αυξανόταν επικίνδυνα εκεί χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια της… Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε όμως. Δυο ώρες αργότερα η Χλόη επέστρεφε σπίτι της με κατακόκκινα μάγουλα και μία κασέτα γεμάτη τραγούδια στο χέρι, που την έσφιγγε με μανία…. Η καρδιά της Χλόης ξεχείλιζε ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, από την ίδια φλόγα. Κάπου την είχε παραμερίσει όλο αυτό τον καιρό πίσω από περιστασιακούς ‘άτυχους’ έρωτες, αλλά εκείνο το ζεστό απόγευμα της 5ης Ιουνίου κλεισμένη μέσα στο παλιό μαγαζί, με το φως του ήλιου να τρυπώνει αδυσώπητο ανάμεσα από τις τρύπες που άφηναν τα παλιά χαρτόνια στο τζάμι, ένιωθε την ίδια ανάγκη να τον ξαναδεί. Έτσι, για μια φορά ακόμη, για τελευταία φορά…. Αργά το βράδυ, κι ενώ είχε φορτώσει τη βαλίτσα της στο αυτοκίνητό της, κατευθύνθηκε προς το πατρικό σπίτι της Καίτης, της γυναίκας του Παναγιώτη , όπου έμενε πια το ζευγάρι με τα δυο τους αγόρια και τους ηλικιωμένους γονείς της συζύγου. Ήταν ένα ανακαινισμένο και άνετο διώροφο, που μαρτυρούσε την καλή οικονομική τους κατάσταση. Η ώρα κόντευε δέκα το βράδυ και τα φώτα του σπιτιού ήταν σβηστά. Μόνο ένα φως παρέμενε ανοιχτό σ’ ένα παράθυρο του ισογείου. Η Χλόη πάρκαρε λίγο πιο μακριά και περπάτησε ως εκεί με αθόρυβα βήματα. Επίτηδες, αποφάσισε να ταξιδεύσει τόσο αργά, για να καταφέρει να τον πλησιάσει χωρίς να την αντιληφθούν. Δεν περίμενε να τον δει, απλά ήθελε να περιεργαστεί το νέο του


[46]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σπίτι, για να νιώσει λίγο κοντά του, έστω κι έτσι. Περπάτησε ως το φωτισμένο παράθυρο κι έριξε μία κλεφτή ματιά μέσα, που της έκοψε την ανάσα: ο Παναγιώτης ήταν εκεί, όπως τον είχε δει στα χαλάσματα λίγο πριν, καθισμένος μπροστά σ’ ένα γραφείο και εργαζόταν στον προσωπικό του υπολογιστή. Πάντα η ίδια αγάπη για την τεχνολογία, σκέφτηκε με τρυφερότητα η Χλόη. Και δεν ήταν μόνο αυτό: μέσα από το δωμάτιο ερχόταν μία μελωδία. Ο Παναγιώτης άκουγε το αγαπημένο της συγκρότημα, τους Magenta, να τραγουδούν : « It's always the same now, sugar We just don't speak And like always, darling You make me weep » Είχαν πάντα τόσα κοινά σημεία μεταξύ τους! διαπίστωνε με συγκίνηση και θλίψη για άλλη μια φορά η Χλόη. Ακούμπησε στο περβάζι, παραδομένη στη μελωδία και στην ταραχή μέσα της, πατώντας ένα ξερό κλαδί, που έσπασε με θόρυβο. Ο Παναγιώτης αμέσως πετάχτηκε όρθιος και στράφηκε προς το παράθυρο. Έντρομη η Χλόη κόλλησε τη ράχη της στον τοίχο δίπλα στο περβάζι για να μην τη δει. Άκουσε το παράθυρο ν’ ανοίγει ακριβώς δίπλα της κι ένιωθε την καρδιά της να χτυπά τόσο δυνατά, που φοβόταν μήπως προδώσει την παρουσία της εκεί. Από το εσωτερικό του δωματίου οι Magenta ακούγονταν πια δυνατά: « You make me dizzy honey, You make me scream » - Είναι κανείς εκεί; ακούστηκε επιτακτική η φωνή του Παναγιώτη. Η Χλόη κράτησε την αναπνοή της. - Ποιος είναι; ξαναρώτησε ο άντρας πιο μαλακά αυτή τη φορά. Η γυναίκα συνέχισε να μην αναπνέει κολλημένη στον τοίχο τρέμοντας σαν φυλλαράκι στον άνεμο. Έγινε μία παύση γεμάτη από τη μουσική των Magenta και τη σιωπή ανάμεσά τους. Τέλος, ακούστηκε η φωνή του Παναγιώτη πολύ χαμηλόφωνη και τρυφερή: - Χλόη;…. Η γυναίκα παρέμενε κολλημένη στον τοίχο με τα μάτια ερμητικά κλειστά για να συγκρατούν τα δάκρυα και την καρδιά κομμάτια. Όμως δεν απάντησε. Μόνο η μουσική ακουγόταν μέσα στη νύχτα: « You and me together baby, Speaking with no words You and me together, darling It's like a curse »


Βάλια Καραμάνου

[47]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

9 «Τα χέρια του δολοφόνου» Η νύχτα της 5ης Ιουνίου 2014 προς την 6η αποδείχτηκε μεγάλη και βασανιστική για τις δύο γυναίκες, τη Χλόη και την Αλεξάνδρα. Η πρώτη ταξίδευε ασταμάτητα με προορισμό την Αθήνα δραπετεύοντας για άλλη μια φορά μακριά από τον Παναγιώτη. Η δεύτερη περνούσε άλλη μία ‘λευκή’ νύχτα βυθισμένη στο παρελθόν και συγκεκριμένα στον Ιούνιο του 1995. …. Ένας μήνας είχε περάσει από τότε που η Αλεξάνδρα αναγκάστηκε να υποκύψει στις ορέξεις του γέρο Δημοσθένη. Επί τριάντα ημέρες υπέμενε στωικά τα αηδιαστικά μαρτύρια στα αποκρουστικά χέρια του, αλλά το μαγαζί της πήγαινε αισθητά καλλίτερα: τα χρέη είχαν πια αποπληρωθεί και η επιχείρηση πλέον απέδιδε κάποιο ικανό κέρδος, ενώ τα παιδιά συνέχιζαν κανονικά τα φροντιστήριά τους. Φυσικά υπήρχαν απορίες για τη μυστηριώδη εύρεση χρημάτων, αλλά απαντήσεις δεν επρόκειτο να πάρουν από τη λιγομίλητη και απόμακρη μητέρα τους. Συμπεριφερόταν σα να μη ζούσε πια εκεί ανάμεσά τους! Η αλήθεια είναι ότι περνούσε πλέον μεγάλο μέρος της ημέρας ή και της νύχτας ακόμη ψάχνοντας στα χαλάσματα για τα τρία στόματα. Δεν μπορεί, θα το έβρισκε πια εκείνο το τρίτο πηγάδι με το χρυσό! Και τότε όλα της τα προβλήματα θα αποτελούσαν παρελθόν, χωρίς να πληρώνει το ακριβό τίμημα. Άλλωστε, τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει, το σχολείο έκλεισε για τις καλοκαιρινές διακοπές και πλέον μπορούσαν να κρατήσουν το μαγαζί. Εκείνη θα φρόντιζε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να μην τους λείψει τίποτα. Ο Γεράσιμος Ανδριώτης αμέσως αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί ανάμεσα στην Αλεξάνδρα και το γέρο τοκογλύφο. Διέκρινε όλα τα σημάδια στο μαγαζί, αλλά και στην ίδια τη μαυρομαλλούσα γυναίκα, που ήταν απόμακρη όσο ποτέ, αλλά ήσυχη πλέον ή μάλλον απαθής. Στη σκέψη αυτού του αέρινου πλάσματος μέσα στα γέρικα χέρια του Δημοσθένη τρελαινόταν, βυθιζόταν σε πρωτόγνωρη απελπισία και ζήλια. Επιδίωξε να τη συναντήσει στο μαγαζί, αλλά διαρκώς απουσίαζε. Στη θέση της βρισκόταν ή ο εχθρικός Στέλιος ή η γλυκιά και ανυποψίαστη Χλόη. Αδύνατο να πάρει απαντήσεις για το που βρισκόταν η Αλεξάνδρα. Επειδή όμως η κοινωνία των Λιβήθρων ήταν πολύ κλειστή και οι αλλόκοτες συμπεριφορές δεν περνούσαν


[48]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απαρατήρητες, μπόρεσε να μάθει, μέσω του ηλικιωμένου πιστού υπηρέτη του, την εμμονή της Αλεξάνδρας με τα χαλάσματα. Ένα πρωί λοιπόν, που το λυκαυγές μόλις ρόδιζε πίσω από την κορυφή του Ολύμπου στον ουρανό της μικρής πόλης, έφτασε στα χαλάσματα. Πάρκαρε το πανάκριβο τζιπ του λίγο πιο κάτω και πλησίασε πεζός ως εκεί. Η σκουριασμένη καγκελόπορτα της εισόδου έχασκε μισάνοιχτη, ενώ ο περίβολος μέσα μαρτυρούσε την πλήρη εγκατάλειψη. Το θλιβερό άλλοτε διώροφο κτίριο στεκόταν ετοιμόρροπο με τη μία πλευρά μισογκρεμισμένη, όπως και τα τρία τέταρτα της πρόσοψής του, που άφηνε το εσωτερικό του σπιτιού με την πέτρινη σκάλα σε κοινή θέα. Η οικογένεια στην οποία ανήκε είχε πια ξεχαστεί. Το μόνο που θυμόντουσαν οι κάτοικοι της κωμόπολης ήταν πως πριν μισό αιώνα εκεί ζούσε μία πολυμελής ευτυχισμένη οικογένεια, που χάθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες αφανισμένη από άγνωστο λοιμό. Πέντε άνθρωποι, τρία μικρά αγόρια από έξι έως δώδεκα ετών και οι δύο γονείς τους βρέθηκαν σε προχωρημένη αποσύνθεση μέσα στα δωμάτια του άλλοτε αρχοντικού. Οι δύο αγροφύλακες που έκαναν την φρικτή αποκάλυψη, μετά από πολυήμερη απουσία των παιδιών στο δημοτικό σχολείο της πόλης, δεν μίλησαν ποτέ ξανά για ό, τι αντίκρισαν εκεί μέσα. Ξεπερνούσε όμως κατά πολύ την κάθε νοσηρή φαντασία. Η άγνωστη αρρώστια είχε προκαλέσει αργό και μαρτυρικό θάνατο στους άτυχους ιδιοκτήτες του διώροφου…. Έκτοτε το σπίτι σφραγίστηκε και δημιουργήθηκε ο παράξενος θρύλος των τριών πηγαδιών. Ο Γεράσιμος περπάτησε με προσοχή ως το εσωτερικό του, απορώντας που μπορεί να βρισκόταν αυτή η παράξενη γυναίκα και δε φοβόταν για τη ζωή της με αυτό το ερείπιο κρεμασμένο πάνω από το κεφάλι της. Ο επαναλαμβανόμενος χτύπος μίας τσάπας τον οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Έσπρωξε μία ξύλινη σκοροφαγωμένη πόρτα, κατέβηκε τρία σκαλιά και βρήκε τη μαυροντυμένη γυναίκα χωμένη μέσα σ’ ένα λάκκο ως τη μέση να σκάβει με μανία! Για λίγα λεπτά έμεινε παγωμένος από το θέαμα στη θέση του. Εκείνη δεν τον είχε αντιληφθεί και συνέχισε ανενόχλητη την εργασία της. Είχε ανασηκώσει το μακρύ φόρεμά της ως τη μέση αφήνοντας ακάλυπτα τα χυτά λευκά πόδια της ενώ τα μπράτσα της ιδρωμένα σήκωναν με πείσμα το αγροτικό εργαλείο. Έτσι όπως είχαν λυθεί τα μαύρα μαλλιά και στεφάνωναν το ιδρωμένο μέτωπό της, ο Γεράσιμος αισθάνθηκε πως ήταν η πιο όμορφη και ποθητή γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ του στα αμέτρητα ταξίδια του σε ολόκληρο τον κόσμο! Συνέχιζε να την κοιτάζει με δέος, όταν αυτή ξαφνικά αντιλήφθηκε την παρουσία του και γύρισε έντρομη προς το μέρος του. - Τι θες εσύ εδώ; φώναξε άγρια με φλογισμένα από το σκάψιμο μάγουλα. Ο Γεράσιμος την πλησίασε αργά και αποφασιστικά με μία πρωτοφανή τρυφερότητα στο άλλοτε παγερό βλέμμα του. Έκπληκτη η γυναίκα τον είδε να γονατίζει δίπλα της στα χείλη του λάκκου λερώνοντας το πανάκριβο παντελόνι του και να της τείνει το χέρι για να τη βοηθήσει να βγει έξω. Η Αλεξάνδρα υπάκουσε


Βάλια Καραμάνου

[49]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μηχανικά και στάθηκε όρθια καταλερωμένη από τις λάσπες απέναντί του προσπαθώντας να βρει κάποια δικαιολογία για την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Ωστόσο, ο άντρας μάντεψε τις σκέψεις της και την πρόλαβε λέγοντας: - Εγώ φταίω για ό,τι περνάς, Αλεξάνδρα, κανείς άλλος , μόνο εγώ….και χαμήλωσε το κεφάλι με ενοχή. Αυτό δεν το περίμενε με τίποτα η ετοιμοπόλεμη γυναίκα, που έκπληκτη διέκρινε τη συντριβή στα μπλε μάτια του. Παράλληλα, οι ρυτίδες στο μέτωπό του φάνταζαν ακόμα πιο βαθιές μέσα στο μισοσκόταδο του δωματίου, που φωτίζονταν αμυδρά από τις λουρίδες φωτός, καθώς τρύπωναν από τις τρύπες στους τοίχους ολόγυρα. Πριν προλάβει να απαντήσει κάτι, ο Γεράσιμος έπεσε στα γόνατα αγκαλιάζοντας με απόγνωση τα λασπωμένα δικά της. Η γυναίκα τα’ χασε, έκανε να τραβηχτεί, αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει από το σφιχτό αγκάλιασμα του άντρα. - Συγχώρεσέ με, Αλεξάνδρα, τραύλισε μέσα σε λυγμούς, ό, τι και να έκανα ήταν γιατί εσένα μόνο αγάπησα στη ζωή μου….Εσένα! συμπλήρωσε σφίγγοντας ακόμα πιο σφιχτά τα λεπτά γόνατα της γυναίκας. - Γεράσιμε, σταμάτα, πάλευε να τον ξεκολλήσει εκείνη από πάνω της, σήκω όρθιος! Τελικά, ο άντρας ύψωσε το ανάστημά του με τα ρούχα του γεμάτα χώματα και το βλέμμα υγρό. Της έπιασε τα χέρια τρυφερά, την κοίταξε κατάματα και της είπε με σταθερή φωνή: - Θέλω μόνο να με συγχωρήσεις , αυτό μόνο. ΄ Η Αλεξάνδρα δεν μιλούσε. Τι απ’ όλα να του πρωτοσυγχωρήσει; σκεφτόταν με ταραχή. - Και ν’ αφήσεις αυτόν τον σιχαμένο τοκογλύφο… πρόσθεσε ο άντρας ικετευτικά. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, που τον έβλεπε χωρίς την αλαζονική σιγουριά του ζωγραφισμένη στο βλέμμα και στη στάση του ευθυτενούς σώματός του. Το γεγονός αυτό, μετά από την αρχική έκπληξη, την όπλισε με θάρρος και το παλιό γνώριμο μίσος. - Αυτό δεν γίνεται, του απάντησε ψυχρά, δεν βαρέθηκες να σε διώχνω λοιπόν; πρόσθεσε σαρκαστικά με φλογισμένα μάτια, τόσα χρόνια απόρριψης; Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο άντρας ξαφνικά ένιωσε να ξυπνά από ένα λήθαργο, σα να τον είχαν χαστουκίσει κατά πρόσωπο. Μεμιάς το πρόσωπό του έγινε ξανά μία πέτρινη μάσκα, έσφιξε τα λεπτά χείλη κι έκανε μεταβολή για να φύγει με γρήγορο βήμα από το σκοτεινό κελάρι. Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε πικρά. Είχε πάρει την εκδίκησή της! Ούτε αυτό όμως αποδείχτηκε αρκετό. Επέστρεψε στο σπίτι της, έκανε μπάνιο, άλλαξε τα βρώμικα ρούχα της και κατέβηκε στο μαγαζί σε μια προσπάθεια να ζήσει


[50]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και πάλι φυσιολογικά. Μάταια όμως…. Ο καστανόξανθος ψηλός άντρας με το ξανθό μουστάκι και τα μπλε μάτια δεν έβγαινε από το μυαλό της στιγμή. «Τι έχω πάθει;» αναρωτιόταν με φρίκη, καθώς μία ανομολόγητη ευχαρίστηση πήγαζε από την εικόνα του. «Όχι ,όχι» απόδιωχνε βίαια η Αλεξάνδρα αυτή την εικόνα από τη σκέψη της. «Είναι δολοφόνος, υπενθύμιζε διαρκώς στον εαυτό της, ο δολοφόνος του άντρα σου, τρελή!». Ήταν η πρώτη φορά που το παραδεχόταν τόσο ανοιχτά μέσα της, το ύψιστο όπλο άμυνας ενάντια στην υπέρμετρη γοητεία του. Κι όμως ούτε αυτό αποδείχτηκε αρκετό… Έντρομη, με μία θαλασσοταραχή μέσα της να την πνίγει, αποφάσισε να δώσει τέλος σ’ αυτή την παράνοια, γιατί μόνο αρρώστια θα μπορούσε να είναι αυτό το νοσηρό πάθος. Και υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να το πετύχει αυτό. Είχε αρχίσει ήδη να νυχτώνει όταν πήρε το δρόμο για το αρχοντικό των Ανδριωτών με ένα κουζινομάχαιρο κρυμμένο μέσα στην πιέτα του φορέματός της, κολλημένο κατάσαρκα στο μηρό της. Στον δρόμο δεν συνάντησε ευτυχώς κανέναν και μέσα σε λίγα λεπτά βρισκόταν στην εξώπορτα του Γεράσιμου. Ο υπηρέτης της άνοιξε αμέσως σα να την περίμενε κι εξαφανίστηκε την ίδια στιγμή, ενώ αυτή τη φορά ο ξανθός άντρας όρθιος την υποδεχόταν με αδημονία στο σαλόνι του. Η Αλεξάνδρα προχώρησε αποφασιστικά προς το μέρος του χωρίς να μιλά. Στάθηκαν ο ένας αντίκρυ στον άλλον για κλάσματα του δευτερολέπτου χωρίς να μιλούν. Έπειτα, τελείως αναπάντεχα, η γυναίκα έπεσε στην αγκαλιά του! Ο Γεράσιμος αιφνιδιασμένος από την απρόσμενη χαρά έκανε να περάσει τα χέρια του γύρω από το σώμα της. Εκείνη τη στιγμή όμως αυτή με μία απότομη κίνηση ύψωσε το κρυμμένο μαχαίρι για να του το καρφώσει στο λαιμό. Μεμιάς, ο άντρας αντιλήφθηκε την κίνησή της έγκαιρα, την άρπαξε από τον καρπό στρίβοντας το χέρι πίσω από την πλάτη της και την αφόπλισε. Η Αλεξάνδρα άκουσε τον ήχο του κοφτερού μετάλλου που έπεφτε στο μάρμαρο του πατώματος κι ένιωσε έναν οξύ πόνο να διαπερνά τον αγκώνα της. Μία κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της… - Τι πήγες να κάνεις, βρωμοθήλυκο; βλαστήμησε ο Γεράσιμος μέσα από τα δόντια του σφίγγοντάς την αλύπητα. Εκείνη σφάδαζε από τον πόνο, αλλά δεν αποκρινόταν. - Διαβολογυναίκα!...συνέχισε έξαλλος ο άντρας, το ξέρεις ότι μπορώ να σε σκοτώσω, να σε κλείσω μέσα ισόβια….να σκοτώσω την οικογένειά σου; ξεστόμισε με μένος την τελευταία απειλή. Στο άκουσμα των τελευταίων λόγων του η γυναίκα χλώμιασε. Γνώριζε από πικρή εμπειρία πως αυτός ο άντρας ήταν ικανός για όλα. - Μη, σε ικετεύω, μη! τραύλισε ικετευτικά. Ο Γεράσιμος είχε βρει επιτέλους το ευαίσθητο σημείο της κι έμοιαζε να το απολαμβάνει. Χωρίς να χαλαρώσει διόλου τη λαβή του, της ψιθύρισε άγρια: - Και τι σκοπεύεις να κάνεις γι’ αυτό;


Βάλια Καραμάνου

[51]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

- Ό, τι μου ζητήσεις! δήλωσε αμέσως η γυναίκα απελπισμένη. Μόνο μην πειράξεις την οικογένειά μου! «κι άλλο» σκέφτηκε, αλλά δεν τόλμησε να το ξεστομίσει. - Γονάτισε λοιπόν τότε! της φώναξε άγρια εκείνος και με μία απότομη κίνηση την πέταξε κάτω στο πάτωμα. Η γυναίκα έμεινε εκεί σωριασμένη, ένα μαύρο κουβάρι στα πόδια του. Εκείνος όμως δεν είχε ξεθυμάνει ακόμα. - Σε είχα προειδοποιήσει! της είπε με αλλοιωμένη φωνή, κάποτε θα ερχόσουν εδώ γονατιστή, αλλά τότε δεν ήθελες να με ακούσεις! Και βλέποντας τη γυναίκα να μην αντιδρά, την πρόσταξε τρέμοντας από οργή: - Φίλα μου τα πόδια, παλιοβρώμα, τι στέκεσαι έτσι; Η γυναίκα άρχισε να τραντάζεται από τους λυγμούς, αλλά με τρεμάμενα χέρια άγγιξε τα πανάκριβα δερμάτινα παπούτσια του και ακούμπησε τα λουλουδένια χείλη της πάνω τους μουσκεύοντάς τα με τα δάκρυά της. Ο Γεράσιμος την κοίταξε για λίγα λεπτά να προσφέρει την περηφάνιά της στα πόδια του. Μετά δεν άντεξε. Την άρπαξε από τα μακριά μαλλιά, την ανασήκωσε με σκοπό να τη χαστουκίσει. Μόλις όμως αντίκρισε τα τεράστια υγρά μάτια της αυθόρμητα κόλλησε το στόμα του στο δικό της. Εκείνη έδωσε μερικές γροθιές στο στέρνο του για να τον απωθήσει από αυτό το βίαιο φιλί γεμάτο από δάκρυα, τα δικά της και τα δικά του. Εκείνος την έσφιξε ακόμα περισσότερο με το ένα χέρι του γαντζωμένο βίαια μέσα στα μαλλιά της και το άλλο να αρπάζει το πλούσιο στήθος της μέσα από το φόρεμά της. Εκείνη άκουσε τον ήχο των κουμπιών της καθώς έσπαγαν και προσπάθησε να αμυνθεί παλεύοντας σαν αγριόγατα, όταν όμως το χέρι του άντρα μπήκε ορμητικά ανάμεσα στα πόδια της τη βρήκε απρόσμενα υγρή και καυτή…. Έκαναν άγριο έρωτα γεμάτο απελπισία, δάκρυα και μίσος εκεί κάτω στο μαρμαρένιο πάτωμα μέχρι αργά τη νύχτα... Και μέσα στο παραμίλημά της η Αλεξάνδρα άκουσε τον εαυτό της να ικετεύει με πρωτόγνωρο πάθος αυτόν τον δαιμονικό άντρα να μην βγει ποτέ από μέσα της, ενώ τύλιγε τα μακριά πόδια της σφιχτά σαν μέγγενη γύρω από τη μέση του και φιλούσε αχόρταγα τα μάτια, το στόμα, το λαιμό και τα χέρια του Γεράσιμου. Αυτά τα χέρια του δολοφόνου….


[52]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

10 «Το κτήνος» Υπήρχε όμως και κάτι ακόμα. Κάτι που δεν έμαθε ποτέ η Αλεξάνδρα και αφορούσε στον Στέλιο, τον δεκαεξάχρονο θυμωμένο γιο της. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες η ευτυχισμένη έως τότε ζωή του είχε γίνει θρύψαλα. Ο πατέρας σάπιζε σε κάποιο τάφο, ανασφάλεια υπήρχε πλέον σε όλες τις πτυχές της ζωής του και -το κυριότερο- η μητέρα, που ανέκαθεν ήταν μία σοβαρή και μετρημένη γυναίκα στο πλευρό του συζύγου της, τώρα έτρεχε σε κρυφά ραντεβού για να σαλιαρίζει με τον Γεράσιμο Ανδριώτη… Ο πατέρας ήταν ακόμα άλιωτος, μόλις λίγους μήνες στο χώμα κι εκείνη είχε παραδοθεί στα χέρια του καλύτερού του φίλου; Και μόνο στη σκέψη, ο έφηβος ένιωθε την αηδία και την οργή να τον κυριεύουν… Βέβαια, δεν είχε αποδείξεις, αλλά δεν τις χρειαζόταν. Αρκετές φορές τους είχε τσακώσει να μιλούν με ύποπτο ύφος στο μαγαζί, μια φορά μάλιστα ο Γεράσιμος είχε σχεδόν κολλήσει πάνω στη μητέρα του. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν αν δεν τους είχε διακόψει αυτός βγαίνοντας αναπάντεχα από την αποθήκη…. Ωστόσο, από τον Ιούνιο του 1995 – ούτε καν έξι μήνες μετά τη δολοφονία του πατέρα- κάτι είχε αλλάξει στη συμπεριφορά της μητέρας του: έως τότε, θα μπορούσε να πει κανείς πως η Αλεξάνδρα ήταν κι εχθρική προς τον Γεράσιμο, με έναν παράλογο και ύποπτο τρόπο πάντα. Τώρα όμως αυτό είχε χαθεί. Η γυναίκα κάθε βράδυ χανόταν –άγνωστο που- και γύριζε πολύ αργά στο σπίτι. Και παλαιότερα το έκανε αυτό, αλλά τότε γύριζε γεμάτη χώματα και λάσπες, την εποχή που είχε εμμονή με τα χαλάσματα. Από τον Ιούνιο όμως και μετά επέστρεφε στο σπίτι κουρασμένη, καθαρή και περιτριγυρισμένη από μία απροσδιόριστη λάμψη, όπως τότε που στεκόταν στο πλευρό του πατέρα… Ο Στέλιος ήταν βέβαιος πως έτρεχε για να συναντήσει εκείνον κι αυτό φάνταζε πιο αποτρόπαιο και από την ίδια τη δολοφονία του πατέρα στα μάτια του πληγωμένου εφήβου. Έχασε λοιπόν κάθε ενδιαφέρον για το σχολείο, τον αθλητισμό και τα βράδια έβγαινε ανελλιπώς με διάφορες κακόφημες παρέες. Όχι πως έκαναν τίποτα ιδιαίτερο κι ας τους αποκαλούσε η μικρή πόλη ‘αλήτες’. Απλά μαζεύονταν στην πλατεία, στα χαλάσματα ή και αλλού και έπιναν καμιά μπύρα, ρουφούσαν κανένα τσιγάρο. Ήταν μία εκτόνωση κι αυτό… Πέρασαν δυο μήνες έτσι και η οργή θέριευε μέσα στην ψυχή του Στέλιου. Ούτε οι νουθεσίες της μητέρας του, ούτε τα παρακάλια της αδερφής του δεν τον πτοούσαν να αλλάξει συνήθειες. Ένα βράδυ του Αυγούστου βρισκόταν ξανά έξω με τα παιδιά κι έλεγαν διάφορα αστεία μαζεμένα λίγο πιο έξω από την πόλη, στο


Βάλια Καραμάνου

[53]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξέφωτο πίνοντας μπύρες. Κάτι το αλκοόλ, κάτι το τσιγαριλίκι που είχε κάνει νωρίτερα, του είχαν προσδώσει μία ψευδαίσθηση ευθυμίας. Εκείνο το βράδυ ο Στέλιος ένιωθε ικανός για όλα! Πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι μετά τα μεσάνυχτα. Ήταν μία από εκείνες τις γλυκές καλοκαιρινές βραδιές που γεμίζουν τ’ αυτιά από το τραγούδι των τριζονιών και τα ρουθούνια από τις μυρωδιές των νυχτολούλουδων. Άραγε η μητέρα θα είχε επιστρέψει; αναρωτιόταν ο νέος , αλλά μέσα του γνώριζε πως αυτό ήταν μάλλον αδύνατο. Τέτοια ώρα συναντούσε τον εραστή της. Αυτόν τον μισητό άντρα, το κτήνος που έφταιγε για όλα, σκεφτόταν με μίσος και σφιγμένα δόντια ο Στέλιος. Τόσο καιρό υπέμενε αυτό το μαρτύριο, δεν άντεχε πια άλλο! Το αλκοόλ και η μαριχουάνα του είχαν δώσει όλο το κουράγιο που χρειαζόταν για να αντιδράσει εκείνο το βράδυ, να κάνει επιτέλους κάτι. Έφτασε έξω από το αρχοντικό των Ανδριωτών με αποφασιστικό βήμα ρουφώντας που και που μερικές γουλιές μπύρα από το μπουκάλι, που κρατούσε ακόμα στο χέρι του. Στάθηκε έξω από το σκοτεινό σπίτι κοιτάζοντάς το με υγρά μάτια. - Το σπίτι του κτήνους, του Δράκουλα! είπε με πικρία, θεωρώντας πως η μητέρα του βρισκόταν κάπου εκεί μέσα. Πήδηξε τη μάντρα με ένα σάλτο και βάλθηκε να κάνει γύρους γύρω από το κατάκλειστο σπίτι μέσα στον κήπο. Μόλις έφτασε έξω από ένα σκοτεινό δωμάτιο του ισογείου στάθηκε έξω από το μεγάλο τζάμι του παραθύρου. Έριξε μία ματιά στο μισοάδειο μπουκάλι που κρατούσε στο χέρι του και χωρίς άλλη σκέψη το εκσφενδόνισε με λύσσα καταπάνω του. Ο ήχος από το τζάμι που έσπασε διαπέρασε τη βραδινή ησυχία. Για λίγα δευτερόλεπτα, ο Στέλιος αφουγκράστηκε γύρω του. Καμία κίνηση. Με δυο βήματα πλησίασε το σπασμένο άνοιγμα και με προσοχή πέρασε μέσα για να βρεθεί στο απόλυτο σκοτάδι….Ο νέος έβγαλε τον αναπτήρα του και φώτισε το χώρο ολόγυρά του. Βρισκόταν προφανώς μέσα σε ένα γραφείο με ένα μεγάλο τραπέζι στο μέση και θεόρατους πίνακες κρεμασμένους στους τοίχους. Καθώς ο Στέλιος περνούσε τη φλόγα ξυστά από μπροστά τους παρατηρούσε τις αλλόκοτες απεικονίσεις τους με κάποιο δέος. « Οι πίνακες του Δράκουλα…» σκέφτηκε με σαρκασμό, όταν ο αναπτήρας του φώτισε και μία άλλη μορφή με έντονα ζυγωματικά , γυάλινα ψυχρά μάτια και στενά σφιγμένα χείλη. \ - Καλησπέρα! ακούστηκε η φωνή του Γεράσιμου, που έκανε τον έφηβο να πετρώσει στη θέση του. Ο άντρας έκανε δύο βήματα και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του ανάβοντας το φωτιστικό- αντίκα δίπλα του. Ένα χαμηλό γλυκό φως πλημμύρισε το δωμάτιο αποκαλύπτοντας τον νυχτερινό εισβολέα, που στεκόταν εκεί μπροστά στον Γεράσιμο άναυδος και βουβός. - Δεν με χωνεύεις και πολύ, έτσι; τον ρώτησε ο άντρας, που μάλλον διασκέδαζε αυτό το νυχτερινό συναπάντημα.


[54]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

- Θα’ πρεπε; απάντησε θυμωμένα ο Στέλιος κρύβοντας επιμελώς τον φόβο που τον είχε κυριεύσει. Ο Γεράσιμος γέλασε και άναψε την πίπα του. Τράβηξε λίγο καπνό παρατηρώντας το νέο απέναντί του με τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα ρούχα και τα κατακόκκινα μάτια. - Καλύτερα να μη σε δει σ’ αυτά τα χάλια η μητέρα σου, του είπε με νόημα σε αυστηρό τόνο. Ο Στέλιος πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένιωσε επιτέλους το μίσος του πιο δυνατό από τον φόβο του. - Βλέπω και γω τα δικά της, ή μάλλον τα δικά σας! του πέταξε κατάμουτρα με φλογισμένο πρόσωπο. - Κι όμως! άρχισε να λέει ο Γεράσιμος με ένα πικρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη, μου θυμίζεις τόσο πολύ εμένα στην ηλικία σου! Ο νέος κάγχασε κάνοντας μία γκριμάτσα και του έριξε μία βλοσυρή ματιά. - Ανήσυχος, οργισμένος, συνέχισε ο άντρας απτόητος, μόνο που εσύ είχες για πατέρα το Γιώργο και όχι τον Βασίλη Ανδριώτη! Η εικόνα του ψηλού και αγέλαστου πατέρα ορθώθηκε άξαφνα απειλητική μπροστά στα μάτια του Γεράσιμου. - Εδώ σ’ αυτό το γραφείο εργαζόταν, συνέχισε να μιλά σα να ήταν πια μόνος του, εδώ με έφερνε για να με τιμωρήσει… Τώρα μπορούσε πια να διακρίνει καθαρά το χλωμό, ξανθό αγόρι σκυμμένο στο δρύινο γραφείο με τα παντελόνια κατεβασμένα να δέχεται αδιαμαρτύρητα τις μπαστουνιές του πατέρα του με τα δόντια σφιγμένα για να μη φωνάξει, να μην κλάψει… - Κι έτρεχε η Αρετή, η γλυκιά μητέρα να με γλιτώσει από τα χέρια του τυράννου, αφηγούνταν με βαθιά φωνή ο Γεράσιμος, αλλά τι να κάνει αυτό το ασθενικό ευαίσθητο πλάσμα; Πώς να παλέψει με το κτήνος; Γι’ αυτό πέθανε τόσο νέα…συμπλήρωσε με αλλοιωμένη φωνή. Ο Στέλιος τον άκουγε χωρίς να μιλά. Κάπου μέσα στο δωμάτιο έβλεπε κι αυτός το ξανθό φοβισμένο αγόρι να ζει φυλακισμένο στο αφιλόξενο μαυσωλείο, μετά να φεύγει εσωτερικό στην Ελβετία σε έναν εξίσου κρύο κοιτώνα, αλλά τουλάχιστον μακριά από τον σκληρό και πανίσχυρο Ανδριώτη. - Ένα καλό έκανε τουλάχιστον ο δικός μου πατέρας, κατέληξε ο Γεράσιμος βρίσκοντας ξανά τον αγέρωχο εαυτό του, πέθανε νωρίς! - Γιατί μου τα λες όλα αυτά; ρώτησε τελικά ο Στέλιος με βραχνή φωνή κι έναν κόμπο στο λαιμό. Ο Γεράσιμος σηκώθηκε αργά από τη θέση του, πλησίασε με δυο βήματα το αγόρι μπροστά του με τα καστανά μαλλιά, τα μεγάλα μάτια και την ψιλόλιγνη σιλουέτα.


Βάλια Καραμάνου

[55]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

- Γιατί έχεις τα μάτια της, του απάντησε με σταθερή φωνή, τα μάτια της Αλεξάνδρας!...πρόσθεσε πιο τρυφερά. Η γαλάζια ματιά του άντρα άστραψε και διαπέρασε τον έφηβο ως τα μύχια της ψυχής του, που συνέχιζε να τον κοιτά σαν χαμένος. - Και τώρα γύρνα σπίτι σου, κατέληξε ο Γεράσιμος κουρασμένος, από την πόρτα ή το παράθυρο, όπως προτιμάς! Ο Στέλιος ακόμα σαστισμένος παρέμεινε στη θέση του για λίγα λεπτά και μετά με ένα σάλτο πήδηξε ξανά έξω από το παράθυρο χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Βγήκε στον κήπο με δυο δρασκελιές και από εκεί τρέχοντας στο δρόμο για να ξεφύγει λες από κάτι, άγνωστο από τι… Αυτός ο άντρας ίσως και να ήταν ο Δράκουλας, διέθετε πάντως την ίδια γοητεία. Ίσως μάλιστα να είχε μαγέψει τη μάνα του και να την κρατούσε αιχμάλωτη με δυνατά ξόρκια, σκεφτόταν ο νέος δικαιολογώντας για πρώτη φορά την Αλεξάνδρα. Όχι…. Μαλάκωνε, υπέκυπτε κι αυτός στη γοητεία του κτήνους και αυτό δεν έπρεπε να συμβεί. - Θα φύγω, μουρμούρισε πιο δυνατά ο Στέλιος για να ακούσει τη φωνή του και να πάρει δύναμη, πρέπει να φύγω από δω, μακριά από όλους και όλα! Και με τη σκέψη αυτή πιο ήσυχος πλέον, πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Πίσω στο σκοτεινό γραφείο του αρχοντικού, ο Γεράσιμος κάπνιζε σιωπηλός παρατηρώντας ακόμα μπροστά του το χλωμό αδύνατο ξανθό αγόρι με τα ψυχρά ανοιχτογάλαζα μάτια να μεγαλώνει και να γίνεται ένας ισχυρός άντρας μετά το θάνατο του πατέρα του Βασίλη. Εκείνος έγινε ακόμα πιο αδίστακτος και απόμακρος από όλους. Οι συνεργάτες του στις ‘σκοτεινές’ δουλειές του τον έτρεμαν, οι πραγματικοί φίλοι ήταν ανύπαρκτοι και οι ερωμένες πολλές και απρόσωπες σε όλα τα μέρη του κόσμου που ταξίδευε. Έφευγε, περιπλανιόταν για να ξεφύγει από τούτη την καταραμένη πόλη, αλλά εκείνη τον καλούσε διαρκώς πίσω για να αποτελειώσει ό,τι είχε αφήσει στη μέση: να αποκτήσει μια γυναίκα, που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη από όσες είχε συναντήσει έως τότε και να εξολοθρεύσει κάθε εμπόδιο που θα στεκόταν στο δρόμο του. Δεν υπήρχαν όρια που θα δίσταζε να παραβιάσει ο υιός Ανδριώτης, ο αμείλικτος επιχειρηματίας, ο σκοτεινός άνθρωπος, που όλοι έτρεμαν. Ήδη είχε εκτοπίσει τους δύο άντρες στη ζωή της Αλεξάνδρας. Ο ένας ήταν ένας γλοιώδης ηλικιωμένος τοκογλύφος, ο Δημοσθένης, που καταστράφηκε μέσα σε μία νύχτα μετά από ανώνυμη καταγγελία στην αστυνομία για τα ύποπτα ‘δάνειά’ του σε ανθρώπους, που βρίσκονταν σε απόγνωση. Η φυγή του από τα Λίβηθρα πάντως αποτέλεσε μάλλον ανακούφιση για τους κατοίκους της μικρής πόλης! Ο άλλος ήταν ο μοναδικός φίλος του, ο Γιώργος, που τον βοήθησε πριν τόσα χρόνια να παντρευτεί την αγαπημένη του Αλεξάνδρα. Όχι, ήταν η δική του αγαπημένη, η δική του γυναίκα και δεν μπορούσε να την έχει κανείς εκτός από τον ίδιο τον Γεράσιμο! Αυτός δεν είχε ούτε οικογένεια πια, ούτε οι φίλοι είχαν θέση στη ζωή του. Υπήρχε χώρος μόνο για εκείνη και άλλωστε ο Γιώργος ήταν τόσο εύκολος


[56]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στόχος! Αμέσως έτρεξε στο τηλεφώνημά του την παραμονή της Πρωτοχρονιάς για να τον συναντήσει στην ερημιά. Τόση εμπιστοσύνη του είχε! Πήγε σαν πρόβατο στη σφαγή, θυσία στην αγάπη του Γεράσιμου. Ένα χτύπημα από τον πιστό του υπηρέτη και το κρανίο του Γιώργου θρυμματίστηκε σαν καρυδότσουφλο πάνω στο χιόνι… Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν άγγιξε ποτέ τον Ανδριώτη. Όλα ήταν τόσο μικρά μπροστά στην αγάπη εκείνης, που ήταν η οικογένεια, οι φίλοι, όλες οι ερωμένες μαζί για τον αμείλικτο άντρα… Κι έτσι όπως κάπνιζε σιωπηλός ο Γεράσιμος μέσα στο μισοσκόταδο του γραφείου του, νόμισε πως ο νεαρός ξανθός άντρας στράφηκε ξαφνικά προς το μέρος του και διέκρινε ολοκάθαρα τη μορφή του πατέρα του να σχηματίζεται στη θέση του δικού του προσώπου. Το πρόσωπο του κτήνους….


Βάλια Καραμάνου

[57]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

11 «Οιωνός» Ένας μήνας χρειάστηκε για την ταυτοποίηση των οστών, που βρέθηκαν στα χαλάσματα των Λιβήθρων στις 4 Ιουνίου του 2014. Τριάντα έξι μέρες για την ακρίβεια, κατά τις οποίες η Χλόη ζούσε κανονικά στην Αθήνα, στο μικρό της διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους και έφερε σε πέρας μάλιστα και τρεις φωτογραφίσεις, που της απέδωσαν κάποιο ικανό χρηματικό ποσό. Ήπιε μερικά ποτά με φίλους, αντάλλαξε λίγα μέιλ με τον αδερφό της, πληροφορώντας τον για τα γεγονότα, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να τον συγκινήσει αρκετά, ώστε ν’ αποφασίσει να γυρίσει πίσω στην πατρίδα. Επίσης, αρνήθηκε την ερωτική πρόταση ενός άλλου ‘φίλου’, με τον οποίο βρίσκονταν σεξουαλικά κατά διαστήματα, αν και θα αποτελούσε την ύψιστη απόδειξη πως τίποτα δεν είχε αλλάξει στη ζωή της. Ποιόν κορόιδευε όμως; Η Χλόη γνώριζε καλά πως τα πάντα είχαν αλλάξει, μετά την τελευταία της επίσκεψη στα Λίβηθρα. Εκεί το παρελθόν ζούσε ολοζώντανο και δεν μπορούσε παρά να νιώθει ακόμα και τώρα σαν πληγωμένη έφηβη – και το κυριότερο: ερωτευμένη! Η εικόνα του Παναγιώτη στα χαλάσματα μαζί με τον γιο του είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στο μυαλό της. Η φωνή του τρυφερή να την καλεί με τ’ όνομά της μέσα από το παράθυρό του –εκείνο το τελευταίο βράδυ, που τον αναζήτησε στο σπίτι του- αντηχούσε ακόμα στ’ αυτιά της! Άραγε, την σκεφτόταν καθόλου κι αυτός; Πώς μάντεψε ποιος στεκόταν στο παράθυρό του εκείνο το βράδυ, αν δεν την νοιαζόταν ακόμα; Αν δεν ήθελε να είναι αυτή στο παράθυρό του; Αλλά, ακόμα κι αν ήταν έτσι, τι άλλαζε; Παρέμενε παντρεμένος με την Καίτη, κατέληγαν οι σκέψεις της Χλόης σε μαύρο αδιέξοδο…. Στις 10 Ιουλίου όμως, όταν διάβασε στο διαδίκτυο την επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας, πως τα θαμμένα οστά ανήκαν στον Γεράσιμο Ανδριώτη, τινάχτηκε πάνω σα να τη δάγκωσε φίδι. Όχι πως δεν το υποψιαζόταν, από την πρώτη στιγμή πήγε το μυαλό της στον μυστηριώδη αυτόν άντρα, που είχε εξαφανιστεί απρόσμενα το 1996 από την μικρή πόλη. Σε όλους είχε κάνει εντύπωση το γεγονός τότε, αλλά αφενός ο Γεράσιμος έφευγε συχνά σε μακρινά ταξίδια, αφετέρου δεν είχε οικογένεια ή φίλους να τον αναζητήσουν. Ωστόσο, δύο άντρες – ο πατέρας της και ο οικογενειακός τους φίλος- να βρίσκονται μυστηριωδώς δολοφονημένοι , πήγαινε πολύ, αναλογιζόταν διαρκώς η Χλόη. Μόλις διάβασε την είδηση λοιπόν, μάζεψε ξανά τη μικρή βαλίτσα της, τη φόρτωσε στο μικρό yaris της και βρέθηκε να οδηγεί στην εθνική οδό με προορισμό


[58]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

για άλλη μια φορά τα Λίβηθρα. Αυτή τη φορά δεν άκουγε μουσική στη διαδρομή, ήθελε ησυχία για να βάλει σε τάξη τα ερωτηματικά, που την βασάνιζαν. «Άραγε, πόσο στενός φίλος της μητέρας υπήρξε ο Γεράσιμος;» μονολόγησε η Χλόη ταραγμένη. Θυμόταν που ο Στέλιος τον αντιπαθούσε ισχυριζόμενος ότι κολλάει στη μητέρα τους, αλλά εκείνη ήταν πάντα αθώα και καλοπροαίρετη με τους ανθρώπους και δικαιολογούσε τον αδερφό της, θεωρώντας ότι επαναστατούσε λόγω ηλικίας. Τον είχε πειράξει πολύ και ο θάνατος του πατέρα, ειδικά αυτόν που τότε ήταν δεκαπεντάχρονο αγόρι. Τώρα όμως η τριανταοχτάχρονη πλέον Χλόη αναρωτιόταν αν η συνεχής παρουσία αυτού του παράξενου άντρα γύρω από τη μητέρα τους ήταν όντως ύποπτη. Ειδικά τον τελευταίο χρόνο πριν την εξαφάνισή του, από το καλοκαίρι του 1995 ως την Πρωτοχρονιά του 1996. Άλλος ένας άντρας που εξαφανίστηκε την Πρωτοχρονιά, σκέφτηκε η Χλόη χτυπώντας το μέτωπό της σαστισμένη από την σύμπτωση. Αλλά και η μητέρα τότε δεν ήταν στα καλά της. Μετά την εμμονή με τα χαλάσματα, όλο έβγαινε έξω τα βράδια και πήγαινε άγνωστο που. «Πάει να δει εκείνον!» έλεγε με μίσος μέσα από τα δόντια του ο Στέλιος και συμπλήρωνε με πείσμα: «Εγώ θα φύγω από δω για πάντα, τα’ ακούς; Θα φύγω!» Το’ πε και το’ κανε, όταν το 1996 η Αλεξάνδρα τους άνοιξε από έναν μεγάλο τραπεζικό λογαριασμό στο όνομά τους για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους στην Αθήνα ή μάλλον να δραπετεύσουν από τους εφιάλτες τους. «Τόσα λεφτά την ίδια εποχή της εξαφάνισης και δολοφονίας του πλούσιου Γεράσιμου!...», έκανε φωναχτά έναν ακόμα πιο τρομαχτικό συνειρμό η Χλόη. Για μια στιγμή τότε, έτσι χωρίς λόγο, πέρασε από μπροστά της η μορφή του σκελετωμένου ζητιάνου των Λιβήθρων με το ξεθωριασμένο γαλάζιο βλέμμα…. Συνέχισε να οδηγεί με τα μάτια όλο σκοτάδι – ίδια με αυτά της μητέρας της- παρά το λαμπερό φως του Ιουλίου έξω…. Λίγο πιο έξω από την πόλη, μετά από μερικές ώρες οδήγησης, η Χλόη παρατήρησε ένα μαύρο ψόφιο πουλί στην άκρη του δρόμου. Της έκανε εντύπωση το μακρύ μαύρο ράμφος του και τα σκούρα φτερά του, που απλώνονταν αφύσικα στο πλάι. Ένα μέτρο παρακάτω υπήρχε άλλο ένα ψόφιο πουλί, πιο κάτω δύο- τρία και όσο πλησίαζε στην είσοδο της πόλης οι δυο πλευρές του δρόμου ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση μαύριζαν από τα πτώματα των πουλιών! Ποτέ δεν είχε ξαναδεί κάτι ανάλογο η Χλόη, τόσο αινιγματικό και φρικιαστικό μαζί! Τέλος, σταμάτησε το αυτοκίνητό της σε ένα ξέφωτο, ακριβώς πριν τα χαλάσματα κοντά στη μεγάλη λεύκα, όπου ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος. Ανάμεσά τους και οι δύο αστυφύλακες της περιοχής. Υπό κανονικές συνθήκες ,η Χλόη θα απέφευγε συστηματικά τέτοιες συναθροίσεις, αλλά τώρα την τυραννούσαν αναπάντητα και βασανιστικά ερωτηματικά, που διαισθανόταν πως σχετίζονταν με τη μοίρα αυτής τη κωμόπολης. Ανακατεύτηκε με το πλήθος, που φλυαρούσε σαν μελίσσι. Τα πρόσωπα γύρω της ανήσυχα μαρτυρούσαν τους φόβους τους. Οι δύο αστυφύλακες στέκονταν αμήχανοι μπροστά στο αλλόκοτο αυτό θέαμα των νεκρών πουλιών, που σχημάτιζαν


Βάλια Καραμάνου

[59]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πια ένα παχύ στρώμα στο δρόμο. Ωστόσο, το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν ήταν να ειδοποιήσουν την υπηρεσία καθαριότητας για να επιληφθεί του θέματος και στο μεταξύ περίμεναν άπραγοι. Κάποιοι δημοσιογράφοι τοπικών εφημερίδων ή καναλιών φωτογράφιζαν ή τραβούσαν βίντεο σ’ εκείνο το σημείο. Ανάμεσά τους και η Χλόη φωτογράφιζε ανενόχλητη τα πεθαμένα κοράκια στο δρόμο. Στ’ αυτιά της έφταναν οι ερμηνείες των κατοίκων, με μία εκδοχή κυρίαρχη: τα νεκρά πουλιά αποτελούσαν κακό οιωνό για μετέπειτα μαζικές καταστροφές στην πόλη. Όσο περνούσε ο καιρός η Χλόη διαπίστωνε πως γινόταν ακόμα πιο δεκτική σε τέτοιου είδους ερμηνείες. Θα μπορούσε, ίσως να ήταν πιθανό…τόσα άλλα είχαν συμβεί άλλωστε εξίσου αλλόκοτα! Συνέχιζε να τραβά απαρατήρητη φωτογραφίες, όταν σε κάποια στιγμή ένα χέρι την έπιασε από το μπράτσο. - Χλόη; άκουσε να την καλεί μία φωνή, που θα την αναγνώριζε παντού. Δεν φαντάζομαι να φύγεις και αυτή τη φορά; συμπλήρωσε ο άντρας μ’ ένα χαμόγελο, επίσης οικείο και αγαπητό. - Γεια σου, Παναγιώτη! τον χαιρέτησε εκείνη ανασηκώνοντας τα γυαλιά της για να τον δει καλλίτερα. Για λίγο επικράτησε σιωπή ανάμεσά τους μέσα στο βουερό πλήθος. Ο άντρας την τράβηξε όμως από το χέρι και την οδήγησε προς την άκρη του ξέφωτου, που ήταν πιο ήσυχα. Είπαν λίγα λόγια για το παράδοξο φαινόμενο των πουλιών, για τα οστά του Γεράσιμου, που φυλάσσονταν αζήτητα σ’ ένα κρύο και ψυχρό οστεοφυλάκιο στην άκρη του νεκροταφείου, για τις άκαρπες έρευνες της αστυνομίας να διαλευκάνει τη δολοφονία του, λόγω του μυστηρίου που περιέβαλλε πάντα τον Ανδριώτη και τις όχι και τόσο ‘καθαρές’ δουλειές του και άλλα παρόμοια. Η Χλόη άκουγε με λαχτάρα τη ζεστή φωνή του, παρατηρούσε τα μελιά του μάτια, που μέσα τους αντικαθρεπτίζονταν πότε το καταπράσινο φύλλωμα της λεύκας πότε οι αχτίδες του μεσημεριανού ήλιου. Έβλεπε και το είδωλό της μέσα σ’ αυτά τα μάτια με τα μακριά καστανά μαλλιά, το γλυκό πρόσωπο…. Αισθανόταν όμορφη μέσα από αυτά τα μάτια! - Πώς είσαι, Χλόη; κατέληξε με μία αδιόρατη τρυφερότητα στη φωνή του ο Παναγιώτης. - Μια χαρά, απάντησε δήθεν αδιάφορη εκείνη κοιτάζοντας αλλού. - Είχα την εντύπωση ότι σε είδα πριν ένα μήνα πάλι εδώ, συνέχισε στον ίδιο τόνο ο άντρας, αλλά δεν πρόλαβα να σε χαιρετήσω. Εκείνη σώπαινε κοιτάζοντας επίμονα το καστανό χώμα χαμηλά. - Πώς και δεν μιλήσαμε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια; είπε με ένα μικρό παράπονο ο Παναγιώτης, μαύρη πέτρα ρίξατε πίσω σας και εσύ και ο Στέλιος! πρόσθεσε μ’ ένα γοητευτικό χαμόγελο.


[60]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν φαντάζομαι να σου λείψαμε, πέρασε στην αντεπίθεση η Χλόη ανασηκώνοντας το καστανό της βλέμμα για να συναντήσει το δικό του, έφτιαξες ωραία οικογένεια εδώ, τον ‘κάρφωσε’ με τα λόγια της. Για μια στιγμή μόνο νόμισε πως ο άντρας κλονίστηκε, πως κάτι υπήρχε μέσα στη ματιά του: τρυφερότητα, νοσταλγία και ίσως πόνος. - Ναι, ναι, απάντησε πιο ψυχρά εκείνος και συνέχισε να την κοιτάζει. - Ίσως, αν δεν είχες φύγει έτσι, άρχισε να λέει πιο χαμηλόφωνα, αν δεν ήσουν πάντα τόσο απρόσιτη… - Τί; Θα είχε γίνει τι; τον ‘κάρφωσε’ για δεύτερη φορά με την ερώτησή της η Χλόη, παίρνοντας ικανοποίηση από την ταραχή του, που μαρτυρούσε πως κι αυτός είχε νιώσει και είχε πονέσει γι’ αυτήν κάποτε και ίσως ακόμα να ένιωθε κάτι… Κάτι πήγε να πει ο Παναγιώτης, αλλά ένας μεσόκοπος άντρας τους πλησίασε και τους διέκοψε ρωτώντας για τα νέα του, ρίχνοντας παράλληλα μια καχύποπτη ματιά στην όμορφη ξένη δίπλα του. Η Χλόη χαιρέτησε βιαστικά και για άλλη μια φορά ξεγλίστρησε μακριά μέσα στο μαζεμένο πλήθος. -

Φανερά ταραγμένη από την απρόσμενη συνάντηση, αλλά και για πρώτη φορά χαρούμενη για την ύπαρξη συναισθημάτων στην καρδιά του Παναγιώτη – ναι, δεν έκανε λάθος σ’ αυτό , το μαρτυρούσαν το βλέμμα, η φωνή του- κατευθύνθηκε για άλλη μια φορά στον οίκο ευγηρίας. Βρήκε την Αλεξάνδρα βυθισμένη σε λήθαργο με το στόμα μισάνοιχτο και ένα ρόγχο να βγαίνει μέσα απ’ αυτή τη σκοτεινή τρύπα. Τρόμαξε στο θέαμα, σα να έβλεπε τον κέρινο νεκρό πατέρα στο φέρετρό του πριν τόσα χρόνια! - Έτσι κοιμάται κάθε μέρα εξαντλημένη, της εξήγησε η νοσοκόμα, σα να παλεύει άυπνη όλη νύχτα….Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια, ούτε τα χάπια βοηθούν, συμπλήρωσε με απογοήτευση. Με βαριά καρδιά και άσχημα προαισθήματα η Χλόη πήρε το δρόμο προς την μικρή πανσιόν, όπου έμενε για άλλη μια φορά. Η καλοκαιρινή νύχτα έπεφτε στα Λίβηθρα δροσερή, ενώ τα πρώτα αστέρια έκαναν την εμφάνισή τους φωτεινά στο σκοτεινό ουράνιο θόλο. Ο ορεινός όγκος του Ολύμπου φάνταζε ολόμαυρος, θεόρατος και απειλητικός πάνω από την πόλη. Και εκεί πίσω από τη μαύρη σκιά του έκανε τη εμφάνισή του μεγαλόπρεπο και κατακόκκινο ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι , που λες έσταζε αίμα…«Κακός οιωνός» σκέφτηκε άθελά της η Χλόη. Το βήμα της αργό αντηχούσε στο δρόμο, καθώς ο γκιώνης και τα νυχτοπούλια κραύγαζαν μέσα από τις φυλλωσιές, ο μοναδικός ήχος στην πόλη που κοιμόταν. Έφτασε στην πλατεία με τα καφενεία και τον πλάτανο στη μέση, δύο στενά πιο πάνω από την πανσιόν. Έριξε μια γρήγορη ματιά στους θαμώνες των μαγαζιών κι επιτάχυνε το βήμα της. Δυο τρία τραπέζια ήταν γεμάτα. Ένα χέρι σηκώθηκε από


Βάλια Καραμάνου

[61]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτά και την χαιρέτησε. Η Χλόη ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, όμως το χέρι την καλούσε επίμονα κοντά του. Η γυναίκα αναγκάστηκε να πλησιάσει απρόθυμα. Αναγνώρισε τον ξενοδόχο της πανσιόν, έναν ηλικιωμένο συμπαθητικό κύριο, που ήθελε να την καλησπερίσει και να την πληροφορήσει για το που είχε αφήσει το κλειδί του δωματίου της. Η Χλόη χαιρέτησε ευγενικά και ετοιμάστηκε να φύγει όταν έπεσε κυριολεκτικά πάνω στο διπλανό τραπέζι και έριξε ένα ποτήρι με νερό. - Συγνώμη…μουρμούρισε βιαστικά και προς μεγάλη της έκπληξη διαπίστωσε πως στο τραπέζι αυτό καθόταν ο Παναγιώτης με τη γυναίκα του και τα δυο τους αγόρια! Η Χλόη χλώμιασε μεμιάς, τα πόδια της κόπηκαν. - Συγνώμη…ξανάπε κομπιαστά και μετά πρόσθεσε αμήχανα,… καλησπέρα σας! Η ματιά του άντρα γεμάτη πόνο είχε καρφωθεί πάνω της, ενώ η Καίτη – μια άχαρη επαρχιώτισσα με κοντά σγουρά μαλλιά και άγριο βλέμμα- έπιασε το μπράτσο του συζύγου της σε μια επίδειξη αβρότητας και της είπε με κοφτή φωνή: - Δεν πειράζει, καλησπέρα σας! Η Χλόη έφυγε σαν κυνηγημένη μακριά από την πλατεία και κλειδώθηκε στο δωμάτιό της. Άναψε τσιγάρο και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. Η καρδιά της ακόμα κλωτσούσε άταχτα στο στήθος της. Τι ανόητη ήταν να πιστέψει πως εκείνος νοιάζονταν ακόμα; Ανήκε αλλού και αμέσως της ήρθε στο νου το χέρι της Καίτης γαντζωμένο στο μπράτσο του Παναγιώτη…. Μερικές ώρες αργότερα, ενώ η νύχτα προχωρούσε δειλά χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα της Χλόης. Πετάχτηκε έκπληκτη από το κρεβάτι της φορώντας μόνο ένα κοντά σορτσάκι και ένα τοπ. Από ώρα προσπαθούσε μάταια να κερδίσει λίγες ώρες ύπνου… Έκπληκτη αντίκρισε στην πόρτα της τον Παναγιώτη, θλιμμένο, σοβαρό! - Τι θες εδώ; τον ρώτησε έκπληκτη και κάπως εχθρική. - Έπρεπε να σε δω, άρχισε να της λέει εκείνος χαμηλόφωνα, να σου εξηγήσω κάποια πράγματα… - Δεν χρειάζεται, αποκρίθηκε περήφανα η Χλόη και του πρόσφερε μία καρέκλα, ενώ εκείνη κάθισε στα πόδια του κρεβατιού απέναντί του. - Χρειάζεται, είπε εκείνος με σταθερή φωνή, για τα χρόνια που πέρασαν. Κάτι πήγε να πει η Χλόη, αλλά ο Παναγιώτης της έκανε νόημα να σωπάσει και συνέχισε με σοβαρό ύφος: - Για μένα ήσουν πάντα η πιο γλυκιά εφηβική και νεανική ανάμνηση, αλλά ήσουν τόσο ψυχρή, τόσο απόμακρη και γω τόσο ανώριμος, που ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να σε πλησιάσω. Η γλυκιά εύθραυστη Χλόη! και με όλα αυτά που συνέβησαν στην οικογένειά σου, δεν θ’ άντεχα να σε πληγώσω και γω! συμπλήρωσε.


[62]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Απέναντί του αντίκριζε τα πελώρια έκπληκτα μάτια της γυναίκας, που τόσο όμορφη λουζόταν ημίγυμνη στο ψυχρό φως της πανσελήνου, καθώς αυτό εισέβαλλε αμείλικτο από το ανοιχτό παράθυρο. - Εκείνη η μέρα προτού φύγεις, που ήρθες για να γράψουμε εκείνη την κασέτα, ήταν η πιο όμορφη της μέχρι τότε ζωής μου! Σε είχα δίπλα μου, μύριζα τη μυρωδιά σου για ώρες μετά…σε ήθελα τόσο! Αλλά δεν τόλμησα για άλλη μια φορά και εσύ μετά έφυγες…οριστικά…. κατέληξε με πόνο και τρυφερότητα ο Παναγιώτης. Η Χλόη ένιωθε την καρδιά της να λιώνει στο άκουσμα των λόγων της, αλλά συγκράτησε τα συναισθήματά της λέγοντας με βραχνή από τη συγκίνηση φωνή: - Ωραία όλα αυτά και πολύ γλυκά, αλλά παντρεύτηκες την Καίτη και έκανες οικογένεια μαζί της! - Το ξέρω, παραδέχτηκε με χαμηλωμένο κεφάλι εκείνος, αλλά δεν βρήκα την ευτυχία… τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται…. - Εγώ μια χαρά σας είδα στην πλατεία! τον διέκοψε με σκληρότητα στη φωνή της η Χλόη και ανασηκώθηκε ταραγμένη. - Δεν είμαστε ποτέ έτσι! της αντιγύρισε ο Παναγιώτης και σήκωσε το βλέμμα του πάνω της όλο απόγνωση, ούτε κοιμόμαστε πια μαζί εδώ και πολύ καιρό…. συμπλήρωσε σε εξομολογητικό τόνο. Η Χλόη έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο στις μαύρες κορυφές των δέντρων, τη μυτερή βουνοκορφή, που ορθώνονταν πανύψηλη και την πορφυρή σελήνη στο νυχτερινό στερέωμα. Μια κουκουβάγια από μακριά έσπαγε τη σιωπή με το πένθιμο κρώξιμό της. Αναστέναξε βαθιά, γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε κατάματα σ’ αυτά τα γλυκά μάτια με τα μακριά τσίνορα. Παρέμενε πάντα ο πρώτος και ο μεγάλος της έρωτας! - Και τι θες από μένα; τον ρώτησε ψυχρά κρύβοντας επιμελώς για άλλη μια φορά τα αισθήματα, που ξεχείλιζαν μέσα της. Εκείνος συνέχιζε να την κοιτάζει με ένα βλέμμα ανάμικτο με απόγνωση και έρωτα. - Τίποτα, είπε στο τέλος με ραγισμένη φωνή. Ανασηκώθηκε από την καρέκλα του και με αργό βήμα σύρθηκε προς την εξώπορτα. - Καληνύχτα, Χλόη! της είπε στον ίδιο τόνο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Η γυναίκα απέμεινε στην ίδια θέση εκεί κοντά στο παράθυρο με τα μάτια γεμάτα πανσέληνο, σκοτάδι της νύχτας και πύρινα ποτάμια δακρύων, που με κόπο από ώρα πολλή συγκρατούσε…. - Αντίο, σ’ αγαπώ!...ψιθύρισε με τη φωνή και την καρδιά κομμάτια.


Βάλια Καραμάνου

[63]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

12 «Η αγαπημένη» Η παράξενη σχέση της Αλεξάνδρας και του Γεράσιμου κράτησε από τον Ιούνιο του 1995 ως την Πρωτοχρονιά του 1996. Άλλος ένας μοιραίος έρωτας, που έσβησε στη γέννηση του νέου έτους. Μόνο που αυτό το πάθος μεταξύ τους ήταν περισσότερο αρρώστια, παρά αγάπη, τουλάχιστον για την Αλεξάνδρα. Από εκείνο το απόγευμα, που έσμιξαν οι δύο εραστές σαν άγρια ζώα στο πάτωμα του σαλονιού των Ανδριωτών, συνέχισαν να συναντιούνται κρυφά και τακτικά. Και κάθε φορά η Αλεξάνδρα ένιωθε ένα πρωτόγνωρο πάθος στην αγκαλιά του Γεράσιμου, που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν για το Γιώργο, αλλά γεμάτο με αδυσώπητες ενοχές. Μετά από κάθε μυστική συνάντηση λοιπόν, αποφάσιζε πως θα είναι και η τελευταία τους, μέχρι που ξημέρωνε η επόμενη μέρα και η γυναίκα έπαιρνε πάλι το δρόμο για το αρχοντικό ή κάποιες φορές ο Γεράσιμος της τηλεφωνούσε αργά τη νύχτα για να συναντηθούν στο μαγαζί πίσω από τα κλειστά στόρια με βουβό αχαλίνωτο πόθο. Ο έρωτας μαζί του ήταν σαν πράξη θανάτου, αμείλικτα ολοκληρωτικός. Όσο περνούσαν οι μήνες ωστόσο, ο Γεράσιμος γινόταν πρωτόγνωρα δοτικός και τρυφερός με την Αλεξάνδρα. Τη χάιδευε και την κρατούσε στην αγκαλιά του με απόγνωση, σα να μην επρόκειτο να την ξαναδεί ποτέ, ενώ ερχόταν καθημερινά και στο μαγαζί τις εργάσιμες ώρες κι έκανε τα πάντα για να βοηθήσει την επιχείρηση με τις ισχυρές γνωριμίες του. Εννοείται βέβαια πως η κτητικότητά του είχε διώξει από νωρίς κάθε υποψία αρσενικού από το χώρο της Αλεξάνδρας και πρώτο και καλλίτερο, τον Δημοσθένη τον τοκογλύφο. Από την άλλη πλευρά, η Αλεξάνδρα ακολουθούσε αντίστροφη πορεία. Όσο δυνάμωνε η έλξη μέσα της και γινόταν ένα βαθύτερο συναίσθημα για τον σκοτεινό αυτό άντρα, τόσο πνιγόταν στις τύψεις. Καθημερινά, ερχόταν αντιμέτωπη με την αποδοκιμασία και την αποστροφή, που πλέον ήταν πρόδηλες στη συμπεριφορά του Στέλιου. Φοιτούσε πια στη δεύτερη τάξη του Λυκείου και δεν τον ενδιέφερε καν να το τελειώσει. Μόνο να φύγει στα καράβια, αυτό ονειρευόταν! Αυτές ήταν οι μόνες κουβέντες του, ενώ κατακεραύνωνε διαρκώς με άγριες ματιές τη μητέρα του και τον Γεράσιμο. Το σχολείο το είχε σχεδόν εγκαταλείψει, σπάνια πήγαινε στα μαθήματα, δεν μελετούσε ποτέ, ενώ ξενυχτούσε πίνοντας με διάφορες ύποπτες παρέες. Η Αλεξάνδρα καταλάβαινε ότι υπέφερε ο γιος της και γνώριζε το λόγο: πρώτα έχασε


[64]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έτσι άδικα κι απρόσμενα τον πατέρα του κι έπειτα αυτός ο παράξενος άντρας, ο Γεράσιμος, επιδίωκε να πάρει τώρα τη θέση του…. Αλλά και η ίδια η Αλεξάνδρα αισθανόταν τυραννικές ενοχές. Αυτός ο άντρας, που αγκάλιαζε κρυφά με τόσο πάθος και δεν έφευγε στιγμή από το μυαλό της, ήταν ο δολοφόνος του άντρα της!! Και το χειρότερο: η μορφή του Γιώργου ξεθώριαζε μέρα με τη μέρα στο νου της και βυθιζόταν στη λήθη…Κυριευμένη λοιπόν από άλογα πάθη, ζητούσε συχνά από τον εραστή της να τη δένει σφιχτά μέχρι να ματώσουν οι αστράγαλοι και οι καρποί της και να την ταπεινώνει όσο μπορεί κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Και ο Γεράσιμος τρέμοντας στη σκέψη ότι θα την ξαναχάσει, δεν της χαλούσε χατίρι. - Χτύπα με, τον πρόσταξε μία φορά ενώ είχε γονατίσει μπροστά του με την πλάτη προς το μέρος του. Ο Γεράσιμος έμεινε για λίγο σαστισμένος κοιτάζοντας το λευκό γυμνό κορμί της με το τρυφερό δέρμα. - Βγάλε τη ζώνη σου και χτύπα με! τον διέταξε επιτακτικά για άλλη μια φορά εκείνη, αλλιώς σηκώνομαι και φεύγω τώρα! δήλωσε αποφασιστικά. Ο άντρας γνωρίζοντας ότι ήταν ικανή να το κάνει, αναγκάστηκε να βγάλει τη δερμάτινη ζώνη του και να της δώσει μία ελαφριά βουρδουλιά στη γυμνή πλάτη. - Πιο δυνατά! φώναξε άγρια η γυναίκα, τι άντρας είσαι; Δεν έχεις δύναμη; πρόσθεσε με σαρκασμό μέσα από τα δόντια της. Ο Γεράσιμος της έδωσε ένα δυνατότερο χτύπημα ανατριχιάζοντας στον ήχο που έκανε η ζώνη καθώς έσκιζε το μαλακό δέρμα. - Γιατί το κάνεις αυτό; ρωτούσε ταυτόχρονα απελπισμένος. - Εσύ τα έκανες όλα, γρύλισε με λύσσα η Αλεξάνδρα, καθώς τιναζόταν με ηδονή σε κάθε χτύπημά του, εσύ ….δολοφόνε! κάθαρμα! Φίδι φαρμακερό!…..δεν είσαι άνθρωπος εσύ, είσαι φρικιό…..σε σιχαίνομαι! κατέληξε μέσα από τα δόντια της η Αλεξάνδρα σφαδάζοντας από τους πόνους, καθώς τώρα ο άντρας τη μαστίγωνε τώρα με μανία και το αίμα στόλιζε τη λευκή της γύμνια…. Έπειτα, έπεφταν ξέπνοοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και ο Γεράσιμος προσπαθούσε να επανορθώσει τη σκληρότητά του με αμέτρητα χάδια και φιλιά. Κι εκείνη τα δεχόταν σαν ξερό χώμα, που ρουφάει τη βροχή αχόρταγα μετά από μήνες ξηρασίας…. Ευτυχώς, είχε μπει το φθινόπωρο και ο τόπος άρχιζε να δροσίζει, οπότε η Αλεξάνδρα κάλυπτε τα σημάδια του αλλόκοτου αυτού έρωτα φορώντας μπλούζες κλειστές ως το σαγόνι και μακριά μανίκια, καθώς και φούστες που έφταναν ως τις μύτες των ποδιών της. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, λίγους μήνες μετά, ενώ το ζευγάρι είχε ξαπλώσει στο μεγάλο κρεβάτι του Γεράσιμου με τον ουρανό και τις κουρτίνες ολόγυρα, εκείνος της ψιθύρισε γλυκά:


Βάλια Καραμάνου

[65]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αλεξάνδρα….σ’ αγαπάω!... είσαι η μόνη γυναίκα που αγάπησα, η μόνη αχτίδα της ζωής μου, καμία άλλη ποτέ δεν μ’ έκανε να νιώσω έτσι… Καμία άλλη ποτέ δεν θα υπάρξει για μένα, παρά μόνο εσύ! κατέληξε με μάτια όλο αγάπη και ικεσία. Εσύ, η αγαπημένη…. Η γυναίκα άφωνη στεκόταν απαθής εκεί μέσα στην αγκαλιά του, χωρίς να μπορεί να πει κάτι. Το βλέμμα της πλανήθηκε παραπέρα στο σκαλιστό κομοδίνο με τα αναμμένα κεριά στα ασημένια κηροπήγια, τα λουλούδια ολόγυρα και τη σαμπάνια, που είχαν πιει νωρίτερα στα κρυστάλλινα ποτήρια. Ξαφνικά, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έμοιαζε πια τυχαίο, παρόλο που ούτε καν τα είχε προσέξει η γυναίκα μπαίνοντας στο δωμάτιο, πριν χιμήξει πάνω του σαν πεινασμένη λέαινα. Τώρα όμως έβλεπε το σοβαρό ύφος του Γεράσιμου και κυριευόταν από τρόμο. Ο άντρας συνέχισε με σταθερή φωνή βγάζοντας ένα βελούδινο κόκκινο κουτάκι κάτω από το μαξιλάρι του: - Θα με παντρευτείς; και ανοίγοντας το καπάκι του κουτιού άστραψε το δωμάτιο από το πιο φωτεινό διαμάντι, που είχε δει ποτέ της η Αλεξάνδρα. Η γυναίκα αγριεύτηκε, έκανε να τραβηχτεί από τα χέρια του, να ξεφύγει. Εκείνος όμως την πρόλαβε σφίγγοντάς την περισσότερο με το ελεύθερο χέρι του. - Μην απαντήσεις τώρα, της είπε τρυφερά, κράτα το και αποφασίζεις μετά, και κλείνοντας το κουτάκι ξανά το έβαλε δίπλα της στο κομοδίνο. Εκείνη, ταραγμένη και εντελώς χαμένη από την απρόσμενη χαρά, που ένιωσε βαθιά μέσα της, σήκωσε το κερί από δίπλα της και το έσταξε στο τρυφερό δέρμα της κοιλιάς της. Ο Γεράσιμος έκπληκτος άκουσε τον τσιριχτό ήχο που έκανε το κερί καίγοντάς την και με φρίκη τα ρουθούνια του γέμισαν από τη μυρωδιά του καμένου δέρματος. - Είσαι τρελή; έκανε άγρια και της πέταξε το κερί από το χέρι με μια κίνηση. - Αν μου κάνεις όλα τα χατίρια, του ψιθύρισε εκείνη λάγνα στο αυτί, θα σου τα κάνω κι εγώ…και μπορεί και να δεχτώ την πρότασή σου! συμπλήρωσε με νόημα. - Σκάσε πια! φώναξε έξαλλος ο Γεράσιμος κι εντελώς αυθόρμητα σήκωσε το χέρι του και την χαστούκισε δυνατά στο πρόσωπο. Έκπληκτη η γυναίκα από το χτύπημα, με μάτια όλο φωτιά και το μάγουλό της να καίει από την παλάμη του τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό. Αμέσως όμως μετά έπεσε πάνω του ικετεύοντάς τον να την κάνει δική του για άλλη μια φορά….. -

Αργά το βράδυ, στο δικό της κρεβάτι- γιατί ποτέ δεν μοιράστηκε ολόκληρη νύχτα με τον Γεράσιμο κι ας την εκλιπαρούσε εκείνος συνέχεια- η Αλεξάνδρα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στριφογύριζε αγριεμένη επί ώρες στο στρώμα και η πρόταση του Γεράσιμου δεν έβγαινε από το μυαλό της. Ενδόμυχα, είχε χαρεί πολύ κι αυτό την ενοχλούσε περισσότερο. Δεν μπορεί να σκεφτόταν να γίνει η γυναίκα αυτού του άντρα και μάλιστα εκείνη την εποχή, που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα ξανά και


[66]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ερχόταν η θλιβερή επέτειος της δολοφονίας του άντρα της! Ένιωθε σα να σκότωνε το Γιώργο γι’ άλλη μια φορά….Όταν τελικά την πήρε ο ύπνος τα χαράματα, νόμισε ότι ένιωσε μια ανάσα δίπλα της. Άπλωσε το χέρι της, όπως έκανε παλιά, και άγγιξε ένα ζεστό σώμα. Έκπληκτη έδιωξε τον ύπνο και άνοιξε τα μάτια της για να δει εκεί τον σκοτωμένο άντρα ξαπλωμένο δίπλα της να την κοιτά με μάτια όλο λύπη… - Γιώργο; έκανε έκπληκτη, ενώ ένιωσε τις τρίχες του κεφαλιού της να ορθώνονται από τη φρίκη. Εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει αμίλητος με τόση θλίψη στο βλέμμα του! Η Αλεξάνδρα έκανε να τον πλησιάσει, αλλά τότε ένα φρικτό θέαμα την περίμενε: το πίσω μέρος του κεφαλιού του άντρα της ήταν ανοιχτό, όπως τότε που τον είχε βρει νεκρό μέσα στο χιόνι, και τα μυαλά του ,ένας ματωμένος πολτός, ξεχύνονταν στο προσκέφαλο! Η γυναίκα αναπήδησε προς τα πίσω έντρομη ουρλιάζοντας αδιάκοπα. - Τι είναι, μαμά; ακούστηκε η φωνή της Χλόης δίπλα της, που όρμησε μέσα στο δωμάτιο αλαφιασμένη από τις κραυγές της μητέρας της. Η Αλεξάνδρα δεν μιλούσε, μόνο κοιτούσε προς το παράθυρο κι έδειχνε με το τρεμάμενο χέρι της προς τη μεριά του κρεβατιού. - Τι; επανέλαβε η Χλόη, δεν βλέπω τίποτα, πρόσθεσε με ήρεμη φωνή και η μητέρα της γύρισε προς το ξέστρωτο κρεβάτι για να το δει αδειανό. - Τίποτα, τίποτα….ψέλλισε πιο ήρεμη, ένας εφιάλτης ήταν! Άντε να πέσεις, είπε τρυφερά προς την κόρη της και της χάιδεψε τα μακριά καστανά μαλλιά. Σαν καλή νεράιδα ήταν η τελειόφοιτη Χλόη με τα ξέπλεκα μαλλιά και τη λευκή νυχτικιά, σκέφτηκε με στοργή η Αλεξάνδρα και αμέσως ηρέμησε. Ο νεκρός Γιώργος πάντως ήταν οιωνός, σκεφτόταν πιο ψύχραιμα η γυναίκα αργότερα. - Ο νεκρός ζητάει εκδίκηση, μονολογούσε καθώς ήταν ξαπλωμένη άυπνη στο συζυγικό κρεβάτι,…. Αίμα για το αίμα!...... Και αυτό το αίμα έπρεπε να το προσφέρει αυτή η ίδια στο σύζυγό της ,γιατί ήταν κάποτε δική του, αυτή, η μοναδική, η αγαπημένη….


Βάλια Καραμάνου

[67]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

13 «Τα τρία στόματα» Έφτασε η παραμονή Πρωτοχρονιάς, που θα γεννούσε το 1996 και η Αλεξάνδρα δήλωσε στον Γεράσιμο ότι δεν θα ερχόταν στο σπίτι του, ούτε εκείνος στο δικό της, γιατί είχε αποφασίσει να γιορτάσει στο σπίτι της αποκλειστικά με τα παιδιά της. Ήθελε να προσεγγίσει όσο το δυνατόν τις καρδιές τους, και κυρίως του γιου της, που τον ένιωθε πολύ πικραμένο και θυμωμένο. Και έφταιγε εκείνη, η μητέρα του, που ερωτοτροπούσε με τον άνθρωπο που διέλυσε την αλλοτινή ευτυχία τους, όμως μια ισχυρή δύναμη την κρατούσε δέσμια στη γοητεία του Γεράσιμου. Ο τελευταίος αναγκαστικά δέχτηκε την απόφασή της με βαριά καρδιά, γιατί ήλπιζε ότι εκείνη τη χρονιά, μετά την επίσημη πρότασή του, θα έτρωγαν πλέον μαζί σαν οικογένεια. Ωστόσο, η Αλεξάνδρα διαισθανόταν ότι το πάθος του θα τον οδηγούσε ξανά ξημερώματα στην πόρτα της, όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει! Από μέρες είχε αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει για να βρει τη γαλήνη και η ίδια και η οικογένειά της. Κάτι που έπρεπε να είχε γίνει πολύ καιρό πριν και δεν σήκωνε άλλη αναβολή…. Πράγματι, ο Γεράσιμος δεν άντεξε και κατά τις 2πμ της έριξε μία μικρή πέτρα στο παράθυρό της, σύνθημα για να κατεβεί στο μαγαζί και να τον συναντήσει κρυφά. Η Αλεξάνδρα τυλίχτηκε στη μακριά μαύρη ρόμπα της και του άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού με χαμόγελο κι ένα παθιασμένο φιλί. Ο άντρας με έκπληξη διαπίστωσε πως η αγαπημένη του τον περίμενε και μάλιστα είχε ετοιμάσει μία σαμπάνια με δύο ποτήρια πάνω στον πάγκο του μαγαζιού για να το γιορτάσουν μαζί. Πρώτα όμως έπρεπε να τη χορτάσει για άλλη μια φορά. Της έβγαλε τη μακριά ρόμπα και μπήκε ορμητικός μέσα της. Εκείνη τη νύχτα η Αλεξάνδρα του δόθηκε ακόμα πιο παθιασμένη, πιο απαιτητική στον έρωτα, όσο ποτέ πριν. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Γεράσιμος γευόταν την ευτυχία, σα να γεννιόταν ξανά κάνοντας πια φωτεινά όνειρα για το μέλλον, που ξόρκιζαν τα ‘σκοτάδια’ του…. Ήπιαν τη σαμπάνια μετά, μισόγυμνοι και λαχανιασμένοι με μάτια που άστραφταν στο σκοτάδι. - Αυτό σημαίνει πως θα με παντρευτείς; είπε τρυφερά ο Γεράσιμος, αλλά προτού πάρει απάντηση διπλώθηκε στα δύο από έναν σουβλερό πόνο, που του διαπέρασε τα σωθικά. Μεμιάς, το ποτήρι κύλησε από τα χέρια του κι έγινε χίλια κομμάτια, ενώ ο άντρας σφάδαζε στο πάτωμα κρατώντας την κοιλιά του.


[68]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βοήθεια! φώναξε χαμηλόφωνα προς την Αλεξάνδρα, βοήθησέ με….ξανάπε, ενώ το στόμα του ξεχείλιζε από αφρούς. Εκείνη όμως στεκόταν άπραγη δίπλα του όρθια, πανύψηλη μέσα στο σκούρο νυχτικό της και το πρόσωπό της είχε γίνει μια ανέκφραστη μάσκα. Έβλεπε απαθής τον άντρα πεσμένο στα πόδια της να σφαδάζει από τους πόνους, ενώ το χρώμα του γινόταν πράσινο και μετά γκρίζο, καθώς η ζωή έφευγε από μέσα του. - Τι έκανες; τραύλισε μέσα από το μαύρο στόμα του, που ξερνούσε τα λιωμένα σωθικά του, γιατί το έκανες; Γιατί;… Το βλέμμα του γεμάτο απορία και απόγνωση στυλώθηκε πάνω στην ολόμαυρη ματιά της γυναίκας ώσπου έγινε γυάλινο, ψυχρό. Τα χείλη του πρόφεραν το όνομά της ώσπου να ξεψυχήσει περιμένοντας τη βοήθεια που δεν ήρθε ποτέ…Ο πανίσχυρος Ανδριώτης είχε επιτέλους ηττηθεί από τον πιο αξιόμαχο έως τότε αντίπαλο, την αγαπημένη του… Λίγα λεπτά χρειάστηκαν για να διαλύσει το ποντικοφάρμακο το σώμα του Γεράσιμου. Λίγα λεπτά, που φάνηκαν αιώνες στην Αλεξάνδρα, αλλά δεν λύγισε. Χίλιες φορές θέλησε να τρέξει κοντά του κι άλλες τόσες τραβήχτηκε, γιατί μέσα στο μυαλό της το μόνο πράγμα που φάνταζε δυνατό να τη γλιτώσει από τα μάγια αυτού του άντρα ήταν ο θάνατος, αφού όλα του τα υπόλοιπα εγκλήματά του δεν την εμπόδιζαν να τον αγαπά. Γιατί τώρα ήταν πια σίγουρη η Αλεξάνδρα: τον αγάπησε με όλη της την ψυχή τον Γεράσιμο Ανδριώτη, όπως δεν αγάπησε ποτέ κανέναν άλλο άντρα! -

Κατά τις τέσσερις το πρωί με πολύ κόπο, η γυναίκα φόρτωσε το άψυχο σώμα του άντρα στο τζιπ του, που ήταν παρκαρισμένο απ’ έξω, και οδήγησε ως τα χαλάσματα μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας. Καταϊδρωμένη και απόλυτα δυστυχισμένη τον έσυρε ως το κελάρι του ερειπίου, όπου τον περίμενε ο ήδη ανοιγμένος τάφος του! Τον είχε σκάψει από μέρες η Αλεξάνδρα, πριν τις γιορτές, όταν πήρε τη μοιραία απόφασή της. Πριν τον ρίξει μέσα στο λάκκο όμως, του έδωσε το τελευταίο φιλί στο κέρινο μέτωπο και στο μελανιασμένο στόμα με πολλή στοργή κι έπειτα άρχισε να σωριάζει χώμα από πάνω του. Κι ενώ ο ιδρώτας ανακατεύονταν με τα δάκρυά της και γινόταν λάσπη πάνω της, κάτι σκληρό έπιασε με το ένα της χέρι. Παραξενεύτηκε. Έσκαψε λίγο περισσότερο στο σημείο αυτό, όταν ένα σκληρό στρώμα τσιμέντου υποχώρησε απότομα με θόρυβο αφήνοντας ακάλυπτο ένα στόμιο, μία τρύπα στη γη. Σαστισμένη η γυναίκα έσκυψε από πάνω της για να δει τι ακριβώς ήταν. Μία αδιόρατη λάμψη σαν ψευδαίσθηση πέρασε τότε μπροστά από τα έκπληκτα μάτια της. Για κλάσματα του δευτερολέπτου δίστασε, αλλά μετά έβαλε το χέρι της αποφασιστικά μέσα στην τρύπα. Όταν το τράβηξε πίσω άφωνη κοίταξε την παλάμη της να λάμπει γεμάτη ολόχρυσα νομίσματα! Αν ήταν δυνατόν! Αυτό που χρόνια αναζητούσε, το έβρισκε τώρα, δίπλα στον τάφο του Γεράσιμου: τα τρία στόματα! Και ήταν τόσο τυχερή, που δεν έπεσε στο στόμα με τα φίδια, ούτε σ’ εκείνο με το νερό,


Βάλια Καραμάνου

[69]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αλλά στο τρίτο, που ήταν γεμάτο χρυσάφι! Ο θρύλος, που τα τελευταία πενήντα χρόνια γέμιζε με φόβο και ελπίδες τους κατοίκους των Λιβήθρων ζωντάνευε με όλο του το μεγαλείο μπροστά στα έκπληκτα μάτια της! Χρειάστηκε μία νύχτα λοιπόν για να αποκτήσει η Αλεξάνδρα δύο ιδιότητες, που δεν διέθετε ποτέ έως τότε: να γίνει πολύ πλούσια και ταυτόχρονα δολοφόνος… Από εκείνη τη μέρα τα πάντα πήραν την τροπή που έπρεπε να έχουν πάρει: η Χλόη έφυγε στο τέλος του καλοκαιριού για να σπουδάσει φωτογραφία στην Αθήνα και ο Στέλιος μπάρκαρε σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο στη Μεσόγειο. Η Αλεξάνδρα έμεινε ασάλευτη στη θλιβερή θέση της στο μαγαζί, περιτριγυρισμένη από τα φαντάσματα των αγαπημένων της νεκρών. Η μικρή πόλη θρηνούσε για άλλη μία απώλεια, που αυτή τη φορά κόστισε στους κατοίκους. Η οικογένεια Ανδριώτη ήταν ένα σύμβολο ισχύος και μεγαλείου γι’ αυτούς, που είχε πλέον καταρρεύσει οριστικά. Η εξαφάνιση του Γεράσιμου παρέμεινε ανερμήνευτη, το μεγαλόπρεπο αρχοντικό μεταμορφωνόταν πια σε ερείπιο από την εγκατάλειψη, αφού το υπηρετικό προσωπικό είχε φύγει. Ακόμα και ο γερασμένος προσωπικός υπηρέτης του Γεράσιμου είχε γίνει άφαντος, καθώς η δύσκολη και μακρόχρονη αποστολή του είχε πλέον λήξει. Τον Αύγουστο του 1999 , ο μικρός Πέτρος μπήκε στο ψιλικατζίδικο για ν’ αγοράσει καραμέλες, αλλά δεν βρήκε την Αλεξάνδρα στο πόστο της πίσω από τον πάγκο. Φώναξε το όνομά της κάμποσες φορές χωρίς να πάρει απάντηση. Μόνο την τελευταία φορά κι ενώ ο μικρός έκανε μεταβολή για να φύγει απογοητευμένος, έφτασαν στ’ αυτιά του κάτι ήχοι, που έμοιαζαν με ρόγχο ή άναρθρες κραυγές ζώου. Κοντοστάθηκε για να εντοπίσει την προέλευσή τους. Τέλος, ο παράξενος αυτός θόρυβος τον οδήγησε στην Αλεξάνδρα, που βρισκόταν πεσμένη κατάχαμα πίσω από τον πάγκο με το στόμα στραβό γεμάτο αφρούς και τα μάτια γυρισμένα προς τα πάνω με το ασπράδι τους να καλύπτει φρικιαστικά τις κόγχες τους! Έκτοτε, η σαρανταπεντάχρονη μόλις γυναίκα αποσύρθηκε από κάθε γήινη απόλαυση ή πόνο νοσηλευόμενη στον οίκο ευγηρίας με τρεις κολοσσιαίους τραπεζικούς λογαριασμούς στα ονόματα των παιδιών και το δικό της. Το χρέος της είχε επιτέλους επιτελεστεί με κάθε κόστος. Το είχε υποσχεθεί άλλωστε στα παιδιά της και στον εαυτό της ότι ‘θα τα καταφέρει’! Με κάθε τρόπο, με κάθε τίμημα! Τώρα επιθυμούσε μόνο να ξεκουραστεί….


[70]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

14 «Αποχαιρετισμός» Η 11η Ιουλίου του 2014- μέρα ορόσημο στην ιστορία των Λιβήθρων, όπως αποδείχτηκε αργότερα- ξημέρωσε μουντή με ένα μολυβένιο ουρανό να απλώνεται πάνω από τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η Χλόη, είχε βυθιστεί σ’ ένα βαρύ λήθαργο την προηγούμενη νύχτα με διάσπαρτες ονειρικές παραστάσεις, σε μία εκ των οποίων είχε την αίσθηση πως ένιωθε δίπλα της τον πατέρα. Δεν έβλεπε το πρόσωπό του, δεν διέκρινε τη φιγούρα του, απλά ένιωθε πως ήταν εκεί. Έπειτα, ξαφνικά πήρε τη μορφή του Παναγιώτη για να ξαναχαθεί έτσι απρόσμενα μέσα σε άλλο όνειρο. Ξύπνησε νιώθοντας το κεφάλι της βαρύ με τα μηνίγγια της να σφυροκοπούν από την ημικρανία, αλλά αισθάνθηκε έντονη την επιθυμία να ξαναδεί τη μητέρα της. Έξω, ο καθαρός αέρας τη συνέφερε κάπως. - Πω, πω τι θα ρίξει….μουρμούρισε βλέποντας τα γκρίζα σύννεφα από πάνω της. Βρήκε την Αλεξάνδρα σε κακή κατάσταση, ξαπλωμένη, με το μέτωπο κάθιδρο από τον πυρετό να παραμιλά. Μία νεαρή νοσοκόμα στεκόταν στο προσκέφαλό της και τη θερμομετρούσε. Μόλις είδε τη Χλόη, πήγε κοντά της και της ψιθύρισε σιγανά: - Όλο και χειροτερεύει….και κούνησε με απόγνωση το κεφάλι της πέρα δώθε. Το πρωί πέρασε και ο γιατρός, την εξέτασε και διαπίστωσε υπερκόπωση, άγνωστο από που….συμπλήρωσε ανασηκώνοντας τους ώμους της με απορία. Έπειτα, έφυγε διακριτικά αφήνοντας μάνα και κόρη μόνες. Η Χλόη κάθισε δίπλα στη μητέρα της αγγίζοντας το σκελετωμένο χέρι, που έκαιγε από τον πυρετό. Παρατηρούσε με τρόμο το κατάλευκο πρόσωπο με τα βαθουλωμένα μάγουλα, τα κλειστά μάτια και τις λευκές τούφες μαλλιών, που υπερτερούσαν πλέον αισθητά έναντι των υπόλοιπων μαύρων. Πότε γέρασε έτσι ξαφνικά η μητέρα της; σκεφτόταν η Χλόη, σα να έγινε μέσα σε εκείνο το καλοκαίρι! Αυτή η γυναίκα μπροστά της έμοιαζε με γριά ογδόντα χρόνων και όχι εξήντα, που ήταν η πραγματική της ηλικία! Σε κάποια στιγμή, η Αλεξάνδρα σάλεψε τα μαραμένα χείλη της κι έβγαλε ένα ακατάληπτο μουρμουρητό. Η Χλόη έσκυψε προς το μέρος της για να την αφουγκραστεί. Μόνο σκόρπιες συλλαβές αντιλαμβανόταν. - Τί είναι, μητέρα; τη ρώτησε τρυφερά, τι θες να μου πεις; κι έσκυψε πιο κοντά της ακουμπώντας σχεδόν το αυτί στα χείλη της.


Βάλια Καραμάνου

[71]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν ήταν το τρίτο τελικά…ακούστηκε καθαρή η εξασθενημένη φωνή της άρρωστης. - Ποιό τρίτο; έκανε απορημένη η κόρη. - Δεν ήταν το τρίτο στόμα….ξανάπε η Αλεξάνδρα. Αυτή τη φορά η Χλόη δεν τη διέκοψε, απλά την άκουγε προσεχτικά. - Ήταν το δεύτερο….το στόμα με τα φίδια….αυτό, μόνο δυστυχία έφερε… το δεύτερο στόμα…..φίδια! φώναξε αλαφιασμένη απότομα και άρπαξε ξαφνικά την κόρη της από το λαιμό. Εκείνη τρόμαξε, αλλά δεν τραβήχτηκε από τη λαβή της. Η Αλεξάνδρα τότε άνοιξε τα σβησμένα μάτια της κι έφερε το πρόσωπο της κόρης της κοντά στο δικό της λέγοντας με σταθερή φωνή: - Φυλάξου από το φίδι , Χλόη, και το νερό! το φίδι είναι μέσα στο κελάρι, το νερό στο πρώτο στόμα! ολοκλήρωσε τα λόγια της η γυναίκα κι άφησε το χέρι της να πέσει σαν άψυχο δίπλα της κλείνοντας ξανά τα μάτια. - Μητέρα; ρώτησε ανήσυχη η Χλόη, αλλά η Αλεξάνδρα φαινόταν ήδη να κοιμάται βαθιά. Η κοπέλα της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά κι απομακρύνθηκε για να φύγει πατώντας στις μύτες των ποδιών της. Λίγο πριν κλείσει όμως την πόρτα πίσω της, άκουσε τη φωνή της Αλεξάνδρας να της λέει καθαρά: - Αντίο, Χλόη! Εκείνη κοντοστάθηκε, η καρδιά της σκίρτησε. Αυτό το αντίο έμοιαζε τόσο οριστικό, σαν τελευταίος αποχαιρετισμός! Άραγε, θα την ξανάβλεπε ποτέ; σκέφτηκε ακούσια. -

Βγήκε στο δρόμο προβληματισμένη, με τα λόγια της Αλεξάνδρας να στριφογυρνούν στο μυαλό της αδιάκοπα. Ήταν βέβαια αινιγματικά, αλλά ένα πράγμα ήταν σίγουρο: τα πάντα, όλα τα μοιραία γεγονότα της ζωής της σχετίστηκαν με αυτό το ερείπιο και με τα τρία πηγάδια στα σπλάχνα του. Άραγε ήταν παράφρων η Αλεξάνδρα, που πέρασε τα χρόνια της σκάβοντας εκεί; Δε γνώριζε. Όμως επιθυμούσε όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο να πάρει απαντήσεις πια. Και θα το έκανε, εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή. Στο μεταξύ, στο διώροφο σπίτι στο κέντρο των Λιβήθρων, ο Παναγιώτης Δάβαρης ετοιμαζόταν να κατεβεί στο γραφείο του στο ισόγειο προκειμένου να διορθώσει τα γραπτά των μαθητών του. Τελευταία, αδημονούσε όλο και περισσότερο γι’ αυτές τις στιγμές και όχι για την ικανοποίηση, που του προσέφερε η εργασία του, αλλά για να δραπετεύσει για άλλη μια φορά από την καθημερινότητά του. Η προηγούμενη νύχτα τον είχε αφήσει τελείως άυπνο, απαρηγόρητο να σκέφτεται διαρκώς εκείνη, πανέμορφη, σκληρή και λυπημένη να τον απορρίπτει εκεί στο μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου της λουσμένη στο φως της πανσελήνου. Αχ, Χλόη!


[72]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αναλογιζόταν, ποτέ δεν ήταν τα πράγματα εύκολα για μας!.... Εκεί λοιπόν, στο στενό κρεβάτι του ξενώνα, όπου ο Παναγιώτης κοιμόταν μόνος τα τελευταία δύο χρόνια, παριστάνοντας τον υποδειγματικό σύζυγο πλέον μόνο σε κοινωνικές περιστάσεις, ζούσε ξανά την αγωνία της απώλειας… Πάντα την αγαπούσε ενδόμυχα τη Χλόη κι ας μην το παραδεχόταν τότε στα νεανικά χρόνια, που ήταν ο ‘γόης’ και ο ‘σκληρός’ της παρέας. Άλλωστε και αυτή και η μητέρα της η Αλεξάνδρα αποτελούσαν πάντα σκοτεινά ‘αινίγματα’ για τη μικρή κωμόπολη των Λιβήθρων και οι άντρες που τις πλησίαζαν έβρισκαν φρικτό τέλος. Ποιος θα τολμούσε να τις κατακτήσει; Όχι πάντως ο Παναγιώτης! Αυτός ήθελε μια απλή κι ευτυχισμένη ζωή κι ας ‘έτρωγε’ η σκέψη της υποσυνείδητα τα σωθικά του όλα αυτά τα χρόνια… Πέρασε σέρνοντας το βήμα του στο ευρύχωρο σαλόνι. Τα δυο του αγόρια βρίσκονταν εκεί στον καναπέ απολαμβάνοντας πια χωρίς την έννοια του σχολείου τα αγαπημένα τους προγράμματα στη μεγάλη τηλεόραση. Πίσω από το ξύλινο πάσο, που ένωνε τον χώρο με την κουζίνα, στεκόταν όρθια η Καίτη μπροστά στο νεροχύτη πλένοντας τα πιάτα. Ο Παναγιώτης απέμεινε λίγα λεπτά σιωπηλός κοιτάζοντάς την. Η πλάτη της κυρτή και άχαρη έγερνε προς τα εμπρός, ενώ τα σγουρά κοντά μαλλιά της ήταν πιασμένα άτσαλα προς τα πίσω με μία άχαρη δαγκάνα. Φορούσε μία μακριά φόρμα κι ένα φαρδύ μακό μπλουζάκι, που κάλυπτε το σώμα της σε μία παράλογη τάση σεμνοτυφίας. Θεέ μου, σκεφτόταν ο Παναγιώτης, σα να την έβλεπε για πρώτη φορά, αυτή ήταν ίδια η αδυσώπητη πεθερά του χωρίς το τσεμπέρι της! Αυτή η σκληρή γυναίκα, που ποτέ δεν τον ήθελε για γαμπρό της και ο ίδιος θεωρούσε – μάλλον ήλπιζε- πως ήταν διαφορετική από τη γυναίκα που έκανε σύζυγό του κι ας ήταν αίμα της. Άραγε ήταν; Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν αναγνώριζε τη νεαρή κοπέλα που παντρεύτηκε πριν δέκα χρόνια, ενώ εκείνη είχε μόλις τελειώσει το λύκειο! Τότε την έβρισκε χαριτωμένη, απλή και η προθυμία της στον έρωτα- σε εκείνον δόθηκε σεξουαλικά για πρώτη φορά- αποτελούσε γι’ αυτόν ένδειξη λατρείας! Ποιόν κορόιδευε; Ένα αδαές κορίτσι ήταν από την επαρχία, που απλά ακολουθούσε τις υποδείξεις των γονιών της για κοινωνική αποκατάσταση, ίσως και τις νεανικές ορμές της!.... Κι έπειτα ήρθε η ζήλια της, ο διαρκής κι αφόρητος έλεγχος των κινήσεών του, αλλά κι αυτό το θεωρούσε τότε ως ένδειξη υπερβολικής αγάπης. Ποιόν γελούσε; Ήταν απλά διατήρηση των κεκτημένων της και της βολής της ή απλά ένδειξη άξεστης συμπεριφοράς. ¨Όταν όμως τον έδιωξε και από το κρεβάτι τους με πρόφαση την κούραση από τη γέννηση του δεύτερου παιδιού, τότε άρχισε να συνειδητοποιεί ο Παναγιώτης ότι αυτό δεν ήταν σε καμία περίπτωση η εκπλήρωση του ονείρου του, να βρει την οικογενειακή ευτυχία…. - Πάλι φεύγεις; τον έβγαλε από τις σκέψεις του η άγρια φωνή της Καίτης, που είχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κάρφωνε με την οργισμένη ματιά της. - Έχω να διορθώσω γραπτά, απάντησε κοφτά εκείνος βάζοντας καφέ στην κούπα του.


Βάλια Καραμάνου

[73]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όλο λείπεις τελευταία, συνέχισε εκείνη φανερά συγχυσμένη, και γω σκάω εδώ μέσα κλεισμένη με δυο παιδιά!... Ο Παναγιώτης παρατηρούσε τα πονηρά μικροσκοπικά μάτια της να πετούν μοχθηρές λάμψεις, το στόμα της ν’ ανοιγοκλείνει συνέχεια γκρινιάζοντας κι εκείνη τη μακρόστενη μύτη της… «This is not my beautiful house….» του ήρθε στο μυαλό ο στίχος των Talking Heads. Πόσες φορές δεν την είχε προτρέψει να εργαστεί, να βρει έστω ένα χόμπι για να ξεδίνει κι εκείνη αρνιόταν επίμονα; «This is not my beautiful wife…» συνέχιζε το τραγούδι εκκωφαντικό μέσα στο μυαλό του. Πόσες φορές δεν της είχε προτείνει να βγουν έξω για ένα ποτό, να ταξιδέψουν μαζί, να κάνουν έρωτα κι εκείνη τον απέρριπτε με εκείνο το βουβό πείσμα της; Αυτή ήταν η ‘σωστή’ και ‘ασφαλής’ επιλογή του στο γάμο; Ακούμπησε απότομα την κούπα του στο πάσο κάνοντας θόρυβο, ενώ ο μισός καφές χύθηκε στο ξύλο ολόγυρα. Η Καίτη κάτι πήγε να πει θυμωμένη, αλλά το τρομερό βλέμμα του άντρα της την καθήλωσε στη θέση της. Ποτέ δεν την είχε ξανακοιτάξει έτσι, σα να ήταν μία ξένη ή -ακόμα χειρότερα- μια ανεπιθύμητη…. Ο Παναγιώτης έκανε απότομα μεταβολή κι έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω του. - Που πας; ακούστηκε πίσω του ξέπνοη η φωνή της συζύγου, που συνέχιζε να κοιτά μαρμαρωμένη πότε τον χυμένο καφέ πάνω στο ακριβό ξύλο του πάγκου της πολυτελούς κουζίνας της πότε την κλειστή εξώπορτα….. Απάντηση όμως δεν υπήρξε αυτή τη φορά. Μόνο ο ήχος από τα καρτούν, που ξεφώνιζαν υστερικά στην οθόνη της τηλεόρασης, γέμιζε ασφυκτικά το δωμάτιο…. -


[74]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

15 «Το νερό και το φίδι» Κόντευε μεσημέρι όταν η Χλόη- χωρίς δεύτερη σκέψη και με αποφασιστικό βήμα- περπάτησε ως τα χαλάσματα. Ένας μανιασμένος άνεμος, που κατέβαινε από το βουνό σάρωνε τα πάντα ολόγυρά της. Η αυλή του μισογκρεμισμένου σπιτιού φάνταζε πιο άγρια από ποτέ, καθώς τα πορτόφυλλά του έτριζαν από το φύσημα του ισχυρού αέρα σα να θρηνούσαν. Μέσα στον ξερό κήπο τ’ αγριόχορτα σχημάτιζαν σωρούς, που κατρακυλούσαν σαν μπάλες τριγύρω, ενώ ο ουρανός μολυβένιος προμηνούσε θεομηνία. Η κοπέλα έσπρωξε τη σκουριασμένη πόρτα και μπήκε στο μισογκρεμισμένο ισόγειο, που η πρόσοψή του έχασκε ακάλυπτη από το δρόμο. Βημάτισε ολόγυρα χωρίς να βρει κάτι αξιόλογο, μόνο ίχνη από παλιά έπιπλα και κομμάτια τσιμέντου ή ξύλου. Στο πίσω μέρος όμως υπήρχε μια σάπια ξύλινη πόρτα ακέραιη και κλειστή. Η Χλόη την άνοιξε προσεχτικά. Αρχικά, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα στο άνοιγμά της, παρά μόνο απόλυτο σκοτάδι. Όταν όμως τα μάτια της συνήθισαν διέκρινε μερικά τσιμεντένια σκαλιά μπροστά στα πόδια της, που οδηγούσαν στο υπόγειο. «Το κελάρι!...» σκέφτηκε η Χλόη. Με καρδιοχτύπι κατέβηκε σιγά σιγά τα σκαλιά για να βρεθεί στην παλιά αποθήκη. Μερικές τρύπες στον τοίχο επέτρεπαν στο εξωτερικό φως να περνά σε λωρίδες και να αποκαλύπτει τα μισογκρεμισμένα ράφια ολόγυρα με τα παλιά μπουκάλια κρασιών, μερικά γεωργικά εργαλεία, μια αραχνιασμένη παιδική κούνια άδεια… «Ανατριχιαστικό μέρος…» σκέφτηκε ανήσυχη η γυναίκα βλέποντας τα απομεινάρια μιας άλλοτε ευτυχισμένης ζωής, που χάθηκε από αιφνίδιους μαζικούς θανάτους. Τέλος, εστίασε την προσοχή της στο χωμάτινο δάπεδο αναζητώντας τα τρία στόματα. Το έδαφος έμοιαζε κάπως ανισόπεδο. Έσκυψε και άρπαξε μια χούφτα χώμα. Ήταν μαλακό, κατάλληλο για σκάψιμο. Αμέσως ανασηκώθηκε αποφασισμένη, έψαξε τριγύρω στα εργαλεία, βρήκε μία μικρή τσάπα και ξεκίνησε το σκάψιμο εκεί κάτω καταμεσής στο παλιό δωμάτιο. Έσκαβε για πολλή ώρα, άγνωστο πόση. Σε κάποια στιγμή όμως ακούστηκαν βήματα δίπλα της που την έκαναν ν’ αναπηδήσει τρομαγμένη. Παραμέρισε τα μαλλιά της από το ιδρωμένο πρόσωπο και διέκρινε τον Παναγιώτη να στέκεται όρθιος με το λευκό πουκάμισο και τον τζην του εκεί κοντά της. - Εσύ είσαι; έκανε ανακουφισμένη, με τρόμαξες!...δήλωσε και ξαναχώθηκε στο λάκκο ως τα γόνατα συνεχίζοντας το σκάψιμο.


Βάλια Καραμάνου

[75]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο άντρας την παρακολουθούσε άφωνος να χτυπά την τσάπα με μανία μέσα σ’ ένα σωρό από χώμα. - Χλόη, τι ακριβώς κάνεις εκεί; τη ρώτησε μαλακά. - Δεν βλέπεις; Σκάβω! του απάντησε δηκτικά εκείνη συνεχίζοντας πεισματικά το έργο της, χωρίς να στραφεί προς το μέρος του αυτή τη φορά. Λίγα λεπτά αργότερα όμως, άκουσε χτυπήματα από μια άλλη τσάπα δίπλα της και σταμάτησε απότομα. Έκπληκτη είδε τον Παναγιώτη να σκάβει κι αυτός ένα μέτρο πιο πέρα. - Τί κάνεις εκεί; τον ρώτησε ανοίγοντας διάπλατα τα σκούρα μάτια της. - Σε βοηθώ σε ό, τι νομίζεις πως κάνεις, της απάντησε εκείνος σταθερά, αν αυτό καταφέρει επιτέλους να μας φέρει κοντά, δήλωσε με μια φωνή γεμάτη αγάπη. - Καλά λοιπόν, δήλωσε κοφτά η Χλόη κι έσκυψε πάνω από το λάκκο για να κρύψει το χαμόγελό της, ας σκάψουμε μαζί! Ο Παναγιώτης συνέχισε να σκάβει με προθυμία, αδιαφορώντας για τα ρούχα του, μέσα σ’ ένα χωμάτινο σωρό. - Πώς με βρήκες; ξαναρώτησε με μαλακωμένη φωνή η Χλόη. - Διαίσθηση! της απάντησε ο άντρας με ένα χαμόγελο, πάντα είχαμε μεταξύ μας μια ξεχωριστή και σιωπηλή επικοινωνία εμείς οι δυο! συμπλήρωσε με νόημα. Η Χλόη συνέχιζε να σκάβει με μία λαχτάρα να χοροπηδά στο στήθος της. - Χλόη… ξανάπε ο Παναγιώτης και στήθηκε όρθιος προς το μέρος της, θα χωρίσω! Από καιρό το σκέφτομαι, προτού ξαναγυρίσεις , αλλά μόλις σε ξαναείδα ήμουν πια σίγουρος για την απόφασή μου… Η Χλόη συνέχιζε να κοπανά το έδαφος μπροστά της αλύπητα χωρίς να τον κοιτάζει. - Μόνο εσένα αγάπησα πραγματικά, τώρα το ξέρω, κατέληξε με φωνή όλο πάθος ο άντρας, θέλω όμως να ξέρω: θα είσαι δίπλα μου σε όλη τη διαδικασία; Τότε μόνο η γυναίκα άφησε την τσάπα να γλιστρήσει από τα χέρια της και στράφηκε προς το μέρος του. Τα μάτια του σπινθηροβολούσαν γεμάτα ειλικρινή αισθήματα. Έγνεψε θετικά με το κεφάλι της. - Αλήθεια, Χλόη; έκανε εκείνος όλο χαρά και με μία κίνηση βρέθηκε δίπλα της αγκαλιάζοντάς την με θέρμη. Η Χλόη δεν πρόλαβε να πει μία λέξη, μόνο ένιωσε τα χείλη του Παναγιώτη πάνω στα δικά της να ενώνονται στο πρώτο γλυκό, παθιασμένο τους φιλί. Ήταν πιο όμορφο απ’ όσο το φανταζόταν όλα αυτά τα χρόνια…Ανταπέδωσε την αγκαλιά τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τους ώμους του και μαζί έγειραν κατάχαμα στο σκαμμένο χώμα, ανταλλάσσοντας αχόρταγα φιλιά και χάδια. Ο Παναγιώτης της έβγαλε με λαχτάρα τη μπλούζα, ενώ εκείνη προσπαθούσε να ξεκουμπώσει το κατάμαυρο πλέον από τα χώματα πουκάμισό του αποκαλύπτοντας το αγαπημένο


[76]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σώμα. Κι ενώ έπεφτε ξανά ο ένας πάνω στον άλλο αφαιρώντας τα περιττά ρούχα ανάμεσά τους, υποχώρησε το χείλος του λάκκου και το ζευγάρι προσγειώθηκε ανώμαλα πάνω σε κάτι σκληρό. - Τσιμέντο! έκανε ο Παναγιώτης παραμερίζοντας το χώμα από κάτω τους. Η Χλόη ανασηκώθηκε αναψοκοκκινισμένη, μισόγυμνη και ακούμπησε τα χέρια της πάνω στην τραχιά επιφάνεια με περιέργεια. - Είναι καπάκι! δήλωσε έντονα, κάτι υπάρχει από κάτω! και βλέποντας το διστακτικό βλέμμα του άντρα δίπλα της , τον παρότρυνε: Ας το σηκώσουμε! Έβαλαν όλη τους τη δύναμη και ανασήκωσαν το τσιμεντένιο κάλυμμα αποκαλύπτοντας μία τρύπα, ένα πηγάδι στη γη! Η Χλόη έφερε τα χέρια της στο ανοιχτό στόμα και μουρμούρισε με δέος: - Είναι ένα από τα στόματα! Ο Παναγιώτης την κοίταζε με δυσπιστία, αλλά αυτή η τρύπα στα έγκατα του κελαριού τον είχε αφήσει εξίσου άναυδο. Όλοι αυτοί οι θρύλοι της παιδικής και νεανικής του ηλικίας εκείνη την ώρα έπαιρναν σάρκα και οστά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του! - Ποιο όμως από τα τρία; έκανε προβληματισμένη η Χλόη κι ετοιμάστηκε να βάλει το χέρι της μέσα στη μαύρη τρύπα. Αμέσως όμως ο Παναγιώτης την εμπόδισε και έβαλε χωρίς δεύτερη σκέψη το δικό του μέσα στην τρύπα μέχρι τον ώμο. Η Χλόη τον κοιτούσε με αγωνία. ¨Όταν το ξανατράβηξε έξω ήταν βρεγμένο από νερό. «Το πρώτο στόμα με το νερό!» ήρθαν στο νου της κοπέλας τα λόγια της μητέρας της και η αγωνία της μεγάλωσε. - Τώρα τι; ρώτησε ο Παναγιώτης απορημένος κοιτάζοντας πότε τη Χλόη πότε το πηγάδι. Πριν αποσώσει όμως το λόγο του, μία εκκωφαντική βροντή συντάραξε το σπίτι συθέμελα. - Ξέσπασε καταιγίδα! δήλωσε ανήσυχος ο Παναγιώτης, ενώ μεμιάς ακούστηκε ο ήχος της βροχής απ’ έξω συνοδευόμενος από λάμψεις αστραπών, που έμπαιναν από τις τρύπες του τοίχου και τρομερές βροντές. Το ζευγάρι κοιτάχτηκε ανήσυχο από το μένος της απρόσμενης βροχής. - Ντύσου γρήγορα! είπε τελικά το Παναγιώτης και φόρεσαν βιαστικά όσα ρούχα είχαν πετάξει νωρίτερα κατάχαμα. - Κοίτα!! ακούστηκε σε κάποια φάση σπαραχτική η φωνή της Χλόης, που έδειχνε με το δάχτυλό της προς τη μισάνοιχτη πόρτα του κελαριού. Στο άνοιγμά της διακρίνονταν ολοκάθαρα η σκελετωμένη ψηλή φιγούρα του ρακένδυτου ζητιάνου, που όμως αυτή τη φορά είχε κατεβάσει την κουκούλα του και αποκάλυπτε ένα στενόμακρο κρανίο με λιγοστά ανοιχτόχρωμα μαλλιά πάνω του και δυο μάτια, που έλαμπαν παράδοξα στο σκοτάδι, γυάλινα, ψυχρά, γεμάτα κακία όμοια με ερπετού!


Βάλια Καραμάνου

[77]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

-- Το φίδι! αναφώνησε άθελά της η Χλόη και ο Παναγιώτης έκανε να κινηθεί προς το μέρος του άντρα, όταν εκείνος ξαφνικά εξαφανίστηκε και η πόρτα έκλεισε μόνη της με κρότο. Οι δύο νέοι όρμησαν καταπάνω της ανεβαίνοντας τα πέτρινα σκαλιά, που εντωμεταξύ είχαν πλημμυρίσει, καθώς ποτάμια βροχής εισέβαλλαν από τις τρύπες του τοίχου, ανάβλυζαν από το πηγάδι στο πάτωμα και γέμιζαν με ταχύτατο ρυθμό το κελάρι. Έπεσαν πάνω στην πόρτα, αλλά την βρήκαν κλειδωμένη. Με όλη τους τη δύναμη την τραβούσαν μαζί για ν’ ανοίξει, αυτό το σκοροφαγωμένο ξύλο όμως αντιστεκόταν κι έμενε κλειστό με έναν παράδοξο τρόπο! Εντωμεταξύ, το λασπωμένο νερό έφτανε πια ως τα γόνατά τους και η στάθμη του ολοένα ανέβαινε απειλητική. - Θα πνιγούμε! φώναξε απελπισμένη η Χλόη τραβώντας το χερούλι της πόρτας μάταια. - Αυτό αποκλείεται! δήλωσε αποφασιστικά ο Παναγιώτης, που με δύο βήματα είχε πηδήξει μέσα στο νερό και βουτούσε ψάχνοντας κάτι με το χέρι του. Η Χλόη με την ανάσα κομμένη τον είδε να βγαίνει από τα μαύρα νερά κρατώντας ένα τσεκούρι στα χέρια του. Ο άντρας πλησίασε την πόρτα, της έκανε νόημα να παραμερίσει και με δύο τσεκουριές είχε κάνει ένα μεγάλο άνοιγμα στο ξύλο, που τους επέτρεψε να βγουν επιτέλους έξω! Βρέθηκαν στο ισόγειο του σπιτιού μπροστά σ’ ένα απερίγραπτο θέαμα: ένα ορμητικό λασπωμένο ποτάμι έρρεε με τρομερή ορμή και εκκωφαντικό βουητό μπροστά από το σπίτι και εισέβαλε μέσα στον μισογκρεμισμένο χώρο, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα διαφυγής. Η Χλόη γύρισε προς τον Παναγιώτη ρίχνοντάς του μία ματιά όλο απελπισία. - Έλα! φώναξε εκείνος αρπάζοντάς της το χέρι, πάμε πάνω!! και την τράβηξε στην μισογκρεμισμένη εσωτερική πέτρινη σκάλα, που οδηγούσε στη σοφίτα. Βρέθηκαν σκαρφαλωμένοι στην ετοιμόρροπη στέγη με τα σπασμένα κεραμίδια εκτεθειμένοι στον απίστευτο όγκο της βροχής, να τους δέρνει αλύπητα, ενώ οι κεραυνοί και οι αστραπές άστραφταν και βροντούσαν γύρω τους. Μπροστά στα πόδια τους απλώνονταν το πιο φρικτό θέαμα, ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου: ένας τεράστιος χείμαρρος με τόνους λασπόνερων κατέβαινε ορμητικά από τις πλαγιές του Ολύμπου, παρασύροντας σε ένα μαύρο ποτάμι κάθε τι στο διάβα του από την πόλη των Λιβήθρων μέχρι εκεί που μπορούσε να διακρίνει το μάτι τους. Ακόμα και η ψηλή λεύκα απέναντι είχε γείρει σπασμένη από το θεϊκό μένος. Παντού ολόγυρα έπλεαν συντρίμμια από σπίτια και πιθανόν κι από ανθρώπινα κορμιά. Ανάμεσα σ’ αυτά τα άψυχα κουφάρια ίσως να βρίσκονταν και οι δικοί τους άνθρωποι, οι οικογένειές τους, οι φίλοι, τα παιδιά του Παναγιώτη, η μητέρα της Χλόης… Τι να είχαν απογίνει άραγε; αναρωτιόντουσαν με αγωνία βουβοί οι δυο νέοι


[78]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παρακολουθώντας με δέος αυτό το επικό σκηνικό ολέθρου απλωμένο λίγα μέτρα από τα πόδια τους. Ακόμα και οι ίδιοι, ποια μοίρα θα έβρισκαν; Το εξώκοσμο βουητό της θεομηνίας συνεχίζονταν αμείωτο…Γη, ουρανός, άνθρωποι, σπίτια, είχαν μετατραπεί σε μία λασπωμένη λαίμαργη μάζα, που τα κατάπινε όλα στο διάβα της…Λες και οι Ολύμπιοι θεοί θέλησαν ν’ αφανίσουν το γένος των ανθρώπων εκείνη τη μέρα της 11ης Ιουλίου του 2014, επειδή εκείνοι δεν τους πίστεψαν, δεν τους σεβάστηκαν αρκετά ή απλά επειδή ως παντοδύναμοι αποφάσισαν να ‘παίξουν’ με τους θνητούς… Η Χλόη με τεράστια μάτια από τον πανικό και την αίσθηση του θανάτου πλέον απειλητική γύρω της, στράφηκε άφωνη προς τον Παναγιώτη. Εκείνος την τράβηξε κοντά του και την έσφιξε με όλη του τη δύναμη πάνω στο στέρνο του. - Θα μας σώσω, Χλόη, της είπε με σιγουριά και πείσμα, φτάνει να μ’ εμπιστευτείς! Κι ενώ η γυναίκα έτρεμε σαν βρεγμένο σπουργίτι στην αγκαλιά του, εκείνος επαναλάμβανε σταθερά: - Εμπιστεύσου με, Χλόη! Θα τα καταφέρουμε! Δείξε μου εμπιστοσύνη έστω για μια μόνο φορά…..


Βάλια Καραμάνου

[79]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

16 «Έκτακτο Δελτίο» 12 Ιουλίου 2014: «Άφωνο το πανελλήνιο παρακολουθεί τον αφανισμό μιας ολόκληρης πόλης από υπερχείλιση ξεροπόταμου στις πλαγιές του Ολύμπου… …….Λίβηθρα: ώρα μηδέν…. …….σωστικά συνεργεία της ΕΜΑΚ έχουν προσέλθει στην περιοχή, αλλά είναι ιδιαίτερα δυσχερές το έργο τους… …….οι υλικές ζημιές και οι ανθρώπινες απώλειες είναι ανυπολόγιστες……… ……..ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε…… ……οι έρευνες για τον εντοπισμό επιζώντων συνεχίζονται, έως τώρα άκαρπες……»

ΤΕΛΟΣ


[80]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Βάλια Καραμάνου

[81]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


[82]

Λίβηθρα

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λίβηθρα: μία κωμόπολη χτισμένη στους πρόποδες του Ολύμπου, δέσμια ενός αστικού θρύλου, που σφραγίζει καταλυτικά τη μοίρα της. Κυρίαρχες γυναικείες φιγούρες, η Αλεξάνδρα και η κόρη της Χλόη, που συνδέονται με εμμονές κι ένοχα μυστικά: η πρώτη είναι έρμαιο μιας ολέθριας, σκοτεινής έλξης και η δεύτερη παλεύει εγκλωβισμένη σε έναν αδιέξοδο έρωτα. Παράλληλα, παλιά εγκλήματα έρχονται στο φως απαιτώντας κάθαρση ανάμεσα στα όρια της λογικής και της παράνοιας, αποτελώντας το μέρος μόνο μιας επερχόμενης καταστροφής.

ISBN: 978-618-5147-21-1


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.