Η ΔΡΑΚΟΦΙΛΙΤΣΑ

Page 1

εικονογράφηση


Η Μαρία Χατζή είναι απόφοιτος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Είναι επίσης και αυτοδίδακτη καλλιτέχνιδα, σχεδιάστρια χειροτεχνιών (για παιδιά και ενήλικες), χειροποίητων κοσμημάτων και μικροδιακοσμητικών. Ασχολείται με τη δημιουργικότητα (δημιουργική χειροτεχνία και δημιουργική γραφή) εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Τώρα δεν εργάζεται πλέον ως καθηγήτρια αγγλικών. Αφιερώνει αρκετό από τον χρόνο της στις εκδηλώσεις των δημοτικών βιβλιοθηκών στον Δήμο Θεσσαλονίκης, όπου συμμετέχει εθελοντικά με εργαστήρια διάφορων δημιουργικών δραστηριοτήτων (κατασκευές και δημιουργική γραφή) κυρίως για παιδιά, αλλά και παρουσιάσεις μεθόδων και τεχνικών δημιουργικής χειροτεχνίας για ενήλικες. Επίσης γράφει σχετικά άρθρα και οδηγίες για χειροποίητες κατασκευές στο διαδίκτυο στην αγγλική γλώσσα. Η εθελοντική της συμμετοχή στις εκδηλώσεις των βιβλιοθηκών, καθώς και η συγγραφή του παρόντος μίνι e-book με Creative Commons License είναι προσφορά κοινωνικού έργου (χωρίς οικονομικό όφελος για την ίδια) σε μια προσπάθεια προώθησης της δημιουργικότητας και στη χώρα μας.


ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗ

Η Δρακοφιλίτσα Εικονογράφηση: Μαίρη Λαμπαδαρίου


Μαρία Χατζή, Η Δρακοφιλίτσα ISBN: 978-618-5040-98-7 Οκτώβριος 2014

Επιμέλεια-Διορθώσεις:

Αντωνία Αριστοδήμου antonia.aristodi@gmail.com Εικονογράφηση: Μαίρη Λαμπαδαρίου mlampadariou@gmail.com Επεξεργασία εικονογράφησης: Κωνσταντίνα Χαρλαβάνη k.charlavani@gmail.com Σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr Σημείωση: Η γραμματοσειρά που χρησιμοποιήσαμε είναι προσφορά του Aka-acid (www.aka-acid.com).

Άδεια Creative Commons Αναφορά δημιουργού – Μη εμπορική χρήση Όχι παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη της συγγραφέως και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/



Ό

λα ξεκίνησαν από ένα στοίχημα. Μια μέρα τα δέντρα του δάσους άρχισαν έναν καβγά με τον Βοριά. «Αν βάλουμε δίπλα δίπλα τους κορμούς μας και πλέξουμε τα κλαδιά μας, θα φτιάξουμε έναν δυνατό τοίχο σαν αυτούς που είχαν στα παλιά τα χρόνια τα κάστρα» είπε στον Βοριά ένα αιωνόβιο δέντρο. «Αν θέλω εγώ, μπορώ να καταστρέψω ολόκληρο το δάσος!» απάντησε ο Βοριάς. Έτσι, τα δέντρα έβαλαν στοίχημα μαζί του πως ό,τι και να κάνει, δεν θα μπορέσει να αποδείξει ότι είναι ο ισχυρότερος. Ο Βοριάς όμως σκέφτηκε πονηρά. Πήγε και ζήτησε τη βοήθεια της


φωτιάς. Εκείνη κατά το μεσημέρι έστειλε μια μικρή σπίθα στο δάσος. Με τη συνεργασία της σπίθας και του Βοριά το δάσος το τύλιξαν αγριεμένες φλόγες. Κατάπιναν τα δέντρα και κυνηγούσαν τα ζώα να τα παγιδέψουν. Παντού ακούγονταν τσιρίδες, ουρλιαχτά και κλάματα. Όταν είδε ο Βοριάς το μεγάλο κακό που προκάλεσε, μετάνιωσε για την αμυαλοσύνη και την τρέλα του. Μέσα σ’ αυτόν τον πανικό κατάφερε ν’ αρπάξει ένα μικρό σποράκι αγριοτριανταφυλλιάς, που οι συγγενείς της είχαν καεί όλοι στη φωτιά, για να το σώσει. Το κράτησε απαλά στην αέρινη αγκαλιά του. Το σποράκι κοιμόταν, ούτε καν είχε καταλάβει τι γινόταν γύρω του. Μ’ όλη του τη φόρα ο Βοριάς έτρεξε στα σύννεφα κουβαλώντας μαζί του το σποράκι και τα παρακάλεσε να βρέξουν πολύ, για να σβήσει η φωτιά. Τα σύννεφα του έκαναν τη χάρη. Ύστερα πήγε και βρήκε τη νεράιδα του δάσους να τον συμβουλέψει. «Είναι πολύ μικρό, για να μπορέσει να ζήσει μόνο του» είπε η νεράιδα. «Του χρειάζεται μια νέα οικογένεια. Τρέξε γρήγορα στην πλαγιά του βουνού να βρεις την κυρία Κουμαριά! Θα το αναλάβει εκείνη». Ξαναπήρε λοιπόν φόρα ο Βοριάς κι έφτασε λαχανιασμένος στην πλαγιά, εκεί όπου του είχε πει η νεράιδα του δάσους. Έχωσε προσεχτικά το σποράκι της αγριοτριανταφυλλιάς στο χώμα, πλάι στον κορμό της κυρίας Κουμαριάς.


«Φρόντισέ το να μεγαλώσει κι αγάπα το, όπως τα δικά σου παιδιά» της είπε. Η κυρία Κουμαριά έσπρωξε λίγο ακόμα χώμα γύρω από το σποράκι και το αγκάλιασε με τις ρίζες της, για να το κρατήσει ζεστό. Αγκάλιασε και τα άλλα της παιδιά με τα κλαδιά της.


«Ελάτε να σας πω όλους μαζί ένα τραγουδάκι» είπε. Κι άρχισε να λέει ένα τραγούδι σαν αυτά που ξέρουν μονάχα τα δέντρα του βουνού να λένε.


Από το σποράκι αυτό φύτρωσε μια κοντή, αδυνατούλα αγριοτριανταφυλλιά. «Θα σε λέμε Φιλίτσα» είπε η μαμά Κουμαριά. «Κουμαρούλα! Κουμαρένια! Ελάτε να δείτε τη μικρή σας αδερφούλα πώς προσπαθεί να κρατήσει ολόισιο το κορμάκι της!» φώναξε η μαμά Κουμαριά. Οι μικρές κουμαριές πλησίασαν. Δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον να δουν παρά μονάχα ένα μικρό ασήμαντο αγριόχορτο. Και οι δυο τους σήκωσαν αδιάφορα τους ώμους και ξαναγύρισαν στα παιχνίδια τους. Ο καιρός περνούσε. Η μαμά Κουμαριά με το πυκνό της φύλλωμα προστάτευε τα τρία της παιδιά από την κακοκαιρία κι από τις καυτές ακτίνες του ήλιου, μέχρι να έρθει η ώρα να μεγαλώσουν. Κι όταν είχε ξηρασία, μάζευε τις δικές της ρίζες ένα κουβαράκι, για να μπορούν οι δυο μικρές κουμαριές και η αγριοτριανταφυλλίτσα να ρουφήξουν με τις ρίζες τους το λιγοστό νερό που ήταν τόσο απαραίτητο για την καλή τους υγεία. Όσο μεγάλωνε η Φιλίτσα, όλο και πιο περίεργα την κοίταζαν η Κουμαρένια με την Κουμαρούλα. Κι όλο κάτι μυστικά έλεγαν μεταξύ τους. Εκείνες έπαιζαν με τα ζουζούνια, τα ζωάκια και τα φυτά της γειτονιάς. Της έλεγαν πως αυτή ήταν μικρή ακόμη για παρέες και την άφηναν μόνη. «Πάρτε και τη Φιλίτσα μαζί σας να της γνωρίσετε τους φίλους σας» είπε μια μέρα η μαμά Κουμαριά στις κουμαροκόρες της.


«Δεν ξέρει τα παιχνίδια μας» δικαιολογήθηκαν εκείνες. «Και πώς θα τα μάθει αν δεν της κάνετε παρέα κι αν δεν την παίρνετε μαζί σας;» ρώτησε η μαμά Κουμαριά. Η Κουμαρένια και η Κουμαρούλα κοιτάχτηκαν, ξεροκατάπιαν, κοκκίνισαν και πήραν την απόφαση να μιλήσουν. Κι ό,τι είχαν να πουν, το είπαν φωναχτά και μπροστά στη Φιλίτσα. «Δεν μοιάζει γι’ αδερφή μας! Τα κλαδιά της είναι πολύ καχεκτικά σαν τα κοτσάνια της κυρίας Λεβάντας που μένει λίγο πιο κάτω. Πώς θα την παρουσιάσουμε στους φίλους μας;» είπε η Κουμαρούλα. «Και τα φύλλα της είναι πολύ λεπτά και μαλακά. Άσε που τρέμουν κι εύκολα. Τα δικά μας είναι σκληρά και λαμπερά. Έχει κι αυτά τα απαίσια αγκάθια σ’ όλο της το σώμα. Σαν δράκος! Θα μας κοροϊδεύουν όλοι. Δεν τη θέλουμε μαζί μας!» συμπλήρωσε η Κουμαρένια. Έριξαν μια γρήγορη ματιά στη Φιλίτσα κι έκαναν αμέσως ένα βήμα πίσω και οι δυο μαζί σαν κουρδιστές με μια γκριμάτσα αηδίας. Η Φιλίτσα κοιτάχτηκε μ’ απορία. Πράγματι, είχε αγκάθια, πολλά αγκάθια, μικρά και μεγάλα, σχεδόν παντού. Πόσο ντράπηκε γι’ αυτό! Προσπάθησε με τα φύλλα της να τα κρύψει, μα ήταν τόσα πολλά!




«Ναι, είναι διαφορετική από μας, μα είμαστε μια οικογένεια. Όλοι έχουμε τα προτερήματα και τα ελαττώματά μας. Πώς θα νιώθατε εσείς αν δεν σας ήθελε εκείνη στις παρέες της και σας κορόιδευε; Αν κάνετε περισσότερη παρέα μεταξύ σας, θα γνωριστείτε καλύτερα και θα δείτε ότι δεν είναι και τόσο διαφορετική από σας, όσο πιστεύετε» είπε η μαμά Κουμαριά στις δυο κουμαροκόρες της. Η Κουμαρένια και η Κουμαρούλα στραβομουτσούνιασαν. Όμως αφού η μαμά τους επέμενε, αναγκάστηκαν να βάλουν και τη Φιλίτσα στην παρέα τους. Την πρώτη μέρα που την πήραν μαζί τους, πριν συναντηθούν με τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας, η Κουμαρένια δεν κρατήθηκε. Στάθηκε μπροστά στη Φιλίτσα με τα χέρια της στη μέση. «Είσαι μια κλέφτρα! Μας έκλεψες το σπίτι μας και τα παιχνίδια μας, μας έκλεψες την αγάπη της μαμάς μας και τώρα θέλεις να μας κλέψεις και τους φίλους μας!» «Εγώ, κλέφτρα;» διαμαρτυρήθηκε η Φιλίτσα κι ανέβηκε ένας κόμπος στον λαιμό της. «Δεν θέλουμε να μοιραστούμε τους φίλους μας μαζί σου! Μονάχα το χατίρι της μαμάς κάνουμε, για να μη στενοχωρηθεί» συμπλήρωσε η Κουμαρούλα. «Πού να καταλάβουν κάτι… κάτι δράκοι σαν αυτή!» τσίριξε η Κουμαρένια. Ύστερα γύρισε όλο χαρά στην Κουμαρούλα: «Το βρήκα! Θα τη φωνάζουμε Δρακοφιλίτσα! Όχι βέβαια μπροστά στη μαμά...» είπε. Τα δάκρυα έκαναν λιμνούλες στα μάτια της Φιλίτσας. “Είναι άδικο! Άδικο!” σκεφτόταν. “Αν όμως


τις κοροϊδέψουν στ’ αλήθεια οι φίλοι τους, επειδή είμαι γεμάτη αγκάθια; Η Κουμαρένια θα κλαίει από ντροπή για ώρες. Μετά θα την πιάσει εκείνος ο φοβερός πονοκέφαλος που την πιάνει όταν θυμώνει. Και η Κουμαρούλα θα στενοχωρηθεί τόσο πολύ για την Κουμαρένια, που δεν θα βάλει βουκιά στο στόμα της όλη την υπόλοιπη μέρα. Κι ο γιατρός λέει στη μαμά ότι η Κουμαρούλα πρέπει να τρώει καλά, γιατί είναι η πιο αρρωστιάρα από τις τρεις μας. Όχι, δεν θέλω να υποφέρουν για μένα. Ίσως είναι καλύτερα να φύγω πριν με δουν οι φίλοι τους”. «Εγώ θα πάω σπίτι... Πονάει η κοιλιά μου» είπε κι έπιασε με τα χέρια της την κοιλιά της κάνοντας τάχα πως δεν αισθάνεται καλά. Οι αδερφές της όμως δεν πρόλαβαν να χαρούν. Οι πρώτοι τους φίλοι είχαν κιόλας φτάσει και στέκονταν περίεργοι γύρω από τη Φιλίτσα. Ένα γαλάζιο χωνάκι την είχε πιάσει αγκαζέ. «Εγώ είμαι ο Φωναχτός. Με λένε έτσι για τη δυνατή μου φωνή». Πλησίασε και μια λαχανί πεταλούδα. «Με βάφτισαν Λεπίδα. Απαίσιο όνομα! Τα παιδιά της παρέας με φωνάζουν Ελπίδα. Μάλλον επειδή συνήθως τους φέρνω καλά νέα. Αν δεν σου περάσει ο πόνος με το παιχνίδι, θα σε πάμε εμείς στο σπίτι σου». «Έχουμε το καλύτερο φάρμακο! Για τους φίλους είναι τζάμπα! Δοκίμασε αν θέλεις» είπαν δυο μέλισσες που ζουζούνιζαν χαρούμενα τριγύρω από τη Φιλίτσα. Κουβαλούσαν έναν κουβά με μέλι, τοσοδούλη όσο μια δαχτυλήθρα.


«Να συστηθούμε» είπε η μεγαλύτερη. «Εγώ είμαι η Μελίσα και η αδερφούλα μου από δω είναι η Μελίνα». «Η κοιλιά της δικής μου αδερφής πονάει κάθε φορά που έχει στενοχώρια. Τότε κι εγώ της λέω αστεία και περνάει!» πετάχτηκε ένας μικρός σκαντζόχοιρος. «Να σου πω κι εσένα να σου περάσει ο πόνος; Με λένε Σπάικ». Η Φιλίτσα δεν ήξερε τι να πει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή όχι. Κοίταζε κοκαλωμένη σαν άγαλμα τις αδερφές της. Δεν έμοιαζαν θυμωμένες, μονάχα σαστισμένες. «Δεν θα μας γνωρίσετε τη φίλη σας;» ρώτησε η Μελίνα την Κουμαρένια. «Δεν πιστεύω να τη θέλετε μονάχα για τον εαυτό σας;» Η Κουμαρένια την αγριοκοίταξε. «Για τόσο εγωίστριες μας πέρασες; Άλλωστε… Γι’ αυτό τη φέραμε... Για να σας τη γνωρίσουμε!» «Είναι αδερφή μας. Τη λένε Φιλίτσα» πετάχτηκε η Κουμαρούλα. «Ααα...» έκαναν όλοι. «Δρακοφιλίτσα!» διόρθωσε η Κουμαρένια. «Ναι... Δηλαδή η μαμά τη φωνάζει Φιλίτσα κι


εμείς χαϊδευτικά... Δρακοφιλίτσα» εξήγησε η Κουμαρούλα. Για αυτό το ψέμα, το «χαϊδευτικά» που είπε, έγινε κατακόκκινη. Για λίγη ώρα δεν μίλησε κανείς. «Χαιρόμαστε όλοι πάρα πολύ για τη γνωριμία» διέκοψε τη σιωπή ο Σπάικ. «Τώρα άντε να παίξουμε, γιατί με τα πολλά τα λόγια θα νυχτωθούμε». Η Φιλίτσα ξέχασε τα αγκάθια της, ξέχασε τις ανησυχίες της, ξέχασε και τον τάχα πόνο στην κοιλιά της. Ποιος περίμενε ότι θα έκανε ένα σωρό φίλους! Και το πιο σημαντικό γι’ αυτήν ήταν που κανείς τους δεν έφερε σε δύσκολη θέση τις αδερφές της, κανείς δεν είπε τίποτα για το πόσο διαφορετική ήταν από εκείνες. Σαν να μην το έβλεπαν! Ή μήπως το έβλεπαν, αλλά απλά δεν τους πείραζε; Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Έπαιξαν τόσες ώρες, μέχρι που δεν τους κρατούσαν άλλο τα πόδια τους. Ο Φωναχτός κανόνισε το επόμενο ραντεβού τους: «Αύριο όλοι την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος!».


Όταν γύρισαν στο σπίτι τους, η Κουμαρένια με την Κουμαρούλα δεν ήταν, όπως άλλες φορές, θυμωμένες με τη Φιλίτσα. Η Κουμαρούλα είπε τα καλά νέα και στη μαμά τους. «Είδατε τι μαγικό πράγμα είναι η χαρά; Λίγη μονάχα χαρά αν δώσεις, δυο και τρεις φορές παραπάνω θα πάρεις» είπε η μαμά Κουμαριά. Μετά το φαγητό τη Φιλίτσα την πήρε ο ύπνος αμέσως. Και είδε όνειρα πολύχρωμα και χαρούμενα. Είδε τη γειτονιά τους στολισμένη μ’ όλου του κόσμου τα αγριολούλουδα. Είδε και τις αδερφές της με ανοιχτές αγκαλιές να φεγγοβολούν σαν τον ήλιο. Η Κουμαρούλα όμως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. «Κουμαρένια; Κοιμάσαι; Το περίμενες ότι θα περνούσαμε τόσο καλά σήμερα;» «Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι αν τους γνωρίζαμε τη Δρακοφιλίτσα, θα κάναμε τέτοια καλή εντύπωση στην παρέα!» απάντησε η Κουμαρένια. «Είχε πλάκα η Δρακοφιλίτσα, λέει ωραία αστεία. Λες να έχει δίκιο η μαμά; Σήμερα πρόσεξα ότι δεν είναι κι εντελώς διαφορετική από μας» είπε η Κουμαρούλα. Η Κουμαρένια σούφρωσε τα φρύδια της. «Τι εννοείς; Μήπως παραμιλάς από τη νύστα; Είναι ολοφάνερο ότι είναι διαφορετική από μας!» «Ναι, εντάξει... Αλλά πρόσεξες ότι τα φύλλα της έχουν γύρω γύρω χαριτωμένα δοντάκια, όπως και τα δικά μας φύλλα; Έχουν και σχεδόν το ίδιο σχήμα με τα δικά μας. Ακόμα και οι ρίζες της μοιάζουν με τις δικές μας. Τις πρόσεξα όταν


τρώγαμε. Μόνο που είναι κάπως λεπτότερες. Αν δεν σκεφτόμαστε πόσο διαφέρουμε με τη Δρακοφιλίτσα, ίσως να περνάμε καλύτερα» είπε η Κουμαρούλα. «Θα δούμε. Ας μη βιαζόμαστε» απάντησε η Κουμαρένια. «Άκουσα που έλεγε στον Σπάικ ότι φοβάται τους κεραυνούς και τις κατσίκες. Να σου πω ένα μυστικό, αδερφούλα; Κι εγώ φοβάμαι τους κεραυνούς και τις κατσίκες!» είπε η Κουμαρούλα κι ανατρίχιασε ολόκληρη. Mέσα στον ύπνο της η Φιλίτσα άκουσε τη φωνή της Κουμαρούλας. «Κι εγώ φοβάμαι τους κεραυνούς και τις κατσίκες!» Ταράχτηκε. Η Κουμαρένια άπλωσε το μακρύτερο κλαδί της κι αγκάλιασε την κουμαροαδερφή της. «Μη φοβάσαι, Κουμαρούλα. Στα μέρη μας δεν έρχονται κατσίκες και δεν έχει πέσει ποτέ κεραυνός» την καθησύχασε. Μα αυτό για τα φύλλα και τις ρίζες της Δρακοφιλίτσας η Κουμαρένια το σκεφτόταν όλη τη νύχτα. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που ένα απόγευμα εμφανίστηκαν ο Μπάμπης, ο μπάμπουρας και η Κράξα, η καρακάξα.


«Να σας γνωρίσουμε τη νέα μας φίλη, τη Φιλίτσα ή Δρακοφιλίτσα! Είναι η αδερφή της Κουμαρένιας και της Κουμαρούλας!» φώναξε ο Φωναχτός. «Είστε σίγουρες ότι αυτή εδώ είναι αδερφή σας;» ρώτησε ο Μπάμπης την Κουμαρούλα, ενώ εξέταζε προσεχτικά τη Φιλίτσα. «Μοιάζει… ξένη. Δεν ξανάδα τέτοια παράξενη οικογένεια, τόσο... αταίριαστη». «Ναι, πράγματι. Δεν έχουμε τέτοια φυτά στα μέρη μας» είπε και η Κράξα, που πετούσε γύρω από τη Φιλίτσα μια χαμηλά και μια ψηλά. «Απαράδεκτο! Ασυγχώρητο! Μεγάλο λάθος! Βάλατε μια ξένη στην οικογένειά σας; Χάθηκαν τα φυτά της πλαγιάς μας;» έκραξε στην Κουμαρένια και στην Κουμαρούλα. «Και λοιπόν; Εσένα τι σε νοιάζει;» είπε θυμωμένη η Κουμαρένια. «Μήπως κατάγεσαι από εκείνη τη βάρβαρη φυλή του σκοτεινού δάσους;» ρώτησε με θράσος ο Μπάμπης τη Φιλίτσα. Η Φιλίτσα δεν ήξερε τι απάντηση να του δώσει. Δεν καταλάβαινε καν για ποια «βάρβαρη φυλή» της μιλούσε. Η Κουμαρένια και η Κουμαρούλα κοιτάχτηκαν παραξενεμένες. Αλλά και τα άλλα παιδιά κοίταζαν ο ένας τον άλλο μ’ απορία. Ο Μπάμπης πήρε φόρα. «Εκεί πάνω στο σκοτεινό δάσος ζει μια φυλή, ίδια κι απαράλλαχτη μ’ αυτήν εδώ, την κακομούτσουνη!» είπε κι έδειξε τη Φιλίτσα.


«Όλη μέρα γρατζουνίζονται με τ’ αγκάθια τους κι όλο καβγαδίζουν. Όποιος τολμήσει και τους κάνει παρατήρηση για τους κακούς τους τρόπους, του κάνουν τη μούρη σαν να πάλεψε με δέκα γάτες!» συνέχισε ο Μπάμπης. «Άσε που έχουν κάνει μυστική συμφωνία με τις τσουκνίδες και τους βάτους να επιτίθενται από παντού στους τουρίστες!» πρόσθεσε η Κράξα. «Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι από αυτή τη φυλή κατάγεται και η... Δρακουλίτσα σας» είπε ο Μπάμπης. «Δρακοφιλίτσα!» διόρθωσε ο Σπάικ. «Όπως κι αν τη λένε... Τέλος πάντων. Το όνομά της δεν σας λέει τίποτα; Γνήσιο όνομα για τέρατα!» παρατήρησε ο Μπάμπης και γούρλωσε τα μάτια του. Όλοι κοίταζαν τη Φιλίτσα τρομαγμένοι. Της Κουμαρούλας της ήρθε να φωνάξει: “Όχι! Αυτό το όνομα εγώ και η Κουμαρένια της το δώσαμε από τον θυμό και τη ζήλεια μας. Δεν σημαίνει ότι κατάγεται από τέρατα!”. Μα δεν είπε τίποτα. Δεν είχε το θάρρος. «Σας λέω, ήταν μεγάλο λάθος που τη βάλατε στην οικογένειά σας» είπε ο Μπάμπης στην Κουμαρένια. Μετά γύρισε προς τους άλλους και συμπλήρωσε: «Και μεγάλο λάθος που τη δεχτήκατε όλοι εσείς να ζει ανάμεσά σας. Να τη διώξουμε πριν γεμίσουμε τέτοιους αγκαθωτούς δράκους!». «Να τη διώξουμε οπωσδήποτε!» συμφώνησε η Κράξα. Εκείνη τη μέρα ο Φωναχτός δεν κανόνισε το επόμενο ραντεβού της παρέας. Ούτε και κανένας


άλλος. Όλοι έφυγαν στα σπίτια τους σκεφτικοί κι αμίλητοι. «Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Κουμαρούλα την Κουμαρένια λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι τους. «Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά. Είναι μεγάλη απόφαση να τη διώξουμε» απάντησε η Κουμαρένια. «Σας ορκίζομαι, εγώ δεν θα έκανα ποτέ κακό σε κανέναν σας. Δεν θέλω να φύγω. Πού να πάω;» είπε με παράπονο η Φιλίτσα. Συμφώνησαν και οι τρεις τους να μην πουν τίποτα στη μαμά τους για τα άσχημα νέα που τους έφερε ο Μπάμπης και η Κράξα. Η χρονιά ήταν δύσκολη, δεν είχε αρκετές βροχές. Το νερό που κυλούσε στις ρίζες τους ήταν λιγοστό. Η μαμά Κουμαριά άφηνε τις κόρες της να το ρουφήξουν όλο, για να είναι γερές. Εκείνη είχε αδυνατίσει πολύ. Είχε χάσει και το ζωηρό πράσινο χρώμα της. Κάθε απόγευμα η Κουμαρένια, η Κουμαρούλα και η Δρακοφιλίτσα έφευγαν παρέα όλες μαζί. Όμως σε μια στροφούλα του δρόμου, λίγο παρακάτω από το σπίτι τους, χώριζαν. Οι δυο κουμαροαδερφές συνέχιζαν τη βόλτα μόνες τους κι όλο έλεγαν, έλεγαν, έλεγαν. Δεν είχαν καθόλου όρεξη ούτε για συναντήσεις με τους φίλους τους ούτε για παιχνίδια. Η Δρακοφιλίτσα πήγαινε και κρυβόταν ανάμεσα σε κάτι βράχους κι έκλαιγε κρυφά. Πόσο μισούσε τ’ αγκάθια της! Εξαιτίας τους θα τα έχανε όλα, οικογένεια και φίλους. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και μια μέρα το αποφάσισε.


Ανάμεσα στα βράχια αντί να κλαίει, άρχισε να σπάει, να τραβάει και να πετάει από δω κι από κει τα αγκάθια της. «Τέρμα, ως εδώ ήταν! Θα σας βγάλω από πάνω μου για πάντα!» φώναξε θυμωμένη. «Ε, σιγά! Θα μου βγάλεις κανένα μάτι!» ακούστηκε μια γνωστή φωνή. «Σπάικ! Τι ζητάς εδώ;» «Εδώ έρχομαι όταν θέλω να ηρεμήσω και να σκεφτώ. Πρόσεξες ποτέ ότι κι εγώ έχω αγκάθια και μάλιστα πάρα πολλά;» τη ρώτησε ο Σπάικ, ο σκαντζόχοιρος. Η Δρακοφιλίτσα γούρλωσε τα μάτια της, αυτό πρώτη φορά το πρόσεχε. Ο Σπάικ της χαμογέλασε και συνέχισε: «Όταν είχε πρωτοέρθει να ζήσει στην πλαγιά μας ο προπαππούς μου, όλοι ήθελαν να τον διώξουν, γιατί ήταν διαφορετικός από τα άλλα ζώα της περιοχής μας. Είχε κάνει όμως φίλους εδώ που πήραν το μέρος του. Σήμερα δεν ασχολείται κανείς με τα δικά μου αγκάθια. Εγώ είμαι φίλος σου, Δρακοφιλίτσα. Το σκέφτηκα καλά. Δεν τα πιστεύω όλα αυτά που μας είπαν ο Μπάμπης και η Κράξα. Θέλω να ξαναπαίξουμε μαζί».


Η Φιλίτσα άπλωσε τα λεπτεπίλεπτα κλαδάκια της στον πιστό της φίλο. Αγκαλιάστηκαν. Δεν ενοχλήθηκε κανείς τους από τα αγκάθια του άλλου. Την επόμενη μέρα, λίγο πριν φτάσουν στη στροφή του δρόμου, η Κουμαρένια γύρισε και είπε στη Φιλίτσα: «Σήμερα θα έρθεις κι εσύ μαζί μας. Έχουμε όλοι συνάντηση στο γνωστό μέρος». Η Φιλίτσα τις ακολούθησε. Σκεφτόταν μόνο ότι στα βράχια θα την περίμενε ο Σπάικ να παίξουν. Βρήκαν όλη την παρέα να τις περιμένει. Ήταν κι ο Σπάικ εκεί. «Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για να πάρουμε μια απόφαση για το θέμα της Φιλίτσας ή Δρακοφιλίτσας. Τον λόγο έχει η Ελπίδα, που σήμερα μας φέρνει νέα από το σκοτεινό δάσος» φώναξε ο Φωναχτός. «Τις μέρες που δεν συναντιόμασταν πήγα μια επίσκεψη στους συγγενείς μου, τις πεταλούδες του δάσους. Έμαθα ότι η φυλή από την οποία κατάγεται η Δρακοφιλίτσα δεν είναι καθόλου βάρβαρη. Έχουν λεπτούς τρόπους, καλό γούστο, φύση καλλιτεχνική. Καμιά φορά βέβαια καβγαδίζουν μεταξύ τους. Αλλά μήπως το ίδιο δεν κάνουμε κι εμείς μεταξύ μας; Οι δασοπεταλούδες μου είπαν ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβόμαστε». Αυτά είπε η Ελπίδα. Άνοιξε τα μεταξένια λαχανί φτερά της και πήγε και κάθισε σ’ ένα


από τα κλαδάκια της Φιλίτσας. «Κι εμείς κάναμε μια επίσκεψη στις ξαδέρφες μας, τις αγριομέλισσες, και μας είπαν ότι όσα μάθαμε για το σόι της Δρακοφιλίτσας είναι ψέματα. Ποτέ δεν επιτίθενται οι αγριοτριανταφυλλιές στους επισκέπτες του δάσους. Ίσα ίσα, την άνοιξη προσφέρουν ευχαρίστως το νόστιμο νέκταρ τους σ’ όλες τις τουρίστριες μέλισσες και τις πεταλούδες» είπε η Μελίνα. «Ας μη δεχτούμε έτσι εύκολα όσα μας είπαν ο Μπάμπης και η Κράξα!» είπε η Κουμαρούλα. «Ας της δώσουμε μια ευκαιρία!» φώναξε ο Φωναχτός όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Σας ευχαριστώ!» είπε η Φιλίτσα. Όλη η πλαγιά έλαμψε από το χαμόγελό της. Χάρηκε ο Ήλιος, χάρηκαν κι ο Βοριάς κι ο Νοτιάς με την απόφαση που πήρε η παρέα. Μόνο τα σύννεφα δεν συγκινήθηκαν. «Ρίξτε μια βροχούλα για τη μαμά Κουμαριά να συνέλθει. Έχω ευθύνη για τη Φιλίτσα, που της την άφησα να τη μεγαλώσει» παρακάλεσε ο Βοριάς τα σύννεφα. «Κάποτε σου κάναμε τη χάρη και βρέξαμε να σβήσει η φωτιά που είχες ανάψει στο δάσος. Τόσες μέρες σου ζητάμε να παίξουμε κυνηγητό μαζί σου και δεν δέχεσαι. Πας στη θάλασσα και παίζεις με τα κύματα. Τι μας ζητάς λοιπόν τώρα κι άλλη χάρη;» απάντησαν τα σύννεφα.




Για βδομάδες δεν έριξαν ούτε σταγόνα βροχής στην πλαγιά. Η μαμά Κουμαριά κόντευε να ξεραθεί εντελώς. Είχε ζαρώσει ολόκληρη σαν να είχε ξαφνικά γεράσει και κοντύνει. Η Κουμαρένια και η Κουμαρούλα τής έκαναν με τις ώρες ίσκιο με τεντωμένα τα κλαδιά τους από πάνω της. Προσπάθησε να βοηθήσει και η Φιλίτσα, μα ήταν κοντούλα και δεν έφτανε. Oύτε τα φύλλα της ήταν τόσο πυκνά, για να κάνουν αρκετό ίσκιο. «Κοιτάξτε τα χάλια μου... Μου έπεσαν σχεδόν όλα τα φύλλα...» παραπονέθηκε η μαμά τους. «Σε λίγο μπαίνουμε στο φθινόπωρο. Θα πέσουν και τα δικά μου φύλλα. Έτσι θα μοιάζουμε και παραπάνω για μαμά και κόρη. Την επόμενη άνοιξη, θα δεις, θα καμαρώνουμε φουντωτές και καταπράσινες τα καινούργια μας φύλλα και οι δυο» την παρηγόρησε η Φιλίτσα. Ένα βράδυ όταν ξάπλωσαν να κοιμηθούν, την Κουμαρούλα την πήραν τα κλάματα. «Σσς! Σώπα! Θα ξυπνήσεις τη μαμά! Τι έπαθες;» τη ρώτησε η Κουμαρένια. «Τι θα κάνουμε αν δεν γίνει καλά η μαμά; Κι αν μείνουμε ολομόναχες, αδερφούλα;» ρώτησε με δάκρυα στα μάτια. «Θα γίνει καλά. Σταμάτα να κλαις! Και πάψε να γρουσουζεύεις!» θύμωσε η Κουμαρένια. Όμως κι αυτή είχε την ίδια αγωνία κι ας μην το έδειχνε.


«Μια μπόρα είναι, θα περάσει. Ό,τι κι αν συμβεί, εγώ θα είμαι πάντα κοντά σας να σας βοηθάω όταν με χρειάζεστε» είπε η Φιλίτσα. Η Κουμαρούλα την κοίταξε. Τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα σαν λυπημένο ποτάμι. «Εσύ θα μας παρατήσεις και θα πας στο δάσος, στους συγγενείς σου» είπε και ρούφηξε τη μύτη της. «Μην το ξαναπείς αυτό! Είστε η οικογένειά μου» είπε η Φιλίτσα και της σκούπισε τα μάγουλα με το πιο μεγάλο και το πιο μαλακό της φύλλο. «Aύριο θα σηκωθώ πριν χαράξει και θα περιμένω να ξυπνήσει ο Ήλιος. Ο Βοριάς δεν ξεθυμώνει και τα σύννεφα δεν ξεπεισμώνουν. Θα παρακαλέσω τον Ήλιο να μας βοηθήσει. Ίσως αυτόν να τον ακούσουν τα σύννεφα. Στο κάτω κάτω, παιδιά του είναι! Πάντα υπάρχει ένας τρόπος να συνεννοηθεί ένας γονιός με τα παιδιά του». «Στ’ αλήθεια θα το κάνεις αυτό για μας;» ρώτησε η Κουμαρένια. «Και βέβαια θα το κάνω!» είπε η Φιλίτσα. Τα δάκρυα της Κουμαρούλας στέγνωσαν. «Νύσταξα τώρα» είπε και χασμουρήθηκε. «Καληνύχτα, Φιλίτσα. Καληνύχτα, Κουμαρένια.» «Καληνύχτα, Κουμαρούλα» είπαν και οι δυο μαζί. Η Φιλίτσα κράτησε την υπόσχεσή της. Σηκώθηκε πριν χαράξει και περίμενε. Τα ξημερώματα ο Ήλιος βγήκε για τις πρωινές του δουλειές. Ο Ήλιος αγαπάει όλα τα παιδιά της γης μας, των ανθρώπων και των ζώων, των πουλιών και των ψαριών, των φυτών και των δέντρων. Άκουσε


λοιπόν προσεχτικά τη Φιλίτσα και της έκανε το χατίρι. Έπεισε τα παιδιά του, τα σύννεφα, να αφήσουν τη βροχή τους να πέσει στην πλαγιά. «Μονάχα που πρέπει να περιμένετε άλλες δυο μέρες» είπε ο Ήλιος στη Φιλίτσα. «Αύριο και μεθαύριο τα σύννεφα θα είναι στον κάμπο. Δώσαμε οικογενειακώς τον λόγο μας να ξεδιψάσουμε τις ροδακινιές και τ’ αμπέλια. Ύστερα θα έρθει και η σειρά σας». «Τόσον καιρό περιμέναμε, δυο ακόμα μέρες δεν είναι τίποτα!» σκέφτηκε η Φιλίτσα. Ήταν ευχαριστημένη. Καλύτερη συμφωνία δεν γινόταν. Όταν έμαθαν τα νέα η Κουμαρένια και η Κουμαρούλα, άρχισαν να χοροπηδούν με τα κλαδιά τους πλεγμένα. «Θα βρέξει! Θα βρέξει σε δυο μέρες!» φώναζαν χαρούμενες. «Θα γίνει καλά η μαμά κι όλα θα γίνουν όπως και πρώτα» είπε στις αδερφές της η Φιλίτσα. «Είδες που ανησυχούσες; Τώρα δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα!» είπε στην Κουμαρούλα η Κουμαρένια. Την άλλη μέρα το πρωί ο Φωναχτός τους ξύπνησε όλους με τις φωνές του: «Έρχεται καταστροφή! Χανόμαστε! Κουμαρένια! Κουμαρούλα! Βοήθεια!». Σε λίγο από παντού ακούγονταν τσιρίδες. «Βοήθεια! Κρυφτείτε! Τρέξτε να σωθείτε!» φώναζαν τα αγριολούλουδα, οι θάμνοι και τα δέντρα.


Η Κουμαρένια σηκώθηκε στις άκρες από τις ρίζες της και τεντώθηκε να δει τι γινόταν. Όλοι έτρεχαν από δω κι από κει. Ο ένας ποδοπατούσε τον άλλον. Από μακριά ακούγονταν κουδούνες. Τότε τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Με το ζόρι ακούστηκε η φωνή της: «Κατσίκες!». «Τι; Τι είπες;» ρώτησε η Κουμαρούλα και σηκώθηκε κι αυτή στις άκρες από τις ρίζες της. Δεν είχε ακούσει καλά. Δεν είχε καταλάβει τι είχε πει η αδερφή της. Σήκωνε το κεφάλι της όσο πιο ψηλά μπορούσε και τεντώθηκε. Μα δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει για πολύ. Οι κατσίκες είχαν πλησιάσει αρκετά. Είχαν απλωθεί σ’ όλη την πλαγιά! Καταβρόχθιζαν λαίμαργα ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τα μάτια της γέμισαν τρόμο. «Θα μας φάνε οι κατσίκες! Η μαμά είναι άρρωστη! Κουμαρένια, σώσε μας!» ούρλιαξε η Κουμαρούλα. Έτρεμε ολόκληρη. Η Κουμαρένια είχε κοκαλώσει σαν άγαλμα από τον φόβο της. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί. Οι κατσίκες έρχονταν όλο και πιο κοντά τους. «Έρχομαι, παιδιά μου. Θα σας σώσω» βγήκε με το ζόρι η φωνή της μαμάς Κουμαριάς. Σηκώθηκε, άπλωσε λιγάκι τα κλαδιά της και... λιποθύμησε. Δυο γείτονες ραδικογονείς ήρθαν κι άφησαν δίπλα τους δυο ραδικάκια. «Εμείς δεν ξέρουμε αν θα γλιτώσουμε. Εσείς είστε πιο μεγαλόσωμοι και πιο δυνατοί από μας. Σώστε τα παιδιά μας!» παρακάλεσαν.




Η καημένη η Φιλίτσα έτρεμε κι εκείνη ολόκληρη! Μα δεν είχε καιρό να ασχοληθεί με τον δικό της φόβο. Έπρεπε να κάνει κάτι αμέσως, για να σώσει όλους τους άλλους. Ποιον να πρωτοφροντίσει; Την άρρωστη και λιπόθυμη μαμά Κουμαριά, την Κουμαρούλα, που κι αυτή ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει, την Κουμαρένια, που μόνο τους κοίταζε μαρμαρωμένη, τον Φωναχτό, που το γαλάζιο του χρώμα είχε γίνει άσπρο ή τα φοβισμένα ραδικάκια, που όλο έκλαιγαν; Τσίμπησε δυνατά τη μαμά Κουμαριά με τα μεγαλύτερα αγκάθια της. Η μαμά πόνεσε κι άνοιξε τα μάτια της. «Συγγνώμη, έπρεπε να το κάνω, για να συνέλθεις» της είπε. Αμέσως άρπαξε τις αδερφές της και τις έσπρωξε γρήγορα γρήγορα δίπλα στη μαμά τους. Μετά άρπαξε κι έχωσε ανάμεσά τους τον Σπάικ και τα μικρά ραδίκια. «Μην κουνηθεί κανείς σας!» φώναξε σαν στρατηγός που προστάζει. Οι κουμαροαδερφές σφιχταγκαλιάστηκαν. «Αχ, αδερφούλα μου, ήρθε το τέλος μας!» κλαψούρισε η Κουμαρούλα. «Αχ, κρίμα τα ωραία μας τα κλαδιά και τα τρυφερά μας τα φύλλα!» φώναξε η Κουμαρένια. Ο Φωναχτός είχε χάσει τη φωνή του. Τα ραδικάκια έκλαιγαν και τσίριζαν. Η καρδιά της Φιλίτσας χτυπούσε δυνατά. Οι χυμοί τώρα έτρεχαν πιο γρήγορα, πιο ζωηρά στα κλαδιά της. Με το κεφάλι ψηλά έβαλε το λεπτοκαμωμένο της κορμάκι μπροστά από την οικογένειά της. Σήκωσε ψηλά τα κλαδάκια της και τα άπλωσε. Έχωσε όσο


πιο βαθιά μπορούσε τις ρίζες της στο χώμα να κρατηθεί γερά. Ήταν έτοιμη να πολεμήσει. Τέσσερις κατσίκες όρμησαν καταπάνω στις αδερφές της με το στόμα τους ανοιχτό. Τι φοβερά που ήταν τα δόντια τους! Χύμηξε και η Φιλίτσα πάνω στις κατσίκες μ’ όλη της τη φόρα και μ’ όλα της τ’ αγκάθια. Η μάχη ήταν δύσκολη. Οι κατσίκες ήταν δυνατές. Δεν τη φοβούνταν. Και τότε έγινε ένα θαύμα! Η Φιλίτσα άρχισε να ψηλώνει και να ψηλώνει! Άρχισε και να βγάζει πολλά καινούργια κλαδιά, μικρά και μεγάλα. Και ήταν γεμάτα αγκάθια και φύλλα! Τα άπλωσε και σκέπασε τη μαμά Κουμαριά και τις κουμαροαδερφές της. Στην αρχή οι κατσίκες κοίταζαν σαστισμένες. Ύστερα αγρίεψαν πάλι. Ξανάρχισαν να τη δαγκώνουν και να τη μαδούν με μανία. Η Φιλίτσα δεν ένιωθε ούτε πόνο ούτε κούραση. Θα πολεμούσε, μέχρι να έχανε και το τελευταίο της κλαδάκι, και το τελευταίο αγκάθι. Λίγο αργότερα οι κατσίκες είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοια θαρραλέα αγριοτριανταφυλλιά. «Όλοι για τη Δρακοφιλίτσα!» ακούστηκε ένα δυνατό ζουζούνισμα. Ένας στρατός από μέλισσες χύμηξε στις κατσίκες. Τις τσιμπούσαν παντού. Η Μελίνα και η Μελίσα είχαν καθίσει σ’ ένα από τα κλαδιά της


Φιλίτσας. Από κει έδιναν διαταγές. Νικημένες οι κατσίκες το έβαλαν στα πόδια. Η Φιλίτσα ήταν μαδημένη και πληγωμένη. Γύρω τους υπήρχαν πεταμένα ένα σωρό σπασμένα κλαδάκια της. «Έσωσες την οικογένειά μας. Έχεις μεγάλη καρδιά!» είπε με δάκρυα στα μάτια η ραδικομαμά. «Δεν έχω δει πιο γενναία αγριοτριανταφυλλιά. Σ’ ευχαριστούμε» της είπε συγκινημένος ο ραδικομπαμπάς. «Δρακοφιλίτσα, είσαι πολύ σπουδαία φιλενάδα!» φώναξε με την ψυχή του ο Φωναχτός. «Σας ευχαριστώ για τη βοήθειά σας» είπε η Φιλίτσα στη Μελίνα και τη Μελίσα. Η Κουμαρούλα και η Κουμαρένια άνοιξαν διάπλατα τις αγκαλιές τους και την αγκάλιασαν σφιχτά. Έτσι όπως μονάχα αυτοί που αγαπούν αληθινά ξέρουν να αγκαλιάζουν. Ήταν η πρώτη φορά που δεν σκέφτηκαν τα αγκάθια της ούτε τα ένιωσαν, λες και είχαν γίνει βελούδινα. Οι δυο κουμαροαδερφές φεγγοβολούσαν σαν τον Ήλιο, όπως στο όνειρο που είχε δει η Φιλίτσα. Η μαμά Κουμαριά τις κοίταζε ευτυχισμένη και περήφανη. Ακόμα και τα σύννεφα συγκινήθηκαν. Συμφιλιώθηκαν και με τον Βοριά από τη χαρά τους. Έτσι, δεν χρειάστηκε να περιμένει η μαμά Κουμαριά δυο μέρες, ώσπου να βρέξει. Τη μέρα πότιζαν τον κάμπο, τη νύχτα πότιζαν την πλαγιά. Κι έριχναν μπόλικη βροχή χωρίς τσιγκουνιές. Η μαμά Κουμαριά έγινε καλά. Σήκωσε πάλι όρθιο τον κορμό της. Ξανάπλωσε τα κλαδιά της να


προστατέψει τις κόρες της. Έγινε καταπράσινη κι όμορφη. Σε λίγες μέρες οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή στην πλαγιά. Ήταν καλεσμένοι όλοι κι ο Μπάμπης με την Κράξα. Ο Μπάμπης παραδέχτηκε ότι η Φιλίτσα ήταν ένα θαρραλέο κορίτσι. Η Κράξα είπε μονάχα ένα: «Καθένας το ίδιο θα έκανε για την οικογένειά του» και δεν ξαναμίλησε. Η Ελπίδα έβγαλε λόγο για τη μεγάλη καρδιά της φίλης τους. Είπε επίσης ότι είχε ψάξει στο βουνό και στον κάμπο και είχε βρει κι άλλες οικογένειες σαν της Φιλίτσας. Όπως αυτή της κυρίας Πέγκι, της σκυλίτσας που είχε τέσσερα παιδιά, τα τρία κουταβάκια και το ένα γατάκι. Κι όπως αυτή στο παρτέρι του κυρ Κώστα, μια οικογένεια νυχτολούλουδων που ανάμεσά τους μεγάλωσε μια κολοκυθιά. «Ζήτω η Δρακοφιλίτσα μας!» φώναξε ο Φωναχτός. «Ζήτω τ’ αγκάθια!» φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη ο Σπάικ. Στην πλαγιά αντήχησαν χαρούμενα τραγούδια.



Η Μαίρη Λαμπαδαρίου γεννήθηκε στην Κατερίνη το 1961. Αποφοιτώντας από την Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού στον Ασπρόπυργο, γύρισε όλο τον κόσμο ταξιδεύοντας ως Ανθυποπλοίαρχος σε ποντοπόρα πλοία, μέχρι που έγινε μητέρα το 1988. Έκτοτε ασχολείται με δημιουργίες που έχουν σχέση με τη διακόσμηση ξύλου, κεριού, γυαλιού και υφάσματος. Τον περισσότερο χρόνο πλέκει εργόχειρα και ερασιτεχνικά ασχολείται με την εικονογράφηση και τη ζωγραφική.



Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


Η Δρακοφιλίτσα ήταν η διαφορετική μέσα στην οικογένειά της, μια ξένη. Την έβαλαν στο περιθώριο, την είπαν κλέφτρα και βάρβαρη, τη θεώρησαν επικίνδυνη. Εκείνη τους έμαθε ότι «οικογένεια» σημαίνει ανοιχτή αγκαλιά. Απέδειξε ότι η αγάπη μπορεί να αλλάξει τη ζωή όλων προς το καλύτερο.

ISBN: 978-618-5040-98-7


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.