τεύχος 14ο /// Ιούνιος 2012

Page 1


διηγήματα, ποίηση, αφιερώματα, βιβλιοπαρουσιάσεις, λογοτεχνικοί σχολιασμοί και άρθρα περί τέχνης, λογοτεχνίας και επικαιρότητας.

Διονύσης Λεϊμονής Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος Δημήτρης Στεφανάκης Έκτορας Ιωάννου Μαίρη Κωνσταντούρου Ευάγγελος Ευθυμίου Μαρίζα Κελεσίδου Μανώλης Μεσσήνης Πάνος Χατζηγεωργιάδης Χρήστος Σκιαδαρέσης Γιάννης Πλιώτας Μιχάλης Καλαμαράς Θοδωρής Τσαφής Νικόλαος Φωτιάδης Ελένη Μπάρκα Αγγελική Σχοινά Ιωάννα Σαμαρά Άντρη Αντωνίου Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης Ειρήνη Αϊβαλιώτου και η Β’ τάξη Γυμνασίου Σταυρακίου Ιωαννίνων (σχ. έτος: 2011-2012)

ISSN: 1792-5819


Διαβάστε μας και ηλεκτρονικά στο antiepilogou.gr, τον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού μας. Μία λογοτεχνική κοινότητα στην οποία τα μέλη της αρέσκονται να γράφουν λογοτεχνία ή πολύ απλά να την διαβάζουν…

μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία για κάθε αναγνώστη για κάθε συγγραφέα ποιήτη αρθρογράφο



Μ

άλλον ήρθε η ώρα να φλυαρήσω κι εγώ. Να πω τον πόνο μου βρε αδερφέ. Να πω για την κρίση, για τους φόρους, για την Ευρώπη, για τους Γερμανούς, για τους Έλληνες. Ή εν τέλει να κάτσω και να πω «εμένα δε με νοιάζει, δεν ασχολούμαι, όλοι κλέφτες είναι» και να κάνω μια βουτιά στη θάλασσα, για να δροσιστώ και να πνίξω τις τύψεις μου και τις παιδιάστικες δικαιολογίες. Πέρα από όλα αυτά η κρίση είναι υπαρκτή. Όπως λοιπόν όλους του τομείς, η κρίση έχει επηρεάσει το βιβλίο, τα περιοδικά -φυσικά κι εμάς τους ίδιους- και γενικότερα τον έντυπο κόσμο. Οι καλές δουλειές πάντα ξεχωρίζουν θα σχολιάσει κάποιος, αλλά για να υπάρχουν καλές δουλειές πρέπει να υπάρχουν… δουλειές. Και καλές και κακές… Όλο αυτό στηρίζεται σε ένα περίπλοκο οικονομικοπολιτικό σύστημα πυραμίδας που, ίσως, κάποιο πάνελ στην τηλεόραση θα μπορούσε να μας το εξηγήσει περιπλοκότερα. «Ο κόσμος δεν έχει να αγοράσει ούτε καραμέλες… βιβλία θα αγοράσει;» μου είπε ένας φίλος που βρέθηκε στην 9η διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης τον Μάιο. Πώς αντιμετωπίζεις όμως την κρίση; Πώς την αντιμετωπίζουμε εμείς που αγαπάμε το βιβλίο; Σίγουρα η λογοτεχνία και γενικότερα η τέχνη δεν πεθαίνει ποτέ. Αλλά μήπως παύει να μεταδίδεται, αν δεν υπάρχουν χρήματα; Παύουν οι παραγωγές και οι εκτυπώσεις βιβλίων και περιοδικών από τη μεριά των εκδοτών και παύει η αγορά τους από την πλευρά των αναγνωστών; Υπάρχουν προτάσεις μετάδοσης και ανάγνωσης μέσω ίντερνετ και αυτοεκδόσεων -όπως αναλύει περισσότερο ο Μιχάλης Καλαμαράς στο παρόν τεύχος- για να διαδοθεί η δουλειά κάποιου, αλλά είναι αρκετό; Και είναι αυτός ο σκοπός; Ή κάποιος γράφει λογοτεχνία απλά γιατί το έχει ανάγκη; Πιθανόν είναι όλα αυτά μαζί και χωριστά. Ας μην επεκταθούμε τόσο και ας δούμε την κρίση κάπως φιλοσοφικά -αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο από την στιγμή που έχει κατασπαράξει την τσέπη μας. Θα σημειώσω -όπως κάνω σε κάθε μου editorial- σε αυτό το σημείο δύο φράσεις που έχουν πει κάποιοι που η ιστορία έκρινε σημειωτέους. «Κρίση είναι μια αλλαγή που προσπαθεί να συμβεί» λέει ο Καναδός συγγραφέας Μπράιαν Τρέισυ. Βέβαια, δεν μας εξηγεί, αν θα είναι καλή ή κακή αλλαγή… Και ο Χένρυ Κίσσινγκερ συμπληρώνει πως «Σε

αντί × λόγου

τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό ISSN: 1792-5819 Τεύχος 14 Ιούνιος 2012 έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια Ευάγγελος Ευθυμίου

συντάκτες Νικόλαος Φωτιάδης Διονύσης Λεϊμονής Ειρήνη Αϊβαλιώτου Άντρη Αντωνίου Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης Θοδωρής Τσαφής Μιχάλης Καλαμαράς 2η τάξη Γυμνασίου Σταυρακίου Ιωαννίνων Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος Δημήτρης Στεφανάκης Έκτορας Ιωάννου Μαίρη Κωνσταντούρου Ευάγγελος Ευθυμίου Ελένη Μπάρκα Μαρίζα Κελεσίδου Γιάννης Πλιώτας Μανώλης Μεσσήνης Πάνος Χατζηγεωργιάδης Χρήστος Σκιαδαρέσης Αγγελική Σχοινά Ιωάννα Σαμαρά

διόρθωση Ιωάννα Σαμαρά

εικαστική επιμέλεια

Γιώργος Δημητρίου (~giodim) Ευάγγελος Ευθυμίου

σύνθεση εξωφύλλου Γιώργος Δημητρίου (~giodim)

3

×


editorial

φωτογραφία Ρέα Μαρσέλου και από τους χρήστες του deviantart.com και του flickr.com που μοιράζονται τις εικόνες τους με δικαιώματα creative commons Αναφορά Δημιουργού. Adriano Agulló, Brian in Cleveland, china.sixty4, Gezze Bro, walan, Cea, mitchell3417, da_flow19, Marine Corps Archives & Special Collections, Josh Pesavento, Nat Tarbox, Renaud Camus, Toonikun

επικοινωνία Σαμουήλ 55, Ιωάννινα, 45 333 τηλέφωνο: +30 26510 70258 κινητό: +306972978572 web: www.antiepilogou.gr e-mail: antiepilogou@yahoo.gr facebook.com/antiepilogou

μια κρίση, η πιο τολμηρή επιλογή είναι συχνά η πιο ασφαλής». Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά; Μάλλον κανένα. Αυτό είναι το συμπέρασμα. Πως μέσα στην κρίση λειτουργούν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες που δεν μπορείς να προβλέψεις τίποτα… Το σίγουρο είναι πως αν, σαν φίλοι της λογοτεχνίας, αντιδράσουμε ενστικτωδώς, τότε θα συνεχίσουμε πρώτον να γράφουμε χωρίς να μας νοιάζει, αν αυτό θα μεταδοθεί σε άλλους και δεύτερον θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε, όπου εντοπίζουμε κάτι το οποίο αξίζει να διαβαστεί. Ακόμα κι έναν μήνυμα στον τοίχο. Γιατί η κρίση που διανύουμε δεν είναι μονάχα οικονομική, αλλά πρωτίστως κρίση πνευματική και κρίση πολιτισμού.

Ιωάννινα, Μάιος 2012 × Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

ΥΓ. Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα κείμενά του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοινωνήσει μαζί μας.

πακέτο 5 τευχών Δεκέμβριος 2011 έως Δεκέμβριος 2012 ενισχύστε την προσπάθεια μας και αγοράστε το πακέτο των πέντε τευχών στην προνομιακή τιμή των

17,80 € όφελος άνω του 30% άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα

στην τιμή θα προστεθεί και το συνολικό κόστος μεταφορικών 3,20 €

Επικοινωνήστε μαζί μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

*Για παραλαβή τεύχους από την έδρα μας τα μεταφορικά είναι δωρεάν. *Στις περιπτώσεις εξωτερικού το κόστος των μεταφορικών μεταβάλλεται αναλόγως.

×

4


μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία για κάθε αναγνώστη για κάθε συγγραφέα, ποιήτη, αρθρογράφο


αντί περιεχομένων

μία στήλη για τα περιεχόμενα του Νικόλαου Bruce Φωτιάδη σελ. 8 | Φτερωτός διάβολος | Διονύσης Λεϊμονής O ιός HIV, (ακρωνύμιο εκ του Human Immunodeficiency Virus = ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας) είναι ο ιός που προκαλεί τη νόσο AIDS (Acquired Immuno Deficiency Syndrome - Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας). Η αρχική πηγή του ιού φαίνεται ότι είναι ο χιμπαντζής. Οι χιμπαντζήδες όμως, παρά τη μεγάλη τους γενετική ομοιότητα με τον άνθρωπο, δεν εμφανίζουν τη νόσο, αν και μεταφέρουν τον ιό εδώ και εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Ιός_ανθρώπινης_ανοσοανεπάρκειας

Βιβλιοπαρουσιάσεις | σελ. 14

σελ. 17 | Scott Pilgrim vs the world | Θοδωρής Τσαφής Το Pac-Man είναι ένα βιντεοπαιχνίδι της Namco και το δημοφιλέστερο arcade game όλων των εποχών. Εμφανίσθηκε πρώτη φορά στις 12 Μαΐου 1980 στην Ιαπωνία με το όνομα «Puck-Man». Το πρώτο αυτό όνομα προέρχεται από την ιαπωνική λέξη «πάκου», η οποία στα ιαπωνικά συμβολίζει το θόρυβο που κάνει κανείς ανοιγοκλείνοντας το στόμα του. Το παιχνίδι δημιουργήθηκε από τον σχεδιαστή Τόρου Ιβατάνι. Το 1981 δημοσιεύτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Midway με το όνομα Pac-Man, επειδή η επιγραφή «Puck-Man» με ευκολία μπορούσε να μετατραπεί σε «*uck-Man». Σαν παιχνίδι όμως ήταν το ίδιο, όπως η ιαπωνική έκδοση με μόνη διαφορά ότι τα φαντάσματα δεν λέγονταν άλλο Akabei, Pinky, Aosuke και Guzuta, αλλά Blinky, Pinky, Inky και Clyde. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Pac-Man σελ. 18 | Ηλεκτρονικές αυτοεκδόσεις: ευκαιρία ή αυταπάτη; | Μιχάλης Καλαμαράς σελ. 20 | Η τσαρίνα Άννα η πορφυρογέννητη | Β’ Γυμνασίου Σταυρακίου Το υγρό πυρ (λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν) και γνωστό στους Δυτικούς ως ελληνικό πυρ, ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα μ.Χ.. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό. Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης, και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες και τους Ρως. Πηγή: http://el.wiktionary.org/wiki/Υγρό_πυρ Μία λέξη χίλιες σκέψεις | σελ. 26 σελ. 28 | Ο φακός των πολέμων | Ευάγγελος Ευθυμίου

×

6

Οι αυτοκτονίες στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο το οποίο επισυμβαίνει σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, λόγω των επικρατουσών κατά καιρούς συνθηκών. Γενικότερα, στη χώρα μας δεν παρατηρείται υψηλή ποσόστωση αυτοκτονιών, κάτι που αποδίδεται στις ευχάριστες καιρικές συνθήκες, αλλά και το μεσογειακό ταμπεραμέντο των Ελλήνων, σε αντίθεση με τις χώρες του Βορρά. Ωστόσο, σε περιόδους ιδιαίτερης έντασης, όπως ήταν ο εμφύλιος ή η Ελληνική κρίση χρέους 2010-2012 το φαινόμενο έλαβε πολύ μεγάλες διαστάσεις. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Αυτοκτονίες_στην_Ελλάδα


σελ. 34 | Κάνε μια ευχή... | Ελένη Μπάρκα Συν Αθηνά και χείρα κίνει: εκτός από την Αθηνά, κούνα και τα χέρια σου, δηλαδή, δε φτάνει να επικαλείσαι βοήθεια από τα θεία ή την τύχη, αλλά οφείλεις να καταβάλεις και τις απαιτούμενες προσπάθειες. Πηγή: http://el.wiktionary.org/wiki/συν_Αθηνά

σελ. 36 | Η γυάλα | Μαρίζα Κελεσίδου Το χρυσόψαρο (Carassius auratus auratus (Linnaeus, 1758)) ή αλλιώς και Goldfish ανήκει στην Οικογένεια Cyprinidae, την υποοικογένεια Cyprininae, το γένος Carassius, το είδος Carassius auratus και το υποείδος Carassius auratus auratus. Σύμφωνα με παρατηρήσεις η καταγωγή του Χρυσόψαρου ήταν από την Κίνα. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Χρυσόψαρο

σελ. 42 | Science does not know its debt to imagination | Γιάννης Πλιώτας Το Logicomix έλαβε περισσότερο καλές κριτικές, ενώ έγινε σύντομα μπεστ σέλερ στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ, στην Ολλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις πρώτες μέρες κυκλοφορίας του, το βιβλίο έγινε ανάρπαστο. Παρ’ ότι το βιβλίο γράφτηκε πρώτα στα αγγλικά οι συντελεστές του αποφάσισαν, η πρώτη έκδοση του να γίνει στα ελληνικά. Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2008 από τις εκδόσεις «‘Ικαρος». Σύντομα εξαντλήθηκε η πρώτη έκδοση και ακολούθησε άλλη μία που εξαντλήθηκε και αυτή σε σύντομο χρονικό διάστημα και ήδη κυκλοφορεί η έκτη έκδοση. Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Logicomix

σελ. 44 | ποίηση

σελ. 48 | Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια | Αγγελική Σχοινά Αυτό το έθιμο έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και είναι συνδεδεμένο με την καλή τύχη. Μάλιστα το τηρούσαν όλοι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες. Ο λόγος που φορούσαν τα εν λόγω βραχιολάκια το μήνα Μάρτιο είναι επειδή ο Μάρτης είναι ο πρώτος μήνας της άνοιξης, ώστε να προστατευτούν από τον ήλιο. Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση το «μαρτάκι» θα πρέπει να φοριέται ως το Πάσχα και μετά να καίγεται στο αναστάσιμο φως, ενώ σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή πρέπει να φοριέται μέχρι να εμφανιστούν τα πρώτα χελιδόνια και μετά να αφήνονται σ’ ένα δέντρο, ώστε να το χρησιμοποιήσουν τα χελιδόνια για να χτίσουν τις φωλιές τους. Πηγή: http://ulive.gr/index.php/diafora/item/699-το-μαρτάκι-του-μάρτη.html

σελ. 50 | Ο πανδαμάτωρ χρόνος | Ιωάννα Σαμαρά

7

×


διήγημα Διονύσης Λεϊμονής

Φτερωτός διάβολος

του Διονύση Λεϊμονή

Ά

×

8

νοιξε το ράδιο μπας κι ακούσει τα νεώτερα. Κάτι περίμενε. Ένα άπιαστο όνειρο. Μα αυτός το χαβά του, να κυνηγάει ένα γοργοφτέρουγο πουλί! «Πού θα πάει! Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς», μονολόγησε. Έστριψε τσιγάρο. Τα χέρια του έτρεμαν. Ο καπνός σωριάστηκε στα πλακάκια. Ψιθύρισε μια βρισιά. Πήρε να μαζεύει τα ασυμμάζευτα. Απόκαμε απ’ την προσπάθεια. Βούλιαξε στην μπαμπουδένια πολυθρόνα του γραφείου του. Άνοιξε ένα βιβλίο. Το μυαλό του φτερούγιζε. Εκείνη την ώρα κουδούνισε το τηλέφωνο. Η αγωνία του θέριεψε. «Παρακαλώ…» πρόφερε με τρεμάμενη φωνή «Ο κύριος Αναστασίου;» «Ο ίδιος…» «Κύριε Αναστασίου, βγήκαν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων…». «Λοιπόν;…» Ξεροκατάπιε μετρώντας ατέλειωτα, βασανιστικά κλάσματα του δευτερολέπτου. «Θα συνιστούσα επανάληψη των εξετάσεων… κάτι… κάτι… ανησυχητικό… Πότε μπορείτε να περάσετε από το γραφείο μου;». «Αύριο…» πέταξε λουσμένος στον ιδρώτα. «Ωραία… Αύριο στις 8.00 θα σας περιμένω». «Τι συμβαίνει, γιατρέ, πέστε μου» προσπάθησε να μάθει κάτι περισσότερο μετά τη σιβυλλική προειδοποίηση. «Κοιτάξτε… κάποιες ενδείξεις… αλλά θα προτιμούσα να το συζητούσαμε από κοντά. Αυτά δε λέγονται από το τηλέφωνο. Συμβαίνουν και λάθη, άλλωστε…». Του ‘φυγε το ακουστικό απ’ τα χέρια. Τ’ άφησε να τσακιστεί χάμω σαν να ήθελε να το εκδικηθεί για το κακό μαντάτο. «Τη σκρόφα…μου την έκανε…». Το βλέμμα του οργι-


σμένο ταξίδεψε σε μια σκηνή του παρελθόντος. Κατέρρευσε ζωντανός νεκρός πάνω στον καναπέ. Σφράγισε τα μάτια. Πρόβα τζενεράλε; Έφερε ξανά ένα στιγμιότυπο στο νου. Μια εικόνα δυνατή να συννεφιάσει το ηλιοκαμένο πρόσωπο ενός τριαντάρη ζεν πρεμιέ. Τη λέγανε Κατρίν. Μια γκόμενα που στο πέρασμά της αναστάτωνε την αρσενική του φύση. Ψηλή, νταβραντισμένη, σινάμενη κουνάμενη, χάρμα οφθαλμών. Ο πειρασμός προσωποποιημένος. «Τι γυναίκα!» σκέφτηκε κι άφησε τη φαντασία του να αφηνιάσει εξερευνώντας το θεϊκό κορμί που λικνίζονταν μπρος του. Θεϊκό και διαβολικό μαζί. Δυο ιδιότητες σε μια ερεθιστική συσκευασία. Δεν κόλλαγε εύκολα με τις γυναίκες. Τόσα χρόνια εργένης το είχε πάρει το κολάι. Όρμαγε στο ψητό με βουλιμία. Σταμάταγε ο νους. Έστελνε στο διάολο τη λογική. Οι αισθήσεις στην καλύτερή τους ώρα πότιζαν την ύπαρξή του. Έχυναν παραπλανητικό βάλσαμο στην αδύναμη σάρκα. «Αντώνης». «Κατρίν». Τα λόγια μερικές φορές περιττεύουν. Λένε τόσα τα μάτια που η γλώσσα δένεται κόμπος. Οι αισθήσεις κύματα θεριά. Να ταξιδέψουν το καράβι ή να το αφανίσουν στην απύθμενη θάλασσα! Τα κορμιά τους έσμιξαν με εκδικητική μανία να τιμωρήσουν τους δισταγμούς του νου. Ν’ αποδείξουν πως έχουν τη δύναμη να δυναμιτίζουν τις ψυχές απαλλαγμένες από ανόητες μυξοπάρθενες αναστολές. Το άλλο πρωί τους βρήκε αγκαλιασμένους σφιχτά. Ένα κουβάρι από σάρκες που διψούσαν για ζωή. Μια νύχτα που πνίγηκε στα φιλιά και τα χάδια. Κι η αυγή άπλωσε το φως της να ζεστάνει δυο αλαβάστρινα αγάλματα που έκαιγαν από τρελό πόθο. Πώς να χορτάσεις τη δίψα για έρωτα μέσα σε ελάχιστες ώρες που τρέχουν σαν δαιμονισμένες! Λες και ζηλεύουν τα ψίχουλα ευτυχίας που σου χαρίζουν στο διάβα τους! Το άλλο πρωί η γυναικάρα της μιας βραδιάς πέταγε για Παρίσι. «Δε θέλω να φύγεις, Κατρίν. Μείνε μόνο μια μέρα ακόμη, μωρό μου» Μα εκείνη δε μίλησε. Έριξε δυο κοφτερές ματιές πάνω του αποδυναμώνοντας τον, άνοιξε την πόρτα και μ’ ένα χαμόγελο τον άφησε στη μοναξιά του, χαρίζοντάς του μόνο την ηδονή της θύμησης. Μια θύμηση που έξι μήνες τώρα παρέμενε ακμαία σαν την αμαρτία που σιγοψήνει βασανιστικά. Σιγά σιγά ένιωθε να τον αφανίζει. Τα πόδια του όλο και τον πρόδιδαν. Οι δυνάμεις του ακολουθούσαν πορεία φυγής γυρεύοντας την ωραία οπτασία γαλλικής προέλευσης που ταρακούνησε τα λιμνάζοντα νερά της νιότης

9

×


διήγημα Διονύσης Λεϊμονής

×

10

του. Ο Αντώνης δεν είχε όρεξη ούτε να φάει. Έχασε τον ύπνο του. Και σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, οι θέρμες πύρωναν συχνά πυκνά το ανταριασμένο του σώμα. «Να πας σε κανένα γιατρό. Ο έρωτας είναι η μεγαλύτερη αρρώστια, αλλά εσύ ρε φίλε το παράκανες» τον συμβούλεψε μια μέρα ο κολλητός του σαν τον βρήκε στο κακό του το χάλι σωριασμένο στην πολυθρόνα. «Γιατρό; Ένα γιατρό χρειάζομαι, μα τι να σου κάνω που είναι μακριά» Με το πες πες άρχισε, όμως να του βάζει ιδέες. Τον τελευταίο καιρό η δουλειά στην εταιρία άρχισε να είναι πιο απαιτητική. Πολλές ώρες, λιγοστό φαΐ, μάλλον είχε χάσει τις δυνάμεις του από ασιτία. Αυτός ένας παιδαράς κοντά δυο μέτρα που δε χαμπάριαζε τίποτα, που ξενύχταγε, δούλευε και είχε κάνει τη νύχτα μέρα να χρειάζεται τώρα «υποστήριξη ειδικού». Είδε κι απόειδε και μια ωραία πρωία σήκωσε το ακουστικό, σχημάτισε το νούμερο κι έκλεισε ένα ραντεβού για εξετάσεις γενικές, «εφ’ όλης της ύλης». «Τουλάχιστον να ησυχάσω, να δω τι συμβαίνει μπας και ξαναγίνω ο παλιός καλός Αντώνης» είχε εξομολογηθεί ένα βραδάκι σε μπαράκι στο κολλητάρι του. «Ναι, ρε συ. Κι εγώ κάποτε…». Να, όμως που τα πράγματα ξαφνικά έπαιρναν τώρα άλλη τροπή. Δεν ήταν λοιπόν ο έρωτας που έλιωνε το κορμί του; Αλλά τι; Έδιωξε μακριά τη σκέψη που πήγε να τον ρίξει ψυχολογικά. Εκείνη όμως δεν είχε σκοπό να τον παρατήσει τόσο εύκολα. Η ανατριχίλα ταξίδεψε καλοκαιριάτικα σε όλο του το κορμί. Τι στο διάολο του έλιωνε τη δύναμη; Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του. Την εξοστράκισε αηδιασμένος με τον ίδιο του τον εαυτό. Στο πυρ το εξώτερο. Μια ζωή χέστης… «Δεν μπορεί…δεν μπορεί… η Κατρίν… όχι… όχι… ένας επίγειος άγγελος με τη ρομφαία του διαβόλου… ή μήπως ένας διάβολος με μάσκα αγγελική; Αυτή η γυναίκα τον είχε κάνει να νιώσει σαν έφηβος, να αισθανθεί εκείνη τη γλυκιά ευχαρίστηση του πρωτοειδωμένου ερωτικού πάθους… όχι… μάλλον ήταν τρελός. Πέταξε γρήγορα ένα μπουφάν στους ώμους του προβάλλοντας αντίσταση στα ρίγη που τον πολεμούσαν τον τελευταίο καιρό κι έκλεισε με μανία την μπαλκονόπορτα κατηγορώντας την για την κατάστασή του. Πολύ αργότερα αποφάσισε επιτέλους να δράσει δυναμικά. Να βγει μια βόλτα, μήπως ξελαμπικάρει ο νους του. Δεν ήθελε παρέες. Μόνος λαχταρούσε να σεργιανίσει. Να τον ραπίσει το εαρινό αεράκι σε μια παραθαλάσσια πολιτεία που λαχταρούσε να χα-


ρεί τη ζωή της και να μην την εγκαταλείψει άκαιρα. Μα η πικρή υποψία τον ακολουθούσε κατά πόδας. Εκδικητική σκιά πίσω του. Τίναξε το κεφάλι του πεισματικά και κατευθύνθηκε προς το πιο κοντινό καρτοτηλέφωνο. Απόψε δεν είχε πάρει μαζί του το κινητό του. Μπορεί κανείς να απομονωθεί, όταν το δαιμονισμένο χτυπάει χωρίς σταματημό; Έχωσε βαθιά στην τσέπη της μπλε βερμούδας του το χέρι του. Μετά από απεγνωσμένη έρευνα ανέσυρε μια ξεχασμένη κάρτα κι αυτός δε θυμόταν πόσους μήνες ανέμενε να τη θυμηθεί κάποιος. Τη στρίμωξε στη σχισμή του τηλεφώνου. Ξαφνικά πάγωσαν τα μέλη του. Πάνω στην κάρτα που εκτεινόταν προς το μέρος του διάβασε το μήνυμα: «ο έρωτας ίσως να σκοτώνει» ελληνιστί και αγγλιστί! Μήπως και γαλλιστί; Σκέφτηκε και δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Τραβήχτηκε πίσω ξαφνιασμένος. Την έριξε χάμω και την ποδοπάτησε με λύσσα. Να τη λιώσει. Να μη του θυμίζει μια παράλειψη που ίσως… Πήρε να περπατάει ξανά κάτω από τα δέντρα του μόλου για να ηρεμήσει από το σοκ. Ο χρόνος γι αυτόν είχε πια σταματήσει. Δεν ήξερε πόση ώρα τα πόδια του τον οδηγούσαν μέσα στη νύχτα. Ούτε και τον ένοιαζε. Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν ότι για να ρίξει τόσο περπάτημα, σαν να είχε αρχίσει να ανακτά τις δυνάμεις του. Κάποια στιγμή ένιωσε την επιθυμία να επιχειρήσει ακόμη μια φορά να κάνει εκείνο το τηλεφώνημα που λίγο πριν έμεινε μισό κι ανέσωτο. Πλησίασε στο περίπτερο της γωνίας. Ζήτησε μια καινούρια ευκαιρία. «Παρακαλώ, μια τηλεκάρτα». «Ορίστε». Την πήρε στα χέρια του κοιτάζοντάς την εξεταστικά. Ο περιπτεράς τον κοίταξε περίεργα. Το μάτι του έπεσε σε κάτι κουτάκια εκεί δίπλα που μέχρι τώρα τα σνόμπαρε και τα αποστρεφόταν, όπως ο διάολος το λιβάνι. «Στερούν τη χαρά του έρωτα, μωρό μου». «Μα… δεν είναι επικίνδυνο;». «Μην είσαι κουτό. Ακούς αυτούς που τα προωθούν για να τα κονομάνε;». «Δεν ξέρω… φοβάμαι». «Α… λοιπόν, αν φοβάσαι, άστο. Άντε στο καλό. Εγώ είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου. Τώρα αν δεν είσαι εσύ για σένα, κάτι τρέχει κούκλα μου…». «Τα ρέστα σας». Αλαφιάστηκε. Βγήκε από το όνειρο. Άρπαξε την κάρτα, σκόρπισε κάτω τα ρέστα, παρέσυρε και μια στοίβα τσίχλες στο χώμα, θάλασσα τα έκανε σα σκολιαρούδι. «Συγνώμη». Το ‘βαλε στα πόδια σαν τον κλέφτη, αφήνοντας τα χρήματα κάτω να τα μαζέψει ο περιπτεράς ως αποζημίωση για την αδεξιότητά του. Ας είναι. Άλλα, άλλα τώρα αντάριαζαν το μυαλό του. Ποιος έδινε σημασία σε ανοησίες; Τρεις μέρες στη σειρά εκτελούσε το ίδιο νυχτερινό δρομολόγιο. Τρία μερόνυχτα πάλευε με θεούς και δαίμονες. Αλλεπάλληλες προσπάθειες να σχηματίσει τον αριθμό της Κατρίν μα σε ελληνική μετάφραση: «ο συνδρομητής θα ειδοποιούνταν για την κλήση».

11

×


διήγημα Διονύσης Λεϊμονής

×

12

«Ελπίζω να ειδοποιηθεί πριν να είναι πολύ αργά» μονολόγησε με πικρία. «Ψυχραιμία… είναι πολύ βασικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις» του συνέστησε ο γιατρός. Καλά, έξω απ’ το χορό… Το ταξί έτρεχε στους δρόμους με βιάση, ώσπου να τον ξεβράσει έξω από το ιατρικό κέντρο. Πού να πάρει αυτοκίνητο. Και πώς θα γύριζε μετά; Έξω από το σκονισμένο παράθυρο του αγοραίου οχήματος ο κόσμος βάδιζε φυσιολογικά. Κι εκείνος φτερό στον άνεμο. Ποιος φτερωτός διάβολος τον καταράστηκε; Το μάτι του πήρε μια εκκλησία. Χωρίς καν να σκεφτεί τρία από τα δάχτυλά του ενώθηκαν. Τα οδήγησε μια δύναμη στο μέτωπο, στο στήθος στους ώμους του. Πόσα χρόνια είχε να κάνει τέτοια κίνηση; Την εκτέλεσε υπνωτισμένος. Δυο δάκρυα μούσκεψαν τα μάγουλά του. Τα σκούπισε με τρόπο μην τον πάρει χαμπάρι ο ταξιτζής που μάλλον είχε ψυλλιαστεί πως ο επιβάτης του δεν ήταν σήμερα και πολύ σόι. «Φτάσαμε, φίλε». Η καρδιά του χόρευε σαν τρελή. Οι πληγές του σαν να είχαν ανοίξει κι έτρεχαν πύον. «Ευχαριστώ». Το ταξί εξαφανίστηκε στο χάος της μεγαλούπολης, αφήνοντας τον απόηχο από σιχτιρίσματα από τον ταξιτζή που βιαζόταν για τον επόμενο «ψυχανώμαλο πελάτη». Πέρασε την είσοδο παίρνοντας βαθιά ανάσα. Έσπρωξε την πόρτα του γραφείου. Μπήκε. Βγήκε μετά από μισή ώρα στο διάδρομο τρεκλίζοντας. Άλλος άνθρωπος. Αγνώριστος. «Αισθάνεστε καλά, κύριε; Θέλετε τίποτα;» τον ρώτησε μια νοσοκόμα «Όχι, όχι…τι να θέλω; Τα έχω…όλα!». Βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στο δρόμο. Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό. Χαμογέλασε βλέποντας ένα σμήνος χελιδονιών. Μάλλον του σάλεψε. Έτσι θα σκέφτηκε ένας παππούς λαχειοπώλης που του ‘ριξε μια περιφρονητική ματιά. Σκοτίστηκε. Γύρισε το νου του μισή ώρα πίσω. «Σας είχα προειδοποιήσει πως πάντα υπάρχει η πιθανότητα του λάθους. Ίσως και μια ύπουλη ίωση να μας έδωσε τέτοιες ενδείξεις…». «Ίσως». «Τέλος πάντων. Τέλος καλό…». Τέλος; Τέλος ή αρχή; Αρχή μιας νέας ζωής με λιγότερα λάθη και λιγότερο εγωισμό. «Αυτό που έχετε να κάνετε τώρα


είναι να τρέφεστε πιο σωστά, να αποφεύγετε την κούραση και σε κάνα δυο μήνες εντελώς προληπτικά να επαναλάβουμε τις εξετάσεις» «Φυσικά… γιατρέ… ό,τι πείτε…». Απίστευτο! Την είχε σκαπουλάρει και τούτη τη φορά. Ως πότε, όμως; Την επόμενη θα τον βοηθούσε η τύχη; Δε θέλησε να γυρίσει αμέσως στο σπίτι. Λαχταρούσε να βολτάρει ξαλαφρωμένος πια. Άλλωστε είχε κατά νου δυο σταθμούς πριν επιστρέψει στο άντρο του. Πρώτα πρώτα μια εκκλησιά. Κατά προτίμηση αυτή έξω από την οποία σταυροκοπήθηκε λίγο πριν. Κι ο δεύτερος…; Κάτι χρωστούσε σ’ έναν άνθρωπο που κόντεψε προχθές να του γκρεμίσει το μαγαζάκι. Και με την ευκαιρία έτσι θα αγόραζε κάτι που τόσα χρόνια δίσταζε να απλώσει να πάρει στην εφηβική ηλικία από ντροπή και σεμνοτυφία κι αργότερα από εγωισμό και ανόητη αυτοπεποίθηση. Στόλισε το πρόσωπό του με ένα ζεστό, φιλικό, ανθρώπινο χαμόγελο και τράβηξε αποφασιστικά σε νέους δρόμους, αφήνοντας πίσω του το χθες. Σκότωσε το φτερωτό διάβολο, του πήρε τα φτερά και πέταξε λυτρωμένος στο αύριο.

×

Ο

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΛΕΪΜΟΝΗΣ γεννήθηκε στο Αιτωλικό. Είναι φιλόλογος, αρθρογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός κι εκπρόσωπος στη Μαγνησία της Αμφικτιονίας Ελληνισμού. Έργα του: «Η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ» εκδόσεις Παππάς, «Το μυστικό της Δαγκάνας» Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, «Το χαμένο ταίρι», εκδόσεις Ακρίτας. Επικοινωνία με τον συγγραφέα: leimont@gmail.com

13

×


προτάσεις βιβλίων

Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου

προτείνει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου

Τ

ο βιβλίο του Γιάννη Φιλιππίδη “Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου” μοσχοβολάει έρωτα. Μαζί με γαρδένια, ροδάκινο, ούζο, ελληνικό μεζέ και βαρύ καπνό. Τα χρώματά του παράξενα και πρωτότυπα, “θαρρείς κομμάτι από βελούδο”. Όλα αρχίζουν σ’ ένα λασποχώρι μιας θαμμένης επαρχίας. Περίπου στα μέσα του 20ου αιώνα. Κι όλα συνεχίζονται στο άπειρο του χρόνου. “Στο πάντα και στο τίποτα”.

Από εκείνα τα βιβλία που δεν αφήνεις να σου πέσουν από τα χέρια. Βιβλία συμβίωσης. Το κρατάς μαζί σου συνέχεια, στο μετρό, στο λεωφορείο. Μέχρι να το εξαντλήσεις, να ρουφήξεις τους χυμούς του, να το τσαλακώσεις, να τσακίσεις τις σελίδες του, να το απολαύσεις. Άραγε, γιατί έχουμε λησμονήσει την απόλαυση της ανάγνωσης; Μερικά βιβλία έρχονται όμως και μας τη θυμίζουν. Υπάρχουν κεφάλαια λογοτεχνικά διαμάντια στo “H μυρωδιά σου στα σεντόνια μου”. Μικρά και ζουμερά, με χιούμορ ανατρεπτικό, που σφύζουν από ζωντάνια και θεατρικότητα. ΄Οπως αυτό με το γάλα στη γαβάθα που ετοιμάζει η μάνα για την ηρωίδα, όταν πρωτοπήγε σχολείο. Ωραιότατο κι εκείνο με το όνειρο ή το άλλο που η Βασιλική αντικρίζει για πρώτη φορά τη θάλασσα. Με τρυφεράδα και μαστοριά περιγράφεται και η γνωριμία της γυναίκας με τη γάτα τη Ζαμπέτα. Ο Γιάννης Φιλιππίδης διαχειρίζεται με ανθρώπινη ζεστασιά, αλλά και ρεαλισμό -μαγικό κάποιες στιγμές- την αγάπη, τη φιλία, την απώλεια. Περνά σαν γρήγορο τρένο κάμπους, θαλασσινά τοπία, τόπους τυραννισμένους, κάστρα, παράξενα συμβάντα, ερειπωμένα αρχοντικά και σχέσεις κρυφές. Στο κρεσέντο εμείς οι αναγνώστες έχουμε ανακαλύψει τη Βασιλική που πάλεψε για το όνειρό της. “Τη Βασιλική της καρδιάς μας”, την “καλή ψυχή που κρύβουμε μέσα μας”.

×

×

14


Αμνησία

προτείνει η Άντρη Αντωνίου

Ό

ταν ο Στιβ Γουάτσον γινόταν δεκτός στη σειρά μαθημάτων δημιουργικής γραφής των εκδόσεων Faber, μάλλον δε θα μπορούσε να φανταστεί ούτε στα πιο τρελά του όνειρα πως το αποτέλεσμα της μαθητείας του θα μετατρεπόταν σε διεθνές μπεστ σέλερ με πωλήσεις που θα άγγιζαν το αστρονομικό ποσό του ενός εκατομμυρίου. Πώς όμως θα μπορούσε ένα τέτοιο βιβλίο να έχει διαφορετική κατάληξη; Η Αμνησία είναι ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ, ένα αριστοτεχνικά στημένο ανάγνωσμα που σου κόβει την ανάσα από την πρώτη λέξη μέχρι την τελευταία τελεία. Χρόνος ενεστώτας, μικρές κοφτές προτάσεις, γραφή αγχωτική, σχεδόν ασθματική. Και μέσα σε όλα η εντυπωσιακή ικανότητα του Γουάτσον να γράφει σε πρώτο πρόσωπο, υποδυόμενος μια γυναίκα. Αλήθεια πώς καταφέρνει ένας άντρας να μπει στο πετσί μιας γυναίκας, να εισχωρήσει στο μυαλό της και να ξεκλειδώσει με τόση επιτυχία τις σκέψεις, τους φόβους και τα συναισθήματά της; Η Κριστίν ξυπνά κάθε πρωί πλάι σε έναν άγνωστο άντρα και περιμένει να αντικρίσει στον καθρέφτη του μπάνιου τον εικοσιεπτάχρονο εαυτό της. Αντί αυτού κάθε πρωί συνειδητοποιεί με τρόμο πως απέναντί της βρίσκεται μια μεσήλικη γυναίκα, χαρακωμένη απ’ τις ρυτίδες του χρόνου, και πως ο άντρας δίπλα της είναι ο επί χρόνια σύζυγός της. Ένα ατύχημα, μια περίεργη διαταραχή της μνήμης και μια γυναίκα που έχει χάσει το παρελθόν της. Ένας νευρολόγος που ισχυρίζεται πως την παρακολουθεί κρυφά από τον άντρα της, μερικές παλιές φωτογραφίες και ένα ημερολόγιο κρυμμένο στην ντουλάπα. Ένα παζλ αγωνίας που όσο ενώνεις τα κομμάτια τόσο πλησιάζεις επικίνδυνα στην τρομακτική του αλήθεια…

×

15

×


Η Ευρώπη στην Κυπριακή Ποίηση

προτάσεις βιβλίων

προτείνει ο Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

Ό

×

16

ταν το περιοδικό «αντί × λόγου» μου πρότεινε να γράψω μια κριτική ενός βιβλίου ποίησης, ενθουσιάστηκα πολύ. Ήταν τιμή μου να γράψω για το πρώτο ελληνικό περιοδικό που φιλοξένησε ποιήματά μου. Όταν μου είπε, όμως ότι την θέλει μέσα σε μια εβδομάδα... με έλουσε κρύος ιδρώτας. Πήγα τρέχοντας στον φίλο μου, τον Γιάννη τον Θερβάντες (προσωνύμιο που πήρε από το βιβλιοπωλείο που έχει) και προσπάθησα να βρω κάτι πρωτότυπο και διαφορετικό για την πρώτη μου βιβλιοκριτική. Ψάχνοντας έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο, «Η Ευρώπη στην Κυπριακή Ποίηση – Europe in Cypriot poetry» των εκδόσεων Αρμίδα. «Σίγουρα, κάτι διαφορετικό για τον Ελλαδίτη αναγνώστη και ένας φόρος τιμής από εμένα, στο νησί που με φιλοξενεί τα τελευταία 6 χρόνια, όντας οικονομικός μετανάστης», σκέφτηκα. Βιβλίο δίγλωσσο (ελληνικά, αγγλικά), που φιλοξενεί σχεδόν όλη την «αφρόκρεμα» των Κύπριων ποιητών, από την απελευθέρωση του νησιού από τους Άγγλους (1960) εώς σήμερα. Τριάντα έξι δημιουργοί, 34 Ελληνοκύπριοι, μία Τουρκοκύπρια και μία Αρμένισσα δημιουργούν ένα βιβλίο αντιπροσωπεύοντας κατά μεγάλο μέρος και τον πληθυσμό του νησιού. Μέσα σε αυτό το βιβλίο αναγνωρίζεις το πάθος και την περιέργεια του Κύπριου ανθρώπου, ποιητή, και κατ’ επέκταση εμένα, εσένα, του οποιοδήποτε, για να γνωρίσει τον «έξω κόσμο» πέρα από τα όρια των συνόρων που μας έχουν επιβάλλει, να αναμιχθεί με άλλους ανθρώπους, εκφράζοντας συναισθήματα για ό,τι βλέπει και νιώθει. Η ψυχή, το μυαλό, οι αισθήσεις μας δεν γνωρίζουν σύνορα και ο αναγνώστης από τα πρώτα ποιήματα ζει μια φαντασίωση, ένα μεθυστικό ταξίδι στην Ευρώπη και στους ανθρώπους της. Ταξιδεύεις στην Πράγα, τη Ρώμη, το Παρίσι, τη Δρέσδη, τη Μόσχα και αλλού. Περπατάς στα σοκάκια πόλεων ή κουβεντιάζεις πίνοντας τον καφέ σου παρέα με προσωπικότητες όπως ο Ντίκενς, ο Καμύ, ο Κάφκα, ο Ρίλκε, ο Λόρκα, ο Ρεμπώ, ο Μαγιακόφσκυ, ο Πικάσσο, ο Βαν Γκογκ, ο Βελάσκεζ, ο Κλιμτ, ο Μότσαρτ και με άλλους, πάρα πολλούς. Δύο ημέρες χρειάστηκα για να τελειώσω την ανθολογία (ας είναι καλά τα ultimatum). Δύο μέρες ηδονικών πνευματικών ταξιδιών, αφού ζήλεψα τόσο πολύ που τέλος του μήνα έκλεισα εισιτήρια και φεύγω με την καλή μου.


μία στήλη για να μην κρίνεις ποτέ ένα βιβλίο από την ταινία του

Scott Pilgrim vs. the World

πρόταση ταινίας

του Θοδωρή Τσαφή

***Please insert coin ***Please insert coin***Please insert coin*** Push button to start Stage 1 Το βιντεοπαιχνίδι ξεκινά με τον 23άχρονο πρωταγωνιστή Scott Pilgrim να είναι μπασίστας στο μουσικό γκρούπ «Sex Bob-oms» και να ξεκινά μια σχέση με μια μικρότερη του. Stage 2 O Scott Pilgrim συναντά το κορίτσι τον ονείρων του την κοκκινομάλλα Ramona Flowers και βάζει στόχο να την κερδίσει, πάση θυσία. Ταυτόχρονα οι Sex Bob-oms συμμετέχουν στον μουσικό διαγωνισμό battle of the bands, το βραβείο είναι ένα συμβόλαιο με τον παραγωγό G-man Graves. Stage 3 Ο Scott παρατά την πιτσιρίκα για την καρδιά της Ramona όμως για να την κάνει δικιά του πρέπει πρώτα, του λέει, να νικήσει τους 7 πρώην γκόμενους της τους Seven evil exes ή ΧΧΧΧΧΧΧ. Boss Fight Ο καθένας από τους πρώην γκόμενους είναι ένα σπουδαίο ή διάσημο άτομο σε σύγκριση με τον κακόμοιρο, άτυχο Scott. Θα πρέπει να πολεμήσει σκληρά με κάθε μέσο, να βρει τρόπους, να τον βοηθήσουν οι φίλοι του για να βγει νικητής απέναντι σε ηθοποιούς, τραγουδιστές, επιχειρηματίες, χορευτές και ninja. Game Over Continue… Η ταινία είναι βασισμένη σε ομότιτλο κόμικ. Είναι μια νεανική αισθηματική κωμωδία που διαφέρει όμως από τις χιλιάδες άλλες αντίστοιχες ταινίες της ίδιας κατηγορίας, κυρίως στη σκηνοθεσία της. Υπάρχει αρκετή φρεσκάδα, μοντέρνα ματιά, γρήγοροι ρυθμοί, έξυπνοι διάλογοι, πρωτότυπη υπόθεση, ωραία επιλογή ηθοποιών και ωραίο soundtrack. Τι άλλο να ζητήσει κάνεις από μια ταινία; Είναι ίσως η μοναδική ταινία που έχω δει που αποτυπώνει τόσο καλά τη δομή μιας ιαπωνικής ιστορίας κόμικ, ενός anime και ενός βιντεοπαιχνιδιού τύπου vs. Η ταινία έχει αποκτήσει ένα χαρακτήρα cult και θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες του 2010. 1UP Στη ταινία γίνετε αναφορά στην ιστορία του Pac-Man. Το πιο γνωστό ειρωνικό αστείο για την επιρροή των βιντεοπαιχνιδιών στα παιδιά λέει: «Αν ο Pac-Man μας είχε επηρεάσει ως παιδιά, τότε θα συχνάζαμε σε στενά σκοτεινά μέρη, όπου θα τρώγαμε μικρά χαπάκια και θα ακούγαμε μονότονους ηλεκτρονικούς ήχους». High Scores 1. Michael Cera …………………………. The actor 2. Mary Elizabeth Winstead ………. The actress 3. Edgar Wright …………………………. The director 4. Bryan Lee O’Malley ……………….. The writer

×

17

×


ηλεκτρονικός αναγνώστης

μία στήλη για τον Ηλεκτρονικό Αναγνώστη

Ηλεκτρονικές αυτοεκδόσεις: ευκαιρία ή αυταπάτη;

του Μιχάλη Καλαμαρά

συντάκτη του blog «Ηλεκτρονικός Αναγνώστης» eAnagnostis.gr

Έ

×

18

νας νέος δρόμος έχει ανοίξει για τους συγγραφείς στην Ελλάδα: η αυτοέκδοση των έργων τους σε ηλεκτρονική μορφή. Όλο και περισσότεροι το δοκιμάζουν. Παραδίδουν σε ένα ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο το ebook τους σε μορφή PDF ή, κάπως πιο απαιτητικά, το μετατρέπουν σε ePUB και το ανεβάζουν οι ίδιοι στο iBookstore, το βιβλιοπωλείο της Apple για το iPhone και το iPad. Η ηλεκτρονική αυτοέκδοση καταδεικνύει, πρώτ’ απ’ όλα, τις νέες δυνατότητες που δίνει η ψηφιακή τεχνολογία. Πριν λίγο καιρό, ακόμα και αν ένας συγγραφέας ασχολούνταν ο ίδιος και με την επιμέλεια του κειμένου, το εξώφυλλο και τη σελιδοποίηση του βιβλίου, εξακολουθούσε να απαιτείται ένα τυπογραφείο (και το κόστος που αυτό συνεπάγεται), αλλά και ένα κανάλι διανομής του βιβλίου προς το αναγνωστικό κοινό, η τοποθέτησή του δηλαδή στα βιβλιοπωλεία. Σήμερα, και στο βαθμό που περιοριστεί στην ηλεκτρονική έκδοση, όλα αυτά μπορεί να τα κάνει μόνος του – έστω καταναλώνοντας αρκετό προσωπικό χρόνο, ίσως και με τη βοήθεια φίλων και γνωστών. Οι καλές ειδήσεις από το εξωτερικό πληθαίνουν. Ηλεκτρονικές αυτοεκδόσεις σκαρφαλώνουν π.χ. στις λίστες με τα best seller του Amazon και τραβούν την προσοχή του παραδοσιακού, «σοβαρού» τύπου. Η ευκαιρία είναι προφανής. Στην πλειοψηφία τους οι συγγραφείς που καταφεύγουν στην ηλεκτρονική αυτοέκδοση έχουν απορριφτεί και απογοητευτεί από τους παραδοσιακούς εκδοτικούς οίκους. Έχουν μια νέα και, κυρίως, αξιοπρεπή ευκαιρία να ξαναδοκιμάσουν. Η αυτοέκδοση στο χαρτί είναι από την αρχή υπονομευμένη από την έλλειψη κύρους, ενώ η έμμεση αυτοέκδοση, μέσω της χρηματοδότησης από το συγγραφέα ενός εκδοτικού οίκου, είναι επίσης στιγματισμένη, αν και αντιληπτή μόνο στους πιο έμπειρους αναγνώστες. Το ebook που δημιουργεί ο ίδιος ο συγγραφέας όμως είναι σαφώς πιο απενοχοποιημένο. Ειδικά στις ΗΠΑ, συγγραφείς που ξεκίνησαν ερασιτεχνικά με αυτοεκδόσεις ηλεκτρονικών βιβλίων κατόρθωσαν και να αναγνωριστούν και να γίνουν συγγραφείς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Οι δυνατότητες είναι έτσι απόλυτα υπαρκτές: ένας συγγραφέας μόνος του μπορεί να εκδώσει το βιβλίο του με επιτυχία.


Δε θα πρέπει όμως να επικεντρώσουμε αποκλειστικά στα συγκεκριμένα success stories. Για κάθε συγγραφέα που τα καταφέρνει υπάρχουν εκατοντάδες ή χιλιάδες που ανέβασαν τα ebooks τους στο προσωπικό τους blog ή το Amazon και το iBookstore, χωρίς να ξεχωρίσουν. Ζήτημα τύχης, ζήτημα προώθησης και προσωπικού marketing, αλλά και μια πικρή αλήθεια: μπορεί ένα βιβλίο να απορριφτεί, γιατί δε διαβάστηκε από τον εκδότη με την πρέπουσα προσοχή ή υποτιμήθηκε ή γιατί απλά δε «χώραγε» στο εκδοτικό του πρόγραμμα ή δε θα ήταν αρκετά εμπορικό. Από την άλλη, υπάρχουν βιβλία που σωστά δεν εγκρίθηκαν ποτέ για έκδοση. Η αποτυχία μιας ηλεκτρονικής αυτοέκδοσης μπορεί να μην οφείλεται στο βιβλίο αυτό καθεαυτό, μπορεί να μην οφείλεται στο κείμενο. Όσο και αν ο υπολογιστής διευκολύνει, όποιος θέλει να εκδώσει ηλεκτρονικά το βιβλίο χρειάζεται πάντα τη βοήθεια ενός επιμελητή κειμένου και ενός γραφίστα, την τεχνικά άρτια μετατροπή σε ebook και μια στρατηγική προώθησης του βιβλίου. Όλα όσα κάνει ένας εκδοτικός οίκος για τον συγγραφέα, θα πρέπει και πάλι να γίνουν – και δεν αρκεί η ετοιμότητα να διαθέσει κανείς προσωπικό χρόνο ή να μάθει καινούργια πράγματα. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι μάλιστα πιο δύσκολα. Τα ebooks δεν είναι ακόμα τόσο διαδεδομένα, το κοινό της ηλεκτρονικής ανάγνωσης είναι σχετικά μικρό, για να αρκεστεί κανείς μόνο στην έκδοση σε ebook. Αν και το iBookstore της Apple δίνει τη δυνατότητα να ανεβάσει ο καθένας, σχετικά εύκολα και γρήγορα, το βιβλίο του σε ePUB, αυτό δεν ισχύει για τα υπόλοιπα βιβλιοπωλεία. Λείπει ακόμα παντελώς μια ολοκληρωμένη πλατφόρμα, όπως αυτή που προσφέρει το Amazon στο εξωτερικό, για τη δημιουργία ενός ebook, αλλά και την προβολή του στα ηλεκτρονικά ράφια. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εκεί που τα ebook είναι διαδεδομένα και οι ηλεκτρονικές αυτοεκδόσεις συνηθισμένες, παραμένουν περισσότερο ένα μέσο παρά ο τελικός στόχος. Αργά ή γρήγορα, ο συγγραφέας που το ebook του θα έχει επιτυχία θα φροντίσει τόσο να διατεθεί και σε έντυπη μορφή, όσο και θα επιδιώξει ή θα πειστεί να υπογράψει συμβόλαιο με έναν παραδοσιακό εκδότη. Γιατί όσο και αν η αξιολόγηση των βιβλίων περνάει σήμερα από τα κοινωνικά δίκτυα, τα blogs, τις βαθμολογίες και τις βιβλιοκριτικές στα ηλεκτρονικά βιβλία, ο παραδοσιακός εκδότης διατηρεί το κύρος του στις επιλογές βιβλίων, τα χρήματα που μετατρέπουν τη συγγραφή σε εργασία πλήρους απασχόλησης και τα κανάλια για την προώθηση του βιβλίου, χωρίς ο συγγραφέας να αποσπάται από το γράψιμο. Η ηλεκτρονική αυτοέκδοση είναι πραγματική ευκαιρία για τους συγγραφείς, αλλά δεν εγγυάται την ανακάλυψη από το αναγνωστικό κοινό ή την πλήρη παράκαμψη του παραδοσιακού εκδοτικού χώρου. Για να την εκμεταλλευτεί ο επίδοξος συγγραφέας θα πρέπει να φροντίσει όσο το δυνατόν πιο προσεκτικά και επαγγελματικά κάθε πλευρά του ebook του, να φροντίσει για την ποιότητα του κειμένου, της εμφάνισης, του ηλεκτρονικού αρχείου και για την προώθηση του βιβλίου που θα διαθέσει ηλεκτρονικά, επί πληρωμή ή δωρεάν.

×

19

×


διήγημα

Η Τσαρίνα Άννα η Πορφυρογέννητη

της Β΄ τάξης του Γυμνασίου Σταυρακίου Ιωαννίνων

Ο

άντρας έσκυψε μπροστά, για ν’ αντισταθεί στον αέρα και ακούμπησε στη δρύινη ψηλή πρώρα του πλοίου, ενώ τα μισόκλειστα μάτια του έψαχναν τις κοντινές ακτές. Ο αέρας ανακάτευε τα σκούρα του μαλλιά, έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν και ανέμιζε τη λινή πολυτελή χλαμύδα του, το sagum όπως το ονόμαζαν. Τα χρυσοκέντητα σχέδια που στόλιζαν το ακριβό ύφασμα της φορεσιάς του, αποκάλυπταν ότι ανήκε στην υψηλή τάξη. Ο άντρας έσφιγγε δυνατά με τα δυο του χέρια το κιγκλίδωμα, ακόμα κι όταν το ανεβοκατέβασμα του πλοίου πάνω στα κύματα δεν ήταν έντονο. Το mare clausum, η απαγόρευση της θαλάσσιας κυκλοφορίας, είχε τελειώσει εδώ και αρκετές μέρες. Άσπρα κύματα στροβιλίζονταν στη θαλασσινή επιφάνεια. «Πότε φτάνουμε καπετάνιε;» Δυνάμωσε τη φωνή του, για να τον ακούσει ο μυώδης ηλικιωμένος ναυτικός που στεκόταν πίσω του. Ο άντρας με τα ζωηρά μάτια, τα ρυτιδωμένα χαρακτηριστικά και τη σκληρή από τη συνεχή παραμονή του στους θαλασσινούς αέρηδες επιδερμίδα, έκανε έναν μορφασμό. «Σε δυο μέρες το λιγότερο». Το σκάφος έπλεε κοντά στ’ ανοιχτά εδώ και αρκετές μέρες. Προχωρούσε αργά προς το βορρά της Μαύρης Θάλασσας προσπαθώντας ν’ αποφύγει τα κύματα που στο παρελθόν είχαν καταπιεί δυο αυτοκρατορικούς στόλους κοντά στα βορειοδυτικά λιμάνια της. Ο άνεμος χτυπούσε τα λατίνια κάνοντας τα να παφλάζουν, καθώς ο έμπειρος καπετάνιος ακολουθούσε το συντομότερο θαλάσσιο δρόμο για τη Χερσώνα. Πίσω του έβλεπε τους άλλους δρόμωνες με τα σιφώνια τους έτοιμα να πετάξουν το υγρό πυρ. Αυτό ήταν το όπλο τους απέναντι στους Ρώσους, που μόνο αυτοί προσπάθησαν να διαταράξουν την αδιαμφισβήτητη βυζαντινή θαλασσοκρατία στη Μαύρη Θάλασσα.

×

20

Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τα πλοία από τη Βασιλεύουσα έφερναν την πορφυρογέννητη Άννα, αδερφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄, νύφη για τον Βλαδίμηρο του Κιέβου. Άραγε πώς την κατάφεραν να πει το ναι; Σίγουρα έβαλε το χεράκι της η μάνα της η Θεοφανώ η Λάκαινα.


«Ευχαρίστως να γίνω γυναίκα σου» του είχε πει «αφού πρώτα βαπτιστείτε και γίνετε χριστιανοί! Έτσι εκτός από μένα θα κατακτήσετε και τη βασιλεία των ουρανών!». Πώς θα πήγαινε αυτή η καλλονή πορφυρογέννητη να ζήσει σε μια χώρα με καλύβες και ανύπαρκτες πόλεις; Όλα αυτά τα ιστιοφόρα κουβαλούσαν τα πλούσια προικιά της. Γεμάτα με συμβούλους, αρχιτέκτονες, πολεοδόμους, φιλοσόφους, επιστήμονες, δασκάλους κάθε είδους, μια ιεραποστολή κι ένα πλοίο φορτωμένο βιβλία ξεκίνησαν να φέρουν τον πολιτισμό στη χώρα των Ρως. Πόσα δεν είχε ακούσει γι’ αυτόν τον αγροίκο τον Βλαδίμηρο. Ο πατέρας του, Σβιατοσλάβ, δολοφονήθηκε το 972 από Πεσενέγκους κατ’ εντολή του θείου της Άννας που ήθελε να ξεμπερδεύει οριστικά μαζί του. Του αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή. Ο Βλαδίμηρος πήρε το θρόνο το 980 από τον νόμιμο διάδοχο, τον ετεροθαλή αδερφό του Γιάροπολκ. Φήμες έλεγαν ότι ήταν από μικρός χριστιανός, όπως και η γιαγιά του η Όλγα. Όταν όμως εκείνη πέθανε, ο Βλαδίμηρος γύρισε ξανά στον παγανισμό. Πριν ένα χρόνο ήταν που οι βασιλικοί απεσταλμένοι του Βλαδίμηρου παρακολούθησαν τη μεγαλοπρεπή Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία. Όταν γύρισαν πίσω, είπαν στον βασιλιά τους, «Πώς να το περιγράψουμε με λόγια; Δεν ξέραμε, αν βρισκόμασταν στην γη ή στον ουρανό!». Τότε λένε ότι αποφάσισε να γίνει χριστιανός. Ο Βλαδίμηρος σκέφτηκε χαμογελώντας ότι πάντα οι άλλοι λαοί θαμπώνονταν από την Κωνσταντινούπολη. Ποτέ το αντίθετο. Όμως σίγουρα θα υπολόγισε γι’ αυτό το γάμο ότι οι Βυζαντινοί ήταν οι καλύτεροι πελάτες των προϊόντων του. Το εμπόριο μαζί τους θα έφερνε περισσότερο πλούτο στα θησαυροφυλάκια του Κιέβου. «Λογοθέτη Θεόδωρε, βλέπεις πέρα εκείνους τους βράχους;». Ο καπετάνιος πλησίασε και του έδειξε απέναντι. «Αφού τους περάσουμε, θα φτάσουμε στη Χερσώνα». Ο Θεόδωρος κοίταξε πάλι τους σκούρους βράχους που έδειχναν τρομερά απότομοι. Σαν να διάβασε τις σκέψεις του ο γεροκαπετάνιος του είπε, «Το πέρασμα είναι ακίνδυνο για έναν ικανό ναυτικό». Δεν είπε «όπως εγώ», αλλά ο άντρας συνέλαβε το κρυμμένο νόημα της κουβέντας του. «Θα ήταν καλύτερα να ειδοποιήσω τη μεγαλειότητά της». Πίσω του άκουσε τις διαταγές του καπετάνιου στους σκλάβους να κωπηλατούν μακριά από την ακτή. Δυο μέρες μετά ο Θεόδωρος και η Άννα ατένιζαν από την πρύμνη τη Χερσώνα. Το περίγραμμά της φαινόταν στο βάθος. Η Άννα η πορφυρογέννητη ήταν ντυμένη με μια λινή δαλματική, διακοσμημένη με ταινίες. Δεν είναι μόνο ο ψυχρός αέρας της άνοιξης που την έκανε να κρυώνει. «Πώς θα είναι άραγε ο Βλαδίμηρος με τις δεκάδες συζύγους και παλλακίδες;» σκεφτόταν.

21

×


διήγημα

×

22

Όταν την είχε δει θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Τότε ήταν που ζήτησε επίμονα από τον αδερφό της να την κάνει γυναίκα του. Το πλοίο διέσχισε τα ήσυχα νερά. Φαινόταν πια καθαρά το πλήθος που περίμενε τη βασιλική νύφη. Αλλά και ο κόσμος από τη στεριά, θαύμαζε τους νεοφερμένους. Δίπλα στην Άννα, ο αδερφός της αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, Βασίλειος Β΄. Ευθυτενής και αυτός επίσημα ντυμένος. Φορούσε την αυτοκρατορική τουνίκα του και το πορφυρό sagum, τον μανδύα των αρχόντων, και μια χρυσή πόρπη στολισμένη με πολύτιμους λίθους στον δεξί του ώμο για να τον συγκρατεί. Η φορεσιά του έλαμπε στον ήλιο και τα στολίσματά του αντανακλούσαν στο φως. Ήταν φανερή η προσπάθειά του να θαμπώσει τα πλήθη. Έπρεπε να ανταποκριθεί στη φήμη του. Ήταν ο ηγέτης της πιο πλούσιας, της πιο πολιτισμένης πόλης και αυτοκρατορίας του κόσμου. Δίπλα του η αδερφή του Άννα ξεχώριζε με το λευκό μακρύ φόρεμα διακοσμημένο με χρυσοποίκιλτο ποδόγυρο. Στους ώμους της έπεφτε με χάρη ο πορφυρός αυτοκρατορικός μανδύας από πολύτιμη στόφα. Τα χέρια της στολισμένα με επιμανίκια και η τραχηλιά της με ένα φαρδύ περιδέραιο από πολύτιμους λίθους. Από το στέμμα της κρέμονταν τα βαρύτιμα περπενδούλια που αντικατέστησαν τα παλιότερα σκουλαρίκια και ήταν πολύ εντυπωσιακότερα. Το όμορφο πρόσωπό της , το καλλίγραμμο σώμα που αναδεικνύεται κάτω από τα επίσημα ρούχα και η αυστηρότητα της μορφής της που εμπνέει σοβαρότητα και συνέπεια έκαναν τον Βλαδίμηρο να την ξεχωρίσει ανάμεσα σε τόσες άλλες γυναίκες και να την διεκδικήσει. Η λαμπρή της παρουσία θα επιβληθεί και τώρα επάνω στο Ρωσικό λαό και θα τον μαγέψει. Ακόμη και ο Θεόδωρος που είχε συνηθίσει τη λάμψη των αυτοκρατόρων ένιωσε να κόβεται η ανάσα του από την αστραφτερή παρουσία των δύο αδελφών. Στέκονταν αλύγιστοι στην πλώρη του καραβιού. Παρουσίαζαν ένα θέαμα μοναδικό. Η Άννα και ο Βασίλειος σαν άγγελοι από ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας. Δικαιολογημένες οι ζητωκραυγές του πλήθους που έφτασαν ως τον ουρανό. Βροντερές, ακατανόητες για τους Βυζαντινούς λέξεις γέμισαν την ατμόσφαιρα. Η Άννα παρέμεινε στητή και επιβλητική στην πλώρη. Μόνο αν την πρόσεχες, θα έβλεπες μια ελαφριά χλωμάδα που πρόδιδε την ταραχή και την αμηχανία της απέναντι στο λαό που καλούνταν να κυβερνήσει. Την αγωνία της για το μέλλον δίπλα στο Βλαδίμηρο. Πώς θα ήταν; Πόσο θα ήθελε να βρισκόταν πίσω στο παλάτι στην Κωνσταντινούπολη, περιτριγυρισμένη από αυτούς που αγαπούσε, παρέα με τη φίλη της την Κυριακή να συζητάνε και να κρυφογελάνε για τα αρχοντόπουλα που σύχναζαν στο παλάτι! Η φωνή της μητέρας της


ήρθε να της υπενθυμίσει το χρέος της, «Η ειρήνη και η ευτυχία του λαού μας βρίσκονται στα χέρια σου». Βαρύ χρέος! Θυμήθηκε μ’ έναν αναστεναγμό την αδερφή της Θεοφανώ που έφυγε, νύφη κι αυτή, σε βάρβαρη χώρα. Πόσο θα ήθελε να ήταν μαζί της και να τα συζητούσαν. Ήλπιζε να τη δει να είναι στο γάμο της. Προσπάθησε να διακρίνει τον Βλαδίμηρο μέσα στο πλήθος. Είχε μια θολή εικόνα από την τραχιά όψη που είδε κάποτε στ’ ανάκτορα. Πως την κοιτούσε τότε! Είχε τρέξει στη φίλη της την Κυριακή και όλο το βράδυ το είχαν περάσει γελώντας μ’ εκείνο τον βάρβαρο. Και τώρα; Μεγάλο το χρέος για τις πριγκίπισσες! Το πλοίο έδενε στο λιμάνι της Χερσώνας. Ήρθε η ώρα να κατεβεί. Ο Θεόδωρος ήταν στο πλάι της. Πάντα στο πλάι της, μα τόσο μακριά. Το είχε καταλάβει βέβαια πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Απελπισμένος έρωτας… Ο αδερφός της προχώρησε μπροστά. Τώρα πια κι η ίδια δε μπορούσε να κάνει πίσω. Κατέβηκε, κρύβοντας την ταραχή της. Ιδού ο λαός μου, σκέφτηκε. Το πλήθος ούρλιαζε ακόμα τα ζήτω του στην ακατάληπτη γλώσσα. Ένας ψηλός, ξανθός άντρας με τραχύ δέρμα γονάτισε μπροστά της. Ο μέλλων σύζυγος της. Γρήγορα την έβαλαν σε μια επίσημη κλειστή άμαξα. Πίσω ακολουθούσαν οι δύο αυτοκράτορες, ο αδερφός της και ο Βλαδίμηρος. Ένας σωρός κόσμος άρχισε να κατεβαίνει από τα πλοία. Εμπορεύματα και άνθρωποι ξεφορτώνονταν με φασαρία. Το λιμάνι γέμισε άμαξες και κάρα, αχθοφόρους και εργάτες που θα μετέφεραν την πλούσια προίκα της βυζαντινής πριγκίπισσας. Δεν είχε παράπονο. Ο αδερφός της την είχε προικίσει τόσο πλουσιοπάροχα, ώστε να οικοδομήσει μια ολόκληρη πόλη. Έκλεισε τις κουρτίνες της άμαξας και έγειρε πίσω. Ένιωθε κιόλας πολύ κουρασμένη. Αποκοιμήθηκε μ’ έναν αναστεναγμό. Το παλάτι του Βλαδίμηρου ήταν όμορφο, αλλά πως να συγκριθεί με το αυτοκρατορικό παλάτι της Κωνσταντινούπολης! Πολλά βαριά υφάσματα ήταν ριγμένα γύρω στην αίθουσα υποδοχής, αλλά έλειπε η αυθεντική πολυτέλεια, το γούστο, η καλλιέργεια της βυζαντινής πρωτεύουσας. Ο Βλαδίμηρος και ο αδερφός της ο Βασίλειος μπήκαν στο μεγάλο δωμάτιο. Πλήθος αξιωματούχων τους ακολουθούσαν. Πρώτος μίλησε ο Βασίλειος. «Άννα, ο Βλαδίμηρος δε δέχεται να βαφτιστεί!» «Αυτό δε σημαίνει ότι ο γάμος δε θα γίνει!» γρύλισε ο Βλαδίμηρος. «Υποσχέθηκες με τους απεσταλμένους σου ότι θα γίνεις χριστιανός! Ο Θεός τιμωρεί όσους δεν κρατούν τέτοιες υποσχέσεις». Η φωνή της ακούστηκε σκληρή. Ήταν τολμηρή η νεαρή πριγκίπισσα. «Μου αρκεί η θρησκεία των προγόνων μου», αντιγύρισε απότομα ο Βλαδί-

23

×


διήγημα

μηρος και γύρισε να κοιτάξει την Άννα. Τότε εντελώς άξαφνα τυφλώθηκε! «Έχασα το φως μου! Δε βλέπω!» φώναζε πανικοβλημένος. Όλοι γύρω του έμειναν εμβρόντητοι, τόσο που κανείς δε μπορούσε να μιλήσει, να ακούσει, να πραγματοποιήσει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και όλοι στέκονταν παγωμένοι, λες και ήταν λίθινοι. «Είναι σημάδι του Θεού. Βαφτίσου και τότε θα δεις!» του είπε η Άννα. Η Άννα έπρεπε να τον παντρευτεί, αφού ο Βλαδίμηρος θα βαφτιζόταν Χριστιανός. Σ’ αυτό τον όρο επέμενε πολύ και ο αδελφός της. Η αποδοχή της Χριστιανικής θρησκείας θα σήμαινε ότι η Ρωσία έμπαινε στη σφαίρα επιρροής των Ελλήνων. «Το ξέρεις ότι πριν τον αρραβώνα μας πρέπει να βαφτιστείς. Αν θες να γίνω γυναίκα σου ο επίσκοπός μας θα σε βαφτίσει στην εκκλησία και ο θεός μας θα σου επιτρέψει να βρεις και πάλι το φως σου». Η λεπτεπίλεπτη πριγκίπισσα είχε μεγάλο πείσμα. Ο Βλαδίμηρος θυμήθηκε τη γιαγιά του την Όλγα. Αυτή ήταν χριστιανή και του είχε μιλήσει για το χριστιανισμό από τότε που ήταν μικρός, πριν αυτός ξαναγυρίσει στον παγανισμό. Επιπλέον ως ηγεμόνας κατανοούσε τη σημασία της επιλογής της θρησκείας προς όφελος του κράτους του. «Θα γίνει όπως θέλεις», της είπε και βγήκε τρικλίζοντας από το δωμάτιο. Οι δικοί του τον ακολούθησαν παγωμένοι. Ο Βασίλειος δεν ήθελε να παντρέψει την αδερφή του με τον Ρώσο ηγεμόνα, ούτε και η ίδια το ήθελε. Αναγκάστηκε να υποκύψει στην επιθυμία του Βλαδίμηρου, όταν κατέλαβε τη Χερσώνα και απειλούσε να φτάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ήταν από την αρχή πολύ στεναχωρημένος και καταλάβαινε πως μόνο ένα θαύμα θα άλλαζε τον Βλαδίμηρο που συνέχιζε να μη θέλει να βαφτιστεί. Και τώρα τι θαύμα! Ο θριαμβευτής Βλαδίμηρος έγινε ξαφνικά αδύναμος. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε η φωνή της αδερφής του. «Η μητέρα μας μου έδωσε πολλά φίλτρα μαζί μου. Ένα απ’ αυτά μπορεί να γιατρέψει την προσωρινή τύφλωση. Νομίζω ότι ο Βλαδίμηρος θα γίνει γρήγορα πιστός Χριστιανός. Να ετοιμάζεσαι για το γάμο». Η Άννα έφυγε κι αυτή από το δωμάτιο. Πράγματι κατά την τέλεση του μυστηρίου της Βάφτισης ο Βλαδίμηρος φωτίστηκε με όραση τόσο πνευματική, όσο και σωματική. Η Άννα με τη συμβουλή της αποδείχτηκε σωτήρας του μνηστήρα της. Η σχέση του Βλαδίμηρου και της Άννας απέκτησε διαφορετικό νόημα και ο γάμος τους έγινε με ιδιαίτερη, πρωτάκουστη λαμπρότητα στο ναό του Αγίου Βασιλείου της Χερσώνας. Όλος ο λαός ακολούθησε το παράδειγμα του ηγεμόνα. Η Άννα έγινε δραστήρια συμμέτοχος στη χριστιανική διαφώτιση της Ρωσίας. Συμμετείχε στην ανέγερση ναών και ο Βλαδίμηρος τη συμβουλευόταν. Για χάρη της χώρισε όλες τις άλλες συζύγους που είχε. Η Χερσώνα δωρίσθηκε στην αυτοκράτειρα Άννα και από τότε ξεκινά η λάμψη της μελλοντικής Ρωσίας.

× ×

24


Επισήμανση Οι βυζαντινοί δάσκαλοι διέθεταν ήδη λειτουργικά κείμενα στο Κυριλλικό αλφάβητο, αλλά και ένα πλήθος μεταφράσεων Ελλήνων συγγραφέων στα Σλαβικά. Οι μεταφράσεις αυτές έφεραν σε επαφή τους Ρως με την ελληνική γραμματεία. Χτίστηκαν πόλεις, Έλληνες θησαυροφύλακες οργάνωσαν το οικονομικό σύστημα της χώρας, τέχνες, γράμματα και επιστήμες βρήκαν έδαφος ανάπτυξης. Η Άννα θα είναι για πάντα η μεγάλη τσαρίνα πασών των Ρωσιών και ο ελληνικός πολιτισμός θα χαράξει το μέλλον τους. Τα τέσσερα παιδιά του Ρωμανού του Β΄ και της όμορφης Μανιάτισσας αυτοκράτειρας Θεοφανώς, ο Βασίλειος Β΄, ο Κωνσταντίνος Η΄, η Θεοφανώ (παντρεμένη με τον Όθωνα Β΄ της Γερμανίας) και η Άννα κρατούσαν σχεδόν όλο τον τότε γνωστό κόσμο στα χέρια τους, Κωνσταντινούπολη, Γερμανία, Ρωσία. Η Ρωσική εκκλησία ανακήρυξε αγίους τη γιαγιά του Βλαδίμηρου, την Όλγα, τον ίδιο τον Βλαδίμηρο, τη γυναίκα του Άννα και δύο τουλάχιστον από τους γιους που είχε πριν παντρευτεί την Άννα.

Στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας οι μαθητές της Β΄ τάξης του Γυμνασίου Σταυρακίου Ιωαννίνων αποφάσισαν να γράψουν ένα ιστορικό διήγημα. Στο μάθημα της Ιστορίας εξέτασαν την περίοδο ακμής του Βυζαντίου (717-1025) δείχνοντας ενδιαφέρον για τη σχέση του κράτους με τους γειτονικούς λαούς. Επειδή τα γεγονότα δεν ήταν τόσο γνωστά επικεντρώθηκαν στην έρευνα μόνο του γάμου της Άννας με το Ρώσο ηγεμόνα και εξέτασαν τις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών. Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων συγκεντρώθηκαν πληροφορίες και οι μαθητές χωρίστηκαν σε ομάδες, ώστε να επεξεργαστούν το υλικό που συγκέντρωσαν. Θεωρούμε ότι η προσέγγιση αυτή για τη μελέτη της Ιστορίας, ενός μαθήματος που κατά κανόνα οι μαθητές το αντιμετωπίζουν αρνητικά, αποτελεί μια νέα, δημιουργική πρόταση. Οι μαθητές προβληματίστηκαν, ερεύνησαν πήραν πρωτοβουλίες, συνεργάστηκαν μεταξύ τους και με καθηγητές άλλων ειδικοτήτων εκτός από τη φιλόλογο. Η Ιστορία έγινε πεδίο δράσης που οδήγησε τους μαθητές στην ανακάλυψη και τη μελέτη του ίδιου του γεγονότος (ανακαλυπτική μάθηση). Επιπλέον έμαθαν να συνεργάζονται μεταξύ τους (συνεργατική μάθηση) και να ελέγχουν τις πηγές που χρησιμοποιούν. Ονόματα μαθητών Β1: Αδάμου Φ., Ακρίβης Γ., Αναστασάκη Ά., Βαρδάκας Κ., Ζήκου Κ., Ζήκου Μ., Θάνος Σ., Θωμάς Κ., Κλεφτάκη Ά., Κολοκύθας Κ., Κομπογιάννη Κ., Κοντογιάννης Α., Κοντομάρη Μ., Κοτρώτσιος Γ., Κουτσού Κ., Κρομύδας Μ., Λιάλιος Β. Ονόματα μαθητών Β2: Μακρίδης Μ., Μπατζή Ν. Ναυρόζογλου Χρ., Οικονόμου Χρ., Παλαιοπάνος Ν., Παναγιωτάκη Έ., Παππάς Μ., Παπιγκιώτης Η., Ράπτη Η., Σπυρίδωνος Β., Τσάνος Ν., Τσιγγέλης Κ., Τσούμα Μ., Φασούλη Φ. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Αγγελική Κυριτσάκα

25

×


μία λέξη χίλιες σκέψεις

μία στήλη για μία λέξη χίλιες σκέψεις

Μυθοπλασία Είδηση Άμμος

σχολιάζουν οι συγγραφείς

Δημήτρης Στεφανάκης

Μ

υθοπλασία: Ένα απέραντο εργοτάξιο, όπου αναρίθμητοι ήρωες οικοδομούν καθημερινά μύθους και ιστορίες προς τέρψιν των ανθρώπων.

Ε

ίδηση: Το κουδούνι στην πόρτα σου που όταν τ’ ακούς, πηγαίνεις ν’ ανοίξεις όμως εννιά στις δέκα φορές δεν είναι κανείς.

Ά

μμος: Ο πίνακας που πάνω του γράψαμε, σβήσαμε και ξαναγράψαμε τις εμπειρίες μιας αμετανόητης εφηβείας.

Μαίρη Κωνσταντούρου

Μ

υθοπλασία: Για ένα συγγραφέα ένα ονειρικό ταξίδι μακριά από την πραγματικότητα, μια απόδραση σε φανταστικούς κόσμους του νου. Για ένα παιδί ένας αθώος τρόπος να βιώσει τα δικά του παραμύθια. Για έναν πολιτικό κάλπικες συνήθως υποσχέσεις προκειμένου να εξαπατήσει το λαό και να αποκτήσει τη δύναμη της εξουσίας...

Ε

ίδηση: Πληροφορία χρήσιμη ή άχρηστη, ευχάριστη ή δυσάρεστη, αληθινή ή κατασκευασμένη. Ερέθισμα που μπορεί να διεγείρει συναισθήματα και σκέψεις ή να προκαλέσει δράση και αντίδραση ενός μεμονωμένου ατόμου ή και ολόκληρου λαού...

×

26

Ά

μμος: Εισαγωγή στο απέραντο γαλάζιο, συνυφασμένη με ηρεμία, χαλάρωση, ρομαντικά ραντεβού, καλοκαιρινό σεργιάνι... Ενίοτε χρησιμοποιείται και ως βάση για να χτίσουμε σαθρά οικοδομήματα με τα όνειρα, τις ελπίδες και τις επιθυμίες μας...


Έκτορας Ιωάννου

Μ

υθοπλασία: Κόρη της έμπνευσης και επίσημη αγαπημένη του κάθε συγγραφέα. Η σχέση μαζί της είναι μία διαρκής περιπέτεια. Στο πλευρό της θα κάνεις τα πιο περίεργα ταξίδια, θα ζήσεις ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις, γεγονότα κάθε είδους, που δε μπορείς να εμποδίσεις και θα σε αφήσει ακριβώς τη στιγμή που θα θέλεις κι άλλο, περιμένοντας με αγωνία την επόμενη φορά που θα σου κλείσει το μάτι πονηρά για να την ακολουθήσεις.

Ε

ίδηση: Καθιερώθηκε με τον πληθυντικό της στη ζωή μας και τα τελευταία χρόνια πάθαμε ένα είδος εθισμού στις όχι ευχάριστες ειδήσεις . Ή θα υπάρχουν αρνητικές ή καθόλου ειδήσεις, όπως τον Αύγουστο. Εδώ κι αρκετό καιρό προτιμώ να τις διαβάζω από το διαδίκτυο, όταν συνειδητοποίησα ότι η χροιά της φωνής του εκάστοτε παρουσιαστή, μπορεί να επηρεάσει άμεσα και την ψυχολογία μου.

Ά

μμος: Ήλιος, θάλασσα, πρόσωπα γεμάτα χαμόγελο σ’ ένα τοπίο που βοηθά την απόδραση από κάθε είδους προβληματισμό, ιδιαίτερα στις εποχές που ζούμε. Με το θερμό της άγγιγμα, συντελεί στη σκέψη αποκλειστικά ευχάριστων παραστάσεων, κρατώντας ζωντανό το όνειρο, στοιχείο απαραίτητο της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο.

Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος

Μ

υθοπλασία: Η επίπεδη καθημερινότητα του συμπεριφορισμού ενός οποιουδήποτε «εγώ», που φαντάζει αλήθεια στα μάτια των καλόπιστων ή των αδαών και μέγα ψέμα στην ψυχή των συμβιβασμένων, των λαμπρών…

Ε

ίδηση: Γιος, φοιτητής, καθηγητής, εργαζόμενος, σύζυγος, μπαμπάς, Ευχαριστώ × 6. Θα ήθελα να ήμουν εγγονός, η σκέψη μου να ζωγραφίζει ακατέργαστες συνειδήσεις και να μη χρειαστεί άλλο να καταπραΰνω τους κραδασμούς!

Ά

μμος: Ψάχνω στο σωρό για το έτερον, το αλλότριον… Δυσκολεύομαι στα αχανή πελάγη του «πρέπει» και του «μη», αηδιάζω ακόμα με τα πλαστικά κουβαδάκια της ψεύτικης συγκίνησης και τις τσουγκράνες του επίκτητου ερωτισμού! Παρών!

27

×


διήγημα Ευάγγελος Ευθυμίου

Ο φακός των πολέμων

του Ευάγγελου Ευθυμίου

Ή

ταν σίγουρα μία αξιοπρόσεχτη συλλογή. Δεν υπολειπόταν σε τίποτα της αντίστοιχης στο μουσείο τέχνης της πρωτεύουσας κι ας είχε δημιουργηθεί αποκλειστικά από έναν και μόνο ιδιώτη. Γι’ αυτό ζητήθηκε να παραχωρηθεί στο νεοσύστατο μουσείο του δήμου, αν και θα γινόταν αργά ή γρήγορα οικιοθελώς. Θα παρουσιαζόταν ως το κεντρικό έκθεμα του μουσείου, ένα έκθεμα απαρτιζόμενο από τα σπάνια κομμάτια της, που θα ζήλευε όχι μόνο ένας εξειδικευμένος συλλέκτης, αλλά και ο κάθε φιλότεχνος που θα την αντίκριζε. Μία συλλογή δωρεά στη τέχνη, που τα κομμάτια της όμως δεν είναι έργα τέχνης, αλλά την παράγουν. Η συλλογή δεν είχε μεταφερθεί ακόμα στο μουσείο, λόγω κάποιων διαδικαστικών και γραφειοκρατικών θεμάτων, δίνοντας μου την ευκαιρία να την ψηλαφίσω για μία ακόμη φορά. Ως κεντρικό έκθεμα δεν θα έβγαινε από τα προθέματα κι έτσι δεν θα είχα την ευκαιρία να την πιάνω στα χέρια μου. Στο συμφωνητικό παραχώρησης αναφερόταν βέβαια ρητά. «Οποιαδήποτε στιγμή ο πρώην ιδιοκτήτης και δωρητής του εκθέματος μπορεί να δει οποιοδήποτε κομμάτι κατά προσωπικού». Δεν ήταν όμως από τα πρωτεύοντα θέματα της οικογένειας μου, γιατί όπως προανέφερα θα την δωρίζαμε ούτως ή άλλως. Η όλη παραχώρηση ήταν μια ενέργεια απαγκίστρωσης από την ίδια τη συλλογή, μιας και το κύριο ενδιαφέρον της για την οικογένεια μου -και για το ευρύ κοινό- βρισκόταν στην ουσία της. Δηλαδή στο παραγόμενο υλικό της όλα αυτά τα χρόνια, αφού όλα τα κομμάτια της ήταν ενεργά και λειτουργικά και όχι απλώς συλλεκτικά. Ένα παραγόμενο υλικό δημοσιευμένο σε εφημερίδες, περιοδικά και εκθέσεις που το πρωτότυπο και τα δικαιώματα του άνηκαν στην οικογένεια μου. Την αξία και στις δύο συλλογές την είχε δώσει η φοιβόληπτη ματιά και η φήμη του πατέρα μου. Η φήμη που δημιουργήθηκε και από το ίδιο το παραγόμενο αντικείμενο, αλλά και το παραχθέν, μέσα από την διαφορετικότητα του.

×

28

Ξεκίνησε από εφηβική ηλικία με ένα απαρχαιωμένο, ακόμα και για εκείνη την εποχή μοντέλο, αιχμαλωτίζοντας στιγμές της γειτονιάς. Μένουμε ακόμα στο πατρικό μας και οι ηλικιωμένοι μας γείτονες και πολύ καλοί του φίλοι, δεν έχαναν μέχρι πρότινος την ευκαιρία να τον ευχαριστούν που τους έδωσε μέσα στην φτώχια της εποχής μία αναλλοίωτη στον χρόνο ανάμνηση. Μπορούσαν με εικόνες να συζητούν για τον εαυτό τους στη ξέγνοιαστη νιότη του και για τους γονείς και παππούδες τους στην τότε καθημερινότητα τους. Πολύ γρήγορα του πρότειναν να το κάνει επαγγελματικά, αφού


η μοναδική εφημερίδα της περιοχής αναζητούσε νεαρούς με ζήλο και αγάπη για τη δουλειά. Έχοντας ένα καλό μεροκάματο, γρήγορα μάζεψε ένα κομπόδεμα που το ξόδεψε στην μία και μοναδική φορά για να αποκτήσει μία σύγχρονη για την εποχή της μηχανή, ώστε να αποδίδει στο μέγιστο τη δουλειά του, βοηθώντας τον να γίνει σωστός επαγγελματίας. Ήταν η εποχή των γνωριμιών και η εποχή που γύρισε όλον τον κόσμο. Τα εξαιρετικά αποτελέσματα και η ευχέρεια του να απαθανατίζει πάντα, όχι μόνο το επιθυμητό, αλλά και το βέλτιστο, τον έκαναν να μετακομίσει στην πρωτεύουσα. Η μεγαλύτερη εφημερίδα της εποχής τον είχε για τις ειδικές αποστολές και τα μεγάλα γεγονότα. Για αρχή κάλυπτε στιγμές εντός της πρωτεύουσας. Ηθοποιοί, τραγουδιστές και όλων των ειδών οι καλλιτέχνες πέρασαν από τον φακό του. Στην συνέχεια μετακόμισε στο πολιτικό ρεπορτάζ. Ταξίδεψε σε κάθε συνάντηση του εκάστοτε πρωθυπουργού και υπουργού εξωτερικών σε σημείο που να μετατραπεί σε μια οικία φυσιογνωμία απέναντι τους. Άλλωστε, πολλές φορές μοιραζόταν και το ίδιο αεροπλάνο και συμμετείχε σε φιλικές συζητήσεις. Δεν έκανε όμως ποτέ του ψαρέματα γεγονότων. Η δουλειά του δεν ήταν να γράφει, αλλά να απεικονίζει. Γι’ αυτό όλοι τον συμπαθούσαν. Ώσπου κάποια στιγμή του ζητήθηκε να καλύψει έναν πόλεμο. Τον πρώτο του όπως αποδείχτηκε, γιατί ακολούθησαν πολλές καλύψεις μετά από αυτόν. Η κάθε μορφή βιαιότητας κάτω από κάθε συναίσθημα που κυριαρχούσε, τον έκαναν φανατικό ειρηνιστή. Φωτογράφιζε τη θλίψη, την οδύνη και τη στεναχώρια του άμαχου πληθυσμού, την ωμότητα, τη θηριωδία και την κτηνωδία των «αγράμματων στρατιωτών» ή «σπουδαγμένων ανταρτών», όπως τους χαρακτήριζε, την ένταση και την αδιαφορία αυτών που κινούσαν τα νήματα… Όλα αυτά με σκοπό να ταράξει την ανέμελη και επιτηδευμένη αδιαφορία του «πολιτισμένου» κόσμου. Το να παρουσιάζουμε όμως τον πόλεμο σαν κάτι καινούριο και πρωτοφανές, υποκρινόμενοι πως η κάθε φορά συμβαίνει για πρώτη φορά και πως δεν το έχουμε ξαναδεί, από την στιγμή που η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων, δεν ήταν κάτι που το δεχόταν. Έτσι αποφάσισε η τέχνη του, μέσα από το προσωπικό του ύφος, να παρουσιάζεται με παλαιικό στιλ. Εκεί ξεκίνησε τη συλλογή παλαιών, αλλά λειτουργικών μοντέλων. Ήθελε να απαθανατίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο και να περάσει την εικόνα πως τίποτα δεν υπάρχει για πρώτη φορά στην πολυετή ιστορία της φρίκης του πολέμου. «Τίποτα δεν είναι καινούριο και πρωτοφανές, απλώς ή του γυρνάμε επιδεκτικά την πλάτη και κάνουμε πως δεν υπάρχει ή ηθελημένα το σβήνουμε από την μνήμη μας» δήλωνε. Δεν κρατούσε ημερολόγιο, για να μας μεταφέρει τα συναισθήματα του, αλλά οι φωτογραφίες του ήταν υπεραρκετές, για να μας τα μεταδώσει. Οι εκθέσεις εντός κι εκτός συνόρων και οι δημοσιεύσεις του σε εγχώρια και ξένα περιοδικά ή εφημερίδες τον έκαναν γνωστό ως εκφραστή της ειρήνης.

29

×


διήγημα Ευάγγελος Ευθυμίου

Κατάφερε πολλά. Το κυριότερο ήταν ο διεθνής σύλλογος για την αντιμετώπιση κάθε μορφής πολέμου. Ιδρυτικό στέλεχος, με μέλη χιλιάδες άτομα από όλον τον κόσμο. Συγγενείς θυμάτων, αλλά και απλοί άνθρωποι που δεν είχαν γνωρίσει πόλεμο και δεν ήθελαν να τον γνωρίσουν. Αν και η ενασχόληση του με τον σύλλογο τον απομάκρυνε από την αγαπημένη τέχνη του, δεν τον πείραζε. Είχε αφοσιωθεί μονάχα στο σκοπό του. Με τον καιρό όμως αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τον σύλλογο. Είχε γιγαντώσει τόσο που δεν μπορούσε να τον διαχειριστεί. Δεν ήταν άλλωστε μάνατζερ και ούτε ήθελε να γίνει. Τα χρόνια όμως είχαν περάσει. Δεν ήταν σε θέση πια να ακολουθήσει το πολεμικό ρεπορτάζ και έτσι αφιέρωσε την τέχνη του εντός των συνόρων και κυρίως εντός πόλεως. Με το ίδιο πάντα θέμα όμως. Τον πόλεμο. Ιδεολογικός πόλεμος, μεταξύ δύο γερόντων στον καφενέ της γειτονιάς… Η ένταση στα πρόσωπα τους μετέδιδε μια απαστράπτουσα διαμάχη που βίωναν για δεκαετίες. Ο πόλεμος της νοικοκυράς, μέσα από την καθημερινή μάχη που έδινε με τα οικιακά, με την ανατροφή των παιδιών της και με το συμπλήρωμα του οικογενειακού εισοδήματος. Ο πόλεμος του άστεγου, ένας σκληρός πόλεμος με τη φτώχια και την εξαθλίωση, μάχες που δίνει με τους υπερόπτες περαστικούς που «φοβούνται» και να τον κοιτάξουν, γιατί αν διασταυρωθούν τα βλέμματα τους μπορεί ξαφνικά να γίνει υπαρκτός. Αέναες μάχες, για να τραβήξει την προσοχή κάποιων φιλεύσπλαχνων. Πολυποίκιλοι πόλεμοι που συνέβαιναν στο κλεινόν άστυ, παντού γύρω μας, που η ματιά του πατέρα τους συνελάμβανε και μας τους παρουσίαζε. Ώσπου τον χτύπησε το εγκεφαλικό.

×

30

Τον κατατρόπωσε. Ήταν μία ολοσχερής ήττα σε ένα πόλεμο που δεν περίμενε. Έναν πόλεμο που τον χτύπησε στο ζωτικότερο σημείο του. Τα μάτια του. Η όραση του ήταν το κύριο όπλο στον πόλεμο που έδινε ενάντια στους πολέμους. Εδώ θα πρέπει να αναφέρω δύο γεγονότα τα οποία καθόρισαν σημαντικά την πορεία του πατέρα μου μετά το εγκεφαλικό. Το πρώτο είναι πως ήταν βαθιά θρήσκος. Πίστευε στο Θεό με έναν ιδιαίτερο τρόπο και πολύ προσωπικό. Πίστευε πως έπρεπε να δεχτούμε τις εντολές του Κυρίου με οιονδήποτε τρόπο κι αν ερχόταν σε εμάς. Το δεύτερο ήταν πως εγώ ο ίδιος είμαι οφθαλμίατρος. Μετά τις πρώτες μέρες νοσηλείας και αφού μεταβήκαμε πίσω στο σπίτι, άρχισαν τα πράγματα να δείχνουν την κατάσταση που θα ακολουθούσε. Πέρα από την σημαντική απώλεια όρασης -φανταστείτε να έχει κάποιος πολλούς βαθμούς μυωπία συν κάποια μαύρα σημάδια- συν κάτι μικρές νευρι-


κές συσπάσεις του προσώπου, το εγκεφαλικό δεν του είχε αφήσει κάποιο άλλο πρόβλημα υγείας. Το ψυχολογικό κομμάτι του όμως τον είχε καταβάλει. Δεν μιλούσε παρά ελάχιστα και δεν έβγαινε από το δωμάτιο του παρά μονάχα, όταν παρουσιαζόταν ανάγκη. Ακόμα και το φαγητό στο δωμάτιο του το πηγαίναμε. Ούτε καν για την τέχνη ή τον σύλλογο δεν ήθελε να μάθει νέα ή έστω να ρωτήσει για την κατάσταση της τόσων ετών δουλειάς του. Τίποτα απολύτως. Μετά βίας ρωτούσε τα τυπικά για εμάς και την υγεία μας. Σαν ένας μακρινός συγγενής. Το χειρότερο από όλα όμως ήταν πως δε δεχόταν να εξεταστεί περαιτέρω. Τα μάτια του, αν και είχαν χάσει μεγάλο μέρος της λειτουργίας τους, δεχόταν επέμβασης ή έστω γυαλιά. Κάτι τόσο απλό. Γυαλιά. Παρόλα αυτά ήταν ανένδοτος. Δεν ήθελε να επέμβουμε πουθενά πάνω του. Κανένας μας. Ούτε καν εγώ, ο ίδιος ο γιος του. Εγώ, που ήμουν ένας έμπειρος πλέον οφθαλμίατρος. Αρνούνταν κατηγορηματικά. «Ο Θεός έδωσε εντολή» μας απαντούσε επανειλημμένα. Όλη η οικογένεια βλέπαμε πως μέρα με τη μέρα μετατρεπόταν σε ένα ανθρώπινο ράκος. Όχι από το εγκεφαλικό αυτό καθ’ αυτό, αλλά από την ψυχολογική μετάπτωση που του επέφερε. Η άτακτη και άμεση αποκοπή από την τέχνη του, ήταν αυτό που πραγματικά του στοίχησε. Δεν έλεγε κουβέντα για το θέμα, αλλά όλοι το είχαμε αντιληφθεί. Δεν μπορούσα να τον βλέπω έτσι και μετά από τις αλλεπάλληλες αρνήσεις του να δεχτεί εξέταση και γυαλιά, έκατσα να σκεφτώ κάτι που θα τον ξεγελούσε με κάποιον τρόπο. Κάτι που έπρεπε να γίνει μέσα από την τέχνη που υπηρετούσε από μικρό παιδί. Η λύση βρέθηκε σε ένα δώρο. Ένα πολύ ιδιαίτερο δώρο που αποφάσισα να του κάνω. Ένα δώρο που θα έκρυβε ένα μυστικό. Δεν θα του αντιστεκόταν. Θα υπέκυπτε στο να το ανοίξει, να το ψηλαφίσει και να κοιτάξει μέσα από τον φακό του… Ήταν ένα από αυτά τα παλιά μοντέλα που αναζητούσε τον τελευταίο καιρό. Δεν το είχε αποκτήσει, γιατί απλά κάποιες άλλες υποχρεώσεις εκείνης της περιόδου πριν το εγκεφαλικό, δεν του είχαν δώσει τον απαραίτητο χρόνο. Το εντόπισα λοιπόν και το παρήγγειλα. Με το που έφτασε στο σπίτι μας δεν το αμπαλάρισα για να του το προσφέρω. Έπρεπε να προσθέσω και το μυστικό που ήδη σας ανέφερα. Τόσα χρόνια δίπλα από τον πατέρα μου, είχα ασχοληθεί και εγώ με την τέχνη της φωτογραφίας και κυρίως μου άρεσε να ψαχουλεύω την τεχνοτροπία των μηχανών. Οπότε σε συνδυασμό με το επάγγελμα μου, αποφάσισα να κάνω μία μύξη. Άλλαξα λοιπόν τους φακούς της νεοαφιχθείσας μηχανής, που μόλις είχα παραλάβει, με φακούς ειδικούς για το πρόβλημα οράσεως του πατέρα. Δεν ήταν κάτι απλό, το ομολογώ. Χρειάστηκα τη βοήθεια μερικών ακόμα φίλων, για να καταφέρω το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα λειτουργικό σε δύο συνιστώσες. Την ιατρική και τη φωτογραφική τέχνη.

31

×


διήγημα Ευάγγελος Ευθυμίου

×

32

Το τύλιξα όμορφα και το έβαλα πάνω στο κρεβάτι του σε μία από τις ελάχιστες στιγμές που έλειπε από το δώματιό του. Όταν γύρισε δεν το πρόσεξε, λόγω της όρασης του -εντός του σπιτιού μετακινούνταν από συνήθεια, γνωρίζοντας τόσα χρόνια και το παραμικρό έπιπλο σε ποια θέση βρισκόταν- με αποτέλεσμα να κάτσει πάνω του. Η συσκευασία ήταν γερή και δεν έπαθε καμία ζημιά. Το πήρε στα χέρια του και δεν το άνοιξε. Ούτε δώρα ήθελε. Με φώναξε όμως από περιέργεια να μάθει ποιος του το έφερε. Του εξήγησα πως του το πήρα εγώ και μάλιστα του αποκάλυψα και τι ήταν για να του κινήσω την περιέργεια. Απέκρυψα όμως το μυστικό που είχα προσθέσει. Εκείνος δε μίλησε. Μου έκανε νεύμα να φύγω και έμεινε με το κουτί της μηχανής στα γόνατα του. Ατένιζε τον απέναντι τοίχο. Σκεφτόταν για ώρα. Τελικά, όπως το περίμενα, άνοιξε το κουτί. Όπως κάθε καλλιτέχνης του είδους του, το πρώτο πράγμα που κάνει όταν πιάνει στα χέρια του μία νέα ή ξένη φωτογραφική μηχανή, είναι να κοιτάξει στιγμιαία μέσα από τον φακό. Ασυναίσθητα έκανε το ίδιο κι ο πατέρας. Μονάχα που με το που κοίταξε, δεν κατέβασε τον φακό από το πρόσωπο του. Για πολύ ώρα… Το ίδιο κιόλας απόγευμα έκανε την πρώτη του βόλτα με τη μηχανή μονίμως κολλημένη στο πρόσωπό του. Δεν απομακρύνθηκε πολύ, το σπίτι βρισκόταν πάντα στο οπτικό του πεδίο ή σωστότερα στο οπτικό πεδίο της μηχανής. Λίγη ώρα αργότερα γύρισε και κλείστηκε, όπως συνήθιζε, στο δωμάτιο του. Δεν είπε κουβέντα, αλλά ένα χαμόγελο κρεμόταν απ’ τα χείλη του. Την επομένη, από το πρωί, βγήκε ξανά από το σπίτι. Έστριψε την στροφή στο τέρμα του δρόμου μας και κάθισε στην πλατεΐτσα. Η μηχανή πάντα κολλημένη στο πρόσωπο του. Στην επιστροφή του το ίδιο χαμόγελο κύρτωνε τα χείλη του. Το παρατηρήσαμε όλοι τη στιγμή που πέρασε από μπροστά μας, για να κλειστεί στο δωμάτιο του ξανά. Μέρα με τη μέρα οι βόλτες του μεγάλωσαν κι απομακρυνόταν όλο και περισσότερο, τριγυρνώντας σε διάφορες γειτονιές. Έμοιαζε με εκκεντρικό εξερευνητή από μακρινή χώρα ή με μανιώδη Ιάπωνα τουρίστα, έτσι όπως είχε τον διπλό φακό συνεχώς στο πρόσωπο του. Το βράδυ γυρνούσε πίσω σπίτι με το νέο του χαμόγελο να τον στολίζει, αλλά χωρίς να αποχωρίζεται τη μοναξιά του δωματίου. Δεν του άρεσε να σχολιάζει την νέα του κατάσταση, αποφεύγοντας εντέχνως και σχεδόν μονολεκτικά τις ερωτήσεις μας. Εμείς όμως χαιρόμασταν που τον βλέπαμε να χαμογελάει και δεν επιμέναμε. Αυτό το χαμόγελο όμως ήταν που μας έκρυβε το τι πραγματικά συνέβαινε. Δεν μπορούσαμε να το είχαμε υποψιαστεί, γιατί αυτό που βλέπαμε ήταν και αυτό που θέλαμε να δούμε. Αλλά πίσω από κάθε εικόνα κρύβονται πολλά περισσότερα. Μία εικόνα χίλιες λέξεις λένε… Εγώ το μεταφράζω ως μια εικόνα χίλια μυστικά. Όλον αυτό τον καιρό που κρατούσε τη μηχανή στο πρόσωπο του, το κλείστρο δεν είχε ακουστεί ούτε μία φορά. Καμία εικόνα δεν είχε αιχμαλωτιστεί στα σωθικά της μηχανής. Ο πατέρας ήταν περήφανος άνθρωπος. Γνώριζε πως ότι κάναμε το κάναμε για χάρη του και αυτό που τον τυραννούσε περισσότερο ήταν πως ένιωθε να μας είχε γίνει βάρος. Εμείς δεν το βλέπαμε φυσικά έτσι, απλά το εγκεφαλικό που προέκυψε άλλαξε την συμπεριφορά μας προς αυτόν από την άποψη πως έπρεπε να είμαστε όλοι μας πιο προσεκτικοί με την υγεία του. Ο πατέρας όμως δεν το δεχόταν και το χαμόγελο του ήταν απλά μια μάσκα, για να καλύψει όλα αυτά που ένιωθε. Η μηχανή που του χάρισα δεν τον ανέκαμψε ψυχολογικά, αλλά


τον ώθησε να ανακαλύψει και να δει την πραγματική κατ’ αυτόν εικόνα της κατάστασης του. Ένας φακός δείχνει πολύ περισσότερα πράγματα από όσα βλέπει το μάτι. Με το που κοίταξε τον κόσμο μέσα από τον φακό, κατάλαβε πως όλο αυτό δεν είναι η πραγματική του υπόσταση, πως δεν είναι ο ίδιος που ήταν πάντα. Είχε αλλάξει. Αλλά αυτό δεν το πείραζε. Αυτό που τον πείραζε ήταν πως φοβόταν πως θα αλλάξει και εμάς μαζί με την δική του αλλαγή. Εξ ου και το ψεύτικο χαμόγελο. Για να μας ξεγελάσει και να μην αλλάξουμε, μην επηρεαστούμε. Από το πρωί που ξυπνούσε έως το βράδυ που έπεφτε για ύπνο, αυτό ήταν το δίλημμα του. Να επηρεαστεί αυτός και να δεχτεί να αλλάξει, παλεύοντας με τον άλλο του εαυτό ή να αλλάξουμε εμείς για χάρη του; Οι βόλτες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνεχής επεξεργασία αυτού του διλήμματος και όχι η αναζήτηση μιας εικόνας. Περίπου δύο μήνες μετά το δώρο μου πήρε την απόφαση του. Κάθισε στο μεσημεριανό μαζί μας ύστερα από πολύ καιρό. Το θεωρήσαμε μία θετική εξέλιξη, το επόμενο βήμα μετά το κάλπικο χαμόγελο του. Το απόγευμα έμεινε αμίλητος στον κήπο και όταν άρχισε να σουρουπώνει πήρε την μηχανή του και ξεκίνησε τη βόλτα του. Τον περιμέναμε για βράδυ, αλλά δεν τον είδαμε να φαίνεται. Όταν η ώρα ήταν περασμένη αρχίσαμε να ανησυχούμε κι ένα κακό προαίσθημα μας είχε όλους καταβάλει. Περιμέναμε ως τα μεσάνυχτα και ειδοποιήσαμε την αστυνομία για την εξαφάνιση του. Μετά από κάποιες ώρες ερευνών η σορός του βρέθηκε να επιπλέει σε μια απομακρυσμένη γωνιά του μόλου. Όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης την επομένη μετέδωσαν το θλιβερό γεγονός. Το ανέφεραν ως ένα τραγικό ατύχημα. Αλλά εγώ και η οικογένεια μου καταλάβαμε τι πραγματικά είχε συμβεί. Τις υποψίες μας επιβεβαίωσε και η παράδοση των προσωπικών αντικειμένων του από την αστυνομία. Στην τσέπη του βρέθηκε ένα σημείωμα που κρατήθηκε μακριά από την δημοσιότητα. Έγραφε μονάχα μία φράση. «Στον εσωτερικό σου πόλεμο πρέπει να υπάρχει μόνο νίκη».

×

Ο

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ κατάγεται από το Καναλάκι Πρέβεζας και ζει στα Ιωάννινα. Του αρέσει να γράφει διηγήματα και δεν έχει κάνει ποτέ στην ζωή του σκι αλλά έχει παίξει χιονοπόλεμο. Διαβάζει και κόμικ.

33

×


τα Ελενικά

μία στήλη για τα Ελενικά

Κάνε μια ευχή…

της Ελένης Μπάρκα

Ε

υχή. Τυπική έκφραση της ελπίδας ή της επιθυμίας κάποιου για την ευόδωση μιας ενέργειας ή την ευνοϊκή εξέλιξη των πραγμάτων.

Σε όλη μας τη ζωή ευχόμαστε να συμβεί κάτι καλό, να μη συμβεί κάτι δυσάρεστο, ή απλά να αποφευχθούν τα χειρότερα. Δίνουμε τις ευχές μας σε γάμους, βαφτίσεις, γιορτές, γενέθλια και κάθε είδους επιτυχία. Ακόμα και σε κηδείες χωράει μια ευχή… Ζητάμε την ευχή των μεγαλυτέρων και την ευχή των εκπροσώπων του Θεού. Προσπαθούμε να προλάβουμε ένα πεφταστέρι και δε σβήνουμε ποτέ τα κεράκια της τούρτας μας, πριν ευχηθούμε για αυτό που ποθούμε περισσότερο. Αν, λοιπόν, το σκεφτεί κανείς, περνάμε τον καιρό μας προφέροντας «μαγικές» λέξεις και περιμένουμε όλα να γίνουν, όπως ακριβώς τα θέλουμε. Γιατί όμως έχουμε συνηθίσει να συντροφεύουμε κάθε μας στιγμή με τυπικά λόγια και στερεότυπες εκφράσεις; Μήπως εξασφαλίζεται η ευτυχία σε ένα γάμο, αν όλοι οι καλεσμένοι ευχηθούν «βίον ανθόσπαρτον»; Ή μήπως μια ευχή για καλή επιτυχία θα βοηθήσει τον αδιάβαστο μαθητή να τα πάει καλά στο διαγώνισμα; Είναι μερικές φορές που νομίζουμε ότι προφέροντας απλά κάτι, θα πετύχουμε το σκοπό μας, ακόμα κι αν μείνουμε αδρανείς ως προς τις πράξεις μας. Λες και το ότι ευχηθήκαμε κάτι είναι αρκετός λόγος, για να συμβεί κιόλας. Σαν μικροί, εκκολαπτόμενοι μάγοι που προσπαθούν να ρίξουν το μολύβι απ’ το τραπέζι μόνο με το βλέμμα… Και τι γίνεται, αν κάποιος δε μας ευχηθεί, ενώ θα έπρεπε; Τότε αυτός ο κάποιος μπορεί ακόμα και να γίνει παρεξηγήσιμος. Μπορεί με τη στάση του αυτή να δείχνει ότι δεν είσαι αρκετά σημαντικός γι’ αυτόν, για να θυμηθεί τα γενέθλιά σου και να σου

×

34


ευχηθεί να ζήσεις εκατό χρόνια (να μια πολύ ρεαλιστική ευχή…) Κι αν ο τάδε ή ο δείνα δε μου ευχηθεί «καλή σταδιοδρομία» στην ορκωμοσία μου, αυξάνονται οι πιθανότητες να «συναντηθώ» με την ανεργία; Κάποιες φορές η μη διατύπωση ευχής από τους άλλους, νομίζω ιδιαίτερα για τα άτομα μεγαλύτερων ηλικιών, μοιάζει με φράγμα που υψώνεται ανάμεσα σε εμάς και αυτό που θέλουμε να συμβεί. Δεν μπορώ να καταλάβω ωστόσο, για ποιο λόγο πιστεύουμε ακόμα σε ευχές… Ο άνθρωπος έχει από καιρό αποδείξει ότι μπορεί να είναι κύριος της μοίρας του. Η πορεία της ζωής μας καθορίζεται απ’ τις ενέργειές μας κι απ’ τις επιλογές μας . Τα σημαντικά στη ζωή του κάθε ανθρώπου δε γίνονται με λόγια και ευχές, αλλά με προσωπικό αγώνα και αρκετή προσπάθεια. Αν αξίζουμε κάτι καλό, θα έρθει σε εμάς, ακόμα κι αν δεν ευχηθούμε γι’ αυτό. Εμείς οι ίδιοι καθορίζουμε τη μοίρα μας και την πορεία μας. Τίποτα δε γίνεται μαγικά και αυτόματα. Καθημερινά ακούγεται κάπου το «Χρόνια πολλά» και καθημερινά άνθρωποι πεθαίνουν. Καθημερινά κάπου στον κόσμο κάποιος θα εύχεται σε έναν δικό του «καλή επιτυχία», καθημερινά όμως κάποιος από εμάς βιώνει την αποτυχία και την απογοήτευση. Κανένας δεν ξυπνάει το πρωί χωρίς «καλημέρα», αλλά πόσες απ’ τις μέρες μας είναι πραγματικά καλές; Συμπέρασμα: Δεν μπορείς να καθορίσεις τη μοίρα σου με κλισέ λόγια που στις περισσότερες των περιπτώσεων λέγονται μηχανικά. Εσύ ο ίδιος είσαι υπεύθυνος για ό, τι σου συμβαίνει, κανένας άλλος. Όλες οι επιτυχίες και αποτυχίες μας είναι εξολοκλήρου δικές μας και εντελώς ανεπηρέαστες από ευχές, κατάρες και λεκτικά ξόρκια. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι ευχές δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Απλά θα έπρεπε ίσως να τις δούμε στην πραγματική τους διάσταση. Να τις δούμε δηλαδή σαν κάτι ευγενικό που μπορείς να πεις σε κάποιον άλλο. Σαν κάτι χωρίς μαγικές ιδιότητες, χωρίς κρυφές δυνάμεις. Εμείς είμαστε το πεφταστέρι και εμείς είμαστε τα κεράκια της τούρτας των γενεθλίων μας. Καθένα απ’ αυτά είναι κι ένας χρόνος της ζωής μας, ένας χρόνος που υπάρχουμε, που δημιουργούμε, που ζούμε, ένας χρόνος μοναδικός και σίγουρα, εκ των πραγμάτων, ανεπανάληπτος.

×

35

×


διήγημα

Η γυάλα

Μαρίζα Κελεσίδου

της Μαρίζας Κελεσίδου

Ε

×

36

ίναι 08.15. Δεν ξέρω να διαβάζω την ώρα, αλλά γνωρίζω πως καθημερινά όταν το ξυπνητήρι κουδουνίζει, δείχνει αυτά τα νούμερα. Άρα είναι πρωί και άλλη μια μέρα ξεκινάει.. Η μητέρα του έχει ήδη έτοιμο τον καφέ και το πρωινό του στην κουζίνα και ακούω τον γνώριμο ήχο από τις παντόφλες της καθώς σέρνονται στο ξύλινο πάτωμα, να πλησιάζει και να ψιθυρίζει ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου του, «Ξύπνα αγόρι μου. Είναι ώρα να ετοιμαστείς για τη δουλειά». Τα τελευταία 10 χρόνια που ζω στο σπίτι, η κ. Ιουλία κάθε μέρα έρχεται το πρωί και λέει τα ίδια λόγια, την ίδια στιγμή. «Το πρωινό σου είναι έτοιμο Γιωργάκη μου». Από τότε που έφερε στη ζωή τον μονάκριβο γιο της, δεν σταμάτησε να τον αποκαλεί Γιωργάκη. Στο Δημοτικό σχολείο όταν ήταν μικρούλης, στην εφηβεία μπροστά στους φίλους του, στο Πανεπιστήμιο, στο στρατό. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο Γιωργάκης της. Ακόμα και τώρα που έγινε άντρας, παρέμεινε ο Γιωργάκης γι’ αυτήν. Πάντα ήταν το επίκεντρο στη ζωή της και παραμέρισε τον άντρα της, καθιστώντας τον ένα απλό διακοσμητικό στοιχείο στο σπίτι. Σηκώνεται ο Γιωργάκης βαριεστημένος από το κρεβάτι και πλησιάζει το ενυδρείο μου. Λέω «μου» διότι κανένα άλλο από τα υπόλοιπα ψάρια δεν είναι τόσα χρόνια εδώ μέσα και είμαι το αγαπημένο του άλλωστε. «Καλημέρα Σωκράτη», λέει και μου ρίχνει ένα κομματάκι φαγητό. Δεν μπορώ να απαντήσω, ανοιγοκλείνω λίγο το στόμα μου μήπως βγει κάποτε κάποιος ήχος. Μετά από λίγο κάθεται στο τραπέζι και τρώει τα δημητριακά που του ετοίμασε η μητέρα του και πίνει το καφεδάκι του. «Είναι έτοιμο το τοστάκι μου;» ρωτάει. Και εκείνη του δείχνει με ένα νεύμα ότι βρίσκεται δίπλα στην τσάντα του. Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα το τοστάκι με τα φρέσκα υλικά, τυλιγμένο προσεκτικά στη ζελατίνα του, τον περίμενε. «Πήγε κιόλας εννέα» της λέει. «Με περιμένουν οι φοι-


τητές μου» συνεχίζει. Φοράει βιαστικά το παλτό του και κλείνει την πόρτα πίσω του. Μείναμε οι δυο μας με την κ. Ιουλία. Το υπόλοιπο πρωινό συνεχίζεται με διάφορες δουλειές που κάνει στο σπίτι, ανοίγοντας την τηλεόραση και αφήνοντάς την να παίζει δίχως να παρακολουθεί. Αναρωτιέμαι μήπως η τηλεόραση παρακολουθεί τους ανθρώπους. Μήπως την ανοίγουν για να δει τι κάνουν; Μήπως γνωρίζει τι σκέφτονται και τους στέλνει εικόνες από αντικείμενα που θέλουν να αγοράσουν; Ίσως. Πάντως παρατηρώ πως όταν οι άνθρωποι παρακολουθούν αρκετή ώρα τηλεόραση αφοσιωμένοι, μετά από λίγο μένουν με μισάνοιχτο στόμα. Μήπως ο σκοπός της τηλεόρασης είναι να μετατρέψει τους ανθρώπους σε ψάρια; Το μεσημέρι ήρθε μια φίλη της κ. Ιουλίας, η κουτσομπόλα κυρία Μπέττυ και το εγγόνι της που δεν σταμάτησε να κολλάει τα χέρια και το πρόσωπό του στο τζάμι του ενυδρείου. Είναι πολύ ενοχλητικό αυτό! Όπως όταν χτυπάς το κεφάλι ενός ανθρώπου που φοράει κράνος. Μάλλον είχανε αρκετό καιρό να τα πούνε, διότι η κ. Ιουλία της μιλούσε για το γιο της φυσικά. Ότι ήταν άριστος καθηγητής, αλλά και καλός, έντιμος και ήρεμος άνθρωπος. Νοιώθει τόσο περήφανη, που θέλει όλος ο κόσμος να γνωρίζει πόσο εξαιρετικός και τέλειος είναι ο μονάκριβός της. Βέβαια, πάντα στο τέλος αφήνει να βγει ένας αναστεναγμός – ίσως να είναι λίγο προσποιητός – και λέει τον καημό της. O Γιωργάκης της στα 36 του χρόνια δεν έχει βρει την κατάλληλη γυναίκα ακόμα. Απ’ ότι θυμάμαι, όταν με είχανε φέρει από εκείνο το απαίσιο κατάστημα κατοικίδιων και ήμουν μόνο μου ακόμα σε μια γυάλα, ο Γιωργάκης είχε έρθει στο σπίτι μαζί με μια κοπέλα, τη Μαρία, για να την γνωρίσει η κ. Ιουλία. Η κοπέλα ήταν όμορφη, χαμογελαστή, ήσυχη και σπούδαζαν μαζί στο Πανεπιστήμιο. Όμως ο Γιωργάκης έπρεπε να είναι αφοσιωμένος στα μαθήματά του και όχι στα κορίτσια, σύμφωνα με την κ. Ιουλία. Tου έλεγε ότι θα βρεθεί η κατάλληλη γι’ αυτόν και ότι είναι μικρός ακόμα. Ο Γιωργάκης υπάκουσε στη μητέρα του και δεν ξαναείδαμε την κοπέλα. Άλλη μια φορά που ήρθε στο σπίτι με μια κοπέλα, τη Τζένη ήταν όταν επέστρεφε από τις Μεταπτυχιακές σπουδές που έκανε στο Λονδίνο – μαρτυρικό το έτος εκείνο για την κ. Ιουλία. Η κοπέλα σπούδαζε στο Λονδίνο, για να γίνει ηθοποιός. Η κ. Ιουλία δεν την είδε με καλό μάτι. Φορούσε κολλητά ρούχα, είχε κάτι σύρματα στη μύτη της και πορτοκαλί μαλλιά, όμως το βλέμμα της ήταν καθαρό και ευγενικό. Μετά από μερικές σύντομες κουβέντες με το γιο της – «Πρέπει να αφοσιωθείς στην καριέρα σου, έχεις και το στρατιωτικό, πού θα αφήσεις την κοπέλα;»- δεν την ξαναείδαμε ούτε αυτήν. Η τρίτη και τελευταία απόπειρα του Γιωργάκη να συστήσει μια κοπέλα στη μητέρα του έληξε άδοξα πριν ξεκινήσει. Η συγκεκριμένη, που ούτε το όνομά της έμαθα, τηλεφωνούσε στο σπίτι και μιλούσε πολλές ώρες με τον Γιωργάκη. Η κ. Ιουλία τον ανάγκασε να της πει ότι τον πρώτο χρόνο που δίδασκε στο Πανεπιστήμιο με την ιδιότητα του λέκτορα, γνώρισε την κοπέλα η οποία ήταν γραμματέας στη σχολή. Μετά από αυτό, η συσκευή του τηλεφώνου, εξαφανίστηκε με μαγικό τρόπο από το δωμάτιο του Γιωργάκη. Και αυτός όπως ήτανε υποτακτικός και πειθήνιος, το δέχτηκε. Μετά από όλα αυτά, το μόνο

37

×


διήγημα Μαρίζα Κελεσίδου

×

38

που κάνει η κ. Ιουλία είναι να αναστενάζει, που ο γιόκας της είναι ανύπαντρος, αλλά παράλληλα καμία δεν του αξίζει ή δεν την έχει βρει ακόμα. Επιτέλους η κουτσομπόλα φιλενάδα της και το κακομαθημένο εγγόνι της φεύγουν από το σπίτι. Σήμερα είναι η μέρα που η κ. Ιουλία καθαρίζει το ενυδρείο μου. Αδειάζει αρκετό από το νερό, καθαρίζει προσεκτικά το εσωτερικό του, αφήνοντας εμάς μέσα, να προσπαθούμε να ανασάνουμε στο λιγοστό νερό που αφήνει. Μα γιατί δεν μας βάζει κάπου αλλού για λίγο; Μέχρι να το καθαρίσει; Νομίζω πως δε μας συμπαθεί πολύ, διαφορετικά θα το έκανε. Ο τρόπος που καθαρίζει το ενυδρείο, είναι όπως όταν αποκαλύπτονται κάποια γεγονότα, αλλά αν δεν γίνει προσεκτικά, όλο και κάποια βρωμιά θα έχει μείνει στον πάτο, η οποία όμως θα αναδυθεί τη χειρότερη στιγμή, φέρνοντας όλους σε δύσκολη θέση. Τελειώνει με το καθάρισμα η κ. Ιουλία και ήρθε η ώρα για το καθιερωμένο τηλεφώνημα στο Γιωργάκη. «Είσαι καλά Γιωργάκη μου; Θα σε περιμένω για φαγητό. Μαγείρεψα το αγαπημένο σου σήμερα. Ψαρόσουπα!» Τον αχρείο, τον υποκριτή! Απορώ, γιατί ασχολούμαι ακόμα μαζί του. Αν και δεν το συνήθιζε, ο Γιωργάκης της είπε να μην τον περιμένει. Και τότε η κ. Ιουλία κάθισε απέναντί μου, παίρνοντας το πλεκτό της και μονολογώντας. «Γιατί να αφήσει μόνη τη μανούλα; Τι συμβαίνει;» Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο διάστημα φέρεται διαφορετικά ο Γιωργάκης. Είναι λίγο δύσκολο να το διακρίνεις αυτό, αν δεν είσαι ο καλύτερος φίλος του, όπως εγώ. Σαν χαρακτήρας είναι εσωστρεφής με μετρημένη συμπεριφορά. Πριν μερικές μέρες, παρακολουθούσαμε ένα ντοκιμαντέρ για τη θαλάσσια ζωή, τα διάφορα ψάρια και θηλαστικά που ζουν εκεί, τον τρόπο που επιβιώνουν και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Τρομακτική εμπειρία για μένα, ακόμα και σαν ιδέα. Ποτέ δεν έχω φανταστεί τον εαυτό μου σε καλύτερη θέση από αυτήν που είμαι τώρα. Βέβαια, δεν γνωρίζω τίποτε διαφορετικό, αλλά έχω βολευτεί σε αυτήν την κατάσταση και μ’ αρέσει. Ούτε δυσκολίες, ούτε προσπάθεια για επιβίωση, σιγουριά στην καθημερινότητα και οι μέρες περνάνε ακίνδυνα. Έτσι νοιώθουν και τα υπόλοιπα ψάρια εδώ. Κάποτε ο Γιωργάκης, πιστεύοντας ότι είμαστε πολύ ήσυχοι, αγόρασε ένα φρενιασμένο τρελόψαρο που μας δάγκωνε, δημιουργούσε πολλές φυσαλίδες και ειδικά εμένα, μου «κολλούσε» πιο πολύ απ’ όλους. Ήταν άκρως ενοχλητικό! Όταν όμως με είδε δαγκωμένο και κακοποιημένο πήρε το τρελόψαρο και το έδωσε σε ένα φίλο του. Έτσι ξαναγυρίσαμε στην κανονική μας ζωή. Καθώς βλέπαμε λοιπόν το ντοκιμαντέρ γυρνάει και με ρωτάει: «Πώς θα σου φαινότανε να δοκιμάσεις την τύχη σου σε ένα μεγαλύτερο ενυδρείο» δείχνοντας το βυθό της θάλασσας στην τηλεόραση. «Ίσως ήρθε η στιγμή ξέρεις», συνέχισε ενθουσιασμένος, αλλά και με συνωμοτικό βλέμμα θα έλεγα. Πανικοβλήθηκα και έτρεξα μέσα στο


πιθάρι μινιατούρα μασουλώντας μια ροζ πετρούλα και δεν βγήκα από εκεί, πάρα μόνο όταν τελείωσε η εκπομπή. Τι εννοούσε;! Κι αν ετοιμαζόταν να φύγει; Θα με έπαιρνε μαζί του; Δε θα ήθελα να μείνω εδώ με τη μητέρα του όσο κι αν αγαπούσα το μικρό μου βασίλειο. Όταν τελείωσε τη στρατιωτική θητεία και μόλις ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, ο Γιωργάκης, αποφάσισε ότι πρέπει να ζήσει μόνος του και το ανακοίνωσε με μεγάλη σιγουριά και αυτοπεποίθηση στους γονείς του. Ο πατέρας του χαμογέλασε κάτω απ’ τό παχύ μουστάκι του λέγοντας «Επιτέλους!». Η κ. Ιουλία όμως γούρλωσε τα μάτια της και άρχισε να του περιγράφει κάθε κίνδυνο και δυσκολία που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. «Τι θα τρως; Ποιός θα σου πλένει τα ρούχα σου; Το σπίτι σου θα είναι ένα αχούρι!» «Μα μητέρα, έχω ξαναζήσει μόνος μου στην Αγγλία! Ξέρω να μαγειρεύω και να πλένω τα ρούχα μου και να συμμαζεύω ένα σπίτι.» «Δεν θυμάσαι πόσο είχες αδυνατίσει που δεν έτρωγες τίποτα εκεί; Που ερχόμουν να σε δω και τα άπλυτα ρούχα γέμιζαν ολόκληρη την ντουλάπα; Και η σκόνη είχε φτάσει δέκα πόντους; Έτσι θέλεις να ζήσεις;» «Τώρα όμως, είμαι μεγαλύτερος, ξέρω τι πρέπει να κάνω και θέλω να μείνω μόνος μου, για να φροντίζω εγώ τον εαυτό μου!» «Τα έξοδα δεν τα σκέφτεσαι; Εδώ είναι το σπίτι σου. Όταν πεθάνουμε ο πατέρας σου και εγώ, μόνος σου θα είσαι σ’ αυτό το σπίτι. Γιατί θέλεις να μας αφήσεις;» συνέχισε μυξοκλαίγοντας, για να τον κάνει να λυγίσει. Έτσι ο Γιωργάκης έβαλε κάτω το κομπιουτεράκι του, υπολόγισε τα έξοδα που θα είχε σύμφωνα με το μισθό του και σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα, αν περίμενε ώσπου να αυξηθεί η αμοιβή του και να μπορεί να ζήσει άνετα μόνος του. Βέβαια, αυτό δεν το ανέφερε στους γονείς του. Ήταν η σκέψη που τον έκανε να ελπίζει. Ο καιρός πέρασε όμως, ο μισθός αυξήθηκε κατά πολύ, αλλά ο Γιωργάκης δεν έφευγε. Συνήθισε και βολεύτηκε στην φροντίδα της μητέρας και την ασφάλεια του σπιτιού. Τον άκουγα που μιλούσε στους φίλους του και έλεγε -μάλλον για να μην τον κακοχαρακτηρίσουν - πως κάποια στιγμή θα μετακομίσει. Μέσα του πιστεύω, δεν είχε τη δύναμη. Και το βόλεμα είναι πολύ ύπουλη κατάσταση, το βλέπω από τον εαυτό μου. Οι καθημερινές μου συνήθειες δεν αλλάζουν, ακόμα μετά από τόσα χρόνια που ζω στο ενυδρείο. Απλά έχω γίνει βραδυκίνητος και τρώω λιγότερο. Χαίρομαι που δεν έχει αλλάξει τίποτα μέσα στη διαρρύθμιση του μικρού βυθού μου. Οι ίδιες πετρούλες, το ίδιο αγαπημένο μου πιθαράκι, ο ίδιος δύτης μινιατούρα που βγάζει μπουρμπουλήθρες δίνοντας την εντύπωση πως εξερευνά το μικρό ναυάγιο στην αριστερή πλευρά του ενυδρείου. Ακόμα και τα υπόλοιπα ψάρια εδώ μέσα είναι περίπου σαν εμένα. Κατά καιρούς έχουμε και κάποια που δεν αντέχουν στη φθορά του χρόνου. Αλλά έτσι είναι η ζωή, περιλαμβάνει και το θάνατο καθώς κυλάει. Κάπως έτσι πιστεύω πως βολεύτηκε ο Γιωργάκης τα τελευταία χρόνια. Αλλά εγώ είμαι απλά ένα ψάρι του γλυκού νερού! Δεν έχω φιλοδοξίες, είμαι διακοσμητικό! Δεν έχω τη δυνατότητα να ονειρευτώ το μέλλον μου. Ούτε πρόκειται να αλλάξει κάτι για μένα. Δυστυχώς ο Γιωργάκης, αν και άνθρωπος, πιστεύω πως ζει σαν ψάρι. Μέσα στο γυάλινο βασίλειό του, άρχοντας και παράλληλα

39

×


διήγημα Μαρίζα Κελεσίδου

×

40

υποτακτικός της αδυναμίας, της ανασφάλειας και της έλλειψης πρωτοβουλίας και αυτοπεποίθησης. Εκείνη η μοναδική φορά που ζήτησε να φύγει από το σπίτι πριν κάποια χρόνια, ήταν και η μόνη επανάσταση που έκανε. Μετά όμως από εκείνες τις κουβέντες που είπε με αφορμή το ντοκιμαντέρ, υποψιάζομαι μήπως πρόκειται να επιχειρήσει και άλλη. Να θελήσει επιτέλους να αφήσει το μικρόκοσμό του, να αναζητήσει την ανεξαρτησία του και να ανακαλύψει άλλες πλευρές του εαυτού του. Πριν αρκετά χρόνια, είχε πάει για διακοπές σε νησί με φίλους του και με είχε πάρει μαζί του σε ένα ειδικό πλαστικό διαφανές κουτί. Απ’ ότι θυμάμαι, τις πρώτες μέρες ήτανε ήσυχος σαν να ήτανε σπίτι του. Κοιμότανε νωρίς, έκανε συγκεκριμένες ώρες μπάνιο στη θάλασσα για να μην καεί από τον ήλιο και τηλεφωνούσε στη μητέρα του τρεις φορές τη μέρα. Μετά όμως, σα να ξύπνησε κάτι μέσα του και άρχισε να κάνει τρέλες όπως οι φίλοι του. Σταμάτησε να τηλεφωνεί συχνά στην κ. Ιουλία, ερχότανε ηλιοκαμένος το μεσημέρι, κόκκινος σαν μπαρμπούνι και μόλις που θυμότανε να μου ρίξει λίγο φαγητό. Τα βράδια πηγαίνανε σε μπαρ με κάτι κορίτσια και στο δωμάτιο επιστρέφανε όλοι μαζί. Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια τους, όποτε είναι προφανές ότι παρακολουθούσα οτιδήποτε συνέβαινε. Δεν είχα ξαναδεί τον Γιωργάκη να γελάει τόσο πολύ, να τρώει τόσο πολύ, να αγκαλιάζει μια γυμνή κοπέλα απ’ την παρέα και να καπνίζει. Πιστεύω πως με πήρε μαζί του για να έχει ένα μάρτυρα ο οποίος θα δει αυτήν την πλευρά του και θα διαπιστώσει ότι είναι ικανός για τέτοια συμπεριφορά. Μόνο που δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν. Ήταν το μικρό μας μυστικό. Μια μέρα πριν την αναχώρηση κατάφερε να συνέλθει, ώστε να γυρίσει στο σπίτι δίχως το παραμικρό ίχνος παραστρατήματος πάνω του. Οι φίλοι του πλέον πηγαίνουν διακοπές με τις φιλενάδες τους ή τις συζύγους τους και ο Γιωργάκης καθόλου. Το απόγευμα πέρασε γρήγορα και όταν νύχτωσε για τα καλά, ακούω το κλειδί στην πόρτα και βλέπω τον Γιωργάκη να μπαίνει στο σπίτι. Συνήθως είναι αθόρυβος, αλλά απόψε είναι διαφορετικός. «Μαμά, μπαμπά θέλω να σας μιλήσω τους λέει καθώς στέκεται όρθιος μπροστά στην τηλεόραση». «Τι συμβαίνει παιδί μου; Είσαι καλά; Κάποιο πρόβλημα στη δουλειά;» ρωτάει ανήσυχη η κ. Ιουλία. «Πρέπει να σας πω ότι μου πρότειναν μια θέση καθηγητή στο εξωτερικό και αποφάσισα να φύγω. Αύριο κιόλας ετοιμάζω τα χαρτιά μου και θα πάω στο Πανεπιστήμιο να παρουσιαστώ. Σε μια εβδομάδα θα επιστρέψω να πάρω και τα υπόλοιπα πράγματα μου. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο για εσάς να το συνηθίσετε, αλλά είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία που μου έχει δοθεί και θα ήμουν δειλός, αν δεν την άρπαζα. Έχω ανάγκη από καιρό να αλλάξω ζωή και περιβάλλον. Να γνωρίσω καινούργια μέρη και ανθρώπους και να σταθώ στα πόδια μου. Πιστεύω πως εφόσον με αγαπάτε και θέλετε να είμαι ευτυχισμένος, θα χαρείτε με την απόφασή μου». Αυτά είπε δίχως παύσεις και κομπιάσματα και με πρόσωπο που έλαμπε περίμενε την αντίδρασή τους. Ο πατέρας του πιο ψύχραιμος, στάθηκε αμίλητος, κοιτώντας την κ. Ιουλία


που έμεινε αποσβολωμένη και του είπε ότι είναι περήφανος γι’ αυτόν και σε οτιδήποτε αποφασίσει αυτός θα είναι δίπλα του. Η κ. Ιουλία συνειδητοποίησε ότι ο γιος της, με αυτά τα λόγια της έλεγε πως επιτέλους ήρθε η στιγμή να τον αποχωριστεί. Πιστεύω πως πίσω από την υπερπροστατευτική εικόνα, η κ. Ιουλία ένοιωθε περήφανη που ο γιος της ήταν αποφασισμένος. Πονούσε που θα έφευγε μακριά, αλλά επιτέλους θα άνοιγε τα φτερά του. Η εβδομάδα κυλάει ήσυχα μετά την ανακοίνωση καθώς ο Γιωργάκης λείπει και η κ. Ιουλία καταστρώνει σχέδια για τις επισκέψεις της στον γιο της. «Το καθήκον της μάνας δεν σταματάει ποτέ!» έλεγε συχνά. Ήρθε η ημέρα της αναχώρησης και ο Γιωργάκης στέκεται στην πόρτα του σπιτιού κρατώντας στο ένα χέρι εμένα μέσα στο πλαστικό κουτί μου και στο άλλο τη βαλίτσα του. Αγκαλιάζει τον πατέρα του και σκύβει να φιλήσει την κατασυγκινημένη κ. Ιουλία που δεν καταφέρνει να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Κοιτάζει για τελευταία φορά το σπίτι του και ξαφνικά νοιώθω πως γλιστράω από το χέρι του. Γίνονται όλα τόσο γρήγορα. Βρίσκομαι στον αέρα! Βλέπω το πλαστικό κουτί μου να κομματιάζεται στο κατώφλι του σπιτιού και εγώ παλεύω να πάρω μια ανάσα μέσα από δυο σταγόνες νερό. Θέλω να του φωνάξω ότι και εγώ βγήκα απ’ τη γυάλα μου όπως και αυτός, αλλά η φωνή μου δεν βγαίνει.

×

Η

ΜΑΡΙΖΑ ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ κατάγεται από την Ξάνθη και σπούδασε Χρηματοοικονομική Λογιστική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Εργάζεται από το 2010 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Από το 2006 ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων και μικρών θεατρικών έργων και έχει βραβευτεί με έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το διήγημα «Μια νύχτα στο φως». e-mail: mkelessidou@gmail.com

41

×


Χαρακτήρες Βιβλία και Ιστορία

μία στήλη για Χαρακτήρες, Βιβλία και Ιστορία

Science does not know its debt to imagination

του Γιάννη Πλιώτα

Η

εικασία του Γκόλντμπαχ είναι ένα από τα παλιότερα άλυτα προβλήματα της θεωρίας αριθμών και γενικότερα των μαθηματικών. Εκφράζεται ως εξής:

Κάθε άρτιος θετικός ακέραιος μεγαλύτερος του 2 μπορεί να γραφεί ως άθροισμα δύο πρώτων αριθμών, έτσι ώστε για κάθε n >= 2, 2n = p + q όπου p, q πρώτοι αριθμοί. Για παράδειγμα, 4=2+2 6=3+3 8=3+5 10 = 3 + 7 = 5 + 5 12 = 5 + 7 14 = 3 + 11 = 7 + 7 κτλ. Και ποιος ακριβώς τα λέει όλα αυτά και τι σχέση έχουν με τη λογοτεχνία; Μα είναι σκέψεις του θείου Πέτρου, του ήρωα του ομώνυμου μυθιστορήματος του Απόστολου Δοξιάδη, που κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία το 1992 και μεταφράστηκε σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες (στη χώρα μας από τον Καστανιώτη). Ο εκδοτικός του οίκος στην Αμερική (Bloomsbury), ανακοίνωσε ότι θα δώσει 1.000.000 δολάρια σε όποιον αναγνώστη καταφέρει να δώσει απάντηση στην εικασία μέσα σε δύο χρόνια, αλλά όπως ήταν φυσικό κανείς δεν τα κατάφερε. Πιο πρόσφατα ακολούθησε από τον Δοξιάδη το επίσης εξαιρετικό Logicomix, που κινείται στα ίδια μονοπάτια: εξερευνά θεωρήματα των μαθηματικών με τη βοήθεια της μυθοπλασίας και έχοντας ως κεντρικό χαρακτήρα τον φιλόσοφο και μαθηματικό, Μπέρτραντ Ράσελ. Ποιο το κοινό χαρακτηριστικό του θείου Πέτρου και του Ράσελ; Δυστυχώς ότι η πολλή λογική οδηγεί –παραδόξως– στην παράνοια.

×

42

Με μια πρόχειρη σκέψη, οι επιστήμονες δεν είναι άγνωστες φιγούρες για κανένα λογοτεχνικό είδος, ενώ συχνάπυκνά τους συναντάμε και στον κινηματογράφο. Υπάρχουν αμέτρητοι που έχουν χρησιμοποιηθεί σε εκκεντρικούς ρόλους (Δόκτωρ Φράνκεσταϊν), ενώ δεν είναι και σπάνιες οι περιπτώσεις όπου ένας από αυτούς είναι ο βασικός κακός (Δόκτωρ Νο). Τελικά, φαίνεται δεν


είμαστε σίγουροι για το ρόλο τους και υπάρχει ένας αταβιστικός φόβος απέναντι στην «μαγική» εξήγηση των φυσικών φαινομένων. Σε προηγούμενες εποχές, κάποιος που μπορούσε να τιθασεύσει π.χ. τον μαγνητισμό, δεν απείχε πολύ από τις μαγγανείες όσων έχει παρασύρει ο διάβολος, μια δεισιδαιμονία που επιβεβαιώθηκε περίτρανα στον Πύργο των Καρπαθίων. Μιλώντας για χαρακτήρες επιστήμονες πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβουμε όσους εμπνεύστηκε ένας συγγραφέας-θρύλος, ο οποίος τους τίμησε πλουσιοπάροχα στο έργο του. Ο Ιούλιος Βερν συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της επιστημονικής φαντασίας, και μέσα από τα βιβλία του παρέλασαν σχεδόν όλες οι ανακαλύψεις και οι εφευρέσεις της εποχής του (και συχνά τα επιτεύγματα του μέλλοντος). Το προφητικό βιβλίο του «Από τη Γη στη Σελήνη» (1865) μας σύστησε τρεις οραματιστές επιστήμονες που κατάφεραν το ακατόρθωτο. Τους δύο μονολιθικούς πρωταγωνιστές Μπάρμπικαν και Νίκολ, και τον πολύπειρο πρώην κανονιοβολητή Μάστον. Οι τρεις τους, παρά τις αρχικές διαφωνίες, δίδαξαν πνεύμα συνεργασίας και απέδειξαν ότι αν και πολλές φορές η ανθρωπότητα κυνηγάει Χίμαιρες, η επιστήμη μπορεί να φωτίσει ακόμα και τα πιο απόμακρα σκοτάδια. Τα μυθιστορήματα του Βερν ήρθαν σε μία εποχή που τα οφέλη της τεχνολογίας άρχισαν να γίνονται προσιτά σε ευρύτερες μερίδες του κόσμου και βοήθησαν πολλούς να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις τους. (Αλλά και όσους δεν είχαν την ευκαιρία, να ταξιδέψουν!) Η επιστήμη μπορεί να είναι απόλυτη, να ακολουθεί τις δικές της θεωρητικές νόρμες και να ευαγγελίζεται την πιστή εφαρμογή κανόνων, όμως δεν παύει να προσφέρει και ευκαιρίες για δράση, σασπένς και ανελέητα κυνηγητά εν μέσω καταιγιστικών πυροβολισμών. Ένας από τους πιο εμπορικούς σύγχρονους συγγραφείς, ο Νταν Μπράουν, έβαλε την επιστήμη στο επίκεντρο των συναρπαστικών μυθιστορημάτων του. Μπορεί να κατηγορήθηκε ότι σε ορισμένα σημεία των έργων του είναι σαν να διαβάζεις εγκυκλοπαίδεια, αλλά αναντίρρητα άνοιξε το δρόμο για έναν ωκεανό από επιστημονικά-θρίλερ που ακολούθησαν το παράδειγμά του. Ο κεντρικός ήρωας στα τρία πιο γνωστά του βιβλία είναι ο πολυμήχανος καθηγητής Ρόμπερτ Λάνγκτον που έχει για μεγαλύτερα όπλα του τη σοφία και τη γνώση. Μπορεί σε κάποια στιγμή της ζωής μας όλοι να απηυδήσαμε μπροστά σε μια μαθηματική εξίσωση ή να τρομάξαμε από τον τρελό επιστήμονα που θέλει να ανατινάξει τον κόσμο, το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι κάποτε διαβάσαμε κάτι απολαυστικό που να έχει στηριχτεί περισσότερο σε δεδομένα και τύπους, παρά στη φαντασία. Άλλωστε και η επιστήμη σε προχωρημένο επίπεδο είναι μια μορφή τέχνης.

×

43

×


ποίηση

από τον Μανώλη Μεσσήνη

Γνώση υψηλή… Γνώση, χίμαιρες - θύελλες και προσμονή Τι από μένα συ τάχα γυρεύεις δείχνοντάς μου Ηλύσια, μα κορφές υψώνοντάς μου; Οι ευωδίες του Είναι σου στα χέρια σου ποτήρι, στο διψασμένο σου παιδί τροφή “Πιες, είπες, πιοτό που λέγεται γητεύτρα ηδονή” Την προσφορά τη ρούφηξα... ω θεϊκή μητέρα, έμοιαζε με έρωτα, κυλίστηκα στου Βάκχου το μεθύσι, κι ακούστηκες απόκοσμη, σαν ήχος μιας λύρας μακρινής : “Παιδί, σαν με θαρρείς μητέρα, θνητέ, ποιον έχεις για πατέρα;” Ω μελωδία ανάκουστη, ω της σκέψης μου θρήνε, ω τραγική μου ύπαρξη, καταραμένο είμαι γέννημα; Ποιον έχω για πατέρα; Μάνα ποιον έχεις έρωτα; Τα δώρα του ποθώ... Τι θέληση με γέννησε, τι οργίου άγρια νύχτα, τι σπέρματα στο χάος έσμιξαν και σπόρος πρόβαλα εγώ βυζαίνοντας τα θέλγητρα φιλήδονης γεννήτρας; Μιας συνουσίας ιερής, λάθος είμαι τάχα, παιχνίδι μήπως ασήμαντο μιας θείας τραγωδίας; Ω πάλη μου, βυθίστηκα στον ίλιγγο... κατρακυλώ τελειώνοντας το έργο μου από την ειμαρμένη κι απ’τις κορφές κι απ’τις κοιλάδες των Μακάρων που τα λυχνάρια έσβηναν του νου και της καρδιάς μου...   Γνώση, γνώση υψηλή... νιώθοντας παιδί δικό σου βύζαξα από τον οργασμό της σάρκας σου χυμό Μα, εκείνη η ανθρώπινη ομορφιά είναι πετράδι κι από σένα πιο λαμπρό, το’να το κλείνει η σκέψη μου και τ’άλλο η ψυχή μου

φωτογραφία φόντου από την Ρέα Μαρσέλου ×

44


Ον των παθών Κοιτάξτε με! Δεν είμαι πλάσμα μ’ένα κορμί Δεν είμαι όραμα που ζει στη μέθη Δεν είμαι ο ίσκιος μιας δύσης που συλλογίζεται τον ύπνο της ανατολής Είμαι το γέννημα μιας Σύλφης που χόρεψε τ’όνειρο μ’ολάνοιχτα μάτια Ζω μες στ’απλωμένα χέρια μιας θλίψης που γίνεται λίμνη, μες στ’απλωμένα χέρια μιας λατρείας που γίνεται ποτάμι και ξεδιψά με την υψηλή του υγρασία το κορμί μου Ζω κάτω απ’τη γύμνια μου και κάτω απ’το φως μου Γεύομαι τις ηδονές Γεύομαι τα χείλη μιας έκφρασης Γεύομαι τις ώρες που δίχως νόημα Ιερό πεθαίνουν· το νόημα που μια φωτιά δίνει στο λύγισμά μου και στάλα στύβεται στο στόμα κάθε φλέβας μου Μη με σκορπίζετε. Ω, μη σκορπίζετε το σχήμα μου πέρ’απ’τη μοναξιά του, πέρα απ’τη λευκή του σιωπή Φτάνει που αναπνέω στο περίγραμμα του κόσμου που γίνεται σάρκα μου, τραγούδι της σάρκας μου – χορός Φτάνει που γεύομαι τον άνεμο με χίλια στόματα, με χίλια μάτια, με χίλια αισθήματα Άνθρωπος ανάμεσα στον άνθρωπο κι ανάμεσα στο πάθος

Ο

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα.Με το γράψιμο ασχολήθηκε από πολύ νωρίς· αρχικά με την ποίηση και στη συνέχεια με την πεζογραφία και το θέατρο. Μέχρι σήμερα έχει γράψει αρκετά ποιήματα, πεζογραφήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά. Τελευταία του δημοσίευση το Μυθιστόρημα “Το άγγιγμα του πεπρωμένου” εκδόσεις Ηλέκτρα 2011. - www. manolismessinis.blogspot.com

45

×


ποίηση

από τον Πάνο Χατζηγεωργιάδη

Υποταγή Φτηνά επούλησες την όμορφη ψυχή σου τα θέλω εζήτησες του κόσμου τούτου ως φάσμα τριγυρνά η ύπαρξη σου να ζητιανεύει τις στιγμές χαμένου πλούτου Αγάπες, όνειρα τα έθαψες κοντά σου να κοιμηθούν παντοτινά πριν από σένα αιώνια ξέρεις πως θα στέκουν μακριά σου δεν σου ανήκει τίποτε άλλο από το ψέμα Στοιβάχτηκες και συ σε μια φωτογραφία με ψεύτικα χαμόγελα γεμάτη πλημμυρισμένη από δήθεν ευτυχία μέσα στου κόσμου του μικρού, την τόση απάτη

Ο γέρος Εχτές σε είδα μια στιγμή στο όνειρο μου ακόμα τριγυρίζεις δω και κει μ΄ αμέσως χάθηκες μες τη βουή του δρόμου ποιος είσαι γέρο ρώτησα, τί ψάχνεις κατά κει

Θα ‘ρθω με πόνο εκεί που ετάφη η ζωή σου λίγα λουλούδια για να αφήσω νοερά πάνω στο φέρετρο της προδομένης ύπαρξης σου που γυαλισμένο με κοιτά θανατερά

Παιδί μου μ΄ αποκρίθηκες ο γέρος είμαι του Μοριά πέρασαν κιόλας τόσοι χρόνοι κι ακόμη ψάχνω για την λευτεριά Την είδες, την απάντησες μην έμαθες κάτι γι΄ αυτή αν θα την βρεις πες με συνάντησες και στείλτην ένα γεια για να μου πει Όχι ρε γέρο δεν την βρήκα ίσως ποτέ να μην υπήρξε μόνο μη κλαίς φύγε μακριά μου και τον καημό για πάντα πνίξε

Ο ΠΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ γεννημένος στην Αθήνα το 1976,είναι μέλος της ένωσης μουσικοσυνθετών Αγγλίας,ενώ δημοσιογραφεί σε εφημερίδες με πανελλαδική εμβέλεια αλλά και ασχολείται με την λογοτεχνία και πιο συγκεκριμένα την ποίηση. Το έργο του όσον αφορά την ποίηση, αλλά και η αρθρογραφία του έχει ως άξονα την αξιακή αναδιάρθρωση που έχει ανάγκη ο τόπος και πρός τούτο το ύφος του έχει να κάνει με την κοινωνική καταγγελία, αλλά και την τόνωση του εθνικού αισθήματος. Διατηρεί το προσωπικό του ιστολόγιο με τίτλο «ΥΠΕΡ ΑΛΗΘΕΙΑΣ»,καθώς και το αντίστοιχο ποιητικό,με τίτλο «ΠΟΙΗΣΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ». ×

46

φωτογραφία φόντου από την Ρέα Μαρσέλου


από τον Χρήστο Σκιαδαρέση Μπαλωθιές στο σύστημα 1.Τι κι αν άλλαξα προβιά; Πάλι σαν άνθρωπος βελάζω. 2.Τόσα Πολυτεχνεία διοργανώνονται καθημερινά, εμείς του ’73 μνημονεύουμε ακόμη. 3.Γιατί οι σκουπιδιάρηδες αφήνουν τα πραγματικά σκουπίδια απ’ έξω; 4.Όταν μεγαλώνεις, τα πόδια δε βαστούν νέο ξεκίνημα. Μόνο το βάρος σου. 5.Τι να σου πουν τα κούφια λόγια μπροστά στη στιβαρή σιωπή; 6.Οι φουσκωμένες κοιλιές λένε και φουσκωμένα παραμύθια, ξέρεις… 7.Δε θα περά…, δε θα περάσει ο φασισμός, τραγούδαγε ο Λοϊζος. Σωστά. Έχει, όμως, Μάνο μου, και η Δημοκρατία κάτι παλιόσκυλα… 8.Ναι. Κλείνομαι στον εαυτό μου. Αλήθεια είναι. Απ’ το να κλειστώ, όμως, σε κανά ψυχιατρείο, πιο φρόνιμο το βρίσκω αυτό. 9.Ξέρετε πολλούς, κύριοι Τροϊκανοί, να κάνουν όνειρα, με το πιστόλι στραμμένο στον κρόταφο; 10.Όποιος χαϊδεύει ερωτικά ένα πιστόλι, έχει μόλις πάρει διαζύγιο απ’ τη ζωή. 11.Η ζωή τραβάει την ανηφόρα, λέει το άσμα. Έτσι είναι, όντως. Αν και χωρίς Σίμωνες Κυρηναίους, δεν το βλέπω ακόμη για πολύ. 12.Όσα πιο πολλά μικρομάγαζα κλείσουν, τόσα πιο πολλά κεφάλια ιθυνόντων θ’ ανοίξουν. 13.Όσοι κοιτούν τη λάβα της αγανάκτησης απ’ τις γρίλιες τους, έχουν ήδη λιώσει μέσα της. 14.Ψυχές που έχουνε μάθει να ριζώνουν στα χαλάσματα, δεν πήζουν στις χαβούζες. 15.Πότε, επιτέλους, θα φτιάξουμε κάδους ανακύκλωσης για τα ιδεολογικά μας αποφόρια; 16.Με τόσους Μαυρομιχάληδες τριγύρω, οι Καποδίστριες γίναν’ ,δυστυχώς, είδος υπό εξόντωση.

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά κατάγεται από τη Λευκάδα. Σπούδασε φιλόλογος και σήμερα εργάζεται στην Ιδιωτική Εκπαίδευση. Ασχολείται ενεργά με τον πολιτισμό και τα γράμματα. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά πανελλήνια λογοτεχνικά και πολιτιστικά έντυπα. Έχει εκδώσει ήδη ένα βιβλίο («Τα χρυσάνθεμα του έρωτα», εκδόσεις Βεργίνα, 2011) με 301 στοχασμούς πάνω στον έρωτα. φωτογραφία φόντου από την Ρέα Μαρσέλου

47

×


μια φορά κι έναν καιρό

μία στήλη για μια Φορά κι έναν Καιρό...

Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια

της Αγγελικής Σχοινά

«Κίτρινη κλωστή δεμένη,

Στην ανέμη τυλιγμένη, δως της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει»

Ή

ρθε ο Μάρτης, με τις κόκκινες κορδέλες του, να επαληθεύσει τις λαϊκές ρήσεις κι έφυγε. Πήρε το λευκό των βουνών, έφερε πράσινο, έβαψε τα ηλιοβασιλέματα και άφησε τα μικρότερα παιδιά της Άνοιξης να ολοκληρώσουν το έργο του. Έτσι η κλωστή από κόκκινη έγινε πράσινη και μετά κίτρινη, όπως το φως του Ιούνη. Χρύσισαν ξανά τα χωράφια, όπως τότε που οι νοικοκυρές σήκωναν τα μανίκια τους να φτιάξουν το κλικούδι, την πρώτη πίτα ή λειτουργιά με το καινούργιο αλεύρι, να την αφήσουν στη βρύση του χωριού προς τιμήν του θέρους. Κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, στις Σέρρες, φτιάχνουν ακόμα το τζιτζιρόκλικο, ψωμί με μια τρύπα στη μέση γεμισμένη με φρέσκο βασιλικό. Το σπάνε κάτω απ’ τη βρύση, τρώνε από ένα κομμάτι κι ότι μείνει το αφήνουν στην πηγή, για να ‘χει να τρώει ο τζίτζιρας , ο μίτζιρας το χειμώνα. Χρύσισαν και οι θάλασσες, λαμπυρίζει ο ήλιος στα νερά κι η γοργόνα ακόμα ρωτά τους ναυτικούς: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» Όσοι ξέρουν την ιστορία της –πως ο αδερφός της την καταράστηκε να γίνει γοργόνα, γιατί απερίσκεπτα έχυσε το αθάνατο νερό που της εμπιστεύτηκε- για να γλιτώσουν από την απόγνωση και το θυμό που βουλιάζει πλοία, της απαντούν: «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει». Τότε εκείνη γαληνεύει κι αφήνει να περάσουν ασφαλή τα καλά μαντάτα.

×

48

Ποιος περιμένει πια από ένα παιδί να φέρει το αμίλητο νερό; Ποιος περιμένει να σωπάσουν τα παιδιά μέσα στην έκρηξη ήλιου; Τα μάγουλα κοκκίνισαν, τα κοτσίδια χάλασαν, τα παντελόνια σκίστηκαν, τα μάτια λάμπουν και η δασκάλα φωνάζει. Τώρα ξέρουν την ώρα, μετρούν τα πεντάλεπτα για το διάλειμμα, περιμένουν τα μεθυσμένα απογεύματα στη θάλασσα, στις γειτονιές (σε όσες έχουν απομείνει) και κά-


που στο βάθος αναμένουν την ηρεμία του δειλινού σαν φυσική κατάληξη. Μετά ανοίγει η τηλεόραση, το playstation, ο υπολογιστής… Γίνονται νοσταλγικά τα απογεύματα στα ασπρισμένα πεζούλια δίπλα από τις γιαγιάδες και τους παππούδες στις πλαστικές καρέκλες που πατούν το δρόμο σαν να μην έχει κανένα αυτοκίνητο την ανάγκη να περάσει από εκεί. Γίνονται τότε νοσταλγικά τα γεμάτα παραμύθια απογεύματα. Κάθε γενιά έχει κάτι να προσάψει στην προηγούμενη και κάτι να κατηγορήσει την επόμενη. «Τα παιδιά σήμερα δεν έχουν σεβασμό, δεν έχουν αξίες, δεν έχουν όνειρα, είναι αχάριστα, τα έχουν όλα». Όλα; Όσο ο παππούς κι ο μπαμπάς βλέπουν ειδήσεις, όσο η γιαγιά κι η μαμά την αγαπημένη τους σειρά, εκείνα σπαταλούν τη ζωή τους μπροστά σε κινούμενες εικόνες. Παθητικά υπομένουν την αδιαφορία, συνηθίζουν και στο τέλος φανατίζονται. Όλοι ξεχνούν τα παραμύθια. Τα παραμύθια που λείπουν όμως είναι θεραπευτικά για τις ψυχές των παιδιών. Οι ιστορίες που κάποτε πήγαιναν κι έρχονταν άρχιζαν κάπως έτσι: «Ναι παιδί μου, εγώ τι να πω; Σάμπως ξέρω; Εγώ δεν ξέρω, μια φορά κι έναν καιρό όμως ήταν ένας…» Πώς κατάφερνε πάντα εκείνος «ο ένας» να βρίσκεται ο ίδιος μέσα σε κάθε πρόβλημά σου; Να κάνει αυτό που δεν έπρεπε να κάνεις ή αυτό που χρειαζόσουν να θαυμάσεις; Μέσα στην ανωνυμία του το παραμύθι μιλούσε πάντα και ποτέ για σένα, τον καλό και τον κακό σου εαυτό. Έθετε ευχάριστα τα όρια. Κι όταν το παραμύθι τελείωνε ήξερες πια περίπου σε τι να πιστεύεις, ήξερες περίπου τις προοπτικές με τον έναν ή τον άλλο τρόπο που θα διάλεγες να ζήσεις. Ήξερες τι να εύχεσαι, σε τι να ελπίζεις, τι να φοβάσαι, τι να αποφεύγεις. Είχες την επιλογή να κρίνεις τον ήρωα και μαζί του τον εαυτό σου. Κι όταν το παραμύθι τελείωνε, ακολουθούσε μια κουβέντα σαν κι αυτή: «Έτσι έγινε που λες, αλλά ετούτα είναι παραμύθια. Ψέματα. Έτσι έπαθε ο κουτός. Εσύ όμως παιδί μου είσαι άλλο, κάτι ξέρεις παραπάνω». Κατάφερνε έτσι το παραμύθι από μόνο του να μαλώσει με το γάντι, να τιμωρήσει την απερισκεψία θυσιάζοντας τον ήρωα του, να δοξάσει τις αρετές, να φωτίσει το δρόμο προς τις αξίες, την ηθική. Κι αν δεν είναι σίγουρο πως η ζωή έχει ένα δίκαιο τέλος, τα παραμύθια πάντα έχουν και παραμύθι στο παραμύθι, μαθαίνει κανείς να κρατά μια πισινή. Οι αξίες έτσι γίνονταν βίωμα και τα παιδιά ίσως, ίσως λέω, είχαν λόγο τότε να σέβονται τη ζωή τους, να σέβονται τους μεγαλύτερους, γιατί ο χρόνος κοντά τους δεν ήταν καταπιεστικός ήταν ανάλαφρος, παραμυθένιος, γεμάτος ελπίδα και όνειρα…

×

49

×


αντί

×

αντί

λόγου

×

λόγου

Ο πανδαμάτωρ χρόνος

Ώ

της Ιωάννας Σαμαρά

ρες ώρες φαντάζομαι τη ζωή σαν ένα κάδρο. Υπάρχουν άνθρωποι που σε περικυκλώνουν και ισχυρίζονται ότι αποτελούν το πλαίσιο σου. Είναι η κορνίζα της καθημερινότητας σου. Σε πρώτο πλάνο φιγουράρεις εσύ. Αυτοί γύρω σου νομίζουν πως σε καθορίζουν. Και έρχεται μια μέρα, μια ώρα, μια στιγμή και ανατρέπει τα πάντα. Η κορνίζα σπάει και το είδωλο σου ξεφτίζει. Και αντιλαμβάνεσαι πόσο ψεύτης είναι ο Χρόνος. Τρομακτική η συνειδητοποίηση της αλήθειας πως ο χρόνος δεν υπάρχει, ή τουλάχιστον δεν είναι αυτό που φανταζόσουν. Συνειρμικά στο νου μου έρχεται ο πατέρας μου. Ξέρετε οι γονείς είναι μέρος του κάδρου μας, μέρος του χρόνου μας, το παρελθόν , το παρόν και το μέλλον μας. Ο πατέρας μου , λοιπόν, για όλα έχει λύση. Και την διατυπώνει κάθε φορά τόσο απλά. Κάθε περίσταση βρίσκει διέξοδο στα λόγια των σοφών. Λέω : «Πατέρα, δεν είμαι καλά!». «Ο Χρόνος είναι γιατρός», απαντάει με στόμφο. -Τι γιατρός … Τώρα; Τι γίνεται τώρα; -Τώρα; Δεν υπάρχει το «Τώρα». Ξέρεις τι έλεγε ο Αϊνστάιν; «Ακούμπα τα χέρια σου σε μια ζεστή θερμάστρα για ένα λεπτό και θα σου φανεί σαν αιώνας. Κάτσε δίπλα σε ένα ωραίο κορίτσι για μια ώρα και θα σου φανεί ότι πέρασε μόνο ένα λεπτό. Αυτό είναι η σχετικότητα.» Δεν υπάρχει «τώρα». Η στιγμή που μιλάμε ήδη πέρασε. Και συ κι εγώ δεν είμαστε ίδιοι πια… Τι ήταν να μιλήσω; Μπελά βρήκα… Θυμάμαι αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης για την ύπαρξη του χρόνου. «Ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει κανένα από τα επί μέρους τμήματά του. Αν πάλι αναρωτηθούμε πότε παύει να υπάρχει η παρούσα στιγμή, οποιαδήποτε πιθανή απάντηση εμπεριέχει αντίφαση: όχι στο παρόν, γιατί όσο υπάρχει υπάρχει. Ούτε στο μέλλον, στην επόμενη στιγμή, γιατί στο συνεχές δεν υπάρχει επόμενη στιγμή.» Ανοίγω υπολογιστή και ψάχνω. Βρε πως περνά η ώρα… για πέντε λεπτά υπολόγιζα και ήδη πέρασε μισάωρο. Διαβάζω πως ο Άγιος Αυγουστίνος έλεγε: «Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος: Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει;» Τελικά αδίκως σκοτιζόμαστε με τα απλά και καθημερινά. Η ζωή ένα κάδρο είναι. Εμείς επιλέγουμε ποιους θα χωράει. Το αληθινό πρόβλημα είναι ότι νομίζουμε πως έχουμε χρόνο. Ε λοιπόν δεν έχουμε! . Ούτε μια στιγμή δεν μπορούμε να ξανακερδίσουμε απ’ τη ζωή μας, για όλο το χρυσάφι του κόσμου. Ποια ζημιά επομένως είναι μεγαλύτερη απ’ το χρόνο που άσκοπα έχουμε σπαταλήσει; Ας μην προβληματιζόμαστε με τα μικρά και τα ανούσια, με τα πλαίσια που δε μας ταιριάζουν. Ας ζούμε τη στιγμή σε όλο της το μεγαλείο. Ας ζούμε για να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Ας ζούμε με τις σκέψεις πλατείες και τα γέλια θάλασσες. Καλό μας καλοκαίρι! ×

50

×



Δημιουργήστε και διαχειριστείτε το προφίλ σας. Αναρτήστε κείμενα σας. Προσθέστε στα «διαβασμένα» σας κείμενα άλλων μελών δημιουργώντας έτσι την προσωπική σας βιβλιοθήκη. Προσθέστε άλλα μέλη στους φίλους σας. Προωθήστε τις προσωπικές σας ιστοσελίδες και τα blog σας.

μία ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία για κάθε αναγνώστη για κάθε συγγραφέα ποιήτη αρθρογράφο


‘Χρύσισαν και οι θάλασσες, λαμπυρίζει ο ήλιος στα νερά κι η γοργόνα ακόμα ρωτά τους ναυτικούς: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» Όσοι ξέρουν την ιστορία της –πως ο αδερφός της την καταράστηκε να γίνει γοργόνα, γιατί απερίσκεπτα έχυσε το αθάνατο νερό που της εμπιστεύτηκε- για να γλιτώσουν από την απόγνωση και το θυμό που βουλιάζει πλοία, της απαντούν: «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει». Τότε εκείνη γαληνεύει κι αφήνει να περάσουν ασφαλή τα καλά μαντάτα.’’ Αγγελική Σχοινά Μια φορά κι έναν καιρό σελ. 48


Οι φυλές του καλοκαιριού ποικίλουν. Υπάρχουν οι Αμετανόητοι beachbarιστές, οι Καταστροφικά Φασαριογόνες Οικογένειες, οι Ιωδιούχοι. Εμείς δηλώνουμε Αμετανόητα Διαβαστεροί! Κατεβαίνουμε στην παραλία, τόσο νωρίς, όσο χρειάζεται, ώστε να βρούμε ξαπλώστρα με σκιά. Στην τσάντα μας, το περιοδικό. Φοράμε τα γυαλιά μας και ξεκινάμε το διάβασμα. Τα διαλείμματα είναι ελάχιστα, ίσα ίσα για μια βουτιά. Ακολουθεί άμεση επιστροφή στη σελίδα που υποδεικνύει ο σελιδοδείκτης. Το βλέμμα δεν απασχολείται με τίποτε άλλο, όπως το τοπίο ή άλλα ανθρώπινα όντα τριγύρω. Προς πείσμα όλων σπάμε τη «γυάλα» μας και βυθιζόμαστε στις σελίδες του. Οι ποιητές μας διακηρύττουν «Υποταγή» στην «Υψηλή Γνώση» και ρίχνουν «Μπαλωθιές στο σύστημα», οι συγγραφείς μας μοιράζονται σκέψεις τους για την «είδηση» της έλευσης του καλοκαιριού, ενώ εμείς βιώνουμε τη «μυθοπλασία», μέσα από τη χαρά της δημιουργίας που νιώθουν οι μαθητές, γράφοντας για την «Τσαρίνα την Πορφυρογέννητη». Οι συντάκτες μας προσφέρουν και άλλες επιλογές για τις θερινές νύχτες, όπως αξιόλογες ταινίες, μυθιστορήματα που εξιτάρουν τη λογική και τη φαντασία μας, αφήνοντας τη «μυρωδιά τους στα σεντόνια μας» και το άρωμα της Κυπριακής ποίησης να συνοδεύει τα νοσταλγικά δειλινά. Κλείνοντας, «κάνουμε μια ευχή», ο φακός που θα απαθανατίσει τις όμορφες στιγμές μας να μην είναι «φακός των πολέμων», αλλά των γέλιων και της ξενοιασιάς και κάθε «φτερωτός διάβολος» να αποτελέσει παρελθόν. Να έχουμε όλοι ένα καλό και δημιουργικό καλοκαίρι!

τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό www.antiepilogou.gr www.facebook.com/antiepilogou antiepilogou@yahoo.gr


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.