Σετλά

Page 1

Ο Σετλά

ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΡΑ

Ο ΣΕΤΛΑ

1


Ο Σετλά

Ιστολόγιο: http://karthara.blogspot.gr/

ISBN 978-960-93-7175-9 ISBN 978-960-93-7174-2 © Μαρία Καρδαρά

2


Ο Σετλά

Μαρία Καρδαρά

O Σετλά Μυθιστόρημα

Ιδιωτική Έκδοση ΑΘΗΝΑ 2015 3


Ο Σετλά

ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ

Θρήνος για τη Μητέρα μου, Αθήνα 1981 Ο Αίολος, Αθήνα 2013

4


Ο Σετλά

Ο Σετλά, κοντοστούπης και κακομούτσουνος, ο περίγελως του χωριού και ο καημός της μάνας του, μετά το θάνατό της, με οδηγό τις συμβουλές της και την αγαθοσύνη του, επιβιώνει από τα καψώνια και τις δολοπλοκίες των συγχωριανών του και αναγορεύεται ευεργέτης του χωριού. Μια μυθιστορηματική αφήγηση των ηθών ενός παραδοσιακού χωριού, μια ανατομία της αφτιασίδωτης ανθρώπινης ψυχής.

5


Ο Σετλά

6


Ο Σετλά

1

Από το σπίτι του Σετλά απλώνεις το χέρι σου και πιάνεις το βουνό. Άλλα σπίτια κει κοντά δεν είναι, παρά το σπίτι της θειας του της Κώσταινας και τους χωρίζουν ένα χωράφι και δυο λαχανόκηποι, κάπου δυο στρέμματα τόπος. Το βουνό δε βγάνει νερό και δεν έχει πηγές. Κοιμάται το νερό του βουνού και για να πίνουν νερό ο Σετλά και η μάνα του κατεβαίνουν στο χωριό και παίρνουν απ' το πηγάδι του χωριού, δέκα λεφτά δρόμος. Και είναι ο δρόμος κατήφορος και τον κατεβαίνεις, ανήφορος και τον ανεβαίνεις. - Να πας για νερό, Σετλά. - Να πάου, μάνα. Παίρνει το μπουγέλο και τη λαήνα ο Σετλά και πάει στο πηγάδι. Βγάνει νερό με το μπουγέλο και γιομίζει τη λαήνα του, γιομίζει και το μπουγέλο και είναι έτοιμος να φύγει, όταν ακούει την καμπάνα να βαρεί δυνατά και γρήγορα. Κάποιο νέο θα μάθουν οι χωριάτες όταν βαρεί η καμπάνα τους έτσι γρήγορα και ο Σετλά δειλιάζει να πάει στην πλατεία και περιμένει στο πηγάδι μην και περάσει κανένας να μάθει το νέο. - Σετλά, να 'ρθεις στην πλατεία, του είπε ο Γρηγόρης. Μας παίρνουν στρατιώτες. - Θα 'ρθω, είπε ο Σετλά, αλλά δεν πάει. Πήρε το μπουγέλο του και τη λαήνα και πάει το νερό στο σπίτι του. Ανεβαίνει στη Ραχούλα – έτσι λένε το μέρος όπου είναι το σπίτι του, αφήνει το νερό και κατεβαίνει για την πλατεία. Σηκώνει το κασκέτο του, βάνει τα χέρια στις τσέπες και περπατεί καμαρωτά όπως ο Σταύρακας. Κατεβάζει το κασκέτο του, βγάνει τα χέρια από τις τσέπες, σκύβει το κεφάλι του και γίνεται πάλι ο Σετλά. Στην πλατεία κοντά στον ευκάλυπτο είναι μαζωμένοι οι χωριάτες και ο Σετλά στέκεται στην άκρη. Κάνα - δυο του είπαν “Kαλημέρα Σετλά” είπε και 7


Ο Σετλά

ο Σετλά “καλημέρα”. 0 πρόεδρος του χωριού κρατεί έναν κατάλογο και φωνάζει τα ονόματα όσων είναι είκοσι χρονών. Και όποιος ακούει το όνομά του λέει “Παρών”. Τελευταίος στο κατάλογο είναι ο Σετλά και ο πρόεδρος φωνάζει: - Σετλά Ορεινόπουλος! Ο Σετλά ακούει το όνομά του, πάει να μιλήσει και δεν ξέρει τί λένε και σωπαίνει. Ξαναφωνάζει ο πρόεδρος: - Σετλά Ορεινόπουλος! - Εδώ είναι ο Σετλά, παρών, είπε ο Σταύρακας. Στους εικοσάχρονους παρόντες, βγάνει λόγο ένας λοχίας αλλά ο Σετλά είναι κοντός και δεν τον βλέπει και δεν ξέρει ποιός είναι ούτε πολυκαταλαβαίνει τί λέει. - Έχω διαταγή, είπε ο λοχίας, να μαζώνω τους εικοσάρηδες να πάνε στρατιώτες. Αρκετά μεγαλώσατε, μπορείτε να σκοτωθείτε. Η δουλειά πoυ θα μάθουτε είναι να σκοτώνουτε και να σκοτωνόσαστε. Προσέχτε! Θα σημαδεύουτε τον εχθρό στο μάτι. Ακούτε; Στο μάτι! Έτσι δεν ξαστοχάει η σφαίρα και του το τρώτε το κρανίο. Προσοχή στο στόχο! Και ο στόχος, θα με ρωτήσουτε, ποιός είναι; Άνθρωπός τις ...” Ο Γιάννης είπε σιγά: - Ρε Περικλή, ο στόχος - άνθρωπός τις... η ανθρωπότη; - Ε ναι, άνθρωπός τις... είπε ο Περικλής. - Ένας - ένας, είπε ο λοχίας, να έρχεται να τον μετράω στο μπόι. Θέλουμε παλικάρια για στρατιώτες... Με έναν σπάγγο μετράει το μπόι τους από τα πόδια μέχρι το κεφάλι και λέει “κάνεις”. Μετράει τον άλλο και ξαναλέει “κάνεις”. Φτάνει και η σειρά του Σετλά, τον βλέπει ο λοχίας και βάνει τα γέλια: - Ρε κακομοίρη, μια χαψιά σε κάνει εσένα το κανόνι! Συ κάνεις μόνο για πολεμοφόδιο. Σε τυλίγω στο στουπί, σε βάνω στο κανόνι και βγαίνεις απ' την μπούκα του χαρτοπόλεμος! Τότε άρχισαν ούλοι να γελάνε και ο Σετλά καταλαβαίνει πως τον κοροϊδεύουν και δεν ξέρει τί να κάνει. - Να πας στο σπίτι σου, είπε ο λοχίας, δεν κάνεις για στρατιώτης. 8


Ο Σετλά

Μέσα στα γέλια πισωγυρίζει ο Σετλά, κονταίνει πιο πολύ και φεύγει. Και του λέει ο Στέφανος ο κατσαρομάλλης: - Α, ρε Σετλά πλουσιόπαιδο, που δεν πας στρατιώτης! Μόνο τα πλουσιόπαιδα, οι μεγαλοκληρονόμοι δεν πάνε στρατιώτες!... Ο Σετλά ούτε χαίρεται ούτε λυπάται που τον κοροϊδεύουν. Με τα κοντά ποδαράκια του τρέχει και φτάνει στη Ραχούλα. - Έλα, Σετλά, να καθαρίσουμε τα λάχανα, του είπε η μάνα του. - Έρχομαι, μάνα. - Γιατί βαρεί η καμπάνα, Σετλά; - Είναι ένας ξένος και παίρνει τους εικοσάρηδες για στρατιώτες. Πόσω χρόνω είμαι, μάνα; - Όσο θέλει ο καιρός και είσαι... - Είμαι είκοσι χρονώ! Ο πρόεδρος φωνάζει τα ονόματα στην πλατεία και με έχουν γραμμένο... - Να λες δεν είσαι είκοσι χρονώ... Βρε κακοζάκανε Σετλά, στρατιώτη θα σε κάνω εσένα; Και ποιος θα φέρνει χορτάρια για τη γουρούνα και ποιος θα φέρνει ξύλα για τη φωτιά και με ποιόν θα τινάζω τις ελιές μας;... Τους είπες είσαι είκοσι χρονώ; - Είπα τίποτα. - Βρε κακοζάκανε Σετλά, γιατί έχει τη γλώσσα ο άνθρωπος; - Τι να 'λεγα, μάνα; - Τι να 'λεγες; Δεν είσαι είκοσι και είσαι δέκα! - Μ' έχουν γραμμένο και είμαι είκοσι... - Να χαθούνε οι παλιογραφιάδες και να χάνουνται! Και δε ρωτάνε και έχω ψωμί και έχω αλάτι και με τί φαρμάκια σε μεγαλώνω. Δε σε στέλνω στρατιώτη! - Μάνα, δε με παίρνουνε στρατιώτη! - Γιατί δε σε παίρνουν; ρώτησε θυμωμένη η μάνα του Σετλά. Ο Σετλά σηκώθηκε και χοροπήδαγε. - Είμαι κοντός και αχαμνός και δε με παίρνουνε στρατιώτη! Είμαι κοντός και αχαμνός και δε με παίρνουνε στρατιώτη... Και μια χαψιά με κάνει το κανόνι, έτσι είπε κείνος ο ξένος... 9


Ο Σετλά

- Και τους άλλους τί τους κάνει το κανόνι; Τους χαϊδεύει το κανόνι; Χου χου, ας πάνε να τους χαϊδεύει το κανόνι.., είπε η Λιου. - Άναψε, τη φωτιά Σετλά και βάλε νερό να βράσουμε τα λάχανα να φάμε. Kαι φέτος οι ελιές μας έχουνε γιόμο και το λάδι της χρονιάς μας θα το βγάλουμε. Η μάνα του Σετλά πάει στη στέρνα με το γλυφό νερό να πλύνει τα λάχανα και ο Σετλά ανάβει τη φωτιά και βάνει τη τσουκάλα με το νερό. Μετά, μπαίνει στο καλύβι και μετράει τα γουρουνάκια που βυζαίνουν ακόμα. Και λογαριάζει πόσο τα πουλάνε και πόσο αλεύρι αγοράζουν με τα λεφτά που θα πάρουν και δε βρίσκει λογαριασμό. Και λέει σιγά: «έχω τη μάνα μου και λογαριάζει και αγοράζει και πουλάει». Η μάνα του Σετλά ξέρει τις τιμές για ούλα τα πράματα. Δεν ψωνίζει στο χωριό που πανωγράφουν οι μπακάληδες, παρά στο παζάρι. «Και με κοροϊδεύουν στο παζάρι», λέει η Λιου, «είναι ξένοι και με γελάνε. Και το χωριάτη μου δεν τον αφήνω να με γελάσει». Γύρισε απ' τη στέρνα η μάνα του Σετλά, έκατσε στο σκαμνί και κόβει τα λάχανα στα δυο και στα τρία να βράσουν καλύτερα. - Μάνα, ξέρεις τί θέλω να φάω; - Τι θέλεις, βρε κακοζάκανε Σετλά; - Μπακαλέο τηγανητό. - Ψητός δε σου αρέσει; - Μάνα, έχεις μπακαλέο; - Άνοιξε το κασόνι και φέρνεις το φελί και σου κόβω και ψένεις. Φέρνει το φελί ο Σετλά, το δίνει στη μάνα του και κόβει δυο κομματάκια απ' τα αυτιά του μπακαλέου. Τινάζει το αλάτι στην ποδιά της, μην πάει χαμένο, δίνει το φελί του Σετλά να το βάλει στη θέση του. - Mάνα, δεν κόβεις περισσότερο; - Φτάνει τούτο και έχουμε μέρες μπροστά μας. - Μάνα, θα πιούμε και κρασί; - Κρασί, όταν πιάσουν τα κρύα… - Μια στάλα, μάνα, θέλω μια στάλα κρασί! - Όχι, Σετλά, το κάθε πράμα στην ώρα του και από λίγο. Και μείς είμαστε

10


Ο Σετλά

μοναχοί μας στο βουνό και πρέπει να ΄χουμε από ούλα. Πού να γυρέψουμε εμείς δανεικά, σε ποιόν; Είναι και η θεια σου η Κώσταινα, σπουδάζει παιδιά και ούλα με το μέτρο τα πάει. - Μάνα, λες και βγάνω από κείνες τις πληγές που είχε ο πατέρας μου στη μύτη! - Μετατόπα, τρομάρα σου, μετατόπα! Δε σε φτάνουν αυτά που έχεις βρε κακοζάκανε Σετλά, θέλεις κι άλλα; - Τον πατέρα μου τον λέγαν Λια ξεφρουτσομύτη .... Και λες μάνα και βγάνω από κείνες τις πληγές; Και ο πατέρας μου γιατί τις βγάνει; - Τον πατέρα σου τον δάγκωσε μια πουτάνα στον πόλεμο. Και συ στον πόλεμο δεν πας. Ακούς Σετλά και μαθαίνεις. Πάνε οι στρατιώτες στον πόλεμο και πάνε κοντά και οι πουτάνες. Περιμένουν να σταματήσει η μάχη, κάνουν ό,τι κάνουν και βγάνουν καμιά δεκάρα για ψωμί. Στέκονται στη σειρά και όποιος έχει λεφτά διαλέγει μια πουτάνα, συμφωνάνε την τιμή, πάνε σε άκρη, κάνουν ό,τι κάνουν και πάει κι αυτό. Βρίσκει μια και ο πατέρας σου, συφωνάνε και της δίνει μια δεκάρα, εκείνη δέχεται, πάνε στο ρέμα και ο πατέρας σου την αγκαλιάζει. Και είναι στο «αχ» και ακούνε και βροντάει το κανόνι. Ο άνθρωπος ξαφνιάζεται, πάλι σου λέει, πάμε στο μακελειό! Απ΄ την τρομάρα του τον κόβει κρύος ιδρώτας, παρατάει την πουτάνα, παθαίνει το ρεζιλίκι και δεν της δίνει τη δεκάρα. Εκείνη του γυρεύει την πληρωμή “δε με νοιάζει τί παθαίνεις”, του λέει, “εγώ ξεβρακώθηκα και με πληρώνεις! “Εδώ σκοτώνεται η νιότη”, της λέει ο πατέρας σου «και συ γυρεύεις μια δεκάρα;». Η πουτάνα του λέει: “για μένα σκοτώνουνται; μου δίνεις τη δεκάρα και μένα άντρας δε με ξαναγελάει! Και μάνα και πατέρα δεν ξέρω και ούλοι σκυλιά πέφτουν απάνου μου και με ξεσκίζουν”. 0 πατέρας σου δεν της δίνει τη δεκάρα, σηκώνει το κοντάκι και την βαρεί. Η πουτάνα ορμάει απάνου του και τον δαγκώνει στη μύτη. Και φαρμάκι έχουν τα δόντια της και παίρνει τις πληγές μέχρι τον τάφο του, φκιάνει και σένα μισερό και ούτε άνθρωπος είσαι ούτε ζο ... Η ιστορία αυτή δεν ήταν αληθινή, παρά τη λέει η Λιού του Σετλά μη και φεύγει τις νύχτες. Ξεγελάει η Λιού τον αυτό της, γιατί ο Σετλά πάει όπου του λέει και μοναχός του δεν κατέχει.

11


Ο Σετλά

- Και τις έχει ο πατέρας μου εκείνες τις πληγές και τον παντρεύεσαι μάνα; - Τις έχει, βρε κακοζάκανε Σετλά, και τον παίρνω γιατί δεν έχω πέτρα δική μου. Εγώ, το βρήκα από τον αδερφό του πατέρα μου που έφαγε την περιουσία μου, ο σκατόψυχος! Και με ανάγκασε και πήρα τον ξεφρουτσομύτη. Ακούς Σετλά και μαθαίνεις. 0 πατέρας μου αρρώστησε από μαγκούφα πνευμονία. Από παιδιά είχε μόνο εμένα, δεν πρόλαβαν να κάνουν άλλο. Αρρωσταίνει, που λες, και τον παίρνει η μάνα μου και τονε πάει στη πόλη, να βρει γιατρειά. Και αντίς γιατρειά, ούλο το χειρότερο παίρνει. Ένα δειλινό κινάει ο αδερφός του πατέρα μου μαζί με έναν άλλο και πάνε στην κλινική. Τους βλέπει η μάνα μου και εικάζει τον άλλο για καλό γιατρό και κάτι καλό γιατρικό φέρνει. Αλλά εκείνος δεν είναι γιατρός παρά συμβουλογράφος. «Τί κάνεις αδερφέ», λέει του πατέρα μου ο αδερφός του. «Καλά αδερφέ, ή την τρώω την αρρώστια ή με τρώει». «'Ερχομαι, του λέει ο αδερφός του και βάνεις μια υπογραφή σε τούτο το χαρτί και μου χρειάζεται». «Μπράβο, λέει ο πατέρας μου, ό,τι θέλει ο αδερφός μου!» και βάνει την υπογραφή του ο πατέρας μου σε αδειανό χαρτί και φάγουσα να πιάσει το δάσκαλο και του μαθαίνει να γράφει την υπογραφή του και δε του μαθαίνει πότε να τη βάνει... Και πεθαίνει ο πατέρας μου και λέει ο αδερφός του τού έχει πουλημένη ούλη την περιουσία του και δείχνει την υπογραφή του. Που λες, Σετλά, ο σκατόψυχος ο θειος μου διώχνει τη μάνα μου από το σπίτι μας και μένα με κρατεί στο δικό του και πάω πέντε χρονώ και με βάνει στους Τζουκανέους και δουλεύω από πέντε χρονώ».

12


Ο Σετλά

2

Τα χρόνια περνάνε και ο Σετλά περπατεί στα εικοσιέξι. Και ένα πρωί του λέει η μάνα του: - Έχω έναν πόνο στη μέση και με σφάζει χαμηλά στην κοιλιά. Και πεθάνω, τί θα απογίνεις, βρε κακοζάκανε Σετλά; πρέπει να σε παντρέψω, να ΄χεις μια συντροφιά. Και συ ούτε ψηλώνεις ούτε χαμηλώνεις ... - Μάνα, ποιά με παίρνει εμένα; - Θα βρούμε καμιά κακοζανανούλα σαν και σένα... Είναι και κλείνουν δυο και κλείνει ένα. Σετλά, ακούς και μαθαίνεις. - Ναι, μάνα. - Και ξέρω γράμματα στα γράφω και δεν τα ξεχνάς… Μα δε βαριέσαι… Τις μεγαλύτερες παλιανθρωπιές τις κάνουν οι γραμματισμένοι, σαν κείνο το συμβουλογράφο που έφκιασε τα ψεύτικα χαρτιά και άρπαξε ο θειος μου τα χτήματά μας. Το θυμάσαι Σετλά; - Ναι μάνα, θυμάμαι. - Πόσες μέρες κλωσάει η κότα τα αυγά και βγαίνουν τα κοτάκια; - Είκοσι! φώναξε με χαρά ο Σετλά. - Η κότα ξέρει και τρυπάει το αυγό και βγαίνουν τα πουλάκια. Και είναι και ξεχνάει κανένα, το ανοίγεις εσύ. Τα ταΐζεις σουσάμι στην αρχή που είναι μικρά και αυγό βραστό και τα μάτια σου δεκατέσσερα στις νυφίτσες. Είμαστε στη φωλιά τους και καλά και δεν τρώνε και μας… Και τί παθαίνεις, κακοζάκανε, και πεθάνω... Να προσέχεις τις γίδες, να έχεις δύο, να πίνεις γάλα και να πήζεις ένα σβώλο τυρί να τρως. Και δεν ξεχνάς να πας τις γίδες για γκαστριά και γεννάνε δυο και τρία κατσίκια η κάθε μία και πουλάς και παστώνεις το κρέας τους και το ’χεις ούλο τον καιρό και τρως. Και πουλάς τα δυο κατσίκια και αγοράζεις ό,τι άλλο σου χρειάζεται. Και ρωτάς Σετλά ποιος πάει στο παζάρι και πας και αγοράζεις είκοσι οκάδες αλάτι, το βάνεις στο πιθάρι, όπως

13


Ο Σετλά

το ’χω τώρα και τό ’χεις χρονικίς. Σε ρωτάνε, έχεις αλάτι Σετλά; να λες, δεν έχω και πάω στο παζάρι και παίρνω. Αγοράζουν αλάτι και έχουν και δεν τρώνε το δικό σου. Ακούς Σετλά; - Ναι, μάνα. - Τη γουρούνα και τα μάτια σου. - Μάνα, δεν ξέρω να ξεγεννάω τη γουρούνα... - Η γουρούνα γεννάει μοναχή της, Σετλά ... Και είναι και κανένα δύσκολο να τραβάς μαλακά και βγαίνει. Όταν είναι η γουρούνα γκαστρωμένη στρώνεις άχερα και κοιμάται και είναι ζεστά και δεν απορρίνει. Γεννάει η γουρούνα και μεγαλώνουν λίγο τα γουρουνάκια, τα βγάνεις στο γρασίδι και πιλαλάνε και μεγαλώσουν πιότερο τα πουλάς. Κρατείς και ένα δικό σου για τις απόκριες να καλοπερνάς. Αχ, κακοζάκανε Σετλά, τί θα απογίνεις και πεθάνει η μάνα σου... - Αν πεθάνεις, μάνα, θα πεθάνω και γω !! - Θα πεθάνεις κακοζάκανε; και οι κότες μας και τα γουρούνια μας και οι γίδες μας θα μείνουν ορφανά; Άσε η τροφή, μας... Έχουμε φάγνα για δυο χρόνια και δε μας λείπει τίποτα. Άσε και κείνα που θα σπείρουμε, τα σκόρδα μας, τα κουκιά μας, τα σπανάκια μας, τα κριθάρια μας… Και τί σε γεννάω, βρε κακοζάκανε Σετλά, για να πεθάνεις; εσύ, σήμερα-αύριο παντρεύεσαι... - Μάνα, τι δουλειές θα κάνει η γυναίκα μου; - Η γυναίκα σου θα ζυμώνει, θα μαγερεύει, θα πλένει, θα μπαλώνει και θα σε βοηθάει να σκάβουτε και να σπέρνουτε τη φάγνα σας. Και σου πλέχει κάλτσες και φανέλες και φορείς το χειμώνα και δεν κρυώνεις. Και γω, σου έχω ρούχα να φορείς για ούλη σου τη ζωή. Είχα στην καρδιά μου να χτίζαμε σπίτι στο χωριό να ζούμε και μείς μαζί με τους άλλους να φύγουμε απ΄το βουνό. Σε γεννάω και καμαρώνω και λέω γίνεται χτίστης ο γιος μου και χαίρεται η καρδιά μου. Και συ, βρε κακοζάκανε Σετλά, δε μεγαλώνεις σαν τ΄ άλλα τα παιδιά και μένεις μια μπουκιά και με λειψό μυαλό. Αχ, βρε κακοζάκανε Σετλά, δεν είναι να βγαίνω στο κόσμο και έχω εσένα παιδί. Ακούς Σετλά; - Ναι, μάνα … - Άκου Σετλά, πουλάς τα γουρουνάκια και με κείνα τα λεφτά αγοράζεις αλεύρι, ζάχαρη, φασόλια, ρεβίθια, τα βάνεις σπίτι σου και τα ’χεις ολοχρονίς. - Μάνα, και δεν αγοράζει κανένας τα γουρουνάκια, τόσα γουρούνια τί να τα κάνω; 14


Ο Σετλά

- Παντρεύεσαι, βρε κακοζάκανε, κάποιον θα έχει η γυναίκα σου και σας προστατεύει. Και δε σε ταΐζει και δε σε ποτίζει κανένας και κακό δε σου κάνει κανένας. - Μάνα, στον πατέρα σου κάνει κακό ο αδερφός του, έτσι δε μου λες; - Εσύ, δεν έχεις ούτε αδερφό, ούτε αδερφή. - Μακάρι να είχα, είπε ο Σετλά. Μάνα, γιατί δε γέννησες κι' άλλα παιδιά; η γουρούνα γεννάει εφτά κι εννιά γουρουνάκια τη φορά… - Οι ανθρώποι δεν είναι γουρούνια, κακοζάκανε. Ένα-ένα παιδί γεννιέται, καμιά φορά και δυο, καμιά φορά και περισσότερα, δε βλέπω και δεν ξέρω. - Μάνα, αν είχα αδέρφια θα γινόμουνα ψηλός; - Αν είχες αδέρφια, θα σε κάναν υπερέτη και γω σ' αφήνω νοικοκύρη. Ακούς Σετλά; την υπογραφή σου, δε τη βάνεις πουθενά!

15


Ο Σετλά

3

- Λιου, ε, Λιου! απ' την ποριά του σπιτιού φωνάζει η Θύμιαινα τη μάνα του Σετλά. - Κόπιασε μέσα, κυρά Θύμιαινα. - Μην έχεις σκυλί ορή και με φάει; - Δεν έχουμε σκυλί, κυρά Θύμιαινα και δε μας περισσεύει το ψωμί. Και φυλάμε ατοί μας τον αυτό μας και τα ζωντανά μας. Πήρε βαθιά ανάσα η Θύμιαινα και έκατσε στην πέτρα κοντά με τη Λιου. - Κυρά Λιου, ανέβηκα στη Ραχούλα να πάρω αέρα απ' το βουνό και να σε ιδώ. - Καλώς ήρθες, κυρά Θύμιαινα. Και γω καθαρίζω τη φακή και τί να τρώμε κάθε μέρα; - Ο Σετλά τί μαστορεύει; - Του είπα θα πεθάνω και πελεκάει τα σανίδια να φκιάσει την κάσα μου… - Σώπα καψερή και φκιάνεις ζωντανή την κάσα σου; Γιατί να πεθάνεις; έχεις ανύπαντρο το Σετλά, τον παντρεύεις και βλέπεις αγγόνια και δισέγγονα. - Αχ, κυρά Θύμιαινα είναι λειψός ο Σετλά και ποιά τόν παίρνει; Με το σκατόψυχο το θειο μου, μού παίρνει τα χτήματά μου και παίρνω τον ξεφρουτσομύτη και δυστυχώ. - Τούτα, Λιου μου, είναι περασμένα. Καλά - κακά, είναι περασμένα. Τώρα, να παντρέψεις το Σετλά και είναι εικοσιέξι χρονώ. - Τον παντρεύω Θύμιαινα, και ποιά τόν παίρνει; Είναι κακοζάκανος ο Σετλά και από δαύτον παίρνω θάνατο. Δουλεύω από πέντε χρονώ και άνω παιδί λειψό και ούλοι με κοροϊδεύουν. Και έχω μαράζι και δε μου βγαίνει. - Μην πικραίνεσαι, καψερή, ένας και δυο είναι κοντοί; και ούλοι αψηλοί δεν είναι... Θα βρούμε γυναίκα να θέλει το Σετλά, να είναι και κείνη αγαθιάρα να ταιριάζουν. 16


Ο Σετλά

- Κυρά Θύμιαινα, είναι λειψός ο Σετλά, να πάρει και λειψή γυναίκα θα πεθάνουν απ' την πείνα. Και γω αφήνω νοικοκύρη το Σετλά και του έχω σπίτι κουρντισμένο. Μικρό είναι το σπίτι μας και μακριά απ' τα χωριό, μα δε μας λείπει τίποτα. - Λιου μου και είναι σκληρή η γυναίκα δεν περνάει καλά το παιδί σου. Εσύ είσαι μάνα και η γυναίκα είναι ξένη. Τον αφήνει το Σετλά και φεύγει. Και είναι καλόπιστη η γυναίκα τον αγαπάει. Και έχουν την αγάπη, ξεχνάνε ούλα τα κακά και τα καλά είναι καλύτερα. Και γω δυστυχώ με το Θύμιο και δεν έχω άντρα. Μακάρι να τον βαρέσει κόλπος να πάει μια κι όξω! - Μη λες κυρά Θύμιαινα και έχειs παιδιά με τον κυρ Θύμιο. - Δεν ξέρεις και λες κυρά Λιου μου, τί μου κάνει και είσαι η πρώτη που το μαθαίνεις. 0 Θύμιος θέλει αγαπητικιά του τη Σοφία, τη χήρα του Πέτρου. Πήγα να σταθώ στη συφορά της και με βρήκε εμένα η συφορά. Πού να το ξέρεις, είμαστε μοναχοί μας και είμαστε καλοί και πάμε με τον κόσμο και δεν είμαστε καλοί; Που λες, αγαπημένη μου, ο γείτονας καλύτερος από το συγγενή, ό,τι να πάθεις πρώτος ο γείτονας το μαθαίνει και σε βοηθάει. Ανοίγεις τα μάτια σου και το γείτονα βλέπεις, στο γείτονα λες την πρώτη καλημέρα. Και μείς με τη Σοφία είμαστε μια πόρτα, ο δρόμος μάς χωρίζει και μείς την παρηγοράμε από τότε που πέθανε ο μακαρίτης ο Πέτρος. Ήτανε στις δέκα η ώρα το πρωί και ακούω τη Σοφία και φωνάζει "αχ, τί παθαίνω!" Μέχρι ν΄ανοηθώ τη βρίσκω πεσμένη στην αυλή κίτρινη σαν κερί και αναίσθητη. Φωνάζω τον άντρα μου, "Θύμιο! Θύμιο! έλα γλήγορα, η Σοφία είναι ξερή”. Φωνάζω και την ψυχοκόρη μου την Ελένη να φέρει το ξύδι, έρχονται και άλλες γειτόνισσες να δώσουμε βοήθεια. Έρχεται που λες ο άντρας μου, “Σήκωτη” του λέω “να την πάμε στο κρεβάτι της”. Η Σοφία τρέμει και πετάγεται απ' τις κρυάδες δυο μπόγια ψηλά. Λιου μου, να μη βλέπεις τον άνθρωπο σε τέτοια αγωνία, να τρέμει και να μη βγάνει μιλιά. Δεν είμαστε και γιατροί να καταλάβουμε τί έχει -αναγκαίο κακό και δαύτοι. Έβλεπα τη Σοφία, να τρέμει, ήτανε και παγωμένη, λέω του άντρα μου “πέσε απάνου της να ζεσταθεί το κορμί της”. Εκείνος δίστασε. “Άσε” μου λέει, “θα της περάσει”. “Μωρέ, πέσε απάνου της να ζεσταθεί, θα πεθάνει η γυναίκα!”

17


Ο Σετλά

Πέφτει που λες απάνου της και τής κρατεί το κορμί της με το κορμί του και τής σταματάνε οι κρυάδες.“Σήκω, του λέω τώρα, η Σοφία ησύχασε”. Σηκώνεται ο Θύμιος και είναι κατακίτρινος, πιο κίτρινος απ' τη Σοφία και τα μάτια του σπίρτο ανάβεις και πιάνουν φωτιά. Λέω και δω σταματάει το πράμα και παίρνει συνέχεια. - Καημένη Θύμιαινα, ο διάβολος σε βάνει και μπλέχεις τον άντρα σου; Λένε στον άντρα να πέσει απάνου στο κορμί μιας γυναίκας; - Να αφήσω τη γυναίκα να πεθάνει και είναι καλύτερα; - Δεν πέθαινε. Η Σοφία είναι στερικιά και είναι έξι μήνες χωρίς άντρα, νέα γυναίκα. - Συνέρχεται, που λες, η Σοφία, βαρεί το κεφάλι της και ματαλέει “τί παθαίνω!” και κλαίει ασταμάτητα. “Σώπα Σοφία” της λέει η Βασίλαινα, “εγώ χάνω το παιδί μου και συ άντρα βρίσκεις άλλον και γω παιδί δε βρίσκω. Μην κάνεις σα ζουρλή και η Στάθαινα χάνει τον άντρα της -τη μια μέρα τον θάβει την άλλη πάει για μεροδούλι, ότι ανασταίνει τρία παιδιά. Και συ χάνεις τον άντρα σου και δε μένεις χωρίς ψωμί και έχεις ούλα σου τα καλά. Και τώρα είσαι στα νιάτα σου και με τα μαύρα είσαι δυο φορές ομορφότερη”. “Αχ, τί παθαίνω!” ξαναφωνάζει η Σοφία και κλαίει. Οι χαρτοπαίχτες μού παίρνουν τις ελιές μου!». “Σοφία μου” της λέω “τί παραλογάς; Θα έχεις τύφο καψερή, να φέρουμε γιατρό”. “Δεν έχω τύφο, κυρά Θύμιαινα, ο άντρας μου έπαιζε τα χαρτιά και έχασε όσα λεφτά είχε στις τσέπες του και έπαιξε στα χαρτιά τις ελιές μου και τις χάνω. Μού στείλαν χαρτί οι χαρτοκλέφτες και μου ζητάνε, αλλιώτικα θα βάλουν τις ελιές μου στον πλειστηριασμό. Μου γράφουν οι χαρτοκλέφτες είναι χρέος τιμής να πληρώνεις στα χαρτιά. Και πληρώνω το χρέος και είναι αναπαμένη η ψυχή του μακαρίτη”. Ο άντρας μου σκάει σαν το αυγό στη θράκα και δε λέει νερό, που έχασε τις ελιές. “Σοφία μου”, της λέω “είναι περασμένοι έξι μήνες που έφυγε ο μακαρίτης ο Πέτρος και τέτοιο πράγμα δεν είναι ακουσμένο”. "Κυρά Θύμιαινα, οι χαρτοπαίχτες μου στείλαν χαρτί που γράφει όσα σας είπα, ή πληρώνω πενήντα χιλιάδες ή βγάνουν τις ελιές στον πλειστηριασμό. Οι γονέοι μου βλέπεις,τις ελιές που μου δώκανε προίκα, τις γράψανε στο όνομα του άντρα μου και τώρα μένω χωρίς στρέμμα τόπο”. Και αρχινάει και κλαίει, και τη λυπήθηκε η ψυχή μου. “Μην κλαις Σοφία μου» της λέω “και έχει ο άντρας μου λεφτά στο χέρι και σε δανείζει...”

18


Ο Σετλά

“Όχι, κυρά Θύμιαινα, δεν παίρνω δανεικά να αγοράσω τις ελιές μου. Όποιος έχει πενήντα χιλιάδες ας αγοράσει τις ελιές μου να πληρωθούν οι χαρτοπαίχτες”. Πάω στο σπίτι και λέω την ιστορία στο Θύμιο. “Όχι”, μου λέει “δεν αγοράζω ελιές. Έχω πενήντα χιλιάδες να παντρέψω την Κατερίνη.” - Είκοσι στρέμματα ελιές, κυρά Λιου μου, για πενήντα χιλιάδες, είναι τζάμπα. Και δεν άφηνα άλλον να τις πάρει. Με τέτοιο χτήμα καλοπαντρεύω την Κατερίνη και παίρνει σπουδαγμένο. Από την αγορά βγήκα κερδισμένη, αλλά έχασα τον άντρα μου. 0 Θύμιος δεν έχει μάτια και δε με βλέπει. - Ε, όλα, κυρά Θύμιαινα, δεν είναι κέρδος, είπε η Λιου. Ας φωνάξω το Σετλά να μαγερέψει τη φακή και κόβεται ο κακοζάκανος να πελεκάει απ΄ το πρωί. Αν δεν του πω σταμάτα, δε σταματάει, μακάρι και κόψει νύχτα. ΣετλάααI Σετλάαα! - Μάνα, μετά... - Βιάζεσαι να πεθάνω, κακοζάκανε; Έλα να βράσεις τη φακή να φάμε. Ο Σετλά έρχεται πηδώντας σαν παιδί. - Τι κάνεις Σετλά; τον ρώτησε η Θύμιαινα. - Καλά, θεια. - Τί μαστορεύεις, Σετλά; - Πελεκάω τα λιόξυλα και φκιάνω σανίδια. Η μάνα μου θέλει να πεθάνει, να φκιάσουμε την κάσα της... - Αχ, κακοζάκανε, κανένας δεν πεθαίνει με τη θέλησή του, είπε η Λιου και γέλασε, χου, χου, χου... Χαμογέλασε και ο Σετλά και χοροπηδάει. - Κανένας δε θέλει να πεθάνει, κανένας δε θέλει να πεθάνει, και ούλοι πεθαίνουνε και ούλοι πεθαίνουνε, χου, χου, χου... - Μη φοβάσαι Σετλά, του είπε η μάνα του, και δεν πεθαίνω. - Δεν πεθαίνεις μάνα και τί με βάνεις και πελεκάω σανίδια για την κάσα σου; - Καλύτερα να είναι έτοιμα Σετλά και δεν ψάχνεσαι κείνη την ώρα... Δεν αγοράζεις σανίδες και δίνεις έτοιμα λεφτά. Έχουμε τα ξύλα δικά μας και βγάνεις τα σανίδια - περνάς και την ώρα σου. - Θεια Θύμιαινα, είπε ο Σετλά, και πεθάνει η μάνα μου, μοναχός μου σκιάζουμαι. Η μάνα μου διώχνει τα τσακάλια και δε με τρώνε. Η μάνα μου 19


Ο Σετλά

σταματάει τη βροχή και δε με πνίγει. Η μάνα μου δένει το βοριά και δε με πετάει πίσω απ΄ τα βουνά. Η μάνα μου φέρνει το ψωμί και με ταΐζει… Η μάνα του Σετλά κλαίει. Συγκινείται και η Θύμιαινα και του λέει: - Αν πεθάνει η μάνα σου, Σετλά, θα σε πάρω στο σπίτι μου και δε θα’σαι μοναχός σου. . - Θεια Θύμιαινα, εσύ δε θα πεθάνεις; - Καημένε Σετλά, ούλοι πεθαίνουν. Και όξω από τυράννια, πείνα και ερημιά. - Σετλά, πάρε τη φακή και πας και τη μαγερεύεις. Και θέλει η κυρά Θύμιαινα κάθεται και τρώμε μαζί. 0 Σετλά πήρε τη φακή και χοροπηδώντας τράβηξε κατά τη χαμοκέλα. - Κυρά Λιου, είπε η Θύμιαινα, βρίσκω νύφη για το Σετλά και δε μένει μοναχός του. Στο Νιότοπο έχω έναν ξάδερφο και έχει τέσσερες κορίτσες. Τις τρεις τις έχει παντρεμένες με καλούς νοικοκυραίους. Η τέταρτη βγαίνει αγαθή και ό,τι της λες το πιστεύει. Της λες το φίδι μπαίνει στον παράδεισο και λέει της Εύας να φάει το μήλο και δεν κόβει το μυαλό της, έχει το φίδι ανθρώπινη μιλιά; - Θέλουμε δε θέλουμε, είπε η Λιου, ούλοι το πιστεύουμε… - Όχι και το φίδι έχει ανθρώπινη μιλιά, κυρά Λιου... - Το μαγκούφι το κρύο είναι το φίδι, είπε η Λιου, και ο καιρός διαφεντεύει. Ζούνε και καλοζούνε οι πρώτοι άνθρωποι, ούλο καλοκαίρι στα πράσινα δέντρα και στα πολλά νερά. Και από φρούτα το’να γλυκύτερο από τ΄ άλλο. Άσε τα πουλιά κοπάδια και μείς γκανιάζουμε να μεγαλώσουμε μια κότα. 0ι πρώτοι ανθρώποι απλώναν τα χέρια τους και γιόμιζε το στόμα τους γλύκα. Παράδεισος κυρά Θύμιαινα. Και έρχεται ο μαγκούφης ο χειμώνας και ψοφάνε τα πουλιά και χάνουνται τα α γλυκά τα σύκα. Και είναι πολλοί οι ανθρώποι και με το γέννα-γέννα δεν τους φτάνει το φαί. Και ούλο κρύβονται και το έρμο το κρύο δεν υποφέρεται. Και χώνουνται κάτου από τα φύλλα οι ανθρώποι και σκεπάζουν τη γύμνια τους και κρύβονται στις σπηλιές. Και δε βρίσκουν τροφή και πιάνουν και φυτεύουν το δέντρο με τη γνώση πια. Σκάβουν και σπέρνουν και καταριώνται τα γεννητικά τους και φταίει ο έρωτας και γίνανε πολλοί και δε χορταίνουν…Κυρά Θύμιαινα, και δε θέλει εκείνος ο θεός να γεννάνε οι άνθρωποι και τί τους φκιάνει άντρα και γυναίκα; Τούτα μου τα λέει ο Κώστας ο Τζουκαντάς που σπουδάζει και μαθαίνει. “Δε σου

20


Ο Σετλά

κόβει το μυαλό”, μου λέει, “γιατί γίνονται άντρας και γυναίκα;” Παντρεύομαι και γω το Λια τον ξεφρουτσομύτη και αποκάνω. Και με ρωτάει ο Σετλά, γιατί καθόμαστε στο βουνό και πού να του λέω είχαν λάβα οι παππούληδες και τους διώξαν απ' το χωριό να μην κολλήσουνε οι άλλοι.. . - Τούτα είναι περασμένα, είπε η Θύμιαινα. Η ανιψιά μου η Νικολέτα πιστεύει ό,τι της λες, αλλά σκαλίζει το γέννημα και δεν τη φτάνει άλλη. Και φυλάει τα πρόβατα καλύτερα από άντρας. Είναι αδυνατούλα σαν το Σετλά σου και λίγο αψηλότερη και τη νταρντάνα τί τή θέλεις; και τόνε βάνει από κάτου το Σετλά... Δω, πρέπει να ταιριάζει το πράμα. Την προικίζει καλά ο πατέρας της, ανάλογα με το γαμπρό μαθές. - Να τους χτίσει σπίτι στο χωριό ο πατέρας της, κυρά Θύμιαινα, πώς το βλέπεις; να μην είναι μακριά απ΄τον κόσμο, άνθρωποι είναι, τους τυχαίνει το κακό νά’χουν και μια βοήθεια. - Το κουβεντιάζουμε, κυρά Λιου. Ο ξάδερφός μου παντρεύει τρεις κορίτσες και τώρα τη Νικολέτα τέσσερες. Έχει και δυο γιους και παίρνουν ούλοι το μερτικό τους, τί του μένει και κεινού; Δουλεύει ούλα του τα χρόνια, γερνάει και δεν έχει ψωμί; Αλλά, όπως μαθαίνω η συνυφάδα σου η Κώσταινα σπουδάζει τα παιδιά της και το πουλάει το χτήμα που είσαστε σύνορο. Το λέω του ξαδέρφου μου και το αγοράζει για τη θυγατεριά του και το κάνουτε ένα. Και λάδι περισσότερο κάνουν και γέννημα και έχουν και δυο προβατίνες. Και είναι το χτήμα τους μαζωμένο σε μια μεριά, μέσα στα πόδια τους. Και μείς θέλουμε ώρα να φτάσουμε στα χτήματά μας και ώρα να γυρίσουμε. Νύχτα κινάμε και νύχτα γυρίζουμε. - Νοικοκυραίοι σαν εσάς λίγοι είναι, κυρά Θύμιαινα. Έχουτε τα άλογά σας και τα βάσταγά σας και πάτε καβάλα. Σε βλέπω και καβαλάς το άλογο και είσαι ούλο αρχοντιά. Δουλεύω και γω και έτσι θέλω να είμαι και ούλα στραβά μου πάνε. Σκάει η καρδιά μου, κυρά Θύμιαινα, και γεννάω παιδί λειψό και το’να κακό αφήνω, το άλλο έρχεται. Όταν πεθάνω θα βογκάω και μέσα από τη γης. - Κυρά Λιου μου, μην πικραίνεσαι, δε χάνεται ο Σετλά. Κοίτα και γύρω σου, η Χριστίνα έχει δυο μουγγά, της Κατέρως το ένα στραβό, το άλλο ζουρλό. Και ο Σετλά μαγερεύει, σκάβει, σπέρνει, κουμανταρίζει τα ζωντανά του, δε θα πεθάνει από πείνα. - Εικοσιέξι χρόνια δασκαλεύω το Σετλά, είπε η μάνα του. Είναι δεκαπέντε χρονώ και δεν ξέρει να κόψει μια φέτα ψωμί. 21


Ο Σετλά

- Μη στενοχωριέσαι άλλο καψερή, είπε η Θύμιαινα. Θα τον παντρέψω το Σετλά με την ανιψιά μου – τά ’χω μιλημένα με το ξάδερφό μου και είναι δεχτός. Θα πάω στο Νιότοπο και το κλείνω το συγκέσιο και πάω στην Κώσταινα και της παζαρεύω το χτήμα... - Κυρά Θύμιαινα, βρίσκω καλύτερο και αγοράζουν το ποτιστικό του Μαχαιροθανάση και βγάνουν περισσότερο χορτάρι για τα ζωντανά τους και σπέρνουν ρεβίθια και καλαμπόκια και έχουν πλούσια τη φάγνα τους. - Να μη μπλέξεις με τους Μαχαιράδες, είπε η Θύμιαινα. Τούτοι δεν έχουνε μπέσα. Το πουλάνε το χτήμα, παίρνουν τα λεφτά τα τρώνε και ξαναπαίρνουν το χτήμα με το στυλιάρι. Δεν είναι και ο Σετλά κανένας λεβέντης και σηκώνει ρόπαλο στου αλλουνού το κεφάλι και του πατάνε το δικαίωμά του και το κόπο του. Και μπαίνουν οι Μαχαιράδες και του αρπάζουν τη σοδειά και το χτήμα και έτσι θέλουν. Κυρά Λιου, μην μπλέχεις με τους Μαχαιράδες. - Δεν υπάρχει δίκιο, κυρά Θύμιαινα; Περνάνε οι ψευτομάρτυρες, όπως έγινε με το Χαράλαμπο; - Λιου μου, μην ξύνεις πληγές.. . Ήθελες να αφήνουμε το Χαράλαμπο, του μεροδουλιού άνθρωπο, να βρίζει στην πλατεία και μπροστά σε ξένους τον κουνιάδο μου κλέφτη; Δίκιο είχε ο Χαράλαμπος, αλλά δε βρίζεις τον πρόεδρο κλέφτη! Κρατεί ο κουνιάδος μου τα λεφτά των χωριανών του, πρόεδρος είναι, τού τα εμπιστεύεται το κράτος, τώρα ποιός έχει στα χέρια του το μέλι και δεν το γλύφει... Βλέπεις, βγαίνει στην ώρα και ο γαμπρός για τη Ζαχαρούλα, ολόκληρος γιατρός! Ο πρόεδρος ποιανού καρδιά να χαλάσει; Να αφήσει την κόρη του ανύπαντρη ή να την παντρέψει με μεροδουλιάρη; - Όχι πια κι έτσι, κυρά Θύμιαινα! Βάνουν το Στυλιανό και σκοτώνει τον άνθρωπο επειδής λέει την αλήθεια. - Μην τα σκαλίζεις, κυρά Λιου και χρειάζεται ο πρόεδρος. Έχεις τον πρόεδρο με το μέρος σου και είσαι με τους δυνατούς: σκοτώνεις και δεν πληρώνεις, που λένε. Έτσι είναι, και μπορείς, κάνεις αλλιώτικα. Έρχεται ξενομερίτης στο χωριό, τον πρόεδρο ρωτάει ό,τι πράμα. "Μου τόπε ο πρόεδρος”, σου λέει, “έμπιστος άνθρωπος". Ξεγελιέται ο άλλος με το αξίωμα… - Ο σκοτωμός του Χαράλαμπου δε θα περάσει έτσι, είπε η μάνα του Σετλά. Θα φέρει κι' άλλο σκοτωμό και ο κουνιάδος σου θα το βρει το κακό που κάνει. - Κυρά Λιου μου, τώρα τί κάνεις κι από τα ταχιά… Η κόρη του κουνιάδου

22


Ο Σετλά

μου παίρνει γιατρό και η άλλη ή γιατρό ή καθηγητή. Και μείς είμαστε μεγάλη οικογένεια και δεν το τρώμε ξερό. Αν βαρέσουν τον πρόεδρο θα τους ξεκληρίσουμε, το ξέρουν. Έχουν δίκιο, δε λέω, το κάθε πράμα στην ώρα του. Δεν είναι ποιός έχει δουλειά και παίρνει τον άλλο υπερέτη. Εμείς έχουμε χτήματα και θέλουν καλλιέργεια και θέλουμε υπερέτες. Συ, κυρά Λιου μου, τί τον θέλεις τον υπερέτη; Εμείς έχουμε αποφαγούδια και τους ταΐζουμε, εσύ δεν έχεις αποφαγούδια, ούτε δουλειά να τους δώσεις, έτσι πάει το πράμα. Είμαι κοινωνικιά, κυρά Λιου μου και σε τιμάω - έρχεται άλλη και σου φέρνει νύφη για το Σετλά; Αλλά εγώ σκέφτομαι: η Νικολέτα είναι ανιψιά μου, παντρεύεται το Σετλά και έρχεται στο χωριό μου. Την παίρνω στον τρύγο και με βοηθάει και τρώει και γιομίζει την ποδιά της σταφύλια, αφού δεν έχει δικό της αμπέλι. Παίρνει και το Σετλά κοντά και ξεδουλεύουν το φαί τους. Εγώ, έχω την ψυχοκόρη μου την Ελένη και κάνει ούλες τις δουλειές και την παντρεύω με δουλευτή και τα παιδιά της τα κάνω ψυχοπαίδια μου... Αν, όμως, αρρωστήσει η Ελένη, παίρνω τη Νικολέττα και με βοηθάει σ' ό,τι δουλειά. Και παίρνει και κείνη μισό καρβέλι ψωμί, ένα πολειφάδι, μια οκά ντομάτα που δεν έχει. - Κυρά Θύμιαινα, αν είχαν ένα σπιτάκι στο χωριό, θα πέθαινα αναπαμένη… Να φύγουν απ΄το βουνό. - Για σπίτι - δεν τάζω, είπε η Θύμιαινα. Έχω παιδιά και δεν τάζω. Και δω στο βουνό είναι καλύτερα, όποτε θέλουν σηκώνουνται, όποτε θέλουν κοιμούνται. Και βλέπουμε πώς τα πάει ο Σετλά με τον έρωτα, απαβλακώνεται μπιτ για μπιτ και δεν πάει για δουλειά, ή η παντρειά τον ξυπνάει και τον κουνάει! Βλέπεις μυαλά και αστράφτουν και μια αναποδιά στον έρωτα τους ρίχνει στην άκρη. Και βγαίνουν παράλυτα ο Σετλά με τη Νικολέτα, είναι στο βουνό και δεν τους βλέπουν και γελάνε. Αν είσαι άνθρωπος δυνατός στον έρωτα το καταλαβαίνεις είτε είσαι Θύμιος είτε Σετλά. Αν δεν ήμουνα να κρατώ το σπίτι ούτε κεραμίδι δε θάμενε, έτσι νωθρός που έγινε ο άντρας μου. Και είμαι νεότερη τον αφήνω και φεύγω. Και έχω παιδιά της παντρειάς και το αντέχω το βουνό που πέφτει και με πλακώνει. Δεν το περίμενα εγώ από το Θύμιο. Μάσαγα και κατάπινε. Έπινα νερό και ξεδίψαγε. Και τώρα έγινε ο μεγαλύτερος εχθρός μου... - Όχι και εχθρός σου, κυρά Θύμιαινα.... Η Σοφία είναι νέα και ξαναπαντρεύεται και ο κυρ Θύμιος αγαπάει πάλι εσένα. - Έτσι έλεγα και γω, κυρά Λιου μου και τον αγκαλιάζω και μου γυρίζει την 23


Ο Σετλά

πλάτη... Και το αίμα μου φωνάζει άντρα! άντρα! και καίγομαι και ψένομαι. - Χου, χου, γέλασε η Λιου, και γω αγαπημένη μου τί παθαίνω στον ύπνο μου... Είμαι με άντρα αγκαλιασμένη και ούτε στα νιάτα μου δεν παθαίνω τόση γλυκάδα και τόση τρυφερότη. Ξεντώνει το μαζωμένο κορμί μου και έχω δώδεκα φτερά. Χου, χου, τα όνειρα ... Στα ζώντα μου δεν τό’ χα παθημένο τόση λαχτάρα με κείνον τον άντρα που αγκαλιάζω και δε βλέπω ποιός είναι. Ούλη τη νύχτα με κάποιον βακχεβόμουνα και τελειωμό δεν είχε. Ανοίγω τα μάτια μου, τα κλείνω και πάλι αγκαλιές και φιλιά και φτερά, χου, χου, τα όνειρα. Ξυπνάω το πρωί και καίνε τα χείλια μου και το κορμί μου και δε με κρατούνε τα πόδια μου. Ήταν απ' τον πυρετό και ζεσταίνεται το ξερό κορμί μου, αλλάζει η θερμότη και φκιάνει ό,τι φκιάνει. Ό χάρος είναι, λέω, και με ξεγελάει. Και τόσος γλυκός ο έρωτας και τον χάνουμε γιατί το θέλει η ανάγκη... - Μάνα!, φώναζε ο Σετλά από τη χαμοκέλα, η φακή βράζει, να βάλω λάδι; - Ναι, κακοζάκανε, ρίνεις το λάδι με το μέτρο. Τί άλλο βάνεις στη φακή, Σετλά; - Ρίγανη, σκόρδο και βάγια. - Τι άλλο; - Και χυλό με αλεύρι, ζουμί και ξύδι. - Κυρά Λιου, το Σετλά και τη Νικολέτα θα τους στεφανώσω εγώ. Και κάνω το γάμο στο σπίτι μου, τί όπου αλλού έρχονται τα παλιόπαιδα και πετάνε χαλίκια αντίς κουφέτα. Σου σκίζω την καρδιά καψερή, αλλά τους έχω στην προστασία μου και μένεις ήσυχη. Και ρωτάμε το Σετλά αν θέλει να παντρευτεί και αφήνει τη νύφη στα στεφανώματα και δεν είμαι για ντροπές. - Ο κακοζάκανος θα κάνει ό,τι του λέω, μείνε ήσυχη. Και η Λιου φώναξε στο Σετλά να ρθεί κοντά τους. 0 Σετλά ήρθε χοροπηδώντας και ρώτησε τη μάνα του τί τον θέλει. - Σετλά, είπε η Θύμιαινα, σου λέω ένα νέο. Βρίσκω γυναίκα και σε παντρεύεται. Τη λένε Νικολέτα και είναι απ' το Νιότοπο, από δω φαίνεται το χωριό της. - Δεν ξέρω και δεν παντρεύουμαι, είπε ο Σετλά. - Κανένας δεν ξέρει και μαθαίνει, είπε η Θύμιαινα. - Και λέει η μάνα μου να παντρευτώ, παντρεύουμαι... 24


Ο Σετλά

- Να είσαι καλά, κυρά Θύμιαινα, είπε η μάνα του Σετλά συγκινημένη. Κάνεις το καλό και το βρίσκεις. Και πεθάνω, κυρά Θύμιαινα, προστατεύεις το κακοζάκανο το Σετλά.

25


Ο Σετλά

4

«Αχ, κακοζάκανε Σετλά και είσαι μια στάλα πιο παχύς, δείχνεις άνθρωπος, σουφρίλο!». Αυτά λέει η μάνα τού Σετλά και λυπάται. Τον κοιτάει έτσι που είναι καθισμένος και πελεκάει τα λιόξυλα και είναι μια μπουκιά άνθρωπος. «Πρέπει να τον καλοταΐσω τούτες τις μέρες, λέει η μάνα του, να δείξει μια στάλα. Θα τον ταΐσω κάτι παραπάνου τον κακοζάκανο, πέφτει με γυναίκα και είναι δυναμωμένος¨». Περνάει στο μυαλό της μη και δεν έχει ανάγκη από γυναίκα ο Σετλά και παγώνει. «Όχι μέχρι κει! Μόνος του δεν ψάχνει, αλλά άμα βρει γυναίκα στο κρεβάτι του, κάτι θα πάθει, δω σκυλιά και βακχεύονται... Και ο Σετλά ό,τι του δείξεις το μαθαίνει και δεν το ξεχνάει. Και όπως έμαθε και βάνει την υπογραφή του έτσι θα μάθει τί να κάνει με τη γυναίκα του». Ξανακοιτάει το Σετλά η μάνα του και χαμογελάει. Όπως να το κάνεις, το Σετλά τον έχει συντροφιά στο βουνό. Πελεκάει τα λιόξυλα για την κάσα της, άμα πεθάνει να τη θάψει, δεν είναι έρημη και μαγκούφα. Κάποιον έχει και κείνη... «Να τον καλοταΐσω», λέει, «τούτες τις μέρες το Σετλά, να κοκκινίσει το σταχτί του μούτρο, να ’χει μια στάλα χρήση. Και τον παίρνει με το καλό η γυναίκα του και δε σιχαίνεται να τον αγκαλιάσει». Η μάνα τού Σετλά, ένα που ζήλευε, ήταν το πάχος. Το πάχος το ’χαν οι αρχόντοι. Είσαι παχύς; Δείχνεις πως καλοτρώς, δεν είσαι δούλος νηστικός, είσαι ελεύθερος άνθρωπος και έχει φάγνα για ούλη σου τη ζωή. Όποιος δεν είχε να φάει ήτανε άνθρωπος του πεταμού, ντρεπότανε την κοινωνία για το κατάντημά του, τον βρίζαν ψειροσκοτώνη. Οι φτωχοί είχανε κιτρινοπράσινο μούτρο, τους γνώριζες μια ώρα δρόμο, δεν έφτυνες πάνου τους, τους απόφευγες. Ενώ οι νοικοκυραίοι είχανε το μούτρο γελαστό και κατακόκκινο. Αν πεις οι γυναίκες τους, ήταν παχιές-παχιές και το μάγουλό τους έσταζε αίμα. Ο λαιμός διπλώνει από το πάχος, γέλαγαν και τράνταζε ο τόπος. Έτσι παχιά και ψηλή είναι η κουνιάδα της Σοφίας, η πανέμορφη Βάσω. Τα

26


Ο Σετλά

μαλλιά της είναι κατάμαυρα και τα χωρίζει στη μέση. Και τα μάτια της είναι κατάμαυρα και γελάνε, είτε σου μιλάει, είτε δε σου μιλάει. Ομορφότερη από πριμαντόνα, λέει η μάνα τού Σετλά, καθώς την είδε με τριανταφυλλί φουστάνι μεταξωτό και τα μπράτσα της γυμνά. Το περπάτημά της είναι αργό και κρατεί το θαυμασμό - τόση ομορφιά! Η φωνή της βαθιά και αργή αφήνει μελωδία την κουβέντα. Θυμάται η Λιου, που της έλεγε η συννυφάδα της η Κώσταινα, αμ’ τούτοι κολυμπάνε στο χρήμα και δεν ξέρουν τί να τα κάνουν. Σακιά διαμαντόπετρες φέραν απ’ την Αφρική. Εκεί, λένε, βρίσκουν τα διαμάντια όπως εμείς τα χαλίκια. Πάνε στα χωράφια για λάχανα και γιομίζουν τα καλάθα τους διαμάντια οι έξυπνοι. Και δεν το χωράει το μυαλό τους και χωμένο ξύλο γίνεται τόσια σκληρή και λαμπερή πέτρα. Και οι χωριάτες δεν ξέρουν την αξία τής διαμαντόπετρας και ανοίγουν με απορία το στόμα τους όταν ακούνε πόσο πουλιέται το διαμάντι. Και μαθαίνουν, η μονέδα χάνει την αξία της, αλλά τούτη η πέτρα δεν πέφτει ποτές. Πώς είναι οι άνθρωποι, λέει η μάνα τού Σετλά, άλλοι όμορφοι και άλλοι άσκημοι και μένα με φάγαν τα βάσανα... Γιατί σε μια στιγμή κοίταξε τον εαυτό της και δεν ήταν κοντύτερη απ’ τη Βάσω κι αν είχε τους γονέους της... θα ήτανε και κείνη παχιά-παχιά και δε θα γένναγε λειψό παιδί. Σκούπισε με την παλάμη της το κούτελό της και φώναξε το Σετλά να ’ρθει να φάει. Ο Σετλά τινάζεται απ’ τα πελεκούδια και έρχεται κατά τη χαμοκέλα πιλαλώντας. - Βρε κακοζάκανε, δε σου είπα να μην πιλαλείς; - Δεν ξαναπιλαλώ, μάνα. Το σπίτι να καίγεται, θα περπατώ σιγά και δε θα πιλαλάω. - Είναι βρασμένη η κότα και τρώμε. Τηγάνισα και συκωτάκια με αυγά, να φας να παχύνεις, βρε κακοζάκανε Σετλά. - Ούλο τούτο το φαΐ, μάνα; Πρώτη φορά τόσο φαΐ... - Ούλο να το φας, Σετλά. Και τί τα ’χουμε τα αυγά και τις κότες... - Θα πιω ούλο το ποτήρι το κρασί, μάνα; - Ούλο, Σετλά. Τον κοιτάει η μάνα του που τρώει και λέει: «είναι καλοφάγανος από μικρός

27


Ο Σετλά

ο κακοζάκανος, μα δεν παίρνει πάνου του. Το ρημαδιακό μου το γάλα έχει δηλητήριο και πότισα το παιδί μου. Ψάχνω ούλα τα χωριά να βρω άλλον σαν το Σετλά και δε βρίσκω». - Στιφάδο θέλεις την κότα, Σετλά; - Ναι, μάνα, στιφάδο! - Θέλεις καλύτερα με μακαρόνια, Σετλά; - Ναι, μάνα, με μακαρόνια!. Ο Σετλά κολάτσισε και πάει να πελεκήσει τα λιόξυλα για τα σανίδια. Περπατεί σιγά και καμαρωτά με τα χέρια στις τσέπες. Τον παρακολουθεί η μάνα του και λέει «τον παχαίνω το Σετλά και γίνεται ούλος κοιλιά και δεν τόνε χωράνε τα σκουτιά του και έχω άλλα βάσανα». - Σετλά, έλα δω... - Ναι, μάνα... - Έχεις λεφτά, Σετλά; - Έχω στο αρμάρι, τα παίρνεις και τα μετράς. - Τα παίρνω δικά μου, Σετλά; - Ναι, μάνα, δικά σου! - Ξέρεις γιατί σε ρωτάω, Σετλά; - Δεν ξέρω... - Αν σου γυρέψει άλλος λεφτά, θα του δώσεις; - Αν έχω, θα του δώσω. Αλάτι δεν του δίνω... - Τίποτα και σε κανένα δε θα δίνεις, Σετλά. Να πάει ο άλλος να δουλέψει να βρει λεφτά και ψωμί. Ακούς, Σετλά; - Ναι, μάνα, δε δίνω - Θυμάσαι, Σετλά, πώς λένε τη γυναίκα που θα παντρευτείς; - Δε θυμάμαι... - Νικολέτα, βρε κακοζάκανε, Νικολέτα! Ο Σετλά έσκυψε λίγο το κεφάλι του και δε μίλησε. Η μάνα του τον κοίταγε και τον φαντάστηκε με το γαμπριάτικο κουστούμι... «χου, χου, βρε κακοζάκανε Σετλά, θα γίνεις γαμπρός και θα φορέσεις γραβάτα...»

28


Ο Σετλά

- Εκείνο το λουρίδι στο λαιμό; - Ναι, βρε κακοζάκανε, μια φορά παντρεύεσαι... Άει, τώρα, Σετλά, να πελεκήσεις τα σανίδια. - Ναι, μάνα... Η μάνα τού Σετλά μετράει τα λεφτά της και χωρίζει όσα είναι για την κηδεία της και τα ’χει ο Σετλά και αγοράζει το ’να και τ’ άλλο και δε χάνεται. Τα άλλα λεφτά τα βάνει χώρια και τα ’χει και πορεύεται για ώρα ανάγκης. Ανοίγει το μπαούλο της, χωρίζει τα νεκρικά της, το σάβανο, το σεντόνι για την κάσα, τη μαξιλάρα που θα γιομίσουν με βάγια και θα τη βάλουν σα στρώμα στην κάσα, να φαίνεται η πεθαμένη. Και το κεντητό μαξιλάρι για το κεφάλι της και το πανί που θα ντύσουν την κάσα και το σκέπασμα, να μη φαίνονται άσχημα τα σανίδια. Θέλει να τη θάψουν σα νοικοκυρά και όχι να την πετάξουν τυλιγμένη με λινάτσες. Τί να κάνω, λέει η μάνα τού Σετλά, να αγοράσω τα χέρια ή να κοιτάξω την οικονομία... Λέει για τα ψευτοασημένια χέρια που αποχαιρετιούνται και τα κολλάνε στο σκέπασμα της κάσας. Θα τα αγοράσω τα χέρια και αποχαιρετιέμαι με το Σετλά... Και όσο σιχαίνουμαι που τον κοροϊδεύουν, έτσι που είναι λειψός και ντρέπουμαι που τον έχω παιδί μου, άλλο τόσο τον συμπονώ και τον αγαπάω. Και ό,τι να ’ναι τον έχω παιδί μου, που να μην τον είχα και δαύτον! Κινάει η Λιου να πάει στο σπίτι της Θύμιαινας, ο γάμος έχει έξοδα και ό,τι γλιτώσει. - Κυρά Θύμιαινα! Κυρά Θύμιαινα! - Έλα μέσα, κυρά Λιου, άνοιγ’ την πόρτα... - Με το συμπάθιο, κυρά Θύμιαινα και τέτοια ώρα... Και γίνονται όπως τα λες, κυρά Θύμιαινα και τα γαμπριάτικα και τα νυφιάτικα ρούχα και θέλει τα αγοράζει ο συμπέθερος... Δεν απαιτώ και θέλει... και δε γίνεται ζήτημα... - Αμ’ τι, είπε η Θύμιαινα, εσύ θα τα πλερώσει; Και είναι ο άντρας σου στη ζωή, δεν κάνω κουβέντα, ο γαμπρός τα πληρώνει τα ρούχα... Αλλά, λέω του ξαδέρφου μου, χήρα γυναίκα, είναι ντροπή να πληρώσει τα έξοδα του γάμου. Και είναι ανθρώποι της ανάγκης. Και χαμηλώνει τη φωνή της η Θύμιαινα και λέει της Λιους: - Στο αντικρινό σπίτι βλέπω κίνηση. Η Βάσω παντρεύει τη νύφη της τη Σοφία

29


Ο Σετλά

με ξάδερφο του άντρα της… Είναι φερμένος απ’ την Αφρική με πολλά διαμάντια και θα μείνουν στην πατρίδα. Δεν ξαναπάνε στα ξένα. - Να ζήσουν, κυρά Θύμιαινα, τα νέα. Και βλέπει ο κυρ Θύμιος και δεν έχει ελπίδες και μαζώνει την καρδιά του. - Κυρά Λιου μου, να μην τον βαρέσει κόλπος και έχω βάσανα με δαύτον. Και πας στο καλό και διαδίνεις το νέο: ο Σετλά παντρεύεται.

30


Ο Σετλά

5

- Μπάρμπα Θύμιο, θα κοιμάσαι στην άλλη κάμαρη, είπε η θεια μου η Θύμιαινα. Είναι καλοκαίρι και είναι καλύτερα να κοιμάσαι μοναχός σου. - Βάλε μου να φάω, Ελένη... Και πού είναι η θεια σου; - Πάει στο Νιότοπο - παντρεύει με την ανιψιά της το Σετλά... - Βάλε μου να φάω... Ο Θύμιος μόνο που δεν πήδησε απ’ τη χαρά του που έχει δική του κάμαρη και το κλειδί στην τσέπη του. Ότι η γυναίκα του τον χώριζε απ’ το κρεβάτι της το βρήκε ευχάριστο και λογικό. Εκείνος αγαπάει τη Σοφία και τη Σταυριανή τη βλέπει σαν ξαδέρφη του. Και είναι και δεν είναι το έχει ίδιο. Εγώ, λέει, είμαι παθός. Και λέω τα δέντρα - Σοφία, τον αέρα - Σοφία, την πέτρα - Σοφία, το άλογο - Σοφία και άλλο δεν ξέρω. Και δεν είμαι παρά μόνο γιατί είμαι ο παθός τής Σοφίας και άλλο δεν ξέρω. Τρώει με όρεξη το στιφάδο του, πίνει κρασί και πάει στην κάμαρή του. Τώρα, τη Σοφία την έχει δική του. Τώρα που έχει την ελευθερία να της κάνει νοήματα και να της λέει την αγαπάει σημαδεύοντας την καρδιά του. Φόρεσε καθαρό πουκάμισο ο Θύμιος, χτένισε τα μαλλιά του σφυρίζοντας και βγήκε στο παράθυρο να αγναντέψει. Και κείνο που βλέπει είναι για πέσιμο και όχι για χαρά: η Σοφία κρατεί από το χέρι ένα νέο άντρα και ο Θύμιος δεν ξέρει ποιος είναι. Φορεί πορτοκαλί μεταξωτό φουστάνι, έχει χτενισμένα τα μαλλιά της όπως η Βάσω και φαίνονται σαν αδερφάδες, αηδόνα και χελιδόνα. Ο Θύμιος δεν καταλαβαίνει τί συμβαίνει, το τραπέζι των γειτόνων του είναι γιομάτο χιλιολοΐτικα πράματα και στη μέση έχει κεντημένη κουλούρα που φκιάνουν στους γάμους. Τραγουδάνε οι γειτόνοι του και γλεντάνε και ο Θύμιος δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ξεκλειδώνει την πόρτα του και βγαίνει στο διάδρομο σα χαμένος. - Δεν κοιμάσαι, πατέρα; του είπε η κόρη του. Και ποιος κοιμάται με τέτοια νέα... Η χήρα έβγαλε τα μαύρα!

31


Ο Σετλά

- Με τα σωστά σου το λες, Κατερίνη; - Και τι, με τα ψέματά μου; Ξέχασε τέτοιον άντρα σαν τον Πέτρο όμορφο και τσαχπίνη. Και είναι έτσι η χηρειά... - Μην την κατηγορείς, Κατερίνη. Και δεν πιστεύω να έβγαλε τα μαύρα η Σοφία. - Μόνο τα μαύρα; Ξέχασε άντρα που την κράταγε στη χούφτα και άντρες σαν τον Πέτρο δε βρίσκονται. Πήρε και η ανιψιά σου η Ζαχαρούλα το γιατρό και δεν της δίνει σημασία. Mόνο τα λεφτάκια της λογαριάζει - δικά της κιόλας; Του κόσμου ήταν! Κόβουν τα δέντρα των ανθρώπων και πληρώνει το κράτος τη ζημιά και ο αδερφός σου ο πρόεδρος τα τσεπώνει και προικίζει τη Ζαχαρούλα και παίρνει γιατρό. - Ίδια η μάνα σου είσαι, βρε Κατερίνη μου· σε όλους κουσούρια κολλάς... - Λέω κακό για το συχωρεμένο τον Πέτρο; Βλέπεις τον Πέτρο με τη Σοφία και περπατάνε αγκαλιασμένοι και λες, τόσο καλοί είναι οι ανθρώποι; Παίρνει άλλος τη γυναίκα του και πάνε περίπατο; - Ο Πέτρος, βρε Κατερίνη μου, έχει περιουσία, τη δουλεύουν άλλοι και κείνος παίρνει τη σοδειά. Ο Πέτρος δε δουλεύει και έχει καιρό και αγαπάει τη γυναίκα του και τη διασκεδάζει... - Είναι η καρδιά του και αγαπάει, είπε η Κατερίνη. Οι άλλοι... - Οι άλλοι πάνε με τις γυναίκες τους και δουλεύουν να βγάλουν το καρβέλι να φάνε. - Είναι στον άνθρωπο, πατέρα, να αγαπάει. Ούλοι στα χωριά κοιτάνε τα παιδιά τους με το άγριο. Και μόνο η ξεφρουτσολιού προσέχει το Σετλά. - Ο Σετλά είναι λειψός και χαζός και τον προσέχει η μάνα του. Τα γερά παιδιά τα αφήνεις να μάθουν τον κόσμο και την κοινωνία και πώς θα βγάνουν το ψωμί τους, είπε ο Θύμιος. - Εμένα θα μου βρεις άντρα σαν το μακαρίτη τον Πέτρο... Καημένε Πέτρο, σε ξεχνάνε και γελάνε... - Δεν έχεις δίκιο, Κατερίνη, είπε ο πατέρας της, αν όταν πεθάνει ένας πεθαίνουν ούλοι, δεν θα ’μενε κανείς. - Όχι και να παντρεύεται η χήρα και ο άντρας της να μην έχει χρονιάσει και να μιλάει ακόμα…

32


Ο Σετλά

- Ποιος είπε ότι παντρεύεται; - Τί λέμε τόση ώρα, ρε πατέρα; Η χήρα παντρεύεται και καλοπαντρεύεται! Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Θύμιου. Είπε μόνο «πάω να πέσω» και μπήκε στην κάμαρή του. Κλείδωσε την πόρτα του και κούφωσε το παράθυρο να βλέπει και να μην τον βλέπουν. Κοιτάει απέναντι και βλέπει τη Σοφία αγκαλιά με τον ξένο και κουβεντιάζουν στόμα με στόμα. Ο Θύμιος νιώθει να κονταίνει, να κονταίνει και γίνεται κοντός όσο ο Σετλά. Και σα να ακούει κάποιον να τον κοροϊδεύει και να τον φωνάζει: «Σετλά!... Σετλά!... Θύμιο, είσαι Σετλά!». O Θύμιος ακούει τραγούδια και γέλια απ΄ το σπίτι της Σοφίας και κονταίνει ακόμα. Πιο κοντός απ΄το Σετλά… σαστίζει. Δε θυμάται να είχε ποτέ το μπόι του Σετλά. Ήταν δεκαπέντε χρονώ και τον πέρναγαν για είκοσι. Θυμάται στα δεκαπέντε του, ήταν μήνας Φλεβάρης και μπαίναν στις απόκριες. Και είναι δυο νύχτες που δεν κοιμάται και έχει στο νου του τη γριά Στεφανή, που κάθεται μόνη της στα χωράφια, μακριά απ΄ το χωριό. Η Στεφανή δεν είναι ακόμα στα πενήντα αλλά οι νεαροί τη λένε γριά, γιατί η υγρασία στα χωράφια της έβλαψε τα νεύρα και έχει πόνους και κουτσαίνει και λέει «τα ρημάδια τα πόδια μου δε με κρατούνε και τι πόνους έχω.» Δεν ήταν άλλη κεντήστρα σαν τη Στεφανή. Και πώς έρχονται και ξέρχονται τα πρόσωπα και η ζωή τους… Η Στεφανή ήταν παντρεμένη με το Στάθη και έρχεται η πείνα και μ΄ ένα σαπιοκάραβο έφυγε ο Στάθης για την Αμέρικα. Εκεί δουλεύει σε βαριά δουλειά, όπως ούλοι οι μετανάστες, γκρεμίζουν τα βουνά κι ανοίγουν δρόμους, σκάβουν τη γης και βγάνουν κάρβουνο και βλαστημάνε την ώρα και τη στιγμή. Και δε γράφει ο Στάθης πως κακοπερνάει και το΄χει σε ντροπή να γυρίσει στην πατρίδα, γιατί είναι ακόμα με κασκέτο και ούτε καδένα φορεί, ούτε ερημιά. Μονάχα κάνει οικονομία και στέλνει το εισιτήριο της Στεφανής να πάει να τον ανταμώσει. Και δουλεύουνε μαζί, κάνουν περιουσία και γυρίζουν στην πατρίδα πλούσιοι και χορτάτοι. Πάει η Στεφανή στην Αμερική και την πιάνει ο διάολος και ούτε ώρα δε θέλει να κάτσει στις τρώγλες του Σικάγου, άσε το κρύο. «Πάμε να φύγουμε», λέει στο Στάθη, «κεντάω ένα σεντόνι, δουλεύεις και συ και ζούμε. Να φύγουμε απ΄ τον αφορεσμένο τόπο!». «Μένουμε δέκα χρόνια», της λέει ο άντρας της, «και μετά πάμε στην πατρίδα και δε δουλεύουμε άλλο». Η Στεφανή ούτε ν’ ακούσει. «Εγώ δεν κάνω παιδιά 33


Ο Σετλά

στην ξενιτιά και πάμε να φύγουμε». «Είμαστε παντρεμένοι Στεφανή και καλά ή κακά πρέπει να ζήσουμε μαζί. Και σύ μ’ αφήνεις και φεύγεις και ’γω δεν έτρωγα να μάσω λεφτά και να σε φέρω κοντά μου». «Με πονούν τα πόδια μου», του λέει η Στεφανή «και νέα γυναίκα, θέλεις να πιαστώ και να μείνω στο κρεβάτι!». «Αν φύγεις από μένα ούτε γραφή», της είπε ο Στάθης. Η Στεφανή γύρισε στην πατρίδα χωρίς τον άντρα της και κένταγε σεντόνια και μαξιλάρια να ζήσει. Μα ο καημός του χωρισμού με τον άντρα της μεγαλώνει και νέα γυναίκα χωρίς άντρα δεν αντέχει. Το ρίνει στο κρασί με τον καιρό και λησμονιέται. Την ημέρα κεντάει, τη νύχτα μεθάει, γελάει και κλαίει. Κι όταν έρχεται γιορτή δεν πιάνει τη βελόνα, πάει στα χωράφια και σκάβει και κοπιάζει το κορμί της να μη θυμάται. Το ίδιο κάνει στου άντρα της τη γιορτή. Κινάει και πάει στο αμπέλι να κόψει σταφύλια και κόβει τα βάτα που φουντώνουν στις ελιές και δεν απλώνονται τα λιόπανα και έρχεται ο καιρός και μαζώνουν τις ελιές. Παίρνει το φαί της να φάει το μεσημέρι και ένα λαήνι κρασί. Κινάει για τ’ αμπέλι η Στεφανή, κοιτάει τον ουρανό· δεν έχει σύννεφα παρά κατά τη δύση πετάγεται ένα μαύρο, ένα άσπρο και είναι αλλαγμένος ο καιρός και κάτι έχει ο ήλιος και ο αέρας περισσότερο ή λιγότερο από χτες. Φαίνεται μαραζιάρης ο καιρός μπορεί και να βρέξει. Είναι στενοχωρημένη η Στεφανή που ο άντρας της ξαναπαντρεύτηκε και έχασε κάθε ελπίδα του γυρισμού του. Οι χωριανοί της την κατηγοράνε, που άφησε τον άντρα της και βγάνει τα μάτια της με τη βελόνα να ζήσει. Και μαθαίνουν ο Στάθης είναι πλούσιος και πιο πολύ την κατηγοράνε, δεν κουμαντάρισε μυαλό και πήρε απόφαση βιαστική. Γυρεύουν τη Στεφανή να παντρευτεί και κείνη λέει όχι, μακριά απ΄το αγύριστο αντρικό κεφάλι. Απ΄ το πρωί κόβει βάτα και πάει μεσημέρι. Δεν αντέχει άλλο το κασσάρι, και κάθεται κάτω απ΄το ψηλότερο κλίμα. Στρώνει ένα παλιό σεντόνι και τρώει με στενοχώρια. Πίνει νερό και είναι χλιαρό από τον ήλιο, κοιτάει το λαήνι με το κρασί και λέει τζάμπα το ’φερα. Και πίνω το βράδυ στο σπίτι και χαιρετάω τον άντρα μου για τη γιορτή του και κείνος άλλη παντρεύτηκε και με ξεχνάει. Και τής έρχεται ένα δάκρυ

34


Ο Σετλά

ποτάμι και δε σταματάει. Πετάγεται η καρδιά της απ΄ τ΄ αναφιλητά και το στεναγμό και ξεραίνεται το στόμα της. Παίρνει το λαήνι να πιει μια στάλα, όχι πιο πολύ. Και την πιάνει δίψα και πίνει και διψάει. Πίνει ούλο το κρασί, ζαλίζεται και δεν κλαίει. Ξαπλώνει στο σεντόνι και ο νοτιάς την πλημμυράει ερωτική ορμόνη. Κουνιούνται τα φύλλα και ψιθυρίζουν και της φαίνεται πως κάποιος της μιλάει στ΄ αυτί βαραίνει η σκέψη και ούλους τους άντρες του κόσμου θέλει να τους φιλήσει. Και μα τον έρωτα της μακρινής αγάπης… Πιάνει μια σβήνα χώμα και φιλεί το χώμα. Και σαν μισοκαταλαβαίνει τί κάνει, πετάει το χώμα και φιλεί τα χέρια της και τα πόδια της και της έρχεται ένα γέλιο και σαν τη ζουρλή γελάει. Περνάει το σοκάκι ο γείτονάς της ο Θανάσης, ακούει το γέλιο, «η Στεφανή θα είναι, ας μπω να πούμε καμμιά κουβέντα». Ο Θανάσης ήθελε να παντρευτούν με τη Στεφανή, εκείνη προτίμησε το Στάθη, πήρε και κείνος την Αυγερινή. Η Αυγερινή ανασταίνει παιδιά, νύχτα σηκώνεται, μεσάνυχτα κοιμάται, ούτε ρόμπα δεν προλαβαίνει ν’άλλάξει. Ενώ η Στεφανή είναι κεντήστρα και το φουστάνι της είναι καθαρό και το χέρι της τρυφερό και πιάνει το βελούδο. Μπαίνει στο αμπέλι ο Θανάσης και ξεροβήχει να μην ξαφνιαστεί η Στεφανή και φοβηθεί. Ψάχνει τα κλήματα και τη βρίσκει πεσμένη ανάσκελα και μεθυσμένη και έχει κληματόφυλλο στο στόμα και το φιλεί και το δαγκώνει και πίνει τη στιφάδα του και την καταπίνει. Και πάλι την πιάνει το γέλιο κι ο μεθυσμένος άνθρωπος σαν το ζουρλό ό,τι θέλει κάνει. Ο νοτιάς βαραίνει τα φύλλα και ανοίγουν πόρους να πιούνε τη βροχή και πέφτει ανάμεσα ουρανό και γης μια ησυχία και έρχεται η μπόρα. Γέρνει ο Θανάσης πλάι στη Στεφανή και κείνη δεν κατέχει. Βάνει το χέρι του γύρω στο κεφάλι της και τρέμει και δαύτος. - Είσαι άρρωστη Στεφανή; Και θέλεις μένω και θέλεις φεύγω. Η Στεφανή δεν του μιλάει γυρίζει πάνου του το κορμί της και τον αγκαλιάζει. Μια μεγάλη στάλα βροχή σκορπιέται στο πόδι της Στεφανής σκύβει ο Θανάσης και την πίνει. Γδύνει τη Στεφανή, γδύνεται και εκείνος και πέφτει αστραπή απάνου τους, πεθαίνουν αγκαλιασμένοι. Η Στεφανή ανοίγει γούβα και χώνει το λαήνι και λέει «δεν ξαναπίνω». - Αν μ΄ αγαπάς Θανάση μού το λες και σε ανταμώνω.

35


Ο Σετλά

- Είναι και η Αυγερινή και στα κρυφά θα σε βλέπω. Μισή καρδιά του σπιτιού μου Στεφανή και μισή και παραπάνου δική σου. Κι άλλη φορά δεν κόβεις βάτα και χαλάς τα χέρια σου και την καρδιά σου. Παίρνω τα χτήματά σου μισιακά και μπαίνω ελεύθερα στο σπίτι σου. - Από το μυαλό μου δυστυχώ, του λέει η Στεφανή και χωρίζω από τον άντρα μου. Και δεν περνάει η ζωή και θέλω τρυφερότη από άντρα. Και μεις είμαστε μαζί κι έτσι το φέρνει η ώρα και η στιγμή. - Στεφανή προχωρείς μόνη σου και σε φτάνω. Βρέχει ακόμα. Ανταμώνουν στο σταυροδρόμι και φτάνου μαζί στα σπίτια τους με τις κασσάρες στον ώμο. H Στεφανή έχει αγαπητικό και είναι ευτυχισμένη. Κεντάει καινούργια σχέδια, βγάνει απ΄το μυαλό της πουλιά και λουλούδια. Κεντάει κι ένα δικό της σεντόνι και το βελόνι της ξομπλιάζει τον έρωτα με αμπελόφυλλα και σταφύλι. Bλέπει την τέχνη της ο Θανάσης και τη θαυμάζει και δε φεύγει η Στεφανή απ΄την καρδιά του. Και η Στεφανή κεντάει το λόγο της και ούλα τα χρόνια τα ζει με το Θανάση. Αλλά ζωή και θάνατος… Είναι ανεβασμένος στην ελιά ο Θανάσης και τινάζει. Κάπως έκαμε και γλίστρησε, βαρεί το κεφάλι του στην πέτρα και μένει του τόπου. Η Στεφανή παίρνει πάλι και πίνει. Μεθάει μέρα–νύχτα και δεν τη νοιάζει τί λένε. Πάει στο αμπέλι και περιμένει το Θανάση σαν κείνη την ημέρα. Και δεν τη νοιάζει και τη βρίσκει ο άλλος μεθυσμένη, κάνει ό,τι κάνει και την αφήνει και φεύγει. Και φτάνει και κάθεται σε κείνη την καλύβα στα χωράφια μοναχή της. Και της πηγαίνουν τα παιδαρέλια ψωμί και κρασί και τους μαθαίνει τον έρωτα. Οι συγγενήδες της το πήραν ντροπή και πήγαν να τη μάσουν στο σπίτι της. - Δεν παρατάω έτσι το σπίτι μου και τη δουλειά μου και είμαι δω παρέα με τα φίδια και τα δέντρα. Και τούτο είναι το καλύτερο για μένα. Στην αρχή με βρίζουν, με κατηγοράνε, μετά με ξεχνάνε. Είμαι ζουρλή και καλό ήταν να μη ζουρλαθώ. Και από δω και μπρος ζω με το χώμα. Τρώου το χώμα, κυλιέμαικυλιέμαι, πεθαίνω και χάνουμαι, είπε η Στεφανή. - Δίνεις λόγο στο θεό, Στεφανή, μ’ αυτά που κάνεις, της είπε η γυναίκα του

36


Ο Σετλά

ξαδέρφου της μια ψηλομύτα που δε θέλει συγγένισσά της τη Στεφανή. - Και τί ξέρει ο Θεός από πόνο; τής είπε η Στεφανή και τής κόβει τη φόρα. - Έτσι λες; Θα πας στην κόλαση και κολάζεις και μας.... είπε η άλλη. - Αχ, καημένη ξαδέρφη, ο καθένας ζει τις δικές του αμαρτίες. Πεθαίνεις και ποιος λογαριάζει τι είναι και τι δεν είναι αμαρτία... Όπου κερδίζεις δεν αμαρταίνεις. Και όπου μετανιώνεις χάνεις την άλλη πράξη. Θυμάται ο Θύμιος, είναι στη σταφίδα και μαζώνει κληματόβεργες. Περπατεί στα δεκαπέντε του χρόνια και φαίνεται δεκαεννιά και είκοσι. Βρίσκει μια χελώνα και τη γυρίζει ανάποδα. Είναι συννεφιά και η χελώνα δεν κουνιέται και δε βγάνει το κεφάλι της απ’ το καβούκι. Από τη μεριά τής ουράς ο Θύμιος ψάχνει να βρει το γεννητικό της χελώνας και είναι ναρκωμένο και σκληρό σαν πέτρα, Φλεβάρης μήνας. Πετάει τη χελώνα και τρέχει στην καλύβα της Στεφανής. Η Στεφανή με μια αγκαλιά ξύλα πάει κουτσαίνοντας στην καλύβα της να ανάψει φωτιά. - Τί κάνεις θεια; της είπε με τρεμούλα ο Θύμιος. - Άει να χαθείς, του είπε η Στεφανή και ούτε γύρισε να τον κοιτάξει. - Δε σε βρίζω, ρε θεια, εσύ γιατί με βρίζεις; Κι αν δεν μπορείς, σου ανάβω εγώ τη φωτιά. - Του έρωτα τη φωτιά, είσαι μικρός ακόμα... Και μπήκε η Στεφανή στην καλύβα της. Ο Θύμιος ντράπηκε, κίνησε να φύγει και ξαναγύρισε. Στάθηκε στο άνοιγμα της καλύβας και περίμενε. - Ποιος σ’ έστειλε σε μένα; - Μοναχός μου ήρθα... - Το ξέρουν ούλοι στο χωριό πως μαζώνουνται οι αλάνηδες δω κάτου; - Το ξέρουν... - Και τι λένε; - Δεν ξέρω τι λένε... Αν ήσουνα κοντά στο χωριό θα ήταν καλύτερα. Είσαι μια ώρα δρόμο μακριά... - Με τα πόδια σου ήρθες; - Με το άλογο ήρθα. Και δε μου λες, θεια, το γεννητικό τής χελώνας πού είναι;

37


Ο Σετλά

- Να! Εδώ είναι!... Να πας να το βρεις. - Εγώ, για σένα έρχομαι... - Σήμερα δεν μπορώ, με πονούν τα πόδια μου. Άει στη δουλειά σου και έρχεσαι άλλη φορά. - Μη με διώχνεις, ρε θεια, έρχομαι μια ώρα δρόμο, μη με διώχνεις!... - Με πονούν τα πόδια μου, δεν μπορώ... - Θα τα κρατώ τα πόδια σου, ρε θεια, μη με διώχνεις... - Τα βρακιά σου θα κρατείς ή τα πόδια μου; Ξέρεις τι τρεμούλα σε πιάνει και σε σηκώνει... - Τα κρατώ τα πόδια σου, ρε θεια! Μου λένε οι άλλοι πώς γίνεται και ξέρω. - Και δε μου λες, ξεπεταρούδι, τίποτα δεν έφερες; Άει χάσου! Μου ήρθες με αδειανά τα χέρια, αλάνι! Ο Θύμιος με μια πηδουκλιά πάει στη σταφίδα, παίρνει το καλάθι με το φαΐ του και τρέχοντας το πάει στη Στεφανή. Και έλεγε μόνη της η Στεφανή «και τι καλό να ’χει μαγερεμένο η μάνα τού παιδιού... Και δε γυρίζει ο μπάσταρδος, ούτε τη νοιάζει. Τρώει ψωμί ξερό. Και δεν έχει ψωμί, τρώει απ’ το κορμί της». Φτάνει λαχανιασμένος ο Θύμιος και δίνει το καλάθι της Στεφανής. Το μυαλό του καίγεται και έχει ξεχασμένα όσα του είπαν οι άλλοι. Κοιτάει τη Στεφανή και η καρδιά του πάει πάνου - κάτου. Η Στεφανή ψάχνει το καλάθι και γελάει. «Χου, χου, συμπέθερε, φέρνεις σφέλα τυρί απ’ το τουλούμι σου και τρώμε το τυρί σου και το τουλουμοτύρι σου...». Βρίσκει στο καλάθι ένα μπουκαλάκι κρασί και το πίνει μονορούφι. Βρίσκει και λοκάνικο ψημένο και ευχαριστιέται, που χρόνια έχει να φάει τέτοιο μεζέ. Και λέει του Θύμιου «πάρε και στρώσε την καινούρια κουρελού. Θέλω να σε ευχαριστήσω». Ο Θύμιος στρώνει την κουρελού και η Στεφανή λύνει τη ζώνη του παντελονιού τού Θύμιου, με τρυφερές κινήσεις. Του βγάνει το παντελόνι και του λέει «ξάπλωσε». Ξαπλώνει και η Στεφανή και μυρίζει βασιλικό...Αφήνει το Θύμιο και ξανασαίνει και του λέει «το ίδιο νιώθω και γω». Όταν θυμάται ο Θύμιος τη Στεφανή, γλυκαίνει το κορμί του με πρωτογέννητη ορμή και αιθρίες. Αλλά τώρα, μένει παγωμένος. Χαϊδεύει τα μαλλιαρά του στήθια, προσπαθεί, αλλά μένει παγωμένος. Και σαν τροκάνι

38


Ο Σετλά

βαρεί το αυτί του η φωνή τής μάνας τού Σετλά «καταλαβαίνει ο Σετλά και κατουράει μοναχός του, λίγο είναι κυρ Θύμιο; Στην κοινωνία που ζούμε;...» Ο Θύμιος χουφτώνει τα γεννητικά του και παγώνει. Νέκρα! Πέφτει τ’ απίστομα στο κρεβάτι και κλαίει και τόσω χρονώ άντρας. Και την ίδια στιγμή κλαίει και ο Σετλά και πέφτει στην ποδιά τής μάνας του και φωνάζει «μάνα, με κέντρωσε για σφήκα, για ντάβανος και πονάου». Και κλαίει ο Σετλά απαρηγόρητος. «Κατούρα το! Και μην κλαις, βρε κακοζάκανε και σε ακούει ο κόσμος και γελάει με σένα. Είσαι είκοσι έξι χρονώ, βρε κακοζάκανε Σετλά και δεν είναι να κλαις», του είπε η μάνα του.

39


Ο Σετλά

6

Η Θύμιαινα πάει στο Νιότοπο, καβάλα στο άσπρο άλογο και καμαρωτή. Την προσβάλλει ο Θύμιος και δε λυγάει. Του επιστρέφει την προσβολή και τον διώχνει απ’ το κρεβάτι της και δε ματατρώει γλυκό ψωμί με δαύτον. Τη βλέπουν οι συγχωριανοί της, που περνάει στο δρόμο με το άλογο και λένε «για άλλη αγορά πάει η Θύμιαινα. Κι ας φαίνεται πως αγοράζει ο Θύμιος, η Σταυριανή βρίσκει το χρήμα και κόβει την τιμή». Βάνει το χέρι αντήλιο η Θύμιαινα και καμαρώνει το ποτιστικό τού κουνιάδου της και βάνει στο νου της να το αγοράσει και βρίσκουν αναποδιές τον πρόεδρο και είναι στην ανάγκη. Πηδάει απ’ το άλογο, το δένει στη μουριά και πάει στην απιδιά που κάθεται συλλογισμένη η κυρά προεδρίνα, η συννυφάδα της. - Καλώς τη Σταυριανή... Και λέω, ποια είναι με τ’ άσπρο άλογο;... - Βρε συννυφάδα, ποια άλλη έχει άσπρο άλογο; - Δε με παίρνει ο ύπνος και καλά κάνεις, Σταυριανή μου και έρχεσαι... Και έχω της θυγατεριάς μου τον καημό... - Άντρα έχει η Ζαχαρούλα, παιδί έχει, τι άλλο θέλεις; - Αμ’ έννοια σου και τη διώχνω από το σπίτι και θέλει να χωρίσει με τον άντρα της. «Δεν τον θέλω!» μου λέει και «θα ’ρθω με το παιδί μου στο σπίτι τού πατέρα μου». Δε χωράει το σπίτι τού πατέρα σου, της λέω. Ο πατέρας σου σε πάντρεψε με γιατρό και να ’χεις το νου σου να τον κουμαντάρεις. Έχει άλλα τρία παιδιά και θέλουν να παντρευτούν και κείνα... Και πού ακούστηκε να χωρίσεις το παιδί απ’ τον πατέρα του... «Πατέρας είναι αυτός!» μου λέει η θυγατεριά μου. «Γεννάω κορίτσι και δε μου λέει να ζήσει το παιδί μας». - Τι πρόβλημα ο γάμος, Καλλιρρόη μου... Βλέπω και τη δική μου και σα δεμένη φοράδα χλιμιντράει όταν βλέπει σερνικό. Και όποιον πάρει, τα βγάνει πέρα μοναχή της, έτσι της λέω, αλλιώτικα να μείνει όπως είναι. - Η Κατερίνη είναι λογικιά, Σταυριανή μου... Τούτη η δική μου είναι γλωσσού

40


Ο Σετλά

και δε χαρίζει κουβέντα στον άντρα της, επιστήμη άνθρωπος. Άμα ξακρίσει κουβέντα ο γιατρός για κείνη την υπόθεση του Χαράλαμπου, δεν τη χαρίζει. «Εσύ, κυρ γιατρέ, πήρες τα κλεμμένα», του λέει. «Τι να κάνω με δαύτη...» - Με το Χαράλαμπο, ό,τι έγινε, έγινε... - Μα δεν τα κάνει κι ο γιατρός μας καλά... Πήρε τα λεφτά και τώρα σου λέει ήτανε έγκλημα... Τώρα το βλέπει, τότε δεν το ’βλεπε; - Η επιστήμη χαλάει τον κόσμο, άκου με που σ’ το λέω... Αλλά τι να κάνουμε; Σου λέει ο κόσμος πήρε γιατρό, πήρε σπουδαγμένο, έχει αξία. - Πού ξεβγαίνεις, Σταυριανή μου; Και οι κουβέντες δε σώνουνται... - Πάω μέχρι το Νιότοπο. Παντρεύω το Σετλά με την ανιψιά μου τη Νικολέτα. - Και είναι για παντρειά ο Σετλά, λειψό πράμα; - Και κείνη κακοζακανούλα είναι, την παντρεύει και ξενοιάζει ο ξάδερφός μου. Και την ξεγελάει κανείς και του την πάει γκαστρωμένη... Αθό πράμα, της δίνεις μια καραμέλα και σε βάνει στην καρδιά της. Με το ψέμα την πας στον άλλο κόσμο... Δε χωρίζει το ψέμα απ’ την αλήθεια· καλοί, σου λέει, είναι οι ανθρώποι που μ’ αγαπάνε. Αθό πράμα. - Χου, χου, γελάει η προεδρίνα, τα παράλυτα... - Έννοια σου και ποιος λίγο, ποιος πολύ, έχει τη χαζομάρα... Έρχεται κατάσταση και ούλοι πατώνουν, είπε η Θύμιαινα. Καβαλάει το άσπρο άλογο, ντώνει την τριχιά και το άλογο τρέχει. Και λέει μέσα της, μακάρι να χωρίσει με το γιατρό η Ζαχαρούλα και της δίνει ο πρόεδρος πανωπροίκι και την παντρεύει με άλλον και μου πουλάει το ποτιστικό... Η Θύμιαινα θέλει τη γη δική της. Να κάθεται ψηλά και να λέει: «οργώστε και σπείρτε, φυτέφτε δέντρα μυγδαλιές ν’ ανθίζουν το Γενάρη». Τη βλέπουν οι συγγενήδες της στο Νιότοπο και τους χαρίζει κόσμο. Και σαν τη Σταυριανή άλλη δεν είναι, δεν κολλάει τρίχα στο σπαθί της. Δεν αφήνει δουλειά στη μέση και σ’ όλα πρώτη. Αφού χαιρετήθηκε με τους συγγενήδες της, λέει στη Νικολέττα: - Μωρή ανιψιά Νικολέττα, πεινάω και μου τηγανίζεις ένα αυγό. Η Νικολέττα διστάζει και λέει: - Μάνα έλα και συ να τηγανίσουμε το αυγό...

41


Ο Σετλά

- Τη μάνα σου τη θέλω να κουβεντιάσουμε, να πας μοναχή σου. Να τηγανίσεις με το αυγό και λοκάνικο, είπε η Θύμιαινα. - Σταυριανή μου, δεν έχουμε λοκάνικο, είπε η μάνα της Νικολέττας. Το φκιάνω νόστιμο το παστό και το τρώμε από το Μάη... - Άει Νικολέττα και τηγανίζεις μόνο το αυγό... Το τρώτε το χοιρινό από το Μάη, ξαδέρφη; Και τι έχεις στο κιούπι σου; - Το φκιάνω νόστιμο, Σταυριανή μου και είμαστε φαμελιά και το τρώμε. - Ξαδέρφη, τα πράματά σου να τα πηγαίνεις με το μέτρο, να ’χεις το κάθε πράμα χρονικίς. Παντρεύεις παιδιά, τι θα ταΐσεις τους συμπεθέρους;... Η Νικολέττα πάει να τηγανίσει το αυγό και σκιάζεται να βάλει λάδι στο τηγάνι. Σταυρώνει τα χέρια της και περιμένει ακούνητη. Η Θύμιαινα λέει στον ξάδερφό της το Στρατή, στη γυναίκα του και στα δυο παιδιά του, για το γαμπρό. - Ο Σετλά δεν είναι και αψηλός, δεν είναι και αρρωστιάρης. Δεν είναι πλούσιος και το ψωμί δεν του λείπει. Δεν είναι έξυπνος και τις δουλειές του τις κάνει. Είναι σπανός και δεν έχει έξοδα με τα κουρεία... Καλό είναι και έχουνε σπίτι στο χωριό και πού να βρεις, Στρατή μου, τα λεφτά να τους χτίσεις σπίτι; Και κει που μένουν σύνορο, πουλιέται ένα χωραφάκι, το αγοράζεις και το κάνουν ένα και πορεύονται. Αδερφή δεν έχει ο Σετλά, την παντρεύει και ξοδεύεται και αδέρφια δεν έχει και του μοιράζουν την περιουσία. Μόνο μια μάνα έχει και κείνη νερό του Χάρου κουβαλάει... - Καλά να είναι η γυναίκα, είπε ο Στρατής. Και κει που είναι τα δυο πιάτα κι ένα ακόμα τρία. Και κάνουν κάνα παιδί το κρατεί και τ’ ανασταίνει και η Νικολέτα δεν είναι άξια. - Και δεν κάνουν παιδιά, Στρατή μου, δε χαλάει ο κόσμος. Και να ’χουν τα ο ψωμάκι τους να μην πεινάνε, είπε η Θύμιαινα. Που λες, τα κουβεντιάζω με τη μάνα τού Σετλά και γίνεται γλήγορα ο γάμος και τελειώνει και τούτο. - Τα τέλειωσες κιόλας, Σταυριανή μου; είπε η μάνα τής Νικολέτας με τέμπο. Να ρωτήσουμε και τη Νικολέτα, να πάρουμε τη θέλησή της... - Μωρή ξαδέρφη, λες και πεινάου και στέλνω τη Νικολέτα να τηγανίσει το αυγό; Ούτε ένα αυγό δεν ξέρει η θυγατεριά σου να τηγανίσει και μιλάς; Τί να ρωτήσεις τη Νικολέττα; Παίρνει άλλον και τη σούρνει απ’ τα μαλλιά και δεν ξέρει να μαγερέψει το στιφάδο. Και ο Σετλά ό,τι του δίνει το τρώει και ό,τι του

42


Ο Σετλά

λέει το κάνει. Ο Σετλά ξέρει και μαγερεύει, τον έχει μαθημένο η μάνα του. Και αρρωσταίνει η θυγατεριά σου, της φκιάνει ένα ζεστό και πίνει. Πού να ξαναμιλήσει η Στρατίνα, κατάπιε τη γλώσσα της. Πού να τα βγάλεις πέρα με τούτη τη γυναίκα που δεν τής ξεφεύγει τίποτα. Η Θύμιαινα συνέχισε. - Δεν έχει κρεαφέτι ο Σετλά και η Νικολέτα δεν είναι κεντήστρα. Τσοπάνα είναι... Και κάνω δρόμο και έρχουμαι και δίνουμε τα χέρια. Και όσο είμαι στη ζωή τούς έχω στην προστασία μου. Και συ, βαφτισιμιέ μου Θύμιο, τί τα ’χεις τα σγουρά μαλλιά και τα μεγάλα μάτια και δεν κοιτάς καμιά μοναχοκόρη, με ψέματα κι αλήθειες να την πάρεις, να κάμεις βιος; Γέλασε το παλληκάρι και είπε. - Που λες, νουνά, μια φορά κι ένα καιρό, ρωτήσανε την αλουπού πώς τα περνάει στο δόκανο. Και είπε η μαριόλα, όπως ο σιόγαμπρος... Καλύτερα ψωμί ξερό παρά σιόγαμπρος... Του λέει η Θύμιαινα. - Ακούει ο άνθρωπος τί λέει η αλουπού, μην τον περνάς άνθρωπο... Ο Θύμιος κοκκίνισε απ’ την ντροπή του, κάνει ένα σάλτο στην κληματαριά, κόβει μια ρώγα και τη ζουπάει. Έρχεται και η Νικολέτα με το αυγό και είναι μαύρο. Το βλέπει η Θύμιαινα και λυπάται τη Νικολέτα. - Νικολέτα μου, δεν πεινάου... Αν πεινάσω, το τρώω μετά... - Άμα κρυώσει το αυγό δεν τρώγεται - ξανοσταίνει, είπε η Νικολέτα. Είναι παραψημένο... Και γω, η κακοντέλλα, το καίω το αυγό... - Νικολέτα μου, κεντάω σακούλια στο λάκο και έχω καινούριο σχέδιο, ξέρεις να μιτώνεις το γνέμα; - Θεια μου καλή, δεν ξέρω να μιτώνω. Εγώ είμαι τσοπάνα και το τυρί καλάκαλά δεν ξέρω να το πήζω... - Να παντρευτείς ξέρεις, Νικολέτα μου; της είπε χαμογελαστή η Θύμιαινα. Η Νικολέτα ντράπηκε και πήγε μέσα στη μαγερική το αυγό. - Πόσα προικιά έχεις του κοριτσιού σου, Στράταινα; - Σταυριανή μου, όσα πήραν οι άλλες, παίρνει και δαύτη. Και περνάει ούλη της τη ζωή με τα σκουτικά.

43


Ο Σετλά

- Εγώ, είπε ο Αντρέας, ο μεγαλύτερος αδερφός τής Νικολέτας, παίρνω τραπέζι της αδερφής και έξι καρέκλες και πάμε και τους βλέπουμε και έχουν καρέκλες και καθόμαστε και δεν ντρέπουνται. Και όπως λέει η θεια Θύμαινα, ο Σετλά και η Νικολέτα θέλουν την προστασία μας και είναι και γεννιούνται σε άλλο καιρό που οι ανθρώποι ζούσαν αλλιώτικα. Και μείς τους βοηθάμε και αν αρρωστήσουν τους πάμε στο γιατρό και δεν κατέχουν μοναχοί τους. Κι απ’ το μπουλούκι τα πρόβατά μας, που τα φυλάει η Νικολέτα από μικρή, τους δίνουμε τρεις προβατίνες μαζί με τα αρνιά τους και πίνουν γάλα και τρώνε τυρί. Και με τα μαλλιά πλέχει η Νικολέτα κάλτσες και φανέλες και φορούνε το χειμώνα και δεν κρυώνουν. Και ούλοι συγκινιούνται και κλαίνε... - Μην κλαίτε, είπε η Θύμιαινα. Ετοιμάζουμε γάμο και είναι για χαρές... Και παίρνεις, Αντρέα μου, το χέρι του πατέρα σου... - Συγγνώμη, θεια Θύμιαινα, αυτά τα δίνω εγώ και ο πατέρας μου ας δώσει ό,τι έχει ευχαρίστηση. - Όπως είπες, Σταυριανή, είπε ο πατέρας της Νικολέττας, αγοράζουμε κείνο το χωραφάκι, αγοράζω και τα χαλκώματα και από δώδεκα τα μαχαιροπήρουνα. Άλλες δυνάμεις για περισσότερα δεν έχω. - Λέω και τούτο, Στρατή μου, και έχεις την ευχαρίστηση· του Σετλά η μάνα, χήρα γυναίκα, τα νυφιάτικα και τα γαμπριάτικα τα πληρώνεις εσύ. Του γαμπρού είναι τα έξοδα και πάλι ντροπή, χήρα γυναίκα η Λιου η καψερή... Τα λογαριάζει ο Στρατής, πολλά του πέφτουν, τι να κάμει; - Τα πληρώνω, είπε. - Τα στεφανώματα θα γίνουν στο σπίτι μου, είπε η Θύμιαινα. Στεφανώνω εγώ με τον κουνιάδο μου τον πρόεδρο. Η Θύμιαινα σηκώθηκε να φύγει. - Νικολέττα, έλα να χαιρετήσεις τη θεια σου, είπε η Στράταινα. - Θεια μου καλή... - Σου βρήκα άντρα και καλύτερο απ’ το δικό μου... Και τι θα στείλεις στο Σετλά, Νικολέττα μου; - Θα του πλέξω κάλτσες και θα του στείλω... Η Θύμιαινα πήγαινε φέρτα καβάλα στ’ άλογό της. Και κει που κόντευε να

44


Ο Σετλά

φτάσει στο χωριό της άκουσε την καμπάνα να βαρεί θλιβερά. «Θα πέθανε η Λιου, τρομάρα της! Και να την ευχαριστήσω, κάνω το καλό στο Σετλά και δεν πρόλαβε να χαρεί. Και μου ’βγαλε μια περόνα από το χέρι με λεπτότη σαν αδερφή μου και δεν το ξεχνάω». Και τους χωριάτες που απάνταγε τους ρώταγε ποιος πέθανε και δεν ξέραν. «Ξαφνικός θάνατος», είπαν· «δεν ακούσαμε να τραβάει κανείς». Η καμπάνα δε βαρεί άλλο και η Θύμιαινα βεβαιώνεται περισσότερο πως πέθανε η Λιου. Στους νοικοκυραίους η καμπάνα βαρεί και ώρα, για τη Λιου ποιός νοιάζεται... «Από σένα παίρνει θάνατο η μάνα σου, βρε κακοζάκανε Σετλά. Μπα, η μάνα σου σε γεννάει έτσι που είσαι, τί φταις και συ, βρε πάπαλο!» - Μοναχή σου κουβεντιάζεις, θεια Θύμιαινα; ρώτησε ο Αντρέας που την έφτασε με το ποδήλατο. - Ακούω την καμπάνα που βάρεσε θλιβερά και λέω πως πέθανε η μάνα τού Σετλά και την τρώει το μαράζι του... Τέτοιο πάπαλο, βρε Αντρέα μου... - Όχι πάπαλο, θεια, πόπολο. - Εγώ πάπαλο το ξέρω... - Πόπολο θα πει λαός... - Πάπαλο θα πει χαζός... - Το λαό τόνε λένε χαζό. Τον κοροϊδεύουν και τυραννιέται. Φταίει κι ο ίδιος. Ξέρει κάτι στραβό, του λες να το μάθει καλά και σου λέει, εγώ έτσι το ξέρω... Κείνη τη στιγμή, από ένα σοκάκι βγαίνει στο δρόμο ο Στυλιανός, δυο μπόγια άντρας με το ντουφέκι του στον ώμο. - Για ποιον βαρεί η καμπάνα, Στυλιανέ; ρώτησε η Θύμιαινα. - Πέθανε η ξεφρουτσοΛιού και ο χαζοΣετλά κλαίει σα γυναίκα, μαθαίνω. - Τη μάνα του κλαίει, του είπε κοφτά η Θύμιαινα. Και ο ανιψιός μου από δω είναι κουνιάδος τού Σετλά. Παντρεύω την αδερφή του τη Νικολέτα με το Σετλά. Γελάει δυνατά ο Στυλιανός. - Καις τη γυναίκα, κυρά Θύμιαινα... - Στυλιανέ, μη βγαίνεις μπροστά μου και ξέρω τι κάνω, τι δεν κάνω...

45


Ο Σετλά

- Με συμπαθάς, κυρά Θύμιαινα. Να ζήσουνε... Πέρασε το δρόμο και έφυγε ο Στυλιανός. - Τον ακούς, Αντρέα; Μου κάνει παρατήρηση, ο παλιοχαφιές! Θερίο, βρε Αντρέα μου και όχι άνθρωπος. Και δε σκέφτεται τί κάνω και βαρώ τους ανθρώπους... Μαζώνω υπογραφές και τον διώχνω απ’ το χωριό και είναι στη μέση ο κουνιάδος μου ο πρόεδρος. Και έχει τη μύτη ψηλά και τα χέρια μακριά και του χρειάζεται αυτό το ρεμάλι. Και ένας μοναχός του δεν κοτάει να κάνει την κλεψιά. Ένας μοναχός του δεν τρώει τα κλεμμένα. Και παίρνει ο ένας τα πολλά και οι άλλοι αποφαγούδια, τα μαντρόσκυλα!! Τούτος που είδες δε θα γλιτώσει. Με τον καιρό κάποιος θα αποφασίσει τη ζωή του και θα σκοτώσει το θερίο. Καταπίνει-καταπίνει ο άνθρωπος χτύπημα και κλεψιά, φτάνει μέχρι το λαιμό και ορμάει με βία στη βία. Δεν πάνε δέκα μέρες και ένας χωριάτης μάς έλεγε πως ήταν μεγάλη η φορολογία για το δάκο και οι επιτήδειοι κλέβαν το φάρμακο και λέγαν ότι βάναν περισσότερες μπουκάλες και κείνοι τις πουλάγανε και μοίραζαν τα λεφτά οι γεωπόνοι, οι κοινοτάρχες και οι αγροφύλακες και πέφτουν οι ελιές και θα πεθάνουμε χωρίς το λάδι. Τον ακούει αυτό το χασαπόσκυλο ο Στυλιανός, του δίνει μια κλωτσιά και τον πετάει χάμου. Και ντροπιάζει πατέρα πέντε παιδιών ο χαφιές του προέδρου. Και δε σηκώνει κανένας το χέρι του, βλέπεις είναι οπλισμένος ο χαφιές και ο άλλος έχει παιδιά και μπλέχει και χάνεται. Και το Στυλιανό είναι και τον αποκιώνεις. Τον βαρείς και γιαίνει και αρχινάει τα ίδια και χειρότερα. Αλλά θα το βρει από κει που δεν το περιμένει. Σε μένα στέκεται σούζα και του κοτάει κάνει αλλιώτικα. Βλέπεις, είναι ο κουνιάδος μου ο πρόεδρος... Να φτύσεις πάνου - φτεις τα μούτρα σου, να φτύσεις κάτου - φτεις τα γένια σου... Ανθρώποι είμαστε, μπαίνουμε σε διχόνοια. Και έχω έναν αδικημένο, έχω δέκα ωφελημένο, ανθρώποι είμαστε. Είσαι ξύπνιος, Αντρέα μου και σου ανοίγω την καρδιά μου. Το μεράκι μου είναι να αγοράζω γης που είναι μάνα για ούλους. Δε βγαίνει καρπός απ’ τη γης, πεθαίνουμε ούλοι, ανθρώποι και ζωντανά. Το ’χω, που λες, μεράκι και αγοράζω γης. Και βρίσκεται ο άλλος στην ανάγκη, του παίρνω μισοτιμής το χτήμα. Δεν τον γελάω· αν βρει καλύτερη τιμή, το δίνει σε άλλον. Αλλά άλλος με λεφτά στο χωριό δεν είναι. Δεν τον γελάω. Ας κουμανταρίζει ο καθένας μυαλό να μη χάνει. Αγοράζω ένα χτήμα και προικίζω την Κατερίνη, είκοσι στρέμματα θεούρια ελιές, για πενήντα χιλιάδες.

46


Ο Σετλά

Ήταν χαρτοπαίχτης ο μακαρίτης ο Πέτρος, παίζει το χτήμα στα χαρτιά και το χάνει. Και σκάει απ’ τον καημό του, τον βάρεσε νταμιλάς. Έχει χτήματα και μιλάνε, αλλά το καπρίτσιο και τα άτιμα τα χαρτιά... Και λέει μέσα της, κερδίζω τις ελιές και χάνω τον άντρα μου... Και δεν είναι και ούλα κέρδος, όπως έλεγε η συχωρεμένη η Λιου... - Που λες, Αντρέα μου, αγοράζουτε το χτηματάκι της Κώσταινας, της θειας του Σετλά, σπουδάζει τα παιδιά της και είναι στην ανάγκη. Τρώει ψωμί ξερό και τους σπουδάζει και ταχιά δεν την κάνουν για μάνα. Τέτοια τομάρια οι σπουδαγμένοι. Και λένε είναι ορφανοί γιατί ντρέπουνται που είναι οι γονέοι τους αγρότες, φτωχοί και αγράμματοι. Και μοναχός του γίνεται χαφιές ο Στυλιανός; Τούτος έχει το ντουφέκι και σκοτώνει και άλλοι τον βάνουν. Που λες, Αντρέα μου, μένουν λεφτά από την αγορά και αγοράζουμε σιδερένιο κρεβάτι με σουμιέ και κοιμούνται τα νιογάμπρια... - Είσαι έξυπνη, θεια Θύμιαινα και θα ’ρχουμαι να κουβεντιάζουμε. Ξέρεις την κοινωνία καλύτερα από σπουδαγμένο. Έρχουμαι και σε βοηθάου στις ελιές και στον τρύγο, έτσι χαίρουμαι να κουβεντιάζεις. - Όποτε θέλεις, Αντρέα μου, να ’ρχεσαι... Κι από βοήθεια, να βοηθάς το Σετλά να μαζώνει τις ελιές του και δεν ξέρει να τινάζει. Και πέθανε η μάνα του και δεν έχει κανέναν να τον ορμηνεύει. Έφτασαν στο σπίτι τής Θύμιαινας και είναι ησυχία. Κοιτάει στον κήπο για την Ελένη η Θύμιαινα, τίποτα. - Είπα της Ελένης πως θα γυρίσω ταχιά απ’ το Νιότοπο και δεν πότισε τον κήπο... Είναι κλεισμένες μέσα η θυγατεριά μου και η ψυχοκόρη μου και λένε για τους άντρες... Και δεν είσαι από πάνου τους, δε γίνεται η δουλειά σου. Να λείψω δυο μέρες απ’ το σπίτι, αφήνουν τον κήπο απότηγο και ρημώνει. Και έχεις κήπο καλό, έχεις μπακάλικο στο σπίτι σου. - Νέες είναι, είπε ο Αντρέας, κάτι θα λένε. - Βάστα το άλογο και πάω κρυφά... Η Θύμιαινα ανεβαίνει ξυπόλυτη τη σκάλα και μπαίνει στην κάμαρη της Κατερίνης που κοιμάται και έχει τη μηχανή και κεντάει. Βλέπει την Κατερίνη και την Ελένη βαμμένες με κοκκινάδι στα μάγουλα και στα χείλια και κάνουν τις αρρεβωνιασμένες. Το έθιμο στο χωριό τους ήταν να βάφονται οι κοπέλες μόνο όταν αρρεβωνιαστούνε.

47


Ο Σετλά

Έλεγε η Κατερίνη στην Ελένη και έλεγε τα λόγια της αργά όπως η Βάσω η κουνιάδα τής Σοφίας «χρυσή μου, πώς πίνουν τον καφέ τους οι κυρίες;» - Πικρό! είπε η Θύμιαινα... Οι κοπέλες ξαφνιάστηκαν και έκρυψαν με τις παλάμες τους τα μούτρα τους. - Καλά είναι τα μεταξωτά βρακιά και θέλουνε επιδέξιους κ... Κάνουτε τις αρρεβωνιασμένες, μουσίτσες και αφήνουτε τον κήπο απότηγο. Γλήγορα στις δουλειές σας, είπε η Θύμιαινα και συνέχισε. Μάθατε πως πέθανε η Λιου; - Σταμάτησε το κάτουρό της. Και η χήρα έβγαλε τα μαύρα και φόρεσε μεταξωτά και διαμάντια... Και λέει μέσα της η Θύμιαινα: «ό,τι να γίνει με το Θύμιο χώρισα». Βγήκε στο διάδρομο και φώναξε: «μια ώρα να λείψω από το σπίτι μου, χάνεται!» Ο Θύμιος ακούει τη Σταυριανή και δεν καταλαβαίνει τί λέει. Έχει τον καημό τής Σοφίας και είναι παθός. Κλαίει και ελπίζει πως η Σοφία θα διώξει τον ξένο και θα αγαπάει το Θύμιο το γείτονα. Θα του ανοίγει την πόρτα της κρυφά τη νύχτα και θα κοιμούνται μαζί μέχρι τα χαράματα... Αγκαλιασμένοι κι ευτυχισμένοι...

48


Ο Σετλά

7

Τί αγριάδες, τί άλλα βότανα πικρά-φαρμάκι, τα βράζει και πίνει το ζουμί η Λιου για τα νεφρά της. Και οι πέτρες δεν πέφτουν. Και δεν πάει στο γιατρό, τί από τούτο, λέει, τί από άλλο να πεθάνω. Και για τον κακοζάκανο το Σετλά, θέλω να είμαι. Θα μείνει μοναχός του και τον γελάνε και τον κλέβουν. Του παίρνουν το χτήμα και το σπίτι και ανεβαίνει στο βουνό και κοιμάται, σαν το αγρίμι. Και είναι μόνος και αγριεύει και ούτε άνθρωπος είναι, ούτε θεριό. Και τον παίρνει ο άλλος υπερέτη και τον αφήνει νηστικό και τόνε βάνει και κοιμάται με τα γουρούνια και δεν κατέχει. Αλλά τώρα είναι ήσυχη που τον παντρεύει και θα ’ναι στην προστασία της Θύμιαινας. Η Λιου θαμάζει τη Θύμιαινα, γνέμα πιάνει στα χέρια της και σου δίνει πανί. Γάλα πιάνει και σου δίνει βούτυρο, τυρί και μυτζήθρα. Κι από τη μύγα βγάνει ξύγκι... Κάθονται να φάνε με το Σετλά και το φαΐ δεν περνάει. Είναι μέρες σταματημένο το κάτουρό της και σκάει. Πίνει ζουμιά από χορτάρια - τίποτα. Είναι πρησμένη και κίτρινη. Τη βλέπει ο Σετλά και δεν καταλαβαίνει. Τα χρώματα που ονοματίζει είναι το άσπρο, το μαύρο και το κόκκινο, μπορεί και κάνα άλλο. Τον άρρωστο απ’ το γερό δεν τους ξεχωρίζει και όπως ούλοι και ο Σετλά, δεν πιστεύουν πως σταματάει κάποτε η ζωή. Και ούλα συνεχίζονται τα ίδια. Πονεί κι άλλες φορές η Λιου και βάνει δύναμη καρδιάς και δουλεύει. Ο Σετλά τίποτα δεν ξέρει να κάνει μοναχός του, ούλα πρέπει να του τα λες. Σκάβει, σπέρνει, ποτίζει η Λιου και λησμονάει την αρρώστια. Και ανάπηρος να μείνεις, με τον καιρό συνηθίζεις και μη χειρότερα, εύχεσαι... «Αχ βουνά», έλεγε η Λιου, «βουνά και λαγκάδια γιατί με βασανίζουτε, γλυφό νερό και μαύρε ήλιε. Είχα την ελπίδα στο παιδί μου και η ελπίδα μου, ένας Σετλά λειψός και κακοζάκανος». Μικροί και μεγάλοι περιγελάνε το Σετλά. Είναι δώδεκα χρονώ και κατουριέται και λερώνεται πάνου του. Όταν δεν τρώνε τα παιδιά, οι μανάδες τους φωνάζουν «φάτε, μαράζια, γιατί θα μείνουτε σαν το Σετλά».

49


Ο Σετλά

Τα ακούει η Λιου και λέει της Σταύραινας - Ορή, τι έχει ο Σετλά; - Ο Σετλά έχει μάτια και δεν έχει μάγουλα. Έχει μάγουλα και δεν έχει μάτια..., της λέει η Σταύραινα. Η Λιου μαθαίνει το Σετλά να χτίζει τοίχο, να βάνει μια πέτρα πάνου στην άλλη. Χτίζει ο Σετλά τον τοίχο, η μάνα του τον γκρεμίζει, να τον φκιάσει καλύτερο, ο Σετλά δε θυμώνει. Ξαναχτίζει τον τοίχο απ’ την αρχή. Και τον μαθαίνει η μάνα του να ανακατεύει χώμα και νερό, να φκιάνει τη λάσπη να δένει τις πέτρες. Ο Σετλά μαθαίνει και κάνει ούλες τις δουλειές όσο περνάνε τα χρόνια. Ο Σετλά τρώει κότα στιφάδο και η μάνα του τρέμει. «Τούτη τη φορά, λέει η Λιου, δεν την πηδάω την αρρώστια». - Αχ, κακοζάκανε Σετλά, τη χάνεις τη μάνα σου... - Μάνα, βελόνα είσαι και χάνεσαι;... - Τίποτα δε χάνεται, Σετλά και δεν είναι τόπος να κρυφτείς. Και γω, Σετλά, πεθαίνω και δεν είμαι... Πάρε αυτά τα λεφτά για την κηδεία μου, τα δίνεις της θειας σου της Κώσταινας και αγοράζει ό,τι χρειάζεται. Πάρε και τούτα τα λεφτά και τα ’χεις κρυμμένα και δεν τα δίνεις σε κανένα. Και έρχεσαι στην ανάγκη, τα ’χεις και οικονομιέσαι. Γέρνει το κεφάλι της η Λιου και πάει να πέσει απ’ τη ζαλάδα. - Μάνα! Μάνα! φωνάζει ο Σετλά. Μάνα... Η μάνα του κάνει την τελευταία προσπάθεια να παρηγορήσει το Σετλά και βγαίνει στις πεζούλες να πάρει αέρα και ν’ αποχαιρετήσει το χωριό. - Σετλά, να μην κλαις. Κάθε Κυριακή θα ’ρχουμαι να σε βλέπω... Να κάθεσαι σε τούτη την πέτρα που κάθεσαι τώρα. Και η γυναίκα σου να κάθεται στην άλλη και στη μεσιανή θα κάθουμαι εγώ. Θα έρχουμαι χειμώνα-καλοκαίρι... - Αν βρέχει, μάνα, όξω θα καθόμαστε; Δε θα μπαίνεις στο σπίτι... - Οι πεθαμένοι δε βρέχονται... Η μάνα τού Σετλά δεν πάει άλλο, πέφτει στο χώμα. Ο Σετλά προσπαθεί να τη σηκώσει και δεν έχει τη δύναμη. Είναι ψηλή και ξεραγκιανή η Λιου και ο Σετλά μια μπουκιά. - Σετλά, να πας στη θεια σου την Κώσταινα, να ’ρθει εδώ. Η μάνα σου πεθαίνει. 50


Ο Σετλά

Πάει ο Σετλά στη θεια του και κείνη μαζί με το γιο της το δάσκαλο τρέχουν να προφτάσουν. Και ο Σετλά περπατεί σιγά, γιατί η μάνα του τον μάλωνε κάθε φορά που έτρεχε... Η μάνα του περιμένει να τον δει για τελευταία φορά. Μαζώνει τη στερνή της φωνή και του λέει: - Αχ, κακοζάκανε Σετλά... - Μάνα! Μάνα!» φωνάζει ο Σετλά Η Κώσταινα κλαίει και λέει: - Μην κλαις, Σετλά και ο Σετλά δεν κλαίει. Η Κώσταινα με το ψαλίδι έκοψε τα σκουτιά τής Λιους και την έγδυσε. - Πιάσε κρασί, Σετλά και ρίξε μου να πλύνουμε τη μάνα σου. - Ναι, θεια, είπε ο Σετλά. Πιάνει κρασί και πλένουν τη νεκρή. Η Κώσταινα έκοψε το χασί στη μέση και φόρεσε στη νεκρή το σάβανο πρώτα και μετά τα άλλα σκουτιά, κάλτσες και παπούτσια, ούλα από καινουργίς. Έβγαλαν την πόρτα του σπιτιού, την ακούμπησαν σε δυο σκαμνιά και κει πάνου τέντωσαν την πεθαμένη. Ο Πέτρος ο δάσκαλος κατέβηκε στο χωριό να βαρέσει την καμπάνα, να μάθουν οι χωριάτες το θάνατο της μάνας τού Σετλά. - Σετλά, είπε η Κώσταινα, κάτσε στο κεφάλι τής μάνας σου και μέχρι ταχιά τη βλέπεις και πια δεν την βλέπεις... - Ναι θεια, είπε ο Σετλά... - Όταν σου λένε «ζωή σε λόγου σου», θα λες ευχαριστώ. - Ξέρω, είπε ο Σετλά. Μου το ’χει μαθημένο η μάνα μου... Εν τω μεταξύ η Θύμιαινα με τον Αντρέα μπαίνουν στον κήπο να κόψουν λουλούδια για το ματζέτο τής πεθαμένης. Η Θύμιαινα μετράει κάθε κίνηση του Αντρέα και τον θαυμάζει που είναι σβέλτος. «Να τον παντρέψω με την ψυχοκόρη μου την Ελένη, να μου κάνουν ούλες τις δουλειές. Δουλευτού η Ελένη, δουλευτής και χτίστης ο Αντρέας, θα ’χω τα χτήματά μου αυγό... Τους κρατώ στο σπίτι... Μπα, τούτος είναι έξυπνος, ξέρει να αγοράζει φθηνότερα και να πουλάει ακριβότερα, τον βάνω στο σπίτι μου και μου πιάνει το χέρι... Και ξενοιάζει ο γιος μου και δε δουλεύει και τεμπελιάζει στο καφενείο και μου τρώει την περιουσία ο Αντρέας... Βρίσκω άλλον και παντρεύω την Ελένη και

51


Ο Σετλά

κρατώ εγώ τα κλειδιά τού σπιτιού μου και του δικού τους...» Η Ελένη κάνει ούλες τις δουλειές, με ήλιους και με αέρες και το μούτρο της είναι καθρέφτης. Είναι και η κόρη τής Θύμιαινας, η Κατερίνη, σαν την Ελένη δεν είναι. Μεταξωτά φορεί η Κατερίνη, τσίτι η Ελένη, ομορφότερη είναι η Ελένη. Ο Στυλιανός θέλει να παντρευτεί την Ελένη και της το λέει. - Εσύ, Ελένη, δουλεύεις στον κυρ Θύμιο, εγώ για τον πρόεδρο και βρίσκω καλό να παντρευτούμε. - Καλός είναι ο λόγος σου, του είπε η Ελένη, αλλά εσύ για δουλειά δεν είσαι και είσαι σκοτωτής. Σήμερα σκοτώνεις, ταχιά βαρείς και βρίζεις, αντιταχιά πουλάνε οι χωριάτες τη σοδειά τους και στέκεσαι με το ντουφέκι και τους παίρνεις το χαράτσι. Και με καταριούνται οι χωριάτες και δε βρίσκω ησυχία όταν λείπεις. Και λέω φεύγει σήμερα ο Στυλιανός - θα γυρίσει; Και λέω, σκοτώνει σήμερα ο Στυλιανός ή τον σκοτώνουν; Με τους ανθρώπους των δυο σπιτιών, του Θύμιου και του προέδρου, ο Στυλιανός είναι θερίο δαμασμένο. Τον βρίζουν και δε θυμώνει - είναι το σκυλί τους. - Έχεις δίκιο, είπε στην Ελένη, εσύ θέλεις άντρα δουλευτή και γω δεν κάνω. Και παίρνεις κανένα και σηκώνει χέρι απάνου σου, ο Στυλιανός είναι αδερφός σου· μου το λες και τον σαλατιάζω... - Τον ζυγιάζω πρώτα, τι έτσι τον παίρνω με κλειστά τα μάτια; Τη χρυσή βεργούλα θα παίζουμε; του είπε κοφτά η Ελένη Και ο Στυλιανός τη δικαιολόγησε. «Εγώ είμαι σκοτωτής», έλεγε μόνος του, «τι να με κάνει η γυναίκα; Να ανασταίνει παιδιά μοναχή της και μένα να μ’ έχει στη φυλακή;» Και θυμήθηκε τη Στεφανή που του είπε: «και οι λύκοι έχουν τρυφερότη όταν κάνουν τον έρωτα. Και σένα καμιά γυναίκα δε σε θέλει και δε σε περιμένει γιατί είσαι βιαστής. Σκοτώνεις γιατί είσαι τεμπέλης και δεν κατέχεις στο σκάψιμο, ούτε σπάρσιμο, ούτε θέρο και είσαι ζο. Σε έχει ο πρόεδρος μπράβο του και σε κερνάει κάνα καφέ, με τα λεφτά που κλέβει σε κερνάει. Αρπάζει οκάδες το λάδι ο πρόεδρος και δίνει σε σένα κάνα μπουκάλι και ρίνει ένα κόκαλο στο σκυλί... Και ξενοτρώς και διατάζεις να σε ταΐζουν οι χωριάτες και τα βόδια δε ρίνουν φαρμάκι στο νερό να σ’ αποκιώσουν. Και δε βρίσκεται ένας να σε σκοτώσει, να ξεμαγαρίσει ο τόπος». 52


Ο Σετλά

«Ποιος να με σκοτώσει, μωρή π...; της είπε ο Στυλιανός. «Και είσαι χούφταλο και πας με τον καθένα για ένα ποτήρι κρασί;...» «Εγώ», του είπε η Στεφανή,» δε σκοτώνω και δε βιάζω. Σου λέω δε σε θέλω και αν είσαι άνθρωπος φεύγεις. Και λες δε μαθαίνω τι κάνεις; Πας και κατουράς μέσα στο τσουκάλι τής Δήμαινας και μαγερεύει η γυναίκα παπί για τα παιδιά της και μαγαρίζεις το φαΐ. Και το πετάνε το φαΐ οι ανθρώποι και μένουν νηστικοί. Κι αυτό το κάνεις από εκδίκηση, γιατί σε βρίσκει ο Δήμος να κλέβεις και σε λιάνισε. Αν ζούσε ο Δήμος, δε θα ’κανες όσα κάνεις και ήσουνα τώρα στο χώμα. Καρτέρα, να μεγαλώσουν τα παιδιά της και το βρίσκεις». «Και λες δεν ξέρω», της είπε ο Στυλιανός, «πως με ντουφεκάνε και με σκοτώνουν; Αλλά δεν μπλέχει ο άλλος... Μου δίνει ό,τι του γυρεύω και λέει μέσα του τι με νοιάζει για τον άλλο; Του δίνω ό,τι γυρεύει και ξεμπλέκω. Τους βαρώ έναν-έναν και κανένας δεν υποστηρίζει τον άλλον. Και λένε μέσα τους και μένα με βάρεσε και δε μου ’δωσαν βοήθεια. Ούλοι έχουν όπλα, αλλά δεν έχουν συνεννόηση - είναι ο καθένας το δικό του. Και δω είμαι εγώ, δεν κρύβουμαι… Όποιου του βαστάει λέει λόγο κακό και τον ακώ… Είμαι δυνατός και όποιου του βαστάει... Γυρεύω του Θεμιστοκλή εκατό δραχμές να πάρω ένα πουκάμισο, κάθουμαι με τον πρόεδρο, να είμαι καλοντυμένος και δε μου δίνει. Θα τον χαρίσω; Καβαλάω το άλογο του προέδρου και μπαίνω στο αλώνι και την κάνω λιώμα τη σταφίδα του και δεν παίρνει χούφτα. Με κοιτάει που καταστρέφω τη σοδειά του ο Θεμιστοκλής και λέω τώρα θα σκάσει...» «Αν ήμουνα νέα», του λέει η Στεφανή, «θα σε σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια, γι’ αυτά που κάνεις». Ο Στυλιανός δίνει μια κλωτσιά τής Στεφανής, πέφτει απ’ το σκαμνί της και δεν μπορεί να σηκωθεί. Της δίνει κι άλλη μια κλωτσιά, γελάει το θερίο και φεύγει. Πέθανε η Λιου και η χαρά τής Κατερίνης δεν περιγράφεται - θα πάει στην κηδεία της και στις παρηγοριές τρεις νύχτες και θα τα κουβεντιάζει με το δάσκαλο τον αγαπητικό της. Και είναι και οι δυο ανυπόμονοι, πότε θα ’ρθει ο διορισμός του να παντρευτούνε. Και τώρα βλέπουνται από μακριά και στα κρυφά τα κουβεντιάζουν. - Λοιπόν, δεσποινίς Κατερίνη, ανεβαίνω στην Ακρόπολη των Αθηνών και χαϊδεύω τις κολώνες, σάμπως να χαιρετιέμαι με το γλύπτη και με πιάσαν τα κλάματα... Τόσο συγκινήθηκα. - Εσείς οι σπουδαγμένοι, κυρ δάσκαλε, ξέρουτε τον κόσμο και την αξία του, 53


Ο Σετλά

είπε η Κατερίνη. - Τιμή για το χωριό μας, κυρ δάσκαλε, και συ και τα αδέρφια σου που τρώγατε ψωμί ξερό και βγήκατε σπουδαγμένοι, είπε η Θύμιαινα... Εχουμε και μεις έναν άνθρωπο δικό μας και ρωτιόμαστε και είμαστε στην ανάγκη. - Ευχαριστώ, κυρία Θύμιαινα, για τα καλά σας λόγια... Η μάνα μας στερήθηκε πολλά να μας σπουδάσει και της το χρωστάμε... - Καλά να είσαστε, είπε η Κώσταινα και θα ξανασάνω. - Ζωή σε λόγου σου, γαμπρέ... - Ευχαριστώ, είπε ο Σετλά. - Να μη στενοχωριέσαι, Σετλά... Καλό είναι και ζει η μάνα σου, να είναι και στο γάμο, τι να κάνουμε; - Καλό είναι... είπε ο Σετλά. Ένας-ένας χαιρετάνε το Σετλά και φεύγουν και ο Σετλά πιάνει το χέρι του Αντρέα, όπως έκανε με τη μάνα του. - Μη φοβάσαι, Σετλά, δε φεύγω, είπε ο Αντρέας. Και αισθάνεται λύπη για το Σετλά και τον αγαπάει έτσι όπως είναι.

54


Ο Σετλά

8

- Σταυριανή, θέλω να κουβεντιάσουμε, είπε ο Θύμιος. - Μπράβο κυρ Θύμιο, να κουβεντιάσουμε... - Σταυριανή καταντάω και γίνομαι όπως ο Σετλά... - Ο Σετλά είναι στη δουλειά του· τον παντρεύω και νοικοκυρεύεται... Και ό,τι μαθαίνει ο Σετλά δεν το ξεχνάει. Τον μαθαίνει ο Αντρέας και ανακατώνει άμμο και ασβέστι και ο καλύτερος μάστορας δε φκιάνει τέτοιο χαρμάνι. Και ο Σετλά είναι στο σπίτι του και γω στο δικό μου... - Εσύ, Σταυριανή, είσαι στο σπίτι σου και γω δεν είμαι πουθενά. Λέω να πάου έρημος και σκέφτομαι εσένα και τα παιδιά και δεν αποφασίζω... - Εμένα να μη με σκέφτεσαι... Και τόσα χρόνια ζωή δεν τα πετάνε, κυρ Θύμιο... Και βρίσκεις καινούρια αγάπη... - Λες σκέφτομαι και τα φκιάνω; Ήρθε μοναχή της η τρέλα. Και συ, Σταυριανή, δεν έχεις άντρα και γω δεν έχω γυναίκα... Να μη με κακώχεις. - Με βαρείς με ακαθαρσίες στα μούτρα και να μη σε κακώχω; Πώς τα λες έτσι, κυρ Θύμιο; - Τα ρέλα, Σταυριανή, τρέλα!... Εγώ αφήνω εσένα και η Σοφία εμένα... - Εγώ σε παντρεύουμαι και κάνουμε παιδιά και συ με τη Σοφία τι κάνεις; - Την αγαπάω, αλλά δε φεύγω από το σπίτι... - Τι λες, κυρ Θύμιο; Έχει η Σοφία αγαπητικό της παντρεμένο άνθρωπο, μισό εδώ, μισό αλλού; Η Σοφία είναι νέα και παντρεύεται νέο και την κρατεί στη χούφτα και δε σε καταδέχεται... Μαθαίνω και παζαρεύεις με τη Βάσω τις ελιές στο βουνό και γελάνε με σένα. Και πας στη Σοφία από συμφέρο... - Και τι συμφέρο έχω, Σταυριανή; Χωρίζω από τη φαμελιά μου και συ δε με συγχωράς. Είμαι στη φωτιά και μου βάνεις μαχαίρι. - Και γω είμαι στη φωτιά και ακουμπάω το χέρι σου και με διώχνεις. Έχεις μούτρα και μιλάς; - ......... 55


Ο Σετλά

- Η Σοφία δε σε αγαπάει και παντρεύεται άλλον... - Δε μ’ αγαπάει; - Κείνος που φεύγει δεν αγαπάει... Έχω παιδιά να παντρέψω και βρίσκω γαμπρό για την Κατερίνη και συ δεν έχεις μυαλό για τίποτα. Και για να μη γελάει ο κόσμος δε σε χωρίζω. - Έχω τρέλα, τρέλα και είμαι σαν το τίποτα... είπε ο Θύμιος. - Η Σοφία είναι έξυπνη και κάνει ό,τι της λέει η κουνιάδα της η Βάσω. Τι να σε κάμει εσένα; Παντρεύεται νέο και γλεντάει τη ζωή της. Άκου και το άλλο: ο άντρας τής Σοφίας σε κάλεσε να αγοράσει τις ελιές. - Δεν το δίνω το χτήμα! - Γιατί δεν το δίνεις; - Έτσι, δεν το δίνω! - Να μη λες λόγια στον αέρα... Και γω παίζω τιμή στα χέρια μου, κερδίζω λεφτά και δεν τα χάνω! - Να κάνεις ό,τι θέλεις... Δε με νοιάζει τίποτα. - Μη λες δε σε νοιάζει, κυρ Θύμιο και σε ακούνε τα παιδιά σου και γερνάς, δε σε σέβονται. Και γω δούλεψα και δουλεύω και γεράσω δεν πάω στη γειτόνισσα για ψωμί και λάδι, αν μου δώσει κιόλας. Θα μοιράσω τα χτήματα, κυρ Θύμιο, στα τέσσερα. - Τα παιδιά είναι δύο, είπε ο Θύμιος. - Θα δώσω τα κλειδιά μου στα παιδιά και θέλουν με τηράνε και δε θέλουν πάνε δουλειά τους; Θα ’χω τα δικά μου να ζωτροφιέμαι και δε θα ’χω κανέναν ανάγκη. Και η ψυχοκόρη μου η Ελένη μού δουλεύει από μικρό παιδί και θα της δώσω το μερτικό της. Την παντρεύω με δουλευτή και την έχω στο σπίτι μου και δουλεύει ούλη της τη ζωή. Τώρα κιόλας τα κουβεντιάζω με τον άντρα της Σοφίας και πουλάω τις ελιές. - Μη βιάζεσαι, Σταυριανή, η Σοφία... - Τι η Σοφία; - Η Σοφία... - ... Και χήρα να ξαναμείνει, δε σε θέλει, κυρ Θύμιο. Και μάζω τα μυαλά σου, κυρ Θύμιο... - Έχω τρέλα, Σταυριανή, τρέλα! 56


Ο Σετλά

- Δεν έχεις τρέλα, κυρ Θύμιο... Θέλεις να ευχαριστήσεις τον αυτό σου και δε με λογαριάζεις. Να ευχαριστήσεις τον αυτό σου και γω ή είμαι ή δεν είμαι το ’χεις ένα. Δεν τους πετάνε τους ανθρώπους τους, κυρ Θύμιο. Ντρέπουμαι τον κόσμο και δε σε στέλνω στο διάβολο κι ακόμα παραπέρα... - Σταυριανή, συγχώρα με... - Αγαπάς άλλη και δεν αγαπάς εμένα και έχεις μούτρα και μου το λες; - ... Σου ανοίγω την καρδιά μου... Δεν έχω άνθρωπο να λέω τον καημό μου... Αγαπάω και δεν έχω αγάπη. Και είναι η καρδιά μου στο Τάρταρο. - Οι κουβέντες δε σώνουνται και γω θα πάω στην Κώσταινα να προξενέψω την Κατερίνη στο δάσκαλο. - Ο δάσκαλος είναι δοσμένος. Έστειλε ο αδερφός μου για την κόρη του και είπε πως είναι δοσμένος. - Ο δάσκαλος θα πάρει την Κατερίνη, είναι ή δεν είναι δοσμένος. Θα του δώσω όσα γυρέψει... - Κάμε όπως θέλεις, Σταυριανή. Και μια μπουκιά ψωμί μού το δίνεις. - Πώς κατάντησες, κυρ Θύμιο... Να σε παίρνω απ’ το χεράκι, όπως έπαιρνε η Λιου το Σετλά... Παράλυτα όντα τα ζώντα!!... Δεν πίστευα πως θα χωρίζαμε στα ζώντα, κυρ Θύμιο... Κι από το θάνατο καλύτερα είναι έτσι... Έφυγε η Θύμιαινα και ο Θύμιος πήγε στην κάμαρή του και κοίταγε στην αυλή τής Σοφίας.

57


Ο Σετλά

9

Ο Σετλά φορεί μαύρο κουστούμι από ντρίλι και τριανταφυλλιά γραβάτα, που του έφκιασε η μοδίστρα απ' το νυφικό της Νικολέτας. Σήμερα στεφανώνεται με τη Νικολέτα στο σπίτι της Θύμιαινας. - Κλείσε την πόρτα Σετλά και πάμε στο χωριό, του είπε ο Αντρέας, ο αδερφός της Νικολέτας.  Σήμερα το δειλινό θα ρθεί η μάνα μου και δε φεύγω από το σπίτι.  Το δειλινό θα είσαι εδώ, Σετλά. Δεν είναι ακόμα μεσημέρι...  Και είναι έτσι πάμε, είπε ο Σετλά και έπιασε τον Αντρέα απ' το χέρι, όπως έκανε με τη μάνα του.  Καλώς το γαμπρό μας, είπε γελαστή η Θύμιαινα. Ο Σετλά δε μίλησε γιατί δεν ήξερε τί λένε στο καλωσόρισμα... - Θα σε στεφανώσουμε με τη Νικολέτα ο πρόεδρος και γω, Σετλά. Θέλεις γυναίκα σου τη Νικολέττα; τον ρώτησε η Θύμιαινα. - Ναι, είπε ο Σετλά.  Εσύ Νικολέττα θέλεις άντρα σου το Σετλά;  Λέει ναι ο πατέρας μου, λέω και γω... είπε η Νικολέττα.  Σετλά, έλα να φιλήσεις τη νύφη, είπε η Θύμιαινα.  Δεν ξέρω, είπε ο Σετλά. Δεν έχω φιλημένο άλλη φορά.  Θα μάθεις, θα μάθεις! φώναξε το συμπεθεριό και ούλοι γέλασαν. Ο Σετλά ντράπηκε και κρύφτηκε πίσω απ'τον Αντρέα.. Σε γενική ευθυμία τελείωσε το στεφάνωμα και ο Σετλά πήρε τη Νικολέττα απ'το χέρι και σχεδόν τρέχοντας ανέβηκαν στη Ραχούλα. Πεθερά δε βρήκε η Νικολέττα να της βάλει σίδερο και ρόϊδο στην πόρτα. Η θεια του η Κώσταινα περίμενε να τους καλωσορίσει, τους φίλησε και είπε του Σετλά να ανοίξει την πόρτα να μπούνε μέσα στο σπίτι. Ο Σετλά άνοιξε την πόρτα αλλά δε μπήκε μέσα.

58


Ο Σετλά

 Θεια Κώσταινα, θα κάτσουμε στις πέτρες...  Σετλά, έρχονται οι συμπεθέροι να κουβεντιάσουτε...  Θα κάτσουμε στις πέτρες... Περιμένω τη μάνα μου... Ο Σετλά με τη Νικολέττα πάνε στην πεζούλα που είναι οι τρεις μεγάλες πέτρες. - Εσύ κάθεσαι σε τούτη την πέτρα, εγώ στην άλλη και η μάνα μου θα κάτσει στη μέση, είπε ο Σετλά στη Νικολέττα.  Ναι, Σετλά.  Θαρθεί το δειλινό η μάνα μου...  Από τον κάτου κόσμο, Σετλά;  Ναι. Μου λέει πως θαρθεί.  Γνωρίζει κανέναν και την αφήνει ναρθεί; Έχω ακουσμένο, πως δεν αφήνουν τους πεθαμένους να βγαίνουν απ'το κιβούρι τους παρά μόνο το Μάη.  Η μάνα μου τους δίνει βάγια και την αφήνουν... Ο Σετλά κοιτάει τον ήλιο και είναι ώρα να ποτίσει και να ταΐσει τις γίδες. - Μη φεύγεις και δεν αργώ, είπε της Νικολέττας.' Οι συγγενήδες του βλέπουν το Σετλά με τα γαμπριάτικα να ρίχνει χορτάρι στις γίδες και να τις ποτίζει και γελάνε. Μα, πιο πολύ γελάνει που κάθουνται στις πέτρες και όχι στο σπίτι. - 'Ε, λέει η Κώσταινα, δεν κάνουν αρρεβωνιασμένοι και καλό είναι να γνωριστούνε'.... Η Νικολέττα κοιτάζει το Σετλά και χαμογελάει. Και δεν της λέει να κάνη δουλιές, όπως στο σπίτι του πατέρα της, την είχαν κάμε τούτο, κάμε τ' άλλο και χαίρεται: ''Είμαι δασκάλα και κάθουμαι. Καλά είναι δω''. Και πιάνει το τραγούδι. Γύρισε ο Σετλά, έκατσε στην πέτρα και τραγουδάει. ''..., ε, αα, αα'', δεν ξέρει του τραγουδιού τα λόγια. Και ένα χελιδόνι μια πάει τ' απάνου, μια τα κάτου και χελιδονίζει.  Πάου και ρίνω νερό στη γουρούνα και είναι γκαστρωμένη, είπε ο Σετλά.  Καλά Σετλά, είπε η Νικολέττα και συνέχισε το τραγούδι.

59


Ο Σετλά

Ξαναγύρισε ο Σετλά, έκατσε στη πέτρα και τραγούδαγε με τη Νικολέτα, «αα, ααα, ααα,....» Οι συγγενήδες τους φεύγουν, «να ζήσουτε, καλή ζωή» τους λένε και γελάνε που τα νιόγαμπρα τους χαιρετάνε κουνώντας τα χέρια τους. «Ρε, τα θέατρα», λέγαν και γέλαγαν'...  Η μάνα μου δε φαίνεται, ακόμα ...  Θα έχασε το δρόμο της, Σετλά. Έχω ακουσμένο, οι πεθαμένοι δεν έχουν μάτια και δε βλέπουν. Άμα πεθάνεις, πρώτα σου βγάνουν τα μάτια και μετά σου κόβουν τη γλώσσα. Μόνο με τη μυρουδιά γνωρίζουν οι πεθαμένοι και γι'αυτό καίνε στο μνήμα τους το λιβάνι. Καίτε λιβάνι στο τάφο της μάνας σου;  Ναι. Δεν έχουμε λιβανηστήρι και το καίμε στο κεραμίδι. Και βγαίνει καπνός.  Έφαγες σήμερα, Σετλά; τί καλό έφαγες; Η Νικολέτα πεινάει και δεν κρατιέσαι άλλο. Της είπε η μάνα της: ''είσαι νύφη και δεν πρέπει να τρως πολύ και σε λένε φαγού. Ούτε να πιείς κρασί και σε λένε μπεκρού και για τον άλλο λόγο''.  Φάγαμε κρέας με τον Αντρέα.  Έμεινε τίποτα;  Πεινάς;  Πεινάου... όχι και πολύ...  Θα κάτσουμε εδώ. Έρχεται η μάνα μου και δε μας βρίσκει και φεύγει ... Μετά τρώμε, είπε ο Σετλά. - .......  Είναι δειλινό; ρώτησε ο Σετλά.  Και δεν είναι τώρα το δειλινό και πότε είναι; είπε η Νικολέτα.  Δεν ήρθε η μάνα μου...  Θα πιάσαν τη κουβέντα οι πεθαμένοι, λησμονιέται και δεν ήρθε..  Αφού της κόψαν τη γλώσσα, με τι μιλάει; ρώτησε ο Σετλά.  Οι πεθαμένοι μιλάμε με τη μύτη, έτσι έχω ακουσμένο.  Εγώ λέω θα βρέχει στον κάτου κόσμο. Η μάνα μου δε πήρε ομπρέλα και δε πήρε λεφτά να αγοράσει άλλη... 60


Ο Σετλά

 Η βροχή δεν τους πιάνει τους πεθαμένους. Μόνο όταν πλημμυρίζει το ποτάμι δεν μπορούν να το περάσουν.  Δεν τους πιάνει η βροχή,... και το ποτάμι νερό δεν είναι; είπε ο Σετλά.  Άλλο η βροχή Σετλά και άλλο το ποτάμι. Το ποτάμι, στον κάτου κόσμο, είναι στρογγυλό και έχει μαύρο νερό. Το Μάη στερεύει και περνάνε οι πεθαμένοι. Και έχεις λεφτά δίνεις στο χάρο και σε περνάει και το χειμώνα. Ο χάρος έχει μαύρη βάρκα. Αν είσαι πλούσιος, παίρνεις κοντά σου λεφτά, δίνεις λεφτά στο χάρο και δε σε βαρεί.  Γιατί δεν πληρώνουν και δεν πεθαίνουν; απόρησε ο Σετλά.  Ούλα τα πλούτη του κόσμου, είπε η Νικολέτα, δε φτάνουν ....  Η μάνα μου είναι άρρωστη και τη βαρεί ο χάρος;  Δε τη βαρεί.... Την αγαπάει και τη παίρνει κοντά του και γλυτώνει τις αμαρτίες....  Πάμε στο σπίτι. Την άλλη Κυριακή περιμένουμε, είπε ο Σετλά. Η γραβάτα στενεύει το Σετλά. Προσπαθεί να τη λύσει και δεν μπορεί. Ούτε η Νικολέτα μπορεί.  Ταχιά πάου για νερό, λέει ο Σετλά, μου τη λύνει η θεια Θύμιαινα. Εκείνη ούλα τα ξέρει.  Σετλά, θα ανοίξω τα προικιά μου να τα δούμε. Έχουνε ρύζι ακόμα και τα εκθέτω στη σάλα και τα θαυμάζουν οι φιλενάδες μου.. Κοίτα Σετλά! δυο παπλώματα, έξι κουβέρτες, τρία κιλίμια, δέκα κουρελούδες, δυο σαλλόσκουτα μάλλινα και ένα λιναρένιο, μια πουπουλού και πέντε σακκούλια... Σου αρέσουν Σετλά;  ... Δεν έχω ιδωμένα τόσα ρούχα ...  Θα ανοίξω το μπαούλο μου Σετλά ... Κοίτα Σετλά! Σεντόνια, μαξιλάρια, τραπεζομάντιλα, πετσέτες του προσώπου, πετσέτες για φαί, μεσοφόρια, ρόμπες, κοίτα Σετλά τρεις τρούμπες πανί άκοπο για όποια ανάγκη ..  Ούλα τούτα τα ρούχα δικά μας;  Είναι τα προικιά μου Σετλά και περνάμε ούλη μας τη ζωή και μένουν. Να θυμάσαι Σετλά, τ' Αη Γιαννιού του νηστευτή βγάνουμε τα ρούχα στον αέρα και το βράδυ τα μαζώνουμε και τους ρίχνουμε νυχάκι και ρίγανη και δε τα τρώει ο σκώρος. 61


Ο Σετλά

 Ναι, είπε ο Σετλά. Η Νικολέτα, έκλεισε το μπαούλο αφού έβγαλε σεντόνια και μαξιλάρια να στρώσει στο κρεβάτι. Και όση ώρα έφκιανε το γιούκο, έλεγε μέσα της, '' θα μου δώσει ψωμί ο Σετλά ή δε θα μου δώσει; Σκέπασε το γιούκο με τρίπλινο σεντόνι και έκατσε στη καρέκλα.  Μάνα πεινάου, θα φάμε;  Τι καλό φαί έχεις Σετλά;  Καπαμά! Σέρβιρε το φαί ο Σετλά και τρώνε. Σε μικρά ποτηράκια κερνάει το κρασί. Μάνα, μου είπε η μάνα μου, μια μέρα να πίνουμε κρασί και δύο όχι, για να’χουμε ούλο τον καιρό. Και μόνο όταν σπέρνουμε θα πίνουμε κρασί κάθε μέρα.  Έτσι είπε η κακοντέλλα η πεθερά μου; ας είναι άγιο το χώμα της... - Μάνα, τον Αντρέα τον αγαπάου περισσότερο από όλους!  Και από μένα Σετλά; Ο Σετλά χαμογελάει και πέφτει στο καινούριο κρεβάτι και κουρνιαρίζεται. Και μέχρι σήμερα, δε ξέρει το σωμιέ και κοιμάται στο καλαμωτό.  Μάνα θα κοιμάμαι και γω στο καινούριο κρεβάτι;  Αμ' για το γαμπρό το έχουν το καινούριο κρεβάτι Σετλά και κοιμάται αναπαμένος... Ο Σετλά βάνει τα χέρια του στη μέση και κάνει βόλτες στη κάμαρη που είναι μαγειρική και τραπεζαρία και σάλα και κρεβατοκάμαρη. Και δίπλα είναι το καλύβι που βάνουν τα ζωντανά τους και ξύλα για το χειμώνα. Και βγάνουν και μπάζουν τα ζωντανά τους απ' την ίδια πόρτα που μπαινοβγαίνουν και κείνοι. Σταμάτησε τις βόλτες ο Σετλά και άνοιξε το μπαούλο της μάνας του. Βγάνει ένα δέμα ο Σετλά και το δίνει στη Νικολέτα.  Μάνα, μου λέει η μάνα μου και σου το δίνω.  Τι να ’χει μέσα, η κακοντέλλα η πεθερά μου; Ανοίγει το δέμα και βλέπει ένα πράσινο ύφασμα και πάνου μια καρφίτσα με κίτρινες πέτρες. - Σετλά, είναι δικά μου; τόσα πράγματα δικά μας; Μου αρέσει το κίτρινο και 62


Ο Σετλά

η πεθερά μου το ξέρει ... Τα σκουλαρίκια μου έχουν πέτρα θαλασσιά και μένα μ' αρέσει το κίτρινο...  Μάνα, είπε ο Σετλά, νυστάζω. Κατά πού να κοιμηθώ;  Όπου θέλεις Σετλά ....  Πήρε το φανάρι η Νικολέττα και μπήκε στο καλύβι να βρει τον απόπατο και να γνωρίσει τον τόπο. Είδε το φως η γουρούνα και σηκώθηκε να πάη κοντά της. Γουτς-γουτς, είπε η Νικολέτα, χάιδεψε τις γίδες και δω είναι το σπίτι της. Ξάπλωσε πλάι στο Σετλά ευτυχισμένη που παντρεύτηκε και κοιμάται σε κρεβάτι αγοραστό και έχει άσπρα και κίτρινα κάγκελα. Θυμάται όσα την ορμήνεψε η θεια της η Θύμιαινα, όλα που θα κάνει με το Σετλά και χαϊδεύει το δαχτυλίδι της. Και περιμένει να ξυπνήσει ο Σετλά που κοιμάται με το πουκάμισο και τη γραβάτα.

63


Ο Σετλά

10

Ας πάω κατά τους Σετλάδες να ιδώ τί κάνουν, έλεγε μόνη της η Θύμιαινα. Και από κει περνάω και βλέπω την Κώσταινα που έχει γιους σπουδαγμένους και τη λένε κυρά. Πούλησε τα χτήματά της και τους σπούδασε και παντρεύουνται τίποτα ψηλομύτες και δεν την κάνουν για μάνα. Μα αν πάρει ο δάσκαλος την Κατερίνη, κοντά σε μας ζει και κείνη. Ο Σετλά κόβει τα αγκάθια στις πεζούλες και βάνει φωτιά το πρωί και τα καίει. Καθαρίζει το χωράφι να είναι έτοιμο για το τσάπισμα και το σπαρτί. Η Νικολέτα δένει τις γίδες στο διπλανό χωραφάκι να βοσκήσουν.  Μάνα, το χωράφι που έδεσες τις γίδες είναι της θειας μου της Κώσταινας, βλέπει τις γίδες και μας μαλώνει.  Το χωράφι είναι δικό μας, Σετλά. Το αγόρασε ο πατέρας μου στ όνομά μου. Η λέξη ''πατέρας'' για το Σετλά δε σημαίνει παρά μια τρύπια μύτη που στάει ζαίμα και τον τελευταίο καιρό βρώμαγε σα ψοφίμι. - Μάνα, το χωράφι είναι της θειας μου .... Στην ώρα έφτασε η Θύμιαινα και λέει - 'Σετλά, το χωράφι είναι δικό σας. Να γκρεμίσουτε τη μάντρα και να το κάνουτε ένα.  Θεια μου καλή, είπε η Νικολέττα, το λέω του Σετλά και δε με πιστεύει. - Είπε σιγά η Θύμιαινα και ο Θύμιος δεν πιστεύει πως δεν τον αγαπάει η Σοφία .... Σετλάδες!  Πάου να ρωτήσω τη θεια μου την Κώσταινα, είπε ο Σετλά.  Μωρή Νικολέτα ανιψιά, πώς τα καλοπερνάς με το Σετλά;  Να είσαι χιλιόχρονη θεια μου και με παντρεύεις με τόσο καλό άντρα. Και δε βάνω στο νου μου και έχω άντρα και δε με μαλώνει και δε με βαρεί ..  Τι καλό μαγέρεψες, σήμερα, ανιψιά;

64


Ο Σετλά

 Ρίνω ψωμί στο φούρνο, λέει ο Σετλά και φκιάνουμε καγιανά. Γύρισε ο Σετλά και λέει: - Μάνα, το χωράφι είναι δικό μας, μου είπε η θειά μου η Κώσταινα. Και είπε να γκρεμίσουμε τη μαντρίτσα και να το κάνουμε ένα. Στην άκρη, λέει, να σπέρνουμε γρασίδι για τις γίδες και τη γουρούνα. Πέρασε το χωράφι η Θύμιαινα και βγήκε στην αυλόπορτα της Κώσταινας.  Κυρά Κώσταινα! Κυρά Κώσταινα!  Κόπιασε μέσα κυρά Θύμιαινα... Και λέει από μέσα της είσαι και περήφανη, είσαι και καλή...  Ανέβηκα στη Ραχούλα να ιδώ τ' ανίψια μας και είπα να περάσω να σας ιδώ. Και αφήνω νοικοκυράδες στο σπίτι μου την Κατερίνη και την Ελένη και θέλω δουλεύω και θέλω δε δουλεύω. Και συ συμπεθέρα Κώσταινα, ανασταίνεις τρία παιδιά και τα σπουδάζεις και είσαι αξιέπαινη.  Αν πάρουν τα χαρτιά τους και οι άλλοι θα ησυχάσω. Και ο δάσκαλος περιμένει το διορισμό του και παντρεύεται. Πολλές κοπέλες τον θέλουν, τι είναι καλός και τον τιμάνε. Ο δάσκαλος δε θέλει ξενομερίτισσα και θέλει κοπέλα απ 'το χωριό μας να την ξέρει και να τον ξέρει.  Έχει πολλές κοπέλες της παντρειάς στο χωριό μας, είπε η Θύμιαινα. Και θέλει δάσκαλο η άλλη έχει προίκα και τον παίρνει...  Εγώ, κυρά Θύμιαινα, θέλω την Κατερίνη για νύφη μου. Βλέπω την Κατερίνη και το δάσκαλο και κουβεντιάζουν στης Λιους τις παρηγοριές και είπα στο δάσκαλο, σαν την Κατερίνη θέλω να πάρεις γυναίκα. Είναι θαρετή και γελάει και ανοίγει η καρδιά σου. Και πάρεις καμιά μωρόχαυλη και δε σκάει τ'αχείλι της και κλείνεται η καρδιά σου. Η Κατερίνη, του λέω, έχει γονέους καλούς και μου δίνει ένα ποτήρι νερό. Με βλέπει και πέφτω και με σηκώνει.  Κυρά Κώσταινα, μαθαίνω και ο πρόεδρος στέλνει προξενειό στο δάσκαλο για την κόρη του και ο δάσκαλος απάντησε πως είναι δοσμένος. Και τον έχω στη καρδιά μου για γαμπρό μου και είναι ελεύτερος.  Να τον ρωτήσουμε κυρά Θύμιαινα και γω είμαι της γνώμης σου. Δάσκαλε! Δάσκαλε! Έλα στην αυλή. Έρχεται ο δάσκαλος γελαστός και χαιρετάει τη Θύμιαινα. Η Θύμιαινα

65


Ο Σετλά

κοκκινίζει απ' τη χαρά της και λέει μέσα της, ''όσα μου γυρέψει του τα δίνω''.  Δάσκαλε, κουβεντιάζουμε με τη μητέρα σου και βρήκαμε καλό να παντρευτείτε με την Κατερίνη.  Κυρία Θύμιαινα, η δεσποινίς Κατερίνη με θέλει;  Τη ρώτησα και σε θέλει ... Αλλά η Κατερίνη δεν ξέρει πως η μάνα της την προξενεύει στον αγαπητικό της ...  Ευχαριστώ πολύ την Κατερίνη για τη προτίμησή της, είπε ο δάσκαλος. Και γω τη θέλω. Και δε βιάζεται η δεσποινίς Κατερίνη, διορίζουμαι πρώτα και παίρνω τον πρώτο μιστό και αγοράζουμε τα δαχτυλίδια.  Θύμιαινα, είπε η Κώσταινα και φιλεί τη συμπεθέρα της σταυρωτά. Ο δάσκαλος φιλεί πρώτα τη μάνα του και μετά τη Θύμιαινα και λέει: - Παίρνω γυναίκα αγαπημένη και έχω τις αξιότερες μητέρες.  Τι προίκα γυρεύεις δασκαλέ μου; ρώτησε η Θύμιαινα.  Μείς με το μιστό μου και με οικονομία ζούμε, είπε ο δάσκαλος.  Αν δεν είχε η κόρη μου περουσία δεν έπαιρνε δάσκαλο.... Εσύ είσαι δάσκαλος και παίρνει και η Κατερίνη την αναλογία της. Και ανασταίνουτε παιδιά και έχουτε έξοδα. Και οι γονήδες θέλουν τα παιδιά τους να ζήσουν καλύτερα από κείνους, είπε η Θύμιαινα.  Συμπεθέρα μου, είπε η Κώσταινα, εσύ ξέρεις τα έχοντα του σπιτιού σου και κανονίζεις τι δίνεις. Και γω δεν έχω κόρη και θέλω η Κατερίνη να με αγαπάει....  Είμαι ευχαριστημένη, είπε η Θύμιαινα και κάνω το καλύτερο. Πουλάω τις ελιές που αγόρασα απ' τη Σοφία πάλι στη Σοφία. Ο άντρας της τής τις κάνει δώρο και τις πληρώνει όσο κι' όσο... Αγοράζω άλλες ελιές και έχουτε το λάδι της χρονιάς σας. Με τα υπόλοιπα χρήματα σας χτίζω σπίτι και έχουτε διακοπές ερχόσαστε και σας βλέπουμε και μαθαίνουν και τ' αγγόνια μας το τόπο μας. Και αγαπάνε τη γης μας που μας γέννησε και μας τρέφει.  Είμαι δεχτός, είπε ο δάσκαλος, και ό,τι αποφασίσει η Κατερίνη. Η Θύμιαινα έφυγε πολύ ευχαριστημένη από το δάσκαλο και μπαίνει στο νου της η Ελένη: «Είναι και κείνη της παντρειάς και της κακοφαίνεται που

66


Ο Σετλά

παντρεύω πρώτα την Κατερίνη...». Και σκεφτόταν ποιον να βρεί για την Ελένη: «Ο Κώστας είναι γερός, σκάβει και δεν ιδρώνει». «Έχω το μιστό της φυλαμένο, κόβω από το σπίτι της Κατερίνης και φκιάνει και κείνη το δικό της. Η Κατερίνη φεύγει, η Ελένη μένει κοντά μου και μου πιάνει το χέρι.'' Άκουσε η Θύμιαινα την καραμούζα του πραματευτή και βγήκε απ' τους συλλοϊσμούς της. Τάχυνε το βήμα της να αγοράσει ένα τραπεζομάντιλο, για τους γάμους. Ο πραματευτής περνάει απ' το χωριό τους και η Θύμιαινα κοιτάει την πραμάτεια του και τον ρωτάει τις τιμές και ξέρει τι γίνεται στον κόσμο. Η πολιτεία έχει καλύτερο πράμα και κάθε μέρα δεν πας στην πολιτεία και κάνεις έξοδα και χάνεις ολόκληρη μέρα. Και ο πραματευτής φέρνει το πράμα στην πόρτα σου και σε αφήνει και διαλέγεις. Ο πραματευτής σταμάτησε στην πόρτα της Θύμιαινας και με την καραμούζα και με το στόμα διαλαλεί τη πραμάτεια του. ''Λινά! μεταξωτά! ντρίλια! κάμποτα! χασέδες! βελόνες! χτένια! μπογιέεεεε!!!'' - Τι καλά μας φέρνεις πραματευτή; ρώτησε η Θύμιαινα.  Ό,τι αγαπάς, κυρά Θύμιαινα... Κοιτάει τα παράθυρα ο πραματευτής και δυο βδομάδες η Ελένη δε φαίνεται. «Αν δεν αποφασίσεις σύντομα το γάμο» τού είπε η Ελένη, «εμένα δε με ματαβλέπεις'».  Ένα καλό τραπεζομάντιλο, είπε η Θύμιαινα.  Κυρά Θύμιαινα, θέλω να κουβεντιάσω με τον κυρ Θύμιο και μέρες δεν τον είδα.  Δημοσθένη μου, ο κυρ Θύμιος μένει στο ποτιστικό και μού λες τι τον θέλεις.  Μου είπε ο πατέρας μου, ρωτάς μοναχός σου την κοπέλα αν σε θέλει....Κατάλαβες κυρά Θύμιαινα;  Και κατάλαβα και δεν κατάλαβα και για γάμο λες. Και μέσα της η Θύμιαινα χαμογελάει, γιατί ο πραματευτής ήρθε δεύτερος, αφού την Κατερίνη θα τη παντρέψει με το δάσκαλο.  Θέλει ο πατέρας μου να παντρευτώ την ψυχοκόρη σου την Ελένη. Είναι όμορφη και εργατικιά και την έχουμε βιτρίνα στο μαγαζί μας.

67


Ο Σετλά

Της Θύμιαινας της κόπηκαν τα πόδια. Άλλα λογάριαζε και άλλα τη βρίσκουν. Την Ελένη την ήθελε παντοτινή στο σπίτι της και τώρα; «'Εγώ, για ούλους νοιάζουμαι και για μένα κανένας!» Σου λέει η Ελένη: «θα κάτσω στη Θύμιαινα να μου λέει τι θα τρώου και πού θα πάω; Παίρνω πραματευτή και μετράω με την πήχη και δε με τρώνε τα λιοπύρια και τα κρύα».  Ρωτάμε και την ίδια, Δημοσθένη μου, είπε η Θύμιαινα.. Και γω, τής βρίσκω άλλον και θέλει εσένα καλύτερα....., τη ρωτάμε.. Και λέει μέσα της, ''μου γυρεύει πολλά και δίνω την Ελένη στο Κώστα και την έχω σπίτι μου». - Φωνάζω την Ελένη και της λέμε το νέο..... Το ματαβρήκε η Θύμιαινα και πού ακούστηκε να κλείνεται συγκέσιο στο δρόμο και τούτος είναι πραματευτής και ξέρει να πουλάει και ν' αγοράζει.... - Δέσε το άλογό σου Δημοσθένη μου και πάμε μέσα στο σπίτι και τρώς ένα γλυκό. Και είναι καλύτερο και ερχόταν ο πατέρας σου.... - Κυρά Θύμιαινα, εγώ παντρεύουμαι, όχι ο πατέρας μου... Και δε μπορούμε να κλείσουμε το μαγαζί μας... Βλέπει η Ελένη να ανεβαίνουν τη σκάλα η Θύμιαινα και ο πραματευτής και κοκκινίζει παπαρούνα.  Ελένη να φέρεις γλυκό να κεράσουμε τον πραματευτή, είπε η Θύμιαινα.  Ελένη σε αγαπάω, είπε ο πραματευτής. Θέλεις να παντρευτούμε; Η Ελένη του χαμογέλασε και σαν το λουλούδι της ροδιάς το στόμα της. Σαν κατέβηκε ο πραματευτής, η Ελένη μπήκε στην κάμαρη της Κατερίνης και δοκίμαζε στον καθρέφτη τα ολόχρυσα σκουλαρίκια που της χάρισε ο αρρεβωνιαστικός της.  Τον πήρες, μωρή; ρώτησε σφιγμένα η Κατερίνη.  Και τι, τον αγαπάω για τα μαύρα του τα μάτια και να τον βλέπω από μακριά; Και δε με θέλει, τον αφήνω και παίρνω άλλο. Απ΄ το παράθυρο η Κατερίνη βλέπει τον πραματευτή και την Ελένη να κουβεντιάζουν και να γελάνε. Και δίνει ο πραματευτής ρόμπα μεταξωτή της Ελένης και πασουμάκια κεντημένα και τα φορεί και φαίνεται η ομορφιά της και άλλη δε της βγαίνει μπροστά. Ούτε η Σοφία, ούτε η Βάσω...

68


Ο Σετλά

Η Κατερίνη δεν κρύβει τη ζήλεια της, δαγκώνεται και κλαίει.  Ορή, ορή, της είπε η Θύμιαινα, ζηλεύεις τ' αρφανό; Η Ελένη σε αγαπάει σαν αδερφή της και δουλεύει στα χωράφια και το ποτήρι το νερό στο δίνει στο χέρι και δε σε ζηλεύει.. Νάχεις χαρά, που παντρεύεται τ'αρφανό....  Παντρεύεται η Ελένη, είπε η Κατερίνη και όχι εγώ.....  Θα παντρευτείς και συ με τη σειρά σου.... Μαθαίνω πως έδωσε λόγο και ο δάσκαλος.  Ποιός δάσκαλος; ρώτησε η Κατερίνη και της κόπηκε το αίμα.  Ένα δάσκαλο ανύπαντρο έχουμε στο χωριό μας.  Καλά κάνει....., είπε η Κατερίνη και με το ζόρι κρατιέται να μη πέσει.  Δε ρωτάς ποιά παίρνει;  Δε ρωτάω!...  Ο δάσκαλος έδωσε λόγο σε μένα για σένα. Μου είπε σε αγαπάει και σε εχτιμάει...  Ρε μάνα, φκιάνεις συμπεθεριά χωρίς ... να με ρωτήσεις;  Αν δε θέλεις, πάου και τα χαλάω. Και δυο γάμοι κοντά-κοντά, έχουν έξοδα και πιλάλες.  Η Κατερίνη αγκαλιάζει τη μάνα της και της λέει να πας τώρα να φέρεις το δάσκαλο στο σπίτι!  Μη βιάζεσαι Κατερίνη. Ο δάσκαλος πρέπει να διοριστεί πρώτα, να πάρει καμιά δεκάρα και μπαίνει στα έξοδα.  Να ΄χει άντρα η Ελένη και γω να μην έχω; Η ψυχοκόρη μας καλύτερη από μένα;  Ο πραματευτής έχει λεφτά, ο δάσκαλος δεν έχει. Είναι ακόμα αδιό...  Το βρίσκεις σωστό ρε μάνα, να αρρεβωνιάζεται η Ελένη και γω να μένω στην άκρη;  Αχ, βρε γουρλίτη Σετλά, έσουρες το πόδι σου, είπε η Θύμιαινα και γέλασε.

69


Ο Σετλά

11

Ο Σετλά δεν κουράζεται και δεν παραπονιέται για τίποτα. Και ξύλο τον βαρεί και πέτρα τον βαρεί δε φωνάζει και δεν κλαίει όπως άλλοτε που φοβόταν και έπεφτε στην ποδιά της μάνας του. Ο έρωτας δεν τον αποβλακώνει και τον ευχαριστεί. Δεν τον κάνει πιο έξυπνο, αλλά το κορμί του είναι πιο γερό και το περπάτημά του σταθερό. Κάτι αλλάζει μέσα του και νοιώθει σαν ψηλότερος, σα χαρούμενος και το αίμα του χαμογελάει... Η μάνα του δε γέλαγε ποτές - δε γέλαγε και ο Σετλά. Η μάνα του δεν τραγούδαγε - δεν τραγούδαγε και ο Σετλά. Κλαίει και αναστενάζει η μάνα του, κλαίει και αναστενάζει και ο Σετλά. Τη Νικολέτα τη λέει μάνα, αλλά είναι αλλιώτικη απ' τη μάνα του, γελάει και τραγουδάει. Γελάει και τραγουδάει και ο Σετλά. Η Νικολέτα δεν τον βρίζει κακοζάκανο και σουφρίλο - τον αγαπάει. Είναι καλόγνωμος ο Σετλά, ό,τι φαί μαγερέψει το τρώει, δεν της λέει ''κάμε πέρα'' και δεν τον αλλάζει με κανένα! Η Νικολέτα δε θέλει ούτε ψηλό, ούτε όμορφο, θέλει μόνο το Σετλά. Σκάβει δύο εκείνη, ένα ο Σετλά και δεν το παίρνει πάνου της - πιάνει την αράδα του Σετλά και τον βοηθάει. Και πλαταίνει το στήθος του Σετλά και ανασαίνει καλύτερα. Όταν τον ρωτάνε, τι κάνεις Σετλά; Ο Σετλά λέει ''καλά ευχαριστώ''. Και στα παιδιά ακόμα που τον κοροϊδεύουν, λέει ''καλά ευχαριστώ'' Τους χωριάτες ο Σετλά σπάνια τους βλέπει, και όταν κατεβαίνει στο πηγάδι για νερό. Στα μαγαζιά, πάει καμιά φορά για κουβαρίστρες και βελόνες να μπαλώνει τα σκουτιά τους η Νικολέτα. Περπατεί στο ίσωμα πηδηχτά ο Σετλά και προκαλεί ευθυμία, αλλά σπάνια τον βλέπουν. Τα όσπρια, το ρύζι και το αλεύρι τα αγοράζει ο Αντρέας που ξέρει και λογαριάζει και δεν τους γελάνε οι μπακάληδες. Και το μούστο που αγόρασε απ΄το μπάρμπα Λια, τον συμφωνάει ο Αντρέας. Παίρνει μούστο ο Σετλά και δίνει του μπάρμπα Λια

70


Ο Σετλά

ένα γουρουνάκι όταν γεννήσει η γουρούνα του που είναι γκαστρωμένη. Ο Σετλά δεν έχει ούτε άλογο, ούτε γαϊδούρι και ό,τι κουβαλάει το βάνει στον ώμο του. Τις ελιές του για το λιτρουβιό, θα τις κουβαλήσει ο Αντρέας με το άλογο. Τον καιρό που ζούσε η μάνα του, γύρευε στον ένα και στον άλλο αβασταγό και της δίναν. - Θα σού΄δινα το γαϊδούρι, μωρέ Σετλά να κουβαλήσεις το μούστο, αλλά κουβαλάνε τα τσίπουρα στο συκόσπιτο τα παιδιά, και δεν αδειάζει', είπε ο μπάρμπα Λιάς. Και ο Σετλά ετοίμασε τον ώμο του να φορτωθεί το ασκί. Του το μοίρασε ο μπάρμπα Λιας για τέσσερις δρόμους και κάνει και πέφτει ο Σετλά και ποιος τον βλέπει.... Και του χύνεται το πράμα και ζημιώνει. Φορτώνεται το ασκί, στο τέταρτο ο Σετλά και πηδηχτός και χαρούμενος ανεβαίνει στη ραχούλα. Το ρίνει στο βαρέλι του και το απογιομίζει - τον άλλο μούστο τους τον έδωσε η Θύμιαινα που της περισσεύει και γιατί τη βόηθησαν στον τρύγο. Φτάνει στη χαμοκέλα του ο Σετλά και τον βηθάει η Νικολέτα να ρίξουν το μούστο στο βουτσί.  Σετλά, ναρθώ και γω στο χωριό, του είπε η Νικολέτα.  Όχι μάνα. Μπορώ και κουβαλάου το μούστο... Και τρεις στράτες κάνω ακόμα.. Κατεβαίνει πάλι στο χωριό ο Σετλά και ο ληνός είναι στην άλλη άκρη. Και σε ούλη τη στράτα ο Σετλά θυμάται τη Νικολέτα και λέει μέσα του και σήμερα κατεβαίνω στο χωριό κι' άλλη φορά δε λείπω. Η Νικολέτα κάθεται μπροστά στη πόρτα του σπιτιού τους και μπαλώνει το πουκάμισο του Σετλά τραγουδώντας. Και κάπου - κάπου κοιτάει τον ουρανό και βγαίνουν σύννεφα και κρυώνει ο καιρός. Ξύλα έχει μπόλικα μαζωμένα ο Σετλά στο καλύβι για το χειμώνα και στο βουνό κάνει κρύο. Αν βρέξει, λέει η Νικολέτα, θα σπείρουμε τα ραδίκια και τα σπανάκια το δειλινό. Οι βραγιές είναι έτοιμες. Τα σπέρνουν σήμερα αν βρέξει και δε βρέξει τα ποτίζουν απ' τη στέρνα που είναι στη μέση του κήπου τους και είναι το νερό της γλυφό και δεν πίνεται. Θα φυτέψουν και σκόρδα ένα κοντά το άλλο και πέρα το Μάρτη τα αριώνουν και τα τηγανίζουν με σαλίγκαρα και σπαράγγια και τρώνε. ''Όταν ξεμπάλωσε το πουκάμισο, η Νικολέττα πήρε ένα πατσαβούρι και

71


Ο Σετλά

έκοψε κουρέλια να τα κρεμάσει στις βραγιές να φεύγουν τα σπουργίτια και να μη τους τρώνε τους σπόρους. Και θυμάται τη μάνα της που της έλεγε: «ο κήπος είναι μπακάλικο και μπαίνεις μέσα και βρίσκεις από ούλα και μαγερεύεις και τρώτε. Και λάχανα, άμα δε βρέχει, πας και μαζώνεις στα χωράφια και δε χαλάς το κήπο σου και τον έχεις για μέρες βροχερές και κρύες». Κοιτάει κατά τον κήπο η Νικολέτα και βλέπει έναν άντρα ψηλό με το ντουφέκι του να ανεβαίνει κατά το σπίτι της. Δε τον έχει ματαϊδωμένο και εικάζει πως κάποιος πατριώτης του Σετλά θα είναι. Και άλλος απ' το δάσκαλο δεν ανεβαίνει απ' το σπίτι τους στο βουνό και σήμερα ο δάσκαλος δε φάνηκε. Και ανέβηκε νωρίτερα απ το συνηθισμένο, ποιός ξέρει;  Τι κάνεις μωρή; της είπε ο Στυλιανός.  Καλά ευχαριστώ.  Πού πάει ο Σετλά;  Αγοράζουμε μούστο και τον κουβαλάει...  Μπράβο μωρή Σετλού, μου λες την αλήθεια. Απάντησα το Σετλά και είδα που κουβαλάει το μούστο...Πεινάου μωρή Σετλού, έχεις τίποτα να φάμε;  Δεν έχω μαγερεμένο ακόμα και είναι πρωί. Και περιμένεις το Σετλά και φκιάνουμε φαί και τρώμε, είπε η Νικολέτα.  Και δεν έχεις φαί μωρή Σετλού, μου δίνεις ένα ποτήρι νερό και σου λέω να ζήσουτε, γιατί δεν ήμουνα στο γάμο σας. Μπαίνει στη χαμοκέλα ο Στυλιανός, μπαίνει και η Νικολέτα να τον τρατάρει. Και κει που έπαιρνε το ποτήρι την αρπάζει ο Στυλιανός και την πετάει στο κρεβάτι. ''Και φωνάζεις, της λέει, σκοτώνω και σένα και το Σετλά.'' Η Νικολέτα φωνάζει βοήθεια και ποιός την ακούει; το βουνό; Φεύγει ο Στυλιανός και τεμπιχιάζει τη Νικολέτα, ''με βλέπεις και έρχουμαι και πέφτεις μοναχή σου στο κρεβάτι. Δε σου κάνω και κακό. Και δε λες τίποτα στον αδερφό σου γιατί θα τον σκοτώσω και μου πει κουβέντα''. Η Νικολέτα βλέπει το θερίο και φεύγει και τρέμει ολόκληρη. Φοβάται πως αν το μάθει ο Σετλά θα την σκοτώσει. Έχει ακουσμένο και πάνε οι παντρεμένες με άλλους, οι άντρες τους τις κρεμάνε και τις καίνε... Και σήμερα, βάνει ούλη της την τέχνη και μαγερεύει και είναι νόστιμο το φαί και

72


Ο Σετλά

τρώει ο Σετλά. Και μπαίνει μέσα της μια στενοχώρια και μια θλίψη και κλαίει. Ο Στυλιανός, ανέβαινε στο βουνό και έλεγε μέσα του ''και τι κάνω; πάου στο σπίτι του Σετλά και βιάζω τη γυναίκα του μέρα-μεσημέρι. Με βλέπει κανείς και το μαθαίνει ο πρόεδρος και έχω φασαρίες. Και άλλη φορά θα παγαίνω τη νύχτα.'' Και μισεί το Σετλά που έχει γυναίκα και ποιός; ο Σετλά! και κείνον δεν τον θέλει καμία. Ούτε το χούφταλο η Στεφανή..... Η Νικολέτα κλαίει, «και τον βαρεί ο Σετλά και τσακίζεται το θερίο και άλλη φορά δε ματαπηγαίνει στο σπίτι τους». Το λέει και στα αδέρφια της... Και μπλέχει τ' αδέρφια της με το θερίο; Την πιάνει ανατριχίλα. Βγάνει την καλή τη ρόμπα και φορεί την παλιά και δένει τα μούτρα της με το μαντήλι. Φτάνει και ο Σετλά με το μούστο και ρωτάει: - Μάνα, γιατί έβγαλες την κόκκινη ρόμπα και φορείς τη παλιά;  Χαλάει Σετλά.  Και χαλάει παίρνουμε άλλη. Κόκκινη ρόμπα φορεί η Κατερίνη και η Ελένη και φορείς και συ. Δυο στράτες κάνω ακόμα και τρώμε και παίζουμε τον άντρα και τη γυναίκα. Έφυγε πάλι ο Σετλά και η Νικολέτα δεν ξέρει πού να κρυφτεί και τι να κάνει... Φόρεσε πάλι την κόκκινη ρόμπα της και συνέχεια έκλαιγε. Και ''με βλέπει κλαμένη ο Σετλά'';…. Φέρνει και το τελευταίο ασκί ο Σετλά, το ρίχνουν στο βαρέλι και κάτσανε να φάνε. Αποφάγανε και πέφτει στο κρεβάτι ο Σετλά και λέει ''μάνα έλα'' ........ Η Νικολέτα διστάζει και το κορμί της είναι ξερό όπως το ξύλο... ''Και καταλαβαίνει ο Σετλά τι έχει παθημένο απ΄το θεριό;''.......... Και ο Σετλά δεν καταλαβαίνει. Και παίρνει το κορμί της Νικολέτας ζέστα και ξεντώνει. Αγκαλιάζει το κεφάλι του Σετλά και συλλογιέται, έρχεται άλλη φορά το θερίο και φωνάζει. Και τη σκοτώνει το θερίο και μαθαίνει ο κόσμος πως αντιστέκεται στο θερίο και δεν είναι αγαθή, άλλη φορά. Αλλά δεν ήταν έτσι. Το θερίο ο Στυλιανός είναι δυνατός και αδίσταχτος. Τον φοβάται ούλο το χωριό. Και δεν υποτάζεται και κανένας γλιτώνει την κότα και χάνει τη γίδα. Οι βροχές ποτίζουν το χώμα και η γης πίνει αχόρταγη το νεράκι. Ο Σετλά και η Νικολέτα πιάνουν τα τσαπιά τους και σκάβουν τις πεζούλες να

73


Ο Σετλά

σπείρουν το κριθάρι που βγαίνει ο καρπός του πρώιμα. Τσαπίζουν απ'το πρωί μέχρι το βράδυ και κοπιάζουνται. Δικό τους σκάβουν και δεν τους βιάζει κανένας, αλλά τον καιρό τον καρτερεί ς- δε σε καρτερεί. Έχουν περάσει έξι μέρες απ' το πάθημα της Νικολέτας και το θερίο δε φάνηκε. Αλλά η Νικολέτα φοβάται ακόμα και κει που τσαπίζουν κοιτάει κατά το σπίτι, κατά τον κήπο, κατά το βουνό.... Θέλει να ησυχάσει τη καρδιά της, κοιτάει τον ήλιο και μέσα βλέπει το θερίο. Και πάλι ελπίζει, αφού τόσες μέρες δε φάνηκε.. . «Τραγούδα», της λέει ο Σετλά «και τραγουδάω και γω και μαθαίνω». Η Νικολέτα τραγουδάει και σκάβει γρήγορα από τη ταραχή της. Πέρασαν έξι μέρες και το θερίο δε φάνηκε και στο βουνό πήρε το κρύο. Η Νικολέτα έστρωσε καινούριο πάπλωμα στο κρεβάτι τους να σκεπαστούν. Του Σετλά του μυρίζει ωραία το καινούριο και κυλιέται στο κρεβάτι απ' τη χαρά. Ποτέ δεν σκεπάστηκε με καινούριο σκουτί. Η Λιου τα φύλαγε για ώρα ανάγκη τα λίγα της ρούχα. Δεν είχε πολλά – σε ξένα χέρια ήταν και λάκκο δικό της δεν είχε, μαύρη ζωή έλεγε... Η Νικολέτα κοιτάει το Σετλά που κυλιέται στο καινούριο πάπλωμα και ευχαριστιέται. Και κείνη πρώτη φορά θα κοιμηθεί με πάπλωμα καινούριο. Σκεπάζονται με το καινούριο πάπλωμα, η Νικολέτα αγκαλιάζει το Σετλά και της λέει ''ναι''. Είναι στον πρώτο ύπνο και κοιμούνται βαθειά. Ωστόσο, η Νικολέτα και ο φόβος της δεν καλοκοιμούνται και ακούει χτύπο στην πόρτα. Σκεπάζει το κεφάλι της με το πάπλωμα, να μην ακούει. Το χτύπημα γίνεται δυνατότερο, ξυπνάει ο Σετλά και πάει να σηκωθεί.  Μη σηκώνεσαι Σετλά και ανοίγεις, θερίο χτυπάει...  Μάνα, χτυπάει άνθρωπος και του ανοίγω.  Μην ανοίγεις Σετλά..... τέτοια ώρα για κακό θα είναι...  Σετλά! άνοιξε! φώναξε άγρια ο Στυλιανός.  Σετλά, μην ανοίγεις......, μην ανοίγεις, είπε τρέμοντας η Νικολέτα.  Άνοιξε Σετλά! και δεν ανοίξεις θα γκρεμίσω την πόρτα. Είμαι ο Στυλιανός.  Καλά, περίμενε, είπε ο Σετλά. Η Νικολέτα δεν ξέρει αν είναι ζωντανή ή πεθαμένη. Ελπίζει όμως μέσα της 74


Ο Σετλά

πως ο Σετλά θα κομματιάσει το θερίο, θα τον βοηθήσει και κείνη. Μπαίνει στην κάμαρη ο Στυλιανός και ο Σετλά δεν φτάνει ούτε μέχρι το γόνατο το Στυλιανό.  Τόσο βαριά κοιμόσαστε; ρώτησε άγρια ο Στυλιανός. ... Χτυπάου τόσια ώρα.  Τι θέλεις και έρχεσαι τέτοια ώρα; του είπε ήσυχα ο Σετλά.  Έχω να ειπώ μια κουβέντα στη γυναίκα σου Σετλά και δε θέλω να με ακούσεις. Και πάς στο καλύβι και κάθεσαι. Δεν αργώ και φεύγω. Ο Σετλά νυσταγμένος μπήκε στο καλύβι και στάθηκε κοντά στη γουρούνα για προστασία. Και κάθε φορά που έβλεπε το Στυλιανό τουρχόταν να κατουρήσει. Και δεν κατούραγε όρθιος παρά καθιστός. Έτσι και τώρα, έκατσε και κατούρησε και πήγε στα άχερα και αποκοιμήθηκε. - Σετλάααα! φώναξε βαριά ο Στυλιανός. Αποκοιμήθηκες ρε κακομοίρη; γέλασε το θερίο και έφυγε. Ο Σετλά βγήκε από τα άχερα, έκλεισε την πόρτα της χαμοκέλας και μισοκοιμισμένος μπήκε κάτου από το πάπλωμα πλάι στη Νικολέτα. Την έπιασε απ'το χέρι και αποκοιμήθηκε αμέσως και γλυκά. Η Νικολέτα δε μπορεί να κοιμηθεί και θέλει να ξυπνήσει το Σετλά να κουβεντιάσουν το τι θα κάμουν. Το θερίο θα τους φάει και τους δύο. Ο Σετλά μέσα στον ύπνο του καυταλαβαίνει πως η Νικολέτα δεν κοιμάται, γυρίζει κατά τη Νικολέτα και την ερωτεύεται. Και η Νικολέτα, ζεσταίνεται το κορμί της και αποκοιμιέται. Το πρωί αφού πήραν προσμπούκι, αρχίσαν πάλι να τσαπίζουν. Ο δάσκαλος κατέβαινε απ'το βουνό, όπως κάθε μέρα και ήταν να τους χαιρετήσει, όταν μια παράξενη ερώτηση του Σετλά τον υποχρέωσε να κρυφτεί και να κρυφακούσει.  Μάνα και τι σου λέει ο Στυλιανός ψες τη νύχτα;  Τίποτα δε μου λέει Σετλά... Σφυράει στο αυτί μου σα φίδι...  Η μάνα μου μού έλεγε και βλέπω τρούπες στο χώμα, είναι φωλιές των φιδιών και ρίνω λάσπη να τις κλείσω, είπε ο Σετλά. - Με έβιασε Σετλά! με έβιασε! Είπε κλαίγοντας η Νικολέτα.

75


Ο Σετλά

 Μάνα πονείς; τη ρώτησε ήσυχα ο Σετλά.  Όχι, Σετλά.  Τότε, γιατί κλαίς;  Με έβιασε Σετλά! με ντρόπιασε!  Κατούρησε μπροστά σου; Και λέει η μάνα μου, είναι ντροπή να κατουράς μπροστά στους άλλους... Η Νικολέτα νοιώθει τρυφερότη για το Σετλά και του δίνει το δικό της τσαπί που είναι αλαφρότερο. Ο Σετλά χαμογελάει, αλλάζει το τσαπί του και συνεχίζουν το τσάπισμα. Ο δάσκαλος απομακρύνεται με προφύλαξη, γιατί δε θέλει να ξέρει η Νικολέτα πως έμαθε το πάθημά της. Περπάτησε κάμποσο και γύρισε απ' τη μεριά του σπιτιού τους. Πήγε κοντά τους και τους χαιρέτησε.  Καλώς τα πολεμάτε. Καλή δύναμη και καλό καρπό....  Εμείς δάσκαλε, ούλα μας τα χρόνια θα σκάβουμε, είπε η Νικολέτα. Δεν κόβει το μυαλό μας και δε μαθαίνουμε γράμματα. Και συ, είσαι σπουδαγμένος και δε σε τρώει το κρύο και η βροχή.  Ό,τι σου δείξουν Νικολέτα το μαθαίνεις, είπε ο δάσκαλος. Και ούλες οι δουλειές έχουν σκοτούρες. Αλλά σύντομα θα βγούνε μηχανές να σπέρνουν, να θερίζουν, να αλωνίζουν, να ζυμώνουν για να μη κουράζονται οι ανθρώποι..  Αλήθεια μηχανές; απόρησε ο Σετλά. Και οι ανθρώποι τι θα κάνουν;...  Θα δουλεύουν οι μηχανές για τους ανθρώπους. Και οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν γης και ουρανό.  Βλέπω δάσκαλε και πας λουλούδια στην Κατερίνη, είπε η Νικολέτα. Γιόμισε η πλαγιά κυκλάμινα και χαίρεσαι να τα βλέπεις...  Αρέσουν στην Κατερίνη τα κυκλάμινα και της τα πάω, είπε ο δάσκαλος.  Δάσκαλε, δεν είναι τρόπος, να μένουμε και μείς στο χωριό και στο βουνό είμαστε μοναχοί μας.... Και λέω, μας παίρνει η θεια μου η Θύμιαινα υπερέτες και τρώμε μια μπουκιά ψωμί. Και μείς το ξεδουλεύουμε το ψωμί μας.... Το λες Πέτρο μου και όποια δουλειά μου λένε την κάνω, είπε η Νικολέτα. Ρωτάει και το Σετλά τη γνώμη του. - Σετλά, θέλεις να πάμε υπερέτες; 76


Ο Σετλά

 Όχι, δεν πάμε! Και λέει η μάνα μου καθόμαστε στο χωριό όταν έχουμε σπίτι δικό μας. Άμα χτίσουμε σπίτι στο χωριό, θα κάτσουμε στο χωριό. Και υπερέτες δεν πάμε γιατί έχουμε και τρώμε, είπε ο Σετλά.  Καλά Σετλά και είναι έτσι δεν πάμε. Και μέσα στο μάτι της πέφτει ένας λεκές, μακρόχρονος φόβος.

77


Ο Σετλά

12

 Ελένη, κρατείς πέντε χιλιάδες στη τσέπη σου και τις έχεις σε ώρα ανάγκη, είπε η Θύμιαινα.  Εμείς είμαστε έμπορες και δεν κρατούμε κόμπο τα λεφτά μας. Αγοράζουμε και πουλάμε και γυρίζει το χρήμα, είπε η Ελένη. - Είμαστε ανθρώποι, μωρή κοψόχρονη παίρνεις, άντρα πραματευτή και γυρίζει στα χωριά. Βρίσκει καμιά άλλη και σε αφήνει και τι θα κάμεις πια;  Ο Δημοσθένης δεν με αφήνει. Αν με αφήσει θα τον αφήσω και γω! Και έχω στα χέρια μου το μπαζαχτά και του μετράου τη δεκάρα. Ξέρω τις δουλειές μου και νάσαι καλά θεια Θύμιαινα, που ορφανεύω και με παίρνεις στο σπίτι σου και απαγγιάζω.  Μωρή Ελένη, θάρχεσαι να με βλέπεις; συγκινήθηκε η Θύμιαινα.. Συγκινιέται και η Ελένη. - Και παιδοκομάω, θεια Θύμιαινα, να είσαι κοντά μου και σένα θέλω μόνο. - Πάμε για δουλειά, είπε η Θύμιαινα. Ο δάσκαλος παίρνει το διορισμό του και η Κατερίνη το γιορτάζει. Μετά απ' την κουβέντα με τους Σετλάδες, ο δάσκαλος πήγε στο καφενείο να ανταμώσει το Στυλιανό. Ο Στυλιανός καθόταν μόνος στο τραπέζι συντροφιά με το ντουφέκι του. Όταν κατάλαβε πως ο δάσκαλος πάει να κάτσει στο τραπέζι του, χάρηκε απ' την περηφάνια του.  Κάτσε δάσκαλε. Τι θέλεις να σε κεράσω;  Δεν πίνω τίποτα. Ήρθα να κουβεντιάσουμε.  Να κουβεντιάσουμε είπε ο Στυλιανός και το ύφος του δάσκαλου δε του καλάρεσε...  Μαθαίνω και μπαίνεις στο σπίτι του Σετλά και κάνεις πράξη βίας.  Δάσκαλε, τι έρχεσαι και μου λες; τι θέλεις; είπε άγρια ο Στυλιανός και

78


Ο Σετλά

ακούμπησε το χέρι του στο ντουφέκι.  Θέλω να μην ξαναπατήσεις στο σπίτι του Σετλά... είπε κοφτά ο δάσκαλος.  Χα, χα, χα, γέλασε ο Στυλιανός. Και τι σου χαλάω εσένα δάσκαλε και πάω στο σπίτι του Σετλά;  Ο Σετλά είναι πρώτος μου ξάδερφος. Και όποιος νάναι δεν επιτρέπεται να κάνεις πράξη βίας.  Δάσκαλε, έχεις τίποτα άλλο να μου πεις;  Τίποτα άλλο......  Άκου δάσκαλε, είπε αγριεμένος ο Στυλιανός, εμένα δε μου λέει κανένας τι πρέπει να κάνω - κάνω ό,τι θέλω! Και γω, έχω δουλειά και πάω στο σπίτι του Σετλά.  Στυλιανέ, σε προειδοποιώ, θα έχεις να κάνεις με μένα, αν ξαναπατήσεις στο σπίτι του Σετλά...  Εσύ δάσκαλε, να διαβάζεις τα χαρτιά σου κι' αυτή είναι η δουλειά σου. Και γω, έχω νόμο το ντουφέκι μου. Κείνη τη στιγμή πλησίασε το δάσκαλο ο ταχυδρόμος και του ’δωσε το έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας. Ο δάσκαλος πήρε το διορισμό του και πήγε να χαρεί το ευχάριστο με την Κατερίνη. Η Κατερίνη πηδάει απ' τη χαρά της και βάνει το φωνόγραφο και χορεύουν. Η Θύμιαινα μαγερεύει τη γαλοπούλα και χορεύει μοναχή της. Στην ώρα, μπαίνει στη μαγερική ο γιος της ο Δημήτρης και έκατσε στο σκαμνί.  Μάνα ετοιμάζεσαι, την άλλη Κυριακή παντρεύουμαι...  Πώς παντρεύεσαι, βρε κοψόχρονο;...  Παντρεύουμαι όπως και οι άλλοι....  Οι άλλοι βρίσκουν γυναίκες και παντρεύουνται...  Και γω, δε παντρεύουμαι μοναχός μου.  Τα Χριστούγεννα παντρεύεται η Κατερίνη και του χρόνου παντρεύεσαι και συ.  Καλά τα λες κυρά Θύμιαινα και καλά τα λογαριάζεις.... Και γω την άλλη Κυριακή παντρεύουμαι και όχι του χρόνου. 79


Ο Σετλά

 Βρήκες γυναίκα μοναχός σου, βρε κοψόχρονο; Θα μας πάρουν για ζουρλούς στο χωριό, τρώμε το ερωτικό βοτάνι και τρεις γάμοι μονοχρονίς!!  Κυρά Θύμιαινα και μάνα, την άλλη Κυριακή παντρεύουμαι και αν θέλεις κάνε την κουμανταρία σου. Και δε θέλεις...  Τι γάμο, μου λες, θα κάνεις; αγρίεψε η Θύμιαινα.  Θα κάνω γάμο και γλήγορα βαφτίσια....  Θα φέρεις γκαστρωμένη γυναίκα στο σπίτι μου; Τι λες;  Και δεν τη θέλεις, δεν τη φέρνω. Και φεύγω και γω από το σπίτι σου.  Πώς το παθαίνεις, βρε παιδάκι μου;  Όπως οι άλλοι...  Πρώτα στεφανώνουνται και μετά...  Είναι το ίδιο... Εγώ, κάνω το γάμο μετά. - Ποια είναι; και φίδι που με έφαγε! αλαφριά γυναίκα είναι... Με ποια λουλούδω έμπλεξες; Κακό που έπαθα!  Τι κακό παθαίνεις μάνα; παντρεύουμαι την Τασία. Με αγαπάει και την αγαπάω. Η Θύμιαινα πέφτει στην καρέκλα και χάνει τη φωνή της. Παίρνει βαθιές ανάσες, αλλά ο γιος της δε δείχνει να ανησυχεί. Την αποφασή του δεν την αλλάζει ό,τι και να γίνει. Βλέπεις, ο έρωτας είναι η δυνατότερη πρωτοβουλία και ούλοι την υποστηρίζουν και άφοβα προχωρούν.  Δημήτρη μου, εσύ είσαι για καλύτερη γυναίκα, πώς ξεγαλάστηκες, παιδάκι μου; Η Τασία δεν έχει στρέμμα και δεν κάνει για το σπίτι μας. Αλλά δε θέλω το κακό της ορφανής. Της δίνεις τριάντα χιλιάδες και της βρίσκω άλλον και παντρεύεται, έπαιξε το τελευταίο ατού της η Θύμιαινα.  Μάνα, κράτα τα λεφτά σου και σου χρειάζονται... Τη γυναίκα μου και το παιδί μου δε τους δίνω αλλουνού! Εμένα, η Τασία μου γλύτωσε τη ζωή και δεν την αφήνω!  Πώς σου γλύτωσε τη ζωή, βρε αλαφροϊσκιωτε;  Είναι πρωί και δεν ξέρω τι με πιάνει και πέφτω στο χώμα και κλαίω. Και κόβει ξύλα στο βουνό η Τασία και με ακούει που κλαίω και αναστενάζω, αφήνει τη ζαλιά της και έρχεται κοντά μου.: ''Τι έχεις Δημήτρη και κλαις, αν σ' 80


Ο Σετλά

έφαγε κάνα ζωντίμι, να σκίσω τη τσεμπέρα μου να δέσω το χέρι σου''. Έτσι κλαίω, της είπα. Με πιάνει ένα σφίξιμο στην καρδιά.... ''Πάου και φέρνω νερό και νίβεσαι και πίνεις και ανασαίνεις'' Μην πας Τασία, της είπα και σε βλέπουν και βγαίνει τ' όνομά σου... ''Αφήνω άνθρωπο και πεθαίνει και είναι καλύτερο!'' μου είπε η Τασία. Και μου έφερε νερό και ήπια και έγιανα. Ο έρωτας της λέω, με παίρνει και με ζουρλαίνει. Δεν έχω γυναίκα, να μου ειπεί μια γλυκιά κουβέντα... ''Και μένα, μου λέει η Τασία, δεν έχω χωράφια και δε με παίρνει κανένας. Έμεινα ορφανή και δεν έχω ούτε αδερφή, ούτε αδερφό. Δουλεύω στα ξένα για μια μπουκιά ψωμί και απολαβή δεν έχω. Και έρχουμαι στο βουνό και με πιάνει ο έρωτας και αγκαλιάζω ένα πουρνάρι και το φιλιώ και ματώνω.'' Έφυγε η Τασία και σκέφτουμαι, είναι άλλη και με παρηγορεί; Και κείνη δεν έχει τίποτα και γω δεν έχω, σμίγουμε και δουλεύουμε μαζί να ζήσουμε.  Εσύ, δεν έχεις περουσία; τι λες, βρε κοψόχρονο;  Δουλεύω και σεις πουλάτε τη σοδειά και μου δίνουτε ό,τι έχουτε ευχαρίστηση... Είμαι τόσο χρονώ άντρας και έχεις εσύ την κάσα, κυρά Θύμιαινα και μάνα.. Αποφασίζεις εσύ, τί θα φορέσω και τί θα φάω και πού θα κοιμηθώ...  Κι ' αν είναι έτσι που τα λες, που δεν είναι, δεν έβρισκες γυναίκα να’χει και δέκα στρέμματα γης....  Εμένα μάνα, με λυγάει ο έρωτας. Και είμαι με την Τασία, δε με λυγάει. Και να μην αλλάζεις κουβέντα.  Εγώ, παντρεύω ξένους και το παιδί μου δεν μπορώ να παντρέψω; πού να βγω σε κόσμο! είπε ζαλισμένη η Θύμιαινα.  Εσύ κάνεις τα προξενειά σε κείνους που από πρώτα τα έχουν έτοιμα... Η Ελένη και η Κατερίνη τους βρήκαν μοναχές τους… Το Σετλά, δε λέω, τον παντρεύεις εσύ ....  Η Ελένη και η Κατερίνη; ξαφνιάστηκε η Θύμιαινα...  Άστα ρε μάνα, την άλλη Κυριακή κάνω το γάμο μου με τη Τασία. Θέλεις γιά δε θέλεις;  Και ποιός το ξέρει, πως είναι γκαστρωμένη η Τασία;  Εγώ! 81


Ο Σετλά

 Δεν το λες σε κανένα και λέμε εγώ φκιάνω τα συμπεθεριά. Και λέμε το παιδί γεννιέται εφταμηνίτικο.... Ο Δημήτρης αγκαλιάζει τη μάνα του και τη σηκώνει ψηλά σα πούπουλο. Η Θύμιαινα θαυμάζει τη δύναμη του γιού της και του εύχεται την καλή ζωή.  Από ταχιά παίρνεις το μερτικό σου και είσαι νοικοκύρης, είπε η Θύμιαινα. Και θέλεις, μένεις με μένα....  Τάχω μιλημένα με τη Τασία, θα μείνουμε κοντά σου μάνα..... - Πάρε κουφέτα και πάμε να συγχαρώ τη νύφη μου, είπε ενθουσιασμένη η Θύμιαινα.

82


Ο Σετλά

13

Ο Σετλά και η Νικολέτα τινάζουν τα άχερα απ' τα κεφάλια τους και τα σκουτιά τους. Κοιμήθηκαν στο καλύβι και στο κρεβάτι τους κοιμήθηκε ο Στυλιανός.  Σε τρώνε οι ψύλλοι, Σετλά; τον ρώτησε η Νικολέτα.  Με τρώνε και ξιέμαι, είπε ο Σετλά.  Γιομίσαμε ψύλλους Σετλά.... Και δεν πέφτουμε στα σκουτιά και τα λερώνουμε. Το βράδυ λουζόμαστε και αλλάζουμε και είμαστε καθαροί.  Το βράδυ λουζόμαστε, και τώρα τρέμουν τα δόντια μου από το κρύο, είπε ο Σετλά και μπήκε στο καλύβι να φέρει κι' άλλα ξύλα για τη φωτιά. Ο Στυλιανός, μετά από την παρατήρηση που του έκανε ο δάσκαλος, έτσι για αναρχία ξεκίνησε για τη Ραχούλα και ο ήλιος δεν είναι ακόμα βασιλεμένος. Το ματαβρίσκει, ξαναγυρίζει και πάει στο σπίτι του Σετλά την ώρα που κοιμάται το χωριό. Ο Σετλά κοιμάται βαθειά και η Νικολέτα το ίδιο. Πάλευαν ούλη την ημέρα να γκρεμίσουν το μεσότοιχο, να γίνει ένα το χτήμα. Τις πέτρες τις κουβάλαγαν απάνου τους και τις φέρναν κοντά στο καλύβι, να χτίσει ο Αντρέας κοτέτσι για τις κότες. Μέσα στον ύπνο παίρνει το κορμί τους και χαλαρώνει και η Νικολέτα ακούει χτύπο στη πόρτα. Ο Σετλά κοιμάται βαθειά και ο Στυλιανός χτυπάει δυνατότερα τη πόρτα. - Σετλάαα! Σετλάαα! φώναξε ο Στυλιανός. Άκουσε καμιά φορά ο Σετλά και τρομαγμένος σηκώθηκε και άνοιξε τη πόρτα. Σηκώθηκε και η Νικολέτα και πήγε κοντά στο Σετλά και οι δυο να χτυπήσουν το θερίο.... - Σετλά, να πας στο καλύβι, κάτι έχω να ειπώ της γυναίκας σου και δε θέλω να τ' ακούσεις.....

83


Ο Σετλά

Ο Σετλά κίνησε για το καλύβι και η Νικολέτα πήγαινε κοντά του. Μπήκε μπροστά της ο Στυλιανός και της είπε: - Θέλω κάτι να σου ειπώ... Ο Σετλά δε γυρίζει το κεφάλι του να ιδεί, μπαίνει στο καλύβι, γονατίζει και κατουράει κοντά στη γουρούνα. Η Νικολέτα αντιστέκεται και δε θέλει να πέσει στο κρεβάτι. - Και φωνάζεις μωρή Σετλού, της λέει ο Στυλιανός, σε πάου γδυτή στην πλατεία και σε κουρεύω'.... Και πιάνει βρασμός τη Νικολέτα και βρίζει, όσια ώρα τη βιάζει ο Στυλιανός. Ανοίγει τη πόρτα να φύγει το θερίο και όξω ρίνει νερό με το ασκί. Κλείνει την πόρτα και ξαναπάει στο κρεβάτι της Νικολέτας.  Μωρή Σετλού, τον αφήνεις το Σετλά και να πάρεις εμένα;  Εγώ, παντρεύτηκα το Σετλά και δεν τον αφήνω. Τον αγαπάω το Σετλά.....  Φύγε απ' το κρεβάτι, και να πας να κοιμηθείς με τη γουρούνα, της είπε άγρια ο Στυλιανός. Και όπως σηκώθηκε η Νικολέτα, της δίνει μια σπρωχτιά και την έριξε χάμου. Η Νικολέτα σηκώθηκε και μπήκε στο καλύβι. Έψαξε στα άχερα και βρήκε το Σετλά που κοιμόταν βαθειά. Έπεσε και κείνη πλάι του και τον φίλησε στο μάγουλο. Ο Σετλά σα να χαμογέλασε και κοιμήθηκε γλυκύτερα. Ρουχαλίζει ο Στυλιανός, φυσάει ο Σετλά, αναχαράζουν οι γίδες κατά τα ξημερώματα αποκοιμιέται και η Νικολέτα. Καμιά φορά ακούνε το θερίο και φωνάζει:  Σετλάαα!  Τι θέλεις; του είπε ήσυχα, ο Σετλά.  Θέλω να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές, είπε ο Στυλιανός. Ο Σετλά θυμήθηκε τη μάνα του που του έλεγε ''έχεις λεφτά και σου γυρεύουν, δε δίνεις. Να πάνε να δουλέψουν να βρούνε λεφτά''.....  Δεν έχω λεφτά, είπε ο Σετλά.  Αν δεν έχεις στο χέρι λεφτά, του είπε ο Στυλιανός, να πουλήσεις τη γουρούνα και να μου τα δώσεις.  Δεν την πουλάου τη γουρούνα - είναι γκαστρωμένη.

84


Ο Σετλά

 Δεν την πουλάς εσύ, είπε άγρια ο Στυλιανός, θα την πουλήσω εγώ! Και τώρα κιόλας θα στείλω άνθρωπο να τη πάρει.  Η γουρούνα είναι δική μου και όχι δική σου, είπε ο Σετλά. Και δεν την πουλάου τη γουρούνα - είναι γκαστρωμένη. Φεύγει ο Στυλιανός και είναι αφώτιγο ακόμα. Πάει στο σπίτι του και φως και λυχνάρι δεν έχει. Ανάβει ένα σπίρτο και βλέπει τα σαβούρια μισό μέτρο. Και σε τι ρούχα κοιμάται ο Σετλά και μοσκοβολάνε και σε τι ρούχα κοιμάται εκείνος και βρωμάνε. Ζηλεύει το Σετλά και τρίζει τα δόντια του απ'το κακό του. Καρέκλα δεν έχει και κάθεται στο κρεβάτι του, που είναι με τρίποδα και καλαμωτό και περιμένει να κοντοφέξει. Καμιά φορά κινάει και περνάει απ' το σπίτι του Παντελή και τον φωνάζει: - Παντελή! βγαίνεις στην αυλή και σου μιλάω. Καταλαβαίνει τη φωνή του Στυλιανού ο Παντελής και λέει μέσα του, ''κακό με βρίσκει σήμερα και τί να θέλει το ρεμάλι;...''  Καλημέρα Στυλιανέ, τί με θέλεις;  Είμαι σε ανάγκη και θέλω να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές. Σου πουλάου τη γουρούνα του Σετλά και είμαστε πάτσι. Παίρνει το πεντακοσιάρικο με μισή καρδιά ο Παντελής και το’χει για ώρα ανάγκη και έχει φαμελιά και το δίνει του Στυλιανού.  Παντελή, τώρα να πας να πάρεις τη γουρούνα του Σετλά και γω στην πουλάου! είπε άγρια ο Στυλιανός. Πήρε το πεντακοσιάρικο και έφυγε.  Θα πάω, του είπε ο Παντελής και του καλοφάνηκε και κεινού που δε χάνει τα λεφτά του...  Τί θέλει ο σκοτωτής και έρχεται στο σπίτι μας αφώτιγο; ρώτησε τον Παντελή η γυναίκα του.  Μου γύρεψε πεντακόσιες δραχμές...  Τις έδωκες;  Τις έδωκα, τι να’ κανα; και πάει και ξεκοιλιάζει το άλογο, όπως τη γίδα του Χρήστου και τα χάνω ούλα! Τι έρμο βέλασμα κι αυτή η γίδα. Φωνάζει μπάαα! και σε πιάνει ανατριχίλα.

85


Ο Σετλά

Ζωντανή την ξεκοιλιάζει ο Στυλιανός και από εκδίκηση. Γύρεψε του Χρήστου λεφτά και κείνος του είπε, ''εδώ , πεινάει η φαμελιά μου και θα ταΐζω εσένα, το ρημάλι;''  Δε μαζωνόσαστε ούλοι με τα στιλιάρια λέει η Παντελίνα στον άντρα της και του κόβουτε τη μέση, να ιδείς το ματακάνει; έτσι που πάτε, ταχιά θα μπαίνει και στα σπίτια σας και θα .............. τις γυναίκες σας, παλιοκιοτήδες!  Ας πάνε οι άλλοι να βαρέσουν το Στυλιανό και γω, δεν έχω παράπονο. Του δίνω πεντακόσιες δραχμές και μου πουλάει τη γουρούνα του Σετλά και κέρδος έχω, χασούρα δεν έχω, είπε ο Παντελής.  Θα πας να πάρεις τη γουρούνα του Σετλά απ' το σπίτι του; Στυλιανό θα σε κάμω εσένα; Ξένο πράμα στο σπίτι μου, δε μπαίνει! είπε η Παντελίνα.  Εγώ τα λεφτά μου δεν τα χάνω! Και τη γουρούνα του Σετλά, μου την πουλάει ο Στυλιανός και την έχω πληρωμένη... Και δεν την παίρνω, έχω άλλες φασαρίες. Η Παντελίνα δε μιλάει άλλο. Πάει ο Στυλιανός και τους χαλάει το άλογο και ψοφάνε από την πείνα. Με εκείνο το άλογο ζούνε. Πάει και οργώνει ο Παντελής και βγάνει μεροδούλι και παίρνουν το ’να και τ' άλλο. Αλωνίζει τα γεννήματα και παίρνει καρπό και οικονομάνε το ψωμί τους. Ο Σετλά και η Νικολέτα βράζουν το φασκόμηλο, το ρίχνουν στις κούπες και το πίνουν με μπόλικη ζάχαρη. Και η φωτιά καίει τα ξύλα και πάει μπουμπουνάρα. Αφού ζεστάθηκαν καλά, η Νικολέτα παίρνει αλεύρι και νερό, τα ανακατώνει ρίνει και λίγο αλάτι. Βάνει το τηγάνι στη φωτιά με λάδι, πιάνει με το κουτάλι χυλό και το ρίνει στο καμένο λάδι και ψήνεται. Μια - μιά κουταλίδα που ροδίζει τη βάνει στο τεψί και ο Σετλά ρίνει ζάχαρη. Πίνουν κι' άλλο φασκόμηλο, τρώνε τις λαλαγκίδες και γίνουνται άνθρωποι. Ο Σετλά ταΐζει τη γουρούνα πλύμα ζεστό, ρίνει συκόφυλλα στις γίδες και σκύβαλο στις κότες.  Σετλάαα! Σετλάαα! ακούνε κάποιον που του μιλάει.  Ποιος είναι; ρώτησε ο Σετλά.  Είμαι ο Παντελής Σετλά και μου ανοίγεις. Ανοίγει την πόρτα ο Σετλά, μπαίνει στην κάμαρη ο Παντελής και τον βαρεί η ζέστα. Φέρνει καρέκλα ο Σετλά να κάτσει ο Παντελής και κείνος κοιτάει γύρω του και θαυμάζει, έτσι ωραία που ζούνε οι Σετλάδες. 86


Ο Σετλά

 Δεν είμαι για καθήσι Σετλά, παρά μου πούλησε τη γουρούνα σου ο Στυλιανός και ήρθα να την πάρω.  Δεν την πουλάου τη γουρούνα είναι γκαστρωμένη, είπε ο Σετλά.  Εγώ, κάνω ό,τι μου λέει ο Στυλιανός. Μου πούλησε τη γουρούνα σου και του΄δωκα πεντακόσιες δραχμές.  Δεν την πουλάου τη γουρούνα!  Πας αντίθετος στο Στυλιανό;  Η γουρούνα είναι δική μου και όχι του Στυλιανού και να φύγεις.  Σετλά, αν δεν πάρω τη γουρούνα, θα μας σκοτώσει και τους δυο ο Στυλιανός.  Δε τη πουλάου τη γουρούνα! είπε ο Σετλά.  Εγώ, την έχω πληρωμένη τη γουρούνα στο Στυλιανό και είναι δική μου .. Μπαίνει στο καλύβι ο Παντελής, μπαίνει και ο Σετλά μπροστά στη γουρούνα και δε τον αφήνει να τη λύσει. Ο Παντελής βγάνει το τσεκούρι από τη μέση του και το σηκώνει στο κεφάλι του Σετλά, έτοιμος να τον βαρέσει. Σκιάζεται ο Σετλά και παραμερίζει. Λύνει τη γουρούνα ο Παντελής, τη βγάνει από το σπίτι και φεύγει. Τρέμει η καρδιά του Σετλά που του παίρνουν τη γουρούνα του και πάει κοντά στη γουρούνα. Κλειδώνει το σπίτι η Νικολέτα και πάει και κείνη κοντά. Κρατιούνται απ' το χέρι και όπου πάει με τη γουρούνα τους ο Παντελής, πάνε κοντά και φωνάζουν: - Δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα! Και είναι η γουρούνα γκαστρωμένη και σούρνεται χάμου η κοιλιά της. Μπήκαν στο χωριό και βγαίνουν οι γυναίκες στα παραθύρια και βλέπουν το Παντελή να τραβάει τη γουρούνα του Σετλά και τους Σετλάδες να φωνάζουν: - Δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα! Ντροπιάζεται ο Παντελής και εύχεται μέσα του να βγει μπροστά ο Στυλιανός και να διώξει τους Σετλάδες που τον τρώνε με τις φωνές. ''Δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη 87


Ο Σετλά

γουρούνα!''.... Έφτασαν στην πλατεία και οι Σετλάδες φωνάζουν με όση ζόρη κι' αν έχουν: - Δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα! Βγαίνουν οι χωριάτες απ' τα καφενεία και βλέπουν τον Παντελή να τραβάει τη γουρούνα του Σετλά και να πηγαίνουν πίσω οι Σετλάδες και να φωνάζουν, ''δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα!'' Ο Νικόλας, αδερφός του Παντελή, πάει μπροστά και τον ρωτάει: - Τι συμβαίνει; Και οι Σετλάδες φωνάζουν: - Δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα!  Ο Στυλιανός μου πούλησε τη γουρούνα του Σετλά και την πήρα. Οι Σετλάδες με τρώνε με τις φωνές τους και γω τη γουρούνα την έχω πληρωμένη στο Στυλιανό.  Ντροπή σου Παντελή, του είπε ο αδερφός του ο Νικόλας. Ποιός είσαι συ και πας στο σπίτι του Σετλά και του κλέβεις το ζωντανό του;....  Τη γουρούνα, την έχω αγορασμένη και πληρωμένη στο Στυλιανό, πεντακόσιες δραχμές.... είπε ο Παντελής.  Δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα! δεν την πουλάμε τη γουρούνα!, φωνάζουν οι Σετλάδες.  Ντροπή σου, ρε Παντελή! τον χουγιάζουν και κάμποσοι χωριάτες. Ο Παντελής ντροπιάζεται και δίνει πίσω τη γουρούνα στους Σετλάδες. Ο Σετλά πιάνει τη γουρούνα απ' την τριχιά και μαζί με τη Νικολέτα κινάνε να φύγουν. Κείνη την ώρα, βγαίνει στην πόρτα της ταβέρνας ο Στυλιανός και φωνάζει: - Σετλάαα! τη νύχτα θαρθώ στο σπίτι σου, θα βάλω πουρνάρια στη φωτιά και θα σε κάψω ζωντανό!' Γυρίζει το κεφάλι του ο Σετλά, βλέπει το Στυλιανό και λερώνεται πάνου του. Βλέπουν λερωμένο το Σετλά οι χωριάτες και βάνουν τα γέλια. Ντροπιάζεται ο Σετλά, γυρίζει κατά το Στυλιανό και τον μουτζώνει με τα δυο του χέρια ''να! είσαι άνθρωπος και σε σκιάζουμαι!'' Είναι αστείος ο Σετλά μια μπουκιά άνθρωπος και λερωμένος απ' το φόβο 88


Ο Σετλά

του, να μουτζώνει το Στυλιανό , δυο μπόγια άντρα και δεν τον αγκαλιάζουν δέκα Σετλάδες. Οι χωριάτες συνεχίζουν να γελάνε με την καρδιά τους. Είναι ξεκαρδισμένος απ' τα γέλια και ο Στυλιανός. Ο Σετλά, καταλαβαίνει πως γελάνε με κείνον, κοιτάει στα μάτια τη Νικολέτα και σκιάζεται να μην τον βαρέσει μπροστά στο κόσμο. Θυμάται που ήταν δώδεκα χρονώ και χέστηκε πάλι στην πλατεία, η Μάνα του τον τράβηξε δυνατά απ 'το χέρι και του έλεγε: ''να χαθείς χεζή και με ντροπιάζεις. Καλύτερα να έπεφτες αίμα, σουφρίλο!''..... Η Νικολέτα, έβγαλε το μαντήλι της και σκούπισε τα λερωμένα πόδια του Σετλά. Μετά πέταξε το λερωμένο μαντήλι στη πλατεία και είπε: - Σετλά, τα σκατά σου στα μούτρα τους! Σαν είδε ο Παντελής το Στυλιανό να γελάει, θάρρεψε και του είπε:  'Στυλιανέ, μου δίνεις πίσω τις πεντακόσιες δραχμές μου και ο Σετλά την πήρε τη γουρούνα του....  Το Σετλά δεν κάνεις καλά, είσαι μαλάκας!, είπε ο Στυλιανός. Έδωκε μια κλωτσιά στον Παντελή και τον έριξε χάμου τ' ανάσκελα. Ο Σετλά δένει στο καλύβι τη γουρούνα και την τρίβει με άχερα να ζεσταθεί. Και η Νικολέτα ζεσταίνει το πλύμα της και την κοιτάνε και οι δυο που τρώει και είναι ευχαριστημένοι. Ο Σετλά βρωμάει και η Νικολέτα βάνει ένα τέτζερη θεϊκό νερό στη φωτιά να ζεσταθεί να πλυθούνε. Γδύνει το Σετλά και τον πλένει απ' την κορφή μέχρι τα νύχια με μοσκοσάπουνο.  Σετλά, τη Δευτέρα που θαρθεί ο Αντρέας, του τα λέμε ούλα και το σκοτώνει το φίδι.  Μάνα, τη Δευτέρα δεν είμαι. Είπε το φίδι θαρθεί τη νύχτα και θα με κάψει στη φωτιά.  Σε καίει Σετλά και πέφτω στη φωτιά και καίγουμαι...  Εμένα θα κάψει, όχι εσένα.... Σκουπίζει το Σετλά η Νικολέτα και του δίνει καθαρά σκουτιά και αλλάζει. Λούζεται και κείνη και της ρίνει νερό ο Σετλά. Και σηκώνεται στα νύχια ο Σετλά και πιάνει με το στόμα του τη ρόγα της Νικολέττας. - Το βράδυ.... Σετλά.... Ο Σετλά γλυκαίνεται και δεν αφήνει τη ρόγα και η Νικολέτα κρυώνει. Το 89


Ο Σετλά

σπίτι δεν είναι ταβανωμένο και μπάζει από ούλες τις μεριές και για πάτωμα έχει χώμα. - Θα πουντιάσω, Σετλά!'' Και ο Σετλά αφήνει τη ρόγα της και της ρίνει νερό. Πλένεται καλά η Νικολέτα, ξεβγάνεται απ' τη σαπουνάδα και φορεί ρούχα καθαρά. Και της δίνει ο Σετλά το κουτάκι με τη πούντρα να βάλει στα μούτρα της και στο λαιμό της.  Μάνα, έρχεται ο Στυλιανός και με καίει και με θάβει ο Αντρέας κοντά στη μάνα μου.  Φάει μια κουταλίδα Σετλά και πάμε στο δάσκαλο και του τα λέμε. Και δεν αφήνουμε το φίδι να μας φάει τη ζωή.. Και πέφτει ο ήλιος στα κυκλάμινα και το βουνό πρασινίζει και φαίνεται μεγάλο. Και βλέπει ο Σετλά τα κυπαρίσσια και τα καλάμια ακουμπισμένα στη βελανιδιά και θυμάται που του είπε ο Αντρέας να ανακατώσει άμμο, ασβέστη και νερό να έχει έτοιμη τη λάσπη, να χτίσουν το κοτέτσι.  Μάνα, πρώτα να φκιάσω τη λάσπη και μετά πάμε στο δάσκαλο και του τα λέμε. Θυμάται και η Νικολέτα πως βράζουν τα ρούχα στη φωτιά και πάει να τα πλύνει. Τα πλένει και τα απλώνει στα πουρνάρια και στεγνώνουν και με δυο αλλαξιές απαδιαλλάζουνται... Κείνη την ώρα, ερχόταν προς ανταμωσή τους η θειά τους η Κώσταινα, που έμαθε τα καθέκαστα και το χωριό το είχε ντούνα.  Θειά μου καλή και τι παθαίνουμε, σήμερα.... είπε η Νικολέτα.  Το ’χει ντούνα το χωριό και το ’μαθα...  Ήρθε ο Παντελής και μας πήρε τη γουρούνα... Και τον αφήσαμε να μας πάρει το ζωντανό μας; Και η γουρούνα μας σήμερα - αύριο γεννάει... Και το φίδι ο Στυλιανός, λέει, έρχεται τη νύχτα και βάνει φωτιά και καίει το Σετλά. Και τέτοιο θερίο έχουτε στο χωριό και το καμαρώνουτε...  Καλά ο χαφιές, αμ' εκείνο το γαϊδούρι ο Παντελής μπαίνει σε ξένο σπίτι και κλέβει ξένο πράμα; είπε η Κώσταινα.  Ήρθε θειακούλα μου και φοβερίζει το Σετλά με το τσεκούρι του...  Δεν το χωράει ο νους μου και τόσα που παθαίνω.... 90


Ο Σετλά

 Πού είναι ο Σετλά;  Ανακατώνω τη λάσπη! φώναξε ο Σετλά. Και έρχεται η νύχτα και πεθαίνω. Το φίδι ο Στυλιανός, θαρθεί τη νύχτα να με κάψει. Και να με κάψει, τη γουρούνα δεν την πουλάου!  Θειά μου καλή, λέει η Νικολέτα, πού είναι ο δάσκαλος και του τα λέμε και μαζωνώμαστε πολλοί και το πατάμε το φίδι στο κεφάλι.  Όπου νάναι θαρθεί ο δάσκαλος, είπε η μάνα του. Και μού ’δωσε γαλοπούλα η νύφη μου και καθόμαστε και τρώμε.  Θεια Κώσταινα, το μεσημέρι τρώνε, είπε ο Σετλά. Κι' ακόμα είναι πρωί.  Καλά Σετλά, έρχεται το μεσημέρι και τρώμε.... Μούτζωσες το χαφιέ Σετλά; ρώτησε η Κώσταινα.  Ναι, τον μουτζώνω και είμαι λερωμένος απ' το φόβο μου. Και είναι άνθρωπος και τον σκιάζουμαι και τον μουτζώνω δυο φορές και με τα δυο μου χέρια...  Καλά του κάνεις του χαφιέ... Αμ' εκείνο το γαϊδούρι ο Παντελής....  Το βρίσκει και κείνος, είπε η Νικολέτα. Τον σπρώχνει το θερίο κι' αλλού πέφτει εκείνος, αλλού το κασκέτο του και πέφτει και κομματιάζεται. Έπεσε τ' ανάσκελα ο Παντελής και δε σπάει κόκαλα παρά βαρεί στο κρέας. Και φεύγει απ' την πλατεία κίτρινος και ντροπιασμένος και πάει στο σπίτι του.  Και δε σου λέω, να μη μπλέξεις με το σκοτωτή; του είπε η Παντελίνα τρομαριασμένη.  Τι να ’κανα, μου λες;  Θα φας το κεφάλι σου εκεί που έμπλεξες.... Στουμπάει κρεμμύδια η Παντελίνα, τα βάνει σε μια παλιοτσεμπέρα και δένει τα χέρια του Παντελή. Και αφού πέρασε ο πόνος σκάει στα γέλια ο Παντελής και δηγιέται στη γυναίκα του το πάθημα του Σετλά.  Ο Σετλά λερώνεται στην πλατεία απ' το φόβο του. Και ούλοι γελάνε, γελάει και ο Στυλιανός και ο Σετλά τον μουτζώνει και είναι λερωμένος. Τέτοιο χάζι δε ματάγινε στο χωριό. Τούτη η μέρα θα μείνει ιστορικιά και χα, χα, γελάει ο Παντελής.  Μη γελάς και ούλοι δειλοί είσαστε και ο Στυλιανός σας έχει στο βρακί του. Ο Σετλά, είναι καλύτερός σας και μουτζώνει το σκοτωτή και σεις ρίνουτε 91


Ο Σετλά

χάμου το κεφάλι και σένα καλά και δε σε σαψάλιασε.... Ο Παντελής, μετανοιώνει που δεν έδωσε δυο τσεκουριές στο Σετλά και τον αφήνει ακόμα πιο παράλυτο. Και έχει τώρα τη γουρούνα δική του και γλυτώνει τα λεφτά του και τη σπρωξιά του Στυλιανού και το ρεζιλίκι. Και τούτη τη δουλειά, νύχτα έπρεπε να την κάνει να μην τον βλέπει κανείς. Του δίνει η γυναίκα του ζεστό κρασί με ζάχαρη και πίνει και συνέρχεται.  Από δω και πέρα, να προσέχεις Παντελή και το κακό δεν παίρνει συνέχεια, του είπε η γυναίκα του. Δεν έπρεπε να πας στο σπίτι του Σετλά. Και πας, κουμαντάριζες μυαλό και έπαιρνες τη γουρούνα και την πήγαινες στο χασάπη.  Η γουρούνα είναι γκαστρωμένη, δεν έκανε για χασάπη. Και άμα γιάνουν τα χέρια μου, ταχιά κιόλας, πάου και παίρνω τη γουρούνα και περνάει το δικό μου και όχι του Σετλά! είπε σίγουρος ο Παντελής.  Να μην ξαναπάς στους Σετλάδες, παίρνουν πέτρες και σε σκοτώνουν. Και ο Σετλά δε λογαριάζει, μουτζώνει το Στυλιανό και αλλουνού δε του βαστάει... Οι Σετλάδες τα βγάνουν πέρα με το Στυλιανό και συ κοιτάς τη δουλιά σου...  Ο Στυλιανός είπε του Σετλά, πως θα πάει το βράδυ στο σπίτι του και θα τον κάψει ζωντανό. Καίγεται και πεθαίνει ο Σετλά και βάνει ψευτομάρτυρες ο Στυλιανός και λένε στο δικαστήριο πως ο Σετλά είναι χαζός και λειψός από γέννησή του και τη γλυτώνει ο Στυλιανός. Γλυτώνω και γω τις πεντακόσιες δραχμές μου και κερδίζω κιόλας τη γουρούνα, ολόκληρη περουσία! είπε ο Παντελής.  Να αποφύγεις Παντελή, το καλό που σου θέλω.... Η Σετλού έχει αδέρφια και με το ’να χέρι σηκώνουν το σακί.  Και θα πάνε τ' αδέρφια της να σκοτωθούν για χάρη του Σετλά; Πεθαίνει ο Σετλά και κληρονομάνε το χτήμα και παίρνουν σπίτι τους την αδερφή τους και την έχουνε δούλα..  Να ακούς κείνο που σου λέου! φώναξε θυμωμένη η Παντελίνα. Η Θύμιαινα ψάχνει να βρει το Στυλιανό και ο χαφιές κρύβεται, μαθαίνω... Σήμερα, δεν είσαι για δουλειά και να κάνεις τον άρρωστο σήμερα και ταχιά, να περάσει η φούγα.... Ο Παντελής δε μίλησε, αλλά απ' το νου του δεν έβγανε τη γουρούνα. ''Ο κόσμος να χαλάσει, συλλογιόταν, τη γουρούνα του Σετλά θα την πάρω!'' Ο Στυλιανός νοιώθει κλοιό γύρω του και κρύβεται. Τον ψάχνει η Θύμιαινα 92


Ο Σετλά

και δε τον βρίσκει πουθενά. Το θερίο περιμένει να νυχτώσει και να ανεβεί στη Ραχούλα να κάψει το Σετλά. Αφού τον καψαλήσει καλά - καλά, τον πετάει στη στέρνα και χάνεται. Κι άμα φύγει απ' τη μέση ο Σετλά, θα παντρευτεί τη Σετλού και ούλα ξεχνιούνται. Και η Σετλού, που κάνει τώρα πως δεν τον θέλει, ξεχνάει το Σετλά - μια μπουκιά άνθρωπο που δεν τον παίρνουν στρατιώτη. ''Και το βουνό είναι δικό μου! όποιος περνάει το δρόμο θα μου φέρνει μαγερεμένο φαί και δε θα μαγερεύει η Σετλού να κοπιάζεται. Και μου φέρνουν ξύλα και σκάγια να βγαίνω στο κηνύγι. Δε ματακατεβαίνω στο χωριό.... Θα κάθουμαι στη ραχούλα και θα με φιλεί η Σετλού.'' Η Θύμιαινα φέρνει φουρλέτσι τους δρόμους να βρει το Στυλιανό και το θερίο είναι κλεισμένο στο σπίτι του. Κινάει και πάει στον πρόεδρο, να του τα ψάλει.  Κουνιάδε μου και πρόεδρε, έμαθες τί κάνει ο χαφιές σου; Και δεν είσαι στη μέση, μαζώνω υπογραφές και διώχνω το σκοτωτή απ' το χωριό μας και ξεμαγαρίζει ο τόπος.  Μη στεναχωριέσαι Σταυριανή, το Σετλά δεν πρόκειται να τον ματαπειράξει ο Στυλιανός. Όσο για τους άλλους, δεν είναι κομμένα τα χέρια τους.....  Σκοτωμού δουλιές, πρόεδρε....Ο γαμπρός μου έχει ξάδερφο το Σετλά και ο δάσκαλος δεν το τρώει ξερό. Και πάθει τίποτα ο γαμπρός μου, βάνω φωτιά και σας καίω!..  Μη στενοχωριέσαι Σταυριανή..... Ο Στυλιανός δε ματαπειράζει το Σετλά. Πάω κιόλας στην αγορά και τον βρίσκω. Πάει στην αγορά ο πρόεδρος και ο Στυλιανός δε φαίνεται. Πάει στο σπίτι του σκοτωτή, φωνάζει: «Στυλιανέ! Στυλλιανέ!» δε παίρνει απάντηση. Ο Στυλλιανός είναι στο ρημαδιακό του και δε μιλάει. ''Αύριο, λέει, εξηγώ στο πρόεδρο τα καθέκαστα. Του λέω, ο Σετλά είναι λειψός και από το φόβο του δε ψηλώνει και δε παχαίνει.... Και γω, παντρεύουμαι τη γυναίκα του και δε μένει χήρα'' Γυρίζει στο σπίτι του ο πρόεδρος με αδειανά τα χέρια....  Σταυριανή, δε τον πέτυχα. Αλλά έβαλα χαρτί στη πόρτα του πως τον θέλω και όπου νάναι θα το βρεί και θαρθεί.  Πού νάναι το γαϊδούρι;  Όπου νάναι θαρθεί σε αντάμωσή μου. Και σου μιλάει ο πρόεδρος και 93


Ο Σετλά

κουνιάδος σου Σταυριανή και μένεις ήσυχη για τους Σετλάδες. Παίρνει μεσημέρι και ο Στυλιανός δεν κρατιέται από την πείνα. Στο σπίτι του δεν υπάρχει ούτε κόρα και σπάει ο ποντικός τη μούρη του. Υπολογίζει το στυλιάρι πως αυτή την ώρα ο πρόεδρος είναι στο σπίτι του και κοιμάται τους άλλους δε τους λογαριάζει. Ο Στυλιανός πρωί – μεσημέρι - βράδυ τρώει στην ταβέρνα του Κώστα. Τρώνε μαζί του και οι δυο μπεκρήδες, ο Αποστόλης και ο Θοδωρής και τα λένε. Σήμερα, άργησε ο Στυλιανός και οι δυο μπεκρήδες υποψιάζονται πως κάτι συμβαίνει. Έχουν οικογένειες και παιδιά και βρήκαν καλύτερα να μη δουλεύουν παρά να τρώνε και να μεθάνε τζάμπα παρέα του Στυλιανού. Μπαίνει στη ταβέρνα ο Στυλιανός και κάνει πως δε βλέπει τους μπεκρήδες. Παίρνει καρέκλα και κάθεται στο τραπέζι μοναχός του. - Κώστα, μου φκιάνεις μια τηγανιά κρέας, είπε ο Στυλιανός. - Αμέεεεσως! είπε ο ταβερνιάρης. Οι δυο μπεκρήδες δε μιλάνε, ούτε κοιτάνε το Στυλιανό και βρίσκει πρόφαση το θερίο και τους πελεκάει. Κοιτάγουνται μόνο μεταξύ τους και δεν καταλαβαίνουν. Τηγανίζει το κρέας ο ταβερνιάρης και μοσκοβολάει ο τόπος. Και μέχρι να καλοτηγανιστεί το κρέας, βάνει στο τραπέζι του Στυλιανού ένα καρβέλι ψωμί, ένα πιάτο γιομάτο τυρί, μια οκά κρασί και ένα ποτήρι. Καμιά φορά φέρνει και το κρέας και τρώει ο Στυλιανός και πίνει κρασί και δε χορταίνει. Κοιτάει ο ταβερνιάρης το Στυλιανό που τρώει σα θερίο, κοιτάει και τους δυο μπεκρήδες που λιγουρεύουν και του γυρίζουν τα σηκώτια και τούτος τρώει τζάμπα και το καλύτερο - ο αυτοκράτορας! Βγαίνει στην πόρτα της ταβέρνας και στην πλατεία δε βλέπει κανένα. «Ούλοι», λέει ο ταβερνιάρης, «πάνε στα χτήματά τους και τα βλέπουν και τα δουλεύουν και γω είμαι ο σκλάβος του Στυλιανού. Κι αν δε φάει ο Στυλιανός δεν μπορώ να κλείσω την ταβέρνα». Τον έχει τεμπηχιάσει ο Στυλιανός, ''αν βρω κλεισμένη την ταβέρνα σου, βάνω φωτιά και σε καίω. Και μένα μ' έχει ο πρόεδρος για την ασφαλειά σας και δε θα μένω νηστικός''...  Κώστα, φέρε μια οκά κρασί, είπε μπουκωμένος ο Στυλιανός.  Αμέεεεσως! είπε ο ταβερνιάρης. 94


Ο Σετλά

Φέρνει την οκά το κρασί και τη βαρεί στο τραπέζι για να εκδικηθεί τους δυο μπεκρήδες που ξεροκαταπίνουν και μόνο που δεν κλαίνε. - Κώστα , φκιάνεις κι άλλη μια τηγανιά κρέας ... - Αμέεεσως! είπε ο ταβερνιάρης και κόβουνται τα πόδια του. Οι μπεκρήδες θαρρεύουν πως θα καλοφάνε και πλάκα τους έκανε ο Στυλιανός.....Αποτηγανίζει το κρέας ο ταβερνιάρης, το βάνει στο πιάτο και το πάει στο τραπέζι του Στυλιανού. - Τούτο το κρέας μου το διπλώνεις σε λαδόχαρτο και το παίρνω, είπε ο Στυλιανός. Και λέει μέσα του, το ζεσταίνει στη θράκα το βράδυ η Σετλού και τρώμε παρέα ... Φέρνει ο ταβερνιάρης το δέμα με το κρέας και ο Στυλιανός διατάζει να του διπλώσει και μια οκά τυρί. - Άκου Κώστα, αν με γυρεύει ο πρόεδρος, του λες, θα πάω το πρωί προς αντάμωσή του και τώρα πάω για λαγό... Έβαλε στην τσέπη του το κρέας και το τυρί και έφυγε.  Ένα κατοστάρι κρασί, είπαν οι μπεκρήδες.  Τα λεφτά μπροστά! είπε ο ταβερνιάρης. Οι δυο μπεκρήδες έφυγαν αμίλητοι. Ο ταβερνιάρης πήρε χαρτί και μολύβι να λογαριάσει τί του στοιχίζει ο Στυλιανός που τρώει στην ταβέρνα του τζάμπα. Βγάνω το λογαριασμό, λέει, και τον πάω στον πρόεδρο και πληρώνουν ούλοι και όχι μόνο εγώ. Και τί ψάχω τώρα; Ο πρόεδρος είναι ένα με το Στυλιανό και βρίσκω το μπελά μου. Και θυμάται που του πάει ο Στυλιανός κότες και κοκόρια και τα μαγειρεύει και τρώει ο Στυλιανός και τρώει και η φαμελιά του. Το Πάσχα και τα Χριστούγεννα πάνε οι χωριάτες ολόκληρα αρνιά και κατσίκια για το Στυλιανό και ο ταβερνιάρης δεν αγοράζει κρέας για τη φαμελιά του. Τρώνε πλούσια και τους μένουν κιόλας και τα παστώνει και περνάει ούλο τον καιρό. Και σφάζει ο χωριάτης αρνί και το ’χει για πούλημα να οικονομηθεί - τα μπούτια είναι για το Στυλιανό - τρώει και ο ταβερνιάρης. Ούλοι ταΐζουν το θερίο αρνιά και κατσίκια και θεριεύει.... Τις απόκριες σφάζουν τα χοιρινά τους οι χωριάτες και τα ψαρονέφρια τα πάνε στον Κώστα για το Στυλιανό. Γιομίζει δυο κιούπια ο ταβερνιάρης, 95


Ο Σετλά

τρώει το μισό ο Στυλιανός και το υπόλοιπο ο ταβερνιάρης και η φαμελιά του. Κάνει το λογαριασμό του ο ταβερνιάρης και κέρδος έχει με το Στυλιανό - χασούρα δεν έχει. Πλένει το τηγάνι και βλαστημάει που δεν πήγε σκολειό και έγινε ταβερνιάρης και όχι δάσκαλος. Και ο Πέτρος της Κώσταινας, έτρωγε ψωμί με ψωμί, έκατσε στα θρανία και έγινε δάσκαλος. Ήρθε ο διορισμός του, βάνει το ’να πόδι πάνου στ' άλλο και δασκαλεύει. Κι' αλλιώτικα βλέπουν το δάσκαλο, αλλιώτικα τον ταβερνιάρη. Και δε νερώνει το κρασί ο ταβερνιάρης, τί κερδίζει; Μόνο το κρασί του Στυλιανού δε νερώνει και τούτος θέλει προσοχή και έχω τα χέρια μου γερά. Ο ταβερνιάρης έκατσε στην καρέκλα και σα να του μύριζε μια ταραχή η μέρα. Ούλα έχουν αλλάξει σήμερα. Ο Σετλά αντιστέκεται στη βία του Στυλιανού. Καλά ο Σετλά δεν ξέρει τον κίνδυνο είναι χαζός και αντιστέκεται; Και οι έξυπνοι τι κάνουν; τις τρώνε απ' το κεφάλι... Ο Στυλιανός, κάτι νωρίς έφυγε... Και κει που πήγαινε να βάλει τάξη ο ταβερνιάρης στα γεγονότα, μπαίνει στην ταβέρνα ο δάσκαλος. Κάτι γίνεται. - Κώστα, ο Στυλιανός στη ταβέρνα σου τρώει;  Ναι δάσκαλε. Ταΐζω πρωί-μεσημέρι και βράδυ το ρεμάλι και τρώει για πέντε....  Ο Στυλιανός σήμερα, πούλησε την γουρούνα του Σετλά και αν τον αφήσουμε θα πουλήσει και ανθρώπους... Πρέπει να αντιδράσουμε στη βία.  Με ποιον τρόπο, δάσκαλε; Ό, τι μου ειπείς θα κάνω.  Είπα και στους άλλους, στους μπακάληδες και στους καφετζήδες και ούλο το χωριό, ούλοι εμείς να απομονώσουμε το Στυλιανό. Να κλείσουν τα μπακάλικα, τα καφενεία, η ταβέρνα, ο φούρνος, τα σπίτια και ούτε καλημέρα στο Στυλιανό.  Έγινε δάσκαλε. Πλένω τα ποτήρια, κλείνω την ταβέρνα και φεύγω.  Το ίδιο μου είπαν οι μπακάληδες και οι καφετζήδες. Πρέπει, σήμερα κιόλας, να πάρει τέλος η βία. Πάου να το ειπώ και στο φούρναρη.  Δημήτρη, ο Στυλιανός πούλησε τη γουρούνα του Σετλά, αύριο πουλάει και άλογο. Και φοβερίζει ο Στυλιανός το Σετλά να τον κάψει. Κλείνεις το φούρνο σου και δε βρίσκει ο Στυλιανός ψωμί να φάει και καταλαβαίνει πως είμαστε αντίθετοι για όσα κάνει και συμμορφώνεται με όλους. Πάει και δουλεύει και 96


Ο Σετλά

δε τον ταΐζουν οι χωριάτες, είπε ο δάσκαλος.  Εγώ δάσκαλε, είπε ο φούρναρης, από το φούρνο ζω και δε τον κλείνω. Κι άμα θέλει ψωμί ο Στυλιανός θα του δώσω. Δε βγάνω ούτε τα έξοδά μου από το φούρνο κι άμα πάνε οι χωριάτες στην κωμόπολη αγοράζουν ψωμί απ’ την κωμόπολη και δεν υποστηρίζουν εμένα.  Οι χωριάτες πάνε στην κωμόπολη μια φορά το χρόνο και παίρνουν καμιά κουλούρα ψωμί έτσι κάτι να έχουν στα χέρια τους, είπε ο δάσκαλος.  Εγώ, δεν έχω κουλούρες; το ξένο τους φαίνεται νόστιμο..... Και το φορτώνουνται μια ώρα δρόμο και το φέρνουν. Και γω είμαι μέσα στα πόδια τους και δεν είμαι καλός; Και ψένω γουρνοπούλες και παίρνουν το ψητό βερεσέ, το τρώνε και ξεχνάνε να με πληρώσουν. Και λέω του Στυλιανού, ποιος και ποιος μου χρωστάει πάει και τους φέρνει απ' τ' αυτί και με πληρώνουν. Και βλέπει χωριάτη και φέρνει ψωμί απ' την κωμόπολη, το πετάει και το πατάει, τους δίνει και μια κλωτσιά και κοτάνε ξαναπαίρνουν.  Φούρναρη και τα λες σωστά και δεν τα λες. Ο Στυλιανός είπε, θα πάει να κάψει ζωντανό το Σετλά. Ο Σετλά δεν πειράζει κανένα και δε χρωστάει σε κανένα. Είναι σπίτι του, δουλεύει και ζει. Και δε γυρεύει μου δίνεις εσύ σήμερα και συ αύριο...  Άκου δάσκαλε, η φύση γέννησε το Σετλά και το Στυλιανό... Και γω, θα βάλω μυαλό στη φύση; Και τί θέλει η φύση και γεννάει τους σκορπιούς και τα φίδια και μας δηλητηριάζουν και πεθαίνουμε; και τί θέλει η φύση και γεννάει τους λύκους και τρώνε τα πρόβατα και τί πράματα είναι αυτά; Ο Στυλιανός είναι δυνατότερος απ' το Σετλά και ο Σετλά πρέπει να κάνει ό,τι του λέει ο Στυλιανός. Αν πούλαγε ο Σετλά τη γουρούνα του, ο Στυλιανός δε θα τον έκαιγε. Ό,τι γυρέψει ο Στυλιανός το δίνουν ούλοι. Και θα μας κάνει τον παλικαρά ο Σετλά, μια μπουκιά άνθρωπος;  Δημήτρη, δε μου τα λες καλά, είπε ο δάσκαλος. Ο λύκος δεν τρώει το λύκο και το φίδι δε φαρμακώνει το φίδι. Και ζούνε είδη - κοινωνία.  Έτσι και ο άνθρωπος δεν πρέπει να σκοτώνει τον άνθρωπο. Αυτό λέει η φύση! Κι αν σήμερα ο Στυλιανός σκοτώσει το Σετλά, αύριο θα σκοτώσει και σένα.  Άμα δεν πειράξεις το Στυλιανό και κάνεις ό,τι θέλει, δε σκοτώνει. Η φύση γεννάει το Στυλιανό έτσι που είναι και η φύση έχει το λογαριασμό της!

97


Ο Σετλά

Έφυγε ο δάσκαλος και βρίσκει το Θεμιστοκλή στο κήπο του και πλέχει το φράχτη.  Θεμιστοκλή, αφήνουμε το Στυλιανό να κάνει ό,τι θέλει;  Μπράβο δάσκαλε! χρόνια ψάχω και δε βρίσκω έναν να με βοηθήσει να πελεκήσω το θερίο και να το λιώσω, όπως μου έλιωσε τη σταφίδα μου. Κείνη την ώρα, που μου πάταγε τη σταφίδα μου με το άλογο του πρόεδρου, αν είχα δίκαννο κοντά θα τόνε σκότωνα μου φάνηκε σα να ξεκοίλιαζε τα παιδιά μου. Και με βοηθάς δάσκαλε και παίρνω την προεδρία και ξυπνάω τούτα τα ζωντόβολα. Και μαθαίνουν τα δικαιώματά τους.  Κι' αυτό γίνεται, είπε ο δάσκαλος. Και πρώτα βαρούμε το Στυλιανό και δε βάνει μυαλό, σε δεύτερη δόση τον σακατεύουμε.  Αν έρθουμε στα χέρια με το Στυλιανό, είπε ο Θεμιστοκλής, δεν ξέρουμε πού θα καταλήξουμε. Εγώ, παίρνω απάνου μου την ευθύνη. Και μπαίνω φυλακή, προσέχεις δάσκαλε τα παιδιά μου και δεν παίρνουν στραβό δρόμο και χαλάνε.  Δε θα πάμε οι δυο μας, είπε ο δάσκαλος. Έχω κι άλλους. Και παίρνεις ένα καλό στειλιάρι και εγώ το δίκαννο. Όπως είπες δεν ξέρουμε πού καταλήγουμε...  Αν είναι βροχή, αν είναι χαλάζι, είπε ο Θεμιστοκλής, είναι άσκεφτη δύναμη και δεν τη δαμάζω. Και είναι άνθρωπος και μου χαλάει τη σοδειά μου και το φαί μου δεν τόνε συγχωράου. Και είμαι μόνο εγώ παθός τον συγχωράου. Και τούτος ο χαφιές, κάθε μέρα μεγαλύτερο κακό κάνει.  Συναντιόμαστε στο σπίτι μου, είπε ο δάσκαλος. Έρχονται και οι άλλοι και ανεβαίνουμε στο σπίτι του Σετλά. Αφού έπλυνε τα ποτήρια ο ταβερνιάρης, βγήκε στην πλατεία που είχαν σύναξη οι επαγγελματίες. Λένε οι μπακάληδες: «Μας βιάζει ο δάσκαλος να κλείσουμε τα μαγαζιά μας και να απομονώσουμε το Στυλιανό. Και ο δάσκαλος παίρνει το διορισμό του και φεύγει και μείς μένουμε εδώ με το Στυλιανό. Και βάνει φωτιά και καίει τα μαγαζιά μας και τόσο μας φτάνει». Κάνουν το λογαριασμό τους οι μπακάληδες και ο Στυλιανός μόνο λεφτά τους γυρεύει και δεν έχει φαμελιά να θέλει αλεύρια και ρύζια. Πανωγράφουν τα βερεσέδια των χωρικών και βγάνουν τα λεφτά που δίνουν στο Στυλιανό, τους μένουν κιόλας. 98


Ο Σετλά

Και λένε οι καφετζήδες, πέντε με δέκα καφέδες την ημέρα χαλάνε για το Στυλιανό, καμιά φορά πίνει και κανένα κονιάκ. Και βάνουν λιγότερο καφέ στους άλλους και βγάνουν τη χασούρα. Και έχουν σώα τα μαγαζιά τους, κερδίζουν και με το παραπάνου. Τρίβει τα χέρια του απ' τη χαρά του και ο ταβερνιάρης και δεν του χύνει ο Στυλιανός το κρασί και κέρδος έχει. Βρίσκει ο δάσκαλος το Χρήστο που του ξεκοίλιασε ο Στυλιανός τη γίδα και καμιά δεκαριά άλλους που δε σηκώνουν τη βία και συμφωνάνε και υναντιώνται στο σπίτι του. Και περνάει απ' την πλατεία και βλέπει τα μαγαζιά ανοιχτά και βλαστημάει και βρίζει. Είναι και τούτοι ίδιοι με το Στυλιανό, κλέβουν τους άλλους και δε φαίνονται. Κλέβουν με το μαλακό, που λένε.

99


Ο Σετλά

14

 Σετλά, απόψε να πάμε να κοιμηθούμε στης θειας μας της Κώσταινας, είπε η Νικολέτα.  Από το σπίτι μου δε φεύγω, λέει ο Σετλά.  Δε μ' αγαπάς Σετλά; τον ρώτησε η Νικολέτα. Αφού θέλεις να σε σκοτώσει το θερίο, δε μ' αγαπάς. Ο Σετλά κρύφτηκε πίσω απ' τη βελανιδιά που έφκιανε τη λάσπη και του ’ρχόταν να κλαίει. Έλεγε σιγά: ''σε αγαπάου μάνα και από το σπίτι μου δε φεύγω!'' Ήταν μερικά πράματα για το Σετλά, που για την ώρα, έμεναν αμετάθετα και αμετάβλητα. Αυτά τα πράματα δεν έχουν ηλικία, κίνηση και ροή και είναι μέσα του με την αρχική τους μορφή και ουσία, συνέχεια ίδια: Δε θα φύγει να μείνει στο χωριό παρά αν χτίσει σπίτι δικό του. Τον βαρούν και τον σκοτώνουν τη γουρούνα δεν την πουλάει. Και από πείνα δεν πεθαίνει δουλεύει και δεν πεινάει. - Σετλά, τι κάνεις από κει; του είπε ο δάσκαλος. - Φκιάνω τη λάσπη και έρχεται ο Αντρέας τη Δευτέρα και στυλώνει το καλύβι. - Έλα από δω και σου λέω τί να κάνεις. Και μπαίνουν στη χαμοκέλα ο δάσκαλος, η μάνα του, η Νικολέτα και ο Σετλά και τους δείχνει ο δάσκαλος ένα καντρόνι και ντακώνουν τη νύχτα την πόρτα τους.  Όποιος και να σας χτυπήσει απόψε, την πόρτα δε θα ανοίξουτε, είπε ο δάσκαλος. Πρόσεξε Σετλά, όποιος και να ’ναι δε θα ανοίξεις την πόρτα!  Χτυπάει ο Στυλιανός και δεν του ανοίγω; γκρεμίζει την πόρτα, είπε ο Σετλά.  Βάλε καλά τον ντάκο και η πόρτα δε φεύγει. Δοκίμασε, να δούμε μπορείς;  Ο Στυλιανός και δέντρο ξεριζώνει, είπε ο Σετλά. 100


Ο Σετλά

 Κόβει το δέντρο, του είπε ο δάσκαλος. Και συ και γω, κόβουμε το δέντρο.  Και το σκουλήκι που το πατάμε κόβει το δέντρο και το ξεραίνει. Και δε βρίσκει νερό το δέντρο να πιούν οι ρίζες και τα φύλλα του, ξεραίνεται και πέφτει. Ο Σετλά κλειδώνει και ξεκλειδώνει την πόρτα. Την ξανακλειδώνει και βάνει ντάκο το καντρόνι και η πόρτα μένει άσειστη.  Και όπως είπαμε Σετλά; είπε ο δάσκαλος ευχαριστημένος.  Ναι Πέτρο, είπε ο Σετλά. Ο δάσκαλος με τη μάνα του έφυγαν, κόντευε να νυχτώσει. Η Νικολέτα μαζώνει από χάμου ξυλάκια και χαρτάκια και τα ρίνει στη φωτιά. Παίρνει τη σαρωματίνα, φκιαγμένη με αφάνες και σαρώνει την κάμαρη. Ο Σετλά, τηγανίζει από δυο αυγά μάτια για τον καθένα και τα προσέχει πώς και τί. Τα βάνει στο πιάτο με προφύλαξη και τα αυγά μένουν ανέπαφα.  Αχ, βρε Σετλά, του λέει η Νικολέτα, τι ωραία που τηγανίζεις τα μάτια! Εγώ η κακοντέλα,τα καίου τα αυγά...  Και γω, δεν τα μαθαίνω με το πρώτο.... Βλέπεις και μαθαίνεις, είπε ήρεμος ο Σετλά.  Μαθαίνω, λέει η Νικολέτα και καλύτερα από σένα, δε μαθαίνω. Και άλλος μάγερας σαν και σένα Σετλά δεν είναι. Μαγερεύεις καλύτερα και από δάσκαλος. Και βάνω με το νου μου και παίρνω άντρα και μαγερεύει; και νοικοκύρης σαν και σένα Σετλά, δεν είναι άλλος.  Μάνα, δεν ξέρω λογαριασμούς και οι νοικοκυραίοι ξέρουν και αγοράζουν και πουλάνε.  Ξέρει ο Αντρέας λογαριασμούς και δε μας γελάει. Τρώνε τα αυγά κι από ένα κομματάκι τυρί ο καθένας. Αποτρώνε και η Νικολέτα πλένει τα πιάτα και τρίβει το τηγάνι με στάχτη, να γυαλίσει. Ο Σετλά ξεκλειδώνει τη πόρτα, βγάνει το ντάκο, τη ξανακλειδώνει και ξαναβάνει το ντάκο. Μπαίνει στο καλύβι και φέρνει χοντρά λιόξυλα και τα βάνουν στη φωτιά και καίνε ούλη τη νύχτα. Κάθονται στα σκαμνιά τους κοντά στη φωτιά και πυρώνουνται. Και βλέπει τις φλόγες ο Σετλά και θυμάται το Στυλιανό που του είπε πως θα τον κάψει στη φωτιά και τόνε πιάνει τρόμος και βαρούνε τα δόντια του. Τον θερίζει η 101


Ο Σετλά

κοιλιά του και πάει πιλάλα στο καλύβι και τον κόβει ευκοιλιότητα και κρύος ιδρώτας.  Μάνα, κρυγαίνω...  Πέφτεις στο κρεβάτι Σετλά, ρίνω και τ' άλλο πάπλωμα και ζεσταίνεσαι. Θυμάται ο Σετλά και λέει της μάνας του κρυγαίνει, εκείνη ζεσταίνει κρασί με ζάχαρη και του δίνει και πίνει. Και τώρα τούτο θα κάνει.  Μάνα καίμε κρασί και πίνουμε. Πάει με το ποτηράκι να πιάσει κρασί η Νικολέτα και ο Σετλά της δίνει να γιομίσει την κατσαρόλα. Γιομίζει την κατσαρόλα η Νικολέτα και ο Σετλά τη βάνει στη φωτιά. Και μόλις έβγαλε αχνό κατεβάζει την κατσαρόλα και κερνάει το κρασί. Μια κούπα της Νικολέτας και μια δική του. Ρίνουν και μπόλικη ζάχαρη και πίνουν. Με το καυτό κρασί ζεστάθηκε ο Σετλά και πήγε η καρδιά του στη θέση της. Μαλακώνει και η κοιλιά και δεν τον κόβει.  Σετλά κρυγαίνεις ακόμα;  Κρυγαίνω λίγο. Χορεύουμε και δεν κρυγαίνω. Θυμάται η Νικολέτα που ήταν τσοπάνα και χόρευαν στ' αλώνια και πιάνει το τραγούδι δυνατά. Πιάνει το Σετλά και χορεύουν και τον βάνει μπροστά να σούρει το χορό. Ο Σετλά δεν ξέρει να χορεύει, πηδάει και γυρίζει γύρω γύρω. Η Νικολέτα τραγουδάει όσο παίρνει η φωνή της και λέει “όπα Σετλά! Γεια σου Σετλά! Όπα Σετλά! Κόψε και μια φούρλα!” Και ο Σετλά χαμογελάει και χορεύει και δεν ξέρει τί είναι η ευτυχία και πόσο κρατεί... Μπαίνει μπροστά και η Νικολέτα, τραγουδάει και χορεύει τσάμικο. Και δεν τον πατάει καλά και δεν πειράζει, στο σπίτι του είναι - ό,τι θέλουν κάνουν. Σταμάτησαν το χορό και κάτσαν στη φωτιά που πάει λαμπάδα.  Σετλά, ξέρεις τραγούδια του τραπεζιού;  Μάνα, δεν ξέρω...  Σε μαθαίνω τραγούδια, Σετλά. Και πάμε στο γάμο της Κατερίνης, τραγουδάνε οι άλλοι, τραγουδάμε και μείς. Πιάνει τραγούδι του τραπεζιού η Νικολέτα με όσια φωνή κι αν έχει κι ακούγεται στο βουνό και μέχρι κάτου στο δρόμο. Και σαν παράφωνη ακούγεται και η φωνή του Σετλά και πιάνει καμιά λέξη. 102


Ο Σετλά

Ο Στυλιανός με το ντουφέκι του στον ώμο ανεβαίνει στη Ραχούλα και πάει στο σπίτι του Σετλά. Ακούει να τραγουδάει η Νικολέττα και λέει: ''τραγουδάς μωρή Σετλού;'' και μεγαλώνει το βήμα του να φτάσει νωρίτερα... Κοντοφτάνει στην ποριά και ακούει που τραγουδάει και ο Σετλά. ''Βρε χαζοΣετλά, τραγουδάς; αν ήξερες τί σε περιμένει, θα ανέβαινες στην κορφή το βουνό''. Μέσα από το σύννεφο βγαίνει το φεγγάρι και φωτάει με ησυχία την παγωνιά. Και βλέπουν ο δάσκαλος και η παρέα του το Στυλιανό με το ντουφέκι του στον ώμο και κοντοφτάνει στο σπίτι του Σετλά. Σταματάει ο Στυλιανός και το μάτι του περνάει την κορφή του βουνού και μετά κοιτάει χαμηλά τις σπαρμένες πεζούλες. Μετράει με το μάτι του και πόσια δύναμη του παίρνει και καψαλάει πρώτα το Σετλά γδυτό και τον αρπάζει μετά από το πόδι και τον πετάει μέσα στη στέρνα. Και είναι κοντόγιομη η στέρνα με γλυφό νερό, στη μέση του κήπου. Τον ρίχνει στη στέρνα και πνίγεται και δεν τον αφήνει όξω από το σπίτι να κλαψουρίζει από τους πόνους και το κρύο και τον ακούει η Σετλού και κλαίει και κείνη… Και κει που πέρναγε τη βελανιδιά ο Στυλιανός, μπήκε το φεγγάρι σε άλλο σύννεφο και ο Στυλιανός παίρνει σκοτάδι στο μυαλό του, ζαλίζεται και πέφτει χάμου και δεν ξέρει αν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Έπεσε το βουνό και τον πλακώνει. Η Νικολέττα το ένα τραγούδι τελειώνει, το άλλο αρχινάει, κοντά και ο Σετλά. - Άκου Σετλά. Τούτο το τραγούδι το λένε όταν παίρνει ο γαμπρός τη νύφη απ' του πατέρα της το σπίτι: ''Μια παρασκευή, μια Κυριακή το γιόμα, η μάνα μ' έδιωχνε. Και ο πατέρας μου, μου λέει σήκω-φεύγα, φεύγω κλαίοντας.'' Και θαμάζει η Νικολέττα και έχουν τόσια λαλιά και γιομίζει το βουνό τραγούδι. Και πιάνει κι' άλλο κρασί ο Σετλά, το καίει στη φωτιά και πίνουν. Και παίρνουν ένα κουτάλι ο καθένας και βαρούνε το τεψί και έχουν και όργανα με το τραγούδι... Όταν τέλειωσαν τα τραγούδια, η Νικολέτα γαργαλάει το Σετλά και κείνος ξεκαρδίζεται στα γέλια. Και είναι η πρώτη φορά στη ζωή του που ο Σετλά γελάει τόσο δυνατά. Γελάνε και μετά παίζουν τον άντρα και τη γυναίκα. Κρατιούνται από το χέρι και τους παίρνει ο ύπνος. Παίρνει μέρα και δυο κόττες γεννάνε το αυγό και κακαρίζουν. Ξύπνησε πρώτος ο Σετλά και λέει:

103


Ο Σετλά

- Μάνα, σηκώνεσαι και η γουρούνα πεινάει... Σηκώθηκε η Νικολέττα και σύμπησε τη φωτιά και ζέστανε το πλύμα, έριξε πίτουρο και πήγε να ταΐσει τη γουρούνα. Φέρνει ξύλα απ' το καλύβι ο Σετλά, τα βάνει στη φωτιά και πάει λαμπάδα. Βάνει την κατσαρόλα με νερό στη σιδεροστιά και βράζουν φασκόμηλο. Καψαλάνε και δυο φέτες ψωμί στη θράκα, ρίνουν λάδι και τρώνε. Η Νικολέτα χτενίζεται και τα μαλλιά της είναι μακριά και κατσαρά.  Μάνα, εγώ δεν έχω πολλά μαλλιά, της είπε ο Σετλά.  Θα βράζω βάγια, κάθε βδομάδα και θα σε λούζω Σετλά και τα μαλλιά σου θα γίνουν πολλά. Και γω τα μαλλιά μου τα λούζω με βάγια.. Ο Σετλά σηκώνεται απ' το σκαμνί του και φέρνει της Νικολέτας το κουτάκι με τη πούντρα.  Μάνα βάνεις πούντρα στα μούτρα σου και μου μυρίζει ωραία...  Όταν πάμε στο γάμο βάνω πούντρα και βάνω κάθε μέρα, σώνεται.  Άμα σωθεί, παίρνεις άλλη. Η Νικολέτα βάνει πούντρα στα μούτρα της και στο λαιμό της και ο Σετλά της κρατεί το καθρεφτάκι να βλέπει. Θυμάται η Νικολέτα, όταν αρρεβωνιάστηκε, ο πατέρας της δεν της αγόρασε κοκκινάδι. Ούλες παντρεύουνται και βάνουν κοκκινάδι και η Νικολέττα δεν έχει. Και κάνει παράπονα στη μάνα της και κείνη της λέει: ''είναι κακοζάκανος ο άντρας σου και συ κακοζάκανη και δε σου πάει το κοκκινάδι... Και πούντρα, σήμερα που σταφανώνεσαι βάνεις και άλλη φορά δε βάνεις. Τη δίνεις της αδερφής σου, που πάει σε γάμους και πανηγύρια. Και συ κάθεσαι στο βουνό και δε σε βλέπει κανένας.'' Και λέει η Νικολέτα στη μάνα της: «την πούντρα δεν τη δίνω. Και το ’χω παράπονο που ο πατέρας μου δε μου αγόρασε κοκκινάδι»... Γελάει η μάνα της και της λέει: «τί το θέλεις εσύ το κοκκινάδι; ο άντρας που παίρνεις είναι χαζός και λειψός. Και να’ χεις τα μάτια σου τέσσερα και το βουνό έχει λύκους. Και σας τρώνε οι λύκοι και γελάει ο κόσμος». «Έχω σκυλί», είπε η Νικολέττα, «και δε με τρώνε οι λύκοι'». «'Σκυλί δεν έχεις και το σκυλί πεινάει. Και ταΐζεις ψωμί το σκυλί και μένεις νηστικιά. Και τα σκυλιά τα έχουν οι νοικοκυραίοι». Θυμάται η Νικολέτα τη μέρα του γάμου της, φόρεσε το τριανταφυλλί 104


Ο Σετλά

μεταξωτό της φουστάνι και τα παλιά της παπούτσια να μη χαλάσει τα νυφιάτικα. Και της είπε ο αδερφός της: «να φορέσεις τα καινούρια παπούτσια σου και σήμερα στεφανώνεσαι και πας καβάλα με το άλογο». Καβάληκε το άλογο η Νικολέτα και η μάνα της την αποχαιρέτησε κλαίγοντας: «Και συ δεν ήσουνα για γάμο και καλύτερα και καθόσουνα στο σπίτι μας να φύλαγες τα πρόβατά μας... Και τώρα να πας στο καλό και είσαι στα ξένα και πεινάς και διψάς και δεν έχεις δικόνε σου κανένα…» Στρώνει την πούντρα της η Νικολέττα και ρίνει και μια πρεζούλα στο στήθος του Σετλά. Και ο Σετλά χαίρεται και χαμογελάει.  Σετλά παντρεύουμαι και ο πατέρας μου δε μου αγοράζει κοκκινάδι. Και λέει η μάνα μου, κάθουμαι στο βουνό και δε μου πάει το κοκκινάδι.  Δίνω λεφτά στην Ελένη και μας φέρνει ο πραματευτής πούντρα και κοκκινάδι και έχεις ό,τι θέλεις, είπε ο Σετλά. Και η Νικολέττα φιλεί στο μάγουλο το Σετλά που την αγαπάει. Άνοιξε μια σακούλα ο Σετλά και βάνει σε ένα πιάτο τρεις χούφτες φακή, την καθαρίζει η Νικολέτα και τη μαγερεύουν. Έβγαλε τον ντάκο απ' την πόρτα, ξεκλείδωσε και είπε της Νικολέτας.  Μάνα, βράζεις τη φακή και ρίνεις σκόρδο, κρεμμύδι, ρίγανη και βάγια. Και γω πάου να φκιάσω τη λάσπη.  Ναι Σετλά, είπε η Νικολέτα. Καθαρίζει τη φακή και τραγουδάει. Πάει ο Σετλά να ανακατώσει τη λάσπη και κοντά στη βελανιδιά βλέπει το Στυλιανό κατάχαμα και δεμένο χεροπόδαρα. Πάει κοντά του ο Σετλά και ο Στυλιανός ανοίγει τα μάτια του και λέει άγρια: - Σετλά, να μου φέρεις μια κούπα κρασί να πιώ και σηκώνουμαι. Και ξανάκλεισε τα μάτια του και το στόμα του έμεινε ανοιχτό. Του Σετλά σαν είδε το Στυλλιανό, του ’ρχεται να κατουρήσει και δεν κρατιέται. Στέκεται κοντά στο Στυλιανό και κατουράει όρθιος. Κοιτάει τη κορφή το βουνό και βγάνει κάτουρο οκά. Κοιτάει το κάτουρό του ο Σετλά και βγάνει αφρό και βλέπει το στόμα του Στυλιανού ανοιχτό και θυμήθηκε τη μάνα του που τον ορμήνευε: ''Όπου βλέπεις τρούπες στο χώμα να τις κλείνεις με λάσπη, γιατί στις τρούπες είναι η φωλιά του φιδιού. Κλείνεις την τρούπα και σκάει το φίδι και ψοφάει''.....

105


Ο Σετλά

Παίρνει λάσπη με τις χούφτες του ο Σετλά και βουλώνει το στόμα του Στυλιανού και σκάει το φίδι. Μούγκρισε σα θερίο ο Στυλιανός, δίνει μια και σηκώνεται και ξαναπέφτει. Ξαναφέρνει λάσπη ο Σετλά και βουλώνει τις τρούπες της μύτης του Στυλιανού και κείνος τρέμει και δέρνεται στο χώμα. Φέρνει κι άλλη λάσπη με το φκιάρι ο Σετλά και σκεπάζει τα μούτρα του Στυλιανού. Και ο Στυλιανός δεν κουνιέται. - Σετλάαααααα! Σετλάαααααα! Έλα γρήγορα, γεννάει η γουρούνα, φώναξε η Νικολέτα. Ο Σετλά σφουγγάει τα χέρια του στο παντελόνι του και πάει πιλάλα στο καλύβι. Και τραγουδάει ο Σετλά: - Τραλαρέλα..., ρέλα-ρέλα.. τραλαρέλα..., ρέλα-ρέλα...

106


Ο Σετλά

15

Συννεφιάζει και γιομίζει βάρος ο ουρανός. Χτυπιέται νερό με νερό και βγάνει φωτιά. Βρέχει δυνατά και γλήγορα, παίρνεις σταλαματιά και γιομίζεις ποτάμι. Ο Παντελής μέσα σ' αυτό το χαλασμό, σκιάζεται και τρέμει. Βρεμένος και σκυφτός ανοίγει δρόμο στα πουρνάρια και ματώνουν τα χέρια του στα αγκάθια. Και κρατεί τούτη η βροχή μια ώρα και είναι κατακλυσμός. Αλλά η βροχή, δεν κρατεί δέκα λεπτά και βγαίνει στο σοκάκι ο Παντελής και κατεβαίνει τρεχάλα τον κατήφορο της Ραχούλας. Φτάνει στο σπίτι του μούσκεμα και λέει της γυναίκας του: ''βάνεις λιβάνι και με λιβανίζεις''.  Τι έπαθες πάλι; τούτα θα ’χουμε κάθε μέρα με σένα; είπε θυμωμένη η Παντελίνα.  Βάλε λιβάνι..... Ο Σετλά είναι διάβολος και είναι ψηλός ίσαμε το βουνό και φαίνεται κοντός και μας ξεγελάει. Είναι κίτρινος ο Παντελής και βρεμένος μέχρι το κόκαλο. Η Παντελίνα βάνει λιβάνι και τον λιβανίζει και του δίνει πλυμένα ρούχα να αλλάξει. Κι έλεγε μέσα της: ''αλλοίμονό μου και τον πήραν απόξω''...  Θα πάου στη πλατεία, λέει ο Παντελής, τους μαζώνω ούλους και τους λέω τί είδα και πάμε και σκοτώνουμε το Σετλά..  Θα φας το κεφάλι σου, ευτού που μπλέχεις, είπε η γυναίκα του. Και θα μου κλείσεις το σπίτι μ' ευτούνα που κάνεις και έχω παιδιά και ανασταίνω. Ο Σετλά έχει δύναμη και τον βοηθάνε ίσκιοι και νεράιδες και πας στο σπίτι του θα σε σκοτώσει.  Σήμερα, αν μ' έβλεπε ο Σετλά θα με σκότωνε του τόπου. Κρύφτηκα μέσα στα πουρνάρια και γλύτωσα. Ούλη τη νύχτα ο Παντελής δε κοιμάται. Μασάει τα νύχια του και δαγκώνεται, που έχασε τη γουρούνα του Σετλά, μέσα από τα χέρια του. Τη 107


Ο Σετλά

γουρούνα μόνο; έχασε και τα γουρουνόπουλα - ολόκληρη περιουσία! Σηκώθηκε αφώτηγο και πήγε στη πλατεία να βρει το Στυλλιανό και να μάθει αν έκανε κείνο που είπε, αν δηλαδή έκαψε το Σετλά. Το καφενείο είναι ακόμη κλειστό και δε μελεύει άνθρωπος. Ο Παντελής πάει πάνου - κάτου, γιομάτος κερδοφόρο πάθος. Καμιά φορά άνοιξε το καφενείο και οι χωριάτες ένας - ένας μαζώνουνται να πιούνε το καφέ τους. Πίνει και ο Παντελής το καφέ του και ο Στυλλιανός δε φαίνεται. Ρώτησε τους δυο μπεκρήδες, αν τον είδαν και κείνοι έκαναν “όχι” με το κεφάλι τους. Περίμενε ακόμα ο Παντελής και αφού είδε κι' αποείδε, κίνησε μοναχός του να πάει στο σπίτι του Σετλά, να πάρει τη γουρούνα: ''Θα πάου να δέσω τις γίδες και θα γυρίσω, αν με γυρέψει κανένας.'' Είπε ψέματα στη γυναίκα του, για να μη φωνάζει και τον εμποδίσει απ' το σκοπό του. Πήγε στο χωράφι του, έδεσε τις γίδες να βοσκήσουν και ανέβηκε από το λόγγο για το σπίτι του Σετλά. Κρύβεται πίσω απ' την κουμαριά και περιμένει να ανοίξει ο Σετλά την πόρτα του και χίλια - δυο βάνει με το νου του. Ούτε ο Σετλά φαίνεται, ούτε η Σετλού. Τους έκαψε και τους δυο ο Στυλιανός; Καλά τους έκαμε, αλλά γιατί δε φαίνεται κανένας; Πάει να τολμήσει για την πόρτα του Σετλά και σκιάζεται. Κι' αν είναι μέσα ο Στυλιανός; ο φονιάς γλυκαίνεται με τους φόνους και τους συνεχίζει... Μπορεί να φοβηθεί κιόλας ο Στυλιανός πως έχει μάρτυρα του φόνου και τον σκοτώσει χωρίς κουβέντα. Μένει κρυμένος και περιμένει. Ανοίγει την πόρτα του ο Σετλά και ο Παντελής που τον βλέπει ζωντανό, φκιάνει καλύτερα το τσεκουράκι του στη μέση να τό 'χει έτοιμο και όλο κατεβαίνει προς το σπίτι του Σετλά. Έχει παρμένη την αποφασή του: τη γουρούνα θα την πάρει, ακόμα κι' αν θα γίνει φονιάς. Κεραυνός να έπεφτε στο κεφάλι του Παντελή, δε θα πάθαινε τόσια σκοτούρα κείνο που βλέπει· του το λένε και δεν το πιστεύει. Κοιτάει το Σετλά και είναι ψηλότερος απ' το βουνό και πέφτει ο ίσκιος του Σετλά απάνου στον Παντέλη και τον παγώνει. Και φέρνει ο Σετλά λάσπη με το φκιάρι και θάβει του Στυλιανού τα μούτρα και μουγγρίζει κάνα δυο φορές ο Στυλιανός και πια δε μιλάει. Και φέρνει κι' άλλη λάσπη ο Σετλά και θάβει τα μούτρα του Στυλιανού. Και πιάνει η μπόρα και γίνεται μούσκεμα ο Παντελής και γυρίζει 108


Ο Σετλά

φοβισμένος και ελεινός στο σπίτι του. Αφού συνήρθε λίγο, αποφασίζει να πάει στην πλατεία, να βαρέσει την καμπάνα και να μαζωχτούν οι χωριάτες ν' ακούσουν το νέο: ο Σετλά σκότωσε το Στυλιανό!... - Μην ανακατεύεσαι, του είπε η γυναίκα του, άλλη μια φορά. Ο Σετλά είναι παλληκάρι και δεν τα βγάνεις πέρα μαζί του.... Σκότωσε το Στυλιανό - τέτοιο θερίο και θα γίνει και πρόεδρος στο χωριό. Και βγάνει πως σκοτώνεις εσύ το Στυλιανό και πληρώνεις αδικιές... Ξέρει τέτοιο νέο ο Παντελής και το κρατεί μυστικό, σκάει! Βαρεί γλήγορα τη καμπάνα και οι χωριάτες τον ρωτάνε, τι τρέχει;  Βλέπω το Σετλά και σκοτώνει το Στυλιανό. Ακούνε οι χωριάτες και γελάνε: - 'Ο Σετλά να σκοτώσει το Στυλιανό το θερίο;'' Πετάγεται ο φούρναρης, και λέει του Παντελή, κρύβεις άλλον και λες για το Σετλά... Και βλέπει το δικαστήριο πως είναι χαζός ο Σετλά και τον αθώνει για ακαταλόγιστο.....  Είδα το Σετλά με τα μάτια μου και ήταν ψηλότερος απ' το βουνό, είπε ο Παντελής και συνέχισε. Και είχε στα χέρια του βαριά, που έχουν οι σιδεράδες και ισώνουν το μέταλλο και τη σηκώνει ψηλά, να πάρει φόρα και βαρεί το Στυλιανό στο κεφάλι και τον πετάει χάμου. Πέφτει ο Στυλιανός και ο Σετλά τον δένει χεροπόδαρα και του θάβει τα μούτρα με λάσπη.  Παντελή, είσαι ζουρλός, είπε ο φούρναρης. Αν μάθει ο Στυλιανός αυτά που λες θα σε γδάρει ζωντανό! Αυτά είπε ο φούρναρης και τράβηξε κατά το φούρνο του. Στο δρόμο απάντησε τον πρόεδρο και το δάσκαλο με την παρέα τους, που άκουσαν τη καμπάνα και πήγαιναν να μάθουν τα γνωστά τους νέα...  Τι έγινε φούρναρη; ρώτησε ο πρόεδρος.  Ο Παντελής ζουρλάθηκε και μας λέει είδε το Σετλά να σκοτώνει το Στυλιανό... Βλέπει ο Παντελής τον πρόεδρο και πάει κοντά του, κοντά και οι άλλοι. Και λέει στον πρόεδρο, όσα είπε και στους άλλους.  Παντελή, όσα είπες τα είδες με τα μάτια σου; τον ρώτησε ο πρόεδρος.  Και με τα δυο μου μάτια, πρόεδρε… 109


Ο Σετλά

 Πού είπες τον σκότωσε;  Ο Σετλά σκότωσε το Στυλιανό στη Ραχούλα. Ο Σετλά τον σκότωσε στην αυλή του.  Και τι θέλει ο Στυλιανός και μπαίνει στην αυλή του Σετλά; - ........  Ο Στυλιανός λοιπόν, πήγε στο σπίτι του Σετλά, για να κλέψει. Ο Σετλά αμύνθηκε και τον σκότωσε σε βρασμό ψυχής και το δικαστήριο τον αθώνει, είπε ο πρόεδρος. Ακούνε όσα λέει ο πρόεδρος σε βάρος του Στυλιανού οι χωριάτες και απορούν. Ο Σετλά, λοιπόν, είναι παλληκάρι! σκότωσε το σκοτωτή και γλυτώνουν από δαύτον. Και ξεμαγάρισε το χωριό. Αλλά ο Παντελής, έχει άλλη γνώμη.  Πρόεδρε, έγινε φόνος... Και δεν ξέρω τί μας λες.  Κατά τη γνώμη μου, είπε ο πρόεδρος κι' αν συμφωνάτε ούλοι, ανεβαίνουμε στο σπίτι του Σετλά και βλέπουμε τα συμβάντα. Αν ζει ο Στυλιανός, τον πάμε στο σπίτι του και φέρνουμε το γιατρό και γιαίνει. Αν είναι πεθαμένος, πάμε και τον θάβουμε και τελειώνει εδώ η ιστορία. Και, ας πούμε, ο Στυλιανός βρήκε αυτό που ήθελε...  Εγώ, είπε ο Παντελής, δε συμφωνάω και καλώ την εξουσία.  Εσένα Παντελή, η μαρτυρία δε περνάει, είπε ο πρόεδρος. Πήγες εψές στο σπίτι του Σετλά και του έκλεψες τη γουρούνα και είσαι ένοχος ζωοκλοπής και θα βρεις τον μπελά σου.  Πρόεδρε, εγώ τη γουρούνα την έχω πληρωμένη στο Στυλιανό και τα λεφτά μου δεν τα χάνω! Και τη γουρούνα θα την πάρω! είπε δυνατά ο Παντελής. Τότε, βγήκε μπροστά ο Δημήτρης της Θύμιαινας.  Ο Σετλά και τα ζωντανά του είναι στην προστασία μου! Έχεις να κάνεις με μένα και ζυγώσεις στο σπίτι του Σετλά.  Ούλοι θέλουτε το κακό μου, είπε κλαίγοντας ο Παντελής. Και γω, καλώ την εξουσία και έρχεται και τη γουρούνα δεν τη χάνω!  Δεν είναι δική σου δουλειά να καλέσεις την εξουσία, είπε ο πρόεδρος. Ούλοι λένε όχι και συ ναι, ακούμε τους πολλούς και όχι τον ένα. Και δέχεσαι τη γνώμη των πολλών και παίρνει τέλος η ιστορία. 110


Ο Σετλά

 Εγώ, τη γουρούνα δεν τη χάνω και φέρνω την εξουσία, ξανάπε ο Παντελής. Ο πρόεδρος έστειλε τέσσερους νέους να πάνε σπίτι του να φέρουν τα λιόπανα και να κατεβάσουν το Στυλιανό απ' τη Ραχούλα. Εν τω μεταξύ, ο δάσκαλος έχει φτάσει στο σπίτι του Σετλά και βλέπει το Στυλιανό μελανιασμένο και παγωμένο. Μετά, μπήκε στο σπίτι των Σετλάδων και τους βρήκε κοντά στη γουρούνα. Η Νικολέτα ζέσταινε στη φωτιά μια κουρελού και σκέπαζε τη γουρούνα που ήταν από τη γέννα ταλαιπωρημένη και ο Σετλά της χάιδευε το κεφάλι.  Καλορίζικα, καλορίζικα, είπε ο δάσκαλος χαμογελώντας, μόλις είδε τα γουρνοπλάκια.  Και πόσο τα αγαπάω, Πέτρο μου, είπε η Νικολέτα.  Πέτρο, μετράω τα γουρουνάκια και είναι εφτά. Και έχει γάλα η γουρούνα και τα τρέφει; είπε ο Σετλά με κάποια ανησυχία.  Οι γουρούνες έχουν γάλα και για δέκα, είπε ο δάσκαλος. Σετλά τον είδες το Στυλιανό;  Έχωσα την τρούπα του φιδιού με λάσπη... Η Νικολέτα δεν κατάλαβε και ρώτησε το δάσκαλο - πού είναι δάσκαλε το θερίο;  Όξω δεμένο, είπε ο Σετλά. Και δεν ξέρω ποιος τον έδεσε.  Εγώ τον έδεσα, είπε ο δάσκαλος. Και μου φαίνεται πως ξεπάγιασε απ' το κρύο και είναι πεθαμένος. - Αχ, Πέτρο μου, χάρηκε η Νικολέτα. Πέτρο μου, φεύγει από πάνου μου βουνό και πέθανε το θερίο.  Θα ανέβουν οι χωριάτες στη Ραχούλα να πάρουν το Στυλιανό. Να κλειδώσουτε καλά την πόρτα σας και να μην ανοίξουτε σε κανέναν. Και έρχεται ο Παντελής να πάρει τη γουρούνα, να μην ανοίξουτε. Κατά το μεσημέρι θα ανεβώ να σας πω τα νέα, είπε ο δάσκαλος και κίνησε να φύγει.  Να είσαι χιλιόχρονος Πέτρο μου και δε στο ξεπληρώνω, είπε η Νικολέτα. Κλείδωσε την πόρτα ο Σετλά και πίνει καφέ με τη Νικολέτα και μετράνε τα γουρουνάκια ευτυχισμένοι. Τον καφέ, τους τον έδωσε ο δάσκαλος και πρώτη φορά τον πίνουν. 111


Ο Σετλά

16

Με το λιόπανο κατέβασαν απ'τη Ραχούλα το Στυλιανό και τον ακούμπησαν στην πλατεία, κοντά στον ευκάλυπτο. Έρχεται ο πρόεδρος με το γαμπρό του το γιατρό και οι χωριάτες τους καλημερίζουν και ανοίγουν δρόμο να περάσουν. Πιάνει το χέρι του Στυλιανού ο γιατρός, βρίσκει σφυγμό και λέει είναι ζωντανός. Κάνει μια τονωτική ένεση στο Στυλιανό και λέει στους χωριάτες να τον πάνε στο σπίτι του και να τον σκεπάσουν με πολλά ρούχα. Και σε λίγο συνέρχεται. Κανένας δεν πλησιάζει το Στυλιανό, άλλος από φόβο να μην μπλέξει, άλλος γιατί τον μισεί.  Γιατρέ, αν είναι ζωντανός, είπε ο ταβερνιάρης, να τον πάμε στο σπίτι του. Κι' αν είναι πεθαμένος, τον αφήνουμε εδώ που είναι και ο Παντελής πάει στην κωμόπολη με το αυτοκίνητο να φέρει την εξουσία.  Να κάνουτε αυτό που είπα, είπε ο γιατρός. Και άλλη η δική μου δουλειά και άλλη της εξουσίας. Ακούει ο δάσκαλος όσα λέει ο γιατρός και η καρδιά του χοροπηδάει από χαρά. Καλό είναι που ζεί ο Στυλιανός και δεν πέθανε απ' τα χέρια τους. Όπως να το κάνεις το έγκλημα είναι έγκλημα. Και ο πρόεδρος παίρνει παράμερα το γαμπρό του και τον ρωτάει, τη γλυτώνει ο Στυλιανός;  Σε δέκα μέρες γιαίνει και γίνεται όπως πρώτα, είπε ο γιατρός. Και ντουφέκι δεν ξαναπιάνει στα χέρια του και θα θυμάται χρόνια αυτό που έπαθε. Στην ώρα έφτασε η εξουσία και μπροστά ο Παντελής και σα να κλαίει.  Κύριοι - εξουσία, ορίστε! τέτοιον άντρα τον σκοτώνει ο Σετλά, μια μπουκιά άνθρωπος ! Η εξουσία δεν έδωσε σημασία στον Παντελή. Χαιρέτησε τον πρόεδρο και το γιατρό που ήταν γνώριμοι και φίλοι. 112


Ο Σετλά

- Κύριοι - εξουσία, είπε ο γιατρός, ο Στυλιανός είναι βαρεμένος και όχι σκοτωμένος. Και τον πάνε στο σπίτι του και τον σκεπάζουν με μάλλινα και ζεσταίνεται. Γουρλώνει τα μάτια του απ' την απορία ο Παντελής και πάει να φύγει και να κρυφτεί και τώρα βρίσκει το μπελά του. Τον βλέπει ο τρίτος - εξουσία και του λέει: - Εσύ μένεις και δε φεύγεις. Μας είπες ψέματα και μας κουβάλησες εδώ χωρίς λόγο. Και δεν ξέρεις, πως είναι καλύτερα να το βουλώνεις, παρά να ενοχλείς την εξουσία. - Πρόεδρε, τι έγινε στο χωριό, ρώτησε ο πρώτος - εξουσία.  Ο Παντελής, που φέρνει εδώ την εξουσία και χωρίς εντολή του προέδρου, θα σας τα ειπεί καλύτερα, είπε ο πρόεδρος.  Για έλα Παντελή, είπε ο πρώτος - εξουσία. Τι έγινε;  Είμαι στο βουνό κοντά στο σπίτι του Σετλά. Και βλέπω ο Σετλά είναι κοντός και ψηλώνει και ψηλώνει και γίνεται ψηλός όπως το βουνό. Έχει στα χέρια του βαριά, που έχουν οι σιδεράδες και βαρούνε το σίδερο και ισώνει. Και με τα δυο του χέρια ο Σετλά σηκώνει τη βαριά και τη φέρνει στο κεφάλι του Στυλιανού και τον πετάει χάμου. Πέφτει τ' ανάσκελλα ο Στυλιανός και τον δένει χεροπόδαρα ο Σετλά. Και παίρνει λάσπη με το φκιάρι και χώνει τα μούτρα του Στυλιανού με λάσπη. Και λέει ο πρώτος - εξουσία,:  Βλέπεις και σκοτώνουν άνθρωπο και δεν τον βοηθάς;  Σκιάχτηκα και κρύφτηκα, είπε ο Παντελής. Και ο Σετλά είναι διάβολος και είναι ψηλός και φαίνεται κοντός και μας ξεγελάει.  Τι θέλει ο Στυλιανός και πάει στο σπίτι του Σετλά; ρώτησε ο δεύτερος εξουσία τον Παντελή.  Ο Στυλιανός έχει δουλειά και πάει και έχει νιτερέσια με το Σετλά.  Και ξέρεις εσύ, τι νιτερέσια έχουν ο Σετλά με το Στυλιανό;  Ξέρω. Ο Σετλά δε μου δίνει τη γουρούνα του και την έχω αγορασμένη απ' το Στυλιανό. Και την έχω πληρωμένη. Και είπε ο Στυλιανός, πάει στο σπίτι του Σετλά και τον καίει, γιατί δεν έκανε αυτό που του είπε.  Εσύ, βλέπεις το Σετλά και σκοτώνει το Στυλιανό; είπε ο πρώτος - εξουσία. 113


Ο Σετλά

 Με τα ίδια μου τα μάτια! είπε ο Παντελής.  Και συ, τι θέλεις και πας στο σπίτι του Σετλά;  Πήγα να πάρω τη γουρούνα του Σετλά, την έχω αγορασμένη και πληρωμένη στο Στυλιανό. Και τα λεφτά μου δεν τα χάνω!  Μπαίνεις σε ξένο σπίτι και κλέβεις τα ζωντανά τους; ρώτησε τον Παντελή, ο τρίτος - εξουσία.  Ο Σετλά σκότωσε το Στυλιανό και μπαίνει στη φυλακή, είπε ο Παντελής. Και γω, παίρνω τη γουρούνα του και δεν την παίρνω - σκάω! Ούλοι γελάνε. Και βγαίνει ο αδερφός του Παντελή και του λέει: - Να πας στο σπίτι σου, είσαι άρρωστος.  Είναι ένοχος, είπε ο τρίτος - εξουσία. Και θα τον βάλουμε στη φυλακή. Έρχεται και ενοχλεί την εξουσία και λέει ο Στυλιανός είναι σκοτωμένος και τούτος είναι ζωντανός.  Έτσι είναι, είπε ο πρόεδρος. Και διάταξε ο γιατρός να πάμε στο Στυλιανό στο σπίτι του, να του βάλουμε ζεστά κεραμίδια και γιαίνει.  Γίνεται κι' έτσι πρόεδρε και ο γιατρός ξέρει, είπε ο πρώτος - εξουσία. Αλλά, πρώτη φορά ακούω όνομα '' Σετλά '' και ναρθεί να τον γνωρίσω. Και συ, (έδειξε τον Παντελή), να πας στο σπίτι σου να φέρεις στρώμα και κουβέρτες να βάλουμε το Στυλιανό. Και πάτε μαζί με τον τρίτο - εξουσία. Ο φούρναρης να καίει κεραμίδια στη θράκα και να τα βάνει στα πόδια του Στυλιανού.  Ο Σετλά κάθεται στο βουνό, είπε ο πρόεδρος. Να, το σπίτι του, φαίνεται από δω. Να πάει κάποιος να τον φέρει.  Πάω εγώ, είπε ο δάσκαλος. Πέρασε πρώτα από το σπίτι του και είπε της μάνας του τί γίνεται στην αγορά και να πάνε μαζί στο σπίτι του Σετλά, να μη μείνει η Νικολέτα μόνη. Και το Σετλά τον θέλει η εξουσία.  Μαρτυράει ο Σετλά, πως εσύ σακάτεψες το θερίο και σε βάνουν φυλακή, είπε ανήσυχη η Κώσταινα.  Δε μαρτυράει ο Σετλά... Και σε δέκα μέρες ο Στυλιανός γιαίνει.  Γιαίνει και βάνει φωτιά και μας καίει...  Αν ξανακάνει τα ίδια, δε γλυτώνει άλλη φορά, είπε ο δάσκαλος. 114


Ο Σετλά

 Και είναι έτσι, είπε η Κώσταινα, καλά του κάνεις του χαφιέ! Μαθαίνουν και οι άλλοι να υπερασπίζονται τα συφέροντά τους. Οι Σετλάδες χαϊδεύουν τα γουρουνάκια, τα κάνουν χάζι και γελάνε.  Τί όμορφα είναι, είπε η Νικολέττα, και ούλο θέλω να τα βλέπω.  Έχουμε εφτά γουρουνόπουλα και μια γουρούνα οχτώ, είπε ο Σετλά. Ολόκληρο κοπάδι!  Σετλά, πάμε στην αγορά, σε θέλει η εξουσία, είπε ο δάσκαλος.  Τι με θέλει η εξουσία;  Ο πρώτος - εξουσία, θέλει να σε γνωρίσει.  Και είναι δάσκαλε για το θερίο, έρχουμαι και γω, είπε η Νικολέτα. Και είναι ζωντανό το θερίο, έρχουμαι και το αποκιώνω.  Το Σετλά θέλουν... Και συ κάθεσαι δω μαζί με τη μάνα μου και γυρίζουμε σε λίγο. Και μη φοβάσαι το θερίο. Αν ξανακάνει τα ίδια, δεν τη γλυτώνει...  Πέτρο, δεν πάω στην πλατεία, είπε ο Σετλά. Θα πάω με τις γίδες στο βουνό.  Αν δεν πας, θαρθεί εδώ η εξουσία και θα κάψει το σπίτι σου και τα ζωντανά σου...  Τότε, έρχουμαι, είπε ο Σετλά.  Θαρθώ και γω, είπε η Νικολέτα.  Εμένα θέλουν και όχι εσένα, είπε ο Σετλά. Και με πάνε στη φυλακή, να προσέχεις το σπίτι και τα ζωντανά μας.... Κινάνε να φύγουν ο δάσκαλος με το Σετλά και ο Σετλά πετάει μια πέτρα κατά τις κουμαριές και τινάζει κάμποσα κούμαρα. Λακάει κατά το βουνό και μαζώνει τα κούμαρα. Ο δάσκαλος σκιάζεται και φεύγει ο Σετλά και χάνεται στο βουνό και μπλέχουν περισσότερο τα πράματα. Ο βοϊδο Παντελής τα ανακάτωσε ούλα! Ανέβηκε στην πέτρα ο Σετλά, έκοψε κούμαρα και κατέβηκε απ' το βουνό. Μπήκε στη χαμοκέλλα και δίνει μια χούφτα της Νικολέτας.  Μάνα, τρως κούμαρα και δίνεις και της θειάς μου...  Αχ, βρε Σετλά, ούλα τα ξέρεις και τα θυμάσαι, είπε ενθουσιασμένη η Νικολέτα. 115


Ο Σετλά

Χαμογέλασε ο Σετλά, έδωσε ένα κούμαρο στο δάσκαλο, έφαγε και κείνος άλλο ένα και κατέβαιναν για το χωριό. Και κει, που κόντευαν να φτάσουν, βλέπουν τον Παντελή φορτωμένο με το στρώμα και τις κουβέρτες...  Ο Παντελής αναγκάστηκε από την εξουσία, να πάει ρούχα να σκεπάσουν το Στυλιανό, είπε ο δάσκαλος στο Σετλά.  Φταίει η βροχή και δε πήζει η λάσπη, είπε ο Σετλά. Και άνοιξαν πάλι οι τρούπες... Και ακούνε την Παντελίνα που βρίζει τον άντρα της βλάκα και μάλακα. - Μου γδένει το σπίτι μου ο αχαϊρευτος και δεν κάνει για τίποτα!, το λάλαγε η Παντελίνα και έβγανε αφρούς. Και της λέει η γειτόνισσα: - Μη φωνάζεις και παθαίνεις χειρότερα από την εξουσία. Και ευτούνοι αφορμή ζητάνε να μπαίνουν στα σπίτια και να κλέβουν. Και σε πάνε στην πλατεία και σε κουρεύουν.  Είναι να σωπήσω, που παίρνει τα σκουτιά μου; τον τεμπήχιασα να τηράξει τη δουλειά του και τούτος πάει γυρεύοντας. Δεν κάνει ούτε για το ζήτω ο αχαϊρευτος! Κλέφτης δεν είναι και κλέφτης βγαίνει και χάνει από κοντά του. Και θα τον βάλουνε στη φυλακή και μου κλείνει το σπίτι, που να μην έσωνε να το πάρω.  Μη φωνάζεις ορή και τα σκουτιά σου τα παίρνεις πίσω...  Με δαύτα σκεπάζουν το σκοτωτή και δεν τα παίρνω, τα σιχαίνουμαι!  Και δε φέρνουν το σκοτωτή στο σπίτι σου και δε λές; χάνεις δυο κουβέρτες κι' ένα στρώμα και φκιάνουνται πάλι. Και τον φέρνουν σπίτι σου, τα χάνεις ούλα! Φτάνουν ο Δάσκαλος με το Σετλά στην αγορά και οι συγκεντρωμένοι παραμερίζουν να περάσουν. Βλέπει το Σετλά ο πρώτος - εξουσία και με δυσκολία κρατεί τα γέλια. Ο Σετλά, είναι το περηφείο του κόσμου!  Εσύ λοιπόν, είσαι ο Σετλά;  Ναι.  Πόσο είσαι;  Όσο θέλει ο καιρός είμαι... Έτσι έλεγε η μάνα μου....  Είσαι παντρεμένος; 116


Ο Σετλά

Χαμογέλασε ο Σετλά και έκανε με το κεφάλι του ''ναι''.  Εδώ, Σετλά, ο συγχωριανός σου ο Παντελής, σε κατηγορεί ότι βαρείς το Στυλιανό στο κεφάλι και έρχεσαι κοντά στο Στυλιανό, να μας δείξεις πώς τον βάρεσες.  Δε βαρώ το Στυλιανό. Και ο Παντελής ήρθε στο σπίτι μου και πήρε τη γουρούνα μου και γω τη γουρούνα δεν τη πουλάω και πουλάω τα γουρουνόπουλα....  Δε λες πολλά λόγια, είπε ο πρώτος - εξουσία. Έλα κοντά, να μας δείξεις πώς βάρεσες το Στυλιανό. Προχωρούν κατά το Στυλιανό, ο πρώτος και ο δεύτερος και ο τρίτος εξουσία και ο Σετλά κοντά. Και ούλοι γυρίζουν και βλέπουν κατά κει που κοίτεται ο Στυλιανός. Ξεσκεπάζει ο πρώτος - εξουσία το Στυλιανό και μετράει το Σετλά και δε φτάνει ούτε το γόνατο του Στυλιανού. Και ρίνει άγρια ματιά στον Παντελή και κείνος τρέμει και σκύβει το κεφάλι. Και κει που δεν περίμενε κανείς, συνέρχεται ο Στυλιανός και βλέπει πάνου του το Σετλά και φώναξε: - Σετλά, το βράδυ θαρθώ στο σπίτι σου και θα σε καψαλήσω!....... - Σ το σπίτι μου δεν έρχεσαι άλλη φορά. Και έρχεσαι δεν τη γλυτώνεις!... είπε ο Σετλά. Ούλοι θαυμάζουν το θάρρος του Σετλά και ο Στυλιανός παίρνει φόρα και σηκώνεται όρθιος, ολόκληρο βουνό. Ο Σετλά τρέχει και κρύβεται πίσω απ' τον ευκάλυπτο και λέει μοναχός του, φταίει η βροχή και δεν πήζει η λάσπη.  Το ντουφέκι μου πού είναι; ούρλιαξε ο Στυλιανός και όσο πάει αγριεύει περισσότερο.  Να πέσεις στο στρώμα σου να κοιμηθείς, διάταξε ο τρίτος - εξουσία το Στυλιανό.  Και ποιος είσαι εσύ που με διατάζεις;  Είμαι ο τρίτος - εξουσία.  Για μένα δεν είσαι εξουσία... Και πιάνει ο Στυλιανός τον τρίτο - εξουσία απ΄το γιακά και τον κουνάει πέρα - δώθε. Και βάνει τα χέρια του στο λαιμό του να τον πνίξει.

117


Ο Σετλά

 Αλτ και πυροβολώ! φώναξε ο πρώτος - εξουσία. Ο Στυλιανός γυρίζει την παλάμη του και δίνει μια ανάποδη στον πρώτο εξουσία. Ο πρώτος - εξουσία τραβάει τη σκαντάλη και τη μπουμπουνίζει στου Στυλιανού την καρδιά. Του χαρίζει και μια δεύτερη μπαταριά και ο Στυλιανός σωριάζεται χάμου και τρέμει για λίγο η γης. Ο Σετλά, πρώτη φορά στη ζωή του βλέπει και σκοτώνουν άνθρωπο και λέει: ''το φίδι δε με καίει''... Και βλέπουν αμίλητοι τον πρόεδρο που χαιρετάει τον πρώτο - εξουσία και του λέει: - Σε συγχαίρω και αμύνεσαι στο πρώτο. Και καλά του κάνεις... Ακούει ο φούρναρης τις ντουφεκιές, πεικάζει τα γενόμενα και βλαστημάει: ''μπαμπέσικα τον φάγανε οι κερατάδες!''.... - Να πάρουν οι χωριάτες το σκοτωμένο να τον θάψουν! διάταξε ο πρώτος εξουσία. Και δείχνει με το χέρι του: - Άει συ, άει συ, άει συ… Και είναι δέκα και βάνουν στο στρώμα το Στυλιανό, τον σκεπάζουν με τις κουβέρτες και τον πάνε. Και κλαίει ο Παντελής που χάνει τα σκουτιά του και είναι έτοιμος να ζητήσει αποζημίωση από την εξουσία και πάει μπροστά. Ο Σετλά έχει δυο κούμαρα στην τσέπη του και τα τρώει. Θυμάται τα γουρουνάκια και θέλει να φύγει και δεν ξέρει τί να κάμει... Ο πρώτος - εξουσία είναι ταραγμένος και πεινάει. Και κάνει νόημα στο Σετλά ναρθεί μπροστά.  Σετλά, πόσες κότες έχεις στο κοτέτσι σου; Λέει ψέματα ο Σετλά: - Κότες δεν έχω...  Θάχεις κοκόρια....  Και δεν έχω κότες, τί τα θέλω τα κοκόρια; Και μπαίνει η αλουπού στο κοτέτσι και τρώει τις κότες και τα κοκόρια.... Πετάγεται ο Παντελής και λέει: - Ο Σετλά έχει γίδες και γουρούνια και κότες δεν έχει. Και οι γίδες κόβουν περισσότερο κρέας… 118


Ο Σετλά

Και λέει ο πρώτος - εξουσία:  Εσένα σε στέλνω με το Στυλιανό και δεν πας να φέρεις δέκα κότες!  Κύριε εξουσία, μια κότα να φέρω και όχι πέντε....  Δε λέω πέντε, λέω δέκα! έρχεσαι και ενοχλείς την εξουσία και με κάνεις εγκληματία. Και πας πρώτα για τις κότες και είναι ώρα και πεινάει η εξουσία. Μετά σου λέω τί θα σε κάνω... Κλαίει ο Παντελής και του δίνει μια με το κοντάκι ο δεύτερος - εξουσία. - Τις κότες! Και γλήγορα! - Ο ταβερνιάρης πού είναι; είπε ο δεύτερος - εξουσία, που όπως φαίνεται ήταν για το φαΐ ο ειδικός.  Παρών! είπε ο Κώστας... Και κάποιο μεζέ τρώει και κείνος, απ' τις κότες του Παντελή.  Τηγανίζεις κρέας, τρεις τηγανιές στο λεφτό...  Αμέεεεεσως! (Κερατάδες)...  Σετλά, είπε ο πρώτος - εξουσία, σου δίνω το ντουφέκι μου, σκοτώνεις το Στυλιανό;  Δε σκοτώνω....  Σου δίνω μαχαίρι, σφάζεις την κότα;  Και κότα δε σφάζω... Δεν κόβω καλά το λαιμό και πηδάει η κότα και σκιάζουμαι...  Σετλά, σε διατάζει η εξουσία και λες όχι;  Κότα δε σφάζω!  Σετλά, βλέπεις και δε μαθαίνεις; Ο Στυλιανός δεν υπακούει στην εξουσία και η εξουσία τον σκοτώνει.  Ο Στυλιανός είναι φίδι, δεν είναι άνθρωπος, είπε ο Σετλά.  Είμαστε φίλοι Σετλά, είπε ο πρώτος - εξουσία. Σου δίνω μαχαίρι και σφάζεις την κότα.  Είμαστε φίλοι... Και κότα δε σφάζω!  Δε σφάζεις την κότα Σετλά και δεν είμαστε φίλοι. Και παρακούς την εξουσία και σε βάνω στη φυλακή. 119


Ο Σετλά

Ο Σετλά δε μιλάει. Παίρνει παράμερα ο δάσκαλος τον πρόεδρο και του λέει να μεσολαβήσει στον πρώτο - εξουσία να αφήσει ελεύθερο το Σετλά... - Τώρα, του λέει ο πρόεδρος, «η εξουσία πεινάει και είναι στα νεύρα της. Και αντιμιλάει ο Σετλά και καλά και δεν τον σκοτώνει.... Αν τον πάρουν μέσα, περνάει η φούγα, μιλάω και τον αθώνουν... Ο δάσκαλος δε θέλει να μπει στη φυλακή ο Σετλά και μαθαίνει άσκημα και μαθαίνει οι άνθρωποι είναι κακοί και περισσότερο ανόητοι. Αλλά, όπως είπε ο πρόεδρος, δε γίνεται τίποτα, για την ώρα. Στην ώρα, φέρνει δεμένες απ' τα πόδια, οχτώ κόττες ο Παντελής και τις μετράει ο πρώτος – εξουσία: - Είπα δέκα κότες και όχι οχτώ!  Κύριε πρώτε - εξουσία, ούλες μου οι κότες είναι οχτώ. Τον κόκορα τον φάγαμε στη γιορτή μου, πέρα του Παντελεήμονα.  Θέλω δέκα κότες και τις βρίσκεις όπου θέλεις!  Δίνω δυο κότες εγώ, είπε ο αδερφός του Παντελή ο Νικόλας. Έρχεσαι Παντελή και τις παίρνεις.  Ο Παντελής θα μείνει εδώ, πας μόνος σου και τις φέρνεις, είπε ο τρίτος εξουσία. Πάει και πιάνει δυο κότες ο Νικόλας και η γυναίκα του φωνάζει: - Είναι μωρόχαυλος ο αδερφός σου και θα μου τρώνε τις κότες μου; ξέρω και γω και τις τρώω... - Τις δίνω και γυρίζω στο σπίτι», της είπε ο Νικόλας, και ας τα βγάλει πέρα. Ο πρώτος - εξουσία δίνει μαχαίρι στο Σετλά να σφάξει τη μαύρη κότα.  Κότα δε σφάζω, είπε ήσυχα ο Σετλά.  Βάνεις το Σετλά στις αλυσίδες, διάταξε ο πρώτος - εξουσία. Απλώνει τα χέρια του ο Σετλά και ο δεύτερος - εξουσία τον βάνει στις αλυσίδες. - Κύριοι εξουσία, φωνάζει ο ταβερνιάρης απ' την πόρτα της ταβέρνας, το φαΐ σας είναι έτοιμο! Η εξουσία σηκώνεται στο λεφτό για το φαΐ και δίνει τις διαταγές της: 120


Ο Σετλά

- Ο Παντελής σε πέντε λεφτά να σφάξει και να μαδήσει τις κότες. Ο Σετλά, πίσω απ' τον ευκάλυπτο και στο ένα πόδι. Ο φουρνάρης να φυλάει το Σετλά, αν στέκεται στο ένα πόδι. Και ο φύλακας καμαρώνει για την... τιμή και λέει με ύφος:  ΚερατοΣετλά, από σένα τα παθαίνουμε ούλα! Από σένα κι' από κανένα άλλον. Και δίνεις τη γουρούνα σου στο Παντελή και κάνεις ό,τι διατάζει ο Στυλιανός και έχουμε ησυχία.  Εσύ, τη δίνεις τη γουρούνα σου; και τί του δίνεις εσύ του Στυλιανού; είπε ο Σετλά.  Ό,τι μου γυρεύει το δίνω....  Δε δίνεις! και λες να δίνουν οι άλλοι... Και συ, πουλάς ένα και παίρνεις πέντε. Και δίνεις δυο φέτες ψωμί στο Στυλιανό και κλέβεις ανόχλητος...  Βλέπω και είσαι καλά δασκαλεμένος, είπε ο φούρναρης. Ευτούνα τα μαθήματα στα μαθαίνει ο δάσκαλος...  Ο δάσκαλος δε μου λέει για σένα... Και γω, μένω στο βουνό και δε νοχλώ κανένα. Ο φούρναρης πεινάει. Βλέπει τους χωριάτες, ένας-ένας και πάνε σπίτια τους για φαΐ και κείνος είναι φύλακας του Σετλά και στενοχωριέται. Κοιτάει μέσα στην ταβέρνα και βλέπει την εξουσία να τρώει και να πίνει και κείνον τον ξεχνάνε. Τον έχουν να κάνουν τη δουλειά τους και δεν τον καλιούν στο τραπέζι τους. Ξαναπιάνει κουβέντα με το Σετλά και περνάει η ώρα. Και η εξουσία τρώει και πίνει μέχρι το βράδυ και δε λογαριάζουν τους άλλους, πεινάνε για διψάνε....  Τι έχεις σπαρμένο εφέτος Σετλά;  .....  Δεν ακούς ρε, σου μιλάω!  ..... Απογοητεύτηκε ο φύλακας, έκατσε ανάποδα στην καρέκλα και κοίταγε τον ήλιο. Κείνη τη στιγμή, φτάνει στην πλατεία η Νικολέτα και φέρνει ψωμί και τυρί στο Σετλά και νερό. Κόβει μπουκιές και μπουκώνει το Σετλά, γιατί τα χέρια του είναι στις αλυσίδες. 121


Ο Σετλά

Αποτρώει το ψωμοτύρι ο Σετλά, πίνει και νερό και λέει της Νικολέτας:  Μάνα, να φύγεις τώρα. Και γω, μπαίνω στη φυλακή και ψωμί και νερό δε μου δίνουν...  Δε μπαίνεις στη φυλακή, του είπε η Νικολέτα. Σε πάνε στο δικαστήριο και σε αθώνει. Και θέλει η εξουσία κότα τη σφάζει μοναχή της και κείνη την τρώει....  Σετλάααα! στο ένα πόδι! φώναξε ο φούρναρης και δε γύρισε να κοιτάξει.  Μάνα φεύγεις και σε βλέπει εδώ η εξουσία και δένει και σένα. Και τα μάτια σου δεκατέσσερα στα γουρουνάκια... Φιλεί το Σετλά στο μάγουλο η Νικολέτα και φεύγει κρυφά για τη Ραχούλα. Και στέκεται στο ένα πόδι ο Σετλά και θυμάται τη δασκάλα που του έβανε την ίδια τιμωρία στο σκολειό, γιατί δεν ήξερε γραφή. Και σα ν' ακούει τη φωνή της: ''στέκεσαι στο ένα πόδι, γαϊδούρι που δεν ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις. Και σε βλέπουν ούλα τα παιδιά και γελάνε με σένα. Και είσαι χαζός και δε μαθαίνεις τα γράμματα''.... Η εξουσία είναι μεθυσμένη και τρώει τις κότες του Παντελή και ευφραίνεται. Και ο Παντελής κλαίει η καρδιά του και τον πιάνεις απ' τη μύτη σκάει, τόσο που το πήρε μαράζι. Τον κόβει ο ταβερνιάρης και του κάνει πλάκα: - Παντελή, αν δεν ήσουνα βλάκας θα είχες τις κότες στο κοτέτσι σου, τα ρούχα σου στο γιούκο σου και το στρώμα στο κρεβάτι σου. Και δεν πας και φέρνεις την εξουσία, ζει σήμερα ο Στυλιανός και θά 'παιρνες τη γουρούνα του Σετλά... Και τώρα, μπαίνεις στη φυλακή και δεν κρατείς μυαλά. Ο Παντελής δε μιλάει παρά κοιτάει γύρω του για βοήθεια και δε βλέπει κανένα. Τόνε βλέπει και κανείς γυρίζει αλλού το κεφάλι του και κάνει πως δεν τον ξέρει... Μπαίνει στην ταβέρνα ο Παντελής και λέει μέσα του: «οι κερατάδες τρώνε τις κότες μου ψημένες...» - Κύριοι εξουσία πεινάω και μου δίνουτε και μένα ένα μερί από τις κότες μου, είπε κλαίγοντας ο Παντελής. Και σηκώνεται ο τρίτος - εξουσία, βγάνει τη ζωστήρα του και αρχινάει τον Παντελή απ' το κεφάλι. - Γιατί με βαρείς; είπε ο Παντελής. 122


Ο Σετλά

Και σηκώνουνται ο πρώτος και ο δεύτερος - εξουσία και τον αρχινάνε με τα κοντάκια, πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Σκούζει και κλαίει ο Παντελής και φωνάζει βοήθεια και ποιός τον ακούει; ποιός μπλέχει; Ο φούρναρης πάει λοξά και βλέπει τα γενόμενα και βρίζει την εξουσία μέσα του, που τον έβαλε φύλακα του Σετλά και είναι φυλακισμένος και ο ίδιος και η εξουσία δεν του δίνει σημασία. Και ο Σετλά, πρώτη φορά ακούει άνθρωπο να φωνάζει τόσο δυνατά και ακουμπάει χάμου το πόδι του και λέει: - Μάνα, μάνα, είπες θαρχόσουνα το δειλινό και σύ δεν έρχεσαι.... Ο Παντελής, τον βαρεί η εξουσία και φωνάζει: - Εμένα βαρούνε και το Σετλά που είναι ο φταίχτης, δεν τον βαρούνε. Και ο Σετλά φταίει για ούλα! Δε μου δίνει τη γουρούνα του που την έχω αγορασμένη και πληρωμένη στο Στυλιανό. Ακούει Στυλιανό, ο πρώτος - εξουσία και θυμάται που τον σκαμπίλησε ο Στυλιανός και γίνεται θηρίο. Βαρεί τον Παντελή με τον άλυσο και του λέει άγρια: - Ξαναλές γι' αυτόν τον κερατά το Στυλιανό άλλη φορά και σου κόβω τη γλώσσα και τα γεννητικά σου. Βαρεί η εξουσία τον Παντελή κι' ο Παντελής φωνάζει: - Ωωω! με σκοτώνουν! Και τον αφήνει ο δεύτερος - εξουσία και παίρνει ένα μαχαίρι απ' το τραπέζι και το βάνει κάτου απ' τη μύτη του Παντελή: - Και βγάλεις άχνα, σου κόβω τη μύτη στα τέσσερα'' του είπε και του΄δωσε ένα χαστούκι. Και δίνει ο πρώτος - εξουσία μια κλωτσιά στον Παντελή και τόνε ρίνει χάμου. Και πέφτει χάμου και η εξουσία τον πατάει στο στήθος και στην κοιλιά κι' ο Παντελής βογγάει. Και τον ακούνε οι άλλοι και κόβουνε δρόμο και πάνε σπίτια τους και κλειδώνουνται από μέσα.  Σετλάαααα! σκούζει ο φούρναρης, στάσου στο ένα πόδι!  Τρέμουν τα πόδια μου, είπε ο Σετλά και δε στέκουμαι στο ένα... Αρχινάει η εξουσία το τραγούδι, του αρέσει του Σετλά που τραγουδάνε και τραγουδάει και κείνος, ''αα, ααα''....

123


Ο Σετλά

Και λέει ο φούρναρης: - Tο σαλίγκαρο τον βάνουν στη φωτιά και κείνος τραγουδάει, έτσι και συ... Και δεν ξέρεις την κατάσταση που είσαι... Είσαι στις αλυσίδες και τραγουδάς; Και ο Σετλά τραγουδάει το ίδιο τραγούδι με την εξουσία και δε δίνει σημασία στο φύλακα. - Σετλάαα! στο ένα πόδι! φώναξε θυμωμένος ο φύλακας. - Τρέμουν τα πόδια μου και δεν μπορώ στο ένα, είπε ο Σετλά. Σηκώνει την καρέκλα ο φύλακας να τη φέρει κατακέφαλα του Σετλά και φωνάζει ο Δημήτρης της Θύμιανας: - Κάτου τα χέρια απ’ τον Σετλά! - Εχω διαταγή, είπε ο φύλακας… - Δε μπορεί να σταθεί στο ένα πόδι και τον βαρείς κι από πάνου; - Εκτελώ διαταγές, είπε ο φούρναρης. Και μια και δυο, μπαίνει στην ταβέρνα να δώσει αναφορά στην εξουσία. Η εξουσία είναι στο κέφι και γελάει και λέει ο φούρναρης: - Κύριοι εξουσία, ο Σετλά παίρνει την καρέκλα μου και κάθεται εκείνος και γω μένω όρθιος… Σημαδεύει ο πρώτος - εξουσία το φούρναρη και του πετάει στα μούτρα ένα πιάτο και τον πετυχαίνει κάτου απ’ το μάτι. - Και είναι έτσι, λέει ο φούρναρης, δεν είμαι φύλακας και πάω στο σπίτι μου. Και τον πιάνει ο δεύτερος - εξουσία απ’ το πέτο και τον κουνάει πέρα-δώθε. Ο φούρναρης σκύβει το κεφάλι και δε βγάνει τσιμουδιά. - Να πας να φέρεις τρία άλογα, είπε ο δεύτερος εξουσία κι ώσπου να πω κύμινο… Καβαλάει η εξουσία και χωνεύει καλύτερα το φαΐ . - Δεν έχω άλογο, είπε ο φούρναρης, και το γαϊδούρι μου κόβει το σούρτη και πού στα σκυλιά και στα γαϊδούρια να είναι… - Δεν έχεις άλογο, καβαλάμε εσένα, είπε ο δεύτερος - εξουσία. Ο φούρναρης σκιάζεται και είναι μεθυσμένη η εξουσία και τον σαμαρώνουν και τον καβαλάνε και δεν είναι να βγαίνει στον κόσμο. - Βγαίνεις και ντελαλείς, θέλει η εξουσία τρία άλογα, είπε ο πρώτος εξουσία. - Εγώ, δεν είμαι ντελάλης και δεν ντελαλώ, είπε περήφανα ο φούρναρης. 124


Ο Σετλά

Τον βάνει στο σημάδι με το γκρά του ο τρίτος - εξουσία και του λέει: - Μετράω τρία και δεν ντελαλείς στη φυτεύω! Στο ένα, βγαίνει ο φούρναρης και ντελαλεί το νέο. Και ντελαλεί δυο και τρεις και κανένας δε φαίνεται. Ντελαλεί ακόμα μια φορά και πάλι κανένας δε δίνει σημασία. Ο φούρναρης θίγεται που δε τον υπολογίζουν, μπαίνει στο καφενείο και ονοματίζει: - Νίκο, Αποστόλη, Σταμάτη, η εξουσία θέλει τρία άλογα και τα καβαλάει και φέρνουτε τα δικά σας. Ο Νίκος, ο Αποστόλης και ο Σταμάτης, αγριοτηράνε το φούρναρη και τον βλαστημάνε μέσα από τα δόντια τους. - Και δε φέρνουτε τα άλογα σας ντουφεκάει η εξουσία, είπε καμαρωτός ο φούρναρης. Και τόσο ήταν περήφανος, που έδωσε τη διαταγή, τα άλογα με τις σέλλες! …Καβαλάει η εξουσία και στέκεται ψηλά… Ο Σετλά κάθεται στην καρέκλα και ο φούρναρης πήρε φόρα επιβολής. - Σετλά, σήκω απ’ την καρέκλα μου και στάσου στο ένα πόδι! - Παίρνεις άλλη καρέκλα και είναι τα χέρια μου δεμένα… - Σήκω απ’ την καρέκλα μου! Και μη μου κάνεις εμένα τον παλικαρά, γιατί εμένα με λένε Δημήτρη και όχι Παντελή και Στυλιανό, που τους ξεφτυλίζεις… - Παίρνεις άλλη καρέκλα και είναι τα χέρια μου στις αλυσίδες. Σπρώχνει ο φούρναρης το Σετλά, κουνάει τα χέρια του ο Σετλά να αμυνθεί και βαρούν οι αλυσίδες…. Και βγαίνει στην πόρτα του καφενείου ο Δημήτρης της Θύμιαινας και λέει του φούρναρη: - Φούρναρη, το καλό που σου θέλω, μην τα βάνεις με το Σετλά. Ο φούρναρης δε μίλησε. Βλέπει και φέρνουν σελωμένα τα άλογα ο Νίκος, ο Αποστόλης και ο Σταμάτης και τα παίρνει να τα παραδώσει ο ίδιος και του λέει μπράβο η εξουσία. Κρατεί τα γκέμια των αλόγων και από την πόρτα της ταβέρνας είπε: - Τρία άλογα σελωμένα φέρνω στην εξουσία. - Ένα ποτήρι πίνουμε ακόμα, είπε ο πρώτος - εξουσία και φεύγουμε. Στην ώρα μπαίνει ο πρόεδρος στην ταβέρνα και χαιρετάει την εξουσία. - Χαιρετάω την εξουσία που τρώει και πίνει και γλεντάει και σκοτώνει και 125


Ο Σετλά

βγάνει διαταγές. Και μια ερώτηση κάνω στην εξουσία κι αν μου το επιτρέπει. - Για τον πρόεδρο ό,τι θέλει! είπε ο πρώτος - εξουσία. - Η νύφη μου προστατεύει το Σετλά, είναι ανιψιός της απ’ τη γυναίκα του. Και ρωτάει η νύφη μου, αν επιτρέπει η εξουσία στο Σετλά να πάει σπίτι του, είπε ο πρόεδρος. - Το Σετλά, τον διατάζει η εξουσία να σφάξει την κότα και δεν υπακούει. Και περνάει από δικαστήριο. Το δικαστήριο θέλει τον αφήνει και δε θέλει τον κλείνει στη φυλακή. Η εξουσία διατάζει και δεν παίρνει πίσω τη διαταγή. - Ο Σετλά σκιάζεται και δε σφάζει την κότα. Και όχι πως είναι αντίθετος στην εξουσία. - Φοβάται να σφάξει την κότα και δε φοβάται τη φυλακή; - Ο Σετλά είναι χαζός και λειψός και δεν ξέρει τι είναι νόμος και εξουσία, είπε ο πρόεδρος. Κάθεται στο βουνό και δεν ξέρει. - Δεν ξέρει υποταγή στην εξουσία και τζάμπα τρώει το ψωμί! Και δεν είσαι ενδιαφερόμενος, τον σκοτώνω και τελειώνουμε με δαύτον. Και είσαι ενδιαφερόμενος, τον πάμε στο δικαστήριο και μαθαίνει υποταγή στην εξουσία. - Είναι ενδιαφερόμενος και ο γαμπρός μου ο γιατρός και θέλει η εξουσία σας κερνάει έναν καφέ. - Πρόεδρε, ένα ποτήρι πίνουμε ακόμα και φεύγουμε. Και πίνουμε καφέ με το γιατρό στην κωμόπολη. Και για θάνατο δεν είναι ο Σετλά και μην ανησυχείτε. - Ευχαριστώ την εξουσία και εκ μέρους της νύφης μου και κάτι είναι και ο πρόεδρος… Και καλά το βρίσκει ο Στυλιανός που θέλει να κάψει ζωντανό το Σετλά και πάει κατά διαβόλου. Και είναι δίκια η εξουσία, το λέω και στην κυβέρνηση. - Ευχαριστώ πρόεδρε, είπε ο πρώτος - εξουσία και μην ανησυχείτε για το Σετλά. Ο Σετλά ένα μάθημα θα πάρει και δεν είναι για θάνατο. Πίνει το ποτό της η εξουσία και τεντώνει τα πόδια της απάνου στα τραπέζια. Και ο τρίτος - εξουσία μετράει τα κόκκαλα και λέει: - Έχουμε δέκα κότες, τρώμε τις έξι μας μένουν τέσσερες… Φωνάζει τον ταβερνιάρη και τον διατάζει να διπλώσει σε λαδόχαρτο τις κότες να τις πάρουν μαζί τους. Ο ταβερνιάρης διπλώνει τις κότες και βρίζει: «τους κερατάδες τρώνε του φτωχού τις κότες και δεν αφήνουν δύο για μένα»!

126


Ο Σετλά

Καβαλάει στα άλογα η εξουσία και κάνει βόλτες στην πλατεία. Και σηκώνει το γκρα του ο πρώτος - εξουσία και πυροβολεί στον αέρα και φοβούνται οι ανθρώποι. - Εσύ, λέει ο τρίτος εξουσία στο φούρναρη, θα’ρθείς στην κωμόπολη για να γυρίσεις τα άλογα πίσω. Και δένεις τον Παντελή με τις αλυσίδες. Ο Παντελής είναι κρυμμένος στην ταβέρνα και λέει τον ξεχνάει η εξουσία και τον αφήνει ελεύθερο. Και τη γλιτώνει τη φυλακή. Ψάχνει ο φούρναρης να βρει τον Παντελή και ο Παντελής δε μιλάει. Και κάνει την αναφορά του στην εξουσία, «ο Παντελής χάθηκε…» - Πάμε στο σπίτι του, είπε ο πρώτος - εξουσία και του χύνουμε το λάδι και το κρασί. - Ο Παντελής είναι προς νερού του, είπε ο ταβερνιάρης. Μια στιγμή και έρχεται γυρεύοντάς σας. - Παντελή, του είπε ο φούρναρης, απλώνεις τα χέρια σου και σε αλυσοδένω. - Είσαι φίλος μου και με αλυσοδένεις; και συ μου είπες να πάω να φέρω την εξουσία. Και η εξουσία σκότωσε τον Στυλιανό που ήταν φίλος σου και τώρα πας με την εξουσία; - Είμαι μπλεγμένος, είπε ο φούρναρης. Και δεν κάνω ό,τι λέει η εξουσία, με σκοτώνουν. Και είμαι νηστικός ούλη την ημέρα. Και έχω άσπρα καρβέλια στο φούρνο μου και δε μ’ αφήνουν να πάρω μια μπουκιά να φάω και τρέμουν τα πόδια μου. Βγαίνουν απ’ την ταβέρνα ο φούρναρης και ο Παντελής και βγάνει άλλη διαταγή, ο τρίτος - εξουσία. - Εσύ φούρναρη, να δέσεις τους αλυσωμένους με τριχιά και να δεθείς και συ. Στη μέση να βάλεις το Σετλά. Παίρνουν το δρόμο για την κωμόπολη και ο Σετλά νομίζει πως πρώτη φορά περνάει από τούτο το δρόμο. Και πάνε μπροστά οι δεμένοι και πίσω η εξουσία καβάλα στα άλογα. Και τα άλογα είναι μαθημένα στη γοργάδα και δεν ταιριάζουν το βήμα τους με τους δεμένους. Και δίνει βιτσιά τ’ αλόγου του ο πρώτος - εξουσία και πετάγεται στον αέρα. Τρέχουν και τα άλλα και οι δεμένοι μεριάζουν στην άκρη και βλέπουν μπροστά τους μπουχό. Γυρίζει πάλι πίσω ο τρίτος - εξουσία και μπροστά στους δεμένους σφίγγει τα γκέμια και το άλογο σηκώνει τα μπροστινά του πόδια κατά πάνου τους. Οι

127


Ο Σετλά

κρατούμενοι σκιάζουνται και γελάει τρανταχτά ο καβαλάρης. - Περπατάτε στη μέση του δρόμου», τους διατάζει. Και κείνοι πάνε πιλαλώντας στη μέση του δρόμου. Ο καβαλλάρης διασκεδάζει και γυρίζει το άλογο γύρω τους. Τους αλωνίζει και οι δεμένοι στέκουνται παλούκια στη μέση και τρέμουν. - Πιλαλάτε! ξαναδιατάζει ο καβαλάρης και τρέχει με το άλογό του κατά πάνου τους. Τούτο το παιχνίδι κράτησε κάμποσο και ο τρίτος - εξουσία έφτυσε τους δεμένους και έγινε μπουχός. - Στεκόμαστε, είπε ο Παντελής και παίρνω την ανάσα μου. Και όλα τα παθαίνουμε από σένα, κερατοΣετλά! Αν μού ’δινες τη γουρούνα σου, ούλα θα ήταν όπως πρώτα και θα ’χαμε ησυχία. - Δεν την πουλάω τη γουρούνα! είπε ο Σετλά. Και δεν ήξερε πού είναι. Δεν είχε ματαπεράσει αυτό το δρόμο. Και κει που στάθηκαν ν’ ανασάνουν, βλέπουν την εξουσία να ΄ρχεται με τα άλογα κατά πάνου τους και τους κόβεται το αίμα. Τα τρία άλογα στη σειρά, πιάνουν ούλο το δρόμο και δεν ξέρουν κατά πού να μεριάσουν. Μια πηδουκλιά ακόμα τα άλογα και οι δεμένοι δεν είχαν ζωή. - Γυρίζουμε! είπε ο πρώτος - εξουσία. Γύρισαν και οι τρεις τα άλογα κατά την κωμόπολη και ποιος αμπροσταίνει στη γοργάδα…Οι δεμένοι ακούνε και βαρούν τα πέταλα των αλόγων και τρέχουν ξεθεωμένοι. Και κάπως σκόνταψε ο φούρναρης και άρχισε τις βλαστήμιες: - Ούλα από σένα τα παθαίνουμε Παντελή, που πήγες και έφερες στο χωριό την εξουσία. - Εσύ μου είπες να φέρω την εξουσία και θα βρω το δίκιο μου… Και χάνω τα λεφτά μου και χάνω τη γουρούνα και χάνω τα σκουτιά μου και τις κότες μου τις τρώει η εξουσία και με πελεκάνε σα δαμάλι. Και ο κερατοΣετλά είναι κερδισμένος. Και τη γουρούνα του έχει και τον Στυλιανό τον σκοτώνει η εξουσία… Αλλά εγώ, τη γουρούνα θα την πάρω ό,τι κι αν γίνει! - Παίρνεις τη γουρούνα μου και πας και βρίσκεις το Στυλιανό, είπε ο Σετλά και ο Παντελής λούμωξε. Κει που περπάταγαν, ο καθένας με τα βάσανά του, και δεμένοι με το ίδιο 128


Ο Σετλά

σκοινί, ακούνε τα πέταλα των αλόγων και πιάνεται η ανάσα τους. - Τώρα δεν τη γλιτώνουμε, είπε ο φούρναρης, πού να ’ταν ώρα καμένη, εδώ που έμπλεξα. Τραβάει τα χαλινάρια η εξουσία και σταματάνε τα άλογα στο βήμα – απόσταση και οι δεμένοι ανασαίνουν. - Πιλαλάτε ! φώναξε ο πρώτος - εξουσία. Και σας ματαβλέπω και πάτε σαν κότες, θα σας πατήσουμε με τα άλογα σα σκουλίκια… Οι δεμένοι πιλαλάνε και η εξουσία συνεδριάζει. - Πάμε στην πολιτεία, είπε ο πρώτος - εξουσία. Με περιμένει μια πουτάνα, με έχει νταβατζή της και την προστατεύω. Πάω κάθε δυο - τρεις και καθαρίζω τους λογαριασμούς. Δεν την πληρώνει και κανείς και κάνει το μάγκα, τον πελεκάω και με βλέπει από μακριά και κρύβεται. - Συμφωνώ, είπε ο δεύτερος - εξουσία. Τρώμε καλά και γλεντάμε με γυναίκες και είναι ό,τι πρέπει. - Εγώ μένω με τους δεμένους και τους πάω στη φυλακή, είπε ο τρίτος εξουσία. - Όπου πάμε, θα πάμε ούλοι μαζί, είπε ο πρώτος - εξουσία. Και δεν πάμε άλλος εδώ και άλλος εκεί και χαλαρώνει η εξουσία. Σε ένα δέντρο να δέσεις τους κρατούμενους και να αλυσοδέσεις και το φούρναρη. Και το πρωί γυρίζουμε και τους πάμε στο δικαστήριο. Είναι νύχτα και ρίνει χιονόνερο. Οι κρατούμενοι είναι δεμένοι μεταξύ τους και δεμένοι στο δέντρο. Από τη μια μεριά είναι ο φούρναρης, από την άλλη ο Παντελής και στη μέση ο Σετλά ο προνομιούχος, που ακουμπάει στο δέντρο και προφυλάγεται περισσότερο από το κρύο. - Σετλά, είπε ο φούρναρης, αν είσαι παλληκάρι, λύσε τις αλυσίδες! - Η εξουσία τρώει και μείς είμαστε δεμένοι και πεινάμε, είπε ο Σετλά. Και δεν είναι το φίδι ο Στυλιανός, είμαι τώρα στο σπίτι μου και στη φωτιά μου. - Αν έσφαζες την κότα χαζοΣετλά, θα ήσουνα στο σπίτι σου… - Κότα δε σφάζω, είπε ο Σετλά. - Έχει κανείς στην τσέπη του ψωμί και τρώω μια μπουκιά, ρώτησε ο φούρναρης. Ο Σετλά έχει μέσα στο πουκάμισό του ψωμί και δε λέει πως έχει. 129


Ο Σετλά

«Τούτοι είναι ίδιοι με το Στυλιανό και ψωμί δεν τους δίνω»… Και θυμάται τη Νικολέτα και τα γουρουνάκια και το φαΐ και το κρασί και τη φωτιά και το κουνιστό κρεβάτι και αποκοιμιέται. Οι άλλοι δεμένοι, σπάνε το μυαλό τους να βρούνε την κατηγορία που θα τους δικάσει το δικαστήριο. - Εγώ, είπε ο φούρναρης, θα κάνω ό,τι διατάξει η εξουσία. Θα πάω με τα νερά τους. - Για ούλα φταίει ο κερατοΣετλά. Και τώρα που κοιμάται τον πνίγουμε και λέμε πως πέθανε από το κρύο, είπε ο Παντελής. - Τον πνίγουμε και πάει στο διάβολο! Και δε σηκώνει ο κερατοΣετλά κεφάλι, είμαστε σε ησυχία, είπε ο φούρναρης. - Τον πιάνουμε και οι δυο απ’ το λαιμό και τον σφίγγουμε, είπε ο Παντελής. Αλλά, ο φούρναρης διστάζει. - Εσύ, ρε Παντελή, έλεγες πως ο Σετλά είναι διάβολος. Και είναι ψηλός σαν το βουνό και φαίνεται κοντός και μας ξεγελάει. Και είναι έτσι, μας μαρτυράει και μας σκοτώνουν. Και πάμε με το Στυλιανό… - Καλά λες, είπε ο Παντελής. Αφού δε φοβήθηκε το Στυλιανό, που ολόκληρο χωριό τον έτρεμε, θα λογαριάσει εμάς; Δε βλέπεις; Κοιμάται και μέσα στο χιόνι, ανάμεσα στους εχθρούς του… - Αν είναι έτσι που τα λες, είπε πικαρισμένος ο φούρναρης, θα φοβόταν να σφάξει την κότα; - Δεν το ξέρεις; Ο διάβολος δε σφάζει κότες, είπε με στόμφο πολύξερου ο Παντελής –από βουβάλια κι’ απάνου… - Μπορεί να είναι και έτσι, υποχώρησε ο φούρναρης. Μπορεί ο Σετλά να είναι αερικό και να φεύγει απ’ τις χαραμάδες… - Εγώ, είπε ο Παντελής, θα μαρτυρήσω πως ο πρώτος- εξουσία σκότωσε το Στυλιανό και αλαφρώνω τη θέση μου. Ο φούρναρης έκανε τον κοιμισμένο και η απόφαση - μαρτυρία του Παντελή, θα ήταν ο σωσμός του: Μαρτυράει ο Παντελής το φονιά, η εξουσία βάνει ψευδομάρτυρα το φούρναρη, ότι ο Παντελής σκότωσε το Στυλιανό γιατί δε του ’δινε τα λεφτά του, και σε βρασμό ψυχής. Και δε σκοτώνουν τον Παντελή - έχει ελαφρυντικά….Ο δάσκαλος και η παρέα του βάρεσαν το Στυλιανό και τον έδεσαν και όχι ο Σετλά. Αυτά δεν τα λέω και έχω κι’ άλλα μπλεξίματα…

130


Ο Σετλά

«Τούτοι κοιμούνται», λέει μόνος του ο Παντελής, «δε χάνουν απ’ την τσέπη τους. Ο χαμένος είμαι εγώ! Έχασα τα λεφτά μου, έχασα τη γουρούνα και τα γουρουνόπουλα, έχω αμάζωτες τις ελιές μου, έχασα τις κότες μου και τα σκουτιά μου, με βάρεσε ο Στυλιανός, με ποδοπάτησε η εξουσία και με πονούν τα πλευρά μου, άσε η γυναίκα μου δεν έχει μάτια να με ιδεί - τέτοια χουνέρια που έπαθα». Και στην ώρα λάλησε μια κουκουβάγια και είπε ο Παντελής: - Το κεφάλι της εξουσίας να φας, αν δε βρω το δίκιο μου…

131


Ο Σετλά

17

Οι τρεις δεμένοι είναι μελανιασμένοι και τρέμουν απ’ το κρύο. Κοιτάνε το Δικαστήριο που πίνει τσάι και τρώει ψωμί με τυρί και ξεροκαταπίνουν. Ο Σετλά έχει ψωμί στο πουκάμισό του και είναι τα χέρια του στην αλυσίδα και δεν μπορεί να το φτάσει. Και ευχόταν να του ’δινε το Δικαστήριο μια κούπα φασκόμηλο, να πιεί να ζεσταθεί. Και θυμήθηκε τη μάνα του που τον ορμήνευε να μη γυρεύει τίποτα από αλλουνούς, «σου δίνουν ένα και σου παίρνουν δέκα» του έλεγε. Τρέμει ο Σετλά και η μύτη του τρέχει παγωμένο νερό. Κρυώνει και μαζώνεται και είναι μια μπουκιά. Μπαίνουν στο Δικαστήριο γελαστοί ο πρώτος και ο δεύτερος και ο τρίτος εξουσία, βγάνουν τα καπέλα τους, χαιρετάνε το Δικαστήριο και τα ξαναφοράνε. Ο πρώτος - εξουσία δείχνει με το δάχτυλο το Σετλά και λέει στο Δικαστήριο: - Η εξουσία διατάζει τον Σετλά να σφάξει την κότα και ο Σετλά δεν υπακούει. Και λέει το Δικαστήριο: - Δε σφάζει την κότα και δεν τρώει την κότα η εξουσία; Είναι αναρχικός και θέλει ντουφέκι! Ρωτάει το Δικαστήριο τον Σετλά: - Είναι αλήθεια, σε διατάζει η εξουσία να σφάξεις την κότα και δεν τη σφάζεις; - Κότα δε σφάζω! είπε απτόητος ο Σετλά. Συσκέφτεται το Δικαστήριο και αποφαίνεται: - Ο Σετλά Ορεινόπουλος είναι ένοχος και τον ντουφεκάτε! Παρεμβαίνει ο πρώτος - εξουσία και αραδιάζει τα υπέρ του Σετλά: - Ο Σετλά είναι χαζός και λειψός και φοβάται να σφάξει την κότα. Ο Σετλά είναι προστατευόμενος του προέδρου και του γιατρού και δε τον ντουφεκάμε. 132


Ο Σετλά

Ο Σετλά μένει μια ώρα στο κρατητήριο και τον αφήνουμε και φεύγει. Ο πρώτος - εξουσία, τα ελαφρυντικά του Σετλά, τα λέει σιγά στο Δικαστήριο και δεν τα ακούνε ο φούρναρης και ο Παντελής. Και το Δικαστήριο είναι σύμφωνο να φύγει ο Σετλά, μιας και τον προστατεύουν ο πρόεδρος και ο γιατρός. Για τα μάτια, συνέχισαν τη διαδικασία. - Σετλά , είπε το Δικαστήριο, άκουσες την απόφαση; - Ναι. - Είπαμε και λέμε, αν δε σφάξεις την κότα θα σε σκοτώσουμε. Σφάζεις ή δε σφάζεις την κότα; - Κότα δε σφάζω! είπε ο Σετλά. Λέει το Δικαστήριο: - Πάρτε το Σετλά από δω! Ακαταλόγιστος ανυπακοή κ.λ.π. κ.λ.π… Ο Παντελής δεν το κατάλαβε καλά και έβγαλε τη δική του απόφαση: «σκοτώνουν το Σετλά και του παίρνω τη γουρούνα με τα γουρουνόπουλα». Και χαμογέλασε ευτυχισμένος… Στο εδώλιο ο Παντελής. Παγωμένος, αλλά με πεποίθηση να φέρει το Δικαστήριο με το μέρος του…. - Εσύ Παντελή, τί έχεις καμωμένο; ρώτησε το Δικαστήριο. - Αγοράζω τη γουρούνα του Σετλά από τον Στυλιανό και την έχω πληρωμένη στον Στυλιανό… Και ο Σετλά δε μου δίνει τη γουρούνα και ο Στυλιανός δε μου δίνει τα λεφτά μου. - Λέει την αλήθεια, είπε ο πρώτος - εξουσία. Ο Στυλιανός δεν του επιστρέφει τα λεφτά του - τον χτύπησε κιόλας – και ο Παντελής σκότωσε το Στυλιανό σε βρασμό ψυχής και έχει ελαφρυντικά. - Δεν σκότωσα το Στυλιανό! Το Στυλιανό τον σκότωσε ο πρώτος - εξουσία! Ο φούρναρης είναι στις δόξες του και σα το ’ξερε: Ο Παντελής θα έπεφτε από γκάφα σε γκάφα. - Και είναι έτσι, είπε ήρεμο το Δικαστήριο, γιατί φέρνουν εσένα και δε φέρνουν άλλο χωριάτη; Εσύ, είσαι ο φονιάς! - Εσύ φούρναρη, τι είδες; - Είδα με τα μάτια μου τον Παντελή που σκότωσε το Στυλιανό. - Δε σκότωσα εγώ! φώναξε με αγανάχτηση ο Παντελής. 133


Ο Σετλά

- Δυο μάρτυρες λένε σε είδαν που σκότωσες… Ακούω τους μάρτυρες και όχι εσένα, είπε το Δικαστήριο. Κλαίει ο Παντελής: - Εμένα με σπρώχνει ο Στυλιανός και πέφτω χάμου και τον σκιάζομαι και δε βγάνω άχνα. Και ο Στυλιανός είναι πέντε και εφτά σαν και μένα… - Ώστε Παντελή, λέει ψέματα η εξουσία; ρώτησε το Δικαστήριο. - Η εξουσία λέει ψέματα! Έφαγε τις κότες μου και δε μού ’δωσε ούτε ένα κοκαλάκι να γλύψω…. Γύρεψα και γώ, ένα μερί από τις κότες μου και η εξουσία με χτύπησε και με ποδοπάτησε. Και γω γυρεύω το δίκιο μου και τη γουρούνα! Κρύβει το κεφάλι του στον κώδικα το Δικαστήριο και γελάει. Και ο χωριάτης έχει γούστο! - Δε μας λες Παντελή, τι είναι το δίκιο σου και η γουρούνα; - Πάω στο σπίτι του Σετλά να πάρω τη γουρούνα του, που την έχω πληρωμένη και την παίρνω. Και έρχουνται κοντά μου οι Σετλάδες και πέφτουν πάνου μου οι χωριάτες και ξαναπαίρνει τη γουρούνα του ο Σετλά. Και έχω εγώ τη γουρούνα και τα γουρουνάκια και έχω περιουσία… Κύριο Δικαστήριο, με πιάνει το παράπονο και κλαίω. Ο Σετλά, μια μπουκιά άνθρωπος να μου κάνει τον παλληκαρά! - Αγαπητό Δικαστήριο, είπε ο δεύτερος - εξουσία, ο Παντελής είναι κακόπιστος άνθρωπος. Ήρθε με το αυτοκίνητο και κατάγγειλε στην εξουσία, πως ο Σετλά σκότωσε το Στυλιανό. Και πάμε στο χωριό τους και ο Στυλιανός ήταν ζωντανός. Ενοχοποίησε αθώο, για να κλέψει τη γουρούνα του! Το Δικαστήριο ρωτάει τον Παντελή: - Ποιό είναι το δίκιο σου και η γουρούνα; - Άνθρωπος είμαι και κάνω ένα λάθος… - Βλέπεις και σκοτώνουν άνθρωπο και δεν τον βοηθάς και είσαι άνθρωπος; είπε ο τρίτος - εξουσία. Ο πρώτος - εξουσία τώρα: - Παραδέχεσαι πως ήταν ζωντανός ο Στυλιανός και αδικείς το Σετλά και τον είπες φονιά; - Άνθρωπος είμαι και έκανα ένα λάθος, είπε ο Παντελής. Και κάνει ο Σετλά

134


Ο Σετλά

ό,τι θέλει ο Στυλιανός και έχουμε ησυχία… - Λοιπόν, ποιο είναι το δίκιο σου και η γουρούνα; ρώτησε το Δικαστήριο τον Παντελή. - Τον Στυλιανό τον σκότωσε ο πρώτος - εξουσία! - Πρώτα λες φονιά το Σετλά … Και τώρα βρίσκεις άλλον; - Δεν το λέω εγώ και το βλέπουν ούλοι! Ρωτάει το Δικαστήριο το φούρναρη: - Σκότωσε το Στυλιανό ο πρώτος - εξουσία; - Το Στυλιανό τον σκότωσε ο Παντελής, γιατί ο Στυλιανός δε δίνει τα λεφτά που χρωστάει του Παντελή. Και ο Παντελής έχει ελαφρυντικά. - Παντελή, πόσα λεφτά σού χρώσταγε ο Στυλιανός; ρώτησε το Δικαστήριο. - Πεντακόσιες δραχμές. - Και σκοτώνεις άνθρωπο για πεντακόσιες δραχμές; - Το Στυλιανό τον σκότωσε ο πρώτος - εξουσία και όχι εγώ! - Έρχεσαι και καταγγέλλεις πως τον Στυλιανό τον σκότωσε ο Σετλά… Και πότε λες την αλήθεια; - Και τις δυο φορές λέω αυτά που βλέπω. Και γω ζητάω το δίκιο μου και τη γουρούνα. Και δε λέω για το στρώμα και τις κουβέρτες και τις κότες μου… Γι αυτά, δε λέω… - Εσύ, Παντελή, αν κατάλαβε καλά το Δικαστήριο, κατηγορείς την εξουσία ότι τρώει τις κότες ψημένες; - Κατηγορώ την εξουσία, γιατί έφαγε τις κότες μου, είπε ο Παντελής. - Ρωτάει το Δικαστήριο, και έχεις καλύτερα να φάει η αλεπού τις κότες σου, παρά η εξουσία; - Αυτό δεν το ξέρω, είπε ο Παντελής. - Και πώς δεν ξέρεις; μας λες πως είναι καλύτερη η αλεπού από την εξουσία… - Η Εξουσία με ξεφτιλίζει και με βαρεί και με πατάει… - Και είναι αυτά αρκετά, να κατηγορείς και να συκοφαντείς και να λες φονιά τον πρώτο - εξουσία; - Εγώ είμαι αθώος! είπε σπαραχτικά ο Παντελής. 135


Ο Σετλά

- Ο φούρναρης είναι φίλος σου; ρώτησε το Δικαστήριο τον Παντελή, που ήταν μια λύπηση. - Είναι φίλος μου και τώρα δεν είναι. Ψευδομαρτυράει πως είμαι φονιάς και δε σκοτώνω εγώ το Στυλιανό. - Άκουσες που είπε το Δικαστήριο να σκοτώσουμε το Σετλά; - Άκουσα, είπε ο Παντελής… - Σου δίνει ντουφέκι το Δικαστήριο, σκοτώνεις το Σετλά; - Αν μου δώσει ντουφέκι το Δικαστήριο και μου δώσει χαρτί και παίρνω τη γουρούνα του Σετλά και τα γουρουνάκια, τον σκοτώνω. Γράφει το Δικαστήριο ό,τι θέλει ο Παντελής, το διαβάζει και γελάει από τη χαρά του. - Μπράβο! λέει χαρούμενος ο Παντελής. Θάχω να λέω, έρχουμαι στο Δικαστήριο και βρίσκω το δίκιο μου και τη γουρούνα! Και βιάζεται να φύγει ο Παντελής και λέει: - Πού είναι ο Σετλά να τον σκοτώσω! - Κάτσε κάτω! διέταξε τον Παντελή το Δικαστήριο. Δε σε φτάνει που σκότωσες το Στυλιανό, πας να κάνεις κι άλλο φόνο! Ο Παντελής δεν πτοήθηκε. - Εγώ εκτελώ διαταγή και το Δικαστήριο φέρει την ευθύνη… Είπε ο τρίτος - εξουσία: - Για μια γουρούνα σκοτώνεις άνθρωπο; Αποτρόπαιο! Ο Παντελής φωνάζει: - Βοήθεια! βοήθεια! μου παίρνουν το δίκιο μου και τη γουρούνα. Και κλαίει ο Παντελής…Το Δικαστήριο ρώτησε το φούρναρη: - Είδες τον Παντελή να σκοτώνει το Στυλιανό; - Τον σκοτώνει… ο Παντελής και έχει ελαφρυντικά… - Είναι καλός άνθρωπος ο Στυλιανός; - Με τους καλούς είναι καλός. Και με τους κακούς είναι κακός, είπε ο φούρναρης με σθένος. - Ο Σετλά είναι κακός και ο Στυλιανός είναι καλός;

136


Ο Σετλά

- Ο Σετλά είναι κακός! είπε ο φούρναρης να βγάλει το άχτι του… - Και τί κακό κάνει ο Σετλά στο Στυλιανό; ρώτησε με απορία το Δικαστήριο. - Ο Στυλιανός διατάζει και ο Σετλά δεν υπακούει στο Στυλιανό και σηκώνει κεφάλι εναντίον του Στυλιανού. Ποιος; Ο Σετλά!... - Και τί είναι ο Στυλιανός και διατάζει; - Ο Στυλιανός είναι άντρακλας μέχρι κει πάνου και ούλοι τον τρέμουν. Ό,τι λέει γίνεται! Και παρακούσει κανένας και τον βαρεί ο Στυλιανός και τον βλέπει και αλλάζει δρόμο. Είναι από φύση δυνατός ο Στυλιανός και όχι αστεία… Και ο κερατοΣετλά δεν κάνει αυτό που τον διατάζει ο Στυλιανός και είμαστε εδώ που είμαστε… Κάνει αντίσταση, ποιος; ο Σετλά! - Όπως κατάλαβα, είπε το Δικαστήριο, έχεις την ίδια γνώμη για το Σετλά με τον Παντελή. Θέλεις και συ να ντουφεκίσουμε το Σετλά; «Τι να κάμω;», αναρωτιέται ο φούρναρης… «Αν ειπώ θέλω, τη γλυτώνω; Σκοπός είναι να φύγω από δω μέσα!». Λέει το Δικαστήριο, μη βιάζεσαι να απαντήσεις. Να μας ειπείς μόνο την αλήθεια της καρδιάς σου. - Ό,τι θέλει το Δικαστήριο, είπε ο φούρναρης. - Λοιπόν, τον ντουφεκίζεις το Σετλά; - Ο Σετλά φταίει που είμαι δω που είμαι. Και έχω αναπιασμένο το προζύμι και ξινίζει και πέφτω στη χασούρα. - Τον ντουφεκίζεις λοιπόν; - Είναι φταίχτης. - Ο Στυλιανός δεν επέστρεψε τα λεφτά του Παντελή και τον βάρεσε και τον έβρισε. Καλά κάνει ο Παντελής και σκοτώνει το Στυλιανό; είπε το Δικαστήριο. - Δε σκότωσα το Στυλιανό! έσκουξε ο Παντελής. - Κάτσε κάτω! Σε ρωτάμε και τότε μιλάς, είπε το Δικαστήριο. - Καλά κάνει ο Παντελής και σκοτώνει το Στυλιανό, είπε ο φούρναρης. Αν και για μένα έπρεπε να τα συμβιβάσουν. - Και συ φούρναρη, σκοτώνεις το Σετλά; ξαναρώτησε το Δικαστήριο. - Και το απαιτεί το Δικαστήριο, τον σκοτώνω, είπε ο φούρναρης. - Να υπογράψεις πρώτα, πως σκοτώνεις το Σετλά εξ ιδίας σου πρωτοβουλίας. 137


Ο Σετλά

- Λύστε τα χέρια μου και υπογράφω ότι θέλουτε! Και φεύγω και πάου στη δουλειά μου. Γελάει το Δικαστήριο και έχει γούστο ο χωριάτης… Και λέει το Δικαστήριο στον πρώτο – εξουσία: - Τηγανίζουν τις τσίχλες με τα αυγά και μου μυρίζουν. Και βγάνω την απόφαση στα γρήγορα: «Ο Παντελής και ο φούρναρης κρίνονται ένοχοι ανθρωποκτονίας και μπαίνουν στη φυλακή, ισοβίως». Και κλαίνε οι κατηγορούμενοι με λυγμούς. Και λέει ο φούρναρης στον πρώτο –εξουσία: - Εγώ για σένα ψευτομαρτυράω… - Και ποιος σου είπε να ψευδομαρτυρήσεις; ρώτησε αγέρωχα ο πρώτος εξουσία - Ήθελα να σε βοηθήσω, είπε ο φούρναρης. - Πάρτε τους για μέσα! διάταξε ο πρώτος - εξουσία. Ούτε ώρα δεν κράτησαν το Σετλά στο κρατητήριο για την αναμόρφωση. Ήταν τόση η βρώμα κει μέσα και ευχόταν ο Σετλά να τον σκοτώσουν, παρά να μείνει σε κείνο το μέρος. Ήταν μαζωμένος στην άκρη και ο φύλακας έκανε βόλτες απόξω, κάπνιζε και με το μαστίγιό του χτύπαγε τις μπότες του, που έλαμπαν από το γυάλισμα. Κοίταγε με τρόπο το Σετλά, που κει που του είπε να σταθεί στεκόταν και εκτίμησε την υποταγή του. Ήταν και μιλημένος να προσέξει το Σετλά και έδωκε τόπο στην οργή, μια ώρα αρχύτερα. - Σετλά, ξέρεις να πας στο χωριό σου, τον ρώτησε ο φύλακας. - Δεν ξέρω. - Εβγα όξω και πάρε κοντά τα άλογα. Όπου πάνε τα άλογα θα πας και συ. - Να πάω, είπε ο Σετλά. Και ακολούθησε το Νίκο, τον Αποστόλη και το Σταμάτη που ήρθαν να πάρουν τα άλογά τους - η εξουσία δεν τα χρειαζόταν άλλο. Αλλά οι καβαλαραίοι, απ’ τη χαρά τους που ξαναβρήκαν τα ζωντανά τους, αμόλυσαν τα γκέμια και ποιος αμπροσταίνει τον άλλο… Ξέχασαν το Σετλά και ο Σετλά έχασε το σημάδι. Περπατεί – περπατεί και δεν ξέρει πού πάει. Και βγαίνει σε σταυροδρόμι και μπλέχεται περισσότερο. Από δω να πάει, από κει να πάει; Παίρνει το δρόμο ο Σετλά και πάει.

138


Ο Σετλά

Και πιάνει βροχή και βλέπει μια καλύβα και μπαίνει μέσα. Κάθεται σε μια πετρούλα και βγάνει απ’ το πουκάμισό του το ψωμί που του ’κρυψε χτες η Νικολέτα και τρώει πεινασμένος και δε χορταίνει. Παίρνει πάλι το δρόμο, όταν σταμάτησε η βροχή και δεν κόβει το μυαλό του, να ρωτήσει πού είναι; Κοιτάει γύρω του τα βουνά και το σπίτι του δε το βλέπει πουθενά. Στο δρόμο περνάνε κάρα και αυτοκίνητα και ο Σετλά μεριάζει στην άκρη. Κάνας καροτσέρης τον χαιρετάει με τη βίτσα και έτσι που είναι ο Σετλά, λέει μέσα του και «τι 'πωρικό είναι τούτο…» Ο Σετλά φορεί μια παλιά τραγιάσκα που πρασινίζει απ’ την πολυκαιρία και τη ξεθωριασμένη μαύρη ζακέτα της μάνας του. Η ζακέτα είναι μακριά για το Σετλά και σαν παλτό πάλι δεν είναι. Κρυώνει ο Σετλά και βάνει τα χέρια του στις τσέπες και οι τσέπες είναι τρούπιες. Και προχωρούν τα χέρια του στο σοπάνι και βρίσκει ραμμένα κάτι στρογγυλά σαν κουμπιά. Χαίρεται ο Σετλά και λέει, η μάνα μου, μου στέλνει λεφτά, με βλέπει που χάνω το δρόμο… Πραγματικά, η Λιού έρραψε κάτι τάλιρα στη ζακέτα της και τα βρίσκει με τον καιρό ο Σετλά. Και είναι σε ανάγκη τη συγχωράει, έτσι μισό που τον γέννησε… Μπαίνει σε ένα χωράφι ο Σετλά, κρύβεται πίσω από μια μεγάλη ελιά, βγάνει τη ζακέτα και ξηλώνει το σοπάνι. Βγάνει την κλωνά και φιλεί το τάλιρο, σάμπως να φίλησε το χέρι της μάνας του. Και είναι φτασμένος κοντά στα πρώτα σπίτια του χωριού και το χωριό δεν ξέρει πώς το λένε και ούτε ρωτάει να μάθει. Βλέπει το φούρνο και δίνει το τάλιρο και αγοράζει ένα καρβέλι ψωμί. Παίρνει τα ρέστα και μπαίνει δίπλα στο μπακάλικο και αγοράζει τυρί και παίρνει το δρόμο και βγαίνει όξω απ’ το χωριό. Βρίσκει ένα συκόσπιστο και γύρω είναι αλώνι που αλωνίζουν τα γεννήματα τον αλωνάρη και λιάζουν τα σύκα τον Αύγουστο. Η πόρτα είναι δεμένη με σύρμα, ανοίγει ο Σετλά και μπαίνει μέσα. Το συκόσπιτο είναι γιομάτο άχερα και κάθεται ο Σετλά σε μια πετρούλα που ντακώνει την πόρτα. Τρώει το ψωμοτύρι του και του μένει ένα κομμάτι απ’ το καρβέλι για άλλη φορά. «Στα άχερα είναι ποντίκια και μου τρώνε το ψωμί λέει ο Σετλά και το κρεμάου στην τράβα.» Είναι κοπιασμένος και βρίσκει ζέστα στα άχερα. Λέει: «μάνα, μάνα» και αποκοιμιέται και ο ήλιος είναι αβασίλεβος ακόμα. Ξυπνάει το πρωί και το ψωμί του το βρίσκει φαγωμένο απ’ τα ποντίκια. Και

139


Ο Σετλά

ξαναψάχνει στη φόδρα και βρίσκει κι άλλα δυο τάλιρα. Βγάνει το ένα και τ’ άλλο το αφήνει για άλλη ώρα. Παίρνει πάλι το δρόμο ο Σετλά και όσο προχωρεί ο δρόμος φαρδαίνει και σκίζεται στα τρία. Πιάνει το μεσιανό δρόμο και βγαίνει στην αγορά. Εκεί πουλάνε λάχανα, κουνουπίδια, σπανάκια, πορτοκάλια, πατάτες και ό,τι αγαπάς. Είναι άντρες και γυναίκες, διαλέγουν και αγοράζουν, ολόκληρα καλάθια ο καθένας και λέει ο Σετλά: «πού είμαι; Τόσο κόσμο δεν έχω άλλη φορά ιδωμένο. Και δω δεν είναι χωριό και είμαι σε πολιτεία…» Μυρίζουν τα φαγιά και γύρω στην αγορά είναι τα μαγέρικα που τρώνε οι μανάβηδες και οι εργάτες και όποιος θέλει νόστιμο φαΐ . Και άλλα μαγαζιά τηγανίζουν λουκουμάδες και τους τρώνε ζεστούς με μέλι και κανέλλα και είναι το χορταστικότερο γλύκισμα. Ο Σετλά πεινάει, μπαίνει στο μαγέρικο και ούλα τα τραπέζια είναι πιασμένα. Στέκεται στην πόρτα και περιμένει να φύγει κανείς, να κάτσει. Άδειασε ένα τραπέζι και λέει ο σερβιτόρος στο Σετλά: - Και είσαι για φαΐ , έλα και κάτσε. Κάθεται ο Σετλά και τον ρωτάει ο σερβιτόρος αν θέλει πατσά ή τραχανά. Ο Σετλά του δίνει το τάλιρο και φέρνει ο σερβιτόρος δυο πιάτα πατσά και δυο μεγάλα κομμάτια ψωμί. Ο Σετλά πεινάει σα λύκος. Ρίνει μπουκιές στο πιάτο του και μασάει γενναία. Βλέπει στο διπλανό τραπέζι ένα ποτήρι με λίγο κρασί, σηκώνεται και το πίνει και τρώει το άλλο πιάτο. Χόρτασε για καλά και μια μπουκιά ψωμί που έμεινε την έβαλε στην τσέπη του. Βγήκε απ’ το μαγέρικο ο Σετλά και χάζευε ώρα στην αγορά. Τόσα λάχανα και πορτοκάλια και μήλα, δεν τα φαντάστηκε ποτές του και γύρω τσουβάλια όσπρια, τσουβάλια με ζάχαρες και κάδοι με σαρδέλες και με ρέγγες. Παίρνει πάλι δρόμο και πάει άκρη - άκρη και περνάνε τα τράμ γιομάτα και άλλοι κρέμουνται από τις πόρτες. Τα τραμ περπατούν με ρόδες πάνου σε σιδερένιες γραμμές και ο Σετλά βάνει σημάδι και πάει όπου πάνε τα τράμ. Και πάει και πάει ο Σετλά και βγαίνει στο λιμάνι που είναι οι γερανοί και τα καράβια. Βλέπει τη θάλασσα και τόσο νερό πού το βρίσκει; Είναι μεγάλο ποτάμι, λέει ο Σετλά και είναι ουρανός και είναι νερό. Βλέπει τους γερανούς και σηκώνουν τεράστια κιβώτια και φοβάται και πάει άκρη σ’ άκρη και φτάνει στην παραλία με τα παγκάκια. Κάθεται στο παγκάκι ο Σετλά και λέει: 140


Ο Σετλά

«είμαι στην πολιτεία και όχι στο χωριό μου. Και είμαι μοναχός μου, βγαίνει η θάλασσα τη νύχτα και με παίρνει;» Βγαίνει ο ήλιος απ’ το σύννεφο και λέει ο Σετλά: «ο ήλιος είναι απ’ το χωριό μου, τον γνωρίζω. Το χωριό μου πού είναι;» Στην ώρα φτάνει ένα μεγάλο καράβι και πάει να ρίξει άγκυρα στο λιμάνι. Πλέει στο νερό και ο Σετλά βλέπει βουνό και περπατάει και τόσο το θαυμάζει. Και ο Σετλά έχει μάτια και δεν έχει μάγουλα, κι όλο κοιτάει – κοιτάει και δεν το πιάνει ο νους του πως ταξιδεύουν στη θάλασσα. Και κει που κοιτάει μια το καράβι που φτάνει στο λιμάνι και μια τα κύματα, έκατσε στο παγκάκι πλάι του ένας νέος όμορφος. - Γειά σου πατριώτη, χαιρέτησε το Σετλά. - Γειά σου, είπε ο Σετλά. - Πώς σε λένε; - Σετλά… - Εμένα με λένε Θωμά. - Πρώτη φορά έρχεσαι στην πολιτεία; - Ναι. - Γνωρίζεις κανέναν εδώ; - Όχι. - Σπίτι έχεις να μείνεις; - Όχι, είπε ο Σετλά. - Αν δεν έχεις σπίτι να μείνεις, θα σε πάω εγώ σε σπίτι με όμορφες γυναίκες να γλεντάς τη ζωή σου, αν έχεις λεφτά. - Δεν έχω λεφτά,, είπε ο Σετλά. Και δεν ξέρω να γλεντάω. - Εγώ, του είπε ο Θωμάς, θα σου βρω δουλειά και θα βγάνεις λεφτά να γλεντάς τη ζωή σου. Και θα σε πάω στις όμορφες γυναίκες. - Αν ξέρεις πού είναι το χωριό μου, είπε ο Σετλά, μου το λες, να πάω στο χωριό μου. - Ρε, τί να κάνεις στο χωριό σου; εδώ είναι πολιτεία και γλεντάει ο κόσμος – χορεύουν και τραγουδάνε. Και στο χωριό δε βλέπουνε χαΐρι και κοιμούνται με τις κότες… 141


Ο Σετλά

- Αν ξέρεις πού πέφτει το χωριό μου, μου λες και πάω, ξανάπε ο Σετλά. - Ρε, τι να κάμεις στο χωριό σου; εδώ δουλεύεις λίγο και κονομάς πολλά. Και στο χωριό δουλεύεις με βροχές και με λιοπύρι και δεν έχεις ρούχο να φορέσεις… Το καλό που σου θέλω Σετλά να μείνεις στην πολιτεία που τρώνε άσπρο ψωμί και στο χωριό σου τρως μόνο μαύρο. Εγώ, θα σου βρω αλαφριά δουλειά και θα γλεντάς με όμορφες γυναίκες. Ο Σετλά, δε μίλαγε άλλο, παρά κοίταγε τη θάλασσα και είναι ουρανός της γης και είναι νερό. Έφυγε ο Θωμάς και κατάστρωνε το σχέδιο για την τύχη του Σετλά: «Εγώ», έλεγε ο Θωμάς, «είμαι νέος και όμορφος και δεν είναι η θέση μου να σαρώνω το μπορντέλο και δεν είμαι χαμάλης να κάνω θελήματα. Αυτές τις δουλειές τις κάνει ο Σετλά, που δεν κόβει το μυαλό του για τα ανώτερα. Εγώ, κάνω για κράχτης του μπορντέλου και μεγαλώνει η πελατεία. Πάω στο τραίνο και λέω στους χωριάτες, σας πάω στις όμορφες γυναίκες και δουλεύει το μπορντέλο και μεγαλώνει η επιχείρηση. Και πάω στην αγορά, που έρχονται τα κάρα φορτωμένα σύκα και σταφίδες και φέρνω πλούσια πελατεία στο μπορντέλο. Και παίρνω τους ναύτες απ’ το λιμάνι και τους φέρνω στο μπορντέλο και έτσι βγαίνουν τα λεφτά… Με το χαμαλίκι και το σάρωμα δε βγαίνουν τα λεφτά. Το μπορντέλο κυβερνάει και κόβει μονέδα! Και τούτα τα λέω της Μανίτσας και με προσέχει περισσότερο και γω είμαι καλό και τίμιο παιδί». Και ξαναδιαβάζει ο Θωμάς στο δρόμο το γράμμα που του έστειλε ο πατέρας του απ’ το χωριό και τόσο τάραξε τον Θωμά: «Θωμά, όπως να κάνεις να αγοράσεις τα έπιπλα να παντρέψουμε το κορίτσι και τά ’χω ταμένο στο γαμπρό. Και δεν του δίνουμε τα έπιπλα δε στεφανώνει και όπως μπορέσεις!» Αυτά έγραφε ο πατέρας του και ο Θωμάς το πήρε κατάκαρδα να μην μπορεί να πάρει έπιπλα για την αδερφή του και να δουλεύει στο μπορντέλο; Ο Σετλά, είναι ο ουρανοσταλμένος που θα άνοιγε την τύχη του Θωμά. Ο Θωμάς πάει να παζαρέψει με τη Μανίτσα το Σετλά και απογοητεύεται. Η Μανίτσα κάθεται στο ταμείο και δείχνει φωτογραφίες σε ένα γεροδεμένο παλληκάρι, τον Περικλή. Σε τέτοιες στιγμές, αν ενοχλήσεις τη Μανίτσα, χάνεσαι! Φεύγει ο Θωμάς και η ελπίδα του είναι η Σουσούνα. Η ωραία και η πονόψυχη. 142


Ο Σετλά

Η Μανίτσα, κοίταξε τον Θωμά με μισό μάτι και συνέχισε τη δουλειά της. - Πώς είπαμε πώς σε λένε; ρώτησε η Μανίτσα τον πελάτη - Περικλής… - Είσαι παλληκάρι από τα λίγα…Σεις οι χωριάτες έχουτε ορμή στον έρωτα και η γυναίκα ευχαριστιέται και με το πάρα-πάνου από σένα. - Και είναι έτσι μαντάμ και όπως τα λες και θέλεις κοιμάμαι με σένα. Κολακεύεται η Μανίτσα και είναι εβδομήντα χρονώ και την προτιμάνε ακόμα, αλλά αρνιέται για λόγους τιμής. - Εγώ, είμαι παντρεμένη και σέβουμαι το στεφάνι μου. O άντρας μου, είναι στην πρωτεύουσα και μεις επιχείρηση κάνουμε και εξυπηρετούμε τον κόσμο… Μου αρέσεις όμως και θέλεις, μένεις τη νύχτα και γλεντάμε στην ταβέρνα. Ακούς τραγούδια και χορεύεις και τρως και πίνεις παρέα με όμορφες γυναίκες. Και έτσι γλεντάνε κείνοι που ξέρουν τον κόσμο! Ο Περικλής ήρθε στην πολιτεία να αγοράσει κουστούμι – μάζευε τα λεφτά δεκάρα τη δεκάρα και άλλαξε σχέδιο. - Του χρόνου αγοράζω ρούχα. Μαντάμ μένω και γλεντάμε! - Είσαι άνθρωπος του κόσμου, το βλέπω στα μάτια σου, είπε η Μανίτσα.

143


Ο Σετλά

18

O Σετλά κάθεται στο παγκάκι και φοβισμένος ρωτιέται πού πάει το νερό της θάλασσας - τόσο νερό! Τα κύματα πετάγουνται στον αέρα και ο Σετλά θέλει να φύγει για το χωριό του και δεν ξέρει κατά πού πέφτει. Μαζώνεται κουβάρι η σκέψη του και ψάχει στο σοπάνι μη βρει κάνα τάλιρο ακόμα. Στην ώρα φτάνει η Σουσούνα, η ομορφότερη του μπορντέλου της Μανίτσας, μιλημένη απ΄το Θωμά. Φορεί μεταξωτά και αρώματα, δαχτυλίδια σε ούλα της τα δάχτυλα και βραχιόλια χρυσά. Το στόμα της βαμμένο κατακόκκινο, ανοίγει λουλούδι. Έκατσε κοντά στο Σετλά και ο Σετλά μύριζε το άρωμα και ευχαριστιόταν. Η Σουσούνα ήξερε το σουλούπι του Σετλά απ΄ την περιγραφή του Θωμά, αλλά η ίδια τον έβρισκε πιο αστείο και σημαδιακό. Του έπιασε την κουβέντα: - Πώς σε λένε, κύριε; - Σετλά… - Σετλά, θέλω να σε παντρευτώ. Χαμογελάει η Σουσούνα και ο Σετλά αναπνέει το άρωμά της. - Είμαι παντρεμένος… - Σε παντρεύουμαι με λόγο και όχι με στεφάνι… - Είμαι παντρεμένος! είπε ο Σετλά. Η Σουσούνα αγκαλιάζει το Σετλά και κείνος πάει να φύγει. Είναι, όμως, το άρωμα τόσο μαγευτικό που το καταπίνει με βαθιές ανάσες. Η Σουσούνα τον φιλεί στο στόμα και ο Σετλά παραδόθηκε σε όλα. Και τα ξέχασε όλα! Πάει κοντά στη Σουσούνα που τον κρατεί απ΄ το χέρι, όπως άλλοτε η μάνα του, αλλά τώρα σε κόσμο λουλουδένιο. Ανασαίνει βαθιά τα αρώματα κι αυτό είναι όλη του η γνώση και όλη του η ζωή. Ανασαίνει το άρωμα και τίποτα άλλο. Φτάνουν στο μπορντέλο και η Σουσούνα παρουσιάζει το Σετλά στη

144


Ο Σετλά

Μανίτσα που κάθεται στο ταμείο και μετράει τα λεφτά. - Καλημέρα μανδάμ, είπε ο Σετλά. - Καλημέρα λεβέντη! είπε η Μανίτσα Και γελάει τρανταχτά και τούτος είναι γούρι για το μαγαζί... Είναι φκιαγμένος για τον τσίρκον και άλλο μπορντέλο τέτοιο νούμερο δεν έχει. - Βρήκα το Σετλά στην παραλία και τον φέρνω να σαρώνει το μπορντέλο και να κουβαλάει τα καλάθια, είπε η Σουσούνα. Και είναι στην προστασία μου. - Είναι ό,τι πρέπει για την επιχείρηση και τον κρατώ να σαρώνει, είπε η Μανίτσα. Και τέτοιο 'πωρικό δεν έχω ξαναδεί. Λούζουν το Σετλά η Νιάνια και η Διάνα και τον γαργαλάνε μέσα στο λουτήρα και ο Σετλά πάει να πεθάνει απ΄ το φόβο του και πρώτη φορά είναι μέσα σε νερό. - Σετλά, θα σε παντρευτώ, του λέει η Νιάνια ξεκαρδισμένη στα γέλια. - Όχι, είπε ο Σετλά. - Σε παίρνω με το ζόρι και κοιμάσαι με μένα… - Σετλά! κοιμάσαι με μένα, γέλαγε η Διάνα. - Όχι, είπε ο Σετλά. - Κοιμάσαι με μένα Σετλά και τώρα αμέσως! - Όχι, είπε ο Σετλά. Κοιμάμαι με τη Σουσούνα και είμαι παντρεμένος με λόγο. Έρχεται και η Σουσούνα και ρίνει άρωμα στο γυμνό κορμί του Σετλά και γίνεται της μουρλής απ΄τα γέλια. Έφερε και τις αλλαξιές, εσώρουχα, κουστούμι και παλτό και ντύνουν το Σετλά. Του φορούν ρεμπούκλα θαλασσιά, θέατρο σχέτο. Σπαρταράνε στα γέλια και η κοιλιά της Μανίτσας μπαινοβγαίνει κλαρωτή φυσαρμόνικα. «Αχ, τούτος, αχ, τούτος είναι να φορεί γυαλιά και να διαβάζει στη σκηνή τη σολομωνική», έλεγε και ξανάλεγε η Μανίτσα η τετραπέρατη. Η Σουσούνα μπήκε στην ταβέρνα αγκαλιασμένη με το Σετλά που δε χαίρεται ούτε για τα καινούργια του ρούχα και τα παπουτσάκια του τα λουστρίνια, παρά μόνο αναπνέει το άρωμα της Σουσούνας και το φιλεί στα 145


Ο Σετλά

χέρια της. Στην ταβέρνα παίζουν τα βιολιά και το σαντούρι και ο Περικλής παραγγέλνει μεζέδες και μπύρες για την παρέα. Στην κορυφή του τραπεζιού κάθεται η Μανίτσα παχιά και άσπρη σαν το γάλα και έχει μάτια γαλανά. Απ’ τη μια μεριά κάθεται η Σουσούνα με το Σετλά κοντά της και από την άλλη ο Περικλής με τα λεφτά. Είναι στην παρέα και οι άλλες γυναίκες του μπορντέλου με τους νταβατζήδες τους, όμορφα χωριατόπαιδα, ντεμπέληδες, χαμένοι. Και πάει κανένας να πληρώσει, δεν το επιτρέπει ο Περικλής και λέει: - Ούλα τα έξοδα δικά μου!. Παίζουν πόλκα τα βιολιά και σηκώνεται να χορέψει η Σουσούνα με το Σετλά. Και βλέπουν τη Σουσούνα και χορεύει και ούλοι στην ταβέρνα βαρούνε τα παλαμάκια. Ο Σετλά δεν ξέρει χορό και του κουνάει το χέρι η Σουσούνα και ο Σετλά πηδάει. Και ένας - ένας οι γνώριμοι της Σουσούνας σηκώνουνται και πληρώνουν τα βιολιά και χορεύει η ωραιότερη γυναίκα του μπορντέλου και της πολιτείας. Πάει να σηκωθεί και ο Περικλής και του λέει η Μανίτσα: - Πού πας εσύ; - Μαντάμ, πληρώνω τα βιολιά, χορεύει η Σουσούνα.... - Μην πετάς τα λεφτά σου και τα τρώνε οι βιολιτζήδες. Τώρα, πληρώνουν οι άλλοι και χορεύεις με τη Σουσούνα, πληρώνεις... Γλεντάς με μέτρο τα λεφτά σου και δε στα τρώνε οι βιολιτζήδες. Και έχεις λεφτά, κοιμάσαι με τη Σουσούνα και δεν έχεις, δεν κοιμάσαι... Βλέπουν τη Σουσούνα να χορεύει με το Σετλά και πολλοί νέοι τον ζηλεύουν. Είναι μερικοί που έχουν τα λεφτά και ντρέπουνται να κοιμηθούνε με τη Σουσούνα που κοιμάται με γιατρούς και δικηγόρους και μεγαλέμπορες. Αλλά η Σουσούνα έχει ορμές και πάει με το Σετλά και με τον καθένα και όλους τους ευχαριστάει. Γι΄αυτό, εκτός απ΄ την πληρωμή στο ταμείο της Μανίτσας, κάνουν τα ακριβότερα δώρα στη Σουσούνα, από χρυσάφια και μετάξια κι΄ ό,τι ζητήσει… Η Σουσούνα φέρνει το Σετλά στο τραπέζι και τον ταΐζει μεζέδες και τον ποτίζει με μπύρα. Ζαλίστηκε ο Σετλά και δεν ξέρει πού βρίσκεται. To μόνο πρόσωπο που γνωρίζει και τον πλανεύει είναι η Σουσούνα με τα αρώματα. Η Σουσούνα χορεύει με τον Περικλή την πόλκα - μαζούρκα. Τους

146


Ο Σετλά

θαυμάζουν οι άλλοι και ο Θωμάς που κάθεται στο τραπέζι με τρεις νέους λέει περήφανος: - Aυτός που χορεύει με τη Σουσούνα είναι χωριάτης και ξέρει να γλεντάει. Και λίγοι ξέρουν να γλεντάνε τα λεφτά τους όπως πρέπει… Και του λέει ο Μιχάλης ο περιβολάς: - Θωμά, από αύριο τα έξοδα δικά μου και χορεύω με τη Σουσούνα. Τσουγκρίζει το ποτήρι του ο Θωμάς με το ποτήρι του Μιχάλη και του λέει: - Έτσι σε θέλω! ζεις στην πολιτεία και δε χορεύεις με τη Σουσούνα και τί θέλεις και ζεις; Μπράβο, έτσι σε θέλω! Μη χαλάς τα λεφτά σου… Χαμογελάει ευτυχισμένος ο Μιχάλης που πήρε μπραβίο απ΄ το Θωμά και πληρώνει μάτσο τα λεφτά γιατί χορεύει η Σουσούνα. Ο Περικλής είναι ψηλός ναι ξανθός και χορεύει την πόλκα σα χορευτής. Και βρίσκει η Σουσούνα τέτοιο χορευτή, χορεύει με ούλα της τα νάζια. Και βλέπει η Μανίτσα τον Περικλή και ρίνει κατοστάρικο στους βιολιτζήδες, τρώει δύο - δύο τους μεζέδες και κάνει νόημα στη Σουσούνα να μαδήσει τον Περικλή. Και λέει η Σουσούνα του Περικλή να παραγείλει μεζέδες και μπύρες και να πληρώσει το λογαριασμό από πριν και χορεύουν μαζί και τον άλλο χορό. Και χορεύει με την ωραιότερη γυναίκα του μπορντέλου ο Περικλής και τό 'χει περηφάνεια που ξέρει να γλεντάει τα λεφτά του και ούλοι τον θαμάζουν. Και λέει η Σουσούνα με το νάζι της: - Διψάω. Λιγώνεται ο Περικλής και φωνάζει: - Μπύρα για τη Σουσούνα, διψάει το γλυκό της στόμα κι' εγώ πληρώνω! Αφού τέλειωσε το γλέντι και όλοι είναι στο μεράκι, μετράει τα λεφτά του ο Περικλής και δε βγαίνουν να κοιμηθεί με τη Σουσούνα και βερεσέ δε σηκώνει η Μανίτσα. Δε στενοχωριέται, όμως, γλέντησε παρρησία, έκανε εντύπωση με το χορό του, γλέντησε η παρέα του και πλήρωσε σαν κύριος.... Θέλει ο Μιχάλης ο περιβολάρης να κοιμηθεί με τη Σουσούνα με το μέσο του … Θωμά, αλλά η Σουσούνα είπε να περιμένει, γιατί πρώτα θα κοιμηθεί με το Σετλά που είναι μεθυσμένος και δε στέκεται στα πόδια του.

147


Ο Σετλά

Το πρωί παίρνει το σάρωμα ο Σετλά και σαρώνει και βράζει νερό και φκιάνει το τσάι. Μετά κουβαλάει καλάθια με ψώνια στα σπίτια και του δίνουν τον κόπο του. Τα λεφτά δεν έχει πού να τα κρύψει και τα δίνει στη Σουσούνα. Και κείνη γελάει και του λέει: - Το βράδυ τα γλεντάμε στην ταβέρνα. Κι ένα πρωί που σάρωνε το πεζοδρόμιο, βλέπει το Σετλά ο Στέφανος ο κατσαρομάλλης και τάχασε. Σα νάβλεπε τον ουρανό ανάποδα σαν είδε το Σετλά στο μπορντέλο. Στο χωριό τον είχαν για χαμένο το Σετλά, το λιγότερο σκοτωμένο. Μόνο η Νικολέτα τον περίμενε και πίστευε πως ο Σετλά έχασε το δρόμο και κάπου είναι. - Σετλά, τι κάνεις εδώ; τον ρώτησε ο Στέφανος. - Σαρώνω το μπορντέλο και κουβαλάω καλάθια στα σπίτια. - Κάπου πάω και θα γυρίσω να φύγουμε για το χωριό. - Στο χωριό δεν πάω και μένω στην πολιτεία, είπε ο Σετλά. - Εσύ, είσαι παντρεμμένος… - Εγώ θα μείνω στην πολιτεία. Και στο βουνό δεν ξαναπάω, σαρώνω το μπορντέλο, κουβαλάω τα καλάθια και βγάνω λεφτά και τη νύχτα γλεντάω και κοιμάμαι με τη Σουσούνα. - Εσύ με τη Σουσούνα! Τά 'χασε ο Στέφανος. - Ναι, με τη Σουσούνα. Και χορεύουμε μαζί στην ταβέρνα. Η Σουσούνα ήταν ονομαστή και μόνο με διαλεχτούς και πλούσιους κοιμόταν. Ούτε ο Στέφανος δεν τόλμαγε να ζητήσει έρωτα με τη Σουσούνα – δε βγαίναν ποτέ τα λεφτά του. Και ο Σετλά, ο λειψός και χαζός, αλωνίζει τα μπορντέλα και έχει την ωραιότερη; - Σετλά, παίρνεις τον κακό δρόμο, του είπε ο Στέφανος. - Μπα, δε βαριέσαι, είπε ο Σετλά, καλά τα περνάμε. Και μας υπολήπτεται και η κοινωνία… - Τι λες, ρε! εσύ είσαι παντρεμένος άνθρωπος. Επιτρέπεται να κοιμάσαι με … - Και συ είσαι παντρεμένος και σε είδα να βγαίνεις απ΄το μπορντέλο της Σόνιας... 148


Ο Σετλά

0 Στέφανος αγάπαγε μια νέα που δούλευε στο μπορντέλο της Σόνιας, την είχε γνωρισμένη από παιδί. Της είπε να παντρευτούνε και κείνη δεν ήθελε. «Άσε», του είπε, «εγώ συνήθισα τούτη τη ζωή και δεν κάνω στο χωριό. Και θα δυστυχήσεις. Αλλά, όποτε θέλεις νάρχεσαι να με βλέπεις και δεν έχεις λεφτά, αφήνεις μια δεκάρα, έτσι για το γούρι». Και όταν τη θυμόταν ο Στέφανος, μια - δυο φορές το μήνα, ερχόταν στην πολιτεία δήθεν για δουλειά, για να τη βλέπει. - Πούλησα ελιές στο μπορντέλο της Σόνιας και έτσι πήγα και με είδες, είπε του Σετλά. Και πάω στο χωριό και λέω πού είσαι και δε ψάχουν για σένα. Ο Σετλά του γύρισε την πλάτη και σάρωνε το πεζοδρόμιο.

149


Ο Σετλά

19

Ο Σετλά στη πολιτεία χόρτασε το φαγάκι, που λένε. Και στο χωριό του δεν του απολείπασε ποτές το φαΐ, όμως ούλα τα πήγαινε με το μέτρο και από λίγο. Το πρωί πίνει ένα και δυο φλυτζάνια τσάι και τρώει δυο φέτες ψωμί. Μετά αρχίζουν τα γλυκά. Σε κάθε σπίτι που κουβαλάει τα καλάθια με τα ψώνια, του δίνουν οι κυράδες από ένα γλυκό. Κι έτσι που είναι λειψός με τη θαλασσιά του ρεμπούκλα, τον κάνουν γούστο και τον φιλεύουν από τάληρο και πάνω. Και τον ρωτάνε οι κυράδες, ποιος και ποιος αραδίζει στο μπορντέλο και ο Σετλά τους απαντάει: - Στο σπίτι της Μανίτσας έρχουνται οι καθώς πρέπει. Αυτό το άκουσε από την ίδια τη Μανίτσα, μια μέρα που ανταρεύτηκε με κάποιο δύσκολο πελάτη. Αυτός ο πελάτης ήθελε να πιει τον καφέ του παρέα με τη Νιάνια και τον χρεώθηκε πολύ ακριβά κι αυτό το θεώρησε εκμετάλλευση και έκανε στο ταμείο σαματά. - Που ακούστηκε να πληρώσω γυναίκα δυο φορές! - Τον καφέ πληρώνεις, είπε η Μανίτσα. - Και μένα μου γουστάρει να πιώ με τη γυναίκα δυο καφέδες. - Να πιεις και δέκα! Αλλά να τους πληρώσεις. Εδώ πληρώνεται η ώρα. Και τσιγκουνεύεσαι μια δραχμή για τη γυναίκα, πας μοναχός σου… Εδώ, διαλέγεις και πληρώνεις και εκτελείς ανάγκη και δεν είναι καφενείο να πληρώνεις τον καφέ στη διατίμηση, είπε η Μανίτσα. - Μα εσύ με γδέρνεις! Να πληρώσω και για τον καφέ ίσα με τη γυναίκα! - Να πληρώσεις την ώρα. Και στο σπίτι της Μανίτσας δεν κάνουν παζάρια, γιατί έχει πρώτο πράμα…Στο σπίτι μου μπαίνουν οι καθώς πρέπει… Μ' όλο που τρώει σαν ταινία ο Σετλά δεν παχαίνει. Είναι βλέπεις το ξενύχτι κάθε μέρα και το μεθύσι. Κάθε νύχτα ο Σετλά μεθάει και ο Θωμάς τον

150


Ο Σετλά

φέρνει παταλιά. Τον ακουμπάει στην κουζίνα και κοιμάται με τα παπούτσια και τη ρεμπούκλα. Η Σουσούνα δεν τον παίρνει στην κάμαρή της, τον αγαπάει όμως και όπως πρώτα του βάνει κολώνια και κάθεται κοντά της στην ταβέρνα και κάνει την πλάκα της. Κάθε νύχτα κοιμάται με τη Σουσούνα ο Μιχάλης ο περιβολάρης και της χαρίζει χρυσά και διαμάντια και τόπια μετάξι. Και είναι τόσο ερωτευμένος με τη Σουσούνα, που μαθαίνει πως θα φύγει και του κόβεται η μιλιά. Δεν αντέχει αυτόν τον πόθο και όσα λεφτά έχει τα χαλάει να την ευχαριστήσει και πύργο της χτίζει, αν θέλει. Ο Θωμάς ζηλεύει τα πλούτη του περιβολάρη και όλο φαντάζεται να βάλει χέρι, να γλεντήσει και αυτός σαν άντρας καμιά φορά. Προσπάθησε πολλές φορές να πάρει τη Σουσούνα από τη Μανίτσα και να την σπιτώσει με κάποιον μεγαλέμπορα, αλλά η σουσούνα δε δέχτηκε. Και χωρίς να μετανοιώσει ο θωμάς, που έδωσε τη δουλειά του στο Σετλά και γιόμισε λεφτά, φαντάζεται τη μεγάλη δουλειά… Έτσι, σαν έμαθε πως το μπορντέλο πήρε είδηση από τον άντρα της Μανίτσας, να φύγει για την πρωτεύουσα, άφηκε τη ντροπή κατά μέρος και πήγε να κουβεντιάσουν και να δώσει τα φώτα του στη ….Μανίτσα. - Μαντάμ, τέτοια επιχείρηση, δεν την αφήνουν και φεύγουν… - Καλός είναι ο λόγος σου Θωμά, αλλά δεν ακούω εσένα και ακούω τον άντρα μου. Ο άντρας μου δουλεύει χρόνια αυτή τη δουλειά και ξέρει ποιο είναι το συμφέρο μας. - Μαντάμ, στρωμένη δουλειά δεν την αφήνουν. Και δω, η επιχείρηση κόβει μονέδα! - Ο άντρας μου θέλει να πάμε στην πρωτεύουσα που έχει περισσότερα λεφτά. Με ειδοποίησε να πάρω τις γυναίκες και ν’αφήσω τους νταβατζήδες τους γιατί η πρωτεύουσα είναι γιομάτη νταβατζήδες, μια δεκάρα ο ένας! - Μαντάμ, εγώ έχω καταστρώσει μεγάλα σχέδια για την επιχείρηση και πρέπει να με ακούσεις… - Θωμά, ο άντρας μου λέει να φύγουμε… - Τότε μαντάμ, να μου αφήσετε τη Σουσούνα και γω θα σας στέλνω τα ποσοστά σας… - Τη Σουσούνα δεν την αφήνω γιατί είναι για την καλή κοινωνία. Η καλή

151


Ο Σετλά

κοινωνία διψάει για όμορφες γυναίκες και η Σουσούνα χάνεται τσάμπα στη μικρή πολιτεία, τόσια ομορφιά που έχει! Είναι γυναίκα για μεγάλα σαλόνια και για μεγάλα ονόματα. Κάνει για μεγάλη κοκότα η Σουσούνα και για διαμαντικά. Της πετάς μια γούνα απάνου της και την πας στα Παρίσια και δόμου και μένα μπάρμπα… - Μαντάμ, την παντρεύομαι τη Σουσούνα και της δίνω θέση στην κοινωνία και της δίνω τ’όνομά μου! Και έχω ταμένο στον πατέρα μου, να αγοράσω τα έπιπλα της αδερφής μου και μένω εκτεθειμένος. Και για μια υπόληψη ζει ο άνθρωπος, είπε κλαίγοντας ο Θωμάς. - Άει βρε Θωμά, ξεγέλα καμιά κοπέλα από το χωριό και τη ρίνεις στο μπορντέλο της Σόνιας και αγοράζεις τα έπιπλα της αδερφής σου και είσαι κύριος, του είπε η Μανίτσα. Το μπορντέλο της Μανίτσας θα φύγει για την πρωτεύουσα και απόψε γίνεται το γλέντι του αποχαιρετισμού. Ο Σετλά, δεν έχει πάρει είδηση και ετοιμάζεται για το γλέντι, όπως κάθε μέρα. Κάθεται κοντά στη Σουσούνα και τον έχει αγκαλιασμένο. Και κάθεται ο Σετλά στο ίδιο τραπέζι με την εξουσία, που παραβρίσκεται στο γλέντι, προσκαλεσμένη από τη Μανίτσα για τον αποχωρισμό. Βαρούνε τα βιολιά και τρώνε πέντε-πέντε τους μεζέδες η εξουσία και το μπορντέλο και πληρώνει ο Μιχάλης. Και βλέπει η εξουσία το Σετλά αγκαλιά με τη Σουσούνα, σηκώνει και βγάνει το καπέλο του στο Σετλά. Και λένε, ο πρώτος και ο δεύτερος και ο τρίτος - εξουσία: - Τα σέβη μας κυρ Σετλά, ο λόγος σου περνάει. Και είσαι φίλος της Μανίτσας και γλεντάς με το μπορντέλο της, σε βγάνουμε πρόεδρο στο χωριό σου! Και λέει ο Σετλά: - Δεν πάω στο χωριό μου και χορεύω με τη Σουσούνα. Βαρούνε οι βιολιτζήδες τα βιολιά και παίρνει η Σουσούνα το Σετλά και χορεύουν. Και είναι ντυμένη στα μεταξωτά και στα κίτρινα τούλια και φορεί στο κεφάλι της στεφάνι με τριαντάφυλλα. Και βαρούνε ούλοι τα παλαμάκια και χορεύει η ωραιότερη γυναίκα. Κουνάει το κορμί της η Σουσούνα, ζαλίζονται κορμιά και μάτια και «δεν πάω σπίτι μου απόψε…» Τελειώνει το χορό της η Σουσούνα και οι γλεντζέδες την κερνάνε μπύρες και μεζέδες και γιομίζει το τραπέζι της Μανίτσας. 152


Ο Σετλά

Και σηκώνεται η Μανίτσα και κάνει με το χέρι της ησυχία. Λέει η Μανίτσα να σταματήσουν τα βιολιά να βγάλει λόγο. Τα βιολιά και το λαούτο σταμάτησαν. Η Μανίτσα βούτηξε τα χέρια της στη μπύρα και ράντισε τα πέρατα, ανατολή, δύση, βορρά και νότο. Χαιρέτησε με κλίση του κεφαλιού της το ακροατήριο και άρχισε το λόγο. - Λαέ ερωτικέ! Το μήνυμα πέρασε θερμά στο πλήθος. Ο βιολοτζής όρθιος βαρεί μια δοξαριά με το βιολί του και όλοι χειροκροτούν τη Μανίτσα, που συγκινημένη συνέχισε: - Λαέ ερωτικέ! Ταμένοι στον έρωτα συντονίζουμε τις προσπάθειές μας και ιδρύουμε τα σπίτια του έρωτα σε επιστημονικές προδιαγραφές και ιδεολογικές. Και προσφέρουμε σε σένα Λαέ ερωτικέ την ερωτική εκκένωση και αντί της μικρής μας αμοιβής κρατάμε την αρετή της κοινωνίας. Λαέ ερωτικέ! Το σπίτι του έρωτα, έχει ανοιχτές της πόρτες του σε όλους! Και είμαστε περήφανοι γιατί εμείς πρώτοι καταργήσαμε τις κοινωνικές τάξεις και τις κοινωνικές διακρίσεις. Και βαρεί μια ο βιολιστής το βιολί του και σηκώνονται όλοι όρθοι και βαρούνε τα παλαμάκια. Η Μανίτσα πολύ συγκινημένη σκουπίζει τα δάκρυα της, έκανε με το χέρι της ησυχία και συνέχισε: - Λαέ ερωτικέ! Ούτε ο πόλεμος ούτε η φτώχεια, τίποτα στον κόσμο δεν έχει τη δύναμη να σταματήσει τον έρωτα. Γι’αυτό και μεις επενδύσαμε τα κεφάλαιά μας και ιδρύσαμε τα ερωτικά σπίτια και με τη χάρη του θεού γίναμε μεγάλοι επιχειρηματίες και πλούσιοι. Αλλά επιθυμώ και τη δόξα των ευεργετών. Γι’αυτό σήμερα, από το βήμα αυτό, εγώ η Μανίτσα προσφέρω το οίκημα που στεγαζόταν η επιχείρησή μας στην πολιτεία για πολιτιστικούς σκοπούς. Και γράφει η πολιτεία το όνομά μου με χρυσά γράμματα γιατί για ένα όνομα και μια υπόληψη ζούμε… - Μπράβο! Μπράβο! φώναζε ενθουσιασμένο το πλήθος και τσούγκριζαν τα ποτήρια με έξαρση ιδεώδη. Και μόνο ο Σετλά δεν κατάλαβε τίποτα γιατί ήταν από ώρα μεθυσμένος. Η Σουσούνα θέλει να αγοράσει φορέματα και ρόμπες για τη γυναίκα του Σετλά, κάποιο δώρο να της πάει, όταν γυρίσει στο χωριό του. Για το Σετλά ό,τι ρούχο βρήκε λησμονημένο στο μπορντέλο από ναύτες και περαστικούς, είπε του Θωμά και τα έβαλε σε μια παλιά βαλίτσα, μαζί με τα άλλα ρούχα του. 153


Ο Σετλά

Η ίδια έβαλε στην τσέπη της βαλίτσας ένα κουτί με χρήματα και μαζί τα κέρματα που της έδινε ο Σετλά, απ’ τα θελήματα που έκανε. Η Σουσούνα ήθελε να βοηθήσει το Σετλά με δώρα, γιατί διαισθανόταν πως ο Σετλά υπάρχει μέσα στον καθένα. Και αν ο Σετλά από τη γέννησή του είναι λειψός και κακοζάκανος, η άγνοια είναι το απέραντο και η γνώση το μικρό. Και τα γηρατειά όλους τους μπολιάζουν σε Σετλάδες. - Σετλά, ψηλή ή κοντή, αδύνατη ή παχειά, είναι η γυναίκα σου, τον ρώτησε η Σουσούνα. - Η γυναίκα μου είναι ευωδιά! είπε ο Σετλά, γιατί πίστευε πως η γυναίκα του είναι η Σουσούνα. Άλλωστε, με τη Σουσούνα δε ζούσε στο ίδιο σπίτι; - Η πρώτη σου γυναίκα Σετλά, είπε κολακευμένη η Σουσούνα. - Δεν τη θυμάμαι… Η Σουσούνα είχε υπομονή: - Απάνου σε μένα, δείξε πού με φτάνει, Σετλά… - Δεν ξέρω να μετράω, είπε ο Σετλά. - Πώς τη λένε τη γυναίκα σου, Σετλά; - Σουσούνα! είπε ο Σετλά και χαμογέλασε (που το βρήκε)! - Την πρώτη σου γυναίκα Σετλά, τη στεφανωμένη… - Δεν το θυμάμαι. Πραγματικά, ο Σετλά δε θυμόταν ούτε τη Νικολέτα, ούτε τη γουρούνα, ούτε τίποτα. Η καινούρια ζωή του, η τωρινή είχε αξία. Ούτε τον ένοιαξε που τον είδε ο Στέφανος ο κατσαρομάλλης, ούτε ρωτήθηκε τί θα κάμει, αν τον μαρτυρήσει πού είναι. Μετά τη φυλακή από αδικία - το μπορντέλο. Κοινωνικά πλεονάσματα. Η ζωή του είναι κοντά στη Σουσούνα και παντρεμένος με λόγο, με τη Σουσούνα. Τον περιμένει η Νικολέτα ή δεν τον περιμένει δεν τον ενδιαφέρει-οργανικά έτσι ένιωθε. Και όπως ο Θύμιος που αγαπάει τη Σοφία δεν ενδιαφέρεται για τη Σταυριανή, το ίδιο και ο Σετλά. Η Νικολέτα όμως τον περιμένει. Και πιστεύει, οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι που δε γυρίζουν στα σπίτια τους, χάνουν το δρόμο τους ή πιάνουν τις κουβέντες και λησμονάνε να γυρίσουν. Και όταν έμαθε από τη Θύμιαινα πως ο Σετλά είναι στην πολιτεία, το ευχαριστήθηκε. - Καλά έκανε και πήγε στην πολιτεία ο Σετλά και θέλω και γώ να πάω, να ιδώ την πολιτεία. 154


Ο Σετλά

- Εσύ, δε θα πας, της είπε η Θύμιαινα, γιατί έχεις τα ζωντανά σου. Τα αφήνεις μοναχά και παθαίνεις ζημιά. Θα πάνε να φέρουν το Σετλά ο Δημήτρης και ο Αντρέας. Και «χου, χου», γελάει μέσα της η Θύμιαινα, «αχ, βρε κακοζάκανε Σετλά και ξέρω πως γυρίζεις στα μπορντέλα, δε σε παντρεύω με την ανηψιά μου, κοψόχρονε!» Η Σουσούνα ξαναρώτησε το Σετλά, αν είναι αδύνατη ή παχειά η γυναίκα του και αφού δε θυμόταν ο Σετλά, πήγε να αγοράσει τα δώρα κατά εικασία! Φτωχοί άνθρωποι είναι και όπως ο Σετλά έτσι θα είναι και κείνη κοντή και αχαμνή. Γύρισε από τα ψώνια η Σουσούνα, κάλεσε το Σετλά και του είπε. - Σετλά, αυτή η βαλίτσα είναι δική σου. Βάλε μέσα αυτά τα δέματα να τα πας δώρο στη γυναίκα σου. Εμείς θα φύγουμε για την πρωτεύουσα και συ θα πας στο χωριό σου, στο σπίτι σου και στη γυναίκα σου. - Δεν πάω στο χωριό μου! είπε με σθένος ο Σετλά. - Η μαντάμ, του είπε η Σουσούνα, δε θέλει να έρθεις μαζί μας και πού θα μείνεις; - Με σένα! είπε ο Σετλά. - Η μαντάμ δεν αφήνει ναρθείς σε μένα, είπε η Σουσούνα. - Με σένα! δεν πάω στο βουνό! - Καλά, Σετλά, είπε η Σουσούνα, δέσε τη βαλίτσα σου και κατέβαστη στο δρόμο. Στην ώρα έφτασε ο Μιχάλης για το τελευταίο φιλί και το μεγάλο δώρο στη Σουσούνα και ο Σετλά πήρε τη βαλίτσα και κατέβηκε στο δρόμο. Από την άλλη μεριά ο Θωμάς κατέβαζε τις βαλίτσες και τα δέματα του μπορντέλου, με ύφος θριαμβευτή. Ο Μιχάλης αγόρασε τα έπιπλα για την αδερφή του Θωμά που τα είχε ταμένα ο πατέρας του στο γαμπρό και άλλα έπιπλα για τη μικρότερη αδερφή - να τα’χουν - και χτες που τα πήγε ο Θωμάς στο χωριό του, οι συγχωριανοί του τον χειροκρότησαν, τόσο που πρόκοψε! «Και τόσα λεφτά ο Θωμάς….μπράβο!» Η Σουσούνα απαίτησε απ' το Μιχάλη να πληρώσει τα έπιπλα και πως εκείνη τα κάνει δώρο στο Θωμά, που της γνώρισε το Μιχάλη και τέτοιο άντρα γαλαντόμο και τσαχπίνη, δε γνώρισε άλλον…Και στα κρυφά, είπε αυστηρά στο Θωμά, να πάει στο χωριό του να δουλέψει να ζήσει, γιατί στην πολιτεία θα χαθεί, «δεν κάνεις για τη πολιτεία».

155


Ο Σετλά

Έμεινε σύμφωνος ο Θωμάς και πρώτα θα πήγαινε το Σετλά στο χωριό του και μετά εκείνος στο δικό του. Ήρθε η ώρα να κινήσουν για το σταθμό - η Μανίτσα και η πραμάτεια της. Μπήκαν στα αυτοκίνητα η Μανίτσα και οι δεκαπέντε γυναίκες και ο Θωμάς με το Σετλά σε άλλο αυτοκίνητο, με τις βαλίτσες και τα δέματα. Και βέβαια και με τις δικές τους βαλίτσες. - Έμπα στο αυτοκίνητο Σετλά, είπε ο Θωμάς. - Εγώ θα’ρθω με τη Σουσούνα, είπε ο Σετλά. - Ρε, έμπα στο αυτοκίνητο να φύγουμε! - Θα ’ρθω με τη Σουσούνα! ανυποχώρητος ο Σετλά. Θα τού τράβαγε σφαλιάρα ο Θωμάς, αλλά ο Σετλά ήταν στην προστασία της Σουσούνας και τί να κάνει; Η Σουσούνα τον ευεργέτησε καλύτερα από μάνα του, τον έβγαλε παλικάρι με τα έπιπλα. «Μάνα μου, αδερφή μου, άγια Σουσούνα! της έλεγε και της φίλησε χέρια και πόδια».. - Σετλά, έμπα στο αυτοκίνητο, του είπε όσο πιο μαλακά μπόρεσε ο Θωμάς. Η Σουσούνα θα έρθει με τα άλογα, μαζί με το Μιχάλη… Ο Μιχάλης παρήγγειλε στον αμαξά να στολίσει το αμάξι με λουλούδια και κορδέλες, τα άλογα και τα χάμουρα με πέτρες χρωματιστές και μισίνες για να πάνε στο τραίνο την ωραία. Στο δρόμο που πέρναγαν περήφανα τα άλογα, όλοι γύριζαν να θαυμάσουν τη Σουσούνα και ποια είναι! Γυναίκα ή φως; Στο σταθμό ο Σετλά πιάστηκε από της Σουσούνας το φουστάνι και δεν την έντωνε. Και για να τον ξεφορτωθεί ο Μιχάλης, του έδωκε ένα πενηντάρι να αγοράσει μια σοκολάτα για τη Σουσούνα. Ο Σετλά μαθημένος που έκανε θελήματα, ξεγελάστηκε και πήγε στο ψιλικατζίδικο. Ώσπου να πάει και να γυρίσει, σφύριξε το τρένο και έφυγε. Ο Σετλά τρέχει κοντά στο τρένο και φωνάζει: - Σουσούουνααα! Σουσούουνααα! Τον βλέπει ο Θωμάς και σκάει στα γέλια: - Να, σκιάχτρο με την ρεμπούκλα, να! Μ’ έκαμες και γέλασα… Γέλαγε ο Θωμάς και κορόιδευε το Σετλά που ήθελε τη Σουσούνα, γιατί πίστευε πως αυτός ο λειψός και ο κακοζάκανος, δεν είχε στο ερωτικό του

156


Ο Σετλά

μυαλό τη δυνατή δομή της απόλαυσης και διέρρεε με ένα ποτήρι κρασί. Και μάλιστα, αφού η Σουσούνα δεν ήθελε το Θωμά που ήταν όμορφος, θα ήθελε το Σετλά; Σίγουρα η Σουσούνα δεν τον ερωτεύτηκε το Σετλά, αλλά περισσότερο ηλίθιο έβρισκε το Θωμά με τα μεγάλα σχέδια και τις μεσιτείες του… Ο Θωμάς μέτραγε τον πόθο του για τη Σουσούνα με τις άδειες τσέπες του, ενώ ο Σετλά μαγεύτηκε απ’ τα αρώματα της Σουσούνας, γιατί είναι, γιατί υπάρχουν. Δε σκέφτηκε την όποια άρνηση, την όποια διάκριση, ούτε το σουλούπι του. Ήταν ικανός να αναπνέει την ευωδιά. Του άρεσε, την ακολούθησε. Την ομορφιά δεν τη ρωτάς αν σ’αγαπάει… Το τραίνο δε φαίνεται, μόνο το σφύριγμά του ακούγεται. Και ο Σετλά τρέχει να το φτάσει, να φτάσει τη Σουσούνα…Φτάνει στη σιδερένια γιόφυρα και μπαίνει μπροστά του ο φύλακας: - Γύρισε πίσω, ρε! Τα πόδια σου είναι κοντά, δε φτάνουν στα δοκάρια της γιόφυρας και θα πέσεις στο ποτάμι! του είπε άγρια ο φύλακας. Ο Σετλά γύρισε αμίλητος στο σταθμό και πήγε κοντά στο Θωμά που του φύλαγε τη βαλίτσα και φαινόταν βιαστικός. - Πάρε τη βαλίτσα σου Σετλά, να σε πάω στο χωριό σου. - Δεν πάω στο χωριό μου, είπε ο Σετλά. - Έδωκα το λόγο μου στη Σουσούνα, να σε πάω στο χωριό σου, είπε ο Θωμάς. Ο Σετλά δε μίλησε. Έκατσε στη βαλίτσα του και έκλαιγε. Είδε και ο Θωμάς κάποιο γνώριμο, πήγαν πάρα πέρα, λέγαν για το Σετλά και γέλαγαν. - Γιατί κλαις Σετλά; τον ρώτησε ο Δημήτρης της Θύμιαινας, που μαζί με τον Αντρέα ήρθαν στην πολιτεία για να τον πάρουν. Ο Σετλά δε μίλησε. - Έλα, να πάμε στο χωριό Σετλά, του είπε ο Αντρέας. - Πάμε, είπε ο Σετλά. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και μέχρι να φτάσουν στο χωριό, ο Σετλά δεν είπε κουβέντα. Αλλά όταν έφτασαν στην πλατεία, η Παντελίνα, που πήγαινε να αγοράσει μια βελόνα, σαν είδε το Σετλά, έτρεξε κατά πάνου του. - Καλώς όρισες κυρ Σετλά, σε σένα έχω τις ελπίδες μου…Κυρ Σετλά, ο Παντελής είναι στη φυλακή και συ γνωρίζεις τον κόσμο και πας και τον 157


Ο Σετλά

βγάνεις. Μείναν οι ελιές αμάζωτες, κυρ Σετλά και θα πεθάνουμε από την πείνα η φαμελιά μου και γω. Και σου φιλιώ χέρι και πόδι, κυρ Σετλά, είπε η Παντελίνα. - Και μεις, είπε ο Σετλά, είμαστε αθώοι κατά το δικαστήριο και ο Παντελής είναι ένοχος και μπαίνει στη φυλακή. Και μεις διασκεδάζουμε στην ταβέρνα με την εξουσία και λέω να βγάλουν τον Παντελή από τη φυλακή… Ακούνε οι χωριάτες, ο Σετλά θα βγάλει τον Παντελή απ’ τη φυλακή και ένας κοντά τον άλλο, χαιρετάνε το Σετλά με μεγάλο σεβασμό. - Τί κάνεις κυρ Σετλά; Τί κάνεις κυρ Σετλά; Τί κάνεις κυρ Σετλά;… Και ο Σετλά, βγάνει το καπέλο του και τους χαιρετάει. Η Παντελίνα τρέχει στη γυναίκα του φούρναρη και της λέει τα νέα: - Δημητρού, έρχεται ο κυρ Σετλά και κρατεί βαλίτσα και φοράει ρεμπούκλα και είναι κυρ Σετλά… και πέφτεις στα πόδια του και βγάνει ο κυρ Σετλά τον άντρα σου από τη φυλακή. - Χα, χα, χα, γέλασε δυνατά η φουρναρίνα. χα, χα, χα, ο Σετλά, ο Σετλά είναι λειψός και ποιος τον λογαριάζει; - Ο Σετλά, είναι κυρ Σετλά, την αποπήρε η Παντελίνα. Κι αν μάθει πως γελάς μ’αυτόν, θα βρεις το διάβολό σου… είδες τι έπαθε ο σκοτωτής ο Στυλιανός, που τα ’βαλε με το Σετλά… Είδες τι πάθαν οι άντρες μας… - Καλά λες, είπε τρομαριασμένη η φουρναρίνα. Κι ό,τι μου λες θα κάνω. - Να πας στον κυρ Σετλά, να πέσεις στα πόδια του και θέλει ο κυρ Σετλά βγάνει τους άντρες μας απ΄ τη φυλακή. Και μπαίνει άνθρωπος στο δικαστήριο και ζει στην πολιτεία, ξέρει και κουβεντιάζει με την εξουσία, είπε η Παντελίνα με δέος. - Αμ' δεν ξέρει; είπε η φουρναρίνα. Ο κυρ Σετλά ούλα τα ξέρει! Άντρες έχουμε μεις ή βόδια; Θα πάω να προσπέσω στον κυρ Σετλά και ο άντρας μου δε θέλει λύπηση - έχω τα παιδιά, αλλιώτικα τον αφήνω και ρεύει στη φυλακή. Με έχει σήκω - σήκω, κάτσε - κάτσε κι ό,τι χαράξει το ξερό του, που να ξεραθεί και τα χαμπέρια του ν’ ακούσω! - Ταχιά κιόλας, να πάμε στον κυρ Σετλά, να βγάλει τα ρημάλια απ’ τη φυλακή και μαθαίνουν στην τεμπελιά και κοπροσκυλάνε οι απρόκοποι! και δε με ματακούει ο δικός μου, θα του τη φέρω με το στυλιάρι στο κεφάλι. Κάτσε και θα ιδείς…, να βγει μονάχα από τη φυλακή και θα του φορέσω καπιστράνα, συμπλήρωσε η Παντελίνα. 158


Ο Σετλά

Ο Δημήτρης και ο Αντρέας, λίγο πριν φτάσουν στην ποριά του Σετλά, άλλαξαν δρόμο για τις ελιές που ήταν η Θύμιαινα και η παρέα της και τίναζαν. Ο Σετλά προχώρησε μοναχός του για τη Ραχούλα. Σαν έφτασε στο σπίτι του και τον είδε η Νικολέτα, τον ρώτησε. - Σετλά, τί βάνουν στα φασόλια και γίνονται νόστιμα, μαϊντανό για σέλινο; - Σέλινο! είπε ο Σετλά. Στην πολιτεία βάνουν και καρότα… - Αχ, βρε Σετλά, ούλα τα ξέρεις! του είπε η Νικολέττα, και βρήκα τούτο το κοτσυφάκι στο βουνό, φτιάνεις κλουβί να το κλείσουμε, για να μας κελαηδάει. - Κλουβί δε φκιάνω, είπε ο Σετλά. Το κλουβί είναι φυλακή. Αφήνεις το πουλί να πάει στη φωλιά του. Και θέλουμε τραγούδ ι- τραγουδάμε… - Καλά λες Σετλά…κλουβί και φυλακή. Και αμόλυσε το κοτσυφάκι η Νικολέτα, κατά το βουνό. Κοίταγε το πουλί που πέταξε ο Σετλά, κοίταξε το βουνό, είδε ένα χρυσό συννεφάκι στον ουρανό και θυμήθηκε το νυχτικό της Σουσούνας και τη Σουσούνα με τις ευωδιές. Και είπε μέσα του, η Σουσούνα με άφησε και έφυγε. Η μάνα με αγαπάει και μένω με τη μάνα…Έπιασε το χέρι της Νικολέτας και της είπε: - Μάνα, δεν είμαι φίλος με την εξουσία. Η εξουσία έδεσε τα χέρια μου με αλυσίδες, έτσι το θέλει. - Σε βλέπω δεμένο Σετλά, είπε η Νικολέτα, και με παίρνει η λύπη. Και λέω, δένει ο άνθρωπος τον άνθρωπο και δεν το χωράει ο νους μου! - Τί κάματε, τον φέρατε τον άσωτο υιό; ρώτησε η Θύμιαινα εύθυμα. - Τον φέραμε θεια Θύμιαινα, είπε ευχαριστημένος ο Αντρέας. Πάει και τούτο. - Και πού να ιδείτε το Σετλά…είπε ο Δημήτρης. Βαλίτσες και ρεμπούκλες… - Να φωνάξω να’ρθεί να τον ιδούμε… Και φώναξε η Θύμιαινα, μ’ όσια φωνή κι αν είχε: - Σετλάαααα! Σετλάααααα! Και ο αντίλαλος είπε: Σετλάααααα! Σετλάαααααα! Ακούνε οι Σετλάδες και βγαίνουν αγνάντι στης Θύμαινας τις ελιές και φωνάζουν όσο παίρνει η φωνή τους: - Νερόοοοοο! Νερόοοοοοο! - Τί να πάθανε οι Σετλάδες, είπε η Θύμιαινα. Για πάμε να ιδούμε. 159


Ο Σετλά

Κινάνε η Θύμιαινα, ο Δημήτρης και ο Αντρέας για το σπίτι του Σετλά. Οι άλλοι έμειναν και τίναζαν την τελευταία ελιά. Φτάνουν στη ραχούλα και βλέπουν στη ρίζα της βελανιδιάς πηγή. Βγαίνει νερό τρεχούμενο και δυνατό και στέκουνται αμίλητοι και το θαυμάζουν. Μόνο η Θύμιαινα παραμιλάει από μέσα της: «πούλησα το χωράφι της συμπεθέρας μου στους Σετλάδες και δεν το αγόραζα δικό μου! Και τούτο παίρνει αξία και γίνεται ποτιστικό.» - Για να ιδούμε κιόλας, είπε δυνατά, θα είναι πολύ το νερό ή καμιά φλεβίτσα άνοιξε δω χάμου; - Θεία μου καλή, είπε η Νικολέτα, θα είναι πηγή. Θα χορτάσουμε το νεράκι, πηγαίναμε με το μέτρο και το νερό… Το νερό έβγαινε γαργαριστό και πιάναν με τις χούφτες τους και πίναν. - Με τόσο νερό, είπε ο Αντρέας, θα ποτίζουνται τα χωράφια και θα πλουτίσει το χωριό. Θα χορτάσει ψωμάκι ο κόσμος… και δω θα γίνει δεξαμενή… Δεν κρατήθηκε η Θύμιαινα, διέκοψε τον Αντρέα και είπε.: - Σετλά θα πουλάς το νερό στους χωριάτες και θα πλουτίσεις. Θα κόβεις μονέδα… - Δεν το πουλάνε το νερό, είπε ο Σετλά. - Το νερό βγαίνει στο χωράφι σου και είναι δικό σου, είπε έντονα η Θύμιαινα, επιτέλους να καταλάβει ο χαζοΣετλά! Και ο Σετλά το χαβά του… - Το κρασί πουλάνε, που έχει κόπο. Το νερό δεν το πουλάνε - βγαίνει μοναχό του. - Πάω να βαρέσω την καμπάνα, είπε ο Δημήτρης. Τις γρήγορες καμπάνες και τις δυνατές… Το νερό είναι ευτυχία στον τόπο. Κατέβηκε στην πλατεία ο Δημήτρης και βάρεσε κάμποσο την καμπάνα. Ένας - ένας οι χωριάτες πήγαιναν κοντά να μάθουν το ευχάριστο. - Δημήτρη, τί τρέχει; τον ρώτησε ο Θεμιστοκλής. - Νερό στ’ αυλάκι, είπε γελώντας ο Δημήτρης. Στη βελανιδιά του Σετλά βγαίνει νερό ποτάμι. Θα ποτίζονται ούλα τα χωράφια και τώρα είναι μετρημένα τα ποτιστικά και το νερό δε φτάνει πέρα - πέρα. Και λέει ο Σετλά, δεν το πουλάει το νερό γιατί βγαίνει μοναχό του για ούλους!

160


Ο Σετλά

- Έτσι ε; είπε ο Θεμιστοκλής. Αν είναι ένας που αξίζει στο χωριό, είναι ο Σετλά. Εγώ, του το 'χω με το παραπάνου, που αντιστάθηκε στη βία του Στυλιανού και γλιτώσαμε απ΄ το θηρίο. Ήταν βλέπεις και ο δάσκαλος παλικάρι, όμως την αρχή την έκανε ο Σετλά, μπροστά σε ούλους. Διαδόθηκε λοιπόν το ευχάριστο, τό 'μαθε και ο γραμματικός της κοινότητας και είπε στον πρόεδρο. - Πρόεδρε, θα ανακηρύξουμε το Σετλά ευεργέτη του χωριού, ο νεότερος ευεργέτης! Οι άλλοι περιμένουν να γεράσουν, δε μπορούν να μάσουν άλλα και τα δωρίζουν… - Πρέπει, πρέπει, είπε ο πρόεδρος. Μπράβο στο Σετλά, αφήνει μνήμη αγαθή. Εμείς με τα πολλά μυαλά, κοιτάξαμε μόνο το συφέρο μας. Θα συνάξουμε τους χωριάτες, θα βγάλουμε πρόεδρο το Σετλά. Πολλοί από τους χωριάτες ανέβηκαν στο σπίτι του Σετλά μαζί με το γραμματικό, να ιδούνε το νερό και να επιδόσουν τον έπαινο. Ανέβηκε στην πέτρα ο γραμματικός και διαβάζει: - Ο Σετλά ανακηρύσσεται ευεργέτης του χωριού και του δίνουμε έπαινο ευγνωμοσύνης. Και ανέβηκε στην άλλη πέτρα ο Σετλά και είπε: - Έπαινο δε θέλω! Το νερό δεν το δίνω εγώ. Το νερό βγαίνει μοναχό του.

161


Ο Σετλά

162


Ο Σετλά

Προ χρόνων

163


Ο Σετλά

164


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.